Ανεπίχριστο σκυρόδεμα _ διατήρηση υλικότητας και αρχιτεκτονικής ουσίας

Page 1



Ανεπίχριστο Σκυρόδεμα Διατήρηση Υλικότητας

και

Αρχιτεκτονικής Ουσίας

Βασιλειου Ευρυκλεια // Περελα Αννα // Φραγκος Αλεξανδρος Επιβλεπουσα: Ε. Εφεσιου

Αθηνα 2009 Εθνικο Μετσοβιο Πολυτεχνειο σχολη αρχιτεκτονων μηχανικων τομεας οικοδομικης

Η

παρουσιαση της διαλεξης εγινε στις

13.03.09



Περιεχόμενα Εισαγωγη

7

Μερος 1 9 Α. Η Κατάσταση στην Ελλάδα // Η περίπτωση του ανεπίχριστου σκυροδέματος 11 Β. Ταυτότητα υλικού // Γιατί το ανεπίχριστο σκυρόδεμα αναδείχθηκε σε βασικό συνθετικό υλικό για τους αρχιτέκτονες 17 Γ. Η Παθολογία του υλικού 23 Μερος 2 27 Α. Η αναγκαιότητα της επέμβασης σε κτήρια από ανεπίχριστο σκυρόδεμα 29 • Μνημεία 30 • Άλλες κατηγορίες κτηρίων 34 Β. Έκταση επεμβάσεων // Όροι 39 Γ. Yπάρχουσα νομοθεσία // Θεσμικά Πλαίσια για τη διάσωση νεωτέρων Μνημείων 41 Δ. Τεχνικές επέμβασης 45 Μερος 3 49 Α. Παραδείγματα εφαρμογής 51 • Pumping station Parksluizen, Rotterdam 51 • Κτήριο διαμερισμάτων στο Chicago 55 • Κτήριο σφαγείων στην Μαδρίτη 59 • Alvéole 14, Saint-Nazaire 63 • Εργοστάσιο ΦΙΞ 69 • «Στρογγυλό» 73 • Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων 77 Β. Ελλάδα, κτήρια που χάθηκαν ή που πρέπει να σωθούν 79 • Το αναψυκτήριο “Όαση” 79 • Η περίπτωση των Ξενία 80 • Κτήριο Ιωάννη Λιάπη στο Μικρολίμανο 82 Γ. Νομοθεσία στην Ελλάδα και πως επηρεάζει ανάλογες επεμβάσεις 85 Επίλογος

89

Παραρτηματα 93 Βιβλιογραφια 109



Εισαγωγη

Παρατηρώντας το σκυρόδεμα να απαξιώνεται. Η αρχιτεκτονική του υπόσταση δεν εκτιμάται το ίδιο έξω από τους αρχιτεκτονικούς κύκλους. Στους μη “μυημένους”, το φυσικό χρώμα είναι απλά ένα γκρι και η άγρια φύση του περισσότερο εχθρική μοιάζει παρά οικεία. Το αστικό τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας έχει παρεκκλίνει από αυτό που θα έλεγε κανείς συγκροτημένο αρχιτεκτονικό σύνολο. Η δομημένη συνέχεια είναι εμφανώς διασπασμένη. Η εκτεταμένη χρήση του σκυροδέματος για την ανοικοδόμηση των νέων ελληνικών αστικών κέντρων δημιούργησε ένα ετερόκλητο σύνολο κτηρίων τα οποία όμως συνολικά αντιμετωπίστηκαν και αντιμετωπίζονται από τον περισσότερο κόσμο αμήχανα αν όχι εχθρικά. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι μαζί οι αστικές πολυκατοικίες, οι βιομηχανίες, οι εργατικές κατοικίες, τα δημόσια κτήρια και γενικώς όλες οι περιπτώσεις κτηρίων μαζί κρίθηκαν όμοια εξαιτίας του κοινού υλικού κατασκευής . Το μπετόν και πόσο μάλλον το εμφανές απαξιώθηκε και κρίθηκε τόσο αυστηρά που ένας μεγάλος αριθμός αρχιτεκτονημάτων “κακοποιήθηκαν”, εγκαταλείφθηκαν ή ισοπεδώθηκαν από μετέπειτα πρωτοβουλίες. Προχωρώντας, θα δούμε τη σημασία του σκυροδέματος και κυρίως του ανεπίχριστου. Θα παρατηρήσουμε εν γένει το ίδιο το υλικό μέσω της παθολογίας του και γενικά των παραγόντων που οδηγούν στην αστοχία και θα προσπαθήσουμε να σημειώσουμε τα πρακτικά – τεχνικά και θεωρητικά πλαίσια μέσα στα οποία μπορούν να υλοποιηθούν επεμβάσεις. Το ερώτημα μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα και αναφορές είναι γιατί και με ποιον τρόπο επεμβαίνει κανείς σε ένα κτήριο από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, τι σημασία έχει η αυθεντικότητα της πρωτογενούς επιφάνειας και τι χαρακτήρα έχει τελικά η οποιαδήποτε προσπάθεια διατήρησης ή αποκατάστασης.

7



Μερος 1

Α. Η Κατάσταση

στην

Έλλαδα // Η

περιπτωση του ανεπιχριστου σκυροδεματοσ

Β. Ταυτοτητα Υλικου Γ. Η Παθολογία του Υλικού 9


εικ. 1: Ξενία Καλαμπάκας // Α. Κωνσταντινίδης (1960)

εικ. 2: Εργοστάσιο ΦΙΞ // Τ. Ζενέτος (1957)

εικ. 3: Κτήριο Γραφείων και Κατανεμητών ΔΕΗ // Κ. Κραντονέλλης (1971)

εικ. 4: Συγκρότημα Κατοικιών στο Πολύδροσο // Δημήτρης και Τάσος Μπίρης (1977-80)


Α. Η Κατάσταση

στην

Ελλάδα // Η

περιπτωση του ανεπιχριστου σκυροδεματοσ

Αν κάνουμε μία συνολική αναδρομή1, στη χρήση του σκυροδέματος, θα δούμε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 συναντάμε μια σημαντική συλλογή από αρχιτεκτονικά έργα που θα εδραιώσουν τις κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου. Το σκυρόδεμα θα καθιερωθεί ως αποδεκτό υλικό για τις τελικές επιφάνειες σε κτήρια. Αρχικά η χρήση θα περιοριστεί στο αποτύπωμα του σανιδώματος του ξυλότυπου, ενώ αργότερα θα υιοθετηθούν και άλλες μορφές, με λείες εξωτερικές επιφάνειες ή με πυκνές κατακόρυφες εγκοπές. Στην Ελλάδα, το γυμνό σκυρόδεμα εισήχθη από τον Άρη Κωσταντινίδη, ενώ ολόκληρη η θεώρηση της τάσης του νέο-μπρουταλισμού είχε και την αποδοχή του Πικιώνη, που σε κείμενό του σχετικό με τα μορφολογικά προβλήματα της ανοικοδόμησης των Δωδεκανήσων μεταπολεμικά, υποστήριξε τη χρήση του ανεπίχριστου σκυροδέματος: «Εν’ άλλο δυσκολότατο πρόβλημα είναι της διαμόρφωσης των κατασκευών μπετόν. (Εξοχή των πλακών, γεφύρωση μεγάλου ανοιχτού ανοίγματος, διαμόρφωση υποστυλωμάτων και δοκών σε στοές ή υπόστεγα κλπ.) […] η παράδοση παρουσιάζει παραδειγματικές λύσεις στις ξύλινες κατασκευές της, που δίνουν λαμπρές νύξεις για παράλληλες ερμηνείες στο μπετόν, σύμφωνες με του υλικού του τη δράση.»2 Το ανεπίχριστο σκυρόδεμα χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση σε κτήρια δημόσιας χρήσης και εργοστασιακά συγκροτήματα, ενώ συναντάται (λιγότερο συχνά) σε εκπαιδευτικά κτήρια και κατοικίες, αποδεικνύοντας την ευελιξία και την προσαρμοστικότητά του. Αν εκείνη την εποχή γινόταν λόγος για μία «διεθνή αρχιτεκτονική», το σκυρόδεμα, και συγκεκριμένα το ανεπίχριστο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «το διεθνές υλικό». Η αρχιτεκτονική του ονομάστηκε τότε αρχιτεκτονική του μπρουταλισμού. Η διάρκειά του και η επικαιρότητά του μέχρι σήμερα όμως, αποδεικνύει ότι ξεφεύγει από χωρικά και χρονικά στεγανά. Το 1938 το περιοδικό «Τέχνη» γράφει: «Η πολυκατοικία της οδού Χέυδεν (του Πικιώνη) για πρώτη φορά μας έκανε να νιώσουμε αγάπη για το τσιμέντο. Ως τώρα κανείς δεν είχε τολμήσει να παρουσιάσει την ύλη αυτή καθαρά και χωρίς να την καλύψει με τα επιχρίσματα που σβήνουν την οργανικότητα του οικοδομήματος. Ο κ. Πικιώνης άφησε το τσιμέντο με το χρώμα του και την υφή του, να φανερώσει τον σκελετό της οικοδομής.»3 1 2 3

Βλ. Παράρτημα 4 Φιλιππίδης Δ., «Η σημασία του ανεπίχριστου μπετόν», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 40 (2006), σσ. 74-80 Τέχνη, 3/20.2.1938, αναφ. Δημήτρης Πικιώνης. Αρχιτεκτονικό έργο 1935-1955, 1994, σ.49

11


Το ανεπίχριστο μπετόν συμβολίζει την πρόοδο, την τεχνολογία, την ελευθερία, την άρνηση της μνημειακότητας. Καταφέρνει να ακυρώσει τους (τότε) παλιούς αρχιτέκτονες, με τις κλασικίζουσες προσόψεις και τις μαρμάρινες επενδύσεις. Η Ελλάδα έχει αλλάξει πρόσωπο. Το υλικό είχε και ηθικές προεκτάσεις, εκφράζοντας δύο βασικές θεωρήσεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής: την ειλικρίνεια της κατασκευής και την ένταξη στον τόπο. Αρκούσε σχεδόν από μόνο του για να εγγυηθεί την ειλικρινή έκφραση των υλικών σε μία οικοδομή, και θεωρήθηκε απόλυτα συνυφασμένο με τα χρώματα και τις υφές του ελληνικού τοπίου. Η ένταξη γινόταν κατά τις διδαχές του Adolf Loos, ο οποίος υποστήριζε ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να δείχνει σαν να ήταν πάντα εκεί. Μέσα στην πόλη η αρχιτεκτονική του ανεπίχριστου συσχετίζεται με την πολυχρωμία των κλασικιστικών κτιρίων και επεκτείνεται πέρα από αυτήν. Και αυτό είναι μία προσωπική επιτυχία της συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής. Ξεκινώντας από το υλικό καταλήξαμε σε συγκεκριμένους συντακτικούς κανόνες και αντιστρόφως. Ο Κωνσταντινίδης υπέδειξε την αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα σε «μορφές και διατάξεις» και το «πνεύμα του τόπου», μέσω ενός ορθολογικού συστήματος κατασκευής. Μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε αρχιτέκτονας που ακολουθούσε το συγκεκριμένο πρότυπο δομής, ήταν «σωστός» και δεν προσέβαλλε το γύρω δομημένο χώρο1. Σταδιακά αρχίζει να μειώνεται η χρήση του ανεπίχριστου σκυροδέματος, τουλάχιστον στο βαθμό και την μορφή που είχε ως τότε. Το αποτύπωμα των σανίδων του ξυλοτύπου αντικαθίσταται από τους περισσότερο τυποποιημένους και «ουδέτερους» λείους ξυλοτύπους από συνθετική ξυλεία, πλαστικό ή μέταλλο. Με αυτόν τον τρόπο διαδίδονται και σε άλλες κατηγορίες κτηρίων οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν πρώτα στην βιομηχανία. 1

Φιλιππίδης Δ., «Η σημασία του ανεπίχριστου μπετόν», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 40 (2006), σσ. 74-80


• Άρης Κωνσταντινίδης: Ο «πατέρας» του ανεπίχριστου σκυροδέματος. Το χρησιμοποίησε σε πλήθος κατοικιών (κατοικία στη Βουλιαγμένη, σπίτι διακοπών στην Ανάβυσσο) ενώ η αρχιτεκτονική του γλώσσα φτάνει στην υπέρτατη έκφρασή της στο σχεδιασμό των συγκροτημάτων «Ξενία» για τον ΕΟΤ (εικ. 1). Αυστηρός κάνναβος υποστυλωμάτων, πλάκες και υποστυλώματα από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, λεπτές μεταλλικές διατομές με έντονο χρώμα σε ανοίγματα, εξώστες και κλιμακοστάσια (εικ. 11). Ανάλογο λεξιλόγιο χρησιμοποίησε και στα σημαντικά μουσεία του, όπως το Αρχαιολογικό των Ιωαννίνων • Τάκης Ζενέτος: Συνέβαλε στον ελληνικό νέο-μπρουταλισμό με έργα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας του. Από τα πρώτα δείγματα ήταν η κατοικία στο Καβούρι με τολμηρό πρόβολο στον εξώστη. Το εξελιγμένο δομικό του σύστημα συνδύαζε μεταλλικό σκελετό και σκελετό από ανεπίχριστο σκυρόδεμα. Ίδιες αρχές είχαν και αρκετά μεταγενέστερα έργα του (γραφεία στην Βουκουρεστίου και Σόλωνος, πολυκατοικία στην οδό Ναρκίσσου στο Ψυχικό). Το έργο του παίρνει νέα πνοή όταν στρέφεται προς την προκατασκευή, ιδέα που πρωτοεφαρμόστηκε στο εργοστάσιο Φιξ (εικ. 2). Προκατασκευή χρησιμοποιήθηκε και σε μεγάλο τμήμα της δημιουργίας του Στρογγυλού (Σχολείο του Αγ. Δημητρίου), απαντώντας ορθολογικά στις ανάγκες επέκτασης μελλοντικά (εικ. 7). • Αλέξανδρος Τομπάζης: Πρωτοχρησιμοποίησε την ιδέα της τολμηρής εφαρμογής του ανεπίχριστου σκυροδέματος σε μία κατοικία στην Κινέττα. Χρησιμοποιεί έναν δομικό κάνναβο από φέροντα τοιχία, ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται παραλληλεπίπεδα από γυμνό μπετόν. Ξεχωρίζουν ακόμα το κτίριο της ΕΤΕΒΑ, το συγκρότημα δημοτικών σχολείων στην Νέα Σμύρνη. τα γραφεία της εταιρίας ΑΓΕΤ στην οδό Ελ. Βενιζέλου της Λυκόβρυσης και η πολυκατοικία «Δίφρος» στη λεωφόρο Αθηνών. Ενδιαφέρουσα είναι η χρήση πλήρων, ή διάτρητων προκατασκευασμένων πάνέλων στις όψεις, στο πνεύμα του Ζενέτου. • Δημήτρης και Τάσος Μπίρης: Ασχολήθηκαν με μεγάλη ποικιλία κτηρίων. Από μονοκατοικίες όπως εκείνη στην Εκάλη (1971-75), πολυκατοικίες όπως εκείνη στο Πολύδροσο (εικ. 4), και σχολικά συγκροτήματα όπως το πολυκλαδικό λύκειο Ηλιούπολης 1978-1989). Χρησιμοποίησαν το υλικό αυτό πιο εκτεταμένα – όχι μόνο στα στοιχεία του σκελετού, άλλα και σε όλες τις κλειστές επιφάνειες και τους προβόλους, κάτι που πλησίαζε τη μεταπολεμική λογική του Le Corbusier. • Νίκος Βαλσαμάκης: Στις κατοικίες του (ειδικά των πρώτων χρόνων), που άλλαξαν εντελώς τις καθιερωμένες αντιλήψεις για την «τυπική μορφολογία», ξεχώριζε ιδιαιτέρως τις πλάκες, δίνοντας έμφαση στο ανεπίχριστο σκυρόδεμα και την αντίθεσή του με τους λευκούς τοίχους.

13


Άλλα παραδείγματα αρχιτεκτονικής ανεπίχριστου σκυροδέματος στην Ελλάδα είναι τα: • • • • • • • • • • • • •

Επιβατικός Σταθμός στο λιμάνι του Πειραιά, των Γιάννη Λιάπη και Ηλία Σκρούμπελλου (εικ. 13) Κτήριο Εθνικής Πινακοθήκης, των Π. Μυλωνά και Δ. Φατούρου (εικ. 6) Κτήριο Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, των Κωνσταντίνου Παπαϊωάννου και Κωνσταντίνου Φινέ (εικ. 8) Φοιτητικές εστίες ΕΜΠ στου Ζωγράφου, των Κωνσταντίνου Παπαϊωάννου και Κωνσταντίνου Φινέ Φοιτητική Εστία Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, των Νικολάου Δεσύλλα, Δημήτρη Κονταργύρη, Παύλου Λουκάκη και Αντώνη Λαμπάκη Θεολογική σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, των Λ. Καλυβίτη και Γ. Λεονάρδο. Εργοστάσιο Καραντάνη στο Λουτράκι, των Σθένη Μόλφεση και Θύμιου Παπαγιάννη Κτήριο Γαλλικού Ινστιτούτου στη Θεσσαλονίκη, του Σθένη Μόλφεση (εικ. 5) Επέκταση Γαλλικού Ινστιτούτου στη Σίνα, του Σθένη Μόλφεση (εικ. 5) Κεντρικός Σταθμός του ΟΤΕ στην Καλλιθέα, των Ν. Δεσύλλα, Δ. Κονταργύρη, Π. Λουκάκη και Α. Λαμπάκη. Μαιευτήριο Λητώ στο Ψυχικό, του Κυριάκου Κυριακίδη Κτήριο γραφείων και κατανεμητών της ΔΕΗ στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου και Ρίζου, του Κλέωνα Κραντονέλλη, στο οποίο έχουν γίνει προσθήκες από το γραφείο του Α. Τομπάζη (εικ. 3). Βρετανική πρεσβεία, του Αντωνιάδη (εικ. 10)

Κατά καιρούς διαφορετικοί όροι έχουν χρησιμοποιηθεί για να μιλήσουν για αυτό το υλικό: οπλισμένο σκυρόδεμα χωρίς επίχρισμα, εμφανές μπετόν αρμέ, ασοβάτιστες επιφάνειες μπετόν, σκελετός οπλισμένου σκυροδέματος, εμφανές ανεπίχριστο μπετόν, εμφανές σκυρόδεμα, γυμνό μπετό1. Όσο διαφορετικοί είναι αυτοί οι όροι μεταξύ τους (και ας αναφέρονται στο ίδιο στοιχείο) τόσο διαφορετικά αντιμετωπίστηκε και το υλικό αυτό από τους αρχιτέκτονες. Φέρων οργανισμός, προκατασκευασμένο στοιχείο όψης, αποτύπωμα σανιδώματος, υφή από συνθετικό ξυλότυπο ή μεταλλότυπο, χτυπητό μπετόν, με εμφανή αδρανή, συχνά επιλεγμένου χρώματος και μεγέθους, χυτό υλικό χωρίς αρμούς. Εξάλλου, η ευελιξία είναι από τις κυριότερες ιδιότητές του, και ο λόγος που αγαπήθηκε με τόσο πάθος από τους εκάστοτε δημιουργούς. 1

Φιλιππίδης Δ., «Η σημασία του ανεπίχριστου μπετόν», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 40 (2006), σσ. 74-80


εικ. 5 Γαλλικό Ινστιτούτο // Σ. Μόλφεσης

εικ. 6 Κτήριο Εθνικής Πινακοθήκης // Π. Μυλωνάς και Δ. Φατούρος

εικ. 7 “Στρογγυλό” // Τ. Ζενέτος (1974)

εικ. 8 Νομική σχολή Θεσ/νίκης // Κ. Παπαϊωάννου και Κ. Φινέ

εικ. 9 Πολυκατοικία // Σ. και Δ. Αντωνακάκη

εικ. 10 Βρετανική Πρεσβεία // Αντωνιάδης

εικ. 11 Μονοκατοικία // Α. Κωνσταντινίδης

εικ. 12 Πολυκατοικία // Τ. Ζενέτος

εικ. 13 Επιβατικός Σταθμός (Πειραιάς) // Γ. Λιάπης και Η. Σκρούμπελλος

15



Β. Ταυτότητα

υλικού

// Γιατί

το ανεπίχριστο σκυροδεμα αναδειχθηκε σε βασικο συνθετικο

υλικο για τους αρχιτεκτονεσ

“Μπορούμε να ακούσουμε, να μυρίσουμε, να γευτούμε τις ιδιότητες των υλικών που υπάρχουν γύρω μας1.” Το κάθε υλικό απαρτίζεται από την ύλη, το μέσο με το οποίο εκφραζόμαστε όταν δημιουργούμε νέα αντικείμενα ή ένα νέο περιβάλλον. Περιγράφουμε τις ιδιότητές του και αφηνόμαστε να επηρεαστούμε από αυτές. Από αυτήν την ορισμένη ύλη προκύπτουν συγκεκριμένα υλικά με καθορισμένες ιδιότητες. Το σκυρόδεμα είναι το υλικό της αλλαγής, της μεταμόρφωσης. Λειτουργεί όπως ένας χαμαιλέοντας, με διαφορετικές εμφανίσεις και σε διαφορετικές συσχετίσεις. Η αντιμετώπισή του έχει αλλάξει με την πάροδο των ετών. Στις αρχές του μοντερνισμού, θεωρήθηκε ένα θαυματουργό υλικό, το οποίο θα έλυνε όλα τα προβλήματα της βιομηχανίας της δόμησης. Αργότερα παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της απάνθρωπης κλίμακας των μεγάλων κτιρίων, και δέχτηκε δριμύτατη κριτική από τους μεταμοντερνιστές. Σε μεγάλο βαθμό, το σκυρόδεμα είναι επίσης ένα «διεθνές» υλικό. Μπορεί να λάβει οποιαδήποτε μορφή, οποιοδήποτε σχήμα, και παράγεται από πρώτες ύλες, οι οποίες είναι εύκολο να βρεθούν και να υποστούν την αντίστοιχη κατεργασία, πρακτικά οπουδήποτε. “Η αγγλική λέξη ‘concrete’ προέρχεται από το λατινικό ρήμα ‘concrescere’ που σημαίνει, «να αναπτύσσομαι μαζί», «να συμφύομαι». Αυτό ανταποκρίνεται εξαιρετικά στις συνδετικές ιδιότητες του σκυροδέματος, αλλά και η λέξη αυτή δίνει νόημα στο αντικείμενο ‘concrete’, «το υλικό», «αυτό που μπορούμε να αντιληφθούμε». Το ‘concrete’ είναι προφανώς το αντίθετο του «αφηρημένου», του «θεωρητικού».”2 Παρ όλα αυτά, το σκυρόδεμα είναι ένα υλικό που έχει, σε μεγάλο βαθμό, τόσο ορισμένες, όσο και αφηρημένες ιδιότητες και αυτή η διττή του φύση το έκανε τόσο σημαντικό. Ένα κτήριο από σκυρόδεμα μπορεί να υπάρξει είτε στην κατάσταση του πλήρως επιχρισμένου είτε σε αυτήν του τμηματικά ή πλήρως ανεπίχριστου. Στη δεύτερη περίπτωση, το εμφανές υλικό μπορεί πλέον να αντιπροσωπεύει τον φέροντα οργανισμό του κτηρίου ή γενικά τμήματα – ολόκληρες επιφάνειες. Το μείγμα του σκυροδέματος είναι αυτό που καθορίζει αρχικά την τελική επιφάνεια (τσιμέντο, αδρανή, πρόσμικτα). Αμέσως μετά, η ποιότητα, το είδος των καλουπιών, η εφαρμογή τους αλλά και βέβαια ο τρόπος αφαίρεσής τους, είναι αυτά που οριστικοποιούν το αποτέλεσμα. Πολύ δύσκολα, οποιοδήποτε άλλο υλικό αφήνει εντονότερο αποτύπωμα στο δομημένο περιβάλλον από το σκυρόδεμα. Όταν έχουμε να κάνουμε με εμφανές σκυρόδεμα στις επιφάνειες, το ερώτημα είναι αναπόφευκτα αν θα παραμείνει ως έχει. Ο οποιοσδήποτε δύσπιστος παρατηρητής εύκολα νομίζει πως πρόκειται για μία προσωρινή κατάσταση λίγο πριν το τελικό επίχρισμα. 1, 2 Wedebrunn O., “A miracle material: The abstract expression of concrete”, στα πρακτικά του σεμιναρίου του International DOCOMOMO: The fair face of concrete: Conservation and repair of Exposed Concrete, σσ. 18-23

