Mind Scapes:
Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής /Neuroscience of Architecture
Pyramidal neurons, among the few neurons in the brain that can be seen with the naked eye. Santiago RamĂłn y Cajal. Instituto Cajal del Consjo Superior de Investigaciones CientĂficas, Madrid.
Αγγελική Χριστοφορίδου Ουρανία Γεωργία Χατζηθεοφίλου
MindScapes:
Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής /Neuroscience of Architecture
Επιβλέπων καθηγητής: Σταύρος Βεργόπουλος ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ | ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΘ ΙΟΥΛΙΟΣ 2017
· Περιεχόμενα ·
· Αντί προλόγου
3
· Μέρος α᾽ Ι
Ο σχεδιαστής. Η σχεδιαστική διαδικασία. Ιι
5
ο σχεδιαστής
_από την θεωρία στην πράξη
Ιιι
η σχεδιαστική διαδικασία
_από την πράξη στη χρήση
ΙΙ
Η αρχιτεκτονική εμπειρία ΙΙι
III
IIII
υποκείμενο – χώρος
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη ΙΙΙι ΙΙΙιι ΙΙΙιιι ΙΙΙιιιι
12 17
Σημασία Πορεία Στόχος - Εφαρμογές Κριτική - Προσεγγίσεις
Η αρχιτεκτονική της νευροεπιστήμης
39
· Μέρος β᾽ 51
I
Αντίληψη [perception]
ΙΙ
Πολυαισθητηριακή εμπειρία [multisensory experience] 57
III
Ενσάρκωση [embodiment]
68
IIII
Ενσυναίσθηση [empathy]
79
· Αντί επιλόγου
83
· Σημειώσεις
86
· Βιβλιογραφία
95
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
1
Unfolded tractography ΙΙΙ, Spherical unfolding of a dense human tractography. Roberto, Institut Pasteur. url: http://www.neurobureau.org/galleries/brain-art-competition-2016/#jp-carousel-2454
2
MindScapes:
Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
Αντί προλόγου Η παρακάτω ερευνητική εργασία ξεκίνησε, όπως κάθε αντίστοιχο εγχείρημα, με μία σειρά από φαινομενικά απλές ερωτήσεις – χωρίς ικανοποιητικές απαντήσεις.
Πώς σχεδιάζουμε; Τι σχεδιάζουμε; Για ποιον σχεδιάζουμε; Στην πορεία αναζήτησης απαντήσεων, συναντήσαμε ένα πλήθος θεωριών και προσεγγίσεων. Θα παρουσιάσουμε κάποιες από αυτές που διαμόρφωσαν, κατά την κρίση μας, τα «νοητικά τοπία» που αναφέρονται στον τίτλο, καταλήγοντας σε μία υποσχόμενη κατεύθυνση της σύχρονης έρευνας για την αρχιτεκτονική.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
33
4
Ο σχεδιαστής. Η σχεδιαστική διαδικασία.
Μέρος α᾽
I. Ο σχεδιαστής. Η σχεδιαστική διαδικασία. Ιι. ο σχεδιαστής _ από την θεωρία στην πράξη
«γνῶθι σαὐτόν»
Δελφικά Παραγγέλματα, 6ος αιώνας π.Χ.
Στο έργο του “The cognitive bases of human tool use” (2012), ο Krist Vaesen συγκρίνει τον άνθρωπο με άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά εξετάζοντας εννέα γνωστικές ικανότητες που θεωρεί καίριας σημασίας ως προς τη χρήση ενός εργαλείου: αυξημένη συνεργασία χεριού – ματιού, πλαστικότητα σχήματος σώματος1 , αιτιώδη συλλογιστική, αναπαράσταση λειτουργιών, εκτελεστικό έλεγχο, κοινωνική εκμάθηση, διδασκαλία κοινωνικής ευφυίας και γλώσσα.2 Από τις εννέα αυτές γνωστικές ικανότητες, μόνο τρεις –η αυξημένη συνεργασία χεριού – ματιού, η πλαστικότητα σχήματος σώματος και η αναπαράσταση λειτουργιώνσχετίζονται άμεσα με τη χρήση ενός εργαλείου για τον σκοπό που προορίζεται. Δύο – η αιτιώδης συλλογιστική και ο εκτελεστικός έλεγχος- σχετίζονται όχι τόσο με τη χρήση εργαλείων, όσο με την πιο γενική δεξιότητα της επίλυσης προβλημάτων. Οι ικανότητες που απομένουν –κοινωνική εκμάθηση, διδασκαλία, κοινωνική ευφυία- σχετίζονται όλες με την κοινωνική αλληλεπίδραση εν γένει ή τη μεταφορά δεξιοτήτων ειδικότερα, είτε περιλαμβάνεται η χρήση εργαλείων είτε όχι.2 Οι διαδικασίες του σχεδιασμού και της κατασκευής –με ή χωρίς τη χρήση εργαλείων- ταυτίζονται συχνά στη βιβλιογραφία με την ικανότητα της επίλυσης ενός προβλήματος. Το παράδοξο σ’αυτή την παραδοχή είναι ότι, σε αντίθεση με την συνηθισμένη γραμμική πορεία (από ένα δεδομένο πρόβλημα στην εύρεση της βέλτιστης λύσης), ο σχεδιαστής καλείται να καθορίσει και το ειδικό «πρόβλημα», μαζί με την επίλυσή του ( Dorst και Dijkhuis, 1995 Dorst και
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
5
Cross, 2001)3 Η πορεία πλέον από γραμμική γίνεται κυκλική μεταξύ υποθέσεων και λύσεων. [εικ. 1] Η άποψη αυτή μοιάζει να τοποθετεί τον σχεδιαστή σε μια διαδικασία αποκλειστικά υποκειμενικής αξιολόγησης των πραγμάτων, και ενεργειών βάσει ενός εμπειρικού –ίσως και υποθετικού- συστήματος. Είναι αυτό το μόνο μοντέλο σκέψηςπράξης για τον αρχιτέκτονα; Σύμφωνα με τον Harry F. Mallgrave , μια σειρά από αρχιτέκτονες διαφορετικών εποχών ξεφεύγουν από αυτό, ορίζοντας ως βάση για το έργο τους αρχικά τις αναλογίες της φύσης και του ανθρώπινου σώματος [εικ. 2], και σε ένα επόμενο επίπεδο κάποια πρώιμα αλλά διορατικά συμπεράσματα για τη λειτουργία του εγκεφάλου, προς μία πιθανή βιολογική διάσταση του σχεδιασμού. Για τον αναγεννησιακό Alberti, ο αρχιτέκτονας δημιουργεί πάνω στα φυσικά υλικά ως άλλος θεικός δημιουργός, μέσα από τη δύναμη της λογικής, ενώ ο Michelangelo έγραφε ότι «τα μέλη της αρχιτεκτονικής πηγάζουν από τα μέλη του ανθρώπου».4
εικ. 1
εικ. 2
6
Ο σχεδιαστής. Η σχεδιαστική διαδικασία.
Στο δεύτερο επίπεδο, ο πρώτος που τόνισε τη σημασία της κατανόησης των νευρολογικών και αισθητηριακών παραγόντων και πρότεινε μία διπλή στρατηγική για το σχεδιασμό ήταν ο Richard Neutra, το 1950. Ενθάρρυνε τον αρχιτέκτονα να εξοικειωθεί με δεδομένα όπως το χρώμα, το φως, η άνεση και κούραση, τα αντανακλαστικά του κεντρικού νευρικού συστήματος, η εξοικείωση, και το σοκ. Παράλληλα με αυτό πρότεινε να ξεκινήσει μία νέα έρευνα των σχεδιαστών πάνω στα πεδία της «αισθητηριακής σημασίας» (σχήματα, χρώματα, υφές, πυκνότητες), των υλικών (ως αισθητηριακών ερεθισμάτων), και των οπτικών, ακουστικών, χημικών, μηχανικών και θερμικών αντιδράσεων.5 Παράλληλα με τα παραπάνω, υπήρξε διαχρονικά μία βασική παράμετρος που καθοδηγεί ή και καθορίζει το κριτήριο του σχεδιαστή, και είναι η κυρίαρχη αρχιτεκτονική θεωρία της εποχής. [εικ.3] Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Adolf Göller, επιχειρώντας να ορίσει τι είναι αυτό που προκαλεί την αλλαγή του αρχιτεκτονικού style, διατύπωσε τον νόμο της «εξάντλησης» (Ermüdung). Σύμφωνα με αυτόν, όταν η διανοητική διεργασία που ασχολείται με την καλλιέργεια μίας εικόνας διαρκεί υπερβολικά, ο αρχιτέκτονας που δημιουργεί δεν λαμβάνει πια την ίδια ευχαρίστηση στο να αναπαριστά τις ίδιες παλιές φόρμες. Η τελευταία του εναλλακτική είναι λοιπόν, να δημιουργήσει μία νέα εικόνα, η οποία με τη σειρά της θα υποβληθεί σε παρόμοια
εικ. 3
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
7
διαλεκτική διαδικασία. Στο ίδιο πλαίσιο τονίζει την επιρροή της κυρίαρχης θεωρίας στον σχεδιαστή, τονίζοντας ότι «ένας ειδικός της αναγέννησης ή του μπαρόκ δεν ήταν σε θέση να απολαύσει ένα γραμμικό σχέδιο του Erwin von Steinbach.» 6 Ανατρέχοντας σε κάποιες από τις κυρίαρχες θεωρητικές προσεγγίσεις της ιστορίας της αρχιτεκτονικής, παρατηρούμε ότι παρά τις τεράστιες αντιθέσεις και τις συνεχείς συζητήσεις, το βασικό ερώτημα του πώς (και με τι κριτήρια) σχεδιάζουμε, παραμένει αναπάντητο. Ο μοντερνισμός εντόπισε το νόημα της σχεδιασμένης μορφής στην αποκατάσταση της πρωταρχικής της λειτουργικότητας.7 Οι συμπεριφορικές θεωρίες της δεκαετίας του ’60 επιχείρησαν να εισάγουν τα κοινωνικο-επιστημονικά μοντέλα της εποχής στην αρχιτεκτονική πρακτική, με μάλλον ατυχή αποτελέσματα. Με το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970, ακολούθησε η εμφάνιση του μεταμοντέρνου, οι επανεκκινήσεις της σχολής της Φρανκφούρτης, η σημειολογία, η αποδόμηση.9 Οι αρχιτέκτονες του μεταμοντέρνου έστρεψαν το ενδιαφέρον τους σε θέματα εκτός του καθαρού πεδίου του σχεδιασμού όπως η πολιτική ή η επανεύρεση του «χαμένου νοήματος» της αρχιτεκτονικής.8 Η μετα-δομική (poststructural) θεωρία από την άλλη, απέρριψε την ιδέα κάθε ενοποιημένης – πολιτισμικής ή άλλης- θεωρίας. Οι κατευθύνσεις των δεκαετιών του 1980- 90, της «επιτηδευμένης εποχής της θεωρίας» (Mallgrave, 2013)είχαν μάλλον σύντομη διάρκεια ζωής, το ίδιο και κάποιες αποκομμένες από τη θεωρία πρωτοβουλίες όπως το «πράσινο κίνημα» της δεκαετίας του ’90. Με την αλλαγή του αιώνα, οι παραδοσιακές προσεγγίσεις για το σχεδιασμό που είχαν τα θεμέλιά τους στις ανθρωπιστικές επιστήμες ατονούν και οι κάθε είδους «-ισμοί» δεν ευδοκιμούν στην αρχιτεκτονική πρακτική. Οι ‘star architects’ εμφανίζονται ως «κριτές του γούστου»8 . Η αρχιτεκτονική μορφή γίνεται το εμπορικό σήμα και η υπογραφή του αρχιτεκτονικού γραφείου/εταιρίας – η αρχιτεκτονική λειτουργεί εδώ απόλυτα αυτοαναφορικά.10 Η Ann Sussman γράφει ότι υπάρχει μία «αναντιστοιχία βιολογίας και τεχνολογίας», ότι οι νέες τεχνολογίες και τα υλικά δεν χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο
8
Ο σχεδιαστής. Η σχεδιαστική διαδικασία.
αντίστοιχα εξελισσόμενων πλαισίων σκέψης. Κάποια από τα ερωτήματα που ξεκινούν να τίθενται – και απασχολούν την παρούσα ερευνητική εργασία- είναι αν μπορεί η πρακτική της αρχιτεκτονικής να (επανα)συνδεθεί με μία ευρύτερη πολιτισμική και ανθρωπιστική θεωρία. Αν ο σχεδιασμός μπορεί να αποτελέσει μία δήλωση του ίδιου του αρχιτέκτονα με κοινωνικό χαρακτήρα. Αν μπορεί παράλληλα ο σχεδιαστής να αξιοποιήσει στην πράξη τις εξελισσόμενες τεχνολογικές καινοτομίες και την νέα γνώση της επιστήμης πάνω στη βιολογική μας εξέλιξη.
Ιιι. ο η σχεδιαστική διαδικασία_ από την πράξη στη χρήση
“…understand and anticipate what this thing will be in the end: something physical, something real, something for people.” Pierre de Meuron
«Τα αρχιτεκτονικά σχέδια λοιπόν γίνονται μεταφορές, όχι με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα ‘metaphorein’, μία μεταφορά αισθητηριακής πληροφορίας». Αυτή η «συγχώνευση της πληροφορίας που έχει προσληφθεί από μία αίσθηση σε μία αντίληψη σε άλλη αίσθηση» είναι, σύμφωνα με τον Frascari, η ουσία της αρχιτεκτονικής σκέψης.15 [εικ. 4] Η σχεδιαστική πράξη εδώ εμφανίζεται ως μία διαδικασία παραγωγής εικόνων. Γνώριμα ή συνειρμικά μοτίβα, βιογραφικά ή αυτοβιογραφικά, μετασχηματίζονται και συνθέτουν το αποτέλεσμα προς κατασκευή. Ο Peter Zumthor, στο δοκίμιο ‘A way of looking at things’16 γράφει: «Όταν σκέφτομαι σχετικά με την αρχιτεκτονική, το μυαλό μου γεμίζει με εικόνες. Όταν σχεδιάζω, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να βυθίζεται σε παλιές, μισο- ξεχασμένες μνήμες | Μολαταύτα ξέρω παράλληλα ότι το αποτέλεσμα είναι όλο νέο και δεν υπάρχει άμεση αναφορά σε παλαιότερο έργο | Η κατασκευή είναι η τέχνη του να φτιάχνει κανείς ένα σύνολο με νόημα από
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
9
εικ. 4
10
Ο σχεδιαστής. Η σχεδιαστική διαδικασία.
τη σύνθεση πολλών μερών» Τα μέρη αυτά, τα ίδια τα δομικά κομμάτια του παραγόμενου αποτελέσματος, αλλάζουν ή διαλύονται και επανασυναρμολογούνται κατά τη σχεδιαστική διαδικασία. Όπως και στην κατανόηση μίας σκηνής μέσω της οπτικής μας αντίληψης, έτσι και κατά την πράξη του σχεδιασμού, υπάρχει μία συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ του συνόλου και της συμπλήρωσης των λεπτομερειών, η οποία θα πρέπει να καταλήξει σε μία τελική αναπαράσταση ικανή να καθοδηγήσει κατάλληλα τη δράση μας.17 Η δράση πλέον περνάει από το υποκείμενο που σχεδιάζει στο υποκείμενο που χρησιμοποιεί το αποτέλεσμα του σχεδιασμού. Ο όρος «χρήση» μοιάζει να αφαιρεί κάθε έννοια αλληλεπίδρασης με τον χώρο που έχει παραχθεί, αντιστοιχεί ωστόσο στο κυρίαρχο μοντέλο χρήστη: αυτό ενός τυποποιημένου υποκειμένου που υπάρχει και κινείται μέσα σε ένα μη μεταβαλλόμενο περιβάλλον, εκτελώντας έναν αριθμό προκαθορισμένων κινήσεων. Ο καθηγητής Aulis Blomstedt, το αντίπαλο δέος του Alvar Aalto στη φινλανδική μεταπολεμική αρχιτεκτονική σκηνή έγραφε «το ταλέντο του να φαντάζεται κανείς ανθρώπινες καταστάσεις είναι πιο σημαντικό για έναν αρχιτέκτονα από το δώρο του να οραματίζεται χώρους».12 Ας προσθέσουμε λοιπόν μερικά ερωτήματα ακόμη: Πόσα γνωρίζουμε κάθε φορά σχετικά με το υποκείμενο για τα οποίο σχεδιάζουμε; Θα μπορούσε αυτό το σημείο μεταξύ σχεδιαστικής πράξης και χρήσης να μετατραπεί από μία μονόδρομη γραμμική σχέση σε έναν κύκλο δυναμικής ανατροφοδότησης; [εικ. 5]
εικ. 5
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
11
ΙΙ. Η αρχιτεκτονική εμπειρία ΙΙι. υποκείμενο - χώρος
“A building has at least two lives - the one imagined by its maker and the life it lives afterward and they are never the same.” Koolhaas
Ο καθηγητής Keijo Petäjä διατύπωσε τον αφορισμό «Η αρχιτεκτονική είναι κατασκευασμένος διανοητικός χώρος». Όπως επισημαίνει ο Juhani Pallasmaa19, στα φινλανδικά η πρόταση αυτή προβάλλει αυτόματα δύο νοήματα: η αρχιτεκτονική είναι η υλική έκφραση του διανοητικού μας χώρου, και παράλληλα ο διανοητικός μας χώρος δομείται από την αρχιτεκτονική. Αν έχουμε θέσει ήδη κάποιες ερωτήσεις σχετικά με το πρώτο κομμάτι αυτής της διατύπωσης, ένα από τα ερωτήματα που θα αντιστοιχούσε στο δεύτερο μέρος είναι: Τι συμβαίνει όταν ένα υποκείμενο εισάγεται μέσα στο σχεδιασμένο πλέον πεδίο; Η επίδραση των απτών στοιχείων του χώρου (συμπαγή όρια, όγκοι, φόρμες) και των λιγότερο απτών (ήχοι, οσμές, μνήμες) έχει επιχειρηθεί να αποτυπωθεί από πλήθος ειδικοτήτων. Θεωρητικοί, αρχιτέκτονες, χωροτάκτες, designers έχουν χρησιμοποιήσει διαχρονικά ένα πλήθος τρόπων εξέτασης και αποτύπωσης της αρχιτεκτονικής εμπειρίας. Στις κλασικές μεθόδους όπως η παρατήρηση, η βιντεοσκόπηση, οι συνεντεύξεις, τα ερωτηματολόγια, έρχονται να προστεθούν πιο πολύπλοκες αναπαραστατικές απόπειρες. Οι Καταστασιακοί (Situationists) για παράδειγμα, επιχείρησαν μία χαρτογράφηση της εμπειρίας της πόλης μέσα από την οπτική αναπαράσταση διαφορετικών «ατμοσφαιρών» (ambiances), ενώ οι Ψυχογεωγράφοι (Psychogeographers) πρόσθεσαν στα τυπικά δεδομένα του χάρτη, μεταβαλλόμενα στοιχεία του χώρου.20 [εικ. 6] Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, θεωρίες και υποθέσεις ωστόσο, ο καθορισμός και η καταγραφή της αρχιτεκτονικής
12
Η αρχιτεκτονική εμπειρία
εμπειρίας δεν μοιάζει να βρίσκεται σε ικανοποιητικό στάδιο. «Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι σύνθετη, και η σχέση της με το δομημένο περιβάλλον αποτελεί πρόκληση για δύο κύριους λόγους: Όλοι βιώνουν το περιβάλλον διαφορετικά, ο καθένας με διαφορετικές εμπειρίες, νοήματα, και αξίες. Υπάρχει ελάχιστη τεκμηρίωση που να είναι βασισμένη σε γεγονότα και να ορίζει αξιόπιστες σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος με το περιβάλλον ή με στοιχεία του περιβάλλοντος.» (Eberhard, W.) Το 2004 οι Semir Zeki και Hideaki Kawabata πραγματοποίησαν το εξής πείραμα: Έδωσαν σε 10 υποκείμενα 300 ζωγραφικά έργα προς εξέταση, με στόχο να τα κατηγοριοποιήσουν ως «άσχημα», «ουδέτερα» και «όμορφα». Οι ίδιες εικόνες τούς παρουσιάστηκαν ξανά στη συνέχεια, ενώ βρίσκονταν μέσα σε έναν μαγνητικό τομογράφο [FMRI sanner]*. Τα έργα που είχαν χαρακτηριστεί όμορφα, προκάλεσαν μεγαλύτερη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που υποκινούν συναισθήματα και μνήμη και συνδέονται με συναισθηματικές καταστάσεις όπως ο έρωτας και η αγάπη. Το αποτέλεσμα κρίθηκε αναμενόμενο. Το απροσδόκητο ήρθε στη συνέχεια του πειράματος, όταν τα έργα που χαρακτηρίστηκαν άσχημα ενεργοποίησαν τον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου. Τα υποκείμενα φάνηκε ότι ήθελαν να ενεργήσουν έτσι ώστε να τα αποφύγουν - η αρχιτεκτονική μετάφραση των δύο αυτών αποτελεσμάτων μοιάζει προφανής.
