Καπίκιοϊ ΚΩΣΤΑΣ ΣΙΑΜΙΔΗΣ (ποντιακή λύρα) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ (τραγούδι) ΡΟΔΟΛΦΟΣ “ΡΟΥΛΗΣ” ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (νταούλι)
Λόγος - Μέλος - Όρχηση λειτουργικώς αδιάσπαστα στοιχεία της παραδόσεως μας. Από την αρχαιότητα. Έως και νυν όσο - όπου - όταν ακόμα κρατάνε οι χοροί ως κύκλος - κοινότητα - μέθεξη. Τμήμα αυτής της παραδόσεως και ο επί χιλιετηρίδες Ελληνικός Πόντος. Εκεί μας μεταφέρει ο παρών δίσκος, μέσα από μια αισθητική διαδρομή στον χρόνο και τον χώρο. Εκεί και ειδικότερα στην περιοχή της Ματσούκας, μέσα από όμορφους 15σύλλαβους, ιαμβικούς, ερωτικούς στίχους, χωρισμένους σε δύο ημιστίχια (8+7 συλλαβών), που αποτελούν από μόνα τους το καθένα, ένα αυτοτελές δίστιχο. Ένα δίστιχο από εκείνα που αυτοσχεδίαζε ο όμιλος των αυτοδιασκεδαστών. Περίφημη υπήρξε η Ματσούκα για τα ερωτικά τραγούδια της. Σε μια κλειστή πατριαρχική κοινωνία τα περιθώρια δεν είναι πολλά, αλλά το πάθος περισσεύει. Η επιθυμία θεριεύει, ενώ επίσημα τιθασεύεται. Σε κάθε περίπτωση το τραγούδι, το ερωτικό δίστιχο, δίνει μια ευκαιρία για εκμυστήρευση του έρωτα με τρόπο αποδεκτό, ξαλαφρώνει αυτόν που το τραγουδά, γεμίζει ελπίδα και παρακινεί στον χορό την αγαπημένη («γιαρ, γιαρ, αμάν!»). Έτσι το «κρεβατόπο σ΄» επανέρχεται συχνά ως σύμβολο της ερωτικής συνευρέσεως. Αλλού παρομοιάζεται με «χωνόνι» όπου φουντώνει, αλλά και καταλαγιάζει το ερωτικό πάθος. Τα ξημερώματα - στα κρυφά - ζουν και ελπίζουν οι ερωτευμένοι. Στο φως της μέρας το μόνο ερωτικό «χαπέρ» που επιτρέπεται είναι ο κωδικοποιημένος ξερόβηχας του νέου που διαβαίνει απ’ το σπίτι της αγαπημένης του ή μια κλεφτή ματιά, όταν αυτή «τερεί» με αγωνία από το «τζαμ». Πλημμυρίζουν από αγάπη τα δίστιχα Ματσούκας, αφού όταν η τρυγονίτσα τ’ έρχεται να τον συναντήσει, ο ερωτευμένος νοιώθει ότι «τ’ έμπρου τα στράτας φωτάζ’νε και χαίρουνταν» ενώ «τ’ οπίσ΄ αναστενάζ’νε». Άλλοτε πάλι φαντάζεται ότι ολόγυρα στο κρεβάτι της «πουλόπα κελαηδούνε» ή ότι κι αυτοί ακόμα οι άγγελοι ξετρελλάθηκαν και τραγουδούν μαζί του γι’ αυτήν. Τέλος - εκστασιασμένος από τη λύρα και το ρακί- διακηρύσσει:
«Εμέν το ρακίν ’κι μεθεί Ας εν’ και με τ’ οκάδες Εμέν μεθούν τα χειλόπα σ’ Ντο έχ’νε νοστιμάδας» Ωστόσο, οι ηθικοκοινωνικές δεσμεύσεις δεν μπορούν να εμποδίσουν τον ερωτευμένο να καταλήξει σε ανοιχτή ερωτική πρόσκληση. «Έλα ‘μπα ς’ εγκαλιόπο μου και σα χέρα μ’ τα δύο» και στην deprofundis διαβεβαίωσή του πως τότε: «Η ψύ μ’ αν πάει σην κόλασην εσέν κι παραδίω». Η δύναμη του έρωτα είναι - ως γνωστόν - ακατανίκητη. Φυσική. Και μόνο στην κόλαση μάλλον δεν οδηγεί. Αυτό φαίνεται να το γνωρίζουν καλά οι μακρινοί αυτοί απόγονοι του μυθικού Πανός. Ανάμεσα στα ερωτικά δίστιχα, εύστοχα παρεμβάλλονται άλλα, που μιλούνε γενικότερα για «τέρτα, μαχαιρέας ή γεράν»από διάφορες αιτίες (ορφάνια, ξενιτειά, φτώχεια, εθνικό διωγμό κ.α.) βάσανα που θέλουν σιδερένια καρδιά για να το αντέξεις. Όπως τα άντεξε ο κατατρεγμένος Ποντιακός Ελληνισμός. Εξάλλου, άλλα εμβόλιμα δίστιχα αναδεικνύουν το σκωπτικό πνεύμα των Ποντίων, που λειτουργεί και ως έμμεση κοινωνική νουθεσία: «Την κουτσήν θ’αντρίζν’ ατεν, ‘κ’ έχ’νε να φορίζ’ν ατεν» Αλλά και αντιστρόφως «Τ’ οσπίτ’ν ατ’ς καινουργόχτιστον Και κιρετσλιαεμένον Εχάσεν τ’ ανοιγάρια ’θε Κ’ επέμνεν κλειδωμένον» Στον δίσκο ακούμε ακόμα και τμήμα από την μουσική αυτοπροσωπογραφία του παλιού λυράρη Γετίμογλη. Θα ήταν παράλειψη αν δεν σημείωνα την μετρική ιδιομορφία των 2 Τονιαλή-
δικων τραγουδιών του δίσκου (3,9). Είναι γραμμένα σε τροχαϊκό 14σύλλαβο, που ακούγεται όλο και σπανιότερα σήμερα. Τα τραγούδια των Τονιαλήδων - πολλοί από τους οποίους κατοικούν σήμερα στην περιοχή της Ματσούκας - τα ακούσαμε να παίζονται, να τραγουδιούνται και να χορεύονται εκεί όταν επισκεφθήκαμε την περιοχή το 1989. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι χόρευαν ως πυρρίχειο τον σκοπό του «Κεμετζέ»(9) παίζοντας τον όμως πιο «μονότονα», πιο κοφτά και χωρίς κάποια «κλαδάκια» που αυτοσχεδιάζονται εδώ. Περιττό να πω ότι η γλώσσα (σε όλα τα τραγούδια του δίσκου) διατηρήθηκε αναλλοίωτη. Χωρίς απλουστεύσεις και εκσυγχρονισμούς. Όπως μας τα παρέδωσαν οι ανώνυμοι λαϊκοί άνθρωποι απ’ τους οποίους τα μάθαμε. Οι όμορφοι ερωτικοί στίχοι της Ματσούκας ξεδιπλώνονται, καθώς ο δίσκος γυρίζει πάνω σε ωραίους παραδοσιακούς σκοπούς. Εκείνες δηλαδή τις μελωδικορυθμικές φόρμες που δημιούργησε η ανώνυμη λαϊκή δημιουργία και που αποτελούν τις βάσεις για αυτοσχεδιασμό και παραλλαγές ανάλογα με το ιστορούμενο θέμα, το ύφος, το ήθος, την διάθεση και την ικανότητα του εκάστοτε ερμηνευτή. Χαρακτηριστικοί σκοποί Ματσούκας είναι ο μακρόσυρτος ή «μακρύν καϊτέ»(1). Φανταστείτε αυτές τις ρυθμικά ελεύθερες μελωδικές περιδονήσεις να αντηχούν στα ξέφωτα και τα λαγκάδια, να