17


Το ανεπίχριστο σκυρόδεμα είναι ένα άκρως αντιφατικό υλικό. Ποτέ άλλοτε δεν είχε αγαπηθεί και μισηθεί ταυτόχρονα, με την ίδια ένταση, μία πρώτη ύλη. Η προκατάληψη του μέσου ανθρώπου κατά του σκυροδέματος, και ειδικά του μη επιχρισμένου, είναι προφανής. Τότε όμως πως δικαιολογείται η αγάπη που τρέφουν γι’ αυτό οι αρχιτέκτονες από το Μοντέρνο Κίνημα και μετά; Οι λόγοι για την κακή φήμη του έχουν βαθιές ρίζες. Αρχικά μερίδιο ευθύνης φέρουν οι τύποι των κτηρίων στους οποίους χρησιμοποιήθηκε πρώτα (αποβάθρες, πηγάδια, σιλό και εργοστάσια). Μέχρι τα τέλη του 1930, σε κτήρια άλλων χρήσεων, το σκυρόδεμα δεν εμφάνιζε την αληθινή του φύση. Κρυβόταν πίσω από επιχρίσματα, οπτοπλινθοδομές, ή ακόμα και επενδύσεις γρανίτη. (κτήριο του Κογκρέσου στην Νυρεμβέργη επενδυμένο με κόκκινο γρανίτη- αδερφοί Ruff, αποθήκες στο Μόναχο επενδυμένες με νεοκλασικά στοιχεία – Karl Meitinger)1. Ως εκείνη την εποχή σπάνια χρησιμοποιούνταν και δεν ήταν αποδεκτό στην κοινή γνώμη. Οι παραδοσιακές κατασκευαστικές μέθοδοι θεωρούνταν μακράν ανώτερες. Εξάλλου τα παραδοσιακά υλικά ήταν οικεία σε όλους. Ο πόλεμος έκανε το ανεπίχριστο σκυρόδεμα πιο γνωστό στο ευρύτερο κοινό. Δεν υπήρχε πλέον χρόνος ή χρήμα για αισθητικές επεμβάσεις στην επιφάνεια των κτιρίων. Έτσι, αυτά σταδιακά αρχίζουν να δείχνουν την δομή και την κατασκευή τους. Παρά τη σύνδεσή του με δυσάρεστες πλευρές τις ανθρώπινης ζωής, το εμφανές μπετόν, γνώρισε μία πρωτοφανή άνθηση στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Οι βασικοί λόγοι γι’ αυτήν την εξέλιξη μπορούν να συνοψιστούν στους εξής: Α. το ανεπίχριστο θεωρήθηκε από τους τότε αρχιτέκτονες ο συνδετικός κρίκος με την αγνή αρχιτεκτονική του μοντέρνου πριν τον πόλεμο. Το χρησιμοποίησαν λοιπόν ως φόρο τιμής στους μεγάλους δασκάλους της αρχιτεκτονικής. Β. Εκείνη την εποχή διεξάγονταν πολλά έργα μεγάλης κλίμακας για την ανοικοδόμηση περιοχών, όπως συγκροτήματα κατοικιών, σχολεία, στάδια. Οι οικονομικοί πόροι ήταν περιορισμένοι και το ανεπίχριστο σκυρόδεμα ήταν το πιο φτηνό μέσο που είχαν. Γ. Ταυτόχρονα με την αύξηση της αρχιτεκτονικής παραγωγής πραγματοποιούνταν γενικότερα έργα υποδομών (αυτοκινητόδρομοι, γέφυρες κλπ) Το σκυρόδεμα διευκόλυνε την γρήγορη και οικονομική κατασκευή τους. Υπήρξε όμως και ένα τίμημα, καθώς η κοινή γνώμη δεν αποδέχθηκε ποτέ τα σημάδια που άφησαν αυτές οι κατασκευές στο τοπίο.

1 Μιχελής Π.Α, Η αισθητική της αρχιτεκτονικής του μπετόν αρμέ: μία συγκριτική μορφολογία και ρυθμολογία, 5η έκδοση, Αθήνα, Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, 1990


Οι αρχιτέκτονες έχουν αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση μ’ αυτό το υλικό. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό (ειλικρίνεια του υλικού, ενδιαφέρουσα υφή, μινιμαλισμός, αφαίρεση, συμβολισμός) δεν μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτοί και να εκτιμηθούν έξω από τους αρχιτεκτονικούς κύκλους. Η ρήξη με την εντύπωση που έχει ο υπόλοιπος κόσμος είναι σαφής. Αυτό που κάποιες φορές λησμονεί ο αρχιτέκτονας είναι ότι ο εργοδότης του δεν είναι υποχρεωμένος να έχει αρχιτεκτονικές γνώσεις. Οι ιδέες, οι αποφάσεις, οι λύσεις που αποφασίζει πρέπει κάθε φορά να επεξηγούνται, για να μπορέσουν να εκτιμηθούν. Πώς μπορούμε όμως να πετύχουμε μεγαλύτερη αποδοχή της εικόνας του ανεπίχριστου; Δύο φαίνεται να είναι οι τρόποι να παρουσιαστεί στο ευαισθητοποιημένο αισθητικά αλλά μη-μυημένο κοινό. Ο πρώτος είναι να χρησιμοποιηθεί ισορροπημένα με άλλα υλικά, όπως ο χάλυβας και το γυαλί, τα οποία είναι σαφώς πιο ευρέως αποδεκτά και έχουν καθιερωθεί ως υλικά τεχνολογικής αιχμής. Ο δεύτερος τρόπος είναι ο πλέον δύσκολος. Μέσω των άρτιων αρχιτεκτονημάτων από μπετόν. Ο αφαιρετικός, σχεδόν καλλιτεχνικός τρόπος που ο Άντο χειρίζεται το σκυρόδεμα, τα παιχνίδια του φωτός και της σκιάς στο έργο του και η μνημειακότητα, θαυμάζονται από όλους, και μπορούν να οδηγήσουν σε μία γενικότερη εκτίμηση αυτού του τρόπου αρχιτεκτονικής έκφρασης. Μέσα από την ευρεία θεώρηση, το “beton brut”1 εμπεριέχει ποιότητες κατασκευαστικές, αρχιτεκτονικές, αισθητικές με έναν πολύ εκφραστικό τρόπο. Είναι δύσκολο να αναφερθούν όλες οι πιθανές εκδοχές εφαρμογής και οι αμέτρητες δυνατότητες που δίνονται. Οι ομοιόμορφες εμβληματικές επιφάνειες του ανεπίχριστου σκυροδέματος αναδείχτηκαν σε υλικό “φετίχ” για τους αρχιτέκτονες, συνδέθηκαν με μοναδικής αξίας κτήρια, ταυτίστηκαν με τον μοντερνισμό και τον Νέο Μπρουταλισμό. Στην ουσία ποτέ δεν έγιναν αποδεκτές από το ευρύ κοινό, απαξιώθηκαν και θεωρήθηκαν ανεπιθύμητες αλλά «αναγκαίο κακό» για την κάλυψη των σύγχρονων απαιτήσεων της κατασκευής. Η απόσταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δύο στάσεις απέναντι στο υλικό είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός σημαντικών κτηρίων να χαθούν, να φθαρούν ανεπανόρθωτα ή να εγκαταλειφθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

1

Φιλιππίδης Δ., «Η σημασία του ανεπίχριστου μπετόν», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 40 (2006), σσ. 74-80

19



21



Γ. Η Παθολογία

του υλικου

Πέρα από τις αντιφάσεις που δημιούργησαν τα ίδια τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ανεπίχριστου σκυροδέματος, το ίδιο το υλικό έχει τις δικές του φυσικές – χημικές ιδιότητες που κάνουν τις χρονικές προοπτικές του να είναι εξ αρχής περιορισμένες. Ο αρχιτέκτονας πρέπει να είναι σε θέση να καταλάβει στις περισσότερες περιπτώσεις τι προκαλεί την φθορά και τη αστοχία προκειμένου μέσα από μια προωθημένη έρευνα σε συνεργασία με άλλους ειδικούς να δώσει λύση στο κάθε πρόβλημα. Η λέξη παθολογία είναι μια λέξη δάνειο από την ιατρική αλλά έχει και εδώ ανάλογο νόημα. Η παθολογία αφορά το σύνολο φθορών και αλλοιώσεων του δομικού υλικού ή της κατασκευής. Συνήθως το πρόβλημα δημιουργείται από περισσότερα από ένα αίτια που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση. Η ανάλυσή τους είναι απαραίτητη προκειμένου να γίνει κατανοητή η φύση του προβλήματος και να υπάρχει ενδεδειγμένη αντιμετώπιση. • Κατασκευή Ο πρώτος και ίσως περισσότερο καθοριστικός παράγοντας για την αστοχία ενός μπετονένιου κτηρίου είναι το στάδιο της κατασκευής. Αμέσως μετά τον συνολικό σχεδιασμό του έργου, ο οποίος παίζει και τον πρωταρχικό ρόλο, τα επόμενα βασικά βήματα είναι το πώς χυτεύεται το σκυρόδεμα, πως απομακρύνονται οι ξυλότυποι, το εάν υπάρχει επαρκής στεγάνωση του κτηρίου, η σωστή επικάλυψη του οπλισμού, η επιλογή της κατάλληλης ποιότητας σκυροδέματος και η ενδεδειγμένη μελέτη του περιβάλλοντος στο οποίο εντάσσεται η κατασκευή. Βάσει όλων των παραπάνω, η έλλειψη σωστού σχεδιασμού και η ανεπαρκής προσοχή στο εργοτάξιο μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλη έκταση φθοράς και στην αστοχία του υλικού. Χαρακτηριστικά είναι τα προβλήματα που δημιουργούνται από την διαδικασία της σκλήρυνσης ακόμα. Τα αδρανή κατακάθονται, το μείγμα μεταπίπτει από την υγρή μορφή στην στερεά, ο όγκος μεταβάλλεται και με την αναπόφευκτη ανάπτυξη τάσεων προκαλούνται ρηγματώσεις. Μία ακόμα γνωστή περίπτωση κατά την οποία το πρόβλημα δημιουργείται ήδη από την φάση της κατασκευής είναι η χημική αντίδραση μεταξύ αδρανών και αλκαλικής μάζας (κόλλας) του τσιμέντου (alkali aggregate reaction), όπου δημιουργείται εκτεταμένα κρυσταλλικό τζελ ικανό να προκαλέσει ρηγμάτωση του συνόλου της μάζας του σκυροδέματος .

23


• Περιβάλλον Οι κυριότεροι παράγοντες παθολογίας εξαιτίας του περιβάλλοντος που εντάσσονται οι κατασκευές από σκυρόδεμα είναι η ενανθράκωση, η διάβρωση/οξείδωση και τέλος τα χλωρίδια ή αλλιώς τα χλωριούχα συστατικά. Η περίπτωση της ενανθράκωσης (carbonation) είναι το πιο διαδεδομένο ζήτημα τελευταίως από την στιγμή που οφείλεται στην ύπαρξη του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Ουσιαστικά είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο όπου η δυσμενής παρουσία του διοξειδίου του άνθρακα χημικά καταλήγει στην απώλεια των προστατευτικών οξειδίων γύρω από τον οπλισμό1. Αυτό συνεπάγεται ανάλογη απώλεια της αντιδιαβρωτικής προστασίας. Προχωρά γρηγορότερα στις ζώνες τοπικών ατελειών παρά στην συνολική μάζα του σκυροδέματος. Προφανώς είναι μια πιο δυσμενής κατάσταση στην περίπτωση του ανεπίχριστου. Η διάβρωση είναι μια παρεμφερής κατάσταση που συμβαίνει όταν ο χάλυβας του οπλισμού εκτίθεται σε νερό και οξυγόνο. Τα νέα οξείδια του σιδήρου που δημιουργούνται είναι η σκουριά, η οποία εξελικτικά καταλαμβάνει μεγαλύτερο όγκο από τον αρχικό σίδηρο προκαλώντας ρηγμάτωση στην μάζα του σκυροδέματος . Τέλος τα χλωρίδια (chlorides) ή αλλιώς χλωριούχα συστατικά εντοπίζονται στο χλωρίδιο του ασβεστίου (που χρησιμοποιούνταν ως επιταχυντής στην πήξη του σκυροδέματος στο παρελθόν) καθώς και στο χλωριούχο νάτριο (που εντοπίζεται στο θαλασσινό νερό και στον αέρα σε παραθαλάσσιες περιοχές). Σε συνδυασμό με το νερό είναι ικανά να επιταχύνουν την διάβρωση στον οπλισμό και να δημιουργήσουν εκτεταμένες φθορές στο σκυρόδεμα. 1 Κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου, μέσα στην μάζα του σκυροδέματος αποδεσμεύεται υδροξείδιο του ασβεστίου το οποίο προκαλεί τιμή PH περίπου 12,6 . Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα αλκαλικό περιβάλλον οι ράβδοι του οπλισμού ( χάλυβας ) καλύπτονται από οξείδια του σιδήρου, έτσι εμποδίζεται η απομάκρυνση ιόντων του σιδήρου και προφυλάσσονται από την διάβρωση. Με την πάροδο του χρόνου όμως η τιμή του ΡΗ μειώνεται, καθως το CO2 υπό μορφή ανθρακικού οξέος συμβάλλει μετατρέποντας το υδροξείδιο του ασβεστίου σε ανθρακικό ασβέστιο. Ca(OH)2 + H2O + CO2 = CaCO3 + 2H2O Υδροξείδιο του ασβεστίου + Νερό + Ανθρακικό Οξύ = Ανθρακικό Ασβέστιο + Νερό Η παραπάνω αντίδραση περιγράφει την ενανθράκωση και έχει σαν αποτέλεσμα το όξινο ανθρακικό άλας με ΡΗ ~ 7. Αυτό συνεπάγεται ανάλογη απώλεια της αντιδιαβρωτικής προστασίας. Η εξέλιξη της ενανθράκωσης εξαρτάται από την ποιότητα του σκυροδέματος η οποία όσο χαμηλότερη είναι τόσο αυξάνει και το βάθος της ενανθρακώσεως στο ίδιο χρονικό διάστημα. Επισημαίνεται ωστόσο ότι η υψηλή τιμή ΡΗ δεν αποτελεί προστασία και θα συμβεί διάβρωση εφόσον επιδράσουν στο σκυρόδεμα αλογόνα ( χλωριούχα ή φθοριούχα ). Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα χλωριούχα διότι έχουν την δυνατότητα να διαρρήξουν την προστατευτική στοιβάδα σε διάφορες θέσεις. Η διάβρωση του χάλυβα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αναπτύσσεται ομοιόμορφα στην επιφάνειά του αλλά στις συγκεκριμένες δημιουργηθείσες «πληγές» και προχωρά σε βάθος έχει δηλαδή διατρητικό – διαβρωτικό χαρακτήρα.


• Σεισμός και άλλα αίτια Αναπόφευκτο κομμάτι της μελέτης της παθολογίας είναι η περίπτωση του σεισμού και πόσο μάλλον για τα ελληνικά δεδομένα. Βέβαια η συμπεριφορά των κτηρίων από οπλισμένο σκυρόδεμα κατά την δυναμική φόρτιση καθορίζεται από πλήθος παραμέτρων έχει όμως άρρηκτη σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό του έργου. Η αντιμετώπιση της αστοχίας του σκυροδέματος στον σεισμό είναι μια εξαιρετικά απαιτητική εργασία για τον επιστήμονα/δομοστατικό έχει όμως σαφείς αναφορές στις πρωταρχικές επιλογές του αρχιτέκτονα στον σχεδιασμό. Το πλέον σύνηθες πρόβλημα εντοπίζεται στον φέροντα οργανισμό όπου ανάλογα με το είδος και τα χαρακτηριστικά του σεισμού δημιουργούνται και οι ανάλογες αστοχίες πιθανώς και αρκετά σοβαρές ώστε η κατάσταση πλέον να μην αντιμετωπίζεται με απλές ενισχύσεις. Το ζήτημα στην περίπτωση του ανεπίχριστου σκυροδέματος είναι όταν σε συνδυασμό με τις αλλαγές στον αντισεισμικό κανονισμό τεκμηριώνεται η ανάγκη της ενίσχυσης με διάφορα μέσα όπως μανδύες, ενέματα κλπ. το ίδιο το κτήριο χάνει πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχικής αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Η τελευταία περίπτωση που μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα είναι αυτή της φωτιάς. Μέσα στην μάζα του σκυροδέματος, μετά την σκλήρυνση του, υπάρχει νερό το οποίο είναι μηχανικά ή χημικά δεσμευμένο. Ακόμα υπάρχει νερό υπό μορφή υγρασίας μέσα στους πόρους. Με την έναρξη μιας πυρκαγιάς, ιδιαίτερα στην περίπτωση του ανεπίχριστου σκυροδέματος η υγρασία των επιφανειακών στρώσεων καταρχήν και στην συνέχεια των εσωτερικών εξατμίζεται. Όταν η θερμοκρασία ξεπεράσει τους 100˚C, η υπάρχουσα υγρασία μετατρέπεται σε ατμό. Εφόσον υπάρχει σημαντικό ποσοστό υγρασίας (άνω του 5%) ο ατμός δεν προλαβαίνει μέσω των πόρων και των τριχοειδών διαδρομών να εκτονωθεί στο περιβάλλον και έτσι έχουμε την εκρηκτική διάρρηξη μέσα στην μάζα του σκυροδέματος.

25



Μερος 2

Α. Η

αναγκαιοτητα τησ επεμβασησ σε κτηρια απο ανεπιχριστο σκυροδεμα

Γ. Υπαρχουσα Νομοθεσια // Θεσμικα Πλαισια

Β. Εκταση Επεμβασεων // Οροι

για τη διασωση νεωτερων μνημειων

Δ. Τεχνικες Επεμβασησ

27



Α.

Η

αναγκαιοτητα τησ επεμβασησ σε κτηρια απο ανεπιχριστο σκυροδεμα

Για ένα μεγάλο διάστημα η αρχιτεκτονική του μοντέρνου στην Ελλάδα αντιμετωπιζόταν εχθρικά και με δυσπιστία από τους περισσότερους. Τα κτήρια με σκυρόδεμα (επιχρισμένο ή ανεπίχριστο) είχαν ταυτιστεί με την ανοικοδόμηση των ελληνικών πόλεων και τα στερεότυπα της «τσιμεντούπολης», την εσωτερική μετανάστευση και την έντονη αστικοποίηση. Πλέον αυτά τα στερεότυπα έχουν ξεπεραστεί. Ο μοντερνισμός αποτελεί την μόνη οικεία αρχιτεκτονική μας παράδοση, σχεδόν τον νοσταλγούμε, όπως ο καθένας νοσταλγεί το περιβάλλον των παιδικών του χρόνων. Τα σχολεία του ’30, τα δημόσια κτήρια του ’60, τα «Ξενία» του ΕΟΤ, οι πολυκατοικίες του Μεσοπολέμου, ακόμα και τα κτήρια γραφείων στο κέντρο της Αθήνας στέγασαν καθημερινές στιγμές, όνειρα, προσδοκίες. Σταδιακά αναγνωρίζονται οι αρχιτεκτονικές ποιότητες των μοντέρνων κτηρίων, το όραμα των αρχιτεκτόνων τους και οι προθέσεις για την δημιουργία ενός νέου προτύπου ζωής. Η πιθανότερη κατάληξη όλων αυτών των κτηρίων από σκυρόδεμα είναι η κατεδάφιση. Τα πρώτα κτήρια του μοντέρνου στην Ελλάδα μετρούν πάνω από 70 χρόνια ζωής, και οι αστικές πολυκατοικίες του σχεδόν 50. Η έλλειψη συντήρησης, η ασύμφορη οικονομικά επισκευή τους και τα προβλήματα που έχουν από την φάση της κατασκευής τους ακόμα (υποδιαστασιολόγηση, κακής ποιότητας σκυρόδεμα λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας) οδηγούν σταδιακά στην φθορά και την εγκατάλειψη. Γι αυτό πρέπει να υπάρξουν συντονισμένες ενέργειες από τους αρμόδιους φορείς ώστε να κριθεί ποια από αυτά τα κτίρια πρέπει να διαφυλάξουμε για τις νέες γενιές ως μνημεία μιας αρχιτεκτονικής εποχής που άλλαξε πολλά. Τα μεγάλα σύγχρονα αστικά συγκροτήματα έχουν βασιστεί στη χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος σε τεράστιο βαθμό. Το δομικό αυτό υλικό έχει διαδραματίσει έναν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της εμφάνισης των πόλεων, και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε αυτήν την πραγματικότητα γύρω μας. Σε πολλές περιπτώσεις όμως, κτήρια που διαμορφώνουν αυτήν την αστική πραγματικότητα, είναι μεγάλης ηλικίας. Και παρά τις νέες μεθόδους, την τεχνολογική ανάπτυξη και την καλύτερη ποιότητα σκυροδέματος, και του οπλισμού του, το υλικό αυτό «γερνάει» με άσχημο τρόπο, όταν δεν έχει διατηρηθεί σωστά, εμφανίζοντας επιφάνειες «παρηκμασμένες», που φέρνουν στη μνήμη μια εικόνα καταστροφής. Ποιος ο λόγος τότε της διατήρησης και επέμβασης σε κτίσματα από ανεπίχριστο οπλισμένο σκυρόδεμα; Πως τεκμηριώνουμε την επιλογή της διάσωσης τέτοιων κτηρίων; Διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες κτηρίων από ανεπίχριστο σκυρόδεμα. Στην πρώτη ανήκουν τα κτήρια που μπορούν να χαρακτηριστούν «μνημεία» σύμφωνα με τον αυστηρό ορισμό της λέξης, ενώ στην δεύτερη τοποθετούμε κτήρια τα οποία έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, αλλά δεν εμπίπτουν στην πιο πάνω κατηγορία.