εικ. 6
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
13
Συμπληρωματικά με το παραπάνω, ο H.F. Mallgrave παραθέτει15 ένα ακόμα πείραμα με μελέτη λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού [fmri] που πραγματοποιήθηκε το 2008. Σε αυτό καθορίστηκε ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται στα αντίστοιχα κέντρα (πρωμετωπιαίος και βρεγματικός φλοιός) του εγκεφάλου λαμβάνουν χώρα πάνω από10 δευτερόλεπτα πριν εισέλθουν στην κατάσταση της συνειδητής επίγνωσής μας (Soon, Marcel, Heinze and Haynes, 2008). Κατ’επέκταση, οι κρίσεις μας σχετικά με τον σχεδιασμένο χώρο, μπορεί να σχηματίζονται πολύ πριν σταθούμε να συνειδητοποιήσουμε τα «υψηλότερα» νοήματά του. Στο ίδιο πνεύμα, πατώντας στις παρατηρήσεις της Jane Jacobs στο The Death and Life of Great American Cities, οι Ann Sussman και Justin B.Hollander22 γράφουν ότι αποδεικνύεται πως οι άνθρωποι έχουν πολλαπλές υποσυνείδητες (και άρα δύσκολο να παρατηρηθούν ή να καταγραφούν) τάσεις και συμπεριφορές που διέπουν τις αποκρίσεις τους στα οικοδομημένα περιβάλλοντα. Συνεπώς, το υποκείμενο-χρήστης αντιλαμβάνεται τον σχεδιασμένο χώρο πρωτίστως διαισθητικά και επηρεάζεται από αυτόν, ενώ η λογική ανάλυση και κατανόηση του αρχιτεκτονικού έργου έρχεται μεταγενέστερα. Η αρχιτεκτονική εμπειρία δεν είναι ένα κοινό σύνολο δεδομένων ή στοιχείων, αλλά μία μοναδική για το κάθε υποκείμενο επανερμηνεία μίας κατάστασης.8 Αν όμως η αρχιτεκτονική εμπειρία δομείται πρωτίστως από αυτόματες σωματικές αντιδράσεις σύμφωνα με τις παραπάνω προσεγγίσεις , κρίνεται απαραίτητη η εξέταση της αλληλεπίδρασης υποκειμένου-χώρου μέσα από την συνακόλουθη με αυτές βιολογική οπτική. Στην αρχή του 20ου αιώνα, ο άγγλος συγγραφέας Vernon Lee μαζί με τη συνεργάτη του Clementina Anstruther Thomson, «διάβασαν» μία σειρά από προσόψεις σαν απλά μοτίβα, επιχειρώντας να μετρήσουν τις βιολογικές και μυικές επιδράσεις που μπορεί να έχει πάνω μας ένα κτίριο. Λίγο νωρίτερα στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Friedrich Vischer υποστήριζε ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση της φόρμας με την ψυχολογική μας κατάσταση· οι κατακόρυφες γραμμές
14
Η αρχιτεκτονική εμπειρία
ανυψώνουν το ανθρώπινο πνεύμα, οι οριζόντιες το διευρύνουν, ενώ οι καμπύλες κινούνται πιο ενεργητικά από τις ευθείες. Ο Aalto έγραφε «θα ήθελα να προσθέσω την προσωπική, συναισθηματική μου άποψη, ότι η αρχιτεκτονική και οι λεπτομέρειές της είναι κατά κάποιον τρόπο όλη μέρος της βιολογίας» , ενώ το 2002 στο ‘The nature of order’ το περίφημο ανθρωπολογικό μοντέλο του Christopher Alexander μετασχηματίζεται κατά μεγάλο ποσοστό σε βιολογικό, βασιζόμενο πλέον στις αντιληπτικές ή νευρολογικές διαστάσεις της αρχιτεκτονικής εμπειρίας.13 Οι επεκτάσεις που μπορεί να έχει μία τέτοια επίδραση στη σχεδιαστική διαδικασία θα αναλυθούν στη συνέχεια. Η ερώτηση που μας απασχολεί εδώ είναι: πού βρίσκεται η ρίζα της σχέσης μεταξύ της αρχιτεκτονικής εμπειρίας και της βιολογικής μας υπόστασης; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στις απαρχές της ανάπτυξης του ανθρώπινου είδους. «Τα αντιληπτικά μας συστήματα έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να εγγράφουν πτυχές του εξωτερικού κόσμου που ήταν σημαντικές για την επιβίωσή μας» (Pinker, S: 2003)24. Η αρχιτεκτονική εμπειρία εμφανίζεται πολύ πιο αρχέγονη στις πρωταρχικές αντιδράσεις της. Η βάση της απόκρισής μας στα ερεθίσματα του εξωτερικού, άρα και του δομημένου κατ’επέκταση, περιβάλλοντος, είναι –σε ένα ποσοστό- αυτό το ειδικό «μοντέλο αντίδρασης» που έχει δημιουργηθεί λόγω του βιο-πολιτισμικού μας παρελθόντος. Η εμπειρία του κτισμένου χώρου, ανεξάρτητα από την κατανόηση των μηχανισμών της, λειτουργεί και σε ένα επιπλέον επίπεδο· συνθέτει ένα μεγάλο μέρος της ατομικής μας υπόστασης και μνήμης. Αν επεκτείνουμε την σύζευξη που εξετάζουμε από το ατομικό σε ένα πιο συλλογικό επίπεδο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η ιστορική και πολιτισμική μας ταυτότητα καθώς και οι «ανθρώπινοι θεσμοί» κατά τον Louis Kahn, καθορίζονται από τα κατασκευασμένα περιβάλλοντά μας.25 Ακόμα και μετά από τις παραπάνω παρατηρήσεις, δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι η φύση της αρχιτεκτονικής εμπειρίας έχει κατανοηθεί σε βάθος. Οι διάφορες θεωρίες συγκρούονται, ανατρέπονται και αναδύονται νέες.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
15
«Δεν είμαι ο άνθρωπος του Βιτρούβιου, εγγεγραμμένος μέσα σε έναν τέλειο κύκλο, παρατηρώντας τον κόσμο από τις συντεταγμένες της προσωπικής μου οπτικής και ταυτόχρονα, παρέχοντας το μέτρο όλων των πραγμάτων. Ούτε είμαι, όπως το παρουσιάζουν οι φαινομενολόγοι της αρχιτεκτονικής, ένα αυτόνομο, αυτάρκες, βιολογικά ενσαρκωμένο υποκείμενο που συναντά, παρατηρεί και αντιδρά στο άμεσο περιβάλλον του. Κατασκευάζω και κατασκευάζομαι, σε μία αμφίδρομη διαδικασία που εμπλέκει συνεχώς τα ρευστά, διαπερατά μου όρια, και τα αέναα διακλαδούμενα δίκτυά μου. Είμαι ένα χωρικά εκτεταμένο cyborg.» (Mitchell, W: 2003)18 Η ιδέα μιας αμφίδρομης διαδικασίας και ρευστών ορίων που εμφανίζεται στο παραπάνω μανιφέστο, μοιάζει να συνδέεται με τα ερωτήματα που έχουν τεθεί σχετικά με το σημείο τομής σχεδιαστή και χρήστη, σχεδιαστικής πράξης και αρχιτεκτονικής εμπειρίας.
16
Η αρχιτεκτονική εμπειρία
III. Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη ΙΙΙι. Σημασία
[Το «κενό» της αρχιτεκτονικής] Δύο χιλιετίες πριν ο Βιτρούβιος υπέδειξε ότι μία αρχιτεκτονική δομή πρέπει να κατέχει τρεις ποιότητες: ανθεκτικότητα, χρησιμότητα και ομορφιά (firmitas, utilitas, venustas). Δυό χιλιετίες αργότερα, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η τριμερής αυτή προυπόθεση έχει κατανοηθεί πλήρως. Η σύντομη ανάλυση που έγινε στις προηγούμενες ενότητες, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με την παραπάνω διαπίστωση: η κατανόηση της σχεδιαστικής διαδικασίας και του ρόλου της στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής εμπειρίας κρίνεται ανεπαρκής. Η γνώση που προέκυψε από τις κοινωνιολογικές και συμπεριφορικές μελέτες τα τελευταία 50 χρόνια μας επιτρέπει, κατά το εύστοχο παράδειγμα του John P. Eberhard, να παρατηρούμε το γεγονός ότι τα παιδιά σε τάξεις με φυσικό φως επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις, αλλά όχι το γιατί συμβαίνει αυτό.1 Το «κενό» που παρατηρείται αυτή τη στιγμή στην αρχιτεκτονική πρακτική, μοιάζει να οφείλεται στην έλλειψη μιας νέας ισχυρής θεωρητικής βάσης που θα συνδυαστεί με την αξιοποίηση της εξέλιξης των σύγχρονων τεχνολογιών. Παρότι η εμπειρική (empirical) ή τεκμηριωμένη (evidence-based) έρευνα στην αρχιτεκτονική αναπτύσσει μία δυναμική ήδη από τη δεκαετία του ’60 2 , κριτήρια και μέθοδοι από τον τομέα των θετικών επιστημών εφαρμόζονται κυρίως στις τεχνικές και κατασκευαστικές πλευρές της αρχιτεκτονικής πρακτικής, ενώ η βιολογική γνώση αξιοποιείται κυρίως την από τελευταία δεκαετία σε μορφογενετικές αναζητήσεις ή στην εξέλιξη της επιστήμης των υλικών. Ο πυρήνας της σχεδιαστικής διαδικασίας εξακολουθεί να πατάει σε υποθέσεις εργασίας βασισμένες κυρίως στην υποκειμενική παρατήρηση και διαίσθηση και ένα συχνά αόριστο φιλοσοφικό υπόβαθρο. Στο σημείο αυτό εισάγεται ένα καινούριο πεδίο, ο διεπιστημονικός κλάδος αρχιτεκτονικής και νευροεπιστήμης. Η σύζευξη αυτή εμφανίζεται ως μία πιθανή λύση στην
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
17
εξερεύνηση αυτού του «κενού» της αρχιτεκτονικής που παρατηρήθηκε παραπάνω. Η νευροεπιστήμη, μέσω της βιολογικής γνώσης και των μεθόδων της, μπορεί να παρέχει στην αρχιτεκτονική τη δυνατότητα για μια πιο τεκμηριωμένη κατανόηση – τη δυνατότητα να οδηγηθούμε από το «τι συμβαίνει» στο «γιατί συμβαίνει».3 Το τι έχει να προσφέρει ειδικότερα η νέα -και εκ πρώτης όψεως μακρινή- αυτή επιστήμη στην αρχιτεκτονική, θα επιχειρήσουμε να το παρουσιάσουμε στη συνέχεια. Τι μπορεί να προσφέρει η νευροεπιστήμη; «Μία ειδική πρόκληση για την κάθε νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής, είναι να γεφυρώσει τη γλώσσα της ψυχολογίας με αυτή του νευρικού κυκλώματος.» Michael Arbib Η νευροεπιστήμη ορίζεται ως: ο κλάδος των βιοεπιστημών που μελετά τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα, συμπεριλαμβανόμενων των διαδικασιών του εγκεφάλου όπως η αντίληψη, η μάθηση, η μνήμη και η κίνηση. (Garland: 2004) Κατ’επέκταση εξετάζει θέματα ανάπτυξης του εγκεφάλoυ καθώς και νευρολογικές και ψυχιατρικές διαταραχές. [εικ. 8] Ο Vittorio Gallese, ένας από τους νευροεπιστήμονες που συμμετέχουν ενεργά στο νέο διεπιστημονικό πεδίο, παρατηρεί πως η διερεύνηση του τι μας κάνει ανθρώπινους απασχολεί ολοένα και περισσότερο τις θετικές επιστήμες. Μετά τη μελέτη βασικών χαρακτηριστικών όπως η ομιλία, το ενδιαφέρον στρέφεται σε άλλες δραστηριότητες και εδώ έρχεται να προστεθεί και η αρχιτεκτονική. Κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, η γνώση που έχει προστεθεί πάνω στις βιολογικές διαδικασίες του ανθρώπινου οργανισμού - η νευρολογική μας χαρτογράφηση, η κατανόηση των χημικών και συναπτικών μας συστημάτων και της ακολουθίας των μορίων DNA, ξεπερνά κατά πάσα πιθανότητα την πληροφορία που είχε συγκεντρωθεί κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας.4
εικ. 8
18
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η συγκέντρωση επιστημονικών εργαλείων και βιβλιογραφίας πάνω στη μελέτη υγιών πλέον εγκεφάλων, σε συνδυασμό με την εξάπλωση των νέων απεικονιστικών συσκευών (imaging devices), ευνόησαν επιπρόσθετα τη διεύρυνση του πεδίου γνώσης και διερεύνησης.5 Ας επιστρέψουμε λοιπόν στο ερώτημα για το πώς μπορεί η νέα αυτή κατανόηση του εγκεφάλου να εμπλακεί με την αρχιτεκτονική, εξετάζοντας όπως και παραπάνω τους δύο αλληλένδετους πόλους της δημιουργίας-του σχεδιαστή και της εμπειρίας-του χρήστη. Όπως παρατηρεί ο Mallgrave, αυτό που μπορεί να προτείνει η νευροεπιστήμη στους σχεδιαστές, είναι «ένα προσχέδιο κατανόησης της πολυπλοκότητας της διανοητικής και αισθητηριακο-κινητικής μας ύπαρξης» - ή, αν το μεταφέρουμε στη γλώσσα της νευροεπιστήμης, την κατανόηση των συνειδητών διεργασιών του μετωπιαίου λοβού [εικ. 9] που σχηματίζουν το πλαίσιο για το σχεδιασμό. Πέρα από την πρωταρχική κατανόηση των διεργασιών που συμβαίνουν στον εγκέφαλο του σχεδιαστή, η νευροεπιστήμη φιλοδοξεί να εξετάσει υπάρχοντα εννοιολογικά πλαίσια, διαισθητικές θεωρίες, έννοιες που χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε στη διυποκειμενικότητα, την αισθητική και εν τέλει την τέχνη και την αρχιτεκτονική6, και να διερευνήσει
εικ. 9
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
19
σε τι βαθμό επιβεβαιώνονται τα παραπάνω βάσει μετρήσεων της εγκεφαλικής συμπεριφοράς του χρήστη. Η απόκριση του υποκειμένου στην εμπειρία του κτισμένου, αρχίζει να μελετάται με παρατηρήσεις και μετρήσεις πάνω σε μηχανισμούς συμπεριφοράς, νευρικές συσχετίσεις και συναισθηματικές καταστάσεις της εμπειρίας της αρχιτεκτονικής (Pallasmaa 1996, Pasqualini et al., 2013). Γενικότερα, κάθε προσπάθεια κατανόησης της σχέσης μεταξύ νου, σώματος και δομημένου χώρου, μέσω της επιστημονικής απόδειξης διανοητικών φαινομένων και της συσχέτισής τους με το περιβάλλον, δημιουργεί μία υποσχόμενη ερευνητική κατεύθυνση. Ο Terry Sejnowski του Salk Institute, αναδεικνύει την συνδρομή του νέου πεδίου στην κατανόηση τόσο της σχεδιαστικής διαδικασίας όσο και της εμπειρίας του χώρου8: «Πολύ ανεπτυγμένα συστήματα φλοιού που μας δίνουν ως ανθρώπινα όντα τη δυνατότητα να δημιουργούμε τεράστιες και πολύπλοκες δομές όπως είναι τα κτίρια, μας παρέχουν επίσης τη δυνατότητα να τα εκτιμούμε αισθητικά […] Κατά κάποιο τρόπο συνηχούν με την εσωτερική μας αίσθηση της ομορφιάς και την διαισθητική κατανόηση της πολυπλοκότητας». [εικ. 10-11] Πέρα από τη μελέτη πάνω στο χρήστη και την πιθανή ανατροφοδότηση της σχεδιαστικής διαδικασίας, η νευροεπιστήμη θα μπορούσε να προσφέρει την ευκαιρία δημιουργίας νέων υποθέσεων οι οποίες δεν θα μπορούσαν να έχουν ελεγχθεί παλαιότερα λόγω της τότε έλλειψης εξελιγμένων εργαλείων3- χαρακτηριστικό δείγμα αποτελούν οι μελέτες μέσω λειτουργικής απεικόνισης συντονισμού (fMRI).
εικ. 10-11
20
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
[Ορισμός νέου κλάδου]
“While the brain controls our behavior and genes control the blueprint for the design and structure of the brain, the environment can modulate the function of genes and, ultimately, the structure of our brain, and therefore they change our behavior. In planning the environments in which we live, architectural design changes our brain and behavior.” 1 Fred ‘Rusty’ Cage, 2003
Η εμπειρία του αρχιτεκτονικού χώρου επηρεάζει το μυαλό, το σώμα, τη συμπεριφορά μας, τον εγκέφαλο δηλαδή σε όλες του τις εκφάνσεις. Η δομή του κάθε εγκεφάλου είναι μοναδική και η μοναδικότητά της προκύπτει κατά ένα ποσοστό από την αλληλεπίδραση με διαφορετικά αρχιτεκτονικά περιβάλλοντα. Η νευροεπιστήμη μπορεί να μελετήσει τις εγκεφαλικές διεργασίες που συντελούνται κατά την εμπειρία του χώρου, να αναπτύξει υποθέσεις για την κατανόησή τους και να παρέχει σε ένα τελικό στάδιο υποστηρικτικά θεωρητικά συμπεράσματα και ποσοτικές μετρήσεις. Οι αρχιτέκτονες πλέον θα μπορούν να θέτουν νέα ερωτήματα. Με τη σειρά τους, τα νέα μέσα κατανόησης της νευροεπιστήμης θα συμβάλλουν σε αυτό που μέχρι τώρα αποτελεί διαισθητική παρατήρηση, επιτρέποντάς μας να περάσουμε από την αναγνώριση της ύπαρξης μιας εμπειρίας στην αιτία ύπαρξής της – από το τι συμβαίνει στο γιατί συμβαίνει. Ο κύκλος αυτής της ανατροφοδότησης θα κλείνει με τη βελτίωση στο σχεδιασμό του αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος. [εικ. 12]
εικ. 12
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
21
Αν πάρουμε το παράδειγμα του προσανατολισμού σε έναν χώρο, ο κύκλος αυτός θα εφαρμοζόταν ως εξής: Γνωρίζουμε ότι ο προσανατολισμός σχετίζεται με την ευρύτερη αντιληπτική ικανότητα του υποκειμένου. Η νευροεπιστήμη μπορεί να εξηγήσει πώς το περιβάλλον επηρεάζει την αντιληπτική αυτή ικανότητα, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τις διαθέσεις του υποκειμένου. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών θα μπορούσε να οδηγήσει τον αρχιτέκτονα τελικά στο να σχεδιάσει χώρους που ευνοούν τον εύκολο προσανατολισμό. Αν συνοψίσουμε τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη βασική υπόθεση του νέου κλάδου της νευροαρχιτεκτονικής. Κάθε μεταβλητή του σχεδιασμένου περιβάλλοντος επηρεάζει συγκεκριμένες εγκεφαλικές διεργασίες9, και με τη σειρά της η κατανόηση της απόκρισης του εγκεφάλου θα μπορούσε να οδηγήσει σε μελλοντικές βελτιώσεις στο σχεδιασμό10. Συνεπώς η νευροαρχιτεκτονική θα μπορούσε να οριστεί ως ο σχεδιασμός ενός κτισμένου περιβάλλοντος, βασισμένου σε παρατηρήσεις και αρχές της νευροεπιστήμης για το πώς το μυαλό αντιλαμβάνεται το περιβάλλον και παράγει αποκρίσεις προς αυτό11, το οποίο ενισχύει τις γνωστικές ικανότητες του υποκειμένου, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις αρνητικές σωματικές και συναισθηματικές αντιδράσεις του εγκεφάλου.
«Η αρχιτεκτονική βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας εποχής. Το τεράστιο σώμα των γνώσεων που προέρχονται από νευροεπιστήμονες πρόκειται δραματικά να αλλάξει το τι σημαίνει να είσαι επαγγελματίας σχεδιαστής. Οι αρχιτέκτονες θα επωφεληθούν από τη βάση της γνώσης που κατέστη δυνατή από τη νευροεπιστήμη, αλλά οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι οι μελλοντικές γενιές των μαθητών, οι ασθενείς νοσοκομείων, και οι υπάλληλοι γραφείων που θα έχουν το περιβάλλον τους πιο προσεκτικά συντονισμένο με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.» John P. Eberhard, FAIA12
22
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
ΙΙΙιι. Πορεία Τα τελευταία χρόνια, η εξελίξεις στον τομέα της νευροεπιστήμης σε γνώση και μεθόδους οδήγησε όπως είδαμε και παραπάνω σε μία στροφή ενδιαφέροντος και σύζευξη με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ένα σύνολο πεδίων με το –neuro σαν πρόθεμα αρχίζει να αναπτύσσεται, δημιουργώντας νέους κλάδους όπως η νευροηθολογία, η εξελικτική ψυχολογία, η νευροαισθητική. [εικ. 13] Η νευροαισθητική, ο πιο συναφής κλάδος με τη νευροαρχιτεκτονική, προτάθηκε από τον Semir Zeki το 1999, για την εξερεύνηση της αλληλεπίδρασης του εγκεφάλου με
εικ. 13
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
23
την τέχνη. Στην κατεύθυνση αυτή, της βιολογικής βάσης της καλλιτεχνικής αντίληψης, συνέβαλε ο ιστορικός τέχνης John Onians, εισάγοντας τον όρο «neuroarthistory”.5 O Zeki υποστήριξε τη νέα αυτή κατεύθυνση λέγοντας ότι «είμαι πεπεισμένος ότι δεν μπορεί να υπάρξει ικανοποιητική θεωρία της αισθητικής που δεν έχει νευροβιολογική βάση». Την άνοιξη του 2008 ο καλλιτέχνης Olafur Eliasson δημιουργεί στο Βερολίνο την Association of Neuroesthetics, η οποία υπόσχεται να λειτουργήσει ως μία «Πλατφόρμα για την Τέχνη και τη Νευροεπιστήμη». [εικ. 14-15]
εικ. 14-15
24
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
Στο βιβλίο του ‘Proust was a Neuroscientist’, ο Jonah Lehrer παρουσίασε την υπόθεση πως πολλοί καλλιτέχνες όπως οι Marcel Proust, Paul Cézanne, Igor Stravinsky και Gertrude Stein παρουσίασαν μέσα στο έργο τους στοιχεία που αποτέλεσαν μεταγενέστερα νευρολογικά ευρήματα. 13 Βασισμένος στον Zeki, ο Mallgrave παρουσιάζει μία νέα αναλογία στο ίδιο πνεύμα. Οι αρχιτέκτονες, γράφει, υπήρξαν ανέκαθεν νευροεπιστήμονες – με την έννοια ότι κάθε δημιουργικό εγχείρημα πηγάζει από τον εγκέφαλο, και κάθε σχεδιαστική απόπειρα κρίνεται ως επιτυχής βάσει του κατά πόσο ο αρχιτέκτονας εμπλουτίζει τον προσωπικό κόσμο του υποκειμένου που βιώνει τον σχεδιασμένο χώρο. Παρά τα παραπάνω ωστόσο, η συσχέτιση της αρχιτεκτονικής με τις βιολογικές ανακαλύψεις προς τις οποίες στρέφονται τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι ανθρωπιστικές επιστήμες, παραμένει συγκεχυμένη. Υπάρχει στη βιβλιογραφία ένας ικανός αριθμός νευρολογικών μελετών που εστιάζουν στη δημιουργικότητα και την αισθητική στην τέχνη (ενδεικτικά Ramachandran και Hirsten, 1999; Zeki, 1999; Martindale, 2007)14, καθώς και εμπειρικές και υπολογιστικές μελέτες για τη φύση της γνωστικής ικανότητας. Παρά το γεγονός ότι το σχέδιο αποτελεί γνωστική ικανότητα και άπτεται του τομέα της δημιουργικότητας, δεν έχει εξεταστεί αντίστοιχα ως διακριτό φαινόμενο. Μία εξήγηση που δίνεται για αυτό το χάσμα στην έρευνα είναι το γεγονός ότι οι νευροεπιστήμονες μέχρι πολύ πρόσφατα, δεν διέθεταν τα εργαλεία για να προσεγγίσουν το –αυξημένης πολυπλοκότητας- θέμα του σχεδιασμού. Ο πρώτος αρχιτέκτονας της σύγχρονης εποχής που επιχείρησε να εξετάσει την αρχιτεκτονική μέσα από μία αυστηρά νευρολογική οπτική, ήταν ο Richard Neutra. Αμφισβητώντας κάθε προσέγγιση για το σχεδιασμό που βασίζεται αποκλειστικά στην αισθητική, υποστήριξε πως η αρχιτεκτονική πρέπει να (αυτό)μετασχηματιστεί σε ένα επάγγελμα «που λαμβάνει υπόψη την απαραίτητη νευρολογική μας οντότητα». Για τον Neutra, το σύνολο του νευρικού συστήματος δεν είναι παρά ένα όργανο και οι αρχιτέκτονες, κατανοώντας τις συνθήκες διέγερσης και ισορροπίας του, θα είναι σε θέση
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
25
να επηρεάσουν τις βαθύτερες περιοχές της ύπαρξής μας.15 Για να τονίσει την ανάγκη αυτής της βιολογικής οπτικής, παρουσιάζει ως παράδειγμα τον μετασχηματισμό που θα έπρεπε να υποστεί ο σχεδιασμός των ιαπωνικών κατοικιών όταν οι άνθρωποι θα υιοθετούσαν στενής γραμμής δερμάτινα παπούτσια και δυτικό ρουχισμό. Τη δεκαετία του ’60 ο Jonas Salk δούλεψε μαζί με τον Louis Kahn για τον σχεδιασμό του ομώνυμου Salk Institute, με στόχο το κτίριο και οι χώροι εργασίας να βελτιώνουν τη δημιουργική ικανότητα.16 Με το έργο αυτό άνοιξε την συζήτηση για το πώς η νευροεπιστήμη και η αρχιτεκτονική θα έπρεπε να συνδυαστούν, με στόχο την κατανόηση της αρχιτεκτονικής εμπειρίας μέσω της μελέτης των αποκρίσεων του εγκεφάλου στο σχεδιασμένο χώρο, αξιοποιώντας στην πράξη τα εξελισσόμενα τεχνολογικά μέσα. [εικ. 16] Η πρώιμη βιβλιογραφία πάνω στη σχέση κτισμένου περιβάλλοντος – υποκειμένου, παρέμεινε επικεντρωμένη σε σύνολα όπως τα νοσοκομεία, οι φυλακές, οι κοινόχρηστοι χώροι εργασίας. Με το έργο πρωτοπόρων σκανδιναβών ερευνητών (Acking and Kuller 1972), ξεκίνησε η συζήτηση για την επίδραση πιο προσωπικών, εσωτερικών χώρων στην σωματική και ψυχική υγεία.17 Ένα από τα λίγα και αποσπασματικά project που συνέδεσε με άμεσο τρόπο τη νευροεπιστήμη με την αρχιτεκτονική γνώση, ήταν η δημοσίευση της Nancy Kanwisher και συνεργατών της στο περιοδικό Neuron το 1999. Η έρευνα παρουσίαζε το πώς η εγκεφαλική περιοχή γύρω από τον
εικ. 16
26
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
ιππόκαμπο, αντιδρά αισθητά περισσότερο στη θέα ενός τόπου από ό,τι προσώπου ή αντικειμένου. [εικ. 17] Ο σημαντικότερος σταθμός στην πορεία της διεπιστημονικής προσπάθειας που εξετάζουμε ήταν η ίδρυση από τον John Eberhard και μία ομάδα αρχιτεκτόνων και θετικών επιστημόνων, το 2003 στο San Diego, της Ακαδημίας της Νευροεπιστήμης για την Αρχιτεκτονική (ANFA). Αποστολή της είναι η προώθηση «γνώσης που συνδέει την έρευνα με μία αυξανόμενη κατανόηση των ανθρώπινων αντιδράσεων στο κτισμένο περιβάλλον», του πώς ο νους επεξεργάζεται και βιώνει την αρχιτεκτονική. Με έμπνευση τις συζητήσεις των Salk και Koonce, η ANFA φέρνει σε επαφή αρχιτέκτονες και νευροεπιστήμονες, προκειμένου η κατανόηση της εγκεφαλικής λειτουργίας και των γνωστικών ικανοτήτων χρήστη και σχεδιαστή,να διοχετευτεί στην πρακτική της αρχιτεκτονικής. Η εφαρμογή πειραματικής έρευνας απευθείας στο σχεδιασμό, θυμίζει κατά τον Mallgrave τις υποσχέσεις των συμπεριφορικών επιστημών της δεκαετίας του ’60. Η βασική διαφορά με τις φιλόδοξες κοινωνικές σπουδές που δεν είχαν εξίσου επιτυχή αποτελέσματα εφαρμογής, εντοπίζεται στην ίδια την εξέλιξη της νευροεπιστήμης. Η βιολογική γνώση, οι μέθοδοι και τα τεχνολογικά εργαλεία καθιστούν για πρώτη φορά την εφαρμογή αυτού του πειραματικού μοντέλου, πιθανά εφικτή. Στόχος της ANFA είναι η δημιουργία ενός νέου συστήματος που θα συνδέσει βάσεις δεδομένων που προκύπτουν από τις θετικές, βιολογικές και κοινωνικές επιστήμες με αντίστοιχες βάσεις αρχιτεκτονικές και σχεδιαστικές, για να ενημερώσει τελικά τη σχεδιαστική διαδικασία. Τα επιστημονικά ευρήματα, με τη συνδρομή νέων πρωτοκόλλων και ομάδων αντίστοιχα ανεπτυγμένων δεξιοτήτων, θα καταγράφονται με προσβάσιμους και κατανοητούς όρους, θα οργανώνονται και θα αντιστοιχίζονται με αρχιτεκτονικά δεδομένα.
