Μικροαστοί δεν είστε ρατσιστές, είστε απλά φασίστες κείμενο που μοιράστηκε στο Κερατσίνι με αφορμή τον σχηματισμό επιτροπής κατοίκων ενάντια στους μετανάστες
Το τελευταίο διάστημα οι ρατσιστές λυσσάνε. Οι άναρθρες κραυγές τους θέλουν με το ζόρι να μπούνε στα μυαλά μας. Φοβούνται για τις περιουσίες τους. Ανησυχούν για τα παιδιά τους που τα βλέπουν σαν προέκταση της ιδιοκτησίας τους. Αγχώνονται για την αλλοίωση της φυλής και της γειτονιάς τους. Η προσωποποίηση του φόβου τους δεν είναι απλά οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Είναι η ιδέα πως υπάρχει ακόμα προλεταριάτο. Είναι οι εικόνες των κατατρεγμένων που τους συγκινούν μόνο όσο βρίσκονται μέσα στις οθόνες τους. Είναι ο ήχος μιας «ξένης» γλώσσας, αλλιώτικης από τη δική τους, που τους τρυπάει τα τύμπανα και τους κάνει να ξερνάνε. Είναι το διαφορετικό χρώμα του δέρματος που βλέπουν και ανατριχιάζουν. Οι μικροαστοί δεν έχουν μνήμη. Οι όμορφες αναμνήσεις τους αρχίζουν και τελειώνουν με τις προσταγές της κατανάλωσης. Η γλώσσα τους υπάρχει μόνο για να φτύνει δηλητήριο. Η σκέψη τους τρέχει σε περασμένα μεγαλεία, τότε που κονομάγανε από την μαύρη εργασία του ξένου προλεταριάτου. Η αθάνατη ελληνική μαγκιά τους αρχίζει και τελειώνει όταν στρέφεται απέναντι στους μετανάστες, τους φτωχούς, τους αδύναμους, τους μη έχοντες και κατέχοντες. Οι μικροαστοί τρομάζουν με ό,τι δεν τους μοιάζει. Όσο το ίδιο τους το ψέμα ξεσκεπάζεται, τόσο προετοιμάζον ται για το επόμενο. Η μικροαστική και αστική φιλανθρωπία, που ονόμασαν «αλληλεγγύη» για να νιώθουν καλύτερα, δεν είναι πια της μόδας. Οι σύγχρονες τάσεις επιβάλλουν ρεαλισμό. Στη Χίο, στην Μυτιλήνη, στο Ωραιόκαστρο και τον Πειραιά τα φίδια βγαίνουν από τις τρύπες τους για να ξαναδαγκώσουν όσους είναι ξυπόλυτοι. Η ύπαρξή τους είναι αφιερωμένη στο να ενισχύουν και να συμπληρώνουν την κρατική αντιμεταναστευτική πολιτική. Το μένος τους
ξεσπάει εκεί που τους είναι πιο εύκολο: στους καταυλισμούς που το κράτος στοιβάζει με τις χε ι ρ ό τ ε ρε ς σ υ ν θ ή κε ς το π ολυεθ ν ι κό προλεταριάτο. Με την κάλυψη των μπάτσων, την ανοχή των γειτόνων και τις ευλογίες των νεοναζί. Η μαλακία θα φορεθεί πολύ και φέτος.
έντυπο δρόμου της
Κάπως έτσι θέλησαν να φτιάξουν «επιτροπή κατοίκων» και στα Ταμπούρια, ενάντια στην πιθανή κατασκευή ξενώνα ανήλικων προσφύγων από ΜΚΟ σε εγκαταλελειμμένο σχολείο της περιοχής. Στη συγκέντρωσή τους βρέθηκαν όλοι οι φυσικοί τους σύμμαχοι: «κομματικοί» και «ακομμάτιστοι» φασίστες, στελέχη των παραδοσιακών κομμάτων του κράτους και εκπρόσωποι της δημοτικής μαφίας του Πειραιά. Αφού ένιωσαν τόση σιγουριά που, μετά από καιρό, βρέθηκαν όλοι αυτοί μαζί, κατέθεσαν και μήνυση για αυτό το «παράνομο» έργο.
αντιφασιστικής
συνέλευσης πειραιά
τεύχος #05 / ιανουάριος φεβρουάριος 2017
Όμως, η ηλιθιότητα των νοικοκυραίων φαίνεται και από τις στιγμές της έπαρσής τους, καθώς οι φιλικοί τους δημοσιογράφοι, για κακή τους τύχη, έβγαλαν στη φόρα όλα τους τα ονόματα. Πλέον ο ρατσισμός και η μισανθρωπιά έχουν όνομα και διεύθυνση. Ας κλειστούν λοιπόν για ακόμη μια φορά στα σπίτια τους, στους καναπέδες και τις οθόνες τους πριν να είναι αργά και ας κλειδαμπαρώσουν τις πύλες τις ιδιοκτησίας τους όσο πιο σφιχτά μπορούν. Μπας και η δυσωδία που σκορπούν δε φτάσει στα ευαίσθητα ρουθούνια μας. Στο δρόμο απέναντί τους θα βρεθούμε για ακόμη μια φορά όσοι δεν ξεχνάμε: οι απάτριδες και οι άπιστοι, οι αρνητές και οι λιποτάκτες, οι εργάτες και οι άνεργοι, οι αντιφασίστες και οι αλληλέγγυοι. Η εικόνα μας δε θα βρεθεί σε κανένα τηλεοπτικό δελτίο. Η φωνή μας θα αντηχήσει με αντίλαλο μέσα στα άδεια μυαλά τους, μιλώντας τις χίλιες γλώσσες της μητρόπολης, τις χίλιες γλώσσες του κοινωνικού και ταξικού πολέμου.
Γιατί δεν χτυπάμε εισιτήριο Η παρακμή της μαζικής εκπαίδευσης Η ζεστή φιλοξενία συνεχίζεται... Οι μπάτσοι είναι αδέρφια μας και εμείς αδερφοκτόνοι... Ο θάνατος στα EVEREST δεν ήταν ατύχημα, ήταν δολοφονία από
τα αφεντικά Μικροαστοί δεν είστε ρατσιστές, είστε απλά φασίστες
έντυπο που κρατάτε στα χέρια σας...
