Ιωάννινα Φ. Τζαβέλα 8, 45333 Τηλ.: 26510-36050 e-mail: info@pediabooks.gr
αντί × λόγου
editorial
αντί × λόγου υχαία άρπαξα μια μέρα ένα αρκετά παλαιότερο τεύχος μας και το ξεφύλλισα. Οι γραμμές του με παρασύρανε και ξαναδιάβασα τα κείμενά του. Παλιό το τεύχος μα καθόλου παλιά τα γραπτά του. Διαβάζονταν με την ίδια ευκολία όπως όταν πρωτογράφτηκαν και πρωτοεκδόθηκαν. Ήμουν σίγουρος πως έτσι θα συνέβαινε, ακόμα και από εμένα που τα έχω πολυδιαβάσει για λόγους αρχισυνταξίας και επιμέλειας. Πού θέλω να καταλήξω όμως… Γράφει μια ιστορία ένας συγγραφέας και μετά την παρατάει. Το «παρατάει» σε εισαγωγικά πάντα, εννοώντας πως ολοκληρώθηκε ο κύκλος της ιστορίας από τη μεριά του ίδιου του συγγραφέα και ήρθε η ώρα ν’ αλλάζει χέρια. Να περάσει στα χέρια του αναγνώστη - ή της λήθης, ανάλογα με το τι θα θελήσει ο ίδιος ο συγγραφέας. Αν όμως περάσει στα χέρια του αναγνώστη, ποια πρέπει να είναι η πορεία του; Τι πρέπει να συμβεί; Πρέπει να διαβαστεί; Και αν ναι, πότε πρέπει να γίνει αυτό; Υπάρχει χρονικό σημείο; Υπάρχει όριο; Εδώ όμως τίθεται ένα άλλο ερώτημα. Τι είναι η λογοτεχνία που πρέπει να μπει σε όρια; Τι είναι η λογοτεχνία για να πρέπει να διαβαστεί «τότε» συγκεκριμένα; Μήπως θα χαλάσει αν δε διαβαστεί αμέσως; Όχι φυσικά. Είναι λέξεις πλασμένες στη σειρά από το φύσημα της μούσας. Αιώνια να στέκουν στο χαρτί παραταγμένες, περιμένοντας να έρθει ο ήρωας και να τις αναγνώσει για να τoυς δώσει ζωή. Η σφραγίδα μας στο εξώφυλλο δεν είναι καθόλου τυχαία. «Προσοχή! Διατηρείται στη βιβλιοθήκη». Μπορεί να είναι περιοδικό, αλλά δεν είναι κάτι το οποίο με τον καιρό παλιώνει και χαλάει. Και από τη στιγμή που δε χαλάει η λογοτεχνία, ούτε ένα περιοδικό που την περιέχει θα μπορούσε να βρεθεί εκτός χρόνου. Πιθανότερο είναι, αν παραμείνει στη βιβλιοθήκη, να ωριμάσει, όπως το κρασί. Το κάθε κείμενο θέλει το χρόνο του. Δεν εννοώ το χρόνο για να διαβαστεί - π.χ. δέκα λεπτά ανάγνωσης - φυσικά και θέλει και αυτό το χρόνο, αλλά θέλει και το χρόνο να μεστώσει μέσα στο μυαλό μας πριν διαβαστεί. Να δημιουργηθεί μια προαναγνωστική επικοινωνία, αυτή η περίεργη επικοινωνία του λογοτεχνικού κειμένου με τον αναγνώστη. Αυτή επικοινωνία που είναι είτε άμεση, σαν κεραυνοβόλος έρωτας, είτε επαναλαμβανόμενη, όπου διαβάζεται φορές και φορές το κείμενο, είτε θέλει το χρόνο της… Το κείμενο να περιμένει υπομονετικά και ο αναγνώστης να το κοιτάζει. Να παίζει μαζί του σαν το θηρευτή με το θήραμα. Να αδιαφορεί αλλά και να το παρατηρεί με την άκρη του ματιού του. Γιατί το κείμενο θα είναι πάντα εκεί, μένοντας αναλλοίωτο, αφήνοντας πίσω του τον πανδαμάτορα χρόνο, περιμένοντας μονάχα να έρθει η κατάλληλη συγκυρία για να διαβαστεί. Η λογοτεχνία έχει υπομονή, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Κρατήστε αυτό το τεύχος - όπως και όλα τα υπόλοιπα τεύχη μας και ας μην το διαβάσετε άμεσα. Κρατήστε το στη βιβλιοθήκη σας. Θα έρθει η στιγμή που θα το δείτε - ή θα το ξαναδείτε - με άλλο μάτι. Θα έρθει η στιγμή που τα κείμενά του θα σας καλέσουν και θα σας ταξιδέψουν. Καλή ανάγνωση όποτε κι αν συμβεί… × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου
Μάρτιος 2011 Ιωάννινα ISSN: 1792-5819 τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διανέμεται δωρεάν
έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια : Ευάγγελος Ευθυμίου
συντάκτες - συνεργάτες : Νικόλαος Φωτιάδης Γιάννης Πλιώτας Ιωάννα Σαμαρά Μαρία Αρχιμανδρίτη Πέτρος Καππάς Άντρη Αντωνίου Κατερίνα Αξούγκα Vennis Mak Ευάγγελος Ευθυμίου Τζόρτζια Νάστα Μαρία Τζιρίτα Δημήτρης Αργασταράς Σπύρος Βουτσινάς Ελένη Μπάρκα Εύη Μαρκάτη
διόρθωση : Εύη Μαρκάτη
σχεδιασμός - διαμόρφωση : Γιώργος Δημητρίου (~giodim) Ευάγγελος Ευθυμίου
υπεύθυνος διανομής : Αποστόλης Ρουμελιώτης
σύνθεση εξωφύλλου : Γιώργος Δημητρίου (~giodim)
επικοινωνία : τηλέφωνο: +306972978572 web: www.antiepilogou.gr e-mail: antiepilogou@yahoo.gr www.myspace.com/antiepilogou facebook: λογοτεχνικό περιοδικό αντί x λόγου Το αντί x λόγου μεταδίδει τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή, κάθε Σάββατο 14.00-16.00 στη συχνότητα του διαδικτυακού ραδιοφώνου www.mindradio.gr
Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνήσει μαζί μας.
3
αντί × λόγου
αντί περιεχομένων
O Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (Howard Phillips Lovecraft) (20 Αυγούστου 1890–15 Μαρτίου 1937) ήταν Αμερικανός συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου. Ήταν, ίσως, από τους πρώτους που έδωσαν στις ιστορίες τους έναν τόνο επιστημονικής φαντασίας. Τα έργα του δεν έτυχαν ευρείας αναγνώρισης κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά το έργο του αποδείχτηκε σημαντικό και είχε μεγάλη επιρροή μεταξύ άλλων συγγραφέων και φίλων της φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου.
Περίπου το 333 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος εισέβαλε στο περσικό κράτος κι έστειλε στρατό στην πρωτεύουσα, Περσέπολη. Μέσω της Βασιλικής Οδού, ο Αλέξανδρος κατέλαβε τις Περσικές Πύλες και έπειτα στράφηκε προς την πρωτεύουσα. Κατά τη διάρκεια γιορτής, ξέσπασε πυρκαγιά στα ανατολικά ανάκτορα του Ξέρξη και επεκτάθηκε στην υπόλοιπη πόλη, χωρίς να έχει εξακριβωθεί αν επρόκειτο για τυχαίο περιστατικό ή πράξη εκδίκησης για τη φωτιά στην Ακρόπολη της Αθήνας κατά τους Περσικούς Πολέμους.
Η Δημοκρατία της Ταϊβάν (κατά λέξη «Δημοκρατικό Κράτος της Ταϊβάν», γνωστή και ως Δημοκρατία της Φορμόζας) ήταν ένα σύντομης διάρκειας κρατικό μόρφωμα που ιδρύθηκε στην Ταϊβάν το 1895 στο μεσοδιάστημα μεταξύ της επίσημης παράδοσης της Ταϊβάν από τη Δυναστεία Τσινγκ της Κίνας στην Ιαπωνική Αυτοκρατορία. Αν και πολλές φορές αναγνωρίζεται από ιστορικούς και πολιτικούς ως η πρώτη δημοκρατία στην Ασία, είχε προηγηθεί η Δημοκρατία του Λανφάνγκ, η οποία ιδρύθηκε το 1777.
Το γυαλί παρασκευάζεται με σύντηξη χαλαζιακής άμμου, η οποία αποτελεί το βασικό συστατικό του διαμορφωτή, ενός ή περισσότερων συλλιπασμάτων και ενός (ή περισσότερων) σταθεροποιητών. Το γυαλί, αφού παρασκευαστεί ως πρώτη ύλη, μπορεί να πάρει το επιθυμητό σχήμα με τρεις τρόπους: είτε με εμφύσηση (φυσητό γυαλί), είτε με τη βοήθεια καλουπιών, είτε με συσκευές που δημιουργούν φύλλα («ελάσματα») γυαλιού.
Η Καπέλα Σιξτίνα ή Καπέλα Σιστίνα είναι ένα παρεκκλήσι του Αποστολικού Μεγάρου, της επίσημης κατοικίας του Πάπα, στην πόλη του Βατικανού. Αναγέρθηκε από τον Πάπα Σίξτο Δ’, στον οποίο οφείλεται και το όνομα της. Η φήμη του όμως βασίζεται στην αρχιτεκτονική του, η οποία ακολουθεί το Ναό της Παλαιάς Διαθήκης, και ιδιαίτερα για το διάκοσμό του. Είναι ζωγραφισμένο εξ ολοκλήρου με τοιχογραφίες μεγάλων καλλιτεχνών της Αναγέννησης, μεταξύ των οποίων ο Μιχαήλ Άγγελος, ο οποίος φιλοτέχνησε τη θρυλική οροφή του.
4
αντί περιεχομένων
αντί × λόγου
Η Οίτη (παλαιότερη ονομασία Καταβόθρα) είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας και καταλαμβάνει τμήμα των νομών Φθιώτιδας και Φωκίδας. Η Οίτη συνδέεται στα νότιο με την Γκιώνα, δυτικά με τα Βαρδούσια και ανατολικά με το Καλλίδρομο, ενώ το όριό της στα βόρεια είναι η κοιλάδα του Σπερχειού. Στις πλαγιές της σχηματίζονται πολλά υδάτινα ρεύματα. Από την Οίτη πηγάζουν ο Μόρνος και ο Γοργοπόταμος. Σημαντικά χωριά στις πλαγιές και στους πρόποδες της Οίτης είναι η Παύλιανη, η Υπάτη και το Μαυρολιθάρι.
Νίκος Καρούζος (1926-1990): ποιητής από το Ναύπλιο. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε επί σαράντα χρόνια στην Αθήνα, αλλάζοντας δεκάδες σπίτια και συνοικίες.
Η σφαγή των Καλαβρύτων είναι η πιο βαριά περίπτωση πολεμικού εγκλήματος στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου. Η διαταγή της μαζικής δολοφονίας, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Καλάβρυτα», ξεκίνησε από την παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη βόρεια Πελοπόννησο, όταν τα στρατεύματα της Βέρμαχτ στην πορεία τους έκαψαν χωριά και δολοφόνησαν τους πολίτες στο δρόμο τους.
Ο Tomas Alfredson (γεννημένος την 1η Απριλίου 1965) είναι Σουηδός σκηνοθέτης, ο οποίος έγινε ευρύτερα γνωστός για τη σκηνοθεσία του στη ρομαντική ταινία με βρικόλακες «Let the right one in» το 2008. Ο Alfredson έχει κερδίσει δύο φορές το βραβείο Guldbagge για την καλύτερη σκηνοθεσία, το 2005 για την ταινία «Four shades of brown» και το 2009 για το «Let the right one in».
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, κατηγορήθηκε ως ο δράκος του Σέιχ Σου στη Θεσσαλονίκη και καταδικάστηκε για πέντε φρικιαστικά εγκλήματα, για τα οποία και οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα τον Φεβρουάριο του ’68. Σαράντα χρόνια μετά ήρθε η ανατροπή. Στην πραγματικότητα, ο δράκος του Σέιχ Σου ήταν μια ψυχοπαθητική προσωπικότητα, γόνος πλούσιας οικογένειας της Θεσσαλονίκης, ο οποίος δε δρούσε μόνος, αλλά με συνεργό. Ένας αθώος καταδικάστηκε με τις «ευλογίες» του παρακράτους της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Tράβα λοιπόν το δρόμο σου Tράβα λοιπόν το δρόμο σου κι άσε με μένα πίσω και ‘γώ θα βρω τη δύναμη μπροστά να συνεχίσω!
Ο Σείριος είναι το λαμπρότερο αστέρι στο νυχτερινό ουρανό με φαινόμενο μέγεθος −1,46. Βρίσκεται στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός. Το όνομά του προέρχεται από το ελληνικό επίθετο "σείριος", που σημαίνει "φωτεινός". Βρίσκεται 8,57 έτη φωτός από τη Γη και είναι ένα από τα κοντινότερα αστέρια. Ο Σείριος είναι ορατός από σχεδόν όλη τη Γη τους χειμερινούς μήνες (για το βόρειο ημισφαίριο, εκτός αν ο παρατηρητής βρίσκεται βορειότερα από τις 73 μοίρες). Μαζί με τον Πρόκυνα και τον Μπετελγκέζ σχηματίζουν ένα φωτεινό τρίγωνο που έχει την ανεπίσημη ονομασία «Χειμερινό τρίγωνο».
Απογοήτευση, θηλ. · Δυσάρεστο συναίσθημα ματαίωσης λόγω μη ικανοποίησης ή μη πραγματοποίησης επιθυμητού γεγονότος. π.χ. Ένιωσα απογοήτευση, όταν αποφάσισες να φύγεις.
5
διήγημα
αντί × λόγου
Ξύπνησα ιδρωμένος και ζαλισμένος σε ένα άθλιο μπορντέλο, που είχε στηθεί κάτω από μια μεγάλη τέντα χωρισμένη με παραπετάσματα. Ήμουν με το κεφάλι στα χέρια, ζαλισμένος ολοφάνερα απ’ το περιεχόμενο μιας άδειας κανάτας μπροστά μου. Δίπλα στον πάγκο καθόταν ένας μυστηριώδης τύπος που έμοιαζε με βεδουίνος, τυλιγμένος παρά την αφόρητη ζέστη σε χοντρές, μάλλινες κελεμπίες και κουκούλες. Από τη στάση του σώματός του υπέθεσα ότι γνωριζόμασταν. Με κοίταζε επίμονα. Αφού βεβαιώθηκε ότι είχα ανοίξει τα μάτια μου, ο άγνωστος συστήθηκε μεγαλοπρεπώς ως Αμπού Μούσα Γκιμπίρ Ιμπν Χαγιάν Αλ Αζντί, γεννημένος πριν από δεκαεφτά βροχές στο Ερίμ Κασμίρ, μια πρώην περσική επαρχία. Ο βεδουίνος ήταν η μοναδική σπορά ενός σπουδαίου ζωροάστρη αστρολόγου και μάγος-αλχημιστής ο ίδιος. Εκείνα τα χρόνια δεν ήξερα ακριβώς τι είναι ένας αλχημιστής, αλλά κατένευσα παίρνοντας το σοβαρό μου ύφος. Ο βυθός της μνήμης μέσα μου είχε αναταραχτεί βίαια, ήμουν σε πλήρη σύγχυση. Δεν ξέρω αν έφταιγε το κρασί, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ παρά ελάχιστα πράγματα, ούτε ακόμα και σε ποια πόλη είχα ξυπνήσει. Προσπαθώντας να διερευνήσω τις προθέσεις του Πέρση με το μακροσκελές όνομα, του έπιασα κουβέντα. Συστήθηκα ως βετεράνος σπαχής του στρατού των Σελτζούκων, που η ανδρεία μου στη μάχη του Γκιρμούζ είχε ανταμειφθεί από τον ίδιο τον Αλπ Αρσλάν με έναν κλήρο γης κοντά στη λίμνη Βαν. Ήμουν καλός ψεύτης, τουλάχιστον έτσι πίστευα. Του ζήτησα, αν είχε την καλοσύνη, να επαναλάβει το όνομά του. Ο Πέρσης γέλασε, μου εξήγησε ότι μπορώ να τον προσφωνώ απλώς «δάσκαλο Γκιμπίρ» και φώναξε να μας φέρουν ακόμα μια κανάτα κρασί, δίχως να το πολυνερώσουν. Χωρίς να με ρωτήσει - και προς απογοήτευσή μου - έδιωξε με μια κοφτή χειρονομία τρεις παλλακίδες που μας πλησίασαν λικνιζόμενες, και άρχισε να μου αφηγείται ζωηρά την ιστορία της ζωής του. Ενώ μιλούσαμε - δηλαδή αυτός έπιασε ένα μονόλογο που οι λέξεις έπεφταν σα χάντρες κομπολογιού - διαπίστωσα ότι η αφήγηση μου ήταν ανεξήγητα οικεία. Υποκρινόμενος ότι ακούω αφοσιωμένος και πίνοντας απ’ το ξιδιασμένο κρασί, μελέτησα τη φυσιογνωμία του Πέρση. Είχα την εντύπωση ότι τα χαρακτηριστικά του Γκιμπίρ καθώς και η χροιά της φωνής του αμυδρά κάτι μου θύμιζαν, αλλά ο τρομερός πονοκέφαλος δε με βοηθούσε να συγκεντρωθώ. Όταν του το ανέφερα, χωρίς περιστροφές τράβηξε την κουκούλα του για να μην έχουν χώρο να κρυφτούν οι σκιές και μου αποκάλυψε ένα πρόσωπο αναπάντεχα οικείο. Ήμουν εγώ! Τινάχτηκα όρθιος απ’ την έκπληξή μου, παραπάτησα κι έπεσα στο έδαφος, παρασέρνοντας κανάτες και κούπες. Δεν ήταν δυνατόν! Εγώ; Ο Πέρσης, ήμουν εγώ; Ήταν σαν να είχα γεράσει ακόμα περισσότερο, να είχαν αραιώσει τα μαλλιά στο κεφάλι μου και να είχα φυτέψει ένα αραιό γένι στο πηγούνι μου. Το πρόσωπό μου σκαμμένο από αυλάκια, αλλά τα μάτια μου παρέμεναν το ίδιο ζωντανά, γυάλιζαν ερευνώντας το χώρο, βεβαιώνονταν ότι το άτσαλο πέσιμό μου δεν είχε τραβήξει παραπανήσια προσοχή απ’ τους υπόλοιπους μεθυσμένους πελάτες. Ο δάσκαλος Γκιμπίρ χαμογέλασε συγκαταβατικά και άπλωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Με ήξερε καλά, λοιπόν, δε συναντηθήκαμε τυχαία. Όταν του είπα ότι δεν είχε εκπλαγεί ιδιαίτερα που αμφότεροι ήμα-
6
αντί × λόγου
διήγημα
σταν… εγώ, αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι του και μέσα απ’ τα πάλλευκα δόντια του να μου υποδείξει ότι δε γνώριζα ακόμα ούτε το ένα εκατοστό από τα μυστικά του κόσμου. Η λέξη «μυστικά» αγκίστρωσε την προσοχή μου. Συμφώνησα και ξανακάθισα δίπλα του ψύχραιμος. Αν μας κοίταζε κάποιος από μακριά, θα νόμιζε ότι μιλούσαμε για την παρατεταμένη αβροχιά που είχε πέσει στη χώρα. Ο Γκιμπίρ συνέχισε λέγοντας ότι δεν ήταν από πάντα έτσι η μορφή του. Κάποτε, πριν χρόνια αμέτρητα - πάνε αιώνες με διαβεβαίωσε - επέστρεφε από μια εκστρατεία. Ενώ έσερνε τα πόδια του στην άμμο, σκόνταψε σε ένα ξύλινο κουτί και από μέσα βγήκε βαριεστημένο ένα τζίνι. Σε εκείνο το σημείο τον κοίταξα έκδηλα δύσπιστα, αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του και σύμφωνα με τα λεγόμενα του τζίνι, ο Γκιμπίρ είχε να πραγματοποιήσει τρεις ευχές. Σε εκείνο το σημείο αναλογίστηκα την πιθανότητα να τον χλευάσω, αλλά συγκρατήθηκα. Ας έβλεπα πού το πήγαινε… Η πρώτη του ευχή ήταν να αποκτήσει την απόλυτη γνώση, κάτι που οφείλω να ομολογήσω ήταν αρκετά έξυπνο. Συνήθως όλοι οι άσχετοι ζητάνε να έχουν όποια γυναίκα επιθυμούν, κάτι που οδηγεί με γεωμετρική ακρίβεια και με εντελώς απρόβλεπτο τρόπο στην καταστροφή. Ο Γκιμπίρ συνέχισε, κάνοντας μια σεμνή επίδειξη των γνώσεών του. Από το λόγο του πέρασαν ο προφήτης Μωάμεθ, πολλά βιβλία, η ατελείωτη βορειοδυτική ομίχλη, ο σιμούν, το χαλασμένο χαλάζι από χαλαζία και άλλα, πιο παράξενα: καθρέφτες, πρίσματα, ακατανόητα όργανα που εγκλώβιζαν το φως, κάτι που ονομαζόταν υδροχλωρικό οξύ, ελιξίρια που εξαπατούν τις αισθήσεις, φίδια που μεταφέρουν δίχτυα αράχνης, καθώς και το μέγιστο επίτευγμά του: το «aqua regia», του οποίου τη χρήση παραλείπω ώστε να μη σχηματίσετε την εντύπωση ότι ήταν ολοκληρωτικά μυθομανής. Ο Γκιμπίρ ακούραστος επέμεινε να μου εξηγήσει μια μέθοδο με την οποία η πέτρα κονιορτοποιείται σε άτμητα, επαναλάμβανε μ’ εμμονή τον αριθμό δεκαεφτά και μου ανέλυσε μια θεωρία για το ότι οι Έλληνες εφεύραν πρώτοι τα τζίνι. Αν δεν ήμουν πεπεισμένος ότι σίγουρα δε βρισκόμουν μέσα σε κάποιο πολύπλοκο όνειρο μέσα σε όνειρο, μάλλον θα είχα απηυδήσει με τις αερολογίες και θα τον είχα διώξει, αλλά τώρα ετοίμαζα ερωτήσεις ώστε να μάθω περισσότερα για το εξωφρενικό παραμύθι του. Σε μια στιγμή που έκανε μια μικρή παύση για να πιει λίγο κρασί, πετάχτηκα: «Ναι, εντάξει όλα αυτά. Αλλά ποια ήταν η δεύτερη ευχή που ζήτησες; Εκτός αν δεν την έχεις ζητήσει ακόμ…» Αναπάντεχα, χωρίς ν’ ακούσω τίποτα και χωρίς να νιώσω τίποτα, στη μέση της κουβέντας τον έχασα από τα μάτια μου, ακαριαία εξαϋλώθηκε! Σηκώθηκα αναστατωμένος και κοίταξα γύρω μου τους υπόλοιπους θαμώνες για να δω αν είχαν εκπλαγεί ή έστω παρατηρήσει την εξαφάνισή του. Τίποτα. Το χασίς και τα τσαλίμια των γυναικών είχαν κλείσει τα μάτια όλων. Κούνησα το κεφάλι μου επιτιμητικά. Τότε είδα στην είσοδο της τέντας μια ομάδα οπλισμένων ανδρών που μόλις είχαν μπει και έλεγχαν το χώρο. Έδειχναν εκνευρισμένοι. Στους θώρακές τους ξεχώριζαν τα εμβλήματα του Αλπ Αρσλάν. Με κοίταξαν καλά καλά. Έκανα πως δεν τους βλέπω. Ευτυχώς, έφυγαν.