εικ. 17
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
27
Ένας αριθμός από workshops που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, έχουν οδηγήσει στη διατύπωση μιας σειράς υποθέσεων. Τα project αυτά θα διερευνηθούν περαιτέρω μέσα από τη συνεργασία διεπιστημονικών ομάδων, με τη χρήση του παραπάνω συστήματος. Έτσι μία σειρά ερωτημάτων που αφορούν την αρχιτεκτονική, θα μπορέσει πιθανά να απαντηθεί με τη χρήση γνώσης και μεθόδων από άλλα πεδία. Οι πρωτοβουλίες της ακαδημίας απευθύνονται στο σύνολο των κτιριακών τύπων καθώς και σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων στην τομή ανθρώπου-περιβάλλοντος: προσανατολισμός, μνήμη και χώρος, αντίληψη του περιβάλλοντος από βρέφη, παιδιά και μεγαλύτερους του μέσου ενήλικες, συσχέτιση του χώρου με τις γνωστικές ικανότητες ενός ατόμου, με μορφές άνοιας, Alzheimer και άλλα18. Από την ίδρυση της ANFA και μετά, έχει προκύψει σημαντική συμβολή προς την κατεύθυνση συνεργασίας και από τα δύο πεδία. Νευροεπιστήμονες συμμετέχουν ενεργά στην αρχιτεκτονική συζήτηση, προσφέροντας άμεσες προτάσεις που θα μπορούσαν να επιδράσουν στη σχεδιαστική πρακτική (Arbib, 2012 και 2015) και την κατανόηση της απόκρισης του χρήστη (Freedberg and Gallese, 2007), αρχιτέκτονες προσεγγίζουν το σχεδιασμό μέσα από μία νευροεπιστημονική οπτική (Albright, 2015) και γενικότερα ιδέες που προκύπτουν μέσα από την έρευνα της γνωστικής ειδικά νευροεπιστήμης, ενσωματώνονται σταδιακά στα πεδία του αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού.19 Το βραβείο νόμπελ της ιατρικής (2014), αποδόθηκε στην επιτυχή κατανόηση των εγκεφαλικών μηχανισμών που χρησιμοποιούνται στον προσανατολισμό, ενώ νέες πρωτοβουλίες (Conscious Cities, 2017) οργανώνουν διεπιστημονικά συνέδρια, με θεματικές που άπτονται της σχεδιαστικής διαδικασίας σε ένα εύρος κλίμακας. [εικ. 18]
εικ. 18
28
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
ΙΙΙιιι. Στόχος – Εφαρμογές [Επεξεργασία δεδομένων] Οι νέες τεχνολογίες απεικόνισης (fMRI, PET, φορητό EEG, MEG)* που προσφέρει η νευροεπιστήμη, μας επιτρέπουν
πλέον να διερευνούμε την ανθρώπινη εμπειρία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, μέσω ενός πλήθους μεταβλητών. Μπορούν να μελετηθούν οι ανθρώπινες αντιδράσεις σε διαφορετικά υλικά και υφές, η σχέση του υποκειμένου με τον προσωπικό και τον περιφερειακό του χώρο, οι αντιδράσεις του σε διαφορετικές φόρμες, χρώματα, διαστάσεις, φωτισμό.20 Οι ίδιες μέθοδοι, που εφαρμόζονται σχεδόν αποκλειστικά στη μελέτη του εγκεφάλου του υποκειμένου που βιώνει το χώρο, θα μπορούσαν να καταγράψουν (σε μία ενδεχομένως πιο πολύπλοκη διαδικασία) στοιχεία για τον εγκέφαλο του ίδιου του σχεδιαστή καθώς παράγει έργο. [Ενσωμάτωση γνώσης στο σχεδιαστή] Ο τρόπος που ένας αρχιτέκτονας αντιλαμβάνεται τον σχεδιασμένο χώρο απέχει πολύ από την εμπειρία του χρήστη που έρχεται να βιώσει τον ίδιο χώρο.21 Η νευροεπιστήμη φιλοδοξεί να ενημερώσει τον σχεδιαστή, προσφέροντάς του συνεχή ανατροφοδότηση από την επεξεργασία των δεδομένων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Όπως τονίζουν αρχιτέκτονες και νευροεπιστήμονες που συμμετέχουν στο εγχείρημα που εξετάζουμε, ο στόχος δεν είναι να υπαγορευτούν κατευθύνσεις ή να υποδειχθεί ένα είδος ‘one size’ σχεδιασμού5. Η νευροεπιστήμη δεν στοχεύει και πιθανότατα δεν είναι καν σε θέση να προτείνει ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο, έναν νέο «-ισμό » για την αρχιτεκτονική. Αν όμως δεν προτείνεται μία νέα θεωρία, τι προσφέρει τελικά η νέα γνώση, για να εξεταστεί ως μία πιθανή λύση στα ερωτήματα που έχουμε θέσει στο πρώτο μέρος αυτού του ερευνητικού;
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
29
«Η νευροεπιστήμη διανύει την βρεφική της ηλικία. Οι δυνατότητες είναι τρομερές και σε 10 – 20 χρόνια οι αρχιτέκτονες θα μπορούμε να κοιτάζουμε πίσω και να συνειδητοποιούμε πόσο μακριά προχωρήσαμε προκειμένου να μάθουμε ποια στοιχεία του εγκεφάλου επηρεάζονται από το περιβάλλον και πώς ανταποκρινόμαστε σε αυτό. Θα είμαστε δηλαδή σε θέση να αντιληφθούμε ότι έχουμε την ικανότητα να δημιουργούμε χώρους που επιτρέπουν στους ανθρώπους να φθάνουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους, οποιαδήποτε και αν είναι η χρήση του χώρου που εξετάζουμε» (Whitelaw,A:
2003). Η νευροαρχιτεκτονική έχει ως στόχο λοιπόν σε ένα πρώτο επίπεδο να επαναδιατυπώσει ερωτήματα, να επεξεργαστεί δεδομένα και να θέσει ένα νέο υπόβαθρο γνώσης για το χρήστη, προσφέροντας στη συνέχεια τη δυνατότητα να ενσωματωθούν οι καταγεγραμμένες αυτές εμπειρίες του αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος απευθείας στα νευρικά δίκτυα των σχεδιαστών.1 Μέσα από τα διαδοχικά στάδια αυτού του πρώτου σκέλους, όπου η έρευνα της νευροεπιστήμης περνάει στην αρχιτεκτονική, ο σχεδιαστής θα είναι πλέον σε θέση να κατανοεί με δεδομένα αυτό που μέχρι τώρα ήταν, όπως είδαμε, μία διαισθητική διαδικασία υποθέσεων και εμπειρικής δράσης. Ο τρόπος που οι σχεδιαστές «σκέφτονται » για τους χρήστες των χώρων που σχεδιάζουν, θα αλλάξει. [Σχεδιασμός χώρων βάσει των αρχών της νευροεπιστήμης] Ένα από τα μοντέλα που έχουν προταθεί για το δεύτερο σκέλος της διαδικασίας που περιγράφει σχηματικά τη νευροαρχιτεκτονική, είναι αυτό του «μεταγραφικού σχεδιασμού » (translational design)9, το οποίο χρησιμοποιεί πληροφορία και μεθόδους από τις θετικές επιστήμες και τις επιστήμες υγείας, για να ενημερώσει και σε τελικό στάδιο να βελτιώσει τον σχεδιασμό του κτισμένου περιβάλλοντος. Ο αρχιτέκτονες θα μπορεί πλέον να ολοκληρώσουν τον κύκλο, σχεδιάζοντας βασισμένοι στη νέα γνώση. Τα νέα περιβάλλοντα που θα προκύψουν, θα μπορούσαν
30
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
να προκαλέσουν ή να ενισχύσουν θετικές εγκεφαλικές διεργασίες όπως η δραστηριότητα, η καινοτομία, η μνήμη, και παράλληλα να ελαχιστοποιήσουν αρνητικές σωματικές, γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις (Upali, Debajyoti, Hessam et al., 2013) Στόχος λοιπόν είναι να παραχθούν αίθουσες διδασκαλίας που θα υποστηρίζουν τις γνωστικές δραστηριότητες των μαθητών, δωμάτια νοσοκομείων και κέντρα αποκατάστασης που θα βελτιώνουν την ανάρρωση των ασθενών, γραφεία και εργαστήρια που θα διευκόλυναν επιστημονικές δραστηριότητες (Eberhard,J: 2003), πόλεις που δεν θα επιβάρυναν την ψυχική υγεία και τη διάθεσή μας, «συνθήκες
στο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον που προάγουν τη μείωση του πόνου και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής για την κοινωνία» (Damasio)
Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν νέοι αλγόριθμοι για μία νευρομορφική (neuromorphic) αρχιτεκτονική21, η οποία θα υποστηρίζει την αλληλεπίδραση σχεδιασμένου χώρου – χρήστη, προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε ανάγκες. [εικ. 19] Πέρα από την επιγραμματική παράθεση των πιθανών τομέων ενδιαφέροντος της νευροαρχιτεκτονικής, θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε αυτόν τον κύκλο ανατροφοδότησης μεταξύ νευροεπιστήμης και αρχιτεκτονικής, μέσα από ένα ευρύτερο πεδίο εφαρμογής. Ας δούμε λίγο αναλυτικότερα το μοντέλο του ‘μεταφραστικού’ σχεδιασμού που αναφέρθηκε παραπάνω. Σε ένα πρώτο στάδιο, η έρευνα στον τομέα της νευροεπιστήμης έχει αποσαφηνίσει τις εγκεφαλικές διαδρομές πίσω από βασικούς για τον σχεδιασμό τομείς όπως είναι η χωρική αντίληψη, ο χωρικός προσανατολισμός, η μνήμη, καθώς και ότι οι αντιληπτικές αυτές λειτουργίες επηρεάζονται από παράγοντες όπως το άγχος, το φύλο, η ασθένεια.19
εικ. 19
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
31
Η κατανόηση αυτών των συνδέσεων μπορεί να εξηγήσει πώς οι διαθέσεις των ανθρώπων, οι επιδόσεις τους και η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων θα μπορούσε να επηρεαστεί από στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος, και πώς σταδιακά, αυτές οι αντιδράσεις του εγκεφάλου μπορεί να επηρεάσουν τις αποκρίσεις του ανοσοποιητικού συστήματος και την υγεία. (Stenberg, E: 2005) Αυτή η πληροφορία θα μπορούσε σε τελικό στάδιο να ενημερώσει στην πράξη τον σχεδιασμό του δομημένου περιβάλλοντος. Οι έννοιες στις οποίες θα εστιάσουμε παρακάτω, έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον σχεδιασμό χώρων υγείας και δημόσιων χώρων. [Προσανατολισμός και μνήμη] Η νευρολογική δραστηριότητα κατά τον προσανατολισμό –ή την έλλειψη δυνατότητας προσανατολισμού- εστιάζεται στον ιππόκαμπο και τις σχετικές με αυτόν εγκεφαλικές περιοχές.21 Λόγω των πολλών επιπλοκών που σχετίζονται με το τμήμα αυτό του εγκεφάλου (ενδεικτικά, ο ιππόκαμπος είναι ένα τμήμα που επηρεάζεται στη νόσο Alzheimer) και του αντίστοιχου ενδιαφέροντος της νευροεπιστήμης για την επίλυσή τους, το νευρολογικό μοντέλο της χωρικής ‘πλοήγησης’ αναμένεται στο άμεσο μέλλον. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών, θα δώσει στοιχεία για το πώς ο σχεδιαστής αντιλαμβάνεται και μετρά έναν χώρο. Αντίστοιχα θα εξηγήσει πώς ο χρήστης αντιλαμβάνεται τον σχεδιασμένο χώρο και κινείται διαμέσου του χωρίς απώλεια της κατεύθυνσής του.22 Σημαντικό κομμάτι του προσανατολισμού βασίζεται στους μηχανισμούς της μνήμης και σε υποσυνείδητες τάσεις επιβίωσης. Η Jane Jacobs παρατήρησε για παράδειγμα ότι τείνουμε να αποφεύγουμε το κέντρο ενός ανοιχτού χώρου, ενώ αντίθετα δείχνουμε προτίμηση στα πλάγια των δρόμων. Η κατανόηση του βιολογικού και εξελικτικού υποβάθρου του προσανατολισμού, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά ενός χώρου που τον καθιστούν πιο εύκολα αποτυπωμένο στη μνήμη μας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ένα νέο πλαίσιο σχεδιασμού δημόσιων χώρων και μεγάλων ή πολύπλοκων κτιριακών συγκροτημάτων.23
32
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
[Τοπολογία, τοπογραφία, όρια] Ως τοπογραφία ενός σχεδιασμένου περιβάλλοντος ορίζεται η διαμόρφωση του ίδιου του χώρου, τα αισθητικά στοιχεία όπως η διαρρύθμιση και η μορφή. Η «αίσθηση του τόπου» (Sternberg, Wilson et al.) για τον ίδιο χώρο ωστόσο, συνδιαμορφώνεται και από τα τοπολογικά χαρακτηριστικά του. Η τοπολογία ενός περιβάλλοντος συντίθεται από τον τρόπο με τον οποίο οι τοποθεσίες είναι συνδεδεμένες μέσα από την εξερεύνηση και την κίνηση καθώς και στοιχεία λειτουργικότητας όπως οι διαδρομές και η χρήση patterns. 24 Ο συνδυασμός τοπολογίας και τοπογραφίας είναι καθοριστικός για τον σχεδιασμό. [εικ. 20] Η νοητική αναπαράσταση και αποτύπωση ενός τόπου στον εγκέφαλο του υποκειμένου που κινείται εντός του – διαδικασίες συνδεδεμένες και με τον προσανατολισμό που αναφέρθηκε ήδη- είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τη δυνατότητα κίνησης εντός του. Η κίνηση υπαγορεύεται από τα φυσικά και νοητά όρια του χώρου. Τα όρια αυτά που διαχωρίζουν τις κινήσεις στο χώρο, διαχωρίζουν επίσης τις αντίστοιχες αναπαραστάσεις του χώρου στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου. Νευρολογικά πειράματα έδειξαν ότι διαφορετικές χωρικές κατευθύνσεις αντιστοιχούν σε διακριτά μοτίβα εγκεφαλικής δραστηριότητας. Αν εξετάσουμε το παράδειγμα ενός διαδρόμου, που αποτελεί έναν ενιαίο χώρο που επιτρέπει ωστόσο την κίνηση προς δύο διευθύνσεις, παρατηρούμε ότι η κάθε κατεύθυνση –και η κίνηση προς αυτή- αντιμετωπίζεται από τον εγκέφαλο ως ένα διαφορετικό περιβάλλον (Sternberg, Wilson et al.).
εικ. 20
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
33
Το φαινόμενο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τον μεταφραστικό σχεδιασμό, ως σημαντικό στοιχείο εφαρμογής σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους ή περιβάλλοντα που ενθαρρύνουν την ελεύθερη εξερεύνηση εν γένει. Ο αυστηρός ή όχι καθορισμός ορίων και συνακόλουθα μονοπατιών μέσα στο χώρο, μπορεί αντίστοιχα να προσανατολίσει το υποκείμενο προς μία απλή διέλευση ή αντίθετα ένταξη στο περιβάλλον. [Χώρος και αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις] [Κίνηση σε ανοιχτούς χώρους] Νευρικές και σωματικές αντιδράσεις που σχετίζονται με αρνητικά συναισθήματα όπως το στρες και ο φόβος συνδέονται, μέσα από τη νευρολογική έρευνα με πιθανά χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου και των χώρων υγείας και περίθαλψης.24 Τα φορητά εγκεφαλογραφήματα (EEG)*, μία από τις σχετικά πρόσφατες μεθόδους νευροαπεικόνισης και χαρτογράφησης της εγκεφαλικής δραστηριότητας, θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τα νευρολογικά αυτά μοτίβα που προκύπτουν για παράδειγμα κατά την κίνηση ατόμων μέσα σε διαφορετικές περιοχές της πόλης. 4 Τα ευρήματα για τις εναλλαγές των επιπέδων άγχους, ηρεμίας, συγκέντρωσης και γενικά εμπλοκής με τα χαρακτηριστικά του χώρου και η χαρτογράφηση αυτών των συναισθημάτων, θα μπορούσε να ενημερώσει τον σχεδιασμό δημόσιων χώρων. Η ελαχιστοποίηση των παραγόντων που προκαλούν τα αρνητικά συναισθήματα, θα βελτιώσει την άνεση, τη δημιουργικότητα και την γνωστική ικανότητα των ατόμων.
εικ. 21
34
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
[Προσανατολισμός σε κλειστά κτίρια] Ένας από τους κύριους παράγοντες πρόκλησης συναισθημάτων άγχους και φόβου κατά την κίνηση σε ένα κτίριο, είναι η απώλεια ελέγχου που προκύπτει όταν το υποκείμενο αισθάνεται ότι έχει χαθεί. Ο εύκολος προσανατολισμός, γενικότερα βασική ανάγκη σε μεγάλα και πολύπλοκα κτιριακά συγκροτήματα, γίνεται καίριας σημασίας σε σχολικά περιβάλλοντα και χώρους υγείας όπου η ακριβής και γρήγορη αναγνώριση διαδρομών απαιτείται τόσο για το προσωπικό όσο και για τους ασθενείς.25 [Περιβάλλοντα υγείας] Ας επικεντρωθούμε ειδικότερα στα περιβάλλοντα παροχής ιατρικής περίθαλψης όπως τα νοσοκομεία και τα κέντρα αποκατάστασης. Νευρολογικά ερευνητικά δεδομένα οδηγούν σε υποθέσεις για την άμεση σύνδεση των χώρων αυτών με την πορεία των ασθενών σε ανάρρωση ή αποκατάσταση. Η πρόκληση –και από στοιχεία του χώρου- της αύξησης ορμονών όπως η αδρεναλίνη και άλλων χημικών ουσιών του εγκεφάλου που σχετίζονται με το στρες, τείνουν να αμβλύνουν τη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος των ασθενών. Η αλλαγή αυτή μπορεί να ευνοήσει την πιθανότητα μολύνσεων και σε ένα μακροπρόθεσμο επίπεδο να επηρεάσουν τη διάθεση αλλά και τη μνήμη και τη γνωστική λειτουργία του ασθενούς.19 Δεδομένα από πειραματική έρευνα (Pati, Nanda et al. : 2005) υποστηρίζουν ότι οι γραμμές παίζουν σημαντικό ρόλο στην συναισθηματική αντίδραση κατά τα εξωαισθητήρια στάδια της ανθρώπινης αντίληψης. Σε πειράματα που πραγματοποιήθηκαν, οι καμπύλες γραμμές στις εσωτερικές και εξωτερικές όψεις των νοσοκομείων προκαλούν μεγαλύτερη ενεργοποίηση της αμυγδαλής (αντίδραση φόβου) σε σύγκριση με τις ευθείες γραμμές, στα εξωαισθητήρια στάδια (χρόνος απόκρισης: 150 ms). Αυτή η πρωταρχική αντίδραση φόβου, ωστόσο, δεν αντανακλά την πραγματική προτίμηση υγιών υποκειμένων, που μετρήθηκε σε συνθήκες πλήρους συνείδησης (2 s). Μένει να αποδειχθεί εάν η πρώτη εντύπωση
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
35
(της αντίδρασης φόβου κατά το εξωαισθητήριο στάδιο) αντανακλά την συνακόλουθη εμπειρία ενός ασθενή με πραγματική ασθένεια ή τραυματισμό.26 Ένα παράδειγμα που αναδεικνύει την άμεση σύνδεση του περιβάλλοντος με τη νευρολογική και συναισθηματική ανάπτυξη, και πάλι στον κλάδο της υγείας, είναι οιμονάδες εντατικής φροντίδας νεογέννητων (NICU). [εικ. 22] Μέχρι τώρα, οι μονάδες κατασκευάζονταν με κριτήρια εργονομίας και διευκόλυνσης του ιατρικού προσωπικού. Τα συμπεράσματα από έρευνες της νευροεπιστήμης, τείνουν να αλλάξουν αυτή τη συνθήκη στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του νοσοκομειακού αυτόύ τμήματος. Οι NICU θα μπορούν να σχεδιάζονται έτσι ώστε να διευκολύνεται η ανάπτυξη του πρόωρου βρέφους και να ελαχιστοποιηθεί η εμπλοκή με τα νευρικά τους συστήματα.1 Αντίστοιχα, στα βρέφη, η σχεδιαστική πρόκληση είναι να υποστηριχθεί μέσω της δημιουργίας κατάλληλων εσωτερικών, η σωστή ανάπτυξη του οπτικού συστήματος το οποίο αναπτύσσεται εξαιρετικά γρήγορα σε αυτό το ηλικιακό στάδιο.17 Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι η ενίσχυση των αλληλένδετων ζητημάτων του προσανατολισμού και της ‘αίσθησης του τόπου’, καθώς και η μείωση των αρνητικών συναισθηματικών επιρροών που προκύπτουν λόγω της έλλειψης αυτών, μπορεί να προκύψει μέσα από τον σχεδιασμό χώρων που διευκολύνουν την ικανότητά μας να δημιουργούμε και να ανακτούμε τους νοητικούς χάρτες που χρειαζόμαστε για την κίνησή και τη διαβίωσή μας μέσα στους χώρους αυτούς.20
εικ. 22
36
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
ΙΙΙιιιι. Κριτική- Προσεγγίσεις Παρά το γεγονός ότι οι παραπάνω προοπτικές και η γενικότερη στροφή προς τη νευροεπιστήμη έγιναν δεκτές από αρχιτέκτονες ως ένας τρόπος να βελτιωθεί η αρχιτεκτονική εμπειρία, ένας αριθμός κοινωνικών κυρίως επιστημόνων, αντιμετωπίζει τη νευροαρχιτεκτονική ως μία απειλή για την ανθρώπινη ποικιλομορφία και δημιουργικότητα (Fitzgerald and Callard, 2014). Η βασική κατεύθυνση προς την οποία ασκείται κριτική στο νέο πεδίο, είναι αυτή της έλλειψης ενός ευρύτερου κοινωνικού, πολιτισμικού, πολιτικού και ιστορικού πλαισίου γύρω από κάθε περίπτωση που εξετάζεται. Ο φόβος που εκφράζεται είναι ότι μία βαθύτερη κατανόηση των νευρικών παραμέτρων του ανθρώπινου εγκεφάλου, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία σε μία «ιατρικοποίηση των κοινωνικών φαινομένων» (Pykett, J: )και κατ’επέκταση σε μία στερεοτυπική ή ντετερμινιστική αντιμετώπιση του υποκειμένου-χρήστη27.