λίγα λόγια για το
Το έντυπο δρόμου νεύρωση είναι μια περιοδική έκδοση που συντάσσεται από την Αντιφασιστική Συνέλευση Πειραιά. Τα κείμενα γράφονται από μέλη της Α.Σ.Π. και αποτελούν προϊόν συνδιαμόρφωσης και συλλογικής κριτικής με στόχο την διάχυση του ταξικού-κοινωνικού πολέμου. Όσο ο λόγος, τόσο και η αισθητική του εντύπου αποτελεί συλλογική εργασία, αφού το στήσιμο και η επιμέλεια του γίνονται πάλι από μέλη της Α.Σ.Π, ώστε να επιτευχθεί μια πργαματικά συνολική δική μας - από τα κάτω δουλειά χωρίς γραφιάδες, ειδικούς, γραφίστες κτλ. Το έντυπο μοιράζεται χέρι με χέρι και χωρίς αντίτιμο, σε μια προσπάθεια προσέγγισης και δημιουργίας σχέσεων με κόσμο «απο τη γειτονιά», που προβληματίζεται για την κατάσταση της πόλης που ζούμε, ενδιαφέρεται για τα «κοινά» και αντιλαμβάνεται την κοινωνική-ταξική πάλη ως το μόνο μέσο για την ελευθερία, ενάντια σε κάθε φασίστα αφεντικό, κράτος, εκκλησία, μαφία, στρατό.
http://antifapeiraias.espivblogs.net antifapeiraias@espiv.net
Γιατί δεν χτυπάμε εισιτήριο Λίγο πριν την δύση του έως τώρα συστήματος επικύρωσης εισιτηρίων, θα θέλαμε να σχολιάσουμε ένα δύο ζητήματα. Είναι βαθιά ριζωμένη η ιδέα πως η μετακίνηση μέσα στις σύγχρονες μητροπόλεις είναι προϊόν των υποκειμενικών επιθυμιών όλων μας ξεχωριστά. Ως τέτοια φαντάζει πολύ λογικό το γεγονός ότι «κάτι πρέπει να πληρώνουμε» για αυτή την υπηρεσία. Είναι επίσης λογικό επόμενο πως όποιος δεν υπακούει σε αυτή τη συνθήκη, θα χαρακτηρίζεται ως «τζαμπατζής». Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είμαστε πράγματι εμείς αυτοί που πρώτοι επωφελούμαστε από τη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς; Για να το καταλάβουμε λίγο καλύτερα ας σκεφτούμε ποιοί είναι κατά κύριο λόγο οι επιβάτες αυτών των μέσων και ποιος ο λόγος που τα χρησιμοποιούμε. Καθένας που έχει μπει μια φορά στη ζωή του σε ένα λεωφορείο μπορεί να παρατηρήσει πως τα μέσα χρησιμοποιούν μαθητές, φοιτητές, εργάτες μετανάστες, άνεργοι, συνταξιούχοι, για να μετακινηθούν ο καθένας ξεχωριστά στον αντίστοιχο προορισμό του, δηλαδή το σχολείο-σχολή του, την δουλειά του, κάποια κρατική υπηρεσία ή κάποιο χώρο διασκέδασης. Ας σκεφτούμε τώρα τι θα συνέβαινε αν ο καπιταλισμός δεν είχε ποτέ του επενδύσει στις τεχνολογίες των μέσων μεταφοράς μεγάλων αποστάσεων, από το σιδηρόδρομο του 19ου αιώνα μέχρι το τραμ του 2017. Καταρχήν, τα διάφορα μικρά ή μεγάλα αφεντικά θα ήταν αναγκασμένα να αναζητούν εργατική δύναμη σε ένα πολύ πιο περιορισμένο χωροταξικό εύρος. Ας πούμε χοντρικά αυτό που ορίζεται με κέντρο το χώρο εργασίας και ακτίνα μίας ώρας περπάτημα από αυτό. Οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες και γραφειοκρατικές διαδικασίες, συνυπολογίζοντας εδώ και την εκπαίδευση, δεν θα μπορούσαν να έχουν τον κεντρικό χαρακτήρα που έχουν σήμερα. Τέλος τα διάφορα εμπορικά καταστήματα και οι χώροι διασκέδασης θα απευθύνονταν σε ένα πολύ μικρότερο καταναλωτικό κοινό. Ποιό είναι το συμπέρασμα λοιπόν; Συρρίκνωση της αγοράς εργασίας, που για τα αφεντικά αυτό σημαίνει μεγάλη αύξηση των μισθών. Σημαίνει επίσης περιορισμό των κερδών ή και λουκέτο για μια σειρά εμπορικών επιχειρήσεων. Όσο για τις κρατικές
υπηρεσίες θα έπρεπε να υπερπολλαπλασιαστούν για να μπορούν να καλύπτουν τις διάφορες ανάγκες όλων των υπηκόων. Άρα τελικά ποιον εξυπηρετούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν απαιτεί σύνθετες ιστορικές γνώσεις και φιλοσοφικές αναλύσεις, παρά στοιχειώδη λογική. Οι αστικές μετακινήσεις είναι πολύ περισσότερο αναγκαίες για τα αφεντικά και το κράτος τους απ' όσο για εμάς. Η ανάγκη για μακρινές και ταυτόχρονα όλο και πιο σύντομες μετακινήσεις είναι προϊόν δικής τους διαχείρισης και δεν θα έπρεπε εξαρχής να μας επιβάλλεται να τις πληρώνουμε. Τα σχόλια που λίγο πολύ όλοι έχουμε ακούσει (του στυλ «κάτι πρέπει να πληρώνουμε κι εμείς για αυτήν την υπηρεσία» ή «από κάπου πρέπει να βγαίνει και ο μισθός των οδηγών») μας εκνευρίζουν και αποδεικνύουν τον συνεχή ιδεολογικό πόλεμο που δεχόμαστε έτσι ώστε να καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως είναι «λογικό» και «δίκαιο» να πληρώνουμε για τις μετακινήσεις μας. Η κρατική διαχείριση, η επιτήρηση και ο έλεγχος της ομαλής χρήσης των μέσων μεταφοράς περιλαμβάνει, για όσους δεν συμμορφώνονται με τα παραπάνω, κλιμακούμενη βία. Ξεκινώντας από απλά λεκτική-ιδεολογική βία με χαρακτηρισμούς όπως «τζαμπατζήδες» ή «κολώπαιδα», προχωρώντας σε παραδειγματικές τιμωρίες - χρηματικά πρόστιμα, συμπληρώνοντας με τραμπουκισμούς και ξύλο αν τολμούσες να εναντιωθείς στους κυνηγούς κεφαλών - ρουφιάνους - ελεγκτές και τέλος με αστυνομική βια. Η διαχείριση αυτή είναι κάπως απαρχαιωμένη και δεν ταιριάζει με τα σύγχρονα πρότυπα του καπιταλισμού. Στα μέσα μεταφοράς όπως και σε άλλα πεδία καπιταλιστικής αξιοποίησης η διαχείριση δεν μπορεί πλέον να κεντροβαρίζει στο κομμάτι της τιμωρίας αλλά σε αυτό της πρόληψης και του ελέγχου. Μέχρι τώρα το μοντέλο προϋπέθετε μεταξύ άλλων μεγάλο αριθμό ελεγκτών, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις έκαναν άτσαλα τη δουλειά τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη δολοφονία του Θανάση Καναούτη από ελεγκτές τον Αύγουστο του 2013, ή τον τραμπουκισμό από μπατσους και ελεγκτές στη Μιρέλλα Λόπεζ στο Α.Τ Καλλίπολης , καθώς και τους