7
διήγημα
αντί × λόγου
Τις επόμενες μέρες, αναρωτιόμουν αν εκείνη η συνάντηση στο χαμαιτυπείο θα μπορούσε να είναι κάποιου είδους περίπλοκη παραβολή, που είχε εφεύρει το συνειδητό μου για να με κάνει να απαρνηθώ μια και καλή το μεθύσι. Ρώτησα δεξιά κι αριστερά στην πόλη αν ήξεραν κανέναν Δάσκαλο Γκιμπίρ ή αν είχαν ξαναδεί την αφεντιά μου, όμως εισέπραξα μόνο αρνητικές απαντήσεις και καχύποπτες αντερωτήσεις. Το χειρότερο ήταν ότι δε θυμόμουν ούτε ποιος ήμουν, ούτε τι δουλειά έκανα, ούτε ποια ήταν η πατρίδα μου. Δεν έμεινα πολύ καιρό σ’ εκείνο το άθλιο, σκονισμένο μέρος. Προσευχήθηκα και νήστεψα για τρεις μέρες και νύχτες, έτσι, επειδή το τρία είναι μαγικός αριθμός. Τεχνηέντως στις προσευχές μου απέφευγα να γίνω συγκεκριμένος, μιας και δε θυμόμουν σε ποιον ακριβώς Θεό πίστευα. Το τέταρτο ξημέρωμα έκλεψα ένα τοπάζι, το αντάλλαξα με μιάμιση καμήλα, την οποία αντάλλαξα με ένα σκύμνο που δάγκωνε, το σκύμνο τον πούλησα για ένα χαλί απ’ την Καθάι, το χαλί το έδωσα για δύο δηλητηριώδη μαύρα μάμπα, που τα αντάλλαξα με προμήθειες, ένα μικροκαμωμένο άτι και ένα ανίκητο φυλαχτό. Εξαντλημένος, πέρασα τις πύλες της πόλης και ξανοίχτηκα στον ωκεανό από άμμο. Και ήταν πάλι όταν σκεφτόμουν όλα αυτά καβάλα στο άτι, στο σύνορο ανάμεσα σε δύο ερήμους, όταν ο υποτιθέμενος αλχημιστής Γκιμπίρ με τα λευκά δόντια και τις κελεμπίες εμφανίστηκε και πάλι ξαφνικά μπροστά μου, ξεφυτρώνοντας μέσα απ’ τις θίνες. Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα σαν την άλλη φορά, γιατί δεν είναι λίγο να πετιέται μπροστά σου ο εαυτός σου. Μου ζήτησε συγγνώμη για την προ ημερών ξαφνική φυγή μου, αλλά δικαιολογήθηκε ότι ήταν μια προφύλαξη για δικό μας καλό. Χαμογελαστός, πρότεινε να μείνω να ξεκουραστώ δίπλα μου, μιας και η σελήνη είχε ήδη ανατείλει. Αν μοιραζόμουν το νερό μου μαζί μου, θα ξόδευε τη νύχτα για να μου αφηγηθεί τη συνέχεια της ιστορίας μου. Σήκωσα τους ώμους και κάθισα δίπλα μου. Μπορεί να μάθαινα και κάτι για τον εαυτό μου. Με την πρώτη του ευχή πραγματοποιημένη, ο μάγος-αλχημιστής επέστρεψε ενθουσιασμένος και με ανανεωμένες ιδέες για εφευρέσεις στο εργαστήριό του στο Ερίμ Κασμίρ. Είχε λείψει για δύο βροχές - ένα αρκετά σοβαρό διάστημα. Στο μυαλό του περνούσαν κάθε είδους εφευρέσεις και μαγγανείες. Μια μέρα που βγήκε στην αγορά ν’ αγοράσει μαντζούνια και φολίδες κροκόδειλου για ένα πολύ δύσκολο πείραμα, είδε τα μάτια μιας βεζιροπούλας να τον κοιτάζουν κρυμμένα πίσω από ένα καφασωτό. Ήταν τα πιο όμορφα μάτια της Ανατολής, του κόσμου όλου. Ξεχνώντας πειράματα κι ιδέες, ο μάγος έτρεξε ν’ αγοράσει πλούσια δώρα και πήγε να βρει τον πατέρα της να τη ζητήσει σε γάμο, γιατί αν περνούσε έστω και μία ώρα ακόμα μακριά απ’ τα μάτια της, θα μαράζωνε. Δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει τη δεύτερη ευχή του τζίνι για να κάνει τη βεζιροπούλα δικιά του, γιατί πίστευε ότι η αγάπη είναι ισχυρότερη απ’ τη μαγεία. Παρουσιάστηκε με διαπιστευτήρια και περγαμηνές στο βεζίρη, άπλωσε μάτια τίγρης και τόπια μετάξι μπροστά του και του φίλησε σταυρωτά τα πόδια, τρεις φορές. Παρουσίασε μια συσκευή που πετούσε σαν έντομο, κατάπιε
8
αντί × λόγου
διήγημα
ένα κατάπλασμα που καταπράυνε την πείνα και κόμπασε πως είχε μια φοβερή εφεύρεση που επιτρέπει στους ανθρώπους να περνάνε μέσα από τοίχους. Όμως ο βεζίρης τον έδιωξε· φοβόταν να δώσει την κόρη του σε μάγο. Ο Γκιμπίρ ξέθαψε απ’ το υπόγειο του εργαστηρίου του μια αρχαία ελαιογραφία που έδειχνε μια κοπέλα, της οποίας τα αμυγδαλωτά μάτια έμοιαζαν από καθαρή σύμπτωση με της βεζιροπούλας. Την κρέμασε απέναντι απ’ το γραφείο του και έπεσε σε μελαγχολία. Τρεις μόνο μήνες μετά και ενώ ο μάγος αναστέναζε ολημερίς κι ολονυχτίς, η βεζιροπούλα κλέφτηκε μ’ έναν πανέμορφο ορεσίβιο πρίγκιπα, που είχε το κάστρο του στις απάτητες οροσειρές, των οποίων οι κορυφές πατούν τον ουρανό. Η πόλη σε γενικές γραμμές αδιαφόρησε για τη φυγή της κακομαθημένης βεζιροπούλας και ο πατέρας της έπνιξε τον καημό του σε σερμπέτια. Αλλά ο σαγηνευμένος μάγος μη έχοντας τι άλλο να κάνει, αποφάσισε να συγκεντρώσει πολεμιστές και να κηρύξει πόλεμο στο ορεινό βασίλειο του διαφθορέα, εκμαυλιστή και πιθανώς διακορευτή. Μετερχόμενος παρακάλια και απειλές, μοιράζοντας ανυπόστατες υποσχέσεις, πραγματοποιώντας επιδείξεις ξορκιών και προσευχόμενος δεκαεφτά φορές τη μέρα, κατόρθωσε να φτιάξει έναν σχεδόν στρατό, όχι μόνο από πελταστές, σφενδονιστές, ιππότες κι ιπποκόμους, αλλά και από πένητες, τρελούς, ρουφιάνους, παρανόμους. Ενώ είχαν συγκεντρωθεί στους πρόποδες των απάτητων οροσειρών (των οποίων οι κορυφές πατούν τον ουρανό), ξεκίνησε μια καταρρακτώδης βροχή, η οποία σύντομα έλαβε διαστάσεις καταιγίδας και αμέσως μετά μετατράπηκε σε θεομηνία, πριν καταλήξει σε κατακλυσμό. Προφανώς ήταν αδύνατο να ξεκινήσουν την ανάβαση υπό αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες. Άπαντες στο στράτευμα στράφηκαν στο μάγο για τη λύση, μα η περίσταση ήταν δεινή. Αν ήταν πριν τρεις μήνες, ο μάγος-αλχημιστής Γκιμπίρ θα μπορούσε να κάνει ένα ξόρκι αλλαγής καιρού και να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Αλλά μέχρι να ξεκινήσει η εκστρατεία, είχε εξαντλήσει όλες τις σκόνες και τις συνταγές του για να εντυπωσιάσει πιθανούς κι απίθανους συμμάχους. Έτσι κατέφυγε στην αρχαιότερη μέθοδο των πιο αρχαίων μάγων: την υπό συνθήκες εξαπάτηση. Με στόμφο προφήτεψε ότι η τρέχουσα θεομηνία οφειλόταν στη μήνι των Θεών (όπερ έδει δείξαι) για τις αμαρτίες που ο στρατός κουβαλούσε, και προκειμένου να παύσει, οι άνθρωποι όφειλαν να προβούν σε θυσίες. Τι θυσίες; Δεν είχε σημασία. Η λίστα θα μπορούσε να επιμηκύνεται ατελείωτα, όσο δε στέρευε η φαντασία του. Την πρώτη εβδομάδα ο ετερόκλητος στρατός πρόθυμα θυσίασε κατσίκια, πρόβατα, κριάρια, ζυγούρια, τράγους, αγελάδες, βόδια και ταύρους. Ορισμένοι φανατικοί δε λυπήθηκαν ούτε τα μελίσσια, ούτε τα ωδικά πτηνά. Μολοταύτα τα αποτελέσματα των θυσιών κρίθηκαν αμφιλεγόμενα ακόμα κι απ’ τους πιο αισιόδοξα εθελότυφλους. Τη δεύτερη εβδομάδα ο μάγος έβαλε να σφάξουν αρουραίους, κόκορες, κουνέλια, σκίουρους, σκαντζόχοιρους, γάτες και φίδια, πράξεις που μάλλον ήταν προς την εσφαλμένη κατεύθυνση, γιατί η βροχή δυνάμωσε, έτσι ώστε να μην μπορείς να δεις ή να ακούσεις άνθρωπο στα πέντε βήματα. Την τρίτη εβδομάδα η αιματοχυσία περιορίστηκε μιας και ο μάγος ζήτησε να κάψουν ξύλα (άθλος, μιας και δεν υπήρχε στεγνή ούτε σκλήθρα), να λιώσουν πέτρες, να στείψουν βράχους και να σκάψουν τελετουργικά αυλάκια στη γη. Οι ουρανοί άκαμπτοι, ασυγκίνητοι.