«Η νευροαρχιτεκτονική, ειδικότερα στο όραμα του John P. Eberhard, ενστερνίζεται μία πολύ συγκεκριμένη εικόνα του ανθρώπου, η οποία προκύπτει από μία pop-νευροεπιστημονική προσέγγιση […], μία απλουστευτική αναπαραστατική θεωρία του νου, σε συνδυασμό με έναν άκριτο ορισμό των ανθρώπων ως ‘path seekers’ και ‘problem solvers’. (Ebensperger, L) Η Jessica Pykett αναλύει κάποιες επιπλέον πλευρές της κριτικής προς τη νευροαρχιτεκτονική. Μία από αυτές αναφέρει πως «το project της νευροαρχιτεκτονικής στοχεύει στο να αντιμετωπίσει αντιληπτές ανεπάρκειες στα στοιχεία που προσφέρονται από τους αρχιτέκτονες, οι οποίοι θεωρούνται ενίοτε υπερβολικά βασισμένοι σε διαισθητικές εικασίες σχετικά με το πώς επηρεάζονται οι κάτοικοι των κτιρίων από αυτά». Το αρνητικό που εντοπίζεται στην παραπάνω μεθοδολογία είναι το γεγονός πως αυτές οι κατά μεγάλο ποσοστό διαισθητικές παρατηρήσεις, ερμηνεύονται και «νομιμοποιούνται» από ένα σύνολο επιστημονικών θεωριών και δεδομένων, ικανοποιώντας μεν την ανάγκη εύρεσης μίας εξήγησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αναιρούν τον αρχικό αυθαίρετο χαρακτήρα της αρχικής διαπίστωσης.28 Υπό αυτούς τους όρους, η νευροαρχιτεκτονική συνδέεται
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
37
με μία θετικιστική προσέγγιση. Οι επιθυμητές κατευθύνσεις για τον σχεδιασμένο χώρο είναι η αποτελεσματικότητα, η παραγωγικότητα, η βελτίωση της γνωστικής λειτουργίας και οι συνακόλουθες εφαρμογές εντοπίζονται σε πεδία όπως η βελτίωση του δημόσιου χώρου και «εξειδικευμένων » χώρων για άτομα με αναπηρία, ειδικές χρήσεις όπως ο σχεδιασμός εκθέσεων και άλλα.23 Κριτική και σκεπτικισμός για αυτό τον τύπο νευροαρχιτεκτονικής, έχει εκφραστεί από πλήθος θεωρητικών και αρχιτεκτόνων. Μία δεύτερη προσέγγιση για τη νευροαρχιτεκτονική, με πιθανή παράλληλη ανάπτυξη μεδοδολογιών, βασίζεται στη σύζευξη της νευροεπιστήμης με την φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής (Robinson & Pallasmaa, 2015). Η κατανόηση της αρχιτεκτονικής γίνεται εδώ με βάση τον τρόπο που το κάθε υποκείμενο ξεχωριστά βιώνει το χώρο. Εξετάζονται οι συνδέσεις, οι σχέσεις μεταξύ του χώρου και των εντάσεων της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Η νευροφαινομενολογία επιχειρεί να αποδείξει πώς το βίωμα ενός χώρου διαφέρει από υποκείμενο σε υποκείμενο, αλλά και μεταξύ διαφορετικών χρονικών φάσεων της ζωής του ίδιου υποκειμένου.31 Μέσα από την κατανόηση δηλαδή διαφορετικών τύπων εγκεφάλου, «θα μπορέσει να ενισχυθεί η
γνώση για το πώς διαφορετικοί άνθρωποι βιώνουν διαφορετικά κτίρια». (Arbib, M. :2016)32
Θα μπορούσε η διεπιστημονική αυτή προσπάθεια, να συμπεριλάβει καθώς θα συγκροτείται, όλες τις παραπάνω, αν και αντικρουόμενες, προσεγγίσεις; Η κριτική που ασκείται είναι μάλλον εύστοχη στο μεγαλύτερο ποσοστό της, και παράλληλα αναπόφευκτη. Εξετάζουμε ένα πεδίο ακόμα εξελισσόμενο, που επιχειρεί να συνδυάσει διαφορετικές αφετηρίες, θεωρητικές βάσεις, πρακτικές και μεθόδους. Στο πλαίσιο αυτό, παραμένει σημαντικό το γεγονός πως μία στροφή στην πρακτική της αρχιτεκτονικής δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στην συνεργασία με τη νευροεπιστήμη.29 Το «κενό » θα συμπληρωθεί μόνο με την ανάπτυξη ενός υποβάθρου ερωτημάτων και μελέτης πάνω στη φύση του σχεδιασμού και στην εμπειρία της αρχιτεκτονικής, τη σύνθεση μίας νέας ερευνητικής βάσης που θα ενσωματώσει τις νέες τεχνολογίες.
38
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη
ΙΙΙΙ. Η αρχιτεκτονική της νευροεπιστήμης Η ενότητα που ακολουθεί, γραμμένη εν είδει «παραρτήματος», περιλαμβάνει την σύντομη επεξήγηση θεωριών και μεθόδων από τον κλάδο της νευροεπιστήμης. Η παράθεσή τους κρίνεται σκόπιμη λόγω της σημασίας τους στη σύνδεση της νευροεπιστήμης με την αρχιτεκτονική, αλλά και του ρόλου τους στην καλύτερη κατανόηση των εννοιών που θα αναλύσουμε στο δεύτερο μέρος. Ο εγκέφαλος είναι μία οντότητα που αποτελείται από 100 δισεκατομμύρια νευρώνες ή νευρικά κύτταρα, ένα σύμπλεγμα DNA αποτελούμενο από 30.000 γονίδια των οποίων η πλήρης ακολουθία έγινε γνωστή μόλις το 2006, και με τη δυνατότητα παραγωγής περίπου 14 watt ηλεκτρικής ενέργειας.1 [εικ. 23-24]
εικ. 23–24
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
39
[Παλιό-νέο μοντέλο εγκεφάλου] Το έως τώρα επικρατές επιστημονικό μοντέλο, αντιμετώπιζε τον εγκέφαλο ως υπολογιστή ή κέντρο επεξεργασίας που λάμβανε παθητικά τα ερεθίσματά του από τις αισθήσεις. Το νέο μοντέλο της νευροεπιστήμης, έρχεται να καταρρίψει αυτή την πεποίθηση. Ο εγκέφαλος δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως ένα αυτόνομο όργανο, αλλά ως ένα μέρος του νευρικού συστήματος, το οποίο καλείται να συσχετίσει τον οργανισμό με το περιβάλλον του. Πέρα από την αισθητηριακή και συναισθηματική αντίληψη του κόσμου, ο εγκέφαλος δημιουργεί τα δικά του αναπαραστατικά μοντέλα και ελέγχει συνεχώς τις αρχικές του υποθέσεις. Στη σπουδή του ‘Origins of the Modern Mind’ ο Merlin Donald […] υποστηρίζει ότι ο εγκέφαλος δεν εμπλέκεται με τον κόσμο μόνο με τη λογική ή με αφηρημένους συλλογισμούς, αλλά συγκροτείται σε μεγάλο βαθμό από μία μεταφορική δημιουργία μοτίβων.3 Οι σύγχρονες τεχνολογίες σάρωσης αποδεικνύουν ότι οι νευρικές διεργασίες που πραγματοποιούνται για τη σκέψη και δράση μας, ενεργοποιούν ταυτόχρονα ή διαδοχικά πολλές περιοχές του εγκεφάλου και σπάνια επικεντρώνονται μόνο στο ένα ημισφαίριο. Τα εγκεφαλογραφήματα (EEG) επιβεβαιώνουν την εκτίμηση του Donald Hebb που είχε δείξει πως ο εγκέφαλος είναι ενεργός, ακόμα και αυθόρμητα, σε όλα του τα τμήματα. [εικ. 25]
εικ. 25
40
Η αρχιτεκτονική της νευροεπιστήμης
[Πλαστικότητα του εγκεφάλου - brain plasticity] Σχηματίζεται κατά τον 3ο μήνα της εγκυμοσύνης και έρχεται στη γέννηση με μόλις τα μισά από τα νευρικά του κύτταρα, άρα και χωρίς να έχει σχηματίσει πολλές από τις υψηλότερες λειτουργίες του. Η ανάπτυξη του εγκεφάλου συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Παλαιότερες απόψεις υποστήριζαν ότι η ανάπτυξη των νευρώνων σταματά στην ηλικία των 20-25. Το 1998 οι Fred H. Gage (Salk Institute for Biological Studies) και Peter Eriksson (Sahlgrenska University Hospital) ανακάλυψαν και ανακοίνωσαν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος παράγει νέα νευρικά κύτταρα στην ενήλικη ζωή μας.2 Η αύξηση της νευρικής πολυπλοκότητας του εγκεφάλου και η δυνατότητα αλλοίωσης μεγάλου μέρους των κυκλωμάτων του κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου5, είναι η λεγόμενη πλαστικότητα του εγκεφάλου – ίσως το κυριότερο χαρακτηριστικό του. Έχοντας περάσει ορισμένα στάδια αρχικής ανάπτυξης στα οποία είναι πιο προσβάσιμος σε μάθηση σχετικά με γλωσσικά, μουσικά και μαθηματικά ερεθίσματα, ο εγκέφαλος συνεχίζει να αναπτύσσεται. Οι παράγοντες ελέγχου αυτής της ανάπτυξης είναι οι συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε, οι διατροφικές ουσίες με τις οποίες τροφοδοτείται ο εγκέφαλος, και το σημαντικότερο, με το επίπεδο της νευρικής διέγερσης με το οποίο είτε ενισχύουμε είτε υποβιβάζουμε την τάση του για αλλαγή.1 [εικ. 26]
εικ. 26
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
41
Ο Δρ Einar Gall, διευθυντής της έρευνας για το Ινστιτούτο Νευροεπιστημών, παρατηρεί: « Ένα θεμελιώδες στοιχείο της
βιολογίας της εγκεφαλικής ανάπτυξης είναι ότι μαθαίνουμε για τον κόσμο μας δοκιμ ζοντας διάφορων ειδών κινήσεις, όπως κάνουν τα μωρά. Ο εγκέφαλός μας τροποποιείται διαρκώς από αυτές τις εμπειρίες. Αυτές οι τροποποιήσεις γίνονται μνήμες μας ».6 Η θεωρία του νευροεπιστήμονα Gerald Edelman (neuronal group selection) υποστηρίζει κάτι παραπάνω. Εάν τα μισά από τα νευρικά μας κυκλώματα σχηματίζονται μετά τη γέννησή μας, όσο περισσότερο «χτίζουμε » αυτά τα κυκλώματα – όσο περισσότερο λαμβάνουμε εμπειρίες από ανθρώπους, τον κόσμο, την αρχιτεκτονική- τόσο πλουσιότερη και πιο αποτελεσματική θα γίνεται η διανοητική μας επεξεργασία και τα σχετιζόμενα με αυτή δίκτυα.3 [εικ. 27] Το γνωστικό μοντέλο του Merlin Doland, που αναφέρθηκε και στην αρχή της ενότητας, αντιμετωπίζει τον ανθρώπινο εγκέφαλο μέσα από ένα βιολογικό-εξελικτικό πλαίσιο, ως μία «δ ομή-μωσαικό αποτελούμενη από γνωστικά ίχνη από προηγούμενα στάδια της ανθρώπινης εμφάνισης ». Σύμφωνα με τον Donald, έχουμε ενσωματωμένα πολλά από τα προγονικά μας χαρακτηριστικά, τα οποία εξελίσσουμε και τροποποιούμε με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό. «Εάν όμως ένας τόσο μεγάλος αριθμός των εγκεφαλικών
συνάψεων διαμορφώνεται από τον πολιτισμό στον οποίο γεννιόμαστε και τελικά επιλέγουμε να διαμορφώσουμε τον εγκέφαλο μέσα από τα ενδιαφέροντά μας», γράφει ο Mallgrave, «μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπάρχει αυτό που ονομάζουμε ‘εγκέφαλος του αρχιτέκτονα’. Επιπλέον, δεδομένων των τεράστιων πολιτισμικών αλλαγών που συντελούνται κατά τη σύντομη διάρκεια του ενημερωμένου κομματιού της αρχιτεκτονικής μας θεωρίας, δεν είναι μάλλον τραβηγμένο να πούμε ότι η βασική δομή του εγκεφάλου του αρχιτέκτονα όντως άλλαξε με τον καιρό, σε αναλογία με τις αλλαγές στις πολιτισμικές και περιβαλλοντικές συνθήκες. Ο εγκέφαλος του Palladio για παράδειγμα, ως προς τα νευρικά του κυκλώματα, θα διέφερε από αυτόν του Pierre de Meuron. Αυτό που προτείνει αυτή η θεωρία είναι ότι πλευρές της δημιουργικότητας μπορούμε πράγματι να τις μάθουμε».
42
Η αρχιτεκτονική της νευροεπιστήμης
Σε μία συνέχεια αυτής της ερμηνείας, όπου η έννοια της πλαστικότητας του εγκεφάλου επικεντρώνεται στον σχεδιαστή, γίνεται η υπόθεση ότι λόγω της χρονικής ταύτισης της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης με την τελευταία φάση της κύριας ανάπτυξης, είναι εύλογη η επικρατούσα άποψη ότι ο σχεδιαστής φτάνει στο απόγειο της δημιουργικής του ικανότητας μετά τα 40. Χωρίς να υποτιμάται η σημασία της εμπειρίας ή ο χρόνος που απαιτείται για την ανάλογη απόκτηση τεχνικών δεξιοτήτων και επαγγελματικής γνώσης, η άποψη αυτή εξηγεί την «αργοπορημένη άνθιση » του αρχιτέκτονα μέσω της αυξημένης πολυπλοκότητας φλοιώδους χαρτογράφησης που απαιτείται για να διαπρέψει κανείς στη σχεδιαστική διαδικασία. 3 Όσο περισσότερο λοιπόν οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες και το ευρύτερο πολιτισμικό τους περιβάλλον διεγείρουν τον εγκέφαλο με ερεθίσματα όπως η γνώση, οι αναμνήσεις, οι δημιουργικές διεργασίες, τόσο περισσότερο ο εγκέφαλος θα εμπλουτίζει τους φλοιώδεις χάρτες και κατ’επέκταση τη νευρική του πολυπλοκότητα.5 Προσθέτοντας πολυπλοκότητα στους δικούς μας συναπτικούς χάρτες, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα αντίστοιχα πολύπλοκο και ενδιαφέρον περιβάλλον ως αποτέλεσμα της σχεδιαστικής διαδικασίας. Η νευρική θεωρία της μάθησης του Hebb Το γεγονός αυτό, ότι η μάθηση, σε όλες τις περιπτώσεις, είναι το αποτέλεσμα της ανάπτυξης συνάψεων που συνδέουν τους νευρώνες του εγκεφάλου, επαναλαμβάνεται συχνά ως ο νόμος-βάση της σύγχρονης νευροεπιστήμης. Είναι η αρχή του Hebb, εκφρασμένη συνοπτικά με τη φράση ‘neurons that fire together wire together’.
εικ. 27
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
43
Συνοπτικά η θεωρία αναλύεται ως εξής: Όταν ένας νευρώνας προκαλεί ενεργοποίηση ενός άλλου, ο μεταξύ τους δεσμός ισχυροποιείται, αυξάνοντας τις πιθανότητες να ενεργοποιηθούν ξανά μαζί αντιδρώντας σε κάποιο παρόμοιο ερέθισμα. Μέσω των επαναλαμβανόμενων ενεργοποιήσεων, δημιουργούται σταθερά μοτίβα ή χάρτες που με τη σειρά τους συνθέτουν συνειρμικά κυκλώματα ή μνήμες. Η βιολογική αυτή αρχή, που δείχνει ότι οι συνάψεις τροποιούνται μέσα από τις συνεχείς ενεργοποιήσεις και θα έχουν την τάση να ενεργοποιηθούν μαζί, είναι η αιτία για τη μεγάλη αποτελεσματικότητα του εγκεφάλου. «Η
‘αναπαράσταση’ της εξωτερικής πραγματικότητας είναι συνεπώς μία συνεχής προσαρμογή των αυτό-παραγόμενων μοτίβων του εγκεφάλου, η διαδικασία που στην ψυχολογία ονομάζεται ‘εμπειρία.’» (Buzsáki, G.)1
Λόγω ακριβώς αυτών των διεργασιών, είναι ιδιαίτερα σημαντική η ύπαρξη πολλαπλών ερεθισμάτων στο περιβάλλον, πολιτισμικών, υλικών και εκφραστικών. Όταν αντιμετωπίζει την υπερβολική εξοικείωση, μέσω της αναπαραγωγής του ίδιου ερεθίσματος ή υλικού κατ’επανάληψη, ο εγκέφαλος απλώς «κλείνει ». (Mallgrave :2010) Κατά συνέπεια, η καινοτομία βασίζεται στη βιολογική ανάγκη του εγκεφάλου να πλουτίσει ή να βελτιώσει τη νευρική του αποδοτικότητα–νέες αλληλουχίες ιδεών συνιστούν στην πραγματικότητα δημιουργία νέων συνάψεων. Η δημιουργικότητα αποτελεί συνέπεια της «υπερσυνδεσιμότητας » [εικ. 28] μεταξύ των νευρώνων και τμημάτων του εγκεφάλου, που επιτρέπει σε κάποιον να είναι πιο επιρρεπής στη μεταφορά και κατά συνέπεια να συνδέει φαινομενικά ασύνδετα πράγματα. (Rachamadra.: 2007)
εικ. 28
44
Η αρχιτεκτονική της νευροεπιστήμης
[Αντίληψη | Συνείδηση - perception | consciousness]
“ […] we are basically dreaming machines that construct virtual models of the real world” Llinás:2001 Οι νευρώνες και τα κυκλώματά τους εξειδικεύονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη στο ερέθισμα στο οποίο ανταποκρίνονται. Όχι μόνο υπάρχουν νευρικά κυκλώματα που επεξεργάζονται τις παραμέτρους της αφής της μορφής, της κίνησης, της οσμής και του ήχου, σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, αλλά κάποιοι νευρώνες ανταποκρίνονται μόνο σε συγκεκριμένα χρώματα, ενώ άλλοι μόνο στις κατακόρυφες ή τις οριζόντιες γραμμές. Λόγω αυτής της εξειδίκευσης, όπου διαφορετικά τμήματα επεξεργάζονται διαφορετικό κομμάτι της προσλαμβανόμενης πληροφορίας, υπάρχει μία διαφορά φάσης στην επεξεργασία του κάθε γεγονότος: οι τοποθεσίες, για παράδειγμα, γίνονται αντιληπτές πριν από το χρώμα, το οποίο με τη σειρά του γίνεται αντιληπτό πριν από τη μορφή, την κίνηση και τον προσανατολισμό. Συνεπώς, ο διανοητικός μας κόσμος τεμαχίζεται στιγμιαία από την εγκέφαλο, πριν να ενταχθεί ουσιαστικά στην φαινομενικά απλή αισθητηριακή μας αντίληψη – όλα μέσα σε μερικές εκατοντάδες millisecond.1 Παρά το γεγονός ότι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ως ένα μοναδιαίο γεγονός, το σύνολο της οπτικής μας συνείδησης, σχηματίζεται στην πραγματικότητα από μια σειρά από χωρικά και χρονικά διακριτές «μικρο-συνειδήσεις». (Zeki, S. )7 Η αόριστη ακόμα έννοια της συνείδησης, αναλύεται στον έργο των Edelman και Tononi (2000), οι οποίοι πιστεύουν ότι μέσω των σύγχρονων νευρολογικών εξελίξεων, θα είμαστε σύντομα σε θέση να κατανοήσουμε πώς η συνείδηση απορρέει από την αλληλεπίδραση εγκεφάλου, σώματος και περιβάλλοντος, μέσα από καθορισμένη σειρά νευρικών διεργασιών. Στόχος όπως αναφέρουν στη συνέχεια, είναι ο προσδιορισμός και η κατανόηση των ιδιοτήτων της συνειδητής εμπειρίας και των βιωμένων ποιοτήτων (qualia) με νευρολογικούς αρχικά όρους, οι οποίοι θα συνδεθούν στη
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
45
συνέχεια με την ανθρώπινη γνώση και εμπειρία.8 Στο επίπεδο της εκτεταμένης συνείδησης, αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον συνδυάζοντας στοιχεία που προσλαμβάνει το αισθητηριακό μας σύστημα με μνήμες από προηγούμενες αντίστοιχες εμπειρίες. Καταγράφουμε ασυνείδητα τις επιδράσεις των μεταβλητών του περιβάλλοντος στο νευρικό μας σύστημα, στον σωματο- αισθητηριακό μας φλοιού, μέσω σημάτων που δεν αντιλαμβανόμαστε συνειδητά.6 *Τεχνολογίες νευροαπεικόνισης fMRI: λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού PET scan: τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων EEG: ηλεκτροεγκεφαλογράφημα MEG: μαγνητοεγκεφαλογράφημα
46
Η αρχιτεκτονική της νευροεπιστήμης
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
47
Μέρος β᾽
Στο πρώτο μέρος του παρόντος ερευνητικού, παραθέσαμε μία σειρά από ερωτήματα σχετικά με τη φύση της σχεδιαστικής διαδικασίας και της αρχιτεκτονικής εμπειρίας, παρουσιάσαμε το νέο πεδίο της νευροεπιστήμης ως μία πιθανή συνδρομή στην απάντηση αυτών των ερωτημάτων και παρουσιάσαμε τη σύζευξη που οδήγησε στη νευρο-αρχιτεκτονική. Επιστρέφοντας στο δεύτερο μέρος, αναλύουμε τέσσερις έννοιες, διαχρονικά σημαντικές για την αρχιτεκτονική και την εμπειρία του βιωμένου χώρου. Η ανάλυση αυτή θα επιχειρηθεί πλέον μέσα από το πρίσμα της πρόσφατης γνώσης που έχει προκύψει από τον τομέα της -γνωστικής κυρίως- νευροεπιστήμης. Οι έννοιες αυτές είναι: η αντίληψη, η πολυαισθητηριακή εμπειρία, η ενσάρκωση και η ενσυναίσθηση.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
49
50
Αντίληψη
I. Αντίληψη [perception]
Η ιδέα που παρουσίαζε ο ρεαλισμός στον δέκατο όγδοο αιώνα για την έννοια της αντίληψης, βασιζόταν στην υπόθεση ότι οι αισθήσεις μας καταγράφουν παθητικά τα γεγονόταν του κόσμου. Αυτό που ερμήνευε αυτές τις εμπειρίες που αποθηκεύονταν ήταν ο λεγόμενος «εννοιολογικός νους », η κατανόηση ή η φαντασία. Πάνω σε αυτή τη βάση ο Mallgrave διερωτάται τι θα γινόταν εάν οι αισθήσεις δεν ήταν τελικά παθητικές, αλλά ο εγκέφαλος εμπλεκόταν στην ίδια τη σύνθεση των αισθήσεων πριν καν μετατραπούν σε αντιλήψεις. Τότε η αντίληψή μας δεν θα ανταποκρινόταν στον ίδιο τον πραγματικό κόσμο, αλλά μόνο στις «μορφές αισθητικότητας » με βάση τις οποίες ο εγκέφαλός μας θα οργάνωνε τον κόσμο. Ο κόσμος που θα αντιλαμβανόμασταν θα ήταν αυτός που θα είχε προσαρμοστεί στον ήδη υπάρχοντα τρόπο σκέψης μας.1 Ο Kant διέκρινε τον κόσμο που εμφανίζεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο, τον φαινομενικό (phenomenal) κόσμο, από την άγνωστη πραγματικότητα πίσω από αυτόν (noumenal world). Εάν ο πραγματικός κόσμος παρέμενε άγνωστος, αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας είναι μόνο φαινόμενα ή «εμφανίσεις » αυτού που συμβαίνει. Μπορούμε συνεπώς να γνωρίζουμε πραγματικά μόνο τον προπαρασκευασμένο κόσμο του ενεργού μας νου.1
εικ. 29
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
51
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, ο Gottfried Semper, εξέτασε τα ζητήματα που είχε θέσει ο Kant μέσα από μία σειρά ψυχολογικών αναλύσεων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο «διαβάζουμε » και ερμηνεύουμε μεταφορικά την καλλιτεχνική μορφή. Μία νέα γενιά γιατρών και ψυχολόγων που προσέγγισαν το ζήτημα αυτό από μία βιολογική οπτική, αποτέλεσαν έναν προάγγελο της σύνδεσης του ανθρώπινου εγκεφάλου με την διαδικασία της αντίληψης ενός καλλιτεχνικού έργου και της ίδιας της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ένας από τους νευρολόγους της σχολής της Gestalt, ο Kurt Goldstein, εξέφρασε το 1934 την κεντρική ιδέα ότι κάθε αντίληψη δεν είναι τοπική, αλλά αποτελεί ένα «συγκεκριμένο μοτίβο ολόκληρου του οργανισμού». Σε μία κεντρική ιδέα της Gestalt, αυτή της έννοιας του ισομορφισμού (isomorphism), το αντιληπτικό γεγονός δεν αντιστοιχίζεται μόνο στην άμεση αισθητηριακή του πρόσληψη, στο μοτίβο για παράδειγμα αποκλειστικά του αμφιβληστροειδούς του ματιού, αλλά συσχετίζεται άμεσα με τις νευρολογικές δραστηριότητες του εγκεφαλικού φλοιού. Αν και η ανάλυση αυτή σήμερα μοιάζει προφανής, μέσα από το πρίσμα των εξελίξεων της νευροεπιστήμης, παραμένει ακαθόριστη σε όλο το εύρος των λεπτομερειών της.2 Η ισομορφική συσχέτιση αποδείχτηκε και πειραματικά, σε ένα επιστημονικό πείραμα του 1982 σε έναν πίθηκο ρέζους, όπου η αντίληψη ενός γεωμετρικού μοτίβου αποτυπώθηκε νευρολογικά στον πρωτογενή οπτικό φλοιό. Το μοτίβο αυτό, όπως αναλύθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, αποσυντίθεται σε πιο πρωταρχικά συστατικά και περνάει σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκουν ένα εύρος σωματικών, συναισθηματικών και νευρολογικών λειτουργιών, για περαιτέρω επεξεργασία.1 Ο Wolfgang Köhler, ένας εκ των ιδρυτών της Gestalt, παραθέτει τη δική του ανάλυση για την αντίληψη που είναι βασισμένη στη φαινομενολογία. Υποστηρίζει λοιπόν πως κατά την αντιληπτική διαδικασία, δεν είναι το πραγματικό μας σώμα που κινούμε, αντίθετα, το φαινομενολογικό μας σώμα «ξεχύνεται προς τα αντικείμενα τα οποία φέρουν μια χωρική δυνατότητα και τα αντιλαμβάνεται ».