καθημερινούς ρατσιστικούς τραμπουκισμούς σε μετανάστες – εργάτες ή τις σεξιστικές συμπεριφορές. Τέτοιες περιπτώσεις αποτέλεσαν αφορμές για νέες αμφισβητήσεις των επιβατών προς την υπάρχουσα κατάσταση. Τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά στο ελληνικό κράτος και οι λύσεις έτοιμες και δοκιμασμένες στα πιο σύχρονα δυτικά κράτη. Περισσότερες κάμερες – επιτήρηση, κάτι που ήδη ισχύει στα τρένα αλλά και στα καινούρια λεωφορεία και τραμ. Το πιο σημαντικό όμως είναι η νέα συνθήκη που εισάγεται για τα ελληνικά δεδομένα, δηλαδή το ηλεκτρονικό εισιτήριο και οι μπάρες στα τρένα, αλλά με αυτό θα ασχοληθούμε περισσότερο στο επόμενο τεύχος. Ανακεφαλαιώνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε πως οι ελεύθερες μετακινήσεις ή καλύτερα οι πληρωμένες από τα αφεντικά μετακινήσεις, είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να διεκδικούμε εδώ και χρόνια. Το δικαιούμαστε και στην τελική τα, εν μέρη καταχρηστικά, χαρακτηριζόμενα «δημόσια» μέσα μαζικής μεταφοράς υπάγονται από τα μέσα του 20ου αιώνα στα κρατικά έξοδα. Με άλλα λόγια και χωρίς εισιτήριο- τα πληρώνουμε μέσω της φορολογίας έτσι κι αλλιώς. Η μη ακύρωση εισιτηρίου είναι θεμιτή όπως επίσης είναι και η παράδοση του εισιτηρίου στον επόμενο επιβάτη, όμως αποτελούν ατομικές λύσεις για ένα ζήτημα το όποιο θα έπρεπε να είναι συλλογικό. Επίσης λύσεις σαν κι αυτές βρίσκουν τα όρια τους όσο ο καπιταλισμός εκσυγχρονίζει τα τεχνολογικά του μέσα. Το ατομικό «θράσος» του καθενός και της καθεμιάς μας είναι σημαντικό, όπως επίσης είναι και η τεκμηρίωση αυτής της επιλογής, είναι όμως π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο α π ό π ο τ έ α πα ρ α ίτ ητ η κα ι η συλλογικοποίηση των αρνήσεων μας απέναντι στο νέο μοντέλο ελέγχου από τα αφεντικά που προετοιμάζεται εναντίον μας.
Η παρακμή της μαζικής εκπαίδευσης Η μαζική εκπαίδευση με τη μορφή που την γνωρίζουμε μέχρι και σήμερα δεν ήρθε σαν απάντηση στις ανησυχίες των διαφωτισμένων δυτικών κοινωνιών. Δημιουργήθηκε και οργανώθηκε από τα αφεντικά στις αρχές του 20ου αιώνα πλάι στη μαζική φυλακή και το μαζικό νοσοκομείο, με στόχο να εξυπηρετεί τις ανάγκες του μαζικού εργοστασίου. Το μαζικό σχολείο λοιπόν σχεδιάστηκε σαν τέτοιο έχοντας ως βασικές του λειτουργίες τον διαχρισμό ειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών, δηλαδή την παραγωγή του απαραίτητου αριθμού ειδικευμένων μάνατζερ, μεσαίων στελεχών και διευθυντών από τη μία. Και την διαμόρφωση της πλειονότητας των υπόλοιπων μελλοντικών εργατών από την άλλη με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πειθήνιοι και και σύμφωνοι με την ηθική της εργασίας έτσι όπως την ήθελαν τα αφεντικά κό ν τρ α σ τ ην η θ ι κ ή των ε ργ α τών π ο υ οργανώνονται σαν τάξη για τον εαυτό της. Σε αυτήν τη λογική το εκπαιδευτικό σύστημα θα έπρεπε να είναι μαζικό και δημόσιο, να αφορά δηλαδή το σύνολο των παιδιών ενός έθνους – κράτους και όχι μια ελίτ. Έπρεπε να αντιτάσεται στον εμπειρικό τρόπο εκπαίδευσης της κοινότητας και να μπορεί να εκμεταλλεύται τις γνώσεις αυτές προς όφελος της ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης. Έπρεπε ακόμα να είναι αυστηρά σχεδιασμένα και προγραμματισμένα τα ωράρια, και το πρόγραμμα διδασκαλίας. Η γνώση που παρεχόταν έπρεπε να περιορίζεται στην πνευματική δραστηριότητα, να απομακρύνει κάθε σωματική συμμετοχή και συναίσθημα. Στη θέση της χαώδους εμπειρικής μάθησης μπήκε η αλυσιδωτή / σειριακή διάταξη των γνώσεων, το πέρασμα από τις θεωρούμενες «απλούστερες» σαν προαπαιτούμενο για τη μύηση, στις θεωρούμενες «συνθετότερες». Το πέρασμα από τη μια εκπαιδευτική βαθμίδα στην άλλη απαιτούσε την επικύρωση των γνώσεων μέσα από μια σειρά εξετάσεων και αξιολογήσεων των ατομικών δεξιοτήτων του κάθε μαθητή, μέσω της οποίας υποτίθεται θα γινόταν και το απαραίτητο ξεσκαρτάρισμα και ο διαχωρισμός σε αυτούς που προωθούνταν για ανώτερα ή μεσαία στελέχη και σε όσους θα γίνονταν ανειδίκευτοι ή θα διάλεγαν μια ειδικότητα, ενώ θα προωθούνταν και ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός μεταξύ των συμμαθητών.
