Όταν η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος κρίνεται με βάση τα συμφέροντα της αστικής τάξης...

Page 1

Νίκος Παπακωνσταντίνου

Όταν η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος κρίνεται με βάση τα συμφέροντα της αστικής τάξης …

«Καθιερωμένα» μυθεύματα και επαναλαμβανόμενες διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας σχετικά με την πορεία του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος το 19491957, στον Α΄ και στο Β΄ τόμο του τετράτομου εμβληματικού έργου του Σπύρου Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», (εκδόσεις «Το Βήμα-Βιβλιοθήκη», 2009).

Βόλος, Μάης του 2013 1


Περιεχόμενα Πρόλογος ……………………………………………………………………………………………..σελ. 3. Εισαγωγή …………………………………………………………………………………………….σελ. 5. Μέρος Πρώτο Παρατηρήσεις σχετικά με τα ζητήματα που θίγει ο Α΄ τόμος του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» (1949-1952). 1. Πρώτες γενικές διαπιστώσεις από την αρχή του έργου. Από ποιες πολιτικο-ιδεολογικές βάσεις ο Σπύρος Λιναρδάτος συγγράφει το έργο του …………………………………………………………………σελ. 17. 2. Το ΚΚΕ και οι σχέσεις του με τις «αριστερές δυνάμεις» και το Κέντρο στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τα ιστορικά γεγονότα και η αστική-ρεφορμιστική «οπτική γωνία» του Σπύρου Λιναρδάτου …………σελ. 26. 3. Ο Σπύρος Λιναρδάτος για τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Διαρκής επίθεση -από δεξιές αναθεωρητικές και αντιδραστικές θέσεις- εναντίον της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Νίκου Ζαχαριάδη. ……………………………………………………….. σελ. 42. Μέρος Δεύτερο Παρατηρήσεις σχετικά με τα ζητήματα που θίγει ο Β΄ τόμος του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» (Νοέμβρης 1952-1957). 1. Γενικές παρατηρήσεις. Η εποχή στην οποία αναφέρεται ο Β΄ τόμος και η γενική πολιτική γραμμή του Σπύρου Λιναρδάτου για τις εξελίξεις των ετών 1953-1957. ……………………………………… σελ. 67. 2. Ο Σπύρος Λιναρδάτος για την πολιτική του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, και για τα προβλήματά τους, από το 1953 ως το 1955. ………………………………………………………………………………………….σελ. 80. 3. Ο Σπύρος Λιναρδάτος για τις εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες από το 1952 ως και τις παραμονές του 20ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956): Μια εμπαθής αντισταλινική επίθεση… ………………………..σελ. 101. 4. Ο Σπύρος Λιναρδάτος για το 20 ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις δραματικές του επιπτώσεις στο διεθνές και στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Η ανυπομονησία για μια πλήρη καπιταλιστική παλινόρθωση δεν κρύβεται! …………………………………………………………………………………………....σελ. 146. Επίλογος …………………………………………………………………………………………. σελ. 179. Ενδεικτική βιβλιογραφία ……………………………………………………………………….. σελ. 187.

2


Πρόλογος Η εργασία μου αυτή γράφτηκε και έλαβε τη σημερινή της μορφή στο διάστημα ενός ολόκληρου χρόνου, από το Μάη του 2012 ως το Μάη του 2013. Η αρχική της χειρόγραφη μορφή πραγματώθηκε το καλοκαίρι του 2012, ενώ μελετούσα το τετράτομο (στη μορφή που επανεκδόθηκε από την εφημερίδα «Το Βήμα») έργο του Σπύρου Λιναρδάτου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», ένα σημαντικότατο ιστορικό έργο, το οποίο αποφάσισα να το κριτικάρω ως προς τους δυο πρώτους τόμους του, σχετικά με τις αναφορές του στο ελληνικό και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα των δεκαετιών 1950-1960, και να παρουσιάσω στο αναγνωστικό κοινό τις δικές μου παρατηρήσεις για τα ζητήματα αυτά, αντιπαραθέτοντας τη γνώμη μου σε εκείνη του Λιναρδάτου. Από το Μάη, λοιπόν, ως τον Αύγουστο του 2012 είχα συγκεντρώσει τα σχετικά παραθέματα, τις παρατηρήσεις και την κριτική μου στα γραφόμενα του Σπύρου Λιναρδάτου σε ένα πολύ εκτεταμένο πρόχειρο χειρόγραφο, περίπου 140 σελίδων τετραδίου, επομένως η πρόχειρη μορφή αυτής της εργασίας ήταν σχεδόν έτοιμη. Ήθελε, όμως, ακόμη πολλή δουλειά, ώστε να δοθεί με σχέδιο, με επεξεργασία και με το κατάλληλο ύφος του λόγου. Από τον Αύγουστο του 2012, μέχρι και σήμερα, επεξεργάστηκα πολύ εκείνες τις αρχικές σημειώσεις μου και τους έδωσα τη μορφή του κειμένου που θα διαβάσετε παρακάτω. Η εργασία μου, μετά την αρχική της εισαγωγή, όπου και καθορίζω ευθύς εξαρχής το στίγμα μου έναντι του έργου που αποφάσισα να κριτικάρω και τις θεωρητικές βάσεις στις οποίες στηρίζω την κριτική μου, αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος της κριτικάρει τα γραφόμενα του Λιναρδάτου σχετικά με το κομμουνιστικό κίνημα και την ιστορία του, στον Α΄ τόμο του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Ο Α΄ αυτός τόμος αναφέρεται στα γεγονότα της περιόδου από το φθινόπωρο του 1949, που λήγει ο Εμφύλιος, μέχρι και το φθινόπωρο του 1952, όταν ο «Ελληνικός Συναγερμός» παίρνει την κυβερνητική εξουσία και αρχίζει η διακυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου. Αντίστοιχα, το δεύτερο μέρος της εργασίας περιλαμβάνει την κριτική μου στις εκτιμήσεις του Λιναρδάτου για το κομμουνιστικό κίνημα, οι οποίες εμπεριέχονται στο Β΄ τόμο του παραπάνω έργου του, δηλ. αναφέρεται σε όσα συνέβησαν από το τέλος του 1952 ως και το 1957. Πρόκειται για την εποχή κατά την οποία συντελούνται πολύ σημαντικές εξελίξεις στο διεθνές και στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, εξελίξεις που αλλάζουν ριζικά την έως τότε πορεία του. Ακολουθεί ο επίλογος και μια ενδεικτική βιβλιογραφία για τα θέματα που πραγματεύομαι στη μελέτη μου. Από τον Αύγουστο του 2012 έως σήμερα προχώρησα παράλληλα με την επεξεργασία του κειμένου και στη δημοσίευσή του -με τη μορφή του ιστορικού αναγνώσματος σε συνέχειες- στην αγωνιστική ιστοσελίδα «Ελεύθερο Βήμα Πολιτώνwww.sispirosi.gr» της Σκιάθου, όπου ζω και εργάζομαι τα τελευταία 8 χρόνια. Αφιερώνω την εργασία μου αυτή σε όλους τους συνεπείς αγωνιστές του εργατολαϊκού μας κινήματος, ανεξάρτητα από το πολιτικό σχήμα στο οποίο ανήκουν, 3


στους συναδέλφους και συναγωνιστές μου του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών. Πρωτίστως, όμως, αφιερώνω τούτη τη μελέτη στη μνήμη του Κώστα Παπακωνσταντίνου, του πατέρα μου, που τον χάσαμε από κοντά μας το Μάρτη του 2013. Ο πατέρας μου, αν και δεν ήταν κομμουνιστής, πάντα αντιμετώπιζε με μεγάλο ενδιαφέρον και προβληματισμό όλα αυτά τα γεγονότα, για τα οποία γίνεται λόγος παρακάτω, και αναζητούσε τις αιτίες που οδήγησαν στη σημερινή πολύ δύσκολη θέση, τόσο το ελληνικό και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, όσο και ολόκληρη την εργατική τάξη και τους Λαούς του κόσμου. Αν ζούσε και προλάβαινε να διαβάσει το κείμενό μου αυτό, πιστεύω ότι θα έβρισκε κάποιες επαρκείς απαντήσεις στις απορίες και στους προβληματισμούς του για τα θέματα που εδώ έχω αγγίξει, καθώς σε πολλά παρόμοια ζητήματα συχνά επηρεαζόταν, όπως και χιλιάδες ακόμα άνθρωποι του Λαού μας, από απόψεις σαν αυτές τις οποίες είχε προωθήσει ο Σπύρος Λιναρδάτος στο έργο του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» και στις οποίες ασκώ την κριτική μου… Δεν πρόλαβε, όμως. Η ζωή αποφάσισε αλλιώς… Ας σταθεί, τουλάχιστον, τούτη η μελέτη μια αφορμή κι ένα ερέθισμα, ώστε οι νέοι άνθρωποι, που έτυχε ή που θα τύχει να τη διαβάσουν, να ασχοληθούν πολύ πιο σοβαρά και συστηματικά με την ιστορία της πατρίδας μας και του κόσμου ολάκερου. Και, κυρίως, ας γίνουν -μέσα από την ιστορική γνώση- συνειδητοί αγωνιστές της Λευτεριάς και της Κοινωνικής Προόδου. Ν.Π. Μάης του 2013

4


Εισαγωγή Το ζήτημα της «αντικειμενικότητας» στην παρουσίαση και ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων μιας εποχής είναι πάντα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ιστορικής επιστήμης. Γιατί τα μεν ιστορικά γεγονότα, ως συμβάντα καταγεγραμμένα, είναι δεδομένα και -τις περισσότερες φορές- αδιαμφισβήτητα, ωστόσο, όμως, η ερμηνεία τους και η κριτική αποτίμηση των ιστορικών προσωπικοτήτων που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτά, είναι - ούτως ή άλλως- μια δύσκολη και πολυσύνθετη υπόθεση. Εξαρτάται, ως έναν ορισμένο βαθμό από την ίδια την προσωπικότητα του ανθρώπου ο οποίος εξιστορεί, από την αντιληπτική, την κριτική αλλά και την αναλυτική του ικανότητα. Σ’ έναν άλλο βαθμό εξαρτάται και από το βάθος της γνώσης του ιστορικού για τα γεγονότα της εποχής στην οποία αναφέρεται, από τη σφαιρική ολόπλευρη γνώση των ιστορικών πηγών, τις οποίες πρέπει να χρησιμοποιήσει, για να γράψει σχετικά με τα πρόσωπα και τα έργα τους. Μια άλλη παράμετρος του ίδιου αυτού ζητήματος αποτελεί και η χρονική αποστασιοποίηση ή όχι του ιστορικού μας αναλυτή από τα εξιστορούμενα γεγονότα, αν δηλαδή αυτός ο ίδιος έχει λάβει μέρος προσωπικά στα γεγονότα που εξιστορεί και αναλύει. Όπως πολύ καλά καταλαβαίνουμε, στην περίπτωση της ανάμειξης και του ίδιου του ιστορικού συγγραφέα στα γεγονότα έχει πολύ μεγάλη σημασία ο τρόπος με τον οποίο θα τα χειριστεί στο έργο του, αν δηλαδή οι προσωπικές του αντιλήψεις -για πρόσωπα και πράγματα- θα βλάψουν την «αντικειμενικότητά» του, αν οι προθέσεις του απέναντι σε πρόσωπα και γεγονότα συγκαλύψουν ή όχι την ιστορική αλήθεια κάτω από μια κρούστα σκόπιμης διαστρέβλωσης, εμπάθειας και συκοφαντίας εναντίον των αντιπάλων ή, παράλληλα, και μιας υποκειμενικής απολογητικής στάσης υπέρ των επιλογών του ίδιου του εξιστορούντος, επιλογών οι οποίες έγιναν τότε που «έβραζε το καζάνι» των γεγονότων. Αν κυριαρχήσει η εμπάθεια ή η απολογητική διάθεση ή και τα δυο μαζί, τότε δεν είναι καθόλου δύσκολο την ιστορική αλήθεια να αντικαταστήσει το σκόπιμο ψέμα, ο «ιστορικός μύθος» και η διαστρέβλωση. Αν, αντιθέτως, κυριαρχήσει η πρόθεση μιας ψύχραιμης και χωρίς προσωπικές σκοπιμότητες παρουσίασης και ερμηνείας των γεγονότων, τότε μπορεί η βαθιά γνώση της εποχής από τον άνθρωπο που εξιστορεί, να βοηθήσει αποφασιστικά στην καταγραφή και αποτίμηση της ιστορικής αλήθειας. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, το κυριότερο στοιχείο, το οποίο συμβάλλει αποφασιστικά στην κατά το δυνατόν «αντικειμενικότερη» εξιστόρηση και ερμηνεία των γεγονότων από τον ιστορικό είναι οι κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις πάνω στις 5


οποίες στηρίζει την προσέγγισή του στα ιστορικά γεγονότα και βεβαίως η κοινωνική – ταξική σκοπιά από την οποία αντιμετωπίζει το ιστορικό γίγνεσθαι. Ο ιστορικός, είτε είναι ακαδημαϊκός επιστήμονας, είτε δημοσιογράφος-ιστορικός ερευνητής, είτε ακόμα και απλός απομνημονευματογράφος, δεν είναι κοινωνικά και ταξικά ουδέτερος και ούτε θα μπορούσε να ήταν τέτοιος σε μια κοινωνία βαθύτατα ταξική, βαθύτατα διαιρεμένη σε αντιμαχόμενα κοινωνικά συμφέροντα, σε μια κοινωνία όπου, ουσιαστικά, ιστορία δεν είναι απλώς η διαπάλη των ξεχωριστών προσωπικοτήτων ή των αφηρημένων πολιτικών-φιλοσοφικών αντιλήψεων του κάθε ηγέτη έναντι των αντιστοίχων κάποιου αντιπάλου του, αλλά πάνω απ’ όλα ιστορία είναι η διαρκής και αδιάκοπη πάλη των κοινωνικών τάξεων σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό-φιλοσοφικό. Στην καπιταλιστική κοινωνία, όπου ζούμε, είναι σαφέστατη η διαρκής διαμάχη της εκμεταλλεύτριας και κυρίαρχης τάξης των κεφαλαιοκρατών με την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα κοινωνικά στρώματα, τα οποία υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Οι κεφαλαιοκράτες, αν και ασήμαντη ουσιαστικά κοινωνική μειοψηφία, διαθέτουν όλα εκείνα τα όπλα και τους μηχανισμούς που τους παρέχει η εξουσία τους, για να διατηρήσουν αυτή την εξουσία, δηλαδή τις σχέσεις εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους. Αντίθετα, οι εργάτες και οι άλλοι εργαζόμενοι, αντικειμενικά, παλεύουν σε πρώτο επίπεδο για τον μετριασμό της εκμετάλλευσής τους από τα αφεντικά της κοινωνίας και, ταυτόχρονα, θέτουν ως στρατηγικό τους στόχο την επαναστατική αλλαγή αυτής της κοινωνίας, την κατάργηση κάθε καταπίεσης και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την απελευθέρωση και την κομμουνιστική (=κοινοχτημονική) ανασυγκρότηση ολόκληρης της ανθρώπινης ζωής στον πλανήτη μας. Αυτή η κυρίαρχη αντίθεση σημαδεύει την ταξική πάλη στους τελευταίους δυο αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας και φτάνει από το 19 ο αιώνα ως σήμερα. Αυτή δίνει το κύριο στίγμα της νεότερης ιστορίας. Ταυτόχρονα, το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο από τις αρχές του 20 ου αιώνα και τα αποτελέσματα αυτού του γεγονότος (το πέρασμα της ανθρωπότητας στο στάδιο των σοσιαλιστικών και εθνικοαπελευθερωτικών-αντιαποικιακών επαναστάσεων, η όξυνση σε τεράστιο βαθμό όλων των αντιθέσεων και αντιφάσεων του καπιταλισμού, οι αλλεπάλληλες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις και καταστροφές των παραγωγικών δυνάμεων, οι δυο παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, η δημιουργία και προσωρινή υποχώρηση του νέου σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κοινωνικού καθεστώτος στο 1/5 της υφηλίου και η διαρκής σύγκρουσή καπιταλισμού-σοσιαλισμού, οι ψυχροί και θερμοί περιφερειακοί πόλεμοι, αλλά και οι εμφύλιοι πόλεμοι κάθε μορφής κλπ.) χαρακτηρίζουν -ή μάλλον σφραγίζουν ανεξίτηλα- τον 20ο αιώνα. 6


Ο σύγχρονός μας ιστορικός αναλυτής -εκ των πραγμάτων- θα ανήκει κοινωνικάταξικά, άρα και πολιτικά-ιδεολογικά, είτε στο στρατόπεδο των δυνάμεων της κοινωνικής προόδου, της επανάστασης και της απελευθέρωσης των λαών, είτε στο στρατόπεδο της κοινωνικής συντήρησης, της αντίδρασης απέναντι σε οτιδήποτε απειλεί την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική εκμεταλλευτική εξουσία. Δεν υπάρχουν εδώ «ουδέτεροι, αταξικοί παρατηρητές, ουδέτεροι επιστήμονες»! Δεν υπάρχει «αταξική επιστήμη» ούτε βέβαια «αταξική -ουδέτερη ιστορική επιστήμη». Η αστική ιστοριογραφία είναι -ούτως ή άλλως- στρατευμένη στο πλευρό της κυρίαρχης τάξης των καπιταλιστών. Προσπαθεί με όπλο της τον αντιδραστικό μεταφυσικό ιδεαλισμό να δικαιολογήσει τη σημερινή «κοινωνική τάξη πραγμάτων» ως τη μόνη «λογική», τη μόνη δυνατή, …αιώνια και αξεπέραστη. Προσπαθεί να σπείρει μέσα στις ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες την ιδέα ότι οι κοινωνικές μεταβολές και επαναστάσεις είναι πράγματα επικίνδυνα, ότι δήθεν ο σοσιαλισμός είναι μύθος και ουτοπία, ότι η πορεία του εργατικού κινήματος προς τον κομμουνισμό είναι μια …ανελεύθερη και εγκληματική υπόθεση και άλλα παρόμοια. Από την άποψη αυτή, η αστική ιστοριογραφία, όπως και η αστική επιστήμη στο σύνολό της, είναι μια πλήρως αντιδραστική υπόθεση στην εποχή μας. Είναι πέρα ως πέρα, απολογητική του εκμεταλλευτικού και σκουριασμένου κοινωνικού μας καθεστώτος και -εκ της θέσεως και της αποστολής της- είναι η βάση για την κατασκευή «ιστορικών μυθευμάτων», πλαστογραφιών και διαστρεβλώσεων ενάντια σε κάθε παράγοντα κοινωνικής προόδου και πραγματικής κοινωνικής αναμόρφωσης. (Κάνουν, με τον τρόπο τους, οι αστοί ιστοριογράφοι ό,τι ακριβώς έκαναν και οι …μεσαιωνικοί χρονογράφοι-υπηρέτες του εκάστοτε κυρίαρχου αυτοκράτορα του Βυζαντίου ή του Πάπα της Ρώμης ή γενικά του κάθε κυρίαρχου εκκλησιαστικού δόγματος έναντι των αντιπάλων τους…). Η δημιουργία «ιστορικών μύθων» και διαστρεβλώσεων είναι άλλη μια απόδειξη της αλλοτρίωσης, στην οποία οδηγεί την ανθρώπινη ζωή η κυριαρχία της εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους! Επομένως, εκ των πραγμάτων, συμφέρον να παρουσιάσει -όσο γίνεται περισσότερο- αντικειμενικά και να ξεπεράσει λάθη που οφείλονται σε άγνοια και υπερβολές ή ανακρίβειες, προερχόμενες από κάποια εσφαλμένη αρχικήεπιφανειακή αποτίμηση των γεγονότων και των προσωπικοτήτων, έχει σήμερα μόνο η ιστορική επιστήμη η οποία τάσσεται στο πλευρό της εργατικής τάξης και των λαών και μάχεται μαζί τους για την κοινωνική απελευθέρωση. Η ιστορική επιστήμη που αγωνίζεται για να δώσει το όπλο της ιστορικής γνώσης στις τεράστιες μάζες της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων δεν έχει έτσι ή αλλιώς την παραμικρή ανάγκη να κατασκευάσει «ιστορικούς μύθους» ή να 7


διαστρεβλώσει τα γεγονότα. Αναδεικνύει τα γεγονότα και ερευνά βαθιά τα αίτιά τους, ώστε οι Λαοί του κόσμου να αποκομίσουν την αναγκαία πείρα, τα αναγκαία συμπεράσματα και να δώσουν στους αγώνες τους νικηφόρα κατεύθυνση. Στους μαχητές της κοινωνικής προόδου, σ’ αυτούς που ο αγώνας τους αφορά, σε τελική ανάλυση, την απελευθέρωση ολόκληρης της ανθρωπότητας, ταιριάζει μόνο η αλήθεια. Δεν έχουν κανένα όφελος, έστω και από τον παραμικρό «κόκκο» ιστορικής απάτης! Για την προοδευτική ιστορική επιστήμη της εποχής μας όπλο ακαταμάχητο της ιστορικής ανάλυσης είναι η κοσμοθεωρία του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, την οποία -στις γενικές αρχές της διατύπωσαν- οι κλασικοί θεωρητικοί του Μαρξισμού-Λενινισμού. Φυσικά, από κει και πέρα η εφαρμογή στην πράξη με συνέπεια και δημιουργικόεπιστημονικό τρόπο των γενικών επιστημονικών αρχών του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού στην ερμηνεία και αποτίμηση συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων είναι μια εξίσου πολυσύνθετη υπόθεση και ένα διαρκές ζητούμενο για τον κάθε προοδευτικό ιστορικό. Και δεν είναι βεβαίως δοσμένη μια για πάντα η πραγματικά επιστημονική εφαρμογή των αρχών του διαλεκτικού-ιστορικού υλισμού στο έργο του κάθε ανάλογου επιστήμονα, ερευνητή και αναλυτή! Αντιθέτως, είναι κάτι το διαρκώς επιδιωκόμενο και διαρκώς ελεγχόμενο στην πράξη!! Μπορεί, αλήθεια, ένας ιστορικός ερευνητής ή αναλυτής που ξεκινά με αφετηρία του το μαρξισμό, τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, να πέσει σε ιστορικά λάθη, σε δημιουργία ψευδών εντυπώσεων; Αναμφισβήτητα ναι, και μάλιστα για πολλούς και διαφόρους λόγους. Είτε επειδή δεν γνωρίζει πώς να αφομοιώσει και να εφαρμόσει δημιουργικά τις επιστημονικές του αρχές στην ανάλυση των ιστορικών γεγονότων που τον απασχολούν, κι έτσι ξεπέφτει σε έναν ρηχό και δογματικό τρόπο προσέγγισης, ο οποίος δεν μπορεί να αναλύσει αποτελεσματικά την ιστορία, είτε επειδή παρασύρεται σε μια υποκειμενική θεώρηση προσώπων και πραγμάτων και έτσι «λησμονεί» τις αρχές του, είτε επειδή, υπό την επίδραση της αστικής- αντιδραστικής ιστορικής αντίληψης, νοθεύει και διαστρεβλώνει τις ίδιες τις αρχές του ιστορικού υλισμού! Τότε αυτές τις αρχές τις επικαλείται μεν στα λόγια, αλλά τις προδίδει και τις εγκαταλείπει στην πράξη… Και ακόμα χειρότερο είναι το αποτέλεσμα, όταν ο ιστορικός αυτός, που ξεκίνησε ως μαρξιστής και ως επαναστάτης, καθ’ οδόν εγκατέλειψε σκόπιμα αυτές τις αρχές, για να προσχωρήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο και να ταχτεί κι αυτός με τον τρόπο του στην υπηρεσία της αστικής τάξης!! Κι εδώ που τα λέμε, σήμερα είναι γεμάτος ο τόπος από παραδείγματα τέτοιων «πρώην μαρξιστών ιστορικών», οι 8


οποίοι, ακολουθώντας το αντιδραστικό κυρίαρχο ρεύμα των τελευταίων δεκαετιών, μετατράπηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο «βαρύ πυροβολικό» της κοινωνικής αντίδρασης! Βλέπετε, οι άνθρωποι αυτοί κρίθηκαν χρήσιμοι για το ρόλο τους αυτό από τις κυρίαρχες δυνάμεις του καπιταλισμού, αφού διέθεταν επί ικανό χρονικό διάστημα τη στολή της… «παραλλαγής», το καμουφλάζ του «κομμουνιστή» και γενικά του «προοδευτικού» επιστήμονα, ερευνητή και κοινωνικού παράγοντα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις των σκόπιμων …«αποστατών» η πορεία τους εμπεριέχει πάντα ένα κοινό στοιχείο: αυτοί εγκατέλειψαν σταδιακά τον μαρξισμόλενινισμό και πέρασαν στο αστικό στρατόπεδο, αφού πρώτα για ένα χρονικό διάστημα «μαθήτεψαν» σε κάποιο μικροαστικό ρεύμα διαστρέβλωσης του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού! Πρώτα φόρεσαν τη μάσκα του … «ανανεωτή» και του «πραγματικά δημιουργικού και αντιδογματικού μαρξιστή» και έπειτα διέκοψαν και τυπικά κάθε σχέση με τον μαρξισμό!! Υπηρέτησαν, δηλαδή, την αστική τάξη μέσα από το ρεύμα που ονομάζεται «αναθεωρητισμός» και «οπορτουνισμός»(= εγκατάλειψη των αρχών του μαρξισμού και καιροσκοπισμός), τόσο όσο χρειάστηκε για να αποχτήσουν ή να διατηρήσουν την έξωθεν … «καλή μαρτυρία» στους αφελείς, αμαθείς ή και καλοπροαίρετους ανθρώπους της εργατικής τάξης και του λαού, που έπρεπε να εξακολουθούν να τους θεωρούν «κομμουνιστές» ιστορικούς και γενικά ανθρώπους του προοδευτικού κοινωνικού στρατοπέδου. Ύστερα, στην επόμενη ιστορική καμπή, τα προσωπεία έπεσαν και τα πράγματα πήραν το …φυσιολογικό τους δρόμο για το αντιδραστικό στρατόπεδο! Άλλη μια απόδειξη κι αυτή εδώ η κατάντια τους για τη δύναμη που έχει η κυρίαρχη εκμεταλλευτική τάξη πραγμάτων να αλλοτριώνει ακόμα κι αυτούς που κάποτε στάθηκαν απέναντί της με σκοπό να την ξεσκεπάσουν και να την πολεμήσουν… Δεν θα εξετάσουμε εδώ αν στο πέρασμα αυτό των «πρώην μαρξιστών ιστορικών» στο στρατόπεδο της αστικής τάξης έπαιξαν ρόλο λόγοι άγνοιας και στενοκεφαλιάς, ή προσωπικοί λόγοι δυσαρέσκειας για πρόσωπα και πράγματα στο επαναστατικό στρατόπεδο ή οι διαψευσμένες προσδοκίες τους σε προσωπικό επίπεδο ή οι αρχικά καλές τους προθέσεις και οι αυταπάτες, ότι πάνε να βοηθήσουν την υπόθεση της προόδου και του σοσιαλισμού, ή αν –αντίθετα- υπήρξε εξαρχής ή καθ’ οδόν μια σκόπιμη «εξαγορά» τους από το αστικό καθεστώς ∙ δεν είναι εδώ σκοπός μας να κάνουμε ψυχολογική ερμηνεία ή δίκη των προθέσεων κανενός. Για μας εδώ μετρά το τελικό αποτέλεσμα κι αυτό είναι που πρέπει να μας ενδιαφέρει. Όταν, επομένως, ασκούμε από μαρξιστική σκοπιά την αμείλικτη πρέπουσα κριτική μας σε τέτοιους ιστορικούς αναλυτές, που άλλαξαν στρατόπεδο και διαστρέβλωσαν την ιστορική αλήθεια, δεν το κάνουμε για να αντιπαρατεθούμε μαζί τους σε 9