αντηχούν υμνώντας τον έρωτα… Τα «μακρύν» ή μακρόσυρτα διαδέχονται έμμετρες μελωδίες που ψάλλει η λύρα ή ο ασκός και δυναμιτίζει το νταούλι. Ο κύκλος σχηματίζεται, ο χορός ξεχύνεται, ο τραγουδιστής συνεχίζει, η μέθεξη καθαγιάζει την κοινότητα. Ο ρυθμός αυτός της μέθεξης δεν οφείλει να μετριέται ως απόλυτο μαθηματικό μέγεθος. Μπορεί να είναι «ακσάκ», κουτσός, άλογος π.χ. εδώ «Γετίμογλης». Σπουδαίοι μουσικολόγοι διαφωνούν ακόμα στην «ακριβή» αριθμητική απόδοση και αυτού του τικ. Αυτό όμως δεν απασχολεί τον προικισμένο λαϊκό λυράρη. Αυτός κρατάει τον ρυθμό εσωτερικά και τον μαθαίνει βιωματικά. Αγωνιά να συν-κινήσει
την ομήγυρη ή μάλλον να την συν-κλονίσει. Διότι μόνο ο συγκλονισμός μπορεί να αποφέρει την αίσθηση του παλμού που αποπνέει ο Ποντιακός χορός. Έτσι, ο χορευτής συν-κινείται, συν-κλονίζεται, αλλά και συντονίζεται με τον λυράρη. Ο τελευταίος οφείλει (όταν είναι εμπνευσμένος και ικανός) να αυτοσχεδιάζει «κλαδάκια» πάνω και μέσα στα παραδεδομένα πλαίσια (τα αυστηρά και μεταβαλλόμενα) κάθε σκοπού. Μόνο όταν πετυχαίνεται αυτό βιώνεται, ζει και συνεχίζεται η παράδοση. Νυν και αιέν! «Η δεξιοτεχνία των Ποντίων λυράρηδων είναι καταπληκτική, όχι μόνον τα δάχτυλα του αριστερού χεριού αλλά και ο καρπός του δεξιού έχουν μια απαράμιλλη σβελτοσύνη και γρηγοράδα» γράφει ο κορυφαίος μουσικολόγος Samuel BaudBovy και συνεχίζει μιλώντας για συγκεκριμένη ηχογράφηση: «Ακόμα και όταν βάζω το δίσκο σε ελαττωμένη ταχύτητα δεν κατορθώνω να καταγράψω την Σέρα των Ποντίων και να αποδώσω τον συναρπαστικό της παλμό». Αξιοσημείωτη είναι η ακόλουθη τεχνική του λυράρη του παρόντος έργου. Για να αποδώσει το ύφος των σκοπών της Ματσούκας χρησιμοποιεί ανοικτά τα δάκτυλα του αριστερού χεριού (πρβλ. φωτογραφία). Έτσι εκτελεί αφ’ ενός άνετα μια 5η καθαρή χωρίς αλλαγή θέσης και το κυριότερο χρωματίζει την μελωδία του με τρέμουλο και στο 3ο και στο 4ο δάκτυλο καθώς η μελωδία εμφανίζει συχνά ημικαταλήξεις. (Με την κλασική τεχνική των κλειστών δακτύλων το 3ο δάκτυλο δεν χρησιμοποιείται στο τρέμολο). Το δάκτυλο 1 όταν παίζει στην 2η θέση πατάει δύο χορδές συγχρόνως, την τονική (βάση) και το ίσο (μια 4η καθαρή). Η σημασία της τεχνικής αυτής γίνεται πιο κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη
μας ότι η παραδοσιακή μουσική του Πόντου ακολουθεί το αρχαίο σύστημα των 4 ή 5 χορδών. Δεν νοείται εδώ 8φωνη κλίμακα. Η ποιότητα, η ποικιλία και οι σχέσεις των μικροδιαστημάτων δίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Ποντιακού μουσικού ιδιώματος. Ανάμεσα στους όμορφους παραδοσιακούς σκοπούς που ακούγονται εδώ, σημειώνω ιδιαίτερα το 3φθογγο Μακρόσυρτο σε πλ. δ΄ ήχο με την ωραία ανταπάντηση της λύρας, το επίσης 3φθογγο Διπάτ σε πλ. α΄ με ημικαταλήξεις σε κάθε φθόγγο και μια φωνή βαρύτερα, τα μελωδικά «κλαδάκια» στο Τικ (6), το τραγούδι του Γετίμoγλη κλπ. Είναι - λοιπόν - άσκοπες, άσχετες και επιζήμιες διάφορες επεκτάσεις της μελωδίας που επιχειρούν ορισμένοι «σύγχρονοι» λυράρηδες και μάλιστα σαν απόδειξη της αξίας τους!! Οι ερμηνευτές του έργου είναι Ματσουκαίοι της νεότερης γενιάς. Ο λυράρης και ο τραγουδιστής του έργου έχουν απώτερη καταγωγή από το χωριό Καπίκιοϊ Ματσούκας του Πόντου και οι πρόγονοί τους είχαν κοινό επώνυμο Σιαμόγλης. Γαλουχημένοι μέσα στην μουσικοχορευτική παράδοση του τόπου τους, την ανιχνεύουν με προσοχή και συνέπεια. Αποτελούν αξιοπρόσεχτο παράδειγμα νέων δημιουργών που συνεχίζουν μια παράδοση αιώνων χωρίς κόμπλεξ, απλουστεύσεις ή «εκσυγχρονισμούς». (Την συνεχίζουν προσθέτοντας προσεκτικά τα δικά τους «κλαδάκια»). Και είναι - πιστεύω - η συμβολή τους αντίβαρο στην πλημμυρίδα παραγωγής «νεοποντιακών» τραγουδιών από «μοντέρνες» ορχήστρες δίκην ροκ γκρουπ συν λύρα (για άλλοθι)! Ι.Δ. Βρύζας (1991)
1. ΟΛΟΕΡΑ ΣΟ ΚΡΕΒΑΤΙ Σ’ (Μακρύν καϊτέ) Ολόερα σο κρεβάτι σ’ πουλόπα κελαηδούνε τ’ς αγγέλτς πα-ν επαλάλωσες, ατείν’ πα τραωδούνε Ολόερα σ’ οσπιτόπο σ’ πόσα στρατόπα έχω χαπέρ’ όντες θα δίγω σε, αρνί μ’, θα ξεροβέχω (Τικ) Τρώγ’ ατον π’ εσέν εποίν’νεν, τρώγ’ ατον π’ εσέν έχτ’σεν τ’ ουρανού όλια τ’ αψίματα απέσ’ σην κάρδια μ’ έψεν Επωδός Αρ’ ατώρα χερομύλτσον, τσάκωσον τα χερομύλια χοντρά μ’ ευτάς τ’ αλεύρια, μετ’ εσέν την πελιά μ’ εύρα Τ’ οσπίτι σ’ έν’ παράμερα, ολόερα τουβάρια το καρδόπο μ’ εκλείδωσες κ’ επέρες τ’ ανοιγάρια Ελά ’μπα σ’ εγκαλιόπο μου και σα χερια μ’ τα δύο η ψη μ’ αν πάει σην κόλασην εσέν ’κί παραδίγω
2. ΓΕΤΙΜΟΓΛΗΣ Ν’ αϊλί εσέν Γετίμογλη, επέθανεν ο κύρη σ’ με τη κυρού σ’ τον θάνατον εχάθεν το χατίρι σ’ Ν’ αϊλί εσέν Γετίμογλη εχάθεν τ’ εχτιπάρι1 σ’ εχιόντσεν και ’κί λιμενεύ’2 σο ξερόν το κιφάλι σ’ ᾽Πατούρεψα3 τον εαυτό μ’, εσκεπάγα-ν ασ’ σ’ σο χρέος ’βλαστήμεσα, ’βλαστήμεσα εγέμ’ν άμον Εβραίος Λεξιλόγιο: 1. εχτιπάρι’ (το) (λ. τουρκ.) = υπόληψη. 2. λιμενεύ’ (ρ. λιμενεύω) = για τόπο που αποκαλύπτεται από τα χιόνια που λιώνουν. 3. πατούρεψα (ρ. πατουρεύω) (λ. τουρκ.) = βυθίστηκα, χρεοκόπησα