9
αντί × λόγου
διήγημα
Ο ανερμάτιστος Γκιμπίρ τα είχε βρει σκούρα και το στράτευμα κινδύνευε να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη. Τότε σαν από μηχανής Θεός, κατέφτασε ένας πολεμιστής να παρέχει χείρα βοηθείας. Ήταν ψηλός σαν κέδρος, δυνατός σα σιμούν και ξακουστός σ’ όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της Ανατολής για την αντρειοσύνη του. Ήταν ο ήρωας Αλ-Αχλίες που καυχιόταν ότι η θετή μητέρα του ήταν θεά της θάλασσας κ.λπ, κ.λπ. Το γιατί ο ημίθεος διάλεξε να βοηθήσει το μάγο, κανείς δε σκέφτηκε να ρωτήσει. Ο Αλ-Αχλίες στάθηκε αντίκρυ με το βουνό, βροντοφώναξε, έσεισε το δόρυ του και κοπάνησε τα στήθια του. Τότε - σύμφωνα πάντα με το μύθο - η θετή μητέρα του τον εισάκουσε και μεσολάβησε στο θεό της βροχής για να κλείσουν οι καταπακτές των ουρανών. Έτσι ο στρατός ξεκίνησε την ανάβαση με ανανεωμένες προσδοκίες και σίγουρος για τη νικηφόρα έκβαση της πολιορκίας. Δεν ήταν μόνο ότι θα επέστρεφε η πανέμορφη βεζιροπούλα στο νόμιμο κάτοχό της, αλλά και ότι ο καθένας θα έπαιρνε μερίδιο από τα πλούσια λάφυρα. Μα οι άγγελοι κι οι δαίμονες του πολέμου διαφορετικά σχέδια έχουν και καθότι τρέφονται με θάνατο, δύσκολα αφήνουν μια σύρραξη να σβήσει. Πότε παίρνοντας το μέρος του ενός και πότε του άλλου, κατάφεραν ο πόλεμος να διαρκέσει δεκαεφτά ολάκερα χρόνια. Μπροστά από τα τείχη της απόρθητης πόλης πολλοί νιοι πέθαναν και αυτοί που μείνανε στο τέλος ήταν τόσοι λίγοι, που δεν προλάβαιναν να θάψουν τους νεκρούς και τους άφηναν να σαπίζουν στις χαράδρες. Η στρατιά του μάγου είχε λιανέψει τόσο, που το να συνεχίσουν τον πόλεμο άγγιζε το παράλογο. Όρθιοι είχαν απομείνει μόνο ο μάγος, ο Αλ-Αχλίες που σπάνια ξεμύτιζε απ’ τη σκηνή του για να σκοτώσει εχθρούς, καμιά ντουζίνα βεδουίνοι, μια χούφτα αλαζόνες αμαζόνες, ένας Πέρσης ευγενής δισέγγονος κάποιου Χοσρόη και δύο αγχωμένοι λόχοι Χαζάρων λογχιστών. Επίσης σε αυτά τα δεκαεφτά χρόνια ο μάγος είχε λησμονήσει τα μάτια, τη φωνή, ακόμα και το όνομα της αγαπημένης του. Για την κατάσταση των πολιορκημένων λίγα ήξεραν μιας και δεν έβλεπαν μέσα απ’ τα τείχη. Για να συντηρούνται θα ’τρωγαν βράχια και θα ’πιναν σύννεφα. Σίγουρα κι εκείνοι οι δύσμοιροι είχαν τραγικές απώλειες, αλλά τουλάχιστον είχαν μαζί τις γυναίκες τους. Μέσα σε τόσα χρόνια προλάβαιναν να γεννήσουν και να ανδρώσουν νέες φουρνιές υπερασπιστών. Τότε, πριν την ταπεινωτική υποχώρηση, η κάθαρσις ήρθε απρόσμενα, μ’ ένα τέχνασμα που σκαρφίστηκε - ποιος άλλος; - ο πολυμήχανος ΑλΑχλίες. Οι συμπολεμιστές του είχαν να τον αντικρίσουν περίπου δύο χρόνια και μάλλον είχαν ξεχάσει την ύπαρξή του. Απορημένοι ένα πρωινό είδαν τον ημίθεο να βγαίνει ημίγυμνος απ’ τη σκηνή του κρατώντας αντί για όπλα, ένα ξύλινο κουτί. Το ίδιο ξύλινο κουτί απ’ όπου είχε βγει το τζίνι κάποτε, αλλά στο μεταξύ του μάγου κάπου του είχε παραπέσει. Ο Αλ-Αχλίες δεν ήταν και στην καλύτερη πνευματική κατάσταση και αγνοώντας τις επίμονες αιτιάσεις του Γκιμπίρ, κατευθύνθηκε προς τα τείχη. Έφτασε μπροστά στην κεντρική πύλη. Εχθροί πολλοί είχαν μαζευτεί στις επάλξεις, αλλά κανείς δε διανοήθηκε να επιτεθεί στον άοπλο και απροστάτευτο ήρωα. Ο Αλ-Αχλίες απίθωσε το κουτί ακριβώς μπροστά στην πύλη. Μετά έκβαλε κραυγή για να τον ακούσουν: «Έχετε διωρία να παραδοθείτε μέχρι να δύσει ο ήλιος. Δε θα πειραχθούν οι ζωές και οι περιουσίες σας. Θα πάρουμε τη βεζιροπούλα και δεκαεφτά χιλιάδες χρυσά νομίσματα ως απο-
10
αντί × λόγου
διήγημα
ζημίωση για το χρόνο που ξοδέψαμε. Αν επιλέξετε να μη συμμορφωθείτε, τότε θα ανοίξω το κουτί». Το τέχνασμα ήταν πανίσχυρο. Πολύ πριν εκπνεύσει η διωρία, οι πύλες άνοιξαν διάπλατα και οι πολιορκημένοι έντρομοι παραδόθηκαν. Ο φόβος τους είχε κόψει τα πόδια, κανείς δεν είχε το κουράγιο να περιμένει το άνοιγμα του ξύλινου κουτιού. Παρέδωσαν το ακριβές ποσό μαζί με ένα κέρινο ομοίωμα και μια ελαιογραφία της βεζιροπούλας, μιας και η ίδια είχε σκοτωθεί από βολή καταπέλτη την πρώτη πρώτη μέρα της πολιορκίας. Καθώς ο στρατός επέστρεφε στο Ερίμ Κασμίρ, ο μάγος κρατώντας περιχαρής την ελαιογραφία ρώτησε τον Αλ-Αχλίες τι μέρος του θησαυρού ήθελε. Ο ήρωας σήκωσε τους ώμους: «Δεν ξέρω. Φλουριά δε ζητάω. Τι να τα κάμω; Θέλω ίσως μια τρύπα να χωθώ, να εξαφανιστώ απ’ την ηλιθιότητα του κόσμου. Κάπου ήσυχα, χωρίς πόλεμο. Μόνος, με παρέα σκορπιούς, φοίνικες και σκοτάδι». Ο μάγος έγνεψε. Και μετά ξαναρώτησε: «Θα μου πεις γιατί δε φορούσες πανοπλία όταν πήγες κάτω απ’ τα τείχη τους; Δεν φοβήθηκες ότι θα σε σκοτώσουν;» Ο Αλ-Αχλίες σταμάτησε και κοίταξε απορημένος το μάγο: «Μα φορούσα πανοπλία. Απλώς ήταν αόρατη». Ο Γκιμπίρ κάτι ετοιμάστηκε να του πει, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή σκόνταψε σε κάτι και έπεσε με τα μούτρα στην άμμο. Παραδόξως, ήταν και πάλι το ξύλινο κουτί, απ’ όπου βγήκε ευθύς το τζίνι και ρώτησε τον Γκιμπίρ ποια ήταν η πρώτη του ευχή. Ο Γκιμπίρ μπερδεμένος, είπε ότι ήθελε να αποκτήσει την απόλυτη γνώση και επέστρεψε αποκαρδιωμένος στο Ερίμ Κασμίρ. Όταν η αφήγηση έφτασε στο τέλος, είχε αρχίσει να ξημερώνει. Η φωνή του Γκιμπίρ ήταν ξεθωριασμένη, βραχνή. Δεν έτρεφε πια πολύ ενδιαφέρον για τη γνωστή Γη. Για λίγο αμίλητοι ατενίσαμε το φως που ξεπρόβαλλε στην ανατολή, ακούσαμε το περπάτημα των σαμιαμιθιών και μου διηγήθηκε φανταστικές, μελλούμενες ιστορίες για έναν άλλο κόσμο, πέρα από θάλασσες και κάτω από διαφορετικούς ουρανούς. Ομολογώ ότι δεν τον πίστεψα, αλλά ήθελα κάτι τελευταίο να τον ρωτήσω: «Και ποια ήταν η δεύτερη ευχή;» Ο Πέρσης με κοίταξε στα μάτια. «Να είμαι εσύ». Για λίγο μείναμε εκεί ακίνητοι, στη μέση της ερήμου. Ήταν αστείο αυτό που συνέβαινε, μάλλον. Αν και ήξερα ήδη την απάντηση, αναστενάζοντας ξαναρώτησα: «Και ποια ήταν η τρίτη ευχή;» «Να έχω όποια γυναίκα επιθυμώ». × Γιάννης Πλιώτας
Ο Γιάννης Πλιώτας γεννήθηκε το 1981, είναι συγγραφέας και ζει στα Γιάννενα. Ίδρυσε τις «Βορειοδυτικές», έναν καινούργιο εκδοτικό οίκο με έμφαση στη λογοτεχνία και το ηλεκτρονικό βιβλίο. http://voreiodytikes.blogspot.com/
11
βιβλίο
γράφει η Ιωάννα Σαμαρά
12
αντί × λόγου
Η μοναξιά κι ο έρωτας ζουν στο πλήθος… Μισώ τους ναούς του χρήματος. Αγαπώ τους ναούς του πνεύματος. Στις γιορτές πήγα σε άπειρους. Μπήκα σε απίθανα βιβλιοπωλεία πλημμυρισμένα από τη μυρωδιά του ανθρώπινου νου. Είδα ένα περιέργως χαρούμενο βιβλίο, παρατημένο (μ’ αρέσουν τα παρατημένα, μ’ αρέσουν τα ελαττωματικά, γιατί είναι μοναδικά). Το πήρα στα χέρια μου. Το άνοιξα. Το μύρισα. Ήταν πολύχρωμο, μέσα έξω. Πολύχρωμα χαρούμενο και τόσο διαφορετικό. Το πήρα μαζί μου επί πληρωμή, αν και αυτή εξευτελίζει, δεν το άγγιξε. Το κάρφωσα πάνω στο γραφείο μου. Κάθε πρωί το κοιτούσα, για μέρες. Δεν το άγγιζα. Δεν το άνοιγα. Δεν το μύριζα. Κι αυτό περίμενε εκεί βουβά. Ξημερώματα Δευτέρας, μετά από πολλές μέρες προδοσίας το άγγιξα, το άνοιξα, το μύρισα, το φίλησα… Ξέρεις γιατί; Γιατί συνειδητοποίησα ότι ήδη το αγαπούσα! Ότι το αγάπησα μόλις το είδα! Και όταν το διάβασα το λάτρεψα! Τώρα πια η ανάγνωσή του αποτελεί για μένα ιεροτελεστία. Μου χαρίζει ελπίδα… Πολύ σημαντική για μένα η ελπίδα και για κάθε απελπισμένο της υφηλίου επίσης. Γραμμένο από ένα συγγραφέα γεννημένο στην Ταϊβάν, το 1958, έναν πραγματικό καλλιτέχνη. Ο ίδιος έχει κάνει και την απίστευτη εικονογράφηση. Ακόμα ένας λόγος θαυμασμού για τον ολοκληρωμένο δημιουργό! «Εκείνη κι Εκείνος»… Τι τίτλος! Τόσο λιτός, μα τόσο καθοριστικός για τη ζωή όλων μας. Πόσοι από εμάς δεν ήταν κάποια στιγμή στη ζωή τους «Εκείνοι» ή «Εκείνες»; Πόσοι από εμάς δεν ένιωσαν το ξαφνικό πάθος που συνταράζει και ενώνει; Και πόσοι δεν αμφέβαλαν για την αλήθεια του; Οι ήρωες του βιβλίου ήξεραν πως ήταν το ξαφνικό πάθος που τους ένωσε. Όμως, παρόλο που μια τέτοια αβεβαιότητα σε κάνει να νιώθεις όμορφα, η αβεβαιότητα είναι που σε συνταράζει… όπως υπογραμμίζει και ο Βισουάβα Σιμπόρσκα (Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1996). Κεντρικά θέματα η μοναξιά και ο έρωτας. Η ιστορία απλή, μα γραμμένη με τρόπο ποιητικό. Δυο άγνωστοι εν δυνάμει ερωτεύσιμοι ο ένας για τον άλλο. Ζουν τις εποχές μέσα στο πλήθος. Χειμώνας μοναξιάς. Άνθρωποι σκυθρωποί στους απέραντους δρόμους και αυτοί δυο παράλληλες ευθείες, χωρίς καμία ελπίδα συνάντησης … εκτός αν… Τόπος, μια παλιά συνοικιακή πολυκατοικία Εκείνη βγαίνοντας έξω, στρίβει πάντα αριστερά. Εκείνος βγαίνοντας έξω, στρίβει πάντα δεξιά. Εγκατάλειψη και μοναξιά με πιθανότητες ασθενικού ήλιου. Εκείνος ζει χωρίς σκοπό. Εκείνη ζει την τραγική μοίρα των ανθρώπων. Η ειρωνεία; Ζουν στην ίδια πολυκατοικία… Δυο παράλληλες ευθείες που, αν και μαθηματικά δεν τέμνονται, στη ζωή τελικά συναντιούνται μια μέρα ηλιόλουστη, στο συντριβάνι του πάρκου… Κυκλικό συντριβάνι… όπως και τα παιχνίδια της ζωής. Και είναι σαν να γνωρίζονται χρόνια. Πλημμυρίζουν ευτυχία… Όμως ο ήλιος χάνεται. Το μελαγχολικό, μουντό τοπίο θα τους ενώσει, αλλά θα
αντί × λόγου
βιβλίο
τους χωρίσει σχεδόν αμέσως. Ο αριθμός τηλεφώνου που έδωσαν, ξεθώριασε από τη βροχή και χάθηκε. Απελπισμένοι. Η βροχή εξακολουθεί να πέφτει ασταμάτητα… Αυτή τη φορά στις καρδιές τους. Απέλπιδα και η αναζήτηση των ψυχών. Γιορτή έρωτα και τα πάντα ξεσπούν σε λυγμούς. Μέρες χωρίς νόημα. Μέρες χωρίς ζωή. Όσο και αν επιμένουν δεν καταφέρνουν να συναντηθούν. Όμως έρχεται η άνοιξη… Ο Λιάο θέλει την άνοιξη… Και τη δίνει… Αργά και βασανιστικά. Αναπόληση και από τους δυο της μοναδικής μέρας που πραγματικά έζησαν. Μοναξιά αβάσταχτη πια. Μην ξεχνάμε ότι γνώρισαν την ευτυχία έστω και για μια μέρα. Στο λαβύρινθο της πόλης δεν αντέχουν τις φωνές, ούτε τις σιωπές. Θέρος… Κι αυτό αβάσταχτο. Το φθινόπωρο τους κουράζει, τους απελπίζει. Ομίχλη παντού. Οι ψυχές παραμένουν στο σκοτάδι. Ζουν τόσο κοντά, μα τόσο μακριά. Ασφυξία και θλίψη παντού. Όμως οι κύκλοι της ζωής… Χειμώνας και πάλι! Κρύο δυνατό, χιόνι πυκνό. Μέσα στην αγνότητα του λευκού θα συναντηθούν και πάλι… Η Άνοιξη τους χαρίστηκε. Από δω και πέρα οι ομπρέλες τους θα μείνουν δίπλα δίπλα για πάντα! Η μαγεία του βιβλίου είναι η αλληγορία, το υπονοούμενο. Καθώς το διάβαζα έκανα εκατοντάδες συνειρμούς. Και κάθε φορά που το διαβάζω ανακαλύπτω καινούργιους δρόμους. Μου υπενθυμίζει την αλλοτρίωση των σύγχρονων πόλεων, την καταφυγή στα κοινωνικά δίκτυα, μπας και καλυφθούν τα κενά επικοινωνίας. Και εκεί συναντιούνται επίσης, ευθείες παράλληλες. Άνθρωποι άγνωστοι, μα τόσο γνώριμοι. Γιατί η μοναξιά, όταν δεν είναι ηθελημένη, φθείρει. Όλοι προσπαθούν να την καταπολεμήσουν ακόμα και με ασπιρίνες για καρκίνους. Και ναι… Υπάρχει ελπίδα ακόμα και εκεί. Σε κόσμους εικονικούς, σχεδόν ουτοπικούς. Γιατί και σ’ αυτούς τους κόσμους, όπως και στον αληθινό, ό,τι δίνεις παίρνεις. Και αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου βρίσκεις τελικά την άνοιξή σου, όπως και οι ήρωες του βιβλίου. Παρόλα αυτά είναι δύσκολο να αφήνεις πίσω το παρελθόν σου… Αν η ζωή ήταν χρώμα θα ήταν γκρι. Όλοι έχουμε παρελθόν, κάτι μαύρο που θέλουμε να ξεχάσουμε ή κάτι λευκό που αναπολούμε. Αλλά η μαγκιά είναι αλλού, να κυνηγάμε πάντα το λευκό που μας επιφυλάσσει το μέλλον, γιατί εμείς φτιάχνουμε το μέλλον μας… Η ζωή είναι γκρι. Να κυνηγάς πάντα το λευκό σου. Αν δεν κυνηγήσεις εσύ το λευκό που σου ανήκει, στο μέλλον όλα μαύρα θα είναι.
×
13
αντί × λόγου
ποίηση
Ζύμωση
γράφει η Μαρία Αρχιμανδρίτη
Tα σακιά που δε σκίστηκαν από χέρια θα ξεφτίσουν από καιρούς και ανέμους και στο τσάκισμα του δείκτη από μέσα οι λέξεις θα ξεχυθούν στο πεινασμένο πλήθος. Γιατί οι λέξεις δε γνωρίζουν μεγαλείο κλεισμένες σε υπόγεια κελάρια αρχοντικών σε δρύινα βαρέλια, παρά μονάχα όταν ελεύθερες ζυμώνονται από λερωμένα χέρια με δάκρυα και κοκκινόχωμα.
Μια κάσα από χαρτόνι Σε μια κάσα από χαρτόνι μ’ έκλεισες πριν χρόνια. Εθίστηκα στη μουχλιασμένη μυρωδιά, αγάπησα το σκοτάδι της. Ακίνητη, χωρίς προσδοκίες με το βλέμμα να καρφώνει το χαρτόνι. Με τα δάκτυλα άκαμπτα. Τα χείλη σφικτά μην ξεστομίσω το όνομα σου. Με ίχνος χαμόγελου. Το χαρτόνι πανί εκεί προβάλλονται οι στιγμές μας. Ξανά και ξανά πρώτο πλάνο τα μάτια σου. Το απόκοσμο άγγιγμα και η αγάπη. Αυτή η χάρτινη αγάπη. Έλιωσαν τα ρούχα μου, ξέβαψε το χαμόγελο και η ελπίδα. Πως η πίστη σου θα ήταν το δάχτυλο που θ’ άνοιγε τις τρύπες στο χαρτί. Καθώς το φως θα μ’ έλουζε, θα βάφονταν κόκκινα τα μάγουλά μου, θα γούρλωνα τα μάτια θα κουνούσα τα δάχτυλα. Σε μια κάσα από χαρτόνι μ’ έκλεισες πριν χρόνια. Εθίστηκα στη σιωπή και στη θλίψη, ναι, αγάπησα το σκοτάδι της. Ένα χάρτινο κουτί από παπούτσια και μέσα μια σπασμένη μαριονέτα με βλέμμα νεκρό…
14
αντί × λόγου
ποίηση
Διάφανοι χειμώνες
Το χθεσινό όνειρο
Τρέφω με δάκρυα ετοιμοθάνατους χειμώνες ξεχασμένους μέσα μου. Με φοράνε για να ζεσταθούν τους κουβαλάω για να μην ξεχνώ, πως κάθε αυγή ξυπνά ο πόνος και κάθε δύση ερωτοτροπώ με τον εφιάλτη. Πάγωσε η ψυχή μου. Μ’ ακούς ; Διάφανη, κρύα σαν γυαλί. Μ’ ένα άγγιγμά σου θρύψαλα… διαμαντάκια στη στέπα του κόσμου.
Άκου το χθεσινό μου όνειρο. Το σκιάγραμμα της ύπαρξής σου αιωρούμενα κομμάτια κενού. Φόντο ένας χιονισμένος ουρανός. Εσύ δίχως φτερά. Δίχως κόκκινα χείλη. Οι χιονονιφάδες παγωμένα δάκρυα. Οι σκέψεις Σταλακτίτες. Ο πόθος σου η ρωγμή. Κρυστάλλινη μπάλα η Ανυπαρξία. Το κέντρο πάντα εσύ. Υπήρχε και ένα χέρι που την μπάλα τάραζε κι εσένα τρόμαζε…
Εγώ έχω φύγει Οι λέξεις περνούν μπροστά από τα μάτια μου, εγώ αδιαφορώ. Ακούω τα νεύματα, δεν αντιδρώ. Ακόμα και τα βλέμματα δεν τ’ ακουμπώ. Μένω ακίνητος σ’ αυτό το αεράκι καθώς περνάς δίπλα μου. Είναι που έτσι θα μείνω στους αιώνες. Σκόνη στα μάγουλά μου. Ερωτευμένοι θα χαράζουν πάνω μου τ’ αρχικά τους. Εγώ όμως δεν είμαι εδώ. Στα νύχια θα δεις το χώμα. Στα χείλη μου ένα χαμόγελο μισό. Εγώ έχω φύγει κι ας σ’ αγαπώ. Έσκαψα το λαγούμι μου ενώ κοιμόσουν. Είμαι καλά, δεν έχει χειμώνα εδώ. Πάντα σε σκέφτομαι και σ’ αγαπώ.