προσωπικό επίπεδο, αλλά μόνο και μόνο για να ξεκαθαρίσουμε την αλήθεια από τον μύθο, την «ήρα» από το «στάρι»! Γιατί πρέπει να δούμε και να ερμηνεύσουμε το λάθος ή τη σκόπιμη διαστρέβλωση, να βρούμε τις αιτίες τους, να δούμε τις συνέπειές του, έτσι ώστε να μην ξαναπέσουμε στην ίδια παγίδα με αυτόν που κάποτε διέπραξε το οποιοδήποτε παρόμοιο ατόπημα. Όλες αυτές τις σκέψεις μας τις διατυπώσαμε με αφορμή τη μελέτη και την κριτική αποτίμηση ενός κορυφαίου, κατά τη γνώμη μας, ιστορικού συγγράμματος, σχετικού με τα καυτά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας, το οποίο θα μας απασχολήσει αναλυτικά πιο κάτω. Πρόκειται για το εμβληματικό ιστορικό έργο του δημοσιογράφου και ιστορικού ερευνητή Σπύρου Λιναρδάτου με τον τίτλο «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1977 από τις εκδόσεις «Παπαζήση» και επανεκδόθηκε πρόσφατα σε 4 τόμους από την εφημερίδα «Το Βήμα», το 2009, στη σειρά «Ο 20 ος αιώνας βήμα προς βήμα». Πρόκειται για ένα πολύτιμο σε αξία -από την άποψη του πλήθους των πληροφοριών αλλά και πολλών αναλύσεων και αποτιμήσεων που μας παρέχει για την τόσο περίπλοκη και θυελλώδη εποχή του 1950-1967- ιστορικό σύγγραμμα. Αποτελεί μια δεδομένη ιστορική πηγή αναφοράς για όποιον μελετά αυτή την εποχή. Είναι γραμμένο από έναν πολύ αξιόλογο δημοσιογράφο και ιστορικό ερευνητή, ο οποίος έπαιξε ενεργό ρόλο στα γεγονότα αυτά και μάλιστα από κρίσιμες, κομβικές θα λέγαμε, θέσεις στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας εκείνους τους καιρούς, τους τόσο κοντινούς, αλλά συνάμα και τόσο «απόμακρους» και εντελώς άγνωστους σε πάρα πολλούς από τους νέους ανθρώπους της εποχής μας. Όπως μας πληροφορεί και το εξώφυλλο της έκδοσης του έργου από «Το Βήμαβιβλιοθήκη», ο Σπύρος Λιναρδάτος (1923-2004) από τα φοιτητικά του χρόνια στη Νομική σχολή της Αθήνας πήρε μέρος ενεργά στην Αντίσταση εναντίον των Γερμανών κατακτητών από τις γραμμές της Ομοσπονδίας των Κομμουνιστικών Νεολαιών της Ελλάδας (ΟΚΝΕ) και αμέσως μετά από τις γραμμές της θρυλικής νεολαίας του ΕΑΜ, της ηρωικής και μοναδικής για τον επικό της αγώνα Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ). Εκτοπίστηκε από τους Γερμανούς στη Χαλκίδα και αργότερα, ενώ ήδη ήταν δημοσιογράφος του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» εξορίστηκε (φυσικά για τους αγώνες και τις κομμουνιστικές του ιδέες) από το μοναρχοφασιστικό εμφυλιακό και μετεμφυλιακό ελληνικό αστικό κράτος, από το 1948 ως το 1952. Εργάστηκε ξανά ως δημοσιογράφος στην «ΑΥΓΗ» που κυκλοφόρησε μετά το 1952. Αργότερα, από το 1961 ως το 1968 που διασπάστηκε το ΚΚΕ, ο Λιναρδάτος διετέλεσε αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής και ταυτόχρονα 10


μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, μέσα από την οποία δρούσαν οι δυνάμεις του παράνομου τότε ΚΚΕ από το 1952 ως το 1967. Η χούντα των μαύρων συνταγματαρχών εξορίζει ξανά τον Σπύρο Λιναρδάτο από το 1967 ως το 1970. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ο ιστορικός ερευνητής, του οποίου το έργο μάς έδωσε αφορμή για τούτη τη μελέτη, έζησε πολύ έντονα και άμεσα τα γεγονότα της εποχής που μας περιγράφει. Ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ σε μια εποχή μεγάλων και πολύ ραγδαίων εξελίξεων τόσο στο εσωτερικό της χώρας μας όσο και διεθνώς. Η Αντίσταση, η επέμβαση των Άγγλων ιμπεριαλιστών, ο Δεκέμβρης και η Βάρκιζα, η λευκή τρομοκρατία του μοναρχοφασισμού, η αμερικάνικη επέμβαση με το «Δόγμα του Τρούμαν» και το «Σχέδιο του Μάρσαλ», οι φυλακές, οι εξορίες και οι εκτελέσεις, ο εμφύλιος πόλεμος, η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και στη συνέχεια το μετεμφυλιακό κρατικό καθεστώς των συνεχών διώξεων του αριστερού κόσμου, με την κομμουνιστική δράση στην παρανομία για σχεδόν τρεις δεκαετίες…, όλα αυτά είναι σημαντικότατα ιστορικά γεγονότα που ο Σπύρος Λιναρδάτος τα έζησε στο πετσί του… Όπως, επίσης, έζησε πολύ έντονα και θέλησε να μας αφηγηθεί αναλυτικά ολόκληρη τη μετεμφυλιακή ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού υπό την ηγεσία του Κέντρου και της Δεξιάς, του Σοφοκλή Βενιζέλου, του Νικολάου Πλαστήρα, του Αλέξανδρου Παπάγου, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Παπανδρέου, των «αποστατών»… ως και την 21 η Απριλίου του 1967 που το στρατιωτικό πραξικόπημα διέκοψε την κοινοβουλευτική διαχείριση του συστήματος, για να τη συνεχίσει υπό καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας ως το 1974. Ταυτόχρονα, ο Λιναρδάτος βίωσε όλες τις εσωτερικές αστικές πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής, την έξαρση του Κυπριακού ζητήματος που τις όξυνε ακόμα περισσότερο και την εμπλοκή του ίδιου του Κυπριακού στη δίνη των διεθνών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Έτσι, λοιπόν, είχε άφθονο ιστορικό υλικό στη διάθεσή του να διαχειριστεί, να παρουσιάσει και να ερμηνεύσει σ’ ένα τέτοιο πολύτομο ιστορικό σύγγραμμα, που εξιστορεί σχεδόν 18 χρόνια ∙ χρόνια πολυτάραχα και γεμάτα από ιστορικές καμπές. Ο ελληνικός καπιταλισμός στις αρχές της δεκαετίας του 1950, αφού κυριολεκτικά τον γλίτωσαν οι ξένοι επικυρίαρχοί του από «του χάρου τα δόντια», προσπαθεί με κάθε τρόπο να «ανασυγκροτηθεί» και να επιβάλει αδιατάρακτη την εξουσία της αστικής τάξης, και μάλιστα αυτής που βγήκε στην επιφάνεια μέσα από το …πλιάτσικο που έγινε πάνω στο πτώμα του εργαζόμενου ελληνικού λαού, στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου. Η ντόπια αστική τάξη με σημαία της τον αντικομμουνισμό, τον θρόνο και την αμερικανοκρατία προσπαθεί να αναβαθμίσει τη θέση της και να συσσωρεύσει νέο 11


πλούτο από την «ειρηνική» καθημερινή εκμετάλλευση, καταπίεση και συστηματική χειραγώγηση (μέχρις αποβλάκωσης!) του ελληνικού λαού! Δρα μέσα σε μια διαρκή πολιτική διαμάχη των ίδιων των μερίδων που την αποτελούν, για τη «μοιρασιά της λείας», αλλά πάνω απ’ όλα σε μια διαρκή σύγκρουση με το συνειδητό τμήμα της εργατικής τάξης και του λαού μας, το οποίο -παρά τη στρατιωτική ήττα του 1949 και τη βαριά παρανομία των επόμενων χρόνων- εξακολουθεί να παλεύει με κάθε πρόσφορο πολιτικό μέσο για να ανασυγκροτηθεί, να οργανώσει και να καθοδηγήσει τους αυθόρμητους αγώνες των μαζών, μέσα σε μύρια όσα εμπόδια και δυσκολίες. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον το ίδιο έντονο και πολυτάραχο. Ο διεθνής ιμπεριαλισμός, που μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπει την επικράτειά του να συρρικνώνεται, προσπαθεί με κάθε μέσο να φρενάρει και να υπονομεύσει το διεθνές πλέον σοσιαλιστικό σύστημα. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός γίνεται το μεγάλο αφεντικό του καπιταλισμού και επεμβαίνει οικονομικά στην Ευρώπη. Δανείζει αφειδώς τις αστικές τάξεις της Δύσης για να ξαναστήσουν το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο στα πόδια του, και μάλιστα με μια -κατά το δυνατόν- απαστράπτουσα «κοινωνική βιτρίνα». Οι ΗΠΑ εξαπολύουν το λεγόμενο «Ψυχρό Πόλεμο» για να σύρουν τη Σοβιετική Ένωση και τις νεογέννητες λαϊκές δημοκρατίες στην αιμορραγία ενός διαρκούς κυνηγητού των εξοπλισμών, εξαπολύουν τον πόλεμο της Κορέας για να μη χάσουν ολότελα τον έλεγχο της Άπω Ανατολής, σπέρνουν παντού στον καπιταλιστικό κόσμο βάσεις και πυρηνικά όπλα και συγκροτούν το στρατιωτικό βραχίονα του ΝΑΤΟ, για να ελέγχουν στρατιωτικά συμμάχους και αντιπάλους. Εξαπολύουν μια σειρά βρώμικων περιφερειακών πολέμων, στρατιωτικών πραξικοπημάτων και ένοπλων επεμβάσεων όπου νομίζουν ότι μπορούν να επέμβουν ατιμώρητα και να επιβάλλουν την κυριαρχία μέσω των όπλων και των εγκάθετων λακέδων τους (Άγιος Δομίνικος, Γουατεμάλα, Κόλπος των Χοίρων, Βιετνάμ…). Την ίδια στιγμή το λαϊκό και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα διεθνώς αντεπιτίθεται. Εκμεταλλεύεται την ύπαρξη του σοσιαλιστικού κοινωνικού συστήματος, κερδίζει μια σειρά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα στη Δύση, σπάζει το κέλυφος της αποικιοκρατίας στην Ασία και στην Αφρική. Πετυχαίνει μεγαλειώδεις νίκες στην Κούβα και στο Βιετνάμ. Την ίδια, όμως, χρονική περίοδο η πρωτοπορία αυτού του κινήματος, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σειρά νέα, πρωτοφανέρωτα προβλήματα ανάπτυξης και στρατηγικής, τα οποία τελικά, εξαιτίας της κυριαρχίας του δεξιού οπορτουνισμού και αναθεωρητισμού στις γραμμές του θα του στοιχίσουν μια μεγάλη διάσπαση, μια εξίσου μεγάλη πολιτική και οικονομική οπισθοχώρηση προς τις μεθόδους της αγοράς και ένα ανεπίτρεπτο φρενάρισμα της περαιτέρω 12


κοινωνικοποίησης και πορείας των σοσιαλιστικών χωρών προς το Σοσιαλισμό και τον Κομμουνισμό… Πρώτα έρχεται ο τιτοϊκός «γιουγκοσλαβικός δρόμος», έπειτα ακολουθεί το 20 ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και η ανατροπή της ως τότε γενικής πολιτικής γραμμής του κομμουνιστικού κινήματος, που πήρε τον τίτλο «αποσταλινοποίηση». Ακολουθούν οι επεμβάσεις και παρεμβάσεις της νέας σοβιετικής ηγετικής ομάδας και των συμμάχων της στο εσωτερικό πολλών ΚΚ, για να αλλάξουν τη γραμμή τους. Ξεσπά η «ειρηνική» αντεπανάσταση στην Πολωνία και η ανοιχτή και ένοπλη στην Ουγγαρία, επισπεύδεται η εισαγωγή καπιταλιστικών-αγοραίων μεθόδων στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη. Επέρχεται η βαθιά ιδεολογική και πολιτική ρήξη μεταξύ ΕΣΣΔ-Λαϊκής Κίνας, η ευρωκομμουνιστική ρεφορμιστική πορεία των ΚΚ της Δύσης και η μετέπειτα ρήξη τους με το ΚΚΣΕ… Όλος αυτός ο καταιγισμός των γεγονότων σημάδεψε ανεξίτηλα και την ιστορική διαδρομή του ΚΚΕ, αλλά και του Σπύρου Λιναρδάτου. Πόσο μάλλον που οι μεγάλες αντιθέσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα αντανακλώνται εντονότατα πάνω σε ένα ΚΚΕ που αντιμετωπίζει σοβαρότατα εσωτερικά προβλήματα και μιαν ανοιχτή διαπάλη γραμμών σχετικά με τη δική του ήττα στα χρόνια που προηγήθηκαν… Εκείνη ακριβώς την εποχή διαμορφώθηκε και ο ελληνικός δεξιός αναθεωρητισμός, ως τμήμα του αντίστοιχου διεθνούς ρεύματος που κυριάρχησε. Πρώτα εμφανίστηκε με τη «χρουστσιοφική» και «φιλοσοβιετική» του μορφή και κατόπιν απέκτησε και την «ευρωκομμουνιστική» και «αντισοβιετική» του συνιστώσα. Ο ελληνικός αναθεωρητισμός (αρχικά με ενιαία μορφή) επιβλήθηκε και κυριάρχησε στο ΚΚΕ, αλλά μόνο μετά από ανοιχτή και απροκάλυπτη ξένη επέμβαση 6 φιλικών προς την ηγεσία του Χρουστσιόφ ανατολικοευρωπαϊκών ΚΚ, μετά το 1956. Εκμεταλλεύτηκε, φυσικά, μια σειρά από σοβαρά σφάλματα και αντιφάσεις που σημάδεψαν την πορεία της μέχρι τότε ηγεσίας του κόμματος και την ανέτρεψε με την υπόσχεση ότι θα διορθώσει τα «κακώς κείμενα»… Από κει κι έπειτα, τόσο η πορεία του ΚΚΕ, όσο και η αντίστοιχη της ΕΔΑ, ακολουθούν έναν δρόμο ολοένα και πιο «μεταρρυθμιστικό», συμβιβαστικό και ευεπίφορο στις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης, που οπωσδήποτε δεν έχει κι άδικο, από τη σκοπιά της, να θέλει την Αριστερά ελεγχόμενη μέσα στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Την πολιτική αυτή εφαρμόζουν όλες οι ηγετικές ομάδες που καθοδηγούν το ΚΚΕ ως και το 1968. Επομένως, το ίδιο έκανε και αυτή η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ στην οποία ανήκε και ο Σπύρος Λιναρδάτος, ο οποίος έτσι εντάσσεται αναπόφευκτα στο ρεύμα του 13


γενικότερου αυτού δεξιού ελληνικού αναθεωρητισμού, όσο παραμένει στέλεχος του κόμματος. Η διάσπαση του 1968 απομάκρυνε οριστικά τον Σπύρο Λιναρδάτο από το ΚΚΕ, αφού προφανώς αυτός ήδη είχε ταυτιστεί με τις πιο δεξιές αναθεωρητικές αντιλήψεις για το ρόλο και την οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος. Στο έργο του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» είναι μάλιστα ολοφάνερη η προσχώρηση του Σπύρου Λιναρδάτου σε μια σειρά αντιλήψεων που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον επαναστατικό μαρξισμό. Οι αντιλήψεις του αυτές δεν περιορίζονται καθόλου σε μια απλή «κριτική αποτίμηση» της πορείας του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, με σκοπό να οξύνουν την επαναστατική του αιχμή. Αντίθετα, αυτές εξολοκλήρου κινούνται στη γραμμή της ένταξης του κομμουνιστικού κινήματος, όχι στην πρωτοπορία της επανάστασης, αλλά στην «ομαλή, δημοκρατική και υπεύθυνη» κοινοβουλευτική διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος! Ταυτόχρονα, οι θέσεις του Λιναρδάτου για τον ίδιο το σοσιαλισμό στο έργο του αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να μας πείσει ότι θα έπρεπε το σοσιαλιστικό σύστημα να υιοθετήσει πλήρως, το ταχύτερο δυνατόν, όλες τις αστικές αντιλήψεις για την οικονομία και την πολιτική διαχείριση και ότι τα προβλήματα και οι αποτυχίες οφείλονται στο ότι δεν έσπευσε να κάνει κάτι τέτοιο από την πρώτη στιγμή!!! … Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο Σπύρος Λιναρδάτος σταδιακά μεν, αλλά σίγουρα πλήρως και ανεπιστρεπτί όταν έδινε την τελική μορφή στο βιβλίο του είχε ξεκάθαρα εγκαταλείψει τον ιστορικό υλισμό και είχε σαφέστατα προσχωρήσει στη γραμμή της αστικής τάξης! Γι’ αυτό μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι το πολύτομο (και κατά τα λοιπά πολύτιμο!) ιστορικό του έργο «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» είναι ένα από τα κυριότερα «κανάλια» μέσα από τα οποία διοχετεύθηκαν στην Ελλάδα μια ολόκληρη σειρά από ιστορικούς «μύθους» και διαστρεβλώσεις σχετικά: α) με την πολιτική του ΚΚΕ ως το 1956 και το ρόλο του Νίκου Ζαχαριάδη και β) σχετικά με την πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και το ρόλο του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν. Ο Λιναρδάτος, όπως θα γίνει ολοφάνερο στη συνέχεια αυτής μας της ανάλυσης, δεν προχώρησε καθόλου σε μια μαρξιστική-λενινιστική αποτίμηση των μεγάλων ζητημάτων και των αντίστοιχων ιστορικών προσωπικοτήτων του κομμουνιστικού κινήματος. Αντίθετα, προχώρησε ή μάλλον προσχώρησε σε μια γραμμή «δαιμονοποίησης» όλων αυτών των προσώπων και των πολιτικών αντιλήψεων, με τις 14


οποίες κι ο ίδιος κάποτε διαφώνησε μέσα στο εσωτερικό τότε του κομμουνιστικού κινήματος. Ακριβώς, όμως, λόγω της επιρροής που ο ίδιος ο Σπύρος Λιναρδάτος είχε ως σπουδαίος πραγματικά δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής και ταυτόχρονα ως στέλεχος του ΚΚΕ και της ΕΔΑ επί τόσα και τόσα χρόνια, οι διαστρεβλώσεις και οι μύθοι που σημαδεύουν το έργο του στο οποίο αναφερόμαστε διαδόθηκαν και αναπαράγονται ευρύτατα στην πολιτική μας ζωή επί ολόκληρες δεκαετίες τώρα, με τη μορφή των καθιερωμένων και αδιαμφισβήτητων …προκαταλήψεων, δίνοντας όπλα στην αστική τάξη για να καθυποτάξει την επαναστατική πάλη του λαού μας. Γι’ αυτό και επιβάλλεται αυτοί οι μύθοι και αυτές οι διαστρεβλώσεις και παραχαράξεις σχετικά με την ιστορική πορεία του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος να ξεσκεπαστούν και να ερμηνευτούν, έτσι ώστε να πάψουν να παίζουν το βλαπτικό ρόλο που ως τώρα διαδραμάτισαν στο εργατικό και λαϊκό μας κίνημα. Αυτός είναι ο στόχος της παρούσας ανάλυσής μας, η οποία αγκαλιάζει τους δυο πρώτους τόμους του έργου του Σπύρου Λιναρδάτου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», σύμφωνα με την έκδοση του «Βήματος» του 2009 (1949-1957). Πρόκειται σαφώς για τα πιο κρίσιμα χρόνια στην εξέλιξη της πορείας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και του ΚΚΕ στην ιστορική περίοδο που μελετάμε. Τότε έγιναν πολλά, τότε μπήκαν οι βάσεις της μυθολογίας και της αντεπαναστατικής, αντιμαρξιστικής διαστρέβλωσης. Καιρός είναι πλέον να κανονίσουμε τους λογαριασμούς μας με αυτή τη μυθολογία και αυτή τη διαστρέβλωση! Διευκρινίζουμε εξαρχής ότι η κριτική και η πολεμική μας ακόμη προς πολλά από τα γραφόμενα του Σπύρου Λιναρδάτου δεν πρόκειται να πάρει τη μορφή μιας άκριτης απολογητικής υπέρ όλων των ενεργειών και των προσωπικοτήτων που χτυπάει με τρόπο μάλλον συκοφαντικό ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Θα διατυπώσουμε τη δική μας κριτική άποψη για πρόσωπα, πράγματα και πολιτικές γραμμές με διάθεση να μην συγκαλύψουμε τίποτα και κανέναν. Τα σφάλματα και οι αντιφάσεις πρέπει να επισημαίνονται και να ερμηνεύονται όσο γίνεται βαθύτερα. Δεν χωρούν εδώ εξωραϊσμένες και απλοϊκές εξιδανικευτικές αντιλήψεις για τίποτα και για κανέναν! Όμως, η δική μας στάση διαφέρει ολότελα από εκείνη του Λιναρδάτου (που κι αυτός βάφτιζε κάποτε τις αντιλήψεις του ως «κριτικές και δημιουργικές») στο πιο αποφασιστικό σημείο: σκοπός μας δεν είναι το φρενάρισμα του επαναστατικού κινήματος κι η μετατροπή του σε ένα εξάρτημα υποβοηθητικό του αστικού συστήματος, αλλά το εντελώς αντίθετο, δηλαδή η ταχύτατη κατά το δυνατόν 15


επαναστατική ανασυγκρότηση και αντεπίθεση στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο. Αν θα είναι επιτυχημένη η πορεία της ανάλυσής μας εναπόκειται στον καθένα να το κρίνει. Ωστόσο, η ίδια η ιστορική πράξη θα είναι ο τελικός κριτής του καθενός. Αν, τέλος, μας ρωτήσετε πότε και γιατί -κατά τη γνώμη μας- ο πρώην κομμουνιστής ηγέτης Σπύρος Λιναρδάτος έφτασε (σταδιακά) στην πλήρη υιοθέτηση και προβολή θέσεων που βοηθούν την αστική τάξη να χτυπήσει το κομμουνιστικό κίνημα, θα σας απαντήσουμε και πάλι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε εδώ δίκη προθέσεων ή ψυχολογικών παραγόντων. Ούτε βέβαια να γίνουμε κυνηγοί ανώφελων προσωπικών λεπτομερειών της ζωής του. Σίγουρα ο αξιόλογος αυτός άνθρωπος αρκετά νωρίς -κι ενόσω ήταν στο ΚΚΕδυσαρεστήθηκε και διαφώνησε με πρόσωπα και πράγματα, με λαθεμένες -κατά τη γνώμη του- αντιλήψεις και διαδικασίες στο χώρο του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό στάθηκε, σίγουρα, η αρχή της μεταστροφής του. Ας μην ξεχνάμε όμως κι άλλη μια παράμετρο στην πορεία του ιστορικού ερευνητή μας. Σύμφωνα με το σημείωμα του «Βήματος» που προαναφέραμε: «Από το 1974 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990» ο Λιναρδάτος «εργάστηκε ως πολιτικός συντάκτης στην εφημερίδα ‘Το Βήμα’», δηλαδή υπηρέτησε από υπεύθυνο πόστο στο …ιδεολογικό στρατηγείο του ελληνικού καπιταλισμού, στη δημοσιογραφική «ναυαρχίδα» του… Δεν υπηρετεί κανείς για τόσα πολλά χρόνια, και μάλιστα ως πολιτικός συντάκτης, ένα τέτοιο μεγαλοαστικό «Συγκρότημα» Τύπου σαν αυτό της φαμίλιας του Δημήτρη και του Χρήστου Λαμπράκη, σ’ ένα «συγκρότημα» που διαμόρφωνε την πολιτική ζωή του ελληνικού καπιταλισμού, αν δεν έχει δώσει επαρκείς αποδείξεις και εχέγγυα ότι υιοθετεί και προωθεί πλήρως τη γενική γραμμή των εκδοτών του… Είναι προφανές λοιπόν, ότι οι ήδη διαμορφωμένες αναθεωρητικές απόψεις του Σπύρου Λιναρδάτου έλαβαν την οριστική τροπή τους προς τον καθαρά αστικό τρόπο πολιτικής σκέψης στο κρίσιμο αυτό διάστημα που αναμίχθηκε στον περιβόητο αυτό «Δημοσιογραφικό Οργανισμό» της οδού Χρήστου Λαδά, και σίγουρα υπό την άμεση επιρροή αυτού του εκδοτικού «Συγκροτήματος»… Αλλά, το αν ο Λιναρδάτος άλλαξε πλήρως τη ρότα του λίγο πριν ή λίγο μετά το 1974, τι σημασία μπορεί να έχει μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα, που το διαβάζουμε στο ίδιο το έργο του; Δεν θα προσθέσουμε, λοιπόν, τίποτε περισσότερο επ’ αυτού. Ας μιλήσει συγκεκριμένα το ίδιο το έργο του Σπύρου Λιναρδάτου και έπειτα κι εμείς, το ίδιο συγκεκριμένα, πάνω στο ίδιο το έργο! 16


