Ενδιάμεσος χώρος | από τη θεωρία στη σύγχρονη πρακτική

Page 1



Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ακαδ. έτος 2014-2015

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Ο Σ

Χ Ω Ρ Ο Σ

ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Παππά Ανδρονίκη │ Α.Μ. 1163 Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Πετρίδου Βασιλική Πάτρα, 2 Ιουλίου 2015



ΠΡΟΟΙΜΙΟ

ΠΡΟΟΙΜΙΟ Η σύγχρονη κοινωνία διακατέχεται από συνεχείς μεταβολές του περιβάλλοντος, αστικού και φυσικού, και από μία ρευστότητα η οποία διεισδύει στην επικράτεια των ανθρώπινων σχέσεων. Πολλοί μιλούν για μία ανθρωπιστική κρίση, η οποία οφείλεται στην αδυναμία του ανθρώπου να προσαρμοστεί στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντός του, ή διαφορετικά στην αδυναμία του κτιστού περιβάλλοντος να ικανοποιήσει τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου. Υπό αυτήν την έννοια και στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης που λαμβάνουμε, ως μίας επιστήμης η οποία αναφέρεται στον άνθρωπο, καλούμαστε μέσα σε αυτό το περιβάλλον που διέπεται από αντιθέσεις, ασυνέχειες και διαρκή μετασχηματισμό, να δημιουργήσουμε συνθήκες διαφορετικών ρυθμών κατοίκησης, οι οποίες θα κάνουν το κτιστό περιβάλλον πιο βιώσιμο για τους χρήστες. Ο προβληματισμός μας επικεντρώθηκε γύρω από το πώς μπορεί η αρχιτεκτονική να διαχειριστεί τις σχέσεις μεταξύ γειτονικών καταστάσεων και το ερώτημα αυτό μας απασχόλησε σε όλες τις προσπάθειες αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η ιδέα του ενδιάμεσου χώρου, ως τόπου ικανού να διαχειριστεί τις αντιθέσεις, τις μεταβάσεις και τις σχέσεις μεταξύ των χώρων και ως μία ευκαιρία κοινωνικοποίησης, αλλά και «παύσης» για τους ανθρώπους πιστεύουμε ότι προσφέρεται στην διερεύνηση αυτών των χωρικών αλλά και κοινωνικών καταστάσεων. Η εργασία αυτή ανέκυψε από τα ερεθίσματα που δέχτηκα από το ακαδημαϊκό περιβάλλον της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών τα τελευταία πέντε χρόνια. Οφείλεται, ακόμα, στην οικογένειά μου - στους γονείς μου, οι οποίοι με στηρίζουν πάντα, με κάθε τρόπο και με ενθαρρύνουν να αναζητώ τα σημαντικά πράγματα στη ζωή και στην Ιωάννα, που είναι ανέκαθεν ένα καλό πρότυπο μεγάλης αδερφής. Επιπλέον, στους καλούς μου φίλους Μαρία, Λυδία, Αθηνά, Νατάσα, Μαρίνα, Δανάη, Πάνο, Νίκο, Κωνσταντή και Μάρκο για την πολύτιμη βοήθεια, την εμψύχωση και τις αμέτρητες συζητήσεις μας, καθώς και στους αρχιτέκτονες Τάση Παπαϊωάννου και Γιώργο Νικόπουλο για τις συζητήσεις πάνω στο έργο τους. Η εργασία αυτή δε θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την καθηγήτριά μου, Βασιλική Πετρίδου, η οποία με την καθοδήγηση, τις συμβουλές, τις συζητήσεις και κυρίως την υπομονή της, μου έδειξε, όχι μόνο στη συγκεκριμένη μελέτη, αλλά καθόλη τη διάρκεια των σπουδών μου, πως να δημιουργώ μία σκέψη και να τη μετατρέπω σε έρευνα. Για όλα αυτά τα άτομα, λοιπόν, δεν αρκούν λίγες σειρές για να εκφράζω πόσο τα ευχαριστώ και τα εκτιμώ.

v


ABS TR ACT

ABSTRACT The matter of investigation of the current research study is to highlight the importance of the intermediate space (in-between), as a field that is capable of leading to a “humanitarian” architecture, which is designing spaces that respect the social and spatial needs of man and lead to a more “healthy” society. The research examines the progress of the in-between space, from being a theoretical concept of ​​the “intermediate space”, as described by several intellectuals in their theoretical studies, to becoming the real intermediate space of the contemporary everyday architecture. The study of the different aspects of the intermediate space, is aiming to identify the characteristics and spatial concepts associated with it. The methodology followed, firstly comprises a bibliographical survey, related to definitions of the “intermediate space” in the humanities. The research continues with detecting specific examples in the architectural theory and practice, dating back to the first decades after the World War II, with a view to understanding how this theoretical concept was reflected in real space. It is common knowledge, that these examples used to constitute alternative suggestions of Modernism and criticized it for its practices in terms of spatial organization. The survey is completed by analyzing examples of the contemporary architecture, in order to describe the aspects of the concept today. Finally, interview and field research are used as methodological tools for two examples, so as to examine and reveal both the architectural intention behind the in-between space and the experience of the space as felt by its user. The research is organized into four chapters. The first chapter deals with the intermediate space, as expressed by theorists of humanities. The next two chapters present the architecture of the group Team 10, as they are considered in the international bibliography as the group that introduced the concept of the intermediate space in architecture, firstly in architectural theory and afterwards in architectural practice. The fourth and final chapter identifies contemporary expressions of the intermediate space through selected examples of the international and greek architecture. The study concludes with a summary of the spatial characteristics of the intermediate space, accompanied by the experience of the space by the user, through the field research.

vi


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντικείμενο διερεύνησης της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη της σημασίας του ενδιάμεσου χώρου, ως πεδίου ικανού να οδηγήσει σε μια «ανθρωπιστική» αρχιτεκτονική, η οποία σχεδιάζει χώρους που σέβονται τις κοινωνικές και χωρικές ανάγκες του ανθρώπου και οδηγούν σε μια πιο «υγιή» κοινωνία. Η έρευνα εξετάζει την εξέλιξη από την ιδέα του «ενδιάμεσου χώρου», όπως προσεγγίζεται από διάφορες διανοητές στις θεωρητικές τους μελέτες, στον πραγματικό ενδιάμεσο χώρο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής καθημερινότητας. Μέσα από τη μελέτη των διαφορετικών εκδοχών του ενδιάμεσου χώρου, εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά του και οι χωρικές έννοιες που συνδέονται με αυτόν. Η μέθοδος διερεύνησης περιλαμβάνει αρχικά μια βιβλιογραφική έρευνα σχετικά με τις προσπάθειες ορισμού του «ενδιάμεσου χώρου» στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Στη συνέχεια, εντοπίζονται συγκεκριμένα παραδείγματα στην αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική των πρώτων δεκαετιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με στόχο την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η θεωρητική αυτή έννοια αντικατοπτρίζεται στον χώρο. Είναι γνωστό ότι τα παραδείγματα αυτά αποτέλεσαν εναλλακτικές προτάσεις του Μοντερνισμού και άσκησαν κριτική ως προς την χωρική οργάνωσή του. Η έρευνα συμπληρώνεται με την ανάλυση παραδειγμάτων από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, ώστε να περιγραφούν εκφάνσεις της έννοιας στο σήμερα. Τέλος, χρησιμοποιούνται ως μεθοδολογικά εργαλεία η συνέντευξη και η έρευνα πεδίου για κάποια παραδείγματα, ώστε να εξεταστεί αφενός η αρχιτεκτονική πρόθεση και αφετέρου το βίωμα των χώρων από τη μεριά του χρήστη. Ο κορμός της εργασίας διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο, πραγματεύεται τον ενδιάμεσο χώρο, όπως εκφράστηκε από διανοητές. Τα δύο επόμενα κεφάλαια, παρουσιάζουν την αρχιτεκτονική της ομάδας Team 10, καθώς θεωρείται στη διεθνή βιβλιογραφία ως η ομάδα που εισήγαγε την έννοια, πρώτα στην αρχιτεκτονική θεωρία και στη συνέχεια στην αρχιτεκτονική πρακτική. Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο εντοπίζει σύγχρονες εκφράσεις του ενδιάμεσου χώρου μέσα από επιλεγμένα παραδείγματα της διεθνούς και της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η έρευνα, καταλήγει με μία σύνοψη των χωρικών χαρακτηριστικών του ενδιάμεσου χώρου, που συνοδεύεται με το βίωμα του χώρου από τον χρήστη, μέσω της έρευνας πεδίου.

vii


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1

1. ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

6

1.1 Elizabeth Grosz │ Αμφισβητώντας τους δυϊσμούς _ Ολότητα 1.2 Gilles Deleuze│Αμφισβητώντας τις ταυτότητες _ Ορίζοντας τις ταυτότητες

13

1.3 Arnold van Gennep │Η μετάβαση _ Από τις διαβατήριες τελετές στον ενδιάμεσο χώρο

16

1.4 Walter Benjiamin │ Κατώφλια - Πορτραίτα πόλεων

21

1.5 Martin Buber │ Η συνάντηση

26

1.6 Συμπεράσματα Κεφαλαίου

30

2. ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10

34

2.1 Τα συνέδρια του CIAM μετά το Β’Παγκόσμιο Πόλεμο│Η εμφάνιση της Team 10

36

2.2 H Team 10 και ο ενδιάμεσος χώρος (κατώφλι)

40

2.2.1 H Ταυτότητα της πόλης και η σημασία του κατωφλιού

42

2.2.2 Οι κύκλοι του Otterlo

44

2.2.3 Δίδυμα φαινόμενα

47

2.2.4 Το βασίλειο του ενδιάμεσου

50

2.2.5 Λαβυρινθώδης καθαρότητα

53

2.3 Συμπεράσματα Κεφαλαίου

viii

9

56


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

3. ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 60 3.1 Το Δημοτικό Ορφανοτροφείο στο Άμστερνταμ, 1960-1965 │Aldo Van Eyck 64 3.2 Το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, 1963-1973│George Candilis, Alexis Josic, Shadrach Woods

74

3.3 Συμπεράσματα Κεφαλαίου

84

4. ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ 88 4.1 IT University of Copenhagen, Κοπεγχάγη, Δανία │ Henning Larsen Architects, 2001-2004

92

4.2 Children’s Center for Psychiatric Rehabilitation, Hokkaίdo, Ιαπωνία │Sou Fujimoto Architects, 2006

100

4.3 Νέο Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα│Κοκκίνου-Κούρκουλας Architects, 2001-2004

107

4.4 Αρσάκεια Σχολεία Πατρών, Ρίο │ Δημήτρης Ησαΐας - Τάσης Παπαϊωάννου, 2004

116

4.5 Συμπεράσματα Κεφαλαίου

128

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

132

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

138

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

144

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

148

ix



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ενδιάμεσο ως έννοια παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στη σύγχρονη ζωή, καθώς έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης σε διάφορα επιστημονικά πεδία από τον 20 ο αιώνα. Ο όρος έχει απεικονιστεί σε πολιτιστικές και κοινωνικές μελέτες ως μία κατάσταση οριακή, ενώ έχει απασχολήσει ως στοιχείο, συνδεόμενο με την έννοια του κατωφλιού, πολλούς συγγραφείς, ποιητές, φιλοσόφους, καλλιτέχνες. Η σύνδεση του ενδιάμεσου χώρου με την έννοια του κατωφλιού, ξεκινά ήδη με την σημασία των όρων: Ενδιάμεσος, -η, -ο [<εν + δια + μέσος], που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους, διάμεσος.1 Κατώφλι (το) [<μσν. Κατώφλιν < μτγν. Καταφλιά (=πρόδρομος)] 1.το κομμάτι ξύλινο ή πέτρινο, που συνδέει τις δύο κάθετες πλευρές της πόρτας και βρίσκεται στο ίδιο ή σε λίγο ψηλότερο επίπεδο από το πάτωμα 2. (μτφ.) το οριακό σημείο, εκεί όπου αρχίζει μια καινούρια φάση.2 Η μεταφορική χρήση της λέξης κατώφλι, υπονοεί δύο καταστάσεις: μία που τελειώνει και μία που ξεκινά. Υπό αυτή την έννοια το κατώφλι λειτουργεί ως το μέσον τους που τις γεφυρώνει, άρα ως ενδιάμεσος χώρος. Ο Σταύρος Σταυρίδης, σημειώνει ότι οι ενδιάμεσες καταστάσεις του χώρου, οι ενδιάμεσες επικράτειες είναι κατώφλια και αντίστροφα τα κατώφλια είναι οι ενδιάμεσοι χώροι που σημαδεύουν αλλαγές σε εκείνους που τα διαβαίνουν. Στην ανάλυση των δύο εννοιών, λοιπόν, παρατηρείται μία ρευστότητα και πολλές φορές μία ταύτιση.3 «Διασχίζοντας κανείς τους χώρους αυτούς, συναντά εμπόδια, στοιχεία που αναφέρουν το διαφορετικό που προσεγγίζεται, στοιχεία που έλκουν ή απωθούν, που οδηγούν ή συχνά παραπλανούν, που υμνούν αυτό που επίκειται και θρηνούν γι’ αυτό που μένει πίσω». - Σταυρίδης Σταύρος, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή4

Ο ενδιάμεσος χώρος για την αρχιτεκτονική, διαμορφώνει ένα περιβάλλον του συσχετισμού και της επαφής. Πολλοί είναι οι αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τις έννοιες του ενδιάμεσου χώρου και του κατωφλιού, τόσο στη διεθνή αρχιτεκτονική όσο και στην ελληνική, με σημαντικά παραδείγματα τους Δημήτρη και Σουζάνα Αντωνακάκη και Άρη Κωνσταντινίδη, αλλά και περισσότερο σύγχρονα που θα αναλυθούν στη συνέχεια. Η ιδέα των χώρων αυτών, απέκτησε, μάλιστα τόση σημασία, ώστε χρησιμοποιήθηκε και ως τίτλος   Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος Φυτράκης, Αθήνα, 1993, σ.245   Ό.π. σ. 370 3   Μία διαφορά που παρατηρεί κανείς είναι η ιδέα της μεταβατικότητας που κρύβεται πίσω από το κατώφλι και την οποία ο ενδιάμεσος χώρος δε διαθέτει πάντα ως κυρίαρχο στοιχείο. Οι έννοιες θα χρησιμοποιούνται μέσα στο κείμενο κατά περίπτωση, ανάλογα με την εκάστοτε μελέτη. 4   Σταυρίδης Σταύρος, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2002, σ. 285 1 2

1


Ε ΙΣΑΓ ΩΓΗ

βιβλίου από τη Σουζάνα Αντωνακάκη : Κατώφλια, 100+7 Χωρογραφήματα. Στο βιβλίο αυτό, εντοπίζεται στους χώρους ενδιάμεσου χαρακτήρα η ουσία της αρχιτεκτονικής ποίησης. Η Σουζάνα Αντωνακάκη θεωρεί ότι πέρα από το κτηριολογικό πρόγραμμα, στο οποίο διατυπώνονται οι ανάγκες του μελλοντικού έργου, η ποιητική πρόθεση αναδύεται από μη μετρίσιμα στοιχεία, όπως είναι η επιλογή των προτεραιοτήτων στη σύνθεση, η ερμηνεία των δεδομένων, το λεξιλόγιο της αφήγησης και της επεξεργασίας του χώρου, και κάνει αναφορά στο βιβλίου του Gaston Bachelard Η ποιητική του χώρου. Στο έργο αυτό, όπως τονίζει, διαφαίνεται ότι το όριο, το κατώφλι, η κρίσιμη σχέση του μέσα με το έξω, αναλύονται με ακρίβεια και ευαισθησία από τον συγγραφέα, φωτίζοντας την ουσία της αρχιτεκτονικής.5 Ο ίδιος, στο βιβλίο του, αναφέρει πως μελετώντας αυτά τα στοιχεία, έχει στόχο να εξετάσει «μερικές πολύ απλές εικόνες, τις εικόνες του ευτυχισμένου χώρου»6. Μιλάει για το βίωμα του χώρου, ενός τόπου που κινείται στα όρια του πραγματικού και του φαντασιακού και που κρύβει πάντα μια γοητεία. Ο χώρος αυτός, λοιπόν, δίνει την ευκαιρία για ανάπτυξη διαφορετικών τρόπων και ρυθμών κατοίκησης μέσα στην αστική πραγματικότητα, ενώ η προβληματική γύρω από αυτόν είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους σύγχρονους αρχιτέκτονες που καλούνται να σχεδιάσουν σε ένα περιβάλλον γεμάτο αντιθέσεις, ασυνέχειες και χώρους υπό διαρκή μετασχηματισμό. Η έννοια του ενδιάμεσου χώρου στην αρχιτεκτονική σκέψη, ενυπάρχει σε κάθε προσπάθεια σχεδιασμού. Κάθε μάζα ή αντικείμενο που προσαρτάται στην αστική επιφάνεια διαμορφώνει μαζί του έναν σύνδεσμο ανάμεσα σε αυτό και την πόλη, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός ενδιάμεσου χώρου. Παράλληλα, κάθε μία από αυτές τις μάζες αποτελείται από χώρους με προσδιορισμένη ταυτότητα, οι οποίοι δημιουργούν συνδέσμους μεταξύ τους, εμφανίζοντας αντίστοιχα κάποιον ενδιάμεσο χώρο. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν χώρο, ή μία κατάσταση, η οποία εμφανίζεται ανεξαρτήτου κλίμακας, από την αστική, μέχρι την κλίμακα του αντικειμένου. Ο χώρος αυτός, εμφανίζεται ως απαραίτητος παράγοντας διαμεσολάβησης αυτών που χωρίζει και μετατρέπεται έτσι σε έναν «υβριδικό τόπο που είναι σε θέση να καθορίσει τη σχέση μεταξύ ασύμπτωτων συστημάτων» 7. Ο ενδιάμεσος χώρος αποτελεί τον χώρο του δυνητικού, που μπορεί να ταυτίζεται συνήθως με την έννοια μιας ενδιάμεσης στάσης, αλλά ποτέ με αυτή του τερματισμού. Λόγω της φύσης του ως «ορίου μεταξύ δύο ετεροτήτων» 8 αναπτύσσει μια νέα διαλεκτική μεταξύ κενού και πλήρους. Αντικείμενο διερεύνησης αποτελεί ο ενδιάμεσος χώρος ως ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Η μελέτη έχει ως στόχο να διερευνήσει τα χαρακτηριστικά που διέπουν τον ενδιάμεσο χώρο ως σχεδιαστική στρατηγική και τις ιδέες που συνδέονται με αυτόν, καθώς επίσης σε δεύτερο επίπεδο, να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο τα χαρακτηριστικά αυτά μετατρέπονται από αρχιτεκτονική πρόθεση σε βίωμα για τον χρήστη. Το πλαίσιο στο οποίο   Αντωνακήκη Σουζάνα, Κατώφλια, 100+7 Χωρογραφήματα, Futura, Αθήνα, 2010, σ. 231   Bachelard Gaston, Η ποιητική του χώρου, μτφ. Ε. Βέλτσου- Ι. Χατζηνικολή, Χατζηνικολή, Αθήνα, 1982, σ.25 7   Κεφαλογιάννης Νεκτάριος, Παπαστεργίου Χρίστος, «Η έννοια του ‘ενδιάμεσου’ (‘inbetween’)», greekarchitects, Μόνιμες στήλες (Διερευνήσεις), 07 Ιουνίου 2006 8   Ό.π., Κεφαλογιάννης Νεκτάριος, Παπαστεργίου Χρίστος, «Η έννοια του ‘ενδιάμεσου’ (‘inbetween’ 5 6

2


Ε Ι Σ Α ΓΩ ΓΗ

τοποθετείται η ανάλυση, είναι μία αρχιτεκτονική που σέβεται τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και επιθυμεί τη δημιουργία κοινότητας. Η έρευνα εξετάζει την πορεία από τον «ενδιάμεσο χώρο» ως ιδέα, σε πραγματικό ενδιάμεσο χώρο του σήμερα. Η έρευνα ξεκινά με την αναζήτηση της έννοιας σε άλλα πεδία, έξω από την αρχιτεκτονική, και συγκεκριμένα στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Θεωρείται ότι μία τέτοια διερεύνηση μπορεί να προσφέρει μία αναλογία με αυτήν, ικανή να αποκαλύψει την ουσία του φιλοσοφικού «ενδιάμεσου χώρου» ως πραγματικού. Μελετούνται οι ιδέες της Elizabeth Grosz, μίας σύγχρονης φιλοσόφου, σχετικά με τους δυϊσμούς και την ολότητα, του Gilles Deleuze σχετικά με την ταυτότητα, του Arnold van Gennep σχετικά με τις διαβατήριες τελετουργίες, του Walter Benjamin σχετικά με το «κατώφλι» και του Martin Buber σχετικά με τη «συνάντηση». Στο δεύτερο κεφάλαιο, η έρευνα εστιάζει στην εμφάνιση της έννοιας στο χώρο της αρχιτεκτονικής θεωρίας, και συγκεκριμένα στην Team 10. H σημασία της ομάδας έγκειται στην πνευματική συνεισφορά της στις βαθύτερες πολιτιστικές αλλαγές της εποχής μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το έργο των μελών της, ανοίγει μία θεματική γύρω από τον «εξανθρωπισμό» του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ενός σχεδιασμό που θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο των διαδικασιών. Η μελέτη έχει ως κύριο σημείο αναφοράς το Team 10 Primer , μία συλλογή κειμένων που εξέδωσαν οι ίδιοι με τις ιδέες τους, και συγκεκριμένα την ενότητα «κατώφλι» (Doorstep). Το τρίτο κεφάλαιο, εξετάζει την αρχιτεκτονική πρακτική του ενδιάμεσου χώρου της Team 10, μέσα από δύο έργα μελών της. Αναλύονται το Δημοτικό Ορφανοτροφείο στο Amsterdam του Aldo van Eyck και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο στο Βερολίνο των George Candilis, Alexis Josic και Shadrach Woods. Η μελέτη αυτή έχει στόχο να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο η θεωρία για μία έννοια μεταφράζεται σε αρχιτεκτονική πρόθεση και στη συνέχεια σε μορφή. Τα έργα μελετώνται μέσα από πέντε παραμέτρους, οι οποίες εξετάζουν το αρχιτεκτονικό και εννοιολογικό περιεχόμενο του ενδιάμεσου χώρου: 1. Τους ρυθμούς ζωής και το περιβάλλον του κτηρίου - αποκαλύπτουν το είδος των χρηστών του κτηρίου και το περιβάλλον ένταξής του και κατά σενέπεια τη φύση του ενδιάμεσου χώρου. 2. Το σύστημα οργάνωσης των χώρων και την κυκλοφορία - αποτελούν την ουσιαστική ανάλυση της δομής του κτηρίου και συμβάλλουν στη ανάδειξη του ρόλου των ενδιάμεσων χώρων και της σχέσης με το κτήριο. 3. Την υλικότητα και τον φωτισμό - δημιουργούν συσχετισμούς των στοιχείων αυτών με την αίσθηση και το βίωμα των ενδιάμεσων χώρων. 4. Την κλίμακα και την «ποσότητα» σχεδιασμού του ενδιάμεσου -πραγματεύονται τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο σχεδιασμός του ενδιάμεσου σε κάθε έργο. Το στοιχείο αυτό, σε αναλογία με την κλίμακα του ίδιου του κτηρίου, αποκαλύπτει την ταυτότητα του ενδιάμεσου χώρου σε κάθε περίπτωση που μελετάται. 5. Το εννοιολογικό περιεχόμενο: δημιουργία κοινότητας, βλεμμάτων, κινήσεων και αλληλεπιδράσεων - αφορά στο συνδυασμό όλων των παραπάνω στοιχείων, ώστε να αναγνωριστεί τελικά η σημασία των χώρων αυτών και η επίτευξη του σκοπού τους. Στο τέταρτο κεφάλαιο, διερευνάται ο ενδιάμεσος χώρος σε έργα του 21ου αιώνα. Μεταφερόμενοι στο σήμερα, είναι ενδιαφέρον να εξεταστεί το εάν

3


Ε ΙΣΑΓ ΩΓΗ

η αρχιτεκτονική βασίζεται πάνω στις θεμελιώδεις ιδέες του 20ου αιώνα, ενσωματώνοντας τα νέα περιεχόμενα και δεδομένα - υλικά, τεχνολογικά, κοινωνικά, πολιτισμικά- της εποχής. Η έρευνα, δηλαδή, αναζητά τρόπους, με τους οποίους οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες ενσωματώνουν τις αξίες της Team 10 στην πρακτική τους. Αρχικά, αναλύονται δύο παραδείγματα από τη διεθνή αρχιτεκτονική: το Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης των Henning Larsen Architects και το Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης για Παιδιά στο Hokkaido της Ιαπωνίας του Sou Fujimoto. Στη συνέχεια εξετάζονται δύο κτήρια του ελλαδικού χώρου: το Νέο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα, των Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέα Κούρκουλα και τα Αρσάκεια Σχολεία Πατρών στο Ρίο, των Δημήτρη Ησαΐα και Τάση Παπαϊωάννου. Τα δύο τελευταία έργα, συμπληρώνονται με τη συνέντευξη των αρχιτεκτόνων και την έρευνα πεδίου.

4




1 │ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Η σχέσης της φιλοσοφίας με το χώρο είναι ένα ζήτημα που έχει προβληματίσει και εξακολουθεί να προβληματίζει τη Δυτική Σκέψη, ως ένα πεδίο που όχι μόνο εκφράζεται και κατανοείται με ποικίλους τρόπους, αλλά και που «έχει τη δυνατότητα να κρίνει και να ανασυνθέσει την ίδια τη φιλοσοφία»9. Ένας από τους προβληματισμούς που έχουν τεθεί πάνω στο ζήτημα της σχέσης αυτής (φιλοσοφία-χώρος), είναι η «ιδεατότητα» 10 του χώρου, η οποία τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο της κοινωνικής πρακτικής και σκέψης, προσδίδοντάς του την ικανότητα να μεταβάλλει το χώρο κατά βούληση. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί είναι εκείνοι που σκιαγραφούν τον ενδιάμεσο χώρο, ως το εύπλαστο πεδίο μιας ανθρώπινης δράσης, από όπου ξεκινούν οι διάφορες μεταβολές. Όπως σημειώνει ο Peter Eisenman στον πρόλογο του βιβλίου της Elizabeth Grosz “Architecture from the Outside, Essays on Virtual and Real Space”, τα κείμενα αρκετών σύγχρονων φιλοσόφων, συμπεριλαμβανόμενων των Gilles Deleuze, Jacques Derrida, Michel Serres και Luce Irigaray, διαπνέουν το μοντέλο μιας «ενδιαμεσότητας» (in-betweeness), μιας απροσδιοριστίας ή αναποφασιστικότητας, που εμφανίζονται με διάφορες ονομασίες, μεταξύ των οποίων είναι: διαφορά (difference), επανάληψη (repetition / iteration), το διάστημα (the interval).11 Ο τόπος μεταξύ πραγμάτων είναι ο τόπος στον οποίο τα πράγματα είναι αδιεκπεραίωτα, ο τόπος στην «άκρη» και «γύρω», ο οποίος είναι τόπος ανατροπής και συμπλοκής, οι ακμές στα όρια κάθε οντότητας. Εν ολίγοις, είναι ο τόπος της οριοθέτησης και αποσύνθεσης των ταυτοτήτων που το συνιστούν. Παράλληλα, το ενδιάμεσο έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και για την ανθρωπολογία, όπου μελετάται η συμπεριφορά του ανθρώπου σε καταστάσεις ευμετάβλητες και οριακές, συνδέοντάς την με το χώρο και το χρόνο. Η ανθρωπολογική προσέγγιση του Arnold van Gennep που θα ακολουθήσει αργότερα, έχει αφετηρία στην εθνογραφία.

Γκαραγκούνης Θάνος, Η έννοια του χώρου στη Δυτική Φιλοσοφία. Καντ, Φουκώ, Ντεριντά, από τον απόλυτο χώρο, στο χώρο-κατασκευή και από εκεί στο χώρο-υλοποίηση. Αμφισημίες, παλινωδίες και προοπτικές, , e-book, στο www.24grammata.com, Αθήνα, 2013, σ.14 10   Η ιδεατότητα του χώρου, προσιδιάζει σε απόψεις και αντιλήψεις που θέλουν και θέτουν τον ανθρώπινο παράγοντα στο κέντρο του κόσμου, της δράσης και του νοήματος, θεωρώντας τον ικανό να μεταβάλει τον κόσμο κατά βούληση ανεξάρτητα από τον ίδιο τον κόσμο, τις δομικές δυσκολίες και τα εμπόδια που θα του θέσει, τώρα και στο μέλλον. Υπό μια άλλη έννοια, η ιδεατότητα του χώρου είναι μια ανθρωπιστική σύλληψη – με την έννοια που δίνουν στον όρο ο Michel Foucault και ο Martin Heidegger. Ό.π. σ.25 11   Grosz Elizabeth, Architecture from the Outside, Essays on Virtual and Real Space, the MIT Press Cambridge, Massachusetts London, 2001, σ. xiv 9

8


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

1.1 Elizabeth Grosz │ Αμφισβητώντας τους δυϊσμούς_Ολότητα “The in-between is what fosters and enables the other’s transition from being the other of the one to its own becoming, to reconstituting another relation, in different terms.” ─Elizabeth Grosz, Architecture from the Outside

[Το ενδιάμεσο είναι αυτό που ενθαρρύνει και επιτρέπει τη μετάβαση του άλλου από το να είναι ο «άλλος» κάποιου με μία δική του ύπαρξη, σε μία ανασύσταση μιας άλλης σχέσης μεταξύ τους με διαφορετικούς όρους.]12 Η Elizabeth Grosz παρουσιάζει μια εκδοχή της πραγματικότητας που βασίζεται σε δυϊσμούς. Πρόκειται για την κατανόηση της πραγματικότητας μέσα από ζεύγη εννοιών. Όλα έχουν νόημα επειδή υπάρχει το αντίθετό τους, φως – σκοτάδι, φύση – πολιτισμός. Στη συγκρότηση των σημασιών γενικά και ειδικότερα στην αρχιτεκτονική, μπορούμε να αναφερθούμε σε δυϊσμούς, όπως μορφή – περιεχόμενο, σχέδιο – κατασκευή, όμοιο – έτερο. Σε όλους αυτούς τους δυϊσμούς το κάθε μέλος του ζεύγους προσδιορίζεται με βάση τους όρους του άλλου. Για παράδειγμα, ερμηνεύουμε τον τεχνητό πολιτισμό με βάση τη φύση και αντίστροφα. Η σχέση αυτή, όμως, συχνά χάνει την ισχύ της και γίνεται ανενεργή ή μονόδρομη. Αυτό συμβαίνει γιατί ένα από τα στοιχεία καταλήγει να θεωρείται κυρίαρχο, δίνοντας στο άλλο έναν δευτερεύοντα ρόλο και ετεροκαθορίζοντάς το. Η Δυτική Σκέψη, ωστόσο, προχωρώντας στον 20ο αιώνα, αλλάζει τον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας. Αν και η έρευνα ζευγών δεν σταματά, αλλάζει κατεύθυνση και επικεντρώνεται σε ένα ενοποιημένο «όλον» μέσα στο οποίο είναι ευδιάκριτα τα συστατικά στοιχεία. Ο ορισμός των μερών σε βάθος, παύει να έχει ιδιαίτερη σημασία, ενώ πλέον ενδιαφέρουν οι σχέσεις που δημιουργούν μεταξύ τους και συνθέτουν την Ολότητα. Οι σχέσεις αυτές και οι αλληλεπιδράσεις, εισάγουν την έννοια του ενδιάμεσου χώρου, ως πεδίου δράσης τους. Η Grosz υποστηρίζει, λοιπόν, ότι για τη φιλοσοφία, αυτός ο ενδιάμεσος χώρος, προσφέρει το έδαφος για την αμφισβήτηση των δυαδικοτήτων και του δυϊσμού που κυριαρχούσαν μέχρι πρόσφατα στη Δυτική Γνώση. Εξηγεί, λέγοντας ότι σε μια δομή άκαμπτων πολικών αντιθέσεων (αντιθέσεων που είναι αμοιβαία αποκλειστικές και αμοιβαία εξαντλητικές (Α και –Α)), η παύλα, η ανεπαίσθητη γραμμή που χωρίζει το Α από το –Α, το ένα δυαδικό του άλλου, είναι ο τόπος της αποκλεισμένης μέσης, ο μόνος χώρος διαπραγματεύσεων μεταξύ τους, το μόνο μέρος για κίνηση, η μόνη θέση από την οποία μπορεί κανείς να υπαινιχθεί ρήξη στον αυτοπροσδιοριζόμενο όρο που καθιερώνει το δυαδικό προνόμιο, και κατά συνέπεια στην τροχιά της ίδιας της δυαδικής δομής.13 Η παύλα, λοιπόν, είναι το στοιχείο εκείνο, που προσφέρει μία ολότητα στο σύνολο Α,-Α. Η ίδια, θεωρεί ότι το ενδιάμεσο υπάρχει ως ιδέα και σκέψη εδώ και ένα μικρό χρονικό διάστημα, ενώ μόνο τον τελευταίο αιώνα έχει αναγνωριστεί ως ένας ουσιαστικής σημασίας χώρος ανάμεσα σε αντιθετικές έννοιες, κατοικήσιμος 12 13

Ό.π. σ. 94   Ό.π. σ.93

9


when culture is controlled by the context of duality, people see all life through the lenses of right and wrong

[1] «Δυϊσμοί»


οι σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων έχουν μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι τα ίδια τα πράγματα

[2] «Σχέσεις»


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

από τον άνθρωπο. Υποστηρίζει πως ο πρώτος στοχαστής του «ενδιάμεσου» είναι ο Henri Bergson, με το «arc of movement between entities or things» (1944). O Bergson, στο βιβλίο του Creative Evolution υποστηρίζει ότι αντί να προσπαθούμε να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε τις σχέσεις ανάμεσα σε οντότητες ή πράγματα, οι οποίες συνδέονται μόνο εξωτερικά, το «ενδιάμεσο» είναι ο μόνος τρόπος ανάπτυξης αυτών των σχέσεων: το ενδιάμεσο ορίζει αυτές τις σχέσεις. Η Elizabeth Grosz, προσπαθώντας να αποκαλύψει την έννοια του ενδιάμεσου χώρου, του τόπου που βρίσκεται σε σχέση με άλλους τόπους, που αντανακλά θέσεις και σχέσεις, ανατρέχει στον Τίμαιο του Πλάτωνα και στην «Χώρα», η οποία τίθεται σαν προϋπόθεση για την υλική υπόσταση. Για τον Πλάτωνα, η «Χώρα» είναι κάτι, το οποίο μη έχοντας κάποια υπόσταση ή ταυτότητα από μόνο του, βρίσκεται ανάμεσα στο ιδεαλιστικό και το υλικό. Είναι το έδαφος που κάνει κάτι να υπάρχει, χωρίς το ίδιο να ανήκει στην ύλη και που ανατρέφει την ιδέα σε υλική μορφή, χωρίς να ανήκει στο χώρο του ιδεατού. «Η θέση του ενδιάμεσου στερείται κάποια θεμελιώδη ταυτότητα, στερείται μια μορφή, μια δεδομενικότητα, μια φύση. Ωστόσο, είναι αυτή που διευκολύνει, επιτρέπει την ύπαρξη, όλων των ταυτοτήτων, όλης της ύλης, όλης της ουσίας. Είναι η ίδια μία παράξενη ύπαρξη, η οποία με κάποιο τρόπο, είναι για τον Πλάτωνα η προϋπόθεση κάθε ύπαρξης και η μεσολάβηση του «Είναι». Αντίστοιχα, ο τόπος του ενδιάμεσου, είναι ένας χώρος χωρίς δικά του όρια, που λαμβάνει την υπόστασή του, τη μορφή του, από το εξωτερικό, το οποίο δεν είναι δικό του εξωτερικό (κάτι τέτοιο θα υπονοούσε ότι έχει μορφή). Η μορφή του είναι το «εκτός» της ταυτότητας, όχι μόνο μίας άλλης (αυτό θα μείωνε το ενδιάμεσο στον ρόλο του αντικειμένου, όχι του χώρου), αλλά άλλων, των οποίων οι σχέσεις της θετικότητας ορίζουν τον χώρο που συνιστά το ενδιάμεσο. Επιπλέον, ο χώρος του ενδιάμεσου, είναι ο τόπος για κοινωνικούς, πολιτιστικούς και φυσικούς μετασχηματισμούς: είναι ο μόνος χώρος – ο χώρος γύρω ή ανάμεσα από ταυτότητες – όπου το γίγνεσθαι, το άνοιγμα στο μελλοντικό, υπερτερεί της συντηρητικής ώθησης για να επανακτηθεί η συνοχή και η ενότητα».14 Συνοψίζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να παραθέσουμε τον πίνακα του Francisco Goya «Μονομαχία με ρόπαλα», (1820-1823), με τον οποίο ο φιλόσοφος Michel Serres, ξεκινά το βιβλίο του «Το Φυσικό Συμβόλαιο» σχολιάζοντας: «Ένα ζεύγος εχθρών κραδαίνουν ξύλα και παλεύουν καταμεσής της κινητής άμμου.... Όμως ο ζωγράφος – ο Γκόγια – βύθισε τους δύο μονομάχους στην λάσπη μέχρι τα γόνατα... Με την κάθε τους κίνηση μια γλυστερή τρύπα τους καταπίνει... Όσο πιο θερμός ο αγώνας, τόσο πιο ζωηρές και απότομες οι κινήσεις, που επισπεύδουν το βάλτωμα» 15. Ο Serres μας καλεί να εστιάσουμε όχι στο προφανές θέμα του πίνακα, τους μονομάχους, αλλά στο κινούμενο έδαφος όπου αυτοί βρίσκονται. Πριν στοιχηματίσουμε για το ποιος θα νικήσει, καλούμαστε να κοιτάξουμε που πατάνε. Μπορούμε να αντιληφθούμε τη μάχη ως μία ολότητα, στην οποία οι επιμέρους ταυτότητες ασκούν δυνάμεις, βυθιζόμενες σαν ένα σώμα στο βάλτο.

Ό.π. σ. 91-93   Serres Michel, Το Φυσικό Συμβόλαιο, μτφρ. Φαράκλας Γιώργος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1998, σ. 1-2 14 15

12


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

1.2 Gilles Deleuze│Αμφισβητώντας τις ταυτότητες _ Ορίζοντας τις ταυτότητες

“The self is only a threshold, a door, a becoming between two multiplicities.” Schizophrenia

─Gilles Deleuze, Thousand Plateaus: Capitalism and

[Ο εαυτός είναι μόνο ένα κατώφλι, μια πόρτα, ένα γίγνεσθαι ανάμεσα σε δύο πολλαπλότητες.]16 Ο Gilles Deleuze αποτελεί αδιαμφισβήτητα έναν θεωρητικό του ενδιάμεσου, το οποίο περιγράφει ως «μέσον». Επιδίωξή του είναι να προχωρήσει από το μέσον, προκειμένου να κάνει συνδέσεις μεταξύ των πραγμάτων σύμφωνα με τα δίκτυα της κίνησης και της δύναμης 17. Για τον Deleuze, το ενδιάμεσο είναι επίσης, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ετεροτήτων. Η σχέση που εκδηλώνεται ανάμεσα σε υπάρχοντα αντικείμενα, αλλά δεν καθορίζεται πλήρως από αυτά. Είναι ο χώρος ο οποίος φιλοξενεί την αβεβαιότητα, την αστάθεια την οποία εκδηλώνουν τα αντικείμενα αυτά, καθώς και τον ασαφή, αδιευκρίνιστο χαρακτήρα της σχέσης τους. Υπό αυτήν την έννοια, το έργο του μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε το ιδανικό της «κατασκευής ταυτότητας» και να προσπεράσουμε την υπόθεση ότι μία τέτοια ταυτότητα είναι απαραίτητη, ή επιθυμητή, για την πρόοδο του υποκειμένου και του πολιτισμού. Ή διαφορετικά, το έργο του επιβεβαιώνει ότι κάθε ταυτότητα κυριαρχείται πάντα από δυνάμεις, διαδικασίες, συνδέσεις, κινήσεις που υπερβαίνουν και μετατρέπουν την ίδια την ταυτότητα. Οι δυνάμεις αυτές για τον Deleuze συνδέουν τα άτομα (ανθρώπινα και μη) μεταξύ τους και με κόσμους, με τρόπους απρόβλεπτους από τη συνείδηση και ασύνδετους με την ταυτότητα. Ουσιαστικά, αποδίδεται στο ενδιάμεσο μία δομή συναρτησιακή, συνδέοντας την ύπαρξή του, με αυτή των άλλων, αλλά και την ύπαρξη των άλλων με το ενδιάμεσο. Ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, διερωτώμενος για την οντολογική υπόσταση ενός τέτοιου χώρου, αναφέρει: «Είναι όμως εν τέλει δυνατόν να δεχτούμε για το χώρο αυτό ένα οντολογικό καθεστώς το οποίο να μην υπερκαθορίζεται από τους όρους εκείνους που το καθιστούν ενδιάμεσο; Μπορεί μια σχέση να διαθέτει ένα οντολογικό καθεστώς, διαφορετικό από τους όρους που φαίνεται να την ορίζουν; Μπορεί να μιλήσει κανείς για μια σχέση χωρίς να κάνει αναφορά στη βαθύτερη ουσία, στην ολότητα των μερών που την απαρτίζουν; Φαίνεται αρκετά παράδοξο να δεχτούμε ότι η σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων είναι μία τρίτη οντότητα,

Deleuze Gilles, Guattari Felix, A Thousand Plateaus, Capitalism and Schizophrenia, μτφρ. Massumi Brian, University of Minnesota Press, Minneapolis, London, 1987, σ. 249 17   O Gilles Deleuze υποστηρίζει ότι η φιλοσοφία είναι ένα μέσο για να λύνει προβλήματα, αλλά και ένα μέσο για σκέψη και θεωρία πάνω στις πολλαπλότητες. Αντίστοιχα, η αρχιτεκτονική είναι ένα πεδίο που ασχολείται με τη λύση προβλημάτων και καταπιάνεται και με τις πολλαπλότητες, οι οποίες όμως εδώ δεν είναι απλά θεωρητικές ή απλά υλικές. Ό.π. Grosz, σ.112 16

13


ο ενδιάμεσος τόπος είναι το μ έ σ ο ν , η σ χ έ σ η που αναπτύσσεται μεταξύ ετεροτήτων

[3] «Μέσον»


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

που έχει να κάνει με την εμμένεια 18 και την ανάδυση νέων καταστάσεων;» 19 Προσπαθώντας να αποδώσουμε την έννοια για την οποία γίνεται λόγος με ένα παράδειγμα, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στη μπάλα, η οποία είναι ταυτόχρονα ένα αντικείμενο, αλλά και μία σχέση, καθώς μέσω αυτής ορίζονται οι παίκτες στο παιχνίδι. Η μπάλα σε έναν αγώνα, κυκλοφορεί από παίκτη σε παίκτη και υφαίνει τη συλλογικότητα. Η ενότητα των παικτών (συλλογικότητα), δηλαδή, οργανώνεται γύρω από αυτό το εμμενές αντικείμενο – δεσμό (μπάλα). Η μπάλα είναι αντικείμενο καταλύτης της συλλογικότητας αλλά και αυτό δια μέσου του οποίου το κάθε υποκείμενο – παίκτης «εξατομικεύεται συλλογικά». Ο παίκτης – υποκείμενο, που έχει προσωρινά την μπάλα δεν την κοιτά, δεν είναι μόνος μαζί της όταν κινείται ή δίνει πάσα. Δε σκέφτεται τη μπάλα αποκλειστικά, αλλά έχει στο νου του όλη την διάταξη του γηπέδου και μάλιστα σε μία δυναμική της μορφή. Καθώς η μπάλα κινείται, διαγράφει ένα κινητό κέντρο που κάνει τα υποκείμενα να αποκτούν σημασία ή όχι. Από αυτή την κίνηση μεταλλάσσεται διαρκώς το γενικό σχήμα παρουσίας των παικτών στον χώρο. Τα τέρματα ορίζουν κατευθύνσεις προς τις οποίες ασκείται η ένταση, ενώ το γήπεδο είναι το πεδίο, όπου ασκούνται οι δυνάμεις. Παράλληλα, η μπάλα εγκαλεί τον κάθε παίκτη σε σχέση με ορισμένες ιδιότητές του. Ένας παίκτης με πλήρη αυτοσυνείδηση και ατομιστική διάθεση είναι η αρνητική συνθήκη του παιχνιδιού. Η μπάλα τον καθιστά «στόχο» για τους άλλους παίκτες και όλοι στρέφονται προς αυτόν. Η ταυτότητα, λοιπόν, δεν έχει τόση σημασία, όση έχει η σχέση μεταξύ των ταυτοτήτων, και οι δυνάμεις που ασκούνται στο ενδιάμεσο χώρο. Σύμφωνα με την Elizabeth Grosz, στο έργο του Gilles Deleuze,20 η αμφισβήτηση της ταυτότητας εκφράζεται από την αναζήτηση της «διαφοράς» (difference), κατά την οποία τίθενται ερωτήματα για το γίγνεσθαι, τη μελλοντικότητα, την «ενδιαμεσότητα»21. Είναι σημαντική η αναγωγή που γίνεται στην έννοια του χώρου και του χρόνου: η «διαφορά» δεν είναι απλά η κατάργηση της ταυτότητας, αλλά και η απόδοση του χώρου και χρόνου ως κατακερματισμένων, μετατρέψιμων, διαπλεκόμενων , χωρίς οποιαδήποτε σταθερή σύνθεση και «χωρίς να διασφαλίζονται πλέον από την καθολικότητα της επιστήμης».22

Εμμένεια (immamnence) : έννοια βασισμένη στη φιλοσοφική προσέγγιση του B.Spinoza σύμφωνα με την οποία οι έννοιες ενυπάρχουν στα πράγματα. 19   Παπαλεξόπουλος Δημήτρης, «Μηχανές του Γίγνεσθαι, Περίπου Αντικείμενο,(QuasiObject)», στην παρουσίαση του μαθήματος Τεχνολογίες Αιχμής και Αρχιτεκτονική: Από το συνολικό Σχεδιασμό στην καθολική διαχείριση , Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ΕΜΠ, Κατέυθυνση Α: Σχεδιασμός – Χώρος – Πολιτισμός, Ιούνιος 2014, στο www. ntua.gr/archtech/post-2013/002a 2014 mixanes tou gignesthai.pdf (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιο 2015), διαφάνειες 21-22 20   Αλλά και της Luce Irigaray, ή του Jacques Derrida. 21   Ό.π. Grosz, σ. 95 22   Ό.π. 18

15


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

1.3 Arnold van Gennep│Η μετάβαση_Από τις διαβατήριες τελετές στον ενδιάμεσο χώρο. “the door is the boundary between the foreign and domestic worlds in the case of an ordinary dwelling, between the profane and sacred worlds in the case of a temple. Therefore to cross the threshold is to unite one with a new world”. —Arnold van Gennep, The Rites of Passage

[η πόρτα είναι το όριο ανάμεσα στον ξένο και τον οικιακό κόσμο στην περίπτωση μίας συνηθισμένης κατοικίας, ανάμεσα στον βέβηλο και τον ιερό κόσμο στην περίπτωση ενός ναού. Επομένως, το να διασχίσει κανείς ένα κατώφλι σημαίνει να ενωθεί με έναν νέο κόσμο.]23

Ο ανθρωπολόγος εθνογράφος Arnold van Gennep ορίζει ως διαβατήριες τελετές τις τελετουργίες που συνοδεύουν τις «κρίσεις της ζωής» οποιουδήποτε ατόμου και εντοπίζει σε κάθε μία από αυτές τρεις μεγάλες φάσεις: τον διαχωρισμό, τη μετάβαση και την ενσωμάτωση.24 Σύμφωνα με τον ίδιο, η μετάβαση από το ένα στάδιο στο επόμενο, ή από το βέβηλο στο ιερό, είναι τόσο μεγάλη, ώστε θα πρέπει να υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο - το οριακό στάδιο (liminal 25)-κατώφλι. Μια εκτενέστερη μελέτη στην οριακότητα (liminality) των διαβατήριων τελετουργιών θα προσφέρει μια αναλογία, μέσω της οποίας ο ενδιάμεσος τόπος μπορεί να γίνει κατανοητός σε αρχιτεκτονικά δεδομένα. Ο ίδιος ο Van Gennep υποστηρίζει ότι η κατανόηση της οριακότητας μέσα από τις διαβατήριες τελετές μπορεί να επηρεάσει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, στον οποίο ο χώρος «λαμβάνει ιδιότητες από τους γειτονικούς του, ενώ εξακολουθεί να παραμένει ανεξάρτητος από αυτούς».26 Μελετώντας ένα τεράστιο δείγμα από διαφορετικές τελετουργίες, όπως ο γάμος, η ταφή, η υιοθεσία, η μύηση, η υποδοχή των ξένων ή η έναρξη μιας εκστρατείας, κατάφερε να διακρίνει τον κοινό στόχο που κινεί την τελετουργική παρέμβαση: πρόκειται για την προσπάθεια τούτα τα φαινόμενα να ελεγχθούν ως κρίσιμες συνθήκες ατομικής ή ομαδικής μετάβασης από μια κοινωνική συνθήκη ύπαρξης σε μια άλλη. Επισημαίνει, πως το κρίσιμο σημείο είναι   Van Gennep Arnold, The Rites of Passage, σ.20   Κάθε στάδιο συνοδεύεται από αντίστοιχες τελετές. Έτσι υπάρχουν «έθιμα χωρισμού» (rites de seperation), «έθιμα περιθωρίου ή έθιμα του κατωφλιού» (rites de marge) και «έθιμα ενσωμάτωσης» (rites d’agrégation). 25   Η λέξη limen προέρχεται από τη λατινική γλώσσα και σημαίνει για την ακρίβεια «όντας σε κατώφλι» και όχι απλά «κατώφλι». Bobby Chris Alexander, Victor Turner Revisited: Ritual as Social Change, σ.31 26   Ό.π. Gennep Arnold Van, The Rites of Passage, IL: The University of Chicago Press, Chicago, 1960, σ.1 23 24

16


Grandes mistérios habitam O limiar do meu ser, O limiar onde hesitam Grandes pássaros que fitam Meu transpor tardo de os ver. São aves cheias de abismo, Como nos sonhos as há. Hesito se sondo e cismo, E à minha alma é cataclismo O limiar onde está. Então desperto do sonho E sou alegre da luz, Inda que em dia tristonho; Porque o limiar é medonho E todo passo é uma cruz. - Fernando Pessoa, Grandes Mistérios Habitam, 2.10.1933

[4] «Μετάβαση»


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

ακριβώς το σημείο που συντελείται το πέρασμα από τη μια συνθήκη στη νέα. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κατώφλι ανάμεσα στις δύο επικράτειες, έναν τόπο (κυριολεκτικό ή μεταφορικό) μετάβασης, έναν ενδιάμεσο χώρο. Η μετάβαση αυτή δεν πραγματοποιείται σε διαστάσεις ορίου, αλλά επιπέδου. Παρατηρώντας τον τρόπο που μια κοινωνία διαχειρίζεται τις μεταβάσεις, κατανοεί τη σημασία των κατωφλιών στη σχέση της με την ετερότητα, είτε αυτή είναι προβλέψιμη είτε απρόβλεπτη, είτε είναι επιθυμητή και αναγκαία για τη διατήρηση της κοινωνίας, είτε την απειλεί και την μετασχηματίζει.27 Δεν είναι μόνο νομικές, οικονομικές και πολιτικές οι ρυθμίσεις που επιβλέπουν τα περάσματα, ισχυρίζεται, είναι και «μαγικο-θρησκευτικές» ρυθμίσεις που επιχειρούν να διαχειριστούν τα περάσματα ως πεδία συνάντησης διαφορετικών δυνάμεων που συγκρούονται. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σταύρο Σταυρίδη, οι τελετές αυτές δεν διαχειρίζονται την ετερότητα απλά ως απειλή, αλλά στοχεύουν περισσότερο στη διαχείρισή, ενώ η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από τον τρόπο που επεμβαίνουν στον ενδιάμεσο μεταβατικό τόπο της διάβασης.28 Πιο παλιά, παρατηρεί ο Van Gennep, δεν ακουμπούσαν η μία χώρα την άλλη, με τα σύνορά τους να ορίζουν τα μοναδικά σημεία μετάβασης από τη μία στην άλλη. 29 Υπήρχαν ενδιάμεσες περιοχές ανάμεσά τους και τούτες οι επικράτειες δεν ανήκαν σε καμία από τις κοινωνίες που χώριζαν. Όταν κανείς διέσχιζε τέτοιες περιοχές, βρισκόταν σε έναν τόπο μεταβατικό, με την ιδιαίτερη δομή του, τα μονοπάτια και τις περιοχές του. «Όποιος περνά από τη μία περιοχή στην άλλη βρίσκεται σε μια ειδική κατάσταση από φυσική και μαγικοθρησκευτική άποψη και για κάποιο διάστημα χρόνου: μετεωρίζεται ανάμεσα σε δύο κόσμους».30 Αυτή είναι ακριβώς η επιτομή της κοινωνικής εμπειρίας της διάβασης ως μετάβασης. Και αυτή είναι ακριβώς η χωρική περιγραφή και η αίσθηση του κατωφλιού. Η ύπαρξη αυτού του ενδιάμεσου τόπου , αυτής της «ουδέτερης ζώνης» ανάμεσα σε δύο κόσμους ανάγεται σε αναγκαία συνθήκη για τη διαμόρφωση της σχέσης των κόσμων αυτών. Για να γίνει πιο εύκολα κατανοητή η αναλογία των διαβατήριων τελετουργιών με την αρχιτεκτονική, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί την είσοδο στην Ακρόπολη μέσω των Προπυλαίων, όπου πραγματοποιείται μία μετάβαση ανάμεσα στην πόλη και τον ιερό χώρο. Ο ενδιάμεσος αυτός χώρος, ο οποίος δεν είναι απλά ένα όριο, πετυχαίνει την εν λόγω μετάβαση, καθώς ο επισκέπτης κινείται ανάμεσα σε μία σειρά από κατώφλια, ή ζώνες ώστε να ανέβει στον ιερό χώρο. Τα Προπύλαια αποτελούνται από τρία κλίτη: την κυρίως Στοά και τις δυο πτέρυγες. Οι δύο πτέρυγες του κτηρίου εκτείνονται προς τα έξω, σαν να θέλουν να τραβήξουν τον επισκέπτη και να δημιουργήσουν μια ζώνη διαχωρισμού από τον «βέβηλο» κόσμο. Η είσοδος στο Πρόπυλο πραγματοποιείται στη Στοά. Η Στοά χωρίζεται με δύο σειρές από κίονες, σχηματίζοντας τρεις πύλες, από τις οποίες η μεσαία δεν έχει σκαλοπάτια, διότι από εκεί περνά, όταν χρειάζεται,

Όπως επισημαίνει ο Σταύρος Σταυρίδης, δεν είναι τυχαίο πως διαπραγμάτευση των διαβατήριων τελετών, χρησιμοποιώντας ως πρότυπό του, τις τελετές που συνοδεύουν τη διάβαση χωρικών περασμάτων. Σταυρίδης Σταύρος, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, σ. 297 28   Ό.π. σ. 297 29   Ό.π, Gennep, σ.15-17 30   Ό.π. σ. 18 27

18

ξεκινά τη οδηγήτριο


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

ενσωμάτωση

διαχωρισμός

μετάβαση

ενσωμάτωση

μετάβαση

διαχωρισμός

[5] Αναγνώριση μεταβατικών σταδίων στα Προπυλαία, τομή – κάτοψη – προοπτικό.