15 φωτογραφία από τον Πέτρο Καππά
αντί × λόγου
ευφυών
Ευφυών μονοπάτια Τι κοινό μπορεί να έχει η Λίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι με το Γέρο και τη θάλασσα του Χέμινγουεϊ και την Έναστρη Nύχτα του Βαν Γκογκ; Η απάντηση ίσως να μοιάζει προφανής αρχικά. Αποτελούν και τα τρία εντυπωσιακά πνευματικά δημιουργήματα περασμένων αιώνων, τα οποία έχουν περάσει στην ιστορία ως κλασικά. Είναι όμως και κάτι άλλο πέραν αυτού. Οι δημιουργοί τους, άνθρωποι εξαιρετικά χαρισματικοί και ταλαντούχοι, ακροβατούσαν επικίνδυνα μεταξύ λογικής και παράνοιας, βουλιάζοντας στη δυστυχία και φτάνοντας στο σημείο να βλάψουν τον εαυτό τους και να γίνουν αυτόχειρες. Σύμπτωση; Μάλλον όχι. Ψάχνοντας κανείς λίγο καλύτερα το θέμα, διαπιστώνει πως τίποτα στη ζωή δε χαρίζεται έτσι απλά. Το να είσαι ξεχωριστός έχει το τίμημά του. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων πνευματικών ανθρώπων που παρά το γεγονός ότι προικίστηκαν με ένα θεϊκό χάρισμα, η ζωή τους κάθε άλλο παρά πλήρης και ευτυχής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Είναι λοιπόν τόσο αβάσταχτο το φορτίο μιας διάνοιας; Όταν ο Αριστοτέλης διατύπωνε κάποτε πως «δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα χωρίς το άγγιγμα της τρέλας», άνοιγε ένα θέμα που παρέμεινε επίκαιρο μέσα στους αιώνες. Σήμερα είναι πλέον γεγονός και αποτελεί πόρισμα πολλών ερευνών. Τα άτομα που παρουσιάζουν υψηλές διανοητικές επιδόσεις και έχουν κλίση στα γράμματα και τις τέχνες, έχουν σοβαρές πιθανότητες να παρουσιάσουν μανιοκατάθλιψη και άλλες ψυχικές νόσους.
γράφει η Άντρη Αντωνίου
Ο τρελός επιστήμονας, ο καταθλιπτικός συγγραφέας, ο μοναχικός ζωγράφος ζουν παγιδευμένοι μεταξύ του ακόρεστου πάθους τους για δημιουργία και των κάθε λογής παιχνιδιών που παίζει το μυαλό τους. Υπόκειται το πάθος στη λογική άλλωστε; Πώς να δημιουργήσει ένα συνηθισμένο άτομο κι ένα απλοϊκό μυαλό; Πώς να μεγαλουργήσει μια ύπαρξη που δεν έμαθε να αναζητά το τέλειο και να επιδιώκει το υπεράνω; Που δεν απομονώνεται και δεν κοντράρεται με τα πάθη και τις ευαισθησίες του; Θα μπορούσαν να γραφτούν τόσα αριστουργηματικά ποιήματα και να απεικονιστούν άλλοι τόσοι σπουδαίοι πίνακες, αν οι δημιουργοί τους δεν είχαν την τρέλα τους να τους τροφοδοτεί; Δε νομίζω.
16
αντί × λόγου
μονοπάτια
Φαίνεται πως κάποιοι γεννιούνται ανίκανοι να ζήσουν μια συνηθισμένη ζωή. Γενναιόδωρα προικισμένοι με ικανότητες άπιαστες για το μέσο άνθρωπο, καταλήγουν να ζήσουν ένα μίζερο μοναχικό βίο, απομονώνοντας τους γύρω τους και οδηγώντας τον εαυτό τους στην καταστροφή. Άξιον απορίας γιατί το ταλέντο γίνεται η θηλιά στο λαιμό για ορισμένους. Μήπως όμως αυτό που τελικά έχει σημασία είναι τι αφήνει πίσω του κανείς; Είναι, ας πούμε, το δέος που θα προκαλεί για αιώνες η τοιχογραφία στο θόλο της Καπέλα Σιξτίνα ή ο μεγαλοπρεπής ναός της Σαγράδα Φαμίλια ικανό να αποζημιώσει το Μιχαήλ Άγγελο και τον Αντόνιο Γκαουντί για τα όσα χρειάστηκε να θυσιάσουν δημιουργώντας τα; Θα δέχονταν άραγε να δώσουν πίσω αυτό το σπουδαίο χάρισμά τους με αντάλλαγμα μια φυσιολογική ζωή; Μάλλον όχι. Κι αυτός που γεννήθηκε μ’ ένα σωρό λέξεις να γυροφέρνουν το μυαλό του; Που ξυπνά με ιστορίες να πιέζουν ασφυκτικά προς την έξοδο; Όσο και να το καθυστερεί, αναπόφευκτα κάποτε θα κάτσει να γράψει. Κι ίσως τότε να παθιαστεί με τη μαγεία των λέξεων, να χαθεί στη μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης, να παρασυρθεί από τις ζωές των ηρώων που δημιούργησε το δικό του χέρι. Τούτη η αφοσίωση κι η απομόνωση που χρειάζεται για να μετατραπεί μια λευκή κόλλα σε αράδες λέξεων που λένε μια μοναδική ιστορία, φαίνεται να οδήγησε πολλούς χαρισματικούς λογοτέχνες στην κατάθλιψη, το αλκοόλ και την αυτοκτονία. Ο Κώστας Καρυωτάκης, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Σύλβια Πλαθ, ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, ο Ευγένιος Ο’ Νηλ είναι μόνο κάποιοι από εκείνους που το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής τους γράφτηκε με πολύ πόνο και αβάσταχτη μοναξιά. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα ευαίσθητα όρια παράνοιας και λογικής, ζει ο προικισμένος άνθρωπος. Σ’ ένα σκονισμένο γραφείο, κάποιος συγγραφέας πνιγμένος στους καπνούς του τσιγάρου του, σκίζει ακατάπαυστα τα γραπτά του και τα πετάει απογοητευμένος στο πάτωμα. Σ΄ ένα ακατάστατο εργαστήρι, κάποιος ζωγράφος παλεύει με τα πινέλα και τις μπογιές, μέχρι να αποτυπώσει στον καμβά αυτό που έχει ονειρευτεί. Πάνω από τα πλήκτρα ενός πιάνου, κάποιος συνθέτης προσπαθεί να συνδυάσει εκείνες τις νότες που θα φτιάξουν τη μελωδία που θα μιλήσει στην ψυχή του. Για όσο καιρό χρειαστεί και με οποιοδήποτε κόστος. Και κάπως έτσι γεννιούνται τα αριστουργήματα…
×
17
αντί × λόγου
διήγημα
Η «Αμερικάνα» Το χωριό εκτεινόταν στους πρόποδες της Οίτης, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Στα πόδια του απλωνόταν ο περίφημος κάμπος με τους οπωρώνες, ενώ στη δυτική πλευρά, σαν τοίχος υψώνονταν τα βράχια με το μοναστήρι της Παναγίας, προστάτριας των εργατών του σιδηροδρόμου. Στο πιο ψηλό σημείο είχε ανοιχτεί μια τεράστια γαλαρία απ’ όπου περνούσε το τρένο, που ένωνε τη βόρεια με την κεντρική Ελλάδα. Από ’κεί αντίκριζε κανείς στο βάθος το Μαλιακό κόλπο και την κοιλάδα του Σπερχειού. Η περιοχή προσφερόταν για την καλλιέργεια της ελιάς και των αμπελιών, αλλά τη φήμη της χρωστούσε στα μποστάνια με τα καρπούζια, τις περίφημες «βαρέλες». Οι χωρικοί με το πρώτο φως έπαιρναν το δρόμο για τα χωράφια τους, ενώ πίσω έμεναν οι γριές με τα παιδιά για να ταΐσουν τα οικόσιτα ζώα, να βάλουν το φαΐ στη χόβολη και να τιμαρέψουν τα σπίτια, ώστε να τα βρουν έτοιμα οι νοικοκυραίοι με την επιστροφή. Πολλές φορές την ημέρα, όλοι τους ύψωναν το βλέμμα τους κατά τα βράχια, στήνοντας αυτί προς τη γαλαρία και το βόμβο που έβγαινε από το ρύγχος της, μέχρι να δουν το τρένο να ξεπετάγεται μες στους καπνούς και να κυλά με μειωμένη ταχύτητα στις πολυκαιρισμένες ράγες του Τρικούπη. Πολλοί από τους επιβάτες ξεπρόβαλλαν τότε από τα παράθυρα της αμαξοστοιχίας κι αφού έκαναν το σταυρό τους, πετούσαν πενηνταράκια και δραχμές - το κερί τους για χάρη της Παναγίας. «Πέρασε το δρομολόγιο των οχτώ» μονολογούσαν οι αγρότες στον κάμπο και έσκυβαν καρτερικά πάνω στη γη τους τα περιζωμένα τους κορμιά με τις μαντίλες και τα καπέλα, για να μην τους κάψει ο ήλιος. «Πέρασε η αμαξοστοιχία των δώδεκα, η μέρα άπλωσε...» αναφωνούσαν και μάζευαν τα κουράγια τους, δίνοντας το σύνθημα της ομαδικής επιστροφής στα σπίτια τους. Έτσι το πέρασμα του τρένου έγινε γι΄ αυτούς σήμα κατατεθέν, που χώριζε το εικοσιτετράωρο σε ώρες αγρανάπαυσης και ώρες του μόχθου. Σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι του χωριού ζούσε με τη μάνα και τον αδελφό της ένα κορίτσι ορφανό από πατέρα, η Νίνα. Ό,τι άκουγε για τον πρόωρα χαμένο γονιό της ήταν από τις διηγήσεις των θείων της και τον πονεμένο, γεμάτο αναστεναγμούς λόγο της μάνας της. Έτσι από μικρή, και με τη βοήθεια των φωτογραφιών που δέσποζαν στους τοίχους, έπλαθε τη δική της εικόνα για το πρόσωπο του πατέρα και καμάρωνε που το χωριό την παρομοίαζε σε μπόι και καλή καρδιά με το μακαρίτη. Εκείνο που τότε δε καταλάβαινε ήταν ότι μελλοντικά, μέσα από τα πρόσωπα των ανδρών θα αναζητούσε πάντα το χαμένο πατρικό της πρότυπο και με, ασυνείδητη για την ίδια, τρυφερότητα, θα υποστήριζε τα «δίκια» τους σε σύγκριση με την καπατσοσύνη και την πονηριά των γυναικών.
18
αντί × λόγου
διήγημα
Η Νίνα πήγαινε σχολείο με τ΄ άλλα παιδιά του χωριού. Καθώς ψήλωνε κι ομόρφαινε, οι συμμαθητές της τη βάφτισαν με το παρατσούκλι η «Αμερικάνα», γιατί ήταν ολόασπρη, ξανθιά και γεμάτη φακίδες. Στο γυμνάσιο ήταν καλή μαθήτρια, μα η ιδιοτροπία και η ανασφάλεια της μάνας της να δουλεύει σαν είλωτας για ν’ αναθρέψει τα ορφανά της, δεν έδιναν περιθώρια για παραπέρα σπουδές στο κορίτσι. Πολλές φορές την τραβούσε μανιωδώς από τα βιβλία, για να ταΐσει τις κότες, να ασπρίσει τους τοίχους της αυλής, να βάλει κατσαρόλα, ν’ αρμέξει τις κατσίκες. Κυριακή και σχόλη δεν υπήρχε. Όλες οι μέρες του ημερολογίου ήταν ίδιες! Τους εντατικούς ρυθμούς κληρονόμησε παιδιόθεν και η κόρη, τόσο που αναρωτιόσουν αν «ο άνθρωπος ζει για να δουλεύει ή δουλεύει για να ζει»! Παρόλα αυτά, στα δεκαεννιά του το κορίτσι έσφυζε από ζωή. Με τη συνοδεία του αδελφού της πήγαινε στα πάρτι της νεολαίας του χωριού και χόρευε στα πανηγύρια του Άη Λια και της Παναγίας. Το γέλιο της ηχούσε καμπανιστό στα πηγαδάκια των νέων και έκανε τη μάνα της να δαγκώνεται από ντροπή, γιατί στην ορφάνια του σπιτιού τους ταίριαζε το «σεμνά και ταπεινά»! Τα πρώτα προξενιά από τους ντόπιους υποψήφιους πέρασαν και το δικό τους κατώφλι, μα όλα γυρνούσαν άπραγα από την άρνηση της χήρας γυναίκας, που δεν ήθελε η κόρη της να γευθεί «μια από τα ίδια» της δικής της ζωής. «Θα στην κλέψω κυρα-Λένη», απείλησε ο Αντωνάκης, ο ηλεκτρολόγος, ένα βράδυ που πήγε να ζητήσει το χέρι της Νίνας. Οι δυο γυναίκες κεντούσαν κι έπλεκαν δίπλα στη σόμπα, όταν χτύπησε το μάνταλο της εξώπορτας ο υποψήφιος γαμπρός. «Κλέψτην!» απάντησε ατάραχη η μάνα κι ύστερα γυρνώντας συνωμοτικά το βλέμμα της στην κόρη, τη ρώτησε: - Νίνα, εσύ τι λες; - Όχι, απάντησε σταθερά εκείνη, και την πλάκωσαν οι ενοχές που πόνεσε το παλικάρι και αμέσως ήρθαν στο νου της οι μοδιστρούλες αδελφές του και πώς θα τις αντίκριζε μετά απ’ αυτό... Μα ήταν τόσο άσχημος στην όψη ο καημένος! Έτσι οι μέρες περνούσαν και εκείνη έπιασε δουλειά σ’ ένα πολυκατάστημα στη Λαμία. Ώσπου ένα πρωινό τα αδέλφια του πατέρα της έφεραν στο σπίτι το μαντάτο: ένα πρώτης τάξεως προξενιό, με θέση στο Δημόσιο και σαράντα στρέμματα πεσκέσι για του λόγου της! Όλοι συμ-
19
διήγημα
αντί × λόγου
φώνησαν και η μάνα αναθάρρησε για την τύχη της κόρης της. Εκείνη απλώς συναίνεσε στην πείρα των μεγαλύτερων. Ο γαμπρός κατέφθασε με το δρομολόγιο του Ο.Σ.Ε.. Ήταν ψηλός, αρκετά αδύνατος, με αφάνα μαλλί και μουστάκι. Δεν της προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση. Έτσι άπειρη όπως ήταν, περισσότερο την ξεσήκωνε το γεγονός του φευγιού της από το χωριό και η αρχή μιας νέας ζωής που η φαντασία της την έπλαθε σε καλούπια ιδεατά. Οι διαδικασίες έγιναν με ταχύτατους ρυθμούς, ορίστηκε η προίκα και δόθηκε ο λόγος. Η Νίνα τον περίμενε πάντα στο σταθμό του τρένου. Κατέβαιναν μαζί τα σκαλοπάτια στους βράχους κι έπαιρναν με τα πόδια το μονοπάτι για το χωριό. Έτσι θα τους δινόταν η ευκαιρία να τα πούνε και μονάχοι τους. Εκείνη κελαηδούσε σαν το πουλί, μ’ ένα κελαρυστό τρόπο στη φωνή, που πρόδιδε την αφέλεια και την ξεγνοιασιά που έχει η πρώτη νεότητα, κι ας είχαν τα προβλήματα δρασκελίσει το κατώφλι της με την πρώτη καλημέρα στη ζωή! Το ίδιο ήταν και το βάδισμά της, ανάλαφρο και μια υποψία χορευτικό, γεμάτο νάζι και κρυφό ερωτισμό, σκέτη πρόκληση για το αρσενικό δίπλα της. Εκείνος όμως ήταν λιγομίλητος και πολλές φορές κλεισμένος στον εαυτό του. Δεν την κοίταζε ποτέ στα μάτια και το χέρι του δεν άπλωσε ποτέ να πιάσει το δικό της. Επιτήδεια κρυμμένα και τα δυο κάτω από μακρυμάνικα πουκάμισα, έκρυβαν τις χαρακιές από παλιότερες συμπλοκές... Ποτέ του δεν την προσκάλεσε στη δική του πόλη, να της κάνει το τραπέζι, να πιούνε ένα καφέ μαζί, παρά μόνο πηγαινοερχόταν ανά δεκαήμερο στο χωριό της. Η Νίνα λαχταρούσε ένα χάδι, ένα φιλί, μα φορές τα χνώτα του μύριζαν από μακριά κρασί... Έκανε όμως υπομονή, οι θείοι της ήθελαν το καλό της, άλλωστε απαντιόταν στον ίδιο χώρο εργασίας, τον ήξεραν! Ώσπου μια μέρα, μπαϊλντισμένη πια από τη βουβαμάρα και την ψυχρότητά του, του ζήτησε να το διαλύσουν. Σα κεραυνός έπεσε το νέο στη μάνα της και κυρίως στο σόι της που κίνησε το προξενιό. Πώς θα ’παιρναν το λόγο τους πίσω; Τι θα ’λεγε το χωριό; Έπειτα εκείνος, απ’ τη μεριά του, έπεσε να πεθάνει και τους μήνυσε πως την ήθελε για γυναίκα του. Ρίχτηκαν όλοι καταπάνω της να τη μεταπείσουν. Και το κατάφεραν! Έτσι, μια Κυριακή του Αυγούστου, η «Αμερικάνα» φόρεσε το νυφικό, έδωσε όρκους ακατάλυτους κι αποχαιρέτησε τον τόπο που μεγάλωσε. Ήταν μόλις δεκαεννιά χρονών! Μετακόμισε σε μια μεγάλη πόλη, άγνωστη μέσα σε αγνώστους, κλεισμένη σ’ ένα νοικιασμένο διαμέρισμα, μ’ έναν άντρα μεγαλύτερο κατά δέκα χρόνια, που δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν για τη ζωή του. Πολλές φορές έφευγε για «έναν καφέ» και γυρνούσε την άλλη μέρα... Όλες οι γυναίκες της κοινωνίας, από τη μάνα του ως την ίδια του τη γυναίκα, φάνταζαν «χαλασμένες» υπάρξεις, στολισμένες με τα πιο απαξιωτικά επίθετα στον πάτο του ποτηριού του.