29


• Μνημεία Στην κατηγορία του «μνημείου»1 μπορούμε να τοποθετήσουμε κυρίως τα κτήρια του μοντέρνου κινήματος, αλλά και του μετέπειτα «μπρουταλισμού» (1950-μέσα 1970). Με εμφανείς αρετές και μεγάλη διδακτική αξία είναι σχεδόν αυτονόητο ότι πρέπει να τα διασώσουμε, καθώς αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Στη Χάρτα των Αθηνών διαβάζουμε ότι «οι αρχιτεκτονικές αξίες πρέπει να διαφυλάσσονται (μεμονωμένα κτίσματα ή αστικά σύνολα)», επειδή «είναι μέρος της ανθρώπινης κληρονομιάς, και αυτοί που τα έχουν στην κατοχή τους ή είναι επιφορτισμένοι με την προστασία τους έχουν ευθύνη και υποχρέωση να πράξουν ό,τι είναι θεμιτό για να μεταδώσουν ανέπαφο στους ερχόμενες αιώνες το ευγενές αυτό κληροδότημα». Ορισμένοι υπερασπίστηκαν την άποψη «μη-διατήρησης» του μοντέρνου. Τα επιχειρήματά τους στηρίζονται στην ίδια την φύση του μοντέρνου κινήματος. «Μοντέρνο είναι το μεταβατικό, το φευγαλέο, το περιστασιακό» λέει ο Μποντλέρ2, έκφραση μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Βασικό είναι το ζήτημα της διάρκειας του έργου, την οποία οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες θεωρούσαν συχνά (από τη φάση του σχεδιασμού μερικές φορές) πεπερασμένη. Το ωφελιμιστικό κτήριο ήταν ένα χρηστικό εργαλείο, ένα μέσο, μία μηχανή. Ένα συγκρότημα κατοικιών της δεκαετίας του ‘20 ή ένα σανατόριο υπολογιζόταν να ανταποκριθεί στις οικιστικές ή στις θεραπευτικές ανάγκες (από τη φυματίωση) για 25-30 χρόνια, και γι’ αυτόν ακριβώς τον χρόνο σχεδιαζόταν. Δεν αντιμετωπίστηκε παρά σπάνια με πρόθεση να αντέξει στον χρόνο. Ακόμα και στις περιπτώσεις όμως που σχεδιάστηκε για να μείνει, ως στόχο είχε την διδακτική στις επόμενες γενιές και όχι την «μουσειοποίησή» του. Υπάρχει επομένως μια αντίφαση στην πρόθεση αποκατάστασης των πιο αξιόλογων κτηρίων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που επιλέξει κανείς να επέμβει σε αυτά, βρίσκεται αντιμέτωπος με εντελώς διαφορετικούς παράγοντες και προϋποθέσεις σε σχέση με τα κτήρια άλλων περιόδων. Υπάρχουν κάποιοι κοινώς αποδεκτοί κανόνες και μέθοδοι (ορίζονται από την Χάρτα της Βενετίας και την εκάστοτε νομοθεσία) όσον αφορά στην προσέγγιση μίας επέμβασης. Αυτές οι επιστημονικές αρχές όμως, ανατρέπονται όταν φτάνουμε στο μοντέρνο, αφού έχουν ανατραπεί και οι όροι παραγωγής της αρχιτεκτονικής. Η μελέτη ορίζει το αποτέλεσμα της κατασκευής. Τα κτήρια του μοντερνισμού έχουν τυπολογική, αισθητική και κατασκευαστική ενότητα, η οποία δεν είναι δυνατόν να διαταραχθεί από διαδοχικές μετατροπές ή προσθήκες. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι πρακτικά μη εφαρμόσιμη η αρχή της διατήρησης των ενδιάμεσων φάσεων (ως ιστορικά ή κοινωνικά τεκμήρια) καθώς αλλοιώνουν ανεπανόρθωτα την σύλληψη του αρχιτέκτονα. 1 Μνημείο: κατά icomos: «κάθε ακίνητο, κτισμένο ή όχι, το οποίο διακρίνεται για το αρχαιολογικό, το αισθητικό, το ιστορικό ή το εθνογραφικό του ενδιαφέρον.» 2 Γιακουμακάτος Α., «Η μοντέρνα αρχιτεκτονική είναι διατηρητέα», εφημερίδα Το Βήμα, 20 Ιουλίου 2003


Στη Χάρτα των Αθηνών διευκρινίζεται μία ακόμα παράμετρος της διατήρησης τέτοιων κτηρίων: «ό,τι ανήκει στο παρελθόν δε δικαιούται εξ ορισμού να παραμείνει αιώνιο». Οπότε ουσιαστικά πρωτεύουν τα συμφέροντα της σύγχρονης πόλης και έτσι, «στις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με κτίρια που επαναλαμβάνονται σε πολλά αντίτυπα, θα διατηρούμε ορισμένα απ’ αυτά ως τεκμήρια», ενώ «σε άλλες περιπτώσεις θα μπορεί να απομονωθεί μόνο το μέρος που αποτελεί ενθύμιο ή πραγματική αξία, και το υπόλοιπο θα αναπλαστεί για ωφέλιμους σκοπούς» Υπάρχει μία σαφής, ασκητική σχεδόν λογική, που εμφανίζεται τόσο στην κεντρική ιδέα του κτισμένου και το ογκοπλαστικό του αποτέλεσμα, όσο και στην επίλυση των λεπτομερειών. Τα κτήρια του μοντερνισμού έχουν τυπολογική, αισθητική και κατασκευαστική ενότητα, η οποία δεν είναι δυνατόν να διαταραχθεί από διαδοχικές μετατροπές ή προσθήκες. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι πρακτικά μη εφαρμόσιμη η αρχή της διατήρησης των ενδιάμεσων φάσεων1 (ως ιστορικά ή κοινωνικά τεκμήρια) καθώς αλλοιώνουν ανεπανόρθωτα την σύλληψη του αρχιτέκτονα. Ο Bernard Tschumi στις «Διαφημίσεις του για την Αρχιτεκτονική»2 ασχολήθηκε και με το θέμα της διατήρησης του μοντέρνου. Σε μία από αυτές δείχνει μία φωτογραφία της Villa Savoye σε κατάσταση πλήρους φθοράς. Η φωτογραφία αυτή συνοδεύεται από το σχόλιο: «Ό,τι πιο αρχιτεκτονικό έχει αυτό το κτήριο, είναι η παρακμή που το χαρακτηρίζει». Είναι αλήθεια ότι υπάρχει κρυμμένη γοητεία στα κτίσματα που σταδιακά γίνονται ερείπια. Μας υπενθυμίζουν το παρελθόν, τονίζουν την επίδραση του χρόνου σε κάθε φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνουν να αφυπνίσουν (ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από τα αποκατεστημένα ιστορικά κτήρια) την συνείδησή μας για την ιστορία, τις γενιές που πέρασαν, το παρελθόν. Ο Tschumi συνειδητά επιλέγει να υπερασπιστεί ένα παράδοξο. Το ερείπιο ενός από τα σπουδαιότερα κτήρια του μοντέρνου κινήματος, αντί για την αποκατεστημένη συνέχειά του. Ο ίδιος ο αρχιτέκτονας συμπληρώνει το σχόλιό του δηλώνοντας ότι «η αρχιτεκτονική επιβιώνει μόνο καταργώντας την μορφή που της επιβάλλει η κοινωνία. Υπάρχει μόνο ένας δρόμος: να αρνηθεί τον ίδιο της τον εαυτό, καταστρατηγώντας τα όρια που της έχει θέσει η ιστορία»3. Η αρχιτεκτονική και η απόλαυσή της εκτείνεται πέρα από τις συμβάσεις, τρέφεται από τα παράδοξα, τις αμφιβολίες και τους προβληματισμούς που εγείρει. Έτσι η παρακμή του πάλαι ποτέ αριστουργήματος του Le Corbusier μπορεί να συνεπάρει όχι μόνο τους μυημένους στα μυστικά του, αλλά και τον απλό θεατή.

1 «οι αξιόλογες προσθήκες όλων των εποχών πρέπει να γίνουν σεβαστές, γιατί σκοπός της αποκατάστασης δεν είναι η ενότητα του αρχικού ρυθμού», άρθρο 11, Χάρτα της Βενετίας, 1964 2 Heynen H., “Transitoriness in modern architecture”, Modern Movement Heritage, E & FN SPON, London, 1998, p.26 3 Ό.π.

31


Το πιο ικανοποιητικό επιχείρημα σχετικά με την διατήρηση κτηρίων του μοντέρνου έχει τεθεί από τον Walter Benjamin στο άρθρο του «Εμπειρία και ανέχεια»1 (“Erfahrung und Armut”, 1933). Εκεί υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα έχει σημαντική έλλειψη σε εμπειρίες. Αυτό σχετίζεται άμεσα με την αλλοίωση της παράδοσης και την υπερβολική παροχή πληροφοριών και τεχνολογίας. Δεν προλαβαίνουμε, δηλαδή, να αποκτήσουμε εμπειρία σε κάτι, καθώς τα πάντα μοιάζουν πλέον προσωρινά. Οι ρυθμοί είναι τόσο γρήγοροι που υπερνικάται το παρελθόν και τα επιτεύγματά του, ενώ το παρόν μοιάζει στιγμιαίο και αποσπασματικό. Αντί να θρηνούμε για αυτήν την κατάσταση, θα μπορούσαμε να την δούμε σαν μία ευκαιρία για νέα αρχή. Σ’ αυτήν την νέα αρχή βασίζεται και ο «νέο-βαρβαρισμός». Στρέφεται στο αυθεντικό, το ενστικτώδες και το πρωτόγονο, πέρα από ψευδείς κουλτούρες. Αυτή η νέα προοπτική βρίσκεται στον πυρήνα της πρωτοπορίας, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Έτσι, η μοντέρνα αρχιτεκτονική με τις λιτές γραμμές της και την φουνξιοναλιστική αντίληψη, είναι διαχρονική και άχρονη. Συμβαδίζει με κάθε εποχή επειδή εκφράζει τις αντικειμενικές ανάγκες του ανθρώπου, πέρα από ψεύτικα στυλ του παρελθόντος. Τα κτίρια του μοντέρνου είναι πέρα από το μοντέρνο και μπορούν να αποτελέσουν απάντηση σε σημερινές ανησυχίες. Εξάλλου, όπως αναφέρει και ο Marshall Berman στο βιβλίο του “All that is solid melts into air”2, «το μοντέρνο μπορεί να βιωθεί κατεξοχήν μέσα σ’ έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται». Οι λύσεις που ενσωματώθηκαν στις φόρμες του μοντέρνου κινήματος θα μπορούσαν να διαρκέσουν δέκα, είκοσι ή και εκατοντάδες χρόνια, ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις. Η νεωτερικότητα ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός. Οι αρχιτέκτονες του μοντέρνου, πέρα και πάνω απ’ όλα αναζητούσαν το γνήσιο, το αληθινό, ανεξαρτήτως αν ήταν παλιό ή νέο. Μία ακόμα από τις βασικές ιδέες του Μοντέρνου Κινήματος είναι η ιδέα ότι η αρχιτεκτονική οφείλει να ξεκινήσει από το μηδέν, ότι πρέπει να καταρριφθεί ο προηγούμενος κόσμος και ότι συνδέεται με αυτόν. Δεν θα μπορούσαμε όμως να τηρήσουμε αυτήν την αντίληψη κατά γράμμα, και να αποφασίσουμε τη μη διατήρηση των νεώτερων μνημείων. Έχουμε διδαχθεί ότι η αρχιτεκτονική εκ του μηδενός (tabula rasa)3 δεν μπορεί να εκπληρώσει όλες τις ανθρώπινες ανάγκες, ότι ο άνθρωπος έχει μία βαθιά επιθυμία να ανήκει κάπου και να συνδέεται με ό,τι προϋπήρξε. Είναι σχεδόν παρήγορη η επίγνωση ότι υπάρχει μία συνέχεια, ότι δεν είσαι μόνος σ’ αυτόν τον κόσμο. 1 Heynen H., “Transitoriness in modern architecture”, Modern Movement Heritage, E & FN SPON, London, 1998, p.26 2 Heynen H., “Transitoriness in modern architecture”, Modern Movement Heritage, E & FN SPON, London, 1998, p.27 3 tabula rasa: άγραφο χαρτί· η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου επί συγκεκριμένου θέματος


Ο μοντερνισμός πλέον μεγάλωσε, και μπαίνει στην εφηβεία του. Δεν χρειάζεται να μάχεται και να αντιδρά πια. Ο αγώνας έχει διεξαχθεί, αυτό που μένει σε μας είναι να βρούμε τον τρόπο να συνυπάρξουμε με μία νεωτερικότητα που έχει ήδη εφαρμοσθεί. Όπως λέει και ο Marshall Berman: «Οι μοντερνιστές δεν μπορούν ποτέ να ξεφύγουν από το παρελθόν. Αν το κίνημα κατάφερνε ποτέ να κόψει τον ομφάλιο λώρο του με το παρελθόν, θα έχανε όλη την βαρύτητα και την ουσία του»1. Μόνο μέσω της διατήρησης των ανταγωνιστικών δεσμών του με το (τότε) μοντέρνο του παρελθόντος, μπορεί να προσανατολιστεί με σαφήνεια και σιγουριά προς το παρόν και το μέλλον. Έχουμε ανάγκη το παρελθόν και τις εμπειρίες του για να προσδιορίσουμε την ταυτότητά μας και να χτίσουμε το μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τα σύγχρονα μνημεία με σεβασμό και φροντίδα, όχι μόνο για την υλική τους υπόσταση αλλά κυρίως για τις ιδέες που ενσαρκώνουν. Επομένως η αποκατάσταση αυτών των κτηρίων είναι αναγκαία. Παρόλα αυτά, η επαναφορά τους στην αρχική κατάσταση, σαν να είναι καινούρια (πχ. Villa Savoye, Rietveld-Schröderhouse) ενέχει κινδύνους καθώς δεν συμβαδίζει με το πνεύμα του Μοντέρνου Κινήματος. Και τα δύο κτήρια είναι «παγωμένα» σε μία συγκεκριμένη στιγμή τελειότητας. Έχουν αποποιηθεί την ανθρώπινη παρουσία σ’ αυτά και το πέρασμα του χρόνου, και έχουν πλέον γίνει μουσεία του εαυτού τους. Αυτό μας βάζει σε σκέψεις για το ποιος θα ήταν ο πιο έντιμος τρόπος να αντιμετωπιστούν οι εργασίες αποκατάστασης σ’ αυτά τα μνημεία. Ακριβής αναπαραγωγή του κτηρίου ως είχε, ή πιο ήπια επέμβαση και αλλαγή χρήσεων; Ο μοντερνισμός είναι από την φύση του αντιφατικός. Χαρακτηρίζεται από μία διαρκή πάλη ανάμεσα στην προσπάθεια για εξέλιξη και την νοσταλγία για όσα αναπόφευκτα χάνονται. Ζούμε έναν κόσμο που μας συγκινεί με τις υποσχέσεις του για αλλαγή, αλλά ταυτόχρονα απειλεί όσα ξέρουμε, όσα είμαστε. Ο συνδυασμός αυτών των εντελώς αντιφατικών παραμέτρων αποδίδει τον μοναδικό χαρακτήρα του μοντέρνου. Τα μηνύματά του, ευαίσθητα και διαχρονικά, πρέπει να διασωθούν. Όχι με σκοπό την μίμηση η την προσπάθεια αναβίωσής του. Οφείλουμε να έχουμε την επίγνωση ότι τίποτε δεν προκύπτει από το μηδέν, και όσα προϋπήρξαν στο παρελθόν είναι αυτά που δημιουργούν το μέλλον. Όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει.

1 Heynen H., “Transitoriness in modern architecture”, Modern Movement Heritage, E & FN SPON, London, 1998, p.26

33


• Άλλες κατηγορίες κτηρίων Εκτός από την κατηγορία των «μνημείων» ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κτήρια από ανεπίχριστο σκυρόδεμα τα οποία εμφανίζουν ορισμένες κοινές αρετές, χωρίς να ανήκουν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κίνημα ή σχολή. Το γεγονός ότι δεν είναι αναγνωρισμένα διεθνώς, ή σχεδιασμένα από μεγάλους αρχιτέκτονες, δεν μειώνει την αξία ορισμένων από αυτά. Μιλάμε κυρίως για κτήρια εμφανούς σκυροδέματος, με σαφή χωρική οργάνωση και ενδιαφέροντες (συνήθως μεγάλους) χώρους. Μπορεί να είναι παλιά βιομηχανικά κελύφη, σχολικά κτήρια ή ακόμα και υπολείμματα κάποιου πολέμου, συνήθως άσημου δημιουργού. Το γεγονός ότι δεν είναι αμιγώς μνημεία, θέτει περιορισμούς για την διατήρησή τους, καθώς από τον νόμο προστατεύονται σε μεγαλύτερο βαθμό κτήρια γνωστών δημιουργών. Το νομικό κενό όμως που υπάρχει όσον αφορά στην δυνατότητα διατήρησης και στο βαθμό της επέμβασης σε αυτά τα κτήρια, μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Τέτοια κελύφη αν χρησιμοποιηθούν κατάλληλα μπορεί να δημιουργήσουν νέους, ενδιαφέροντες χώρους. Η έλλειψη περιορισμών και αυστηρών κανόνων βοηθά την αρχιτεκτονική σύλληψη και διευκολύνει την εφαρμογή πιο τολμηρών ιδεών. Από την στιγμή που η προστασία των κτηρίων υπό προϋποθέσεις ένα κοινά αποδεκτό ζήτημα, τίθεται η προοπτική της επανένταξής τους στον αστικό και κοινωνικό ιστό μέσω της επανάχρησης. Η θεώρηση ενός υφιστάμενου κτηρίου μέσα από νέες χρήσεις δεν είναι μια καινούργια τακτική. Η ουσία της στην σημερινή πραγματικότητα γύρω από το μοντέρνο και τα ζητήματα γύρω από το ανεπίχριστο σκυρόδεμα είναι το πώς εμφανίζεται, ποιους κανόνες ακολουθεί – εάν αυτοί υπάρχουν –και σε ποια αποτελέσματα καταλήγει. Το πρώτο βήμα είναι η κωδικοποίηση των παραγόντων που οδηγούν στην απόφαση ένα κτήριο να αλλάξει χρήση και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να αλλάξει ταυτότητα έστω και αν μεγάλα ή μικρά τμήματά του έχουν διατηρηθεί. Στα ελληνικά δεδομένα σημαντικό ρόλο παίζει το καθεστώς της νομοθεσίας που μέχρι πρόσφατα υπαγόρευε ρητά την λογική της κατεδάφισης και αντικατάστασης ‘’μη διατηρητέων’’ κτηρίων από νέα. Η περίεργη κατηγορία των κτηρίων από ανεπίχριστο σκυρόδεμα είχε συχνά μια τέτοια μοίρα έστω κι αν υπήρχαν προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως διατηρητέα κάποια από αυτά.


Ορισμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως στο ανθρώπινο DNA συμπεριλαμβάνεται η μνήμη και οι εμπειρίες ολόκληρου του ανθρώπινου είδους. Μήπως με έναν παρόμοιο τρόπο το κάθε κτήριο είναι αναπόσπαστο κομμάτι του γενετικού υλικού και της εξέλιξης μίας πόλης; Μήπως αυτή η καθολική και αναπόσπαστη μνήμη προστάζει τη διατήρηση και περισσότερων κτισμάτων; Σε καμία περίπτωση πάντως δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως όλα ανεξαιρέτως τα κτήρια επιβάλλεται να διατηρηθούν. Αλλά ανάμεσα σε μια ολότητα ενός αστικού κέντρου υπάρχουν σίγουρα κτήρια που μας τραβούν την προσοχή όσον αφορά στην ταυτότητά τους. Βέβαια, καθώς η πόλη αναπτύσσεται μέσα στο χρόνο, αλλάζουν και οι χρήσεις που φιλοξενούν τα κτήρια και τα κτηριακά συγκροτήματα. Και είναι προφανές πως δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν όλα τα κτίσματα ως μουσεία της ίδιας τους της ταυτότητας, εάν η χρήση που φιλοξενούσαν δεν είναι πλέον αναγκαία, ή συμβατή. Αυτό άλλωστε θα ακύρωνε και έναν από τους βασικούς στόχους της επανάχρησης, που είναι η αποφυγή του ‘urban sprawl’, της αστικής εξάπλωσης. Χρησιμοποιούμε παλιά «θραύσματα» της πόλης, εξοικονομώντας χώρο και χρήμα και δίνοντας μία νοητική συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. «Κάθε ανθρώπινη πράξη κερδίζει αναγνώριση, τιμή, πραγματική μεγαλοπρέπεια, χάριν της αναλογίας της με τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν. Είναι το όραμα, η ήρεμη και σταθερή εγκαρτέρηση, που πάνω από όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ξεχωρίζουν τον ένα άνθρωπο από τον άλλο, και τον πλησιάζουν στον Δημιουργό. Και δεν υπάρχει πράξη ή τέχνη, της οποίας η λαμπρότητα να μην προσμετράται βάσει αυτής της δοκιμασίας. Επομένως, όταν κατασκευάζουμε οικοδομήματα, ας σκεφτόμαστε ότι το κάνουμε για πάντα. Ας μην είναι μόνο για την τέρψη του παρόντος, ή για τη σύγχρονη χρήση μόνο. Ας είναι ένα έργο τέτοιο για το οποίο οι απόγονοί μας θα μας ευγνωμονούν για αυτό, και ας σκεφτούμε, όπως τοποθετούμε την πέτρα πάνω στην πέτρα, ότι θα έρθει μια εποχή όπου όλες οι πέτρες θα θεωρούνται ιερές γιατί τα χέρια μας τις ακούμπησαν, και οι άνθρωποι θα λένε όταν θα εξετάζουν το μόχθο και τη δουλεμένη τους υπόσταση «Κοιτάξτε! αυτό έφτιαξαν οι πατέρες μας για μας». Γιατί πράγματι, η μεγαλύτερη δόξα ενός κτηρίου δεν είναι στις πέτρες του, ούτε στο χρυσό του. Η δόξα του είναι στην Εποχή του, και σε αυτή την βαθειά αντίληψη του πλήθους των φωνών, της αυστηρής παρατήρησης, της αινιγματικής κατανόησης, αλλά ακόμα της αποδοχής ή της καταδίκης, που συναισθανόμαστε στους τοίχους οι οποίοι διαβρέχονται από τα διερχόμενα κύματα της ανθρωπότητας…»1 1

John Ruskin, “The Lamp of Memory”, κεφ.6, The Seven Lamps of Architecture

35


Εάν τα κτήρια όμως αλλάζουν χρήση, πως βρίσκει εφαρμογή το ‘form follows function’, του Sullivan; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πιθανότατα βρίσκεται στον αγγλικό όρο για την επανάχρηση. Adaptive Reuse. Δηλαδή η επανάχρηση πρέπει να προσαρμόζεται κάθε φορά, η χρήση να προσαρμόζεται στη μορφή, και η μορφή στη χρήση. Με σωστό σχεδιασμό, και ενέργειες, υπάρχουν εξαιρετικά παραδείγματα επανάχρησης κτηρίων σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα ερωτηματικά είναι αναπόφευκτα όσον αφορά το πώς και σε τι έκταση λαμβάνει χώρα μια επανάχρηση, η σχέση της νέας λειτουργίας με την παλιά, ο βαθμός αλλοίωσης του αρχικού κτηρίου παρά την διατήρηση τμημάτων του και τελικά η ένταξη του παλαιού στο νέο και αντίστροφα. Προβλήματα όπως η αυθεντικότητα των υλικών και της σύνθεσης, η διάκριση των παλιών από τα νέα και πιθανώς η έννοια της αναστρεψιμότητας είναι μερικά μόνο από τα δυσχερή θέματα που μπορεί να προκύψουν σε μία επανάχρηση. Η πόλη η οποία μένει ίδια στην διάρκεια του χρόνου, αναλλοίωτη και στατική, σύμφωνα με τον Καλβίνο για την Ζόρα, διαλύεται και αργοπεθαίνει, είναι ένα φαντασιακό κομμάτι. Καμία σχέση δεν έχει με την πόλη όπου η πραγματική ζωή εκτυλίσσεται καθημερινά. Αυτό δίνει κίνητρα στις ιδέες της επανάχρησης μιας και τα κτήρια εάν και εφόσον διατηρούνται μπορούν να μείνουν «αιώνια» κατά κάποιον τρόπο, ενώ οι λειτουργίες και οι ανθρώπινες ανάγκες θα μεταβάλλονται διαρκώς. Από την μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη μπορεί κανείς να συναντήσει πολλά παραδείγματα αρχιτεκτονικών έργων που εξυπηρετούν σήμερα λειτουργίες πολύ διαφορετικές από αυτές για τις οποίες χτίστηκαν. Το πρόβλημα φυσικά της σύγκρουσης ανάμεσα στην μορφή και το περιεχόμενο- λειτουργία παραμένει. Απλώς σε ορισμένες περιπτώσεις είμαστε ωφελημένοι ίσως από την υποχώρηση του παραπάνω παράγοντα απλά και μόνο γιατί η εισαγωγή της νέας χρήσης αναδεικνύεται σαν καταλυτικός παράγοντας ένταξης του κτηρίου στην νέα εποχή. Οι περιπτώσεις κτηρίων που έχουν περάσει μέσα από την διαδικασία της αλλαγής χρήσης είναι αναρίθμητες. Όσον αφορά το κομμάτι του μοντέρνου παρατηρούμε αναπόφευκτα την επανάχρηση να εφαρμόζεται κυρίως σε κτίσματα μεγάλης κλίμακας. Η νέα αντίληψη εμφανίζεται πιο συχνά πλέον σε βιομηχανικά συγκροτήματα όπου η απλότητα της κτηριολογικής συγκρότησης (στην πράξη ο μηχανικός εξοπλισμός αλλάζει την ταυτότητα) εξυπηρετεί ακόμα περισσότερο την προσθήκη μιας νέας λειτουργίας. Βέβαια όπως και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση κομμάτια του κτηρίου διατηρούνται και συντηρούνται, επειδή ενσωματώνουν αξίες και σημασίες του πολιτισμού και της ιστορίας. Η επανάχρηση όμως δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μπορεί να έχει έναν καθολικό τρόπο εφαρμογής. Κάθε κτήριο είναι και ένα μοναδικό σύνολο αξιών όπου η διαδικασία του τι διατηρούμε, τι αλλάζουμε και τι αφήνουμε πίσω οφείλει να είναι ενδελεχής και με φάσμα που σίγουρα περιλαμβάνει πέρα από την καθαρή ιστορία και την πλήρη συνθετική σκέψη του δημιουργού κάθε φορά.