Παρα τον προσεκτικό σχεδιασμό των αφεντικών, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν άργησε να βρεί τα όρια του. Αυτό συνέβει όταν τα κινήματα του '60 και του '70 κατέδειξαν μεταξύ άλλων και τις αδυναμίες του μαζικού εκπαιδευτικού συστήματος. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό που οδήγησε το εκπειδευτικό σύστημα στη σημερινή παρακμιακή εκδοχή του. Όπως εξηγήσαμε παραπάνω το «δημόσιο – δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα» ανταποκρινόταν στις συγκεκριμένες ανάγκες της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας. Είναι λογικό επόμενο όταν αυτή η οργάνωση της εργασίας αναδιαρθρώνεται, το παλιό εκπαιδευτικό σύστημα να μη καλύπτει ακριβώς τις νέες ανάγκες που προκύπτουν και να καταντά ολοένα και πιο άχρηστο για τα αφεντικά. Κάπως έτσι εξηγούνται κάποια παγκόσμια συμπτώματα της χρεοκοπίας του εκπαιδευτικού συστήματος σε όλο τον πρώτο κόσμο. Για παράδειγμα οι εκροές του (δηλαδή οι κάθε λογής απόφοιτοι) δεν απορροφούνται από την αγορά εργασίας. Εντωμεταξύ, πολλές θέσεις εργασίας που χρειάζονταν κάποιον με εξειδικευμένες γνώσεις έχουν εξαφανιστεί καθώς εκτελούνται από τις νέες μηχανές, πολλές νέες ειδικότητες έχουν δημιουργηθεί και δημιουργούνται από την ευρεία χρήση των μηχανών αυτών και πολλές από τις παλιές έχουν χάσει την αξία και το κύρος τους καθώς αρκετές από τις αρμοδιότητές τους έχουν μηχανοποιηθεί. Σαν απάντηση σε αυτή τη χρεοκοπία τα αφεντικά κοιτάνε προς δυο κατευθύνσεις. Η μία αφορά το κατά πόσο το μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα αξίζει να συντηρηθεί και τι μπορούν να κάνουν για αυτό. Ο δεύτερος προβληματισμός των αφεντικών αφορά το κατα πόσο οι λειτουργίες που είναι απαραίτητες για αυτούς σήμερα μπορούν να καλύπτονται από κάτι καινούριο το οποίο θα αντικαταστήσει το μαζικό σχολείο έτσι όπως το ξέραμε. Χωρίς να είματε σίγουροι για το ποιον δρόμο θα ακολουθήσουν τα αφεντιά, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως αν και η αναδιάρθρωση της εργασίας έχει γίνει εδω και τριάντα χρόνια, το εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει ουσιαστικά ίδιο. Αξίζει επίσης να δούμε, πως σε παγκόσμια κλίμακα παρατηρείται μια μετακύληση του κόστους φοίτησης στους ίδ ι ο υ ς το υ ς ε κ πα ιδ ε υ ό μ ε ν ο υ ς κα ι τ ι ς οικογένειεςτους (πάρτε για παράδειγμα τα
φροντιστήρια, τα ιδιωτικά σχολεία και σχολές κ.λ.π.). Το γεγονός αυτό δείχνει αν όχι την ολοκληρωτική εγκαταλειψη του παλιού εκπαιδυτικού συστήματος από τα αφεντικά τουλάχιστον την περιορισμένηδιάθεση τους να πληρώνουν για μια εκπαίδευση η οποία δεν τους προσφέρει αυτά που χρειάζονται. Σαν τελικό συμπέρασμα μέχι σε αυτό το σημείο θέλουμε να κρατήσουμε τα εξής. Στον καπιταλισμό η μαζική εκπαίδευση ήρθε να υποστηρίξει έναν πολυ συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Και ενω η οργάνωση της εργασίας μετεξελίκτηκε η εκπαίδευση διατήρησε την παλιά της μορφή. Αναγνωρίζουμε λοιπόν πως βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου η αλλαγή παραδείγματος για την εκπαίδευση συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Σε αυτή την κο μ β ι κ ή σ τ ιγ μ ή ε ίν α ι σ η μα ν τ ι κό ν α παρατηρήσουμε τις αλλαγές που συμβαίνουν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. Καθώς επίσης είναι σημαντικό για εμάς να θυμόμαστε ότι το εκπαιδευτικό παράδειγμα έτσι όπως το ξέραμε δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα εργαλείο των αφεντικών αυτού του κόσμου και πως ο σχεδιασμός και η οργάνωση του δεν είχαν/έχουν άλλο στόχο (άσχετα με το αν είναι πλεον αποτελεσματικό σε αυτό) πέρα από την πειθάρχηση των μελλοντικών εργατών στα πρότυπα της εργασίας, την μεταφορά των κυρίαρχων ιδεολογιών που είναι χρήσιμες για κάθε καπιταλιστική κοινωνία και τέλος την μεταφορά γνώσεων με τέτοιο τρόπο που να μπορούν οι μελλοντικοί εργάτες να είναι αποτελεσματικοί. Για εμας η εκπαίδευση στον καπιταλισμό δεν είναι ουδέτερη και σε καμία περίπτωση δε είναι κάτι το οποίο θα θέλα με να διασώσουμε.