52
Αντίληψη
Για τον Köhler η αντίληψη είναι μία συνολική διαδικασία ανταπόκρισης του οργανισμού πάνω στο σύνολο των ερεθισμάτων στα οποία εκτίθεται, μία σύνθεση και όχι αντιγραφή του εξωτερικού κόσμου. Παράλληλα είναι ένα σύνολο ήδη «προικισμένο με νόημα », καθώς « Οι γνωστικές
λειτουργίες που ονομάζονται σκέψη, δεν είναι το προνόμιο των διανοητικών διαδικασιών πάνω και πέραν της αντίληψης, αλλά τα βασικά συστατικά της ίδιας της αντίληψης ».2 Μια άλλη εκδοχή της αντιληπτικής διαδικασίας μεταξύ ενός υποκειμένου και του περιβάλλοντος, δίνεται από τον Friedrich Hayek, θυμίζοντας στην ανάλυσή του τον Hume: οι ιδιότητες που προσδίδουμε μέσω των αισθήσεών μας στα αντικείμενα λοιπόν, «δεν αποτελούν καθόλου ιδιότητες
του αντικειμένου αυτού αυστηρά μιλώντας, αλλά ένα σύνολο σχέσεων σύμφωνα με τις οποίες το νευρικό μας σύστημα τα ταξινομεί »3.
Η σύγχρονη νευροεπιστήμη, μέσα από τη βασική θεωρία της μάθησης του Hebb, αναγνωρίζει πως η ανθρώπινη αντιληπτική και εννοιολογική κατανόηση του κόσμου είναι εξαιρετικά ελλιπής στα πρώτα χρόνια ζωής.3 Η αύξηση της πολυπλοκότητας των συνειρμικών περιοχών που έχουν εμπλακεί στους νευρικούς του χάρτες, οδηγεί σε αύξηση της αντιληπτικής ικανότητας κατά την ωρίμανση του υποκειμένου. [εικ. 30]
εικ. 30
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
53
[Πώς αντιλαμβανόμαστε έναν χώρο;] Ο τρόπος με τον οποίο το σώμα σχετίζεται με ένα χώρο μπορεί να μελετηθεί ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στο νου –χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ανάλυσης της εργονομίας- 4 αλλά το πώς ο νους εμπλέκεται με το χώρο, πρέπει να περιλαμβάνει και το σώμα και τις πολύπλοκες διεργασίες εγκεφάλου-υπόλοιπου νευρικού συστήματος. Σε ένα πρώτο επίπεδο αντίληψης, καταγράφουμε τις περιβαλλοντικές μεταβλητές και την επίδρασή τους στο νευρικό μας σύστημα, ασυνείδητα. Η θερμότητα, ο φωτισμός, τα ηχητικά ερεθίσματα, οι οσμές, οι υφές, οι κινήσεις, καταγράφονται όλα στον σωματοαισθητηριακό μας φλοιό μέσα σημάτων που δεν αντιλαμβανόμαστε συνειδητά. Η τελική αντίληψη ενός χώρου διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό των εμπειριών που έχει συγκεντρώσει το αισθητηριακό μας σύστημα, με προγενέστερες μνήμες παρόμοιων χώρων με αυτόν στον οποίο κινούμαστε. 4 Καθώς οι λεπτομέρειες των διασυνδέσεων μεταξύ των εγκεφαλικών δικτύων δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως, προτείνεται μια ευρύτερη υπόθεση σχετικά με τη φύση της αρχιτεκτονικής εμπειρίας, συμπεριλαμβανόμενης της αισθητικής της διάστασης (Αρνέλλος, Α και Ξενάκης, Ι: 2014, 2015)5. Η ύπαρξη στοιχείων του αισθητηριακο- κινητικού συστήματος στην αντίληψη ενός αντικειμένου υποδηλώνει ότι η αισθητική εμπειρία προκύπτει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ παρατηρητή και αντικειμένου. Αν καθορίσουμε βάσει αυτού του πλαισίου τις χωρικές δυνατότητες του περιβάλλοντος, η υπόθεση αυτή συνεχίζεται με την άποψη ότι η συνύπαρξη υποκειμένου – κόσμου βασίζεται στη σύζευξη του τι προσφέρει ο κόσμος με τις αντιληπτικές και πρακτικές δυνατότητές μας. Με άλλα λόγια ο κόσμος, μέσω των χωρικών δυνατοτήτων του, ενημερώνει το τι μπορούμε να δούμε και να κάνουμε, ενώ ταυτόχρονα οι αντιληπτικές μας ικανότητές σε συνδυασμό με την ικανότητά μας για δράση, οριοθετούν την αντίληψη και την εμπλοκή με τα χωρικά στοιχεία (Ward and Stapleton, 2012)5. Η γνωστική νευροεπιστήμη προσπαθεί να συνθέσει τις παραμέτρους που λείπουν, προκειμένου να κατανοήσει με
54
Αντίληψη
λεπτομέρεια αυτή ακριβώς την αναπαράσταση του χώρου στον εγκέφαλο. Η έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, αναδεικνύει μια συσχέτιση μεταξύ των περιοχών που εμπλέκονται στη μνήμη και εκείνων που εξυπηρετούν την αντίληψη. Έχουν εντοπιστεί περιοχές εγκεφάλου που ανταποκρίνονται «εξειδικευμένα » σε οπτικά ερεθίσματα, όπως φωτογραφιών τοπίου, αστικού τοπίου, εσωτερικών σκηνών, κτιρίων και στην παρουσία μεγάλων ακίνητων ορίων όπως τοίχων που ορίζουν τη χωρική διαρρύθμιση μίας σκηνής.6 Η αλλαγή των οπτικών γωνιών θέασης ή η επανάληψη παρουσιάσεων εικόνων προκαλεί αλλαγές στη νευρική επεξεργασία, αποκαλύπτοντας πώς οι αντιληπτικές διεργασίες του εγκεφάλου πραγματοποιούνται μέσω χωρικών χαρτών του κόσμου. Ένα μικρό δείγμα της ανάλυσης της αντιληπτικής διαδικασίας μέσω της νευροεπιστήμης, φαίνεται στο εξής απλό παράδειγμα: Δύο τοποθεσίες χωρισμένες από ένα φύλλο γυαλιού είναι φαινομενικά και πρακτικά γειτονικές στο χώρο σαν φυσική υπόσταση, ενώ επιτρέπουν ακόμα και την οπτική επαφή. Ωστόσο, ο ιππόκαμπος του εγκεφάλου, θα τις αντιμετωπίσει σαν διαφορετικά μέρη, βασισμένος στο γεγονός ότι το άτομο δεν μπορεί να κινηθεί απευθείας από τη μία τοποθεσία του στην άλλη πλευρά.7 Έτσι, αντιληπτικά και σχεδιαστικά, ένα γυάλινο πέτασμα, ενώ επιτρέπει μεγάλη ποσότητα φωτός, εξακολουθεί να παρέχει έναν διαχωρισμό μεταξύ του ενός και το άλλου δωματίου. [εικ. 31]
εικ. 31
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
55
56
Πολυαισθητηριακή εμπειρία
ΙΙ. Πολυαισθητηριακή εμπειρία [multisensory experience]
Το 1927 ο Erich M. von Hornbostel έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Η ενότητα των αισθήσεων ». Επιμένοντας ότι η αντίληψη σπάνια περιορίζεται σε μία και μόνο αίσθηση, ήταν από τους πρώτους που τάχθηκαν κατά του διαχωρισμού των αισθήσεων στην αντιληπτική εμπειρία.1 Ο Neutra υποστήριξε την άποψη μιας πολυαισθητηριακής εμπειρίας και στην αρχιτεκτονική. Εστιάζοντας στο κομμάτι της σχεδιαστικής διαδικασίας, τόνισε ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις άλλες αισθήσεις πέρα από την όραση, αλλά και τις επιδράσεις της υγρασίας, του αέρα, τις απώλειες θερμότητας, τα απτικά ερεθίσματα, τη βαρύτητα και άλλες πιθανές αποκρίσεις του μυοσκελετικού συστήματος.2 Όπως ο Neutra, και ο Δανός αρχιτέκτονας Steen Eiler Rasmussen τάχθηκε υπέρ της σημασίας της αντίληψης και της εκτίμησης των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών μέσω διαφορετικών αισθητήριων τρόπων. Υποστήριξε ότι η οπτική αντίληψη συμπεριλαμβάνει απτικές ενδείξεις. Για παράδειγμα, η σύλληψη από το μάτι υφών και σχημάτων, σε δεύτερο επίπεδο μεταφέρει απτικές πληροφορίες όπως η τραχύτητα η ομαλότητα, το βάρος. Έτσι η απλή όραση συνδυάζεται με μία αισθητηριακο-κινητική απεικόνιση – άποψη που όπως θα δούμε παρακάτω, είναι πλέον καθολικά αποδεκτή. Το πλήθος των αισθητηριακών αποκρίσεων κατέχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής. Ο Maurice Merleau-Ponty (1964) ενσωμάτωσε στη θεωρία του την υπόθεση της συσχέτισης του δομημένου περιβάλλοντος με την καθημερινή μας αισθητηριακή εμπειρία. Στο ίδιο πνεύμα, ο Steven Holl επιχειρεί με ένα δοκίμιο να αναδείξει αρχετυπικές αρχιτεκτονικές εμπειρίες όπως το χρώμα, το φως, η σκιά, ο χρόνος, ο ήχος, το υγρό στοιχείο, η υλικότητα, οι αναλογίες και η κλίμακα. «Ακόμα και οι σιωπηλές χορδές του πιάνου που
βρίσκεται στην Exeter Library του Louis Kahn, προκαλούν την ακουστική εμπειρία του ήχου, καθώς ακουμπούν στο
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
57
σκληρό ξύλο teak και στο σκυρόδεμα». 3
Η πολυαισθητηριακή φύση της αρχιτεκτονικής εμπειρίας υποστηρίζεται πλέον και από τη νευροεπιστήμη. Η νέα γνώση πάνω στην πλαστικότητα του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, σε συνδυασμό με εφαρμοσμένες μελέτες νευροαπεικόνισης, επιβεβαιώνουν ότι οι αισθητηριακοί τρόποι μας είναι πλήρως συνδεδεμένοι και ενσωματωμένοι ο ένας στον άλλο. Η παραδοσιακή –και επικρατούσα ακόμη- άποψη για την αποκλειστικά οπτική κατανόηση της αρχιτεκτονικής, ατονεί.4 Πλέον η οπτική διάσταση αναγνωρίζεται αποκλειστικά ως ένα κομμάτι της συνολικής εμπειρίας, σημαντικό, αλλά όχι αρκετό αν αποκοπεί από τις υπόλοιπες αισθήσεις.5 Όταν ερχόμαστε σε επαφή με το αρχιτεκτονικό περιβάλλον, οι απτικές περιοχές του αισθητηριακοκινητικού μας φλοιού γίνονται ενεργές. Ο εγκέφαλός μας δεν συλλαμβάνει μόνο την εικόνα του χώρου. Σε μία πράξη συνολικής προσομοίωσης τουχώρου, συλλαμβάνουμε την αφή της επιφάνειας με τα χέρια μας, εισπνέουμε την οσμή της, προσλαμβάνουμε ίχνη της αντήχησής της, αν είμαστε παιδιά στο στάδιο της εξερεύνησης μπορεί ακόμα και να το δοκιμάσουμε με τη γλώσσα μας. (Mallgrave, 2013) [εικ. 32]
εικ. 32
58
Πολυαισθητηριακή εμπειρία
Η ακουστική αντίληψη ενός χώρου είναι βασικής σημασίας στην σύνθεση της εμπειρίας. «Είτε το συνειδητοποιούμε
είτε όχι, το δομημένο περιβάλλον είτε μας προσελκύει ή μας βλάπτει και ως σύνθετο ακουστικό φαινόμενο συχνά είναι αποτελεσματικό ακόμα και στις ελάχιστότατες αντηχήσεις του».2
Η αίσθηση ωστόσο που εμφανίζεται στην πρόσφατη έρευνα να καταλαμβάνει το κυριότερο –μετά την όρασηκομμάτι της αντιληπτικής εμπειρίας, είναι η αφή. [εικ. 33-34] Το πλήθος των λογοτεχνικών και επιστημονικών όρων που σχετίζονται με την αφή και το δέρμα, καθιστούν τη λέξη ‘touch ’ το μακρύτερο λήμμα στο λεξικό της Οξφόρδης. Ετυμολογικά, η λέξη cortex που χρησιμοποιείται για να οριστεί το εξωτερικό στρώμα του νευρολογικού ιστού, είναι η λατινική λέξη για τον φλοιό ή το κέλυφος.7 Η Robinson επεκτείνει τη λεκτική αναλογία, γράφοντας ότι ο ίδιος ο εγκέφαλός μας είναι δέρμα, περιβαλλόμενο από δέρμα – είναι ταυτόχρονα το κέντρο και το κέλυφος. Από μια καθαρά νευρολογική οπτική, η εμβρυολογική προελευση του νευρικου συστηματος αποτελεί εξέλιξη αυτού που ήταν αρχικά εξωδερμικά κύτταρα, στρώσεις κυττάρων που προορίζονταν να γίνουν δέρμα μας.
εικ. 33
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
59
Ο ρόλος της αφής στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό διερευνάται στη σύγχρονη βιβλιογραφία μέσα από την έννοια της απτικότητας. Ορίστηκε από τον φινλανδό αρχιτέκτονα και θεωρητικό Juhani Pallasmaa το 2005, ως «η αισθητηριακή ενσωμάτωση των σωματικών αντιλήψεων ». Ο Pallasmaa προτείνει την κυριαρχία της απτικής – και εν γένει της μη οπτικής - αντίληψης αλλά και απεικόνισης στην αρχιτεκτονική, ενώ υποθέτει την ύπαρξη ενός «ασυνείδητου απτικού συστατικού στην όραση » που θα ήταν θεμελιώδες για την αρχιτεκτονική και θα αναδείκνυε πλέον ξεκάθαρα την αφή ως τη βασική, αρχέγονη «αισθητηριακή τροπικότητα ». Πρόσφατα νευρολογικά στοιχεία αποδεικνύουν το ρόλο της αφής σε μια νέα, ανεξάρτητη από την έως τώρα γνωστή, τυπική επεξεργασία των αισθητηριακών πληροφοριών.
εικ. 34
60
Πολυαισθητηριακή εμπειρία
Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με την ευρύτερη κατανόηση των μη οπτικών αντιληπτικών τρόπων, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία «αισθητηριακή εντατικοποίηση » του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.8 Ένα παρακλάδι της απτικής επεξεργασίας του κόσμου είναι ο λεγόμενος «νους των ποδιών ». Κάθε βήμα πάνω σε διαφορετική επιφάνεια, ενεργοποιεί ένα κύμα ηλεκτροχημικών μηνυμάτων σε όλο μας το σώμα. Το άκρο του ποδιού είναι εξαιρετικά ευαίσθητο όργανο, καθώς γνωρίζουμε πλέον ότι κάθε τετραγωνικό εκατοστό έχει σχεδόν 1.000 νευρικές απολήξεις. Κάθε βήμα που κάνουμε προκαλεί κατά κάποιο τρόπο αλλαγές στο σώμα μας, όπως –σε μία ποιητική αναλογία- κάθε βήμα αλλάζει και το μονοπάτι πάνω στο οποίο κινούμαστε. [εικ. 35]
εικ. 35
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
61
Η πολυαισθητηριακή φύση της αρχιτεκτονικής, πέρα από την κυριολεκτική ανάλυσή της στον συνδυασμό των βιολογικών μας αισθήσεων, εμπλέκει και τα συναισθήματα του υποκειμένου που βιώνει το χώρο. Κατά τον Neutra, τα συναισθήματα ρυθμίζονται από την κυκλοφορία του αίματος, την αδενική έκκριση, την αναπνοή, την περισταλτικότητα των εντέρων και το μεταβολισμό. «Η νευρονοητική μας απόδοση
εκτελείται σε μια πολυεπίπεδη σκηνή, όπως ένα μεσαιωνικό θεατρικό έργο μυστηρίου . Το συναίσθημα είναι παρόν σε όλα τα επίπεδα και ποτέ δεν λείπει ».2 Ο Johann Wolfgang von
Goethe (σε μία δήλωση που κατά άλλους αποδίδεται στον Friedrich Schelling) έγραψε: «Ονομάζω την αρχιτεκτονική παγωμένη μουσική ». Η εμπειρία που προκλήθηκε από το αρχιτεκτονικό σκηνικό, ταυτίστηκε στην παραπάνω φράση με το πλήθος των συναισθημάτων που προκαλεί η μουσική στον συγγραφέα. [εικ. 36-37] Η πολυαισθητηριακή φύση της αρχιτεκτονικής εμπειρίας, μπορεί να αναδειχθεί πιο παραστατικά μέσα από υπαρκτά παραδείγματα σχεδιασμένων χώρων. Η ανάλυση του αρχιτεκτονημένου χώρου απαιτεί το σύνολο των επιστημονικών μας γνώσεων, σε πρακτικό, μεταφορικό, ακόμα και ποιητικό σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς επίπεδο. Θα παρουσιάσουμε συνοπτικά μία σειρά από περιβάλλοντα, από μεγάλα ή κλασικά κτιριακά σύνολα μέχρι πειραματικά installations και έργα τέχνης. Το κοινό μεταξύ αυτών των φαινομενικά ανόμοιων χώρων είναι η εντατικοποίηση της αισθητηριακής εμπειρίας.