37



Β. Έκταση

επεμβάσεων

// Οροι

Ο τρόπος και τα μέσα προκειμένου να επέμβει κάποιος σε ένα κτήριο είναι αυτά που συντελούν τον χαρακτήρα της επέμβασης. Από την στιγμή που τεκμηριώνεται η ανάγκη της επέμβασης υπάρχει ένα ευρύ φάσμα δράσεων καθώς επίσης υπάρχουν όρια και επεξηγήσεις για τις οποιεσδήποτε δράσεις. Η ταυτότητα ενός κτηρίου από οπλισμένο σκυρόδεμα συνίσταται από πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γεγονός που δίνει διαφορετική χροιά στις επεμβάσεις που πιθανώς να επιδέχεται. Οι κοινά αποδεκτές πρακτικές για επεμβάσεις σε κτήρια που έχουν αναγνωρισμένη αρχιτεκτονική αξία ή είναι μνημεία διαφέρουν μεταξύ τους αναλόγως με το υλικό που είναι υπό μελέτη κάθε φορά. Στην περίπτωση του σκυροδέματος και των κατασκευών από αυτό, πολλά πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά εξαιτίας της μονολιθικότητας. Έτσι επιστημονικοί όροι όπως αυτός της αναστύλωσης όπου συνήθως επιχειρείται η σωστή ανασύνθεση των αρχιτεκτονικών μελών ενός μνημείου, μπαίνουν στην άκρη εξαιτίας της μονολιθικότητας του υλικού. Η ουσία από εδώ και στο εξής είναι ότι οι επεμβάσεις σε κτήρια που μας αφορούν δεν εντάσσονται στα σκεπτικά επεμβάσεων σε κτήρια που έχουν χαρακτηριστεί μνημεία και μόνο. Οι περιπτώσεις που αντιμετωπίζουμε δεν είναι μόνο τα κτήρια – μνημεία αλλά και αυτά που χωρίς να πάρουν αυτόν τον χαρακτηρισμό αποτελούν ερωτηματικά για τον αστικό ιστό και την αρχιτεκτονική συνοχή του δομημένου περιβάλλοντος. Αναμφισβήτητα πολλές από τις περιπτώσεις είναι σημαντικές γιατί αποτελούν κυρίαρχα κομμάτια του μοντέρνου κινήματος. Υπάρχουν όμως εξίσου σημαντικά έργα όπου η αναγκαιότητα της επέμβασης φιλτράρεται μέσα από διαφορετικά κριτήρια. Πριν από 150 περίπου χρόνια γράφτηκε η ευφυέστερη ίσως περίληψη των διεθνών Αρχών της επιστημονικής επέμβασης σε μεγάλης σημασίας αρχιτεκτονήματα με τα εξής λόγια : “It is better to consolidate than to repair, better to repair than to restore, better to restore than to rebuild,better to rebuild than to embellish”1. Δηλαδή είναι προτιμότερο να στερεώνουμε παρά να επισκευάζουμε, προτιμότερο να επισκευάζουμε παρά να αναστηλώνουμε, προτιμότερο να αναστηλώνουμε παρά να ανακατασκευάζουμε, προτιμότερο να ανακατασκευάζουμε παρά να εξωραΐζουμε. Τα ίδια ακριβώς λόγια εμπεριέχουν και την λογική της αντιμετώπισης ενός έργου από ανεπίχριστο σκυρόδεμα. Η τεκμηρίωση βέβαια είναι πρωταρχικό ζήτημα πάντα πριν από οποιαδήποτε ενέργεια. Από εδώ και πέρα προσπαθούμε να διευκρινίσουμε τα όρια των επεμβάσεων σε κτήρια από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, τι ρόλο παίζουν η συντήρηση, η στερέωση και η αποκατάσταση σε αυτά και τέλος πως όλα τα παραπάνω υλοποιούνται μέσα από τεχνικά και θεωρητικά πλαίσια. 1

The principles of conservation- the York gospel – (according to Derek Linstrum)

39



Γ. Yπαρχουσα Νομοθεσια // Θεσμικα Πλαισια

για τη

Διασωση Νεωτερων Μνημειων

Αποτέλεσμα των προβληματισμών περί της αποκατάστασης ήταν οι διάφορες νομοθετικές προσπάθειες που ακολούθησαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές οι κινήσεις δεν έγιναν στα πλαίσια ατομικών πολιτικών για κάθε χώρα, αλλά ως συντονισμένες προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο. Οι πρώτες διατάξεις (δεοντολογικά πλαίσια) που συντάχθηκαν, διατύπωναν τις εξής βασικές αρχές: • Χάρτης των Αθηνών (1931). -ανάγκη διεθνούς συνεργασίας -διαπίστωση της τάσης εγκατάλειψης των μνημείων -σεβασμός μεταγενέστερων φάσεων, διατήρηση παλιάς χρήσης, σε περίπτωση αλλαγής χρήσης ανάγκη σεβασμού του χαρακτήρα -δυνατότητα χρήσης νέων υλικών -συνεργασία των ειδικών -ανάγκη δημιουργίας αρχείου -ανάγκη ευαισθητοποίησης και διαπαιδαγώγησης • Carta del Restauro (1933). -προτεραιότητα στη συντήρηση και την στερέωση των μνημείων -ανάγκη να υπερισχύουν τα αυθεντικά μέλη και όχι τα προστιθέμενα, τεκμηρίωση της αρχικής μορφής - για τα αρχαία μνημεία μόνο αναστήλωση και όχι ανακατασκευή -στα ζωντανά μνημεία να προτιμώνται οι αρχικές τους φάσεις -σεβασμός των νεότερων φάσεων, αξιολόγησή τους σε περίπτωση απομάκρυνσης νεωτερικών στοιχείων. -σεβασμός στο περιβάλλον των μνημείων -διαφοροποίηση αυθεντικών από τα προστιθέμενα μέλη -εφαρμογή σύγχρονων υλικών Η διεθνής συνεργασία στα πολιτιστικά ζητήματα διευκολύνθηκε κατά πολύ στα μεταπολεμικά χρόνια με την ίδρυση του επιστημονικού και μορφωτικού οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, γνωστού ως UNESCO. Ίσως το σημαντικότερο συνέδριο που έγινε για την συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και η πλέον οργανωμένη κίνηση για τον καθορισμό ορισμένων κοινών αρχών έγινε το Μάιο του 1964, στη Βενετία. Οργανώθηκε από τους αναστηλωτές, που ήδη είχαν αποκομίσει μία εμπειρία 20 ετών μετά τις καταστροφές από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από αυτό το συνέδριο ιδρύθηκε το ICOMOS (International Council On Monuments and Sites) με στόχο την οργάνωση και την ανταλλαγή εμπειριών σχετικά με τις αποκαταστάσεις.

41


Ταυτόχρονα ψηφίστηκε ο • Χάρτης της Βενετίας (1964). Υπογράφηκε από εκπροσώπους 17 κρατών, έχει πολύ μικρή έκταση και ουσιαστικά αποτελεί ένα ευέλικτο και ευπροσάρμοστο πλαίσιο αρχών, που «αφήνει σε κάθε έθνος την φροντίδα να εξασφαλίσει την εφαρμογή τους μέσα στα πλαίσια του δικού του πολιτισμού και των δικών του παραδόσεων». Μεταξύ άλλων ορίζει: - Τι αποτελεί ιστορικό μνημείο - Ότι η συντήρηση των μνημείων ευνοείται αν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για κάποιο κοινωνικό σκοπό - Ότι οι επεμβάσεις πρέπει να ναι διακριτές συγκριτικά με την αρχική σύνθεση. - Ότι τυχόν αξιόλογες προσθήκες πρέπει να αξιολογηθεί αν θα απομακρυνθούν ή θα παραμείνουν ως τεκμήριο των φάσεων που πέρασε το κτήριο. - Τα μνημειακά σύνολα πρέπει να αποκατασταθούν και να αξιοποιηθούν - Ότι πριν την έναρξη οποιονδήποτε εργασιών, πρέπει να διεξαχθεί αναλυτική τεκμηρίωση της κατάστασής του και των προθέσεων της επέμβασης. - Την αρχή της αναστρεψιμότητας. Οι επεμβάσεις θα πρέπει να γίνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να διαφυλαχθεί η δυνατότητα επιστροφής του μνημείου στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από την επέμβαση. Ακολούθησε η • Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975), η οποία όμως εστιάζει στα διατηρητέα σύνολα πολιτιστικής κληρονομιάς, στις κοινωνικές/διδακτικές προεκτάσεις των αποκαταστάσεων και τον τρόπο που οφείλουν να δράσουν νομοθετικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Το Δεκέμβριο του 1967 ξεκινά ο ουσιαστικός διάλογος για την διάσωση του μοντέρνου, με το άρθρο “Heroic Relics” του περιοδικού “Architectural Design”. Για πρώτη φορά συγκεντρώνονται σε ένα κείμενο σχεδόν όλα τα αξιόλογα κτίρια του Μοντέρνου κινήματος, που στάθηκαν θύματα του χρόνου, των επιπόλαιων επισκευών, της κακής χρήσης, της ελλιπούς κατασκευής και των οικονομικών συμφερόντων. Λίγες μόλις δεκαετίες μετά την ολοκλήρωσή τους, τα πρώτα έργα του Λε Κορμπυζιέ και το κτίριο του Μπαουχάους βρίσκονταν σε κίνδυνο. Από την δεκαετία του ’60 είχαν ήδη αρχίσει να κατεδαφίζονται σύγχρονα αρχιτεκτονικά μνημεία όπως η Maison du Peuple στις Βρυξέλλες του Horta ή το Imperial Hotel στο Τόκιο του Wright. Ελλιπείς υπολογισμοί είχαν δημιουργήσει σοβαρό στατικό πρόβλημα στους τολμηρούς προβόλους του Falling Water, ενώ η έλλειψη τεχνογνωσίας κατά την κατασκευή εμφανιζόταν ως αστοχία του φέροντα οργανισμού πολλών άλλων κτηρίων. Ο προβληματισμός σχετικά με την πορεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του μοντέρνου κινήματος οδήγησε στην δημιουργία ενός οργανισμού με αποκλειστικό στόχο την τεκμηρίωση και την συντήρηση των έργων εκείνης της εποχής.


Το docomomo (international working party for documentation and conservation of buildings, sites and neighborhoods of the modern movement) ιδρύθηκε το 1988 στο Αϊντχόβεν της Ολλανδίας. Η αποστολή του είναι: - Να καταπολεμήσει την καταστροφή και παραμόρφωση σημαντικών έργων του μοντέρνου κινήματος - Να ανταλλάξει ιδέες σχετικά με τις τεχνολογίες της αποκατάστασης, την ιστορία και την διδασκαλία του μοντέρνου κινήματος - Να κινήσει το ενδιαφέρον για τις ιδέες και την κληρονομιά Μοντέρνου κινήματος και να ενισχύσει την τεκμηρίωση των κτηρίων του. Στις μέρες μας το docomomo είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας για την διατήρηση των κτηρίων του μπρουταλισμού, από την Ευρώπη μέχρι την Ιαπωνία, την Αυστραλία, την Βόρεια και την Νότια Αμερική. Επιτυχία των δράσεων του docomomo θεωρείται η απονομή του βραβείου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Πολιτιστική Κληρονομιά 2008 στο εργοστάσιο Van Nelle στο Rotterdam. Το βραβείο αυτό απονέμεται από κοινού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Europa Nostra, την Πανευρωπαϊκή Ομοσπονδία για την Πολιτιστική Κληρονομιά. Ως στόχο του έχει την προώθηση νέων ικανοτήτων και τεχνολογιών στην πρακτική των αποκαταστάσεων και την εφαρμογή τους στην κληρονομιά. Στην κατηγορία Conservation τιμήθηκε η αποκατάσταση και επανάχρηση του εργοστασίου, ως υποδειγματική προσέγγιση της επέμβασης σε ένα κτίριο διεθνούς σημασίας. Για πρώτη φορά βραβεύτηκε η αποκατάσταση ενός κτηρίου από σκυρόδεμα, αναγνωρίζοντας τις ιδιαίτερες απαιτήσεις και δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος, και ανοίγοντας νέους δρόμους στο διάλογο για αυτό το ζήτημα.

43


εικ. 14 Τεχνική “patch repair”


Δ. Τεχνικές

επέμβασης

Η αποκατάσταση του σκυροδέματος στην αρχιτεκτονική μάλλον ενέχει πολύ περισσότερες προκλήσεις από την παρασκευή μιας εξαιρετικής τεχνολογικά ποιότητάς του. Οι αισθητικές ποιότητες της τελικής επιφάνειας πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη σε όλη την πορεία της επέμβασης. Η αποκατάσταση συνιστά εξαιρετική γνώση πάνω στην ποιότητα των αδρανών, του χρώματος, των μοτίβων και της μορφής των πρωταρχικών στοιχείων της κατασκευής. Το να διορθωθούν τα θεμελιώδη αίτια της φθοράς είναι μια διαδικασία που απαιτεί γνώση και της τελευταίας λεπτομέρειας. Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου σε οποιαδήποτε περίπτωση επέμβασης φιλτράρεται μέσα από παράγοντες όπως η αιτία και η έκταση της φθοράς καθώς και ο κίνδυνος μελλοντικής αστοχίας, η πρακτικότητα της όποιας απόφασης και η καταλληλότητά της για ένα μνημείο με μεγάλη πολιτισμική σημασία, η αισθητική – αρχιτεκτονική πλευρά και τέλος το κόστος. Βέβαια πριν από οποιαδήποτε ενέργεια, η πρακτική πλευρά του ζητήματος προϋποθέτει την πλήρη τεκμηρίωση και την συγκέντρωση στοιχείων πάσης φύσεως για το κτήριο. Αυτό επιτυγχάνεται με μεθόδους όπως η αποτύπωση, η φωτογραμμετρία ή ακόμα και η συνεργασία με κέντρα τεκμηρίωσης. Περνώντας στο τεχνικό κομμάτι του θέματος θα μπορούσαμε να έχουμε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά τις παραδοσιακές σχετικά τεχνικές επέμβασης και η δεύτερη έναν πιο σύγχρονο τεχνολογικά τρόπο που συνίσταται από τις ηλεκτροχημικές μεθόδους επέμβασης. Στην πρώτη κατηγορία ξεκινάμε από τον απλό καθαρισμό που στις επιφάνειες από ανεπίχριστο σκυρόδεμα αποτελεί πρωταρχικό βήμα πριν από οτιδήποτε άλλο στην επέμβαση. Και αυτό γιατί αποκαλύπτει στην ουσία την πραγματική έκταση και θέση των προβλημάτων που έχει η κατασκευή. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται πεπιεσμένο νερό ή σε άλλες όπου η φθορά είναι πλέον εκτεταμένη είναι ενδεδειγμένη η χρήση υγρής αμμοβολής ή ειδικών συσκευών καθαρισμού. Αμέσως μετά ευρέως διαδεδομένη είναι η τεχνική του gunite (εκτοξευόμενο σκυρόδεμα). Το gunite χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ή επισκευή δομικών στοιχείων από μπετόν ή τούβλα. Μπορεί να εφαρμοστεί σε επιφάνειες οποιασδήποτε κλίσης, ακόμα και σε οροφές (όμως απαιτεί ειδικό εξοπλισμό και εκπαιδευμένα συνεργεία). Ο εξοπλισμός της συγκεκριμένης μεθόδου είχε το όνομα “cement gun” οπότε και το ίδιο το υλικό στην εφαρμογή αυτή ονομάστηκε gunite. Το εκτοξευόμενο σκυρόδεμα εφαρμόζεται κυρίως για επισκευές κτηρίων, στους μανδύες δομικών στατικών στοιχείων (υποστυλώματα, δοκοί, πλάκες) και στην ενίσχυση φερουσών τοιχοποιιών και λιθοδομών. Η εφαρμογή του στην περίπτωση του ανεπίχριστου σκυροδέματος μπορεί να αλλάξει ανεπανόρθωτα την αρχική αρχιτεκτονική σύνθεση δημιουργώντας μια εντελώς ξένη επιδερμίδα στο κτήριο η οποία συνήθως έχει ένα μέσο πάχος περί τα 5 με 7 ή ακόμα και 10cm.

45


Στην ίδια λογική της ενίσχυσης της διατομής λειτουργούν και οι μανδύες με διατομή που φτάνει έως τα 15cm. Η χύτευση γίνεται με την βοήθεια νέου ξυλότυπου και έτσι είναι πιο εύκολο η τελική επιφάνεια του σκυροδέματος να μην απέχει από τις αρχικές υφές. Έχοντας εξασφαλίσει την στατική ενίσχυση της διατομής το πιθανό αρχιτεκτονικό ζήτημα είναι οι σημαντικές αλλαγές που επέρχονται πλέον στις αναλογίες των δομικών στοιχείων και της κτηριακής σύνθεσης. Παράλληλες τεχνικές είναι και οι τσιμεντενέσεις – ρητινενέσεις που χρησιμοποιούνται για την πλήρωση ρωγμών. H λογική της ενίσχυσης της διατομής λειτουργεί σε συνδυασμό με άλλες στρατηγικές για επεμβάσεις σε κατασκευές που έχουν προβλήματα από την δυναμική φόρτιση του σεισμού. Μία από αυτές είναι η ενσωμάτωση νέων τοιχωμάτων στο κτήριο όπου ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στις συνδέσεις μεταξύ του καινούργιου τοιχίου και της υφιστάμενης κατασκευής. Ομοίως εξυπηρετεί και η χρήση μεταλλικών συνδέσμων στις υφιστάμενες κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η τοποθέτηση των συνδέσμων γίνεται εξωτερικά και η ένωση με την κατασκευή του οπλισμένου σκυροδέματος γίνεται με χρήση κομβοελασμάτων . Πρόκειται για μια τεχνική που χρησιμοποιείται συχνά τα τελευταία χρόνια για σεισμική ενίσχυση στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα πιο συνήθης είναι η τεχνική του Patch Repair (εικ. 14) ανεξάρτητα από την βελτίωση των υλικών ή των τεχνολογιών γιατί ουσιαστικά παραμένει η ίδια διαδικασία. Η επιπλέον στατική στήριξη μπορεί να είναι αναγκαία καθώς κατά την διάρκεια της επέμβασης η στατική επάρκεια του κτηρίου μπορεί να αλλάζει συμπεριφορά. Η εφαρμογή πραγματοποιείται αφαιρώντας τα ρηγματωμένα, κατεστραμμένα ή ενανθρακωμένα κομμάτια έως ότου αποκαλυφθεί ο οπλισμός ο οποίος και στην συνέχεια πρέπει να καθαρίζεται σωστά. Αναλόγως της φθοράς του οπλισμού προχωράει και η επέμβαση. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται όταν ο οπλισμός χρήζει αντικατάστασης, ενώ σημαντική είναι η επιλογή των νέων μειγμάτων τσιμεντοκονίας που προστίθενται στην θέση του σκυροδέματος που έχει αφαιρεθεί. Όσον αφορά την ορθότητα της επέμβασης, το βάρος πέφτει στο κατά πόσο οι αλλαγές μέσω των νέων υλικών αναιρούν την αρχική ταυτότητα του κτηρίου ή του μνημείου και σε τι βαθμό. Η βαθιά γνώση της αρχικής ποιότητας του σκυροδέματος βοηθά στο να μην υπάρχει απόκλιση αλλά όσο πιο δυνατόν ομοιογενής σχέση μεταξύ υπαρχόντων και νέων υλικών. Η τελευταία λύση στα ‘’παραδοσιακά’’ πλαίσια επεμβάσεων είναι η χρήση υλικών επίστρωσης ή επιχρισμάτων που σαν λογική είναι όσο παλιά όσο και η «βιομηχανία» διατήρησης. Στην περίπτωση του εμφανούς σκυροδέματος μια τέτοιου είδους επέμβαση αποτελεί ριζοσπαστική αλλαγή στις αρχές που διέπουν το κτήριο. Επίσης η χρήση επιχρισμάτων μεταφέρει άμεσα το πρόβλημα στο υλικό το οποίο χρησιμοποιείται, στην αντοχή δηλαδή του επιχρίσματος στον χρόνο. Υπάρχουν πολλά είδη επιστρώσεων καθώς και άλλων πρόσμικτων, συμπεριλαμβανομένων υλικών αδιαπέραστων από νερό ή άλλων που προστατεύουν τις επιφάνειες χωρίς να επιφέρουν χρωματικές αλλαγές. Είναι σίγουρο όμως ότι ακόμα και μετά την χρήση τους υπάρχουν πολλές πιθανότητες να συνεχιστεί η διάβρωση του σκυροδέματος λόγω υγρασίας ή εναπομεινάντων χλωρικών οξέων στο μπετόν.


Προχωρώντας στις πλέον εξελιγμένες τεχνικές επεμβάσεων η αναφορά γίνεται για τις ηλεκτροχημικές μεθόδους οι οποίες αποτελούν μέρος αναρίθμητων ερευνών πάνω στις αποκαταστάσεις κτηρίων με προβλήματα ενανθράκωσης σκυροδέματος ή μόλυνσης από χλωριούχα οξέα. Η πρώτη γνωστή περίπτωση είναι αυτή της καθοδικής προστασίας – cathodic protection, όπου ουσιαστικά αναστέλλεται η διαδικασία διάβρωσης του οπλισμού του σκυροδέματος. Επιτυγχάνεται με χρήση ηλεκτροδίων των οποίων η εγκατάσταση μπορεί να γίνεται πλέον και προληπτικά κατά την κατασκευή του έργου. Ο στόχος είναι η αντιμετώπιση προβλημάτων ενανθράκωσης και μόλυνσης από χλωριούχα οξέα. Ομοίως εφαρμόζεται και η μέθοδος επαναφοράς του PH χωρίς την απομάκρυνση του ενανθρακωμένου σκυροδέματος (realkalisation) αλλά και μία εξίσου πρωτοποριακή τεχνική αφαίρεσης των διαβρωμένων στοιχείων με χρήση ηλεκτρικού πεδίου (desalination). Τέλος πολύ σημαντικές είναι οι ουσίες με ανασταλτικές ιδιότητες στην διάβρωση (corrosion inhibitors) που στην ουσία αποτρέπουν ή καθυστερούν τον βαθμό διάβρωσης σε κτήρια από οπλισμένο σκυρόδεμα δημιουργώντας παθητικά προστασία πάνω στον χάλυβα. Εφαρμόζονται είτε στην επιφάνεια του σκυροδέματος ενσωματωμένα σε κάποιο πρόσμικτο είτε στον οπλισμό είτε μέσα σε ενέματα κατά την διάρκεια της επέμβασης. Η παραπάνω λίστα των νέων τρόπων θεώρησης των προβλημάτων που αντιμετωπίζονται σε μια σύγχρονη κατασκευή με εμφανές ή μη σκυρόδεμα είναι κατά βάση το σύνολο μιας νέας στρατηγικής δηλαδή ένας συνδυασμός μεθόδων που έχουν κοινές συνισταμένες. Ωστόσο η θεώρησή τους πρέπει να περιλαμβάνει κάτι παραπάνω από τεχνικές λεπτομέρειες και συγκεκριμένα οφείλει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν υπάρχουν καταγραφές της χρήσης τους για μεγάλο χρονικό διάστημα άρα υπάρχει ουσιαστικά και ένα ρίσκο για την μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά τους κυρίως σε κτήρια μεγάλης πολιτισμικής σημασίας. Σε σχέση βέβαια με τις παραδοσιακές τεχνικές υπερτερούν καθώς η επέμβαση γίνεται μόνο στα προβληματικά σημεία χωρίς την αφαίρεση τμημάτων από το κτήριο δηλαδή χωρίς την αφαίρεση αυθεντικών κομματιών της κατασκευής.