19


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

η εκατόμβη. Κατά την ανάβασή του ανάμεσα στη δωρική κιονοστοιχία, ο επισκέπτης έχει εισέλθει σε μια ζώνη μετάβασης, στην οποία δεν είναι ακόμη μέρος του ιερού περίβολου του ναού, αλλά ταυτόχρονα έχει αποκοπεί από το βέβηλο κόσμο. Εδώ, βρίσκεται η φάση της μετάβασης. Τέλος, ο επισκέπτης διέρχεται από μία πόρτα, που δημιουργεί ένα κατώφλι, με την έννοια που είδαμε ως τώρα. Κατά τη διέλευσή του, έχει εισέλθει σε μια ζώνη ενσωμάτωσης στον ιερό χώρο. Η παραμονή του στο τρίτο αυτό στάδιο, διαρκεί για λίγα, μόλις, βήματα, πριν βρεθεί σε έναν άλλο κόσμο. Ένα ακόμα στοιχείο που χρησιμοποιείται για να συνειδητοποιήσει ο επισκέπτης ακόμα περισσότερο τη μετάβαση, είναι η αλλαγή επιπέδου ανάμεσα στις ζώνες διαχωρισμού-μετάβασης και μετάβασης-ενσωμάτωσης. Η αλλαγή αυτή, την οποία συνειδητοποιεί ο επισκέπτης τόσο με το σώμα του (οι κλίμακες στο επίπεδο του ποδιού του) όσο και με το βλέμμα του ( το κλιμακωτό αέτωμα του κτηρίου), εκμεταλλεύεται την φυσική κλίση που υπάρχει στην τοπογραφία. Με τον τρόπο αυτό, η στρωματοποίηση των Προπυλαίων απεικονίζει κάθε ένα από τα τρία στάδια μιας διαβατήριας τελετουργίας: διαχωρισμός-μετάβασηενσωμάτωση (από τον βέβηλο κόσμο στον ιερό), όπως αναγνωρίζονται από τον Van Gennep.

20


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

1.4 Walter Benjiamin _Κατώφλια - Πορτραίτα πόλεων “The despotic terror of the hand bell, the terror that reigns throughout the apartment, derives its force no less from the magic of the threshold. Some things shrill as they are about to cross a threshold.” ─Walter Benjamin, The Arcades Project

[Ο δεσποτικός τρόμος του κουδουνιού, ο τρόμος που κυριαρχεί σε όλο το διαμέρισμα, αντλεί όχι λίγη από τη δύναμή του, από τη μαγεία του κατωφλιού. Κάποια πράγματα τσιρίζουν όταν πρόκειται να διασχίσουν ένα κατώφλι.]31

Ένας ακόμα φιλόσοφος που ασχολήθηκε με την έννοια του κατωφλιού, το οποίο ερμηνεύει ως ενδιάμεσο χώρο, είναι ο Walter Benjiamin. Με τη φράση «μαγεία κατωφλιού», συχνά παραπέμπει σε «μαγικές δράσεις» που παράγονται από περιοχές μετάβασης, όπως στοές, θύρες και διαδρόμους, χώροι συχνά προστατευόμενοι από κάποιας μορφής φύλαξη, όπως κάποιον φρουρό, πορτιέρη ή θυρωρό. Επηρεασμένος από το έργο του Arnold van Gennep που είδαμε νωρίτερα, παρατηρεί ότι, πέρα από την αποκοίμιση και το ξύπνημα, για τον σύγχρονο άνθρωπο σπανίζουν οι καθημερινές τελετουργίες: «Έχουμε γίνει πολύ φτωχοί σε εμπειρίες κατωφλιού». 32 Επομένως, φαίνεται σημαντικό να προσδιοριστούν οι καταστάσεις κατωφλιού που σημαδεύουν τις στιγμές της ζωής μας33. Θεωρώντας, σύμφωνα με τα λόγια του ότι το ξύπνημα δεν είναι μια τομή, αλλά η δημιουργία ενός κατωφλιού, ένα πέρασμα που πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσα από μία σειρά τελετουργιών, οδηγώντας από τον κόσμο του ονείρου, στην ξύπνια κατάσταση (das Erwachen), αναρωτιέται κανείς πως διαμορφώνεται αυτός ο ενδιάμεσος χώρος. Η ερμηνεία που θα δοθεί, δε στηρίζεται στην επιστήμη, αλλά σε μία μεταφορική προσέγγιση με εργαλείο την αρχιτεκτονική. Αν υποθέσουμε ότι ο ύπνος ανήκει στο παρελθόν, σε αυτό που μένει πίσω και η κατάσταση του ξυπνήματος στο μέλλον, το ενδιάμεσο στάδιο, ανήκει στο όνειρο, αλλά και στη συνείδηση και γίνεται αντιληπτό ως μία περιοχή με χωρική υπόσταση, στην οποία βαδίζει ο άνθρωπος για να βρεθεί από τη μία κατάσταση στην άλλη. Ο Georges Teyssot σχετικά με αυτήν την μετάβαση για την οποία μιλά ο Benjamin αναφέρει:

Benjiamin Walter, The Arcades Project, μτφρ. Eiland Howard και McLaughlin Kevin, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts, 2002, σ. 88 32   Ό.π. σ.494 33 Σημειώνει: «Το κατώφλι πρέπει να διαχωρίζεται προσεκτικά από το όριο. Ένα κατώφλι (Schwelle) είναι μια περιοχή. Μετασχηματισμός, διέλευση, κυματική ενέργεια ενυπάρχουν στη λέξη schwellen και η ετυμολογία οφείλει να μην παραβλέπει αυτές τις έννοιες. Από την άλλη, είναι απαραίτητο να θυμόμαστε το άμεσα τεκτονικό και τελετουργικό περιεχόμενο που οδήγησε τη λέξη στην τωρινή σημασία της». Ό.π. 31

21


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

«Περάσματα και περιστύλια, προστώα και στοές, πρόναοι και πύλες, θύρες και προθάλαμοι, αψίδες θριάμβου, χώροι ιεροί και βέβηλοι συνιστούν όχι όρια, αλλά το χώρο του ενδιαμέσου. Μια εικόνα τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο, το κατώφλι είναι εκείνο που βρίσκεται στη μέση, ένα διάστημα μεταξύ πραγμάτων. Ένα μέσο, κατά κάποιο τρόπο, το οποίο, με το να επιτρέπει την είσοδο, δημιουργεί τη δυνατότητα της κατάστασης του ενδιάμεσου».34 Η αντίληψη της ύπαρξης του ενδιάμεσου χώρου από τον ύπνο στον ξύπνιο, μας κάνει, ακόμα, να αναρωτηθούμε αν συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή την πορεία από την ξύπνια κατάσταση στην κατάσταση του ύπνου. Η σκέψη αυτή, μας παραπέμπει στην ελληνική μυθολογία και τον θεό Ύπνο, καθώς και στον δίδυμο αδερφό του, τον Θάνατο. Σύμφωνα με τη μυθολογία, όταν κάποιος πέθαινε, ο «ψυχοπομπός» Ερμής έκανε τον διάπλου του Αχέροντα, παραδίδοντας την ψυχή του νεκρού στον Χάροντα για να καταλήξει στο βασίλειο του Άδη. Η κάθε ψυχή, περνώντας από το πορθμείο του Χάροντα, έπρεπε να δώσει από έναν οβολό για τη μεταφορά. Η πεδιάδα του Αχέροντα, ήταν ο τόπος όπου κατοικούσαν οι ψυχές των νεκρών. Άρα, λοιπόν, ο νεκρός, μέσα από μία σειρά ενδιάμεσων χώρων και φάσεων, κατέληγε από τον κόσμο των ζωντανών στον κόσμο των Νεκρών, στον Άδη. Ο ποταμός του Αχέροντα, είναι ο ενδιάμεσος χώρος, όπου ανήκει ταυτόχρονα και στους δύο κόσμους, ενώ η μετάβαση, σηματοδοτείται από την παροχή του οβολού στον Χάροντα. Η αναλογία αυτή, μας βοηθά να κατανοήσουμε την ιδέα του θανάτου, ή αντίστοιχα του ύπνου με χωρικούς όρους και να αντιληφθούμε την μετάβαση μέσω του ενδιάμεσου χώρου, για την οποία μιλά ο Benjamin. Ο τελευταίος, μελετώντας τους ενδιάμεσους τόπους χωρικά, εξερευνά τη σύγχρονη πόλη, συνθέτοντας το πορτραίτο της. Πιο συγκεκριμένα, εξερευνώντας τα κατώφλια της πόλης, ως υλικές μορφές αποτύπωσης της ατομικής και συλλογικής μνήμης, αποκρυσταλλώνει τα ίχνη της εμπειρίας που την κατοίκησε. Μέσα από τις «επάλληλες στρώσεις» χώρου και χρόνου, η σύγχρονη πόλη σταδιακά αποκαλύπτεται. Ο Benjamin περιγράφει τις πόλεις των οποίων κάνει τα ‘πορτραίτα’, αποδίδοντάς τες σαν μέσα από φωτογραφικά στιγμιότυπα. Ο Σταύρος Σταυρίδης περιγράφει πιο συγκεκριμένα: «μοιάζουν να έχουν τη δομή ενός κολάζ εικόνων, καθώς αναπαριστούν ουσιαστικά μια νέα συνάρθρωση της εικόνας της πόλης. Και εκεί που οι εικόνες του νοερού κολάζ ενώνονται, εκεί είναι που η εμπειρία της πόλης αποκτά κόμβους- σταυροδρόμια και καταλήγει να αποτελεί έναν λαβύρινθο από εισόδους και περάσματα».35

Teyssot Georges, A Typology of everyday Constellations, MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 2013, σ.87-88 Στο ίδιο βιβλίο, ο Teyssot αναφέρει: Ο Benjiamin στο βιβλίο του Arcades Project στοχεύει να αποκαλύψει τη σχέση ανάμεσα στον κόσμο του ονείρου και την κατάσταση του ξύπνιου. Στην προσπάθειά του αυτή, παρουσιάζει μια «θεωρία κατωφλιών», που έχει χαρακτηριστεί ως “σουρρεαλιστική διαπλοκή του ονείρου με την ιστορία”. Εστιάζει σε στιγμές μετάβασης, όπου τα φαινόμενα μοιάζουν να εξαφανίζονται σα φευγαλέες εικόνες που σβήνουν. 35  Ό.π., Σταυρίδης Σταύρος, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, σ. 331-335 34

22


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

[6] Salvador Dalí , The Real Painting of “The Isle of the Death” by Arnold Böcklin at the Angelus Time, 1932

23


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Το πρώτο και πιο χαρακτηριστικό πορτραίτο πόλης που περιέγραψε ο Benjamin είναι αυτό της πόλης της Νάπολης. Πιο συγκεκριμένα, είναι μια πόλη με ποικίλες αντιτιθέμενες συνθήκες, όπου συνυπάρχουν αρμονικά το νέο με το παλιό, η παράδοση με τη νεωτερικότητα, ο νέος δημόσιος πολιτισμός με τη νέα εκδοχή ιδιωτικότητας. Όπως αναφέρει ο Benjamin «στον δρόμο φτιάχνεται μια επικράτεια ιδιωτική όπου κανείς επεκτείνει τις σπιτικές του δραστηριότητες. Σε αυτή την αλληλοδιείσδυση ιδιωτικής και δημόσιας ζωής γεννιούνται εμπειρίες χώρου ενδιάμεσου χαρακτήρα. Ο δρόμος μετατρέπεται σε ένα ενδιάμεσο κατώφλι ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο, κατώφλι που ναι μεν διαχωρίζει, αλλά ταυτόχρονα ενώνει». 36Αλλού συμπληρώνει: «Διαμέρισμα και δρόμος βρίσκονται σε συνεχή κατάσταση ανταλλαγής στοιχείων, είτε προς την ιδιωτικοποίηση του δρόμου, είτε προς την δημοσιοποίηση της κατοικίας… Ακριβώς όπως το καθιστικό επανεμφανίζεται στο δρόμο, με καρέκλες, εστίες και βωμούς, έτσι ο δρόμος προεκτείνεται στο καθιστικό».37 Η πόλη αποδίδεται από τον Βeηjαmίn ως τόπος εκείνων, που πέρασαν και άφησαν τα σημάδια τους πάνω της, ενώ ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο ενός κατωφλιού ως η χαρτογράφηση της ψυχής των ανθρώπων, που το διαβαίνουν. «Κτήριο και δράση διεισδύουν στις στοές και τις σκάλες. Παντού, κρύβεται η δυνατότητα δημιουργίας ενός θεάτρου από νέους, απρόβλεπτους αστερισμούς. Αποφεύγεται η σφραγίδα της οριστικότητας. Ουδεμία κατάσταση φαίνεται να προορίζεται για πάντα, καμία μορφή δεν διακηρύσσει “έτσι και όχι αλλιώς”. Με τον τρόπο αυτό, η αρχιτεκτονική εμφανίζεται εδώ.»38 Γι’ αυτό και δεν σταματά να αναζητά τα σημεία καμπής μέσα στον αστικό ιστό που έχουν αποτυπωθεί σημάδια του παρελθόντος. Και σε αυτό το σημείο είναι που ο ίδιος παρατηρεί την προφητική αξία των κατωφλιών, όπως σύμφωνα με τον Σταύρο Σταυρίδη στην περίπτωση της πύλης του Ζωολογικού Κήπου στο Βερολίνο, όπου η όψη της εγκατάλειψης που τη χαρακτήριζε λειτούργησε σαν προάγγελος της εικόνας που θα επικρατούσε αργότερα στη Γερμανία με

Bullock Marcus, Jennings Michael W., Walter Benjamin, Selected Writings, τόμος 1:1913– 1926, Belknap Press, Cambridge, 1996, σ. 420 37   Ό.π., σ. 416 38   Ό.π. 36

24


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

την έλευση της οικονομικής κρίσης39. Έτσι οι ενδιάμεσοι τόποι μέσα στην ίδια την πόλη αποκτούν μια άλλη ακόμα ιδιότητα. Δεδομένου ότι αποτελούν σημεία μετάβασης, μοιάζουν πλέον να απεικονίζουν μια μετάβαση στο μέλλον. Τέλος ο Σταύρος Σταυρίδης σημειώνει ότι η πόλη μέσα από την προσέγγιση των κατωφλιών της ανασυντίθεται και αποκτά ένα καθόλα διαφορετικό νόημα, που είναι περισσότερο σημαντικό τόσο για τους ίδιους τους κατοίκους, που τη βιώνουν καθημερινά, όσο και για τους επισκέπτες, που καλούνται να αποσαφηνίσουν τον χαρακτήρα και τις πτυχές της40. Σαν σύγχρονοι πλάνητες, λοιπόν, οι επισκέπτες μπορούν να βιώσουν την εμπειρία της πόλης των κατωφλιών παρατηρώντας τον τόπο, αναζητώντας τυχαίες συναντήσεις και ανασυνθέτοντας μέσα από εικόνες και εμπειρίες το δικό τους πορτραίτο πόλης.

39 40

Ό.π., Σταυρίδης Σταύρος, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, σ. 339   Ό.π. σ. 333

[7] «Νάπολη»

25


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

1.5 Martin Buber_ Η συνάντηση “All real life is meeting”

—Martin Buber, I and Thou

[Όλη η πραγματική ζωή είναι συνάντηση.] 41 Ο Martin Buber, διαμορφώνει μία προσέγγιση του ενδιάμεσου χώρου, η οποία διαφέρει λίγο από αυτές που είδαμε ως τώρα. Δεν μελετά την έννοια καθαρά φιλοσοφικά, αλλά επικεντρώνεται στην ανθρωπολογική διάστασή της. Το “das Zwischen” (=το ενδιάμεσο), ή das Zwischenmenschliche (=το διαπροσωπικό, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους), λοιπόν, του Buber συνδέεται στενά με την ιδέα του διαλόγου ως βασικού παράγοντα για καλή ζωή και ως «απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία κοινότητας».42 Όπως παρατηρούν οι Liane Lefaivre και Alexander Tzonis, ο Buber ανέπτυξε μια νέα ιδέα για την κοινότητα, απομακρύνοντάς την από τον παραδοσιακό ορισμό της, εξισώνοντάς τη με την έννοια της αλληλεπίδρασης και του διαλόγου, η οποία συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη της, βασιζόμενη όχι στην ομοιογένεια των μελών, αλλά στην αποδοχή της αντίθεσης και της συμπληρωματικότητας του καθενός.43 Στο βιβλίο του “Ich und Du” (Εγώ κι Εσύ, 1923), αναπτύσσει αυτές τις ιδέες του για τον «διάλογο» και τη σφαίρα του «ενδιάμεσου». Περιγράφει δύο τρόπους με τους οποίους μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει τον κόσμο στον οποίο ζει. 44 Ο πρώτος από αυτούς, τον οποίο αποκαλεί «εμπειρία», η λειτουργία του “I-It”45 (Εγώ - Αυτό), είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά ο σύγχρονος άνθρωπος. Στην εμπειρία, όπως διαφαίνεται και από τη σχέση “I-It”, ο άνθρωπος συλλέγει δεδομένα, τα αναλύει και τα κατατάσσει. Είναι αντιμέτωπος, δηλαδή, με αντικείμενα, κάτι που υπονοεί ότι το υποκείμενο σχετίζεται με τον άλλο μέσω χειρισμών που έχουν ως απώτερο σκοπό τον έλεγχο, την κυριαρχία. Ο Buber θεωρεί πως σύμφωνα με την εμπειρία, βλέπουμε το αντικείμενό μας ως μια συλλογή από ποιότητες και ποσότητες, ως ένα συγκεκριμένο σημείο στο χώρο και το χρόνο46. Το βιωματικό I (Εγώ) είναι ένας αντικειμενικός παρατηρητής, παρά ένας ενεργός συμμετέχων σε

Buber Martin, I and Thou, μτφρ. Ronald Gregor Smith, εκδ. T.&T.Clark, Εδιμβούργο, 1937, σ.11 Η φράση αυτή, συνοψίζει όλη τη σκέψη του Buber για τη συνάντηση και τη σχέση. Η πραγματική ζωή, αναφέρεται σε μία ζωή δημιουργική και ευχάριστη, η οποία πραγματοποιείται μέσα σε μία κοινότητα, μία ομάδα και όχι ατομικά. 42   Praglin Laura, The nature of the “in-between” in D.W.Winnicott’s concept of Transitional space and in Martin Buber’s “das Zwischenmenschliche, Volume 2, Issue 2, 2008, σ.8 Αυτή η ιδέα προήλθε από μία συζήτηση που διεξαγόταν στη Γερμανία, η οποία προκάλεσε συγκρούσεις στο εσωτερικό της, στις πολιτικές και κοινωνικές δομές της, κατά τη βιομηχανοποίηση, στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα . Η σύγκρουση αυτή αφορούσε τη διαμάχη ανάμεσα σε δύο κοινωνικές ομάδες: Gemeinschaft (κοινότητα) και Gesselschaft (κοινωνία) 43   Lefaivre Liane, Tzonis Alexander, Aldo van Eyck: Humanist Rebel, Inbetweeing in a PostWar World, εκδ. 010 Uitgeverij, Rotterdam, 1999, σ.65 44   Ό.π. Buber, σ.vi-vii 45  Ό.π. σ.6 46   Ό.π., σ.13 41

26


«Η συνάντηση δύο προσωπικοτήτων είναι σαν την επαφή δύο χημικών ουσιών: αν υπάρξει κάποια αντίδραση και οι δύο μεταμορφώνονται». - Carl Jung

[8] «Συνάντηση»


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

αυτήν την κατάσταση εμπλοκής του με τον κόσμο. «Η εμπειρία λαμβάνει χώρα ολοκληρωτικά μέσα στο I (Εγώ)» 47, το οποίο όλα τα παρατηρεί και τα αναλύει μέσα στο μυαλό του, ενώ δεν αναζητά απάντηση από το αντικείμενό του. Ο δεύτερος τρόπος προσέγγισης του κόσμου, είναι εκείνος που οδηγεί τον άνθρωπο στο να είναι πραγματικά άνθρωπος. Σε αυτή τη λειτουργία, την οποία ο Buber αποκαλεί «συνάντηση», η λειτουργία του “I-Thou”48 (Εγώ Εσύ), επιδιώκεται μια σχέση με το αντικείμενο συνάντησης, υπάρχει μία κοινή συμμετοχή σε κάτι με το αντικείμενο αυτό, και το I (Εγώ) και το Thou (Εσύ) μετασχηματίζονται από τη μεταξύ τους σχέση σε μια στιγμή αμοιβαιότητας. Το πιο σημαντικό κομμάτι της συνάντησης είναι ότι απαιτεί το Εγώ και το Εσύ να είναι ενεργοί συμμετέχοντες παρά αντικειμενικοί παρατηρητές. Γι’ αυτό ονομάζει αυτή τη σχέση και διαλογική, καθώς όπως ένας διάλογος ή μια συζήτηση, η συνάντηση λαμβάνει χώρα μεταξύ δύο συμμετεχόντων όπου το I (Εγώ) απευθύνεται σε ένα Thou (Εσύ) περιμένοντας απόκριση. Σύμφωνα με τον Georges Teyssot η σκέψη του Buber βασίζεται στην αληθινή επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, εξού και η έμφαση στον διάλογο, τον οποίο αποκαλεί «Διπλή ομιλία» (Zwiesprache) του να δίνεις και να παίρνεις. 49 Ο Buber, λοιπόν, κοιτάζει την κοινωνία και σημειώνει πως λειτουργεί βασιζόμενη στο I-It. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει καταλήξει να αισθάνεται αποξενωμένος, ουσιαστικά επειδή η σύγχρονη κοινωνία αποτελείται αποκλειστικά από έναν κόσμο I-It, καθώς τα άτομα αντιμετωπίζονται μεταξύ τους ως αντικείμενα. 50 Από την άλλη, η συνάντηση, το I-Thou, είναι η παραμελημένη λειτουργία των ανθρώπων. Η έλλειψη συνάντησης στη σύγχρονη κοινωνία έχει οδηγήσει σε πολλές κοινωνικές και ψυχολογικές ασθένειες. Μόνο στον κόσμο του I-Thou οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με όλη τους την οντότητα51 και μόνο εδώ είναι δυνατό να υπάρξει αληθινός διάλογος και σχέση μεταξύ των ανθρώπων. 52 Για το φιλόσοφο, επομένως, το ενδιάμεσο, το «Μεταξύ» είναι ο τόπος στον οποίο μπορεί να υπάρξει ο αληθινός διάλογος και η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Χωρίς και τους δύο μαζί δεν είναι δυνατόν να υπάρξει διάλογος και συνάντηση, αλλά και χωρίς τον ενδιάμεσο χώρο επίσης. Ο ενδιάμεσος χώρος, στον οποίο αναφέρεται, είναι ένας πραγματικός τόπος που φέρει ανθρώπινα συμβάντα και όχι μια νοητή βοηθητική κατασκευή. Καλεί, λοιπόν, τους αρχιτέκτονες, να χτίζουν για την ανθρώπινη επαφή, να δημιουργούν ένα περιβάλλον που προσκαλεί και προκαλεί τη συνάντηση, διότι μόνο έτσι η κοινωνία μπορεί να γίνει πιο ανθρώπινη και η ζωή να αποκτήσει περισσότερο νόημα. Τι μπορεί να είναι όμως ένας τέτοιος χώρος, ποιες οι συνθήκες που δημιουργεί και τι είναι τελικά η αληθινή ζωή; Ένας αληθινός διάλογος είναι μια συζήτηση όπου οι παρεμβάσεις των διαφόρων συνομιλητών δεν έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων, μια τελείως αυθόρμητη συζήτηση, κατά την οποία ο καθένας     49   50   51   52   47 48

28

Ό.π., σ.5 Ό.π.,σ.6 Ό.π. Teyssot, σ.158 Ο.π. Praglin, σ.2 Ό.π. Buber , σ.10 Ό.π. Praglin, σ.2


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

προκαλεί μιαν απρόβλεπτη απόκριση, μια ώρα διδασκαλίας αληθινής είναι η ώρα ενός μαθήματος που δεν επαναλαμβάνεται με επαγγελματική ρουτίνα ούτε καταλήγει σε πορίσματα γνωστά εκ των προτέρων στον διδάσκοντα, αλλά εξελίσσεται γεννώντας αμοιβαίες εκπλήξεις, ένας αληθινός, όχι καθημερινός εναγκαλισμός, μια μονομαχία αληθινή κι όχι φτιαχτή. Το ουσιαστικό στοιχείο σ’ όλα αυτά τα συμβάντα δεν συντελείται στον ένα ή στον άλλο από τους συμμετέχοντες, ούτε σ’ έναν κόσμο ουδέτερο που τους περιλαμβάνει αμφότερους μαζί με όλα τα άλλα πράγματα, αλλά στην κυριολεξία μεταξύ των δύο, σε μια διάσταση που είναι κατά κάποιον τρόπο προσιτή μόνο σ’ αυτούς τους δύο. Οι αρχιτέκτονες καλούνται να συνειδητοποιήσουν αυτήν την αλήθεια και να σχεδιάσουν.

29


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

1.6 Συμπεράσματα κεφαλαίου

Στις πέντε προσεγγίσεις στην έννοια του ενδιάμεσου που μελετήσαμε, αποκαλύπτονται πτυχές και χαρακτηριστικά του χώρου. Η Elizabeth Grosz, βλέπουμε ότι αντιλαμβάνεται τον ενδιάμεσο χώρο ως πεδίο αλληλεπιδράσεων των δυαδικών φαινομένων, ώστε να μετατρέπονται σε ολότητες, με διακριτά συστατικά. Με τον τρόπο αυτό, αμφισβητεί τον κόσμο που κυριαρχούν οι δυαδικότητες και ο δυϊσμός, ως το μοναδικό τρόπο ερμηνείας του κόσμου. Θεωρεί, όπως και άλλοι σύγχρονοί της φιλόσοφοι, ότι αυτό που έχει σημασία, δεν είναι πλέον τόσο οι προσδιορισμένες ταυτότητες, αλλά οι σχέσεις που δημιουργούν μεταξύ τους. Ο ενδιάμεσος χώρος, λοιπόν, είναι για την Grosz ένας χώρος που προσφέρει ένα νέο πεδίο διαλόγου μεταξύ τον αντιθετικών πόλων, και δρα ανάμεσα στις ταυτότητες, χωρίς το ίδιο να διαθέτει διαμορφωμένη ταυτότητα. Δεν ανήκει στην τάξη του «διάκενου» ή του περιθωρίου μεταξύ προγραμμάτων, ακόμα, όμως, δεν είναι από μόνο του ένα αυτόνομο πρόγραμμα. Ως πεδίο, είναι ικανό να ορίζει ή να επαναπροσδιορίζει τις ταυτότητες των στοιχείων που βρίσκονται γύρω του και παράλληλα να ενεργοποιεί τις συσχετίσεις ανάμεσά τους. Είναι, τελικά, ο τόπος ικανός να διαχωρίσει και να ενώσει ταυτόχρονα τις ορισμένες αυτές επικράτειες. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τη Πολιτεία του Πλάτωνα. Ως επιπλέον παραδείγματα, προσφέρονται οποιαδήποτε σύνολα (Α,-Α), όπου η παύλα συνθέτει το χώρο του ενδιάμεσου, ή ο πίνακας του Goya «Μονομαχία με ρόπαλα», όπου το έδαφος αποτελεί τον ενδιάμεσο χώρο που δημιουργεί την ολότητα των μαχόμενων σωμάτων. Ο Gilles Deleuze στο έργο του, συμφωνώντας με την Elizabeth Grosz, χρησιμοποιεί τον ενδιάμεσο χώρο ως τόπο αμφισβήτησης της ίδιας της ταυτότητας ως έννοιας σταθερής και αμετάκλητης. Θεωρεί, πως στο εσωτερικό της ταυτότητας κυριαρχούν δυνάμεις, κινήσεις και ροές που διαρκώς την μεταλλάσουν. Ακόμα και η ίδια η ταυτότητα, λοιπόν, ενέχει για τον Deleuze τον ενδιάμεσο χώρο για τον οποίο μιλά η Elizabeth Grosz, καθώς αυτός είναι ο τόπος που οι δυνάμεις αυτές αλληλεπιδρούν. Την αμφισβήτηση αυτή την εκφράζει με την αναζήτηση της «διαφοράς». Προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη, ενδιαφέρεται για τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ετεροτήτων, (όχι απαραίτητα των δυϊσμών για τους οποίους μίλησε η Grosz), οι οποίες είναι απρόβλεπτες, καθώς οι δυνάμεις αλληλεπίδρασης, συνδέουν για τον Deleuze, τα άτομα (ανθρώπινα και μη) μεταξύ τους και με κόσμους, με τρόπους απρόβλεπτους από τη συνείδηση και ασύνδετους με την ταυτότητα. Η διερώτηση για την οντολογική υπόσταση ενός τόπου που δέχεται αυτές τις δυνάμεις είναι εύλογη και εκφράζεται από τον Δημήτρη Παπαλεξόπουλο με την απορία κατά πόσο θα ήταν παράδοξο να δεχτούμε ότι η σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων είναι μία τρίτη οντότητα, που έχει να κάνει με την εμμένεια και την ανάδυση νέων καταστάσεων. Η μπάλα ως αντικείμενο ενός αγώνα, ενσωματώνει, όπως περιγράφηκε, τις ιδιότητες του ενδιάμεσου χώρου όπως τον αντιλαμβάνεται ο Gilles Deleuze. Ο Arnold van Gennep, εισάγει την έννοια της μεταβατικότητας στον ενδιάμεσο χώρο μέσα από την σύγκριση με τις διαβατήριες τελετές. Όντας από τους πρώτους ερευνητές που μελέτησαν τις πολιτισμικές τελετές διάβασης,

30


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ │1

αναγνωρίζει σε κάθε μία από αυτές, τρεις μεγάλες φάσεις: τον διαχωρισμό, τη μετάβαση και την ενσωμάτωση. Στο μεσαίο στάδιο εντοπίζεται η ύπαρξη της έννοιας του κατωφλιού, η οποία μπορεί να μεταφραστεί σε αρχιτεκτονικούς όρους, με το να δημιουργούνται χώροι οι οποίοι λαμβάνουν ιδιότητες από τους γειτονικούς τους, διατηρώντας, ωστόσο την ανεξαρτησία τους από εκείνους. Το στοιχείο που λαμβάνουμε από το έργο του van Gennep είναι η λειτουργία του κατωφλιού ως τρόπου μετάβασης μεταξύ ενός πριν και ενός μετά, ενός μέσα και ενός έξω, ενός εδώ και ενός εκεί ή ακόμα μιας μετάβασης από το ίδιο στο άλλο. Η κρίσιμη αυτή στιγμή της μετάβασης, η οποία μπορεί να είναι μία μικρής ή μια τεράστιας σημασίας κίνηση για το άτομο ή την κοινωνία, είναι που καθορίζει το κατώφλι, δηλαδή τον ενδιάμεσο χώρο και του προσδίδει έναν τελετουργικό χαρακτήρα. Πρόκειται, επίσης, για ένα στοιχείο που μας βοηθά να κατανοήσουμε τη σημασία των κατωφλιών στη σχέση του ατόμου ή της κοινωνίας με την ετερότητα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα που αναφέρει ο ίδιος, σχετικά με τη γειτνίαση των χωρών παλιά, όταν δεν υπήρχαν σύνορα με την έννοια που αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αλλά ενδιάμεσες περιοχές που δεν ανήκαν σε καμία από τις χώρες που ακουμπούσαν. Διαβαίνοντας αυτό το σημείο κανείς, βρισκόταν σε μια ειδική κατάσταση και για κάποιο διάστημα χρόνου μετεωριζόταν ανάμεσα σε δύο κόσμους. Αυτή είναι ακριβώς η επιτομή της κοινωνικής εμπειρίας της διάβασης ως μετάβασης και αυτή είναι ακριβώς η χωρική περιγραφή και η αίσθηση του ενδιάμεσου χώρου. Ένα αρχιτεκτονικό παράδειγμα που μπορεί να μεταφράσει τις φάσεις που αναγνωρίζει ο van Gennep είναι τα Προπύλαια της αρχαίας Αθήνας, όπως ήδη αναλύθηκε. Ο Walter Benjiamin, έχοντας μελετήσει το έργο του Van Gennep, μιλά για τις εμπειρίες κατωφλιού στη σύγχρονη ζωή, σχολιάζοντας ότι γίνονται όλο και φτωχότερες. Παρουσιάζει την διαδικασία ύπνου-ξυπνήματος ως μια διαδικασία με ενδιάμεσες περιοχές, θυμίζοντάς μας την αρχαία ελληνική μυθολογία με το θεό Ύπνο και τον θεό Θάνατο. Ακόμα, ερευνώντας την αστική κλίμακα, αποδίδει στα κατώφλια της πόλης διαδικασίες και χαρακτηριστικά ικανά να συνθέσουν το πορτραίτο της. Τα μελετά σαν ίχνη αποτύπωσης συλλογικών και ατομικών διαδικασιών, που αποκαλύπτουν τη σύγχρονη πόλη, ενώ τα παρουσιάζει σαν κολάζ εικόνων, αναπαριστώντας μια νέα συνάρθρωση των εικόνων της πόλης. Για τον Βenjamin τα κατώφλια στην πόλη είναι σκηνές και πεδία αλληλεπίδρασης του ιδιωτικού με το δημόσιο, του μέσα με το έξω. Αναφέρει περάσματα, πύλες, στοές ως στοιχεία που δημιουργούν όχι όρια αλλά κατώφλια, έναν ενδιάμεσο χώρο και χρόνο. Η αναφορά στο έργο του για την πόλη της Νάπολης, είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιληφθεί κανείς την σκέψη του Benjamin για την εμπειρία του κατωφλιού. Περιγράφει την υφή της ζωής της πόλης ως πορώδη, όπου τόποι και εμπειρίες αλληλοδιεισδύουν το ένα στο άλλο, αλλά και το ίδιο στο ίδιο. Μέσα από το έργο του, η πόλη ανασυντίθεται και ο κάτοικος (μόνιμος ή επισκέπτης) σαν σύγχρονος πλάνητας αποκτά τη δυνατότητα να την βιώσει με διάθεση ανακάλυψης, παρατηρώντας τον τόπο και αναζητώντας τυχαίες συναντήσεις, ώσπου τελικά να ανασυνθέσει μέσα από εικόνες και εμπειρίες το δικό του πορτραίτο πόλης. Ο Martin Buber, εισάγει την έννοια του ενδιάμεσου χώρου, ως κυριολεκτικού χώρου, μέσα από την έννοια της συνάντησης. Μιλάει για δύο τρόπους να ζει κανείς μέσα στην πόλη, τους “I-It” και “I-Thou”. Ο πρώτος τρόπος, σύμφωνα

31


ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

με τον φιλόσοφο, αποκαλείται εμπειρία και μιλά για μια εσωστρεφή-ατομιστική προσέγγιση του κόσμου, ενώ ο δεύτερος μιλά για μια αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων και άρα ουσιαστική συνύπαρξη (συνάντηση). Στο έργο του, ασκεί κριτική στον σύγχρονο τρόπο ζωής και την αποξένωση και μιλά για την αξία του διαλόγου. Για τον ίδιο, ο ενδιάμεσος χώρος, το «Μεταξύ», όπως ο ίδιος το ονομάζει, είναι ο τόπος στον οποίο μπορεί να υπάρξει ο αληθινός διάλογος και η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Χωρίς και τους δύο μαζί δεν είναι δυνατόν να υπάρξει διάλογος και συνάντηση, αλλά και χωρίς τον ενδιάμεσο χώρο επίσης. Ο ενδιάμεσος χώρος, στον οποίο αναφέρεται, είναι ένας πραγματικός τόπος που φέρει ανθρώπινα συμβάντα και όχι μια νοητή βοηθητική κατασκευή. Καλεί, λοιπόν, τους αρχιτέκτονες, να χτίζουν για την ανθρώπινη επαφή, να δημιουργούν ένα περιβάλλον που προσκαλεί και προκαλεί τη συνάντηση, διότι μόνο έτσι η κοινωνία μπορεί να γίνει πιο ανθρώπινη και η ζωή να αποκτήσει περισσότερο νόημα. Τελικά, ο ενδιάμεσος χώρος στις ανθρωπιστικές επιστήμες, ή αλλιώς το κατώφλι, όπως τον αποκαλούν κάποιοι, εμφανίζεται σαν ένα πεδίο δράσης ετερόκλιτων δυνάμεων, που αφενός ορίζουν τις ταυτότητες που δρουν σε αυτό και αφετέρου κλονίζουν τη σταθερότητά τους. Παρουσιάζονται, ακόμα, σαν χώροι διαλόγου, χώροι σύγκρουσης ή χώροι μετάβασης. Παράλληλα, ως στοιχεία της πόλης, εμφανίζουν μια ικανότητα να την ανασυνθέτουν και να δημιουργούν μία κατάσταση κατοίκησης, η οποία ενέχει την εξερεύνηση, την τυχαία συνάντηση, την παρατήρηση. Γίνεται αναφορά σε έννοιες όπως πεδίο, ταυτότητα-ετερότητα, διάλογος (κοινό έδαφος), πρόγραμμα, μετάβαση, συνάντηση. Οι έννοιες αυτές, εμφανίζουν ένα μεγάλο ενδιαφέρον και ένα ερώτημα, που αφορά στις προθέσεις του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αλλά και τον ίδιο το ρόλο του αρχιτέκτονα. Κλείνοντας, λοιπόν, την πρώτη Ενότητα με την ανάλυση του Buber και την επιθυμία του να γίνει αντιληπτό από τους αρχιτέκτονες ότι οφείλουν να σχεδιάζουν χώρους, οι οποίοι ενθαρρύνουν τον διάλογο και τη συνάντηση, στοιχεία απαραίτητα για την κοινωνία, διανοίγει μία θεματική σε σχέση με το πώς η αρχιτεκτονική απάντησε στο ζήτημα αυτό. Είναι ενδιαφέρον, επομένως, να εξεταστεί με ποιο τρόπο οι αρχιτέκτονες της περιόδου στην οποία απευθύνεται ο Buber, δηλαδή η αρχιτεκτονική που πραγματοποιείται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σε θέση να αξιολογήσουν και να μεταφράσουν τις έννοιες της συνάντησης και του διαλόγου, πρώτα σε θεωρητικό επίπεδο και στη συνέχεια σε αρχιτεκτονικό χώρο. Το ζήτημα αυτό θα διερευνήσουμε στα επόμενα δύο κεφάλαια.

32




2│ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Με γνώμονα τις φιλοσοφικές αναλύσεις που προηγήθηκαν, παρουσιάζει ενδιαφέρον η μελέτη σχετικά με το πώς εμφανίζεται η έννοια στην αρχιτεκτονική θεωρία. Η εποχή στην οποία μεταφερόμαστε είναι μία εποχή κατά την οποία συμβαίνει μία βαθειά πολιτιστική αλλαγή, η οποία αγγίζει, όπως είναι αναμενόμενο, την αρχιτεκτονική. Πρόκειται για το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, αμέσως μετά, δηλαδή, τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, ανοίγει μία θεματική γύρω από τον «εξανθρωπισμό» του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ενός σχεδιασμό που θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο των διαδικασιών, κάτι που η μοντέρνα αρχιτεκτονική έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα.

2.1 Τα συνέδρια του CIAM μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο │Η εμφάνιση της Team 10 Από την ίδρυσή τους το 1928, τα CIAM είχαν προγραμματιστεί ως μία ομάδα υποστήριξης και έκφρασης του Μοντέρνου κινήματος.53 Καθ ‘όλη την ύπαρξη του CIAM, συνεχώς μεταβαλλόταν η σύνθεση, οι προτεραιότητές του και η επιλογή της κατεύθυνσής του. Στα πέντε συνέδρια που διοργανώθηκαν πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετατοπίστηκε από μια οργάνωση που ενθάρρυνε μια πληθώρα απόψεων για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, σε μία «σύνθεση αφιερωμένη αποκλειστικά στην προώθηση των ιδεαλιστικών και αυταρχικών ιδεών του Le Corbusier για τον αστικό σχεδιασμό».54 Από το CIAM VI, όμως, που πραγματοποιήθηκε το 1947 στο Bridgewater της Αγγλίας, τα μέλη σημείωσαν μια αλλαγή στάσης, που οφειλόταν στις σημαντικές μεταβολές στην κοινωνική και οικονομική δομή, που πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία που μεσολάβησε από την τελευταία τους συνεδρίαση στο Παρίσι. Η «λειτουργική πόλη»55 του CIAM, σύμφωνα με την Annie Pedret είχε αρχίσει να δέχεται κριτική ήδη από συνέδρια προπολεμικά, η οποία σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στις θεωρητικές βάσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, οδήγησαν στην ανάγκη επανεξέτασης των στόχων και την αλλαγή κατεύθυνσης αν ήθελε να διατηρήσει τη σημασία του σε αυτό το νέο πλαίσιο. 56 Έτσι, όπως επισημαίνει ο Sigfried Giedion, επιχειρήθηκε από το συνέδριο ένας «εξανθρωπισμός» της αρχιτεκτονικής, με το να ξεπεραστεί η «αφηρημένη στειρότητα της “λειτουργικής πόλης”», βεβαιώνοντας ότι «σκοπός των CIAM είναι να εργαστούν για τη δημιουργία ενός φυσικού περιβάλλοντος, που θα ικανοποιεί τις συναισθηματικές και υλικές ανάγκες του ανθρώπου» 57. Το θέμα αυτό, αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο από την αγγλική ομάδα MARS που προετοίμασε μια εισήγηση με τίτλο «Ο Πυρήνας»

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες και πολιτιστικό πλαίσιο γύρω από την ίδρυση του CIAM: Mumford Eric, The CIAM Discourse on Urbanism, 1928-1960, MIT Press, Cambridge, 2000, σ. 9-16. 54   Pedret Annie, «CIAM and the emergence of Team 10 thinking, 1945-1959», ΜΙΤ Libraries, MIT Thesis, Massachusetts, 2001, σ.19 55   Θέμα του CIAM IV (Ιούλιος-Αύγουστος 1933), από το οποίο προέκυψε η Χάρτα των Αθηνών. 56   Ό.π. Pedret, σ.56-57 57   Giedion Sigfried, Decade of New Architecture, Girsberger, Wittenborn,1951, σ.16-19 53

36


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

για το CIAMVIII, που έγινε στο Hoddeston της Αγγλίας το 1951.58 Η παλιά «φρουρά» των CIAM59, ωστόσο, δεν έδειχνε ικανή να εκτιμήσει ρεαλιστικά την πολυπλοκότητα των προβλημάτων της μεταπολεμικής πόλης, κάτι που απογοήτευσε και ανησύχησε τα καινούργια μέλη της νέας γενιάς60. Το αποφασιστικό σχίσμα ήρθε, όπως αναφέρει ο Kenneth Frampton, με το CIAM IX που έγινε στην Aix-en-Provence το 1953,με θέμα τη ‘Χάρτα της Κατοικίας’, όταν η γενιά αυτή, με επικεφαλής τους Alison και Peter Smithson και τον Aldo van Eyck, αμφισβήτησε τις τέσσερις φουνξιοναλιστικές κατηγορίες της Χάρτας των Αθηνών: Κατοικία, Εργασία, Αναψυχή και Μεταφορές. Αντί να προτείνουν μια εναλλακτική ομάδα αφηρημένων εννοιών, αναζήτησαν τις δομικές αρχές της ανάπτυξης της πόλης και το νέο σημαντικό στοιχείο πέρα από το κύτταρο της οικογένειας, όπως φαίνεται στο τελικό κείμενο του CIAM VIII, το οποίο απέρριπτε τον ορθολογισμό της «λειτουργικής πόλης»: «Ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να ταυτίσει τον εαυτό του με την εστία του, δύσκολα όμως και με την πόλη μέσα στην οποία βρίσκεται η εστία αυτή. Το «να ανήκεις» είναι μια βασική συναισθηματική ανάγκη , που οι συνειρμοί της είναι της απλούστερης τάξης. Από το «να ανήκεις» - ταυτότητα – προκύπτει το πλούσιο συναίσθημα της φιλικής συμπεριφοράς των γειτόνων. Το μικρό, στενό δρομάκι της φτωχογειτονιάς πετυχαίνει εκεί που τα ευρύχωρα αναπτυξιακά προγράμματα συχνά αποτυγχάνουν».61 Η Annie Pedret , μάλιστα, αναφέρει πως οι Smithsons παρουσίασαν ένα διάγραμμα, το οποίο αντικαθιστούσε την ιεραρχία της Χάρτας με τις κλιμακωτές ενότητες του σπιτιού, του δρόμου, της περιοχής και της πόλης.62 Ωστόσο, οι εκθέσεις του CIAM IX αποκαλύπτουν ότι στο ίδιο το συνέδριο, η πρότασή τους δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής. Τα νεότερα μέλη συνέχισαν να συναντώνται μεταξύ του 1954 και του 1956 για να περιγράψουν τη νέα κατεύθυνση και μέθοδο εργασίας για το CIAM X, η οποία ήταν η αναζήτηση μιας ακριβέστερης σχέσης ανάμεσα στη φυσική μορφή και τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες. Η πρώτη συνεδρίαση οργανώθηκα από τον αρχιτέκτονα Sandy van Ginkel, υπό την καθοδήγηση του Jaap Bakema, με βασικά υπεύθυνη την ομάδα, γνωστή στο εξής ως Team X/ Team 10 και πραγματοποιήθηκε στο Doorn, τον Ιανουάριο του 1954. Εκεί, προέκυψε η επιθυμία να δημιουργηθούν πόλεις, στις οποίες κύριο ρόλο θα είχαν οι

Διαλέγοντας το θέμα «Η Καρδία της Πόλης», η MARS κατάφερε να προσανατολίσει το συνέδριο σε μία προβληματική , που είχε ήδη ανοιχτεί από τους Sigfried Giedion, Jose Luis Sert και Fernand Leger στο μανιφέστο τους του 1943, όπου έγραφαν: «Ο κόσμος επιθυμεί τα κτήρια που εκφράζουν την κοινωνική και κοινοτική του ζωή, να προσφέρουν μια πιο ολοκληρωμένη λειτουργικότητα. Θέλει να ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες του για μνημειακότητα, χαρά, περηφάνια και συγκίνηση». Frampton Kenneth, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Ιστορία και Κριτική, (4η έκδοση), μτφ. Ανδρουλάκης Θόδωρος, Παγκάλου Μαρία, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009, σ.242 59   Le Corbusier, Van Eestern, Jose Luis Sert, Ernesto Rogers, Alfred Roth, Kunio Maekawa και Walter Gropius. 60   Alison και Peter Smithson, Van Eyck, Jacob Bakema, Γιώργος Κανδύλης, Shadrach Woods, (οι οποίοι αργότερα θα αποτελέσουν το βασικό κορμό του Team 10), καθώς και John Voelcker , William Howell και Jill Howell 61   Ό.π. σ.241-243 62   Pedret Annie, Aix-en-Provence(France) 19-26 July 1953, στο www.team10online.org/ team10/meetings/1953-Aix.htm (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) 58

37


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

‘ζωτικές ανθρώπινες σχέσεις’ 63 και παράχθηκε, παρά τις διαφωνίες ως προς τον τρόπο προσέγγισης, ένα έγγραφο που τιτλοφορήθηκε ως ‘Διακήρυξη της Κατοικίας’64. Αυτό, μαζί με το διάγραμμα ‘Βαθμίδες Συσχετίσεων’ (Scales of Associations) και το διάγραμμα‘Valley Section’ 65, μπορούν να θεωρηθούν τα θεμελιώδη έγγραφα της ομάδας. Το δέκατο CIAM, με θέμα ‘κατοικία’, διοργανώθηκε στο Dubrovnik της Κροατίας τον Αύγουστο του 1956 και θεωρήθηκε από τα περισσότερα μέλη ως το τελευταίο συνέδριο.66 Η εν λόγω περίοδος συνέπεσε λίγο πολύ με την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Team 10 καθιερώνεται πλέον στο Otterlo το 1959 με το τελευταίο CIAM, το οποίο αναφέρεται ως CIAM’59. Το συνέδριο στο Otterlo ήταν το τέλος των CIAM και η αρχή μιας εποχής όπου αυτοί που συνδέονταν με το Team 10 θα παρουσίαζαν τις θεωρητικές, ανθρωπιστικές ιδέες που είχαν αναπτύξει την τελευταία δεκαετία, με αρχιτεκτονικές πλέον μορφές. Η σύσταση της ομάδας ποικίλε κατά τα έτη, ορισμοί όπως ‘μέλη’ ή ‘κίνημα’, δεν είχαν καμία επίσημη θέση στην Team 10 , και το ερώτημα σχετικά με το ποιος επρόκειτο να προσκληθεί σε κάθε συνεδρίαση, πολλές φορές οδήγησε σε έντονες διαμάχες. Υπήρξε βεβαίως ένας “εσωτερικός κύκλος”,67 σε αντιδιαστολή με τους έκτακτους προσκεκλημένους, αλλά είναι συχνά δύσκολο να διακριθεί με σιγουριά. Η ομάδα συνέχισε να συναντιέται και να συζητά σε συνέδρια για την αρχιτεκτονική μέχρι και το 1981, όταν και διαλύθηκαν. Ο στόχος της είναι η δημιουργία ενός κτισμένου περιβάλλοντος που να ικανοποιεί τις υλικές και ψυχικές ανάγκες του ανθρώπου, μιλώντας, έτσι, για μια πιο ανθρωπιστική αρχιτεκτονική, η οποία θα τοποθετεί τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις στο επίκεντρό της. «Οι Team 10 έχουν τη γνώμη ότι με αυτόν τον τρόπο αξιοσημείωτες ομάδες κατοικιών, μπορούν να υπάρξουν όπου κάθε κτήριο είναι ένα ζωντανό αντικείμενο και φυσική επέκταση των άλλων. Μαζί θα δημιουργήσουν μέρη, όπου ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί αυτό που εύχεται να γίνει». 68 Με κείμενα και διαγράμματα, τα μέλη του Team X αντιμετώπισαν τα προβλήματα του περιβάλλοντος με νέους όρους: «ταυτότητα», «σύνδεση», «σύμπλεγμα» (cluster) και «κινητικότητα», ενώ πρότειναν νέους τρόπους προσέγγισης της Αρχιτεκτονικής, δίνοντας μεγάλη έμφαση στον ρόλο του Αρχιτέκτονα. Η Αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός, θεωρούν πως αποτελεί (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να αποτελεί) χωρική έκφραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το   Risselada Max, Heuvel Dirk van de, TEAM 10, in search of a Utopia of the Present,1953-1981, NAi Publishers, Rotterdam, 2003, σ. 127 64   Αλλιώς εμφανίζεται ως Doorn Manifest. (Παράρτημα 1) 65   (Παράρτημα 1) 66   Ό.π. Frampton, σ.243 67   Κεντρικές μορφές του Team X είναι οι Jacob Bakema, Aldo van Eyck, George Candilis, Alison και Peter Smithson, Shadrach Woods και Giancarlo de Carlo, οι οποίοι αποτελούν τον λεγόμενο «εσωτερικό κύκλο», ενώ συχνά συμμετείχαν και οι Josi Coderch, Stefan Wewerka, Jerzy Soltan, Cjarles Polonyi, Ralph Erskine, Daniel van Ginkel και Blance Lemco – van Ginkel, Amancio Guedes, Rolf Gutmann, Oskar Hansen, Herman Hertzberger, Alexis Josic, Guillermo Jullian de la Fuente, Reima Pietila, Brian Richards, Manfred Schiedhelm, Andre Schimmerling, Oswald Mathias, John Voelcker. 68   Smithson Alison, Team 10 Primer, StudioVista, Λονδίνο, 1968, σ.3 63

38


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

υλικό τους, όπως περιγράφεται στο «Team X Primer»69 κατηγοριοποιείται σε τρεις ενότητες διαφορετικής κλίμακας, οι οποίες είναι οι ‘αστικές υποδομές’, οι ‘ομάδες κατοικιών’ και το ‘κατώφλι’.70

[9] Death of CIAM, Otterlo, 1959

Συλλογή κειμένων υπό την επιμέλεια της Alison Smithson, όπου η ομάδα εκθέτει με σαφήνεια τους στόχους της. 70   Ό.π. σ.2 69

39


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

2.2 H Team 10 και ο ενδιάμεσος χώρος (κατώφλι) “Architecture should be conceived of as a configuration of intermediate places clearly defined” —Aldo van Eyck, Dutch Forum on Children’s Home

[Η αρχιτεκτονική πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια διαμόρφωση χώρων καθαρά ορισμένων.] 71

“Make a welcome of each door and a countenance of each window”. —Aldo van Eyck, “Place and Occasion”72

[Κάνετε ένα καλωσόρισμα για κάθε πόρτα και ένα πρόσωπο για κάθε παράθυρο].