εικ. 36-37
62
Πολυαισθητηριακή εμπειρία
Η πρώτη κατηγορία παραδειγμάτων αναφέρεται σε θρησκευτικούς χώρους, που κατεξοχήν στοχεύουν στην ενίσχυση της πολυαισθητηριακής εμπειρίας, της πρόκλησης δέους και υποβλητικής διάθεσης. Η ύπαρξη ενός μικρού νάρθηκα στους καθεδρικούς ναούς της Ευρώπης, εξυπηρετεί την προετοιμασία του επισκέπτη για το σύνολο των αισθητηριακών ερεθισμάτων που θα προκληθεί στη συνέχεια. Μπαίνοντας μέσα στον κυρίως ναό, τα οπτικά, ακουστικά και συναισθηματικά ερεθίσματα θα καταγραφούν στη μνήμη μας σαν ένα ενιαίο σύνολο. Έτσι, εάν στην είσοδό μας στο ναό ακούσουμε τη μουσική ενός εκκλησιαστικού οργάνου, ο ήχος θα εντυπωθεί στη συνείδησή μας. Κάθε φορά που θα μπούμε σε έναν παρόμοιο ναό, οι μουσικοί ήχοι θα ανακληθούν στη μνήμη μας, ανεξάρτητα από το εάν στην καινούρια συνθήκη θα επικρατεί ησυχία.10 «Εάν εισέρχεστε στον καθεδρικό ναό στην Amiens κατά
τη διάρκεια του λυκόφωτος ενώ παίζει ένα όργανο και διαπιστώσετε ότι η ‘καρδιά σας παραλείπει ένα χτύπο’, είναι επειδή ο εγκέφαλός σας - και όχι η καρδιά σας -έχει γεμίσει με δέος. Τα κύτταρα του εγκεφάλου σας πλημμυρίζουν με μια αιφνίδια μεγάλη ροή αίματος, αυξάνοντας τη θερμοκρασία σας, επιταχύνοντας τους σφυγμούς σας και κατακλύζοντάς σας με αναμνήσεις. Η πλημμύρα φωτός μέσα από τα βιτρό παράθυρα διεγείρει την περιοχή V4 του οπτικού φλοιού σας. Η μουσική του Bach δονεί τον κοχλία του εσωτερικού σας αυτιού και στέλνει σήματα στον ακουστικό φλοιό. Η μούχλα πολλών προηγούμενων αιώνων καταγράφεται ασυνείδητα
εικ. 38
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
63
στους οσφρητικούς νευρώνες στη γέφυρα της μύτης σας. Αντιμετωπίζετε την αρχιτεκτονική.» (Eberhard, J:2006) [εικ. 38]
Το συναίσθημα του δέους προκαλείται σε ένα μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη του χώρου πάνω από το ύψος των ματιών μας, ο οποίος δεν είναι ορατός μέχρι να μετακινήσουμε το βλέμμα μας προς τα πάνω. Ο Semir Zeki υποστήριξε ότι το να υψώσουμε τα μάτια μας προς τα πάνω και να αντικρύσουμε την αιχμηρή οροφή ενός καθεδρικού, ανασύρει πρωταρχικές αισθήσεις από κάτι αιθέριο. Η ευαισθησία του ματιού μας στις αλλαγές του φωτός –που καθοδηγεί τους κιρκαδιανούς ρυθμούς- επηρεάζει την εγρήγορσή μας. Το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς μπορεί να πυροδοτήσει τους οπτικούς μας μηχανισμούς να «παίξουν με την εγρήγορση» με τρόπο που βρίσκουμε διεγερτικό. Αναφερθήκαμε ήδη στην φαινομενικά δευτερεύουσα αλλά σημαντική επίδραση των διαφορετικών ηχητικών ποιοτήτων ενός περιβάλλοντος. Η ησυχία της φύσης, όταν βρισκόμαστε στο βάθος ενός δάσους, παρέχει μία ανακουφιστική εμπειρία για τον ακουστικό μας φλοιό. Ο Eberhard παρατηρεί ότι μία τέτοια εμπειρία είναι πιο ανακουφιστική για έναν κάτοικο μιας πολύβουης περιοχής της πόλης σε σχέση με κάποιον μόνιμο κάτοικο της υπαίθρου. Ο κάτοικος της πόλης αντιμετωπίζει ως σταθερό ακουστικό ερέθισμα ένα πλήθος ατμοσφαιρικών θορύβων, γεγονός που κάνει την αλλαγή περιβάλλοντος πιο επιδραστική. Η τελευταία ομάδα παραδειγμάτων εξετάζει την αίσθηση της αφής και την έννοια της απτικότητας που αναφέραμε παραπάνω. Ο Juhani Pallasmaa επιχειρεί να απεικονίσει τον τρόπο με τον οποίο ο εξωτερικός κόσμος διαποτίζει το εσωτερικό μας, χρησιμοποιώντας την εικόνα της λωρίδας moebius.7 [εικ. 39]
εικ. 39
64
Πολυαισθητηριακή εμπειρία
Η ταινία απεικονίζει το δέρμα, ως μία επιφάνεια που λειτουργεί ως ενδιάμεσο μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, με διαφορετικές λειτουργίες. Αγγίζουμε και δεχόμαστε άγγιγμα πάνω στην ίδια αυτή διττή επιφάνεια. Το δεύτερο παράδειγμα αυτής της κατηγορίας, εξετάζει κάποια από τα πιο πρώιμα καταφύγια που χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίας, όντως κατασκευασμένα από δέρμα και πορώδη υλικά. Το teepee, η κωνικού σχήματος σκηνή, ήταν φτιαγμένη παραδοσιακά από δέρματα ζώων πάνω σε ξύλινους στύλους. [εικ. 40] Οι αραβικές σκηνές υφαίνονταν από μαλλί κατσίκας και προβάτου, ενώ οι πρώτες ιαπωνικές κατοικίες κατασκευάζονταν από χαρτί, γρασίδι και ξύλο, υλικά με πόρους και κενά που μπορούσαν να φιλτράρουν το φως και τον αέρα. Η Robinson παρατηρεί ότι τα σύγχρονα κτίρια, σε αντίθεση με τις πρωταρχικές αυτές κατασκευές, άρχισαν σταδιακά να κατασκευάζονται με σκληρότερα όρια. Η κατασκευαστική αυτή αναβάθμιση έχει ένα μειονέκτημα που αγνοούμε: ο τοίχος δεν λειτουργεί πια ως «δέρμα » (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αφαιρώντας τη διπλή λειτουργία του δέρματος ως προστασίας και παράλληλα αίσθησης υλικότητας και τα κτίριά μας καθίστανται αδρανή. Ένας αριθμός αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών με αυξημένη ευαισθητοποίηση αναφορικά με τα υλικά, τις υφές και την εφαρμογή της απτικότητας στον σχεδιασμό, διαχειρίστηκε το ζήτημα του ορίου και της υλικότητας με πιο προσεκτικούς χειρισμούς. Ο Alvar Aalto, υπήρξε ιδιαίτερα σχολαστικός με το υλικό κάθε επιφάνειας που επρόκειτο να έρθει –λόγω χρήσης και θέσης στο χώρο- σε άμεση επαφή με το σώμα.
εικ. 40
εικ. 41
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
65
Κιγκλιδώματα, χερούλια από πόρτες και άλλα μεταλλικά στοιχεία, επενδύονταν με δέρμα, επιτρέποντας τη διατήρηση της θερμότητας μεταξύ του δέρματος του χρήστη με το «δέρμα » του κτιρίου.[εικ. 41] Στην ίδια λογική, κατακόρυφα στοιχεία από σκυρόδεμα στο ύψος του ανθρώπινου σώματος, δέχτηκαν εξωτερικά ένα στρώμα ψάθας. Υλικά όπως αυτά της προσθήκης, που υπήρξαν «ζωντανά », επιτρέπουν κατά τον Aalto στο σώμα να νιώσει οικεία στο χώρο. Με παρόμοιες κινήσεις, ο Steven Holl «έντυσε » τον ξυλότυπο του Μουσείου τέχνης Herning στη Δανία με σάκους από ύφασμα. Η κίνηση αυτή, πέρα από την αλλαγή υφής, ήταν μία αναλογία του αρχιτέκτονα για την ευαισθησία και τη γήρανση του ανθρώπινου δέρματος. [εικ. 42] Το Serpentine Pavillion του Peter Zumthor στο Λονδίνο, επενδύθηκε με λινάρι επικαλυμμένο με μαύρη πάστα. Το υλικό επιλέχθηκε λόγω της υφής του, η οποία ενίσχυε τη δημιουργία μικρών φωτοσκιάσεων, που θα εμβάθυνε το σκοτάδι του μαύρου. Η οικειότητα επιπλέον που αναμενόταν να προκαλέσει το υλικό, θα ενεργοποιούσε μνήμες. Ένα «ταπεινό » υλικό, θα αναδείκνυε τη σημασία της αφής και των συναισθημάτων στο βίωμα του αρχιτεκτονικού χώρου.
εικ. 42
66
Πολυαισθητηριακή εμπειρία
Ένα εικαστικό project που εξέτασε το ζήτημα της πολυαισθητηριακής διάστασης της εμπειρίας ήταν τα ‘Πέπλα Ανέμου’ του Ned Kahn. Το έργο τοποθετήθηκε σε προσόψεις κτιρίων parking για να κρύψει τις φθορές του κτιρίου. Το ενδιαφέρον είναι ότι η τοποθέτηση έγινε έτσι ώστε να δημιουργείται ήχος από τον άνεμο που διαπερνά την κατασκευή και να γίνονται ορατά τα ρεύματα του αέρα, σαν να αφήνουν το ίχνος τους πάνω στο κτίριο.9 [εικ. 43] Σε μία ακόμη εικαστική πρωτοβουλία, κατά τη διάρκεια μίας έκθεσης έργων του Moholy-Nagy στο Βερολίνο, ο επισκέπτης μπορούσε να δέσει τα μάτια του και να διατρέξει με τα χέρια του ένα μοτίβο διαφορετικών υφών. Αυτό που μπορεί πλέον να εξελίξει η αρχιτεκτονική με τη συνδρομή της νευροεπιστήμης είναι η κατανόηση αυτού του πολλαπλού αισθητηριακού μοτίβου, έτσι ώστε ο σχεδιασμός και κατ’επέκταση η εμπειρία του κτισμένου περιβάλλοντος να κινηθεί αναφορικά με αυτές τις ευαισθησίες του ατόμου και τους μηχανισμούς που τις συνδέουν.6
εικ. 43
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
67
ΙΙΙ. Ενσάρκωση [embodiment] [Ενσάρκωση* και Αρχιτεκτονική] “Just as we think architecture with our bodies, we think our bodies through architecture.” (Frascari:1991)1 Στο τρίτο από τα περίφημα βιβλία του Περί Αρχιτεκτονικής, ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος συσχετίζει τον σχεδιασμό της αρχιτεκτονικής φόρμας με τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος. Σε μία ενδιαφέρουσα ετυμολογική συνέχεια αυτής της αναλογίας, η λατινική λέξη ‘caput ’ (πληθυντικός: capita) για το κεφάλι αποτελεί τη ρίζα της σύγχρονης λέξης ‘capital ’ για το κιονόκρανο. [εικ. 44] «Ο άνθρωπος είναι ακόμη το μέτρο των πραγμάτων, όπως ανακηρύχθηκε χιλιάδες χρόνια πριν » (Neutra:1954)2. Πράγματι, από τις θεωρίες της αρχαιότητας μέχρι το Modulor του Le Corbusier, το ανθρώπινο σώμα εξακολουθεί να περιγράφει την αρχιτεκτονική διάσταση.3 [εικ. 45] “First we observed that the building is a form of body ”4 . Για τον Alberti το ανθρώπινο σώμα κατοικεί μέσα στο κτίριο όπως το μυαλό κατοικεί μέσα στο σώμα. Η θεωρία αυτή του ουμανιστή αρχιτέκτονα της Αναγέννησης εκφράζει, κατά τον H.F. Mallgrave, την κατεξοχήν οπτική της ενσάρκωσης.5 Τον 18ο αιώνα, ο Ιρλανδός Edmund Burke διατύπωσε την άποψη ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα προκύπτουν από
εικ. 44
68
Ενσάρκωση
την ενσώματη και νευρολογική επεξεργασία της αντίληψης ενός πράγματος, ενώ η μεταφορική ερμηνεία και κατανόηση της αρχιτεκτονικής από τους Bötticher και Schinkel περίπου έναν αιώνα μετά, θυμίζει και πάλι την θεωρία της ενσάρκωσης του Alberti. «Οι φυσικές φόρμες κατέχουν έναν χαρακτήρα επειδή εμείς οι ίδιοι κατέχουμε ένα σώμα».6 Με τη φράση αυτή στο βιβλίο του Prolegomena toward a Psychology of Architecture του 1886, ο ιστορικός τέχνης Heinrich Wölfflin εξηγεί πως η αντίληψη οποιασδήποτε αρχιτεκτονικής κατ’επέκταση φόρμας (των αναλογιών, της αισθητικής ποιότητας, της ισορροπίας και άλλων αρχών της), γίνεται μέσα από τη δική μας σωματική οργάνωση. Ο παρατηρητής σχηματίζει την αντίληψη ενός αρχιτεκτονικού χώρου μέσα από τα «κατάλοιπα της αισθητηριακής εμπειρίας στην οποία οι
μυικές μας αισθήσεις, η ευαισθησία του δέρματός μας και η δομή του σώματός μας συμβάλλουν στο σύνολό τους» (Schmarsow:1893)7. [εικ. 46] Σύμφωνα με την φαινομενολογική προσέγγιση όπως αποτυπώνεται στο έργο Phenomenology of Perception (1945) του Maurice Merleau-Ponty, το σώμα του ατόμου που αντιλαμβάνεται έναν χώρο, και μάλιστα το «φαινομενολογικό » και όχι το αντικειμενικό σώμα, «κατοικεί στον χώρο και τον χρόνο ». Ο χρήστης λειτουργεί ως ενεργό και ενσαρκωμένο
εικ. 45
εικ. 46
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
69
υποκείμενο. «Το σώμα […] είναι αυτό το παράξενο
αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιεί τα ίδια του τα μέρη ως ένα γενικό σύστημα συμβόλων για τον κόσμο, και μέσα από το οποίο μπορούμε εν συνεχεία να νιώθουμε οικεία σ’αυτό τον κόσμο, να τον καταλάβουμε και να βρούμε σημασία σ’αυτόν ».8
Η έννοια της ενσάρκωσης απασχόλησε εκτεταμένα και τον τομέα της γνωστικής ψυχολογίας, μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Mark Johnson9, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και αλληλεπιδρούμε με άλλα υποκείμενα, αντικείμενα ή αντιδρούμε σε γεγονότα, το νόημα γενικά των πραγμάτων, περιλαμβάνει μοτίβα ενσαρκωμένης εμπειρίας. Τα μοτίβα αυτά κωδικοποιούνται συλλογικά και μεταφράζονται σε κοινούς πολιτισμικούς τρόπους της κοινωνίας. Έτσι η κατανόηση του κόσμου αποκτά νόημα και συνοχή. Στο ίδιο πλαίσιο φιλοσοφικής ανάλυσης, οι Thompson και Varela10 καθόρισαν το 1998 τρεις κύκλους ενσάρκωσης στα πρωτεύοντα θηλαστικά: τον κύκλο της οργανικής ρύθμισης ολόκληρου του σώματος, τον κύκλο της αισθητηριακοκινητικής ζεύξης οργανισμού – περιβάλλοντος, και τον κύκλο διυποκειμενικής αλληλεπίδρασης που στους ανθρώπους περιλαμβάνει και τη γλωσσική επικοινωνία. Ο Mallgrave στο κείμενό του Embodiment and enculturation, υποστηρίζει ότι το μοντέλο αυτό μπορεί να μεταφερθεί και σε περιοχές της έρευνας που σχετίζονται με την πρακτική εφαρμογή της αρχιτεκτονικής. Έτσι κατά αναλογία με τους τρεις αρχικούς κύκλους, ο πρώτος αναφέρεται στην ανθρώπινη βιολογία και την ομοιοστατική προσαρμογή του οργανισμού στο κτισμένο περιβάλλον, ο δεύτερος στην αντιληπτική και αισθητική εμπειρία του κτισμένου περιβάλλοντος μέσω της ζεύξης που αναφέρθηκε, και ο τρίτος στην κοινωνική και πολιτισμική φύση του κτισμένου. Για την γνωστική νευροεπιστήμη, ο όρος ενσάρκωση αναφέρεται στο πώς το υποκείμενο αποκτά αντίληψη του σώματός του, μέσω των αισθητηριακο-κινητικών μηχανισμών. Κάθε αρχιτεκτονικό ερέθισμα οδηγεί τον παρατηρητή στο να αντιδράσει μέσω της ενσάρκωσης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλαπλών πολυαισθητηριακών εντυπώσεων και την συνακόλουθη πρόκληση συναισθημάτων.11 Ο
70
Ενσάρκωση
κάθε αρχιτεκτονικός χώρος έχει διαφορετικές υλικότητες, διαστάσεις και όρια, ακουστική κ.ά. Αυτό προκαλεί στον χρήστη που βιώνει τον χώρο μέσω του σώματός του, ενεργοποίηση αντίστοιχα της αφής, της αίσθησης περιορισμού, της απόστασης και προκαλεί θετικά ή αρνητικά συναισθήματα όπως η (αν)ασφάλεια, η οικειότητα κ.ά. Η ενσαρκωμένη φύση της αρχιτεκτονικής εμπειρίας τονίζεται μέσα από αρκετές σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις. Για τους Pasqualini και Blanke (2014) όπως και για τον Pallasmaa παλιότερα (1996), ο αρχιτεκτονικός χώρος προκαλεί μία εμπειρία που συμπεριλαμβάνει ολόκληρο το σώμα και δεν συλλαμβάνεται από ένα μοναδικό φαινόμενο αλλά βασίζεται σε αντιληπτικές εναλλαγές. Οι Freedberg και Gallese (2007) χαρακτηρίζουν την εμπειρία αυτή ως μία ενσαρκωμένη αντίληψη νοήματος και διαδικασιών. Ενσαρκωμένη διαδικασία δεν αποτελεί μόνο η εμπειρία του αρχιτεκτονικού χώρου, αλλά και η ίδια η σχεδιαστική διαδικασία. Ως μία νευρολογική δραστηριότητα που περιλαμβάνει μεταφορές και δημιουργία εικόνων, είναι αντιληπτικά καθοδηγούμενη, και έμφυτα υλική και χωρική στη φύση. (Zelic, 2016)12 Οι θεωρητικοί αυτοί προβληματισμοί δεν αντανακλώνται μέχρι στιγμής σε πρακτικές μελέτες που αφορούν τον τομέα της αρχιτεκτονικής. Αιτία για αυτό είναι αφ’ενός κάποιοι τεχνικοί περιορισμοί, όπως η χρήση αποκλειστικά οπτικού υλικού ως ερεθίσματος στις μελέτες μετρήσεων μέσω λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού (fMRI), αλλά κυρίως μια γενικότερη απουσία της πολυαισθητηριακής διάστασης του κτισμένου περιβάλλοντος. Ο χρήστης εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ένα μονοδιάστατο μοντέλο που δεν βιώνει τον χώρο συνολικά μέσω του σώματός του, χάνοντας έτσι μερικές από τις πιο σημαντικές του παραμέτρους. [Ενσαρκωμένες Μεταφορές και Αρχιτεκτονική] “He listens – and f irst to his body; he learns rhythm from it, in order consequently to appreciate external rhythms. His body serves him as a metronome.” Lefebvre:199213
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
71
Αν επιστρέψουμε στην Αναγέννηση και την θεωρία του Alberti για την αρχιτεκτονική, παρατηρούμε ότι η αναλογία κτιρίου – σώματος εμφανίζεται ως μία διπλή μεταφορά. Η αρχιτεκτονική αποτελεί μία μεταφορά για το ανθρώπινο σώμα και το ανθρώπινο σώμα μία μεταφορά για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.14 Το 1851 ο Gottfried Semper ανέπτυξε τη θεωρία της μεταφοράς του «ντυσίματος » (Bekleidung). Η ξεκάθαρη αναφορά στην κάλυψη του ανθρώπινου σώματος μέσω του ρούχου, μετουσιώθηκε αργότερα σε αρχιτεκτονική, καθώς στο Chicago του τέλους του 19ου αιώνα η θεωρία του Semper αποτέλεσε έμπνευση για την κατασκευή του υαλοπετάσματος.15 Ο καθηγητής ψυχολογίας της σχολής της Gestalt Rudolf Arnheim, εισήγαγε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 την έννοια της οπτικής μεταφοράς και σκέψης, διαχωρισμένης από τη γλώσσα. Στο έργο του The Dynamics of Architectural Form (1977) υποστήριξε ότι οι εντονότερες αρχιτεκτονικές μεταφορές είναι αυτές που βασίζονται στις «πιο στοιχειώδεις αντιληπτικές αισθήσες », λόγω του ότι «αναφέρονται στις πιο
βασικές ανθρώπινες εμπειρίες από τις οποίες εξαρτώνται όλες οι άλλες»16 – αποτελούν κατεξοχήν δηλαδή ενσαρκωμένες
μεταφορές. Ο ψυχίατρος Arnold H. Modell υποστηρίζει ότι «οι
αισθήσεις που προκύπτουν από το εσωτερικό του σώματός μας υποβάλλονται στους ίδιους μεταφορικούς μετασχηματισμούς όπως οι αισθήσεις που προκύπτουν από τον εξωτερικό κόσμο».17 Η έννοια της ενσαρκωμένης μεταφοράς εμφανίζεται πλέον διπλή. Το σώμα παράγει μεταφορές με τη μορφή ασυνείδητων νευρικών διαδικασιών και ταυτόχρονα τις προβάλλει στον έξω κόσμο και τις επανα-προσλαμβάνει μέσω των σωματικών αισθήσεων. Οι μεταφορές αυτές σχετίζονται με τους αισθητηριακο-κινητικούς μηχανισμούς του σώματός μας και ορίζονται ως πρωταρχικές σωματικές μεταφορές. Ορισμένες από αυτές, οι χωρικές και κατευθυντήριες μεταφορές όπως η καθετότητα , η ισορροπία , η κίνηση / ακινησία , το πάνω /κάτω και μπροστά/πίσω , έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αρχιτεκτονική. Από ένα μεγάλο τέτοιο εύρος μεταφορών που προκαλούνται από εσωτερικά και εξωτερικά
72
Ενσάρκωση
ερεθίσματα, εξαρτάται η κατανόηση ενός χώρου από το υποκείμενο που τον βιώνει (Zelic, 2016)18 και η ικανότητα της αρχιτεκτονικής να φέρνει τον κόσμο «στην πιο στενή επαφή με το σώμα» (Pallasmaa, 2005). [Σώμα - Νους] “The words of the language, as they are written or spoken, do not seem to play any role in my mechanism of thought. The psychical entities which seem to serve as elements in thought are certain signs and more or less clear images which can be ‘voluntarily’ reproduced and combined.... The above mentioned elements are, in my case, of visual and some of a muscular type” Einstein: 1945
Res extensa (υλική ουσία) και res cogitans (σκεπτόμενη ουσία). Με τις δύο αυτές φράσεις ο Γάλλος φιλόσοφος René Descartes (1596–1650) εισήγαγε τον δυισμό σώματος και ψυχής στο δόγμα που έμεινε γνωστό ως Cartesian doubt.