20
αντί × λόγου
διήγημα
Η Νίνα με καρτερία και υπομονή σήκωνε το μαρτύριό της, γιατί στον κόσμο ήρθαν και τα δυο της αγόρια. Έπαψε να ζει για τον εαυτό της και έγινε ο στυλοβάτης του σπιτιού της. Όσο κι αν τη μείωνε μέσα στα μεθύσια του, ποτέ δεν έφυγε από το πλευρό του. Ήταν ένας άρρωστος άνθρωπος, θύμα κι εκείνος μιας νοσηρής νοοτροπίας. Και τα αγόρια της, πάντα μα πάντα, της ζητούσαν να τον συγχωρεί! Κάποιες φορές έπαιρνε το τρένο και επέστρεφε μονάχη στο χωριό της. Ο τόπος που τη γέννησε, έγινε ένα φιλόξενο καταφύγιο παρηγοριάς και ελευθερίας. Περπατούσε με τις ώρες στα μονοπάτια. Άλλοτε έπαιρνε το δρόμο που ’βγαζε στις πηγές του Μαυροπόταμου κι άλλοτε πήγαινε ψηλά, στο μοναστήρι της Παναγίας, για να κλάψει και να προσευχηθεί. Έπειτα καθόταν σ’ ένα παγκάκι, στον ίσκιο των βράχων κι άφηνε το νου της να ξεκουραστεί στο ξάγναντο του κάμπου. Έλεγαν οι ντόπιοι πως πίσω από τα βράχια υπήρχε το μονοπάτι που ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες στις Θερμοπύλες, ενάντια στο στρατό του Λεωνίδα, κι από τότε το «πέρασμα» έγινε θρύλος και η προδοσία μίασμα στα λόγια των χωρικών. Μήπως κι εκείνη δεν πρόδωσε τα όνειρά της; Υπάρχουν προδοσίες μεγάλες που αλλάζουν το ρου της ιστορίας, μα και τόσες άλλες, που καταγράφονται ως ασήμαντη καθημερινότητα και μυστικά κινούν το μεγάλο ποτάμι της ανθρωπότητας. Με τα χρόνια, εκεί που θαρρούσες πως η απελπισία έπιανε πάτο, έρχονταν κάποια διαλείμματα φωτός, για ν’ ανασάνει η ψυχή και να βάλει μπροστά ξανά τον αγώνα της. Το κορμί της τότε στυλωνόταν ξανά στα πόδια του και γινόταν οδόφραγμα σε κάθε επερχόμενη απειλή ενάντια στα παιδιά της και την ίδια. Σήμερα, που ο χρόνος και η συνήθεια έκαναν πιο υποτονική την αγριάδα του πρώτου καιρού και αφαίρεσαν απ’ τα κορμιά τη ζωτικότητα την πρώτη, το μόνο που αποζητούσε η καρδιά της ήταν η ευτυχία των παιδιών της. Μα ποιος θα μπορέσει ποτέ να προβλέψει τις πράξεις των ανθρώπων, για το αύριο που ξημερώνει, άγραφο κι ανιστόρητο, στην περιπέτεια που λέγεται ζωή; × Κατερίνα Αξούγκα
21
αντί × λόγου
πένα
γράφει η Vennis Mak
Όταν η πένα καταγράφει κεραυνούς Η ποίηση έχει κάποιες φορές αναφορά στο Θεό και την πίστη, στο άδυτο, στο ασαφές, στο πραγματικό μα και στο πεπερασμένο. Όταν λοιπόν μου ζητήθηκε να αναφερθώ με λίγα λόγια στο εξαίρετο αυτό περιοδικό και λογοτεχνικό έντυπο, σκέφτηκα να ανασκουμπωθώ αφήνοντας τα ατελείωτα λογύδρια περί ποίησης και τις αναζητήσεις των έσω, και να εστιάσω στη σημαντική προσπάθεια ανθρώπων που στηρίζουν τη γραφή με το έργο τους και τη διαδίδουν. Εμείς οι ποιητές, σαφέστατα ένα ρόλο έχουμε - μόνο να γράφουμε, να καταθέτουμε τη λευκή μας οδύνη στη μαύρη μελάνη, όμως ξεχνούμε ίσως μέσα στον ποιητικό μας οίστρο πως κάποιοι φροντίζουν για μας - ίσως και χωρίς εμάς. Αξίζει λοιπόν μια αναφορά μου γεμάτη αγάπη στο εν λόγω έντυπο, που τιμά το ταξίδι των κειμένων και σέβεται το ποιόν της διαδρομής αυτής. Τώρα φυσικά καλούμαι εγώ να καταγράψω τη θέση μου για την ποίηση, και με μια σαφή, όσο γίνεται, προσέγγισή μου, ως προς τον αναγνώστη. Αυτό που μπορώ να πω για το επαναλαμβανόμενο θαύμα, τη μαγική και μεταμορφωτική τέχνη της ποίησης, είναι ότι μπορεί να μεταμορφώσει το υποκείμενο της ανάγνωσης, τον αναγνώστη δηλαδή. Συμπερασματικά αυτό φιλοδοξώ να επιτύχω με την πένα που υμνεί και σπαράζει στο χαρτί, αυτού που όταν διάβασε το πρώτο του ποίημα, αναγνώρισε μέσα του μεμιάς όλη τη διάσταση της ψυχής που βαστάζει στο χέρι της τις αλήθειες της πλάσης. Ο ποιητής εξωτερικεύει τα συναισθήματά του κάνοντας χρήση σχημάτων λόγου και εικόνων. Όλο το ποίημα αποτελεί ένα δραματικό μονόλογο, μέσα στον οποίο ενσωματώνεται ο διάλογος δημιουργού - αναγνώστη, μια ωδή μέχρι που ο αναγνώστης ακόμη και όταν είναι στο φυσικό του περιβάλλον να μπαίνει σε μια διαδικασία αυτοανακάλυψης και αυτογνωσίας. Ίσως αυτό τελικά σημαίνει το να αποτυπώνεται ο έσω εαυτός κάποιου, το να είναι, όπως θα έλεγα, οι ποιητές απλοί διερμηνείς στα μυστικά του σύμπαντος. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς γιατί να διαβάσει ποίηση;
22
αντί × λόγου
κεραυνός
Γιατί ο αναγνώστης να αφήσει να ενσαρκωθεί μέσα του ο στίχος, ο μοναχικός αυτός ψίθυρος του δημιουργού, μπαίνοντας σε απόκρημνα για αυτόν μονοπάτια; Πιθανόν η μοναδική απάντηση δε θα δοθεί σε κανέναν ποτέ. Όπως κάποτε το σκοτάδι αποφάσισε να σκορπιστεί, έτσι και το φως διατάζει την αιώρησή του στους στίχους και στην ιστορία που αναγνωρίζεται με το πέρας του χρόνου. Με οδηγό την ποίηση και πυξίδα το βιβλίο ανά χείρας, ο αναγνώστης συναντάει την αγωνιώδη ανάγκη του ποιητή να καταγράψει απελπισμένα τον κεραυνό όταν ξεσπάει στα σπλάχνα και στην αρμονία των επιθυμιών του. Να συναντήσει την οδύνη, δηλαδή, που αποτυπώνεται με τη γραφή... Εκεί πρέπει να σταθεί άλαλος με σεβασμό και ταύτιση ο αναγνώστης εισπνέοντας την ανάσα αθανασίας του κειμένου. Για να μην επιβεβαιωθεί ποτέ ο μέγιστος φόβος του ποιητή όπως ανέφερε ο Ν. Καρούζος, πώς "η γραπτή ποίηση σωριάστηκε στο στήθος μου σαν ένα τίποτα". Ευχαριστώ εκ μέρους αυτών, την ύπαρξη άξιων υποστηρικτών μας όπως το περιοδικό "αντί x λόγου". Με την αγάπη μου και ευχές για καταξίωση σ' αυτόν τον πνευματικό χώρο.
×
«Κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή «Έσο Δαίμων» της Vennis Mak (Εκδόσεις ΗΛΥΣΙΣ, 2010). Δεν πρόκειται για ένα ακόμα βιβλίο με ποιήματα, τετράστιχα ή δίστιχα κατασκευάσματα… Στις σελίδες του αντηχεί η φωνή της αρχέγονης, δαιμονικής ποίησης. Μια κραυγή προς το έσω, το «έλα» προς τον έρωτα! Μια κραυγή προς τη ζωή. Η ποίησή της δε μοιάζ...ει, η ποίησή της ΕΙΝΑΙ… Ένας δαίμονας που μας καλεί, μέσα από εικόνες που ξαφνιάζουν και ανεπιτήδευτα σχήματα λόγου, να τον ακολουθήσουμε για να βγούμε ζωντανοί από την κόλασή μας. Άλλωστε, αυτή είναι και η αποστολή της ποίησης. “…Κάθε που νυχτώνει, διασύρει ο άνεμος όλες τις φράσεις σαν σκιές…”». Αλέξης Σταυράτης, συγγραφέας.
23
αντί × λόγου
διήγημα
Αρκεί να μην ξεχνάς Ένας εισβολέας επιτίθεται στον εισβολέα. Η άκρη του ματιού μου συλλαμβάνει την είσοδό του. Ακολουθώ τις κινήσεις του. Αν και αστραπιαίες δε μου ξεφεύγει. Οσφραίνεται. Ακούει. Παρατηρεί. Αισθάνεται. Κινούμενος μέσα στο χώρο την προσοχή του τραβάει το παπούτσι μου. Επεξεργάζεται την τρύπα και το ματωμένο δάχτυλό μου. Τον κοιτώ. Το βλέμμα του μοιάζει εχθρικό. Βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα. Μα τι ανόητος, μα τι ανόητος… Μπορεί η δύναμη των δύο εισβολέων να είναι ανάλογη με το μέγεθός τους, μπορεί να τους είναι παντελώς αδιάφορος, παρόλα αυτά είμαι σίγουρος πως θα τον καταστρέψουν κι αυτόν. Έτσι, γιατί ηδονίζονται με την καταστροφή. Αν μπορούσε να το αναλογιστεί δε θα έκανε ποτέ του αυτή την κίνηση. Να εισβάλει… Πώς μπορώ να του το εξηγήσω όμως; Να του το πω; Να βγάλω αυτό που τόσο θέλω από μέσα μου; Να φτύσω το μίσος μου πάνω στο σώμα του για να του το μεταδώσω; Μακάρι να μπορούσε να κατανοήσει έστω και με την βία τι είναι αυτό που μαυρίζει το βλέμμα μου και καίει τα σωθικά μου. Τι είναι αυτό που καταστρέφει σπίτια, οικογένειες, χωριά και χώρες ολόκληρες. «Ανόητε! Φύγε! Φύγε! Τρέξε να σωθείς. Πέτα μακριά όπως ήρθες. Ζήσε την ελευθερία σου. Χόρτασέ την». Δεν ακούει τις σκέψεις μου. Αλλά δεν είναι ανάγκη γιατί μπορώ να τον σώσω. Θα με κάνει εμένα να νιώσω καλύτερα άσχετα αν αυτός δε καταλάβει ποτέ το γιατί. Τον αντικρίζω για ακόμη μια φορά. Του χαμογελώ. Εκείνος όμως δεν πτοείται. Ατάραχος, με το ίδιο βλέμμα στέκει σαν βασιλιάς στον θρόνο του παπουτσιού μου. Σταγόνες ιδρώτα στάζουν από το μέτωπό μου έτσι όπως βρίσκομαι σκυμμένος από πάνω του. Μία πέφτει ακριβώς δίπλα του. Γυρνάει το κεφάλι. Κάνει να κουνηθεί αλλά τραντάζω το πόδι μου και τον πετάω έξω. «Ζήσε ελεύθερος» του φωνάζω με τη σκέψη μου. «Ζήσε χαμογελαστός και σκέψου και για εμάς μια ελευθερία».
Κοιτώ το δρόμο πίσω μου που φεύγει. Ταξιδεύει μαζί με τη λιβελούλα που μόλις εκσφενδόνισα στα βάθη του χρόνου και όχι του χώρου. Ο χρόνος είναι που χάνεται. Ο χώρος απλώς αλλάζει χέρια. Γι’ αυτό το χώρο πάλεψα και νικήθηκα, και μαζί με τους υπόλοιπους επιβαίνοντες της καρότσας του Όπελ Μπλιτζ όπου βρίσκομαι θα το πληρώσουμε. Ο καθένας για την ήττα του.
24
αντί × λόγου
διήγημα
Αιχμηρός πόνος στο κεφάλι μου. Ζαλίζομαι. Δεν μπορώ να εστιάσω. Το ξύλινο πάτωμα του φορτηγού είναι θολό. Δυσκολεύομαι να ανασάνω. Η σκόνη κάνει ανυπόφορη την ατμόσφαιρα και σε συνδυασμό με τη ζέστη είναι αποπνικτικά. Βλέπω κοκκινάδια. Κάνουν τα μάτια μου εικόνες; Όχι. Είναι το αίμα που στάζει από τη νέα πληγή που τώρα άνοιξε. Ακούω φωνές να μου σκαλίζουν τον εγκέφαλο. Γερμανικά που δεν καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Δεν μπορώ να ισορροπήσω. Η Άκρη μου με τραβάει πίσω. Ήμουν έτοιμος να πέσω κάτω από το φορτηγό. Ο Γερμανός στρατιώτης κρατάει ακόμα το κοντάκιο από το σαραντάρι προς το μέρος μου. Εντολές βγαίνουν από το σαλιωμένο στόμα του. Γερμανικά που συνεχίζω να μην καταλαβαίνω. Τα μάτια μου έχουν γεμίσει αίματα. Ακούω την Άκρη μου να λέει «Νιχτ Σίσεν» και κάτι ακόμα σε σπαστά γερμανικά βάζοντας παράλληλα το χέρι της από πάνω μου να με καλύψει. Ο στρατιώτης δείχνει να ηρεμεί κάπως. Μαζεύει το οπλοπολυβόλο του, λέει κάποια λόγια που μου μοιάζουν με κρωξίματα και γελάει ειρωνικά κατευθυνόμενος προς το βάθος του φορτηγού από όπου και σηκώθηκε. Το αριστερό μου χέρι είναι δεμένο με μια αλυσίδα που η άκρη της καταλήγει σε ένα ξένο δεξί. Στην άκρη της βρίσκεται η Άκρη μου. Ένας άνθρωπος το ίδιο εξαθλιωμένος με εμένα. Δεν τον γνωρίζω. Πρώτη φορά τον αντίκρισα μισή ώρα νωρίτερα, όταν μας δέσανε και μας φορτώσανε σε τούτη την καρότσα. Ούτε αυτός με γνωρίζει. Όμως με βοήθησε λίγες στιγμές πριν που πήγα να πέσω στο δρόμο, με προστάτεψε όταν ο στρατιώτης έσκουζε από πάνω μου. Γυρνάω με τρόπο να τον κοιτάξω. Με ρωτάει ψιθυριστά αν είμαι καλά. Δεν του μιλάω. Το κεφάλι μου με πονάει φριχτά, αλλά περισσότερο φοβάμαι. Φοβάμαι να βγάλω μιλιά από το στόμα μου. Τρομοκρατούμαι στην ιδέα και μόνο πως θα πλησιάσει ξανά. Δεν απαντάω, κοιτώ μόνο στα χαμένα, ευθεία μπροστά. Με σκουντά με τον αγκώνα του και με ξαναρωτά αν είμαι καλά. Προσπαθώ να συνέλθω και να ηρεμήσω. Με ξανασκουντά. Συνεχίζω να μην μπορώ να πω το οτιδήποτε, έστω ένα ανεπαίσθητο «ναι». Αλήθεια όμως… Είναι το «ναι» η απάντηση; Είμαι καλά; Μα πώς μπορεί να είμαι καλά; Ζω σε καθεστώς κατοχής. Ακόμα και οι σκέψεις μου είναι αιχμάλωτες. Οι λέξεις που βγαίνουν απ’ το στόμα μου γεννιούνται αιχμάλωτες κι αυτές. Παγιδευμένες πίσω από μπάρες που κοιτώντας τες θυμίζουν μονάχα άναρχους φθόγγους. Είμαι ηττημένος. Η απόπειρά μου είχε άδοξο τέλος. Κυνηγήθηκα και πιάστηκα. Με σκυμμένο κεφάλι οδηγήθηκα στη φυλακή. Με σκυμμένο κεφάλι με απέφυγαν και οι συγχωριανοί μου να με αναγνωρίσουν φοβούμενοι για τη ζωή τους. Βασανίστηκα. Πόνεσα. Ούρλιαξα. Έκλαψα. Παρακάλεσα. Τώρα εδώ. Να στάζω αίμα από το χτύπημα του MP40. Παρόλα αυτά γνέφω «ναι». Η Άκρη μου βγάζει έναν αναστεναγμό ανακούφισης και στηρίζει την πλάτη της στον ξύλινο τοίχο της καρότσας.
25
αντί × λόγου
διήγημα
Μου ψιθυρίζει πάλι κάτι. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και να ακούσω. Είναι άραγε ένα σχέδιο απόδρασης; Μου λέει πως δεν πρέπει ποτέ να τους αφήνουμε να είναι από πάνω. Δεν πρέπει να τα παρατάμε. Τους δίνουμε χαρά. Μέχρι και την τελευταία στιγμή πρέπει να είμαστε μαχητές. Η Άκρη μου είναι μαχητής. Εγώ δεν είμαι. Τα παράτησα. Όμως τα λόγια της τώρα μου δίνουν θάρρος. Δεν πρέπει ούτε εγώ να τα παρατήσω. Μέχρι το τέλος λοιπόν. Μέχρι το τέλος μα ακόμα φοβάμαι να μιλήσω. Να πω στην Άκρη έστω έναν συγκαταβατικό ψίθυρο. Σκέφτομαι ακόμα και να της χαμογελάσω. Μας κατεβάζουν όλους βίαια. Έχουμε φτάσει στη γέφυρα. Ο ήλιος σκιάζει τα μάτια μας αντί να τα φωτίσει. Καταλαβαίνω πως έφτασε η ώρα μου. Το νερό από κάτω τρέχει κελαρυστό, αλλά εγώ στον ήχο του ακούω μόνο τον πνιγμό μου. Τα πόδια αρχίζουν να τρέμουν. Δεν κρατούν το βάρος μου. Ακούω την Άκρη μου να λέει κάποια λόγια ξανά. Πρέπει να σταθώ δυνατός. Να μην καταρρεύσω. Να μην καταρρεύσω πριν την τελική μου κατάρρευση. Τι ειρωνικό. Όλα τα ζευγάρια στεκόμαστε μπουλούκι. Άκρη με Άκρη. Περιμένουμε. Το γνωρίζουμε το παραμύθι και αυτό είναι το χειρότερο. Κάθε ζευγάρι θα σταθεί δίπλα στη γέφυρα και ο αξιωματικός με το Λούγκερ του θα πυροβολήσει τον έναν από τους δύο. Το ζευγάρι θα πέσει στο νερό και το βάρος της εκτελεσμένης Άκρης θα παρασύρει την άλλη στον πάτο. Κι όλα αυτά γιατί; Για να γλιτώσουν λίγα πυρομαχικά. Με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Ο αξιωματικός στέκεται στο χείλος της γέφυρας με κάποιον άλλον υψηλόβαθμο και χαριτολογούν. Οπλίζει το Λούγκερ και φωνάζει μια εντολή. Ο στρατιώτης που μου έδωσε την κοντακιά στο κεφάλι κινείται προς το μέρος μας. Μας κοιτάει με χαμόγελο όλους. Πιάνει εμένα από το μπράτσο και με σέρνει μπροστά παρασέρνοντας και την Άκρη μου. Εκείνη κάτι μου λέει, δεν καταλαβαίνω, κοιτώ μόνο την γέφυρα. Τι είναι καλύτερα; Να τελειώνω τώρα ή λίγα δευτερόλεπτα ζωής ακόμα στον πάτο του ποταμού; Ενώ εγώ παλεύω με τις σκέψεις μου εκείνη αρχίζει να φωνάζει δυνατά για να την ακούσουν και τα άλλα ζευγάρια. Δίνει θάρρος. «Μπράβο της» σκέφτομαι. Αλλά μόνο το σκέφτομαι. Δεν μπορώ να φωνάξω μαζί της ή ακόμα καλύτερα να φωνάξω γι’ αυτήν. Γιατί δεν μπορώ να πω κάτι; Γιατί ακόμα τρομοκρατούμαι; Γιατί διάολε; Η Άκρη μου το αξίζει. Παλεύει ακόμα για όλους μας. Μέχρι τελευταίας στιγμής. «Μπαμ!». Το βάρος της με παρασέρνει, με τραβάει προς τα κάτω. Εγώ πλέον έχω παραδοθεί στην πτώση μου. Μια πτώση κυριολεκτική και μεταφορική. Αντικρίζω τον καταγάλανο ουρανό καθώς πέφτω. Τα μάτια μου υγραίνουν πριν ακουμπήσουν το νερό. Δάκρυα. Πολλοί οι λόγοι που τα δάκρυα τρέχουν. Δάκρυα που γεμίζουν την κοίτη του ποταμού με αλμυρό νερό. Κι όλο πέφτω και πέφτω. Μοιάζει να πέφτω αιωνίως και μυριάδες δάκρυα να χύνω.