47



Μερος 3

Α. Παραδειγματα Εφαρμογων Β. Ελλαδα // Κτηρια που χάθηκαν η που πρεπει να σωθουν Γ. Νομοθεσια στην Ελλαδα // Πωσ επηρεαζει αναλογεσ επεμβασεισ 49



Α. Παραδειγματα Εφαρμογων Ακολουθούν κάποια παραδείγματα επεμβάσεων σε κτίρια από ανεπίχριστο σκυρόδεμα. Οι τρόποι και οι μέθοδοι επέμβασης ποικίλλουν ανάλογα με την περίπτωση. •

Pumping station Parksluizen, Rotterdam (1968) Το αντλιοστάσιο του Parksluizen και η κατοικία του εργαζόμενου εκεί, που εξυπηρετεί σαν γέφυρα μεταξύ του κοντινού προχώματος και του ίδιου του σταθμού, σχεδιάστηκαν από τους Van der Grinten & Heijdenrijk το 1968. Στην κάτοψη του αναδεικνύει την επιλογή της σπείρας στον σχεδιασμό σαν έκφραση της φυγοκεντρικής αντλίας που είναι εγκατεστημένη στο κτήριο. Σχεδόν όλοι στο Rotterdam το γνωρίζουν ενώ πολλοί νομίζουν ότι πρόκειται για ναό ή εκκλησία. Η θέση του και το απολύτως διασαφηνισμένο αρχιτεκτονικό σχήμα του αναγνωρίζονται ως αξίες χαρακτηριστικές της μοντέρνας έκφρασης. Η λειτουργία του συγκεκριμένου κτηρίου είναι να μεταφέρει το πλεονάζον νερό από το κανάλι των επιχώσεων του Delfland στον ποταμό Meuse. Σε ολόκληρο το συγκρότημα χρησιμοποιείται εμφανές σκυρόδεμα. Η επιφάνειά του είναι χαρακτηριστική εξαιτίας των αποτυπωμάτων που έχουν αφήσει τα διαφορετικά μεγέθη των ξυλοτύπων που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την κατασκευή. Με το πέρασμα του χρόνου σημειώθηκε ελλιπής προστασία του εσωτερικού οπλισμού ενώ η υπάρχουσα ποιότητα του σκυροδέματος ήταν μάλλον πορώδης. Η υγρασία εισχώρησε στα τοιχώματα και οδήγησε άμεσα στην διάβρωση του οπλισμού. Εξαιτίας της κατασκευαστικής μεθόδου, σε πολλά σημεία η επικάλυψη του οπλισμού είναι ανεπαρκής, φτάνοντας ακόμα και τα 6 χλμ. και προκαλώντας σοβαρή φθορά και εκτεταμένη αποκόλληση του σκυροδέματος. Μέχρι τις αρχές του 1993, ένα πλήθος επισκευών πάνω στο κτηριακό συγκρότημα είχαν μετατρέψει τις επιφάνειες των όψεων σε ένα ποικίλο κακόγουστο ψηφιδωτό από “μπαλώματα”. Η πλέον συνηθισμένη ποιότητα σκυροδέματος που χρησιμοποιείται σήμερα είναι το τσιμέντο Πόρτλαντ. Παρόλα αυτά, όσον αφορά τις επισκευές, ο μπλεγκρι τόνος της συγκεκριμένης ποιότητας σκυροδέματος δεν μπορεί να ταιριάξει καλά με τα πιο θερμές αποχρώσεις του τσιμέντου που χρησιμοποιούνταν στην προπολεμική περίοδο. Αυτή η αναντιστοιχία οδηγεί σε μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση προκειμένου να βρεθούν τα κατάλληλα πρόσμικτα που θα βοηθήσουν στην επίτευξη ομοιογένειας. Η αλλαγή της χρωματικής ποιότητας δεν οδηγεί απλά σε ένα διαφορετικό χρωματικό αποτέλεσμα αλλά και σε μια τελείως διαφορετική υφή στην επιφάνεια, κάτι που είναι αναπόφευκτα εμφανές μετά το τέλος της διαδικασίας. Οι μεγάλες αποκλίσεις από τις αρχικές ποιότητες κάνουν ακόμα πιο εμφανή τα προβλήματα και μειώνουν την αυθεντικότητα του πρωτογενούς υλικού. Η σύνθεση της όψης αλλάζει και ακόμα χειρότερα όταν επιλέγεται η τοποθέτηση επιχρίσματος στις προβληματικές περιοχές. Οι πιθανές λανθασμένες επιλογές στην αποκατάσταση ενός τέτοιου κτηρίου ενισχύονται από τις προαναφερθείσες αντιλήψεις για το εμφανές σκυρόδεμα που ενώ προπολεμικά ήταν το υλικό – φετίχ των αρχιτεκτόνων αμέσως μετά έγινε ένα ανιαρό

51


και ανούσιο κατασκευαστικό υλικό που έπρεπε να επιχριστεί προκειμένου να καλυφθούν οι «ατέλειές του». Ξανά στην περίπτωση του αντλιοστασίου, η επιτροπή θεώρησης μνημείων της τοπικής αυτοδιοίκησης του Rotterdam ασχολήθηκε πρωταρχικά με τις τοπικές επεμβάσεις–patch repairs που υπήρχαν ήδη στο κτήριο, και πρότεινε την χρήση πρόσμικτου καταλληλότερου από το υπάρχον. Η δεύτερη επισήμανση αφορούσε την τραχιά επιφάνεια του κτηρίου που αν και αποτελεί το πλέον σημαντικό χαρακτηριστικό της, αποτέλεσε και καταλυτικό παράγοντα για τα διάφορα τεχνικά προβλήματα που προέκυψαν. Ο στόχος ήταν το να δουν κατά πόσο ήταν εφικτό να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά της όψης και της επιφάνειας ενώ παράλληλα θα μείωναν τις φθορές λόγω ενανθράκωσης και την εξέλιξή της. Θετικό ήταν το γεγονός ότι η τραχιά επιφάνεια αναγνωρίστηκε εν γένει ως βασικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό. Συγκεκριμένα η ιδιομορφία αυτή ανέδειξε τις συνθετικές του αξίες ακόμα και μετά τις επιπτώσεις της φθοράς. Η πρόταση ήταν να γίνει χρήση επιχρίσματος ματ και διαφανούς με ελάχιστες χρωστικές έτσι ώστε να καλυφθούν οι προϋπάρχουσες μικροεπεμβάσεις συντήρησης κάτω από τις νέες χρωστικές αλλά και να διατηρηθούν οι πρωταρχικές ποιότητες του εμφανούς σκυροδέματος κάτω από την διαφάνεια της τελευταίας επικάλυψης. Έτσι μέσα από την συναίνεση πολλών παραγόντων μια απλή τεχνική διαδικασία πήρε τον τίτλο της επιστημονικής αποκατάστασης προσδίδοντας αμέτρητα πλεονεκτήματα στην αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης. Η επιτροπή παραδέχτηκε μεν ότι το κτήριο δεν θα ήταν ποτέ όπως όταν κατασκευάστηκε (δηλαδή χωρίς τα τοπικά μερεμέτια/μπαλώματα τσιμέντου). Αναγνώρισαν όμως και υπερτόνισαν το γεγονός πως η σύγχρονη εμφάνισή του είναι ένα γεγονός που ενισχύει τον έντονο αρχιτεκτονικό του χαρακτήρα. Αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενισχύει την μοναδικότητα της λογικής της κατασκευής του και καθορίζει την ταυτότητά του ως αρχιτεκτόνημα. Η λογική των αρμοδίων ήταν κατά συνέπεια να διατηρηθεί και να προστατευθεί η αυθεντική επιδερμίδα του κτηρίου. Αυτές οι προτροπές και οι ανάλογες απαγορεύσεις που προέκυψαν για πιθανές επιλογές επίχρισης μεταφραζόταν από κάποιους ως εκθείαση των λαθών κατά την κατασκευή ακόμα του κτηρίου. Οι απαιτήσεις που είχαν εδραιωθεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος κατεύθυναν τους αρμοδίους σε εξειδικευμένες εταιρείες προκειμένου να βρεθεί το κατάλληλο προϊόν που θα ρύθμιζε τα ζητήματα ενανθράκωσης και υγρασίας και θα έδινε το επιθυμητό αποτέλεσμα στην όψη. Αυτό ήταν εν τέλει μια χρονοβόρα διαδικασία με αμέτρητα παρασκευασμένα δείγματα για εφαρμογή, δοκιμαστικές εφαρμογές και άλλες τόσες αλλαγές στην σύσταση των πρόσμικτων. Παρόλα τα παραπάνω, η απόλυτη ταύτιση με την αρχική χρωματική ποιότητα-που σαφώς και ποίκιλε ανά σημεία-ήταν πρακτικά και οικονομικά αδύνατη. Έτσι ορισμένα “μπαλώματα” στο εμφανές σκυρόδεμα είναι ακόμα εμφανή ενώ άλλα (τα περισσότερα) δεν διακρίνονται.


53



Κτίριο διαμερισμάτων στο Chicago, Mies van der Rohe

Κατασκευασμένο το 1949, το κτήριο αυτό με τους 21 ορόφους, είναι χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής τάσης για ακριβή σχεδιασμό, με έμφαση στην αποτελεσματικότητα, το χαμηλό κόστος και την έκφραση της δομής. Πρόκειται για το πρώτο έργο μεγάλης κλίμακας του Mies van der Rohe. Το κατασκευαστικό σύστημα του συγκροτήματος αποτελείται από ένα πλαίσιο μπετονένιων δοκαριών και υποστυλωμάτων, ενώ οι πλάκες εδράζονται σε κάνναβο δοκαριών. Τα περιμετρικά στοιχεία του σκελετού δρουν και ως τμήμα της όψης σε συνδυασμό με την πλήρωση από ανοιχτόχρωμο τούβλο. Το αρχικό σχέδιο για τα διαμερίσματα συμπεριλάμβανε υαλοπετάσματα από γυαλί και ατσάλι, αλλά η έλλειψη υλικών εξαιτίας του πολέμου οδήγησε στην χρήση του σκυροδέματος. Αρχικά η πρόταση του αρχιτέκτονα είχε θεωρηθεί πολύ πρωτοποριακή και «υπερμοντέρνα» για να συμβαδίζει με την κοινή γνώμη. Τελικά όμως έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό. Προηγούμενες εργασίες επισκευής είχαν διεξαχθεί στο κτήριο, αλλά δεν υπήρχε καταγραφή τους. Πριν προχωρήσουν, οι μελετητές έκριναν απαραίτητο να ελέγξουν την κατάσταση των επισκευών αυτών και να προσδιορίσουν τις διαδικασίες που είχαν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα. Προσδιορίστηκε ότι οι εργασίες επέμβασης στις ρωγμές του σκυροδέματος έγιναν εφαρμόζοντας ένα μείγμα εποξικού γύψου και άμμου. Τα υλικά των προηγούμενων επεμβάσεων είχαν αποκτήσει με τον καιρό καφέ απόχρωση και η διαφοροποίηση τόσο στην υφή όσο και στο χρώμα σε σχέση με την αρχική κατάσταση ήταν έντονη, μειώνοντας την γενικότερη εντύπωση του κτηρίου. Ήταν εμφανές ότι η επισκευή είχε διεξαχθεί χωρίς να απομακρυνθεί το αρχικό σκυρόδεμα γύρω από τον οπλισμό. Οι φθορές που καταγράφηκαν στο κτήριο ήταν οι εξής: αποσάθρωση και ρωγμές στο σκυρόδεμα, ρωγμές στις πληρώσεις από τούβλο, φθορές στις στεγανώσεις. Ο στόχος των εργασιών αποκατάστασης ήταν να επισκευαστεί το εξωτερικό σκυρόδεμα, να αντιμετωπιστεί η φθορά των υπόλοιπων εξωτερικών στοιχείων της όψης και να μειωθεί ο κίνδυνος των μελλοντικών αστοχιών, ελαττώνοντας την διείσδυση της υγρασίας. Βασικός στόχος των επισκευών ήταν να χρησιμοποιηθούν υλικά και τεχνικές συμβατά με την υπάρχουσα όψη, που δεν θα αλλοίωναν τις αυστηρές ευθείες της αρχιτεκτονικής σύλληψης. Ένα ακόμα πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν οι περιορισμοί που έθετε η κατασκευή του κτηρίου, καθώς το σκυρόδεμα και τα τούβλα είχαν τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύουν τις φόρμες, με ελάχιστα περιθώρια απόκλισης από την ευθεία ή τις υπάρχουσες διαστάσεις.

55


Για να εκπληρωθούν οι στόχοι, οι εργασίες οργανώθηκαν σε τρεις φάσεις: Α. ανάπτυξη δοκιμαστικών υλικών και διαδικασιών επισκευής Β. εκτέλεση επισκευών σε ένα μικρό δοκιμαστικό τμήμα του κτηρίου Γ. εκτέλεση επισκευών στο υπόλοιπο κομμάτι του κτηρίου. Κατά την διάρκεια των δοκιμαστικών επισκευών, έγινε μία συντονισμένη προσπάθεια να επιτευχθεί ομοιογένεια με το αρχικό υλικό, ώστε να μην διαστρεβλωθεί το αρχικό σχέδιο. Οι χρονοβόρες διαδικασίες της έρευνας, εργαστηριακής ανάλυσης, δημιουργίας δοκιμίων, τμηματικών επισκευών και πλήρους επέμβασης οδήγησαν σε ένα άρτιο αποτέλεσμα και αποτελούν ενδεχομένως τον πρότυπο τρόπο επιστημονικής προσέγγισης σε ανάλογα μελλοντικά εγχειρήματα.


57



Σφαγεία στην Μαδρίτη // Arturo Franco – Fabrice Van Teslaar

Στην Μαδρίτη, οι επεμβάσεις στις παλιές εγκαταστάσεις των σφαγείων έχουν μετατρέψει το σημείο σε πόλο πολιτισμού. Οι Arturo Franco και Fabrice Van Teslaar έχουν ολοκληρώσει την πρώτη φάση της επέμβασης. Το συγκεκριμένο project αποτελεί κομμάτι της συνολικής προσπάθειας επέμβασης στα κτήρια των σφαγείων στην Μαδρίτη, ένα πρόγραμμα που προωθήθηκε από την τοπική αυτοδιοίκηση. Το συγκρότημα αποτελείται από περισσότερα από είκοσι κτήρια τα οποία χτίστηκαν γύρω στο 1907 από τον Luis Bellido. Όλα αυτά υπό την “κηδεμονία” αρκετών οργανισμών και φορέων μετατρέπονται σιγά σιγά σε βασικό πολιτιστικό σποτ της πόλης. Το κτήριο 17c θεωρήθηκε εξαιρετική ευκαιρία για να μελετηθούν τα κίνητρα της οποιαδήποτε επέμβασης σε ένα τέτοιου είδους κτήριο. Ο στόχος ήταν στην πράξη να διερευνηθούν τα όρια της επέμβασης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η παραδοσιακή θεωρητική ανασφάλεια που συνεχώς επηρεάζει τις σύγχρονες επεμβάσεις σε κτήρια μεγάλης αρχιτεκτονικής σημασίας, μπήκε εξαρχής στην άκρη. Η προσέγγιση είχε διάθεση να προχωρήσει στα όρια χωρίς φόβους και ανασταλτικούς παράγοντες. Αναπτύχθηκε ένας συνεχής διάλογος μεταξύ παλιού και νέου χωρίς όμως να αποδυναμώνεται ο ρόλος του ενός στοιχείου εξαιτίας της παρουσίας του άλλου. Σκόπιμα λοιπόν διατηρήθηκαν οι ρωγμές στους τοίχους. Οι σωλήνες καθόδου από PVC απέκτησαν ενδιαφέρον αφού αφέθηκαν εκτεθειμένοι. Τα σημάδια που έμειναν με την αφαίρεση του σοβά άφησαν εξαιρετικά ανάγλυφα στις επιφάνειες και τέλος η μόνωση από φελλό παραμένει σαν στοιχείο της ιστορίας του κτηρίου που αποκρυσταλλώθηκε στον χρόνο. Όλα τα μέρη της επέμβασης έγιναν εμφανή και αισθητά. Η ιδέα της ήπιας επανάχρησης έγινε με τρόπο καθαρό και απλό, αποκαλύπτοντας με διαφάνεια την ταυτότητα του κτηρίου αλλά και το πόσο εύθραυστο μπορεί να δείχνει. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν απολύτως προσαρμόσιμα στο υπάρχον κέλυφος. Απλά και ανεπεξέργαστα μεταλλικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν σαν πάγκοι, καθίσματα, έπιπλα, δάπεδα δημιουργώντας έναν πολύ ισορροπημένο σύνολο με τα υπάρχοντα στοιχεία από ανεπίχριστο σκυρόδεμα. Οι αρχιτέκτονες προσέγγισαν το θέμα της επανάχρησης με ιδιαίτερο σεβασμό. Υποστήριξαν και ανέδειξαν τις αξίες χωρίς να αλλάξουν τον χαρακτήρα του κτηρίου αλλά παρατηρώντας απλά και μόνο πως θα διατηρήσουν την στατική επάρκεια και την ασφάλειά του.

59



61



Alvéole 14, Saint-Nazaire / / LIN architects Finn Geipel+Giulia Andi

Η πόλη του Σεντ Ναζέρ, πόλη ναυτικών και βιομηχανίας, προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της και να αναπτυχθεί στον τομέα της κουλτούρας και του πολιτισμού. Αντί όμως να ακολουθήσει το πρότυπο του Μπιλμπάο (νέο μουσείο- έκθεμα δημιουργία διάσημου αρχιτέκτονα) επέλεξε να εκμεταλλευτεί τα ιστορικά της κτήρια, βιομηχανικά και πολεμικά κελύφη. Το πρότυπο της ανάπτυξης νέων εντυπωσιακών κτηρίων απορρίφθηκε όχι μόνο εξαιτίας του κόστους, ή της ευκολίας, αλλά ακόμα επειδή το δημοτικό συμβούλιο της πόλης επέλεξε να υπάρξει ιστορική συνέχεια. Έτσι ακολουθήθηκε η ήπια μέθοδος επέμβασης, όπως στο Palais de Tokyo του Παρισιού (Lacaton & Vassal) ή το ZKM (κέντρο τεχνών και πολυμέσων) στην Karlsruhe της Γερμανίας. Η παλιά βάση υποβρυχίων, μνημειώδης σε διαστάσεις, σχηματίζει έναν όγκο σκυροδέματος της τάξης των 480.000 κ.μ., μήκους 299μ, πλάτους 124 μέτρων και με ύψος που ξεπερνά τα 18 μέτρα. Η χρήση του από τον Γερμανικό στόλο κατά τον πόλεμο είναι παραπάνω από εμφανής, και υπήρξε μία από τις πλέον σημαντικές βάσεις στις γαλλικές ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού. Το συγκρότημα περιείχε 14 θαλάμους (κελιά) υποβρυχίων από τους οποίους οι 8 χρησιμοποιούνταν ως στεγνές αποβάθρες και οι υπόλοιπες 6 ως δεξαμενές. Οι θάλαμοι χωρίζονταν σε 2 τμήματα: μία ζώνη 22 μέτρων που χρησίμευε για αποθηκευτικός χώρος και συνεργείο και έναν χώρο για τα υποβρύχια μήκους 92 μέτρων. Αυτοί συνδέονταν μεταξύ τους μέσω ενός εσωτερικού δρόμου. Λόγω της φύσης της κατασκευής αυτού του στρατιωτικού κτηρίου, ήταν πρακτικά αδύνατον να κατεδαφιστεί μετά τον πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε ως ναυπηγείο και νεώσοικος για πολεμικά πλοία. Μετά χρόνια εγκατάλειψης, κρίθηκε σκόπιμο να ξαναδοθεί στην πόλη ως κομμάτι της ιστορίας της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η βάση στάθηκε η αιτία του βομβαρδισμού μέχρις εσχάτων της περιοχής και της ολοκληρωτικής καταστροφής της (85% των κτηρίων της). Οι αρχιτέκτονες που έκαναν την μελέτη θέλησαν να ξορκίσουν αυτό το φάντασμα κάνοντας αυτό το κτίσμα τόπο δημιουργικής έκφρασης. Το 1994 σε μία προσπάθεια σύνδεσης της πόλης με το λιμάνι, ο σταθμός των υποβρυχίων προτάθηκε να γίνει κομμάτι της καθημερινής ζωής των κατοίκων. Αρχικά 4 κεντρικοί θάλαμοι έγιναν προσβάσιμοι στο κοινό, απομακρύνοντας τους εξωτερικούς τοίχους. Σ’ αυτούς τους χώρους βρίσκονται: ένα μουσείο αφιερωμένο στα υπερατλαντικά ταξίδια, το τοπικό τουριστικό γραφείο, και μία καφετέρια. Μία μεγάλη ράμπα ανεβάζει ως την οροφή.

63


Μετά από αλλεπάλληλες προτάσεις και διαγωνισμούς (από το 1998), το 2003 στάθηκε χρονολογία ορόσημο για την δεύτερη φάση αλλαγής προσώπου σ’ αυτό το αχανές κτήριο. Οι προτάσεις εστίασαν σε ένα τμήμα του συγκροτήματος , το λεγόμενο “Alveole 14” (κελί 14), ένα από τα πλωτά αγκυροβόλια 2 υποβρυχίων, με βοηθητικούς χώρους στην ακτή, μία έκταση 5.500 τετραγωνικών μέτρων. Πολύ ενδιαφέρον στην λύση που κέρδισε παρουσιάζουν η ευαισθησία και η προσοχή με την οποία οι αρχιτέκτονες προσέγγισαν ένα κτίριο που ήδη μετράει πάνω από 60 χρόνια ζωής. Οι ίδιοι μιλούν για έναν χώρο που μέσα από τις γερασμένες του επιφάνειες από σκυρόδεμα και τους σκοτεινούς χώρους, κρύβει ένα μυστήριο, μία ατμόσφαιρα σχεδόν μαγική, μυστικιστική. Η λύση έχει 4 βασικά στοιχεία: - Τον εσωτερικό δρόμο, που τέμνει κάθετα τα παλιά αγκυροβόλια για τα υποβρύχια, για να καταλήξει στη συνέχεια στους δημόσιους χώρους της λύσης - Την αίθουσα LIFE για νέες πρωτοποριακές μορφές τέχνης, έναν μεγάλο και ευέλικτο ανοιχτό χώρο - Την αίθουσα VIP, που εκτείνεται σε παραπάνω από 3 επίπεδα και χρησιμοποιείται για σύγχρονα είδη μουσικής έκφρασης (ηχογραφήσεις, παραστάσεις, στούντιο, καφετέρια) και τέλος - Τον θόλο στην οροφή, μία μονάδα think tank (ανταλλαγής ιδεών και απόψεων) για καλλιτεχνικούς πειραματισμούς. Οι νέες χρήσεις οργανώνονται γύρω από τον βασικό άξονα κίνησης. Με το που μπει κανείς στο κτήριο αντικρίζει έναν αχανή χώρο μήκους τουλάχιστον 150 μέτρων. Αυτός ο δρόμος οργανώνεται μέσω ενός «υπέργειου χαλιού φωτός» (κατά τους δημιουργούς), που αποτελείται από 380 μικρά σημειακά φώτα ανηρτημένα από την οροφή που αντανακλώνται στο δάπεδο. Η αύρα του χώρου δεν άλλαξε, και οι σκούρες γκρι προσθήκες και ελαφριές μεταλλικές κατασκευές ελάχιστα αποσπούν οπτικά την προσοχή του θεατή/επισκέπτη. Ο ύψους 9 μ. γεωδαιτικός θόλος στην οροφή συμβολίζει την νέα πνοή που δόθηκε στην βάση αυτήν. Αυτός ο θόλος είναι «μεταχειρισμένος». Αναγέρθηκε στην δεκαετία του 1980 πάνω από ένα σύστημα ραντάρ στο Tempelhof, αεροδρόμιο του Βερολίνου. Το 2004 επρόκειτο να καταστραφεί. Μέσω κινήσεων των αρχιτεκτόνων όμως, ο θόλος μεταφέρθηκε στην Γαλλία όπου και επισκευάστηκε/αποκαταστάθηκε. Πλέον το πρωί με την διαφάνειά του και το βράδυ με τον φωτισμό που έχει, αποτελεί τοπόσημο της πόλης και γίνεται ένα νέο αστικό στοιχείο. Το αρχιτεκτονικό γραφείο αντιμετώπισε το κτήριο σαν να ήταν ένα ιστορικό κτίριο αρχαιολογικής σημασίας. Αποκαθιστώντας τις παλιές επιφάνειες από ατσάλι και σκυρόδεμα, συντηρώντας τις επιγραφές στους τοίχους κλπ. Είναι τρομερά ενδιαφέρουσα η οπτική τους, ειδικά αν σκεφτούμε πως η ίδια η νομοθεσία θα χε μία σαφώς πιο χαλαρή στάση απέναντι στην διατήρηση ή όχι αυτού του κτηρίου.