εικ. 47
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
73
Η ταύτιση κάθε αντιληπτικής διαδικασίας με το μονοδιάστατο καρτεσιανό cogito παρέμενε μέχρι πρόσφατα κυρίαρχη στη φιλοσοφία. Οι θεωρίες γύρω από την ενσάρκωση επιχείρησαν να αναιρέσουν αυτή την, λανθασμένη όπως αποδεικνύεται πλέον, διχοτόμηση μυαλού και σώματος και να τονίσουν το ρόλο που κατέχει το τελευταίο στη γνωστική λειτουργία. Από τους πρώτους που επιχείρησαν να αναιρέσουν αυτό τον δυισμό ήταν ο Friedrich Hayek το 1952, ο οποίος περιέγραψε τη νοητική δραστηριότητα ως «μετάδοση παρορμήσεων από νευρώνα σε νευρώνα ».19 Παρότι πολλοί φιλόσοφοι και γνωσιακοί επιστήμονες εξακολουθούν να τάσσονται υπέρ μιας σαφούς διάκρισης γνωστικών-γλωσσικών διεργασιών και αισθητηριακοκινητικών διαδικασιών, ο Fransisco Varela στο Embodied Mind τού 1991, αναγνώριζε πως η γνωστική επιστήμη στο σύνολό της έχει απομακρυνθεί από την ιδέα του μυαλού ως συσκευής εισόδου-εξόδου πληροφορίας και εστιάζει περισσότερο στην ιδέα του μυαλού ως ενός αναδυόμενου και αυτόνομου δικτύου. Όπως συμπληρώνει ο νευροεπιστήμονας Vittorio Gallese «ο οργανισμός δεν είναι μηχανή επεξεργασίας πληροφορίας» και το νόημα που προσδίδεται στη ζωή μέσα στον κόσμο είναι «βιωμένο ».20 Η σύγχρονη νευροεπιστήμη έρχεται να επιβεβαιώσει την κατάρρευση του παλιού καρτεσιανού δυισμού, με την αναγνώριση ότι το σώμα διαμορφώνει θεμελιωδώς τη σκέψη – πρόκειται για το αισθητηριακο-κινητικό ή ενσαρκωμένο μοντέλο γνώσης που βασίστηκε στην ανακάλυψη των κατοπτρικών μηχανισμών (mirror mechanisms)στους ανθρώπους (όπως θα αναλυθούν στην επόμενη ενότητα). Ο εγκέφαλος είναι το σώμα σε όλες του τις λειτουργίες. Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα, ο Mallgrave στο βιβλίο του The architect’s brain: neuroscience, creativity and architecture, αναδεικνύει αυτήν ακριβώς την ενσαρκωμένη φύση του εγκεφάλου ως οργάνου. Γράφει λοιπόν πως αν από ένα πτώμα αφαιρεθεί ο εγκέφαλος και παρατηρήσει κανείς ακριβώς από κάτω, γίνεται αμέσως φανερό πως τα μάτια είναι απλές νευρικές προεκτάσεις του πίσω τμήματός του. Η αίσθηση λοιπόν της όρασης αποτελεί βιολογικά ένα
74
Ενσάρκωση
«παράρτημα » του εγκεφάλου, τοποθετημένο σε δύο πύλες στο κρανίο. Με τον ίδιο τρόπο, αν ενωθούν όλα τα νευρικά κυκλώματα που προεκτείνονται προς τα άκρα του σώματος, θα δούμε ότι οι νευρώνες που βρίσκονται για παράδειγμα στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού αποτελούν τόσο μέρος του εγκεφάλου όσο και οι νευρώνες του μετωπιαίου λοβού που μας επιτρέπουν να σκεφτούμε το δάχτυλο. [εικ. 48-49] Στην ίδια κατεύθυνση οι Lackoff και Johnson υποστηρίζουν ότι «η ανθρώπινη σκέψη δεν είναι απλώς αντανάκλαση μιας εξωτερικής αλήθειας», αλλά γεννιέται σ’αυτό που ονομάζουν «ενσαρκωμένη ιδέα », μία «νευρική δομή που κάνει χρήση του αισθητηριακο-κινητικού συστήματος του εγκεφάλου μας ».21
εικ. 48-49
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
75
[Σώμα – Νους – Περιβάλλον] “The producer and repository of representational content is not the brain per se, but the brain-body system, by means of its interactions with the world of which it is part.” (Gallese: 2016)
“Underlying the city planners’ deep disrespect for their subject matter...lies a longestablished misconception about the relationship of cities—and indeed of men—with the rest of nature… Human beings are,of course,apart of nature, as much so as grizzly bears or bees or whales or sorghum cane.” Jacobs 1961: 443
Στην υπόθεση της ενσάρκωσης, όπου πλέον ο εγκέφαλος και το σώμα αντιμετωπίζονται ως κομμάτια του ίδιου συστήματος που αλληλεπιδρούν και συν- εξελίσσονται, έρχεται να προστεθεί η παράμετρος του περιβάλλοντος. Η μορφή και τα μυοσκελετικά χαρακτηριστικά του σώματός μας, του νευρικού και αντιληπτικού μας συστήματος και οι πολλές πτυχές του συναισθηματικού και γνωστικού δικτύου μας - όλα έχουν εξελιχθεί τα τελευταία 2.4 εκατομμύρια χρόνια, κατά μεγάλο βαθμό μέσα σε φυσικά περιβάλλοντα.22 Η Sarah Robinson γράφει ότι με τη σύλληψη της «φωλιάς » ως πρώτης κατοικίας, το μέγεθος του ανθρώπινου εγκεφάλου εκτινάχθηκε στα ύψη. Οι ανώτερες νοητικές διεργασίες του νευρικού μας συστήματος συνδέονται με τις αντιληπτικές και κινητικές διαδικασίες, έτσι ώστε οι δραστηριότητες του οργανισμού να μην μπορούν να διαχωριστούν από το φυσικό, κτισμένο και πολιτισμικό περιβάλλον με το οποίο βρίσκονται σε επαφή – όπως αναδεικνύεται από πλήθος πρόσφατων μελετών.23 Πρόκειται για μία αμφίδρομη σχέση επιρροής και εξέλιξης. Ο άνθρωπος μεταβάλλει το φυσικό και πολιτισμικό του περιβάλλον. Ταυτόχρονα τα περιβάλλοντα καθορίζουν και περιορίζουν την ανθρώπινη δράση (Wilson: 2002)24, μεταβάλλουν τις γενετικές δομές και τα συμπεριφορικά μοτίβα του ποιοι είμαστε. Η διάταξη των κτιρίων και δωματίων, καθώς και των πόλεων όπου ζούμε αλλάζει την αντίληψη των
76
Ενσάρκωση
ανθρώπων και των αντικειμένων που περιέχουν, καθώς και εκείνη του σώματός μας. Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν άμεσα την συνειδητή μας εμπειρία και τις ικανότητες γνωστικής λειτουργίας μας. Από εκεί και πέρα, το δομημένο περιβάλλον θα μπορούσε επίσης να έχει τη δύναμη να αλλάξει τα φυσικά μας σώματα σε βάθος εξελικτικού και αναπτυξιακού χρόνου.25 Βιολογικά, οικολογικά και κοινωνικά είμαστε άρρηκτα συνδεδεμένοι με το περιβάλλον μας.26 Ο Vittorio Gallese περιγράφει ένα παράδειγμα που αναδεικνύει την εξελικτική φύση της αλληλεπίδρασης του συστήματος μυαλού-σώματος-φυσικού κόσμου. Στον αισθητηριακο-κινητικό φλοιό του εγκεφάλου, το ανθρώπινο χέρι αναπαρίσταται δίπλα στο στόμα, παρά το γεγονός ότι το ίδιο το χέρι και το στόμα δεν είναι ανατομικά παρακείμενα – η εγγύτητα αυτή μοιάζει σχεδόν να προδίδει το κοινό κοινωνικό και επικοινωνιακό τους λειτούργημα. Μέσω της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον (άψυχο και έμψυχο), το χέρι απελευθερώθηκε σταδιακά από τον αποκλειστικά χρηστικό ρόλο του κατασκευαστή εργαλείων, χάρη στον οποίο ο άνθρωπος μπορούσε να κυνηγήσει, να τραφεί και να ντυθεί, και άρχισε να κατασκευάζει καταφύγια για να ζήσει μέσα στο ίδιο αυτό περιβάλλον. Το χέρι μετατράπηκε σε μέσο κατασκευής συμβόλων.27 Οι αυξημένες διαστάσεις του χεριού και των χειλιών στις παρακάτω εικόνες αντιπροσωπεύουν τον αυξημένο αριθμό κυττάρων στην αισθητική περιοχή του εγκεφάλου. Κάθε εγκεφαλικό κύτταρο αντιστοιχεί σε μία νευρική απόληξη. Καθώς είναι αυξημένη η πυκνότητα των νευρικών απολήξεων στα δύο αυτά όργανα είναι και αυξημένη η πυκνότητα των εγκεφαλικών κυττάρων στις οποίες αντιστοιχούν. [εικ. 50-51]
εικ. 50-51
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
77
Οι δομές του εγκεφάλου που ελέγχουν τις εσωτερικές εμπειρίες και τη συμπεριφορά ενός ατόμου εντός του περιβάλλοντός του, είναι οι ίδιες που διαμορφώνουν το τι παρατηρούμε στον κόσμο γύρω μας (Sjoerd J., H. Ebisch et al: 2004)28, χαρτογραφούν αποστάσεις, τοποθεσίες και αντικείμενα στο ίδιο αυτό περιβάλλον, σχηματοποιώντας έτσι το αναπαραστατικό του περιεχόμενο (Gallese: 2016). To σχήμα σώματος (body schema ), μία έννοια που συναντάμε μεταξύ άλλων και στους κλάδους της νευροεπιστήμης και της ψυχολογίας, περιγράφει την ικανότητα που έχει κανείς να δρα συνεκτικά ως προς τον κόσμο και να έχει επίγνωση του σώματός του (Berlucchi, Aglioti: 2010). 29 Η αλληλεπίδραση με διαφορετικά περιβάλλοντα έχει άμεση επίδραση στο σχήμα σώματός μας. Αποτελέσματα μελετών έχουν δείξει για παράδειγμα ότι τα ηχητικά ερεθίσματα που λαμβάνουμε από τον περιβάλλοντα χώρο μας, αλλάζουν την αίσθηση ελαφρότητας ή βάρους που νιώθουμε, επηρεάζοντας άμεσα την ποιότητα ζωής μας (Tajadura- Jimenez et al. 2015). Αντίστοιχες αλλαγές σε παραμέτρους ενός συγκεκριμένου χώρου επηρεάζουν την αίσθηση συμμετοχής ή αποκλεισμού μας από αυτόν (Protevi 2014). Παρά την έντονη συζήτηση για τη διάχυτη επιρροή του δομημένου περιβάλλοντος στο υποκείμενο (χρήστη και σχεδιαστή), πειραματικές προσεγγίσεις για την αρχιτεκτονική, όπως τονίζει και πάλι ο Mallgrave, έχουν μέχρι στιγμής συμπεριληφθεί ελάχιστα σε αυτές τις συζητήσεις.30
78
Ενσάρκωση
ΙΙΙΙ. Ενσυναίσθηση [empathy]
Ο Heinrich Wölfflin, σε συνέχεια της θέσης του ότι «η φυσική φόρμα έχει χαρακτήρα μόνο επειδή εμείς οι ίδιοι έχουμε σώμα » που αναφέρθηκε στην αρχή της ενότητας της ενσάρκωσης, διατυπώνει τη βεβαιότητα ότι «ως ανθρώπινα
όντα με σώμα που μας διδάσκει την φύση της βαρύτητας, της συστολής, της δύναμης, μαζεύουμε την εμπειρία η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να συνταυτιζόμαστε με τους όρους των άλλων μορφών».
Η θέση αυτή προσομοιάζει με την έννοια της ενσυναίσθησης, όπως την πρωτοανέφερε ο Robert Vischer στα τέλη του 19ου αιώνα, χρησιμοποιώντας τον όρο Einfühlung. Η κυριολεκτική αγγλική μετάφραση, ‘in-feeling ’ ή ‘feeling-into ’, δεν αποδίδει απόλυτα τον όρο, ο οποίος μεταφράζεται τελικά ως ‘empathy ’.6 Η ενσυναίσθηση με αυτή την έννοια είναι πολύ λιγότερο μία μεταφορά συναισθημάτων προς ένα αντικείμενο, όπως ορίζει η λέξη όταν αναφέρεται στην ανθρώπινη επαφή, αλλά περισσότερο μια ανάγνωση των αντικειμένων μέσα από συλλογικές και προσωπικές μας εμπειρίες. Η ενσυναίσθηση όπως την εξετάζουμε στην παρούσα ενότητα, βασίζεται στην τάση να σχετίζουμε τα αντικείμενα με τη μορφή του σώματός μας, αλλά επίσης και στο ότι αντίστροφα, τα ίδια τα αντικειμενα επηρεάζουν τις λειτουργίες των νεύρων και των μυών μας. Ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς στην προσπάθεια μιας νευρολογικής κατανόησης της έννοιας της ενσυναίσθησης, ήταν η ανακάλυψη, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από τον νευροεπιστήμονα Vittorio Gallese, της ύπαρξης των κατοπτρικών νευρώνων (mirror neurons) στους πιθήκους και των κατοπτρικών μηχανισμών στους ανθρώπους. Εν συντομία, η διαδικασία που εκτελείται από τους μηχανισμούς αυτούς είναι η εξής: όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα αντικείμενο ή μία κατάσταση που θα προκαλούσε το σώμα μας να δράσει, μέρη των αισθητηριακοκινητικών μας μηχανισμών ενεργοποιούνται και
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
79
ανταποκρίνονται σαν να εκτελούσαμε τη δράση, αποκλείοντας μόνο αυτά τα κυκλώματα που θα εκτελούσαν στην πραγματικότητα τη δράση – πρόκειται για τη λεγόμενη ενσαρκωμένη προσομοίωση.2 Η ενσαρκωμένη προσομοίωση αποτελεί βασική λειτουργία του εγκεφάλου, επιτρέποντας την εφαρμογή της ενσυναίσθησης ως προς άλλa υποκείμενα, αντικείμενα και χώρους. Μέσω των νευρολογικών αυτών μηχανισμών, συνδεόμαστε ουσιαστικά με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον του κόσμου μας3, εσωτερικεύουμε και προσομοιώνουμε τα συναισθήματα άλλων υποκειμένων (Catmur et al., 2007). Η ύπαρξη των κατοπτρικών αυτών κυκλωμάτων, αναδεικνύει τη σημασία της ενσυναίσθησης και κατ’επέκταση της ύπαρξης κοινωνικότητας για την ανθρώπινη φύση.2 Ο Gallese υποστήριξε ότι η ενεργοποίηση αυτών των ενσαρκωμένων κατοπτρικών μηχανισμών είναι καίριας σημασίας στην εμπειρία της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Προσομοιώνοντας συναισθήματα και σωματικές αισθήσεις, βιώνουμε μέσω της ενσυναίσθησης το έργο τέχνης, έτσι ώστε να του αποδοθεί μία συγκεκριμένη σημασία. Οι μορφές που αντικρύζουμε είναι ευχάριστες όταν αντικατοπτρίζουν ή εμπλουτίζουν την πολυπλοκότητα της ίδιας της νευρολογικής μας υπόστασης. Δίνουμε συνεπώς νόημα στο έργο τέχνης ανάλογα με το κατά το πόσο αυτό προκαλεί συνειρμούς βάσει των αισθητηριακών, συναισθηματικών και νοητικών μας μοτίβων. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας προσωμοίωσης, πραγματοποιείται και μία νοητή προπαρασκευαστική προετοιμασία για επόμενες ενέργειες. Έτσι, μία κολόνα σε συστροφή προκαλεί μία έστω και ασυναίσθητα κατάσταση έντασης μέσα στο σώμα μας, καθώς τα κατοπτρικά συστήματα προσομοιάζουν ενστικτωδώς τη συστροφή της.4 [εικ. 52]
Στο πεδίο της αρχιτεκτονικής, ο Mallgrave χρησιμοποιεί τους κατοπτρικούς νευρώνες και την ενσάρκωση για να συσχετίσει την ενσυναίσθηση προς ένα υποκείμενο με την ενσυναίσθηση προς ένα κτίριο. Στην ίδια κατεύθυνση, η Sarah Robinson υποστηρίζει μέσω της ενσυναίσθησης ότι
80
Ενσυναίσθηση
ένα κτίριο μπορεί να «δώσει » και να «δεχτεί » αλλαγή, καθώς «αυτό που μοιάζει με ψυχρή πέτρα μπορεί να είναι ατελές όργανο που περιμένει να ξαναζωντανέψει ». Η γνωστική νευροεπιστήμη έρχεται να επιβεβαιώσει τις παραπάνω απόψεις, συμβάλλοντας στην επιστημονική κατανόηση εμπειρικών υποθέσεων που υπήρχαν για τη σχέση σώματος, ενσυναίσθησης και αισθητικής εμπειρίας.3 Από μία καθαρά νευρολογική σκοπιά, η ανθρώπινη ενσυναίσθηση διαθέτει βαθιές εξελικτικές, βιοχημικές και νευρικές βάσεις, ενεργοποιεί τις φλοιώδεις και μεταιχμιακές περιοχές, την εγκεφαλική ροή, το αυτόνομο νευρικό και το ενδοκρινολογικό σύστημα.2 Η ενσυναίσθηση έχει συσχετιστεί με την ισορροπία των επιπέδων της οξυτοκίνης (της «ορμήνης της αγκαλιάς») και της κορτιζόλης (της «ορμόνης του στρες») στο αίμα. Όταν γινόμαστε μάρτυρες θετικών ενεργειών, το σώμα μας ανταποκρίνεται με αυξημένα επίπεδα οξυτοκίνης, ενισχύοντας την ενσυναίσθηση (Zak, P: 2012). Και η αίσθηση της αφής, μέσω της λειτουργίας του σωματοαισθητηριακού φλοιού του εγκεφάλου, έχει συνδεθεί από τη νευρολογική έρευνα με την ικανότητα της ενσυναίσθησης.3
εικ. 52
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
81
Ας επιστρέψουμε στο ρόλο της ενσυναίσθησης, όχι πια στην αρχιτεκτονική εμπειρία αλλά στη σχεδιαστική διαδικασία. Υπό την επιρροή της ενσυναίσθησης, βελτιώνουμε την ικανότητά μας να λαμβάνουμε και να επεξεργαζόμαστε πληροφορία – με άλλα λόγια, να λαμβάνουμε υποδείξεις από το περιβάλλον και αντίστοιχα να τοποθετούμε την πληροφορία εντός πλαισίου. Οι δύο αυτές διαδικασίες είναι εξαιρετικά σημαντικές στην προσπάθεια κατανόησης της συσχέτισης δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σε πραγματικό ή αναπαραστατικό επίπεδο (Decety and Ickes, 2011), ενισχύοντας την υπόθεση ότι η ενσυναίσθηση μας παρακινεί να επιλύουμε σχεδιαστικές προκλήσεις. Αντίθετα με την παραπάνω υπόθεση, σε μία ενδιαφέρουσα νευρολογική εμπλοκή, αναδεικνύεται ότι η ενσυναίσθητη και η αναλυτική σκέψη είναι ανταγωνιστικά δίκτυα στον εγκέφαλο: το αναλυτικό δίκτυο κρίνει ανεξάρτητα από τα συναισθήματα, ενώ το ενσυναισθητικό δίκτυο εμπιστεύεται τυφλά και άκριτα. Επιπλέον, όταν ένα δίκτυο είναι “ενεργό ”, το άλλο καταστέλλεται. Η διαχείριση και η εύρεση ισορροπίας μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων είναι σημαντικό κομμάτι της προσπάθειας που καταβάλλεται στη σχεδιαστική διαδικασία.5 Σε κάθε περίπτωση, η ενσυναίσθηση είναι μια κρίσιμη ικανότητα που μπορεί είτε να ατονήσει, είτε να αναπτυχθεί ενισχύοντας τη σχεδιαστική διαδικασία. Η πράξη του να φαντάζεται κανείς χώρο και αντικείμενα είναι κατεξοχήν ένα πεδίο εφαρμογής της έννοιας της ενσαρκωμένης προσομοίωσης. Το φυσικό παραγόμενο αντικείμενο, το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, γίνεται ο μεσολαβητής μιας διυποκειμενικής σχέσης μεταξύ σχεδιαστή και χρήστη και ενισχύει την ανατροφοδότηση αυτής της σχέσης όπως αναλύθηκε στο πρώτο μέρος.
82
Ενσυναίσθηση
Αντί επιλόγου Τα απλά αλλά ταυτόχρονα κατά την εκτίμησή μας θεμελιώδη ερωτήματα που τέθηκαν στο πρώτο μέρος εξακολουθούν να μας απασχολούν. Κατά πάσα πιθανότητα τα ίδια ερωτήματα έχουν απασχολήσει σε κάποιο στάδιο της πορείας του κάθε αρχιτέκτονα που έχει βρεθεί αντιμέτωπος με μία λευκή κόλλα χαρτί προσπαθώντας να δημιουργήσει κάτι για κάποιον. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δώσαμε απαντήσεις – μάλλον δημιουργήσαμε περισσότερες ερωτήσεις. Το ίδιο το νέο πεδίο που εξετάζουμε είναι εξελισσόμενο, σε μία διαδικασία αναζήτησης. Επεκτεινόμαστε παράλληλα με το περιβάλλον μας. Κι όμως, παρά την έντονη συζήτηση για τη διάχυτη επιρροή του δομημένου χώρου στο υποκείμενο, χρήστη και σχεδιαστή, ελάχιστες πειραματικές προσεγγίσεις για την αρχιτεκτονική προς αυτή την κατεύθυνση έχουν μέχρι σήμερα συμπεριληφθεί στην έρευνα. Σε έναν κόσμο συνεχώς αυξανόμενης συνδεσιμότητας, εκτιμούμε πως κάθε προσπάθεια που επιχειρεί να δώσει απαντήσεις, να δημιουργήσει νέες ερωτήσεις, να οργανώσει διαφορετικά πεδία και να επεκτείνει όρια είναι θεμιτή, ίσως και απαραίτητη.
Καλώς ήρθατε στον κόσμο της νευροαρχιτεκτονικής.
MindScapes: MindScapes: Η νευροεπιστήμη Η νευροεπιστήμη τηςτης αρχιτεκτονικής αρχιτεκτονικής
83
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
85
Σημειώσεις:
Σχεδιαστής – Σχεδιαστική διαδικασία – Αρχιτεκτονική Εμπειρία
1.
Για την έννοια του «σχήματος σώματος» (body schema) βλ. και ενότητα ‘Ενσάρκωση’, Β᾽ Μέρος. 2. Arbib, M. ed., (2013). [Why] Should Architects Care about Neuroscience?. In: Architecture and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. 3. Alexiou, K., Zamenopoulos, T., Johnson, J. and Gilbert, S. (2009). Exploring the neurological basis of design cognition using brain imaging: some preliminary results. Design Studies, 30(6), pp.623-647. 4. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 1 5. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 6 6. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 8 7. Robinson, S. (2015). Boundaries of skin: John Dewey, Didier Anzieu and Architectural Possibility. In: Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. 8. Mallgrave, H. ed., (2013). Should Architects Care about Neuroscience?. In: Architecture and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. 9. Mallgrave, H.F. (2015). Enculturation, Sociality, and the Built Environment. In: Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. 10. Γουρδούκης, Δ. (2016). Αρχιτεκτονική Καθ’ υπερβολήν, Τόποι Πληροφόρησης, Αναψυχής και Επιθυμίας, OUTLINE. [Blog] Architecture INXS MON$TER$. Available at: http://inxs-monsters.tumblr.com/outline. 11. Ενδεικτικά: Sussman, A. (2015). Cures for an ailing world. How can design intervene to encourage healthier environments and promote wellness?. ArchitectureBoston, (Volume 18 no. 4), pp.27-31. — Robinson, S. (2015). Boundaries of skin: John Dewey, Didier Anzieu and Architectural Possibility. In: Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. — Mallgrave, H.F. (2015). Enculturation, Sociality, and the Built Environment. In: Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. 12. Pallasmaa, J. (2015). Empathic and Embodied Imagination: Intuiting Experience and Life in Architecture. Ιn: Archite-
13. 14.
15. 16. 17.
18. 19. 20. 21. 22. 23.
ture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. Βλ. και ενότητα ‘Ενσάρκωση’, Β᾽ Μέρος Jelić, A., Tieri, G., De Matteis, F., Babiloni, F. and Vecchiato, G. (2016). The Enactive Approach to Architectural Experience: A Neurophysiological Perspective on Embodiment, Motivation, and Affordances. Frontiers in Psychology, 7. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 12 Zumthor, P., Oberli-Turner, M. and Schelbert, C. (2006). Thinking architecture. Basel: Birkhäuser. Arbib, M. A. (2016). When Brains Design/Experience Buildings: Architectural Patterns for a Good Life. In: J. W. Vasbinder & B. Z. Gulyas (Eds.), A good life: Neuro-cognitive patterns and cultural patterns (pp. In press). Singapore: World Scientific Publishers. Mitchell, W. Me++: THE CYBORG SELF AND THE NETWORKED CITY. Cambridge, MA: MIT Press, 2003. p. 39. Pallasmaa, J. ed., (2013). Towards a Neuroscience of Architecture. In Architecture and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. Karandinou, A. and Turner, L. (2015). Between Architecture and Neuroscience; what can the EEG recording of brain activity reveal about a walk through everyday spaces?. Eberhard, J. (2009). Applying Neuroscience to Architecture. Neuron, 62(6), pp.753-756. SUSSMAN A., HOLLANDER J.B. (2015). Cognitive Architecture: Designing for How We Respond to the Built Environment. Routledge: Taylor & Francis Group Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 13
Αρχιτεκτονική και Νευροεπιστήμη (από Σημασία μέχρι Κριτική)
1. 2. 3.
Eberhard, J. (2009). Applying Neuroscience to Architecture. Neuron, 62(6), pp.753-756. Archizoom (2016). Empirical: Embodiment in architecture & neuroscience. [online] Available at: http://archizoom.epfl.ch/ empirical_fr. Nanda, U., Pati, D., Ghamari, H. and Bajema, R. (2013). Lessons from neuroscience: form follows function, emotions follow form. Intelligent Buildings International, 5(sup1), pp.61-78.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
87
4. 5. 6.
7.
8. 9. 10. 11. 12.
13. 14.
15. 16. 17. 18. 19.
Karandinou, A. and Turner, L. (2015). Between Architecture and Neuroscience; what can the EEG recording of brain activity reveal about a walk through everyday spaces?. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Introduction. Eberhard, J. (n.d.). Applying Neuroscience to Architecture - biourbanism.org. [online] biourbanism.org. Available at: http://www.biourbanism.org/ applying-neuroscience-to-architecture/. Jelić, A., Tieri, G., De Matteis, F., Babiloni, F. and Vecchiato, G. (2016). The Enactive Approach to Architectural Experience: A Neurophysiological Perspective on Embodiment, Motivation, and Affordances. Frontiers in Psychology, 7. EBERHARD, J. (2003). How the Brain Experiences Architecture (III). THE AIA JOURNAL OF ARCHITECTURE. Edelstein, E. (2005). Translational Design: The Relevance of Neuroscience to Architecture. Whitelaw, A. (2013). Introducing ANFA, the Academy of Neuroscience for Architecture. Intelligent Buildings International, 5(sup1), pp.1-3. KOONCE, N. (2003). Welcome to the AIA Journal of Architecture. THE AIA JOURNAL OF ARCHITECTURE. Johnson, J. (2005). Mapping memory of space & place. Report on the 2005 workshop on neuroscience & healthcare architecture. National Academy of Sciences. Woods Hole, Massachusetts. Pallasmaa, J. ed., (2013). Towards a Neuroscience of Architecture. In: Architecture and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. Alexiou, K., Zamenopoulos, T., Johnson, J. and Gilbert, S. (2009). Exploring the neurological basis of design cognition using brain imaging: some preliminary results. Design Studies, 30(6), pp.623-647. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 8 Sternberg, E. and Wilson, M. (2006). Neuroscience and Architecture: Seeking Common Ground. Cell, 127(2), pp.239-242. Dobkins, K. and Heyman, G. (2013). Using neuroscience and behavioural data to tailor visual environments for infants and children. Intelligent Buildings International, 5(sup1), pp.79-93. Macagno, E. (2014). Direct relevance of the 2014 Nobel Prize in Physiology and Medicine to Neuroscience and Architecture, and to the mission of ANFA. Johnson, J. (2005). Mapping memory of space & place. Report
20. 21. 22. 23. 24. 25.