3. ΑΠ’ ΑΔΑ Σ’ ΕΣΕΤΕΡΑ Απ’ αδά σ’ εσέτερα ξαν, πουλί μ’, μακρά πα ’κ’ έν’ μήλον να σύρω έρ’ται και κυδών’ παραδιαβαίν’ (αχ, πουλί μ’, νασάν εμέν) Έϊ κορτσόπον τούλα-λά, ρούζομε και κείμες κα αφκά σο κρεβατόπο σ’ ξαν ευτάμε παλαλά Ανάθεμα τη μάνα σ’, τον κύρ’ π’ εσέν εποίν’νεν ’ποίν’νε σε πολλά έμορφον, σ’ εμέν πελιάν εδίν’νεν Έϊ, κόρη μ’ και σου κυρού σ’ τα δουλείας ντ’ εποίν’νες κάθαν βράδον και πρωί το μαντήλι σ’ έπλυνες
4. ΠΟΥΛΙ Μ’ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ Σ’ Μ’ ΑΣΠΑΛΕΙΣ Πουλί μ’, την πόρτα σ’ μ’ ασπαλείς και την σύρτεν μη σύρεις ασ’ σ’ άγρια τα μεσάνυχτα ανάμ’νον το γεσίρι1 σ’ Πουλί μ’, ισμάρ’2 εντώκες με με το δεξόν τ’ ομμάτι σ’ σιμά σα ξημερώματα κλώσκουμαι σο κρεβάτι σ’ Απέσ’ σ’ αχάντια έρραξα, ετσέρτσα το μαντήλι μ’ πουλόπο μ’, ασ’ τ’ εγνώρτσα σε, εχάσα και τ’ ακίλι’3-μ’ Έκαψες με όπως καίουνταν τα ξύλα σον χωνόν4-ι πάσκ’5 είμαι τ’ εσόν το γεσίρ’, του κυρού σ’ τ’ ορφανόν-ι Λεξιλόγιο: 1. γεσίριν (το) (λ.τ.) = αιχμάλωτος, ταλαίπωρος. 2. ισμάρ’ (το) (λ.τ.) = νεύμα. 3. ακίλ’ (το) (λ.τ.) = νους, μυαλό, νοημοσύνη. 4. χωνός (ο) (αρχ. χώνος) = εστία στη μέση του δωματίου. 5. πασκείμ’ (από την έκφραση πας και ένι) = μήπως
5. ΧΕΡΙΑΝΙΤΣΑ Ορχηστρικό
6. ΠΟΥ ΕΙΠΑΝ ΠΑ-Ν ΑΣ ΕΙΠΑΝΕ Για δόστε με-ν έναν ρακίν κ’ έναν νερόπον κρύον ας αρχινώ να τραγωδώ -λελεύω σας- απ’ ολίγον ολίγον Επωδός Που είπαν πα-ν ας είπανε, που ’κ’ είπαν πα-ν ας λέγ’νε εγώ κ’ εσύ να χαίρουμες - λελεύω σε – και οι τουσμάν’ ας κλαίγ’νε Εγώ το ρακίν πίν’ ατο αρ’ άμον το νερόν-ι τραγωδίας θα λέγω σας - λελεύω σε - απόψ’ ους να μερώνει Εμέν το ρακίν ’κί μεθεί ας έν’ και με τ’ οκάδες εμέν μεθούν τα χειλόπα σ’ - λελεύω σε - ντο έχ’νε νοστιμάδας
7. ΕΡΘΑΝ ΠΟΥΛΙ Μ’ ΝΑ ΠΑΙΡ’ΝΕ ΜΕ Έρθαν, πουλί μ’, να παίρ’νε με, κρύψον με σα κολτούκια1 σ’ τα στράτας-ι-μ’ κι αν τσιμενών’ν(ε)2, εσύ μη κόφ’ς τ’ ομούτια3 σ’. Ετέρεσα-ν ετέρεσα, απέσ’ σο τζαμ’ κάτ’ είδα ’κί ξέρω τ’ αρνί μ’ έτονε, ’κί ξέρω αν επαρείδα Η τρυγονίτσα μ’ έχ’ κ’ έρται4 και τα στράτας φωτάζ’νε τ’ έμπρου τα στράτας χαίρουνταν, τ’ οπίσ’ αναστενάζ’νε Λεξιλόγιο: 1. κολτούκια (τα) (λ. τουρκ.) = μασχάλες. 2. τσιμενών’νε = χορταριάζουν. 3. ομούτια (τα) (λ. περσ.) = ελπίδες. 4. έχ’ κ’ έρται (έχει και έρχεται) = είναι εν τω έρχεσθαι ή απλά έρχεται.