Μέρος Πρώτο Παρατηρήσεις σχετικά με τα ζητήματα που θίγει ο Α΄ τόμος του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» (1949-1952) 1. Πρώτες γενικές διαπιστώσεις από την αρχή του έργου. Από ποιες πολιτικο-ιδεολογικές βάσεις ο Σπύρος Λιναρδάτος συγγράφει το έργο του; Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς ιστορικών ερευνών μάς δίνουν το γενικότερο ιδεολογικό τους στίγμα από την αρχή του συγγράμματός τους, από τις πρώτες τους αναφορές και εκτιμήσεις για την ιστορική εποχή στην οποία αναφέρονται. Το ίδιο συμβαίνει και με το συγγραφέα του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», το οποίο αποτελεί το σημείο αναφοράς μας. Η γενική «γραμμή πλεύσης» του Σπύρου Λιναρδάτου διαφαίνεται από τις πρώτες κιόλας γραμμές του ιστορικού του συγγράμματος που εξετάζουμε. Ιδιαιτέρως δε, σχετικά με τα κρίσιμα ζητήματα της ιστορικής πορείας του ΚΚΕ αλλά και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο συγγραφέας δίνει αμέσως το στίγμα του από την εισαγωγή του έργου του, μέσα από χαρακτηριστικές κρίσεις και επισημάνσεις. Τάσσεται έμμεσα αλλά με σαφήνεια: α) εναντίον του επαναστατικού ένοπλου αγώνα που έδωσε το ΚΚΕ μέσα από το Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας το 1946-1949, β) εναντίον της προσπάθειας του ΚΚΕ να ανασυγκροτηθεί μετά τη στρατιωτική ήττα του 1949 και να υπάρξει σαν ένα ανεξάρτητο προλεταριακό επαναστατικό κόμμα, γ) εναντίον της γενικής γραμμής του Κομμουνιστικού κινήματος, γραμμής η οποία ακόμα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 διακήρυσσε τον επαναστατικό δρόμο για τη συντριβή του καπιταλισμού, και δ) εναντίον της γραμμής οικοδόμησης του Σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Με δυο λόγια δηλαδή, ο Λιναρδάτος, όταν γράφει το έργο του αυτό, φαίνεται να πιστεύει ότι ο μόνος δρόμος που ταιριάζει στα κομμουνιστικά κόμματα είναι αυτός της κοινοβουλευτικής -εκλογικής και συνδικαλιστικής- πάλης για «εκδημοκρατισμό» και «προοδευτική μεταρρύθμιση» του καπιταλισμού, πάντα σε συνεργασία με τα πιο «προοδευτικά» αστικά κόμματα. Όσο για τον ίδιο το σοσιαλισμό, ο Λιναρδάτος θεωρεί ότι αυτός δεν πρέπει να έρθει σε πλήρη ρήξη με το αστικό οικονομικό καθεστώς και το πολιτικό του εποικοδόμημα. Αλλιώς βαφτίζεται «αντιδημοκρατικός-πραξικοπηματικός», «σταλινισμός», οι νόμοι της εδραίωσης και ανάπτυξής του βαφτίζονται «σταλινικές μέθοδοι» και άλλα παρόμοια, κι όλα αυτά μαζί με τον ίδιο τον …Στάλιν και τους άλλους επαναστάτες ηγέτες του σοσιαλιστικού συστήματος δαιμονοποιούνται συστηματικά και μετατρέπονται σε …σκιάχτρα που θα προκαλούν –αν είναι δυνατόν- φρίκη και αγανάκτηση στις ευαίσθητες, ρομαντικές και … δημοκρατικές ψυχές των …αδαών! 17


Η γενική αυτή γραμμή του συγγραφέα μας, η οποία επί δεκαετίες πλημμυρίζει τις στήλες ολόκληρου του αστικού Τύπου, διεθνούς και ελληνικού και αποτελεί καθιερωμένη «σημαία» των εντύπων του γνωστού μας «Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη» (Δ.Ο.Λ.), του «Βήματος», των «Νέων» και του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», περνάει σαν κόκκινη κλωστή και στους δυο πρώτους τόμους του έργου του, στους οποίους αναφερόμαστε. Συγκεκριμένα, λοιπόν, στην εισαγωγή του συγγράμματος «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» ο δημοσιογράφος-ιστορικός: (Α) Κατηγορεί στη σελίδα 37 «τους ηγέτες και των δυο παρατάξεων» του Εμφύλιου πολέμου «και ιδιαίτερα εκείνους που έπαιξαν ενσυνείδητα το παιχνίδι των ξένων». Ενώ λίγο παρακάτω, στη σελίδα 38, διατυπώνει την άποψη ότι δήθεν «οι ενδιάμεσες δυνάμεις καταστράφηκαν ή καταδικάστηκαν να παίζουν υπηρετικό ρόλο…» δηλαδή σύρθηκαν από τις δυο παρατάξεις που πρωταγωνίστησαν στον Εμφύλιο, εννοώντας βέβαια τη Δεξιά και την Αριστερά! Πίσω, όμως, απ’ αυτές τις γενικόλογες, αφοριστικές διατυπώσεις διαγράφεται ήδη το περίγραμμα της πολιτικής γραμμής των περίφημων αυτών «ενδιάμεσων δυνάμεων», δηλαδή του λεγόμενου «Κέντρου»! Πρόκειται για μια γραμμή διαστρέβλωσης της Ιστορίας, που θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο έχουν …ίσες ευθύνες -και μάλιστα αποκλειστικά- η Δεξιά και η Αριστερά… Σαν να λέμε, για ό,τι έγινε το 1944 και το 1946-1949, κατά τα λεγόμενα των ιδεολογικών εκφραστών του Κέντρου φταίει αποκλειστικά η ηγεσία της Δεξιάς και μαζί της βέβαια και το Παλάτι, και από την άλλη έχει «ίσες ευθύνες» η ηγεσία του ΚΚΕ. Βολικότατη εξήγηση για μερικούς-μερικούς!! Δεν νομίζετε; Έτσι ακριβώς χειρίζεται το θέμα και ο Σπύρος Λιναρδάτος, χωρίς στην εισαγωγή του έργου του να κάνει έστω και την παραμικρή αναφορά στον ηγετικό ρόλο που διαδραμάτισαν στα γεγονότα της εποχής του Εμφύλιου πολέμου οι λεγόμενοι «Κεντρώοι» ηγέτες, ο Γεώργιος. Παπανδρέου, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης και ο Σοφοκλής Βενιζέλος!! Λες και αυτοί όλοι δεν πρωταγωνίστησαν στην παλινόρθωση του θρόνου και στην αναστήλωση του καπιταλισμού στη μεταπολεμική Ελλάδα, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στη συντριβή της Αντίστασης, στον αφοπλισμό του λαού μας και στην τελική διεξαγωγή του Εμφύλιου πολέμου!!! (Βέβαια, για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι, πρέπει να επισημάνουμε ότι ειδικά για τον Γ. Παπανδρέου, το γνωστό πρωθυπουργό του …Τσώρτσιλ και του Σκόμπυ το Δεκέμβρη του 1944, στο σύνολο του συγκεκριμένου έργου του Σπύρου Λιναρδάτου υπάρχουν κάμποσες «μπηχτές» για τον εν γένει βίο και την πολιτεία του. Πάντως, αυτό γίνεται πολύ μετά την εισαγωγή και με αφορμή άλλα ζητήματα. Στην αρχή του έργου οι ευθύνες πηγαίνουν δεξιά και αριστερά, ποτέ, όμως, προς το Κέντρο! Προς θεού!!) Έτσι, όμως, αποσιωπώνται έντεχνα από τον Σπύρο Λιναρδάτο τόσο οι πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές αιτίες της εμφύλιας σύγκρουσης, όσο και το ποιες πολιτικές δυνάμεις τη μεθόδευσαν συστηματικά, ξεκινώντας μετά τη 18


Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φλεβάρη 1945) ένα ολόκληρο …πογκρόμ εναντίον του ταξικού και πολιτικού τους αντιπάλου, κατά σύμπτωση εναντίον του … ΚΚΕ, του ΕΑΜ και γενικότερα της Αριστεράς! Πρόκειται, βέβαια, για τα αστικά κόμματα τόσο της Δεξιάς όσο και του λεγόμενου «δημοκρατικού Κέντρου», που συγκυβερνούσαν στην εποχή του Εμφύλιου, και τα οποία ήταν οι εκφραστές σε πολιτικό επίπεδο του ελληνικού καπιταλισμού και της ξένης εξάρτησης τόσο το 1944-1945, όσο και το 1946-49… Πρώτα υπό την παραδοσιακή …αγγλική παντιέρα και ύστερα υπό τη σκέπη της αστερόεσσας των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής... Αν και στέλεχος του ΚΚΕ τότε, ο Λιναρδάτος, ως μετέπειτα απροκάλυπτος θαυμαστής του …Πλαστήρα, όπως θα δούμε και παρακάτω, «λησμονεί» ότι αυτός ήταν ο πρωθυπουργός που ξεκίνησε το πογκρόμ μετά τη Βάρκιζα, όπως επίσης «λησμονεί» και το ρόλο του άλλου «κεντρώου» πρωθυπουργού, του Σοφούλη, που εμφανιζόταν ως δήθεν «κατευναστικός» και «ειρηνοποιός» στην πρώτη φάση του Εμφύλιου, για να εντείνει ουσιαστικά το καθεστώς των διώξεων και της τρομοκρατίας και να χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την κατάσταση… (Και ο οποίος Σοφούλης συγκυβέρνησε «μια χαρά» με την –κατά τα λοιπά- επάρατη Δεξιά στα χρόνια του Εμφύλιου, φυσικά υπό τις ευλογίες του Παλατιού και πάντοτε στο ρυθμό που έδινε η μπαγκέτα της «Αμερικάνικης Αποστολής» του Γκρέιντι και του Βαν Φλητ…). Το γεγονός ότι ο Λιναρδάτος δεν κάνει καμιά αναφορά στο ρόλο που έπαιξε και το λεγόμενο «Κέντρο» στη μεθόδευση και στη διεξαγωγή του Εμφύλιου πολέμου, είναι απολύτως ενδεικτικό και της σκοπιάς από την οποία θα χειριστεί στο βιβλίο του και το μεγάλο ζήτημα της στάσης του ΚΚΕ έναντι των κεντρώων αστικών κομμάτων στην κρίσιμη εποχή αμέσως μετά τον Εμφύλιο… Η αντίληψη της «εξίσωσης των ευθυνών» μεταξύ Δεξιάς-Αριστεράς, για ό,τι συνέβη το 1946-49, είναι ένα σημαντικό στοιχείο που αποκαλύπτει την ταυτότητα και τις προθέσεις του «πρώην κομμουνιστή» και μετέπειτα δημοσιογράφου του Δ.Ο.Λ. … (Κι αν θέλετε τώρα και τη δική μας άποψη για το μέγεθος των ευθυνών της ηγεσίας του ΚΚΕ, σχετικά με τον Εμφύλιο, ευθέως θα σας πούμε ότι όντως αυτές είναι μεγάλες, γιατί το 1944-1945, έχοντας ήδη την εξουσία στα χέρια του Λαού, υπό τη σημαία του ΕΑΜ, πήγε και την …παρέδωσε στον αδυσώπητο ταξικό αντίπαλο με απαράδεκτους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, χάριν μιας δήθεν «εθνικής ενότητας» με τους αστούς και μιας υποτιθέμενης «ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης» που βρίσκονταν αποκλειστικά και μόνο …στη σφαίρα της ρεφορμιστικής της φαντασίας! Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ παρέδωσαν την εξουσία, αντί να την καταλάβουν και επίσημα, παρέδωσαν τα όπλα του Λαϊκού Στρατού και τους αγωνιστές σαν πρόβατα επί σφαγή στον αντίπαλο (το 1945) και έπειτα η ηγεσία του ΚΚΕ άφησε να περάσουν δυο κρίσιμα χρόνια, πλήρους ανασύνταξης του αστικού κράτους, υπό την ηγεμονία των ξένων πατρώνων του ελληνικού καπιταλισμού , πριν αποφασίσει -μετά από πολλούς δισταγμούς και πλήθος συγχύσεων, αντιφατικών επιδιώξεων και ενεργειών- τη νέα ένοπλη λαϊκή εξόρμηση… 19


Όμως, με αυταπάτες, απαράδεκτους συμβιβασμούς και με άστοχες, σπασμωδικές και αντιφατικές ενέργειες δεν κερδίζονται οι επαναστάσεις… Έτσι το ΚΚΕ έχασε πολύ χρόνο, έδωσε τη μάχη με πολύ χειρότερο συσχετισμό δυνάμεων και στερήθηκε ικανών και αναγκαίων δυνάμεων για μια στρατιωτική νίκη κατά του αστικού κράτους. Βλέπετε, το ζήτημα πάντοτε είναι έναντι ποιου υπάρχουν οι ευθύνες μιας ηγεσίας. Και εδώ, οι ευθύνες βρίσκονται αποκλειστικά απέναντι στην εργατική τάξη και στον εργαζόμενο λαό μας, που δεν κατάφεραν να γευθούν τους καρπούς των μεγάλων τους αγώνων και θυσιών. Όμως, ο Σπύρος Λιναρδάτος δεν είχε την ίδια αντίληψη. Τουλάχιστον από τότε που έθεσε πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού, έστω και υπό τη σημαία της «ομαλής, προοδευτικής» του… διαχείρισης.) Β) Στις σελίδες 38-39 του βιβλίου γίνεται ακόμη σαφέστερο το γενικότερο πολιτικό στίγμα του «πρώην κομμουνιστή» αναλυτή μας, αφού: 1. Ο Σπύρος Λιναρδάτος αναμασά τη γνωστή μεταπολεμική αστική μυθολογία για τις περιβόητες «συμφωνίες Τσώρτσιλ-Στάλιν που εκχωρούσαν την Ελλάδα στην αγγλοαμερικανική ζώνη» επιρροής. Μεταχειρίζεται, δηλαδή, ένα επινοημένο ιμπεριαλιστικό παραμύθι που διαστρεβλώνει εδώ και 5 δεκαετίες την ιστορική αλήθεια με έναν και μόνο σκοπό: Να «πείσει» ότι ο ένοπλος αγώνας του ελληνικού λαού το Δεκέμβρη του 1944 και του Δημοκρατικού Στρατού το 1946-1949 ήταν μάταιος, ήταν λάθος ή τυχοδιωκτισμός εκ μέρους της ηγεσίας του ΚΚΕ, αφού δήθεν στη Μόσχα τον Οχτώβρη του 1944 και στη Γιάλτα το Φλεβάρη του 1945 οι Σοβιετικοί «πούλησαν» τους Έλληνες κομμουνιστές και ήδη τα …ποσοστά της «επικυριαρχίας των 2 μεγάλων» ήταν δεδομένα και αμετάκλητα παγιωμένα στη Βαλκανική! Πόση και πόση μαύρη προπαγάνδα συσκότισης της αλήθειας ξεχύθηκε από τα αστικά ΜΜΕ (προεξάρχοντος πάντα του γνωστού μας …«Συγκροτήματος Λαμπράκη»!) όλα αυτά τα χρόνια, με βάση κυρίως τους ισχυρισμούς του Τσώρτσιλ για κάτι τοσοδά …χαρτάκια με τα «ποσοστά επιρροής» στα Βαλκάνια που τα πάσαρε πονηρά στον Στάλιν μπροστά σ’ ένα …αναμμένο τζάκι της Μόσχας τον παγερό Οχτώβρη του 1944 (και που … «επιβεβαιώθηκαν» -λέει- στη Γιάλτα, στις αρχές του 1945) και οδήγησαν στο να αποτραπεί η είσοδος σοβιετικών στρατευμάτων στην Ελλάδα στην κρίσιμη ώρα της απελευθέρωσης από τους γερμανούς κατακτητές!!! Δεν υπάρχει αστός, μικροαστός ή αποστάτης του κομμουνιστικού κινήματος, ο οποίος να μην έχει γράψει κατεβατά μύθων για όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά «ποσοστά», για να ξεχάσουμε ότι: - Στη Μόσχα τον Οκτώβρη του 1944 καθορίστηκαν οι ζώνες δράσης των συμμαχικών στρατευμάτων κατά των Γερμανών στα Βαλκάνια. - Στη Γιάλτα το Φλεβάρη του 1945 καθορίστηκε ο τρόπος προώθησης της τελικής επίθεσης εναντίον της Γερμανίας και εκφράστηκαν ευχολόγια για τον «ειρηνικό και δημοκρατικό μεταπολεμικό κόσμο των Ενωμένων Εθνών». 20


- Η υπόθεση της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα χάθηκε το 1944 εξαιτίας των απαράδεκτων συμβιβασμών της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, που -εν ονόματι της οπορτουνιστικής αυταπάτης της για μεταπολεμικές «ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις»- άφησε τον διαλυμένο αστικό πολιτικό κόσμο και τη μισητή μοναρχία να «θρονιαστούν» ξανά στην Ελλάδα (με τα επαίσχυντα σύμφωνα του Λιβάνου και της Καζέρτας), να αιματοκυλίσουν το λαό της Αθήνας με ένοπλο βραχίονα τα στρατεύματα του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού και των ντόπιων αντιδραστικών δωσίλογων της Κατοχής, να αφοπλίσουν και να μακελέψουν τον ελληνικό λαό στο σύνολό του με την ανήκουστα εξευτελιστική και προδοτική συμφωνία της Βάρκιζας… Γιατί, αν η ηγεσία του λαϊκού κινήματος της Αντίστασης είχε ακολουθήσει σωστή, επαναστατική γραμμή, καμιά «συμφωνία ποσοστών», κανένας Τσώρτσιλ και κανένας Σκόμπυ δεν θα είχαν επιβληθεί στην Ελλάδα… Ο Λιναρδάτος, όμως, ακολουθεί αυτό τον εύκολο δρόμο της μυθολογίας, γιατί σκοπός του δεν είναι να επικρίνει τα οπορτουνιστικά λάθη του Γιώργη Σιάντου, του Μήτσου Παρτσαλίδη και των άλλων ηγετών του ΚΚΕ στα 1941-1944, που χαντάκωσαν τον επαναστατικό αγώνα της Αντίστασης, αλλά αποκλειστικά για να χτυπήσει την ηγεσία του Νίκου Ζαχαριάδη, του 1945-1955, που μέσα έστω από πολλά σφάλματα και αντιφάσεις, προσπάθησε να ξαναθεμελιώσει μια επαναστατική γραμμή στο ΚΚΕ και στο λαϊκό κίνημα και να απαντήσει με νέα αντεπίθεση στην τρομοκρατία του ταξικού εχθρού και των ιμπεριαλιστών. Ο Ζαχαριάδης είναι ο κύριος στόχος των επικρίσεων του Λιναρδάτου, όπως φαίνεται και στη συνέχεια του βιβλίου του. Και όχι, βέβαια, τόσο ως προσωπικότητα με λάθη ή αντιφάσεις, όσο ως κομμουνιστής ηγέτης που πάλεψε ενάντια στον καπιταλισμό, που ηγήθηκε μιας ολόκληρης νέας επανάστασης, που δεν υποτάχθηκε στον μεταπολεμικό αναθεωρητισμό, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι… 2. Ουσιαστικά, ο Σπύρος Λιναρδάτος επιζητά από τους κομμουνιστές –και το δηλώνει απερίφραστα- να παίξουν «πρωταρχικό ρόλο στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού αστικού καθεστώτος». Ακολουθεί, δηλαδή, την άποψη του αναθεωρητισμού (ρεβιζιονισμού) η οποία δυστυχώς άλωσε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά την αντεπαναστατική στροφή του 1956. Η αντίληψη αυτή επιδιώκει να οδηγήσει στην πλήρη ενσωμάτωση των κομμουνιστών στο καπιταλιστικό σύστημα και μάλιστα από «υπεύθυνες θέσεις διαχείρισης» του συστήματος εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Απ’ αυτή την άποψη ο Λιναρδάτος και οι ομοϊδεάτες του εξωραΐζουν σκόπιμα το μεταπολεμικό καπιταλισμό, αυτόν που ντύθηκε το αποκριάτικο κοστούμι του «ανθρώπινου», του «δημοκρατικού», του «προγραμματισμένου», του «κράτους πρόνοιας». Αυτοί, λοιπόν, οι ιδεολόγοι του καπιταλισμού τονίζουν την «αξία» της «δημοκρατικής» του διαχείρισης και προασπίζουν όλους τους ελιγμούς, όλα τα τεχνάσματα, όλη την προπαγάνδα και όλες τις απάτες που χρησιμοποίησε ο 21


μεταπολεμικός καπιταλισμός, των δεκαετιών 1950-1970, σαν προσωπεία για να υποτάξει την εργατική τάξη και να εξουδετερώσει το επαναστατικό κίνημα. Κι ο Σπύρος Λιναρδάτος, που ήταν ήδη πλήρως αφομοιωμένος από τον «ευρωκομμουνιστικό» αναθεωρητισμό, με …νομοτελειακό τρόπο οδηγήθηκε στις απόψεις που εξέφρασε το 1977, όντας –πλέον- και εξέχον δημοσιογραφικό στέλεχος του «Συγκροτήματος»… Στην περίπτωση, μάλιστα, της Ελλάδας υπήρχε πολύ πρόσφορο έδαφος για να διαδίδονται τέτοιες απόψεις ως ...προοδευτικές ή και «αριστερές», αφού εδώ η «δημοκρατική και κοινωνική» επάλειψη του καπιταλισμού άργησε πολύ να επέλθει σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη… Σ’ αυτήν ακριβώς την καθυστέρηση στηρίχτηκε μεταπολιτευτικά ολόκληρη η πολιτική άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου και του λεγόμενου ΠΑ.ΣΟ.Κ. Συμπληρωματικά, πρέπει να αναφερθεί άλλη μια παρατήρηση του Λιναρδάτου, λίγο μετά την εισαγωγή, που μας διαφωτίζει εξίσου ικανοποιητικά για την προσχώρησή του στην αστική ιδεολογία. Στο κεφάλαιο 1, σελίδα 56, αναφερόμενος στο συνδικαλιστικό κίνημα, το θεωρεί «βασικό παράγοντα και εγγύηση σε μια σύγχρονη δημοκρατία». Προσέξτε αυτή τη διατύπωση! Δεν έχει την παραμικρή σχέση με την κομμουνιστική αντίληψη για τα συνδικάτα στον καπιταλισμό, τα οποία πρέπει να αποτελούν μαχητικά όργανα καθημερινής πάλης και διεκδικήσεων της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα κανάλι μέσα από το οποίο το κόμμα της εργατικής τάξης ζυμώνει και προπαγανδίζει τις ιδέες του κομμουνισμού, πλάθοντας μέσα στο καμίνι του αγώνα πρωτοπόρες επαναστατικές προλεταριακές συνειδήσεις που αύριο θα γίνουν ο στρατός της επαναστατικής ανατροπής! Το εντελώς αντίθετο πρεσβεύει το πρώην ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. Ενώ δηλαδή ξεκινά και γράφει για το συνδικαλιστικό κίνημα του 1950, για να ασκήσει δικαιολογημένη κριτική στο γεγονός ότι τότε η επίσημη ΓΣΕΕ ήταν απλώς παράρτημα του κράτους και της Ασφάλειας, η διατύπωσή του αποκαλύπτει όλο το ρεφορμιστικό πυρήνα της σκέψης του: σκοπός του συνδικαλισμού είναι η …συνδιαχείριση του αστικού καθεστώτος, του καθεστώτος που χρησιμοποιεί, μαζί με όλους τους άλλους μηχανισμούς του, και τον ρεφορμιστικό και καιροσκοπικό συνδικαλισμό ως … «κοινωνικό εταίρο» της αστικής τάξης, δηλαδή σαν τον πονηρό υπηρέτη του κεφαλαίου, σαν το ύπουλο δεκανίκι του συστήματος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο! Είναι η αντίληψη των σοσιαλδημοκρατών αλλά και των «ευρωκομμουνιστών» της δεκαετίας του 1970-1980, τις οποίες επέβαλαν σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, αποκοιμίζοντας την εργατική τάξη, παραλύοντας και υποτάσσοντας το εργατικό κίνημα, που βρέθηκε ιδεολογικά άοπλο και αποπροσανατολισμένο όταν ξεκίνησε η σαρωτική επίθεση του μαύρου και αδηφάγου καπιταλιστικού νεοσυντηρητισμού ενάντια σε όλα τα λαϊκά δικαιώματα και όλες τις κοινωνικές κατακτήσεις. Είναι οι αντιλήψεις τις οποίες στην Ελλάδα υλοποίησε με τον πιο εκμαυλιστικό και αχρείο τρόπο το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις δεκαετίες του 1980-1990. Το ψευδοσοσιαλιστικό αυτό πολιτικό κατασκεύασμα της μεταπολίτευσης ακριβώς επειδή διέθετε σημαντικές 22


βάσεις στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, τις οποίες χειραγωγούσε μέσα από τις πρόστυχες θεωρίες του (περί «συνδικαλισμού-βάθρου της δημοκρατίας» και έπειτα περί «κοινωνικού εταιρισμού»), και επειδή μεθόδευσε συστηματικά την (ανοιχτή ή έμμεση) εξαγορά και την πλήρη διαφθορά ενός κορυφαίου στρώματος της συνδικαλιστικής ηγεσίας, κατάφερε να φέρει την εργατική τάξη της χώρας μας στη σημερινή καταθλιπτική υποταγή της στο κεφάλαιο, με τέτοια θεαματικά αποτελέσματα που δεν θα μπορούσαν ούτε καν να ονειρευτούν οι άγαρμποι ασφαλίτες-εργατοπατέρες της αντιδραστικής Δεξιάς του 1950… 3. Ο Σπύρος Λιναρδάτος κατηγορεί «την ηγεσία του ΚΚΕ που έδειχνε αδυναμία αναπροσαρμογής και επιμονή στη μονοπώληση του αριστερού και προοδευτικού κινήματος». Τι σημαίνει αυτή η παρατήρηση; Το καταλαβαίνει πολύ καλά ο αναγνώστης του έργου, όταν αμέσως παρακάτω θα διαπιστώσει την πιο ανοιχτή και απροκάλυπτη γραμμή στήριξης και εξωραϊσμού της πολιτικής του Πλαστήρα και της ΕΠΕΚ στην κρίσιμη διετία 1951-1952 και επίσης την απροκάλυπτη υποστήριξη όλων των σοσιαλδημοκρατών, που παρουσιάζονταν ως προοδευτικές δυνάμεις της εποχής: του Αλέξανδρου Σβώλου, του Ηλία Τσιριμώκου, του Ιωάννη Σοφιανόπουλου, του Μιχάλη Κύρκου, του Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, μέχρι και του «κεντροαριστερού» Γεώργιου Καρτάλη κλπ. Αυτός ειδικά ο πολιτικός μικρόκοσμος των απροκάλυπτων σοσιαλδημοκρατών επαγγελματιών της αστικής πολιτικής και μικροπολιτικής ήταν οι «προοδευτικές δυνάμεις» που -σύμφωνα με τον ιστορικό μας- τις καπέλωνε και τις εξαφάνιζε η «αδιάλλακτη» απέναντί τους πολιτική γραμμή του ΚΚΕ… Και για μεν την πολιτική του ΚΚΕ απέναντι σε αυτές τις «προοδευτικές δυνάμεις» μπορεί να γίνει πολύς λόγος και να διαπιστωθούν αντιφατικές ή λανθασμένες πλευρές. Πάντως ο συγγραφέας μας αποφεύγει να επισημάνει ότι αυτή η πολιτική ήταν χαραγμένη και επικυρωμένη από συλλογικές αποφάσεις των κομματικών του οργάνων και επίσημα διατυπωμένες, και όχι αυθαίρετες επιλογές της ηγεσίας του! Όπως, επίσης, ο Λιναρδάτος αποφεύγει να επισημάνει από την αρχή ότι όλες αυτές οι σοσιαλδημοκρατικές «δυνάμεις» και «προσωπικότητες» -στον ένα ή στον άλλο βαθμό- είχαν ακολουθήσει μια απολύτως καιροσκοπική πολιτική έναντι του ΚΚΕ, η οποία διαφαίνεται ξεκάθαρα από την εξιστόρηση των γεγονότων! Θα άξιζε στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι από τη δημοσίευση πλέον των αρχείων εκείνης της εποχής προκύπτει ότι πολλοί απ’ αυτούς τους παράγοντες και παραγοντίσκους της τότε Αριστεράς και Κεντροαριστεράς δρούσαν αποκλειστικά με γνώμονα το πώς θα εκμεταλλευτούν τη δύναμη και την επιρροή του ΚΚΕ για να αναδειχτούν οι ίδιοι, πετώντας μάλιστα από κει και πέρα τους κομμουνιστές στα αζήτητα! Όπως, επίσης, και πόση υπομονή και πόση συμβιβαστική διάθεση έδειξαν τότε οι κομμουνιστές, αφού σωστά ή λαθεμένα η απόφαση του ΚΚΕ ήταν να συστρατευτεί και να δώσει μαζί με αυτούς τους ανθρώπους τον αγώνα για τη δημοκρατική ομαλοποίηση της κατάστασης στα μαύρα μετεμφυλιακά χρόνια. Θα συμβουλεύαμε λ.χ. τον αναγνώστη να ρίξει μια ματιά στο τελευταίο συγγραφικό έργο του Μιχάλη Π. Λυμπεράτου, που εκδόθηκε το 2011 από τις εκδόσεις Στοχαστής με 23