Στην ενότητα γίνεται προσπάθεια να μελετηθεί η αξία και η θεωρία των ενδιάμεσων χώρων από την Team 10 και να εντοπιστούν οι άξονες εκείνοι και τα εργαλεία με τους οποίους αναγιγνώσκονται. Η θεωρητική μελέτη γίνεται μέσα από την ανάλυση της ενότητας ‘κατώφλι’ στο Team 10 primer. Η έννοια του κατωφλιού, γίνεται αντιληπτή από την Team 10 ως ενδιάμεσος χώρος. Βασικότερο στοιχείο που παρατηρεί κανείς, είναι πως τοποθετείται στο επίκεντρο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας ως ο χώρος που μπορεί να φιλοξενήσει όλες τις ιδέες για μια αρχιτεκτονική που σχεδιάζει για τον άνθρωπο 71 72

Ό.π. σ.104   Ό.π. σ.101

[10] Alison και Peter Smithson, CIAM Grille, σχεδιασμένο για το 9ο CIAM, Aix-en-Provence, 1953

40


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

και σέβεται τις ανάγκες του. Ο άνθρωπος είναι το υποκείμενο και το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής. Όπως αναφέρεται στη συλλογή της ομάδας στην εν λόγω ενότητα, ο σύγχρονος άνθρωπος, έχει χάσει την ταυτότητά του, το χώρο και το χρόνο του. Αδυνατεί να διεισδύσει στο υλικό που ο ίδιος οργανώνει σε απόλυτα σχήματα ανάμεσα στον έναν άνθρωπο και τον άλλον, στο τι είναι εδώ και τι είναι εκεί, στο τώρα και το μετά. «Αδυνατεί να βρει το κατάλληλο μέρος για την κατάλληλη περίσταση» 73. «Οπότε ας ξεκινήσουμε με αυτό: Φτιάξτε ένα καλωσόρισμα για κάθε πόρτα και ένα νεύμα για κάθε παράθυρο. Φτιάξτε από κάθε τόπο, ένα τσούρμο τόπους από κάθε κατοικία και κάθε πόλη, γιατί το σπίτι είναι μια μικρή πόλη και η πόλη ένα τεράστιο σπίτι. Όποιος επιχειρεί να λύσει το γρίφο του τόπου αφηρημένα, θα κατασκευάσει το άδειο και θα το αποκαλέσει τόπο. Όποιος επιχειρεί να συναντήσει τον άνθρωπο αφηρημένα, θα μιλά με την ηχώ του και θα το αποκαλεί διάλογο. Ο άνθρωπος ακόμα αναπνέει μέσα και έξω. Πότε η Αρχιτεκτονική θα κάνει το ίδιο;»74 Όπως η εισπνοή και η εκπνοή του ανθρώπου, η Αρχιτεκτονική οφείλει να σχεδιάζει για το μέσα και το έξω, για τη ζωτική αυτή σχέση. Ο άνθρωπος βγαίνει έξω και μπαίνει μέσα, εκπνέει και εισπνέει, υπάρχει ένας ανοιχτός κι ένας κλειστός χώρος. Το κατώφλι ως ενδιάμεσος χώρος, ανάγεται σε ουσιαστικής σημασίας στοιχείο, καθώς αποτελεί το σημείο στο οποίο το σώμα, το χέρι, το πόδι του ανθρώπου ακουμπάει απευθείας ένα κτήριο. Όπως περιγράφει ο Σταύρος Σταυρίδης «είναι η φορά της κίνησης, οι βιολογικές και κοινωνικές ιδιότητας του φύλου, το τυπικό των χειρονομιών και των εκφράσεων που καθιστούν το σώμα πεδίο εγχάραξης μιας γνώσης του συμβολικού σύμπαντος της συγκεκριμένης κάθε φορά ομάδας ή κοινωνίας».75 Μόνο διασχίζοντάς το μπορεί να βρει το καταφύγιο, αλλά και να συναντήσει το έτερο. Η εισπνοή και η εκπνοή της αρχιτεκτονικής θυμίζει τη «Διπλή ομιλία» του Buber, η οποία ήθελε να δείξει ότι οι σχέσεις και ο διάλογος είναι αμφίδρομες διαδικασίες. Το ίδιο είναι και η Αρχιτεκτονική.   Ό.π.   Eyck Aldo van, «Place and Occasion», στο Smithson Alison, Team 10 primer, σ.101 75   Σταυρίδης Σταύρος, «Προς μία ανθρωπολογία του κατωφλιού», Ουτοπία, (33), Αθήνα Ιανουάριος-Φεβρουάριος, 1999, σ.112 73 74

41


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

2.2.1 H Ταυτότητα της πόλης και η σημασία του κατωφλιού

“In the suburbs and slums the vital relationship between the house and the street survives, children run about, (the street is comparatively quiet), people stop and talk, dismantled vehicles are parked, (in the back gardens are pigeons and ferrets and the shops are round the corner), you know the milkman, YOU are outside YOUR house is in YOUR street. Streets would be PLACES and not corridors or balconies. Thoroughfares where there are shops, post boxes, telephone kiosks”. —Allison and Peter Smithson, Uppercase

[Στα προάστια και τις φτωχογειτονιές η ζωτική σχέση ανάμεσα στο σπίτι και το δρόμο επιβιώνει, παιδιά τρέχουν γύρω, (ο δρόμος είναι συγκριτικά ήσυχος), άνθρωποι σταματούν και μιλάνε, αποσυναρμολογημένα οχήματα είναι παρκαρισμένα (στους πίσω κήπους υπάρχουν περιστέρια και κουνάβια και τα μαγαζιά είναι στη γωνία), γνωρίζεις τον γαλατά, ΕΣΥ βρίσκεσαι έξω από το σπίτι ΣΟΥ, που είναι στον δρόμο ΣΟΥ. Οι δρόμοι θα ήταν ΤΟΠΟΙ και όχι διάδρομοι και μπαλκόνια. Λεωφόροι όπου υπάρχουν μαγαζιά, ταχυδρομικά κουτιά, τηλεφωνικοί θάλαμοι».] 76 Ήδη από το 9ο CIAM οι Smithsons μίλησαν για τη φιλοσοφία του «κατωφλιού», διευκρινίζοντας ότι η βασική σχέση μεταξύ των ανθρώπων και της ζωής ξεκινά με την επαφή στο κατώφλι ανάμεσα στο σπίτι και το δρόμο. Οι Smithsons μιλούν για τα κατώφλια στην πόλη και θεωρούν ότι Κατοικία, Δρόμος, Συνοικία αποτελούν «στοιχεία της πόλης». Ασκούν κριτική στα συγκροτήματα κατοικιών που κατασκευάστηκαν με αυτά τα στοιχεία, ότι στερούνται ζωτικής ποιότητας και κατ’ επέκταση ταυτότητας. Φέρνοντας ως παράδειγμα και πρότυπο κοινωνικής ζωής τις Bye-Law Streets και γενικά τους δρόμους στα προάστια και τις φτωχογειτονιές, αναφέρουν ότι το αίσθημα ασφάλειας και κοινωνικού δεσμού που επικρατεί, οφείλεται στην απλή διάταξη των κατοικιών στον δρόμο (περίπου σαράντα κατοικίες εφάπτονται σε έναν ανοιχτό χώρο, τον δρόμο). Αποτελεί το κύριο έδαφος για επικοινωνία των κατοίκων, λειτουργεί ως παιδική χαρά για τα παιδιά και παρέχει ανοιχτό χώρο για δημόσιες συγκεντρώσεις. Η ύπαρξη ζωής και στις δύο πλευρές της Bye-Law Street, ήταν το στοιχείο, στο οποίο οφειλόταν καθαρά η κοινωνική ζωντάνια του δρόμου αυτού. Ο δρόμος λειτουργεί όχι μόνο σαν σημείο πρόσβασης, αλλά σαν «αρένα κοινωνικής έκφρασης»77. Η αφήγηση αυτή, θυμίζει σε κάποιο βαθμό το πορτραίτο της Νάπολης που σκιαγραφεί ο Benjamin, όχι για τη μορφή, αλλά για τις ροές που δημιουργούνται και τις περιοχές μετάβασης και διαλόγου ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Εδώ ακριβώς, ίσως να

Smithson Alison, Smithson Peter, «Golden Lane Project», Architects Year Book 5, στο Smithson Alison , Team 10 primer, σ. 78 77   Ό.π. Smithson Alison , Team 10 primer, σ.98 76

42


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

κρύβεται και η χαμένη ταυτότητα των πόλεων. Στη σχέση του δρόμου με την κατοικία, του δημόσιου με το ιδιωτικό. Ο δρόμος θα μπορούσε να αποτελεί έναν ενδιάμεσο χώρο που ναι μεν διαχωρίζει, αλλά ταυτόχρονα ενώνει τις δύο αυτές καταστάσεις. Η ιδέα του ‘δρόμου’ είναι, λοιπόν, αυτό που έχει ξεχαστεί και όχι η πραγματικότητά του. Η δημιουργία αποτελεσματικών χώρων για την κοινωνική διαβίωση. Οι λέξεις όπως ‘ταυτότητα’, ‘ένταξη’, ‘φιλαλληλία’ είναι έννοιες παρμένες από καθημερινές κοινωνικές σκηνές, οι οποίες στη σύγχρονη μεταπολεμική πόλη, δεν βρίσκουν το έδαφος να αναπτυχθούν. Το έδαφος αυτό, μπορεί να το προσφέρουν χώροι ενδιάμεσου – «κατωφλιακού» χαρακτήρα, ώστε οι κοινωνικές επαφές των κατοίκων όχι μόνο να έρθουν ξανά στο προσκήνιο, αλλά και να απασχολήσουν στρατηγικές σχεδιασμού, τόσο στην κλίμακα της κατοικίας, όσο και της πόλης. Σύμφωνα με την Alison Smithson για να μπορέσει η νέα αστική υποδομή να οδηγήσει σε μια κοινωνία σχεδιασμένη από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο, μια κοινωνία κατανοητή, που θα αναπτύσσεται με συνοχή, πρέπει οι δρόμοι και τα συστήματα επικοινωνίας να αναπτυχθούν σαν μέρος της αστικής υποδομής, να καταλάβουμε την εμπλοκή της ροής και της κίνησης στην ίδια την αρχιτεκτονική. 78 Η διαπίστωση αυτή, είναι ιδιαίτερα σημαντική και έχει τη δυνατότητα να μεταφραστεί σε όλες τις κλίμακες, προσφέροντας μία αναλογία της έννοιας του δρόμου με τους ενδιάμεσους χώρους μετάβασης. Κρίνονται, έτσι, οι χώροι αυτοί ως ιδιαίτερα σημαντικοί για την κοινωνική συνοχή των κατοίκων τόσο των κτηρίων όσο και των πόλεων.

[11] George Leigh Street, Manchester, 1889

[12] Bye-Law Street, Purves Road, Kensal Green, London, 1921

Ό.π., Smithson Alison, Smithson Peter, « Golden Lane Project», Architects Year Book 5, στο Smithson Alison , Team 10 primer, σ. 78 78

43


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

2.2.2 Οι κύκλοι του Otterlo “Get close to the center - the shifting center - and build”. —Aldo van Eyck, Otterlo Circles.

[Πλησιάστε στο κέντρο – το μεταλλασσόμενο κέντρο- και κτίστε.]79 Τα θέματα που συζητήθηκαν στο συνέδριο του Otterlo εξέφραζαν θεωρητικά και αρχιτεκτονικά τα δημοκρατικά ιδανικά των μελών της Team 10. 80 Στο τελευταίο αυτό συνέδριο, ο Aldo van Eyck, παρουσίασε τις καινοτόμες ιδέες του. Μεταξύ των άλλων, παρουσίασε το διάγραμμά του, γνωστό ως “Κύκλοι του Otterlo” (Otterlo Circles)81, στο οποίο εκφράζει την αντίληψή του για το ρόλο του Αρχιτέκτονα. Στο διάγραμμα οπτικοποιείται η συγκριτική82 προσέγγισή του για το σχεδιασμό, φέρνοντας μαζί την κλασική, τη μοντέρνα και τη λαϊκή παράδοση στην αρχιτεκτονική. Αποτελείται από δύο κύκλους που συνδέονται μεταξύ τους. Στον πρώτο, ο οποίος αφορά στην Αρχιτεκτονική, o Van Eyck δίνει ένα παράδειγμα για κάθε μία από αυτές τις τρεις παραδόσεις: ο Παρθενώνας (κλασικό) που αντιπροσωπεύει την κλασική αρμονία, το σχέδιο του Theo van Doesburg για το ‘Maison Particulière’ (μοντέρνο), που δείχνει τον πλουραλισμό και τη σχετικότητα και τέλος, ένα χωριό του Pueblo Arroyo στο New Mexico(αρχαϊκό) που συμβολίζει τη συλλογικότητα σε χτισμένη μορφή.83 Στον δεύτερο, συνοψίζονται οι ανθρώπινες σχέσεις με μία μόνο εικόνα χορευτών Kayapo Ινδιάνων. Τα σώματα των χορευτών ενώνονται για να σχηματίσουν μια σπείρα, γύρω από ένα ανοικτό κέντρο που επεκτείνεται ή συρρικνώνεται στο ρυθμό του χορού. Η Αρχιτεκτονική δηλαδή, έχει να αντιμετωπίσει αυτή τη σταθερή και συνεχώς μεταβαλλόμενη ανθρώπινη πραγματικότητα. Ο Van Eyck θεωρεί ότι τα τρία παραπάνω στοιχεία στον πρώτο κύκλο και επομένως οι τρεις παραδόσεις, πρέπει να συμφιλιωθούν και να συσχετιστούν (η ουσία και όχι η μορφή τους), προκειμένου να αναπτυχθεί μια Αρχιτεκτονική, η οποία θα ανταποκρίνεται στην πολύπλοκη πραγματικότητα του ανθρώπου και της σύγχρονης ζωής. «Αυτή είναι η δουλειά μας: “από εμάς για εμάς” (by ‘us’ for us). Το “για εμάς” υπονοεί κάθε άνθρωπο και όλους τους ανθρώπους, το άτομο και την κοινωνία – εξού και ο δεύτερος κύκλος»84. Ο άνθρωπος, έτσι, τίθεται ως το υποκείμενο και το αντικείμενο του σχεδιασμού, εμφανίζοντας μια ισότητα ανάμεσα σε δημιουργό και χρήστη.

Η φράση αναγράφεται στο διάγραμμα «The Otterlo Circles».   Ό. π. Pedret, σ.223 81   O Van Eyck συνέθεσε το διάγραμμα το 1959 και από τότε το σκεφτόταν συνεχώς. Αναλύεται η τελική του μορφή που παρουσιάστηκε το 1967. 82   Συγκρητισμός: Ο συνδυασμός διαφορετικών πίστεων, συνήθως αναμειγνύοντας πρακτικές ποικίλων σχολών σκέψης . Ο συγκρητισμός συμβαίνει συχνά σε εκφάνσεις της τέχνης και του πολιτισμού (γνωστός ως εκλεκτικισμός) καθώς και στην πολιτική (συγκρητιστική πολιτική) 83   Strauven Francis, Aldo van Eyck - Shaping the New Reality From the In-between to the Aesthetics of Number, σ. 2 84   Eyck Aldo Van, «The Otterlo Circles» στο Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, Birkhäuser Publishers, Ολλανδία,1999, σ.16 79  80

44


[13] (πάνω) Aldo Van Eyck, The Otterlo Circles, CIAM congress, 1959 (κάτω) Διάγραμμα επεξήγησής του


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Όπως επισημαίνει ο Francis Strauven, η συζήτηση του Van Eyck στο Otterlo και η παρουσίαση των δύο κύκλων δείχνει ότι ο κόσμος δεν έχει απόλυτο πλαίσιο αναφοράς ή ένα εγγενές κέντρο –και ο πρώτος και ο δεύτερος κύκλος, όχι μόνος του ο καθένας, αλλά η μεταξύ τους σχέση. Επομένως, υποστηρίζει τη θεμελιώδη αντίληψη ότι τα πάντα βασίζονται στις σχέσεις- τα πάντα είναι σχετικά και συνδέονται με αυτό που έλεγε ο ίδιος reciprocal, δηλαδή με αμοιβαίες σχέσεις85. Θεωρεί την αρχή της σχετικότητας ως το μεγαλύτερο κατόρθωμα της μοντέρνας τέχνης86 και επιθυμεί να την εκφράσει με αρχιτεκτονικούς όρους. Πιστεύει ότι όλα τα πράγματα σχετίζονται μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει απόλυτη τάξη, συμφωνώντας με τον Piet Mondrian: «οι σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων είναι μεγαλύτερης σημασίας από τα ίδια τα πράγματα»87 και αφού το κατανοήσουν αυτό οι Αρχιτέκτονες πρέπει να « πλησιάσουν στο κέντρο, το απρόβλεπτα μεταβαλλόμενο κέντρο, και να κτίσουν»88. Οφείλουν, δηλαδή, οι αρχιτέκτονες να προσπαθούν διαρκώς να κατανοήσουν τη δυναμική πραγματικότητα και έπειτα να σχεδιάζουν – να στοχεύουν σε χώρους με προοπτικές. Για να γίνει αυτό, πρέπει να συμμετέχουν στην πραγματικότητα αυτή και ως μέλη (“for us”). Η σχέση του ενδιάμεσου χώρου με τους ‘κύκλους του Otterlo’, έγκειται στο χαρακτηριστικό του ότι είναι ένα πεδίο ικανό να προσφέρει το έδαφος για χώρους ευέλικτους και δυναμικούς ως προς τη χρήση και τη λειτουργία, χωρίς σαφώς προσδιορισμένη ταυτότητα. Οι χώροι αυτοί μπορούν να συνθέσουν μια αρχιτεκτονική που να προσαρμόζεται στη συνεχώς μεταβαλλόμενη ανθρώπινη πραγματικότητα. Είναι στους χώρους αυτούς, που ο Αρχιτέκτονας μπορεί να συμμετέχει ως μέλος στην πραγματικότητα αυτή, καθώς είναι οι τόποι συνάντησης και διαλόγου με την ετερότητα.

Ό.π. Strauven Francis, Aldo van Eyck - Shaping the New Reality From the In-between to the Aesthetics of Number, σ.4 86   Θεωρεί εκφραστές της «μη-ευκλείδειας» γλώσσας και μορφής, την «Great Gang» στις αρχές του εικοστού αιώνα, την avant-garde στην τέχνη, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Η Great Gang ήταν για τον Van Eyck μια τεράστια «συνωμοσία», που είχε στόχο να επιφέρει την νέα πραγματικότητα. Εκεί ανήκαν καλλιτέχνες, επιστήμονες, φιλόσοφοι όπως Mondrian, Kadinsky, Klee, Picasso, Braque, Brancusi, Malevich, Van Doesburg, Duchamp, Schwitters, Arp, Joyce, Bergson, Einstein, Bohr, κ.ά. Ο Van Eyck «εξερεύνησε» τις τέχνες και την επιστήμη, την ποίηση, τη ζωγραφική, καθώς και θεωρίες για το χώρο και το χρόνο που είχε θέσει ο Einstein. 87   Willoughby William T., Between people and space: Cultural improvisations andecological thinking in the work of Aldo Van Eyck, Louisiana Tech University στο 2005 ACSA SW Regional Proceedings – Improvisation, ed. CoreySaft, Los Angeles, 2005, σ.132 88   Ό.π., Διάγραμμα «The Otterlo Circles» 85

46


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

2.2.3 Δίδυμα φαινόμενα Ο πυρήνας της θεωρίας του Van Eyck, την οποία παρουσίασε στα υπόλοιπα μέλη της Team 10, είναι, όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, ότι τα πάντα είναι σχετικά και ότι αυτές οι σχέσεις είναι αμοιβαίες (reciprocal). Οι οντότητες δεν έχουν καμία σημασία, παρά μόνο στη σχέση τους με άλλες, καθώς έτσι αποκτούν τις ποιότητές τους: δεν μπορεί να υπάρχει το μεγάλο χωρίς το μικρό, το μέσα χωρίς το έξω, το ανοιχτό χωρίς το κλειστό κ.λπ. Αποκαλεί αυτές τις αμοιβαίες οντότητες ή ποιότητες «δίδυμα φαινόμενα» (twin phenomena)89. Σύμφωνα με τον ίδιο, όλα τα δίδυμα φαινόμενα μεταξύ τους συνδέονται, δημιουργώντας ένα δίκτυο ή «ύφασμα». Επομένως, μιας και τα φαινόμενα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, ο χωρισμός τους θα οδηγήσει σε λάθος εναλλακτικές, σε αρνητικές εναλλακτικές90. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο van Eyck ασκεί κριτική στην αναλυτική προσέγγιση του CIAM, καθώς, σύμφωνα με την άποψή του, έκανε ακριβώς αυτό. Αντί για αυτό, ο ίδιος με το «φάρμακο της αμοιβαιότητας» (medicine of reciprocity)91, προτείνει η Αρχιτεκτονική να σκέφτεται με όρους αμοιβαιότητας και να συνδέει διαφορετικά φαινόμενα μεταξύ τους. Η ιδέα των δίδυμων φαινομένων, μπορεί να ιδωθεί ως μία μετάφραση της ιδέας της σχετικότητας, σε μια προσέγγιση που θα βοηθήσει να κατανοηθούν τα συγκεκριμένα φαινόμενα. Η Αρχιτεκτονική, λοιπόν, θα μπορούσε να ενδιαφέρεται, όχι μόνο για την επιλογή του μέσα και του έξω, του ανοιχτού και του κλειστού, αλλά και την σύζευξη μεταξύ τους, με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία και αλληλεπίδραση. Αυτή η γεφύρωση ανάμεσα στα δίδυμα φαινόμενα είναι το έδαφος διαλόγου των πολικοτήτων που αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο και η μετάβαση από έναν κόσμο σε έναν άλλον. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η σχέση των δίδυμων φαινομένων με τον ενδιάμεσο χώρο: τα δίδυμα φαινόμενα δε θα μπορούσαν να κατοικούν οπουδήποτε αλλού, παρά στον ενδιάμεσο χώρο. Μόνο εκεί μπορεί να πραγματοποιηθεί ο εν λόγω διάλογος.

Στα πρώτα του κείμενα τα αποκαλεί «διπλά φαινόμενα» (dual phenomena), αλλά τους άλλαξε ονομασία για να αποφύγει οποιαδήποτε σύγχυση με την έννοια “dualism”. Χρησιμοποίησε πρώτη φορά τον όρο το 1950 σε ένα γράμμα στον Sigfried Giedion, με περιεχόμενο τη σχέση μεταξύ συλλογικότητας και ατομικότητας και τη σχέση μεταξύ τέχνης, επιστήμης, θρησκείας και κοινωνικού προτύπου. Ο Van Eyck εμπνεύστηκε την θεωρία του από την κοσμολογία του λαού Dogon, για την οποία διάβασε και επισκέφτηκε το 1960 : «Αυτό που με ενθουσιάζει ιδιαίτερα σε σχέση με το χωριό, είναι το γεγονός ότι είναι γενικά κτισμένα κατά ζεύγη. Το ίδιο ισχύει και για τις περιφέρειες. Επειδή ενδιαφέρομαι για τα δίδυμα φαινόμενα, η αρχή της ‘δυαδικότητας’ που διασχίζει όλη την κοσμολογία του Dogon και μπορεί να εκδηλωθεί σε κάθε επίπεδο κλίμακας, ως εκ τούτου, με ενθουσιάζει! Μια ασυνήθιστη αίσθηση ισορροπίας διαποτίζει τη ζωή και τα κατορθώματα του Dogon, αποτελώντας την επιτομή της ιδιοφυίας τους. […]» Giedion Sigfried, Time and Architecture. The Growth of a New Tradition, σ.392 90   Eyck Aldo van, «Dutch Forum on Children’s Home», στο Smithson Alison, Team 10 primer, σ.100 91   Rykwert Joseph, «Preface» στο Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, σ.11 89

47


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

[14] Aldo Van Eyck, The Wheels of Heaven, CIAM congress, 1965 Στην πρώτη εικόνα βλέπουμε τους ανθρώπους καθισμένους σε μια κοιλότητα, κοιτάζοντας προς τα μέσα, στο κέντρο, ενώ στη δεύτερη εικόνα οι άνθρωποι κάθονται σε ένα λόφο κοιτάζοντας προς τα έξω, στον ορίζοντα. «Δύο είδη κεντρικοτήτων, δύο τρόποι να είμαστε μαζί ή μόνοι;»92 Ο λόφος δείχνει ουσιαστικά κάτι που κρύβει η κοιλότητα, τη διττή φύση του ανθρώπου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι ‘δεμένος’ με το κέντρο, αλλά και με τον ορίζοντα.

O Van Eyck θεωρεί πως ο σχεδιασμός σε οποιαδήποτε κλίμακα πρέπει να δημιουργεί ένα πλαίσιο εξέλιξης των δίδυμων φαινομένων του ατομικού με το συλλογικό, χωρίς να οδηγεί σε αυθαίρετη υπεροχή του ενός έναντι του άλλου και χωρίς να διαστρεβλώνεται το νόημα κανενός από τα δύο, καθώς τα δίδυμα φαινόμενα δεν μπορούν να χωριστούν σε ασύμβατες πολικότητες χωρίς οι πόλοι να χάσουν αυτό που στηρίζουν. Όπως φαίνεται στο Team 10 primer, αυτό οδεύει προς την αναγκαιότητα της συμφιλίωσης της ιδέας την ενότητας με την ιδέα της ποικιλομορφίας σε αρχιτεκτονικούς όρους, ή καλύτερα της επίτευξης της μιας μέσω της άλλης (επίτευξη της ποικιλομορφίας μέσω της ενότητας και της ενότητας μέσω της ποικιλομορφίας). Η αρχιτεκτονική αμοιβαιότητα ενότητα-ποικιλομορφία και μέρος-όλον, πρέπει να καλύπτει την ανθρώπινη αμοιβαιότητα ατομικό-συλλογικό. 93 Η σκέψη αυτή συμφωνεί με την θεωρία του Deleuze και της Grosz για τους ενδιάμεσους χώρους, ότι, δηλαδή, η ολότητα επιτυγχάνεται με τη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα στην ταυτότητα και την ετερότητα. Υπάρχουν δύο ακόμα δίδυμα φαινόμενα στενά συνδεδεμένα με τα προηγούμενα που στερούνται, σύμφωνα με τον Van Eyck, επαρκή μεταφορά σε σχεδιαστικούς όρους: μεγάλο-μικρό και πολλά-λίγα. Ασκεί κριτική στον σύγχρονο αστικό σχεδιασμό, ότι αποτυγχάνει να διαχειριστεί δημιουργικά την πολλαπλότητα , να εξανθρωπίσει τα νούμερα, μέσω διαρθρώσεων   Ό.π. Smithson Alison, Team 10 primer, σ.104   Eyck Aldo van, «Dutch Forum on Children’s Home», στο Smithson Alison, Team 10 primer, σ.100 92 93

48


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

και διαμορφώσεων, οδηγώντας στην “κατάρα” των περισσότερων νέων πόλεων.94 Σχολιάζει, πως παραβλέποντας την αμφιθυμία όλων των δίδυμων φαινομένων, σε κάποια το ένα μισό έχει διαστρεβλωθεί σε ανούσιο απόλυτο –μέρος (χωρίς το όλον), διαφορετικότητα (χωρίς την ενότητα), μικρό (χωρίς το μεγάλο), εξωτερικό (χωρίς το εσωτερικό), ανοιχτό (χωρίς το κλειστό), διάστημα (χωρίς τη μάζα), αλλαγή (χωρίς τη συγκρότηση), κίνηση (χωρίς τη στάση), συλλογικό (χωρίς το ατομικό)- και μεταλλάχθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει «νέα πόλη». 95 Εξού και η χωρική συνέχεια, η κατασκευαστική ευελιξία, η δομική αλληλοδιείσδυση, η ανθρώπινη κλίμακα κ.λπ. Η συμφιλίωση των δίδυμων φαινομένων υπό μία σκοπιά που θέτει στο επίκεντρο τον άνθρωπο, για παράδειγμα η συμφιλίωση του ατομικού με το συλλογικό, θα σήμαινε δημιουργία χώρων, που επιτρέπουν την ατομική ανάπτυξη και ταυτόχρονα τη συλλογική συνύπαρξη. Χώροι που διευκολύνουν τη συγκέντρωση, αλλά και προωθούν την κοινωνικοποίηση και το διάλογο, για απομόνωση αλλά και συνάντηση. Ο συνδυασμών των δύο καταστάσεων και η γεφύρωσή τους μέσω ενδιάμεσων χώρων που δεν ανήκουν ούτε στη μία ούτε στην άλλη, αλλά συνιστούν κατά έναν τρόπο τη μετάβαση, είναι η μετάφραση των δίδυμων φαινομένων σε αρχιτεκτονικούς όρους.

[15] Aldo Van Eyck, Sonsbeek Pavilion, Arnhem, Netherlands, 1966, διάγραμμα και κάτοψη

94

Ό.π. Smithson Alison, Team 10 primer, σ.100 Ό.π. σ.102

95

49


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

2.2.4 Το βασίλειο του ενδιάμεσου

“There’s one thing that has been growing in my mind ever since the Smithsons uttered the word doorstep at Aix. It hasn’t left me ever since. I‘ve been mullinh over it, expanding the meaning as far as I could stretch it. […] To establish the inbetween is to reconcile conflicting polarities. […]Take an example: the world of the house with me inside and you outside, or vice versa. There´s also the world of the street - the city - with you inside and me outside or vice versa. Get what I mean? Two worlds clashing, no transition. The individual on one side, the collective on the other. It´s terrifying.[…] Every time we pass through a door like that we´re split in two but we don´t take notice any more, and simply walk on, halved. Is that the reality of a door? Well, perhaps the greater reality of a door is the localized setting for a wonderful human gesture conscious entry and departure. […]” —Aldo van Eyck, Otterlo Meeting

[Υπάρχει ένα ακόμα πράγμα το οποίο σκέφτομαι συνέχεια από τη στιγμή που οι Smithsons αρθρώσανε τη λέξη «κατώφλι» στο Aix. Και δε με έχει αφήσει από τότε. Το συλλογιζόμουν και προσπαθούσα να επεκτείνω την έννοιά του στην Αρχιτεκτονική όσο περισσότερο μπορούσα. […] Η διαμόρφωση του ‘ενδιάμεσου’, συνεπάγεται τη συμφιλίωση συγκρουόμενων πολώσεων. […] Πάρτε για παράδειγμα: Ο κόσμος του σπιτιού με εμένα μέσα και εσάς έξω ή αντιστρόφως. Υπάρχει επίσης κι ο κόσμος του δρόμουτης πόλης- με εμένα μέσα και εσάς έξω ή αντιστρόφως. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Δύο κόσμοι συγκρούονται χωρίς καμία μετάβαση. Το ατομικό από τη μία πλευρά, το συλλογικό από την άλλη. Είναι τρομακτικό. Κάθε φορά που περνάμε από μια πόρτα χωριζόμαστε στα δύο, αλλά δε το συνειδητοποιούμε πλέον, και απλά συνεχίζουμε να περπατάμε μισοί. Αυτή είναι η πραγματικότητα της πόρτας; […] Λοιπόν, μάλλον η πραγματικότητα μιας πόρτας είναι ένα σκηνικό για μια υπέροχη ανθρώπινη χειρονομία: συνειδητή άφιξη και αναχώρηση. […]]. 96

Ο Aldo van Eyck, αποτέλεσε τον κύριο θεωρητικό εκφραστή της έννοιας του ενδιάμεσου χώρου, καθώς τα περισσότερα κείμενα και διαγράμματα που δημοσιεύτηκαν στο Team 10 primer στην ενότητα του κατωφλιού ανήκουν σε αυτόν. O τελευταίος, επηρεασμένος από τη σχέση μεταξύ του σπιτιού και του δρόμου, το «κατώφλι», δηλαδή των Alison και Peter Smithson που αναλύθηκε σε προηγούμενη παράγραφο και από την σχέση μεταξύ του ανθρώπου με τους

96

50

Ό.π. σ.96


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

άλλους ανθρώπους, δηλαδή τη «συνάντηση» του Martin Buber97, ήδη από τη συνάντηση στο Otterlo, διερωτάται ποια είναι η ουσία του ενδιάμεσου χώρου και αναπτύσσει μια ιδέα, η οποία θα καλύπτει όλες τις ουσιώδεις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα. Συνειδητοποιεί ότι είναι η «συμφιλίωση των πολικοτήτων» 98, όπως μέσα-έξω, που έχουν εμφανιστεί στη σύγχρονη κοινωνία. Να παρέχει , δηλαδή, έναν τόπο, όπου μπορούν να συναλλάσσονται οι πόλοι αυτοί και να επανακαθιερώνονται τα δίδυμα φαινόμενα. Στην ίδια ομιλία, ο Van Eyck αναφέρει ένα παράδειγμα το οποίο αποκαλύπτει μία ακόμα λειτουργία του ενδιάμεσου, αυτή της μετάβασης από το ατομικό στο συλλογικό, από το μέσα στο έξω, από το εδώ στο εκεί. Aσκεί κριτική στην σύγχρονη αρχιτεκτονική, ότι διαχειρίζεται τη μετάβαση φτωχά, χωρίς έμπνευση, εκθέτοντας τον άνθρωπο σε απότομες αλλαγές, χωρίς κάποια προετοιμασία (παρομοιάζει την κίνηση εισόδου ή εξόδου από την κατοικία με γκιλοτίνα). Αντίθετα, ο ίδιος μεγιστοποιεί την ενέργεια αυτή και θεωρεί την ύπαρξη του χώρου μετάβασης αναγκαία για τον άνθρωπο, αλλά και για τους κόσμους που αφήνει πίσω και που υποδέχεται, κατ’ αναλογία με την ανάλυση του Arnold van Gennep για τις διαβατήριες τελετές, όπου η ύπαρξη αυτής της ουδέτερης, ενδιάμεσης ζώνης μετάβασης ανάμεσα σε δύο κόσμους ανάγεται σε πολύ σημαντική συνθήκη για τη διαμόρφωση της σχέσης των κόσμων αυτών, αλλά και της ταυτότητας αυτού που τη διαβαίνει. Διαφορετικά, ο άνθρωπος χάνει την ταυτότητά του, «προχωρά μισός», όπως αναφέρει στο παραπάνω απόσπασμα. Η χωρική ισοδυναμία της ιδέας των δίδυμων φαινομένων στη θεωρία του Van Eyck είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ιδέα του ενδιάμεσου. Ακριβώς όπως η ιδέα των δίδυμων φαινομένων κάνει την σημασία των πραγμάτων αμφίθυμη, περιλαμβάνοντας κάτι και το αντιτιθέμενό του και σε σχέση με τον άνθρωπο, το ενδιάμεσο θα πρέπει απαραίτητα να είναι αντίστοιχα αμφίθυμο, «καθώς παρέχει τέτοια καθαρότητα που δεν κάνει αόρατο αυτό που επίσης υπάρχει εκεί –που είναι το ίδιο αληθινό- που είναι ταυτόχρονα παρόν». 99 Είναι η προσπάθεια του Van Eyck να εξανθρωπίσει την αρχιτεκτονική. Η ιδέα του ενδιάμεσου είναι πολύ ικανή να προσφέρει μια κατανόηση της σχέσης μεταξύ ανθρώπουκοινωνίας-κτισμένου περιβάλλοντος, καθώς κάθε κοινωνία μπορεί να κριθεί με βάση των τρόπο που χειρίζεται τις μεταβάσεις από τη μία κατάσταση στην άλλη. Τέλος, ο van Eyck προσπαθεί να αποδώσει την αίσθηση του ενδιάμεσου με έναν ποιητικό τρόπο και το παρομοιάζει με το περπάτημα στην περιοχή που «σκάει» το κύμα. Στην περιοχή αυτή, όπως λέει, επικρατεί μια αίσθηση συμφιλίωσης, που δεν θα την ένοιωθε κάποιος αν υπήρχε απλά ένας εξαναγκασμένος διάλογος ανάμεσα σε αυτά τα φαινόμενα (θάλασσα-στεριά). Αυτό είναι το «βασίλειο του ενδιάμεσου», στο οποίο ο άνθρωπος νοιώθει ότι μετεωρίζεται ανάμεσα σε δύο κόσμους, διατηρώντας όμως μία γαλήνη και ισορροπία. Η Αρχιτεκτονική, λοιπόν , οφείλει να δημιουργεί τέτοιες ποιότητες ανάμεσα σε εφαπτόμενα   Ο Francis Strauven έχει αποδείξει τη σύνδεση του Van Eyck με το έργο του Buber, βασισμένος σε κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Forum. Strauven Francis, Aldo van Eyck: The Shape of Relativity, Architectura & Natura, Amsterdam, 1998, σ. 243. 98  Ό.π. Smithson Alison, Team 10 primer, σ. 104 99   Ό.π. Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, σ.89 97

51


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

διπολικά φαινόμενα και να επεκτείνει το «στενό όριο», το σκληρό και βίαιο, σε ενδιάμεσο χώρο, με όρους κατασκευαστικούς. Οι σκέψεις του αυτές για το τι είναι ο ενδιάμεσος χώρος, μπορεί να συνοψίσει την φιλοσοφική ανάλυση της Grosz για το πεδίο που δέχεται και διαχειρίζεται τις δυνάμεις με διάλογο και παράλληλα διαμορφώνει τις ταυτότητες των δυνάμεων αυτών σε μία ολότητα, με την «συνάντηση» του Buber, αλλά και την μετέωρη αίσθηση που περιγράφει ο van Gennep όταν κανείς βρισκόταν στα σύνορα του παρελθόντος και την ανάγκη της ομαλής μετάβασης από κάτι σε κάτι. Είναι ταυτόχρονα η «μαγεία του κατωφλιού» για την οποία μιλά ο Benjamin. Λειτουργεί, έτσι, το ενδιάμεσο, ως μέσο ισορροπίας του συστήματος και τόπο όπου οι εντάσεις εκτονώνονται δημιουργικά. Με τον τρόπο αυτό, αποκαλύπτεται ξανά η αρχιτεκτονική ουσία που κρύβει μέσα του αυτός ο χώρος και τονίζεται η ανθρωπιστική του σημασία.

“Take off your shoes and walk along the beach through the ocean’s last thin sheet of water gliding landwards and seawards. You feel reconciled in a way you would not feel if there were a forced dialogue between you and either one or the other of these great phenomena. For here, in between land and ocean in this in-between realm, something happens to you that is quite different from the seaman’s alternating nostalgia. No landward yearning from the sea, no seaward yearning from the land. No yearning for the alternative-no escape from one into the other. Architecture must extend ‘the narrow borderline’, persuade it to loop into a realm-an articulated in-between realm. Its job is to provide this in-between realm by means of construction, i.e. to provide from house to city scale, a bunch of real spaces for real people and real things (places that sustain instead of counteract the identity of their specific meaning)”

[16] Θόδωρος Αγγελόπουλος, Τριλογία - Ι. Το λιβάδι που δακρύζει, 2003

52


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

2.2.5 Λαβυρινθώδης καθαρότητα “Leaf is a tree and tree is a leaf. House is a city and city is a house”. —Aldo van Eyck

[Το φύλο είναι ένα δέντρο και το δέντρο είναι ένα φύλο. Το σπίτι είναι μια πόλη και η πόλη είναι ένα σπίτι]. 100

Ο Van Eyck μίλησε για το ενδιάμεσο και στην κλίμακα της πόλης. Συνεχίζοντας την κριτική στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και πολεοδομία, ο Van Eyck θεωρεί ότι οι πόλεις οφείλουν ξανά να αποτελέσουν την αντι-μορφή (counterform) της αμοιβαία ατομικής και συλλογικής αστικής πραγματικότητας της κοινωνίας.101 Πιστεύει, ότι είναι λόγω της απώλειας επαφής με αυτήν την πραγματικότητα –τη μορφή- που η αρχιτεκτονική αδυνατεί να έρθει αντιμέτωπη με την αντι-μορφή της. Παράλληλα, κρίνει αυθαίρετο το διαχωρισμό του σχεδιασμού σε αρχιτεκτονική και πολεοδομία και θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει ο μηχανισμός της σχεδιαστικής διαδικασίας, ώστε να συμβαδίσει με τη σύγχρονη σκέψη. «Έχει έρθει η ώρα να συλληφθεί η αρχιτεκτονική πολεοδομικά και η πολεοδομία αρχιτεκτονικά - να φτάσει στην ατομική σκέψη η πολλαπλότητα και αντίστροφα».102 Η αυθαίρετη, αυτή διαφοροποίησής τους, οδηγεί στο πουθενά, για παράδειγμα στη σύγχρονη πόλη. Σχολιάζει ότι έναντι άλλων κλάδων –τέχνη, επιστήμη, φιλοσοφία κ.λπ., αρχιτεκτονική και πολεοδομία αδυνατούν να συμφιλιώσουν τις χωρισμένες πολικότητες μέσω της σκέψης της αμοιβαιότητας και να αναπτύξουν την ιδέα της σχετικότητας της πραγματικότητας103. Ο Shadrach Woods επανέλαβε την ίδια ιδέα λέγοντας ότι, αντί να τους προβληματίζουν οι ξεχωριστές κατηγορίες της ‘αρχιτεκτονικής’ ή της ‘πολεοδομίας’, οι αρχιτέκτονες θα έπρεπε να ασχοληθούν με τη «δημιουργία του περιβάλλοντος σε κάθε κλίμακα», επειδή, ανεξαρτήτως κλίμακας, εκείνο που μετράει είναι «η διασύνδεση των ανθρώπων» 104- οι ενέργειες των ανθρώπων δηλαδή και όχι οι αφηρημένες διαμορφώσεις του χώρου. Ο Woods, μάλιστα, κάνει λόγο και για μια τέταρτη διάσταση που θα πρέπει να εισαχθεί στον σχεδιασμό, το χρόνο, καθώς ο χώρος και ο χρόνος έχουν μια άρρηκτη σχέση μεταξύ τους. Ο Aldo van Eyck και οι Team 10, λοιπόν, μιλούν για τον ρόλο του σχεδιαστή και συμφωνούν ότι η δουλειά του είναι να παρέχει ένα κτισμένο τοπίο, που προσφέρει το αίσθημα του “ανήκειν”. Αυτή τη συνειδητοποίηση την είδαμε ήδη από το CIAM VIII στο κείμενο των Smithsons και Van Eyck για την κριτική στο μοντέρνο. Επιθυμεί ο άνθρωπος να συσχετιστεί με την αρχιτεκτονική. Άρα η αρχιτεκτονική πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως «μια διαμόρφωση διαμεσολαβούντων χώρων σαφώς   Ό.π., Smithson Alison, Team 10 primer, σ. 98   Ό.π., Eyck Aldo van, « Dutch Forum on Children’s Home» , στο Smithson Alison, Team 10 primer, σ.102 102   Ό.π. 103   Ό.π. 104   Woods Shadrach, «Le Carre Bleu», (3), 1962 στο Τζώνης Αλέξανδρος, Lefaivre Lian, «Πέρα από τα μνημεία – Πέρα από το Zip-a-tone εντός του Χωροχρόνου: Το πλαίσιο όπου εντάσσεται το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, του Shadrach Woods. Μια ανθρωπιστική αρχιτεκτονική», Δομές, Διεθνής Επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής, (59), Ιούνιος 2007, σ.54 100 101

53


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

ορισμένων» 105. Κάτι τέτοιο, δεν υπονοεί συνεχή μετάβαση ή ατέρμονη αναβολή, αλλά αντίθετα μια δραπέτευση από τη σύγχρονη ιδέα 106 της χωρικής συνέχειας και την τάση να σβηστεί κάθε διάρθρωση μεταξύ των χώρων 107, -μεταξύ του μέσα και του έξω, του ενός χώρου και του άλλου, της μιας πραγματικότητας και της άλλης-. Αντιθέτως η μετάβαση πρέπει να διαρθρώνεται μέσω ορισμένων ενδιάμεσων χώρων, που προκαλούν ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του τι είναι σημαντικό και στις δύο πλευρές. Κατά αυτή την έννοια, ο ενδιάμεσος χώρος παρέχει το κοινό έδαφος όπου συγκρουόμενες πολικότητες μπορούν να γίνουν ξανά δίδυμα φαινόμενα. Η Αρχιτεκτονική υπονοεί την δημιουργία εσωτερικού και μέσα και έξω . «Γιατί το εξωτερικό είναι αυτό που προηγείται του τεχνητού περιβάλλοντος, αυτό που αντικαταστήθηκε από το τελευταίο, αυτό που έχει πεισθεί να συμμορφωθεί με το να γίνει εσωτερικό». 108 Το σπίτι και ο δρόμος θα πρέπει, λοιπόν, να αποτελούνται από πολλούς ενδιάμεσους χώρους, καθώς ο δρόμος είναι μια προέκταση του σπιτιού. Με αυτό τον τρόπο η κατοικία-κτήριο και η πόλη διαμορφώνουν τη λαβυρινθώδη καθαρότητα (labyrinthian clarity)109, όπως την ονομάζει ο ίδιος, ώστε η πόλη να γίνει ένα μεγάλο σπίτι και το σπίτι μια μικρή πόλη. Με τον όρο αυτό, εννοεί ότι η πόλη και η κατοικία-κτήριο πρέπει να διαμορφώνονται από πολλούς ενδιάμεσους χώρους, οι οποίοι όμως, αν και συνεχείς (όρος λαβυρινθώδης), δε θα προκαλούν σύγχυση στους χρήστες, αλλά θα δημιουργούν τις συνθήκες που με τη σειρά τους θα βελτιώνουν και θα διατηρούν το διάλογο (τη συνάντηση), τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους (όρος καθαρότητα) 110. Οι συνθήκες αυτές θα είναι οι διάφορες μεταβάσεις, τα περάσματα από τον έναν χώρο στον άλλο και κατ’ επέκταση η αξιοποίηση των «διαμεσολαβούντων» χώρων, και θα δημιουργούν μια σαφή και καθαρή διάρθρωση και συναρμογή. «Η Αρχιτεκτονική θα αποτύχει αν παραμελήσει το ένα ή το άλλο –τα λαβύρινθο ή τη σαφήνεια»111. Η συνεργασία δύο τόσο αντιφατικών όρων, λαβυρινθώδηςκαθαρότητα, είναι η απάντηση για τον Van Eyck στη λειτουργική πόλη των φουνξιοναλιστών, η οποία ναι μεν θα «καθάριζε» το χάος της παραδοσιακής πόλης και θα την αντικαθιστούσε σε μια περισσότερο ανοιχτή και σαφή δομή, αλλά παρόλα αυτά θα ήταν μονότονη. Αντίθετα, με τη συνεχή διαμόρφωση ενδιάμεσων χώρων, η πόλη και τα κτήριά της θα είναι «ομοιογενή και καλειδοσκοπικά ταυτόχρονα», και αυτό θα έχει ως επακόλουθο την αναπόφευκτη συνάντηση των ανθρώπων. Αυτή ιδέα του «Δικτύου» στην πόλη, αποδεκτή από την Team 10, διαμορφώνει μία προσέγγιση κατά την οποία οι εν λόγω μεταβάσεις έχουν τη δυνατότητα συνεχούς ανάπτυξης και αλλαγής ώστε να ανταποκρίνονται στην κινητικότητα της κοινωνίας, κάτι που συνδέεται και με την παράγραφο για τους «κύκλους του Otterlo».   Ό.π. Smithson Alison, Team 10 primer, σ. 104   Την αποκαλούν αρρώστια. 107   Ό.π., Eyck Aldo van, «Dutch Forum on Children’s Home», στο Smithson Alison, Team 10 primer, σ.103 108   Ό.π. 109   Ό.π. Smithson Alison, Team 10 primer, σ. 104 110   Ό.π. Lefaivre Liane, Tzonis Alexander, Aldo van Eyck: Humanist Rebel, Inbetweeing in a Post-War World, σ. 66 111   Ό.π., Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, σ.17 105 106

54


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

Ο Van Eyck προσπαθεί να μετατρέψει τους τοίχους σε εισόδους και τις εισόδους σε χώρους, καθιστώντας, έτσι, ο,τιδήποτε συμπαγές, προσιτό και προσπελάσιμο. Αυτό έχει ως επακόλουθο, οι μεταβατικοί χώροι να μην είναι πλέον μόνο σημεία μετάβασης και απλού περάσματος, αλλά κρίσιμοι και οικείοι χώροι, οι οποίοι καλούν τους ανθρώπους να τους κατοικήσουν.

[17] (πάνω) Aldo Van Eyck, Tree is leaf and leaf is tree, St Louis, 1962 (κάτω-αρστερά) Alison- Peter Smithson, Ideogram of infill to a village, 1959 (κάτω-δεξιά) Alison- Peter Smithson, Appreciated Unit, 1954

55


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

2.3 Συμπεράσματα Κεφαλαίου Ο ενδιάμεσος χώρος εμφανίστηκε στην αρχιτεκτονική θεωρία, ως μία προσπάθεια εξανθρωπισμού του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η έννοια παρουσιάστηκε με τον όρο κατώφλι (doorstep) στους κύκλους των CIAM μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπεύθυνη για την εμφάνιση και της έννοιας αυτής, και την απόδοση της μεγάλης σημασίας που έχει, είναι η Team 10, η οποία άρχισε να συγκροτείται από το νεότερα μέλη του CIAM, κατά τα τελευταία συνέδρια, ως μία ανοιχτή ομάδα που άσκησε κριτική στη ‘λειτουργική’ πόλη του μοντερνισμού. Η δημιουργία της ομάδας προέκυψε από τη γενικότερη αντίδραση των νεότερων μελών στις αποφάσεις των CIAM που πραγματοποιήθηκαν πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς έκριναν επιτακτική την ανάγκη επανεξέτασης των στόχων και την αλλαγή κατεύθυνσης των CIAM και του Μοντερνισμού, αν ήθελε να διατηρήσει τη σημασία του στις νέες συνθήκες μεταπολεμικά. Στο νέο πλαίσιο, λοιπόν, επιχειρήθηκε από το συνέδριο ένας «εξανθρωπισμός» της αρχιτεκτονικής, βεβαιώνοντας ότι κύριο μέλημα των CIAM είναι ο σχεδιασμός με επίκεντρο τον άνθρωπο. Έτσι, αφού πλέον η ομάδα συστάθηκε επίσημα, λίγο πριν το δέκατο CIAM, προέκυψε η επιθυμία να δημιουργηθούν πόλεις, στις οποίες κύριο ρόλο θα είχαν οι ‘ζωτικές ανθρώπινες σχέσεις’ και παράχθηκε η ‘Διακήρυξη της Κατοικίας’. Αυτό το έγγραφο, μαζί με το διάγραμμα ‘Βαθμίδες Συσχετίσεων’ (Scales of Associations) και το διάγραμμα‘Valley Section’, μπορούν να θεωρηθούν τα θεμελιώδη έγγραφα της ομάδας. Η Team 10 καθιερώνεται πλέον στο Otterlo το 1959. Το συνέδριο στο Otterlo είναι το τέλος των CIAM και η αρχή μιας εποχής όπου αυτοί που συνδέονταν με την Team 10 θα παρουσιάσουν τις θεωρητικές, ανθρωπιστικές ιδέες που έχουν αναπτύξει την τελευταία δεκαετία, με αρχιτεκτονικές πλέον μορφές. Με κείμενα και διαγράμματα, τα μέλη της Team 10 αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του περιβάλλοντος με νέους όρους: «ταυτότητα», «σύνδεση», «σύμπλεγμα» (cluster) και «κινητικότητα» , ενώ προτείνουν νέους τρόπους προσέγγισης της Αρχιτεκτονικής, δίνοντας μεγάλη έμφαση στον ρόλο του Αρχιτέκτονα. Η Αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός, θεωρούν πως αποτελεί χωρική έκφραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το υλικό τους, όπως περιγράφεται στο Team 10 Primer κατηγοριοποιείται σε τρεις ενότητες διαφορετικής κλίμακας, οι οποίες είναι οι ‘αστικές υποδομές’, οι ‘ομάδες κατοικιών’ και το ‘κατώφλι’. Μελετώντας την τελευταία, διακρίνονται οι ιδέες της ομάδας για τους ενδιάμεσους χώρους, οι οποίοι αναδεικνύονται σε χώρους μέγιστης σημασίας για μια ανθρωπιστική αρχιτεκτονική, καθώς βρίσκονται στο όριο δύο ετερόκλητων καταστάσεων. Η μελέτη, λοιπόν, αφορά στην αναζήτηση της ουσίας των χώρων αυτών και ξεκινά με την αναγνώριση της σχέσης κατοικίαςδρόμου. Η ομάδα αναγνωρίζει την κρίση αυτής της σχέσης, στην οποία αποδίδει την πρωταρχική ευθύνη για την κρίση της σχέσης των ανθρώπων μεταξύ τους στη σύγχρονη πόλη, κάνοντας, μάλιστα, αναφορά σε πόλεις του παρελθόντος, όπου το κατώφλι λειτουργούσε ως σκηνή για τα καθημερινά δρώμενα των ανθρώπων και ως τόπος συνάντησης και επαφής. Σήμερα, κάτι τέτοιο φαίνεται να έχει χαθεί, μετατρέποντας το χώρο αυτό σε ένα απλό όριο του μέσα με το έξω. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η σχέση των γειτόνων μεταξύ τους και κατ’ επέκταση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ο χώρος αυτός, είναι αυτό που καθορίζει την ταυτότητα μιας πόλης, εμφανίζεται μία κοινωνία χωρίς συνοχή και κοινωνικούς δεσμούς, στην οποία κυριαρχεί η απομόνωση και η αποξένωση. 56


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │2

Ένα ακόμα στοιχείο που αναδεικνύει τη σημασία του ενδιάμεσου για την Team 10 είναι ότι ο κόσμος δεν έχει απόλυτο πλαίσιο αναφοράς ή ένα εγγενές κέντρο. Η αντίληψη αυτή γίνεται κατανοητή μέσα από το διάγραμμα του Aldo van Eyck «κύκλοι του Otterlo», όπου συσχετίζονται δύο κύκλοι: ο ένας που αφορά στην αρχιτεκτονική και ο δεύτερος που αντανακλά τη δυναμική ανθρώπινη πραγματικότητα. Επομένως, υποστηρίζεται η θεμελιώδης αντίληψη ότι τα πάντα βασίζονται στις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων. Αυτό, όπως και πριν, φανερώνει την ανάγκη ύπαρξης χώρων ενδιάμεσου χαρακτήρα ώστε αυτές οι σχέσεις να βρίσκουν το πεδίο να εκδηλωθούν. Στο ίδιο διάγραμμα, γίνεται αναφορά και στο ρόλο του Αρχιτέκτονα, ο οποίος καλείται να σχεδιάσει για μια συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Έτσι, θέτοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο, ως υποκείμενο και αντικείμενο της αρχιτεκτονικής, εμφανίζεται η ανάγκη ύπαρξης χώρων ρευστών, οικείων, με προοπτικές και κινητικότητα· χώροι μη σαφώς προσδιορισμένης ταυτότητας, ενδιάμεσοι χώροι. Η προηγούμενη σκέψη, εξελίσσεται ακόμα περισσότερο με την έννοια των «δίδυμων φαινομένων», αμοιβαίων οντοτήτων ή ποιοτήτων. Εμπνευστής της ιδέας είναι και πάλι ο Van Eyck, ο οποίος επισημαίνει ότι όχι μόνο τα πάντα είναι σχετικά μεταξύ τους, αλλά και ορίζονται και αποκτούν ποιότητες χάρη σε αυτές τις σχέσεις. Τα δίδυμα φαινόμενα, δημιουργούν ένα πλέγμα, το οποίο στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και πολεοδομία, διασπάται σε ανούσιες πολικότητες. Έτσι, εμφανίζονται καταστάσεις αρνητικές, οι οποίες μπορούν να επιλυθούν μόνο με τη γεφύρωση αυτών των πολικοτήτων. Θα έπρεπε, λοιπόν, ο αρχιτέκτονας να μεριμνεί, όχι μόνο επί παραδείγματι για το μέσα και το έξω σαν δύο ξεχωριστά και αποκομμένα φαινόμενα, αλλά να παρέχει και το ενδιάμεσο έδαφος όπου τα φαινόμενα αυτά συμφιλιώνονται. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, η μετάβαση από έναν κόσμο σε έναν άλλον, θα είναι ομαλή και συνειδητή ως προς το τι μένει πίσω και τι επέρχεται. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική, αδυνατεί να διαχειριστεί δημιουργικά την πολλαπλότητα, καταλήγοντας πολλές φορές ένα μέρος από κάποιο δίδυμο φαινόμενο να μετατρέπεται σε ανούσιο απόλυτο. Γίνεται, τότε, λόγος, για το ανοιχτό, το ιδιωτικό, το ατομικό χωρίς να εξετάζεται μαζί και το κλειστό, το δημόσιο, το συλλογικό. Κάτι τέτοιο, ανάγει τον ενδιάμεσο χώρο σε απαραίτητο στοιχείο του σχεδιασμού, ώστε τα δίδυμα φαινόμενα να επανακαθορίζονται. Συνοψίζοντας τα προηγούμενα, η Team 10 παρομοιάζει το ενδιάμεσο με την αίσθηση του να περπατά κανείς στην περιοχή που «σκάει» το κύμα. Αναγνωρίζει, έτσι, στο «Βασίλειο του Ενδιάμεσου», όπως αποκαλεί, τις αρχές της συμφιλίωσης των πολικοτήτων, του μετεωρισμού και της μετάβασης ανάμεσα σε δύο κόσμους, του προσδιορισμού της ταυτότητας των κόσμων αυτών και της παροχής κοινού εδάφους για τη συνάντηση των ανθρώπων. Η πρόταση αυτή συνοψίζει και τις αρχές που προέκυψαν από την ανθρωπολογική ανάλυση που έγινε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Τέλος, προεκτείνοντας τα συμπεράσματα για το ενδιάμεσο, η ομάδα υποστηρίζει ότι ο σχεδιασμός σε οποιαδήποτε κλίμακα, θα πρέπει να προσφέρει το αίσθημα του «ανήκειν» και ένα πεδίο όπου μπορεί να υπάρξει η συνάντηση και αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Έτσι, το σπίτι και ο δρόμος θα πρέπει, να αποτελούνται από πολλούς ενδιάμεσους χώρους, καθώς ο δρόμος είναι μια προέκταση του σπιτιού. Με αυτό τον τρόπο η κατοικία-κτήριο και η πόλη διαμορφώνουν τη λαβυρινθώδη καθαρότητα, ώστε η πόλη να γίνει ένα μεγάλο

57


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

σπίτι και το σπίτι μια μικρή πόλη. Με τον όρο αυτό, εννοούν ότι η πόλη και η κατοικία-κτήριο πρέπει να διαμορφώνονται από πολλούς ενδιάμεσους χώρους, οι οποίοι όμως, αν και συνεχείς, δε θα προκαλούν σύγχυση στους χρήστες, αλλά θα δημιουργούν τις συνθήκες που με τη σειρά τους θα βελτιώνουν και θα διατηρούν το διάλογο, τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους. Οι συνθήκες αυτές θα είναι οι διάφορες μεταβάσεις, τα περάσματα, το δίκτυο. Αυτή ιδέα του «Δικτύου» στην πόλη, διαμορφώνει μία προσέγγιση κατά την οποία οι εν λόγω μεταβάσεις έχουν τη δυνατότητα συνεχούς ανάπτυξης και αλλαγής ώστε να ανταποκρίνονται στην κινητικότητα της κοινωνίας. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η Team 10 αντιμάχεται τη λειτουργική πόλη του Μοντερνισμού και θέτει το κατώφλι, δηλαδή τους ενδιάμεσους χώρους, στο επίκεντρο της αρχιτεκτονικής που σχεδιάζει για τον άνθρωπο. Ισχυρίζεται ότι ανεξαρτήτως προγράμματος ή λειτουργίας, η ύπαρξη των χώρων αυτών που είναι ικανοί να «μπλέξουν» τους ανθρώπους μεταξύ τους, είναι αναγκαία και σε αυτήν την ύπαρξη βρίσκεται η απάντηση για τη «συνάντηση» του Buber.