26.
27. 28. 29. 30. 31.
32.
on the 2005 workshop on neuroscience & healthcare architecture. National Academy of Sciences. Woods Hole, Massachusetts. Macagno, E. (2014). Direct relevance of the 2014 Nobel Prize in Physiology and Medicine to Neuroscience and Architecture, and to the mission of ANFA. Arbib, M. ed., (2013). [Why] Should Architects Care about Neuroscience?. In: Architecture and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 13 SUSSMAN A., HOLLANDER J.B. (2015). Cognitive Architecture: Designing for How We Respond to the Built Environment. Routledge: Taylor & Francis Group Sternberg, E. and Wilson, M. (2006). Neuroscience and Architecture: Seeking Common Ground. Cell, 127(2), pp.239-242. Edelstein, E., Gramann, K., Schulze, J., Shamlo, N., Erp, E., Vankov, A., Makeig, S., Wolszon, L., Macagno, E. (2008). Neural Responses during Navigation in the Virtual Aided Design Laboratory: Brain Dynamics of Orientation in Architecturally Ambiguous Space. Pati, D., O’Boyle, M., Hou, J., Nanda, U. and Ghamari, H. (2016). Can Hospital Form Trigger Fear Response?. HERD: Health Environments Research & Design Journal, 9(3), pp.162-175. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 14 Karandinou, A. and Turner, L. (2015). Between Architecture and Neuroscience; what can the EEG recording of brain activity reveal about a walk through everyday spaces?. Mallgrave, H. (2015). Embodiment and enculturation: the future of architectural design. Frontiers in Psychology, 6. Arbib, M. ed., (2013). [Why] Should Architects Care about Neuroscience?. In: Architecture and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. Jelić, A., Tieri, G., De Matteis, F., Babiloni, F. and Vecchiato, G. (2016). The Enactive Approach to Architectural Experience: A Neurophysiological Perspective on Embodiment, Motivation, and Affordances. Frontiers in Psychology, 7. Arbib, M. A. (2016). When Brains Design/Experience Buildings: Architectural Patterns for a Good Life. In: J. W. Vasbinder & B. Z. Gulyas (Eds.), A good life: Neuro-cognitive patterns and cultural patterns (pp. In press). Singapore: World Scientific Publishers.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
89
Η αρχιτεκτονική της Νευροεπιστήμης
1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8.
Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 10 Cagil, K. (2011). Neuro-architecture: Enriching healthcare environments for Children. M.S. Chalmers Architecture, MPARC. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 12 Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 8 Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Introduction. EBERHARD, J. (2003). How the Brain Experiences Architecture(III). THE AIA JOURNAL OF ARCHITECTURE. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 11 Eberhard, J. (n.d.). Applying Neuroscience to Architecture - biourbanism.org. [online] biourbanism.org. Available at: http://www.biourbanism.org/applyingneuroscience- to-architecture/.
Αντίληψη
1. 2. 3. 4. 5.
6.
7.
Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 4 Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 7 Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 8 EBERHARD, J. (2003). How the Brain Experiences Architecture(III). THE AIA JOURNAL OF ARCHITECTURE. Jelić, A., Tieri, G., De Matteis, F., Babiloni, F. and Vecchiato, G. (2016). The Enactive Approach to Architectural Experience: A Neurophysiological Perspective on Embodiment, Motivation, and Affordances. Frontiers in Psychology, 7. Johnson, J. (2005). Mapping memory of space & place. Report on the 2005 workshop on neuroscience & healthcare architecture. National Academy of Sciences. Woods Hole, Massachusetts. Sternberg, E. and Wilson, M. (2006). Neuroscience and Architecture: Seeking Common Ground. Cell, 127(2), pp.239-242.
Πολυαισθητηριακή εμπειρία
1.
Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 4 2. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 8 3. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 12 4. Pallasmaa, J. ed., (2013). Towards a Neuroscience of Architecture. In: Architecture and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. 5. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 13 6. Pallasmaa, J., Mallgrave, H., Robinson, S. and Gallese, V. (2015). Round Table. In: Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. 7. Robinson, S. (2015). Boundaries of skin: John Dewey, Didier Anzieu and Architectural Possibility. In: Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. 8. Papale, P., Chiesi, L., Rampinini, A., Pietrini, P. and Ricciardi, E. (2016). When Neuroscience ‘Touches’ Architecture: From Hapticity to a Supramodal Functioning of the Human Brain. Frontiers in Psychology, 7. 9. Robinson, S. (2015). Boundaries of skin: John Dewey, Didier Anzieu and Architectural Possibility. In: Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. 10. Eberhard, J. (n.d.). Applying Neuroscience to Architecture 11. biourbanism.org. [online] biourbanism.org. Available at: http:// www.biourbanism.org/applying-neuroscience-to-architecture/.
Ενσάρκωση
1. 2. 3.
Frascari, M. (1991). Monsters of architecture: Anthropomorphism in Architecture. Theory Savage. MD: Rownman & Littlefield Publishers. p. 1 Neutra, R. (1954). Survival through Design. London: Oxford University Press. p. 130 Association of Neuroesthetics (2016). ARCHITECTURE AS PERCEPTION: Forms, Spaces, and the Human Body. AoN Symposium. [online] Aoneuroesthetics.squarespace.com. Available at: http:// aoneuroesthetics.squarespace.com/2016/.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
91
4. 5. 6.
7. 8. 9. 10. 11.
12.
13.
14. 15. 16. 17. 18.
19.
Alberti, L.,B. (1988). On the Art of Building in Ten Books, trans. Rykwert, J., Leach, N., Tavernor, R. Cambridge MA: MIT Press. p. 5. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 1 6. Wölfflin, H. Prolegomena toward a Psychology of Architecture. In: Empathy, Form and Space (note 12), p. 151, 160. The text was originally published as: Wölfflin, H. Prolegomena zu einer Psychologie der Architektur. (1886). Munich:Kgl. Hof- & Univeresitäts-Buchdruckerei. Schmarsow, A. The Essence of Architectural Creation. I Vischer. et al. Empathy, Form and Space. pp. 286–7.\ Merleau-Ponty, M. (1962). Phenomenology of Perception. trans. Smith, C. London: Routledge Press. Johnson, M. (1989). The Body in the Mind: The bodily Basis of Meaning, Imagination, and Reason. Chicago: University of Chicago Press. p. 175. Thompson E., Varela, F. (2001). Radical embodiment: neural dynamics and consciousness. Trends Cogn, Sci. 5. p. 418-425. Αναφέρονται ενδεικτικά μελέτες των: James. (1890)., Gibson. (1979)., Blanke. (2012)., Grüsser & Landis. (1991)., όπως παραθέτονται στο: Archizoom (2016). Empirical: Embodiment in architecture & neuroscience. [online] Available at: http:// archizoom.epfl.ch/empirical_fr. Jelić, A., Tieri, G., De Matteis, F., Babiloni, F. and Vecchiato, G. (2016). The Enactive Approach to Architectural Experience: A Neurophysiological Perspective on Embodiment, Motivation, and Affordances. Frontiers in Psychology, 7. Lefebvre, Η. (2004). Rhythmanalysis – Space, time and everyday life. trans. by Elden, S. and Moore, G. London: Continuum. Originally published as: Lefebvre, Η.(1992). Elements de rhythmanalyse. Paris: Editions Syllepse. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 1 Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 5 Arnheim, Ρ. (2007). The Dynamics of Architectural Form. Berkeley: University of California Press. Modell, Α. (2003). Imagination and the Meaningful Brain. Cambridge, MA: MIT Press. p. xii. Jelić, A., Tieri, G., De Matteis, F., Babiloni, F. and Vecchiato, G. (2016). The Enactive Approach to Architectural Experience: A Neurophysiological Perspective on Embodiment, Motivation, and Affordances. Frontiers in Psychology, 7. Hayek, F. (1976), orig. (1952). The sensory Order: An inquiry
20. 21. 22. 23.
24.
25.
26. 27. 28.
29.
30.
into the Foundations of Theoretical Psychology. Chicago:University of Chicago Press. Gallese, V. (2016). Neoteny and social cognition: A neuroscientific perspective on embodiment. In: Durt, Fuchs, Tewes (Eds.) Embodiment, Enaction and Culture. MIT Press. Lakoff, G., Johnson, M. (1999). Philosophy in the Flesh: The Embodied Mind and its Challenge to Western Thought. New York: Basic Books. p. 22. SUSSMAN A., HOLLANDER J.B. (2015). Cognitive Architecture: Designing for How We Respond to the Built Environment. Routledge: Taylor & Francis Group Αναφέρονται ενδεικτικά μελέτες των: Clark, A. (1998)., Niedenthal., Barsalou., Winkielman., Krauth-Gruber., Ric. (2005)., Wilson. (2002)., Thompson, E. (2007) όπως παραθέτονται στο: Mallgrave, H. (2015). Embodiment and enculturation: the future of architectural design. Frontiers in Psychology, 6. Williams, L., Huang, J. and Bargh, J. (2009). The scaffolded mind: Higher mental processes are grounded in early experience of the physical world. European Journal of Social Psychology, 39(7), pp.1257-1267. Association of Neuroesthetics (2016). ARCHITECTURE AS PERCEPTION: Forms, Spaces, and the Human Body. AoN Symposium. [online] Aoneuroesthetics.squarespace.com. Available at: http:// aoneuroesthetics.squarespace.com/2016/. Pallasmaa, J., Mallgrave, H., Robinson, S. and Gallese, V. (2015). Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. p. 20-42 Gallese, V. (2016). Neoteny and social cognition: A neuroscientific perspective on embodiment. In: Durt, Fuchs, Tewes (Eds.) Embodiment, Enaction and Culture. MIT Press. 28. Ebisch, S. J. H., et al. (2004). The Sense of Touch: Embodied Simulation in a Visuotactile Mirroring Mechanism for Observed Animate or Inanimate Touch. Neuron, vol. 42. pp. 335-46. Jelić, A., Tieri, G., De Matteis, F., Babiloni, F. and Vecchiato, G. (2016). The Enactive Approach to Architectural Experience: A Neurophysiological Perspective on Embodiment, Motivation, and Affordances. Frontiers in Psychology, 7. Association of Neuroesthetics (2016). ARCHITECTURE AS PERCEPTION: Forms, Spaces, and the Human Body. AoN Symposium. [online] Aoneuroesthetics.squarespace.com. Available at: http:// aoneuroesthetics.squarespace.com/2016/.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
93
Ενσυναίσθηση
1. 2. 3. 4. 5.
Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain, Neuroscience, Creativity and Architecture. Oxford: Wiley-Blackwell. Ch. 6 Mallgrave, H. (2015). Embodiment and enculturation: the future of architectural design. Frontiers in Psychology, 6. Robinson, S. (2015). Boundaries of skin: John Dewey, Didier Anzieu and Architectural Possibility. In: Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. Mallgrave, H. ed., (2013). Should Architects Care about Neuroscience?. In: Architecture and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. Battarbee, K., Suri, J. and Howard, S. (2014). Empathy on the edge, Scaling and sustaining a human - centered approach in the evolving practice of design. [PDF] SAN FRANCISCO: IDEO. Available at: https:// 5a5f89b8e10a225a44acccbed124c38c4f7a3066210c073e7d55. ssl.cf1.rackcdn.com/files/ pdfs/news/ Empathy_on_the_Edge.pdf
Βιβλιογραφία:
JOURNALS
Alexiou, K., Zamenopoulos, T., Johnson, J. and Gilbert, S. (2009). Exploring the neurological basis of design cognition using brain imaging: some preliminary results. Design Studies, 30(6), pp.623-647. Arbib, M. A. (2016). When Brains Design/Experience Buildings: Architectural Patterns for a Good Life. In: J. W. Vasbinder & B. Z. Gulyas (Eds.), A good life: Neuro-cognitive patterns and cultural patterns (pp. In press). Singapore: World Scientific Publishers. Dobkins, K. and Heyman, G. (2013). Using neuroscience and behavioural data to tailor visual environments for infants and children. Intelligent Buildings International, 5(sup1), pp.79-93. Eberhard, J. (2009). Applying Neuroscience to Architecture. Neuron, 62(6), pp. 753-756. Eberhard, J. (2003). How the Brain Experiences Architecture. The AIA Journal of Architecture. Ebisch, S. J. H., et al. (2004). The Sense of Touch: Embodied Simulation in a Visuotactile Mirroring Mechanism for Observed Animate or Inanimate Touch. Neuron, vol. 42. pp. 335-46. Edelstein, E. (2005). Translational Design: The Relevance of Neuroscience to Architecture. Edelstein, E., Gramann, K., Schulze, J., Shamlo, N., Erp, E., Vankov, A., Makeig, S., Wolszon, L., Macagno, E. (2008). Neural Responses during Navigation in the Virtual Aided Design Laboratory: Brain Dynamics of Orientation in Architecturally Ambiguous Space. Gallese, V. (2016). Neoteny and social cognition: A neuroscientific perspective on embodiment. In: Durt, Fuchs, Tewes (Eds.) Embodiment, Enaction and Culture. MIT Press. Jelić, A., Tieri, G., De Matteis, F., Babiloni, F. and Vecchiato, G. (2016). The Enactive Approach to Architectural Experience: A
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
95
Neurophysiological Perspective on Embodiment, Motivation, and Affordances. Frontiers in Psychology, 7. Karandinou, A. and Turner, L. (2015). Between Architecture and Neuroscience; what can the EEG recording of brain activity reveal about a walk through everyday spaces?. Koonce, N. (2003). Welcome to the AIA Journal of Architecture. The AIA Journal of Architecture. Mallgrave, H. (2015). Embodiment and enculturation: the future of architectural design. Frontiers in Psychology, 6. Martínez-Soto, J., Gonzales-Santos, L., Pasaye, E. and Barrios, F. (2013). Exploration of neural correlates of restorative environment exposure through functional magnetic resonance. Intelligent Buildings International, 5(sup1), pp.10-28. Nanda, U., Pati, D., Ghamari, H. and Bajema, R. (2013). Lessons from neuroscience: form follows function, emotions follow form. Intelligent Buildings International, 5(sup1), pp.61-78. Neutra, R. (1954). Survival through Design. London: Oxford University Press. p. 130 Papale, P., Chiesi, L., Rampinini, A., Pietrini, P. and Ricciardi, E. ( 2016). When Neuroscience ‘Touches’ Architecture: From Hapticity to a Supramodal Functioning of the Human Brain. Frontiers in Psychology, 7. Pati, D., O’Boyle, M., Hou, J., Nanda, U. and Ghamari, H. (2016). Can Hospital Form Trigger Fear Response?. HERD: Health Environments Research & Design Journal, 9(3), pp.162-175. Sternberg, E. and Wilson, M. (2006). Neuroscience and Architecture: Seeking Common Ground. Cell, 127(2), pp.239-242. Thompson E., Varela, F. (2001). Radical embodiment: neural dynamics and consciousness. Trends Cogn, Sci. 5. p. 418-425. Whitelaw, A. (2013). Introducing ANFA, the Academy of Neuroscience for Architecture. Intelligent Buildings International, 5(sup1), pp.1-3. Williams, L., Huang, J. and Bargh, J. (2009). The scaffolded mind: Higher mental processes are grounded in early experience of the
physical world. European Journal of Social Psychology, 39(7), pp.1257-1267.
BOOKS
Alberti, L.,B. (1988). On the Art of Building in Ten Books, trans. Rykwert, J., Leach, N., Tavernor, R. Cambridge MA: MIT Press. p. 5. Arnheim, Ρ. (2007). The Dynamics of Architectural Form. Berkeley: University of California Press. Frascari, M. (1991). Monsters of architecture: Anthropomorphism in Architecture. Theory Savage. MD: Rownman & Littlefield Publishers. p. 1 Hayek, F. (1976), orig. (1952). The sensory Order: An inquiry into the Foundations of Theoretical Psychology. Chicago:University of Chicago Press. Johnson, M. (1989). The Body in the Mind: The bodily Basis of Meaning, Imagination, and Reason. Chicago: University of Chicago Press. p. 175. Lakoff, G., Johnson, M. (1999). Philosophy in the Flesh: The Embodied Mind and its Challenge to Western Thought. New York: Basic Books. p. 22. Lefebvre, Η. (2004). Rhythmanalysis – Space, time and everyday life. trans. by Elden, S. and Moore, G. London: Continuum. Originally published as: Lefebvre, Η.(1992). Elements de rhythmanalyse. Paris: Editions Syllepse. Mallgrave, H. (2011). The architect’s brain. Oxford: Wiley-Blackwell. Merleau-Ponty, M. (1962). Phenomenology of Perception. trans. Smith, C. London: Routledge Press. Modell, Α. (2003). Imagination and the Meaningful Brain. Cambridge, MA: MIT Press. p. xii. Pallasmaa, J., Mallgrave, H. and Arbib, M. ed., (2013). Architecture
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
97
and Neuroscience. Espoo: Tapio Wirkkala Rut Bryk Foundation. Pallasmaa, J., Mallgrave, H., Robinson, S. and Gallese, V. (2015). Architeture and Empathy. 1st ed. Espoo: Tapio Wirkkala-Rut Bryk Foundation. Sussman. A, Hollander J.B. (2015). Cognitive Architecture: Designing for How We Respond to the Built Environment. Routledge: Taylor & Francis Group. Varela, F., Thompson, E. and Rosch, E. (1991). The embodied mind: Cognitive science and human experience. Massachusetts: MIT Press.
WEBSITES
Archizoom (2016). Empirical: Embodiment in architecture & neuroscience. [online] Available at: http://archizoom.epfl.ch/ empirical_fr. Association of Neuroesthetics (2016). Architecture as Perception: Forms, Spaces, and the Human Body. AoN Symposium. [online] Aoneuroesthetics.squarespace.com. Available at: http://aoneuroesthetics.squarespace.com/-2016/. Eberhard, J. (n.d.). Applying Neuroscience to Architecture - biourbanism.org. [online] biourbanism.org. Available at: http://www. biourbanism.org/applying-neuroscienceto-architecture/. Kendel, E. (2017). When Architecture and Neuroscience Converge - Cuningham Group. [online] Cuningham Group. Available at: http://www.cuningham.com/ 2016/10/13/architecture-neuroscience-converge/ [Accessed 8 Jul. 2017].
DISSERTATION
Cagil, K. (2011). Neuro-architecture: Enriching healthcare environments for Children. M.S. Chalmers Architecture, MPARC.
REPORT
Battarbee, K., Suri, J. and Howard, S. (2014). Empathy on the edge, Scaling and sustaining a human - centered approach in the evolving practice of design. [PDF] S. Francisco : IDEO. Available at: https://5a5f89b8e10a225a44acccbed124c38c4f7a3066210c073e7d55. ssl.cf1.rackcdn.com/files/pdfs/news/ Empathy_on_the_Edge.pdf Johnson, J. (2005). Mapping memory of space & place. Report on the 2005 workshop on neuroscience & healthcare architecture. Massachusetts.
PRESENTATION
Macagno, E. (2014). Direct relevance of the 2014 Nobel Prize in Physiology and Medicine to Neuroscience and Architecture, and to the mission of ANFA.
MAGAZINE
Sussman, A. (2015). Cures for an ailing world. How can design intervene to encourage healthier environments and promote wellness?. ArchitectureBoston, (Volume 18 no. 4), pp.27-31.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
99
Πηγές εικόνων:
εικ. 1 _ Ν+ Διάγραμμα κυκλικής σχεδιαστικής διαδικασίας. The Other Dada. Beirut. εικ. 2 _ Κολάζ εικόνων από το διαδίκτυο. πηγή: Google Search εικ. 3 _ Αναπαράσταση της θεωρίας εξέλιξης της αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα. Jenks εικ. 4 _ Kατακόρυφη γνώση. Nicolas Guichard. εικ. 5 _ Σχέση μεταξύ σχεδιαστικής πράξης και χρήσης, από μία μονόδρομη γραμμική σχέση σε έναν κύκλο δυναμικής ανατροφοδότησης. εικ. 6 _ Καταστασιακοί, χαρτογράφηση της εμπειρίας της πόλης μέσα από την οπτική αναπαράσταση διαφορετικών «ατμοσφαιρών». εικ. 7 _ Χωρικά εκτεταμένο cyborg. Mitchell, W. 2003 εικ. 8 _ Eικόνα ψυχιατρικών διαταραχών μέσω αξονικού τομογράφου. εικ. 9 _ Μετωπιαίος λοβός. εικ. 10-11 _Πολύ ανεπτυγμένα συστήματα του εγκεφαλικού φλοιού. εικ. 12 _ Διαγραμματική απεικόνιση κυκλικής ανατροφοδότησης μεταξύ αρχιτεκτονικής και νευροεπιστήμης. εικ. 13 _ Αrtwork, Tullio DeSantis. εικ. 14-15 _ Ivana Franke Seeing with Eyes Closed 2011, Installa tion view Peggy Guggenheim Collection, Venice. εικ. 16 _ Salk Institute, designed by Louis Kahn in collaboration with Jonas Salk, ’60 s. εικ. 17 _ Example Stimuli and Results for Experiment, Showing the Average Percent Signal Change within the PPA for Each Stimulus Condition.
εικ. 18 _ The 2014 Nobel Prize in Physiology or Medicine was awarded to researchers who discovered how specific brain cells help rats and other mammals build spatial maps of their environment. εικ. 19 _ Τhe beauty of mathematics, Yann Pineill & Nicolas Lefaucheux. εικ. 20 _ Networks, and Memories, Rick Garner. εικ. 21 _ Μηχάνημα εγκεφαλογραφήματος. εικ. 22 _ Μονάδα εντατικής φροντίδας νεογέννητων (NICU). εικ. 23-24 _ Self Reflected, Greg Dunn & Brian Edwards, 2016. url: www.essinova.com εικ. 25 _ Τμήματα εγκεφάλου, F. H. Nettar. εικ. 26 _ Βrain scans of a two three-year-old children. Brain on the left is considerably larger, has fewer spots and less dark areas compared to the one on the right. εικ. 27 _ Erik van Oort . εικ. 28 _ Connectome. Mapping Morphometry and Connectedness of the Human Brain. εικ. 30 _ Εικόνα εγκεφαλικών τομών διαφορετικών ηλικιών μέσω αξονικού τομογράφου. εικ. 31 _ Φωτογραφία δύο γειτονικών χώρων διαχωρισμένων από φύλλο γυαλιού. εικ. 32 _ Installation of The Swings: An exercise in musical cooper ation, 2016, NYC. εικ. 34-35 _ Aναπαράσταση νεύρων χεριού και ποδιού, F. H. Nettar. εικ. 36-37 _ Τhe Weather Project, Olafur Eliasson, Tate Modern, London. εικ. 38 _ Bιτρό καθεδρικού ναού της Amiens.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
101
εικ. 39 _ Λωρίδα moebius. εικ. 40 _ Το teepee, πρώιμο καταφύγιο κωνικού σχήματος κατασκευασμένο από δέρμα και πορώδη υλικά. εικ. 41 _ Χερούλι πόρτας επενδυμένο με δέρμα, Alvaar Aalto. εικ. 42 _ Επιφάνεια τείχου Μουσείου τέχνης Herning, Steven Holl, Δανία . εικ. 43 _ ‘Πέπλα Ανέμου’, Ned Kahn. εικ. 44 _ ‘Capita’, ανθρώπινη αναλογία κιονόκρανου. εικ. 45 _ Modulor, Le Corbusier. εικ. 46 _ Klaus Rinke. εικ. 48-49 _ τα μάτια ως νευρικές προεκτάσεις του εγκφάλου και η προέκταση του νευρικού κυκλώματος σε όλο το σώμα. εικ. 50-51 _ Αναπαράσταση βασικών οργάνων σε αυξημένες διαστάσεις κατ᾽ αντιστοιχία με τον αυξημένο αριθμό κυττάρων στην αισθητική περιοχή του εγκεφάλου. εικ. 52 _ Κολόνα σε συστροφή, προσωπικό αρχείο, Valencia.
MindScapes: Η νευροεπιστήμη της αρχιτεκτονικής
103