τίτλο «Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ». Ο συγγραφέας δεν είναι ενταγμένος στο χώρο του ΚΚΕ, αλλά τεκμηριώνει την έρευνά του πάνω σε ντοκουμέντα της εποχής 1950-1952, τα οποία διασώθηκαν στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), όπου συμπεριλαμβάνεται και μέρος του αρχείου του ΚΚΕ.. Εκεί θα δει ξεκάθαρα, πως πέρα από οποιεσδήποτε –συζητήσιμες- υπερβολές ή λαθεμένες εκτιμήσεις των κομμουνιστών και κυρίως της ηγεσίας του ΚΚΕ –απ’ αυτά δηλ. που είναι το «ψωμοτύρι» του Σπύρου Λιναρδάτου- οι σοσιαλδημοκράτες της εποχής έπαιξαν του κόσμου τα πανάθλια πολιτικάντικα παιχνίδια για να ρίξουν το ΚΚΕ στο καλάθι τους και να το μετατρέψουν σε απλό …φερέφωνο των απόψεών τους. Η αλήθεια είναι αμείλικτη και ξεσκεπάζει μύθους, επινοήσεις και προσωπεία. Αυτή, όμως την αλήθεια παραλείπει να την πει ο Σπύρος Λιναρδάτος, παρ’ όλο που σίγουρα την είδε και την έζησε… Και οι «παραλείψεις» του αυτές κοντά σ’ όλα τα υπόλοιπα έχουν τη σημασία τους. Μαρτυρούν ότι ο συγγραφέας μας, όταν πια έγραφε και εξέδιδε το έργο «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» είχε πλήρως διαμορφώσει την αστική-ρεφορμιστική αντίληψη του για τα πράγματα. Και πρόκειται φυσικά για την αντίληψη η οποία ήθελε και θέλει το ΚΚΕ να υπάρχει (αν βέβαια εξακολουθεί να υπάρχει!) σαν μια απλή συνιστώσα ενός «προοδευτικού συνασπισμού» υποτιθέμενων «σοσιαλιστικών» κομμάτων! Ενός συνασπισμού που σκοπό του θα είχε την «ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος» και την «αριστερή» κοινοβουλευτική διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού… Πιο απλά, το «αριστερό- προοδευτικό» σοβάτισμα των απαίσιων συνεπειών του εκμεταλλευτικού συστήματος. Ένα «ΚΚΕ» απλό διαχειριστή του ελληνικού καπιταλισμού επεδίωξαν να στήσουν οι «ευρωκομμουνιστές» των δεκαετιών 19601980. Όταν είδαν ότι δεν καταφέρνουν να πετύχουν το στόχο τους, πέταξαν στ’ αζήτητα το …σφυροδρέπανο και ακολούθησαν μια απίθανη πολιτικάντικη πορεία: απ’ το «ΚΚΕ εσωτερικού» στην ΕΑΡ και από εκεί στο Συνασπισμό και στην …ΔΗΜΑΡ του σημερινού συνδιαχειριστή (ομού μετά των υπολειμμάτων του ΠΑΣΟΚ και της Δεξιάς) της φτωχοποίησης του ελληνικού λαού, του …εντιμοτάτου και εξοχοτάτου ξεσκονόπανου της τρόικας, κυρίου Κουβέλη. Μερικοί μάλιστα, πιο «βιαστικοί» είχαν ήδη σπεύσει από καιρό στα βουλευτικά και υπουργικά έδρανα της ΠΑΣΟΚικής πολιτικάντικης μαφίας. Στον ίδιο δρόμο με όλους αυτούς κινήθηκε μετά το 1974 και ο Σπύρος Λιναρδάτος, χωρίς βέβαια να μπει σε κυβερνητικά επιτελεία… Ωστόσο, η ουσία και της δικής του πολιτικής γραμμής οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα! Αν τώρα, κοντά σε όλα αυτά προστεθεί η απόρριψη και των γενικών νομοτελειών της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, η οποία διατρέχει το βιβλίο καθ’ όλη την πορεία της αφήγησης, στο όνομα της αντίθεσης του ιστορικού μας προς την πολιτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, της ΕΣΣΔ και του Στάλιν ειδικότερα, τότε καταλαβαίνουμε πλήρως τον τρόπο σκέψης του Λιναρδάτου. Θα αναφέρουμε προκαταβολικά δύο σημεία από το κεφάλαιο 1 του βιβλίου του: Α) Στη σελίδα 51 μιλά προφανώς απαξιωτικά για τη μεταπολεμική ανάπτυξη στις λαϊκές δημοκρατίες. Φυσικά, δεν μπορεί να αρνηθεί τη μεγάλη προσπάθεια ανάπτυξής της βιομηχανίας όπως και ολόκληρης της οικονομίας των καταστραμμένων ολότελα 24


από τον πόλεμο χωρών της Ανατολικής Ευρώπης «αν και με τις αυταρχικές μεθόδους της σταλινικής γραμμής», όπως γράφει με …πικρία! Αυτή η «σταλινική γραμμή» τού … «κάθεται στο στομάχι»! Θα μας δοθεί όμως ευρύτατα η ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτή τη γραμμή παρακάτω και να δούμε πού τελειώνει ο ρεβιζιονιστικός μύθος και πού αρχίζει η αλήθεια για τους νόμους ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Β) Στη σελίδα 110 ο Σπύρος Λιναρδάτος «δίνει ρέστα» στην αστική τάξη, αφού κόντρα στην ίδια την ιστορική αλήθεια συκοφαντεί ως «πραξικόπημα της Πράγας»(!!!) τη μεγαλειώδη επαναστατική νίκη του λαού της Τσεχοσλοβακίας το 1948, που ξεκαθάρισε δραστικά τους λογαριασμούς του με τη ντόπια αντίδραση και επέβαλε το πέρασμα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση… Ο συγγραφέας μας μιλά εδώ, όπως θα μιλούσε η επίσημη φωνή του καπιταλισμού, οι δυτικές αντιδραστικές κυβερνήσεις… Όπως θα δούμε παρακάτω οι πηγές που κατά κόρον χρησιμοποιεί για να «περιγράψει» την Ανατολική Ευρώπη του … «επάρατου σταλινισμού» είναι ξεκάθαρα αντικομμουνιστές και αντισοβιετικοί ως το μεδούλι συγγραφείς, όπως ο Ραιημόν Καρτιέ και ο Νταίηβιντ Χόροβιτς… Τόσο αξιόπιστοι και τόσο «αντικειμενικοί», που επάξια κατέκτησαν τον τίτλο του πρώτου βιολιού στη δυτική αντικομμουνιστική προπαγάνδα πλαστογράφησης της Ιστορίας!... Παρεμπιπτόντως, την παρατήρησή του για το δήθεν «πραξικόπημα» του …τσεχικού προλεταριάτου ο Λιναρδάτος την αναφέρει σε μια προσπάθεια εξίσωσης του μακαρθισμού στις ΗΠΑ ( ο οποίος στράφηκε ενάντια σε κάθε προοδευτικό άνθρωπο, ενάντια σε κάθε προοδευτική αντίληψη) -και των αντίστοιχων συστηματικών αντικομμουνιστικών διωγμών σε πολλές δυτικές χώρες- με τις καταδίκες ορισμένων δεξιών καιροσκοπικών πολιτικών στοιχείων των Κ.Κ. της Ανατολικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του 1950, προσώπων δηλαδή που κατηγορήθηκαν για συνέργεια με δυνάμεις και με πράκτορες του ιμπεριαλισμού… Το σίγουρο, όμως, στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι πέρα από το αν συνεργάστηκαν ή όχι, είτε αν συνεργάστηκαν ανοιχτά ή έμμεσα με τον ιμπεριαλισμό, τα πρόσωπα αυτά σίγουρα ηγήθηκαν των προσπαθειών της καταρρέουσας τότε αστικής τάξης και των μικροαστών συμμάχων της, ώστε να φρενάρουν και να αντιστρέψουν την πορεία εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων που άρχισαν να δημιουργούνται στις λαϊκές δημοκρατίες εκείνα τα χρόνια. Η ταξική πάλη, έτσι κι αλλιώς, συνεχιζόταν αμείλικτη και μετά την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη… Ο ιστορικός αναλυτής πρέπει να μπορεί να διακρίνει τα στοιχεία που παλεύουν για την κοινωνική πρόοδο, από εκείνα που παλεύουν για το ιστορικό πισωγύρισμα και ανάλογα να κρίνει τις εξελίξεις. Όμως ο Λιναρδάτος του 1977-1978 είχε ξεμάθει πια να σκέπτεται με τέτοιο ταξικό κριτήριο… Όπως, βεβαίως, και πολλοί άλλοι πριν και μετά από αυτόν… Αλλά και σ’ αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε, εκ των πραγμάτων. Με αυτές τις παρατηρήσεις μας ολοκληρώνεται μια πρώτη ενδεικτική πολιτική σκιαγράφηση του Σπύρου Λιναρδάτου και της γραμμής στην οποία κινείται το έργο του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», όπως προκύπτει από τις πρώτες σελίδες του. 25


Το πώς «εξειδικεύεται» αυτή η γραμμή πλεύσεως στα μεγάλα ιστορικά ζητήματα που δημιουργήθηκαν από τις εξελίξεις του 1949-1957 θα το διαπιστώσουμε στην περαιτέρω πορεία αυτής της έρευνάς μας.

2. Το ΚΚΕ και οι σχέσεις του με τις «αριστερές δυνάμεις» και το Κέντρο στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τα ιστορικά γεγονότα και η αστική-ρεφορμιστική «οπτική γωνία» του Σπύρου Λιναρδάτου. Ο Σπύρος Λιναρδάτος στο ιστορικό του έργο, «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πορεία που ακολουθεί το ΚΚΕ μετά την ήττα του 1949 και προσπαθεί να κρίνει, μέσα από την προσωπική του αντίληψη, τόσο το χαρακτήρα αυτής της πολιτικής γραμμής, όσο και το πώς αυτή «μεταφράστηκε» στην καθημερινή πολιτική πρακτική του κόμματος, στην τακτική του και στις επιλογές των πολιτικών του συμμαχιών τα κρίσιμα εκείνα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του 1950. Όπως είναι εύκολα κατανοητό, ένα επαναστατικό κόμμα, το οποίο βγαίνει από μια βαριά στρατιωτική ήττα σ’ έναν επαναστατικό πόλεμο και το οποίο βρίσκεται υποχρεωμένο να δράσει σε συνθήκες βαρύτατης παρανομίας και συνεχών εξοντωτικών διωγμών από μέρους του αστικού κράτους (κι ενώ μάλιστα η ηγεσία του βρίσκεται μακριά από τη χώρα, σε αναγκαστική προσφυγιά), έχει να αντιμετωπίσει σοβαρότατα και μάλιστα πρωτοφανέρωτα προβλήματα στην περαιτέρω ύπαρξη και δράση του. Είναι αναγκασμένο, πριν καν αναλύσει σε βάθος τα αίτια της ήττας του, να προσπαθήσει να εξασφαλίσει τους όρους ώστε: Α) να συνεχίσει να υπάρχει ως πολιτική οργάνωση μέσα στις λαϊκές μάζες, Β) να διατηρήσει με αμείωτη –κατά το δυνατόν- ένταση την παρέμβασή του σε όλα τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της χώρας, Γ) να διατηρήσει και να δυναμώσει τους πολιτικούς του δεσμούς με τους οπαδούς, τους φίλους ή και γενικότερα τους συμπαθούντες του, Δ) να διατηρήσει τις τυχόν πολιτικές του συμμαχίες και να οικοδομήσει νέες, έστω και προσωρινές και αβέβαιες, ώστε να βελτιώσει τις ίδιες τις συνθήκες της πολιτικής ύπαρξης και δράσης των διωκόμενων μελών και στελεχών του. Μπροστά σ’ αυτά και άλλα τόσα προβλήματα βρέθηκε και το παράνομο ΚΚΕ, μετά το 1949. Οι προσπάθειες της ηγεσίας του στράφηκαν με ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση των βαρύτατων πολιτικών συνθηκών, των ανυπόφορων (κυριολεκτικά ασφυκτικών!) όρων μέσα στους οποίους βρέθηκε το κόμμα με τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου. Η κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκε -με συλλογικές αποφάσεις των κομματικών του οργάνων- ήταν να ανασυγκροτήσει τις παλαιότερες συμμαχίες του με άλλες πολιτικές δυνάμεις του χώρου της Αριστεράς, με τις οποίες είχε 26


συμπορευτεί στα χρόνια της ΕΑΜικής Αντίστασης, και με τις οποίες υπήρξε ένα χάσμα μετά το φούντωμα του Εμφύλιου, το 1947-48. Το ΚΚΕ επεδίωξε μέσα από ένα ευρύτερο αριστερό πολιτικό σχήμα, που δεν θα μπορούσε άμεσα το αντιδραστικό αστικό κράτος να του απαγορεύσει την πολιτική δράση, να απλώσει την κοινωνική και πολιτική του παρέμβαση, να δώσει κουράγιο σε όλο τον αριστερό κόσμο και, κυρίως, να επηρεάσει αποφασιστικά την πορεία του εργατικού-λαϊκού κινήματος στους νέους, μεγάλους, αναπόφευκτους καθημερινούς αγώνες, τους οποίους επέβαλλαν οι ίδιες οι συνθήκες, για το ψωμί, τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, για τη δημοκρατία και την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πολιτική αυτή του ΚΚΕ σκοπό είχε την εξασφάλιση -μέσα από την πολιτική και κοινωνική πάλη των λαϊκών μαζών και των αριστερών δυνάμεων- όσο γινόταν περισσότερων δημοκρατικών ελευθεριών, το σταμάτημα των διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτελέσεων εις βάρος των λαϊκών αγωνιστών, το κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης και την επιστροφή των εξόριστων πολιτικών κρατουμένων κλπ. Για το σκοπό αυτό προσπάθησε με κάθε πρόσφορο μέσο να παρέμβει στις εξελίξεις και να εξασφαλίσει επαφή ακόμα και με αστικοδημοκρατικές δυνάμεις του «φιλελεύθερου-Κεντρώου» χώρου, οι οποίες στις πολιτικές τους διακηρύξεις τάσσονταν υπέρ της «ομαλοποίησης», του «κατευνασμού των παθών» και του «εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής», μέσα στην εφιαλτική εκείνη ατμόσφαιρα της ανοιχτής μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας και της στυγνής και απροκάλυπτης αμερικανοκρατίας, που «έλυνε κι έδενε» στον τόπο μας. Το πιο κλασικό παράδειγμα τέτοιων δυνάμεων στάθηκε η «κεντρώα» συνιστώσα του Νικολάου Πλαστήρα, που πήρε το όνομα «Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου» (ΕΠΕΚ) και η οποία συσπείρωσε στις γραμμές της ένα μεγάλο τμήμα του δημοκρατικού κόσμου –και μάλιστα και πολλούς παλιούς αγωνιστές της Αντίστασηςακριβώς με τα συνθήματα περί «λήθης» του παρελθόντος και «ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης». Στην παράταξη αυτή, άλλωστε, υπήρξαν και αρκετά στελέχη του λεγόμενου «κεντροαριστερού» αστικού πολιτικού κόσμου, που δεν απέρριπταν την «προσέγγιση» ή και τη «συνεργασία» με την Αριστερά (π.χ. ο Γεώργιος Καρτάλης ή ο Κομνηνός Πυρομάγλου, πρώην ηγετικά στελέχη των οργανώσεων ΕΚΚΑ και ΕΔΕΣ, αντίστοιχα, στα χρόνια του αντιφασιστικού αγώνα, παρ’ όλο που οι οργανώσεις αυτές στράφηκαν τελικά εναντίον του ΕΑΜ). Φυσικά, κάθε τέτοιο στέλεχος, όπως και κάθε παρόμοια δύναμη στο σύνολό της, είχε τους δικούς της ιδιαίτερους στόχους από μια συνεργασία –οποιασδήποτε μορφής- με την Αριστερά, είχε τις δικές της επιδιώξεις για πολιτικά οφέλη και για τον έλεγχο του λαϊκού κινήματος. Στον ίδιο το χώρο της Αριστεράς υπήρχε μια ολόκληρη πανσπερμία πολιτικών δυνάμεων σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης, που κατά καιρούς είχαν συνεργαστεί με τους κομμουνιστές, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας-Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΣΚΕ-ΕΛΔ) των Αλέξανδρου Σβώλου και Ηλία Τσιριμώκου, το άλλο «ομώνυμο» Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ιωάννη Πασαλίδη, οι λεγόμενοι «Αριστεροί Φιλελεύθεροι» των Νεόκοσμου Γρηγοριάδη και Σταμάτη Χατζήμπεη, το 27


Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Μιχάλη Κύρκου, η λεγόμενη «Ένωσις Δημοκρατικών Αριστερών» του Ιωάννη Σοφιανόπουλου και άλλοι. Στον αριστερό χώρο, ο πιο σταθερός πολιτικός σύμμαχος του ΚΚΕ, ακριβώς στα δύσκολα χρόνια της έξαρσης του Εμφύλιου (1947-1949) υπήρξε το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας με επικεφαλής τον αγωνιστή Κώστα Γαβριηλίδη, ο οποίος υπέστη το διωγμό, την εξορία και όλες τις κακουχίες της Μακρονήσου, για να αρρωστήσει βαριά και να πεθάνει εξαιτίας της αναλγησίας του αστικού κράτους, όπως θα δούμε παρακάτω. Αλλά βεβαίως και πολλά άλλα στελέχη «αριστερών» κομμάτων της εποχής είχαν υποστεί και υφίσταντο διώξεις και διακρίσεις εις βάρος τους, πολύ δε περισσότερο τα απλά μέλη και οι οπαδοί τους, στους οποίους ο μοναρχοφασισμός είχε κολλήσει την ταμπέλα του «συνοδοιπόρου» των κομμουνιστών. Παρόμοιες διακρίσεις και διώξεις υφίσταντο και πολλοί οπαδοί των «κεντρώων» αστικοδημοκρατικών κομμάτων, εκ μέρους των ακροδεξιών κυρίαρχων μηχανισμών «Ασφάλειας» του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Όλα αυτά δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την επίτευξη πολιτικών συνεργασιών του παράνομου ΚΚΕ, ώστε να προωθήσει τους άμεσους πολιτικούς του στόχους και να επανακάμψει δυναμικά στην πολιτική σκηνή. Προς τα εκεί κινήθηκε, λοιπόν, η τακτική του ΚΚΕ μετά το 1950, για να διαμορφώσει: α) ένα αριστερό νόμιμο πολιτικό σχήμα συνεργασίας και β) –αν σταθεί δυνατόν- ένα «πανδημοκρατικό», ας το πούμε, μέτωπο –επίσημο ή ανεπίσημο- που θα βελτίωνε τους όρους της πολιτικής ζωής και της παρέμβασης του ίδιου του ΚΚΕ. Απώτερος, βέβαια, στόχος ήταν η άρση των εμφυλιοπολεμικών συνθηκών και η επαναφορά του ΚΚΕ σε συνθήκες νόμιμης πολιτικής δράσης. Στην προσπάθειά του αυτή το ΚΚΕ συνέπραξε με τους λεγόμενους «σοσιαλιστές» του αριστερού χώρου σε πολιτικά σχήματα, όπως η «Δημοκρατική Παράταξη», που καθοδηγούνταν ουσιαστικά από το ΣΚΕ-ΕΛΔ και το κόμμα του Σοφιανόπουλου το 1950, ο «Δημοκρατικός Συναγερμός», ενόψει και των δημοτικών εκλογών του 1951 (μαζί με τους Μιχάλη Κύρκο, Σταμάτη Χατζήμπεη κ.α.) και τελικά στη δημιουργία, μετά πολλών κόπων και βασάνων!- του κόμματος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) τον Αύγουστο του 1951, ενός πολιτικού σχήματος που διατηρήθηκε και σημάδεψε την πολιτική πορεία της χώρας μας ως το 1967, ως την επιβολή δηλ. της εφτάχρονης φασιστικής τυραννίας. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ προώθησε πολλές επί μέρους άτυπες ή και πιο «επίσημες» συνεργασίες στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με πολιτικά στελέχη του «Κέντρου», ενώ καθόλου δεν απέρριπτε την προώθηση και μιας γενικότερης πολιτικής «συνεργασίας με την ΕΠΕΚ», αν βέβαια κατόρθωνε να εξασφαλίσει μιαν ουσιαστική θετική αλλαγή των όρων της πολιτικής πραγματικότητας, δηλαδή μια ουσιαστική δέσμευση των «Κεντρώων» για σταμάτημα των πολιτικών διώξεων. 28


Η πολιτική αυτή γραμμή του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1950 δεν ήταν ούτε ευθύγραμμα ανοδική, ούτε απαλλαγμένη από λάθη, αντιφατικές προσεγγίσεις ακόμα και από αυταπάτες για το ρόλο αυτών των συμμάχων, στους οποίους απέβλεπε. Αποζητούσε το ΚΚΕ τη συμμαχία για τη βελτίωση των όρων ζωής του ελληνικού λαού και την εξασφάλιση των πολιτικών του ελευθεριών μέσα σ’ ένα βαθύτατα εχθρικό πολιτικό περιβάλλον, όπου η άρχουσα τάξη και οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές πάτρωνές της αρνούνταν οποιαδήποτε ουσιαστική δημοκρατική παραχώρηση και υπονόμευαν κάθε σχετική προσπάθεια, ενώ ξεκάθαρο στόχο τους είχαν την πλήρη πολιτική χειραγώγηση των αστικών κομμάτων που διεκδικούσαν την εξουσία. Η ντόπια πλουτοκρατία και η αμερικανοκρατία έβλεπαν στα πρώτα κρίσιμα μετεμφυλιακά χρόνια το λεγόμενο «Κέντρο» ως παράγοντα χρήσιμο για την οριστική επιβολή, τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, αφού πίστευαν ότι αυτό θα κατάφερνε να ελέγχει και να ποδηγετεί αποτελεσματικότερα τις λαϊκές μάζες και μαζί και την Αριστερά, με συνθήματα και ελπίδες για δημοκρατικές ελευθερίες και σταμάτημα των διώξεων. Φυσικά, το αστικό σύστημα δεν είχε τότε κανένα σκοπό να επιτρέψει σε κανέναν πολιτικό του εκπρόσωπο να αποδεχτεί την επαναφορά σε συνθήκες -τυπικής έστω«νομιμότητας» του ΚΚΕ, ούτε -πολύ περισσότερο- να θίξει τους όρους της απόλυτης κυριαρχίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα. Ο αντικομμουνισμός ήταν η δεδομένη επίσημη ιδεολογία και η εφιαλτική καθημερινή πρακτική όλων των αστικών κομμάτων, αν ήθελαν να έχουν την παραμικρή ελπίδα να γλείψουν ένα κοκαλάκι από τη διαχείριση της εξουσίας, και η απόλυτη προσήλωση στην αμερικάνικη Πρεσβεία και στα Ανάκτορα ήταν ο απαραίτητος όρος για την ύπαρξή τους στο αστικό πολιτικό προσκήνιο. Η πολιτική «κατευνασμού» π.χ. του Πλαστήρα ήταν περισσότερο σύνθημα, άνευ ουσίας, ενώ ελάχιστα και εντελώς αναιμικά, πρόσκαιρα και αντιφατικά ήταν τα όποια μέτρα πάρθηκαν για το σταμάτημα ορισμένων πολιτικών διώξεων ή εκτελέσεων. Ούτε βέβαια και είχε κάποιον πραγματικό πολιτικό σκοπό «εκδημοκρατισμού» και «πολιτικής ισοτιμίας» το λεγόμενο «Κέντρο», όπως απέδειξε ο βίος και η πολιτεία του στην εξουσία το 1950-1952. Να το πούμε πιο απλά: το «Κέντρο» θεωρούσε καλοδεχούμενες τις κομμουνιστικές και αριστερές ψήφους, αν πήγαιναν στη δική του κάλπη, θεωρούσε όμως εχθρική και καταπολεμούσε, όπως ακριβώς και η Δεξιά, με τη δύναμη της κρατικής βίας, κάθε αποφασιστική πολιτική δράση του ΚΚΕ και της Αριστεράς μέσα στις μάζες. Έλεγχο του αριστερού κινήματος προς όφελος του συστήματος γύρευε η «Κεντρώα» ηγεσία, για την εξουδετέρωση κάθε «κινδύνου» που θα απειλούσε τον ελληνικό καπιταλισμό και την ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Ταυτόχρονα, και μέσα στον «αριστερό» χώρο δεν ήταν καθόλου σπάνια η προσπάθεια των μικρών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και ηγεσιών να εκμεταλλευτούν το κύρος και την πολιτική επιρροή του ΚΚΕ στον ελληνικό λαό, που παρέμενε αμείωτη, παρά την ήττα του 1949, ώστε να επωφεληθούν πολιτικά και 29