58




3│ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής θεωρίας της Team 10 για τον ενδιάμεσο χώρο σε σχεδιαστικούς όρους θα μελετηθεί μέσα από 2 παραδείγματα έργων μελών της, της περιόδου των δεκαετιών από 1950 -1970, τα οποία εντάσσονται στην εννοιολογική αλλαγή που ακολούθησαν η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι παράμετροι που θα μελετηθούν σε κάθε έργο αφορούν : 1. Στους ρυθμούς ζωής και το περιβάλλον του κτηρίου. Η αναγνώριση αυτών των στοιχείων θα αποκαλύψουν την πρόθεση του αρχιτέκτονα πάνω στο σχεδιασμό των ενδιάμεσων χώρων και στις ανάγκες που εξυπηρετούν. 2. Στο σύστημα οργάνωσης των χώρων και την κυκλοφορία. Τα στοιχεία αυτά, αποτελούν την ουσιαστική ανάλυση του κτηρίου και θα συμβάλλουν στη διεξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν στη σχέση των ενδιάμεσων χώρων με τη δομή του κτηρίου. Θα μελετηθούν, επίσης, επιμέρους συστατικά του κτηρίου, τα οποία συνθέτουν τον χαρακτήρα του. 3. Στην υλικότητα και τον φωτισμό. Η μελέτη αυτής της παραμέτρου θα δημιουργήσει συσχετισμούς των στοιχείων αυτών με την αίσθηση και τον τρόπο αντίληψης των ενδιάμεσων χώρων. 4. Στην κλίμακα και την «ποσότητα» σχεδιασμού του ενδιάμεσου. Η παράμετρος αυτή πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο σχεδιασμός του ενδιάμεσου σε κάθε έργο. Το στοιχείο αυτό, ενδεχομένως σε αναλογία με την κλίμακα του ίδιου του κτηρίου, να αποκαλύψει την ταυτότητα του ενδιάμεσου χώρου σε κάθε περίπτωση που μελετάται. 5. Στην εννοιολογική προσέγγιση: δημιουργία κοινότητας, βλεμμάτων, κινήσεων και αλληλεπιδράσεων. Η παράμετρος αυτή αφορά στο συνδυασμό όλων των παραπάνω στοιχείων, ώστε να αναγνωριστεί τελικά η σημασία των χώρων αυτών και η επίτευξη του σκοπού τους. Το πρώτο έργο που θα μελετηθεί είναι το Δημοτικό Ορφανοτροφείο στο Άμστερνταμ του Aldo van Eyck (1955-1960). Επιλέχθηκε διότι έχει χαρακτηριστεί ως το κτήριο που ενσωματώνει στην κατασκευή του όλη τη θεωρία του «ενδιάμεσου». Πρόθεση του αρχιτέκτονα είναι το συγκεκριμένο έργο να αποτελεί την πραγματοποίηση της σκέψης του για τη σχετικότητα. Έτσι, κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού του, αναπτύσσει την έννοια του ενδιάμεσου χώρου, ως μια στρατηγική σχεδιασμού για τη μετάφραση της έννοιας των δίδυμων φαινομένων στην αρχιτεκτονική. Το κτήριο επιτυγχάνει τη συμφιλίωση διάφορων ζευγών, όπως συμπαγές και πολυκεντρικό, σαφές και πολύπλοκο, στατικό και δυναμικό, σύγχρονο και παραδοσιακό και καταφέρνει να διαμορφώσει, επομένως, μια κοινότητα με αλληλουχίες χώρων που συμπλέκονται αβίαστα. Το δεύτερο έργο είναι το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο στο Βερολίνο των George Candilis, Alexis Josic και Shadrach Woods (1963-1973), το οποίο κατασκευάστηκε λίγα χρόνια αργότερα. Επιλέχθηκε ως έργο μιας μεσαίας κλίμακας, λόγω της ξεκάθαρης ιδέας του κτηρίου-πλέγματος που ενέχει και η οποία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον σε σχέση με τους ενδιάμεσους χώρους που δημιουργεί. Το κτήριο αποτέλεσε ένα έργο-σταθμό για την αρχιτεκτονική. Η καινοτομία του έργου, έγκειται στο ότι εισάγει τις έννοιες ‘Βλαστός’ (stem), ‘Δίκτυο’ (web) και ‘Οριζόντιος Ουρανοξύστης’ (Groundscraper). Στόχος των αρχιτεκτόνων, είναι η ένταξη της Πανεπιστημιούπολης στον αστικό ιστό της πόλης, μέσω της διαπλοκής της κοινωνικής ζωής της μιας με αυτή της άλλης. Με τον τρόπο αυτό, επιθυμούν οι πόλη-Πανεπιστήμιο να νοούνται σαν ένα ενιαίο σύστημα,

62


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

ή έστω το ένα προέκταση του άλλου. Το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο είναι σπάνιο δείγμα μιας προχωρημένης αρχιτεκτονικής ιδέας που μεταφράζεται σε κτίσματα χωρίς να υποστεί μείζονες τροποποιήσεις. Είναι το πιο ώριμο σε μια σειρά έργων που μεταχειρίστηκε ο Woods, σε μια αρχιτεκτονική στηριγμένη στην ιδέα της κίνησης ως φυσικού μέσου για να προαχθεί η κοινωνική διαδραστικότητα και η μεγιστοποίηση επιλογών. Στην κίνηση αυτή, βρίσκεται και η έννοια του ενδιάμεσου χώρου, όπως θα δούμε αργότερα.

[18] Aldo Van Eyck, Δημοτικό Ορφανοτροφείο, Άμστερνταμ, Ολλανδία, 1955 - 1960

[19] George Candilis, Alexis Josic και Shadrach Woods, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, Βερολίνο, Γερμανία, 1963-1973

63


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

3.1 Το Δημοτικό Ορφανοτροφείο │ Aldo Van Eyck Οικόπεδο

[20] Τοπογραφικό, Δημοτικό Ορφανοτροφείο

Τοποθετείται σε ένα οικόπεδο μόλις έξω από την νοτιοδυτική περιφέρεια της πόλης. Βρίσκεται μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα νότια του Ολυμπιακού σταδίου κατά μήκος της εθνικής οδού από το Άμστερνταμ στο εθνικό αεροδρόμιο του Schiphol και δίπλα στον μόνο χώρο αναψυχής της πόλης. Το περιεχόμενο του οικοπέδου είναι απλό και εμφατικό – περιλαμβάνει πολλές μεγάλες κινήσεις που ανήκουν σήμερα στη μητρόπολη. Μέρη κοντινά και μακρινά είναι παρόντα εδώ, καθώς υπάρχει πάντα η κίνηση Βορρά-Νότου στον κεντρικό δρόμο, αλλά και διαγώνια από πάνω στον αέρα. Το οικόπεδο είναι επίπεδο και λείπουν γειτονικά κτήρια (όταν σχεδιάζεται το Ορφανοτροφείο). Πρόγραμμα Το πρόγραμμα του ορφανοτροφείου περιλαμβάνει χώρους ύπνου για περίπου 125 παιδιά διαφορετικών ηλικιών, (από βρέφη μέχρι 20 ετών), τα οποία ανάλογα με το φύλο και την ηλικία χωρίζονται σε μονάδες κατοίκησης. Το κτήριο περιλαμβάνει ακόμα έναν παιδικό σταθμό, κοινόχρηστους χώρους, ιατρείο, χώρους κουζίνας και τραπεζαρίας, χώρους γραφείων και διοίκησης, ένα διαμέρισμα για τον διευθυντή και εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους παιχνιδιού.

64


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

Ανάλυση ενδιάμεσου χώρου Ρυθμοί ζωής και περιβάλλον Το Ορφανοτροφείο αποτελεί ένα κτήριο κατοίκησης. Είναι ένα κτήριο λειτουργίας, η οποία βιώνεται καθημερινά από τους χρήστες-κατοίκους. Το περιβάλλον που καλείται να δημιουργήσει, οφείλει να είναι οικείο, να δημιουργεί δεσμούς μεταξύ των συγκεκριμένων, μόνιμων κατοίκων του και να καλύπτει τις ανάγκες τους. Επίσης, χάρη στην τοποθεσία του οικοπέδου, ο Van Eyck αντιμετωπίζει ένα κτήριο το οποίο δεν είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί καθ’ ύψος, αλλά μπορεί να απλωθεί στο έδαφος, εκμεταλλευόμενος και την οριζοντιότητα του εδάφους. Επιπλέον, η τοποθεσία δεν απαιτεί ισχυρές διασυνδέσεις με την πόλη. Είναι, λοιπόν, ένας αυτόνομος οργανισμός και σχεδιάζεται το ίδιο ως πόλη. Σύστημα οργάνωσης των χώρων – κυκλοφορία Ο Aldo van Eyck σχεδιάζει ένα κτήριο ενός ορόφου, το οποίο διαθέτει τη λαβυρινθώδη καθαρότητα που επιθυμεί, συμπεριλαμβάνοντας την αρχή του περί σύνδεσης αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Έτσι, με βάση την ιδέα του για την αμοιβαιότητα, κάνει το σπίτι να μοιάζει με μια μικρή πόλη, ένα «σύμπλεγμα από τόπους»112 . Το Ορφανοτροφείο αποτελεί έναν κάνναβο ενός μεγάλου αριθμού από ισομεγέθεις ενότητες. Η σύνθεση, φαίνεται να συνδυάζει γεωμετρικά δύο διευθύνσεις μεταξύ τους, την οριζόντια-κάθετη και την 45ο ως προς αυτήν. Αυτό πετυχαίνει τη δημιουργία μιας πολυπλοκότητας, η οποία όμως είναι ταυτόχρονα σαφής. Αποτελείται από επαναλαμβανόμενες τετράγωνες μονάδες, στεγασμένες από θολωτές οροφές από μπετό, μια αναφορά στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Ο σχεδιασμός του περιλαμβάνει τη «συναρμολόγηση» μικρών πυρήνων - εσωτερικών και εξωτερικών μονάδων. Στο όλο σύστημα, λοιπόν, απουσιάζει ένα μοναδικό σαφές κέντρο, αλλά εμφανίζει μια πολυκεντρικότητα. Ο συνδυασμός ορισμένων μεγάλων πυρήνων με κάποιους μικρότερους δείχνει πώς η πολυπλοκότητα συμφιλιώνεται με την ενότητα και η ενότητα με την ποικιλομορφία μέσα από την επανάληψη της βασικής μονάδας. Η προσέγγιση αυτή συμπίπτει με την θεωρία του κατωφλιού όπως αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα, ότι δηλαδή, η ενότητα μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ποικιλομορφίας και αντίστροφα. Αυτό, φυσικά, μπορεί να εξεταστεί αντικειμενικά με διάφορος τρόπους. «Στο κτήριο αυτό, ο Van Eyck επέλεξε, αρχικά οι μονάδες να διαμορφώσουν ένα διάσπαρτο , σύνθετο μοτίβο. Στην συνέχεια, να ενοποιηθούν, με το να τους επιβληθεί ένα μοναδικό δομικό και κατασκευαστικό ιδίωμα και με το να συστηθεί ένα εργαλείο με αδιαμφισβήτητα ανθρώπινο περιεχόμενο –ο εσωτερικός δρόμος»113. Αυτή είναι η βασική δομή του κτηρίου. Το σύνολο εκπέμπει τη γαλήνη μιας ισορροπίας, η οποία περικλείει μια καταπληκτική διαπλοκή μορφής και χώρου σε μία μοναδική εικόνα. Η κατοίκηση, λοιπόν, χωρίζεται σε μονάδες, καθεμία από τις οποίες είναι τόσο ανεξάρτητη, όσο και σε επαφή με τις υπόλοιπες μέσα από ένα

Ligtelijn Vincent, «Orphanage, Amstelveenseweg, Amsterdam, 1955-60», στο Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, σ. 89 113  Ό.π. 112

65


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

σύστημα κυκλοφορίας με εσωτερικούς δρόμους και αυλές. Η προσέγγιση αυτή, σε συνδυασμό με την απουσία κάποιου κέντρου στο κτήριο, συμβάλλει, όπως επισημαίνει ο Herman Hertzberger, ώστε το κτήριο να αντιπροσωπεύει μια συλλογική κοινότητα με τους «δρόμους», τις «πλατείες» και τις ανεξάρτητες κτιριακές μονάδες του114. Οι κτηριακές αυτές μονάδες, στην αναλογία με την πόλη, μπορούν να ιδωθούν και ως γειτονιές. Αυτή η ταύτιση με μια μικρή πόλη, απελευθερώνει μια σειρά από συνειρμούς , που προσθέτουν νέα διάσταση στην ποιότητα των κοινόχρηστων ‘δημόσιων χώρων’. Ο τελευταίος, συνεχίζει λέγοντας: «Οι διάδρομοι μετατρέπονται σε δρόμους, ο εσωτερικός φωτισμός σε ‘φωτισμός δρόμου’ και ούτω καθεξής».115 Ο Van Eyck δημιουργεί δύο πτέρυγες περιοχών ύπνου για τα παιδιά. Η κατοίκηση χωρίζεται, έτσι, σε οκτώ μονάδες. Στα ανατολικά, τοποθετεί τα παιδιά της ηλικίας κάτω των 10 ετών. Τα μικρότερα κοιμούνται στον παιδικό σταθμό. Καθώς τα παιδιά, όμως, θα μεγαλώνουν, θα αυξάνεται η απόσταση από τον παιδικό σταθμό. Μετά την ηλικία των δέκα, τα παιδιά «χωρίζονται» σε αρσενικούς και θηλυκούς κοιτώνες, αλλά εξακολουθούν να κατοικούν το ένα δίπλα στο άλλο. Δύο κύριοι δημόσιοι χώροι τοποθετούνται στο βόριο και νότιο άκρο του εσωτερικού δρόμου, στο οποίο έχουν πρόσβαση όλα τα παιδιά. Επιπλέον, υπάρχει μια σειρά από εξωτερικούς δημόσιους χώρους. Έτσι, κάθε οικογένεια έχει και τη δική της πλακόστρωτη εσωτερική αυλή, η οποία είναι ένας ημίκλειστος χώρος για τα νεότερα παιδιά και ένας μεγαλύτερος χώρος με θέα στο οικόπεδο για τα μεγαλύτερα παιδιά. Η διοίκηση και το προσωπικό τοποθετούνται στα βόρεια τμήματα του Ορφανοτροφείου. 116 Κυρίαρχο συνθετικό στοιχείο αποτελεί η οροφή, καθώς οι θόλοι διατυπώνουν τη σύνθεση της συνολικής δομής. Οι μικροί θόλοι καθιερώνουν έναν συνεχή ρυθμό, που περιστασιακά διακόπτεται από τους μεγάλους θόλους των δημόσιων περιοχών. Ιδιαίτερα σημαντική είναι, επιπλέον, η διαβάθμιση των χώρων, από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα, ειδικά αυτή της εισόδου του κτιρίου. Στο Ορφανοτροφείο έχει κανείς την αίσθηση ότι βρίσκεται συνεχώς σε μια «μόνιμη κατάσταση μετάβασης» . Τα παιδιά εισέρχονται στο κτήριο μέσα από την κύρια είσοδο περνώντας σε ένα εσωτερικό δρόμο, και οδηγούνται ανεβαίνοντας δύο σκαλιά, στην κύρια περίστυλη στοά, σε μια «μεγάλη πλατεία» όπως αναφέρει ο αρχιτέκτονας, σε αυτό τον ενδιάμεσο χώρο, ο οποίος διαμορφώνει την ομαλή μετάβαση των παιδιών από το δημόσιο στο ιδιωτικό. Η διπλή εμπειρία του «ανήκειν εδώ και εκεί», που οριοθετεί τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο του Ορφανοτροφείου, ανιχνεύεται μέσω των υλικών, όπως θα αναλυθούν στη συνέχεια, καθώς και μέσω των δύο μικρών σκαλοπατιών. «Φαινόταν καλύτερα για μια πιο ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στο μεγάλο σπίτι-μικρή πόλη των παιδιών και το δρόμο, δηλαδή τη δημόσια σφαίρα, να διαμορφωθεί μια μεγάλη ανοιχτή πλατεία, μια μετάβαση μεταξύ της πραγματικότητας του έξω και του μέσα. Είναι μια ενδιάμεση περιοχή που οδηγεί το μονοπάτι σταδιακά, βοηθώντας   Hertzberger Herman, Μαθήματα για σπουδαστές της Αρχιτεκτονικής, μτφρ. Τσοχαντάρη Τίνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., 2002, σ.126 115   Ό.π. 116   Ό.π. Ligtelijn, σ.94-95 114

66


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

ενδιάμεσος χώρος διοικητικοί - ιδιωτικοί χώροι

[21] διάγραμμα χρήσεων

χώροι κατοίκησης παιδιών χώροι αναψυχής δημόσιοι χώροι - πλατείες

67


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

να μετριάσουν το άγχος που προκαλεί η απότομη μετάβαση ειδικά σε αυτά τα παιδιά[...]» .117 Ο Van Eyck σχεδιάζει κάθε εσωτερικό χώρο έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην εσωτερική κίνηση, αλλά και να επικοινωνεί με τον εξωτερικό υπαίθριο χώρο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνεχής ζώνη των πρεκιών, αλλά και των κολόνων στην περίμετρο του κτιρίου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διείσδυση του εσωτερικού στο εξωτερικό και αντιστρόφως και τη διαμόρφωση στεγασμένων εισόδων και αυλών στην περιφέρεια του κτιρίου. «Είναι σαν να ενθαρρύνουν ένα παιχνίδι τοίχων γύρω τους, που βάζει μέσα τον υπαίθριο χώρο και βγάζει έξω τον εσωτερικό.» 118 Σε αυτή τη «μικρή πόλη», επομένως, όλες οι μονάδες συνδέονται με τον έξω κόσμο με αρθρωτούς εξωτερικούς περίστυλους χώρους. Όλες οι αυλές, τα εξωτερικά δωμάτια, είναι προσβάσιμες από τους εσωτερικούς δρόμους, και αποτελούν και αυτές ενδιάμεσα, τα οποία συμφιλιώνουν την κίνηση του δημόσιου χώρου έξω, με αυτήν των παιδιών μέσα. Η μονάδα κατοίκησης, σχεδιάζεται, επίσης σαν μικρή πόλη και εμφανίζει διαβαθμίσεις και ποιότητες χώρων: ανοιχτό, ενδιάμεσο και κλειστό. Η κυκλοφορία πραγματοποιείται κυρίως στην περιοχή του ενδιάμεσου. Η χρήση των υλικών υποδεικνύει την ποιότητα. Το τούβλο χρησιμοποιείται για να ορίσει τον κλειστό χώρο, το γυαλί τον ενδιάμεσο, ενώ ο ανοιχτός χώρος συνδέεται με το εξωτερικό.

[22] (αριστερά) διάγραμμα σχεδιαστικής στρατηγικής [23] (δεξιά) διάγραμμα κίνησης 117 118

68

Ό.π. σ.89   Ό.π. Hertzberger σ.127


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

Υλικότητα και φωτισμός Το συνολικό κτήριο κατασκευάζεται, από μπετό, τούβλο και γυαλί. Το μπετό χρησιμοποιείται στην οροφή, το δάπεδο, τι κολόνες και τα δοκάρια, το τούβλο στο μεγαλύτερο μέρος των τοίχων και το γυαλί στα ανοίγματα που παίζουν το ρόλο των υπόλοιπων τοίχων. Τα υλικά παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στους ενδιάμεσους χώρους, καθώς χάρη στη σωστή χρήση τους συμφιλιώνονται δίδυμα φαινόμενα, όπως μέσα-έξω. Στην πλατεία που εμφανίζεται μετά την είσοδο, ο Van Eyck επιλέγει τη χρήση υλικών που μοιάζουν με τα υλικά του δρόμου, όπως ο τούβλινος τοίχος, ο φωτισμός και τα παγκάκια — όλα δίνουν ένα αποτέλεσμα που θυμίζει δημόσιο εξωτερικό χώρο. «Με αυτό τον τρόπο, το παιδί στο εσωτερικό είναι το ίδιο με το παιδί στο εξωτερικό χώρο — με μια κυκλική οροφή από πάνω του αντί για τον ουρανό». 119 Στις θολωτές οροφές των δημόσιων περιοχών αλλά και στους εσωτερικούς δρόμους του κτηρίου διαμορφώνεται μία διάταξη τεχνητού φωτισμού, η οποία φωτίζει τον εσωτερικό δρόμο και μιμείται ποιότητες τυπικού εξωτερικού χώρου. Αυτό επιτυγχάνεται και με τη χρήση του τούβλου σαν υλικό, που θυμίζει περισσότερο εξωτερικό τοίχο παρά εσωτερικό. Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο η αίσθηση του έξω. Οι μεγάλοι θόλοι διαθέτουν κυκλικά ανοίγματα, από τα οποία δημιουργείται και φυσικός φωτισμός στους δημόσιους χώρους, ενώ και οι μικρότεροι, με αντίστοιχο τρόπο προσφέρουν μια μικρή ποσότητα φωτός. Ωστόσο, τα διαμερίσματα είναι οι πιο σκοτεινοί χώροι καθώς έχουν τη μικρότερη ποσότητα φυσικού φωτισμού. Η χρήση του τούβλου και του γυαλιού στους ενδιάμεσους χώρους, δημιουργεί ένα ενδιαφέρον παιχνίδι φωτός και ορατότητας προς το εξωτερικό και προς το εσωτερικό αντίστροφα, καθώς και ένα όριο που άλλοτε γίνεται αντιληπτό ως κάτι σκληρό και αδιαπέραστο και άλλοτε ως κάτι προσπελάσιμο και προέκταση του έξω στο εσωτερικό. Κλίμακα και αντικείμενα («ποσότητα» σχεδιασμού) Η πρόθεση του Ορφανοτροφείου είναι να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον στο οποίο τα παιδιά θα μπορούν να «ανακαλύψουν πράγματα για τον εαυτό τους». Ο Van Eyck δημιουργεί αντικείμενα και χώρους, τα οποία διεγείρουν τη φαντασία των παιδιών, παρά ενθαρρύνουν την ενασχόλησή τους με το παθητικό παιχνίδι. Έτσι, καταπιάνεται με το σχεδιασμό λεπτομερειών και μικρής κλίμακας. Σχεδιάζει, λοιπόν, χώρους συνάντησης με ακρίβεια και ευελιξία, που διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: χώροι ανάπαυσης, χώροι για σχεδιασμένο παιχνίδι και χώροι για ευρηματικό παιχνίδι. Για την Team 10 ο άνθρωπος είναι το υποκείμενο, αλλά και το αντικείμενο του σχεδιασμού. Υπό αυτή τη σκοπιά, ο Van Eyck σχεδιάζει συγκεκριμένους χώρους για συγκεκριμένους χρήστες. Τα αντικείμενα είναι κτιστά και συνήθως συνέχεια του δαπέδου ή του τοίχου των χώρων, ενώ βρίσκονται στην κατάλληλη κλίμακα, είναι, δηλαδή, στο κατάλληλο μέγεθος και ύψος για τα παιδιά. Αυτό συμβαίνει τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό του κτηρίου, κάτι που δίνει την αίσθηση μιας συνεχούς κατάστασης παιχνιδιού σε χώρους απρόβλεπτους. Το παιχνίδι, έτσι, συνεχίζεται και στους εσωτερικούς δρόμους του κτηρίου και δεν αρκείται μόνο στο εξωτερικό του. 119

Ό.π. Ligtelijn, σ.91

69


[24] Το “Ορφανοτροφείο” (1)


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

Εννοιολογική Προσέγγιση του ενδιάμεσου χώρου Κοινότητα │κινήσεις, βλέμματα, αλληλεπιδράσεις Η δημιουργία της κοινότητας, είναι εξαιρετικής σημασίας σε αυτό το έργο, καθώς οι κάτοικοι, τα παιδιά έχουν μικρή ή καμία σχέση με οικογένεια εκτός του ιδρύματος. Γι’ αυτό το λόγο, είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν οικείοι χώροι, στους οποίους θα συναντώνται τα παιδιά και θα αναπτύσσουν σχέσεις μεταξύ τους. Η επίτευξη αυτού του σκοπού είναι πολύ σημαντική για το Ορφανοτροφείο ως προγραμμα. Η προσπάθεια για δημιουργία κοινότητας ξεκινά ήδη από το διαχωρισμό των παιδιών ανάλογα με το φύλο και την ηλικία. Η κίνηση αυτή έχει στόχο να κατατάξει τα παιδιά σε ομάδες ‘οικογενειών’, κάθε μία από τις οποίες έχει το δικό της ‘σπίτι’. Επιπλέον, το όλο σύστημα του Ορφανοτροφείου είναι συνυφασμένο γύρω από έναν αριθμό κέντρων που ορίζονται από την αρχή ως σημεία ανταλλαγής και αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαφόρων περιοχών του κτηρίου. Ο Van Eyck ονομάζει αυτή τη δημιουργία δικτύων και κόμβων «inbetweening» και στα σημεία αυτά επιθυμεί να συμβαίνει η διάδραση των παιδιών. Σχεδιάζει , λοιπόν, την κάτοψη με τρόπο τέτοιο, ώστε να εξασφαλίζει ότι μέσα σε αυτό το πολύπλοκο και σύνθετο σύστημα κυκλοφορίας, το κτήριο θα περιλαμβάνει σημεία συνάντησης, τα σημεία του «inbetweening», μέσα από ένα σύστημα από εσωτερικούς δρόμους και εσωτερικές αυλές, τα οποία θα τονίζονται με την τοποθέτηση των κυκλικών ανοιγμάτων της οροφής και θα προστατεύουν την ανθρώπινη κοινότητα. «Οι εσωτερικοί αυτοί δρόμοι, τα ενδιάμεσα, θα καλούν τα παιδιά να συναναστρέφονται και να «μπλέκονται» μεταξύ τους καθώς κινούνται από τον ένα χώρο στον άλλο. Ο αρχιτέκτονας θέλει τα παιδιά να συμπεριφέρονται και να κινούνται στα δίκτυα των εσωτερικών οδών όπως ακριβώς και στον εξωτερικό κόσμο, με γρηγοράδα και ζωντάνια και χωρίς κανένα περιορισμό του αυθορμητισμού τους».120 Η όλη διαρρύθμιση του χώρου με τον εσωτερικό δρόμου δημιουργεί μία «κινηματογραφική» κίνηση, καθώς τα στοιχεία, αλλά και το ίδιο το κτήριο αποκαλύπτεται καρέ-καρέ, καθώς κανείς κινείται μέσα στους ενδιάμεσους χώρους. Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τι και ποιος θα εμφανιστεί στην επόμενη γωνία και δημιουργούνται ετερογενείς συνθήκες που ικανοποιούν με ποικίλα μέσα την εκάστοτε βούληση των παιδιών. Έτσι, εμφανίζονται γωνίες παιχνιδιού ή χαλάρωσης, σημεία που ενθαρρύνουν την αλληλεπίδραση, βλέμματα και οπτικές ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Τα παιδιά βρίσκονται σε μία συνεχή κατάσταση μετάβασης και αλληλεπίδρασης, όπως θα συνέβαινε σε έναν εξωτερικό δρόμο. Η υλικότητα του χώρου, τα αντικείμενα και ο φωτισμός, άλλοτε τεχνητός και άλλοτε φυσικός, συμβάλλουν στην διαπλοκή των βλεμμάτων και σε είδη συναντήσεων και αλληλεπιδράσεων που είτε αφορούν στο δημιουργικό παιχνίδι μεταξύ τους, είτε στην συζήτηση και την ανακάλυψη του ενός από το άλλο. Αυτό συμβαίνει, καθώς δημιουργούνται με έναν μυστηριώδη τρόπο, οι συνθήκες εξέλιξης της προσωπικότητας του ατόμου, αλλά και κοινωνικοποίησής. Δημιουργείται, με αυτόν τον τρόπο, ένα συνεχές παιχνίδι από τον εσωτερικό στον εξωτερικό κόσμο, που συμβάλλει και αυτό με τη σειρά του στην ομαλή

120

Ό.π.

71


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

μετάβαση των παιδιών από τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική. Η πολυπλοκότητα του «μέσα και έξω», «ανοιχτό και κλειστό» και «δημόσιο και ιδιωτικό», αυτή η λαβυρινθώδης καθαρότητα, την οποία επιδιώκει να υπάρχει στα έργα του ο Van Eyck, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πολυκεντρικού αστικού ιστού με ισοδύναμους χώρους, αλληλένδετους από «ενδιάμεσα» και «κατώφλια». Αυτό το «παιχνίδι» των συγκρουόμενων φαινομένων που επιλύεται με το inbetween αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της σκέψης του Van Eyck, δηλαδή ότι η αρχιτεκτονική πρέπει, ακριβώς όπως και ο άνθρωπος, να εισπνέει και να εκπνέει.

72


[25] “Το Ορφανοτροφείο” (2)


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

3.2 Το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου1963-1973│George Candilis, Alexis Josic, Shadrach Woods Το 1963 προκηρύσσεται διαγωνισμός για τον σχεδιασμό του Πανεπιστημίου στο Δυτικό Βερολίνο. Η νικητήρια πρόταση των Candilis, Josic και Woods, επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει την ανθρωπιστική αρχιτεκτονική και ενσωματώνει νέες σχεδιαστικές ιδέες που βασίζονται στο ‘χωροχρόνο’ και την ‘κίνηση’. Οι ιδέες αυτές, που προκύπτουν τόσο από τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές συνθήκες, όσο και από τη συμμετοχή των αρχιτεκτόνων στους διαλόγους της Team 10, μεταμορφώνουν σύμφωνα με τον Woods τον τρόπο σύλληψης του χώρου: «χώρος που μετριέται όχι σε ίντσες αλλά με την ταχύτητα του κινούμενου πεζού» 121. Οι έννοιες που αναφέρθηκαν, μιλούν ουσιαστικά για μια ευελιξία και κινητικότητα που εκφράζονται με την ικανότητα του έργου να μεταβάλλει τη μορφή του με την πάροδο του χρόνου, ενώ ορίζονται μέσω του Βλαστού και της παραλλαγής του, του Ιστού. Αμφότερες έννοιες είναι, όπως θα δούμε παρακάτω, μέσα για την ανάδειξη και τη διατήρηση της κοινωνικής διάδρασης και της μεγιστοποίησης του εύρους των επιλογών. Ο σχεδιασμός ως κίνηση, σημαίνει όχι απλώς αντικείμενα που κυκλοφορούν στο χώρο, αλλά η συνολική σύλληψη του έργου σαν αντικείμενο εν ροή. Οικόπεδο

[26] Τοπογραφικό, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο

Ό.π.,Τζώνης Αλέξανδρος, Lefaivre Lian, «Πέρα από τα μνημεία – Πέρα από το Zip-a-tone εντός του Χωροχρόνου: Το πλαίσιο όπου εντάσσεται το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, του Shadrach Woods. Μια ανθρωπιστική αρχιτεκτονική», Δομές, Διεθνής Επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής, Τεύχος 59, Ιούνιος 2007, σ. 40 121

74


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

Το οικόπεδο βρίσκεται σε ένα προάστιο του Βερολίνου, το Dahlem. Οι αρχιτέκτονες γνωρίζουν εξαρχής ότι η χωροθέτηση μιας τέτοιας κατασκευής υψηλής πυκνότητας και μηχανιστικής υφής παραπλεύρως του Dahlem, ενός από τα πιο πλούσια προάστια της προπολεμικής Ευρώπης, θα πυροδοτήσει αντιδράσεις. Το Πανεπιστήμιο έρχεται αντιμέτωπο με το προάστιο σαν ένα κομμάτι αστικής δόμησης. Οι αβίαστες μεγαλοπρεπείς λεωφόροι του Dahlem αντιδιαστέλλονται με τους πολύβουους οδικούς διαδρόμους του πανεπιστημίου 122· το αραιοκατοικημένο προάστιο με τους κήπους του υποχωρεί έναντι της υψηλής πυκνότητας κατοίκησης και των περιβαλλόντων στενής επαφής, που βρίθουν περιστασιακών συναντήσεων και ανθρώπινης ζωτικότητας. Πρόγραμμα Στόχος του Πανεπιστημίου είναι να παρέχει επαρκή χώρο για 3.600 φοιτητές, διαφόρων τμημάτων, όπως Φιλολογίας, Λογοτεχνίας, Ιστορίας, Τέχνης και Επιστήμης, σε μια έκταση 120 στρεμμάτων. Παράλληλα, το κτήριο διαθέτει δημόσιους χώρους και περιοχές που κρίνονται απαραίτητες για μια Πανεπιστημιούπολη. Το Πανεπιστήμιο αποτελεί ένα σύμβολο «ελευθερίας, ευελιξίας και ανοιχτών ιδεών» 123 για το Δυτικό Βερολίνο. Ανάλυση Ενδιάμεσου Χώρου Ρυθμοί ζωής και περιβάλλον Το Πανεπιστήμιο αποτελεί ένα κτήριο στο οποίο εμφανίζονται δύο ρυθμοί κατοίκησης. Ο πρώτος αφορά στους μόνιμους χρήστες του, του φοιτητές, καθηγητές και προσωπικό, οι οποίο βιώνουν το χώρο καθημερινά. Ο δεύτερος διαμορφώνεται από την επισκεψιμότητα των προσωρινών χρηστών, οι οποίοι είναι οι κάτοικοι της πόλης που παρευρίσκονται στο χώρο της Πανεπιστημιούπολης και απευθύνονται συνήθως στις δημόσιες λειτουργίες του κτηρίου. Καλείται, επομένως, η Πανεπιστημιούπολη, να διαμορφώσει, τόσο συνθήκες λειτουργίας (που αφορούν στον πρώτο ρυθμό), όσο και «τελετουργίας» (που αφορούν στον δεύτερο). Επίσης, χάρη στην τοποθεσία του οικοπέδου, οι Candilis, Josic και Woods αντιμετωπίζουν ένα σύστημα το οποίο επιθυμούν να διαθέτει συνδέσεις με την πόλη και ει δυνατόν να γίνεται αντιληπτό ως προέκταση ή μέρος του αστικού συστήματος. Ο Woods έχει πει, μάλιστα, ότι οι ‘gallerias’ (διάδρομοι) του πανεπιστημίου, όπως αποκαλεί τις διελεύσεις του, έχουν σκοπό να προσελκύσουν τους κατοίκους του Dahlem, να αποσείσουν την προαστιακή τους ταυτότητα, και εντέλει να τους προσηλυτίσουν σε έναν πιο ανθρωπιστικό τρόπο ζωής124.

Ό.π. σ.61   Charlandjeva Veneta, «Pérennité d’une utopie», Le Carré Bleu, (1), 1999, σ.4 124   Ό.π. 122 123

75


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Σύστημα οργάνωσης των χώρων – κυκλοφορία Η πρόταση των αρχιτεκτόνων, αποτελεί έναν συνδυασμό του μοντερνιστικού καννάβου με τον παραδοσιακό ανοιχτό χώρο. Ή όπως επισημαίνει ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής Tom Avermaete, συνδυάζεται η μαζική κουλτούρα και παραγωγή του μοντέρνου, με την ανθρωπιστική εστίαση στην καθημερινή ζωή 125. Η κίνηση αυτή, στοχεύει σε μια ανάμειξη της τυχαίας με τη προσχεδιασμένη κίνηση των πεζών, ώστε να ενθαρρύνεται η αλληλεπίδραση της κοινωνικής ζωής της πόλης με αυτή του Πανεπιστημίου. Η καινοτομία που εφαρμόζεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, αφορά στον σχεδιασμό του κτηρίου με τη χρήση των εννοιών ‘Βλαστός’ (stem), ένα σύστημα διασύνδεσης των κτηρίων που προωθεί την κινητικότητα και τη δημιουργία ιδιωτικών χώρων με συλλογικά χαρακτηριστικά, ‘Ιστός’ (web), μια πολυκεντρική οργάνωση που παρέχει ελευθερία ατομικής έκφρασης στην αστική κλίμακα και Groundscraper. Έτσι, η ιδέα αναλύεται σε δύο σημαντικές κινήσεις. Πρώτη κίνηση είναι η εμπλοκή όλων των τμημάτων σε μια ενιαία οργάνωση και όχι σε κτήρια ανά ειδικότητες. Η ενιαία οργάνωση των τμημάτων και η σύλληψη της Πανεπιστημιούπολης σαν ένα κτήριο, μετατρέπει την αίσθηση των δρόμων σε ενδιάμεσους χώρους ποικίλων χρήσεων, καθώς οι φοιτητές και οι επισκέπτες κινούνται πλέον σε ένα εσωτερικό-εξωτερικό σύστημα, που εμφανίζει ενδιαφέρονται σημεία και γωνίες κατοίκησης. Δεύτερη κίνηση, αποτελεί ο κάνναβος του κυκλοφοριακού δικτύου στην Πανεπιστημιούπολη, που συντίθεται από δύο επιμέρους συστήματα (stems)– ένα πρωτεύον και ένα δευτερεύον. Το πρωτεύον σύστημα κυκλοφορίας αφορά στους δημόσιους χώρους και οδηγεί επί παραδείγματι σε ακροατήρια, βιβλιοθήκες, εκθεσιακούς χώρους, καφετέριες. Πρόκειται για το πιο ενεργό σύστημα, και το βασικό μέσο κυκλοφορίας. Θα μπορούσε κανείς να το παρουσιάσει ως ανάλογο του ανελκυστήρα για έναν ουρανοξύστη. Είναι, ουσιαστικά, οι πολύβουοι δρόμοι, που τοποθετούνται ανά περίπου 200 μέτρα μεταξύ τους. Το δευτερεύον σύστημα, διατρέχει ενδιάμεσα του πρωτεύοντος και οδηγεί σε χώρους που απαιτούν μεγαλύτερη ιδιωτικότητα, όπως γραφεία και αίθουσες διδασκαλίας. Οι μικροί αυτοί διάδρομοι, βρίσκονται ανά 100 μέτρα, παράλληλα μεταξύ τους και δημιουργούν μια στενή πλέξη στα δύο συστήματα ‘ταχείας’ και ‘αργής’ κυκλοφορίας, δημιουργώντας τον ‘ιστό’ (web). Ο ιστός αυτός, δημιουργεί τις συνθήκες του ενδιάμεσου χώρου και παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς τις εναλλαγές των ποιοτήτων του. Το συνολικό δίκτυο δεν περιορίζεται στα όρια της Πανεπιστημιούπολης, αλλά συνδέεται τόσο με τη γειτονιά του Dahlem στην οποία ανήκει, όσο και με την πόλη ολόκληρη. Αυτό επιτυγχάνεται και μέσω της διασύνδεσής του με μεταφορικά δίκτυα της πόλης και τη δημιουργία ενιαίας πεζοδρόμησης με την περιοχή που ανήκει, η οποία είναι προσβάσιμη από όλους. Τα δίκτυα αυτά, αποτελούν, ουσιαστικά τη φυσική υπόσταση της έννοιας του ‘Ιστού’ (web) και του ‘Βλαστού’ (stem), που αναπτύσσουν οι τρεις αρχιτέκτονες επηρεασμένοι από τις θεωρίες που συζητούνται μέσα στην Team 10 σχετικά με την ταχεία αστικοποίηση και την ανάγκη για μαζική οικοδόμηση.

Avermaete Tom, Another Modern: The Post-War Architecture and Urbanism of CandilisJosic-Woods, NAi, Rotterdam, 2005, σ. 15, στο Krunic Dina, The Groundscraper: CandilisJosic-Woods’ Free University Building, Berlin 1963-1973, ProQuest, UMI Dissertation Publishing, 2012, σ.34 125

76


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

[27] διάγραμμα χρήσεων δίκτυο κυκλοφορίας κλειστοί χώροι υπαίθριοι χώροι

Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω κινήσεων, λοιπόν, συνθέτουν μία ολότητα, την οποία ο Woods ονομάζει Groundscraper (οριζόντιος ουρανοξύστης). Η Alison Smithson ονομάζει τον τύπο αυτής της οργάνωσης ‘mat-building’ (Κτήριο-τάπητας) και τον ορίζει ως «το κτήριο που περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της ανώνυμης συλλογικότητας, όταν οι λειτουργίες έρχονται να εμπλουτίσουν τον ιστό, και τα άτομα κερδίζουν μια νέα ελευθερία κινήσεων μέσα σε μια καινούργια ανασχηματισμένη ταξινόμηση, βασισμένη στις διασυνδέσεις, στα στενά πλέγματα συσχετίσεων, και στις δυνατότητες επέκτασης, σμίκρυνσης και αλλαγής». 126 Αυτή, ακριβώς η διασύνδεση, πραγματοποιείται στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Όπως δείχνουν τα διαγράμματα του Groundscraper, η αστική πρόταση προτείνει «να δοθεί η ελάχιστη αναγκαία οργάνωση για την ένωση των επιστημών» 127, η οποία παρέχει μέγιστες δυνατότητες για επαφή, ανταλλαγή, διάδραση, χωρίς να υποβαθμίζεται η ηρεμία της ατομικής εργασίας.

Smithson Alison, «How to Recognize and Read a mat-building. Mainstream architecture as it developed Towards the mat-building», Architectural Design, (9), 1974, σ.573 127   «We seek rather a system giving the minimum organization necessary to an association of disciplines. The specific natures of different functions are accommodated within a general framework which expresses university. In skyscraper type buildings disciplines tend to be segregated. The relationship from one floor to another is tenuous, almost fortuitous, passing through the space-machine-lift. in a groundscraper organization greater possibilities of community and exchange are present without necessarily sacrificing any tranquility». Από την πινακίδα της συμμετοχής τους στο διαγωνισμό. 126

77


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

[28] διάγραμμα οργάνωσης χώρων

[29] διάγραμμα κινήσεων

Αφαιρούνται τα «επίπεδα απομόνωσης » και αποφεύγεται η κάθετη συμπύκνωση που θα προκαλούσε η χρήση ανελκυστήρων ή κυλιόμενων σκαλών. Αντίθετα, τα διάφορα επίπεδα ενώνονται με ράμπες και τριών ειδών σκάλες: απλής κυκλοφορίας που διατρέχουν παράλληλα στις ράμπες, εσωτερικές που οδηγούν στην έξοδο και κυκλικές σκάλες που οδηγούν στους φυτεμένους κήπους και οροφές των διάφορων συγκροτημάτων. Στο Πανεπιστήμιο, συναντάμε, ακόμα πάρκα, αυλές, ταράτσες και πράσινες στέγες που διαμορφώνουν τους υπαίθριους δημόσιους χώρους και οι οποίοι δημιουργούν μία εναλλαγή εσωτερικού - εξωτερικού. Όσον αφορά την κατασκευή εφαρμόστηκε ένα σύστημα με μεταλλικές κολόνες και δοκούς, στις οποίες βιδώνονται απλά οι πλάκες. Το σύνολο της κατασκευής βασίστηκε στην προκατασκευή και την ευελιξία. Υλικότητα και φωτισμός Τη μελέτη για το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο δεν την καθόρισαν πλαστικές, συνθετικές θεωρήσεις. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι αρχιτέκτονες δεν ασχολήθηκαν με το δυνητικό οπτικό αντίκτυπο που θα είχε. Η πρόθεση ευθύς εξαρχής ήταν να κάνουν το κτήριο να γοητεύει τις αισθήσεις . Συγκεκριμένα η στιλπνή επένδυση, φτιαγμένη από ελαφρά πάνελ σχεδιασμένα από τον Jean Prouvé, παρείχε ηθελημένη αντίθεση στα αδρά, σχεδόν παχυδερμικά εξωτερικά, που χαρακτήριζαν το μπρουταλισμό της δεκαετίας του ‘60. Κάποιες ιδιαίτερες προκατασκευασμένες όψεις, μάλλον εμπνευσμένες από το Modulor του Le Corbusier, επενδύονται με ατσάλινο εξωτερικό φινίρισμα Corten, που πάνω του δέχεται μία επίστρωση σκουριασμένης λαμαρίνας, δίνοντας ένα σκούρο καφέ χρώμα στο συγκρότημα. Η σκουριασμένη λαμαρίνα, το λευκό και το γυαλί, λοιπόν, είναι τα υλικά που κυριαρχούν στις όψεις των κτηριακών μονάδων. Η χρήση των υλικών αυτών δημιουργεί ένα παιχνίδι στο βλέμμα, καθώς το κτήριο, άλλοτε λάμπει προκαλώντας μία αίσθηση επιβλητικότητας και άλλοτε μοιάζει σκοτεινό και μυστήριο. Παράλληλα, οι φυτεμένες οροφές σαφώς κεντρίζουν το βλέμμα του επισκέπτη. Το εσωτερικό των κτηρίων, όσον αφορά στους τοίχους ακολουθεί τυπικά χαρακτηριστικά προκατασκευασμένης κατασκευής, ενώ το δάπεδο, ανάλογα με την τοποθεσία του κάθε κτηρίου και για λόγους προσανατολισμού, βασίζεται στα χρώματα κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μπλε και μωβ. Από την

78


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

επιλογή τους αυτή, φαίνεται πως , σε αντίθεση με το Ορφανοτροφείο του Aldo van Eyck, δεν υπάρχει καμία πρόθεση να δοθεί η αίσθηση του εξωτερικού στους χώρους αυτούς, καθώς κυριαρχούν έντονα τεχνητά χρώματα. Οι εσωτερικοί διάδρομοι είναι ιδιαίτερα φωτεινοί, χάρη στην μεγάλη ποσότητα γυαλιού που χρησιμοποιείται στην όψη. Κλίμακα και αντικείμενα («ποσότητα» σχεδιασμού) Η ιδέα κάτω από την οποία σχεδιάζεται η Πανεπιστημιούπολη, είναι αυτή της ευελιξίας, της εξέλιξης και της κινητικότητας. Οι αρχιτέκτονες επιθυμούν να μην επιβάλλουν έναν τρόπο κατοίκησης στο κτήριο, αλλά οι χρήστες να δημιουργήσουν τον δικό τους τρόπο και δικούς τους ρυθμούς. Για τον λόγο αυτό, όπως περιγράφουν ήδη από το διάγραμμα συμμετοχής τους στον διαγωνισμό, παρέχουν την «ελάχιστη αναγκαία οργάνωση για την ένωση των επιστημών». Έτσι, παρατηρούνται στους χώρους δευτερεύουσας κυκλοφορίας και τις αυλές του Πανεπιστημίου, τους χώρους, δηλαδή, που συνιστούν το ενδιάμεσο, ελάχιστα αντικείμενα που συνήθως είναι κάποια παγκάκια διασκορπισμένα στην πορεία της κίνησης. Αυτό συμβαίνει αντίστοιχα και στους εσωτερικούς διαδρόμους, με ελάχιστα καθίσματα. Ο κάτοικος ή επισκέπτης, έτσι, έχει τη δυνατότητα ο ίδιος να ανακαλύψει τις ιδιαίτερες ποιότητες των χώρων που κρύβονται σε κάθε γωνιά, εσωτερικά και εξωτερικά και να κατοικήσουν στην Πανεπιστημιούπολη χωρίς περιορισμούς και κανόνες. Εκτός από τα παγκάκια, τα μόνα αντικείμενα που μοιάζουν να κυριαρχούν κατά κάποιο τρόπο στο τοπίο του Πανεπιστημίου, είναι οι σκάλες, οι οποίες αλλού μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κερκίδες και αλλού απλά δίνουν στοιχεία για την κλίμακα της κατασκευής. Εννοιολογική Προσέγγιση του ενδιάμεσου χώρου Κοινότητα │κινήσεις, βλέμματα, αλληλεπιδράσεις Η κοινότητα, λοιπόν, είναι και σε αυτό το έργο ζήτημα μεγάλης σημασίας και τίθεται στο επίκεντρο του σχεδιασμού. Η κοινότητα αυτή αναφέρεται τόσο στους «μόνιμους κατοίκους» της Πανεπιστημιούπολης-τους φοιτητές, καθηγητές και προσωπικό, όσο και στους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι επισκέπτονται και αλληλεπιδρούν με το Πανεπιστήμιο. Μέσα από το σύστημα της κυκλοφορίας και τους ανοιχτούς υπαίθριους χώρους, λοιπόν, επιδιώκεται η ανάμειξη της τυχαίας με τη προσχεδιασμένη κίνηση των πεζών, ώστε να δημιουργηθεί αλληλεπίδραση και επαφή. Οι τρεις αρχιτέκτονες θεωρούν ότι η κίνηση είναι κοινωνική εμπειρία που έχει στόχο τη συνένωση μιας κοινότητας. Η πρόθεση αυτή διαφαίνεται, επιπλέον, στην ενιαία οργάνωση των τμημάτων. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται μία αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στους κλάδους, αλλά και μια συνεχής κοινωνική επαφή. Υπάρχει, επομένως, μια συνεχής ροή πληροφοριών και ανθρώπων χωρίς περιορισμούς. Προτείνεται, με αυτόν τον τρόπο, μέσω της κατάλυσης των χώρων απομόνωσης και της αύξησης της καθημερινής επαφής στα όρια της Πανεπιστημιούπολης, μία προέκταση του συστήματος κοινωνικών συνδιαλλαγών και στην κλίμακα της πόλης. Παράλληλα, δεν υποβαθμίζεται η ηρεμία και η συγκέντρωση της ατομικής εργασίας. Όπως αναφέρουν οι αρχιτέκτονες στο αρχικό τους διάγραμμα, η ομάδα δεν υφίσταται χωρίς το άτομο. Επομένως, ενώ αυτό που προσπαθούν να επιτύχουν είναι η δημιουργία της ομάδας, διασφαλίζουν και την ατομική έκφραση και καλλιέργεια.