Η λύση σέβεται την ιστορική μνήμη του μέρους, εγείροντας το ενδιαφέρον όλων για την παράδοσή του. Την σημερινή ταυτότητα του κτηρίου την αποδίδει αινιγματικά με λιτές χειρονομίες και απλές επιμέρους επιλύσεις. Ένας ευθύς πλατύς περίπατος, που ορίζεται από τον φωτισμό της οροφής με συγκεκριμένο τρόπο («βροχή» οπτικών ινών), διακόπτεται από «σπηλιές» οπλισμένου σκυροδέματος, χωρίς καμία σχεδόν διαδικασία εξυγίανσης του. Τα σημάδια του χρόνου, της βροχής και των ανθρώπων έχουν μείνει για να ενεργοποιήσουν την μνήμη. Ο εσωτερικός δρόμος, ο οποίος αρχικά εκτεινόταν εφαπτόμενος και στις 14 αποβάθρες, έχει ακόμα ίχνη των σιδηροδρομικών γραμμών που χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά βαριού εξοπλισμού. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα νέο στοιχείο που προσπαθεί να επιβληθεί στα παλιά, σε ολόκληρο το πρότζεκτ. Το μόνο που θυμίζει την επέμβαση είναι η μεταλλική σκάλα που οδηγεί στην αίθουσα VIP και τα συστήματα εξαερισμού. Σε βάθος χρόνου, η πόλη θα κληθεί να σκεφτεί τι χρειάζεται για να συντηρηθεί αυτό το κτήριο. Παρά την υπερδιαστασιολόγηση των στοιχείων του1, η έλλειψη συντήρησης θα οδηγήσει σε δρόμο χωρίς επιστροφή. Αυτό έγινε αντιληπτό από την φάση της κατασκευής ακόμα. Το μέγεθος του ανοίγματος στην οροφή (απ’ όπου θα διασφαλιζόταν η μετάβαση και σε άλλο τμήμα της) αναγκαστικά διπλασιάστηκε, καθώς αποδείχθηκε πως εξαιτίας της διάβρωσης του οπλισμού, το εν προβόλω τμήμα της πλάκας θα είχε καταρρεύσει κάτω από το ίδιο του το βάρος. Θα έχει τρομερό ενδιαφέρον να μελετήσουμε αυτό το κτήριο (που λόγω της φύσης του δεν έχει προστατευτεί ποτέ από στοιχεία της φύσης όπως η βροχή) σε ένα χρονικό πλαίσιο των 10 ετών και να καταγράψουμε τις φθορές του. Τότε θα υπάρξουν 2 επιλογές: ή επιτέλους δράττωντας της ευκαιρίας να καταρριφθεί αυτό το αμφιλεγόμενο κομμάτι της ιστορίας, χάνοντας ένα πολλά υποσχόμενο πολιτιστικό κέντρο. Ή , λαμβάνοντας υπόψη ιστορικές μεθόδους αποκατάστασης, να διασωθεί η βάση και κατ επέκταση η παρασιτική σ αυτήν προσθήκη. 1 Η οροφή της βάσης είχε αρχικά πάχος 3,5 μ. (1941). Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ενισχύθηκε τοπικά φτάνοντας μέχρι τα 8,75 μ. σε ορισμένα σημεία.

65



67



Εργοστάσιο ΦΙΞ // Τάκης Ζενέτος

Το ΦΙΞ ήταν εργοστάσιο ζυθοποιίας με συνεχείς επεκτάσεις του οποίου την ολοκληρωτική κατεδάφιση ευτυχώς απέτρεψαν οι έντονες αντιδράσεις και κινητοποιήσεις των αρχιτεκτόνων. Η σημασία της όψης ως χειρονομία στον αστικό ιστό σε συνδυασμό με την μεταβλητότητα της βιομηχανικής παραγωγής ανέδειξαν το ΦΙΞ σε μοναδικό αρχιτεκτόνημα για τα ελληνικά δεδομένα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το εργοστάσιο ζυθοποιίας μεταφέρθηκε έξω από την Αθήνα και το συνολικό κτίριο, αν και σε άριστη τότε κατάσταση, εκκενώθηκε και με την πάροδο των ετών άρχισαν να γίνονται εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης και της αισθητικής αλλοίωσης. Το θέμα της αξιοποίησης του σημαντικού αυτού δείγματος βιομηχανικής αρχιτεκτονικής προκάλεσε στα επόμενα χρόνια πολλές συζητήσεις και διατυπώθηκαν διάφορες εναλλακτικές προτάσεις, με σοβαρότερη αυτήν της διατήρησης και λειτουργίας του ως Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Στο ενδιάμεσο είχε προταθεί η κατεδάφισή του με σκοπό την δημιουργία πάρκου. Εν τέλει, υπογράφηκε σύμβαση μίσθωσης του κτηρίου μεταξύ της Αττικό Μετρό Α.Ε. και του ΕΜΣΤ διάρκειας 50 ετών με την προοπτική το πρώην εργοστάσιο Φιξ να αναπλαστεί και να αποτελέσει τη μόνιμη στέγη του Μουσείου. Αυτό σηματοδότησε την κατεδάφιση του μεγαλύτερου τμήματος και την ανακήρυξη του υπολοίπου σε διατηρητέο με υπογραφή του ΥΠΕΧΩΔΕ το 1995. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η τότε προσπάθεια έχει καταγραφεί ως η μεγαλύτερη διεθνής αντίδραση για την προάσπιση ενός σύγχρονου βιομηχανικού κτηρίου. Σημαντικά πρόσωπα είχαν διατυπώσει σε έντονο τόνο την αντίθεσή τους με την επερχόμενη κατεδάφιση του. “…ένας από τους πιο ανεκτίμητους μάρτυρες της εποχής του: το Εργοστάσιο ζυθοποιίας ΦΙΞ στην Αθήνα, υπέροχο και ιδιαίτερα σημαντικό έργο του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, …αποτελεί ένα από τα σπάνια και εξαίρετα κτήρια εκείνης της περιόδου και, κατά συνέπεια, η πόλη της Αθήνας οφείλει να το διατηρήσει.” Καθηγητής Alberto Sartoris, Συνιδρυτής των C.I.A.M. (1928), Λωζάννη, 28 Φεβρουαρίου 1995 “Με διεθνή κριτήρια αυτό είναι ένα από τα καλύτερα βιομηχανικά κτήρια που έχουν κατασκευαστεί παγκοσμίως αυτόν τον αιώνα και ειδικά στην Ελλάδα.” Καθηγητής Kenneth Frampton, Columbia University, Graduate School of Architecture Νέα Υόρκη, 3 Μαρτίου 1995 “Το Εργοστάσιο ΦΙΞ είναι ένα από τα πλέον σημαντικά παραδείγματα της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και επαξίως έχει μια διεθνή φήμη.” Καθηγητής Alan Balfour, Κοσμήτωρ, Architectural Association School of Architecture, Λονδίνο, 28 Φεβρουαρίου 1995

69


“Το κτήριο του Εργοστασίου ΦΙΞ, σχεδιασμένο από τον Τάκη Ζενέτο το 1957, είναι διεθνώς αναγνωρισμένο όχι μόνο ως μία σημαντική συνεισφορά στη Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, αλλά αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εγχειρήματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.” Καθηγητής Raimund Abraham, Cooper Union, School of Architecture, Νέα Υόρκη, 20 Φεβρουαρίου 1995 “…είναι με ακρίβεια, η πιο αποδεκτή και σημαίνουσα μαρτυρία μιας Ελλάδας που επιχειρεί να υπερβεί τις δεκαετίες του πολέμου, εκσυγχρονίζοντας τον μηχανισμό παραγωγής της.” Καθηγητής Pierre von Meiss, Ecole Polytechnique Federale de Lausanne, Λωζάννη, 14 Φεβρουαρίου 1995 “Το σημαντικότερο έργο του Ζενέτου, το κτίριο του Εργοστασίου ΦΙΞ, είναι ένα από τα πλέον εξέχοντα παραδείγματα της μοντέρνας μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη…” Καθηγητής Geoffrey London, Κοσμήτωρ, The University of Western Australia, School of Architecture, Περθ, 28 Φεβρουαρίου 1995 “Πρόκειται για ένα κτήριο με μεγάλη αρχιτεκτονική ποιότητα, το οποίο συνιστά τμήμα της πολιτιστικής παράδοσης που υπερβαίνει βεβαίως την πόλη της Αθήνας, ακόμη και της Ελλάδας.” Καθηγητής Luigi Snozzi, Ecole Polytechnique Federale de Lausanne, Λωζάννη, 2 Μαρτίου 1995 Αν και ο ίδιος ο Ζενέτος πίστευε ότι εάν η εργοστασιακή λειτουργία μεταφερόταν αλλού, το κτηριακό κέλυφος θα μπορούσε να καλύψει νέες χρήσεις σίγουρα δεν φανταζόταν όλες τις θλιβερές επιθέσεις στο Φιξ ούτε και τους πιθανούς τρόπους επέμβασης. Ο διαγωνισμός για την επανάχρηση του ήδη έτοιμου κελύφους για την στέγαση του ΕΜΣΤ κατέληξε πρακτικά σε μία επεξεργασία που ίσως να είναι λειτουργική αλλά αναμφίβολα δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί με την ταυτότητα του κτηρίου και ό,τι αυτό αντιπροσώπευε. Θα μπορούσαν να εκφραστούν αντιδράσεις, πιθανώς, για την επιλογή των υλικών στις προσόψεις. Το εργοστάσιο ΦΙΞ, είναι ένα σημαντικό παράδειγμα μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, που φέρει σε μεγάλο βαθμό τα σήματα κατατεθέν της πρακτικής του Τάκη Ζενέτου. Το έργο του είναι άρρηκτα δεμένα με πολεοδομικά και κατασκευαστικά ζητήματα. Ένα από τα βασικά στοιχεία είναι η χρήση του ανεπίχριστου οπλισμένου σκυροδέματος. Αυτή η αδρή επιφάνεια, σχεδιάζεται να αντικατασταθεί με πέτρα (εικ. 15), ως μια νέα επικάλυψη, αντί να ακολουθήσει την αρχική προσέγγιση, που κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν πιο κοντά στην ιστορική μνήμη και στη φιλοσοφία του κτηρίου, αλλά και τη συσχέτιση του με τον περιβάλλοντα χώρο.


Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο το ελληνικό δημόσιο επέτρεψε την κατακρεούργηση ενός σημαντικού κτηρίου, με την εν μέρει κατεδάφιση του, θέτει ερωτήματα όσον αφορά στην ωριμότητα των κρατικών αποφάσεων στην κατεύθυνση της αποκατάστασης, διατήρησης και επανάχρησης κτηρίων–συμβόλων για τα ελληνικά αρχιτεκτονικά δεδομένα.

εικ. 15 Τελική Πρόταση 3SK

εικ. 16 Το ‘ΦΙΞ’ σήμερα

71



«Στρογγυλό» // Τάκης Ζενέτος

Από το 1969 αρχίζει να σχεδιάζεται το δημόσιο σχολείο του Αγ. Δημητρίου, το οποίο αποπερατώνεται το 1974. Η κατασκευή του ήρθε ως επιστέγασμα των προβληματισμών και των προτάσεων του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου για την εκπαίδευση, και ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο το όραμα του αρχιτέκτονα. Ένα σχεδόν φουτουριστικό όραμα, όπου προβλεπόταν την στιγμή της κατασκευής το κτήριο να είναι συμβατό με τις τότε εκπαιδευτικές μεθόδους, αλλά παράλληλα να επιτρέπει την μελλοντική προσαρμογή του στην «ηλεκτρονική» διδασκαλία. Στο στερεότυπο της γραμμικής διάταξης των αιθουσών αντιπαρατίθεται η κυκλική κάτοψη, με τις αίθουσες-«δορυφόρους» στραμμένες προς το κεντρικό τμήμα του σχολείου, τον μελλοντικό πυρήνα-χώρο διαλλείματος-αίθουσα συγκεντρώσεων-χώρο πολυμέσων και ηλεκτρονικών υπολογιστών. «Για να πετύχω τον στόχο μου έκανα τον διάδρομο με τις τάξεις σε σχήμα κύκλου και έτσι μπορώ, αφαιρώντας τα χωρίσματα, να έχω έναν ενιαίο χώρο»1, έγραφε το 1977. Το σχολείο θα έπρεπε να τονίζει την ενότητα μιας κοινωνίας που τείνει να διασπαστεί σε ατομικές πρακτικές από τον υπολογιστή. Η κατασκευαστική ευελιξία (δυνατότητα επανάληψης καθ’ ύψος της λύσης) και οι μπετονένιες περσίδες ηλιοπροστασίας συμπλήρωναν το πρωτοποριακό αυτό κτήριο. Το όραμα του Ζενέτου δεν περιορίστηκε στον σχεδιασμό του σχολείου. Υπήρξαν σαφείς προθέσεις εφαρμογής του και στην κατασκευή. Για τα μόνιμα στοιχεία επιλέχθηκε το ανεπίχριστο σκυρόδεμα σε μία προσπάθεια να εξασφαλιστεί η ανθεκτικότητα και η οικονομία (απέφυγαν τις περαιτέρω επεξεργασίες της επιφάνειας/επιχρίσματα). Η λογική όπως καταγράφεται στην δημοσίευση του κτηρίου ήταν ότι «εκτός από την αρχική οικονομία μειώνονται στο ελάχιστο οι δαπάνες συντηρήσεων και επισκευών, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα μελλοντικής βελτίωσης»2. Για τα προσωρινά στοιχεία επέλεξαν πρόχειρες κατασκευές με μικρή διάρκεια ζωής, ώστε να μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα από πιο σύγχρονα και καλύτερης τεχνολογίας. Με το πέρασμα του καιρού, στο σχολείο άρχισαν να εμφανίζονται φθορές, κυρίως στις περσίδες ηλιοπροστασίας λόγω της εξειδικευμένης διατομής τους. Ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων ανέλαβε τις εργασίες αποκατάστασής του. Η μελέτη διήρκεσε από το 1999 έως το 2003 και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 2005, όπου και επαναλειτούργησε.

1 Τάκης Χ. Ζενέτος/ Takis Ch. Zenetos 1926-1977, Αθήνα, έκδ. Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, 1978 2 Δουμάνη Μ.Ο, «Γυμνάσιο στον Αγ. Δημήτριο, Αθήνα, Αρχιτέκτων Τ.Χ Ζενέτος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 1 (1967), σσ. 210-212

73


Η ανακαίνιση στάθηκε αφορμή για το «ξαναδιάβασμα» του κτιρίου. Πιστή στο πνεύμα του αρχιτέκτονα επεμβαίνει για να διασώσει την κοινή παράμετρο για τις δύο φάσεις του κτιρίου (παρόν και «απώτερο μέλλον»): το κυκλικό σχήμα και τον φέροντα οργανισμό. Η κοινωνία δεν έχει αλλάξει όσο θα περίμενε ο οραματιστής Ζενέτος, έτσι η ανακαίνιση μπορεί να θεωρηθεί «επανεκκίνηση»1 σε αναμονή των συνθηκών που θα επιτρέψουν την μεταμόρφωση του σχολείου. Το κτήριο δεν αντιμετωπίζεται ως μαρτυρία της εποχής που κατασκευάστηκε, ούτε ως μνημείο. Πρωταρχική μέριμνα είναι η διατήρηση της δυνατότητας δυναμικής εξέλιξης του Στρογγυλού. Οι περσίδες ηλιοπροστασίας αντικαταστάθηκαν μία προς μία από καινούριες, βάσει των αρχικών σχεδίων του ξυλοτύπου. Απόδειξη της πρόθεσης των μελετητών είναι ο τρόπος που χειρίστηκαν το κεντρικό υποστύλωμα του υπογείου. Κατά την αποκατάσταση βρέθηκαν κάτω από την μόνωση της κεντρικής αυλής οι αναμονές του, απόδειξη της πρόθεσης του αρχιτέκτονα για μελλοντική επανάληψη της σχολικής μονάδας καθ’ ύψος. Μετά την περαίωση των εργασιών, οι αναμονές ξαναδιπλώθηκαν μέσα στην σημερινή μόνωση, ως εκδήλωση της ίδιας επιθυμίας για αλλαγή, απόλυτα συμβατή με το πνεύμα του αρχιτέκτονα 1 Παπαλεξόπουλος Δ., «Ανακαίνιση του σχολείου του Τάκη Ζενέτου στον Αγ. Δημήτριο», Ψηφιακός τοπικισμός, Αθήνα, Libro, 2008, σ. 125


75



Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων // Άρης Κωνσταντινίδης

Το επιβλητικό αυτό κτήριο χτίστηκε το 1963 και χωροθετημένο σε περίοπτη θέση της πόλης, βασίζεται στην εναλλαγή κλειστών και υπαίθριων χώρων που παρατάσσονται, ρυθμικά και κατά μήκος ενός αξονικού διαδρόμου. Με διαφορετικά ύψη στις οροφές, μεταλλικές οριζόντιες περσίδες στα ενδιάμεσα αίθρια και μεγάλες επιφάνειες υαλοστασίων εξασφαλίζεται ο φωτισμός και ελέγχεται η αντηλιά. Στο εξωτερικό κυριαρχούν τα ισχυρά περιγράμματα των όγκων από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, σε γκρίζο χρώμα, και η ανοιχτόχρωμη λιθοδομή. Μετά από μόλις τριάντα χρόνια το μουσείο άρχισε να χάνει την αρχική του “αίγλη’’ και απέκτησε έναν χαρακτήρα απόμακρο για τα δεδομένα της πόλης, ένα κτήριο ακατανόητο για τον περισσότερο κόσμο. Η πρώτη προσπάθεια επέμβασης εγκρίθηκε το 2001 με τον τίτλο “μελέτη εκσυγχρονισμού’’ και περιελάμβανε αλλαγές τόσο στην χωροθέτηση πολλών λειτουργιών αλλά και σε πολύ βασικά αρχιτεκτονικά δεδομένα. Το αποτέλεσμα είναι όλα τα στοιχεία από εμφανές σκυρόδεμα να είναι πλέον επιχρισμένα με ένα γκρι χρώμα, ένας βασικός ημιυπαίθριος χώρος της σύνθεσης να έχει πλέον κλείσει προκειμένου να μετατραπεί σε βιβλιοθήκη και ένα νέο στέγαστρο που μάλλον δεν έχει συμφιλιωθεί με την πρωταρχική σύνθεση του κτηρίου. Για τα δεδομένα των προσπαθειών αποκατάστασης στα σημαντικά κτήρια της ελληνικής αρχιτεκτονικής σίγουρα είναι σημαντική και μόνο η αναγνώριση των αξιών του συγκεκριμένου έργου. Παρόλα αυτά είναι απαραίτητο κάθε φορά, τα υλικά που κυριαρχούν κατασκευαστικά και αισθητικά , στην προκειμένη περίπτωση το γυμνό μπετόν, να αντιμετωπίζεται μέσα από μια ευρύτερη θεώρηση.

77



Β. Ελλάδα,

κτήρια που χάθηκαν ή που πρέπει να σωθούν

Εκτός από την παραπάνω κατηγορία κτηρίων, δυστυχώς μπορούμε να διακρίνουμε μία ακόμα. Τα κτήρια τα οποία έχουν σημαντικές φθορές και κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα. H “Όαση” του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη Άλλο ένα έργο του Άρη Κωνσταντινίδη στα Ιωάννινα είναι το κτήριο της Όασης, το αναψυκτήριο που χτίστηκε το 1971 στην κεντρική πλατεία της πόλης με σαφή σχέση με το αρχαιολογικό μουσείο που βρίσκεται πολύ κοντά. Η τελευταία προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» κάλυψε αλλού με γκρι επίχρισμα το γυμνό σκυρόδεμα και αλλού με πορτοκαλί πλαστικό χρώμα ή κίτρινες γυψοσανίδες υλικά τα οποία γέρασαν πολύ πιο πριν κι από τα αρχικά. Συμπερασματικά πλέον κινδυνεύει από επεμβάσεις ανάρμοστες προς τη μορφή και τον χαρακτήρα του ως αναψυκτηρίου ανοικτού στον υπαίθριο χώρο της πλατείας στην οποία αναφέρεται οπότε και κρίνεται σημαντικό να ενεργοποιηθεί αμέσως η εκκρεμούσα πρόταση χαρακτηρισμού από την 6η Εφορία Νεωτέρων Μνημείων της «Όασης» και του περιβάλλοντος χώρου ως διατηρητέων μνημείων.

79


Η περίπτωση των Ξενία Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ) ξεκινάει μια σημαντική προσπάθεια ανάπτυξης του τουρισμού και της κτηριακής υποδομής του. Μια ομάδα Ελλήνων αρχιτεκτόνων (Κωνσταντινίδης, Πικιώνης, Σφαέλλος, Βώκος, Νικολετόπουλος, Πικιώνης) αναλαμβάνουν την μελέτη και επίβλεψη των ξενοδοχείων «Ξενία» . Η κοινή βάση των κτηριακών συγκροτημάτων συνιστούσε στην εξαιρετική σημασία της ένταξης στο περιβάλλον, στην σωστή σχέση δημόσιου–ιδιωτικού, στην απλότητα και ειλικρίνεια της κατασκευής. Αποτέλεσαν εξαιρετικά δείγματα μοντέρνας μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και αναγνωρίστηκαν διεθνώς για την αρχιτεκτονική τους αξία. Με το πέρασμα του χρόνου όμως η εικόνα εγκατάλειψης είναι πλέον εμφανής. Ένα σύνολο παραγόντων όπως η κακή συντήρηση, η κακή διαχείριση αλλά και εν τέλει η απαξίωση της αρχιτεκτονικής τους αξίας οδήγησαν κάποια από αυτά στο να έχουν ανεπανόρθωτες φθορές ή άλλα να κατεδαφιστούν . «Τα Ξενία που έχω χτίσει, λέει πικραμένος o Άρης Κωνσταντινίδης, σε συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Θέμελη, το 1991, αγνώριστα, τα έχουν αλλάξει. Στα χρώματα, στα έπιπλα, σε όλα. Κι εγώ αρχίζω να λέω τότε προς τι;» («Λόγος του αρχιμάστορα», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ 2000). Μόλις πρόσφατα το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων αποφάσισε να χαρακτηρίσει διατηρητέα και στοιχεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς πέντε από τα σημαντικότερα «Ξενία», μαζί με το μοναδικό τοπίο που τα περιβάλλει. Η αρχή έγινε με τα κτίρια στην Καλαμπάκα, το Παληούρι Χαλκιδικής και την Ηγουμενίτσα, δείγματα γραφής για τον Άρη Κωνσταντινίδη, καθώς και το συγκρότημα στο Πλαταμώνα του Φ. Βώκου και της Βυτίνας του Κ. Μπίτσιου. Βέβαια αυτό αποτελεί μια ελπιδοφόρα αλλά μικρή μόνον αρχή από την στιγμή που ουσιαστικά μόνο το Ξενία της Μυκόνου έχει ανακαινιστεί ενώ όλα τα υπόλοιπα έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Η απαξίωσή τους ξεκίνησε από τη δεκαετία του ‘70 και τη στροφή στο μαζικό τουρισμό, με τα πολυώροφα ξενοδοχεία που κατά κανόνα προσβάλλουν το περιβάλλον. Συνεχίστηκε ως τις ημέρες μας με τη συστηματική εγκατάλειψή τους, με αποκορύφωμα τα σχέδια του διάδοχου σχήματος, της Εταιρίας Τουριστικών Ακινήτων (ΕΤΑ), στις αρχές του 2003, να τα βγάλει σε πλειστηριασμό. Έντονες ήταν παρεμβάσεις του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, αλλά και επώνυμων δημιουργών από όλο τον κόσμο. «Τα κτίσματα αυτά ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής και ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα», σημείωνε η Βαυαρική Ακαδημία Καλών Τεχνών, προς την οποία οι ελληνικές αρχές απαξίωσαν ακόμη και να απαντήσουν.