8. ΑΣ’ ΕΝΑΝ ΜΑΧΑΛΑΝ ΕΙΜΕΣ Ασ’ έναν μαχαλάν είμες κι ασ’ έναν γειτονίαν πάντα ’γώ ’κί θα έρχουμαι, έλα κ’ εσύ πα μίαν Τ’ οσπίτ’ν ατ’ς καινουργόχτιστον και κιρετσλιαεμένον1 εχάσεν τ’ ανοιγάρια2 ’θε κ’ επέμ’νεν κλειδωμένον Τη μαχαλά σ’ εγόρασα, τ’ ημ’σόν θα πατουρεύω3 κι ατού σ’ άσπρον την ψη4 σ’ απέσ’ νουσκάν5 θα γιαπτουρεύω6 Απάν’ σον Αεν-Πνεύματον κερίν εξέβα ν’ άφτω είδα ’τεν’ και κάτ’ έπαθα, τον κύρ’ν ατ’ς ανασκάφτω7
Λεξιλόγιο: 1. κιρετσλιαεμένον (κιρετσ’ λ.τ. = ασβέστης) = σουβατισμένο με ασβέστη. 2. ανοιγάρ’ = κλειδί. 3. πατουρεύω (λ. τουρκ.) = βυθίζω. 4. ψη (η) = ψυχή / μεταφ. το στήθος. 5. νουσκά (η) (λ. αραβ.) = δερμάτινη ή πάνινη θήκη τριγωνική με μαγικά ή εκκλησιαστικά ρητά / φυλαχτό. 6. γιαπτουρεύω (λ. περσ.) = δίνω παραγγελία για κατασκευή. 7. ανασκάφτω = βλαστημώ, υβρίζω νεκρόν.
9. ΚΕΜΕΝΤΖΕ Κεμεντζέ μ’, τσαλά-τσαλά, αν ’κί παίεις καλά καλά κρούω κα’ τσακώνω σε, κάθουμαι και κλαίγω σε Την κουτσήν θ’ αντρίζ’ν ατεν, ’κ’ έχ’νε να φορίζ’ν ατεν ’κ’ επορούν πέντ’ - έξ νομάτ’, κα’ για να καθίζ’ν ατεν Το φέσι μ’ σο γιάν’ απάν’, το πισκίλιν κείται απάν’ τ’ έμορφα τα κορ’τσόπα σκοτούνταν σ’ εμέν απάν’
10. ΚΑΡΔΙΑ Μ’ ΝΑ ΕΣ’ΝΕ ΣΙΔΕΡΟΝ Καρδία μ’ να έσ’νε σίδερον, γεράν1 να μη εφέρ’νες όλια τα τέρτια τη κοσμί’ εσύ να υποφέρ’νες Καρδία μ’, να έσ’νε σίδερον, να ’βάσταζες τα πόνια τα μαχαιρέας ντ’ έφαες εσύ αδά σα χρόνια Σα τέρτια και σα βάσανα εγώ ’κί ταγιανίζω2 πάντα θέλω να χαίρουμαι και να χελιδονίζω3 Λεξιλόγιο: 1. γερά (η) (λ. τουρκ.) = πληγή, τραύμα. 2. ταγιανίζω (λ. τουρκ.) = αντέχω, υπομένω. 3. χελιδονίζω = κελαηδώ, τραγουδώ σαν χελιδόνι.
11. ΣΕΡΑ Ορχηστρικό
ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ξ όπως το γαλλικό kch. σ όπως το γαλλικό ch χ όπως το γαλλικό ch. ψ όπως το γαλλικό pch. Με το (υφέν) υπογραμμίζονται οι συνιζήσεις ια, εια, ια ύστερα από σύμφωνο εκτός από τα σύμφωνα γ, κ, λ, ν και χ και προφέρονται πολύ μαλακά χωρίς ν’ ακούγεται ο ήχος του γ όπως γίνεται στην κοινή ελληνική. Επίσης υπογραμμίζονται τα φωνήεντα ή δίφθογγοι δύο λέξεων όταν συνεκφέρονται.
Ο Σύλλογος Ποντίων Φοιτητών και Σπουδαστών Θεσσαλονίκης, 25 χρόνια μετά την έκδοση του δίσκου «ΚΑΠΙΚΙΟΪ», αποφάσισε την επανέκδοσή του σε ψηφιακή μορφή. Η ανάγκη για την διάσωση των παραδοσιακών ποντιακών ακουσμάτων που περιλαμβάνονταν στην πρώτη μουσική παραγωγή του Συλλόγου, οδήγησε σε αυτήν την ενέργεια. Στη νέα έκδοση προτιμήθηκε η διατήρηση των χαρακτηριστικών του δίσκου βινυλίου, με μοναδική προσθήκη την ιστορική γραφή των τραγουδιών και του λεξικού από τον Χριστόφορο Στάθη Χριστοφορίδη «Σάρπογλη». Με την παρούσα ψηφιακή έκδοση θεωρούμε ότι ολοκληρώθηκε το χρέος του Συλλόγου απέναντι στον δίσκο, ο οποίος πλέον έχει αποκτήσει μια νέα δυναμική. Θεσσαλονίκη 2016