79



[30] “Το Ελεύθρο Πανεπιστήμιο”


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Ήδη από το 1962 στο γαλλικό αρχιτεκτονικό περιοδικό “Le Carré Bleu”, σε άρθρο του με τίτλο «Web», ο Woods εκφράζει τις οργανωτικές αρχές που θα συνθέσουν το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Ο Woods δηλώνει πως «σήμερα ο χώρος είναι συνολικός και η κοινωνία καθολική. Αυτές οι πραγματικότητες πρέπει να αντικατοπτρίζονται στο σχεδιασμό και την οικοδόμησή μας. Η εκ νέου ανακάλυψη του συνεχούς συνολικού χώρου, είναι η βασική μη-τεχνική συμβολή της μοντέρνας τέχνης και αρχιτεκτονικής στα κοινωνικά φαινόμενα του 20 ου αιώνα. Ο κόσμος είναι ένα: μια συνεχής επιφάνεια που περιβάλλεται από συνεχή χώρο». 128 Η συνέχεια για την οποία μιλάει ο Woods, και η οποία γίνεται σχεδιαστική αρχή στην Πανεπιστημιούπολη, με τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου με τις λειτουργίες κάθε τμήματος να εμπλέκονται μεταξύ τους και το κυκλοφοριακό δίκτυο να ενώνει τις αίθουσες σε οριζόντια διάταξη, δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτά που, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ενότητα, υποστηρίζει η Team 10. Είναι, απλά, μία διαφορετική ανάγνωση της ανάγκης για ύπαρξη μεταβατικών χώρων και διαρθρώσεων. Λόγω της φύσης του, ο ενδιάμεσος χώρος μπορεί να περιλάβει κάθε ασυνέχεια ενός συστήματος, κάθε ασάφειά του. Αναπτύσσεται έτσι μια νέα διαλεκτική μεταξύ κενού-πλήρους, όχι όμως με την έννοια της απουσίας του όγκου ή του δομικού κενού που της απέδωσε το μοντέρνο. Το κενό εδώ δεν είναι το ‘υπόλοιπο’, αλλά ένας παράγοντας, ο οποίος μπορεί να διαχωρίζει και να ενώνει, να επηρεάζει συσχετίσεις, να καθορίζει ταυτότητες, κατά αναλογία με όσα είδαμε στην προηγούμενη ενότητα. Το ενδιάμεσο, λοιπόν, γίνεται έτσι, όπως γράφει ο Manuel Gausa « ένα ψαλίδισμα μεταξύ συμβάντων, το οποίο χρησιμεύει ως σύνδεσμος, δεδομένου ότι είναι το κενό το ίδιο που επιτρέπει την κυκλοφορία διαδρόμων, υποστηρίξεων και προσβάσεων, παράγει δίκτυα –η κανάλια- διασύνδεσης, πραγματωμένα η δυνητικά» 129. Η ελάχιστη δομή την οποία προσφέρουν στο σχεδιασμό του κτηρίου, αποτελεί τη βασική αρχή που ακολούθησαν, αποβλέποντας στην ευελιξία και την εξέλιξη. Επιθυμούν η κατοίκηση να γίνει κατά βούληση και να μην είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένη. Οι ενδιάμεσοι χώροι, λοιπόν, είναι σχεδιασμένοι με απλό τρόπο, σε καμία περίπτωση υπερ-σχεδιασμένοι. Οι φοιτητές εκμεταλλεύονται αυτήν την ευελιξία και δημιουργούν ομάδες εδώ και εκεί, στο γρασίδι, τους εσωτερικούς και εξωτερικούς διαδρόμους, τις σκάλες, δίνοντας ζωή και ερμηνεία στο χώρο είτε στεκούμενοι, είτε καθήμενοι, είτε κινούμενοι μαζί. Διαμορφώνεται, έτσι, μια ανθρώπινη ροή μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών χώρων, ενώ οι δημόσιες περιοχές ενσωματώνονται στο σύστημα κυκλοφορίας. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων, δημόσιοι χώροι και κυκλοφορία, συνιστούν, ουσιαστικά, το «βασίλειο» του ενδιάμεσου, το «in-between». Χώροι μεταβατικοί από το μέσα στο έξω, ένα δίκτυο που λειτουργεί για την κίνηση, όσο και για την στάση ανάμεσα στις ενότητες, ημι-υπαίθριοι χώροι· όλα μαζί συνθέτουν ένα σύμπλεγμα από τόπους που εμφανίζει χαρακτηριστικά τόσο αστικής κλίμακας, όσο και μικρότερης και καλούν στη δημιουργία κοινότητας μέσα στο πανεπιστήμιο, αλλά και έξω από αυτό. Οι φοιτητές και επισκέπτες καλούνται να συναναστρέφονται και να «μπλέκονται» μεταξύ τους, καθώς κινούνται με μια εναλλαγή ταχυτήτων, από τον ένα χώρο στον άλλο. Η αποφυγή της

Woods Shadrach, «Web», Le Carré Bleu, (3), 1962, σ.4 Gausa Manuel, The Metapolis dictionary of advanced architecture, city technology and society in the information age, Actar, Barcelona,2003, σ.334 128

129

82


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

κάθετης συμπύκνωσης, βοηθάει το όλο σύστημα να είναι δυναμικό. Προς την ίδια κατεύθυνση, κινούνται και τα υλικά που επιλέγονται για τους ενδιάμεσους χώρους, καθώς δημιουργούν ποιότητες και υπονοούν ως ένα βαθμό τρόπους κατοίκησης. Παράλληλα, τα έντονα χρώματα στους εσωτερικούς φωτεινούς διαδρόμους, δημιουργούν μία αίσθηση οικειότητας και ζωηράδας. Η διαφάνεια από το μέσα στο έξω, προκαλεί βλέμματα και ροές ανάμεσα στις δύο διαφορετικές καταστάσεις. Έτσι , μοιάζουν να εκτυλίσσονται παράλληλα οι δύο συνθήκες. Τέλος, στον Groundscraper είναι παρούσα η «λαβυρινθώδης καθαρότητα» του Aldo van Eyck, καθώς αφενός το σύστημα οργανώνει ο κάνναβος, αλλά αφετέρου, δημιουργούνται παντού χώροι ενδιάμεσου χαρακτήρα, συνθέτοντας ένα πολυκεντρικό αστικό σύστημα με ισοδύναμους χώρους, αλληλένδετους από «ενδιάμεσα» και «κατώφλια». Έτσι και το κτήριο αυτό, παρουσιάζει μια «κινηματογραφικότητα», καθώς ξετυλίγεται σιγά σιγά, καθώς κανείς κινείται στους ενδιάμεσους χώρους του, αποκαλύπτοντας ενδιαφέρουσες γωνίες και καταστάσεις αλληλεπίδρασης. Ο οριζόντιος αυτός ουρανοξύστης, δημιουργεί, λοιπόν, ένα ενοποιημένο περιβάλλον με χαμηλές δομές απλωμένες στο έδαφος, οι οποίες με την αστική συμπύκνωση που προσφέρουν στο εσωτερικό τους, με τη βοήθεια των κυκλοφοριακών δικτύων, καταφέρνουν να προσφέρουν το γόνιμο έδαφος για το σχηματισμό κοινοτήτων και την ανταλλαγή ιδεών, σχέσεων και ανθρώπινων επαφών. Επιπλέον οι ροές που δημιουργούνται δεν αφορούν μόνο στο εσωτερικό της Πανεπιστημιούπολης, αλλά και στη σύνδεσή της με την πόλη, μέσω πεζόδρομων, ορίων, μονοπατιών, δρόμων και κατοικιών.

83


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

3.3 Συμπεράσματα Κεφαλαίου Τα δύο κτήρια που μελετήθηκαν, παρουσιάζουν, όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της συμμετοχής των αρχιτεκτόνων στην Team 10, μια επιθυμία να επαναπροσδιορίσουν μια αρχιτεκτονική, που θέτει στο επίκεντρο του σχεδιασμού τον άνθρωπο και τη δημιουργία δεσμών. Στοχεύουν, δηλαδή, αμφότερα τα κτήρια, στη δημιουργία κοινότητας. Η έννοια του ενδιάμεσου χώρου, όπως αναλύθηκε ως τώρα, τοποθετείται στο επίκεντρο της σχεδιαστικής διαδικασίας, ως ο χώρος που θα συμβούν οι αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων και ως ο ενδιάμεσος μεταβατικός τόπος μεταξύ των δίπολων ανοιχτό-κλειστό, μέσα-έξω, ιδιωτικό-δημόσιο, ατομικό-συλλογικό. Και στα δύο έργα, απασχολεί η ιδέα κτηρίου-πόλης για την οποία μίλησαν οι Team 10 και κυριαρχεί η αρχή ότι το σπίτι είναι μία μικρή πόλη και αντίστροφα. Η αρχή αυτή, μαζί με άλλες που ήδη αναλύθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, καθοδηγούν τις μελέτες τόσο του Ελεύθερου Πανεπιστημίου όσο και του Ορφανοτροφείου, αν και η έκβαση σε κάθε μια περίπτωση είναι αρκετά διαφορετική, κάτι λογικό εφόσον τα σχεδιαστικά δεδομένα διαφέρουν. Η βασική στρατηγική σχεδιασμού του Ορφανοτροφείου είναι η λαβυρινθώδης καθαρότητα και η αντίληψή του ως μία μικρή πόλη, παρά ως ένα σπίτι. Αυτό επιτυγχάνεται, διότι ο Van Eyck έχει να αντιμετωπίσει ένα κτήριο το οποίο δεν διαθέτει διασυνδέσεις με την πόλη, είναι το ίδιο ένας αυτόνομος οργανισμός και σχεδιάζεται το ίδιο ως πόλη. Το κτήριο αποτελεί ένα σύμπλεγμα τόπων, το οποίο προκύπτει, μέσω της επανάληψης της βασικής μονάδας, σε ένα ορθακανονικό σύστημα που εισάγει και τη διαγώνια διεύθυνση ώστε να δίνει την αίσθηση ενός «διάσπαρτου» πολυκεντρικού οργανισμού. Οι μονάδες συνδέονται μεταξύ τους με ενδιάμεσους χώρους, οι οποίοι συνιστούν το σύστημα κυκλοφορίας και τους υπαίθριους και ημιυπαίθριους χώρους. Στις ενδιάμεσες αυτές περιοχές, οι οποίες συμφιλιώνουν δίδυμα φαινόμενα, όπως μέσα–έξω, ανοιχτό– κλειστό, συμπαγές-διάφανο, συντελείται η κοινωνικοποίηση των παιδιών και η «συνάντηση». Με δεδομένο ότι το κτήριο προορίζεται για συγκεκριμένους μόνιμους χρήστες, επιλέγεται να προσδιοριστούν προδιαγραφές για κάθε εξάρτημα και αντικείμενο, για κάθε κομμάτι της κτηριακής επίπλωσης, προκειμένου να επιτευχθεί η διατήρηση μιας φιλόξενης δραστηριότητας και οικειότητας, όπου το παιδί νοιώθει το κτιστό περιβάλλον σαν προέκταση του εαυτού του και συλλογικότερα, σαν προέκταση της κοινωνίας. Η Πανεπιστημιούπολη, ακολουθεί μία εντελώς διαφορετική σχεδιαστική λογική, η οποία στοχεύει στην ευελιξία των χώρων, στην ανθρώπινη ροή. Οι αρχιτέκτονες επιθυμούν, μάλιστα, να ενσωματωθεί στο σύστημα της πόλης που τον φιλοξενεί και να νοείται σαν προέκτασή της. Σχεδιάζουν, επομένως, τόσο για την μόνιμη πανεπιστημιακή κοινότητα, όσο και για την αστική ένταξη. Πρόκειται για ένα ορθοκανονικό σύστημα με απουσία σαφούς κέντρου, ο οποίος χωρίζεται σε κενά, πλήρη και ενδιάμεσα, υποδεικνύει τις επιρροές της μοντερνιστικής σκέψης στη σχεδιαστική διαδικασία . Η ύπαρξη μίας ακόμα διεύθυνσης, όπως είδαμε στο Ορφανοτροφείο, ενδεχομένως δε θα μπορούσε να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο στην Πανεπιστημιούπολη, καθώς λόγω κλίμακας, θα επέφερε σύγχυση και θα καθυστερούσε τις ροές. Η σύνθεση, αναλύεται σε δύο σημαντικές κινήσεις. Πρώτη κίνηση είναι η εμπλοκή όλων των τμημάτων σε μια ενιαία οργάνωση, η οποία θα το κάνει αντιληπτό ως ένα κτήριο. Η κίνηση αυτή στοχεύει στην ανάμειξη των τμημάτων, των λειτουργιών

84


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

και των ανθρώπων. Δεύτερη κίνηση είναι ο «ιστός» του κυκλοφοριακού δικτύου, ο οποίος συντίθεται από δύο «βλαστούς», δηλαδή δύο επιμέρους συστήματα διαφορετικών «ταχυτήτων». Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω συνθέτει μία ολότητα, τον «Groundscraper». Η ιδέα πίσω από την οργάνωση του οριζόντιου, αυτού, ουρανοξύστη είναι η κινητικότητα και η ευελιξία των χρήσεων, η οποία οδηγεί στην ελάχιστη αναγκαία οργάνωση, σε μια ‘ελάχιστη δομή’, η οποία μεγιστοποιεί τις επιλογές εναλλακτικών χρήσεων που βλέπουν στο μέλλον. Το δίκτυο, λοιπόν, επιτελεί τον ενδιάμεσο χώρο, και οδηγεί, τελικά, στη δημιουργία κοινότητας, καθώς μπλέκει την τυχαία με την σχεδιασμένη κίνηση των ανθρώπων. Μέρος του δικτύου είναι οι υπαίθριοι χώροι, οι οποίοι προσφέρουν τη δυνατότητα στάσης σε αυτό το δυναμικό σύστημα. Ο Van Eyck, λοιπόν, μιλάει για το σύμπλεγμα από τόπους που ενώνονται με τους ενδιάμεσους χώρους στον σχεδιασμό για οποιαδήποτε κλίμακα και για τη «λαβυρινθώδη καθαρότητα», στοιχεία που διέπουν το Ορφανοτροφείο, και αντίστοιχα ο Woods υπογραμμίζει ότι ο Βλαστός μπορεί να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως κλίμακας. Πρόκειται για ένα εννοιολογικό σχήμα, κατάλληλο τόσο για μεγάλα περιβαλλοντικά έργα όσο και γιο μικρότερες μελέτες· δεν κάνει διάκριση μεταξύ κτηρίου, δομημένου συγκροτήματος ή αστικού συνονθυλεύματος. Επαινώντας τις αρετές της γραμμικότητας του Βλαστού , ο Woods δηλώνει: «μια γραμμή είναι ανοιχτή στα άκρα της· δεν έχει διάσταση. Μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση κατά βούληση» 130. Ενώ αναφορικά προς το Δίκτυο και το γεγονός ότι απορρίπτει ένα κεντρικό σημείο, λέει: «Όταν προσδιορίζουμε εκ των προτέρων τα σημεία της μέγιστης έντασης -κέντρα-καθηλώνουμε μια παρούσα και μια προοιωνιζόμενη κατάσταση δραστηριοτήτων και σχέσεων... υποθηκεύουμε το μέλλον, κλείνοντας πόρτες...»131 Όλα τα μέλη της Team 10 είναι πεπεισμένα ότι το σύστημα κυκλοφορίας των κτηρίων θα επιφέρει κοινωνική αλλαγή. Φαίνεται και στα δύο έργα, πως το δίκτυο κυκλοφορίας μαζί με τους υπαίθριους χώρους λειτουργούν ως ενδιάμεσοι χώροι, ορισμένοι και σχεδιασμένοι με τρόπο ώστε να δημιουργούν τις συνθήκες για επαφή και αλληλεπίδραση. Τόσο τα παιδία στο Ορφανοτροφείο, όσο και οι φοιτητές και επισκέπτες στο Πανεπιστήμιο, καλούνται να συναναστρέφονται και να «μπλέκονται» μεταξύ τους, καθώς κινούνται από τον ένα χώρο στον άλλο. Το Ορφανοτροφείο είναι ένα κτήριο, όπου ο χρήστης νοιώθει το κτιστό περιβάλλον σαν προέκταση του εαυτού του και συλλογικότερα, σαν προέκταση της κοινωνίας. Οι ενδιάμεσοι χώροι, δηλαδή, διαπραγματεύονται τη σχέση ανθρώπου-κοινωνίας-κτισμένου περιβάλλοντος. Ο Van Eyck επιθυμεί μέσα στους χώρους αυτούς να δημιουργήσει και τις συνθήκες για τη δημιουργία κοινότητας. Ο Woods υπογραμμίζει ότι η κίνηση είναι κοινωνική εμπειρία, που αφορά στο στόχο της συνένωσης μιας κοινότητας. Το Πανεπιστήμιο, λοιπόν, διέπεται από τις αρχές της ευελιξίας, της κινητικότητας και της προσαρμοσιμότητας ως στρατηγικές για την επίτευξη της αίσθησης κοινότητας και δημοκρατίας μέσω του σχεδιασμού. Για το λόγο αυτό,

Τζώνης Αλέξανδρος, Lefaivre Lian, «Πέρα από τα μνημεία – Πέρα από το Zip-a-tone εντός του Χωροχρόνου: Το πλαίσιο όπου εντάσσεται το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, του Shadrach Woods. Μια ανθρωπιστική αρχιτεκτονική», Δομές, Διεθνής Επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής, Τεύχος 59, Ιούνιος 2007, σ.56 131   Ό.π. 130

85


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣ ΟΣ ΧΩ Ρ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

παρατηρούνται απλές σχεδιαστικές επιλογές στις ενδιάμεσες περιοχές, ώστε να κατοικηθούν με τον τρόπο που επιθυμούν οι χρήστες κάθε φορά. Σημαντικό στοιχείο των ενδιάμεσων χώρων σε κάθε περίπτωση, πέρα από τον σχεδιασμό των αντικειμένων που αναφέρθηκε, είναι η υλικότητα και ο φωτισμός. Ο Aldo van Eyck στην προσπάθεια συμφιλίωσης των δίδυμων φαινομένων δημιουργεί χώρους εσωτερικούς που μοιάζουν εξωτερικοί και αντίστροφα, ενώ με την χρήση της διαφάνειας, ενισχύει το παιχνίδι αυτό. Οι Candilis, Josic και Woods, καθιστούν σαφή τον διαχωρισμό του μέσα με το έξω με τη χρήση των υλικών, ωστόσο δημιουργούν κι αυτοί παιχνίδια με τη χρήση διαφάνειας και σκληρών ορίων. Τέλος, το ιδιαίτερο που παρουσιάζουν τα δύο κτήρια είναι πως ανταποκρίνονται σε μια αντίστροφη λογική ως προς την κλίμακά τους. Το μεν Ορφανοτροφείο, στηρίζεται σε μία οργάνωση που ενώνει πολλές μονάδες μεταξύ τους σε ένα ενιαίο κέλυφος, κάνοντάς το αντιληπτό, περισσότερο σαν ένα συγκρότημα, παρά ένα κτήριο. Κάτι τέτοιο παραπέμπει, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην οργάνωση που θα περίμενε κανείς να συναντήσει σε μία πόλη. Αντίθετα, το Πανεπιστήμιο, το οποίο αγγίζει σε κλίμακα χαρακτηριστικά πόλης, εμφανίζει μια ενιαία οργάνωση των διαφόρων τμημάτων, παραπέμποντας στη λογική κτηρίου. Η παρατήρηση αυτή, κάνει απόλυτα κατανοητή τη φράση του Aldo van Eyck, ότι δηλαδή «η πόλη είναι ένα μεγάλο σπίτι και το σπίτι είναι μία μικρή πόλη». Προκύπτει, έτσι, το ερώτημα, με ποιο τρόπο οι ενδιάμεσοι χώροι που εμφανίζονται στις δύο περιπτώσεις, γίνονται αντιληπτοί και οικειοποιούνται από τον άνθρωπο και αν η «συνάντηση» που θα ήθελαν οι αρχιτέκτονες, πραγματοποιείται. Τα δεδομένα δείχνουν πως και στις δύο περιπτώσεις η κοινωνικοποίηση στους χώρους αυτούς επιτυγχάνεται, καθώς δημιουργούνται διάφορες ποιότητες και συνθήκες χώρων, που ενισχύουν την τυχαία συνάντηση και τη δημιουργία ενός πνεύματος κοινότητας. Στο Ορφανοτροφείο, οι κάτοικοι απολαμβάνουν το παιχνίδι που διεγείρει τη φαντασία τους και τους κάνει να εξερευνήσουν και να «κατακτήσουν» το χώρο. Φυσικά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι χρήστες είναι παιδιά, τα οποία από τη φύση τους λειτουργούν με αυθορμητισμό και περιέργεια. Στο Πανεπιστήμιο, η κατοίκηση παίρνει άλλες διαστάσεις στους ενδιάμεσους χώρους, καθώς κανείς μπορεί να συναντήσει ομάδες φοιτητών να αλληλεπιδρούν, ομάδες διδασκαλίας να επεκτείνονται σε χώρους εκτός της αίθουσας, άτομα μόνα τους να μελετούν ή να ξεκουράζονται, ενώ η συνεχής κίνηση και ροή προσδίδει μία εικόνα δυναμικότητας. Βλέπουμε, ότι η απουσία ενός κέντρου που θα προσέδιδε έναν ισχυρό προορισμό και θα μείωνε ενδεχομένως την δύναμη των ενδιάμεσων χώρων, είναι καθοριστικός παράγοντας για τις διαρκείς κινήσεις. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχιτεκτονική πρόθεση πίσω από τον σχεδιασμό του Πανεπιστημίου, όσο πολιτική 132 και να ήταν, δέχτηκε ισχυρή κριτική όταν το κτήριο κατασκευάστηκε, τόσο από την ευρύτερη κοινωνία όσο και από τους ίδιους τους φοιτητές. Πολλοί   Ο Woods θεωρούσε ότι η προσαρμοσιμότητα δεν είχε να κάνει με την αποτελεσματική εναλλαξιμότητα κτηριακών μερών για να ικανοποιούνται τεχνοκρατικές ή γραφειοκρατικές απαιτήσεις, αλλά με μία διάνοιξη προς μια δημιουργική ανακάλυψη των δυνατοτήτων της κοινωνικής ζωής. Υπό αυτή την έννοια ενδιαφερόταν για την κοινωνική επαφή, τη συμμετοχή, την ανταλλαγή. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική σημασία του Ελεύθερου Πανεπιστημίου είναι ξεκάθαρη. Ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι το κτήριο παρουσιάζει μία ανθρωπιστική εναλλακτική στη διχασμένη πόλη του Βερολίνου. 132

86


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΑΜ 10 │3

θεωρούν ότι ο κόσμος δυσκολεύτηκε να κατανοήσει την αρχιτεκτονική πρόθεση του κτηρίου και άρα να το χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά. Οι φοιτητές από τη μεριά τους, βρισκόμενοι ήδη σε εποχές κινητοποιήσεων, αντιμετώπισαν αρχικά το νέο Πανεπιστήμιο ως ένα αυταρχικό σχέδιο, στο οποίο δεν τους ζητήθηκε η συμμετοχή την οποία θέλει να προάγει. Το γεγονός αυτό το αποδέχτηκε ο Woods, λέγοντας πως ο «καθημερινός άνθρωπος» είναι ο πραγματικός τέκτων της πόλης, και η δουλειά του πολεοδόμου είναι να ερμηνεύει τις ιδέες του. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει ακόμα και σήμερα σχετικά με το πόσο πέτυχε η ολοκλήρωση του φυσικού, κοινωνικού και χρονικού περιβάλλοντος υπό τη μορφή ενός ενιαίου χώρου κατοίκησης και μάλιστα σε μία μεγάλη κλίμακα.

87



4│

ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

4. ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν ως τώρα και με την ανάλυση που έγινε στα δύο έργα του ’60 και ’70, εμφανίζεται το ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με το αν και πώς συνεχίζεται η θεωρίας της Team 10. Μία μελέτη που θα κάλυπτε τις δεκαετίες που ακολούθησαν, θα μπορούσε να αναδείξει το πώς εξελίχθηκε η έννοια του ενδιάμεσου μέχρι σήμερα. Ωστόσο, κρίθηκε περισσότερο ενδιαφέρουσα μία μελέτη που αφορά αποκλειστικά στον 21ο αιώνα, που θα εξετάζει πώς πότε και με ποιο σκοπό σχεδιάζει ο αρχιτέκτονας τον ενδιάμεσο χώρο σήμερα. Κάτι τέτοιο, θα προσφέρει συγκρίσιμα στοιχεία απευθείας ανάμεσα στο τότε και το τώρα, αλλά και στα σύγχρονα έργα μεταξύ τους. Το ερώτημα που γεννιέται είναι με ποιο τρόπο οι ενδιάμεσοι χώροι που εμφανίζονται ως σχεδιαστική επιλογή γίνονται αντιληπτοί και οικειοποιούνται από τον χρήστη. Με τον τρόπο αυτό, θα εξεταστούν τα χαρακτηριστικά τους στη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Θα εξεταστούν 4 κτήρια του 21 ου αιώνα, τα οποία αντανακλούν την έννοια του ενδιάμεσου χώρου, σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες που τα σχεδίασαν. Τα δύο πρώτα έργα, βρίσκονται στο εξωτερικό και τα δύο επόμενα στον ελλαδικό χώρο. Τα πρώτα, επιλέγονται για την ιδιαιτερότητα στη μορφή του ενδιάμεσου χώρου, σε σχέση με τα έργα που μελετήθηκαν ως τώρα. Στα τελευταία, η ανάλυση συμπληρώνεται από επιτόπιες μελέτες, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα η έννοια, και να εξεταστεί το πώς η αρχιτεκτονική πρόθεση μεταφράζεται σε κατοίκηση. Αυτό, διότι θεωρούμε ότι αποκτούν ιδιαίτερη σημασία οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα, από τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον χώρο και τους χρήστες του. Το πρώτο έργο που θα μελετηθεί είναι το Τμήμα Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης (2001-2004). Ο σχεδιασμός του κτηρίου ανατέθηκε στην ομάδα Henning Larsen Architects, η οποία απέσπασε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό που προκηρύχτηκε από την Danish National Research and Education Buildings. Η επιλογή του, έχει να κάνει με την μορφή του ενδιάμεσου χώρου, με την παρουσία, δηλαδή, του εσωτερικού κεντρικού αιθρίου που λειτουργεί σαν ενδιάμεσος τόπος, τόσο ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο με την πόλη, όσο ανάμεσα και στους χώρους του Πανεπιστημίου μεταξύ τους. Οι αρχιτέκτονες που το σχεδίασαν, αναφέρονται στο κεντρικό αίθριο ως ο «τρίτος χώρος» του κτηρίου. Το δεύτερο έργο, είναι το Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης για παιδιά στο Hokkaido της Ιαπωνίας (2006), των Sou Fujimoto Architects. Η επιλογή του σχετίζεται με τη σχεδιαστική λογική που κρύβει και την εμφάνιση του ενδιάμεσου χώρου, ως «ακανόνιστου» οργανισμού που διατρέχει το κτήριο. Εμφανίζεται, λοιπόν, το ενδιάμεσο, ως ενδιαφέροντας χώρος προς μελέτη και διερεύνηση του τρόπου που κατοικείται. Ο Sou Fujimoto αποδίδει στον ενδιάμεσο χώρο, όλη την ποιότητα του έργου. Το τρίτο έργο που θα μελετηθεί, είναι το Νέο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα (2001-2004), του αρχιτεκτονικού διδύμου Μαρία Κοκκίνου – Ανδρέας Κούρκουλας. Η επιλογή του έργου, σχετίζεται με την ύπαρξη του κεντρικού αιθρίου, το οποίο σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες, λειτουργεί ως ο πυρήνας των κινήσεων, των βλεμμάτων και των συναντήσεων στο κτήριο.

90


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

Το τέταρτο και τελευταίο έργο, είναι το σχολικό συγκρότημα των Αρσάκειων Σχολείων στο Ρίο Αχαΐας, των αρχιτεκτόνων Δημήτρη Ησαΐα και Τάση Παπαϊωάννου. Πρόκειται για ένα συγκρότημα που περιλαμβάνει Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, προς το παρόν, όμως, έχει κατασκευαστεί μόνο το Δημοτικό και στεγάζει και τις υπόλοιπες βαθμίδες. Παρόλα αυτά, η ανάλυση θα γίνει σε σχέση με τα σχέδια της μελέτης, όπως προβλέπονται να πραγματοποιηθούν στο μέλλον και θα επικεντρωθεί στη συνέχεια στο ήδη κατασκευασμένο τμήμα. Η επιλογή του έργου, σχετίζεται με τους ποικίλους ενδιάμεσους μεταβατικούς χώρους που περιλαμβάνει, με κύριο την εσωτερική αυλή.

[31] “Τα Σύγχρονα Παραδείγματα”

91


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

4.1 IT University of Copenhagen, Κοπεγχάγη, Δανία │ Henning Larsen Architects 2001-2004 Οικόπεδο

[32] Τοπογραφικό, Τμήμα Πληροφορικής

Το Πανεπιστήμιο βρίσκεται στο Βόρειο τμήμα της περιοχής Ørestad, μέσα στην Πανεπιστημιούπολη της Κοπεγχάγης και καταλαμβάνει συνολικά 19.000 τετραγωνικά μέτρα. Πρόκειται για μία περιοχή που συνεχώς αναπτύσσεται και προβλέπεται ακόμα μεγαλύτερη εξέλιξη, μέσα στα επόμενα είκοσι με τριάντα χρόνια. Στο τοπογραφικό της Πανεπιστημιούπολης, είναι κυρίαρχος ο άξονας Βορρά-Νότου, κάτι που αρχιτέκτονες σεβάστηκαν στο σχεδιασμό του τμήματος, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια. Πρόγραμμα Το Τμήμα Πληροφορικής σχεδιάστηκε για να φιλοξενήσει 2000 φοιτητές, (σπουδάζουν design, communication and media, e-business, internet and software technology, media technology και games ή software development). Καλείται να παρέχει χώρους εργασίας, διδασκαλίας, διαλέξεων, έρευνας και διοίκησης, καθώς και χώρους δημόσιου χαρακτήρα. Το πρόγραμμα, όπως ζητήθηκε στην προκήρυξη του διαγωνισμού, δεν διαθέτει συγκεκριμένα ζητούμενα ως προς το συνολικό χώρο που λαμβάνει κάθε λειτουργία. Όπως

92


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

αναφέρει ο Κώστας Πουλόπουλος, μέλος την ομάδας Henning Larsen Architects της Κοπεγχάγης το 2009, «το πρόγραμμα όπως αντιμετωπίστηκε από την ομάδα, είναι πολύ ιδεαλιστικό και όχι ιδιαίτερα συγκεκριμένο. Είναι περισσότερο μία ιδέα.»133 Έτσι, η ιδέα της ροής μεταξύ των χώρων, βρίσκει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί. Ανάλυση Ενδιάμεσου χώρου Ρυθμοί ζωής και περιβάλλον Λόγω του προγράμματός του, το Τμήμα, όπως και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, εμφανίζει δύο ρυθμούς κατοίκησης – έναν που αφορά στους μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι είναι οι φοιτητές, οι καθηγητές και το προσωπικό και έναν που αφορά στους επισκέπτες, οι οποίοι είναι τόσο οι κάτοικοι της πόλης που βρίσκονται στο πανεπιστήμιο για κάποια εκδήλωση, έκθεση, ή απλή επίσκεψη, όσο και οι φοιτητές των άλλων τμημάτων. Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε, το Τμήμα εντάσσεται στον ιστό της Πανεπιστημιούπολης, και με την πάροδο του χρόνου και της ίδιας της πόλης. Επομένως, καλείται να δημιουργήσει συνθήκες τόσο λειτουργίας, όσο και «τελετουργίας», συνθήκες, δηλαδή για την καθημερινότητα, αλλά και για ιδιαίτερες καταστάσεις. Σύστημα οργάνωσης των χώρων –κυκλοφορία Το κτήριο εμφανίζει μια γραμμικότητα, η οποία προκύπτει σαν σχεδιαστική επιλογή λόγω του άξονα Βορρά-Νότου που καθορίζει ολόκληρο το τοπογραφικό της Πανεπιστημιούπολης. Έτσι, δομείται σε δύο οριζόντιες, ανισομήκεις πενταόροφες ράβδους, παράλληλα τοποθετημένες, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται ένα αίθριο ή εσωτερικός δρόμος, που αποτελεί το σημείο αναφοράς του κτηρίου και στο οποίο συμβαίνει το «in-between». Το κτήριο, λοιπόν, διαπραγματεύεται με σαφή τρόπο την έννοια του ενδιάμεσου χώρου μέσα σε αυτόν τον κεντρικό τόπο. Στις δύο πλευρές του χώρου αυτού, αιωρούνται σα κουτιά-πρόβολοι σε μία δυναμική σύνθεση, μια σειρά από χώρους, οι οποίοι μοιάζουν με «συρτάρια» διαφόρων μεγεθών. Εκεί, είναι τα δωμάτια ομαδικής εργασίας των φοιτητών. Η σχεδιαστική αυτή απόφαση, κρύβει όλη την ουσία του ενδιάμεσου χώρου, για λόγους που θα αναλυθούν στη συνέχεια. Όλες οι περιοχές διδασκαλίας και έρευνας, λοιπόν, τοποθετούνται σε επίπεδα εκτός του ισογείου. Η διδασκαλία λαμβάνει χώρα μέσα στα κουτιά που αιωρούνται πάνω από το αίθριο, ενώ η έρευνα και η διοίκηση τοποθετούνται στα άκρα του κτηρίου, όπου υπάρχει ένα ήρεμο περιβάλλον. Στη συνολική οργάνωση του κτηρίου, παρατηρείται, έτσι, μια διαβάθμιση ιδιωτικότητας και ηρεμίας, η οποία αυξάνεται, όσο κανείς απομακρύνεται από το αίθριο. Η κίνηση αυτή, θυμίζει την πρόθεση των Candilis, Josic και Woods, καθώς, με τον τρόπο αυτό, παρέχεται η δυνατότητα είτε να συγκεντρωθεί κάποιος με ηρεμία, είτε να αντικρίζει όλο τον υπόλοιπο οργανισμό. Προωθείται, έτσι, τόσο η ομαδική δουλειά, όσο και η συγκεντρωμένη ατομική προσπάθεια. Οι διάδρομοι του Πανεπιστημίου , φαίνεται να εντάσσονται στο σύστημα του   Πουλόπουλος Κώστας, «Henning Larsen Architects, Τρίτοι Χώροι», στη Δεύτερη ημερίδα του ΕΣΩ με θέμα Interior Design, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Αθήνα, 15 Φεβρουαρίου 2013 στο www.vimeo.com (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) 133

93


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

αίθριο διάδρομοι βεράντες διδασκαλίας κλειστές αίθουσες

94

[33] διάγραμμα χρήσεων


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

ενδιάμεσου, καθώς δεν αποτελούν αποκλειστικά μέσο κυκλοφορίας, αλλά λειτουργούν και ως τόποι συνάντησης των φοιτητών μεταξύ τους, αλλά και με τους εργαζόμενους και τους καθηγητές, καθώς και ως χώροι ανάγνωσης. Στο ισόγειο περιλαμβάνονται κάποια εργαστήρια και δημόσιες λειτουργίες, αίθουσες διαλέξεων, καφετέρια, καντίνα και βιβλιοθήκη. Εκεί, πραγματοποιούνται και δημόσιες εκδηλώσεις χωρητικότητας 700 ατόμων, καθώς και ανοιχτές εκθέσεις. Η όλη δομή του κτηρίου παρουσιάζει μία «θεατρικότητα», καθώς ο κεντρικός αυτός χώρος λειτουργεί σα σκηνή, στην οποία όταν κανείς βρεθεί, είναι σε θέση να κατανοήσει την συνολική οργάνωση.

[34] (αριστερά) διάγραμμα ιδέας [35] (δεξιά) διάγραμμα κίνησης

Υλικότητα και φωτισμός Η επιλογή των υλικών, οφείλεται στην προσπάθεια για δημιουργία της αίσθησης του «ανήκειν» και στη δημιουργία κοινότητας μεταξύ των φοιτητών και των επισκεπτών. Τα υλικά που κυριαρχούν σε αυτόν τον κεντρικό ενδιάμεσο χώρο είναι το γυαλί, το μπετό, και το μέταλλο. Το γυαλί χρησιμοποιείται στην οροφή, τις όψεις προς το Βορρά και το Νότο, αλλά και στα δωμάτια εργασίας στις βόρειες και νότιες όψεις. Ακόμα, χρησιμοποιείται στους περιμετρικούς διαδρόμους. Το έδαφος είναι από μπετό, όπως και οι τοίχοι οι οποίοι είναι λευκοί. Το μέταλλο χρησιμοποιείται στα δομικά στοιχεία και την οροφή. Ένα μεταλλικό πλαίσιο διπλώνει γύρω από τον συνολικό όγκο του κτηρίου, το οποίο στέκεται υπερυψωμένο πάνω από την περιοχή του οικοπέδου, με μία

95


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

μοναδική δυναμική κίνηση. Οι γυάλινες όψεις μέσα στο πλαίσιο χωρίζονται σε οριζόντιες λωρίδες όπου το χρώμα και ο χαρακτήρας του γυαλιού ποικίλειέντονο πράσινο γυαλί, γαλακτερό γυαλί και καθαρό γυαλί, δημιουργούν ένα παιχνίδι ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό. Οι επιλογές αυτές, κάνουν το κτήριο να φαίνεται ευχάριστο και να προσκαλεί τους επισκέπτες, ενώ δημιουργεί έναν διάλογο με τη γύρω περιοχή. Το κτήριο, λοιπόν, ιδιαίτερα κοντά στον κεντρικό χώρο, είναι φωτεινό, χάρη στην μεγάλη επιφάνεια του γυαλιού που καταλαμβάνουν οι όψεις και η οροφή, αλλά και στην αντανάκλαση και στο λευκό χρώμα που κυριαρχεί. Κλίμακα και αντικείμενα│ «ποσότητα» σχεδιασμού Η ιδέα πίσω από το σχεδιασμό του κεντρικού χώρου, είναι αυτή της ευελιξίας και των ελεύθερων επιλογών κατοίκησης. Μία πρόθεση που θυμίζει και πάλι το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Ο «μνημειακής» κλίμακας ενδιάμεσος χώρος, λοιπόν, γίνεται αντιληπτός, ως ένα τεράστιο ανοιχτό δωμάτιο, χωρίς υπερ-σχεδιασμό, όπου μπορεί κανείς να δει και να αλληλεπιδράσει εύκολα με άλλα άτομα. Η από πρόθεση απλότητα του σχεδιασμού, φαίνεται και από τα έπιπλα που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων, τα οποία είναι πτυσσόμενα, στοιβάζονται και αποθηκεύονται εύκολα. Δεν παρέχεται κάποια μόνιμη επίπλωση που δεσμεύει τις επιλογές και κινήσεις όταν δεν υπάρχει κάποια έκθεση ή εκδήλωση. Εννοιλογική προσέγγιση ενδιάμεσου χώρου Κοινότητα │ κινήσεις, βλέμματα, αλληλεπιδράσεις Η βασική αρχή με την οποία καλούνται να σχεδιάσουν οι αρχιτέκτονες, είναι ότι οι φοιτητές πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο της διαδικασίας, ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον, στο οποίο θα δημιουργούνται συνδέσεις μεταξύ τους, οδηγώντας στην αίσθηση κοινότητας. «Το πανεπιστήμιο επιθυμεί οι φοιτητές να συναγωνίζονται μεταξύ τους, προς την παραγωγή ιδεών υλοποιήσιμων, οι οποίες, μάλιστα, χρηματοδοτούνται από το ίδρυμα, ή άλλους οργανισμούς»134. Υπάρχει μία αίσθηση ανοιχτότητας και μία αίσθηση συναγωνισμού που επικρατεί, κάτι που εκφράζεται κι από την επιθετικότητα των όγκων-προβόλων προς τον κεντρικό χώρο. Μοιάζουν να συναγωνίζονται για το ποιο θα κυριαρχήσει, ενώ αντίστοιχα οι φοιτητές προσπαθούν να κάνουν το ίδιο με τις ομάδες εργασίας τους. Η δημιουργία της κοινότητας, επιδιώκεται με μία σειρά από σχεδιαστικές κινήσεις ιδιαίτερα μελετημένες. Στους πολυχρηστικούς διαδρόμους, υπάρχει μία αίσθηση οικειότητας, καθώς οι φοιτητές κινούνται από τον ένα χώρο στον άλλον, έχοντας πάντα τη δυνατότητα να παρακολουθούν την δουλεία άλλων φοιτητών κατά το γίγνεσθαι, χάρη στην λειτουργία τους και ως χώροι ανάγνωσης και στη χρήση του γυαλιού που ενισχύει τα βλέμματα ανάμεσα στους διαδρόμους αυτούς και τις βεράντες διδασκαλίας. Έτσι η κοινότητα δημιουργείται τόσο μεταξύ των φοιτητών, όσο και με τους καθηγητές τους. Οι καθηγητές, από τη μία, χαίρονται ιδιαίτερα με το γεγονός ότι για να κινηθούν από τον ένα χώρο στον άλλο συναντούν πολλούς φοιτητές και μιλάνε

Tofte Mads, (Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κοπεγχάγης), «IT University of Copenhagen video by Henning Larsen Architects», επιμ. Jordana Sebastian, ArchDaily, 9 Σεπτεμβρίου 2010 στο www.archdaily.com/76988/it-university-of-copenhagen-video-by-henning-larsenarchitects (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) 134

96


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

[36] Το Τμήμα Πληροφορικής

97


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

μαζί τους135 και αντίστοιχα οι φοιτητές νοιώθουν οικεία και αναπτύσσουν σχέσεις με τους καθηγητές τους. Συναντιούνται παντού -σε διαδρόμους, στην καφετέρια και το εστιατόριο, στο μάθημα, ακόμα και στο μάθημα των άλλων-. Έτσι δημιουργείται μία φιλική ατμόσφαιρα και προωθείται ο διάλογος και ο αλληλοσεβασμός ανάμεσά τους. Μπορεί κανείς να συζητήσει με τον καθηγητή του οπουδήποτε, χωρίς να νοιώθει ότι εξετάζεται.136 Δημιουργείται, έτσι, ένα ενδιαφέρον δίκτυο, όπου κανείς έχει πλήρη ορατότητα του αιθρίου και των υπόλοιπων φοιτητών. Επιπλέον, η επιλογή του γυαλιού ως κυρίαρχου υλικού για τις βεράντες μελέτης και διδασκαλίας, οδηγεί σε μια συνεχή παρατήρηση, ανταλλαγή βλεμμάτων και οπτική επικοινωνία, και επαφή, όχι μόνο από τους διαδρόμους, αλλά και από το κεντρικό αίθριο. Αυτοί οι χώροι καταφέρνουν να ξεκλειδώσουν τη φαντασία των φοιτητών και επισκεπτών, και να δημιουργήσουν δυνατότητες για πολλές χρήσεις και ιδέες. Παράλληλα, η χρήση των υπόλοιπων υλικών, κάνουν το χώρο να φαίνεται φωτεινός, διαυγής και να αποπνέει μια καθαρότητα. «Η ζωηρή ατμόσφαιρα στο αίθριο δουλεύει πολύ καλά. Συνδέει τον οργανισμό και δίνει μία αίσθηση ταυτότητας. Αυτό είναι η μεγαλύτερη επιτυχία».137 «Υπάρχουν φοιτητές από το έδαφος μέχρι την κορυφή. Δεν είναι κρυμμένοι ή διαχωρισμένοι από τον υπόλοιπο οργανισμό».138 Το μέταλλο και μπετό, προσδίδουν στο κτήριο έναν μοντέρνο χαρακτήρα και μία αίσθηση καθαρότητας και δημιουργικότητας. Το δάπεδο, αποτελεί έναν χώρο απρόβλεπτων συμβάντων, καθώς είναι η περιοχή του κτηρίου, όπου οι φοιτητές μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τους κατοίκους της πόλης. Πρόκειται για μια ανεπίσημη συγκέντρωση ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα, ή όχι. Οι φοιτητές χαίρονται να χρησιμοποιούν το χώρο του ισογείου κατά τη διάρκεια της ημέρας όταν έχουν κάποιο κενό. Εκεί έρχονται σε επαφή μεταξύ τους και κοινωνικοποιούνται. Όπως περιγράφει η Nina Stald-Bolow, φοιτήτρια του πανεπιστημίου: «Υπάρχουν πάντα φοιτητές τριγύρω και μια αίσθηση ζωής. Στο ισόγειο συμβαίνουν καθημερινά πολλές δραστηριότητες. Κάποιοι φοιτητές συναντιούνται για να παίξουν επιτραπέζιο ποδόσφαιρο μετά το μάθημα, άλλοι πηγαίνουν στην καφετέρια, ή στο μπαρ της Παρασκευής, ή στο περιοδικό. Κάθε μέρα, συμβαίνει και κάτι διαφορετικό».139 Αυτός ο εσωτερικός διάδρομος, λοιπόν, δεν λειτουργεί απλά σα διανομέας, αλλά είναι χώρος κοινωνικοποίησης, συνάντησης και συνδιαλλαγής. Είναι ένας χώρος που ναι μεν ανήκει στο Πανεπιστήμιο, αλλά προσκαλεί την πόλη με την παροχή δημόσιων χρήσεων. Τελικά, η επιτυχία του μνημειακού μεγέθους ενδιάμεσου χώρου, στο συγκεκριμένο κτήριο, οφείλεται στην σχεδιαστική επιλογή των αρχιτεκτόνων να προσφέρουν   Ό.π. Erikstrup Peter (Φοιτητής του πανεπιστημίου), «Student Life at University of Copenhagen», Βίντεο στην επίσημη ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου: www.itu.dk (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) 137   Ό.π. Πουλόπουλος 138  Thorup Lina, (Φοιτήτρια - Επισκέπτρια του Πανεπιστημίου), ό.π. «IT University of Copenhagen video by Henning Larsen Architects» 139   Stald-Bolow Nina,(φοιτήτρια του Πανεπιστημίου), ό.π., «Student Life at University of Copenhagen» 135

136

98


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

τον ελάχιστο δυνατό σχεδιασμό στο ισόγειο, καθώς και στις αιωρούμενες βεράντες διδασκαλίας. Με την πρώτη κίνηση, οι αρχιτέκτονες επιτρέπουν την οικειοποίηση του χώρου από τους χρήστες και κατοίκους της, με όποιο τρόπο οι ίδιοι επιθυμούν, κάτι που οδηγεί σε απρόβλεπτες συναντήσεις, διαδράσεις και καταστάσεις. Με τη δεύτερη κίνηση παρέχονται οι συνθήκες για τη δημιουργία κοινότητας στο πανεπιστήμιο, αλλά και για την ενσωμάτωση του τμήματος στην πόλη, καθώς αίρεται η απόσταση μεταξύ τους, αφού ο οποιοσδήποτε έχει τη δυνατότητα να βρεθεί στο χώρο αυτό, να συναναστραφεί με τους φοιτητές και να παρακολουθήσει τη δουλειά τους. Δημιουργείται, τελικά, ένα μοντέρνο περιβάλλον, που επιτρέπει τα οπτικά παιχνίδια, μέσω της διαφάνειας και δημιουργεί την αίσθηση οικειότητας και φιλικού περιβάλλοντος.

99


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

4.2 Children’s Center for Psychiatric Rehabilitation, Hokkaίdo, Ιαπωνία│Sou Fujimoto Architects, 2006 Οικόπεδο

[37] Τοπογραφικό, Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης για Παιδιά

Τοποθετείται στο Hokkaίdo της Ιαπωνίας, πάνω σε μία πλαγιά με γρασίδι, πολύ κοντά στο δάσος. Το οικόπεδο επιτρέπει την ανάπτυξη του κτηρίου ως ένας αυτόνομος οργανισμός, καθώς η περιοχή δεν εμφανίζει πυκνή δόμηση. Επομένως, οι αρχιτέκτονες καλούνται να εντάξουν το κτήριο σε ένα περιβάλλον φυσικό και όχι αστικό. Πρόγραμμα Πρόκειται για ένα κέντρο θεραπείας για ψυχικά διαταραγμένα παιδιά. Διαθέτει χώρους για συνολικά πενήντα παιδιά, χώρους κατοίκησης για το προσωπικό, χώρους συμβουλευτικής και φροντίδας, ιατρείο, κουζίνα, κοινόχρηστους χώρους και διοίκηση. Το κτηριολογικό πρόγραμμα, είναι σημαντικό σε αυτήν την περίπτωση, καθώς ενδείκνυται για τη δημιουργία κοινότητας μεταξύ των παιδιών μέσα στο χώρο του Κέντρου, αφού τα οποία απομακρύνονται από τις οικογένειές τους.