εκλογικά, παραμερίζοντας το παράνομο ΚΚΕ στο ρόλο του κομπάρσου. Ο πολιτικαντισμός, η ίντριγκα και η πολιτική προστυχιά δεν ήταν καθόλου -μα καθόλου- άγνωστη στους χώρους αυτούς, με τους οποίους το ΚΚΕ επεδίωκε συνεργασία και ενιαία πολιτική έκφραση… Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκε η γραμμή της ηγεσίας του παράνομου ΚΚΕ, που χαρακτηρίζεται -εν πολλοίς- από μια διαρκή προσπάθεια να επιτύχει τη συνεργασία που επιθυμούσε και, ταυτόχρονα, από …διαρκείς πολιτικές αντιθέσεις και διαμάχες με τους λεγόμενους «συμμάχους», πραγματικούς ή επίδοξους, σταθερούς ή ασταθείς, παλιούς ή νεόκοπους. Το ΚΚΕ αναπτύσσει τη γραμμή των συνεργασιών και της ενιαίας έκφρασης της Αριστεράς, ως επαναστατικό όμως κόμμα δεν διαχέεται μέσα στα συμμαχικά σχήματα, διατηρεί τις παράνομες κομματικές του οργανώσεις, την αυτόνομη πολιτική και οργανωτική του δράση. Προσπαθεί να συνεργαστεί με τους «σοσιαλιστές» πολιτικούς που παρουσιάζονται ως φίλοι, ή ως ευεπίφοροι στην πολιτική της κοινής δράσης και, την ίδια ώρα, βρίσκει απ’ αυτούς τους ίδιους τη μεγαλύτερη δυνατή -και ύπουλη!- υπονόμευση κάθε προσπάθειας που δεν ελέγχουν απόλυτα! Ως η μεγαλύτερη δύναμη της Αριστεράς, φυσικά και το ΚΚΕ επιδιώκει την «ηγεμονία» και τον έλεγχο των εξελίξεων στον πολιτικό αυτό χώρο, όμως δεν πηγαίνουν καθόλου πίσω και οι περισσότεροι εκ των … «συνοδοιπόρων» του (για να θυμηθούμε και την εμφυλιοπολεμική ορολογία της Δεξιάς!). Προσπαθεί το ΚΚΕ να πάρει με το μέρος του, όσο γίνεται περισσότερο τη μεγάλη μάζα των δημοκρατών που ακολουθούσαν το «Κέντρο», προσπαθεί να εξασφαλίσει επαφές με «κεντροαριστερά» πολιτικά στελέχη, για να επηρεάσει προς το θετικότερο, όπως πιστεύει, την πολιτική γραμμή του «Κέντρου» και, την ίδια ώρα, προσκρούει πάνω στο δεδομένο αντικομμουνιστικό τείχος, στο οποίο συμμετέχει η «Κεντρώα» ηγεσία, ως εκ της θέσεώς της στο δεδομένο αστικό πολιτικό σύστημα. Και την ίδια αυτή ώρα, ούτε η εσωκομματική κατάσταση στο ίδιο το ΚΚΕ εξελίσσεται αδιατάρακτη, καθώς συγκρούονται αντίθετες πολιτικές πλατφόρμες σε ηγετικό επίπεδο, τόσο για τα γεγονότα που προηγήθηκαν, όσο και για το μέλλον του κόμματος. Ούτε, επίσης, οι οργανώσεις του στην Ελλάδα μπορούν πάντα να συντονιστούν, να ξεπεράσουν τα εμπόδια της διαλυτικής δράσης της …κρατικής Ασφάλειας, που με κάθε τρόπο, όχι μόνο με τη βία αλλά και με οποιαδήποτε προβοκατόρικη μέθοδο, προσπαθεί να εξουδετερώσει κάθε δράση του ΚΚΕ, κάθε προσπάθεια επιτυχίας της ανασυγκρότησής του και των συμμαχιών του… Στις συνθήκες αυτές φουντώνει μέσα στο χώρο του ΚΚΕ η καχυποψία, όχι μόνο για το ρόλο των φερόμενων ως φίλων ή και πιθανών συμμάχων, αλλά ακόμα και για το ρόλο των ίδιων των μελών και των στελεχών της μιας ή της άλλης παράνομης οργάνωσης του κόμματος, οι οποίες δρουν μέσα σε βαριά παρανομία, χωρίς σταθερή σύνδεση και συντονισμό, συχνά εντελώς ξεκομμένες η μια από την άλλη… Στην ηγεσία του ΚΚΕ που βρίσκεται στο εξωτερικό φτάνουν συνεχώς αλληλοσυγκρουόμενες, αντιφατικές ή και υποβολιμαίες, συκοφαντικές κατηγορίες για το ρόλο του ενός ή του άλλου στελέχους. Η καχυποψία συχνά γίνεται άκριτη 30


«χαφιεδολογία», χωρίς ψύχραιμη και επαρκή εκτίμηση των δεδομένων. Έτσι και οι κρίσεις και οι αποφάσεις της ηγεσίας δεν είναι πάντα αντικειμενικές και ακριβοδίκαιες, κι αυτό φουντώνει ακόμη περισσότερο τη σύγχυση, την καχυποψία και το φόβο για τους …πανταχού παρόντες «χαφιέδες», «πράκτορες» και «προβοκάτορες» που απειλούν το κόμμα. Από την πλευρά της η κρατική Ασφάλεια του αστικού καθεστώτος έχει κάθε λόγο να επιτείνει αυτή τη σύγχυση και την καχυποψία στο χώρο του ΚΚΕ και της Αριστεράς, με κάθε μέσο. Ξέρει πόσο αποτελεσματικό είναι το «διαίρει και βασίλευε»! Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, χωρίς καμιά διάθεση εξωραϊσμού ή συσκότισης σχετικά με τα λάθη, τις ελλείψεις, τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις της πολιτικής του γραμμής, πρέπει να αντικρίζουμε και να κρίνουμε τις τοποθετήσεις του ΚΚΕ, της Κεντρικής του Επιτροπής και του ηγέτη του, Νίκου Ζαχαριάδη, στα κρίσιμα και τόσο βασανιστικά εκείνα χρόνια του 1950-1952. Κι όπως πάντα κριτήριο του επαναστάτη ιστορικού αναλυτή θα πρέπει να είναι το συμφέρον της εργατικής τάξης, του εργαζόμενου λαού, του ίδιου του λαϊκού κινήματος, ώστε όσα λάθη και αντιφάσεις επισημαίνονται να μην επαναληφθούν ξανά και επωφεληθεί έτσι, για άλλη μια φορά, το καπιταλιστικό σύστημα. Να κριθεί, βεβαίως, κι όταν πρέπει να επικριθεί και η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και το Πολιτικό του Γραφείο και ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, όχι όμως με κριτήριο το τι συνέφερε στο …«Κέντρο» και στον Πλαστήρα ή στη μικροαστική σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, του Σβώλου, του Τσιριμώκου και του Μιχάλη Κύρκου! Από εντελώς αντίθετο, όμως, πολιτικό πρίσμα βλέπει και καταγράφει όλα αυτά τα σχετικά γεγονότα ο Σπύρος Λιναρδάτος, σ’ αυτό τον Α΄ τόμο του έργου του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», που μας απασχολεί σ’ αυτή μας την ανάλυση. Ο Λιναρδάτος ήδη στο κεφ. 1, σελίδα 56, σκεπτόμενος ως ένας καθαρά αστός ρεφορμιστής (= μεταρρυθμιστής) πολιτικός αναλυτής βρίσκει ότι: «κύριος εκφραστής του αιτήματος για ανανέωση, συμφιλίωση, ισονομία, για μια νέα πορεία του έθνους» έγινε μεταπολεμικά το κόμμα του Ν. Πλαστήρα. Έτσι, απλά, «ουδέτερα» δήθεν και με αταξικούς όρους κρίνει τα πράγματα και συμβάλλει στη δημιουργία του αντίστοιχου αυτού πολιτικού μύθου, που μας ταλανίζει εδώ και δεκαετίες, ένα πρώην στέλεχος του ΚΚΕ, ένα στέλεχος που μάλιστα γνωρίζει πάρα πολύ καλά ποιος ήταν ο ταξικόςπολιτικός ρόλος του «Κέντρου» το 1950-1952. Το κάνει μάλιστα αυτό ένας ιστορικός που ξέρει πολύ καλά -και δεν μπορεί να αποκρύψει- το πώς συγκροτήθηκε με εντολή του ίδιου του …αμερικάνου γκαουλάιτερ, μίστερ Γκρέιντι, το κόμμα της ΕΠΕΚ, το πώς αυτό προωθήθηκε στην εξουσία με σχετική απόφαση και πολιτικές μεθοδεύσεις των ΗΠΑ, το 1951, και πώς αυτό το ίδιο κόμμα ωθήθηκε στην πτώση με απόφαση και ανάλογες μεθοδεύσεις και πάλι των ΗΠΑ, διαμέσου του νέου τους γκαουλάιτερ στην Ελλάδα, του μίστερ Πιουριφόι το 1952, όταν πια οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές επέλεξαν την καθαρόαιμη σκληρή Δεξιά του Παπάγου ως διαχειριστή της αστικής εξουσίας… 31


Ο Σπύρος Λιναρδάτος χτίζει το μύθο του «δημοκράτη» και «προοδευτικούπατριώτη» Πλαστήρα, παρ’ όλο που γνωρίζει καλά ότι αυτός στάθηκε πάντοτε δεκανίκι του καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της Ελλάδας! Το αποδεικνύουν, άλλωστε οι πολιτικές δηλώσεις του …ίδιου του Πλαστήρα (στις 1512-1949), τις οποίες παραθέτει ο Λιναρδάτος στο βιβλίο του και μπορεί να τις διαβάσει και να τις κρίνει ο αναγνώστης στη σελίδα 57 της έκδοσης στην οποία αναφερόμαστε. Αυτές αποδεικνύουν χωρίς περιστροφές ότι ο Πλαστήρας ήταν πέρα ως πέρα χειροκροτητής της αμερικανοκρατίας, ως συνειδητός, φυσικά, πολιτικός ηγέτης του ελληνικού καπιταλισμού. Στη σελίδα 58, ο Λιναρδάτος παραθέτοντας το κείμενο της επιστολής του Πλαστήρα (της 18ης-12-1949) προς τον Κομνηνό Πυρομάγλου, αφήνει την αίσθηση ότι αυτή είναι μια απόδειξη των επαινετικών του κρίσεων για τον Πλαστήρα. Δεν μας πείθει καθόλου! Ο Πλαστήρας ούτε «αντιαμερικάνος» (δηλ. αντιιμπεριαλιστής), ούτε αντικαπιταλιστής υπήρξε ποτέ του. Τα παράπονα που διατυπώνει στην επιστολή αυτή, σε μας φανερώνουν απλώς ότι η πολιτική φαγωμάρα ανάμεσα στους τότε πολιτικούς ηγέτες και ανάμεσα στις αντίστοιχες μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης που αυτοί εξέφραζαν, ήταν μεγάλη και διαρκής. Και γίνονταν ακόμα πιο έντονη, εφόσον όλοι τους επιδίωκαν την εύνοια των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών για να προωθηθούν στην εξουσία εις βάρος των ανταγωνιστών τους! Έπαιρνε μάλιστα, ενίοτε, και …ακραίες μορφές, όπως η αναφερόμενη άρνηση χορήγησης του διαβατηρίου από το ελληνικό κράτος προς τον Πλαστήρα, για να ταξιδέψει τότε στις ΗΠΑ, ή η …άρνηση πολλών καπιταλιστών να …επιχορηγήσουν οικονομικά τον Πλαστήρα, στην προσπάθειά του να διεκδικήσει ξανά την εξουσία! Αυτά όμως τα έχει σε τέτοιες εποχές η αστική πολιτική ζωή! Δεν επισφραγίζουν δα και κανένα …διαβατήριο προς την παράταξη της κοινωνικής προόδου!! Επίσης, τα γραφόμενα από τον Πλαστήρα και πάλι προς τον Πυρομάγλου στην επιστολή της 30ης-12-1949, που παρατίθενται από τον Λιναρδάτο αμέσως παρακάτω, αποδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι ο αντικομμουνιστής Πλαστήρας ήταν σαφέστατα πιο έξυπνος αστός πολιτικός από τους έξαλλους δεξιούς ανταγωνιστές του εκείνης της εποχής, αφού δηλώνει ότι στοχεύει ξεκάθαρα να δορυφοροποιήσει γύρω από τον εαυτό του και να αχρηστέψει –προς όφελος του αστικού συστήματος- την ΕΑΜική σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, που αποτέλεσε κατά καιρούς (τουλάχιστον ως το 1945-1946) σύμμαχο του ΚΚΕ. Όλα αυτά βέβαια βάζουν σε προβληματισμό κάθε κομμουνιστή και κάθε συνεπή αριστερό αναλυτή εκείνης της περιόδου αναφορικά με την πηγή των αυταπατών στο χώρο του ΚΚΕ των σχετικών με τον Πλαστήρα και το ρόλο του. Γιατί, οπωσδήποτε, ο Σπύρος Λιναρδάτος δεν ήταν ο μόνος ο οποίος πίστεψε και διέδωσε παρόμοιους ιστορικούς μύθους για τον …προοδευτικό, δημοκράτη και καλοπροαίρετο «συμφιλιωτή» Νικόλαο Πλαστήρα… Η «πηγή του κακού» είναι, κατά τη γνώμη μας, οι ιδεολογικές ανεπάρκειες στην πολιτική ανάλυση εκ μέρους πολλών ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ εκείνης της 32


εποχής και πάνω απ’ όλα η επίδραση του πολιτικού καιροσκοπισμού (του οπορτουνισμού) που είχε ήδη απλωθεί σαν καρκίνωμα μέσα στα ίδια τα σπλάχνα των ΚΚ. Εδώ οι ευθύνες της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι, επίσης, μεγάλες. Το ίδιο και οι ευθύνες της ηγεσίας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος… Με το ίδιο ακριβώς ρεφορμιστικό-οπορτουνιστικό του πρίσμα ο Σπύρος Λιναρδάτος: Α) Στη σελ.61 επαναλαμβάνει τη γνωστή αντίληψη ότι η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ στα 1950 είναι «εξτρεμιστική» και επομένως δεν βοηθάει στη συγκρότηση συμμαχιών! Προφανώς ο ιστορικός μας αναλυτής θα επιθυμούσε διακαώς την …άνευ όρων παράδοση του ΚΚΕ στην ασφυκτική αγκάλη του «Κέντρου», για να στηριχτεί ο «μεγάλος δημοκράτης και συμφιλιωτής» Πλαστήρας, ώστε να εδραιώσει πιο εύκολα την ισχύ του μεταπολεμικού -αμερικανοτραφούς κι αμερικανοστήριχτου!- ελληνικού καπιταλισμού… Β) Στη σελ.108 παραθέτει χωρίς μια στοιχειώδη μαρξιστική-ταξική ανάλυση την έκκληση του ΣΚΕ-ΕΛΔ στις αρχές του 1950 για το «δημοκρατικό μέτωπο της Αριστεράς με τον Νικόλαο Πλαστήρα». Δεν επισημαίνει πουθενά ο ιστορικός μας αυτό που γίνεται ολοφάνερο στο συγκεκριμένο κείμενο του κόμματος των Σβώλου και Τσιριμώκου, ότι δηλαδή η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς επεδίωκε διακαώς στα 1950 την «εξυγίανση» και την «ανανέωση» του ελληνικού καπιταλισμού σε αγαστή συνεργασία με το «Κέντρο», με τις ψήφους φυσικά …των οπαδών και φίλων του ΚΚΕ! Βλέπουμε, δηλαδή εδώ αυτό που ήδη επισημάναμε και παραπάνω, ότι οι σκοποί μιας συνεργασίας με το «Κέντρο» στα 1950 διέφεραν ριζικά μεταξύ του ΚΚΕ και των «αριστερών», δηλ. των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων της εποχής. Γιατί είναι άλλο πράγμα να προσπαθείς μέσω πολιτικών ελιγμών να βγάλεις το κεφάλι σου από το κύμα που σε πνίγει κι άλλο να θέλεις να συνδιαχειριστείς το κυρίαρχο καθεστώς μαζί μ’ αυτούς που θέλουν να σε πνίξουν! Κι αλίμονο, σ’ αυτόν που θα θελήσει να ξεσκεπάσει όσους έχουν σκοπό να πνίξουν το εργατολαϊκό κίνημα στο βούρκο της αστικής πολιτικής… Τότε ο Λιναρδάτος δεν φείδεται των επικριτικών του χαρακτηρισμών. Έτσι στο κεφ.2, στις σελίδες 141-142, επιτίθεται ξανά στον Νίκο Ζαχαριάδη, για το γεγονός ότι ο ηγέτης του ΚΚΕ βγήκε τελικά και ξεσκέπασε τον Πλαστήρα, χαρακτηρίζοντάς τον όργανο της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα. Η άποψη αυτή του Ζαχαριάδη κρίνεται «έξαλλη» και ο ίδιος χαρακτηρίζεται «μαινόμενος»! Πώς αλλιώς μπορούσε να γίνει, όταν στη σελ. 143 έχουμε ακόμα μια πληθωρική έκφραση του προσωπικού θαυμασμού του Λιναρδάτου προς την πολιτική φυσιογνωμία του Πλαστήρα!… Να, όμως, που ο θαυμασμός αυτός δεν περιορίζεται καθόλου στο πρόσωπο του ηγέτη του αστικοδημοκρατικού «Κέντρου»! Για να δοθεί ολοκληρωμένη η πολιτική γραμμή του Σπύρου Λιναρδάτου, πρέπει ανάλογα εύσημα να απονεμηθούν και στους σοσιαλδημοκράτες «αριστερούς» ηγέτες, που επικρίθηκαν από τον … «έξαλλο» και «μαινόμενο» …δαίμονα του ΚΚΕ!! 33


Στο κεφ. 4, στις σελίδες 257-260, όπου παρουσιάζονται τα γεγονότα σχετικά με τις δημοτικές εκλογές του Απρίλη του 1951, κι ενώ παραδέχεται ότι: «Τα γεγονότα πολύ γρήγορα θα δικαιώσουν τους εκπροσώπους του Δημοκρατικού Συναγερμού (που υποστήριζε το ΚΚΕ), γιατί θα αποδείξουν ότι οι ψήφοι της Δημοκρατικής Παρατάξεως (Σβώλου, Τσιριμώκου, Σοφιανόπουλου) προέρχονταν οι περισσότερες από πολίτες που ακολουθούσαν ακόμα τη γραμμή και την ηγεσία του ΚΚΕ», ο Λιναρδάτος δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση ότι για τη διάσπαση του ευρύτερου αριστερού χώρου σ’ αυτές τις εκλογές ευθύνεται δήθεν η …αδιάλλακτη στάση του Δημοκρατικού Συναγερμού και όχι η κωλυσιεργία και το πολιτικάντικο πείσμα των ρεφορμιστών ηγετών Τσιριμώκου και Σοφιανόπουλου, που γύρευαν να επιβάλουν τους δικούς τους όρους. Παρουσιάζει, τρόπον τινά, τους παράγοντες του φιλοκομμουνιστικού Δημοκρατικού Συναγερμού να παραπλανούν και να … «εκβιάζουν» τον προαλειφόμενο για υποψήφιο δήμαρχο Αθήνας όλης της Αριστεράς, Δημήτριο Γονατά, να υπογράψει άρον-άρον τη δική τους πολιτική πλατφόρμα, ερήμην του Σοφιανόπουλου και των ομοίων του… Έτσι δικαιολογεί την τελική άρνηση του Γονατά να κατέβει ως κοινός αριστερός υποψήφιος στην Αθήνα. Ζαχαριαδικός δάκτυλος ακραίων αριστερών στοιχείων!! Έτσι σκέφτεται ο πρώην κομμουνιστής Σπύρος Λιναρδάτος. Και φτάνει στο κωμικοτραγικό αποτέλεσμα να χαρακτηρίσει ως … «άκρα Αριστερά»(sic!) έναν Δημοκρατικό Συναγερμό στον οποίον πρωταγωνιστούσαν οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί όπως ο Μιχάλης Κύρκος κι ο Σταμάτης Χατζήμπεης, σύμμαχοι βεβαίως σ’ εκείνη τη φάση του ΚΚΕ, οι οποίοι αγανάκτησαν, όπως αγανάκτησε και το ΚΚΕ, από τα ηγεμονιστικά, μικροπολιτικάντικα τερτίπια, από τις ατέρμονες παραπλανητικές διαβουλεύσεις και τα …διαβούλια των διάφορων Τσιριμώκων, Σβώλων, Σοφιανόπουλων και συντροφίας… Και επιμένει ακόμα ο Λιναρδάτος ότι «η έντονη πολεμική του ΚΚΕ» ήταν αυτή η οποία «στένευε το αριστερό μέτωπο». Έτσι γράφεται η ιστορία απ’ όσους έκαναν σκοπό της ζωής τους την υποταγή του ΚΚΕ και του λαϊκού κινήματος στο «Κέντρο» και στον αστικό ρεφορμισμό, δηλαδή στο καπιταλιστικό σύστημα. Με ανάλογο τρόπο στο κεφ.5, στις σελ.320-321 ο Λιναρδάτος αποδίδει στο ΚΚΕ και στον Ζαχαριάδη τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην ίδρυσή του ο πολιτικός συνασπισμός της ΕΔΑ, τον Αύγουστο του 1951. Και σ’ αυτή την προσπάθεια «ενοποίησης» των δυνάμεων του αριστερού χώρου το ΚΚΕ αντιμετώπισε τα ίδια ακριβώς τεχνάσματα εκ μέρους των δυνάμεων του ΣΚΕ-ΕΛΔ και άλλων σοσιαλδημοκρατών, που και πάλι γύρευαν την πρωτοκαθεδρία και τον πλήρη πολιτικό έλεγχο του υπό ίδρυση σχήματος. Αυτή τη φορά, μάλιστα, ήταν οι πολιτικάντικες επιδιώξεις και μεθοδεύσεις και του Μιχάλη Κύρκου ένας από τους κυριότερους παράγοντες που δυσκόλεψαν τη συγκρότηση της συμμαχίας με τη μορφή του κοινού αριστερού κόμματος. Και το ΣΚΕ-ΕΛΔ των Σβώλου-Τσιριμώκου και το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό κόμμα του Μιχάλη Κύρκου στα 1951 «κονταροχτυπιούνται» και μεταξύ τους, αλλά 34


και τα δυο μαζί!- με το ΚΚΕ, για το ζήτημα της ηγεμονίας στο χώρο της Αριστεράς. Εκ των πραγμάτων, το ΚΚΕ ήταν η πιο ισχυρή συνιστώσα και γι’ αυτό επιμένει σταθερά στις απόψεις του για τη μορφή και την ηγεσία της αριστερής συμμαχίας. Αλλά η πολιτική σκέψη του Σπύρου Λιναρδάτου, όταν γράφει οριστικά πια -μετά τη μεταπολίτευση- και εκδίδει το βιβλίο του, δεν μπορεί πλέον να ανεχθεί καμιά προσπάθεια του ΚΚΕ να ηγεμονεύσει σ’ έναν αριστερό πολιτικό σχηματισμό, ούτε βέβαια να έχει -ταυτόχρονα με τη δράση του σ’ αυτό το συνασπισμό- και την αυτόνομη πολιτική και οργανωτική του ύπαρξη και δράση ως προλεταριακό, μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα. Αυτή, ακριβώς, η αυτόνομη δράση του ΚΚΕ έγινε εδώ και δεκαετίες ένα «καρφί στο μάτι» όσων επεδίωκαν τον έλεγχο και την εξουδετέρωσή του, μέσω της διάχυσής του σε … «μετριοπαθείς» αριστερούς συνασπισμούς ή μάλλον σε ρεφορμιστικά σχήματα. Γι’ αυτό και από εκείνα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 χτυπούσαν με κάθε μέσο την πολιτική του ΚΚΕ και, ως συνέπεια, υφίσταντο την κριτική ή και την πολεμική εκ μέρους της ηγεσίας του. Πολεμική -πολύ σκληρή μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις- που ακουγόταν σ’ όλη την Ελλάδα μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού του κόμματος, «Ελεύθερη Ελλάδα», ο οποίος εξέπεμπε από τις σοσιαλιστικές χώρες. Την πολεμική αυτή της ηγεσίας του ΚΚΕ δέχτηκαν το καλοκαίρι του 1951 όλοι εκείνοι οι πολιτικοί παράγοντες που -ενώ εμπλέχτηκαν στις διαδικασίες ίδρυσης της ΕΔΑ- θεωρήθηκε ότι δρουν ενάντια στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ και επιδιώκουν ιδιοτελείς σκοπούς. Κι αν ακόμα δεχτούμε την άποψη του Λιναρδάτου ότι ήταν ατελέσφορη η τακτική της χρήσης από το ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ βαριών εκφράσεων και χαρακτηρισμών εις βάρος των ρεφορμιστών- ασταθών συνομιλητών ή και συμμάχων του κόμματος (του τύπου «πράκτορες», «ύποπτοι» κ.τ.ο.) είναι, όμως, πασιφανές ότι ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» δεν έτρεφε καμιά απολύτως συμπάθεια στην προσπάθεια του ΚΚ να κυριαρχήσουν στον αριστερό χώρο οι απόψεις του και να υποσκελίσουν αυτές που το επαναστατικό προλεταριακό κόμμα θεωρούσε «συνθηκολόγες» και αντεπαναστατικές, άρα και επιζήμιες για το εργατικό κίνημα. Άλλωστε, ο Λιναρδάτος σ’ αυτό το σημείο του έργου του μιλάει γενικόλογα ενάντια στην πολεμική του ΚΚΕ, αποφεύγοντας να μας αναφέρει για ποιους συγκεκριμένους λόγους επικρίθηκαν κάθε φόρα τα συγκεκριμένα αυτά πρόσωπα και το τι ακριβώς τους επέρριπτε ο ραδιοσταθμός του κόμματος. Σε ένα σημείο μάλιστα αυτών των αναφορών του, νομίζουμε ότι ο Λιναρδάτος προσπαθεί να στηρίξει τη δική του επικριτική άποψη για την ηγεσία του ΚΚΕ με μια σκόπιμη, εντελώς απαράδεκτη ιστορική ανακρίβεια. Αυτό το κάνει όταν προσπαθεί να αποδώσει την αντίθεση που εξέφρασε την 1-9-1951το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ στην ομιλία του Νεόκοσμου Γρηγοριάδη (της 31 ης-8-1951), στο γεγονός ότι «ο Ζαχαριάδης είχε επαναφέρει το σύνθημα της Γ΄ Διεθνούς για την αυτοδιάθεση των Σλαβομακεδόνων» από την 5η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, το Γενάρη του 1949! 35


Όσο και αν θεωρήσουμε ότι δίκαια ο Λιναρδάτος επικρίνει ως ζημιογόνα και ατελέσφορη τη διατύπωση-ελιγμό που έκανε σε μια πολύ κρίσιμη χρονική καμπή -για τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας- η ηγεσία του ΚΚΕ (όταν το 1949 οι εφεδρείες του εξαντλούνταν πια απελπιστικά και έπρεπε να διατηρήσει - μετά τη ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με την ΕΣΣΔ- την παραμονή στον ΔΣΕ μεγάλου μέρος των Σλαβομακεδόνων, που τους επηρέαζε ήδη η γραμμή του Τίτο), αφού πράγματι η διφορούμενη διατύπωση της 5 ης Ολομέλειας έγινε αφορμή να ξεσπάσει ολόκληρος προπαγανδιστικός πόλεμος του αστικού κράτους ενάντια στο ΚΚΕ περί «προδοσίας», ο ιστορικός μας «ξεχνά» να αναφέρει ότι η διατύπωση αυτή της 5ης Ολομέλειας για τους Σλαβομακεδόνες είχε ήδη αναιρεθεί από την αμέσως επόμενη, την 6η Ολομέλεια του φθινοπώρου του 1949!! Η 6η αυτή Ολομέλεια τόνισε ξεκάθαρα ότι σκοπός του ΚΚΕ είναι να βαδίσουν μαζί με ολόκληρο τον ελληνικό λαό και οι Σλαβομακεδόνες μειονοτικοί στο χτίσιμο μιας νέας, λαοκρατούμενης Ελλάδας, κοινής πατρίδας όλου του λαού της. Πουθενά στην πολιτική του ΚΚΕ το 1951 δεν υπάρχει υπαινιγμός για «ανεξαρτητοποίηση» των Σλαβομακεδόνων μειονοτικών. Τι λόγο θα είχε, άλλωστε, να το κάνει αυτό ο Ζαχαριάδης, όταν πλέον είχε γίνει ολοφάνερο ότι μόνο η ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας υπό τον Τίτο είχε συμφέρον να επωφεληθεί από το άνοιγμα «μακεδονικού ζητήματος»; Έτσι, λοιπόν, οι λόγοι για τους οποίους διατυπώθηκαν έντονες επικρίσεις εις βάρος του Γρηγοριάδη από το ΚΚΕ, είναι, προφανώς, ολότελα διαφορετικοί από το πυροτέχνημα που εκτοξεύει άκριτα -πάνω στον αντιζαχαριαδικό του οίστρο- ο Σπύρος Λιναρδάτος. Αν έχουν, ίσως, μια κάποια σχέση με το ζήτημα των Σλαβομακεδόνων, τότε αυτή –πιθανότατα- έγκειται στη διατύπωση του λόγου του Γρηγοριάδη, που έδωσε την εντύπωση ότι αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη και τα αυτονόητα δικαιώματα της σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, κάτι το οποίο θεωρήθηκε απαράδεκτο και ανιστόρητο από το ΚΚΕ. Ο Μιχάλης Π. Λυμπεράτος, στο βιβλίο του «Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ», στη σελ.226, αναφερόμενος στην καταδίκη αυτής της ομιλίας του Γρηγοριάδη από το ραδιοσταθμό του ΚΚΕ και την αποχώρηση των «Αριστερών Φιλελευθέρων» από την ΕΔΑ δεν τη συνδέει διόλου με το ζήτημα των Σλαβομακεδόνων, αλλά με τη βαθύτερη και έντονη αντίθεση του Νεόκοσμου Γρηγοριάδη προς όλη την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ. Γράφει, συγκεκριμένα, ότι: «…ο Νεοκ. Γρηγοριάδης είχε από πολύ νωρίς ανοίξει εσωτερικό μέτωπο με το ΚΚΕ, το οποίο κατηγορούσε ως αντιπατριωτικό και εξτρεμιστικό. Ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ στην Αθήνα θεωρούσε περίπου τον Γρηγοριάδη ως εχθρό του ΚΚΕ και υπογράμμιζε στην επικοινωνία του με το ΠΓ του ΚΚΕ, ότι ο Γρηγοριάδης επαιρόταν ακόμα και μέσα στη Βουλή ότι ήταν απολύτως αντίθετος στο ΚΚΕ, ότι πολέμησε τους μπολσεβίκους στην Ουκρανία το 1918 και ότι ήταν αναφανδόν κατά του ιστορικού υλισμού και υπέρ της πατρίδας και της θρησκείας. Μάλιστα, στους κόλπους του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ είχε αποδοθεί βαρύτητα στην πληροφορία ότι οι 36