Η ζεστή φιλοξενία συνεχίζεται... Είναι γεγονός πως το καλοκαίρι του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής ευαισθησίας προς το δράμα των προσφύγων πέρασε κι ίσως ξεχάστηκε το ίδιο απότομα με τον τρόπο που αναδύθηκε ως κεντρικό θέμα στη δημόσια σφαίρα. Έκτοτε, αυτό που μένει είναι η σκληρή καθημερινότητα των κέντρων «φιλοξενίας» που λειτουργούν ανά την επικράτεια με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης εν μέσω του χειμώνα, να καθιστούν τις ήδη εξουθενωμένες από τον όλεθρο του πολέμου ζωές των ανθρώπων που μένουν εκεί ανυπόφορες. Με αφορμή την εδώ και μήνες ανακοινωμένη από το υπουργείο παιδείας κυβερνητική ρύθμιση σχετικά με την διαμόρφωση πλαισίου ένταξης των παιδιών των προσφύγων στην εκπαιδευτική διαδικασία, πραγματοποιήθηκαν στις ενδιαφερόμενες σχολικές μονάδες οι σχετικές ενημερώσεις στους συλλόγους γονέων και τους καθηγητές. Οι νεοναζί της χρυσής αυγής με επικεφαλή τον Λαγό, συγκεντρώθηκαν έξω απ' το δημοτικό σχολείο της Νέας Ικονίου στο Πέραμα παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως αγανακτισμένους γονείς, ενώ στη συνέχεια μπήκαν μέσα χτυπώντας δασκάλους κι όσους αντιστέκονταν στην φασιστική παρουσία, έχοντας φυσικά την κάλυψη των μπάτσων οι οποίοι απλώς παρίσταναν ότι τους απωθούν. Ενδιαφέρον έχει ότι για άλλη μια φορά τα Μ.Μ.Ε επικεν τρώθηκαν σ το να προβά λ λουν τους κακομούτσουνους φονιάδες και το φασιστικό τους σόου ξανά και ξανά τις επόμενες μέρες, αδιαφορώντας κι αποκρύπτοντας το γεγονός ότι σε πολλά δημοτικά σχολεία (Νέα Ιωνία Βόλου, Περιστέρι Αττικής, Συκιές Θεσσαλονίκης κ. α) , πλήθος κόσμου, γονείς, δάσκαλοι και μαθητές συγκεντρώθηκαν για να υποδεχτούν τους νέους πρόσφυγες συμμαθητές τους. Τα «επιχειρήματα» των φασιστών παραμένουν ίδια κι απαράλλαχτα στο βάθος τους ιστορικού χρόνου, στοχεύοντας όπως πάντα στην καλλιέργεια ενός κλίματος ανασφάλειας και τρομοκρατίας, σπέρνοντας ταυτόχρονα το δηλητήριο του ρατσισμού στους «ευαίσθητους» ως προς αυτά τα ζητήματα έλληνες μικροαστούς. Η αντιδραστική – κομπλεξική συνείδηση λοιπόν χτυπάει κόκκινο και πλέον στόχος των φονιάδων γίνονται τα μικρά παιδιά. Μιλούν για αλλοίωση της φυλής και του έθνους που θα προκληθεί από την αφομοίωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία καθώς και για αρρώστιες που θα μεταδοθούν στους υπόλοιπους μαθητές. Ο αναχρονισμός τους είναι έκδηλος αν σκεφτεί κανείς ότι τα εκατομμύρια των ελλήνων μικρασιατών που κατέφθασαν στις ελληνικές ακτές το 1922 (ύστερα από τον μαζικό διωγμό από τους νεότουρκους του Κεμάλ, την τελευταία πράξη ενός πολέμου ο οποίος ξεκίνησε με την εισβολή των ελληνικών στρατευμάτων στην Τουρκία στα πλαίσια της επεκτατικής- ιμπεριαλιστικής π ο λ ι τ ι κ ή ς τ ο υ τ ό τ ε ε λ λ η ν ι κο ύ κ ρ ά τ ο υ ς ) , αντιμετωπίστηκαν ως βρωμιάρηδες, φορείς νοσημάτων, απολίτιστοι και ξένοι κι έζησαν για χρόνια απομονωμένοι και στιγματισμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία, ενώ μάλιστα πληρούσαν όλα τα χαρακτηριστικά με βάση τα οποία συντίθεται η εθνική ταυτότητα, δηλαδή την κοινή γλώσσα και θρησκεία. Είναι σαφές λοιπόν ότι τα επιχειρήματα και οι πολιτικές των ανά τα χρόνια φασιστικών μορφωμάτων (πιστά
μαντρόσκυλα της εξουσίας του κεφαλαίου) προβάλλουν κι υλοποιούν την πραγματικότητα που λέει ότι οι μετανάστες/πρόσφυγες όντας υποτιμημένοι κι απομονωμένοι από κάθε κοινωνικό-νομικό δεσμό, δηλαδή κατώτεροι από τους υπόλοιπους πολίτες, αποτελούν φθηνό, εξαθλιωμένο και πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό, το οποίο σε καιρούς κρίσης μπορεί να αξιοποιηθεί με τους πιο βάναυσους κι επισφαλείς εργασιακούς όρους είτε στην παραγωγή είτε στις υπηρεσίες. Οι χρυσαυγίτες βουλευτές οι οποίοι έχουν οργανικούς δεσμούς με το εφοπλιστικό κεφάλαιο αλλά και διάφορους πόλους του μαφιόζικου κεφαλαίου (προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά, ιδιοκτήτες ροζ ξενοδοχείων κ. α) το ξέρουν καλά αυτό. Αξίζει να σχολιάσουμε ότι για εμάς, οι αξίες του έθνους και των εθνικών ταυτοτήτων στο όνομα