100


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

Ανάλυση Ενδιάμεσου χώρου Ρυθμοί ζωής και περιβάλλον Το κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης, αποτελεί ένα κτήριο κατοίκησης. Είναι ένα κτήριο λειτουργίας, η οποία βιώνεται καθημερινά από τους χρήστεςκατοίκους. Το περιβάλλον που καλείται να δημιουργήσει, οφείλει να είναι οικείο, να δημιουργεί δεσμούς μεταξύ των συγκεκριμένων, μόνιμων κατοίκων του και να καλύπτει τις ανάγκες τους. Η κοινωνικοποίηση των παιδιών πρέπει να συντελείται μέσα στο κτήριο και επομένως να παρέχονται χώροι που την προωθούν. Επίσης, χάρη στην τοποθεσία του οικοπέδου, ο Sou Fujimoto, είναι αντιμέτωπος με ένα κτήριο το οποίο δεν διαθέτει διασυνδέσεις με την πόλη, είναι ένας αυτόνομος οργανισμός και σχεδιάζεται το ίδιο ως μία μικρή πόλη. Η συνθήκη αυτή θυμίζει το Ορφανοτροφείο του Van Eyck και αποτελεί τον πρώτο παραλληλισμό με τη θεωρία της Team 10. Σύστημα οργάνωσης των χώρων –κυκλοφορία H αντιμετώπιση του κτηριολογικού προγράμματος γίνεται με μία πολύ ισχυρή κεντρική ιδέα και μία εξίσου ισχυρή υλοποίησή της. Όπως το θέτει ο ίδιος o Sou Fujimoto, στο έργο αυτό προσπαθεί να δέσει σε μία ενιαία ατμόσφαιρα την άνεση και οικειότητα ενός χώρου κατοίκησης με την πολυπλοκότητα μίας πόλης140. Πρόκειται για άμεση αναλογία με τη θεωρία της Team 10 και για μια σχεδιαστική στρατηγική που θυμίζει αναπόφευκτα το Ορφανοτροφείο. Για να το πετύχει αυτό, σκορπίζει σε φαινομενικά τυχαίες μεταξύ τους θέσεις εικοσιτέσσερις πανομοιότυπους διώροφους λευκούς κύβους που αποτελούν το μοναδιαίο στοιχείο-clυster της σύνθεσης. Οι μικρές μετατοπίσεις και περιστροφές των κύβων δημιουργούν την αίσθηση ότι οι θέσεις τους έχουν προκύψει από μία εντελώς φυσική ή άτακτη διαδικασία, σαν ζάρια ριγμένα πάνω σε ένα ταμπλό. Στην πραγματικότητα είναι τοποθετημένοι με σκέψη και ακρίβεια.141 Το καινοτόμο, λοιπόν, που εμφανίζει αυτό το κτήριο, είναι η πρόθεση της αντίληψης του «τυχαίου», σε μία λογική που δεν χρησιμοποιείται ο κάνναβος για την διάταξη των κύβων. Οι λευκοί, αυτοί όγκοι, περιλαμβάνουν τις λειτουργίες του κτηρίου που απαιτούν κάποια ιδιωτικότητα ή απομόνωση (κοιτώνες παιδιών, δωμάτια προσωπικού, κουζίνες, υγροί χώροι, ιατρείο κλπ). Σε πρώτη ανάλυση, λοιπόν, παρατηρεί κανείς ότι ο κύβος είναι και στις 24 επαναλήψεις του μία πανομοιότυπη μορφή, εξωτερικά τουλάχιστον, ανεξαρτήτως της λειτουργίας του, ασχέτως δηλαδή αν είναι κοιτώνας παιδιών, ιατρείο ή γραφείο διευθυντή. Ωστόσο, οι κύβοι που αποτελούν κοιτώνες παρουσιάζουν έναν αριθμό παραλλαγών με διαφορετική μεταξύ τους εσωτερική διαμόρφωση, ενώ οι ομάδες κύβων με συγγενικές λειτουργίες διαρθρώνονται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Μεταξύ αυτών, διατρέχει σαν οργανισμός, ένας διάδρομος, ο ακανόνιστος   Fujimoto Sou, «Primitive Future» , ETSAM, Madrid Spain, 1-12-2010 στο www.vimeo. com/17387963 (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) 141   Η επίτευξη αυτής της τυχαιότητας και της αίσθησης ότι η δομή είναι ασχεδίαστη, ήταν, όπως λέει ο ίδιος, ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για επανάληψη μίας μονάδας εικοσιτέσσερις φορές. Ήθελαν το κτήριο να γίνεται αντιληπτό ως τοπίο, ως δάσος. «χρειάστηκε ένας πολύ εντατικός, ακριβής και κοπιαστικός σχεδιασμός για να φτιάξουμε τελικά ένα απρόβλεπτο, ένα «καταλάθος», ένα χώρο που είναι σαν να μην έχει σχεδιαστεί καθόλου». Ό.π. 140

101


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

ενδιάμεσος χώρος ιδιωτικοί χώροι δημόσιοι χώροι

[38] διάγραμμα χρήσεων

ενδιάμεσος χώρος, ο οποίος είναι στεγασμένος, αλλά σε μεγάλο ύψος. Ο χώρος αυτός λειτουργεί για τη σύνδεση των κύβων και είναι ένα μέρος όπου τα παιδιά συμμετέχουν στις κοινές δραστηριότητες του φαγητού, του παιχνιδιού και της ξεκούρασης σε μεγάλα καθιστικά και χώρους εστίασης, ενώ τα λευκά κουτιά περιλαμβάνουν χώρους ύπνου για τα παιδιά, φροντίδας, μαγειρικής, χώρους κατοίκησης και εργασίας για το προσωπικό. Το έργο αυτό, παρά τη θραυσματική τον σύλληψη, ιδωμένο σαν σύνολο στο περιβάλλον τοπίο του, παρουσιάζει μία πολύ συνεκτική και συμπαγή δομή που προσομοιάζει περισσότερο με αυτήν ενός μικρού χωριού, παρά ενός μεγάλου σπιτιού. Αυτό, οφείλεται και στη χρήση του γυαλιού ως υλικού που συνδέει κατακόρυφα τους λευκούς κύβους. Η σύνθεση προσφέρει ελεύθερους χώρους ποικίλων κλιμάκων, ενώ είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς ένα κέντρο ή κάποια διαβάθμιση στοιχείων πρωτεύουσας ή δευτερεύουσας σημασίας. Υπάρχουν, απεναντίας, πολλαπλά περιστασιακά κέντρα, που μεταβάλλονται ανάλογα με τη θέση και την αντίληψη του καθένα, και διαδρούν μεταξύ τους. «Έτσι ένα παιδί μπορεί να βρει το κέντρο του στο υπνοδωμάτιό του, στο σαλόνι ή σε μία τυχαία εσοχή του ενδιάμεσου κοινόχρηστου χώρου»142. Ο Ιάπωνας αρχιτέκτονας χαρακτηρίζει τη δουλειά του ως μία «αδύναμη αρχιτεκτονική», εννοώντας ότι δεν δημιουργεί αρχιτεκτονική από μία συνολική τάξη ή έναν κανόνα, αλλά από τις μικρές σχέσεις μεταξύ των μερών πού απαρτίζουν   «Children’s Center for Psychiatric Rehabilitation / Sou Fujimoto», Archdaily, 3 Νοεμβρίου 2008 στο www.archdaily.com/?p=8028 (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) 142

102


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

[39] διάγραμμα σχέσεων

[40] διάγραμμα ιδέας

το σύνολο, με αποτέλεσμα μία τάξη που «ενσωματώνει την αβεβαιότητα και την αταξία» 143. Συχνά, επίσης, παρομοιάζει αυτές τις σχέσεις μεταξύ των μερών στην αρχιτεκτονική του, σαν μουσικές νότες χωρίς πεντάγραμμο. Εκεί όπου απουσιάζει ο κανόνας και η γραμμικότητα του πενταγράμμου, τον οποίο συγκρίνει με τον κάνναβο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, οι νότες μοιάζουν να αναπτύσσουν εντελώς καινούριες σχέσεις μεταξύ τούς υπερβαίνοντας τον γενικό κανόνα του χρόνου 144. Η αντίφαση του έργου, βρίσκεται στο ότι ο αρχιτέκτονας δίνει μορφή σε έννοιες όπως η πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα των στοιχείων που απαρτίζουν το σύνολο, και η πολυσημία των μεταξύ τους σχέσεων, με μία γλώσσα πού είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του μοντέρνου κινήματος, με τη χρήση, δηλαδή της μινιμαλιστικής γεωμετρίας των λευκών κυβικών μορφών. Υλικότητα και φωτισμός Η επιλογή των υλικών, στοχεύει στη δημιουργία ενός οικείου χώρου για τα παιδιά, τα οποία δε θα νοιώθουν αποκομμένα από το περιβάλλον και   Ό.π. Fujimoto Sou, «Primitive Future» , ETSAM   Όπως γράφει ο ίδιος, «..το καθιερωμένο σύστημα μουσικής σημειογραφίας, εδραιωμένο κατά την περίοδο του Μπαρόκ, συμβόλιζε τον απόλυτο χρόνο και τον ομοιογενή χώρο. [..] Σχεδιάστε τις νότες αυτές χωρίς το πεντάγραμμο. Οι νότες αναδύονται σαν μέσα από ένα ανείπωτα πολύπλοκο σύστημα απελευθερωμένο από την ανθρωπογενή τάξη». Ό.π. 143 144

103


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

απομονωμένα. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι το ξύλο, το μπετό και το γυαλί. Οι τοίχοι των κουτιών είναι βαμμένοι λευκοί, κάτι που τονίζει την πλαστικότητα και την καθαρότητα της μορφής τους. Με τη χρήση του λευκού, δίνεται μια μεγάλη αίσθηση φωτεινότητας στο κτήριο, κάτι που σε συνδυασμό με τη διαφάνεια, δημιουργεί παιχνίδια φωτός και αντανακλάσεων. Οι ενδιάμεσοι χώροι χρησιμοποιούν γυαλί και ξύλο. Το πρώτο, χρησιμοποιείται ως «ο τοίχος» που περικλείει το ενδιάμεσο. Προσφέρει προστασία από τα καιρικά φαινόμενα, διατηρώντας την οπτική επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον. Έτσι, τα παιδιά, βρισκόμενα στους εσωτερικούς διαδρόμους του κτηρίου, νοιώθουν πως βρίσκονται έξω. Το ξύλο κυριαρχεί στο δάπεδο, και υπονοεί ένα φυσικό στοιχείο, που συμβάλλει με τη σειρά του στην αίσθηση του έξω καθώς τα παιδιά παίζουν και κινούνται από τον ένα χώρο στον άλλο. Το φως είναι ακόμα, ένα βασικό συνθετικό στοιχείο του χώρου, καθώς διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τις ποιότητές του. Οι εναλλαγές του είναι πολλές στον ενδιάμεσο αυτό χώρο, και δημιουργεί ποικίλες καταστάσεις φωτεινών και σκοτεινών περιοχών. Κλίμακα και αντικείμενα│ «ποσότητα» σχεδιασμού Ο ενδιάμεσος αυτός δρόμος, σχεδιάζεται, ώστε να παρέχει ευελιξία και να δημιουργεί τις συνθήκες για ποικίλες ποιότητες, για γρήγορο παιχνίδι και χαλάρωση. Έτσι, εμφανίζονται χώροι μικρότεροι και χώροι μεγαλύτεροι, πιο φωτεινοί ή πιο σκοτεινοί, πιο στενοί και πιο ευρύχωροι. Η μοναδική επίπλωση που διαθέτουν, είναι τα τραπέζια και οι καρέκλες, καθώς χρησιμοποιούνται και ως χώροι όπου τα παιδιά γευματίζουν. Επομένως, δεν εμφανίζεται κάποιος υπερ-σχεδιασμός του ενδιάμεσου χώρου, καθώς υπάρχει η πρόθεση να γίνεται αντιληπτό ως ένα συνεχές δίκτυο, στο οποίο τα παιδιά αποφασίζουν τον τρόπο που θα το κατοικήσουν κάθε φορά. Άλλωστε, το σύστημα είναι ήδη αρκετά πολύπλοκο λόγω της μορφής του. Εννοιλογική προσέγγιση Κοινότητα │ κινήσεις, βλέμματα, αλληλεπιδράσεις «Είναι το να ανακαλύπτεις ένα χώρο. Μία εσοχή. Μία κόγχη. Μία γεωμετρημένη, διάφανη σπηλιά πλημμυρισμένη με φως». - Sou Fujimoto, 2010 145

Ο «κενός» αυτός ενδιάμεσος χώρος, που διαχέεται ακανόνιστα ανάμεσα στο σύμπλεγμα των κύβων, είναι ασαφής με την έννοια ότι προσεγγίζει την αίσθηση ενός εξωτερικού χώρου, αποτελεί δηλαδή το έξω σε σχέση με το μέσα των κουτιών, ωστόσο είναι και αυτός ένας εσωτερικός χώρος, με απρόβλεπτα όρια που ρέει προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ιδέα αυτή πρόκειται για μία σχεδιαστική επιλογή που στοχεύει στο παιχνίδι των αισθήσεων. Ο Fujimoto μιλώντας για την ιδανική αρχιτεκτονική, αναφέρει ότι είναι ένας εξωτερικός χώρος που τον αισθανόμαστε σαν εσωτερικό και ένας εσωτερικός χώρος που τον αισθανόμαστε σαν εξωτερικό. 146 Το Κέντρο αποτελεί ένα μέρος με πολλές διακυμάνσεις και διαφοροποιήσεις, συστολές και διαστολές. Καλεί τα παιδιά να περιπλανηθούν και να το ανακαλύψουν, να παίξουν και να κρυφτούν. Κατά τα λόγια του   Ό.π.   Fujimoto Sou, «AD Interviews: Sou Fujimoto», Archdaily, στο vimeo.com/21155190 (Τελευταία επίσκεψη: Ιούνιος 2015) 145 146

104


[41] “Το Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης για Παιδιά”


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

αρχιτέκτονα, τα παιδιά συμπεριφέρονται «σαν πρωτόγονοι άνθρωποι που ερμηνεύουν το περιβάλλον τους ελεύθερα και ζουν σε αυτό εύκολα».147 Μια συνολική ανασκόπηση των παρατηρήσεων για το Κέντρο Ψυχιατρικής αποκατάστασης για παιδιά συμπυκνώνει το νόημα αυτού του έργου στην προσπάθεια δημιουργίας ενός πεδίου πολύπλοκων και διαφορετικών σχέσεων, τις οποίες θα βιώνουν τα παιδιά. Το κλειδί για αυτό το παιχνίδι βρίσκεται στη διαβάθμιση των ποιοτήτων στις περιοχές της δημόσιας διάδρασης, που επιτυγχάνεται με την πολυπλοκότητα και τυχαιότητα της γεωμετρίας και τη γενική ασάφεια αυτού τον χώρου, όπως περιγράφηκε ήδη. Οι πολλαπλοί βαθμοί σύνδεσης και αποσύνδεσης από τα δημόσια δρώμενα αφήνουν το κάθε παιδί ελεύθερο να ρυθμίζει ενστικτωδώς την αίσθηση της απόστασης και της εγγύτητας, της ισορροπίας μεταξύ της ιδιωτικότητας και της κοινωνικής επαφής. «Ο χώρος είναι σχέσεις» λέει ο Sou Fujimoto, φτιάχνοντας μία «αρχιτεκτονική των μερών» μέσα από την οποία προσπαθεί να αφυπνίσει στα άτομα που κατοικούν τους χώρους του τη δημιουργικότητα, τη φαντασιακή ικανότητα, το κάθε στοιχείο που «δεν είναι απεικονίσιμο»148. Σε αυτόν ακριβώς το χώρο, είναι που τα παιδιά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ανταλλάσουν βλέμματα, κινήσεις και δράσεις, συνομιλούν και παίζουν. Όλα αυτά, δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους και την αίσθηση μιας κοινότητας. Ο ενδιάμεσος χώρος ενεργοποιεί τη φαντασία των παιδιών, απρόβλεπτος καθώς είναι, και τα ωθεί να ανακαλύψουν τι κρύβεται πίσω από κάθε γωνία και κάθε εσοχή. Η κίνηση ταυτίζεται με το βλέμμα. Το μοναδικό μέσο για να προβλέψουν τα παιδιά το χώρο, είναι η εμπειρία. Η εγγενής δημιουργικότητά τους, όμως, βρίσκει το πεδίο να αναπτυχθεί, και τα ωθεί να δίνουν κάθε φορά διαφορετική ερμηνεία. Κινούμενα στο χώρο, συναντούν ένα στενό πέρασμα, όπου μπορούν ίσως να συνομιλήσουν ιδιαιτέρως, ή να κινηθούν με γρηγοράδα, μία φωτεινή «αλάνα», όπου πολλά μαζί παίζουν και αλληλεπιδρούν, μία μικρή σκοτεινή εσοχή, κατάλληλη για να κρύβονται και να απομονώνονται, μία γυάλινη τζαμαρία για να απολαύσουν τη θέα στη φύση. Καθ’ όλη αυτή την κίνηση, τα βλέμματα αλλάζουν χαρακτήρα. Άλλοτε είναι βλέμματα διερευνητικά, άλλοτε προσμονής, άλλοτε συμπάθειας ή φόβου, άλλοτε βλέμματα προς το εξωτερικό και τη θέα του δάσους. Τα παιχνίδια στις ποιότητες των χώρων, με τη βοήθεια του φωτός, δημιουργούν, λοιπόν, συνθήκες για απομόνωση και ηρεμία, συνθήκες για μικρές ομάδες και μεγαλύτερες. Η έλλειψη αντικειμένων στο χώρο, πέρα από τα τραπέζια για φαγητό, έχει ιδιαίτερη σημασία για αυτή την διάθεση των παιδιών να ανακαλύψουν, ή και να εφεύρουν τα ίδια πτυχές του χώρου. Με τον τρόπο αυτό, όλα μαζί τον κατακτούν και τον κατοικούν. Η υλικότητα του ενδιάμεσου προωθεί μια αίσθηση οικειότητας και επαφής με το εξωτερικό, καθώς προσφέρεται η θέα προς τη φύση, δημιουργώντας χαλάρωση και ηρεμία. Τα παιδιά νοιώθουν περισσότερο σα να μένουν σε ένα χωριό, παρά σε ένα κτήριο, ενώ παράλληλη προστατεύονται από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες της περιοχής.   Fujimoto Sou, «Children’s Center for Psychiatric Rehabilitation, Hokkaido», 2G, (50), Ισπανία, σ. 28 148   Fujimoto Sou, «Architecture Biennale : Sou Fujimoto Architects», επιμ. Institute of the 21st Century και ForYourArt, The Kayne Foundation, Brenda R. Potter, Catharine και Jeffrey Soros, Biennale Αρχιτεκτονικής 2010 στο www.youtube.com/watch?v=rdEnh9YAsrU (Τελευταία επίσκεψη: Ιούνιος 2015) 147

106


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

4.3 Νέο Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα│Κοκκίνου-Κούρκουλας Architects, 20012004 Οικόπεδο

[42] Τοπογραφικό, Νέο Μουσείο Μπενάκη

Το μουσείο σχεδιάζεται ως επέμβαση σε ένα προϋπάρχον βιομηχανικό κτήριο, του οποίου ο σκελετός διατηρείται με την προσθήκη ενός ορόφου. Βρίσκεται στην οδό Πειραιώς στο κέντρο της Αθήνας, μέσα σε πλούσιο αστικό ιστό της πόλης και σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους. Το κτήριο καταλαμβάνει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Πρόγραμμα Το μουσείο σχεδιάζεται με ζητούμενο ότι δε θα φιλοξενεί κάποια μόνιμη έκθεση, επομένως, δεν υπάρχει κάποια αφήγηση που θα πρέπει να δημιουργεί. Πρόκειται για έναν χώρο πολλαπλών εκθέσεων, που καλύπτει εκτός από τους εκθεσιακούς χώρους, τις ανάγκες του μουσείου, όπως εστιατόριο-καφετέρια και βιβλιοπωλείο, αλλά και περιλαμβάνει αμφιθέατρο 300 θέσεων. Ανάλυση Ενδιάμεσου χώρου Ρυθμοί ζωής και περιβάλλον Πρόκειται για ένα ακόμα κτήριο που εμφανίζει δύο ρυθμούς κατοίκησης, με κυρίαρχο αυτόν της επίσκεψης, της τελετουργίας και δεύτερο της καθημερινότητας των εργαζομένων. Η επίσκεψη για το κτήριο, συνδέεται

107


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

με τα βλέμματα, τόσο προς εκθέματα, όσο και προς άλλους ανθρώπους. Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε, το κτήριο εντάσσεται στον αστικό ιστό της πόλης, καλείται, επομένως να δημιουργεί συνθήκες τυχαίων συναντήσεων στους επισκέπτες και τους κατοίκους της πόλης, ενώ παράλληλα, ως χώρος πολιτισμού, καλείται να προσκαλεί τους επισκέπτες στο εσωτερικό του. Σύστημα οργάνωσης των χώρων – κυκλοφορία Η αρχιτεκτονική ανάπλαση, όπως αναφέρθηκε, διατήρησε το αρχικό σχέδιο του κτίσματος με την προσθήκη ενός ορόφου. Σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες «οι γενικές αρχές σχεδιασμού βασίζονται στην ιδέα ενός εσωστρεφούς κτηρίου με ανοίγματα προς το κεντρικό αίθριο»149. Η κίνηση αυτή, οφείλεται στην ιδέα της συσκευασίας του πολύτιμου. Πρόκειται για ένα κτήριο που δεν είναι εξωστρεφές και δεν ανοίγεται προς την πόλη, αλλά λειτουργεί ως «κέλυφος» που εσωκλείει μέσα του τις λειτουργίες και τους χώρους. Ως χώρος που στεγάζει τον πολιτισμό, το πολύτιμο, το διαφυλάσσει από την εξωτερική κίνηση και ταχύτητα. Αυτό, φαίνεται και από το γεγονός ότι η είσοδος δεν τοποθετείται στην οδό Πειραιώς, η οποία είναι μία πολύβουη και θορυβώδης οδός, λόγω της κίνησης των αυτοκινήτων. Η είσοδος στο κτήριο γίνεται από μία μεγάλη στοά, από την οποία υπάρχει επιλογή να στρίψει κανείς προς τους κτηριακούς όγκους, ή να συνεχίσει ευθεία, καταλήγοντας σε ένα κεντρικό αίθριο. Η συνολική οργάνωση του κτηρίου διαμορφώνεται περιμετρικά του αιθρίου, «με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή ευκρίνεια στις προσβάσεις και ταυτόχρονα μεγάλη ευελιξία στη χρήση των χώρων» 150. Από εκεί, διοχετεύονται όλες οι κινήσεις προς το βιβλιοπωλείο και το εστιατόριο, τα οποία βρίσκονται στο ισόγειο, αλλά και προς όλους τους εκθεσιακούς χώρους και το αμφιθέατρο, που βρίσκονται ψηλότερα. Λειτουργεί, επομένως, η στοά και στη συνέχεια το αίθριο σαν τόπος μετάβασης της πόλης με το Μουσείο, του μέσα με το έξω, του πάνω με το κάτω. Στην βασική εσωτερική όψη, την οποία βλέπει κανείς μπροστά του, κινούμενος από τη στοά στο αίθριο, βρίσκεται πίσω από ένα διάτρητο υλικό, μία ξύλινη ράμπα, η οποία οδηγεί στα ανώτερα επίπεδα. Η όψη αυτή, σύμφωνα με την πρόθεση των αρχιτεκτόνων λειτουργεί σαν οθόνη που προβάλλει τους επισκέπτες. Το αίθριο, βασικό στοιχείο των δραστηριοτήτων του πολιτιστικού κέντρου, μπορεί να φιλοξενεί υπαίθριες εκθέσεις, μουσικές εκδηλώσεις και παραστάσεις. «Η όλη λογική της αρχιτεκτονικής οργάνωσης και του ύφους του κτηρίου στοχεύει στη δημιουργία ενός χώρου που δεν εξαντλείται σε μια απλή σύντομη επίσκεψη, αλλά λειτουργεί όλη την διάρκεια της ημέρας, προσφέροντας στο κοινό άνετες συνθήκες παραμονής και συμμετοχής σε εναλλακτικές εκδηλώσεις»151. Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρη η πρόθεση δημιουργίας ενός χώρου, ο οποίος λειτουργεί ως τόπος κοινωνικοποίησης και «συνάντησης», για να θυμηθούμε τον Martin Buber.

Μουσείο Μπενάκη: Επίσημη ιστοσελίδα www.benaki.gr/?id=40202   Ό.π. 151  Κούρκουλας Ανδρέας, «Κοκκίνου-Κούρκουλας, Έργα μεγάλης κλίμακας, Μουσεία», στη Δεύτερη ημερίδα του ΕΣΩ με θέμα Interior Design, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Αθήνα, 15 Φεβρουαρίου 2013 στο www.vimeo.com/65991360 (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) 149 150

108


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

αίθριο στοά

[43] διάγραμμα χρήσεων

περιμετρικές στοές ράμπα κλειστοί χώροι

[44] διάγραμμα κινήσεων “κενής” ημέρας

[45] υποθετικό διάγραμμα κινήσεων ημέρας εκδηλώσεων

109


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Υλικότητα και φωτισμός Τα υλικά που χρησιμοποιούνται στο Μουσείο είναι σκληρά όσον αφορά στο εξωτερικό. Πρόκειται για ένα κόκκινο ιρανικό μάρμαρο. Στο εσωτερικό, κυριαρχεί διαφάνεια. Η επιλογή αυτή είναι άλλη μία ένδειξη της εσωστρέφειας του κτηρίου. Υπάρχει διαστρωμάτωση διαδοχικών επιπέδων των υλικών - ξύλινες περσίδες, περιμετρικοί μεταλλικοί εξώστες στις τρεις πλευρές και υαλοπέτασμα με μεταλλικό πλέγμα μπροστά από την ράμπα. Αυτή είναι και η κύρια όψη. Η χρήση του συγκεκριμένου υλικού, προστατεύει από τον ήλιο και ταυτόχρονα δημιουργεί ένα παιχνίδι φωτός. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, το υλικό της σήτας κάνει την όψη να μοιάζει με υδάτινη επιφάνεια, η οποία δεν έχει διαφάνεια. Τη νύχτα, χάρη στον εσωτερικό φωτισμό, η όψη γίνεται ημιδιάφανη και επιτρέπει τη θέαση της τελετουργικής κίνησης στην ξύλινη ράμπα. Στο έδαφος κατά μήκος της στοάς αλλά και στο αίθριο, υπάρχει πλακόστρωση, δίνοντας την αίσθηση ότι είναι προέκταση του έξω. Κλίμακα και αντικείμενα│ «ποσότητα» σχεδιασμού Το αίθριο αποτελεί σε καθημερινή βάση, έναν χώρο τελείως κενό. Η επιλογή αυτή είναι εσκεμμένη από την μεριά των αρχιτεκτόνων, ώστε να υπάρχει δυνατότητα χρήσης του για υπαίθριες εκθέσεις και εκδηλώσεις. Πρόκειται, λοιπόν, για μια εσωτερική πλατεία, κυρίαρχο στοιχείο της οποίας είναι η όψη-οθόνη. Η ευελιξία του χώρου, προσδίδει προοπτικές μιας δυναμικής των χρήσεων και των κινήσεων. Είναι ένας χώρος κενός ως δυνατότητα όλων των εναλλακτικών , έκθεση, θέατρο, συναυλία κ.λπ., στην ουσία, όμως, όπως λειτουργεί το πρόγραμμα του κτηρίου, σχεδόν καθημερινά αναλαμβάνει και μία διαφορετική ταυτότητα. Εννοιολογική προσέγγιση Κοινότητα │ κινήσεις, βλέμματα, αλληλεπιδράσεις Η κίνηση σε συνδυασμό με το βλέμμα, από την είσοδο κιόλας στο Μουσείο, δημιουργεί μια αίσθηση τελετουργίας. Η κίνηση δρόμος-στοά-αίθριο, συνθέτει μία μετάβαση από το έξω της πόλης σε ένα άλλο «έξω», διαμέσου της στοάς. Η στοά αποτελεί το πρώτο στάδιο της μετάβασης και συνιστά έναν ενδιάμεσο χώρο, ένα κατώφλι, όπου ο επισκέπτης στέκεται συνήθως για την αγορά του εισιτηρίου του. Η μεταβατικότητα του χώρου αυτού, τονίζεται με την υλικότητά του, η οποία αποτελεί συνέχεια του εξωτερικού και την κλίμακά του. Σύμφωνα, με τον Γιώργο Νικόπουλο, «Η κλίμακα της στοάς είναι ένα σημαντικό στοιχείο της, διότι πέρα από το εννοιολογικό περιεχόμενο μίας μετάβασης και διαφοροποίησης από το έξω στο μέσα, εδώ υπάρχει ένας «ενδιάμεσος χώρος» που είναι όντως ενδιάμεσος χώρος. Δεν είναι απλά το πάχος ενός τοίχου. Υπάρχει ένας τρίτος χώρος ο οποίος είναι ασαφής ως προς το τι είναι. Είναι, λοιπόν, ένα εκτεταμένο κατώφλι, το οποίο τονίζει πολύ τη διαδικασία της μετάβασης, το αν βρίσκεται κανείς μέσα ή έξω, με ποιο τρόπο μπαίνει ώστε να ξαναβγεί στην ουσία, σε έναν υπαίθριο χώρο» 152. Πρόκειται για έναν χώρο, ο οποίος αποτελεί ένα φίλτρο ανάμεσα στην πόλη και το μουσείο. Η μετάβαση στην κίνηση, συνοδεύεται με μία μετάβαση στα υλικά: κόκκινο πορώδες μάρμαρο και πεζοδρόμιο στο εξωτερικό -το ίδιο μάρμαρο με πλακόστρωση στη στοά -πλακόστρωση και ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η διαφάνεια στο αίθριο. Με τον σχεδιασμό και τη συναρμολόγηση των περσίδων,

152

110

Νικόπουλος Γιώργος, Προσωπική συζήτηση (Παράρτημα 4)


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

η μέσα επιφάνεια παρουσιάζεται πιο κινητική στο χειρισμό του φωτός. Όπως σχολιάζει ο Γιάννης Πεπονής, η κλίση των φορέων σε σχέση με τον τοίχο, δημιουργεί μια προοπτική ένταση προς τον ουρανό153. Από τον κεντρικό ενδιάμεσο χώρο, λοιπόν, διανέμονται οι κινήσεις συνολικά. Πρώτη επιλογή είναι η είσοδος στο ισόγειο και δεύτερη η ανάβαση μέσω της ράμπας. Καθ’ όλη την ανάβαση υπάρχει θέα του αιθρίου . Όλες οι κινήσεις στους ορόφους γίνονται με περιμετρικούς εξώστες, με θέα προς το κέντρο. Στο Μουσείο, λοιπόν, το οποίο οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες αποκαλούν θεατρικό κτήριο, όταν κανείς βρεθεί στο κεντρικό αίθριο, το βλέμμα προηγείται της κίνησης. Είναι ένας χώρος, στον οποίο ο επισκέπτης αποκτά πλήρη εικόνα των κινήσεων, αλλά και του ίδιου του κτηρίου. Δεν πρόκειται, επομένως για μία οργάνωση που αποκαλύπτεται καρέ-καρέ στον επισκέπτη, αλλά γίνεται κατανοητή μονομιάς. Αντίστοιχα, κινούμενος κανείς στους διαδρόμους και τη ράμπα, έχει θέαση προς το αίθριο. Η όψη–οθόνη του αιθρίου, όπως ήδη αναφέρθηκε, χάρη στη χρήση της σήτας, δημιουργεί ένα παιχνίδι φωτός, που τη μέρα δεν επιτρέπει την οπτική επικοινωνία με τη ράμπα, ενώ τη νύχτα, οι επισκέπτες προβάλλονται σα μορφές πάνω της και γίνονται «πρωταγωνιστές μιας πομπής» 154. Έτσι, ο κόσμος γίνεται ο ίδιος θεατής και έκθεμα στο μουσείο. Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης αναφερόμενος στο έργο τους μιλά για μια σκηνική οργάνωση του χώρου, ενώ εξηγεί πως ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσονται τα αρχιτεκτονικά στοιχεία παραπέμπει σε απλά κοινωνικά δρώμενα της καθημερινής και της δημόσιας ζωής, που, μέσα από το χειρισμό τους, εξωθούνται στη θεατρικότητα.155 Ο ίδιος, αναφερόμενος στο αίθριο περιγράφει: «Το αίθριο του Μουσείου Μπενάκη, με τα εσωστρεφή μεγάλα ανοίγματα του ισόγειου εκθεσιακού χώρου, τα διαφώτιστα μεταλλικά παραπετάσματα του κεκλιμένου επιπέδου, τις περιμετρικές περσιδωτές κουίντες που οδηγούν σε γραφεία και χώρους έκθεσης ή απλώς σε αφήνουν να παρατηρείς, οργανώνουν έναν χώρο πολλαπλών δράσεων, όπου θεατές και θέαμα εναλλάσσουν συνεχώς ρόλους και η σκηνή είναι ταυτόχρονα και θεωρείο και σκηνικό».156 Ένα διάμηκες άνοιγμα επί της οδού Πειραιώς δημιουργεί βλέμματα ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό που φτάνουν ως το αίθριο, το οποίο όπως υποστηρίζουν οι αρχιτέκτονες αντιστοιχεί στην ιδέα της ταχύτητας. Οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες μιλώντας για το έργο τους, υποστηρίζουν ότι «οι γενικές αρχές της αρχιτεκτονικής σύνθεσης βασίζονται στην ιδέα ενός εσωστρεφούς κλειστού κτηρίου - κιβωτού που ανοίγεται στο εσωτερικό του (αίθριο). Η κλειστότητα και επιπεδότητα των εξωτερικών τοίχων με τα ελάχιστα αναγκαία ανοίγματα – σχισμές αντιστρέφεται στο εσωτερικό αίθριο, όπου κυριαρχεί η διαφάνεια και η αίσθηση του βάθους με τη διαστρωμάτωση των διαδοχικών επιπέδων των υλικών. Η κίνηση των επισκεπτών στον χώρο του αίθριου αποτελεί στοιχείο τελετουργικό – θεατρικό. Υπάρχουν πολλαπλές προσβάσεις στους εκθεσιακούς χώρους ώστε το κτίριο να μπορεί να αναπτύξει πολλά εκθεσιακά σενάρια. Η επιλογή των υλικών που επενδύουν το κτίριο βασίστηκε στο χρώμα, στην υφή, στην αίσθηση διαφάνειας». 153   Πεπονής Γιάννης, «Χωρικές Προθέσεις», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (38), Μονογραφίες XVI: Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέας Κούρκουλας , 2004, σ. 67 154   Ό.π., Κούρκουλας Ανδρέας, «Κοκκίνου-Κούρκουλας, Έργα μεγάλης κλίμακας, Μουσεία» 155   Τουρνικιώτης Παναγιώτης, «Στοιχεία Πολύτροπης Αρχιτεκτονικής», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (38), Μονογραφίες XVI: Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέας Κούρκουλας , 2004, σ. 64 156   Ό.π.

111


[46] “Το Μουσείο Μπενάκη_ παύση”


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

Το αίθριο, λοιπόν, αποτελεί ακόμα ένα φίλτρο της πόλης. Φτάνοντας κανείς εκεί, ακόμα και όταν ο χώρος είναι εντελώς κενός, μπορεί να έχει μια πολύ ήσυχη, προσωπική, επιμελή εμπειρία του μουσείου. Μπαίνει σε ένα χώρο, ο οποίος θα τον βοηθήσει να «καθαρίσει» από την πληθώρα των ερεθισμάτων πάνω στην Πειραιώς και να πάρει μια ανάσα, ή πολύ ποιητικά όπως το αφηγείται ο Γιώργος Νικόπουλος «ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα εκεί, μπορεί να καταφέρεις να ακούσεις τα βήματά σου, το οποίο ίσως να σου είναι χρήσιμο σε ένα χώρο που προσπαθεί να σε βάλει σε μία στοχαστική διαδικασία, όπως είναι ένα μουσείο»157. Βασική αξία της επίσκεψης ενός μουσείου, σύμφωνα με τον Ανδρέα Κούρκουλα, είναι η ιδέα του ανταποδοτικού βλέμματος, η οποία δημιουργείται σε μία χρονικότητα που δεν έχει σταθερό ρυθμό, δεν έχει καθημερινότητα158. Υπό αυτή την έννοια, η κενότητα του κεντρικού αιθρίου, στοχεύει ακριβώς στην ευελιξία του χώρου και στα ανεμπόδιστα βλέμματα και κινήσεις. Η δυναμική αυτή έχει αποτέλεσμα να μοιάζει ο ένας έκθεμα στα μάτια του άλλου. Επομένως, το κτήριο χωρογραφεί μία γιορτή. Δεν δημιουργεί κοινότητα με την έννοια που είδαμε ως τώρα, καθώς δεν αναφέρεται σε μόνιμους επισκέπτεςχρήστες. Στοχεύει στη δημιουργία αλληλεπιδράσεων απλών και καθημερινών, ανάμεσα σε άτομα με κοινά ενδιαφέροντα. «Διαφάνεια ή σκληρό όριο, φως ή σκιά, απομόνωση ή ενοποίηση, πρόσβαση ή όχι, αποτελούν βασικές επιλογές, οι οποίες καθορίζουν τα όρια και τα υλικά τους, προκειμένου να διαμορφωθούν χωρικές μορφές που διεγείρουν τις αισθήσεις».159 Μία προσωπική επίσκεψη του χώρου σε μία μέρα καθημερινή, όταν δεν αναλαμβάνει κάποια ταυτότητα διαφορετική του κενού δείχνει ότι το αίθριο χρησιμοποιείται κυρίως σαν πέρασμα. Βρισκόμενος κανείς στο χώρο αυτό, στρίβει κατευθείαν προς το εστιατόριο και το βιβλιοπωλείο. Η στάση του κοινού στο αίθριο για να συζητήσει, να σχολιάσει και να αλληλεπιδράσει, είναι θέαμα που σπανίζει στο χώρο, ενώ όταν διαρκεί, διαρκεί για λίγο και συνήθως ανάμεσα σε ήδη γνωστούς χρήστες. Έτσι και τα ανταποδοτικά βλέμματα μεταξύ αγνώστων είναι περιορισμένα, κάνοντας το αίθριο να χάνει τη θεατρικότητά του και την όψη-σκηνή να περνά απαρατήρητη ως τέτοια. Αυτό ενδεχομένως συμβαίνει διότι η «οθόνη» δε λειτουργεί, καθώς η επισκεψιμότητα του κτηρίου όταν δεν υπάρχει κάποιο γεγονός στο αίθριο, γίνεται σε ώρες πρωινές, όταν η σήτα αντανακλά το φως και δεν επιτρέπει την ανταλλαγή βλεμμάτων εκατέρωθέν της. Η έλλειψη οποιουδήποτε αντικειμένου στο χώρο, αποτρέπει τη στάση και το καθιστά πέρασμα. Δεν μοιάζει με χώρο «τελετουργίας», χώρο αλληλεπίδρασης, αλλά με μια άδεια πλατεία. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο, προσδίδουν στο κτήριο την αίσθηση μιας παύσης. Η ιδέα της αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική ως προς τον τρόπο που βιώνεται από τον επισκέπτη. Πρόκειται για μία ανάσα από την ταχύτητα και τον θόρυβο της πόλης, η οποία θέτει τον επισκέπτη σε μία στοχαστική διαδικασία. Αντίθετα, τις ημέρες των εκδηλώσεων, κυριαρχεί μια άλλη ατμόσφαιρα. Με την διοργάνωση κάποιας έκθεσης, ή εκδήλωσης στο αίθριο, ο χώρος μοιάζει   Ό.π. Νικόπουλος   Ό.π., Κούρκουλας Ανδρέας, «Κοκκίνου-Κούρκουλας, Έργα μεγάλης κλίμακας, Μουσεία» 159   Κοκκίνου Μαρία, Κούρκουλας Ανδρέας, «Αναζήτηση Χωρικών & Υλικών Σχέσεων», Κτίριο Αρχιτεκτονική Design, (10), Δεκέμβριος 2008, σ. 113 157 158

113


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

να κατοικείται διαφορετικά και η αίσθηση κοινότητας να είναι πιο έντονη. Οι επισκέπτες συνομιλούν, ανταλλάσσουν απόψεις, γνωρίζονται, ανταλλάσσουν βλέμματα προς όλες τις κατευθύνσεις και τελικά δημιουργείται μία προσωρινή κοινότητα ανάμεσα σε ανθρώπους που μοιράζονται την ίδια εμπειρία. Η εικόνα της άδειας πλατείας, μετατρέπεται σε πεδίο συναθροίσεων, ενώ η όψηοθόνη μοιάζει θεαματική. Τέλος, το βίωμα του χώρου δείχνει πως το Μουσείο Μπενάκη δεν χρησιμοποιεί την κίνηση ως στοιχείο του ενδιάμεσου χώρου. Αυτό φαίνεται και από την όψη – οθόνη η οποία μοιάζει σαν μία εξαναγκασμένη συνθήκη περισσότερο, παρά σαν μία φυσική δυναμική ανθρώπινη ροή, κάτι το οποίο φαίνεται να ενυπάρχει και ως αρχιτεκτονική πρόθεση.

114


[47] “Το Μουσείο Μπενάκη_γιορτή”


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

4.4 Αρσάκεια Σχολεία Πατρών, Ρίο │ Δημήτρης Ησαΐας - Τάσης Παπαϊωάννου, 2004 Οικόπεδο

[48] Τοπογραφικό, Αρσάκεια Σχολεία

Το Αρσάκειο Πατρών βρίσκεται στην περιοχή Πλατάνι του Δήμου Ρίου. Το οικόπεδο του σχολικού συγκροτήματος είναι επικλινές με έντονες κλίσεις και ορίζεται στην ανατολική πλευρά από έναν επαρχιακό δρόμο (που συνδέει τον Άγιο Βασίλειο με την κοινότητα Πλατανίου), και στην νότια -νοτιοδυτική πλευρά από ένα ρέμα (της Ξυλοκέρας). Πρόκειται για μία περιοχή χαμηλής αστικής δόμησης. Το οικόπεδο έχει θέα προς τον Πατραϊκό Κόλπο και τη γέφυρα ΡίουΑντίριου, που βρίσκεται προς Βορρά. Τόσο η κλίση του οικοπέδου, όσο και η θέα καθορίζουν τη σύνθεση των σχολείων, όπως θα δούμε παρακάτω. Πρόγραμμα Το κτηριολογικό πρόγραμμα του συγκροτήματος προβλέπει την ανέγερση νηπιαγωγείου, δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, θεάτρου, βιβλιοθήκης, κλειστού γυμναστηρίου, εργαστηρίων, καθώς και κτηρίου διοίκησης. Μέχρι στιγμής,

116


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

έχει ανεγερθεί το κτήριο του Δημοτικού, στο οποίο, όμως στεγάζεται και το Νηπιαγωγείο, το Γυμνάσιο και το Λύκειο και ένα εργαστήριο Χημείας. Ανάλυση Ενδιάμεσου χώρου Ρυθμοί ζωής και περιβάλλον Το σχολικό συγκρότημα, λόγω προγράμματος εμφανίζει έναν ρυθμό καθημερινής κατοίκησης, καθώς πρόκειται για ένα κτήριο καθημερινότητας, το οποίο διαθέτει σταθερούς, μόνιμους χρήστες-κατοίκους. Αυτοί είναι οι μαθητές, οι καθηγητές και το προσωπικό. Η τοποθεσία του συγκροτήματος είναι μία περιοχή αραιής δόμησης, δημιουργεί, επομένως, χαλαρούς δεσμούς με τον αστικό ιστό. Το σύνολο του σχολικού συγκροτήματος, με εξαίρεση το Νηπιαγωγείο και κάποια γήπεδα, σχεδιάζεται εντός ενός δακτυλίου που αφορά στην κίνηση των αυτοκινήτων. Έτσι, το συγκρότημα μοιάζει με έναν αυτόνομο οργανισμό μέσα στην πόλη. Καλείται, τελικά, η σύνθεση να δημιουργήσει ένα περιβάλλον οικείο για τους χρήστες και την αίσθηση κοινότητας μέσα στα πλαίσια του σχολείου. Ιδιαίτερα το δημοτικό, το κτήριο του οποίου θα αναλυθεί περισσότερο, ως βαθμίδα εκπαίδευσης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί, όπως λέει ο Τάσης Παπαϊωάννου «απευθύνεται σε παιδιά, τα οποία «εγκαταλείπουν» το σπίτι τους και μπαίνουν σε έναν άλλο κόσμο, που είναι ο κόσμος του σχολείου»160. Η δημιουργία κοινότητας, επομένως είναι σημαντική για την κοινωνικοποίησή τους. Σύστημα οργάνωσης των χώρων –κυκλοφορία Η σύνθεση οργανώνεται σύμφωνα με σύστημα ορθοκανονικών αξόνων ακολουθώντας τη φυσική κλίση του εδάφους. Τα κτήρια προσαρμόζονται στο περιβάλλον και δημιουργούν μία αρμονική εικόνα με όλο το τοπίο. Τα επιμέρους στοιχεία αποτελούν έναν «ιεραρχημένο κλειστό οργανισμό»161, εικόνα που ενισχύεται από το πλέγμα των πεζοδρόμων, που αναπτύσσονται εσωτερικά του περιμετρικού δακτυλίου του δρόμου των αυτοκινήτων. Το συγκρότημα, συνδυάζει τις μορφές και γεωμετρίες του μοντέρνου, με τις υφές και τα υλικά μιας παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες, το κάθε σχολείο έχει τη δική του δομή και διαφορετική τυπολογική οργάνωση, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των διαφορετικών ομάδων ηλικιών των μαθητών και να διατηρεί την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του. «Η επανάληψη ορισμένων στοιχείων των κτηριακών όγκων, όπως της μονάδας της αίθουσας διδασκαλίας, τόσο σε οριζόντιο, όσο και σε κατακόρυφο επίπεδο, δημιουργεί ένα αναγνώσιμο μέγεθος της σύνθεσης, που συνδέει το ένα κτήριο με το άλλο», 162 ενώ «η δημιουργία ενότητας ύφους κρίθηκε αναγκαία και λόγω της σχέσης του οικοπέδου με τον δρόμο, που επιτρέπει την απρόσκοπτη θέαση του συνόλου του συγκροτήματος»163. Αυτό σημαίνει, αφενός, τον σχεδιασμό ενός νηπιαγωγείου και δημοτικού με μεγαλύτερη εσωστρέφεια, σε σχέση με το γυμνάσιο και το λύκειο, καθώς η σωστή   Παπαϊωάννου Τάσης, Προσωπική συζήτηση (Παράρτημα 5) Ησαΐας Δημήτρης, Παπαϊωάννου Τάσης, «Αρσάκειο Πατρών, Ρίο - Ελλάδα», Δομές, Διεθνής επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής, (58), Μάιος 2007 σ. 69 162  Ησαΐας Δημήτρης, Παπαϊωάννου Τάσης, Αρχιτεκτονική 1980-2010, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2011, σ.116 163   Ό.π., Ησαΐας Δημήτρης, Παπαϊωάννου Τάσης, «Αρσάκειο Πατρών, Ρίο - Ελλάδα», σ. 69,70 160

161

117


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

αίθρια κυκλοφορία κλειστοί χώροι [49] διάγραμμα χρήσεων συγκροτήματος

κοινωνικοποίηση των μαθητών σε αυτές τις ηλικίες είναι πιο κρίσιμη σε σχέση με τις μεγαλύτερες. Αφετέρου, πρόκειται για έναν οργανισμό, που επιθυμούν να γίνεται αντιληπτός ως ένα όλον, διατηρώντας, ωστόσο, την ιδιαίτερη ταυτότητα των τμημάτων που τον απαρτίζουν. Πρόκειται για μία σχεδιαστική λογική που θυμίζει τη θεωρία της Team 10 σχετικά με την ενότητα και την ποικιλομορφία. Παρατηρώντας το τοπογραφικό σχέδιο της πρότασης, η παραπάνω αρχή γίνεται αντιληπτή μονομιάς. Ο οργανισμός εξαπλώνεται μέσα και έξω από το όριο που δημιουργεί ο δακτύλιος κίνησης των αυτοκινήτων. Τα επιμέρους τμήματα ορίζονται με σαφήνεια και ενώνονται άλλοτε με γραμμικά στοιχεία, όπως σκάλες και ράμπες και άλλοτε με ολόκληρες περιοχές, όπως αυλές. Το σύνολο ενσωματώνει τις σχεδιαστικές στρατηγικές μιας μικρής πόλης ή ενός μεγάλου σπιτιού. Το νηπιαγωγείο βρίσκεται στη νότια πλευρά του οικοπέδου, έξω από τον δακτύλιο, όπως προαναφέρθηκε, και έχει απόλυτη αυτονομία από τις υπόλοιπες ενότητες. Η οργάνωσή του σε ένα επίπεδο γύρω από την εσωτερική

118


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

αίθρια στοές - κυκλοφορία είσοδος κλειστοί χώροι [50] διάγραμμα χρήσεων δημοτικού σχολείου

αυλή, που χρησιμοποιείται για τα διαλείμματα, κρίθηκε αναγκαία από τους αρχιτέκτονες, λόγω της μικρής ηλικίας των παιδιών. Στη συνέχεια, στο εσωτερικό του δακτυλίου τοποθετείται ο γεωμετρικός όγκος του Δημοτικού. Πρόκειται για μία επίσης εσωστρεφή οργάνωση, με κέντρο ένα τετραγωνισμένο αίθριο, γύρω από το οποίο τοποθετούνται οι αίθουσες διδασκαλίας. Αυτές, ακολουθούν μία επανάληψη μιας βασικής τετράγωνης μονάδας. Οι αίθουσες των μικρότερων τάξεων έχουν η καθεμιά ‘ιδιωτικό’ υπαίθριο χώρο προς τις εξωτερικές πλευρές του κτηρίου. Οι κινήσεις πραγματοποιούνται περιμετρικά του αιθρίου. Στο κέντρο του οικοπέδου, τοποθετούνται κοινόχρηστοι χώροι, οι οποίοι περιλαμβάνουν βιβλιοθήκη, θέατρο και χώρους διοίκησης. Στο Βόρειο τμήμα του οικοπέδου εντός του δακτυλίου, τοποθετούνται το γυμνάσιο και το λύκειο, τα οποία οργανώνονται γύρω από κεντρικό χώρο, που καλύπτεται με δικλινή μεταλλική κατασκευή. Ο κεντρικός αυτός χώρος χρησιμοποιείται για

119


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

την πρωινή συγκέντρωση των μαθητών. Τα εργαστήρια οργανώνονται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των δύο σχολείων και χρησιμοποιούνται τόσο από τους μαθητές του γυμνασίου, όσο και από αυτούς του λυκείου. Τέλος, Βόρεια, έξω από τον δακτύλιο σχεδιάζονται αθλητικές εγκαταστάσεις με γήπεδα τέννις και μπάσκετ. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η πλατεία, η ‘καρδιά’ του συνόλου, που έχει έντονο συμβολικό χαρακτήρα και οριοθετείται από τις περισσότερο δημόσιες λειτουργίες, δηλαδή το θέατρο, τη βιβλιοθήκη, αλλά και το μικρό κτήριο της διοίκησης. Το δίκτυο που ενώνει τα επιμέρους στοιχεία, μαζί με τα αίθρια, συνθέτουν την παλέτα του ενδιάμεσου χώρου του συγκροτήματος. Εμφανίζονται ποιότητες χώρων που γεφυρώνουν το πάνω με το κάτω, το μέσα με το έξω, το ένα με το άλλο. Η μελέτη θα εστιάσει στη συνέχεια στο ήδη κατασκευασμένο τμήμα του συγκροτήματος, ως ένα μέρος του συνολικού οράματος, καθώς κρίνεται ικανό να αποτυπώσει τις στρατηγικές του συνολικού οργανισμού. Πρόκειται για την κτηριακή μονάδα του Δημοτικού, με βασικό ενδιάμεσο χώρο το κεντρικό αίθριο. Το κεντρικό αίθριο είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, μια μεγάλη εσωτερική αυλή, απαραίτητη για την ποιότητα διαμονής των σπουδαστών στο σχολείο. Αποτελεί την «καρδιά» του σχολείου. Γύρω από αυτή την αυλή αναπτύσσονται περιμετρικά ημιυπαίθριοι χώροι – στοές, στις οποίες γίνονται οι κινήσεις, και οι αίθουσες διδασκαλίας. Η εκμετάλλευση της φυσικής κλίσης του εδάφους γίνεται με τη δημιουργία κερκίδων. Σημαντικό στοιχείο του κτηρίου, αποτελεί η είσοδος, όπου διαμορφώνεται μία μεγάλη αίθουσα πολλαπλών χρήσεων. Όπως περιγράφει ο Μανώλης Ηλιάκης, μέλος των YolkStudio, «το φως που μπαίνει από την ανατολική πλευρά φιλτράρεται με σταθερές ξύλινες περσίδες που έχουν προσαρμοστεί στα μεγάλα ανοίγματα»164. Αυτή η αίθουσα, όπως και οι στοές περιμετρικά της αυλής, είναι ένας χώρος μετάβασης: από το δρόμο σ’ ένα προστατευμένο περιβάλλον και μετά σ’ έναν άλλου είδους υπαίθριο χώρο, το αίθριο. Οι αίθουσες διδασκαλίας χωρίζονται σε επιμέρους ενότητες και οργανώνονται σε ανάλογα σημεία. Για παράδειγμα, οι μικρότερες τάξεις έχουν δική τους αυλή με τμήματα γρασιδιού. Τέλος, παρότι η θέα είναι προς το Βορρά, έχει ληφθεί υπ’ όψιν ο προσανατολισμός. Έτσι, στη βόρεια όψη δεν υπάρχουν μεγάλα ανοίγματα, αλλά πολύ σημαντικές, για τη φυσιογνωμία του κτηρίου, οπτικές φυγές. Η ένταξη του κτιρίου στη φυσική κλίση του εδάφους είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του, το οποίο θα υπάρχει και στα υπόλοιπα κτήρια του συγκροτήματος που πρόκειται να χτιστούν. Υλικότητα και φωτισμός Τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί και ο τρόπος που είναι επεξεργασμένα,

Ηλιάκης Μανώλης, «Κτίριο από το νέο σχολικό συγκρότημα Αρσάκειου Πατρών», Sun&Shadow Magazine, (17), 2007, σ. 36 164

120


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

[51] αξονομετρικό διάγραμμα δημοτικού σχολείου

ολοκληρώνουν τις προθέσεις των αρχιτεκτόνων για ένταξη στο περιβάλλον και δημιουργία ενός οικείου χώρου. Ο Μανώλης Ηλιάκης περιγράφει με ποιητικό τρόπο τη χρήση των υλικών και του φωτισμού του κτηρίου: «Απλά υλικά μοιάζουν πολύτιμα με τον τρόπο που συσχετίζονται. Τα περισσότερα είναι αδρά λόγω του εκτυφλωτικού φωτός που υπάρχει στη Μεσόγειο. Έτσι, αναδεικνύονται τα χρώματα και οι υφές τους. Κατά τη διάρκεια της ημέρας αποκτούν διαφορετικές τονικότητες και φωτοσκιάσεις. Το ανεπίχριστο σκυρόδεμα συνδυάστηκε με τον αδρό σοβά. Το χρώμα τοποθετήθηκε μέσα στο κονίαμα, όπως στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Τα γαιώδη χρώματα, όπως το καφέ των ανεπίχριστων τσιμεντόπλινθων, έρχονται σε αντίθεση με τις λουλακί επιφάνειες, οι οποίες ενοποιούνται με τον ουρανό. Οι μεταλλικές κατασκευές για τα πορτοπαράθυρα και τα κιγκλιδώματα, βαμμένα με πράσινο χρώμα δίνουν την απαραίτητη ένταση και τονίζουν τις χαράξεις. Το θερμό υλικό των ξύλινων περσίδων έρχεται σε αντίθεση με τα ψυχρά υλικά. Το αποτέλεσμα επιβεβαιώνει ότι με απλά μέσα και χωρίς ιδιαίτερες φορμαλιστικές εξάρσεις, μπορεί να υπάρξει σημαντική αρχιτεκτονική, η οποία σέβεται τον άνθρωπο και τη

121


[52] “Το Αρσάκειο Σχολείο” (1)


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

φύση»165. Η γλαφυρή, αυτή, περιγραφή αποκαλύπτει μία αρχιτεκτονική η οποία δημιουργεί ένα περιβάλλον οικείο, καθόλου ψυχρό και απόμακρο, με επίκεντρο τον άνθρωπο και την επαφή του με τη φύση. Ένα περιβάλλον που καλεί τον άνθρωπο να το κατοικήσει, με τον τρόπο που κατοικούσε παραδοσιακά το ελληνικό τοπίο, μπαίνοντας μέσα σε αυτό, όχι μόνος, αλλά δημιουργώντας σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Τα υλικά και τα χρώματα επιλέγονται με προσοχή. Τίποτα δεν επιλέγεται τυχαία. Κλίμακα και αντικείμενα│ «ποσότητα» σχεδιασμού Ο χώρος του αιθρίου, σχεδιάζεται λιτά, χωρίς αντικείμενα και με περιορισμένη φύτευση. Πρόκειται για μία κίνηση που στοχεύει στην ευελιξία των χρήσεων και στις ανεμπόδιστες κινήσεις και παιχνίδια των μαθητών στο χώρο προς όλες τις κατευθύνσεις. Το αίθριο χωρίζεται στη μέση από μία ακόμα στοά, τον «εναέριο διάδρομο που ενώνει τις δύο πτέρυγες μεταξύ τους»166. Εκεί στο κέντρο βρίσκεται το κυλικείο. Μοναδική ένδειξη ορίων στο δάπεδο, αποτελεί η τετράγωνη πλακόστρωση, η οποία χρησιμοποιείται στο σύνολο των εξωτερικών δαπέδων. Στη μία πλευρά του αιθρίου, υπάρχουν κερκίδες, δημιουργώντας συνθήκες συναθροίσεων και συζητήσεων μεγάλων ή μικρότερων ομάδων μαθητών. Στην άλλη υπάρχει μία σειρά από βρύσες που τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη. Εννοιλογική προσέγγιση του ενδιάμεσου χώρου Κοινότητα │ κινήσεις, βλέμματα, αλληλεπιδράσεις Από όσα ειπώθηκαν ως τώρα, καταλαβαίνουμε πως η δημιουργία κοινότητας και η μεταβατικότητα είναι πρωταρχική πρόθεση των αρχιτεκτόνων σε αυτό το έργο. Μία σειρά από ενδιάμεσους χώρους προκαλούν τη συνεχή μετάβαση των μαθητών από την πόλη στην σχολική κοινότητα. Η μετάβαση ξεκινά από την είσοδο, με την αίθουσα πολλαπλών χρήσεων που διαμορφώνεται, περνώντας από το εξωτερικό, σε ένα προστατευμένο εσωτερικό και στη συνέχεια σε μια στοά, για να καταλήξει η πορεία σε έναν ξανά εξωτερικό χώρο, το αίθριο, που όμως ανήκει πλέον στο σχολείο. Αυτός ο άξονας κίνησης ενισχύεται από την οπτική ενοποίηση των τριών λειτουργιών, χάρη στη χρήση της διαφάνειας. Οι περιμετρικές στοές, οι ενδιάμεσοι αυτοί χώροι μετάβασης από το μέσα στο έξω, σκιάζουν και φιλτράρουν το φως που μπαίνει στις αίθουσες. Αποτελούν έναν ευχάριστο χώρο, όταν ο ήλιος είναι έντονος στην αυλή ή όταν βρέχει. Πρόκειται για έναν χώρο με μεγάλο πλάτος, που λειτουργεί ως χώρος κίνησης και στάσης ανάλογα με την επιθυμία των χρηστών. Υπάρχει, δηλαδή, μία σχέση ανάμεσα στις κλειστές αίθουσες και τον ημιυπαίθριο χώρο της στοάς. Εκεί συγκεντρώνονται μαθητές όλη τη διάρκεια της μέρας. Περιμένουν τους καθηγητές πριν το μάθημα, στέκονται, αλληλεπιδρούν και κοιτάζουν προς το αίθριο. Επιπλέον, η διαμόρφωση των κερκίδων στο αίθριο, λόγω της φυσικής κλίσης του εδάφους, συμβάλουν σ’ ένα είδος θεατρικότητας του χώρου απαραίτητης για το έργο της κοινωνικοποίησης που πρέπει να επιτελέσει το σχολείο. Οι σχέσεις των μαθητών ενισχύονται, με αυτόν τον τρόπο, από τις χωρικές σχέσεις της σύνθεσης. Στο σημείο αυτό οι μαθητές παρατηρούν το παιχνίδι άλλων μαθητών και συναναστρέφονται μεταξύ τους.