Γρηγοριάδης και Χατζήμπεης απεργάζονταν συστηματικά την προσχώρησή τους στο κόμμα του Σοφοκλή Βενιζέλου. Θρυαλλίδα για την αποχώρηση των Αριστερών Φιλελευθέρων ήταν μια προεκλογική ραδιοφωνική ομιλία του Γρηγοριάδη, την οποία ο σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» από το Βουκουρέστι καταδίκασε ως αντισοβιετική και ζήτησε την καταψήφιση του ομιλητή στις εκλογές.». Στα ζητήματα, όμως, τόσο των σχέσεων του ΚΚΕ με το «Κέντρο» όσο και με τους ρεφορμιστές «συμμάχους» του αριστερού χώρου ο Λιναρδάτος επανέρχεται και στα επόμενα κεφάλαια του έργου του. Στο κεφ.6, σελ.379-380, ο ιστορικός συγγραφέας επικρίνει ξανά την ανάλυση του ΚΚΕ (αυτή τη φορά την απόφαση της 2ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, του 1951) για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Στη σελίδα 380 διαβάζουμε την εκτίμηση ότι « η απόφαση επιβεβαίωσε την αδυναμία της ηγεσίας του ΚΚΕ να διακρίνει τις αποχρώσεις και τις διαφορές (εννοεί: των αστικών κομμάτων) σε όλη τους την ένταση και να εκτιμήσει ρεαλιστικά την κατάσταση ύστερα από την ήττα του». Γιατί τα γράφει αυτά ο Λιναρδάτος; 1) Επειδή είναι αντίθετος με την απόφαση αυτή του ΚΚΕ, η οποία κατήγγειλε το ρόλο του Πλαστήρα στο αστικό πολιτικό παιχνίδι που είχε στήσει στην Ελλάδα η ντόπια πλουτοκρατία κι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, ενώ ταυτόχρονα προέβλεψε ότι -σε επόμενη φάση αυτού του παιχνιδιού- η ίδια αυτή αμερικανοκρατία θα φρόντιζε, αφού πρώτα χρησιμοποιήσει όσο μπορεί τον Πλαστήρα, να τον «ξεφορτωθεί», ανοίγοντας το δρόμο στο νέο εκλεκτό της, τον Αλέξανδρο Παπάγο, του οποίου το «άστρο» ανερχόταν πλέον προς το μεσουράνημά του στο αστικό πολιτικό στερέωμα. Κι όμως, η πρόβλεψη αυτή του ΚΚΕ, που την κατακρίνει ο Λιναρδάτος, επιβεβαιώθηκε ολότελα, αφού πρώτα (το Μάρτη 1952) ο Πλαστήρας και η κυβέρνησή του βάφτηκε στο αίμα του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του … 2) Επειδή, στη σελ.381, ο ιστορικός μας θεωρεί λανθασμένη την εκτίμηση του ΚΚΕ ότι ο Ελληνικός Συναγερμός του Παπάγου ήταν ένα «φασιστικό» πολιτικό κόμμα και ο αρχηγός του ένας «επίδοξος δικτάτορας». Κατά τη γνώμη μας, είναι ξεκάθαρο ότι το μόνο σημείο όπου μπορεί να έχει δίκαιο ο Λιναρδάτος είναι η εκτίμησή του ότι το κόμμα του Παπάγου ήταν πράγματι ένα σκληρό δεξιό κόμμα της εποχής, αλλά το οποίο παρέμενε μέσα στο πλαίσιο του αστικού κοινοβουλευτισμού και δεν ήταν φασιστικό, με την κυριολεκτική έννοια αυτού του όρου. (Ο όρος «φασιστικίζον» κόμμα που χρησιμοποιεί εδώ ο Λιναρδάτος, για να αποδώσει τις ακροδεξιές ιδεολογικές απόψεις ενός μέρους του Ελληνικού Συναγερμού, μας φαίνεται μάλλον αδόκιμος και φιλολογικά, αλλά και πολιτικά). Ωστόσο, η διαρκής προσπάθειά του να μας πείσει ότι η ΕΠΕΚ του Πλαστήρα ήταν πράγματι ένα συνεπές «κίνημα δημοκρατικής αλλαγής μέσα στο αστικό πλαίσιο» δεν νομίζουμε ότι επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα. Η εκτίμηση αυτή του 37


Λιναρδάτου αντιστρατεύεται την ίδια την ιστορική πραγματικότητα, που απέδειξε ότι η ηγεσία της ΕΠΕΚ ήταν ένας από τους 2 κυρίαρχους πολιτικούς πόλους του αστικού συστήματος, ένα πραγματικό αντιστύλι του ελληνικού καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Η επιμονή αυτή του Σπύρου Λιναρδάτου φανερώνει ότι σκοπός του ήταν η μετατροπή του ΚΚΕ και γενικά του αριστερού μας κινήματος σε απλό πολιτικό δεκανίκι του «Κέντρου», σπέρνοντας (ή επιτείνοντας) αυταπάτες στον αριστερό κόσμο, στα ίδια τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ. Και πέραν του πασίγνωστου γεγονότος ότι η γραμμή των εντύπων του «δημοσιογραφικού Συγκροτήματος» του Λαμπράκη ήταν αυτή ακριβώς στο συγκεκριμένο ζήτημα, και αυτή ακριβώς παρέμεινε για δεκαετίες, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Λιναρδάτος, πολύ πριν συνάψει επαγγελματικούς δεσμούς με το «Συγκρότημα» έκανε πράξη, όπως και όλη η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, αυτήν ακριβώς τη «γραμμή συνθηκολόγησης»! Αυτό συνέβη μετά τις δραματικές εξελίξεις στο ΚΚΕ το 1956 και τη σχετική οπορτουνιστική μετάλλαξη που υπέστησαν το ΚΚΕ και η ΕΔΑ στο σύνολό τους. Έτσι στη δεκαετία πια του 1960 και κυρίως το 1963-1967 το ΚΚΕ και η ΕΔΑ μετατράπηκαν πράγματι σε …ουραγούς του «Κέντρου»!! Και –τι ειρωνεία της ιστορίας!- έγιναν πλέον ουραγοί και δεκανίκια όχι του Πλαστήρα, αλλά του διαβόητου Γεωργίου Παπανδρέου, του οποίου οι πολιτικές αμαρτίες και οι βαρύτατες εγκληματικές ενέργειες εναντίον του ελληνικού λαού, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, στα κρίσιμα χρόνια της Αντίστασης και της Απελευθέρωσης είναι αδύνατον να συγκριθούν ή να ισοσταθμιστούν με όλα μαζί τα σφάλματα και τις σκόπιμες αστικές επιλογές του Νικολάου Πλαστήρα… Αυτή ουσιαστικά τη γραμμή υποταγής του αριστερού μας κινήματος προσπαθεί παντού να δικαιολογήσει ο Λιναρδάτος, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, όταν αυτή η γραμμή έγινε πραγματικότητα… Ο Σπύρος Λιναρδάτος θα μπορούσε βεβαίως να επισημάνει, και θα είχε δίκαιο σ’ αυτό, ότι ήταν πράγματι αντιφατικό το ΚΚΕ να ξεσκεπάζει τον πολιτικό ρόλο της ΕΠΕΚ και του Πλαστήρα και να εξακολουθεί παρά ταύτα να επιμένει ότι απαιτείται η συγκρότηση δημοκρατικού μετώπου όλων των πατριωτικών-δημοκρατικών δυνάμεων, άρα και …μέτωπο με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, ενάντια στην αμερικανοκρατία και στον φασισμό! (βλ. την απόφαση της 2 ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ στη σελίδα 381 του βιβλίου). Η αντίφαση αυτή φυσικά είναι υπαρκτή, σημαδεύει την τότε πολιτική γραμμή του ΚΚΕ και δίκαια δέχεται την κριτική διαφόρων μελετητών. Από ποια σκοπιά, όμως, και με ποιες στοχεύσεις εξαπολύεται η κριτική; Μια κριτική στο ΚΚΕ για ιδεολογική ασυνέπεια ή ανεπάρκεια είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από μια κριτική που αποσκοπεί στο να εδραιώσει και να βαθύνει αυτή την ασυνέπεια και την ανεπάρκεια, ρίχνοντας το κόμμα της εργατικής τάξης στο λαθεμένο δρόμο του πλήρους συμβιβασμού με την αστική τάξη! Εμείς, χωρίς καμιά απολύτως διάθεση να εξωραΐσουμε τις υπαρκτές αυτές αντιφάσεις και ασυνέπειες, μπορούμε απλώς να παρατηρήσουμε ότι μιλώντας για «δημοκρατικόπατριωτικό μέτωπο» το ΚΚΕ εννοούσε κατά βάση τη σύμπραξη με το δημοκρατικό38


προοδευτικό κόσμο που ακολουθούσε το «Κέντρο» με τα πολλά και διάφορα, πραγματικά δημοκρατικά μικροαστικά στοιχεία, τα οποία στελέχωναν την ΕΠΕΚ και όχι μόνον. Πιθανότατα, το ΚΚΕ αποσκοπούσε με την τακτική του αυτή να διεμβολίσει το λεγόμενο «Κεντρώο» χώρο και να κερδίσει τη συμπάθεια των οπαδών και φίλων της ΕΠΕΚ και των άλλων «κεντρώων» κομμάτων, φέρνοντάς τους σε αντιπαράθεση προς τις σαφώς αντικομμουνιστικές επιλογές του κάθε Πλαστήρα, Βενιζέλου, Παπανδρέου κλπ. ηγετών τους. Θεωρούσε το ΚΚΕ ότι έχει βάσιμους λόγους να προσδοκά ότι θα συγκροτηθεί τελικά μια τέτοια συμμαχία, καθώς είναι γνωστή η ΕΑΜική προέλευση πολλών εκατοντάδων χιλιάδων οπαδών του «Κέντρου», ακόμα και δεκάδων πολιτικών στελεχών του. Άλλο πράγμα είναι αν δικαιώθηκε αυτή η γραμμή του ΚΚΕ. Γιατί, μπορούμε εδώ να πούμε, προτρέχοντας ίσως των γεγονότων που αναλύουμε, ότι η μόνη φορά που φάνηκε να δικαιώνεται στην πράξη μια τέτοια σύμπραξη ήταν στις εκλογές του 1956, μέσα από το σχήμα της «Δημοκρατικής Ενώσεως» ενάντια στην ΕΡΕ και στο … «τριφασικό» καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και τότε, όμως, η ΕΔΑ και το ΚΚΕ εξαναγκάστηκαν σε δυσανάλογες για το μέγεθος της δύναμής τους πολιτικές υποχωρήσεις έναντι των «κεντρώων», αλλά και ορισμένων …δεξιών εκλογικών τους συμμάχων, ενώ τελικά, παρά την εκλογική σύμπραξη της αντιπολίτευσης το τριφασικό τερατούργημα του Καραμανλή κατόρθωσε να του δώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία με …λιγότερο συνολικό αριθμό ψήφων από την αντιπολίτευση!! Για τέτοιας ποιότητας δημοκρατία μιλάμε στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950!!! Ένας αμερόληπτος σχετικά ιστορικός, πολύ δε περισσότερο ένας επαναστάτης, επιστήμονας του μαρξισμού, θα όφειλε εδώ να επισημάνει όλες τις αντιφάσεις και ασυνέπειες της πολιτικής του ΚΚΕ και να διερευνήσει τις αιτίες τους. Σκοπός, όμως του Σπύρου Λιναρδάτου ήταν αφενός να φιλοτεχνήσει ένα εξωραϊσμένο πορτραίτο του Πλαστήρα και γενικά του «Κέντρου» και αφετέρου να δικαιολογήσει πολιτικά τις μετέπειτα συμβιβαστικές επιλογές της αριστερής ηγεσίας στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε, με άλλοθι τις επικρίσεις –δίκαιες ή άδικες!- εναντίον όλων των πολιτικών επιλογών της προηγούμενης ηγεσίας του ΚΚΕ, την οποία κυριολεκτικά δαιμονοποιεί στα μάτια των αναγνωστών του. Κλείνοντας, λοιπόν αυτή την πλευρά της κριτικής μας ανάλυσης στο έργο του, πρέπει βεβαίως να σταθούμε σε όσα γράφονται από τον Σπύρο Λιναρδάτο στο κεφ.9, το τελευταίο του Α΄ τόμου του έργου του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», στην τωρινή επανέκδοσή του, σχετικά με το περίφημο πια ζήτημα της αυτόνομης εκλογικής καθόδου της ΕΔΑ στις εκλογές της 16 ης Νοεμβρίου 1952. Ναι, βρισκόμαστε ακριβώς στην εποχή που, σύμφωνα με την αστική προπαγάνδα, το ΚΚΕ έριξε το σύνθημα «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» και …βοήθησε, λένε, με τη στενοκεφαλιά του την άνοδο της Δεξιάς για τα επόμενα 11 χρόνια στην εξουσία, εις βάρος των δημοκρατικών ελευθεριών και της κοινωνικής προόδου κλπ, κλπ.!! Πόσο μελάνι έχει χυθεί και πόση σπέκουλα έχει γίνει πάνω σ’ αυτή την επιλογή της αυτόνομης καθόδου της ΕΔΑ το 1952!!! Ένας ολόκληρος «ιστορικός μύθος» 39


σκαρώθηκε και διαδόθηκε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, με προφανέστατο στόχο τη συντριβή της επαναστατικής γραμμής του ΚΚΕ και την επιβολή τής άνευ όρων ιδεολογικής και πολιτικής παράδοσής του στην κυρίαρχη αστική πολιτική… Ο Σπύρος Λιναρδάτος είναι ένας από τους πιο βασικούς φορείς διάδοσης και επιβολής αυτού του μύθου στην ιστοριογραφία για τα γεγονότα αυτής ακριβώς της συγκυρίας. Στις σελίδες 599- 600 του βιβλίου του, ο Λιναρδάτος εξαπολύει άλλη μια επίθεση στον Ζαχαριάδη και στο ΚΚΕ για το σύνθημα «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», το οποίο μάλλον αποτελεί μια απλοϊκή ή εκχυδαϊσμένη ερμηνεία της πολύ σωστής πολιτικής διαπίστωσης του εκλογικού προγράμματος του ΚΚΕ, που μεταδόθηκε από το ραδιοσταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» στις 21-10-1952, που έλεγε ότι και ο Παπάγος και ο Πλαστήρας, δηλαδή και οι δυο κύριοι διεκδικητές της αστικής εξουσίας, ήταν: «…λακέδες της αμερικανοκρατίας (…) οι δυο όψεις του ίδιου αμερικάνικου νομίσματος.». Ο Λιναρδάτος επικρίνει απόλυτα αυτή την άποψη, παρ’ όλο που -όπως γίνεται ολοφάνερο- από τα ίδια τα γεγονότα, που αυτός ο ίδιος παραθέτει στο βιβλίο του, η άποψη αυτή του ΚΚΕ ήταν απόλυτα βασισμένη στα πολιτικά δεδομένα και τις εξελίξεις εκείνης ακριβώς της εποχής. Και δεν μιλάμε εδώ μόνο για το κορυφαίο γεγονός της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, ούτε για τις ασταμάτητες διώξεις και διακρίσεις εναντίον του αριστερού κόσμου, που εξακολούθησε να διεκπεραιώνει η κυβέρνηση της ΕΠΕΚ, παρά τις κάλπικες διακηρύξεις της. Μιλάμε για το γεγονός ότι -όπως μαρτυρούν οι ίδιες οι ιστορικές καταγραφές του Λιναρδάτου: 1) Η ίδια η κυβέρνηση της ΕΠΕΚ, κατ’ εντολήν των ΗΠΑ θέσπισε το πλειοψηφικό καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα, που αποδείχτηκε κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Ελληνικού Συναγερμού και του Παπάγου. 2) Η ίδια η κυβέρνηση της ΕΠΕΚ, πριν τις εκλογές του 1952 «δείχνει ζωηρή αντικομμουνιστική δραστηριότητα». Διαλύει τη νεολαία της ΕΔΑ, εξυφαίνει σχέδια για την ίδια τη διάλυση της ΕΔΑ, απεργάζεται σχέδια για τη θέσπιση επίσημης δήλωσης αποκήρυξης του ΚΚΕ και «νομιμοφροσύνης» στο καθεστώς, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για τη συμμετοχή στις εκλογές, προχωρά σε δίκη σκοπιμότητας των αγωνιστών κομμουνιστών ναυτεργατών, επικηρύσσει ως «ληστάς»(sic!!!) τα στελέχη του ΚΚΕ που βρίσκονταν τότε παράνομα στην Ελλάδα, Ευθύμη Μπράτσο και Σταύρο Καρά, συνεργεί ουσιαστικά στη δολοφονία του βαριά άρρωστου ηγέτη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας, Κώστα Γαβριηλίδη, μετεκτοπισμένου τότε στον Άι Στράτη, αν και …εκλεγμένου βουλευτή της ΕΔΑ, και σκαρώνει μέσω του υπουργού της Κ. Ρέντη νέα σκευωρία εναντίον του ΚΚΕ, με την «ανακάλυψη» δήθεν σχεδίων «κομμουνιστικού σαμποτάζ» στη …Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης… (Για όλα αυτά βλ. τις σελ. 586-587 του βιβλίου του Λιναρδάτου). 3) Η ίδια η ηγεσία του «Κέντρου» αποδοκίμασε το έντιμο άρθρο της εφημερίδας «Προοδευτική Αλλαγή» του (κεντρώου) Σάββα Παπαπολίτη, που έγραψε την αλήθεια για την ηρωική αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ! Είναι χαρακτηριστική η παράθεση από τον Λιναρδάτο του ακατάσχετου αντικομμουνιστικού, ανιστόρητου υβρεολόγιου, 40


που εξαπέλυσαν ενάντια στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, με αφορμή αυτό το άρθρο, ο Πλαστήρας, ο Βενιζέλος και ο Παπανδρέου από κοινού με την …αμερικάνικη πρεσβεία της Αθήνας. (Βλ. στις σελ. 589-590 του ίδιου βιβλίου). 4) Ο δεξιός Ελληνικός Συναγερμός του Παπάγου, βαδίζοντας προς τις εκλογές του Νοέμβρη του 1952, «έχει αξιόλογη συμμετοχή παραγόντων του Κέντρου», δηλαδή συσπειρώνει στις γραμμές του όλους τους καιροσκόπους πολιτικάντηδες του «Κέντρου», που έβλεπαν ότι με το πλειοψηφικό θα μείνουν εκτός του Κοινοβουλίου και έσπευσαν να «γλείψουν» εκεί όπου έφτυναν πριν, δηλ. στο κόμμα της … «επάρατης, αντιδημοκρατικής» Δεξιάς!!! Πρώτος και καλύτερος μεταξύ αυτών που – όντως!- υλοποίησαν το «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», ήταν ο διαβόητος Γεώργιος Παπανδρέου, που έσπευσε να συμπαραταχθεί υπό την λεοντήν του κραταιού «Στρατάρχου» Παπάγου!! (βλ στις σελ.591-592 του βιβλίου του Λιναρδάτου). 5) Εκτός από το άθλιο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, που φέρνει και ψηφίζει μαζί με τον Ελληνικό Συναγερμό, με σκοπό ολοφάνερο να διαγουμίσει εκλογικά την ΕΔΑ, η κυβέρνηση της ΕΠΕΚ προωθεί το καλλιεργούμενο από τη Δεξιά, κλίμα «πόλωσης» αυτών των εκλογών, παίζοντας αποφασιστικά το παιχνίδι που επέλεξε η …πρεσβεία των ΗΠΑ. (βλ. οπ. π., στη σελ.594). 6) «Επιδίωξη του Κέντρου είναι να απορροφήσει όλους, αν γίνεται, τους ψηφοφόρους της Αριστεράς» (βλ. οπ. π., στη σελ 595. Ο ίδιος ο Λιναρδάτος το ομολογεί!). 7) Το ΚΚΕ, παρ’ όλα αυτά, απευθύνει μια λογική και συμβιβαστική πρόταση στον Πλαστήρα για ένα κοινό ψηφοδέλτιο των ΕΠΕΚ-ΕΔΑ, που θα έδινε μια ικανή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και στην Αριστερά! Και, φυσικά, η πρόταση αυτή και πάλι απορρίπτεται από την ΕΠΕΚ… Ο Λιναρδάτος, αν και φανατικός αντιζαχαριαδικός, δεν μπορεί να αποκρύψει αυτό το γεγονός. Βρίσκει όμως τον τρόπο να το υποτιμήσει και να το επικρίνει ως ανέφικτο γιατί τάχα έφταιγε η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, που δεν έδινε γην και ύδωρ στο «Κέντρο»… Γι’ αυτό άλλωστε και σπεύδει να υποστηρίξει τη …συμβιβαστική πρόταση ουσιαστικής …παράδοσης της ΕΔΑ στην ΕΠΕΚ, που διατύπωσε το 1952 ο Ηλίας Ηλιού, υπό το μανδύα της «ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων», πρόταση, όμως, που απορρίφθηκε από την ηγεσία της ΕΔΑ και από τον ίδιον μάλιστα τον πρόεδρο του κόμματος, Γιάννη Πασαλίδη. (βλ. στη σελ.597 του βιβλίου). -Και για να καταλάβουμε μέσα σε ποιες συνθήκες έδινε τον εκλογικό αγώνα του το αριστερό μας κίνημα, αξίζει να θυμηθούμε ότι μέχρι και σε απροκάλυπτη λογοκρισία- απαγόρευση μετάδοσης του ραδιοφωνικού προεκλογικού λόγου της ΕΔΑ προέβη το φθινόπωρο του 1952 η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δ. Κιουσόπουλου, που είχε προσωρινά αντικαταστήσει εκείνη της … «δημοκρατικής» ΕΠΕΚ, για τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών! (βλ. οπ. π., στη σελ. 601)…Και μετά απ’ όλα αυτά έρχεται ο Λιναρδάτος να …επικρίνει το ΚΚΕ και την ΕΔΑ γιατί δεν αβαντάρισαν εκλογικά τον Πλαστήρα και την ΕΠΕΚ το 1952! Κάθε λογική εδώ έχει «πάει περίπατο»! Μάλλον η εμπάθεια περισσεύει και συσκοτίζει την ιστορική αλήθεια. 41


Πάντα αυτό, όμως, συμβαίνει όταν σκοπός ενός ιστορικού συγγραφέα είναι να επιβάλει τελικά τα δικά του προκατασκευασμένα συμπεράσματα και να δικαιολογήσει τη δική του δράση, τις δικές του επιλογές, ακόμα κι όταν σκόπιμα κρύβεται πίσω από τη μάσκα του …αμερόληπτου παρατηρητή των γεγονότων. Η ανάλυση της τοποθέτησης του Λιναρδάτου για το ζήτημα των συμμαχιών του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ξεσχίζει, επομένως, κάθε μάσκα και κάθε μανδύα, και μας αποκαλύπτει την αλήθεια για το συγγραφέα αυτόν και τις προθέσεις του.