των οποίων εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει τις ζωές τους μέσα από πολέμους κι ανελέητες καταστροφές, είναι νεκρές και χωρίς νόημα ενώ οι σύγχρονοι (ρατσιστές/αντιδραστικοί) φορείς τους, ζόμπι τα οποία κυκλοφορούν ανάμεσα μας και πρέπει να αντιμετωπίζονται κατάλληλα. Αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι τα χαρακτηριστικά από τα οποία συντίθενται οι γενιές και αυτά δεν είναι άλλα από τις κοινές καθημερινές εμπειρίες συμβίωσης κι αγώνα απέναντι στην εξουσία, καθώς και η σημειολογία των σύγχρονων μητροπολιτικών κέντρων η οποία διαμορφώνει κοινωνικές ομαδοποιήσεις, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φύλλου και γλώσσας. Τελειώνοντας πρέπει να αναφέρουμε ότι σαν συνέλευση δεν μας αφορά ούτε να υπερασπιστούμε τις κυβερνητικές ρυθμίσεις κι αποφάσεις της αριστερόακροδεξιάς κυβέρνησης/πολιτικής βιτρίνας, ούτε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί κάτι παραπάνω από την διδασκαλία του συστήματος. Κι αυτό γιατί γνωρίζουμε καλά ότι το μαζικό σχολείο με τους ανιαρούς όρους διδασκαλίας και τα κενά νοήματος περιεχόμενα γνώσης που παρέχει στους μαθητές, δεν αποτελεί παρά ένα κομμάτι της προετοιμασίας τους για την μελλοντική πειθάρχηση που πρέπει να επιδεικνύουν στον εξίσου κενό νοήματος εργασιακό χρόνο, ένα κομμάτι της προετοιμασίας για τον συμβιβασμό που απαιτεί από εμάς το κράτος και το κεφάλαιο προκειμένου η εκμετάλλευση της ζωής μας να συνεχίζεται σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας. Παρ' όλα αυτά, πιστεύουμε ότι με αφορμή την συμμετοχή των παιδιών των προσφύγων στα σχολεία δημιουργείται ένα πρόσφορο πεδίο για την ανάπτυξη σ χ έσ ε ω ν μ ε τ α ξ ύ α ν θ ρ ώ π ω ν δ ι α φ ο ρ ε τ ι κώ ν πολιτιστικών καταβολών, μέσα απ' το οποίο οι μαθητές θα μπορούν από μικρή ηλικία να συνυπάρξουν συνειδητοποιώντας ότι ο κίνδυνος και οι διαφορές που οι κομπλεξικοί φασίστες προβάλλουν ασταμάτητα, δεν είναι παρά αποκυήματα της φαντασίας τους. Φυσικά το ελληνικό κράτος προσπαθεί να ενσωματώσει (εκπολιτίσει;) τους πρόσφυγες μαθητές σε ένα πρόγραμμα που περιέχει για παράδειγμα ακόμα το μάθημα των θρησκευτικών, ενώ θα μπορούσαν οι ώρες διδασκαλίας του να αντικατασταθούν από την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας των προσφύγων προκειμένου να είναι ευκολότερη και πιο ενδιαφέρουσα η επικοινωνία μεταξύ των μαθητών. Στο σημείο αυτό γεννάται ένα ερώτημα: γιατί είναι ο πολιτισμός των προσφύγων που απειλεί την ελληνικότητα των σχολείων κι όχι η ελληνικότητα των σχολείων τους πρόσφυγες μαθητές;
Οι μπάτσοι είναι αδέρφια μας και εμείς αδερφοκτόνοι... Είναι σύνηθες τα τελευταία χρόνια να παρατηρείτε άνοδος των βάσεων σε μπατσοσχολές και στρατιωτικές σχολές, οι οποίες συνεχίζουν να είναι ακόμα πολύ δημοφιλείς προορισμοί για τους μαθητές. Η Σ χολ ή Α ξι ω μ α τ ι κώ ν Ε λ λ ην ι κ ή ς Αστυνομίας Αθήνας έφτασε τα 17896 μόρια, ξεπερνώντας σχολές όπως Μηχανολόγων Μηχανικών, Χημικών Μηχανικών, Χημικό, Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών, Φυσικό και Μαθηματικό, ενώ η Ευελπίδων έφτασε και α υ τ ή τ α 1 7 6 4 2 μ ό ρ ι α . Δ ε κά δ ε ς εκατοντάδες νέοι κάθε χρόνο πετάνε ίσως τη μοναδική ευκαιρία της ζωής τους για να σπουδάσουν σε κάποια επιστημονική σχολή, μόνο και μόνο για να γίνουν μπάτσοι και “φαντάροι” με “σίγουρο μ ι σ θ ό ”. Δ υ σ τ υ χ ώ ς η ε λ λ η ν ι κ ή πραγματικότητα ευνοεί το παραπάνω σκεπτικό, καθώς οι απόφοιτοι των περισσοτέρων σχολών πλήττονται από τρομερή ανεργία την ίδια ώρα που μπάτσοι και στρατιωτικοί πιάνουν δουλειά πριν καν αποφοιτήσουν. Η ο ι κο ν ο μ ι κ ή ασ φ υ ξί α ε υ ν ο ε ί τ η στρατολόγηση των νέων σε ρόλους οργάνου του κράτους. Δεν είναι τυχαίο όμως που και σε περίοδο οικονομικής ύφεσης οι μπάτσοι και στρατιωτικοί έχουν πληγεί τόσο ώστε ακόμα να παραμένουν οι πιο οικονομικά συμφέρουσες λύσεις για έναν νέο. Για να καταλάβουμε το λόγο που συμβαίνει το αυτό θα πρέπει να δούμε το ρόλο της αστυνομίας και του στρατού μέσα στο οποιοδήποτε πρακτικά ταξικό κράτος.