165 166

Ό.π. σ.38   Ό.π. Παπαϊωάννου Τάσης, Προσωπική συζήτηση

123


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Στον εσωστρεφή χώρο της αυλής υπάρχει μια διέξοδος προς τη θέα μέσω μιας ράμπας που καταλήγει σε μια πύλη από μπετό. Αυτή η χειρονομία προσδίδει μια ποιητική διάθεση στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική πράξη. Η τυπολογία της σύνθεσης μπορεί να συσχετιστεί με συμβολισμούς, οι οποίοι σχετίζονται με την έννοια της γνώσης. Ο Τάσης Παπαϊωάννου γράφει για τις παρόμοιες τυπολογίες που υπάρχουν στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική και προφανώς τον έχουν επηρεάσει στο συγκεκριμένο έργο: «Ένα στέγαστρο, μία στοά, μία καλυμμένη εσοχή στο σώμα του κτίσματος ήταν αρκετά για να δημιουργηθεί ένας ευχάριστος και οικείος χώρος με κατάλληλες συνθήκες, ώστε να μπορέσεις να ζήσεις εκεί τις περιόδους που κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο στον υπαίθριο χώρο. Οι ημιυπαίθριοι αυτοί χώροι χαρακτήριζαν την αρχιτεκτονική του τόπου μας και έδιναν το ιδιαίτερο στίγμα της, αιώνες τώρα. Σήμερα, όμως, οι συνθήκες άλλαξαν, όπως άλλαξαν και οι κοινωνικές δομές που δημιούργησαν αυτά τα κτίσματα. Ο τρόπος ζωής είναι πολύ διαφορετικός και οι πόλεις δεν είναι πια φιλικές, όπως άλλοτε. Η ατμοσφαιρική ρύπανση, η ηχητική όχληση, αλλά και ο τρόπος που χτίζουμε σήμερα τα σπίτια μας δεν μας επιτρέπουν να χαιρόμαστε τον “υπαίθριο βίο”. Η αυλή μεταφέρθηκε στο στενό μπαλκόνι της πολυκατοικίας και μεταλλάχτηκε σ’ έναν χώρο μικρό και αφιλόξενο, αφού δεν παρέχει καμιά ιδιωτικότητα και τις περισσότερες φορές το μόνο που αντικρίζεις είναι η μπαλκονόπορτα του γείτονα που μένει απέναντι. Αλλά και τα σπίτια μας δεν ξέρουμε πια πώς να τα χτίσουμε! Η αυλή βρίσκεται γύρω γύρω από το σπίτι, είναι η πέτσα και όχι η καρδιά του. Την αντιλαμβανόμαστε, δυστυχώς, ως διακοσμητικό στοιχείο του σπιτιού που περιλαμβάνει καλλωπιστικά φυτά ή γκαζόν και όχι ως ουσιαστικότατο χώρο ζωής»167. Μεταφράζοντας το χωρίο στα δεδομένα του σχολείου, διαφαίνεται η αξία της αυλής και της στοάς για τη δημιουργία των κοινωνικών δεσμών μέσα σε μία κοινότητα. Το σχολικό συγκρότημα δημιουργεί αδιαμφισβήτητα τις συνθήκες για μία κατοίκηση, όπως την περιέγραψε η Team 10, μισό αιώνα πριν. Τα δεδομένα της κοινωνίας αλλάζουν ραγδαία, ωστόσο, οι Δημήτρης Ησαΐας και Τάσης Παπαϊωάννου κατάφεραν να επαναπροσδιορίσουν μία ανθρωπιστική αρχιτεκτονική στο έργο τους, η οποία αναφέρεται τόσο στο σήμερα όσο και στο χθες. Αυτή κρίνεται η μεγαλύτερη επιτυχία του έργου αυτού. Η επιτόπια μελέτη στο χώρο του σχολείου εμπλουτίζει τη βιβλιογραφική έρευνα, καθώς κανείς βιώνει την αφήγηση που προηγήθηκε. Από την είσοδο στο σχολείο, ο επισκέπτης διέρχεται σε μία σειρά από κατώφλια για να φτάσει στην αυλή, τον πυρήνα του έργου. Η είσοδος, γίνεται απόλυτα αντιληπτή ως ένας ενδιάμεσος χώρος. Πρόκειται για έναν χώρο που δίνει την αίσθηση του προσωρινού, του αναστρέψιμου, του εύκολα μεταβαλλόμενου, ο οποίος μπορεί να φιλοξενεί μία έκθεση, να λειτουργεί σαν αποθήκη ή σα χώρος εκδηλώσεων, ή να παραμένει τελείως κενός και να ενισχύει τα βλέμματα του μέσα με το έξω. Οι στοές ως στοιχεία μεταβατικά και στοιχεία κίνησης, έχουν μία έντονη φυσική υπόσταση στο χώρο. Η κλίμακά τους και η συνεχής εμφάνισή   Παπαϊωάννου Τάσης, «Ο Βίος εν Ελλάδι είναι ημιυπαίθριος», εισήγηση στην Ημερίδα: «Νομιμοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων, υπό την αιγίδα των: Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, Επιστημονικής Εταιρείας Πολεοδομικού και Χωροταξικού Δικαίου, Αθήνα, 18.5.2009 στο http://documents.scribd.com.s3.amazonaws.com/docs/7gsx5ka0741oawzr. pdf (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) 167

124


τους, διατυπώνουν έναν

[53] “Το Αρσάκειο Σχολείο” (2)


[54] “Το Αρσάκειο Σχολείο” (3)


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

ρυθμό στην συνολική σύνθεση του κτηρίου και κάνουν τον επισκέπτη, όπου κι αν βρίσκεται, να περιμένει πως θα συναντήσει μία στοά. Παράλληλα, προσπαθώντας να κατασκευάσουμε το υπόλοιπο κτήριο στο μυαλό μας βρισκόμενοι εκεί, φανταζόμαστε τις «σχισμές» κίνησης από τη μία βαθμίδα στην άλλη, όταν αφήνουμε τον έναν «κόσμο» και προσεγγίζουμε τον επόμενο. Στεκούμενος κανείς σε μία στοά περιμετρική του αιθρίου και κοιτάζοντας προς αυτό, ακόμα και σε ώρες εκτός λειτουργίας του, φαντάζεται έναν χώρο που σφύζει από ζωή, κίνηση και ζωηράδα, καθώς οι μαθητές αφήνουν τα ίχνη τους στο χώρο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Οι κερκίδες, το κυλικείο, οι διάδρομοι, η αυλή, όλα οικειοποιούνται από τους μαθητές που καταλαμβάνουν το χώρο με τις συζητήσεις, τα γέλια, τις φωνές τους. Η εικόνα που δημιουργεί κανείς, πραγματική η φανταστική, θυμίζει περισσότερο σχολεία επαρχιακά και όχι τόσο σχολεία που τοποθετούνται στον αστικό ιστό, μία συνθήκη καθόλου δύσκολο να δημιουργηθεί σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιοχή. Κάτι τέτοιο, θίγει τόσο το ζήτημα της κλίμακας, όσο και του περιβάλλοντος του σχεδιασμού. Ενδεχομένως με διαφορετικά δεδομένα, όλη η αίσθηση της επαφής με το περιβάλλον και της κοινότητας που δημιουργείται, να μην λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο, καθώς και οι σχεδιαστικές επιλογές θα διέφεραν.

127


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

4.5 Συμπεράσματα Κεφαλαίου Η μελέτη των έργων του 21 ου αιώνα, έγινε αφενός για να εξετάσει τις ομοιότητες, αλλά και τις διαφορετικές στρατηγικές, που ακολουθούν οι αρχιτέκτονες σήμερα, σε σχέση με αυτές του προηγούμενου αιώνα. Αφετέρου για να συγκρίνει τις σύγχρονες στρατηγικές μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό, τα έργα εξετάστηκαν ως προς τις ίδιες παραμέτρους με τα έργα του προηγούμενου κεφαλαίου. Ξεκινώντας από το Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, των Henning Larsen Architects, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο ενδιάμεσος χώρος καταλαμβάνει μία κεντρικότητα σε σχέση με τη δομή του κτηρίου. Πρόκειται για ένα αίθριο-κουτί, το οποίο, όμως, με τις βεράντες διδασκαλίας που μοιάζουν να αιωρούνται σε αυτό, σπάει την συμμετρία του χώρου και δημιουργεί μία δυναμική σύνθεση. Έτσι, διαμορφώνει ένα παιχνίδι χώρων κλειστών και ανοιχτών μέσα στο κεντρικό αυτό αίθριο. Ο ενδιάμεσος χώρος, λοιπόν, θα λέγαμε ότι συντίθεται από το αίθριο, τους διαδρόμους γύρω του και τις βεράντες διδασκαλίας. Το ισόγειο, λαμβάνει τις δημόσιες λειτουργίες και είναι ο χώρος, ο οποίος απευθύνεται όχι μόνο στο Πανεπιστήμιο, αλλά και στην πόλη με τη διοργάνωση συμβάντων και εκδηλώσεων. Όταν δεν συμβαίνει αυτό, ο χώρος είναι απλός και ευέλικτος, δημιουργώντας πολλές δυνατότητες χρήσης. Οι περιμετρικοί διάδρομοι γύρω από το αίθριο καθ’ ύψος, γίνονται αντιληπτοί ως τμήμα του, λόγω της χρήσης τους ως ένα μέρος του κτηρίου που δεν εξυπηρετεί μόνο την κίνηση, αλλά και τη στάση των φοιτητών, το διάβασμα, τη συζήτηση και την ανταλλαγή βλεμμάτων με όλον τον οργανισμό. Οι βεράντες χρησιμοποιούνται για διάβασμα και διδασκαλία, και οπωσδήποτε ενσωματώνονται σε όλο το παιχνίδι βλεμμάτων του κεντρικού χώρου. Πρόκειται για μία διακίνηση πληροφοριών και γνώσεων ανάμεσα στους χώρους αυτούς. Όλο, λοιπόν, το σύστημα, λόγω της διαφάνειας και της φωτεινότητάς του, δημιουργεί ένα περιβάλλον οικείο για το χρήστη και αποτελεί τον πυρήνα του τμήματος. Αυτός είναι ο χώρος που οι φοιτητές επιλέγουν να βρίσκονται κατά το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής τους στο Πανεπιστήμιο, κάτι που δεν είναι καθόλου τυχαίο. Είναι ο χώρος που ευθύνεται για τη δημιουργία κοινότητας στην Πανεπιστημιούπολη. Ακόμα και όταν η πόλη εισέρχεται στο πανεπιστήμιο, ο ενδιάμεσος αυτός χώρος αποτελεί το πεδίο διαλόγου μεταξύ τους. Συνεχίζοντας με το Κέντρο Ψυχιατρικής αποκατάστασης για παιδία του Sou Fujimoto, παρατηρούμε μία εντελώς διαφορετική σχεδιαστική λογική. Ο ενδιάμεσος χώρος συνιστά έναν ακανόνιστο οργανισμό, χωρίς κέντρο και ορθοκανονική οργάνωση, ο οποίος, όμως, συντέθηκε ύστερα από προσεκτική μελέτη. Η περιοχή τοποθέτησης του όλου κτηρίου, είναι μία περιοχή με δυσμενείς καιρικές συνθήκες, κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Έτσι, ο εσωτερικός αυτός, διάδρομος-οργανισμός, αποτελεί τον χώρο, όπου τα παιδιά περνούν το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής τους στο ίδρυμα, όταν δεν βρίσκονται στα δωμάτιά τους ή σε κάποιο δωμάτιο θεραπείας και συμβουλευτικής. Ως χώρος διημέρευσης που απευθύνεται σε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, λοιπόν, και μάλιστα σε παιδιά, οφείλει να δημιουργεί ποικίλες συνθήκες κατοίκησης, ώστε να μην είναι στα μάτια τους μονότονος και αδιάφορος. Η διαφάνεια ανάμεσα στο διάδρομο και το εξωτερικό τοπίο, δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για έναν επίσης εξωτερικό χώρο, τόσο κοιτώντας το κτήριο από έξω, όσο και κατοικώντας το εσωτερικό του κτηρίου. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα κτήριο το οποίο μοιάζει με πόλη, όπως περιέγραφε ο Aldo van Eyck. Πράγματι, τα λευκά κουτιά της κατοίκησης παραπέμπουν στις κτηριακές μονάδες, ενώ ο 128


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

οργανισμός αυτός που απλώνεται ανάμεσά τους μοιάζει με δρόμο μιας πόλης, παρά διάδρομο κτηρίου. Ως δρόμος, λοιπόν, δημιουργεί συνθήκες στάσης και κίνησης, απομόνωσης και κοινωνικοποίησης, φωτός και σκιάς. Δημιουργεί τις εσοχές του και τις γωνίες του, τα ξέφωτα και τα απλώματά του, τα στενά και τις απρόβλεπτες στροφές του. Αυτή η ποικιλία προσφέρει μία αίσθηση στους χρήστες ότι έχουν πολλές επιλογές και δυνατότητες οικειοποίησης του χώρου, ενώ νοιώθουν μία περιέργεια να ανακαλύψουν τις δυνατότητές του είτε μόνοι τους, είτε σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, ανάλογα με την εκάστοτε διάθεσή τους. Η ποικιλία στις ποιότητες, συνεπάγεται και ποικιλία στα βλέμματα, στις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις, των κατοίκων και τελικά στη δημιουργία μιας κοινότητας στο εσωτερικό του Κέντρου. Το επόμενο έργο που μελετήθηκε είναι το Νέο Μουσείο Μπενάκη. Ο ενδιάμεσος χώρος, συντίθεται από την στοά της εισόδου και το κεντρικό αίθριο. Στο κτήριο αυτό, είναι σημαντικός ο συνδυασμός της κίνηση με το βλέμμα, καθώς δημιουργούν της αίσθηση μιας τελετουργίας από την είσοδο κιόλας στο μουσείο. Η στοά, συνθέτει μία μετάβαση ανάμεσα στην πόλη και το Μουσείο, η οποία δημιουργεί μία τελετουργική ατμόσφαιρα στην είσοδο του επισκέπτη. Είναι ένας χώρος που ενώνει το έξω της πόλης με ένα άλλο έξω που ανήκει στο μουσείο. Διερχόμενος κάποιος από αυτήν, στέκεται για λίγο για να αγοράσει το εισιτήριό του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία ουρά τις πολυσύχναστες μέρες (κάτι που ενισχύει την τελετουργική διάσταση του χώρου). Στη συνέχεια, φτάνει στον κύριο ενδιάμεσο χώρο, το κεντρικό αίθριο το οποίο είναι συνήθως κενό για λόγους ευελιξίας της χρήσης. Γύρω από αυτό, οργανώνεται ολόκληρη η δομή του μουσείου και λειτουργεί ως πυρήνας από όπου διανέμονται οι κινήσεις. Στον χώρο αυτό, το βλέμμα προηγείται της κίνησης, καθώς από το σημείο του αιθρίου γίνεται αντιληπτή όλη η σύνθεση του χώρου. Ο ενδιάμεσος χώρος, λοιπόν, καταλαμβάνει μία κεντρικότητα, η οποία ωστόσο είναι προσανατολισμένη προς την όψη – οθόνη. Η όψη αυτή ενέχει άλλο ένα στοιχείο τελετουργίας, το οποίο είναι η ανάβαση των επισκεπτών στους χώρους της έκθεσης. Αποτελεί «οθόνη», λόγω της χρήσης της σήτας μπροστά από τη ράμπα ανάβασης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα μία φανέρωση των μορφών που κινούνται πίσω της, όταν ο φωτισμός είναι βραδινός. Τις πρωινές ώρες, το υλικό της σήτας μοιάζει με υγρό στοιχείο λόγω της αντανάκλασης του ήλιου. Όλη η κίνηση, λοιπόν, στο χώρο αυτό και μέχρι τη διανομή των επισκεπτών στους εκθεσιακούς χώρους, γίνεται με μία δυνατότητα αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο αίθριο, την ράμπα και τους περιμετρικούς διαδρόμους. Η αλληλεπίδραση αυτή, άλλοτε είναι ανταποδοτικά βλέμματα, άλλοτε είναι μία παρακολούθηση. Ο επισκέπτης γίνεται με αυτόν τον τρόπο ο ίδιος έκθεμα στο μουσείο. Το γεγονός αυτό προσδίδει μία θεατρικότητα στο χώρο, η οποία ενισχύεται τις ημέρες που οργανώνεται κάποια εκδήλωση στο αίθριο. Τότε οι αλληλεπιδράσεις στο χώρο αυτό είναι έντονες και ζωηρές. Τις υπόλοιπες μέρες, το αίθριο δείχνει να μην οικειοποιείται το ίδιο από τους επισκέπτες, οι οποίοι δεν τον αντιλαμβάνονται ως χώρο κοινωνικοποίησης, ενδεχομένως λόγω της ύπαρξης της καφετέριας στο ισόγειο, μόλις λίγα μέτρα από το αίθριο. Τις μέρες αυτές κυριαρχεί η αίσθηση της παύσης από την πολύβουη πόλη ως στοιχείο του ενδιάμεσου χώρου. Τέλος, μελετήθηκε το σχολικό συγκρότημα Αρσάκειων σχολείων στο Ρίο, με έμφαση στο Δημοτικό σχολείο, το οποίο αποτελεί το μέχρι στιγμής κατασκευασμένο τμήμα. Η έννοια της μεταβατικότητας μέσω ενδιάμεσων χώρων βρίσκεται εδώ σε όλες τις κινήσεις στο χώρο του σχολείου. Ξεκινώντας 129


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

από την συνολική πρόταση, το έργο συντίθεται ως ένας οργανισμός με επιμέρους διακριτά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά, δημιουργούν μεταξύ τους σχέσεις και συνδέσεις, μέσα από αυτό που ο Τάσης Παπαϊωάννου αποκαλεί «σχισμές». Αυτές, διατρέχουν το συγκρότημα και βοηθούν στη μετάβαση από τον ένα κόσμο (τη μία βαθμίδα εκπαίδευσης) στον άλλον. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στο κτήριο του δημοτικού, παρατηρούμε μία εσωστρέφεια και τρία στοιχεία ενδιάμεσου χαρακτήρα: την είσοδο, τις στοές και την κεντρική αυλή. Η είσοδος μέσα από ένα παιχνίδι κλειστού – ανοιχτού, παραλαμβάνει τον μαθητή από τον εξωτερικό χώρο της πόλης και τον οδηγεί στην καρδιά του σχολείου, το αίθριο. Στον κεντρικό αυτό χώρο, συντελείται η κοινωνικοποίηση των παιδιών και η δημιουργία κοινότητας, ενώ οι κερκίδες που δημιουργούνται εκμεταλλευόμενες την υψομετρική διαφορά, προσδίδουν μία θεατρικότητα στο χώρο. Οι στοές, βασικό μεταβατικό στοιχείο ανάμεσα στο εσωτερικό της τάξης και το εξωτερικό της αυλής, λειτουργούν ως χώροι κίνησης και στάσης των μαθητών, καθώς δημιουργούν ευχάριστες συνθήκες προστατεύοντας από τα καιρικά φαινόμενα. Η συνολική σύνθεση των ενδιάμεσων χώρων δημιουργούν μεταβάσεις του μέσα με το έξω, του φωτεινού με το σκιερό, του πάνω με το κάτω. Τα παιδιά, αλλού κινούνται στο χώρο με γρηγοράδα και ζωντάνια, αλλού προτιμούν να δημιουργούν συντροφιές όρθιοι ή καθιστοί και να συζητούν. Η δημιουργία της σχολικής κοινότητας είναι σε κάθε περίπτωση εμφανής στο έργο, το οποίο μοιάζει να λειτουργεί στην ολότητά του. Προσπαθώντας να συνοψίσουμε τα χαρακτηριστικά των παραπάνω παραδειγμάτων, θα λέγαμε ότι, αρχικά, τα έργα που μελετήθηκαν παρουσιάζουν ποικιλία ως προς το πρόγραμμα και τους ρυθμούς ζωής. Επιλέχθηκαν περιπτώσεις που εξετάζουν τον ενδιάμεσο χώρο σε κτήριο μόνιμης κατοίκησης, (κέντρο ψυχιατρικής αποκατάστασης για παιδιά), κτήριο καθημερινής χρήσης για συγκεκριμένους, μόνιμους κατοίκους, (το Αρσάκειο σχολείο), κτήριο καθημερινής χρήσης με πιο χαλαρούς δεσμούς όσον αφορά στους χρήστες (Πανεπιστήμιο) και κτήριο επίσκεψης (Μουσείο Μπενάκη). Η προγραμματική αυτή διαφορά, συνεπάγεται και μία διαφορά ως προς το είδος της κοινότητας που δημιουργείται κάθε φορά, εφόσον όσο αυξάνεται η παραμονή σε ένα χώρο, τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες δημιουργίας κοινωνικών δεσμών, ενώ ο αρχιτέκτονας καλείται να δημιουργήσει ένα περιβάλλον οικείο και φιλικό. Αντίστοιχα, όσο μειώνεται η παραμονή σε ένα χώρο, αυξάνεται η πρόκληση για τους αρχιτέκτονες, στο πως θα επιτύχουν την αλληλεπίδραση των ανθρώπων και την ανταλλαγή βλεμμάτων και χειρονομιών. Έτσι, βλέπουμε να αλλάζει και η σχεδιαστική στρατηγική που συνθέτει τους χώρους του ενδιάμεσου. Άλλοτε εμφανίζεται μία πολυπλοκότητα, ένα σύστημα που μοιάζει απρόβλεπτο και καλεί τον χρήστη να το ανακαλύψει καρέ-καρέ, όπως συμβαίνει στο Κέντρο Ψυχιατρικής αποκατάστασης και άλλοτε επιλέγεται μία εσωστρέφεια που μεταφράζεται σε κεντρικότητα, η οποία οργανώνει γύρω της τους υπόλοιπους χώρους, κάτι που παρατηρείται στα υπόλοιπα κτήρια, με διαφορετικές, βέβαια συνθήκες και εκφάνσεις. Συγκεκριμένα, στο Τμήμα Πληροφορικής, παρά την κεντρικότητα, κυριαρχούν οι αιωρούμενοι όγκοι και αποτελούν το ενδιαφέρον στοιχείο που δεσμεύει και παρακινεί τα βλέμματα μέσα στο αίθριο. Στο Μουσείο Μπενάκη, η εστίαση γίνεται στην όψη – οθόνη με την τελετουργική κίνηση, και στο Αρσάκειο Σχολείο η αυλή υποστηρίζεται από τις στοές που διατρέχουν όλο το κτήριο πάνω και κάτω. Στην παρατήρηση αυτή, υπόκειται και η χρήση του καννάβου στα παραδείγματα, η οποία στα τρία είναι εμφανής, ενώ στο τέταρτο απουσιάζει εσκεμμένα. 130


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ │4

Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η σχέση του βλέμματος με την κίνηση και η προτεραιότητα του καθενός. Βλέπουμε στο Τμήμα Πληροφορικής να κυριαρχούν τα ανταποδοτικά βλέμματα ως στοιχεία κυρίως ανεξάρτητα από την κίνηση. Βρισκόμενος κάποιος στον κεντρικό χώρο έχει πλήρη εικόνα της σύνθεσης και μία δυνατότητα να αλληλεπιδράσει οπτικά με όλον τον ενδιάμεσο χώρο από το ισόγειο ως την κορυφή. Η κίνηση στους διαδρόμους και το ισόγειο λειτουργεί ως στοιχείο βοηθητικό του βλέμματος. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο Μουσείο Μπενάκη, όπου το βλέμμα προηγείται της κίνησης. Μάλιστα, λόγω της ράμπας, συχνά το βλέμμα του ενός επισκέπτη συμπίπτει με την κίνηση του άλλου, μετατρέποντας τον ένα σε θεατή και τον άλλον σε έκθεμα. Στο Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης, το βλέμμα κατά κύριο λόγο ταυτίζεται με την κίνηση, καθώς τα παιδιά ανακαλύπτουν σταδιακά τους χώρους. Υπάρχουν, βέβαια, και οι περιοχές του ενδιάμεσου αυτού οργανισμού, στις οποίες το βλέμμα διευκολύνεται και γίνεται περισσότερο προβλέψιμο, αυτή η κατάσταση, όμως δε διατηρείται για πολύ. Στο Αρσάκειο Σχολείο η κίνηση και το βλέμμα εναλλάσσονται ως στοιχεία προτεραιότητας. Στο χώρο του αιθρίου κυριαρχούν και τα δύο στοιχεία με την ενθάρρυνση του γρήγορου παιχνιδιού στο κέντρο και την ενίσχυση των βλεμμάτων λόγω των κερκίδων. Αντίστοιχα, η στοά, ως χώρος κίνησης και στάσης ταυτόχρονα, συμβάλλει στην εναλλαγή αυτή. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, το κτήριο του Κέντρου Ψυχικής Αποκατάστασης είναι ένα κτήριο που θα ονομάζαμε κινηματογραφικό, ενώ τα άλλα τρία παρουσιάζουν μία θεατρικότητα. Ένα τρίτο στοιχείο είναι οι διαστάσεις του ενδιάμεσου χώρου και το πόσο σχεδιασμένοι είναι. Παρατηρείται σε όλα τα παραδείγματα, ότι οι ενδιάμεσοι χώροι τείνουν να είναι μεγαλύτεροι όταν ο αρχιτέκτονας επιθυμεί να λειτουργούν ως πυρήνες κοινωνικοποίησης, όπως είναι τα μεγάλα αίθρια ή τα πλατώματα στον οργανισμό του Fujimoto, ενώ είναι μικρότερα όταν αφορούν στην μετάβαση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, όπως είναι οι στοές στο Αρσάκειο και το Μουσείο Μπενάκη. Σχετικά με τα αντικείμενα, όλα τα παραδείγματα επιθυμούν μία ευελιξία στη χρήση των χώρων και επιλέγουν έναν λιτό σχεδιασμό που δεν φορτώνει το σύστημα με πολλά στοιχεία. Ακόμα κι όταν επιλέγεται η τοποθέτηση κάποιου αντικειμένου γίνεται με μέριμνα για ευελιξία στις χρήσεις, όπως είναι οι κερκίδες του Σχολείου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις επιλέγονται κινήσεις εύκολα αναστρέψιμες με την τοποθέτηση φορητών αντικειμένων, όπως τα καθίσματα στο Πανεπιστήμιο, ή ένα προσωρινό έκθεμα στο Μουσείο. Τέλος, η υλικότητα και ο φωτισμός των ενδιάμεσων χώρων στα παραδείγματα ποικίλει ανάλογα με τη στρατηγική σχεδίασης. Ξεκινώντας από το Πανεπιστήμιο, βλέπουμε να κυριαρχεί η διαφάνεια και η αίσθηση μίας ατμόσφαιρας καθαρής και φωτεινής. Η κίνηση αυτή συμβολίζει μία διακίνηση των ιδεών και τη δημιουργία μίας κοινότητας όπου επίσης κυριαρχεί η διαφάνεια και η φωτεινότητα. Το Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης χρησιμοποιεί τη διαφάνεια σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, ενώ στο δάπεδο υπάρχει ξύλο. Οι επιλογές αυτές οφείλονται στην πρόθεση του αρχιτέκτονα να δημιουργήσει ένα περιβάλλον εσωτερικό που να μοιάζει όμως με εξωτερικό και άρα λόγω τοποθεσίας φυσικό. Στο Μουσείο Μπενάκη κυριαρχεί επίσης η διαφάνεια όσον αφορά στον ενδιάμεσο χώρο, ενώ δημιουργείται και ένα παιχνίδι υλικών και φωτός όσον αφορά στη ράμπα. Στο Αρσάκειο Δημοτικό, η υλικότητα σχετίζεται με την ένταξη στο τοπίο και συμβολίζει τη ζωή στην ελληνική ύπαιθρο.

131



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η έρευνα του ενδιάμεσου χώρου, που ξεκίνησε με μία αναζήτηση στα πεδία των ανθρωπιστικών επιστημών, για αναφορές, συνώνυμα και όρους που δηλώνουν την σημασία της ιδέας ενός τρίτου χώρου, ανέδειξε την ιδιαίτερη σημασία της για τον άνθρωπο. Κάθε προσέγγιση, αποκαλύπτει πτυχές και χαρακτηριστικά του χώρου αυτού, τα οποία συνοψίζονται σε πέντε βασικές ιδέες. Το ενδιάμεσο αμφισβητεί την έννοια των δυϊσμών ως κυρίαρχων στοιχείων θεώρησης του κόσμου και προσφέρει μία δυνατότητα θεώρησης που επικεντρώνεται περισσότερο στις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων παρά στο ίδια τα πράγματα. Tαυτίζεται με την έννοια του κατωφλιού, ως απαραίτητου στοιχείου για τη μετάβαση από μία κατάσταση, έναν κόσμο, μία επικράτεια, σε μία άλλη. Ως στοιχείο του χώρου, ή και όχι, η σημασία του πηγάζει από την ανάγκη προετοιμασίας του ατόμου για μία αλλαγή που επίκειται. Ως στοιχείο της πόλης, ξανά συνδεόμενο με την έννοια του κατωφλιού, εμφανίζει μια ικανότητα να συνθέτει το πορτραίτο της. Μπορεί, ακόμα, να θεωρηθει ως μία κατάσταση παύσης του χώρου και του χρόνου και διακοπή της χωρικής συνέχειας. Τέλος, είναι ένα πεδίο ικανό να δημιουργήσει τις συνθήκες διαλόγου και συνάντησης των ανθρώπων. Στη συνέχεια, με γνώμονα τις φιλοσοφικές αναλύσεις που προηγήθηκαν, έγινε μία μελέτη σχετικά με το πώς εμφανίστηκε η έννοια στην Αρχιτεκτονική. Η έρευνα εστίασε στην Team 10. H σημασία της ομάδας έγκειται στην πνευματική συνεισφορά της σε μία βαθύτερη πολιτιστική αλλαγή της εποχής του δεύτερου μισού του 20 ου αιώνα. Το έργο της είναι σημαντικό, διότι άσκησε κριτική στa χαρακτηριστικά του Μοντερνισμού και μίλησε για την αντικατάσταση των αισθητικών ανησυχιών με ηθικές αξίες, χωρίς όμως να προτείνει μία δραστική αποκοπή από αυτόν. Τα μέλη της ομάδας, κατάφεραν να «εκμοντερνίσουν» τη μοντέρνα αρχιτεκτονική με το να προτείνουν έναν επαναπροσδιορισμό των θεωρητικών βάσεών της, μέσω της εφαρμογής των θεωρητικών τους αξιών. Οι αξίες αυτές, ως μία προσπάθεια εξανθρωπισμού του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ήταν για τους ίδιους μία κριτική στη «λειτουργική» πόλη του Μοντέρνου. Έτσι, προέκυψε η επιθυμία να δημιουργηθούν πόλεις, στις οποίες κύριο ρόλο θα είχαν οι ‘ζωτικές ανθρώπινες σχέσεις’ σε μία συνεχώς μεταβαλλόμενη ανθρώπινη πραγματικότητα. Η ομάδα, θεωρούσε ότι η ύπαρξη των χώρων που είναι ικανοί να «μπλέξουν» τους ανθρώπους και τις λειτουργίες μεταξύ τους, είναι αναγκαία. Για την Team 10 η Αρχιτεκτονική και η Πολεοδομία, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ένα και πρότειναν να σχεδιάζουν ανεξαρτήτου κλίμακας, χώρους ευέλικτους, με πολλά μεταβατικά σημεία, τα οποία θα γεφυρώνουν τα δίδυμα φαινόμενα μεταξύ τους. Αυτό θα προσφέρει το αίσθημα του «ανήκειν» και ένα πεδίο, όπου μπορεί να υπάρξει η συνάντηση και αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Όλοι οι χώροι θα σχεδιάζονται με την ιδέα της λαβυρινθώδους καθαρότητας, ώστε η πόλη να γίνει ένα μεγάλο σπίτι και το σπίτι μια μικρή πόλη. Η σχετικότητα, η κινητικότητα, το δίκτυο, η ταυτότητα, η παύση, η μετάβαση, το πέρασμα, η συνάντηση είναι έννοιες συνδεδεμένες με τον ενδιάμεσο χώρο, όπως τον αντιλήφθηκε η Team 10 και το έργο της είναι ιδιαίτερα σημαντικό ακριβώς επειδή ενσωμάτωσε όλες αυτές τις έννοιες σε ένα κοινό εννοιολογικό πλαίσιο. Η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής θεωρίας στην πρακτική της Team 10

134


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

εξετάστηκε μέσα από το Δημοτικό Ορφανοτροφείο στο Άμστερνταμ του Aldo van Eyck και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο στο Βερολίνο των George Candilis, Alexis Josic και Shadrach Woods. Αμφότερα, παρουσίασαν την επιθυμία να επαναπροσδιορίσουν μια αρχιτεκτονική, που θέτει στο επίκεντρο του σχεδιασμού τον άνθρωπο και τη δημιουργία κοινότητας, μέσα από τη χρήση ενδιάμεσων χώρων. Η έκβαση σε κάθε περίπτωση είναι, όπως είδαμε, αρκετά διαφορετική. Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει πως δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο «μοντέλο» ενδιάμεσου χώρου, το οποίο εφαρμόζεται κατά περίπτωση στα κτήρια, ούτε υπάρχουν σαφείς σχεδιαστικοί κανόνες που το περιγράφουν. Είναι στο χέρι του αρχιτέκτονα το πώς θα επιλέξει να το εκφράσει, ώστε να προσφέρει στους χρήστες έναν χώρο, ο οποίος θα ικανοποιεί τις προσωπικές και κοινωνικές του ανάγκες. Μεταφερόμενη στον 21ο αιώνα, η έρευνα ασχολήθηκε αρχικά με δύο έργα από τη διεθνή αρχιτεκτονική, μελετώντας τα ως προς τις έννοιες που διατυπώθηκαν νωρίτερα. Στα έργα αυτά, οι αρχιτέκτονες μιλούν για την ύπαρξη του ενδιάμεσου χώρου, ως μέρος της σχεδιαστικής στρατηγικής. Το Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης εμφανίζει μία κεντρικότητα του ενδιάμεσου χώρου, με στοιχεία που, όμως, την διαταράσσουν, προσφέροντας μία δυναμική στο σύστημα. Κύριο χαρακτηριστικό, στο οποίο αποδίδεται η δημιουργία της αίσθησης κοινότητας είναι η διαφάνεια και η ευελιξία. Το Κέντρο Ψυχιατρικής αποκατάστασης για παιδιά στο Hokkaido, σε αντίστροφη λογική, εμφανίζει μία α-κεντρικότητα, ενώ η δημιουργία κοινότητας αποδίδεται στην ποικιλία ποιοτήτων που εμφανίζει ο ενδιάμεσος χώρος, με τα στενά, τα πλατώματα, τις εσοχές, τις γωνίες, τα φωτεινά και τα σκοτεινά. Ο ενδιάμεσος χώρος δημιουργεί καταστάσεις μετάβασης, κοινωνικοποίησης, κινητικότητας και παύσης. Στη συνέχεια, μελετήθηκαν δύο ακόμα έργα, που βρίσκονται αυτή τη φορά στον ελλαδικό χώρο. Μέσα από την επιτόπια έρευνα μας δόθηκε η ευκαιρία να εξετάσουμε από κοντά τα χαρακτηριστικά και τη σημασία των ενδιάμεσων χώρων, να παρατηρήσαμε τις χωρικές συσχετίσεις που παράγουν και να ενισχύσουμε τη βιβλιογραφική μελέτη από συζητήσεις με τους αρχιτέκτονες σχετικά με την αρχιτεκτονική τους πρόθεση να εντάξουν στον σχεδιασμό τους τη σημασία του ενδιάμεσου χώρου. Στο Νέο Μουσείο Μπενάκη, βλέπουμε να εμφανίζονται δύο εκφάνσεις του ενδιάμεσου: αφενός η στοά ως φίλτρο της πόλης καταλήγει σε έναν χώρο παύσης, το αίθριο, το οποίο έχει ως κοινωνικό ρόλο την δημιουργία μιας στοχαστικής διαδικασίας στο άτομο. Αφετέρου, η στοά ως τελετουργική είσοδος καταλήγει σε έναν χώρο κοινωνικοποίησης, κινήσεων, βλεμμάτων – σε έναν χώρο γιορτής. Στο Αρσάκειο Σχολείο, η αρχιτεκτονική πρόθεση παρουσιάζει μία ολότητα με διακριτά στοιχεία, τα οποία ενώνονται μέσα από μία σειρά ενδιάμεσων χώρων μεταβατικού χαρακτήρα. Η μεταβατικότητα ως στοιχείο του ενδιάμεσου χώρου, δημιουργεί το αίσθημα της έκπληξης και εξερεύνησης ως προς το τι ακολουθεί. Η σύνθεση του δημοτικού σχολείου, εμφανίζει μία κεντρικότητα, την οποία καταλαμβάνει η αυλή, ενώ υπάρχουν και άλλα σημεία ενδιάμεσου χαρακτήρα, όπως είναι η είσοδος και οι περιμετρικές στοές.

135


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Σε όλα τα σύγχρονα παραδείγματα που αναλύθηκαν, είδαμε την εμφάνιση του ενδιάμεσου χώρου, με χαρακτηριστικά που έθεσε η Team 10, εκφράζοντάς τα με ποικίλους τρόπους. Υπήρξαν παραδείγματα, στα οποία το ενδιάμεσο καταλαμβάνει μία κεντρικότητα, όπως είναι το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ενθαρρύνοντας το βλέμμα και παραδείγματα στα οποία είναι ένα δίκτυο, όπως είναι το Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης για Παιδιά, ενθαρρύνοντας την κίνηση. Παρουσιάστηκε μία ποικιλία ως προς το πρόγραμμα και τους ρυθμούς ζωής, από περίπτωση μόνιμης κατοίκησης (Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης), σε περίπτωση κτηρίου καθημερινής χρήσης με σταθερούς δεσμούς (Αρσάκειο), σε περίπτωση καθημερινής χρήσης με χαλαρούς δεσμούς (Τμήμα Πληροφορικής), μέχρι περίπτωση επίσκεψης (Μουσείο Μπενάκη), ενώ εξετάστηκε και το εκάστοτε περιβάλλον στο οποίο τοποθετήθηκε το κτήριο. Η παράμετρος αυτή, έπαιξε σημαντικό ρόλο για το αν το κτήριο νοείται σαν αυτόνομος οργανισμός λόγω απομόνωσης (Κέντρο Ψυχιατρικής Αποκατάστασης), αν επιθυμεί να λειτουργεί ως αυτόνομος οργανισμός ακόμα κι αν τοποθετείται σε ένα σύστημα (Μουσείο Μπενάκη), αν σχεδιάζεται τόσο ως μέρος όσο και ως ολότητα (Αρσάκειο), ή είναι μέρος ενός ευρύτερου συστήματος (Τμήμα Πληροφορικής). Ακόμα, υπήρξε μία ποικιλία ως προς την υλικότητα και το φωτισμό, τις χρήσεις και τα αντικείμενα. Ο ενδιάμεσος χώρος, εμφανίστηκε ως χώρος κίνησης, αλληλεπίδρασης, μετάβασης, απομόνωσης, στάσης, παύσης και ως χώρος συνάντησης και διαλόγου που έχει στόχο τη δημιουργία μιας κοινότητας, προσωρινής ή μόνιμης στα πλαίσια χρήσης του κτηρίου από τους κατοίκους του. Η βιβλιογραφική έρευνα έδειξε ότι σε όλα τα παραδείγματα, η αρχιτεκτονική πρόθεση πρότεινε την ύπαρξη του ενδιάμεσου χώρου, ως προσπάθεια για μία «ανθρωπιστική» αρχιτεκτονική, προσφέροντας ποιότητες που ενθαρρύνουν την οικειοποίηση του χώρου από γνωστούς ή άγνωστους χρήστες. Όπως συμπεράναμε νωρίτερα όμως, ο ενδιάμεσος χώρος δεν αποτελεί ένα στοιχείο που είναι πάντα μετρίσιμο και δε διέπεται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά κυοφορεί και ένα εννοιολογικό περιεχόμενο. Η έννοια αυτή, δεν αρκεί να ενυπάρχει ως σχεδιαστική πρόθεση, αλλά σχετίζεται άμεσα με το βίωμα και με το κατά πόσο ο χώρος πετυχαίνει τελικά αυτήν την οικειοποίηση. Η ομαλή μετάβαση, το δίκτυο, τα δίπολα, και όλες οι εκφράσεις που είδαμε, στοχεύουν επομένως, σε έναν χώρο που ενδιαφέρεται για τις προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου. Η προσπάθεια κατανόησης του αν ο τρόπος που ο χρήστης βιώνει το χώρο, συμφωνεί με την αρχιτεκτονική πρόθεση, έγινε μέσα από την επιτόπια έρευνα των δύο κτηρίων που βρίσκονται στην Ελλάδα. Η επίσκεψη στους χώρους αυτούς, διαμορφώνει μία διαφορετική εικόνα του ενδιάμεσου χώρου και ενισχύει τα συμπεράσματα της έρευνας. Η αντίληψη που έχει ο χρήστης για το χώρο γίνεται σε ένα βαθμό με μία αυτόματη, πηγαία διαδικασία, εννοώντας ότι ο καθένας, βρισκόμενος σε έναν χώρο έχει την τάση να ανακαλύψει τις δυνατότητές του και να τον κατοικήσει. Μία κερκίδα ή ένα πεζούλι μετατρέπεται εύκολα σε χώρο «έκθεσης», ή χώρο ξεκούρασης, ένας σκιερός διάδρομος σε καθιστικό, μία σκάλα σε τόπο συνάντησης, με αντίστοιχο τρόπο που μία «ουρά» μετατρέπεται σε σημείο διαλόγου, μία ράμπα σε «οθόνη» και ένας κενός χώρος σε χώρο περισυλλογής ή κοινωνικοποίησης. Αντίστροφα, μία σχεδιαστική επιλογή που γίνεται με πολλή σκέψη από τη μεριά του αρχιτέκτονα, συχνά παραβλέπεται από τον χρήστη. Για παράδειγμα, βρισκόμενος ένας επισκέπτης

136


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

σε ένα κενό αίθριο, μπορεί να αγνοήσει την συγκέντρωση που μπορεί να του προσφέρει, ή αντίστοιχα ένας μαθητής να δυσανασχετήσει με τις πολλές μεταβάσεις στις οποίες υπόκειται για να φύγει από το σχολείο το μεσημέρι. Τελικά, ως κάτοικοι βιώνουμε χώρους καθημερινά, από την κατοικία μας, στο δρόμο και στην πόλη, σε δημόσια κτήρια και στη δουλειά μας, μόνοι ή μαζί με άλλα άτομα. Ο ενδιάμεσος χώρος, ως ένας τόπος υβριδικός, νοηματοδοτείται κάθε φορά που επιλέγουμε να τον κατοικήσουμε και να τον χρησιμοποιήσουμε. Η χρήση του είναι απρόβλεπτη και ευμετάβλητη, και δημιουργεί ένα τοπίο δυναμικό και μία κατάσταση ρευστή, όσο και η σχέση μας μαζί του και μεταξύ μας. Ως κάτοικοι, ενδεχομένως θα βρίσκουμε πάντα έναν τρόπο να οικειοποιούμαστε το περιβάλλον μας, είτε με την δική μας προσαρμογή, είτε με τη δική του. Η παροχή ενδιάμεσων χώρων εκ μέρους της αρχιτεκτονικής, ανεξαρτήτου κλίμακας σχεδιασμού, οι οποίοι θα είναι ευέλικτοι και θα προσφέρουν αυτό το έδαφος που θα καλλιεργεί τις ζωτικές ανθρώπινες σχέσεις, δεν είναι μία στρατηγική που σίγουρα θα πετύχει και θα έχει προβλέψιμα αποτελέσματα, όπως δείχνουν και τα παραδείγματα. Αυτό, διότι ο ανθρώπινος παράγοντας είναι μία σημαντική παράμετρος για το πώς βιώνεται ο χώρος, η οποία εξαρτάται από άλλες, προβλέψιμες ή απρόβλεπτες, παραμέτρους. Αυτές μπορεί να είναι από τη διάθεση του χρήστη, μέχρι τη γενικότερη συνθήκη της κοινωνικής κρίσης που επικρατεί στη σύγχρονη κοινωνία. Ενδεχομένως, αυτό που μπορούν να κάνουν οι αρχιτέκτονες, ως μέρος ενός κοινωνικού συστήματος σχέσεων και αλληλεπιδράσεων στο οποίο ανήκουν - διότι δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική είναι μία κοινωνική κατασκευή και όχι αντίστροφα - είναι μέσω της ένταξης των ενδιάμεσων χώρων στο σχεδιασμό τους, να οραματιστούν ένα μέλλον της κοινωνίας, πρώτα ως κάτοικοι και έπειτα ως σχεδιαστές, στο οποίο ο ρόλος τους θα είναι να προσφέρουν περισσότερο αυτές τις δυνατότητες παρά να ορίζουν τις λειτουργίες και τις χρήσεις. Έτσι, ίσως το διάγραμμα των «κύκλων του Otterlo» να αποκτήσει μία αξία διαχρονική και να αποτελέσει ένα πρότυπο που θα έχουν στο μυαλό τους και οι μελλοντικοί αρχιτέκτονες, όταν θα καλούνται να σχεδιάζουν για τη ρευστή πραγματικότητα, πάντα όμως, με μία τάση αυτοκριτικής και κριτικής της ίδιας της κοινωνίας και της αρχιτεκτονικής. Άλλωστε, η κριτική που έχει ασκηθεί μέχρι σήμερα στα έργα της Team 10, αποδεικνύει ότι η πρόθεση του αρχιτέκτονα δεν αρκεί για μία υγιή κοινωνία που δημιουργεί δεσμούς και αλληλεπιδράσεις, καθώς ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός είναι μέρος της κρίσης ή της ευημερίας του ανθρώπου.

137


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βιβλία Αντωνακήκη Σουζάνα, Κατώφλια, 100+7 Χωρογραφήματα, Futura, Αθήνα, 2010 Bachelard Gaston, Η ποιητική του χώρου, μτφ. Ε. Βέλτσου- Ι. Χατζηνικολή, Χατζηνικολή, Αθήνα, 1982 Benjamin, Walter, Μονόδρομος, μεταφρ. Ανδρικοπούλου Νέλλη, Άγρα, 2004 Benjiamin Walter, The Arcades Project, μτφρ. Eiland Howard και McLaughlin Kevin, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts,2002 Bobby Chris Alexander, Victor Turner Revisited: Ritual as Social Change, Atlanta, GA: Scholars Press, 1991 Buber Martin, I and Thou, μτφρ. Ronald Gregor Smith, εκδ. T.&T.Clark, Εδιμβούργο, 1937 Bullock Marcus, Jennings Michael W., Walter Benjamin, Selected Writings, τόμος 1:1913–1926, Belknap Press, Cambridge, 1996 Γκαραγκούνης Θάνος, Η έννοια του χώρου στη Δυτική Φιλοσοφία. Καντ, Φουκώ, Ντεριντά, από τον απόλυτο χώρο, στο χώρο-κατασκευή και από εκεί στο χώρο-υλοποίηση. Αμφισημίες, παλινωδίες και προοπτικές, e-book, στο www.24grammata.com, Αθήνα, 2013 Deleuze Gilles, Guattari Felix, A Thousand Plateaus, Capitalism and Schizophrenia, μτφρ. Massumi Brian, University of Minnesota Press, Minneapolis, London, 1987 Frampton Kenneth, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Ιστορία και Κριτική, (4η έκδοση), μτφ. Ανδρουλάκης Θόδωρος, Παγκάλου Μαρία, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009 Gausa Manuel, The Metapolis dictionary of advanced architecture, city technology and society in the information age, Actar, Barcelona,2003 Gennep Arnold Van, The Rites of Passage, IL: The University of Chicago Press, Chicago, 1960 Giedion Sigfried, Decade of New Architecture, Girsberger, Wittenborn,1951 Giedion Sigfried, Time and Architecture. The Growth of a New Tradition, Harvard University Press, Cambridge, 1967 Grosz Elizabeth, Architecture from the Outside, Essays on Virtual and Real Space, the MIT Press Cambridge, Massachusetts London, 2001 Ηλιάκης Μανώλης, «Κτίριο από το νέο σχολικό συγκρότημα Αρσάκειου Πατρών», Sun&Shadow Magazine, (17), 2007

138


Β Ι Β Λ Ι Ο ΓΡ Α Φ Ι Α

Ησαΐας Δημήτρης, Παπαϊωάννου Τάσης, Αρχιτεκτονική 1980-2010, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2011 Hertzberger, Herman, Μαθήματα για Σπουδαστές Αρχιτεκτονικής, μτφρ. Τσοχαντάρη Τίνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., 2002 Krunic Dina, The Groundscraper: Candilis-Josic-Woods’ Free University Building, Berlin 1963-1973, ProQuest, UMI Dissertation Publishing, 2012 Lefaivre Liane, Tzonis Alexander, Aldo van Eyck: Humanist Rebel, Inbetweeing in a Post-War World, εκδ. 010 Uitgeverij, Rotterdam, 1999 Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, Birkhäuser Publishers, Ολλανδία,1999 Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος Φυτράκης, Αθήνα, 1993 Mumford Eric, The CIAM Discourse on Urbanism, 1928-1960, MIT Press, Cambridge, 2000 Norberg Schulz Christian, Genius Loci, Το Πνεύμα του Τόπου, Για μια Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής, μεταφρ. Φραγκόπουλος, Μίλτος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π, 2009 Πετρίδου Βασιλική, Πάγκαλος Παναγιώτης, Κυρκίτσου Νεφέλη, Εργάζομαι άρα κατοικώ, Πανεπιστήμιο Πατρών τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πάτρα, 2012 Praglin Laura, The nature of the “in-between” in D.W.Winnicott’s concept of Transitional space and in Martin Buber’s “das Zwischenmenschliche”, Volume 2, Issue 2, 2006 Risselada Max, Heuvel Dirk van de, TEAM 10, in search of a Utopia of the Present,1953-1981, NAi Publishers, Rotterdam, 2003 Σταυρίδης Σταύρος, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2002 Serres Michel, Το Φυσικό Συμβόλαιο, μτφρ. Φαράκλας Γιώργος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1998 Smithson Alison, Team 10 Primer, StudioVista, Λονδίνο, 1968 Strauven Francis, Aldo van Eyck: The Shape of Relativity, Architectura & Natura, Amsterdam, 1998 Teyssot Georges, A Typology of everyday Constellations, MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 2013 Turner Victor. Forest of Symbols, Ithaca, Cornell University Press, Nέα Yόρκη, 1967 Willoughby William T., Between people and space: Cultural improvisations andecological thinking in the work of Aldo Van Eyck, Louisiana Tech University στο 2005 ACSA SW Regional Proceedings – Improvisation, ed. CoreySaft, Los

139


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Angeles, 2005

Άρθρα σε περιοδικά Charlandjeva Veneta, «Pérennité d’une utopie», Le Carré Bleu , (1), 1999 Ησαΐας Δημήτρης, Παπαϊωάννου Τάσης, «Αρσάκειο Πατρών, Ρίο - Ελλάδα», Δομές, Διεθνής επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής, (58), Μάιος 2007 σ. 69 Κοκκίνου Μαρία, Κούρκουλας Ανδρέας, «Αναζήτηση Χωρικών & Υλικών Σχέσεων», Κτίριο Αρχιτεκτονική Design, (10), Δεκέμβριος 2008, σ. 113 Πεπονής Γιάννης, «Χωρικές Προθέσεις», Αρχιτεκτονικά Θέματα, Μονογραφίες XVI: Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέας Κούρκουλας , 2004

(38),

Σταυρίδης, Σταύρος, «Προς μία ανθρωπολογία του κατωφλιού», Ουτοπία, (33), Αθήνα Ιανουάριος-Φεβρουάριος, 1999 Smithson Alison, «How to Recognize and Read a mat-building. Mainstream architecture as it developed Towards the mat-building», Architectural Design, (9), 1974 Fujimoto Sou, «Children’s Center for Psychiatric Rehabilitation, Hokkaido», 2G, (50), Ισπανία, 2009 Τζώνης Αλέξανδρος, Lefaivre Lian, «Πέρα από τα μνημεία – Πέρα από το Zipa-tone εντός του Χωροχρόνου: Το πλαίσιο όπου εντάσσεται το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, του Shadrach Woods. Μια ανθρωπιστική αρχιτεκτονική», Δομές, Διεθνής Επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής, (59), Ιούνιος 2007 Τουρνικιώτης Παναγιώτης, «Στοιχεία Πολύτροπης Αρχιτεκτονικής», Αρχιτεκτονικά Θέματα, (38), Μονογραφίες XVI: Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέας Κούρκουλας, 2004 Διαδικτυακές Πηγές Fujimoto Sou Architects: Επίσημη ιστοσελίδα του γραφείου, στο έργο Children’s Center for Psychiatric Rehabilitation, Hokkaίdo, www.sou-fujimoto.net/ (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Fujimoto Sou, (συνέντευξη), «AD Interviews: Sou Fujimoto», Archdaily, στο vimeo.com/21155190 (Τελευταία επίσκεψη: Ιούνιος 2015) Fujimoto Sou, (συνέντευξη), «Architecture Biennale : Sou Fujimoto Architects», επιμ. Institute of the 21st Century και ForYourArt, The Kayne Foundation, Brenda R. Potter, Catharine και Jeffrey Soros, Biennale Αρχιτεκτονικής 2010 στο www.