εικ. 17 ‘Ξενία’ Αμνησός, Κρήτη

εικ. 18 ‘Ξενία’ Άνδρος

εικ. 19 ‘Ξενία’ Αμνησός, Κρήτη

εικ. 20 ‘Ξενία’ ‘Ανδρος

εικ. 21 ‘Ξενία’ Παληούρι

81


Κτήριο Ιωάννη Λιάπη στο Μικρολίμανο Στην ακτή Δηλαβέρη στο Μικρολίμανο βρίσκεται ένας εγκαταλελειμμένος σκελετός από σκυρόδεμα. Πρόκειται για ένα σχέδιο του καθηγητή Ιωάννη Λιάπη, το οποίο ξεκίνησε να κατασκευάζεται επί δικτατορίας, με σκοπό να γίνει Πνευματικό Κέντρο του Πειραιά. Λόγω έλλειψης χρημάτων η κατασκευή σταμάτησε στο στάδιο της σκυροδέτησης, και το κτίριο έχει μείνει έτσι τα τελευταία 35 χρόνια. Υπάρχουν σκέψεις στο Δήμο για την ολοκλήρωση και εκμετάλλευση του συγκροτήματος. Οι φθορές του είναι πολλές και πρέπει να ελεγθεί η στατική του επάρκεια, καθώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες (υγρασία, θάλασσα) ενδέχεται να έχουν διαβρώσει σημαντικά τον οπλισμό. Άλλα κτήρια από ανεπίχριστο σκυρόδεμα τα οποία αποτελούν ερωτηματικά για τον αστικό ιστό είναι διάφορα βιομηχανικά συγκροτήματα όπως η ΣΟΦΤΕΞ και η ΒΙΑΝΥΛ (του αρχιτέκτονα Τ.Χ. Ζενέτου) στον Ελαιώνα, καθώς και η ΑΖΕΛ στον Πειραιά.


εικ. 22 Βιομηχανία ‘ΑΖΕΛ’, Πειραιάς

εικ. 23 Βιομηχανία ‘Softex’, Αθήνα

εικ. 24 Βιομηχανία ‘ΑΖΕΛ’, Πειραιάς

83



Γ. Νομοθεσία

στην

Ελλάδα

και πως επηρεαζει αναλογεσ επεμβασεισ

Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε σε σημαντικά κτήρια στον ελλαδικό χώρο που κινδυνεύουν να χαθούν οριστικά λόγω της έκτασης των φθορών που έχουν υποστεί. Δυστυχώς τα παραδείγματα των υπό κατάρρευση κτηρίων είναι πολύ περισσότερα από αυτά των αποκατεστημένων, γεγονός που μας ωθεί να ερευνήσουμε κατά πόσο προστατεύονται από τον νόμο τέτοια κτήρια και σε ποιόν βαθμό. Η ελληνική νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων και των παραδοσιακών και διατηρητέων μνημείων βασιζόταν μέχρι το 1975 σε δύο και μόνο νόμους. Τον νόμο «περί αρχαιοτήτων» (5351/1932) που είναι αμιγώς αρχαιολογικός νόμος και τον νόμο «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830» (1469/1950), ο οποίος αποτέλεσε βασικό κριτήριο για την προστασία παραδοσιακών και διατηρητέων κτισμάτων και συνόλων. Όριζε ως προϋπόθεση την πάροδο 100 ετών από την αποπεράτωση ενός έργου για την κήρυξή του ως διατηρητέο, αφήνοντας έκθετα τα κτήρια του μοντέρνου (και όχι μόνο) στην Ελλάδα. Στο Σύνταγμα του 1975 περιλαμβάνονται για πρώτη φορά άρθρα περί αρχαιολογικών χώρων, μνημείων, παραδοσιακών περιοχών και περιοχών πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος, για την προστασία των οποίων υπεύθυνο ορίζεται το κράτος. O νέος Νόμος 3028 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» δημοσιεύτηκε στις 28 Ιουνίου 2002, εκσυγχρονίζοντας το νομοθετικό πλαίσιο με τις επιταγές του Συντάγματος του 1975 και τις διεθνείς συμβάσεις που κατά καιρούς είχε υπογράψει η Ελλάδα. Παρατηρούνται κάποιες προσπάθειες για αποτελεσματική προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μετά το μοντέρνο, όμως δεν κρίνονται επαρκείς. Από τα 75 άρθρα του νόμου, μόνο τα 2 έχουν εφαρμογή στην νεώτερη αρχιτεκτονική δημιουργία. Μεταξύ άλλων δηλώνονται τα εξής: • «Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους (...)». • Στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται «Τα αρχαία που χρονολογούνται ως και το 1830», «Τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους», καθώς και «Τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους».

85


Εδώ πρέπει να επισημάνουμε την σημασία της λέξης «ιδιαίτερη» αρχιτεκτονική σημασία. Ουσιαστικά ο νόμος διευκολύνει τις διαδικασίες ανακήρυξης ως διατηρητέου (και κατά συνέπεια την προστασία) ενός «τυπικού» νεοκλασικού του 19ου αιώνα, παρά μίας επώνυμης μοντέρνας κατοικίας του ’30, ή των σημαντικότατων δημόσιων κτηρίων του ’50, των οποίων θα πρέπει να αποδειχθεί η σημασία, με αμφίβολα κριτήρια κάποιες φορές. Πρακτικά για να χαρακτηριστεί διατηρητέο ένα κτήριο του Μεσοπολέμου πρέπει να περάσει από επιτροπή αρχιτεκτονικού ελέγχου και να υπάρξει ομοφωνία στο ανάλογο ψήφισμα. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ως θετικό ότι δεν υπάρχει κανένα κριτήρια σχετικό με χρονική απόσταση από την ολοκλήρωση του έργου (20 ή 50 χρόνια) ή τον θάνατο του μελετητή, για να κριθεί ένα κτήριο διατηρητέο, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες. Η παραπάνω νομοθεσία ισχύει για τον χαρακτηρισμό των κτηρίων ως μνημεία και την πλήρη προστασία τους. Δυστυχώς όμως, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν διασφαλίζει πάντα τις καλύτερες δυνατές συνθήκες εκμετάλλευσης των αρχιτεκτονημάτων. Η νομοθεσία έχει πολύ συγκεκριμένα στεγανά και ελάχιστα περιθώρια δίνονται για επεμβάσεις σε «μνημεία» πέραν των τυπικών διαδικασιών συντήρησης/αποκατάστασής τους. Νωρίτερα αναφερθήκαμε και σε μία ακόμα κατηγορία κτηρίων. Σε αυτά που δεν είναι απαραιτήτως μνημεία, αλλά έχουν συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές αρετές. Δυστυχώς, για επεμβάσεις σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες. Νομικά δεν αιτιολογείται για «αρχιτεκτονικούς» ή «αισθητικούς» λόγους η επέμβαση σε τέτοια κελύφη και αναγνωρίζεται μόνο η ανάγκη στερέωσής τους και εξασφάλισης του οπλισμένου σκυροδέματος ως φέροντα οργανισμό. Ο ΓΟΚ και ο ΕΑΚ2000 δεν είχαν λάβει υπόψιν τους επεμβάσεις με τέτοιους σκοπούς, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζουν σχεδόν οποιαδήποτε προσπάθεια για ποιοτικό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα η από κοινού μελέτη αυτών των δύο κανονισμών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι (σε περίπτωση προϋπάρχοντος κτηρίου με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα) επιτρέπονται μόνο προσθήκες στον φορέα για την ενίσχυσή του (αύξηση των διατομών, μανδύες, τοιχώματα από χάλυβα), ενώ απαγορεύεται ρητά η χρήση δεύτερου ανεξάρτητου φέροντα οργανισμού από χάλυβα1. Δεν υπάρχει ούτε καν νύξη για το πώς θα επέμβουμε για να αναδείξουμε αρχιτεκτονικές αρετές.

1 ΓΟΚ: Ν1577/1985, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν2831/9-13-06-2000 ΦΕ`Κ 140 Α’, Άρθρο 23-Προσθήκες,2: Σε κτίρια νομίμως υφιστάμενα επιτρέπεται η προσθήκη καθ’ ύψος,(…) η οποία μπορεί να εκτείνεται έως το περίγραμμα του κτηρίου (…) Στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται μόνο η ενίσχυση ή συμπλήρωση της φέρουσας κατασκευής(…)


Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι με τις συνθήκες όπως έχουν διαμορφωθεί στην εποχή μας είναι σχεδόν αναπόφευκτο να έχουμε κουφάρια κτηρίων από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, καθώς η νομοθεσία δεν ευνοεί πρακτικά καμία διαδικασία επέμβασης πάνω σε αυτά. Προβάλλει έντονο το θέμα της αναθεώρησης των νόμων για να διαφυλάξουμε ορισμένα ενδιαφέροντα κτήρια. Διαφορετικά τα παραδείγματα που αναφέραμε πιο πάνω, θα μείνουν στην σφαίρα του μη υλοποιήσιμου λόγω ανωτέρας βίας.

87



Επίλογος Κάνοντας την έρευνά μας για την διατήρηση ορισμένων κτηρίων ως τεκμήρια του παρελθόντος, τον αριθμό των κτηρίων αυτών και την έκταση των επεμβάσεων, σχεδόν αναπόφευκτα φτάνουμε στην ερμηνεία της «δυστυχίας του πολιτισμού», όπως την είχε διατυπώσει ο Freud το 19301. Περιέγραφε ένα δραματικό ιστορικό τοπίο όπου όλα συνυπήρχαν ταυτόχρονα. Ότι είχε υπάρξει μία φορά παρέμενε αιώνιο, με αποτέλεσμα δίπλα στις τελευταίες φάσεις να διατηρούνται όλες οι προηγούμενες. Ο χώρος γινόταν εφιαλτικός, δεν μπορούσε να προσδιοριστεί, δεν είχε κάποια ταυτότητα. Έτσι ο φιλόσοφος-ψυχαναλυτής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο ίδιος χώρος δεν επιδέχεται διπλό γέμισμα», κάτι που δεν σημαίνει απαραίτητα την άρνηση του παρελθόντος, καθώς αυτό δίνει το υλικό για να δημιουργηθεί το παρόν και το μέλλον. Ο Freud συμπλήρωνε ότι ακόμα και αν χανόταν το υλικό, το πνεύμα του παρελθόντος παρέμενε στο υποσυνείδητο και στην ψυχική ζωή, έτοιμο να ξαναβγεί στο προσκήνιο κάτω από κατάλληλες συνθήκες Υπάρχει μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεση στην ουσία και την ύλη στην αρχιτεκτονική2. Ιδιότητα που δεν περιορίζεται στα επώνυμα κτήρια ή στα κτήρια που ανήκουν στο μοντέρνο κίνημα, αλλά επεκτείνεται πέρα από στεγανά, σε δημιουργίες που καταφέρνουν να αντέξουν στο πέρασμα του χρόνου. Η ουσία (ιδέα) και η ύλη (κτήριο) δεν μπορούν να υπάρξουν ως μονάδες, καθώς είναι απαραίτητη η κάθε μία για τον προσδιορισμό της άλλης. Κάποιες φορές κυριαρχεί η ιδέα, το πνεύμα με αποτέλεσμα κτίρια με κατασκευαστικά προβλήματα (όπως ο πρόβολος στο Falling Water του Frank Lloyd Wright που κινδύνεψε να καταρρεύσει), ενώ άλλες φορές υπερισχύει η ύλη, οδηγώντας σε κτήρια λειτουργικά αλλά μη εμπνευσμένα. Υπάρχει έντονη η ανάγκη να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσά τους. Αυτό το δίπολο θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και τον τρόπο επέμβασής μας σε ένα κτήριο. Οι αρχιτέκτονες κατά τον σχεδιασμό καθοδηγούνται από το πνεύμα, την ιδέα. Και ορμώμενοι από κάτι άυλο σχεδιάζουν εσωτερικούς χώρους, δημιουργούν με το φως, ορίζουν την κίνηση, δομούν το χώρο μέσω υπαιθρίων-ημιυπαιθρίων και κλειστών τμημάτων. Τέτοιες χωρικές ποιότητες είναι πρακτικά αδύνατον να σωθούν απλά και μόνο μέσω της τεκμηρίωσης και της κατ γραφής των κτηρίων προς διάσωση. Η τεκμηρίωση αφορά την ύλη, η ουσία των κτηρίων αυτών εκτείνεται πέρα από αυτήν. Πως μπορούμε όμως να διατηρήσουμε ανέπαφη την ιδέα ενός δημιουργού; 1 Τουρνικιώτης Π., «Πρέπει να ξεχνάς για να θυμάσαι», Αρχιτέκτονες, περίοδος Β’ τχ. 45 (Μάιος/ Ιούνιος 2004), σσ.65-67 2 Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα. Ο Πλάτωνας διατύπωσε την άποψη ότι υπάρχουν δύο κόσμοι: Των ιδεών, που είναι αμετάβλητος, και των αισθήσεων, τον αισθητών/ μεταβαλλόμενων πραγμάτων. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η ουσία, οι ιδέες ενυπάρχουν στον αισθητό κόσμο ως δυνάμεις που διαμορφώνουν την ύλη.

89


Παρατηρείται μία ουσιαστική διαφορά μεταξύ της έννοιας του «αυθεντικού» και εκείνης του «πρωτότυπου», στην αρχιτεκτονική των τελευταίων εκατό ετών1. Ζητούμενο είναι περισσότερο η αποκατάσταση της εικόνας, του πρωτότυπου δηλαδή χαρακτήρα του αρχιτεκτονικού έργου, ιδιαίτερα της περιόδου του Μοντέρνου, σε αντίθεση με εργασίες αποκατάστασης που τείνουν στην αποκλειστική διάσωση της ύλης, της αυθεντικότητας δηλαδή του κτηρίου. Ένα κτήριο προκύπτει ως αποτέλεσμα ολοκληρωμένων σχεδίων σε μία δεδομένη χρονική στιγμή. Το υλοποιημένο οικοδόμημα, συχνά χωρίς την επίβλεψη του αρχιτέκτονα, αποτελεί την μετάφραση της αρχιτεκτονικής σύλληψης σε πραγματοποιήσιμη μορφή. Υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «αυθεντικά» τα σχέδια και όχι το κτισμένο αποτέλεσμα. Δεν είναι λίγες οι φορές που αρχιτέκτονες έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για τον τρόπο που υλοποιήθηκαν τα σχέδιά τους, ή πώς αλλοιώθηκαν στην πορεία2 (Λε Κορμπυζιέ για τις κατοικίες στην Στουτγκάρδη, Άρης Κωνσταντινίδης για τα Ξενία). Στην περίπτωση αυτή η αποκατάσταση θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα πρωτότυπα σχέδια του αρχιτέκτονα ή την πραγματικότητα του υλοποιημένου κτηρίου; Ο διαχωρισμός δεν είναι πάντα εύκολος και μόνο υπό ιδανικές συνθήκες θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε αν και σε ποιόν βαθμό το κτίριο αντιπροσωπεύει την ουσία της σκέψης του αρχιτέκτονα. Όταν υπάρχει η δυνατότητα οι εργασίες αποκατάστασης πρέπει να βασίζονται σε σχεδιαστικά ντοκουμέντα σε συνδυασμό με την τεκμηρίωση του υπάρχοντος κτίσματος, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπία ανάμεσα στην υλικότητα και το μορφοπλαστικό και αισθητικό δυναμικό του κτηρίου. H ανακατασκευή ή η φιλολογική αποκατάσταση σύγχρονων αρχιτεκτονικών έργων, που επιχειρείται διεθνώς όλο και περισσότερο, ενδεχομένως να είναι μία ακραία και όχι απαραίτητα ρεαλιστική απάντηση σε αυτόν τον προβληματισμό. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η αρχιτεκτονική τις περισσότερες φορές κρίνεται εκ του αποτελέσματος (με εξαίρεση τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς). Εξάλλου για το κοινό βιώνεται μέσω του υλοποιημένου χώρου, με τα καλά και τα κακά του παραδείγματα. Χρέος των μελετητών σε αυτού του είδους τις εργασίες επέμβασης είναι να διασώσουν με τον καλύτερο τρόπο την διττή ύπαρξη των κτηρίων που απειλούνται. Αρχιτεκτονική είναι η ιδέα. Αρχιτεκτονική είναι το κτισμένο.

1 2

Γιακουμακάτος Α., «Η διατήρηση του μοντέρνου», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 30 (1996), σσ. 12-13 Θέμελης Κ., Ο λόγος του αρχιμάστορα- Μία συνομιλία με τον Άρη Κωνσταντινίδη, Αθήνα, Ίνδικτος, 2000


91



Παραρτηματα

Παραρτημα 1: Επεξηγηση Ορολογιας Παραρτημα 2: Ιστορικη Αναδρομη Περι Αποκαταστασησ Παραρτημα 3: Διατηρηση // Εγκαταλειψη Παραρτημα 4: Ιστορικη Αναδρομη Σκυροδεματος Παραρτημα 5: Πινακεσ 93



Παραρτημα 1 ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ • Αναστήλωση: η επανατοποθέτηση στοιχείων ενός κτηρίου που έχουν καταπέσειη ανασύνθεση ενός μνημείου από τα αυθεντικά του κομμάτια. Προφανώς, λόγω της μονολιθικότητας των κατασκευών από σκυρόδεμα, δεν είναι δόκιμος όρος για αυτές τις περιπτώσεις. • Αποκατάσταση: επαναφορά ενός κτηρίου στην αρχική του κατάσταση. • Συντήρηση: συνεχείς επί μέρους αποκαταστάσεις που δεν αλλοιώνουν την μορφή και την δομή του μνημείου, και αποβλέπουν στην άρση του αποτελέσματος της φυσικής φθοράς. Συχνά αποτελούν προληπτικό μέσο. • Στερέωση: συντηρητική επέμβαση στον φέροντα οργανισμό του κτηρίου, για την εξασφάλιση της στατικής του επάρκειας. • Ανακατασκευή: η αποκατάσταση ενός κτηρίου με την προσθήκη μεγάλου ποσοστού νέων αρχιτεκτονικών μελών. • Αναπαλαίωση: επαναφορά στην παλαιά μορφή με την αφαίρεση νεώτερων προσθηκών. Έχει σκοπό την άρση μιας νεώτερης –ενδεχομένως κακήςαποκατάστασης • Μνημείο: κατά icomos: «κάθε ακίνητο, κτισμένο ή όχι, το οποίο διακρίνεται για το αρχαιολογικό, το αισθητικό, το ιστορικό ή το εθνογραφικό του ενδιαφέρον.»

95


Παραρτημα 2 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΠΕΡΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ • Αρχαϊκή και κλασική εποχή: διατήρηση παλαιότερων ναών λόγω θρησκευτικού αισθήματος (πχ. Πελασγικά τείχη στην Ακρόπολη). Μετά τη Σαλαμίνα σκέφτηκαν να αναστηλώσουν τους κατεστραμμένους ναούς, όμως η αυτοπεποίθηση και η αναζήτηση της δημιουργίας, τους οδήγησε να κατεδαφίσουν όλα τα ερείπια. • Ελληνιστική εποχή: στροφή προς την συντήρηση. Οργάνωση της γνώσης του παρελθόντος, θαυμασμός για όσο υπήρξαν. • Ρωμαϊκή εποχή: γενικευμένη τάση συντήρησης (ειδικά τα χρόνια του Αυγούστου, του Αδριανού και των Αντωνίνων). Αντιγραφή κλασσικών δημιουργιών, συμπλήρωση ημιτελών ναών. Εργασία αποκατάστασης Ερεχθείου επί Ιουλίου Καίσαρα. • Παλαιοχριστιανική περίοδος: θρησκευτικός φανατισμός οδήγησε στην καταστροφή σημαντικών έργων τέχνης και μνημείων. • Βυζάντιο: επεμβάσεις σε αρχαία κτήρια με χρηστικά και όχι ιστορικά κριτήρια. Spolia σε νέες κατασκευές και προσθήκες σε παλιά κτήρια. Αν και σε ορισμένες περιόδους εκτιμήθηκε η αρχαιότητα, δεν υπήρξαν οργανωμένες κινήσεις συντήρησης και αποκατάστασης των μνημείων. • Μεσαίωνας: απουσιάζει το πνεύμα της συντήρησης • Αναγέννηση: θαυμασμός στην αρχαιότητα, επαναχρησιμοποίηση αρχαίων κτηρίων. Καμία φροντίδα για την διατήρηση του αυθεντικού. Έντονα δημιουργική και όχι συντηρητική εποχή. Ενδιαφέρον για τους ρυθμούς και όχι για το πρωτότυπο (πχ. Το Κολοσσαίο χρησιμεύει ως λατομείο υλικού για διάφορα Palazza αλλά ταυτόχρονα το μιμούνται έργα του Bramante) • 17ος- 18ος αιώνας: διαφωτισμός. Τίθεται σοβαρά το θέμα της αποκατάστασης. Νομοθεσίες. 1794-επιτροπή τεχνών και μνημείων: «οι βάρβαροι και οι δούλοι περιφρονούν τις επιστήμες και καταστρέφουν τα μνημεία της τέχνης. Οι ελεύθεροι άνθρωποι τα αγαπούν και τα συντηρούν.» • 19ος αιώνας: σημαντικά επιτεύγματα. Το κλίμα της εποχής με αγάπη για την γνώση του παρελθόντος. Γνώση της ιστορίας, πρώτες προσπάθειες για την αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και την προστασία της (Αγγλία). Το ιδεολογικό υπόβαθρο της σημερινής αντίληψης για τα ιστορικά μνημεία ανήκει σ’ αυτόν τον αιώνα.


Παραρτημα 3 ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ__ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ Δύο κυρίαρχες κατευθύνσεις: διατήρηση vs εγκατάλειψη • Διατήρηση-πουρισμός (ρομαντική προσέγγιση) γαλλική σχολή Viollet-Le-Duc: Μεσαιωνολόγος, αρχιτέκτονας και αναστηλωτής. Τα μνημεία πρέπει να απαλλαγούν από μεταγενέστερες προσθήκες, μη συμβατές με το ρυθμό τους. Συμπλήρωση τμημάτων που έχουν καταστραφεί με βάση όχι γνωστά στοιχεία, αλλά την τεχνοτροπική τους ενότητα. Ρομαντική διάθεση, που έχει στόχο να φτάσει στην υπέρτατη αρχιτεκτονική έκφραση, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει ιστορική συνέπεια. Ο Le-Duc συνέταξε τον όρο Restauration. «Να αναστηλώνεις ένα κτίσμα σημαίνει να το φέρνεις σε τέτοια κατάσταση τελειότητας, που μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ». Υπήρξε οπαδός του Cuvier και των εξελικτικών θεωριών που είχαν διατυπωθεί εκείνη την εποχή και πίστευε σε μία αναλογία ως προς την εξέλιξη των αρχιτεκτονικών μορφών. Πουρισμός-ενότητα του στυλ. Έφτασε σε ακρότητες, αποκαθιστώντας μνημεία για τα οποία δεν είχε στοιχεία σχετικά με την αρχική τους μορφή. Αποκαθιστούσε κατά το δοκούν, σύμφωνα με την ιδανική για εκείνον ρυθμολογία. Τα όρια ανάμεσα στην αποκατάσταση και την νέα δημιουργία είχαν χαθεί. Αργότερα επικρίθηκε η στάση του Le-Duc. Η καταστροφή στοιχείων της ιστορίας του μνημείου και ενδιάμεσων φάσεων, καθώς και η καλλιτεχνική πρόθεση στην αποκατάσταση χωρίς επαρκή τεκμηρίωση και συμβατότητα με το αρχικό κτήριο δεν μπορεί να είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος να επέμβεις. • Ηθική προσέγγιση μη-επέμβασης- αγγλική σχολή Κύριος εκπρόσωπος: Ruskin. Υπήρξε ιστορικός, κριτικός της τέχνης, αισθητικός, εκφραστής της Βικτωριανής εποχής. Εντελώς αντίθετος με τις αποκαταστάσεις. «Δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο νικητές της Λήθης των ανθρώπων: η Ποίηση και η Αρχιτεκτονική» «Η μεγαλύτερη αξία ενός μνημείου είναι η παλαιότητά του, που είναι μοναδική και αναντικατάστατη». Η ερείπωση ενός κτηρίου δημιουργεί μια νομοτέλεια, άρα το αποτέλεσμα είναι καταξιωμένο αισθητικά. «Είναι αδύνατον –τόσο αδύνατο όσο να προσπαθείς να αναστήσεις έναν νεκρό- να αποκαταστήσεις οτιδήποτε είχε υπάρξει όμορφο ή σημαντικό στην αρχιτεκτονική. Το πνεύμα της εποχής δεν μπορεί να ανακληθεί. Το να αντιγράφεις ό,τι υπήρξε κάποτε, δεν μπορεί να κάνει το νέο δημιούργημα εφάμιλλο του παλαιού.» Στο παλιό υπάρχουν ίχνη ζωής, νύξεις του τι υπήρχε κάποτε εκεί, τι χάθηκε στην πορεία, σημάδια από τον ήλιο και την βροχή στην επιφάνειά του, που χάνονται με τις βίαιες επεμβάσεις. Την άποψη του Ruskin συμμερίστηκε έναν αιώνα αργότερα ο ιταλός φουτουριστής αρχιτέκτονας Antonio Sant’ Elia, για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Η μνήμη πρέπει να χαθεί, η παράδοση να απορριφθεί. Μια νέα ζωή ξεκινά και απαιτεί εντελώς διαφορετική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική της. Το παρελθόν οφείλει να ξεχαστεί και να δώσει τη θέση του σε ένα νέο, πολλά υποσχόμενο μέλλον.