Ο πρωταρχικός ρόλος της οποιαδήποτε αστυνομίας σε οποιαδήποτε μορφή της είναι η διατήρηση του υπάρχοντος οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος. Σε οποιαδήποτε πρακτικά ταξική κοινωνία υπήρχε η αντίστοιχη “αστυνομία” της οποίας η κυρίαρχη προτεραιότητα ήταν το να συνεχιστεί να ασκείται η υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική πολιτική. Από τη φρουρά του αυτοκράτορα στις αρχαίες αιγυπτιακές αυτοκρατορίες μέχρι και το σύγχρονο μπάτσο, πάντα ο βασικός λόγος ύπαρξης των σωμάτων αυτών ήταν η προστασία των εξουσιαστών, φανερών και κρυφών, ενώ η προστασία του πολίτη έρχεται πάντα σε δεύτερη μοίρα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα που αποδεικνύει το παραπάνω αποτελεί η καταστολή σε πορείες και συγκεντρώσεις, όπου εκεί ξεκάθαρα φαίνονται οι προτεραιότητες και ο ρόλος των μπάτσων και του στρατού (όταν ο δεύτερος χρησιμοποιείται) που δεν είναι άλλος από την προστασία των πολιτικών και των μεγάλων αφεντικών και όχι του πολίτη. Κανένας μπάτσος δεν νοιάζεται για την προστασία του πολίτη όταν στέλνει καπνογόνα κατά πάνω του, κανένας μπάτσος δεν προστατεύει τον πολίτη όταν τον ξυλοκοπάει επειδή τόλμησε να διαδηλώσει εναντίον των αφεντικών του. Το μόνο που προέχει είναι η προστασία των εξουσιαστών και η προστασία του πολίτη σε τέτοιες περιπτώσεις απλά στέκεται εμπόδιο. Συνεπώς, το κράτος χρειάζεται την αστυνομία και το στρατό προκειμένου να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, η κυρίαρχη αστική τάξη χρειάζεται τα σώματα καταστολής για να μπορεί να συνεχίσει να ελέγχει και να εκμεταλλεύεται τους εργάτες που την πλουτίζουν. Δεν λέμε πως η αστυνομία δεν προστατεύσει ποτέ τον πολίτη, απλά το κάνει αν και μόνο αν η προστασία του δεν θίγει κάποιο από τα συμφέροντα των πραγματικών αφεντικών της, δηλαδή των βιομηχάνων, των εφοπλιστών, των τραπεζιτών και κάθε άλλου εκμεταλλευτή ανθρώπινης εργασίας. Σχεδόν ίδιο ρόλο με την αστυνομία έχει και ο στρατός. Όταν ο στρατός χρησιμοποιείται στο εσωτερικό του
κράτους τότε ο ρόλος του ταυτίζεται ακριβώς με αυτόν της αστυνομίας. Όταν από την άλλη χρησιμοποιείται για συμπλοκή με στρατούς άλλων κρατών, τότε ουσιαστικά βλέπουμε το φαινόμενο όπου εργάτες σκοτώνονται με εργάτες προκειμένου να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τα κέρδη των αφεντικών τους. Κανένας πόλεμος δεν ξεκίνησε ποτέ για τα μάτια κάποιας ωραίας Ελένης, για κάποια θρησκεία ή για κάποια βραχονησίδα. Πάντα όλοι οι πόλεμοι ξεκινάνε για την οικονομική κυριαρχία με μοναδικούς χαμένους πάντα τους εργάτες και μοναδικούς νικητές πάντα τα αφεντικά. Οπότε σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι δεν έχει σημασία αν το άτομο που εργάζεται ως μπάτσος ή ως στρατιωτικός είναι καλό ή κακό, ούτε το σε τι πόστο δουλεύει. Είτε κάποιος είναι ΜΑΤατζής και δέρνει κόσμο, είτε είναι γραφιάς και βάζει σφραγίδες, είτε είναι αξιωματικός στο στρατό, ουσιαστικά είναι όλοι τους γρανάζια της ίδιας μηχανής. Μπορεί το πόστο τους να είναι διαφορετικό, αλλά το τελικό προϊόν που παράγει η εργασία τους είναι το ίδιο, ανεξαρτήτως από το ποιόν τους σαν άτομα. Το κατά πόσο χρειάζεται αστυνόμευση μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο και το ποια μορφή πρέπει να έχει αυτή είναι ζήτημα τρομερά ενδιαφέρον και αρκετά πολύπλοκο για να αναλυθεί στα πλαίσια αυτού του κειμένου. Σε κάθε περίπτωση όμως η σημερινή πραγματικότητα για το βασικό ρόλο της αστυνομίας και του στρατού παραμένει η προ σ τασί α των εξο υσι ασ τών. Το παραμύθι πως τα σώματα αυτά είναι για το καλό μας έχει καταντήσει πλέον τ ο υλ ά χ ι σ τ ο ν γ ρ α φ ι κό , α λ λ ά κα ι ταυτόχρονα πολύ βολικό για κάποιους λίγους. Γι αυτό οι νέοι πριν την επιλογή σχολής ή εργασίας θα πρέπει να σκεφτούν καλά ποιος θέλουν να είναι ο ρόλος τους στην κοινωνία που ζουν και ποια η προσφορά της εργασίας τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Κανένας μαθητής, καμιά μαθήτρια σε μπατσοσχολές
ήταν δολοφονία απ' τα αφεντικά
Ο θάνατος στα EVEREST δεν ήταν ατύχημα
ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΗΘΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Τις πρωινές ώρες της 1ης Δεκεμβρίου, σημειώθηκε έκρηξη στο υπόγειο του καταστήματος ταχείας εστίασης Everest στην πλατεία Βικτωρίας. Απ' την έκρηξη (η οποία πιθανότατα προκλήθηκε εξαιτίας εργασιών ψυκτικών που πραγματοποιούνταν στον ίδιο χώρο) έχασε την ζωή της η 42χρονη λογίστρια Βασιλική Παραστατίδου, ενώ τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο άλλα πέντε άτομα. Πέραν του σαφέστατου γεγονότος ότι στο δυστύχημα θα μπορούσαν να είχαν προστεθεί κι άλλα θύματα, αναδύονται σοβαρά ζητήματα-πραγματικότητες, που ξεπερνούν τα κροκοδείλια δάκρυα της διαχειρίστριας εταιρείας Everfood Α.Ε, η οποία εξέφρασε τα συλλυπητήρια της συμμεριζόμενη την οδύνη της οικογένειας του θύματος, καθώς και των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού και διαφόρων κυβερνητικών στελεχών. Το συμβάν στριμώχτηκε μηντιακά ανάμεσα στα διάφορα «φλέγοντα» εθνικά θέματα της περιόδου και σύντομα θάφτηκε κάτω απ' το χαλάκι, όπως έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν άλλωστε, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον θάνατο τεσσάρων εργατών στα διυλιστήρια Ασπροπύργου, με ευθύνη της εταιρείας ΕΛ.