3. Ο Σπύρος Λιναρδάτος για τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Διαρκής επίθεση -από δεξιές αναθεωρητικές και αντιδραστικές θέσεις- εναντίον της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Νίκου Ζαχαριάδη Από την ίδια τη θεματολογία του και τη χρονική συγκυρία στην οποία αναφέρεται (γεγονότα του 1949-1952), ο Α΄ τόμος του τετράτομου ογκώδους ιστορικού έργου του Σπύρου Λιναρδάτου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα εσωτερικά πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά προβλήματα του παράνομου ΚΚΕ, στις αντιθέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ των ηγετικών του στελεχών και στους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίστηκαν όλα αυτά από την ηγεσία του, με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη. Στα πρώτα αυτά μετεμφυλιακά χρόνια το ΚΚΕ προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί και να χαράξει μια νέα στρατηγική και τακτική με βάση τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την ήττα, αλλά και μέσα στις νέες διεθνείς συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί μετά τη δημιουργία του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ανατολική Ευρώπη και στην Κίνα και μετά το φούντωμα του λεγόμενου «Ψυχρού Πολέμου», που εξαπολύθηκε από τον ιμπεριαλισμό για να ανακοπεί η πορεία της ανθρωπότητας προς το Σοσιαλισμό. Η νέα αυτή κατάσταση έχει πολλαπλές επιδράσεις και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο γνωρίζει μια πρώτη διάσπαση, ήδη στα 1948, όταν η ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας υπό τον Γιόζιπ Μπροζ Τίτο έρχεται σε αντιπαράθεση με το Διεθνές Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων (το γνωστό ως ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ), σχετικά με τις μεθόδους που μεταχειρίζεται στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και στην καθοδήγηση του ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας. Η αντιπαράθεση παίρνει οξύτατη μορφή και μετατρέπεται σε βαθιά ρήξη του γιουγκοσλαβικού κράτους με τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες λαϊκές δημοκρατίες. Η Γιουγκοσλαβία όχι μόνο αλλάζει εσωτερική πολιτική κατεύθυνση, αλλά ουσιαστικά στρέφεται προς τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ακολουθεί μια πολιτική η οποία θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην έκβαση του ελληνικού Εμφύλιου πολέμου, αλλά και στις εσωτερικές πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις που θα παρατηρηθούν στις 42


άλλες σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως και στα ΚΚ των χωρών της Δύσης. Η ΕΣΣΔ κατηγορεί ανοιχτά την ηγεσία του Βελιγραδίου για αποστασία και προδοσία, για πέρασμα στο στρατόπεδο του εχθρού, ενώ οι τιτοϊκοί ηγέτες κατηγορούν την ΕΣΣΔ για επέμβαση στις υποθέσεις τους και παρουσιάζουν τη Γιουγκοσλαβία ως ένα «υποψήφιο θύμα της απειλής που προέρχεται από τον Στάλιν, τη Μόσχα και τα κράτη-δορυφόρους της ΕΣΣΔ». Η δυτική προπαγάνδα αναπαράγει με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο τις κατηγορίες των Γιουγκοσλάβων ηγετών, ενώ οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές προσπαθούν να θέσουν υπό οικονομικό έλεγχο τη νέα κατάσταση σ’ αυτή τη βαλκανική χώρα, ώστε η οικονομική εξάρτηση να φέρει και τον πλήρη πολιτικό έλεγχο της Γιουγκοσλαβίας, τον οποίο επιδιώκουν, πιστεύοντας ότι αυτή μπορεί να γίνει προγεφύρωμα εξαγωγής της αντεπανάστασης σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο θεωρούνται αυτή την εποχή εχθρικά στοιχεία όσοι κομμουνιστές υποστηρίζουν την ΕΣΣΔ και τις θέσεις της ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ. Διώχνονται από το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και πολλοί απ’ αυτούς αντιμετωπίζουν και τη σκληρή κρατική καταστολή κάθε μορφής. Αντίστοιχα στις σοσιαλιστικές χώρες, σε συνδυασμό φυσικά με πολλές άλλες εσωτερικές αντιθέσεις που συνεπάγεται η δύσκολη, μεταβατική εκείνη περίοδος προς το σοσιαλισμό, θα θεωρηθούν εχθρικά στοιχεία ορισμένα –ίσως και σημαίνοντα μέχρι τότε- στελέχη των ΚΚ που φέρονται ως φιλικά προσκείμενα προς τις απόψεις του Τίτο, σχετικά με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, και θα απομακρυνθούν από τις θέσεις τους. Στο βαθμό που –δικαίως ή αδίκως- η ιδεολογική αντιπαράθεση θα συνδυαστεί με υποψίες και κατηγορίες (βάσιμες ή αβάσιμες) για συμμετοχή τέτοιων στελεχών σε «εχθρικές ενέργειες με παρακίνηση του Τίτο και των δυτικών νέων του φίλων» (π.χ. σε απόπειρες πραξικοπημάτων), ορισμένα από αυτά τα πρώην ηγετικά στελέχη των ΚΚ της Ανατολικής Ευρώπης θα υποστούν αυστηρότατες δικαστικές κυρώσεις που φτάνουν ως και στην εσχάτη των ποινών… Καθώς φουντώνει ο Ψυχρός Πόλεμος και η στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς δυσμάς, και σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της ήττας στον Εμφύλιο πόλεμο, μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ θα φουντώσει η υφέρπουσα αντιπαράθεση σειράς ηγετικών στελεχών του κόμματος με τις θέσεις της ηγεσίας Ζαχαριάδη. Θα εμφανιστούν πολιτικές πλατφόρμες, οι οποίες στρέφονται ενάντια στην πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία, ενάντια σε πολλές από τις εξηγήσεις που αυτή δίνει για την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, ενάντια στην τακτική που εισηγείται και ακολουθεί για την ανασυγκρότηση του κόμματος στην Ελλάδα κλπ. Η αντιπαράθεση θα πάρει συχνά τη μορφή του «φραξιονισμού» (δηλαδή της δημιουργίας ομάδων που αντιτίθενται προς τις ψηφισμένες από τα συλλογικά όργανα αποφάσεις, ομάδων που δρουν εναντίον της ηγεσίας με κάθε τρόπο, προσπαθώντας να πάρουν τα στελέχη και τα μέλη των οργανώσεων του κόμματος με το μέρος τους). Αυτό, βεβαίως, έρχεται σε αντίθεση με το καταστατικό του ΚΚΕ και η ηγεσία Ζαχαριάδη αντιδρά με καταγγελίες εναντίον των «φραξιονιστικών» ομάδων και των 43


ηγετικών τους στελεχών. Προχωρά -σε ορισμένες περιπτώσεις- σε απομάκρυνση από την καθοδήγηση ή και σε διαγραφή από το ΚΚΕ στελεχών, με τα οποία η αντίθεση έχει πάρει χαρακτήρα ανοιχτής πολεμικής (Μάρκος Βαφειάδης, Μήτσος Παρτσαλίδης, Κώστας Καραγιώργης…). Είναι η εποχή όπου θα δημιουργηθούν αντιθέσεις για την τακτική του «όπλου παρά πόδα» ή του «όπλου αντίστροφα» που εισηγείται η ηγεσία στις αντίστοιχες μετεμφυλιακές ολομέλειες της Κεντρικής Επιτροπής, είναι η εποχή που θα δημιουργηθεί αντίθεση και αντιπαράθεση: α) για το ποιοι άνθρωποι και ποιες πολιτικές τακτικές οδήγησαν στην ήττα τόσο το 1944, όσο και το 1949, β) για το εάν έφταιξε περισσότερο το «πισώπλατο χτύπημα του Τίτο» ή η απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ να μετατρέψει τον ΔΣΕ από στρατό που χρησιμοποιεί την παρτιζάνικη τακτική (τον ανταρτοπόλεμο) σε στρατό που προσπαθεί να χτυπήσει τον εχθρό κατά μέτωπον με κλασικές πολεμικές μεθόδους ενός τακτικού στρατού κλπ. Οι πλατφόρμες αυτές, που χαρακτηρίζονται «φραξιονιστικές» και «αντιηγετικές», θα καταδικαστούν, με συντριπτική πλειοψηφία από την 3 η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το 1950, τα στελέχη που τις προωθούσαν θα απομακρυνθούν ή θα διαγραφούν, ενώ σε μια από τις περιπτώσεις αυτών των στελεχών, στην περίπτωση του Κώστα Γυφτοδήμου-Καραγιώργη η διαγραφή του θα εξελιχτεί σε δίωξή του από τις αρχές ασφάλειας της Ρουμανίας για …υπονομευτική δράση υπέρ του Τίτο. Ο Καραγιώργης φυλακίζεται από τους Ρουμάνους και αυτό θα έχει δραματικές επιπτώσεις στην υγεία και στη ζωή του, γιατί θα επιδεινωθεί η μετατραυματική του κατάσταση (από πολεμικό τραύμα στο κεφάλι κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου) και η πάθηση του σε συνδυασμό με τις συνθήκες κράτησης θα επιταχύνει το θάνατό του (1954)… Φυσικά, το μεγάλο αυτό ανθρώπινο δράμα του παλιού κομμουνιστήαγωνιστή σε συνδυασμό με τη βίαιη πολεμική του Ζαχαριάδη ενάντια στον Καραγιώργη, η οποία φτάνει σε ακραίους και απαράδεκτους χαρακτηρισμούς, θα οδηγήσει έκτοτε όλους τους αντιπάλους του Ζαχαριάδη να φορτώσουν σ’ αυτόν το θάνατο του Καραγιώργη στη ρουμανική φυλακή (μιλώντας για …σκόπιμη και μεθοδευμένη εξόντωσή του Καραγιώργη από τον Ζαχαριάδη κ.τ.ο.). Πάντως, είναι πολύ χαρακτηριστικό μέσα στο κλίμα της εποχής ότι και η ηγεσία του ΚΚΕ αποδίδει στους «φραξιονιστές» αντιπάλους της φιλοτιτοϊκές και αντισοβιετικές προθέσεις, αλλά και εκείνοι από την πλευρά τους κάνουν ακριβώς το ίδιο εναντίον του Ζαχαριάδη! (Είναι χαρακτηριστικά τα σχετικά κείμενα του Μάρκου Βαφειάδη, οι σχετικές «καταγγελίες» του Μήτσου Παρτσαλίδη και του Κώστα Καραγιώργη, που μάλιστα είχαν διαβιβαστεί απευθείας στη σοβιετική ηγεσία… Δηλαδή, αυτή την εποχή δεν υπάρχει στο ηγετικό επιτελείο του ΚΚΕ καμιά επίσημα εκφρασμένη συμπάθεια υπέρ της πολιτικής γραμμής του Τίτο, σαν αυτές που θα εμφανιστούν αργότερα και των οποίων ανοιχτός φορέας είναι ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα»…). Η κατάσταση αυτή, άσχημη ούτως ή άλλως, θα επηρεάσει και τα στελέχη του κόμματος που παραμένουν στην Ελλάδα. Η πλειοψηφία τους εμφανίζεται σαφέστατα 44


με το μέρος της ηγεσίας του κόμματος, ωστόσο αρχίζει κι εδώ το ρεύμα της «αμφισβήτησης». Το θέμα των πολιτικών αντιπαραθέσεων μπλέκεται αξεδιάλυτα με το οργανωτικό πρόβλημα του κόμματος που βρίσκεται στην παρανομία και υπό συνεχή δίωξη. (Για την κατάσταση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ στην Ελλάδα ήδη μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο). Οι επιπτώσεις και στο εσωτερικό της χώρας των φραξιονιστικών προβλημάτων και αντιπαραθέσεων θα εντείνουν την υπάρχουσα καχυποψία και θα οδηγήσουν σε ροή πληροφοριών προς την ηγεσία για πρόσωπα και καταστάσεις στην Ελλάδα, πληροφοριών οι οποίες συχνά δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μίγμα καχυποψίας, εμπάθειας και προσωπικών αντιθέσεων, που καταλήγουν στη διαβολή… και στη συκοφαντία. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα η ηγεσία του ΚΚΕ προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις κομματικές οργανώσεις, αλλά ο Νίκος Μπελογιάννης (που με απόφαση του κόμματος, ηγείται αυτής της προσπάθειας, έχοντας έλθει στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1950 και δρώντας στην παρανομία) πέφτει δυστυχώς στα νύχια της κρατικής Ασφάλειας και η κατάσταση επιδεινώνεται. Με το φούντωμα της υπόθεσης Μπελογιάννη και ακριβώς στα τέλη του 1951, που τελειώνει η πρώτη του δίκη, ξεσπάει η «υπόθεση των ασυρμάτων» και το σκάρωμα της δεύτερης δίκης εναντίον του Μπελογιάννη και των συντρόφων του με τη χαλκευμένη συκοφαντική κατηγορία «περί κατασκοπείας»… Η «υπόθεση των ασυρμάτων» οδηγεί στην άδικη καταγγελία της ηγεσίας του ΚΚΕ εναντίον του «ασυρματιστή» Νίκου Βαβούδη και, λίγο πριν το τραγικό εκείνο τέλος του Μάρτη του 1952, η ηρωική προσπάθεια του Νίκου Πλουμπίδη να σώσει τη ζωή του Μπελογιάννη, παίρνοντας ο ίδιος στους ώμους του κάθε ευθύνη για τη λειτουργία των ασυρμάτων, οδηγεί στην αποκήρυξη του Πλουμπίδη από το κόμμα στο οποίο ο ίδιος είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή. Έτσι έκτοτε ο Ζαχαριάδης θα φορτωθεί για άλλη μια φορά τις συνέπειες μιας άδικης κατηγορίας εναντίον ενός ακόμα στελέχους του ΚΚΕ, ενός στελέχους μάλιστα το οποίο, λίγο αργότερα, θα έχει την ίδια τραγική κατάληξη με τον Νίκο Μπελογιάννη και θα πέσει κάτω από τα βόλια του εκτελεστικού αποσπάσματος του ταξικού αντιπάλου, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΚΚΕ, το οποίο την ίδια ώρα τον κατηγορούσε για …προδοσία εναντίον του κόμματος. Ιστορία δραματική θα πει κάποιος, αφού εδώ συμπλέκονται αξεδιάλυτα ο ηρωισμός και το δίκιο του αγώνα με την αδικία και την ποταπότητα της συκοφαντίας. Όποιος όμως δεν αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις μέσα από το πρίσμα της έντασης της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και διεθνώς, όποιος σταθεί μόνο στη δραματική επιφάνεια των γεγονότων, χωρίς να ψάξει τα βαθύτερα αίτιά τους, όποιος επίσης αντιμετωπίσει αυτές τις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις επιδερμικά και με βάση τους ανθρώπινους χαρακτήρες, τις φιλοδοξίες, τους εγωισμούς και τα πάθη, όποιος –πολύ περισσότερο- θελήσει μέσα από την επισήμανση αυτών των καταστάσεων όχι να αναχθεί στην αντιμετώπιση εκείνων των αιτιών που καταβαραθρώνουν την προσπάθεια του επαναστατικού κινήματος, αλλά να επιβεβαιώσει τα προκατασκευασμένα «συμπεράσματα» της αστικής τάξης ενάντια στον 45


επαναστατικό κομμουνισμό (που τον βαφτίζει … «βάρβαρο», «σταλινισμό» ή «ζαχαριαδισμό»!) και τα προκατασκευασμένα αστικά στερεότυπα ενάντια στην ύπαρξη και την επαναστατική δράση των ΚΚ, αυτός κινδυνεύει να πάθει ό,τι έπαθε και ο Σπύρος Λιναρδάτος στο βιβλίο του! Κινδυνεύει, δηλαδή, να παρασυρθεί σε ένα δρόμο τυφλής, άδικης και μονόπλευρης καταδίκης ενός ή ορισμένων ηγετικών προσωπικοτήτων, κινδυνεύει να παρασυρθεί από έναν μικροαστικό συναισθηματισμό και να παραβλέψει τις πραγματικές πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις μιας ολόκληρης εποχής και τις κοινωνικές-ταξικές ρίζες τους. Κινδυνεύει να παρασυρθεί στη συγγραφή μυθευμάτων, που διευκολύνουν μόνο την προσπάθεια του καπιταλισμού να εξοντώσει κάθε … «κομμουνιστικό κίνδυνο» που απειλεί το καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι κι ο Λιναρδάτος, στο έργο του αυτό, στρέφεται αποκλειστικά εναντίον της ηγεσίας του ΚΚΕ, καταδικάζει για όλα τον Νίκο Ζαχαριάδη και τους συνεργάτες του, προσπαθεί να αποδώσει κάθε πρόβλημα στη … «σταλινική» νοοτροπία αυτής της ηγεσίας και, σε τελική ανάλυση, ισοπεδώνει όλες τις πλευρές της πολιτικής που ακολούθησε αυτή η ηγεσία, αφού δεν βλέπει απολύτως τίποτε άλλο από τα αρνητικά σημεία τους. Και, φυσικά, η καταδικαστική αυτή αντίληψη του συγγραφέα μας γίνεται εξολοκλήρου από τις -ήδη γνωστές- δεξιές, αστικορεφορμιστικές του αντιλήψεις, που οδηγούν στη διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος, μέσα από την ενσωμάτωσή του στο αστικό καθεστώς. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ο πρώην κομμουνιστής δημοσιογράφος χάνει, κατά τη γνώμη μας, ακόμα και το όσο δίκαιο μπορεί να έχει (και φυσικά έχει δίκαιο σε ορισμένες από τις παρατηρήσεις του). Γιατί, όπως το έχουμε ξανατονίσει σ’ αυτή μας την κριτική ανάλυση, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να κάνεις επαναστατική, μαρξιστική κριτική στα σφάλματα της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος με σκοπό να πας μπροστά την υπόθεση της επανάστασης και του κομμουνισμού, από το να κάνεις μιαν αντιδιαλεκτική, επιφανειακή διαστρεβλωτική, και μεταφυσικού τύπου κριτική, με σκοπό να …τελειώσεις άπαξ διά παντός και το επαναστατικό κίνημα και τον κομμουνισμό και –κυρίως- να κλείσεις τους δικούς σου προσωπικούς «λογαριασμούς» με όλα αυτά, τώρα που έχεις αλλάξει ιδεολογία και στρατόπεδο! Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν: Α) Ο Σπύρος Λιναρδάτος στο κεφάλαιο 1, στις σελ. 110-111επιτίθεται στην ηγεσία του ΚΚΕ και στον Γενικό του Γραμματέα, Νίκο Ζαχαριάδη, για το ζήτημα της τακτικής που αυτός εισηγείται αμέσως μετά το τέλος του Εμφύλιου και η οποία γίνεται αποδεκτή από τα συλλογικά κομματικά όργανα, δηλαδή για το σύνθημα «τα όπλα παρά πόδα». Το σύνθημα υπονοούσε ότι ο ΔΣΕ, παρά τη στρατιωτική ήττα και την υποχώρησή του, παραμένει πάντα ετοιμοπόλεμος και μπορεί να αναλάβει δράση ξανά, όποτε το αποφασίσει. Στο σύνθημα αυτό έχει, φυσικά, ασκηθεί έντονη και δικαιολογημένη κριτική από διάφορες πλευρές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, η κριτική αυτή αφορά το γεγονός ότι το αστικό κράτος έβρισκε αφορμή απ’ αυτό το 46


σύνθημα για να διατηρεί το καθεστώς των διώξεων ενάντια στο ΚΚΕ και στην Αριστερά. Επίσης, λένε ότι το σύνθημα αυτό ήταν η αιτία που παρεμπόδιζε τη συγκρότηση του πανδημοκρατικού μετώπου που είχε ανάγκη η χώρα για να ειρηνεύσει και να ανασυγκροτηθεί. Αυτήν ακριβώς την άποψη υποστηρίζει και ο Λιναρδάτος και τη συνδέει, όπως ήδη έχουμε δει, με τον –υποτίθεται- έξαλλο και ακραίο χαρακτήρα της ηγεσίας, που ήταν προσηλωμένη στη «σταλινική γραμμή», την οποία θεωρεί ψυχροπολεμική και ακραία. Δεν διαφωνούμε με τη διαπίστωση ότι η γραμμή για τα «όπλα παρά πόδα» το 1950 ερχόταν σε αντίφαση με την –επίσης επίσημα διακηρυγμένη- γραμμή του κόμματος για την επίτευξη μιας ομαλοποίησης στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και την άρση των διώξεων ενάντια στο αριστερό κίνημα, ή, όπως επί λέξει γράφει ο Λιναρδάτος, με τις «…διακηρύξεις για ειρήνευση της χώρας και πανδημοκρατικό μέτωπο». Βεβαίως και υπάρχουν περιπτώσεις στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, όπου -παρά την υποχώρησή του- ένας επαναστατικός στρατός παραμένει δραστήριος και εξακολουθεί να παρενοχλεί με αντάρτικη δράση ορισμένων επίλεκτων τμημάτων του τον ταξικό αντίπαλο, ακόμα και για δεκαετίες και μάλιστα ταυτόχρονα με τις πολιτικές προσπάθειες του ΚΚ να βελτιώσει τη θέση του στο πολιτικό σκηνικό, μέσω αμιγώς πολιτικών μεθόδων, ακόμα και μέσω διαπραγματεύσεων με τον αντίπαλο. Στην περίπτωση του ΚΚΕ, όμως, και του ηττημένου στρατιωτικά ΔΣΕ είναι ολοφάνερο ότι δεν υπήρχε επεξεργασμένη καμιά απολύτως τακτική ενός παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, όπως συνέβη με τους Κινέζους και τους Βιετναμέζους κομμουνιστές ή όπως έγινε και γίνεται από αντάρτικα κινήματα της Λατινικής Αμερικής ή της Ινδίας! Επίσης, δεν υπήρχαν ούτε οι εδαφικές και οι υλικές προϋποθέσεις, ούτε οι απαραίτητες εφεδρείες για έναν παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο στην Ελλάδα του 1950 ενάντια στους μοναρχοφασίστες και, κυρίως, ενάντια στους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές πάτρωνές τους. Τα τμήματα του ΔΣΕ που υποχώρησαν και οι μαχητές τους εγκαταστάθηκαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες είχαν ουσιαστικά πάψει να υπάρχουν ως ένοπλες μονάδες. Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες εντάχτηκαν στην κοινωνική ζωή των χωρών που τους φιλοξενούσαν και στράφηκαν στα ειρηνικά καθήκοντα της δημιουργικής δουλειάς και συμμετοχής στη σοσιαλιστική οικονομία, στην παιδεία, στην επιστήμη, στον πολιτισμό, μ’ ένα λόγο σε όλους τους τομείς της νέας τους ζωής. Ταυτόχρονα, οι αντάρτικες ομάδες που παρέμειναν αποκομμένες για ένα διάστημα στην Ελλάδα, (όπως π.χ. αυτή του Γιώργη Τρικαλινού στο Πήλιο, ως το Μάη του 1950, που έπειτα από ηρωική πορεία έφτασε, τελικά, σώα στην Αλβανία), ήταν ολιγομελείς, με ανθρώπους οι οποίοι υπέφεραν από την πείνα και τις άλλες κακουχίες και που αγωνίζονταν για να γλιτώσουν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του αστικού στρατού και των παρακρατικών βοηθών του. Δεν ήταν πια σε θέση να δώσουν μάχες και μάλιστα νικηφόρες. Γι’ αυτό, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η ηγεσία του ΚΚΕ τις διέταξε να παραμείνουν για ένα χρονικό διάστημα, ελπίζοντας ότι θα ανασυγκροτηθούν και θα δυναμώσουν, ώστε κάποια στιγμή να ξανασηκώσουν το 47


όπλο ενάντια στον ταξικό εχθρό, είναι γεγονός ότι πολύ σύντομα αυτή η ίδια ηγεσία τούς έδωσε την εντολή να προσπαθήσουν να διαφύγουν από τον κλοιό του εχθρού και να περάσουν στις σοσιαλιστικές χώρες. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για την ύπαρξη συγχύσεων και αυταπατών στην ηγεσία του ΚΚΕ, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ορισμένων μηνών, αυταπατών ότι ήταν εφικτό να δημιουργηθούν ξανά -και μάλιστα σύντομα- οι συνθήκες για νέα ένοπλη δράση. Και μπορούμε να ασκήσουμε δίκαιη κριτική σ’ αυτές τις αυταπάτες, που -εκτός των άλλων- φανερώνουν μια γενικότερη σύγχυση γύρω από το τι πράγματι έπρεπε να γίνει. Βλέπουμε, όμως, ότι η σύγχυση και η ύπαρξη αυταπατών δεν αφορά μόνο το Πολιτικό Γραφείο και τον ΓΓ της ΚΕ, κι ακόμα ότι οι ίδιες οι εξελίξεις γρήγορα διέλυσαν τις παρόμοιες αυταπάτες και οδήγησαν σε πιο ψύχραιμες αποφάσεις της ηγεσίας. Φυσικά, οι ευθύνες της ηγεσίας για την όποια λαθεμένη επιλογή της δεν μπορούν να παραγραφούν. Όμως, νομίζουμε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου βέβαιο ότι το μοναρχοφασιστικό κράτος θα έπαυε τις διώξεις και θα ηρεμούσε, αν δεν υπήρχε το σύνθημα για τα όπλα «παρά πόδα»! Δεν φαίνεται να είχαν τέτοιες προθέσεις οι ηγέτες του και οι πάτρωνές τους… Ταυτόχρονα, μόνο ως άλλοθι χρησιμοποιούσαν το αντιφατικό και ανέφικτο αυτό σύνθημα οι «Κεντρώοι» δημοκράτες, για να αρνηθούν τη συγκρότηση του πανδημοκρατικού μετώπου. Γιατί σκοπός τους ήταν μόνο η κατάληψη της εξουσίας με τις πλάτες της Αριστεράς. Δεν είχαν σκοπό να φτιάξουν μαζί με το ΚΚΕ παρόμοιο «μέτωπο», αλλά ήθελαν μόνο και μόνο να λεηλατήσουν το ΚΚΕ... Αυτό, όμως, ο Λιναρδάτος το αποκρύπτει ολότελα, γιατί δεν συνάδει με την «κεντρώα» ιδεολογία που ασπάστηκε, μετά την αποχώρησή του από το ΚΚΕ. Αλλά και γενικότερα, μάς είναι πλέον ολότελα γνωστό ότι ο αστός-ρεφορμιστής δημοσιογράφος εννοεί με τρόπο εντελώς διαφορετικό το «πανδημοκρατικό μέτωπο» απ’ ό,τι το εννοούσε το ΚΚΕ. Γιατί το ΚΚΕ, παρά τις αυταπάτες, τις συγχύσεις και τις ανεπάρκειες των επεξεργασιών του, σίγουρα αποσκοπούσε στο να χτίσει ένα παρόμοιο μέτωπο έξω από την κυρίαρχη επιρροή του Ν. Πλαστήρα και του «Κέντρου», ένα μέτωπο υπό την ηγεμονία του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος της εργατικής τάξης, ενώ ο Λιναρδάτος, όταν έγραφε το έργο του πίστευε ότι δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα συγκρότησης τέτοιου μετώπου χωρίς την κυριαρχία του Πλαστήρα, αλλά και του Σβώλου, του Τσιριμώκου και των λοιπών ρεφορμιστών ηγετών της τότε Αριστεράς. Και αυτό γίνεται ολότελα φανερό από τα αντίστοιχα γραφόμενά του στις σελίδες 112113, όπου για όλα τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν –και στο θέμα του «πανδημοκρατικού μετώπου»- θεωρεί υπεύθυνη την ηγεσία του ΚΚΕ!! Γιατί, πολύ απλά, ο Σπύρος Λιναρδάτος, από πολλά ήδη χρόνια πριν, είχε ξεμάθει να σκέπτεται ως επαναστάτης, ενώ ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1950 αποτελούσε μέλος εκείνης της ηγεσίας του ΚΚΕ η οποία, ούτε λίγο-ούτε πολύ, είχε αποκηρύξει ως «αριστερίστικο-σεχταριστικό λάθος» ή ως «τυχοδιωκτισμό του Ζαχαριάδη» ολόκληρο τον επαναστατικό αγώνα του ΔΣΕ!!!... 48