97


Το μανιφέστο του φουτουρισμού (1914) δεν αποδέχεται την «κλασική, σεμνή, ιερατική, θεατρική, διακοσμητική μνημειώδη, γοητευτική αρχιτεκτονική» ούτε την «διατήρηση, ανακατασκευή και αναπαραγωγή μνημείων». Ο ίδιος αναφέρει: «Έχουμε χάσει την αίσθηση του μνημειώδους, του στατικού. Την αντικαταστήσαμε με ευαισθησία, αίσθηση της ελαφρότητας, της πρακτικότητας και του εφήμερου. Με την αίσθηση της αλλαγής.» Αξίζει να σημειώσουμε ότι υπάρχει έντονη ιδεολογική ταύτιση του φουτουρισμού με το μοντέρνο κίνημα: το ξεκίνημα από το μηδέν (tabula rasa), ο ρασιοναλισμός, η έλλειψη διακόσμου, τα νέα υλικά, η δυναμική των μορφών, η κατοικία ως μηχανή.


Παραρτημα 4 Ιστορική αναδρομή σκυροδέματος Από την αρχαιότητα, ο πηλός, ο σοβάς και ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκαν στην πέτρινη τοιχοποιία. Οι πρώτοι χυτευτοί τοίχοι οικοδομήθηκαν στην Ελλάδα αρκετά νωρίς, τον 3ο αιώνα π.χ. ήταν όμως οι Ρωμαίοι που ανέπτυξαν το σκυρόδεμα. Το ρωμαϊκό σκυρόδεμα ήταν ένα μείγμα άσβεστου και ηφαιστιογενούς ποζολανικής άμμου. «Η φωτιά και η θερμότητα από τις φλόγες, όπως εξέρχονται μέσα από το βουνό, δια μέσου των σχισμών, κάνουν το χώμα ελαφρύ, και οι λίθοι που βρίσκονται εκεί, είναι πορώδεις και δεν έχουν καθόλου υγρασία. Όταν ο ασβέστης, η ποζολάνη και ο πωρόλιθος, όλα κατεργασμένα με τον ίδιο τρόπο από τη φωτιά, αναμειγνύονται, και ενώνονται με τη βοήθεια του νερού, και η υγρασία προκαλεί την άμεση τους σκλήρυνση σε μία ουσία η οποία δεν μπορεί να διαλυθεί από κύματα νερού». Κάπως έτσι ο ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος περιέγραψε της μοναδικές ιδιότητες της ποζολάνης. Σε συνδυασμό με τον ασβέστη και το νερό, σκληραίνει, και παράγεται το ρωμαϊκό σκυρόδεμα, το οποίο είναι τόσο δυνατό και ανθεκτικό όσο τα καλύτερα σκυροδέματα στις μέρες μας. Το υλικό αυτό άρχισε να χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό στις ρωμαϊκές κατασκευές, σε υδραγωγεία, προβλήτες και λιμάνια, λουτρά, κ.α. Όταν ο Νέρων ξαναέχτισε τη Ρώμη μετά από τη μεγάλη πυρκαγιά το 64 μΧ., η επαναστατική τεχνολογία του σκυροδέματος έγινε η αφορμή για μία καινούρια αρχιτεκτονική. Κατασκευάζοντας τεράστιους θόλους και κτήρια με σκυρόδεμα, οι αρχιτέκτονες στην εποχή του Νέρωνα, έθεσαν τα θεμέλια για ένα νέο τρόπο αντίληψης του χώρου, με την νέα σχέση μεταξύ της μορφής του χώρου και τις κατασκευαστικές ιδιότητες του σκυροδέματος. Παρ’ όλα αυτά, το ρωμαϊκό σκυρόδεμα ποτέ δεν είχε μία άμεση οπτική έκφραση. Οι ρωμαίοι είτε επένδυαν το σκυρόδεμα με πέτρα, ή το χύτευαν ανάμεσα σε τοιχοποιία από πέτρα ή τούβλο. Αλλά ακόμη και αν το σκυρόδεμα κρύφτηκε πίσω από σοβά, πέτρα, ή τερακότα, η χρήση του ήταν το πρώτο βήμα για την κατασκευή μεγάλων ανοιγμάτων και μια νέα αντίληψη της ελεύθερης χρήσης του χώρου. Με το μολύβι και το χαρτί, δεν υπάρχουν όρια στη δημιουργία μορφής και σχήματος. Παρ όλα αυτά, πολλές ιδέες, ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν διότι δεν υπήρχαν τα υλικά με ιδιότητες που να επιτρέπουν την κατασκευή τους. Στα τέλη του 18ου αιώνα, Γάλλοι αρχιτέκτονες σχεδίασαν σε μία ουτοπική κλίμακα ιδεατά κτήρια. Μεγάλες κατασκευές από σκυρόδεμα όπως το Πάνθεον, έδωσαν στοιχεία για την τεχνογνωσία και τεχνολογία των Ρωμαίων, και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, και αποτέλεσαν έμπνευση για πολλούς αρχιτέκτονες. Ακόμη και έτσι, ο γιγαντιαίος θόλος του Etienne-Louis Boullee προς τιμήν του Isaac Newton (1784) φάνηκε να είναι υπερβολικά μεγάλος για να κατασκευαστεί από εκείνη την εποχή. Μόλις τον 20ο αιώνα, η τεχνολογική πρόοδος έδωσε πραγματικές λύσεις για κτήρια και projects του μεγέθους του μνημείου για τον Isaac Newton, με μία ύλη γνωστή από παλιά.

99


Ο Άγγλος μηχανικός Smeaton, ήταν ένας πρωτοπόρος στην ανάλυση των ιδιοτήτων της ποζολάνης. Εφάρμοσε μάλιστα τα ευρήματά του, στην κατασκευή ενός φάρου στο Eddystone στις νότιες ακτές της Μεγάλης Βρετανίας, με ρωμαϊκό τσιμέντο, ανθεκτικό στο νερό, το οποίο περιείχε ποζολάνη και άσβεστο και χρησιμοποιήθηκε ως συνθετικό κονίαμα για τις πέτρες. Ενώ το σκυρόδεμα του Smeaton, στηριζόταν στην ύπαρξη ηφαιστιογενούς χώματος, ο Άγγλος John Aspdin κατάφερε να πατεντάρει την παραγωγή συνθετικού σκυροδέματος, το 1824, με την ονομασία Τσιμέντο Portland, μόνο από καυτή άσβεστο και μείγματα πηλού. Αυτό που μπορούσε να βρεθεί μόνο σε ηφαιστιογενείς περιοχές, μπορούσε πλέον να παραχθεί οπουδήποτε, στα τεράστια καμίνια της Βιομηχανικής Εποχής. Το ίδιο συνέβη και με το σίδηρο, το δεύτερο αναγκαίο συστατικό στην ανάπτυξη της τεχνολογίας του σκυροδέματος. Το 19ο αιώνα, και τα δύο αυτά υλικά χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση κτηρίων. Οι πρώτοι ουρανοξύστες και ο πύργος του Eiffel, ήταν κατασκευές αποκλειστικά από χάλυβα, ενώ το σκυρόδεμα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για κατασκευές όπως λιμάνια και οχυρώσεις, καθώς και ως τεχνητός λίθος για τη διακόσμηση όψεων. Όταν όμως ο σίδηρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για την ενίσχυση του σκυροδέματος, ένα εντελώς νέο υλικό γεννήθηκε. Καθώς το σίδερο έχει μεγάλη αντοχή στην τριβή, και το σκυρόδεμα στη θλίψη, τα δύο αυτά υλικά δημιούργησαν μία ισχυρή ένωση, στην οποία το βασικό PH του σκυροδέματος προστατεύει επίσης τον σίδηρο από τη διάβρωση. Οι Γάλλοι Lambot και Monier ήταν από τους πρωτοπόρους στη χρήση του νέου αυτού υλικού στα μέσα τοθ 19ου αιώνα. Ήταν όμως ο Francois Hennebique που κατέκτησε τις απαραίτητες γνώσεις όσον αφορά στην κατασκευαστική δύναμη του οπλισμένου σκυροδέματος. Καθορίζοντας τη θέση και τις διαστάσεις του οπλισμού, έθεσε τα θεμέλια για τον μαθηματικό υπολογισμό της χρήσης του. Η ομοιόμορφη όμως επιφάνεια παρέμενε εμβληματική για τη νέα μοντέρνα αρχιτεκτονική, και ήταν μόνο από το 1930 και μετά, όταν η σχέση ανάμεσα στη χρήση πέτρας και σκυροδέματος, παρουσιάστηκε ως μία σημαντική παράμετρος στην αρχιτεκτονική έκφραση. Περίπου το 1950, η γλυπτική ομοιομορφία του σκυροδέματος έγινε ολοένα και πιο εμφανής, όπως και η εκφραστικές ιδιότητες του ίδιου του υλικού. Η αδρή επιφάνεια του ανεπίχριστου σκυροδέματος, που εμφάνιζε τα σημάδια των καλουπιών έγινε αργότερα βασικό αρχιτεκτονικό στοιχείο και αργότερα ένα στυλ, τον Νέο Μπρουταλισμό, που χαρακτηριζόταν από μία ασυμβίβαστη διάθεση, και μια ειλικρινή αρχιτεκτονική. Ο Le Corbusier, ονόμασε τις αδρές επιφάνειες του σκυροδέματος ως beton brut, και το 1950 χρησιμοποίησε την τεχνική αυτή σε διάφορες κατασκευές συγκροτημάτων κατοικιών και δημοσίων κτηρίων.


Η καταιγίδα των επικριτικών σχόλιων για τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του μετέπειτα μοντερνισμού, καθώς και η απαιτήσεις για ενεργειακό σχεδιασμό, οδήγησαν δε μία τάση για διακοσμητική επικάλυψη. Η σχέση μεταξύ κατασκευής και εμφάνισης, χάθηκε σε μεγάλο βαθμό με την επικάλυψη από τούβλα, ξύλο ή και μέταλλο, και έγινε απλά μία «εμπορική» μορφή ενός κτηρίου που αποτελούταν βασικά από σκυρόδεμα. Την ίδια περίπου περίοδο, τα έργα του Ιάπωνα αρχιτέκτονα Tadao Ando, από την άλλη πλευρά, παρουσιάζουν μία ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα στην επιφάνεια, την έκφραση και τα περιεχόμενα, ιδιαίτερα στους τοίχους από ανεπίχριστο οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι απαραίτητες οπές για τη στήριξη του μεταλότυπου, μάλιστα, απέκτησαν σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική του Ando. Αυτά τα σημάδια δίνουν τη ιστορία της κατασκευής του κτηρίου και δίνουν μία κλίμακα στην επιφάνεια και την όλη κατασκευή.

101


Παραρτημα 5 // Πινακες ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Επισκευή κτιρίων από ανεπίχριστο σκυρόδεμα: συγκρίνοντας τις μεθόδους επέμβασης


103



ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Προτεινόμενα κτηριακά έργα του Ε.Ο.Τ. ως διατηρητέα (πηγή: ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ)

105


ΠΙΝΑΚΑΣ 3


107



Βιβλιογραφια

109


Βιβλια 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18.

Καλαφάτη Ε., Παπαλεξόπουλος Δ., Τάκης Χ. Ζενέτος, ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική, Αθήνα, Libro, 2006 Παπαλεξόπουλος Δ., Ψηφιακός τοπικισμός, Αθήνα, Libro, 2008 Γιακουμακάτος Α., Ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής 20ος αιώνας, 2η έκδοση αναθεωρημένη, Αθήνα, Νεφέλη, 2004 Τάκης Χ. Ζενέτος/ Takis Ch. Zenetos 1926-1977, Αθήνα, έκδ. Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, 1978 Τουρνικιώτης Π. (επιμέλεια), Δύο ταξίδια στον Le Corbusier (με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του), Αθήνα, Futura, 2005 Φιλιππίδης Δ., Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα, Μέλισσα, 2001 Φεσσά-Εμμανουήλ Ε. (επιμέλεια), Δοκίμια για τη νέα Ελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα, Έκδοση υπό την αιγίδα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, 2001 Μιχελής Π.Α, Η αισθητική της αρχιτεκτονικής του μπετόν αρμέ: μία συγκριτική μορφολογία και ρυθμολογία, 5η έκδοση, Αθήνα, Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, 1990 -, Μελέτες και κατασκευές- Άρης Κωνσταντινίδης, Αθήνα, εκδόσεις Άγρα, 1981 Φιλιππίδης Δ., «Το ελληνικό μοντέρνο-που πάμε; Η αρχιτεκτονική σε κατάσταση εγκατάλειψης» στο βιβλίο του DOCOMOMO Που είναι το μοντέρνο; (Τετράδια του μοντέρνου 01), Αθήνα, Futura, 2006, σσ. 21-31 Μπούρας Χ.Θ., Σημειώσεις του μαθήματος αποκατάσταση των μνημείων Ι, Αθήνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π, 1983 Μπούρας Χ.Θ., Σημειώσεις του μαθήματος αποκατάσταση των μνημείων ΙΙ, Αθήνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π, 1983 Πανταλέων Ε.Ι, Σχεδιασμός φέροντα οργανισμού κτιριοδομικών έργων, Αθήνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π, 2006 Θέμελης Κ., Ο λόγος του αρχιμάστορα- Μία συνομιλία με τον Άρη Κωνσταντινίδη, Αθήνα, Ίνδικτος, 2000 Frampton K., Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και κριτική, (για την ελληνική γλώσσα) Αθήνα, Θεμέλιο, 1999 MacDonald S., The investigation and repair of historic concrete, Parramatta, NSW Heritage Office, 2003 Weiss N., Jerome P., Gottlieb S., Fallingwater Pt 1: Materials- Conservation Efforts at Frank Lloyd Wright’s Masterpiece, Association for Preservation Technology International, 2001 Haspel J., Petzet M., Zalivako A., Ziesemer J., The Soviet Heritage and European Modernism, Heritage at Risk special 2006 edition, Berlin, 2007


19. Cunningham A. (επιμέλεια), Modern Movement Heritage, E & FN SPON, London, 1998 20. Kay T., Assessment and Renovation of concrete structures, Longman Scientific & Technical, Essex, 1992 21. Peck M. (επιμέλεια), Concrete: Design, Construction, Examples, Munich, Birkhäuser Edition Detail, 2006 22. Kind-Barkauskas, Kauhsen, Polónyi, Brandt, Concrete Construction Manual, Basel, Birkhäuser Edition Detail, 2002 23. Thole P., “Concrete is art: the design potential of concrete” στα πρακτικά του σεμιναρίου του International DOCOMOMO: The fair face of concrete: Conservation and repair of Exposed Concrete, Eidhoven, εκδ. DOCOMOMO, 1998, σσ. 1217 24. Wedebrunn O., “A miracle material: The abstract expression of concrete”, ό.π., σσ. 18-23 25. MacDonald S., “Authenticity is more than skin deep: Conserving Britain’s postwar concrete architecture”, ό.π., σσ. 45-54 26. Van den Hondel A., “Concrete diagnose: Failure and repair of reinforced concrete”, ό.π., σσ. 57-60 27. Nustad G. E., “Preseving more… by doing less: Principles of electro-chemical concrete repair”, ό.π., σσ. 61-63 28. Hintertür H., “An unobtrusive treatment: Pumping station in Parksluizen, Rotterdam (1968)”, ό.π., σσ. 92-94 29. Van der Zanden K., “A brilliant match?- Pumping station in Parksluizen, Rotterdam (1968)”, ό.π., σσ. 92-94 30. Gaudette P.E., Harry J. Hunderman, “A multiphased approach: Promontory apartments, Chicago (Mies van der Rohe, 1949)”, ό.π., σσ. 92-94 31. Powers A., “Style or substance: What are we trying to conserve?” από το Preserving Post-war heritage: The care and conservation of mid-twentieth century architecture, Shaftesbury, Donhead Publishing, 2001, σσ. 1-2 32. Macdonald S., “Defining an approach: a methodology for the repair of post-war buildings”, ό.π., σσ. 32-39 33. Lambert P., “Repairing reinforced concrete-an overview”, ό.π., σσ. 116-127 34. Allan J., “Preserving heritage or revaluing resources?”, ό.π., σσ. 201-208

111


Περιοδικα 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18.

Δουμάνη Μ.Ο, «Γυμνάσιο στον Αγ. Δημήτριο, Αθήνα, Αρχιτέκτων Τ.Χ Ζενέτος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 1 (1967), σσ. 210-212 Ζενέτος Τ.Χ, «Προβλήματα δομής στην Ελλάδα- Η πόλη του μέλλοντος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 1 (1967), σσ. 88-93 Δουμάνη Μ.Ο, «Γυμνάσιο- Λύκειο Αγίου Δημητρίου, Μπραχάμι, Αρχιτέκτων Τ.Χ Ζενέτος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 13 (1979), σσ. 195-197 Δουμάνη Μ.Ο, «Επιβατικός σταθμός στον Πειραιά, Αρχιτέκτονες Ι. Λιάπης και Η. Σκρούμπελλος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 13 (1979), σσ. 170-174 Δουμάνη Μ.Ο, «Έξι συνεντεύξεις. Οι αρχιτέκτονες και τα σχολεία που σχεδίασαν: Τ.Χ Ζενέτος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 5 (1971), σσ. 213-214 Γιακουμακάτος Α., «Συμβάσεις και νέες αφίξεις στην σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική (1975-2000)», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 34 (2000), σσ. 94-130 «Η διεθνής γνώμη για το κτίριο ˝Φιξ˝», Αρχιτέκτονες, περίοδος Α’ τχ. 1 (ΜάρτιοςΑπρίλιος-Μάιος 1995), σσ. 47-49 Φιλιππίδης Δ., «Η σημασία του ανεπίχριστου μπετόν», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 40 (2006), σσ. 74-80 Καλογεράς Ν., Παπαλεξόπουλος Δ., «Το σχολείο του Αγ. Δημητρίου», Αρχιτέκτονες, περίοδος Α’ τχ. 1 (Μάρτιος-Απρίλιος-Μάιος 1995), σσ. 56-58 Μαρμαράς Μ., «Τάκης Ζενέτος (1926-1977). Επισημάνσεις στο έργο του», Αρχιτεκτονικά Θέματα 21(1987), σσ. 20-26 Σημαιοφορίδης Γ., «Η υπόθεση Φιξ», Αρχιτέκτονες, περίοδος Α’ τχ. 1 (Μάρτιος/ Απρίλιος/Μάιος 1995), σσ. 34-37 Κουφέλη Ε., «Ο νέος αρχαιολογικός νόμος και η προστασία της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς», Αρχιτέκτονες, περίοδος Β’ τχ. 47 (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2004), σσ.86-87 Λάββας Γ.Π., «Η αρχιτεκτονική κληρονομιά ως πανανθρώπινη αξία», Αρχιτέκτονες, περίοδος Β’ τχ. 47 (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2004), σσ. 50-51 Δωρρής Μ., «Για την ιδεολογία και πρακτική της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς», Αρχιτέκτονες, περίοδος Β’ τχ. 47 (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2004), σσ.82-85 Τουρνικιώτης Π., «Πρέπει να ξεχνάς για να θυμάσαι», Αρχιτέκτονες, περίοδος Β’ τχ. 45 (Μάιος/ Ιούνιος 2004), σσ.65-67 Γιακουμακάτος Α., «Η προστασία του κτιριακού πολιτισμού», εφημερίδα Το Βήμα, Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1999 Κουτούπης Γ., «Τα καταστροφικά σύνορα της αρχιτεκτονικής», Αρχιτέκτονες, περίοδος Β’ τχ. 72 (Νοέμβριος/Δεκέμβριος 2008), σσ.90-93 Παπαϊωάννου Τ., «Η Σωτηρία των μεσοπολεμικών κτιρίων», εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2005


19. Γιακουμακάτος Α., «Η διατήρηση του μοντέρνου», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 30 (1996), σσ. 12-13 20. Γιακουμακάτος Α., «Η σχολική αρχιτεκτονική και η εμπειρία του μοντέρνου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», Θέματα Χώρου και Τεχνών, 18/1987, σ. 50 21. Γιακουμακάτος Α., «Η μοντέρνα αρχιτεκτονική είναι διατηρητέα», εφημερίδα Το Βήμα, Κυριακή 20 Ιουλίου 2003 22. Χατζηστεργίου Γ., «Ποια είναι η νέα γενιά» των διατηρητέων», εφημερίδα Το Βήμα, Κυριακή 27 Ιουνίου 1999 23. «ΞΕΝΙΑ Άνδρου: Ένα παράδειγμα της αδιαφορίας για την σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική», Monumenta, 02, Φεβρουάριος 2007 24. Wooley T., “Building conversion/use conversion”, Architectural Design, Volume XLVI, December 1976, p. 716-721 25. Capezzuto R., “Art in the bunker”, Domus, 906, September 2007, p. 16-27 26. Arnal I.P, “Encofrados, moldes y acabados”, Tectonica, 3, Septiembre-Diciembre 1996, p. 14-31 27. Jaeger F., “Die Crux mit den Marmor des 20. Jahrhunderts”-“The trouble with concrete”, Detail, 2006 1/2, p.11-16 28. Giebeler G., “Plannungsmethoden bei Umbau und Sanierung”-“Planning Methods for Renovation and Refurbishment”, Detail, 2007 11, p.1320-1334 29. -, “Ristrutturazione della navata 17c dell’ex Mattatoio in spazio per eventi artistici_ Conversion of aisle 17c of the ex slaughterhouse into a space for art events”, Domus, 908, Novembre 2007 30. Pawlitschko R., “Alveole 14- Transforming a Submarine Bunker into a Cultural Centre in Saint-Nazaire”, Detail, 2007 11, p.1257-1262

113


Οπτικοακουστικα 1.

Τζιρτζιλάκης Γ. (επιμέλεια), Τάκης Ζενέτος, το Στρογγυλό: Το κτίριο που έπεσε στη γη, Επεισόδιο από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Πορτρέτα και Διαδρομές Ελλήνων Αρχιτεκτόνων», Παραγωγή Ταμιωλάκης Ν. για την ΕΡΤ, 2005

2.

Τζιρτζιλάκης Γ. (επιμέλεια), Ιωάννης Δεσποτόπουλος: το μυστικό αξίωμα, Επεισόδιο από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Πορτρέτα και Διαδρομές Ελλήνων Αρχιτεκτόνων», Παραγωγή Ταμιωλάκης Ν. για την ΕΡΤ, 2005 Τζιρτζιλάκης Γ. (επιμέλεια), Άρης Κωνσταντινίδης: δοχεία ζωής, Επεισόδιο από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Πορτρέτα και Διαδρομές Ελλήνων Αρχιτεκτόνων», Παραγωγή Ταμιωλάκης Ν. για την ΕΡΤ, 2005

3.

Δικτυακοι Τοποι 1.

Οπτικοακουστικό Αρχείο ΕΡΤ: http://www.ert-archives.gr/wpasV2/public/index. aspx 2. Περιοδικό MONUMENTA για την προστασία της φυσικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ελλάδας και της Κύπρου: www.monumenta.org 3. Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών – Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων: http://www.sadas-pea.gr/ 4. International working party for documentation and conservation of buildings, sites and neighbourhoods of the modern movement: www.docomomo.com 5. Περιοδικό Detail (Portal for Architecture): www.detail.de 6. Διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια Wikipedia: www.wikipedia.org 7. Περιοδικό Domus: http://www.domusweb.it/ 8. International Council on Monuments and Sites: www.icomos.org 9. Ελληνικό τμήμα icomos: www.icomoshellenic.gr/ 10. United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization: www.unesco. org

Ευχαριστουμε

τους

Π. Τουρνικίωτη Μ. Μάνιο


115



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.