26
αντί × λόγου
διήγημα
Το νερό απότομα διακόπτει τη σκέψη μου. Λες και εισχωρεί ως το μυαλό μου. Όχι πως θα αργήσει να το κάνει. Όλα εξαρτώνται από μία εισπνοή. Το πρόσωπο της Άκρης μου γυρνάει από τη ροή του ποταμού και με αντικρίζει. Μάτια ακόμα γεμάτα δύναμη. Μάτια που μου λένε να παλέψω. Θα παλέψω. Προσπαθώ να προσανατολιστώ στον υγρό αυτόν τάφο. Έναν τάφο που δεν πρέπει να αφήσω να γίνει δικός μου. Έκπληκτος αισθάνομαι τα πόδια μου να ακουμπάνε το βυθό. Δίνω απότομα ώθηση και εκτοξεύω το σώμα μου προς την επιφάνεια. Στιγμιαία το κεφάλι μου βρίσκεται έξω από το νερό και το στόμα μου γεμίζει ζωή. Αλλά μέχρι εκεί. Βρίσκομαι ξανά αμέσως πίσω αφού η αλυσίδα με τραβάει στο βυθό. Είναι καλοκαίρι και η στάθμη έχει κατέβει πολύ. Δεν το είχαν υπολογίσει. Το αντιλήφθηκαν όμως. Ακούω υπόκωφους θορύβους. Σφαίρες περνάνε ξυστά δίπλα μου και θάβονται μέσα στην κοίτη του ποταμού. Η ροή φέρνει την Άκρη μου πάνω από το σώμα μου. Όλες οι σφαίρες που προορίζονται για μένα σταματάνε σε εκείνη. Αντιστέκεται ακόμη. Με καλύπτει. Δεν τα παρατάει ποτέ της. Θέλω να της το πω πως αυτή είναι που μας έχει σώσει, αλλά βρίσκομαι κάτω από το νερό και δεν μπορώ. Είναι όμως αυτό; Είναι άραγε αυτός ο λόγος που δεν μιλώ ή μήπως ακόμα δειλιάζω; Μετά από λίγες στιγμές οι σφαίρες σταματάνε. Παρόλα αυτά δε ρισκάρω να ανασάνω. Όμως τα πνευμόνια μου με καίνε. Ζητάνε οξυγόνο. Η Άκρη μου τότε πλέει στο πλάι, μοιάζει να με καθοδηγεί. Ανεβαίνω αμέσως και ρουφάω όσο αέρα μπορώ. Η στάθμη του νερού είναι ακόμα πιο χαμηλή σε αυτό το σημείο. Πατώνω με άνεση. Τώρα όμως πρέπει να κρυφτώ, να τρέξω μακριά. Προσπαθώ να πάρω την Άκρη μου στην πλάτη και να βγω από το ποτάμι. Δε γίνεται. Δεν μπορώ να ξεπεράσω το εμπόδιο των γλιστερών βράχων που με περιβάλλουν. Από μακριά ακούω φωνές. Δεν τα παρατάνε ούτε αυτοί. Μέχρι να βρούνε τα πτώματά μας. Πανικόβλητος κοιτώ γύρω μου. Ψάχνω μια διέξοδο. Ας ανοίξει έστω η γη να με καταπιεί. Θα το προτιμήσω. Τότε βλέπω μπροστά μου το άνοιγμα. Έτοιμο να με καταβροχθίσει. Λάσπες το περιβάλλουν. Βράχια το σκεπάζουν. Λάσπες μου ακάθαρτες ως έχουν θα καθαρίσουν εμένα από τον τρόμο. Βράχια βαριά και κρύα θα ζεστάνουν την καρδιά μου κλείνοντας τον εχθρό έξω. Και η Άκρη μου, πάντα η Άκρη μου, μαζί μου να με συντροφεύει. Μέσα βαθιά στο λαγούμι της σωτηρίας. Σερνόμαστε και οι δύο μέχρι το τέρμα. Η λάσπη καλύπτει όλο μας το σώμα. Κρύα βράχια παντού. Και σκοτάδι. Εμείς όμως δεμένοι. Όχι από την αλυσίδα στα χέρια μας. Δεμένοι σαν αδέρφια, δεμένοι σαν μία ψυχή. «Μοιράζομαι την ψυχή μου αδερφέ μου. Στη δίνω να ζήσεις και εσύ μαζί μου. Σε έχω ανάγκη». Δεν το λέω όμως. Το σκέφτομαι μονάχα γιατί φωνές ακούγονται. Ακούγονται έξω ακριβώς. Κάνω νεκρική ησυχία. Κοιτώ την Άκρη μου. Παίρνω κουράγιο. Αντλώ δύναμη από εκείνη. Μου τη μεταδίδει.
27
διήγημα
αντί × λόγου
Φωνές. Συνέχεια φωνές. Αλλά δεν πτοούμαι. Είμαστε δύο και είμαστε δυνατοί. Μπορούμε να συντρίψουμε ολόκληρο τάγμα, μα τι λέω… ολόκληρο το στρατό τους. Ο χρόνος κυλά. Δεν ξέρω πώς και πόσος. Κυλάει αργά; Κυλάει γρήγορα; Λεπτά; Ώρες; Μέρες; Δεν ξέρω. Το καταλαβαίνω όμως πως κυλά. Διψάω, πεινάω, κρυώνω. Είμαι μουδιασμένος. Αρχίζω να βήχω. Να βήχω πολύ άσχημα. Μέχρι που η φωνή μου εξαφανίζεται. Αλλά συνεχίζω να βήχω. Να βήχω χωρίς ήχο. Ζω αλλά δεν το καταλαβαίνω πως ζω. Μονάχα την αγκαλιά μου καταλαβαίνω. Την Άκρη μου. Σφιχτά πάνω στο σώμα μου. Να μου λέει ακόμα πως πρέπει να παλέψω και εγώ να μην μπορώ να της αρθρώσω ούτε μια λέξη. Ούτε μία. Τι και αν πέρασαν οι ώρες ακούω συνεχώς φωνές. Όσο βρίσκομαι εδώ ακούω φωνές. Δε σταματούν. Δε φεύγουν από το μυαλό μου. Αναθεματισμένα γερμανικά. Όμως… Μα… Δεν είναι γερμανικά αυτά που ακούω. Πρέπει να βγω. Κάποιοι άλλοι είναι εκεί έξω. Θέλω να φωνάξω να με σώσουν. Δεν μπορώ. Η φωνή μου έχει χαθεί. Δεν μπορώ ούτε να κουνηθώ. Μα όμως. Η Άκρη μου με τραβάει. Η Άκρη μου έχει βγει από την τρύπα και η αλυσίδα της με παρασέρνει και εμένα. Η στάθμη του νερού είχε υποχωρήσει και άλλο. Οι λάσπες ξεχύνονταν στον ποταμό και μαζί και εμείς γλιστρούσαμε σιγά σιγά προς τα έξω. Τα πόδια της Άκρης μου ήταν εκτός της τρύπας. Τρεις μέρες εκεί μέσα. Είμαστε τρεις μέρες εκεί μέσα. Έτσι μου λένε αυτοί που μας βγάζουνε. Τους καταλαβαίνω. Μιλάνε ελληνικά. Μας σώσανε. Σωθήκαμε. Κοιτώ την Άκρη μου και ανοίγω το στόμα μου να της πω… Τα μάτια μου όμως κλείνουν. Ο αρχίατρος κοιτάει τα χαρτιά του. Βγάζει έναν επιτηδευμένο ξερόβηχα, με κοιτάει και ξαναρίχνει το βλέμμα του στα χαρτιά του. Μουρμουρίζει. «Όλα πήγαν καλά, όλα πήγαν όπως τα περιμέναμε, κύριε Αγγέλη. Συγχαρητήρια για το κουράγιο σας. Λίγοι σε αυτή την ηλικία θα τα πηγαίναν όπως εσείς. Ξέρετε, ο κόσμος διστάζει να δεχτεί νέες και πρωτοποριακές θεραπείες». «Μα γιατρέ δεν έχει αρθρώσει λέξη. Τόσες μέρες μετά την εγχείριση και δεν έχει αρθρώσει λέξη σας λέω. Πού ξέρετε πως όλα έχουν πάει καλά;» «Μην ανησυχείτε. Περάστε καλύτερα έξω να σας εξηγήσω. Ας τον αφήσουμε να ξεκουραστεί». Ο γιος μου περνάει έξω μαζί με τον αρχίατρο. Αναρωτιέται γιατί δεν έχω μιλήσει ακόμα. Εξήντα ένα χρόνια μετά και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δεν ανοίγω το στόμα μου. Αλλά είναι γιος μου. Δεν του κρατάω κακία.
28
αντί × λόγου
διήγημα
Σκέφτομαι τα εξήντα ένα αυτά χρόνια που με ανασύρανε από την τρύπα. Πώς περάσανε έτσι. Σαν χθες μου φαίνεται. Είναι μια άλλη ζωή όμως. Άλλο το πριν και άλλο μετά. Μετά έκανα οικογένεια, παιδιά. Έφτιαξα τη ζωή μου. Αλλά ακόμα χρωστώ κάτι. Έχασα τη φωνή μου στην τρύπα και δεν ολοκλήρωσα αυτό που έπρεπε να είχα κάνει ήδη. Το χρωστώ. Τόσα χρόνια το σκέφτομαι και το περιμένω. Ήρθε επιτέλους η ώρα. Η εγχείρηση πέτυχε. Η φωνή μου επανήλθε. Ένωσα ξανά τον σπασμένο κρίκο της αλυσίδας. Την επομένη μου δίνουν εξιτήριο παρά τις αντιρρήσεις του γιου μου. Φεύγουμε και πάμε σπίτι. Καθόμαστε όλοι μαζί οικογενειακά και τρώμε. Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Πολύ χαίρομαι που τους βλέπω. Πολύ χαίρομαι που μπορώ πλέον να τους μιλήσω. Αλλά δε θα το κάνω. Μετά το φαγητό ντύνομαι με το καλό μου το κοστούμι. Ύστερα βγαίνω στην αυλή και κόβω το πιο όμορφα θλιμμένο τριαντάφυλλο που υπάρχει. Βάζω το γιο μου στο αυτοκίνητο και του γράφω σ’ ένα χαρτί τον προορισμό. Τον γνωρίζει το δρόμο πολύ καλά. Έχουμε ξαναπάει πολλές φορές. Φτάνοντας καταβαίνω από το αυτοκίνητο και του κάνω νόημα να ακολουθήσει. Διαβαίνουμε μαζί την πύλη του κοιμητηρίου. Ο δρόμος γνωστός μέσα από τις μαρμάρινες πλάκες. Φτάνοντας στον προορισμό μας ο γιος μου κρατάει αποστάσεις. Στέκομαι μπροστά από τον τάφο. Το μάρμαρο έχει σκαλισμένη μια επιγραφή. «Κωνσταντίνος Δαμασκηνός. 1921–1944. Αγωνιστής του έπους του ’40». Υπήρχε και μια φωτογραφία. Δάκρυα κυλούν από το πρόσωπό μου. Ακουμπώ το τριαντάφυλλο στο μάρμαρο, δίπλα από ένα παλιό ξεραμένο. Η αλυσίδα μας ενώθηκε ξανά. Οι δύο Άκρες είναι πάλι μαζί. Εκεί που είχαν μείνει. Δεν ξέχασα ποτέ φίλε μου. Δεν ξέχασα ποτέ μου. Σου χρωστώ πολλά. Και κυρίως σου χρωστώ ένα. «Ευχαριστώ». Βγήκε από τα πνευμόνια μου φυλακισμένο καθώς ήταν για εξήντα ένα χρόνια. Πέρασε τον λάρυγγά μου, έφτασε στον ουρανίσκο μου και με λυγμό βγήκε από τα χείλη μου. Αυτό το ευχαριστώ σου ανήκει. Η λέξη αυτή που με κράτησε στη ζωή τόσες φορές τότε δεν ήταν δική μου, αλλά δική σου φίλε μου. Στη χρωστούσα. Δεν το ξέχασα ποτέ μου. Δε σε ξέχασα. Έσφιξα τα μάτια μου με δύναμη. Όσα δάκρυα είχαν απομείνει χύθηκαν στο μάρμαρο. Γονάτισα. Μαζί μια ψυχή, αδερφέ μου. Δεν ξανάνοιξαν. × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου
29
αντί × λόγου
ταινία
γράφει η Τζόρτζια Νάστα
Η πρώτη μου επαφή με το σύγχρονο σουηδικό κινηματογράφο έγινε πριν δύο χρόνια περίπου όταν είδα την ταινία «Άσε το κακό να μπει». Η ταινία κινείται στο ίδιο πλαίσιο με το «Λυκόφως». Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε έναν βρικόλακα και έναν άνθρωπο. Μόνο που εδώ οι ρόλοι είναι αντεστραμμένοι και οι ηλικίες των παιδιών διαφορετικές. Πρόκειται λοιπόν για την ιστορία της Έλι, ενός κοριτσιού-βρικόλακα, και του Όσκαρ, ενός αγοριού στην αρχή της εφηβείας του που ζει με τη μητέρα του σε μια κωμόπολη της Σουηδίας. Και τα δύο παιδιά προέρχονται από «προβληματικές» οικογένειες. Ένας μυστηριώδης άνδρας είναι κηδεμόνας του κοριτσιού και μοιράζεται μαζί της μια ιδιότυπη, ίσως καλύτερα, αρρωστημένη σχέση. Ο Όσκαρ αντιμετωπίζει προβλήματα επικοινωνίας με τη μητέρα του, ο πατέρας είναι απών και επιπλέον έχει να αντιμετωπίσει το χλευασμό και τη βία κάποιον συμμαθητών του. Οι χαρακτήρες της ταινίας ολοκληρώνονται με μια παρέα μεσηλίκων, οι οποίοι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην πλοκή. Μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις των ηρώων και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση αντιλαμβανόμαστε κάποια προβλήματα της σύγχρονης σουηδικής κοινωνίας. Φοβερά ατμοσφαιρική ταινία, μας δίνει τη δυνατότητα να απολαύσουμε το ομιχλώδες τοπίο της σκανδιναβικής φύσης, να αντιληφθούμε την ψυχρότητα των χαρακτήρων, χωρίς όμως να χάνει σαν να είναι θρίλερ.
30
αντί × λόγου
ταινία
Οι λάτρεις των ταινιών βαμπίρ δε θα απογοητευτούν καθώς η ταινία απέχει μακράν από το αρκετά μελό και τετριμμένο «Λυκόφως». Δεν έχουμε να κάνουμε με μια ρομαντική αμερικάνικη ταινία με βρικόλακες, κι αυτό είναι που κάνει το «Άσε το κακό να μπει» δημοφιλές και διαφορετικό. Το γεγονός ότι όλοι οι χαρακτήρες έχουν σκοτεινή πλευρά ταιριάζει στη συνολική ατμόσφαιρα του έργου. Από την άλλη, ο θεατής μένει με αρκετές απορίες σχετικά με τους χαρακτήρες, την προσωπικότητά τους και τις σκέψεις τους. Εκ πρώτης όψεως δεν είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς αν του άρεσε η ταινία ή όχι. Σίγουρα σε βάζει σε σκέψεις. Επιπλέον, σου είναι δύσκολο να την απορρίψεις. Αν καταφέρεις να μπεις στο κλίμα του περιβάλλοντος και να ερμηνεύσεις τους χαρακτήρες πέραν αυτού που βλέπεις στην οθόνη, τότε σίγουρα θα μπει στη λίστα με τα «αγαπημένα». Το καλοκαίρι ανακάλυψα πως υπάρχει και βιβλίο, το οποίο και διάβασα ή, μάλλον καλύτερα, «καταβρόχθισα». Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως οι χαρακτήρες του βιβλίου και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση με κάλυψαν σαφώς περισσότερο απ’ ό,τι αυτοί της ταινίας. Φυσικό επακόλουθο, αν αναλογιστεί κανείς πως δεν είναι καθόλου εύκολο οι πιο ενδόμυχες και περίπλοκες σκέψεις ενός χαρακτήρα να αποδοθούν σε μια εικόνα. Μπορεί μια εικόνα να αξίζει χίλιες λέξεις, όπως λένε, όμως δεν πιστεύω πως αυτό μπορεί να ισχύσει στη μεταφορά βιβλίων στη μεγάλη οθόνη. Περαιτέρω σχόλια δε θα κάνω για να μη σας το χαλάσω , καθώς θα σας πρότεινα ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε. Μάλιστα, καλύτερα είτε να διαβάσετε το βιβλίο, είτε να δείτε την ταινία. Εάν κάνετε και τα δύο είναι πολύ πιθανό ένα από αυτά να σας απογοητεύσει. Καλή προβολή!