ΠΕ (συμφερόντων Λάτση). Ο όμιλος Everest είναι μια απ' τις μεγαλύτερες αλυσίδες καφέ κι επισιτισμού, με εκατοντάδες καταστήματα ανά την χώρα. Έχει καταφέρει να διατηρεί την κερδοφορία του τα τελευταία χρόνια βασισμένος σε «στοχευμένες κινήσεις μείωσης κόστους». Σε αυτές εντάσσονται οι απλήρωτες ώρες εργασίας, τα ελαστικά ωράρια, η υπερ-εντατικοποιημένη εργασία, η απαγόρευση των διαλλειμάτων και οι τραμπουκισμοί απέναντι σε εργάτες που αντιδρούν ζητώντας τα δεδουλευμένα τους, δυστυχώς όμως η μείωση του κόστους δεν τελειώνει εκεί, αλλά πάει κι ένα βήμα παραπέρα.Το γεγονός ότι σε ένα υπόγειο(!) στεγάζεται η κουζίνα και το λογιστικό γραφείο ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιούνται επικίνδυνες εργασίες συντήρησης χωρίς να λαμβάνονται στοιχειώδη μέτρα προστασίας, σε μια οικονομική για την εταιρεία «λογική», με αποτέλεσμα τον θάνατο της Β.Π, καθιστά σαφές ότι στον βωμό των κερδών της επιχείρησης οι ζωές των εργαζομένων δεν υπολογίζονται. Σε μια εποχή όπου: ο βασικός μισθός (μειωμένος κατά 25% και 35% για το ηλικιακό όριο άνω και κάτω των 25 χρονών αντίστοιχα, μέσω της κυβερνητικής απόφασης του 2012) διατηρείται σε χαμηλότατα επίπεδα αδυνατώντας να καλύψει τις βασικές μας ανάγκες, όπου οι εκβιασμοί και οι απειλές των αφεντικών έρχονται να κουμπώσουν με τις μαζικές απολύσεις και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων έναντι των ατομικών κι επιχειρησιακών, όπου ο κάθε «έντιμος» μικροεπιχειρηματίας-αφεντικό δεν πληρώνει υπερωρίες κι εκμεταλλεύεται 12 και 14 ώρες εργασίας πληρώνοντας ψίχουλα γιατί «δεν βγαίνει» ενώ δεν κολλάει ούτε ένσημα, όπου η υποβάθμιση των ζωών μας παράλληλα με την συναισθηματική και κοινωνική απομόνωση συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, τέτοια περιστατικά έρχονται να μας θυμίσουν πως ο εχθρός βρίσκεται εντός των τειχών. Τα αφεντικά και κάθε είδους επιχειρήσεις-αλυσίδες δεν λογαριάζουν τον θάνατο μπροστά
στα κέρδη τους και θα στέκονται πάντοτε εμπόδιο σε οποιαδήποτε κοινωνική προσπάθεια για αξιοπρεπή και ανθρώπινη αναπαραγωγή και διαβίωση, έχοντας πάντοτε στο πλευρό τους το κράτος και τους μηχανισμούς του. Γιατί είναι τα ίδια τα αφεντικά που εμφανίζονται ως θύματα, δείχνοντας με το δάχτυλο διαρκώς τους κακούς δανειστές και το Δ.Ν.Τ σαν δαίμονες που επιβάλλουν σκληρά μέτρα στα εργασιακά και τις συντάξεις, ενώ είναι παραπάνω από προφανές ότι τόσα χρόνια είναι οι ίδιοι που ωφελούνται από όλες τις νομοθετικές ρυθμίσεις που μετατρέπουν την εργασία και τη ζωή μας σε φθηνές μεταβλητές οι οποίες ανεβάζουν τα κέρδη τους. Είναι τα ίδια τα αφεντικά, μεγαλοεργολάβοι κι επιχειρηματίες που συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες διεθνούς εμβέλειας με εταιρείες άλλων κρατών (μεταξύ των οποίων και η Τουρκία), ενώ ταυτόχρονα σπέρνουν το μικρόβιο του εθνικισμού, έχοντας πάντα στο πλευρό τους ως συμμάχους στον αποπροσανατολιστικό τους θίασο, τους μηχανισμούς του θεάματος (μέσα μαζικής αποχαύνωσης) και τις εκάστοτε πολιτικές βιτρίνες (κεντροδεξιές, ακροδεξιές, αριστεροακροδεξιές κυβερνήσεις!). Είναι τα ίδια τα αφεντικά-ρατσιστές που βρίζουν και διατυμπανίζουν ότι απειλούμαστε από τους μετανάστες εργάτες και τους πρόσφυγες, γιατί ξέρουν ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης που «προσφέρουν» αποτελούν τεράστιες αποθήκες φτηνού κι εξαθλιωμένου εργατικού δυναμικού προς μελλοντική χρήση, ενώ το μίσος κι ο εξευτελισμός απέναντι στους ξένους, ως συνθήκη στους δρόμους των μητροπόλεων είναι το καλύτερο «σχολείο» για την εργασιακή πειθάρχηση σε επισφαλείς δουλειές με μισθούς πείνας. Φυσικά οι γιορτές των Χριστουγέννων πλησιάζουν, προβάλλοντας για άλλη μια φορά το υπερκαταναλωτικό πνεύμα ως το νούμερο ένα φάρμακο απέναντι στην μίζερη καθημερινότητα. Οι ειδήσεις θα επικεντρώσουν ξανά στη μοιρολατρία των μαγαζατόρων για την πτώση του τζίρου τους, ενώ τα παράπονα των καταναλωτών για την ακρίβεια των τιμών, έχοντας βγει για ψώνια ημέρα ΚΥΡΙΑΚΗ, ανίκανοι να σκεφτούν ότι αυτή η ημέρα έχει θεσμοθετηθεί από αιώνες μαχών και διεκδικήσεων ως ημέρα αργίας κι ανάπαυσης, νομιμοποιώντας την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων στον εμπορικό τομέα, θα τρυπάνε τα αφτιά μας. Κι η καθημερινότητα θα κυλάει ολοένα π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο π ρ ο ς τ ο ν β ο ύ ρ κο , μ έ χ ρ ι ς ό τ ο υ ν α συνειδητοποιήσουμε τουλάχιστον ότι για να αλλάξουν τα πράματα πρέπει να σταματήσουμε να φανταζόμαστε ελικόπτερα και μεγάλες νύχτες πτώσης κυβερνήσεων, να σταματήσουμε να έχουμε εκλογικές αυταπάτες και να πάρουμε θέσεις μάχης απέναντι στα αφεντικά και τους λακέδες τους, σε κάθε χώρο δουλειάς κι εκμετάλλευσης της ζωής, σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά.
Πειραιώτες/Πειραιώτισσες με Ταξική Συνείδηση