140


Β Ι Β Λ Ι Ο ΓΡ Α Φ Ι Α

youtube.com/watch?v=rdEnh9YAsrU

(Τελευταία

επίσκεψη:

Ιούνιος

2015)

Fujimoto Sou, «Children’s Center for Psychiatric Rehabilitation / Sou Fujimoto», Archdaily, 3 Νοεμβρίου 2008 στο www.archdaily.com/?p=8028 (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Fujimoto Sou, (ημερίδα), «Primitive Future» , ETSAM, Cátedra cerámica Madrid, Μαδρίτη, 1.12.2010 στο www.vimeo.com/17387963 (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Henning Larsen Architects: Επίσημη ιστοσελίδα του γραφείου, στο έργο IT University www.henninglarsen.com/projects/0400-0599/0538-it-university.aspx (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Henning Larsen Architects, «IT University of Copenhagen video by Henning Larsen Architects», επιμ. Jordana Sebastian, ArchDaily, 9 Σεπτεμβρίου 2010 στο www.archdaily.com/76988/it-university-of-copenhagen-video-byhenning-larsen-architects (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Κεφαλογιάννης Νεκτάριος, Παπαστεργίου Χρίστος, «Η έννοια του ‘ενδιάμεσου’ (‘in-between’)», greekarchitects, Μόνιμες στήλες (Διερευνήσεις), 07 Ιουνίου 2006 στο www.greekarchitects.gr/gr/διερευνήσεις/η-εννοια-του-ενδιαμεσουin-between-id134 (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Κούρκουλας Ανδρέας, (ημερίδα), «Κοκκίνου-Κούρκουλας, Έργα μεγάλης κλίμακας, Μουσεία», στη Δεύτερη ημερίδα του ΕΣΩ με θέμα Interior Design, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Αθήνα, 15 Φεβρουαρίου 2013 στο www.vimeo. com/65991360 (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Μουσείο Μπενάκη: Επίσημη ιστοσελίδα www.benaki.gr/?id=40202 Πανεπιτήμιο Κοπεγχάγης: Επίσημη ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου στο Βίντεο «Student Life at University of Copenhagen», www.itu.dk (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Παπαϊωάννου Τάσης, (ημερίδα) «Ο Βίος εν Ελλάδι είναι ημιυπαίθριος», εισήγηση στην Ημερίδα: «Νομιμοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων, ημερίδα υπό την αιγίδα των: Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, Επιστημονικής Εταιρείας Πολεοδομικού και Χωροταξικού Δικαίου, Αθήνα, 18.5.2009 στο http://documents.scribd.com.s3.amazonaws.com/docs/7gsx5ka0741oawzr. pdf (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Παπαλεξόπουλος Δημήτρης, (Πανεπιστημιακές σημειώσεις), «Μηχανές του Γίγνεσθαι, Περίπου Αντικείμενο,(Quasi-Object)», στην παρουσίαση του μαθήματος Τεχνολογίες Αιχμής και Αρχιτεκτονική: Από το συνολικό Σχεδιασμό στην καθολική διαχείριση, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ΕΜΠ, Κατέυθυνση Α: Σχεδιασμός – Χώρος – Πολιτισμός, Ιούνιος 2014 στο www.ntua.gr/archtech/post-2013/002a 2014 mixanes tou gignesthai.pdf (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιο 2015)

141


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

Πουλόπουλος Κώστας, (Ημερίδα), «Henning Larsen Architects, Τρίτοι Χώροι», στη Δεύτερη ημερίδα του ΕΣΩ με θέμα Interior Design, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Αθήνα, 15 Φεβρουαρίου 2013 στο www.vimeo.com (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιο 2015) Pedret Annie, «Aix-en-Provence (France) 19-26 July 1953» , στο www. team10online.org/team10/meetings/1953-Aix.htm (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Σταυρίδης Σταύρος, «Οι χώροι της ουτοπίας και η ετεροτοπία: Στο κατώφλι της σχέσης με το διαφορετικό»,18.09.2012 στο www.lessandmore.gr (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Strauven Francis, (Διάλεξη) «Aldo van Eyck – Shaping the New Reality From the In-between to the Aesthetics of Number», διάλεξη που διοργανώθηκε από τo CCA mellon lectures, Paul Desmarais Theatre, Montreal, 24. 05.2007 Χρονοπούλου Λέλα, Αμφισβητώντας τα όρια, ARTCORE, στήλη Deci-Palette, 7.12.2013 στο www.artcoremagazine.gr (Τελευταία επίσκεψη Ιούνιος 2015) Έντυπα μαζικής ενημέρωσης Μίχα Ειρήνη, «Κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις και αθέατοι (ενδιάμεσοι) χώροι», Εφημερίδα ΑΥΓΗ, 27 Απριλίου 2014 Κομπρεσέρ, (1), 2011 «Ενδιάμεσοι χώροι χρόνοι περιπλανήσεις μηχανισμοί σκέψης» x Ακαδημαϊκές Εργασίες Pedret Annie, (Διδακτορική Διατριβή), «CIAM and the emergence of Team 10 thinking, 1945-1959», ΜΙΤ Libraries, MIT Thesis, Massachusetts, 2001 Ανδρεοπούλου Ραϊσα , Μόλλα Ελένη, (Ερευνητική Εργασία), Χώρος και Περιθώριο, Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Χατζησάββα Δήμητρα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ιούλιος 2013 Καυκά Ελένη Ιωάννα, (Ερευνητική Εργασία), Διερευνώντας το χωρικό ενδιάμεσο, Επιβλέπων Καθηγητής Κωνσταντόπουλος Ηλίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, Οκτώβριος 2014 Μάντε Ελίζα, Σιέρρα Άρτεμις, (Ερευνητική Εργασία), Προθέσεις Μετάβασης - Η Παλέτα του Ενδιάμεσου-Αρχές διαχείρισης Ενδιάμεσων Μεταβατικών Χώρων, Επιβλέπων Καθηγητής Παπαδόπουλος Λόης, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Φεβρουάριος 2011 Ορφανίδου Στεφανία, Σιαμμάς Μιχάλης, (Εργασία), Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του Sou Fujimoto, Συγκριτική μελέτη με τον Άρη Κωνσταντινίδη, Διδακτική ομάδα Τσουκαλά Κυριακή, Παντελίδου Βούλα, Παντελίδου Χαρίκλεια, Σχολή

142


Β Ι Β Λ Ι Ο ΓΡ Α Φ Ι Α

Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ακαδ. περίοδος 2013-2014 Zimmerman Patrick Troy, (Διπλωματική Εργασία), Liminal Space in Architecture: Threshold and Transition, A Proposal for a Ballpark in Miami Beach, Florida, Επιβλέπων Καθηγητής Ambroziak Brian, University of Tennessee, Knoxville, Μάιος 2008

143


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ [1] (Κολάζ): i ii iii

i:(πίνακας), Rene Magritte, Decalcomania, 1966. Πηγή: www. mattesonart.com/rene-magritte-gallery.aspx ii: (φωτογραφία), Carlo Scarpa, Brion Cemetery, Treviso, Italy, 19681978. Προσωπικό αρχείο iii: (φωτογραφία), J. R. Eyerman, Πρεμιέρα πρώτης έγχρωμης ταινίας 3D μεγάλου μήκους, Paramount Theater, Hollywood,1952. Πηγή: www. pinterest.com φόντο: (πίνακας), Victor Vasarely, Black – White, 1950. Πηγή: www. masterworksfineart.com/inventory/vasarely

[2] (Κολάζ φωτογραφιών): i ii

i: Αποστάσεις. Πηγή: www.pinterest.com ii: Brad Downey, Wedging, Grottaglie, Italy , 2011. Πηγή: www. braddowney.com/work/2011/wedging φόντο: Streets of Lisbon, Lisbon, Portugal, 2012. Πηγή: http:// fonrenovatio.tumblr.com/image/42854228958

[3] (Κολάζ φωτογραφιών): i ii iii

i: Vintage Rugby. Πηγή: www.pinterest.com ii: Love Bridge, Paris. Πηγή: www.pinterest.com iii: Electricity pillar. Πηγή: www.tumblr.com φόντο: Florian Schmidt, Synaptic Overload. Πηγή: www.dpressedsoul. deviantart.com

[4] (Κολάζ φωτογραφιών): i ii

i: Robert Doisneau, Le ruban de la mariée, Saint Sauvant, 1951.Πηγή; www.robert-doisneau.com ii: Τα σύνορα τριών χωρών, Drielandenpunt, Holland, or Dreiländereck, Germany, or Trois Frontières, France. Πηγή: www. wanderninsuedlimburg.de φόντο: Ben Jones, Gap, 2012. Πηγή: www.flickr.com/photos/benpatio

[5] (Διάγραμμα), προσωπική επεξεργασία. Πηγή σχεδίων: http://www.ysma.gr/ προπύλαια [6] (Πίνακας), Πηγή: www.salvador-dali.org [7] (Κολάζ φωτογραφιών): i ii iii iv v vi

i: David Seymour, Naples, Italy,1957 Πηγή: www.davidseymour.com ii: Mario Cattaneo,”Vicoli a Napoli”, Naples, Italy, 1950-1959. Πηγή: www.mfc.itc.cnr.it iii: Henri Cartier-Bresson, Naples, Italy,1960. Πηγή: www.

144


Ε Ι Κ Ο Ν Ο ΓΡ Α Φ Ι Α

henricartierbresson.org iv: Street artists in Naples,Naples, Italy. Πηγή: www.pinterest.com v: Piergiorgio Branzi, Vicolo di Napoli, Naples, Italy,1957. Πηγή: piccimage.org/artists/branzi vi: Leonard Freed, Naples, Italy, 1956 Πηγή: www.magnumphotos.com [8] (Κολάζ φωτογραφιών): i ii iii

i: Dani Yoshi, Biere, New York City, United States, 2013. Πηγή: www. daniosoriov.tumblr.com/ ii: Sharing. Πηγή: www.pinterest.com iii: Alan Crawshaw, Inter train communication, 2008. Πηγή: www.flickr. com/photos/alanfrombangor φόντο: Boardwalk Sheet-music Montage, Coney Island, 1950. Πηγή: www.haroldfeinstein.com

[9] (Φωτογραφία), Πηγή: www.team10online.org (transculturalmodernism.org/ article/9) [10] (Διάγραμμα), Πηγή: Peter and Alison Smithson Archive, NAi Collection and Archives, Rotterdam [11] (Φωτογραφία), Πηγή: municipaldreams.wordpress.com/2014/02/18/ municipal-housing-in-manchester-before-1914-improving-the-unwholesomedwellings-and-surroundings-of-the-people/ [12] (Φωτογραφία), Bye-Law Street, Purves Road, Kensal Green, London, 1921. Πηγή: www.britainfromabove.org.uk/ [13] (Διάγραμμα), (πάνω), Πηγή: www.team10online.org/ (κάτω) , προσωπική επεξεργασία [14] (Διάγραμμα), Πηγή: http://iris.nyit.edu/~rcody/Thesis/Readings/Eyck%20-%20 Twin.jpg [15] (Διάγραμμα), (Κάτοψη), Πηγή: www.pinterest.com [16] (Στιγμιότυπο ταινίας), Πηγή: http://www.altcine.com/movie.php?id=808 [17] (Κολάζ): i ii iii

i. (Διάγραμμα), Aldo Van Eyck, Tree is leaf and leaf is tree, St Louis, 1962. Πηγή: Team 10 Primer, StudioVista, Λονδίνο, 1968, σ.99 ii. (Διάγραμμα), Alison- Peter Smithson, Ideogram of infill to a village, 1959. Πηγή: Team 10 Primer, StudioVista, Λονδίνο, 1968, σ.83 iii. (Διάγραμμα), Alison- Peter Smithson, Appreciated Unit, 1954. Πηγή: Team 10 Primer, StudioVista, Λονδίνο, 1968, σ.48

[18] (Φωτογραφία), Πηγή: http://architecturextoday.blogspot.gr/2012/12/ amsterdam-orphanage-netherlands.html [19] (Φωτογραφία), Πηγή: www.pinterest.com [20] (Σχέδιο), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, Birkhäuser Publishers, Ολλανδία, 1999, σ.90.

145


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

[21], [22], [23] (Διαγράμματα κατόψεων), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, Birkhäuser Publishers, Ολλανδία, 1999, σ. 94. [24],

[25] (Κολάζ φωτογραφιών):

i ii iii iv v vi vii

i

ii iii iv vi v

όλες, Πηγή: Ligtelijn Vincent, Aldo Van Eyck Works, Birkhäuser Publishers, Ολλανδία, 1999, σ. 89-109.

[26] (Σχέδιο), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: Τζώνης Αλέξανδρος, Lefaivre Lian, «Πέρα από τα μνημεία – Πέρα από το Zip-a-tone εντός του Χωροχρόνου: Το πλαίσιο όπου εντάσσεται το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, του Shadrach Woods. Μια ανθρωπιστική αρχιτεκτονική», Δομές, Διεθνής Επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής, (59), Ιούνιος 2007, σ. 50. [27], [28] (Διαγράμματα κατόψεων), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: ό.π. Τζώνης, σ. 50. [29] (Διάγραμμα), Πηγή: www.tumblr.com [30] (Κολάζ φωτογραφιών): i ii iii

iv v

i. πηγή: www.fu-berlin.de ii. πηγή: http://www.citechaillot.fr/ressources/expositions_virtuelles/ avramova/04-CHAPITRE-02-01-DOC04.html iii. πηγή: www.snf.org iv. πηγή: http://www.architectural-review.com/essays/the-strategies-ofmat-building/8651102.article v. πηγή: www.pinterest.com φόντο, πηγή: ό.π. Τζώνης, σ. 50

[31] (Κολάζ φωτογραφιών): i ii iii iv

i. πηγή: www.henninglarsen.com ii.πηγή: www.pinterest.com iii.πηγή: www.architales.files.wordpress.com/2014/02/benaki_ museum_3.jpg iv.πηγή: προσωπικό αρχείο

[32] (Σχέδιο), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: http://www. henninglarsen.com/ (επίσημη ιστοσελίδα) [33], [34], [35] (Διαγράμματα κατόψεων), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: http://www.henninglarsen.com/ [36] (Κολάζ φωτογραφιών), Πηγή φωτογραφιών: http://www.henninglarsen. com/ [37] (Σχέδιο), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: http:// www.archdaily.com/8028/children%25e2%2580%2599s-center-for-psychiatricrehabilitation-sou-fujimoto [38] (Διάγραμμα), προσωπική επεξεργασία, πηγή πρωτότυπου σχεδίου: http:// www.archdaily.com/8028/children%25e2%2580%2599s-center-for-psychiatric-

146


Ε Ι Κ Ο Ν Ο ΓΡ Α Φ Ι Α

rehabilitation-sou-fujimoto [39] (Διάγραμμα), Πηγή: http://www.archdaily.com/8028/ children%25e2%2580%2599s-center-for-psychiatric-rehabilitation-sou-fujimoto [40](Διάγραμμα), προσωπική επεξεργασία [41] (Κολάζ φωτογραφιών), i ii iii

i, ii. Πηγή: http://www.archdaily.com/8028/children%25e2%2580%2599scenter-for-psychiatric-rehabilitation-sou-fujimoto iii. Πηγή: architectureau.com Φόντο: Πηγή: http://www.archdaily.com/8028/ children%25e2%2580%2599s-center-for-psychiatric-rehabilitation-soufujimoto

[42] (Σχέδιο), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: www.ktirio.gr [43], [44], [45] (Διαγράμματα κατόψεων), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: www.kokkinoukourkoulas.com [46] (Κολάζ φωτογραφιών), προσωπικό αρχείο. [47] (Κολάζ φωτογραφιών), i ii v iii vi iv

i. Το αίθριο στο Μουσείο Μπενάκη, Νυχτερινή λήψη, Αθήνα, 2010. Πηγή: triantafylloug.blogspot.gr ii.Το αίθριο στο Μουσείο Μπενάκη, φιλοξενώντας έκθεση, Αθήνα. Πηγή: www.naftemporiki.gr iii.Το αίθριο στο Μουσείο Μπενάκη, φιλοξενώντας έκθεση, Αθήνα. Πηγή: www.naftemporiki.gr iv.Το αίθριο στο Μουσείο Μπενάκη, φιλοξενώντας μια θεατρική εγκατάσταση, Αθήνα,2013. Πηγή: www.naftemporiki.gr v. Το αίθριο στο Μουσείο Μπενάκη, παρατηρώντας τις κινήσεις. Πηγή: www.elculture.gr vi. Η Αντιγόνη του Σοφοκλή στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη,2013. Πηγή: http://www.benaki.gr/

[48] (Σχέδιο), [49], [50] (Διαγράμματα κατόψεων), [51] (Σκίτσο), προσωπική επεξεργασία. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: προσωπικό αρχείο αρχιτεκτόνων Ησαΐα και Παπαϊωάννου [52], [53], [54], (Κολάζ φωτογραφιών), πηγή: προσωπικό αρχείο

147



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1│The Doorn Manifest_ The Valley Section Diagram 1. It is useless to consider the house except as a part of a community owing to the inter-action of these on each other. 2. We should not waste our time codifying the elements of the house until the other relationship has been crystallized. 3.’Habitat’ is concerned with the particular house in the particular type of community. 4.Communities are the same everywhere. (1) Detached house-farm. (2) Village. (3) Towns of various sorts (industrial/admin./special). (4) Cities (multi-functional). 5. They can be shown in relationship to their environment (habitat) in the Geddes valley section.

6. Any community must be internally convenient—have ease of circulation; in consequence, whatever type of transport is available, density must increase as population increases, i.e. (1) is least dense, (4) is most dense. 7. We must therefore study the dwelling and the groupings that are necessary to produce convenient communities at various points on the valley section. 8. The appropriateness of any solution may lie in the field of architectural invention rather than social anthropology. Doorn, Holland, 1954 Το Valley Section Diagram του Patrick Geddes

150


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2│ Εξελικτικά Διαγράμματα του Aldo van Eyck για το Ορφανοτροφείο, 1955

151


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

1. Παρουσιάζεται μια πρόθεση να δομηθεί το σχέδιο σα σπείρα. Το αποτέλεσμα είναι ένας κυκλικός εσωτερικός δρόμος, στον οποίο οι ποικίλες λειτουργίες παρατίθενται με μια χαλαρή ακολουθία. 2. Οι μονάδες ομαδοποιούνται σε δύο “zigzag” σχηματισμούς. Στο εσωτερικό αίθριο εμφανίζεται μία μορφή σχήματος-Ζ (που χωρίζει το αίθριο στα δύο), όμοιο με αυτό που εμφανίζεται από την ένωση δύο μονάδων, δείχνοντας την πρόθεση να εμφανιστεί ένας ισομορφισμός του μέρους με το όλον. 3. Κάθε μονάδα έχει το δικό της αίθριο και γίνεται περισσότερο αυτόνομη. 4. Γίνεται προσπάθεια να απλοποιηθεί το σύστημα, με τη συγκέντρωση κάποιων λειτουργιών σε μια δομή σχήματος - L. Παράλληλα, εφαρμόζεται η διαγώνια κίνηση. 5. Η επιθυμία να παρέχεται ένας υπαίθριος χώρος για κάθε μονάδα και να διαχωρίζονται οι μονάδες των μικρότερων παιδιών από αυτές των μεγαλύτερων, έχει ως αποτέλεσμα μία διαφορετική ένωση των επιμέρους τμημάτων. 6. Ένα σχεδόν απόλυτο ‘mirror’ του προηγούμενου. 7. Οι μονάδες του ανατολικού τμημάτων παίρνουν τη διεύθυνση του δυτικού εσωτερικού δρόμου και αντίστροφα. Η αμοιβαιότητα των διαγώνιων διευθύνσεων δημιουργεί μια δυναμική, ασύμμετρη ισορροπία. 8. Η ανατολική πτέρυγα παραμένει ίδια, αλλά η δυτική κλίνει στις δεξιές γωνίες προς αυτήν. Προκείπτει, έτσι, ο τελικός Υ- σχηματισμός του κτηρίου. Ο τριγωνικός εσωτερικός κήπος και το αίθριό του έχουν μετατοπιστεί. Όλες οι μονάδες τοποθετούνται παράλληλα στο οικόπεδο, αλλά η διαγώνια διεύθυνση των εσωτερικών δρόμων παραμένει. 9. Οι διαγώνιες των εσωτερικών δρόμων σταδιακά μετατρέπονται σε δεξιόστροφες ‘zigzag’ κινήσεις. Το τελικό σχήμα του ισογείου. Η αρχική σπείρα έχει εξαφανιστεί, αλλά η δυνομικότητά της μεταφράζεται στις δύο διαγώνιες κινήσεις. 10. Το τελικό σχέδιο.

152


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 │ Διαγραμματική επεξήγηση των George Candilis, Alixis Josic και Shadrach

Woods για την πρότασή τους για το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, 1963

153


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

1. Το πανεπιστήμιο είναι μία ανάγκη και ανταλλαγή γενικών και ειδικών πληροφοριών. 2. Αποτελείται από άτομα και ομάδες, που δουλεύουν σε διαφορετικά τμήματα. Όταν δουλεύουν μαζί, τα άτομα προσλαμβάνουν άλλα χαρακτηριστικά και ανάγκες. 3. Όπως είναι, τα κτήρια συμβάλλουν στην απομόνωση συγκεκριμένων τμημάτων. 4. Το να σπάσουν απλά τα κτισμένα όρια και να ανακατευτούν τα τμήματα δεν αρκεί. Η ομάδα είναι ανούσια όταν δεν υπάρχει χώρος για το άτομο. 5. Πρέπει να παρέχονται περιοχές δραστηριότητας και περιοχές ηρεμίας. Αν η ομάδα είναι παντού, δεν υπάρχει ομάδα επειδή δεν υπάρχει άτομο. 6. Η εξωτερική έκφραση των διαφορών στη λειτουργία και η νοσταλγία για αναπαραστατική μορφή, τείνουν να διαχωρίζουν το πανεπιστήμιο μόνο ως διαφορετικά τμήματα. 7. Η πρόταση είναι ένα σύστημα που επιτρέπει την ελάχιστη αναγκαία οργάνωση, για μία σύνδεση των τμημάτων. Συγκεκριμένες λειτουργίες φιλοξενούνται μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο. 8. Οι ουρανοξύστες θα διαχώριζαν ακόμα τα τμήματα. Η σχέση μεταξύ των ορόφων είναι αδύναμη, περνώντας μέσα από ανελκυστήρες. 9. Ένας οριζόντιος ουρανοξύστης δημιουργεί καλύτερες δυνατότητες κοινότητας και η ανταλλαγή προκύπτει χωρίς να θυσιάζεται η ηρεμία. 10. Πειραματική χρήση ενός ελάχιστου κατασκευαστικού συστήματος όπου το άτομο και η ομάδα ίσως ορίσουν επιθυμητές σχεσεις.

154


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

4│ Συζήτηση με τον κύριο Γιώργο Νικόπουλο (συνεργάτη της ομάδας Kοκκίνου-Κούρκουλα)

Τρίτη, 16 Ιουνίου 2015

Το Μουσείο Μπενάκη χρησιμοποίησε το σκελετό ενός ήδη υπάρχοντος κτηρίου. Το κεντρικό αίθριο ήταν αποτέλεσμα καθαρά ενός περιορισμού που έθεσε το παλιό σχέδιο, ή ήταν μία βασική σχεδιαστική στρατηγική; Ξεπερνώντας τα προβλημάτων που δημιουργεί η επανάχρηση, δεδομένων των συνθηκών και των καταστάσεων που είχαν να κάνουν με το κτήριο, δε θα μπορούσε κανείς να καλύψει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Τόσο για οικονομοτεχνικούς λόγους όσο και για νομοτεχνικούς. Αυτό σημαίνει ότι δε θα μπορούσε το κτήριο να είναι ένας συμπαγής όγκος. Οι περιορισμοί αυτοί, λοιπόν, δημιούργησαν την βασική ουσία του σχεδιασμού, θέτοντας το ερώτημα τι σημαίνει να έχω ένα αίθριο σε ένα μουσείο, σε μια χώρα, της οποίας η λογική ενός υπαίθριου χώρου διαφόρων ειδών και δραστηριοτήτων, είναι διαδεδομένη. Άρα, η βασική αρχιτεκτονική σκέψη πίσω από αυτό, είναι ότι είχαμε να κάνουμε με έναν χώρο, ο οποίος μπορεί να είναι υπαίθριος, ή μπορεί να στεγάζεται κατά περίπτωση, σε σχέση με τις ανάγκες της εκάστοτε χρήσης του και επομένως μπορεί να λειτουργεί με ένα τρόπο που δίνει πολλαπλές δυνατότητες. Ξεκινώντας την αφήγηση του χώρου, θα ήθελα να σταθούμε λίγο στην στοά της εισόδου, η οποία λειτουργεί ως ένα παρατεταμένο κατώφλι και δημιουργεί συνθήκες μετάβασης από το έξω της πόλης σε ένα άλλο έξω, αυτό του αιθρίου. Ποιο είναι για εσάς το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού του χώρου; Η στοά της εισόδου είναι, πράγματι, το κατώφλι. Δίνει τις εναλλακτικές του αν θα μπει κανείς δεξιά ή αριστερά στους κυρίως κτηριακούς όγκους, ή αν θα κινηθεί προς τον εξωτερικό χώρο που είναι το αίθριο. Επίσης δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να «καδράρει» με την κίνησή του, διάφορα σημεία του αιθρίου. Άρα το κατώφλι ως διευρυμένη διαδικασία μετάβασης είναι η στοά εισόδου. Η κλίμακα είναι ένα σημαντικό στοιχείο της στοάς, διότι πέρα από το εννοιολογικό περιεχόμενο μίας μετάβασης και διαφοροποίησης από το έξω στο μέσα, εδώ υπάρχει ένας «ενδιάμεσος χώρος» που είναι όντως ενδιάμεσος χώρος. Δεν είναι απλά το πάχος ενός τοίχου. Υπάρχει ένας τρίτος χώρος ο οποίος είναι ασαφής ως προς το τι είναι. Είναι, λοιπόν, ένα εκτεταμένο κατώφλι, το οποίο τονίζει πολύ τη διαδικασία της μετάβασης, το αν είμαι μέσα ή αν είμαι έξω, με ποιο τρόπο μπαίνω για να ξαναβγώ στην ουσία, σε έναν υπαίθριο χώρο. Άρα, νομίζω ότι η στοά έχει όλα τα στοιχεία ενός κατωφλικακού χώρου, με έντονο τρόπο, ήδη με αφετηρία την κλίμακά της. Το αίθριο αποτελεί τον πυρήνα του έργου και λειτουργεί, κατά την άποψή μου, ως ενδιάμεσος χώρος. Ποιες είναι οι χρήσεις και ποια η ιδανική κατοίκηση του χώρου που θα επιθυμούσατε; Το αίθριο δε λειτουργεί ακριβώς ως κατώφλι με τη μεταβατική του έννοια. Μπορεί να λειτουργήσει ως ένας πολυδιάστατος χώρος. Κατά τη γνώμη μου, το αίθριο είναι ένα δοχείο. Θα μπορούσε να είναι ενδιάμεσος χώρος υπό την έννοια ότι μπορεί να στεγάζει διαφόρων ειδών χρήσεις και διαδικασίες. Το ενδιάμεσο, λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση δεν έχει να κάνει με τη μεταβατικότητα

155


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

του χώρου, αλλά με την εννοιολογική υπόστασή του. Αποτελεί έναν χώρο ο οποίος δεν είναι ούτε μέσα, ούτε έξω, δυνάμει μπορεί να στεγαστεί και να είναι χώρος εκθέσεων, ή να είναι υπαίθριος χώρος εκθέσεων, ή να είναι θέατρο, ή ο,τιδήποτε τέτοιο. Στο αίθριο μπορεί να πραγματοποιηθεί μία κοινωνική εμπειρία. Για να εξηγήσω, πρόκειται για την εμπειρία που έχει ένας επισκέπτης ενός δημόσιου κτηρίου, μια συμμετοχική «κοιναισθητική» εμπειρία. Με αυτή την έννοια ο επισκέπτης βλέπει πολλά σώματα γύρω του, κινούνται μπροστά του, στη ράμπα, κινούνται στα μπαλκόνια πίσω από τις περσίδες, που ανάλογα με την κλίση των περσίδων μπορεί να τους βλέπει ή όχι, να βλέπει τις σκιές τους κλπ. […]Το αίθριο, λοιπόν, έχει σχεδιαστεί συγκεκριμένα ως αίθριο και ως ένας χώρος που παρέχει μια σειρά από ποιότητες που δε θα μπορούσαν να υπάρχουν σε ένα κλειστό όγκο και οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν κατά περίπτωση. Είναι περισσότερο ένας χώρος με μη εδραιωμένη ταυτότητα, ο οποίος μπορεί να αναλαμβάνει μία πληθώρα προσωρινών ποιοτήτων, μπορεί να είναι τελείως κενό, γιατί υπάρχει πρόθεση να μπει κανείς μέσα και να ακούσει τα βήματά του, μπορεί να είναι γεμάτο εκθέματα, μπορεί να είναι ο χώρος που θα γίνει μια συναυλία, μια θεατρική παράσταση, μία εκδήλωση. Όλο αυτό στην ουσία είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ερώτηση σχετικά με το πως κατοικείται ιδανικά ο χώρος αυτός. Θεωρώ ότι ο χώρος πρέπει να κατοικείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ανάλογα με ποια ταυτότητα του αποδίδεται κάθε φορά, κενό, θέατρο, έκθεση ,εκδήλωση. Η εμπειρία δείχνει ότι έχει λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, έχει καταφέρει να επιτελεί αυτές τις προσωρινές χρήσεις και να αναλαμβάνει με επιτυχία αυτές τις προσωρινές ταυτότητες. Αυτός είναι ο λόγος που ο χώρος του aιθρίου, είναι κενός; Χάριν ευελιξίας στη χρήση; Είναι κενός ως δυνατότητα όλων των εναλλακτικών. Μπορείτε να πείτε ότι είναι και ευελιξία στη χρήση, αλλά στην ουσία, όπως λειτουργεί το πρόγραμμα του κτηρίου, σχεδόν καθημερινά λειτουργεί. Από κάτι πολύ λίγο που είναι τα παιδάκια που μετακινούνται όταν είναι γλυκός ο καιρός στο αίθριο και κάτω από την περίμετρο των διαδρόμων του αιθρίου, μέχρι οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση. Ένα ζήτημα που θίγεται στη σημερινή αρχιτεκτονική και ιδιαίτερα σε έναν χώρο πολιτισμού, πέρα από το να συσκευάζει το πολύτιμο, είναι ενδεχομένως να προσκαλεί τον κόσμο στο εσωτερικό. Με ποιο τρόπο πιστεύετε ότι το αίθριο, ως ενδιάμεσος χώρος του Μουσείου με την πόλη, μπορεί να δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες για το κτήριο; Αν δίνατε ένα εννοιολογικό περιεχόμενο στον χώρο, ποιο θα ήταν αυτό; Υπάρχει ένα κομμάτι, το οποίο συνδέει το αίθριο λίγο πιο πολύ και με τη στοά. Στη στοά, όταν κανείς κάνει τη μετάβαση βρίσκεται σε ένα χώρο, ο οποίος από την κλίμακά του είναι πολύ πιο ήσυχος σε σχέση με την οδό Πειραιώς και μετά σε σχέση με την Ανδρονίκου. Από εκεί, λοιπόν, μπαίνει σε έναν ακόμα πιο ήσυχο χώρο και μετά του προσφέρονται οι δυνατότητες να πάει δεξιά, αριστερά, η ευθεία. Παίζει, λοιπόν, η στοά και ένα ρόλο φίλτρου. Προχωρώντας στο αίθριο, βρίσκεται σε έναν χώρο, ο οποίος, ακόμα κι όταν είναι κενός, λειτουργεί εντελώς σαν ένα φίλτρο της πόλη. Δηλαδή τι κάνει: στην ουσία, μπορεί να σε αποκόψει τόσο πολύ από το περιβάλλον σου, επειδή είναι τέτοιος ο κτηριακός όγκος κι η μάζα γύρω σου, που να έχεις και μια πολύ

156


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ήσυχη, προσωπική, επιμελή εμπειρία του μουσείου. Να μπεις σε ένα χώρο, ο οποίος θα σε βοηθήσει να «καθαρίσεις» από την πληθώρα των ερεθισμάτων πάνω στην Πειραιώς, να πάρεις μια ανάσα και να γίνει αυτό που ανέφερα πριν, ότι ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα εκεί, μπορεί να καταφέρεις να ακούσεις τα βήματά σου, το οποίο ίσως να σου είναι χρήσιμο σε ένα χώρο που προσπαθεί να σε βάλει σε μία στοχαστική διαδικασία, όπως είναι ένα μουσείο. Ο ενδιάμεσος χώρος του αιθρίου, λοιπόν, προσκαλεί τον επισκέπτη στο εσωτερικό και ως μεγάλο κενό, τον «ρουφάει». Δεν υπάρχει άνθρωπος που φτάνοντας στο στοά και του δίνονται οι επιλογές να πάει δεξιά ή αριστερά, να μην πάει τουλάχιστον μέχρι «την κόψη του κατωφλιού» προς τα μέσα να ρίξει μια ματιά σε αυτή την αυλή. Άρα τον ρουφάει ως οντότητα, ως μέγεθος, με τα εντελώς γεωμετρικά του χαρακτηριστικά, ακόμα κι από περιέργεια, κι αν δεν έχει κανενός είδους «ψυχική επαφή» με την αρχιτεκτονική και τα αρχιτεκτονήματα, πάει μέχρι την άκρη για να δει τι είναι εκεί. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να δει ότι είναι άδειο και να επιστρέψει για να μπει στο κτήριο. Αλλά ακόμα και στη χείριστη, αυτή, περίπτωση, δείχνει ότι λειτουργεί αυτή η διαδικασία του να σε «ρουφήξει», να ρίξεις μια ματιά και να γυρίσεις πίσω, αν δε σου προκαλέσει άλλο το ενδιαφέρον. Συνεπώς με ήρεμο τρόπο και με εργαλεία πολύ απλά, που έχουν να κάνουν με την καθαρή γεωμετρία του, το ύψος του, ίσως σε δεύτερο επίπεδο με την επιλογή των υλικών του, (πως το δάπεδο περνάει από το κατώφλι και φτάνει μέχρι μέσα), σου δίνει την δυνατότητα να σκεφτείς ότι υπάρχει κάτι εκεί και πας να το δεις. Αυτό φτάνει. Και μετά νοηματοδοτείται από τις χρήσεις κι από τη ζωή του μουσείου. Η περιέργεια αυτή του επισκέπτη, για την οποία μιλήσατε, θα μπορούσε να οδηγήσει με κάποιο τρόπο στη δημιουργία μιας, έστω προσωρινής, κοινότητας, μεταξύ ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα; Το αίθριο, δηλαδή, πετυχαίνει αυτή την προσωρινή δημιουργία μιας κοινότητας; Νομίζω πως ναι. Αν κανείς μπορούσε να ποσοτικοποιήσει τα δεδομένα, δηλαδή να μετρήσει το πόσοι φτάνουν μέχρι την «κόψη του κατωφλιού» και επιστρέφουν στον κτηριακό όγκο, το πόσοι μετακινούνται προς το χώρο του αιθρίου, δηλαδή ξεπερνάνε το τελικό όριο του κατωφλιού- της στοάς- και μπαίνουν μέσα στο αίθριο να ρίξουν μια ματιά εκεί, τα αποτελέσματα θα ήταν ενδιαφέροντα. Αν το προεκτείνουμε θα δούμε τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι βρίσκουν κι άλλους ανθρώπους μες στο αίθριο και συγκροτούν, πλέον, σχέσεις πλήθους - το να πλησιάσεις τον άλλον ή το να σε απωθήσει το γεγονός ότι υπάρχει κάποιος άλλος εκεί -. Νομίζω ότι σίγουρα λειτουργεί, γιατί συμβαίνει στο χώρο, για έναν προς έναν μια αντίστοιχη διαδικασία, ένα αντίστοιχο εφέ, διαφορετικό ίσως, αλλά αντίστοιχο και από εκεί και πέρα δίνεται η δυνατότητα να συγκροτηθεί αυτή η αίσθηση της κοινότητας. Η αίσθηση της κοινότητας δεν είναι μόνο το να βρεθούν όλοι οι επισκέπτες μαζί. Είναι και το να τους δει όλους εκεί μαζεμένους κάποιος και να πει «δεν πάω εγώ εκεί, φεύγω». Είναι ακόμα κι αυτή η άπωση ένα κομμάτι της κοινωνικής συμπεριφοράς και της συναναστροφής. Οπότε νομίζω ναι. Ο χώρος του αιθρίου συμβάλλει στη δημιουργία κοινότητας.

157


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

5│ Συζήτηση με τον κύριο Τάση Παπαϊωάννου

Παρασκευή, 12 Ιουνίου 2015

Πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη των ενδιάμεσων χώρων για την αρχιτεκτονική σας; Γενικότερα στην αρχιτεκτονική τη δική μας, αλλά και ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο υπάρχει αυτό το στοιχείο της μεταβατικότητας. Από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας, αυτή η μετάβαση από το μέσα στο έξω, γινόταν σταδιακά και όχι με απόλυτο τρόπο. Όχι, δηλαδή, να ανοίγει κάποιος μια πόρτα κι από το έξω να μπαίνει στο μέσα, αλλά όπως έλεγε ο Κωνσταντινίδης, να υπάρχει αυτή η μετάβαση από το έξω στο μέσα διαμέσου του «ανάμεσα». Άρα, λοιπόν αυτό το «ανάμεσα», αυτός ο χώρος κάθε φορά είναι εξαιρετικά σημαντικός, καταρχάς για λόγους κλιματολογικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η στοά ως τυπολογία εμφανίζεται από αρχαιοτάτων χρόνων ως αντίληψη διαβάθμισης του χώρου. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό, πως από το ύπαιθρο, θα εισέλθω στο εσωτερικό διαμέσου αυτού του μεταβατικού χώρου, που μπορεί να είναι στοά, μπορεί να είναι στέγαστρο, μπορεί να είναι μια πέργκολα σε μία λαϊκή κατοικία. Άρα, λοιπόν, αυτή η διαβάθμιση ακολουθεί την αρχιτεκτονική αυτού του τόπου από τη γέννησή του σχεδόν. […] «Ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος», όπως έλεγε ο Γιαννόπουλος και ότι πραγματικά σε αυτόν τον τόπο έχουμε την ευτυχία να ζούμε πάρα πολλούς μήνες έξω άνετα, αυτό κάνει την αρχιτεκτονική να συνταιριαστεί με αυτό το κλίμα, άρα για αυτό το λόγο βλέπουμε στο πέρασμα του χρόνου, τέτοιους μεταβατικούς χώρους με διαφορετικές εκφάνσεις και εκφράσεις μέσα στο χώρο. Δηλαδή, όπως ξαναείπα, μπορεί να είναι μία στοά, μία πέργκολα, μπορεί να είναι ο ηλιακός πάνω στις ταράτσες των σπιτιών όπου ανεβαίνουνε κληματαριές και δημιουργείται αυτό που είναι σαν ομπρέλα πάνω από το σπίτι. Μπορεί να είναι πάρα πολλά πράγματα και όλα αυτά έχουν προέλθει από την ανάγκη των ανθρώπων να ζήσουν φυσιολογικά στο κλίμα το συγκεκριμένο. Εάν πάμε σε βορειότερα κλίματα, τότε θα δούμε ότι αυτοί οι μεταβατικοί χώροι είναι ελάχιστοι και γρήγορα θέλει να μπει ο κάτοικος στο σπίτι προκειμένου να προφυλαχτεί από τις πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Αντίθετα, κατεβαίνοντας προς το Νότο, θα δούμε ότι επίσης, ο κάτοικος θέλει να μπει γρήγορα μέσα σε σκιερό μέρος, προκειμένου να βρει μια ελάχιστη δροσιά. Άρα η αρχιτεκτονική απαντάει κυρίως σε σχέση με τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Η μεταβατικότητα αυτή στην οποία αναφέρεστε, είναι ένα εμφανές στοιχείο στο Αρσάκειο Πάτρας. Ο ενδιάμεσος χώρος, πέρα από μεταβατικό στοιχείο, δηλαδή στοιχείο «συνάντησης δύο χώρων», είναι και ένα πεδίο συνάντησης των ανθρώπων. Η ύπαρξη τέτοιων χώρων, μάλιστα, οδηγεί σε μια πιο ανθρωπιστική αρχιτεκτονική. Υπό αυτήν την έννοια, το αίθριο, αλλά και οι υπόλοιποι χώροι του σχολείου, λειτουργούν ως ενδιάμεσοι χώροι; Με ποιο τρόπο, δηλαδή, ο χώρος προκαλεί τη δημιουργία κοινότητας και ποιες σχεδιαστικές στρατηγικές ακολουθήσατε προς αυτήν την κατέυθυνση; Εξειδικεύοντας στο Αρσάκειο Σχολείο, ναι μεν το κτήριο λειτουργεί αυτή τη στιγμή ως το Αρσάκειο της Πάτρας, δηλαδή στεγάζει όλες τις βαθμίδες, αλλά σχεδιάστηκε για Δημοτικό. Το σχέδιο προβλέπει ένα μεγαλύτερο συγκρότημα,

158


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

το οποίο κάποια στιγμή θα πραγματοποιηθεί, όπου θα συμπληρωθεί με το γυμνάσιο, το λύκειο, τα εργαστήρια (έχει γίνει ένα μικρό τμήμα στο κάτω μέρος) και το νηπιαγωγείο. Το Δημοτικό, λοιπόν, ως βαθμίδα εκπαίδευσης κυρίως σε ό,τι αφορά τους μαθητές, είναι σημαντικό γιατί απευθύνεται σε παιδιά, τα οποία «εγκαταλείπουν» το σπίτι τους και μπαίνουν σε έναν άλλο κόσμο, που είναι ο κόσμος του σχολείου. Είναι πολύ σημαντική αυτή η μετάβαση από τον οικείο χώρο του σπιτιού σε έναν άλλο χώρο, στον οποίο, ουσιαστικά συντελείται σε πρώτο επίπεδο η κοινωνικοποίηση των παιδιών: έρχονται σε επαφή με άλλα παιδιά, μαθαίνουνε μαζί, ζουν μαζί για πολλές ώρες της μέρας, με δασκάλους, τρόπον τινά δημιουργούν μια μεγάλη οικογένεια… Το αίθριο, λοιπόν, ο βασικός χώρος ζωής, που είναι ακριβώς αυτά τα δύο αίθρια ή ουσιαστικά ένα μεγάλο, το οποίο διακόπτεται από αυτόν τον εναέριο διάδρομο που ενώνει τις δύο πτέρυγες μεταξύ τους, ήταν από τις βασικές προθέσεις της λύσης, σε αντιδιαστολή με το γυμνάσιο και το λύκειο που δεν έχουν αυτή τη δομή, είναι πιο ανοιχτά. Αυτό, λοιπόν, έχει μια εσωστρέφεια. Αυτή ήταν η ιδέα, κάτι που βλέπει κανείς και στο Αρσάκειο των Τιράνων. Θέλαμε, δηλαδή, να δημιουργηθεί ακριβώς αυτή η εσωτερική ζωή, όπου όλοι θα έβγαιναν σε αυτό το χώρο, όλοι θα έπαιζαν σε αυτό το χώρο, τόσο μέσα σε αυτό ακριβώς το ύπαιθρο, όσο, βέβαια, και στην περιμετρική στοά (μην ξεχνάμε ότι η μετάβαση είναι σε διάφορα επίπεδα). Το σύστημα αυτό, λοιπόν, θα είναι η καρδιά τρόπον τινά του συγκροτήματος, δηλαδή όλες οι λειτουργίες θα συμβαίνουν εκεί. Ακόμα και οι υπαίθριες εκδηλώσεις συμβαίνουν εκεί, καθώς υπάρχουν οι ευνοϊκές συνθήκες: λόγω της υψομετρικής διαφοράς που υπάρχει στο οικόπεδο, αυτό πάρθηκε ακριβώς με ένα split-level, δηλαδή με ένα σπάσιμο του επιπέδου. Ανεβαίνεις λίγο για να πας στις πρώτες τάξεις, ξανανεβαίνεις λίγο για να πας στις υπόλοιπες τάξεις, στις μεγαλύτερες, που είναι στον πάνω όροφο, και δημιουργούνται αυτές οι κερκίδες. Αυτές οι κερκίδες έχουν ακριβώς αυτό το νόημα . Να είναι ένας χώρος θεατρικός, όπου μπορώ να κάθομαι εκεί και να βλέπω τους άλλους, οι οποίοι παίζουν. Γι αυτό το λόγο έχουν τοποθετηθεί εκεί απέναντι και μια σειρά από βρύσες. Αυτό είναι μία μνήμη από το δικό μου το σχολείο όταν ήμουνα μικρός, και θυμόμουνα πάρα πολύ ότι όταν έτρεχες, έπαιζες κάπου ήθελες να πας να πιεις νερό και αυτή η αίσθηση είναι πολύ ωραία, ότι πίνεις νερό από μία βρύση που είναι η μία δίπλα στην άλλη. Λοιπόν, όλη αυτή η αφήγηση προσπαθεί να πει το εξής: (γι’ αυτό έχει τοποθετηθεί και το κυλικείο στο κέντρο) ότι εκεί σε αυτό το ύπαιθρο, όταν οι κλιματολογικές συνθήκες το επιτρέπουν, αλλά και στις περιμετρικές στοές όταν βρέχει ή είναι ισχυρός ο ήλιος, το σχολείο θα λειτουργεί στην ολότητά του. Συνεπώς έχουμε μία σχέση ανάμεσα στις κλειστές αίθουσες, είτε αυτές είναι εργαστήρια είτε είναι αίθουσες διδασκαλίας και στον ενδιάμεσο χώρο της στοάς, ο οποίος είναι μεγάλος, δεν είναι στενός, αλλά αρκετά φαρδύς (είναι 3.60 μέτρα), ακριβώς γιατί είναι η στοά, είναι ο μεταβατικός χώρος, που μπορεί να είναι και μέσα και έξω αλλά ταυτόχρονα προστατευμένος. Η σχέση αυτή είναι ένα είδος μετάβασης. Στην συνέχεια υπάρχει η δεύτερη μετάβαση, από τη στοά στο ύπαιθρο. Υπάρχουν, δηλαδή, δύο σημεία, όρια κατωφλιού: το ένα είναι η πόρτα, την οποία ανοίγω και βγαίνω από τον εσωτερικό χώρο της τάξης στη στοά και το άλλο είναι το όριο από τη στοά στο ύπαιθρο. Όλο αυτό είναι μία κλιμάκωση. Υπάρχει και μία άλλη μετάβαση, η οποία είναι από το έξω, ας το ονομάσουμε δημόσιο-έξω, (που είναι ο δρόμος και ο χώρος έξω από το δημοτικό, όπου

159


Ε Ν ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡ Ο Σ │ Α Π Ο Τ Η Θ ΕΩ Ρ Ι Α ΣΤ Η Ν Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Η

βρίσκεται ο δακτύλιος), στο μέσα του σχολείου. Πόσο σημαντική είναι για το έργο σας; Η μετάβαση αυτή είναι εξίσου σημαντική. Μπορούμε να πούμε ότι περνάμε από τον δημόσιο χώρο των σχολείων, διαμέσου της εισόδου, όπου δημιουργείται μία πύλη, ο ανεμοθραύστης, στον ψηλό εσωτερικό χώρο, που είναι ο κλειστός χώρος των εκδηλώσεων, (όπου εκεί μαζεύονται πάλι όταν οι εξωτερικές συνθήκες δε το επιτρέπουν) και στη συνέχεια στο εσωτερικό αίθριο. Επίσης, το γενικό σχέδιο προβλέπει και διελεύσεις διαμέσου του δακτυλίου, όταν πρόκειται να δημιουργηθούν τα υπόλοιπα κτήρια. Ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο, δημιουργούνται ανάμεσα στις πτέρυγες των τάξεων κάποιοι «λαιμοί», εκεί φτάνουν οι στοές. Μέσα από εκεί, λοιπόν, μπορεί κανείς να διέλθει, να περάσω μέσα από το σχολείο και μετά να βγει σε μία σκάλα, η οποία βρίσκεται προς την πλευρά του Κορινθιακού κόλπου, που έχει και τη θέα. Στη συνέχεια, κατεβαίνοντας κάτω, να συνεχίσει και στα άλλα σχολεία. Υπήρχε, δηλαδή και η ιδέα, όταν το επιτρέπει το πρόγραμμα, να υπάρχει δυνατότητα κίνησης από το ένα σχολείο στο άλλο, περνώντας μέσα από αυτές τις σχισμές. Άρα όλο το κτήριο έχει συλληφθεί με μία λογική ροής χώρων και κίνησης, κάνοντάς το να μοιάζει με έναν ενιαίο οργανισμό με διακριτά στοιχεία; Όλο το κτήριο, ακριβώς, έχει οργανωθεί πάνω σε αυτήν τη λογική. Υπάρχουν κινήσεις, υπάρχουν στάσεις -άλλωστε πολλές φορές ο χώρος κίνησης είναι και χώρος στάσης, ανάλογα με τη χρήση που επιλέγει ο χρήστης- και περάσματα μέσα από σχισμές. Οι σχισμές δημιουργούνται κατά την άποψή μου, όταν υπάρχει ένας όγκος, ο άλλος είναι σε απόσταση, και ενώνονται με μία στενή διαδρομή. Άρα μέσω αυτών, υπάρχει δυνατότητα να περάσω ανάμεσα σε αυτούς τους όγκους και να βγω από τον ένα χώρο σε έναν άλλο χώρο. Στη διαδικασία αυτή, κάθε φορά υπάρχει και ένα στοιχείο έκπληξης. Όταν, δηλαδή, αφήνω έναν κόσμο πίσω μου, διέρχομαι μέσα από αυτόν τον στενό κατώφλι ή ενδιάμεσο χώρο, για να ξαναμπώ σε έναν άλλο κόσμο εσωτερικό, αυτή η μετάβαση είναι και ένα στοιχείο έκπληξης. Άρα είναι σα να αφήνω έναν κόσμο πίσω μου και να ανακαλύπτω έναν καινούργιο. Το δημοτικό είναι ένας καινούργιος κόσμος για τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Ποιες ήταν οι σχεδιαστικές επιλογές που κάνατε για τη χρήση των υλικών; Θεωρώ την επιλογή των υλικών από τις πολύ βασικές συνιστώσες της αρχιτεκτονικής, της καλής αρχιτεκτονικής. Όπου σχεδιάζει ένας αρχιτέκτονας, πρέπει να λογαριάζει το κλίμα, το κάθε κλίμα, σε κάθε τόπο. Αν κάποιος δε το λάβει αυτό υπόψη του, τότε σημαίνει ότι δεν κάνει και καλή αρχιτεκτονική κατά τη γνώμη μου. Άρα, το αρχιτεκτόνημα έχει να κάνει κάθε φορά με τον τόπο στον οποίο δημιουργείται. Ο Κωνσταντινίδης έλεγε «φυτρώνει όπως το φυτό, φυσιολογικά στον τόπο». Με αυτή τη σκέψη, κάναμε τα υλικά να συνταιριάζουν με το τοπίο –με το φυσικό, σχεδόν, τοπίο- στο οποίο τοποθετήθηκε το συγκρότημα. Όπως είπατε και από την πρώτη ερώτηση, η αρχιτεκτονική απαντάει στις ανάγκες των ανθρώπων και καταλαβαίνουμε ότι αποτελεί προτεραιότητα στο έργο σας. Πιστεύετε ότι οι αρχιτέκτονες σήμερα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό

160


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

σχεδιάζουν πάντα με αυτήν την προτεραιότητα; Ασφαλώς η αρχιτεκτονική θα έπρεπε να σχεδιάζει για τον άνθρωπο. Πολλές φορές, δυστυχώς, οι αρχιτέκτονες ξεχνούν αυτές τις συνθήκες που πρέπει να δημιουργούν και δε τις λαμβάνουν υπόψη τους, αντιγράφοντας πρότυπα από άλλους τόπους και άλλες ανάγκες. (Για παράδειγμα ένας γυάλινος ουρανοξύστης στην Ελλάδα είναι «αυτοκτονία». Θα ήταν ένα θερμοκήπιο και άρα μετά θα χρειάζονταν κλιματιστικά προκειμένου ο αρχιτέκτονας να επιλύσει ένα πρόβλημα που ο ίδιος δημιούργησε.) Άρα, λοιπόν, δεν πρόκειται απλά για στοιχεία προτεραιότητας. Είναι στοιχεία που αν δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου αρχιτεκτονική. Για παράδειγμα ότι η αρχιτεκτονική έχει ως κέντρο τον άνθρωπο, είναι δηλαδή μία επιστήμη – τέχνη , η οποία κυρίως υπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες, για μένα είναι δεδομένο. Εάν δε το κάνει αυτό τότε δεν απαντάει στο πιο σημαντικό ζήτημα που πρέπει να απαντήσει. Όταν λέω ανάγκη αναφέρομαι στις βασικές και όχι στις επίπλαστες ανάγκες: ανάγκη για στέγαση, ανάγκη για έναν χώρο οικείο που προσφέρει άνεση και καλή ζωή, καλή ζωή σημαίνει πολλά πράγματα: να είμαι ευχαριστημένος μέσα στο χώρο στον οποίο ζω. Από εκεί και πέρα, αν αυτό είναι η πρώτη προτεραιότητα που δυστυχώς στις μέρες μας αυτό ολοένα και το ξεχνάμε οι αρχιτέκτονες και μας ενδιαφέρουν περισσότερο οι μορφολογικές ακροβασίες και όχι η υπηρέτηση του ανθρώπου-κατοίκου, τότε ξεχνάμε το πιο βασικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής. Από εκεί και πέρα, προφανώς η αρχιτεκτονική πρέπει να απαντάει και σε ζητήματα οικολογίας. Δεν μπορεί η αρχιτεκτονική να μη συνταιριάζει με τη φύση. Επίσης κάτι που ο σύγχρονος άνθρωπος ξεχνάει, νομίζει ότι είναι αποδεσμευμένος από τη φύση, από το περιβάλλον του. Όλο αυτό που ονομάζουμε σήμερα βιοκλιματική αρχιτεκτονική, θεωρώ ότι έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε η καλή αρχιτεκτονική να το ενσωματώνει στο σχεδιασμό της.

161



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.