×
Τίτλος: Låt den rätte komma in (Άσε το κακό να μπει) Σκηνοθέτης: Tomas Alfredson Σενάριο: John Ajvide Lindqvist Συγγραφέας: John Ajvide Lindqvist Γλώσσα: Σουηδικά Πρωταγωνιστούν: Kåre Hedebrant, Lina Leandersson, Per Ragnar Διάρκεια: 115'
31
αντί × λόγου
διήγημα
Ο δολοφόνος του παιδιού μου Είχα τα μάτια μου καρφωμένα στη μικρή ξύλινη πόρτα. Τον περίμενα. Περίμενα με τόση λαχτάρα να τον δω, που η καρδιά μου είχε ανέβει στο λαιμό μου κι έκανα απελπισμένες προσπάθειες να την κατεβάσω στη θέση της καταπίνοντας, λες κι ήταν μια μπουκιά ψωμί που είχε σταθεί εκεί και δεν έλεγε να πάει κάτω. Η βαβούρα που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έφτανε στ’ αυτιά μου σαν ήχος υπόκωφος, από μακριά. Κανέναν δεν έβλεπα, η όρασή μου ήταν θολή και το μόνο σημείο στο οποίο εστίαζα καθαρά ήταν εκείνη η πόρτα. Η πόρτα απ’ όπου θα έβγαινε ο Γιώργος Γεωργίου. Ο δολοφόνος του παιδιού μου. Ο Στέφανος δίπλα μου έβριζε και καταριόταν, τον περίμενε κι εκείνος για να ξεσπάσει πάνω του την οργή και το μίσος που τον έπνιγαν σαν τεράστιο αιμοβόρο φίδι που είχε τυλιχτεί στο λαιμό του. Τ’ αδέλφια του δίπλα του προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Οι αστυνομικοί λίγο πιο πίσω βρίσκονταν σ’ ετοιμότητα. Όλοι τον κατανοούσαν, αλλά όφειλαν να τηρήσουν την τάξη. Εγώ πάλι δεν ήθελα να του επιτεθώ. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, όπως ο άντρας μου. Ήθελα μόνο να τον δω. Να τον κοιτάξω στα μάτια, να τον γνωρίσω καλύτερα. Να μάθω τι σκεφτόταν, πώς ένιωθε. Τον ζήλευα. Αυτός είχε δει τον Άγγελο τελευταία φορά ζωντανό. Τον είχε αγγίξει, του είχε μιλήσει, είχε ακούσει τη φωνή του. Για τελευταία φορά. Εκείνος, ο Γιώργος Γεωργίου, ο δολοφόνος του. Μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό αυτός ο άνθρωπος είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Ένιωθα δέος στη σκέψη του. Αυτός είχε πάρει τη ζωή του παιδιού μου. Πόση δύναμη πρέπει να είχε! Η πόρτα άνοιξε. Ένας αστυνομικός, αυτός κι άλλος ένας αστυνομικός. Στάθηκαν για λίγο κι έπειτα τον κάθισαν στο εδώλιο. Σταμάτησα την προσπάθεια να καταπιώ το χτύπο της καρδιάς μου κι αφέθηκα με όλες μου τις αισθήσεις στο κοίταγμά του. Τον είχα ξαναδεί, αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τον παρατηρήσω τόσο καλά, με την ησυχία μου. Ο χαμός που επικράτησε στην αίθουσα δε διέκοψε ούτε στιγμή τη συγκέντρωσή μου.
32
αντί × λόγου
διήγημα
Είχε το κεφάλι του σκυμμένο. Μαύρα σγουρά μαλλιά, λίγο πιο κάτω απ’ τα αυτιά. Αναρωτήθηκα αν θα τον κούρευαν στη φυλακή, ή θα του επέτρεπαν να διατηρήσει αυτή την πλούσια χαίτη. Ήταν μετρίου αναστήματος, εκτός κι αν έφταιγε το γεγονός ότι στεκόταν καμπουριαστός. Όχι ιδιαίτερα γεροδεμένος. Παρατήρησα τα μπράτσα του, τις παλάμες του. Απογοητεύτηκα. Περίμενα να δω κάποιον που η σωματική του διάπλαση να δικαιολογούσε την πράξη του. Να την αξίωνε. Αυτός ήταν σαν μπασμένο. Δεν μπορούσε ο Άγγελος να του αντισταθεί; Ένα κι ογδόντα πέντε ήταν και πολύ γυμνασμένος. Έπειτα ήταν κι η ηλικία. Δεν ταίριαζε. Τούτο εδώ το παλικάρι μέχρι κι όμορφο το έλεγες. Μα δε θα’ ταν πάνω από είκοσι πέντε χρονών. Νέο παιδί κι ωραίο παιδί δεν κάνει τέτοια πράγματα. Ένας μεσήλικας, ένας διεστραμμένος πενηντάρης, ναι. Πιο λογικό. Αυτός εδώ δεν μπορούσε να είχε όποιον ήθελε; Είτε γυναίκα, είτε άντρα, δεν έχει σημασία. Τι του ζήλεψε του παιδιού μου; Που ήταν και μωρό ακόμα, κι ας ήταν ένα κι ογδόντα πέντε ύψος. Τότε σήκωσε τα μάτια του και τα έριξε κατευθείαν πάνω μου. Πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλον. Πάνω μου. Καρφώθηκε στα μάτια μου, όπως το βέλος που βρίσκει κατευθείαν το στόχο του. Μου μίλησε. Όχι με λόγια, ούτε με νοήματα. Όμως μου μίλησε κι εγώ τον άκουσα. Όχι με τ’ αυτιά, αλλά με κάτι άλλο που βρισκόταν πολύ βαθιά μέσα μου. Δεν ήξερα πώς. Αλλά τον άκουσα. Και του χαμογέλασα. Τα δικά του μάτια, έχοντας πάρει την απάντησή τους, ξαναγύρισαν στο πάτωμα μπροστά του. Ο Στέφανος με κοίταξε σαστισμένος. «Μα τι κάνεις; Το έχασες τελείως;» Το «τελείως» δε χρησιμοποιήθηκε τυχαία. Όλοι στην οικογένεια πιστεύουν ότι φλερτάρω επικίνδυνα με την τρέλα. Όχι ανέκαθεν – από τότε που έφυγε ο Άγγελος. Τίποτα πάνω μου δεν είναι φυσιολογικό – έτσι τους έχω ακούσει να λένε. Μέχρι την κηδεία του φερόμουν όπως μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της. Μαύρα ρούχα, κλαμμένα και πρησμένα μάτια, κατάρες που στοίχειωναν μέχρι και το λιγοστό ύπνο μου. Λιποθυμίες, ηρεμιστικά, ενέσεις. Αλλά μετά; Μου έστριψε, έλεγαν τα σόγια. Πώς να τους εξηγήσω να καταλάβουν; Ο Στέφανος βλέποντάς με έτσι, άρχισε να το πιστεύει κι αυτός.
33
διήγημα
αντί × λόγου
«Κοίταξέ τον Στέφανε. Ο Άγγελος τον έχει συγχωρέσει. Πρέπει να τον συγχωρέσουμε κι εμείς». «Ποτέ! Κανείς δε θα τον συγχωρέσει! Ούτε η μάνα που τον γέννησε! Στη φυλακή να σαπίσει το κτήνος!» Ο Στέφανος έφτυσε προς το μέρος του, αλλά το σάλιο του έσκασε λίγο πιο πέρα, λερώνοντας το ξύλινο κιγκλίδωμα. Δεν έφτασε το στόχο του. Δεν ήταν σφαίρα βλέπεις, ούτε τόξο. Ούτε ματιά. Του έπιασα το χέρι. «Ηρέμησε», του είπα, την ίδια στιγμή που ο δικαστής του έστελνε τη δική του επίπληξη. Έπρεπε ν’ αρχίσει η ακροαματική διαδικασία. Εγώ αρνήθηκα να καταθέσω. Τα είχαμε συμφωνημένα με το δικηγόρο. Αυτός παρουσίασε χαρτί από ψυχίατρο που με απάλλασσε από την ευθύνη αυτή. Το μόνο που περίμενα ήταν η απολογία του κατηγορούμενου. Ήθελα ν’ ακούσω και πάλι πώς έγινε, τι του είπε το παιδί πριν φύγει, μήπως κάτι, κάτι είχε ξεχαστεί στην πρώτη κατάθεση και δεν είχε αναφερθεί. Πάνω απ’ όλα όμως ήθελα να μπορέσω να ικανοποιήσω το αίτημα του γιου μου. Να τον κοιτάξω στα μάτια και να νιώσω μέσα μου ότι, ναι, τον συγχωρώ. Αυτό δεν το είχα καταφέρει ακόμα. Δεν είχα φτάσει μέχρι εκεί. Τώρα άκουγα τον άντρα μου που μιλούσε για το γιο μας. Πόσο καλό παιδί ήταν, πόσο ηθικό, δεν έδινε ποτέ δικαίωμα σε κανέναν. Καλός μαθητής, αγαπητός σε καθηγητές και συμμαθητές. Ασχολούταν με τον αθλητισμό κι είχε πάρει αρκετές διακρίσεις σε σχολικούς αγώνες. Αγαπούσε τη μουσική, έπαιζε κιθάρα. Ήταν υπάκουος, είχε καλή σχέση με τους γονείς του, δεν είχαμε προβλήματα. Μα τι σημασία είχαν όλα αυτά; Αν δηλαδή ήταν κακό παιδί, αν δεν ήταν καλός μαθητής, αν δεν τον συμπαθούσαν όλοι, αν δεν ήταν αθλητής και δεν έπαιζε κιθάρα, θα δικαιολογούσαν οι δικαστές το φόνο του; Και όχι, δεν ήταν υπάκουο παιδί. Ήταν ένα φυσιολογικά οργισμένο παιδί στην εφηβεία. Και δεν είχε και τόσο καλή σχέση μαζί μας. Νομίζω πως αφού έφυγε και μετά αποκτήσαμε καλή σχέση. Τη σχέση που έχουμε τώρα. Είχαμε προβλήματα. Όπως έχουν όλοι οι γονείς με τα παιδιά τους. Για ποιο λόγο πρέπει να το κρύβουμε αυτό; Μάλλον επειδή δεν έχει κάτι να προσθέσει στην υπόθεση. Ή επειδή όταν κάποιος πεθαίνει αγιοποιείται κι όλα τα παραπτώματα διαγράφονται. Σα να μην υπήρξαν ποτέ. Πόσο ανόητοι λόγοι μου φαινόντουσαν τώρα αυτοί για τους οποίους τσακωνόμασταν τότε. Ας τον είχα το γιο μου κοντά μου ζωντανό κι ας μη πάταγε ποτέ στο φροντιστήριο. Κι ας άκουγε δυνατά μουσική μέσα στο μεσημέρι, προκαλώντας την αγανάκτηση των γειτόνων. Κι ας μη μάζευε ποτέ το δωμάτιό του – αν είναι δυνατόν, για τέτοια γελοία πράγματα τον μάλωνα; Ας τον είχα μόνο, μια στιγμή μοναχά να τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Οι άκρες των χειλιών μου στράφηκαν προς τα κάτω και αυτό το ανάποδο χαμόγελο συνοδεύτηκε από καυτά δάκρυα.
34
αντί × λόγου
διήγημα
Ο Στέφανος βλέποντάς με να κλαίω δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί. Μάλλον έκλινε προς τη χαρά και την ανακούφιση. Τον έκανε να νιώθει λιγότερο μόνος – στο κάτω κάτω αυτό ήταν το φυσιολογικό. Δε γινόταν να υποφέρει μόνο αυτός, να πονάει χωρίς συντροφιά. Έπρεπε να υποφέρω κι εγώ. Μάνα ήμουν. Ήμουν. Δεν είμαι πια. Μα, όταν γίνεις μάνα, παύεις να είσαι ποτέ; Είναι ιδιότητα που χάνεται, όπως το να λες «ήμουν βαρκάρης, αλλά δεν είμαι πια, γιατί δεν έχω βάρκα;» Ο Γιώργος Γεωργίου κλήθηκε να καταθέσει. Μιλούσε τόσο σιγά, που ο πρόεδρος αναγκάστηκε έξι φορές να του κάνει σύσταση. Σ’ αυτόν για να μιλάει πιο δυνατά και στον κόσμο από κάτω για να μη μιλάει καθόλου. Ο δικαστής μπορούσε να το κάνει αυτό. Ν’ αποφασίσει ποιος θα μιλήσει και ποιος θα σιωπήσει. Ποιος θα μπει στη φυλακή και ποιος θα γυρίσει σπίτι του. Δεν μπορούσε όμως ν’ αποφασίσει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Τουλάχιστον όχι στη χώρα μας. Και σίγουρα δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει ποιος θ’ αγαπηθεί και ποιος θα μισηθεί. Σε καμία χώρα. Έτσι ο Γιώργος Γεωργίου αποφασίστηκε να μπει στη φυλακή και μάλιστα ισόβια. Όταν θα πέθαινε θα ήταν ελεύθερος να πάει όπου ήθελε. Αυτό θα το αποφάσιζε ο ίδιος. Θα είχε πολύ χρόνο για να το αποφασίσει. Ο Στέφανος ορκιζόταν ότι δε θα τον άφηνε να ζήσει. Ότι σκοπός της ζωής του από κει και πέρα θα ήταν η εκδίκηση για το χαμό του παιδιού μας. Θα έβρισκε έναν τρόπο να μπει στη φυλακή και να τον σκοτώσει. Μόνο τότε θα ηρεμούσε η ψυχή του. Ο Στέφανος είχε αποφασίσει να ζήσει για πάντα μ’ ένα μίσος που θα δηλητηρίαζε την καρδιά του, τη σκέψη του και τις πράξεις του. Εγώ πάλι δεν είχα αποφασίσει για τίποτα. Ο Άγγελος θα αποφάσιζε για μένα... × Μαρία Τζιρίτα
Η Μαρία Τζιρίτα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Από μικρή ηλικία έγραφε διηγήματα εμπνευσμένα από την καθημερινότητα, και στο σχολείο αρκετές εκθέσεις της είχαν διακριθεί και βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς. Σπούδασε ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, με αντικείμενο τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Ασχολήθηκε με τη διδασκαλία, αλλά τα τελευταία χρόνια την κέρδισε ο κόσμος των επιχειρήσεων και του μάρκετινγκ. Σήμερα εργάζεται ως υπεύθυνη πωλήσεων σε κατασκευαστική εταιρεία στη Γλυφάδα. Έχει μια κόρη και το χόμπι της είναι τα ενυδρεία. Λατρεύει τα ζώα και πολύ συχνά γράφει ιστορίες με πρωταγωνιστές τα αγαπημένα της χρυσόψαρα. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν με μεγάλη επιτυχία τα μυθιστορήματά της: «ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ», το οποίο είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, «ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ», κοινωνικό μυθιστόρημα και «ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΑΥΡΙΟ», επίσης κοινωνικό μυθιστόρημα. Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί και το τέταρτο βιβλίο της με τίτλο «ΟΤΑΝ ΑΓΑΠΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ». http://www.mariatzirita.gr/
35
αντί × λόγου
αναζήτησε
γράφει ο Δημήτρης Αργασταράς
Αναζήτησέ το και θα το βρεις… Οι αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας είναι σχετικά λίγοι – ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε εκείνους τους τρομερούς αριθμούς που αγγίζουν συνήθως τα βιβλία της λεγόμενης «γυναικείας» ή «ροζ» λογοτεχνίας – αλλά είναι πιστοί. Κι αυτό μου θυμίζει λίγο τα λόγια του Λάβκραφτ, δύο αιώνες περίπου πριν, πως «είναι ένας στενός πλην ουσιώδης κλάδος ανθρώπινης έκφρασης που πάντα θα αρέσει, κυρίως σε ένα περιορισμένο ακροατήριο με έντονες ειδικές ευαισθησίες». Επίσης, αυτός ο «στενός κλάδος» της ανθρώπινης έκφρασης είναι πανανθρώπινος, δεν περιορίζεται σε κάποια εποχή, ούτε σε κάποια χώρα, αλλά γνωρίζει σημαντικούς θιασώτες και δημιουργούς σε πολλές περιοχές, σε κάθε εποχή. Ωστόσο, ως αναγνώστης που του αρέσει το φανταστικό, συναντώ συχνά μια άποψη που πραγματικά με θλίβει και με προβληματίζει. «Διαβάζω μόνο φανταστική λογοτεχνία, αλλά όχι Έλληνες συγγραφείς. Αν πρόκειται να αγοράσω κάτι, αυτό θα είναι αποκλειστικά ξένος τίτλος. Οι Έλληνες δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά στο φανταστικό». Δεν είναι λίγες οι φορές που το έχω ακούσει αυτό από αναγνώστες που πραγματικά αγαπούν τη φανταστική λογοτεχνία. Όμως, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που παρακολουθώ πιο στενά την εγχώρια παραγωγή, έχω εντυπωσιαστεί από το πόσο λάθος μπορεί να είναι αυτή η γνώμη, έχω εντυπωσιαστεί από τα επιτεύγματα Ελλήνων συγγραφέων στο είδος του φανταστικού. Σε όσους θα βιάζονταν να προβάλουν αντιρρήσεις, θα τους πρότεινα καταρχάς την πραγματικά μνημειακή και πρωτότυπη ανθολογία του Μάκη Πανώριου, «Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα», το οποίο μετρά πέντε τόμους και περιλαμβάνει φανταστικές ιστορίες από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Όλοι οι συγγραφείς είναι Έλληνες και, αν όχι σε όλα, τουλάχιστον στα περισσότερα, μπορούμε να συναντήσουμε διηγήματα πραγματικά πρωτότυπα, δυνατά και όμορφα, γραμμένα με γλώσσα μοναδική και με συλλήψεις που ξαφνιάζουν. Αλλά είπαμε να σταθούμε στο σήμερα, και ένα πραγματικά καλό παράδειγμα γι’ αυτό είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Πανώριου «Η σιωπή στο τέλος του δρόμου». Το πήρα πριν από λίγο καιρό, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, χωρίς να ξέρω τι να περιμένω, αλλά το αποτέλεσμα με ευχαρίστησε σε βαθμό ενθουσιασμού. Με απαράμιλλη ικανότητα, ο Πανώριος συνδυάζει το καφκικό σύμπαν και τις λαβκραφτικές αναφορές, τη θεατρική μαγεία και την επιστημονική φαντασία, αναπλάθοντας δημιουργικά αυτά που για μένα αποτελούν μερικές από τις καλύτερες στιγμές ενός γραπτού κειμένου.
36
αντί × λόγου
βρες
Επίσης, θα μπορούσα να θυμηθώ τις ευχάριστες ώρες που πέρασα το περασμένο καλοκαίρι διαβάζοντας τη «Νύχτα της λευκής παπαρούνας» του Κωνσταντίνου Μίσσιου. Είχε κυκλοφορήσει το 2007 αλλά, καθώς δεν το είχα αγοράσει τότε, τρία χρόνια αργότερα οι ελπίδες μου να το πετύχω κάπου ήταν σχετικά αποδυναμωμένες. Ώσπου μια μέρα βρισκόμουν σ’ ένα βιβλιοπωλείο ατενίζοντας αδιάφορα τα ράφια, όταν το είδα ξαφνικά να ξεπροβάλλει, κάτω κάτω, σε ένα ράφι στο ύψος των παπουτσιών μου. Το σήκωσα και το πήρα. Και διαπίστωσα ότι όντως, αντλώντας το υλικό του από τους θρύλους της ελληνικής υπαίθρου κι αφομοιώνοντας κλασικά στοιχεία ιστοριών τρόμου και φαντασίας, ο Μίσσιος συνθέτει επιτυχημένα μια σκοτεινή συλλογή διηγημάτων. Δε θυμόμουν να είχα ξαναδιαβάσει πιο καλογραμμένο κείμενο ελληνικού φανταστικού και σχεδόν εκείνη η ανάγνωση με απέτρεψε από την ιδέα ότι θα μπορούσε να γραφτεί οτιδήποτε άλλο σχετικό και να είναι καλύτερο. Ευτυχώς όμως για τους αναγνώστες, πάντα υπάρχει μία επόμενη, ανανεωμένη κι απολαυστική, αναγνωστική εμπειρία. Το 2008 κυκλοφόρησαν οι δύο τόμοι από το «Βασίλειο της Αράχνης» του Γιάννη Πλιώτα, ο Μίσσιος επανεμφανίστηκε με το επίσης επικό μυθιστόρημα «Ο Λέκγουελ και οι ξεχασμένοι θεοί» κερδίζοντας θετικές εντυπώσεις, ενώ το φετινό «Κοράκι σε Άλικο Φόντο» συνιστά την εντυπωσιακή κι ελπιδοφόρα είσοδο ενός νέου συγγραφέα στο επικό fantasy. Σε μια κατηγορία που προσωπικά προτιμώ περισσότερο, θα ξεχώριζα τα δύο τελευταία βιβλία του Νίκου Βλαντή, «WritersLand» και «Λήθη». Αυτό που μου αρέσει στο Βλαντή είναι ότι φλερτάρει με τους φανταστικούς κόσμους, τις εσωτερικές αγωνίες και την επιστημονική φαντασία με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Εκφράζει επίκαιρους προβληματισμούς που μας αφορούν άμεσα ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει να ταξιδεύει τους αναγνώστες σε καθαρά δικής του έμπνευσης κόσμους, όπου με μαεστρία αναποδογυρίζει την αλήθεια με το ψέμα, το πραγματικό με το φανταστικό, το πεπερασμένο με το άυλο και το διαχρονικό. Επίσης, τα δύο τελευταία βιβλία του Δημήτρη Σωτάκη, «Ο άνθρωπος Καλαμπόκι» και «Το θαύμα της αναπνοής», αποτελούν σημαντικές συνεισφορές αφηγήσεων που αλλοιώνουν το συμπαγές της πραγματικότητας. Αλλά ας καταλήξω πριν γίνω κουραστικός. Ο αρχικός σκοπός μου δεν ήταν να δημιουργήσω μια λίστα με βιβλία Ελλήνων συγγραφέων του φανταστικού, αλλά να καταδείξω πως υπάρχει σήμερα αξιόλογη παραγωγή τέτοιων έργων. Είμαι βέβαιος πως, αν δεν είχατε ξανακούσει γι’ αυτά και επιλέξετε τώρα να διάβασετε κάποιο από τα παραπάνω, ανάλογα φυσικά με τα γούστα και τις αισθητικές προτιμήσεις του καθενός, θα μείνετε κάτι περισσότερο από ικανοποιημένοι. Όπως και σε πολλά άλλα πράγματα στη ζωή, έτσι και στη λογοτεχνία, που σε πείσμα της σύγχρονης πραγματικότητας συνεχίζει το δύσβατο δρόμο της, αν αναζητήσετε αληθινά κάτι, θα το βρείτε. Δυσδιάκριτο στην αρχή, αλλά φωτογενές γύρω από τα υπόλοιπα, εκείνο θα είναι πάντα εκεί και θα σας περιμένει…
×
37
αντί × λόγου
ποίηση
γράφει ο Σπύρος Βουτσινάς
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΧΩΡΙΣΜΟΥ Έχεις έτοιμη τη συνείδηση ν’ αναλάβεις υπεύθυνα το δικό σου κόσμο. Θα μπορέσεις να κλάψεις ελεύθερα, όπως θέλεις. Θα γελάς με τα πειράγματα των παιδιών στο σοκάκι της περιέργειας. Θ’ ανακουφίζεται η νυχτερινή σου επιστροφή απ’ τη διαπεραστική μου απουσία, όταν θα ψάχνεις στο ημίφωτο τα φετίχ της ερωτικής σου αποζημίωσης. Μέσα στην έκσταση του καπνού του τσιγάρου σου θ’ αναζητάς τα ποιητικά μάτια που σε βύθιζαν στο βασίλεμά τους. Θ΄ απολαμβάνεις το άλλοθι της ηχούς σου αδιάψευστο πάνω στο στιλβωμένο μέταλλο των λαθών σου. Το δωμάτιο θα στολίζουν τα λογοτεχνικά κομψοτεχνήματα της σιωπής. Δε θα σου λείψει η άνοιξη, γιατί καλημέρα θα λες στους περαστικούς, τροχισμένη απ’ το χαμόγελο της συμμετρικής καλοσύνης σου. Μέσα στις πρόσχαρες της νοικοκυροσύνης φροντίδες θα ’χεις βρει μιαν αγάπη ν’ αγωνιάς για το όποιο ταξίδι της προσευχής σου. Μέσα στην απεραντοσύνη της λύτρωσης θα σκορπίσεις σαν από τεφροδόχο στο πέλαγο το νεκρό παρελθόν σου. Δε θα χρειασθεί ν’ απολογηθείς στη δικαιοσύνη της δικής μου συγχώρησης, γιατί φεύγοντας θα ’χω πάρει μαζί μου τα αργύρια του τετιμημένου, θα ’χω σκουπίσει το σάλιο απ’ το φιλί σου. Φεύγοντας θα σου πάρω τις ενοχές που περισσεύουν στον άκομψα ωραίο δικό σου κόσμο.
38
αντί × λόγου
ποίηση
Θα κρατήσω στα γόνατα την υπόκλιση της επιτηδευμένης ευγένειας, θα καμώνομαι πως χασομερίζω στη μισάνοιχτη θύρα σου. Θα με καταλαμβάνει η ατελέσφορη σύγχυση προτάσεων, φράσεων, λέξεων που αναζητώ. Προσπαθώντας να φαίνομαι ήρεμος θα υποστέλλω τις έσχατες εντυπώσεις πριν καθολικά με προδώσουν ο τρόμος των δακτύλων μου, η χλωμότητα του προσώπου μου, η ταχύτητα των παλμών μου, οι ακανόνιστες δονήσεις των χειλιών μου, το θλιμμένο απόβαρο των βλεμμάτων μου. Για τη χωρίς σημασία σιωπή σου που θα καμουφλάρεται πίσω απ’ το θρίαμβο της μισάνοιχτης πόρτας σου δε θα’ χω αντίδοτο κάποιας άλλης υπόσχεσης είτε για μεταμέλεια ή έστω, ούτε προσωρινά, το χυδαίο της εκδίκησής μου συναίσθημα. Θα σπρώξω τις στιγμές στην κρίση τους καταργώντας το ενδεχόμενο πυρείου νίκης. Θα διασχίσω σκυφτός, παρέα με τα αποτελέσματα του απολογισμού μου, την πλατεία της άλλης σου περιπέτειας. Με τη χαρακτηριστική αδιαφορία μιας ακέριας απόφασης κάνοντας τόπο για να περάσεις, να πας μόνη σου εκεί που δε θέλεις, λέγοντας τις ευχές μου θα σ’ εγκαταλείψω. Κι αν η τύχη το φέρει μπορεί να με ξαναδείς!
39 φωτογραφία από τον Πέτρο Καππά
αντί × λόγου
παρόν με…
γράφει η Ελένη Μπάρκα
Παρόν με… χρονοκαθυστέρηση Πολλοί ποιητές έχουν γράψει για τον έναστρο ουρανό, πολλοί ζωγράφοι έχουν εμπνευστεί απ’ αυτόν, πολλοί ρομαντικοί έχουν κάνει ευχή σ’ ένα πεφταστέρι, πολλοί ερωτευμένοι είδαν να σχηματίζονται στον ουρανό και στα αστέρια του τα μάτια ή το πρόσωπο του αγαπημένου-της αγαπημένης τους! Το ξέρετε όμως ότι αυτό που βλέπουμε κάθε φορά που σηκώνουμε το βλέμμα μας ψηλά, ουσιαστικά, είναι παρελθόν; Το φως του αστεριού αυτού που τραβάει την προσοχή σου μπορεί να χρειάστηκε εκατομμύρια ή ακόμα και δισεκατομμύρια χρόνια για να φτάσει μπροστά στα μάτια σου… Διάβασα πρόσφατα στην «Κόμη της Βερενίκης» του Γιώργου Γραμματικάκη ότι ο Σείριος, το πιο κοντινό άρα και το πιο φωτεινό σ’ εμάς άστρο, χρειάζεται εννιά ολόκληρα χρόνια για να φέρει το φως του στη Γη! Μιλάμε δηλαδή για ένα αρκετά σεβαστό χρονικό διάστημα.. «Ό,τι μας περιβάλλει», σημειώνει ο Γραμματικάκης, «ανήκει στο απώτερο ή κοντινό παρελθόν». Αυτό που εσύ βλέπεις, αυτό που εσύ πιστεύεις πως βιώνεις έντονα, στην πραγματικότητα χρειάζεται χρόνο για να’ ρθει σε σένα. Ο ήλιος, η εικόνα σου στον καθρέφτη, οτιδήποτε συλλαμβάνει η όρασή σου, έρχεται με χρονοκαθυστέρηση… Ικανοποιείς τη φιλαρέσκειά σου χαζεύοντας το είδωλό σου μπροστά σε ένα κομμάτι από γυαλί, αλλά αυτό που βλέπεις δεν είναι η «πραγματική» εικόνα σου, είναι η εικόνα σου ελάχιστες, σχεδόν μηδαμινές, στιγμές πριν. Μπορεί βέβαια να πρόκειται για απειροελάχιστη διαφορά, ωστόσο αυτό το οποίο καθρεφτίζεται μπροστά σου δεν παύει να είναι παρελθόν. Πολλές φορές θα ανατείλει και θα δύσει ο ήλιος κι εσύ θα’ σαι εκεί για να το δεις, πολλές πανσέληνοι θα φαίνονται απ’ το παράθυρο του δωματίου σου και κάθε φορά θα μοιάζει μαγικό. Πιο μαγικό όμως είναι για μένα το γεγονός πως αυτό που βλέπεις και μαγεύεσαι δεν είναι παρόν, απλώς εσύ το αντικρίζεις τώρα.
40
αντί × λόγου
χρονοκαθυστέρηση
Και επιστημονικά λοιπόν αποδεικνύεται πόσο ετεροχρονισμένα αντιλαμβανόμαστε ορισμένα πράγματα. Και πώς το παρελθόν καταφέρνει τόσο περίτεχνα να εμφανίζεται μπροστά μας σαν να συμβαίνει τώρα. Οπότε, τι είναι «παρόν»; Σύμφωνα με το βιβλίο, «παρόν είμαστε μόνο εμείς, οι συγκεκριμένες υπάρξεις και οι πράξεις μας». Επομένως, αυτό που νιώθουμε κι αυτό που κάνουμε. Ό,τι λέμε, πριν καλά καλά το αρθρώσουμε. Ό,τι αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε ΤΩΡΑ. Καθετί που αγγίζεις και καθετί που γεύεσαι. Δηλαδή, η ουσία του κάθε πράγματος και όχι η εικόνα του. Και τελικά αυτό είναι που μετράει. Το γεγονός ότι κάποια πράγματα τα αντιλαμβάνεσαι καθυστερημένα δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Σημασία έχει η αίσθηση που σου αφήνει το καθετί. Ναι, βλέπεις το φως του ήλιου οχτώ λεπτά αφότου έχει ξεκινήσει το ταξίδι του προς εσένα, αλλά ποιος νοιάζεται όταν νιώθεις τις ακτίνες του να σε ζεσταίνουν; Μπορεί τα αστέρια να μην έρχονται «στην ώρα τους», αλλά λίγο μετράει όταν τα βλέπεις αγκαλιά με κάποιον. Και η πανσέληνος; Γιατί να σε νοιάζει πόσο αργεί να γίνει ορατή; Αρκεί που εμφανίζεται πάντα όταν πρέπει. Κι αν αυτό που βλέπεις δεν είναι ακριβώς αυτό που ονειρευόσουν, λίγο μετράει τη στιγμή που αυτό που σε κάνει να νιώθεις σε γεμίζει για άλλες δέκα ζωές… Ας έχουμε λοιπόν υπόψιν πως παρόν είσαι μόνο εσύ και ό,τι αγγίζεις, ό,τι νιώθεις και σκέφτεσαι. Αυτό συμβαίνει ταυτόχρονα με σένα, αυτό είναι το παρόν και αυτό είναι τελικά που έχει σημασία. Καλή και, πολλές φορές, χρήσιμη η εικόνα, αλλά πόσο να την εμπιστευτείς όταν δεν είναι «κυρία» στα ραντεβού της; Άρα, μήπως δε χρειάζεται να δίνουμε πολλή βάση εκεί; Μήπως τελικά δεν πρέπει να κρίνεις κάτι επηρεασμένος μόνο απ’ αυτό που βλέπεις; Η εικόνα ενδέχεται να σε ξεγελάσει, να αλλοιώσει αυτό που βρίσκεται από πίσω, να σε παρασύρει σε λάθος συμπεράσματα. Μια σκέψη, ένα άγγιγμα, μια κουβέντα κρύβουν ίσως μέσα τους μεγαλύτερη αλήθεια. Άλλωστε, όλα αυτά δε χρειάζονται χρόνο για να συμβούν, γίνονται αυθόρμητα, άρα γίνονται αληθινά…
×
41
αντί × λόγου
αντί × λόγου
Από καρδιάς
αφιερωμένο σ’ όσους μας χάρισαν τις λέξεις
Περπάτησα για το σπίτι, στη βροχή. Πολύ φτιαχτά ποιητικό, μα δεν είναι. Είναι η καθημερινότητά μου εδώ και χρόνια, τόσα όσα υπάρχω εγώ η ίδια, Γιαννιώτισσα, ένα με τον υγρό αέρα που αιωρείται παντού και νοτίζει τα πάντα όσα υπάρχουν μέσα στη γούβα της πόλης. Και είμαι εδώ μετά από ένα άθλιο απόγευμα, όλο ματαιώσεις στα ραντεβού που είχα κλείσει με την ελπίδα, με την πίστη στο καινούργιο και με τη βεβαιότητα πως όλα θα καλυτερεύσουν. Καμιά τους δεν ήρθε. Με στήσαν όλες τους. «Απογοήτευση», είπα. Πρώτη φορά η λέξη ήχησε μέσα μου τόσο ξεκάθαρη στο σύνολό της, τόσο συλλαβιστή που έμοιαζε κομματιασμένη στα μέρη της, αλλά και ολόκληρη, σκληρά αδιάσπαστη, ανίκητη. Από και γοήτευση, δηλαδή γοητεία. Το ‘από’ από τη μια μεριά, την ίδια μεριά με μένα, μαζί με όλες τις άλλες λέξεις που φέρουν μέσα τους τη διάσπαση - από - σταση, απο - καθήλωση, απο - καρδιωτικός, απ - ώλεια - κι από την άλλη η ‘γοητεία’, η προ ολίγου συνοδός των ονείρων μου. Από πότε το ‘από’ πονάει τόσο; Γιατί όταν κολλάει σε μια λέξη και γίνεται ένα μαζί της, η λέξη σοβαρεύει και σηματοδοτεί τον πόνο; Γιατί το ‘από χαρά’ όταν ενώνεται και γίνεται ‘αποχαιρετισμός’ φέρνει τόσα δάκρυα; Γιατί το ‘από ώθηση ’ όταν γίνεται ‘απώθηση’ ακούγεται τόσο σκληρό; Γιατί το ‘από έρωτα πονά’ όταν γίνεται ‘απόρριψη’ μεταλλάσσεται έτσι; Από γοητεία την πάτησα... Από τη γοητεία που άσκησε πάνω μου μια δύναμη ελκυστική, γυαλίζοντας τόσο που δεν μπόρεσα να δω κανένα πάνω της ψεγάδι. Κι όλα τα εξηγεί τώρα το ‘από’ , αυτή η διάσχιση που φέρνει - τι οξύμωρο - με την ένωσή του με τις λέξεις, αυτό το σπάσιμο που δίνει στις έννοιες όταν κολλά μαζί τους. Ο αποχρωματισμός παίρνει μακριά τα χρώματα, η αποτυχία έχει ήδη διώξει την τύχη μακριά, η απομυθοποίηση μας έχει στερήσει το παραμύθι. Η απόκλιση μοιάζει τρομακτική, το απομεινάρι μυρίζει σαπίλα, ο αποπροσανατολισμός ζαλίζει. Και πιο βαριά από όλα, η απουσία. Οι λέξεις σε ένα σαδιστικό καταιγισμό χορεύουν γύρω μου. Σίγουρα αυτοί που σχημάτισαν τη γλώσσα που μιλώ, αμέτρητοι άνθρωποι, αιώνες πριν, είχαν τιμωρήσει το ‘από’, τη λέξη που δηλώνει την αφετηρία (από εδώ) , την καταγωγή (από το Ρίο), την αιτία (από τον εγωισμό σου), το δημιουργό (από τη μαμά μου), την προέλευση (από το ίντερνετ) και τόσες άλλες σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα... Το τιμώρησαν να είναι αποκρουστικό όταν δεν είναι σκέτο. Απογοητευμένη και πονάω. Πρέπει να αποκατασταθεί η μέσα μου ταραχή. Να μάθω να απότρέπω τον εαυτό μου από την ονειροβασία, να αποδεχτώ το γεγονός ότι δεν είναι όλα ρόδινα γύρω μου... Και να μάθω να μην είμαι απόλυτη. Γιατί μόλις βρήκα τόσες λέξεις να αρχίζουν από ‘από’, που μοιάζουν γελαστές, και υπόσχονται κάτι άλλο που δεν πονά. Απόλαυση, απόδραση, αποκάλυψη. Απολογισμός, αποδοχή, απόγευμα. Σαν αυτό που καταράστηκα απόψε. Όχι. Οι λέξεις δεν είναι μονοδιάστατες, γιατί δεν είναι οι άνθρωποι που τις δημιούργησαν μονοδιάστατοι. Μπορούν να γίνουν και καλοί και κακοί, μπορούν να μας κάνουν και να ευτυχίσουμε και να πονέσουμε, οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι. Κι έτσι, ευχαριστώντας την εντελώς αβάσιμη γλωσσολογία μου, που καμιά αξίωση δεν έχει άλλη από το να με παρηγορεί - αλλά προς έκπληξή μου πάντα στέκεται η αφορμή να σας μιλώ μοιράζομαι μαζί σας ακόμη αυτή την απόφανση και απόφαση: καμιά απογοήτευση δεν παύει να’ χει μέσα της τη ‘γοητεία’. Κι αν μη τι άλλο, αξίζει να’ ναι κανείς περήφανος που μπορεί να γοητεύεται με την ίδια ηλιθιότητα πάντα, την πίστη στα όνειρά του.
42 × Εύη Μαρκάτη