Β) Στο κεφάλαιο 2, στη σελ. 158, ο Λιναρδάτος επικρίνει όχι μόνο την ύπαρξη στην Ελλάδα μικρών αντάρτικων ομάδων (υπολειμμάτων ουσιαστικά του ΔΣΕ, παρά τις διακηρύξεις για ετοιμότητα δράσης τους), αλλά και την ίδια την ύπαρξη των παράνομων τυπογραφείων του ΚΚΕ και των ασυρμάτων του, τεχνικού μέσου της εποχής εκείνης, που χρησιμοποιούσαν οι παράνομες οργανώσεις του κόμματος στην Ελλάδα για να επικοινωνούν με την ηγεσία τους, η οποία βρισκόταν στο εξωτερικό. Γιατί, όπως για άλλη μια φορά υποστηρίζει, αυτή τους η ύπαρξη «δίνει πρόσχημα (εννοεί στο αστικό, μοναρχοφασιστικό-μετεμφυλιακό κράτος) για τη διατήρηση των εκτάκτων μέτρων». Λες και το κράτος αυτό, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν τυπογραφεία και ασύρματοι του ΚΚΕ, είχε σκοπό να «εξομαλύνει» πια τη στάση του έναντι του αριστερού κόσμου! Η αντίληψη αυτή δείχνει ότι ο ιστορικός μας δεν πίστευε πλέον σε καμιά απολύτως δυνατότητα ενός ΚΚ, έστω και ηττημένου στρατιωτικά, να συνεχίσει την πολιτική του δράση, με γερές παράνομες κομματικές οργανώσεις σε όλη τη χώρα. Ο Λιναρδάτος απολυτοποιεί επίσης «το διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων» της εποχής, ως παράγοντα απολύτως απαγορευτικό για κάθε δυνατότητα ή προσπάθεια αλλαγής του κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και υιοθετεί απόλυτα τη λεγκαλιστική (προσηλωμένη δηλαδή τυφλά στην αστική νομιμότητα) αντίληψη που εξέφρασε ήδη από την εποχή εκείνη ο Ηλίας Ηλιού, αντίληψη η οποία έλεγε ότι «η πιο επαναστατική πολιτική για την Αριστερά είναι η επιδίωξη της νομιμότητας». Και ήταν ακριβώς αυτή η απόλυτη υποταγή στην αστική νομιμότητα η οποία σημάδεψε τη ρεφορμιστική πολιτική της ΕΔΑ και του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1960, τότε που και ο Σπύρος Λιναρδάτος υπηρετούσε αυτή ακριβώς την πολιτική από τα ύψιστα πόστα και της ΕΔΑ και του ίδιου του ΚΚΕ. Όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη, ηγεσία επαναστατική και μαρξιστική-λενινιστική, παρά τα σφάλματα και τις ανεπάρκειές της, λογικό και φυσιολογικό είναι να μην διακατέχεται διόλου από το ίδιο λεγκαλιστικό, νερόβραστο και αντεπαναστατικό σκεπτικό του κάθε Ηλιού και του κάθε Λιναρδάτου. Χαριτολογώντας, θα λέγαμε για τις αντιλήψεις αυτές του Ηλιού και του Λιναρδάτου «Πόσο σας χρειαζόταν ένας … Νίκος Ψυρούκης και στους δυο σας για τα αντεπαναστατικά αυτά αποφθέγματά σας!» Πλην όμως ο ρηξικέλευθος εκείνος μαρξιστής ιστορικός επεξέτεινε τις τσεκουράτες κριτικές του αποτιμήσεις (σχετικά με τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα της ΕΔΑ και των ρεβιζιονιστών ηγετών του ΚΚΕ της δεκαετίας 1960) με τρόπο ακραίο, άδικο και ισοπεδωτικό, ακόμα και στο επαναστατικό και μαρξιστικό-λενινιστικό ΚΚΕ της αμέσως προηγούμενης περιόδου, στο ΚΚΕ του Ζαχαριάδη, που πάλεψε τον μοναρχοφασισμό και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό με τ’ όπλο στο χέρι, ηρωικά και με τη μέγιστη διάθεση αυτοθυσίας … Αλλά, όπως και να το κάνουμε, ο επαναστάτης Ψυρούκης -είτε συμφωνούμε είτε όχι με τις κρίσεις και τα συμπεράσματά του- δεν είναι ούτε Λιναρδάτος, ούτε Σόλων Γρηγοριάδης, ούτε Ηλιού, ούτε Κύρκος, ούτε Φαράκος, ούτε κανένας από όλους εκείνους τους ξεσκολισμένους ρεφορμιστές και συνθηκολόγους που …«πρόκοψαν» και το ΚΚΕ και την υπόθεση του λαού μας. Ήταν καθαρός και γνήσιος κομμουνιστής, 49


που πόνεσε πολύ για την ήττα του λαϊκού μας κινήματος, όπως όλοι οι αληθινοί επαναστάτες σ’ αυτό τον τόπο… Γ) Στο κεφάλαιο 3, στη σελ. 201, ο Λιναρδάτος επαναλαμβάνει ουσιαστικά τις ίδιες αυτές επικρίσεις του εναντίον της ηγεσίας του ΚΚΕ, (ότι δηλ. αυτή με την «ακραία» πολιτική της έδινε αφορμή στους ακροδεξιούς κουμανταδόρους του αστικού κράτους να κυνηγάνε ανελέητα την Αριστερά), με αφορμή την εξιστόρηση περιπτώσεων εξόντωσης ή παράδοσης ανταρτοομάδων, εξαντλημένων και καταδιωκόμενων αγωνιστών του ΔΣΕ το 1950. Το πάθος του αστο-ρεφορμιστή ιστορικού μας ενάντια σε οτιδήποτε έστω θύμιζε τον ένοπλο αγώνα του ΚΚΕ και του ΔΣΕ και όλη αυτή η φρασεολογία ενάντια στα «άκρα» δημιουργεί στον αναγνώστη του την αίσθηση ότι ο Λιναρδάτος, γνήσιο πια …στέλεχος του «Συγκροτήματος Λαμπράκη» όταν έγραφε το βιβλίο του, προσχώρησε στη γνωστή διαστρεβλωτική αντίληψη του αστικοδημοκρατικού «Κέντρου» και των δημοσιογραφικών του φερέφωνων, ότι πρέπει να γίνει …εξίσωση ευθυνών Δεξιάς και ΚΚΕ για τα γεγονότα κατά και μετά τον Εμφύλιο. Στην απάτη αυτή, όμως, δώσαμε ήδη την απάντησή μας από το πρώτο κεφάλαιο αυτού του τμήματος της μελέτης μας. Δ) Στο ίδιο αυτό κεφάλαιο ο Σπύρος Λιναρδάτος παίρνει ανοιχτά θέση και υπέρ του Τίτο στο ζήτημα της διαμάχης του Γιουγκοσλάβου ηγέτη με τις ηγεσίες της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Στη σελ 203, και μόνο η έκφραση που μεταχειρίζεται ο ιστορικός μας περί της «σοβιετικής κυριαρχίας» πάνω στις σοσιαλιστικές χώρες είναι βγαλμένη από τα κατάβαθα της αστικής δημοσιολογίας και ιστοριογραφίας, οι οποίες διακινούσαν και διακινούν το μύθο, ότι η σοσιαλιστική ΕΣΣΔ του Στάλιν έκανε αυθαίρετα ό,τι ήθελε στις σοσιαλιστικές χώρες. Ο μύθος αυτός αποσκοπεί στο να δημιουργήσει στον αδαή αναγνώστη την αντίληψη ότι, τάχα, η συνεργασία των σοσιαλιστικών χωρών με την ΕΣΣΔ στα 1950 δεν διέφερε από την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία των ΗΠΑ στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη της Δυτικής Ευρώπης ή άλλων ηπείρων. Στο ίδιο σημείο, η επανάληψη από τον Λιναρδάτο του ιμπεριαλιστικού προπαγανδιστικού μύθου, ότι η τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία αντιμετώπιζε «άμεση απειλή εισβολής» από τη Σοβιετική Ένωση και την …ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ, αποδεικνύει απλώς και μόνο το πού μπορεί να οδηγήσει το αχαλίνωτο μίσος ενάντια στην ΕΣΣΔ, στο ΚΚΣΕ και στον Στάλιν. Γιατί, αν ο Λιναρδάτος δεν τυφλωνόταν από αυτό του το …επίκτητο μίσος των μεταγενέστερων χρόνων, θα έπρεπε να παραδεχτεί, (ακόμα κι αν υποστήριζε ιδεολογικά το «γιουγκοσλαβικό δρόμο προς το σοσιαλισμό») ότι η επίκληση της δήθεν στρατιωτικής απειλής της ΕΣΣΔ ήταν απλώς και μόνο το πρόσχημα, ώστε ο Τίτο να δικαιολογήσει την εκκαθάριση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας από κάθε επαναστατικό στοιχείο και να στραφεί σε πολύ βρώμικες κολληγιές με ό,τι αντιδραστικότερο και πιο αντικομμουνιστικό πατρονάριζε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σε όλη την Ευρώπη -και κατεξοχήν με τις αντικομμουνιστικές και 50


αντιλαϊκές ως το μεδούλι ηγεσίες της μετεμφυλιακής Ελλάδας και της Τουρκίας (υπόθεση του Βαλκανικού Συμφώνου). Αλλά και στη σελ. 219 ο Λιναρδάτος ξεσπαθώνει υπέρ του Τίτο και των αντιλήψεών του γράφοντας ότι «ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Γιουγκοσλαβία από τη Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της» αιτιολογεί την αποκατάσταση των σχέσεων και τη συνεργασία της μοναρχοφασιστικής και αμερικανόδουλης ελληνικής κυβέρνησης του 1949-1950 με τον … «κορυφαίο κομμουνιστή των Βαλκανίων, τον πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας, Τίτο.». Ο Λιναρδάτος, προφανώς, εκτιμούσε τον … «κομμουνισμό» του Τίτο, επειδή δεν διέφερε ουσιωδώς από τις δικές του αντιλήψεις. Ωστόσο, ακόμα και για έναν ιστορικό αυτού του είδους, είναι ατόπημα να «ξεχνά» ότι η συνεργασία του ελληνικού αστικού καθεστώτος με τον Τίτο ήταν επιταγή και άνωθεν υπαγόρευση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του στα Βαλκάνια και ότι η συνεργασία αυτή στόχο είχε, μεταξύ των άλλων, και την εξάρθρωση του ΚΚΕ και του λαϊκού μας κινήματος. «Ξεχνά» επίσης να αναφέρει ότι η ΕΣΣΔ του «επάρατου» Στάλιν ουδέποτε απείλησε στρατιωτικά τον Τίτο με επίθεση και ουδέποτε εξαπέλυσε στρατιωτική επέμβαση εναντίον κάποιου ή διακήρυξε κάτι δόγματα περί «περιορισμένης κυριαρχίας», όπως έκαναν και ξανάκαναν κάτι …άλλοι, κατ’ όνομα «σοβιετικοί» ηγέτες των επόμενων χρόνων, οι οποίοι «θαύμαζαν» τον Τίτο και μισούσαν τον Στάλιν -εξίσου όσο τον μισούσε κι ο Τίτο… Έτσι γράφεται η ιστορία απ’ όσους άλλαξαν στρατόπεδο και μονότονα επαναλαμβάνεται με τη μορφή εδραιωμένης προκατάληψης. Φτιάχνουν ένα σκιάχτρο στα μέτρα τους, το βαφτίζουν «Στάλιν» ή «ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ» και το …κατατροπώνουν στο χαρτί με πάθος! Έτσι και στη σελ. 220 ο Λιναρδάτος επιμένει στο χαβά της μυθολογίας του, για τον δήθεν … «κίνδυνο από την ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ» που επικαλούνταν ως δικαιολογία το τιτοϊκό καθεστώς, για να δικαιολογεί τις παντός είδους «συνεργασίες» του με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους υποταχτικούς του κόντρα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Αντίθετα από τον Λιναρδάτο, το ΚΚΕ, ο Ζαχαριάδης και ολόκληρο το λαϊκό μας κίνημα του 1950 είχαν εντελώς διαφορετική γνώμη για τον Τίτο, του οποίου η πολιτική είχε δώσει ήδη πολύ πικρούς καρπούς στον επαναστατικό αγώνα του λαού μας. Ε) Στις σελίδες 248-249 του ίδιου κεφαλαίου ο Σπύρος Λιναρδάτος επαναλαμβάνει την παθιασμένη του επίθεση εναντίον του Ζαχαριάδη, παρουσιάζοντας τον τότε ηγέτη του ΚΚΕ περίπου ως το …απόλυτο κακό ή –τουλάχιστον- σαν μια …μαριονέτα στα χέρια του Στάλιν και της ΕΣΣΔ. Ακριβώς, δηλαδή, όπως και η αστική προπαγάνδα, ο πρώην κομμουνιστής δημοσιογράφος του «Συγκροτήματος» δαιμονοποιεί ασύστολα τον Ζαχαριάδη, για να συσκοτίσει την ουσία των μεγάλων αντιθέσεων που συγκλονίζουν την ηγεσία του ΚΚΕ το 1950. Ήταν η χρονιά που η 3η Συνδιάσκεψη του κόμματος επικυρώνει ουσιαστικά τη γραμμή του Ζαχαριάδη για αποφασιστική ρήξη με τους ηγέτες του εσωκομματικού φραξιονισμού των πρώτων μετεμφυλιακών αυτών χρόνων. 51


Στη Συνδιάσκεψη καταδικάζονται οι πλατφόρμες και οι πρακτικές ηγετικών στελεχών που ήδη αμφισβητούν όχι μόνο την ηγεσία του Ζαχαριάδη, αλλά, ουσιαστικά, ολόκληρη τη γραμμή και τους αγώνες του ΚΚΕ από το 1946 ως το 1950. Τίθεται, δηλαδή, υπό αμφισβήτηση -και μάλιστα από κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ και ηγέτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας- το αν έπρεπε ή όχι να δοθεί ο ένοπλος αγώνας του 1946-1949 ή το αν έπρεπε ή όχι το ΚΚΕ να απέχει από τις νόθες εκείνες εκλογές, που σκάρωσε το αστικό κράτος και ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός (σε συνθήκες ανοιχτής φασιστικής τρομοκρατίας ενάντια στο λαό μας) το 1946… Τίθενται επίσης υπό αμφισβήτηση από τα ίδια αυτά στελέχη όλες οι πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ στα χρόνια του Εμφύλιου. Και εάν βεβαίως μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει αντιφατικά και λανθασμένα στοιχεία σε διάφορες επιλογές της ηγεσίας Ζαχαριάδη, κατά την προετοιμασία και τη διεξαγωγή του ένοπλου επαναστατικού αγώνα, στοιχεία που πρέπει να φωτιστούν, για να βγουν σωστά συμπεράσματα και να βελτιωθεί η πείρα του επαναστατικού προλεταριακού κόμματος, ωστόσο οι κατευθύνσεις που φάνηκε ότι έπαιρναν οι πλατφόρμες των διαφωνούντων στελεχών συνέκλιναν στη μικροαστική ρεφορμιστική αντίληψη ότι ο ένοπλος αγώνας του ΔΣΕ έπρεπε να αποφευχθεί ολότελα κι ότι χρέος του ΚΚΕ ήταν να αγωνιστεί αποκλειστικά με πολιτικά μέσα για τη βελτίωση των συνθηκών στην Ελλάδα του 1946, μέσα από το αστικό κοινοβούλιο, από το πόστο της αντιπολίτευσης. Ακόμα κι αν παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι το ίδιο το αστικό κράτος και οι ξένοι επικυρίαρχοί του, το 1946, έχουν με την πολιτική τους αποκλείσει κάθε παρόμοια δυνατότητα «ομαλής συνύπαρξης» με το ΚΚΕ, η αντίληψη και μόνο ότι οι κομμουνιστές πρέπει να αποφεύγουν έναν επαναστατικό αγώνα, όταν υπάρχει ως δέλεαρ ένας αριθμός εδρών στο αστικό κοινοβούλιο, προδίδει ότι τα στελέχη που επηρεάζονται από αυτήν έχουν ήδη κυλίσει στο βούρκο του μικροαστικού ρεφορμισμού και του λεγκαλισμού ,κι έχουν ξεχάσει να σκέπτονται επαναστατικά. Αυτή ακριβώς τη μικροαστική επιρροή, τη διαλυτική επιρροή του συγκεκαλυμμένου ή απροκάλυπτου ρεφορμισμού και της ηττοπάθειας στις γραμμές του ΚΚΕ νομίζουμε ότι θέλησε να χτυπήσει η ηγεσία του Ζαχαριάδη, καταγγέλλοντας τις πλατφόρμες του Παρτσαλίδη, του Βαφειάδη και του Καραγιώργη, τα κρίσιμα εκείνα χρόνια των αρχών του 1950. Εκεί που μπορεί σίγουρα να της γίνει κριτική είναι στο εάν το έπραξε αυτό με τον πιο σωστό και αποτελεσματικό τρόπο και στο γεγονός ότι όξυνε πολύ συχνά την ιδεολογική διαμάχη, χρησιμοποιώντας πολύ βαρείς προσωπικούς χαρακτηρισμούς εναντίον των εσωκομματικών αντιπάλων. Αυτή ακριβώς την παρατραβηγμένη, μερικές φορές και άδικη, φρασεολογία και «συνθηματολογία» εκμεταλλεύτηκαν αργότερα όλοι όσοι συντέλεσαν στην αλλαγή γραμμής του ΚΚΕ, μετά το 1956, από τη διαβόητη πραξικοπηματική επιτροπή των 6 ξένων κομμάτων –υποτακτικών του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού, ως τον Παρτσαλίδη, τον Κολιγιάννη αλλά και τον …Λιναρδάτο, οι οποίοι βρέθηκαν στην ηγεσία του κόμματος, από την «Έκτη Πλατιά Ολομέλεια» ως τα χρόνια που επιβλήθηκε η χούντα στην Ελλάδα. 52


Γιατί σε πολλά επιμέρους ζητήματα μπορεί κανείς να πει ότι είχαν το δίκιο τους ο Μάρκος Βαφειάδης ή κι ο Μήτσος Παρτσαλίδης. Η γραμμή, όμως, που ακολούθησαν, όταν με τη χρουστσιοφική επέμβαση του 1956 βρέθηκαν ξανά –και μάλιστα πρωταγωνιστές- στην ηγεσία του ΚΚΕ, αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Ζαχαριάδης είχε καταλάβει καλά την αντεπαναστατική ουσία των διαφωνιών τους. Εξαιρούμε από την αποτίμηση αυτή την εξίσου αντιηγετική πλατφόρμα του τραγικού Κώστα Καραγιώργη. Όσα λάθη κι αν του καταλόγιζε κάποιος για τις εκτιμήσεις του το 1950, οπωσδήποτε το τέλος του δείχνει ότι δεν ήταν από τους ανθρώπους που συνωμοτούν και σκαρώνουν ίντριγκες στα παρασκήνια. Διαφώνησε και μίλησε ευθέως, είτε είχε δίκαιο είτε όχι. Πλήρωσε βαριά κι άδικα αυτή την επιλογή. Δεν δικαιώνεται η επιθετική στάση της τότε ηγεσίας προς το πρόσωπό του. Ο Λιναρδάτος, λοιπόν, επικρίνει για όλ’ αυτά τον Ζαχαριάδη. Δεν μπορεί όμως και να αποκρύψει ότι και ο Βαφειάδης και ο Παρτσαλίδης, όταν ξεκινούσαν την καμπάνια τους εναντίον του Ζαχαριάδη, έσπευσαν να υποβάλουν τις εναντίον του «καταγγελίες» στην ίδια την Κ.Ε. του Πανενωσιακού ΚΚ των μπολσεβίκων (το μετέπειτα ΚΚΣΕ), θέλοντας να τονίσουν την πεποίθησή τους ότι ο Ζαχαριάδης έδρασε ενάντια στις απόψεις ή τις συμβουλές του Στάλιν και της σοβιετικής ηγεσίας, ενώ οι ίδιοι ήταν και είναι οι πιο πιστοί εκφραστές αυτής της «προσήλωσης» στις γνώμες των σοβιετικών ηγετών! Γιατί αυτά υποστήριζε τότε ακόμη κι ο μετέπειτα «αντισταλινικός» και «ανανεωτής», ιδρυτής του «ΚΚΕ εσωτερικού» μετά το 1968, Μήτσος Παρτσαλίδης, ο γνωστός Παρτσαλίδης που …συνυπέγραψε στη Βάρκιζα μαζί με τον Σιάντο και τον Τσιριμώκο. (Αλλά ο Λιναρδάτος δεν είχε σκοπό του να κάνει μια επαναστατική κριτική προς τον Ζαχαριάδη, για το γεγονός ότι ο Παρτσαλίδης μέχρι και το 1950-1951 παρέμενε το νούμερο 2 στέλεχος του κόμματος, δίπλα στον Γενικό Γραμματέα!!...). Επειδή, όμως, ξέρει ότι όλες οι αποφάσεις του 1950 ήταν συλλογικές αποφάσεις του ΚΚΕ (παρμένες ομόφωνα ή κατά πλειοψηφίαν) κι όχι αυθαίρετες επιλογές μόνο του Ζαχαριάδη, ο Σπύρος Λιναρδάτος αποφασίζει να ακολουθήσει μια πιο «πονηρή τακτική», για να μην δώσει την εντύπωση ότι …μεροληπτεί. Αποφασίζει να δώσει την εντύπωση ότι …αποστασιοποιείται από κάποιες εξόφθαλμα συκοφαντικές επινοήσεις που σκάρωσε το χαλκείο του μετέπειτα «ΚΚΕ εσωτερικού». Δείτε, όμως, σε τι κατήφορο καταλήγει και πάλι: Καθώς το 3 ο αυτό κεφάλαιο τελειώνει, ο Λιναρδάτος απορρίπτει τη χυδαία συκοφαντία του Πότη Παρασκευόπουλου, την πρόστυχη εκείνη επινόηση του δημοσιολόγου που τόλμησε αναίσχυντα να ισχυριστεί ότι ο Ζαχαριάδης έστειλε δήθεν τον Νίκο Μπελογιάννη στην Ελλάδα, για να πιαστεί στου λύκου τα δόντια και να φαγωθεί, ούτως ώστε εκείνος να …απαλλαγεί από έναν πιθανό αυριανό αντίπαλο!!! Ωστόσο και αυτή τη συκοφαντία ο Λιναρδάτος την απορρίπτει, κάνοντας …εκ νέου επίθεση στον Ζαχαριάδη. Και στην ύπουλη αυτή επίθεσή του τα …βόλια βρίσκουν και τον ίδιο τον Νίκο Μπελογιάννη. Γιατί, «αναιρώντας» τη συκοφαντία του Παρασκευόπουλου, ο Λιναρδάτος λέει ουσιαστικά σ’ αυτόν και στα άλλα παρόμοια 53


χαλκεία του τότε «ΚΚΕ εσωτερικού» ότι είναι λάθος τους που …αγιοποιούν τη μορφή του Νίκου Μπελογιάννη, όταν δαιμονοποιούν τον Νίκο Ζαχαριάδη, γιατί και ο Μπελογιάννης υπήρξε …ζαχαριαδικός και μάλιστα συμφωνούσε απόλυτα με την καταγγελία και την καθαίρεση του Βαφειάδη και του Παρτσαλίδη. Και βεβαίως, ο Μπελογιάννης ουδέποτε στράφηκε εναντίον της ΕΣΣΔ και του Στάλιν, δηλαδή της …πηγής του κακού!!! Είναι σαν να λέει ο ξεσκολισμένος πια μαθητής της αστικής προπαγάνδας στους ομοϊδεάτες του, οι οποίοι καθυστερούσαν, αφού παρίσταναν ακόμη τον «κομμουνιστή» (έστω και τον ευρωκομμουνιστή!), ότι τους είναι ανώφελο να προσπαθούν να παρουσιάσουν ως … «δικό τους» τον Νίκο Μπελογιάννη! Συμφωνούμε απόλυτα με τον Λιναρδάτο! Ο Νίκος Μπελογιάννης δεν ανήκει ούτε στον Πότη Παρασκευόπουλο, ούτε στο «ΚΚΕ εσωτερικού». Γιατί ο ήρωας και μάρτυρας του λαϊκού μας κινήματος δεν ήταν σαν …τα μούτρα τους!! Ήταν ένας γνήσιος Κομμουνιστής, από την αρχή ως το τέλος. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι με παρόμοιο σκεπτικό και ίσως ακόμη πιο «δεξιό» προσπάθησε στα χρόνια της μεταπολίτευσης να μειώσει τη φήμη του Νίκου Μπελογιάννη και ο γνωστός …ομότεχνος του Λιναρδάτου, Σόλων Γρηγοριάδης στο γνωστό έργο του για την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, το οποίο επανακυκλοφόρησε πριν 2 χρόνια από την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Ο Γρηγοριάδης είναι το ίδιο αντισταλινικός και αντιζαχαριαδικός με τον Λιναρδάτο, παρ’ όλο που και αυτός προερχόταν από την Αντίσταση και το χώρο του ΚΚΕ. Σε αντίθεση με τον Λιναρδάτο, ο Γρηγοριάδης «διέπρεψε» όχι στο κεντρώο «Βήμα», αλλά στον πυρήνα του σκληρού δεξιού τύπου, στα ηγετικά πόστα της εφημερίδας «Ακρόπολις». Βίοι παράλληλοι που κατέληξαν, όμως, να βρουν το …σημείο τομής τους… Στο ίδιο αυτό σημείο του βιβλίου του ο Λιναρδάτος παρουσιάζοντας τη δραματική υπόθεση του Κώστα Καραγιώργη, στην οποία και εμείς προαναφερθήκαμε, ενοχοποιεί ανοιχτά τον Ζαχαριάδη για τη σύλληψη του Καραγιώργη από τη ρουμανική Ασφάλεια στην περιοχή έξω από τη γιουγκοσλαβική πρεσβεία του Βουκουρεστίου και για την κατηγορία που φέρεται ότι του αποδόθηκε από τις ρουμανικές αρχές, δηλ. του δήθεν «πράκτορα του Τίτο που προσπαθούσε να περάσει στο …στρατόπεδο του εχθρού». Ο Λιναρδάτος, βέβαια, δεν μπορεί να αποδείξει ότι η ηγεσία του ΚΚΕ «κάρφωσε» τον Καραγιώργη. Αφήνει, ωστόσο, να εννοηθεί πως είναι …βέβαιος γι’ αυτό! Έτσι τον συμφέρει! Θα επαναλάβουμε ότι δεν συμφωνούμε διόλου με το χαρακτήρα που έλαβε η πολεμική του Ζαχαριάδη εναντίον του προσώπου του Καραγιώργη. Κανένας απλός κομμουνιστής ποτέ δεν πίστεψε στα σοβαρά ότι ο Καραγιώργης ήταν «προδότης». Το ΚΚΕ -στα χρόνια ήδη της μεταπολίτευσης- είχε πάρει επίσημη θέση κόντρα σ’ αυτή την άδικη ρετσινιά που είχε εκτοξευτεί εναντίον του αγωνιστή. Ωστόσο, δεν νομίζουμε ότι υπάρχουν επαρκή και ατράνταχτα στοιχεία που να ενοχοποιούν την κομματική ηγεσία για τέτοια …μπαμπέσικη ενέργεια εναντίον του Καραγιώργη. Το βέβαιο είναι ότι οι Ρουμάνοι κινήθηκαν εναντίον του, έχοντας «υποψίες», εξ αφορμής 54


της άγριας ρήξης του με τον Ζαχαριάδη. Απομένει ακόμη να ριφθεί περισσότερο φως στην υπόθεση αυτή. Παρεμπιπτόντως, στην παρούσα έκδοση του Α΄ τόμου του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» αναγράφεται λαθεμένα ως χρόνος θανάτου του Καραγιώργη το 1956. Είτε γράφτηκε εκ παραδρομής από τον Λιναρδάτο, είτε είναι τυπογραφικό λάθος, πρέπει να διορθωθεί. Ο Κώστας Καραγιώργης πέθανε κρατούμενος των ρουμανικών αρχών το φθινόπωρο του 1954. ΣΤ) Στο κεφ.6, στις σελίδες 378-383 ο Σπύρος Λιναρδάτος σχολιάζει την πολύκροτη «υπόθεση των ασυρμάτων», που ξέσπασε το Νοέμβριο του 1951. Επικρίνει την ηγεσία του ΚΚΕ, όχι μόνο για την εντελώς αστήρικτη και άδικη κατηγορία που εκτόξευσε εναντίον του ηρωικού «ασυρματιστή» Νίκου Βαβούδη (του παλαίμαχου αυτού κομμουνιστή ο οποίος αυτοκτόνησε, για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των ασφαλιτών), αλλά και για την ίδια την ύπαρξη και λειτουργία των ασυρμάτων. Ειδικά αυτό το τελευταίο σημείο έχει «καθιερωθεί» ως ο «κοινός τόπος» των αστών και μικροαστών ιστορικών, όταν αφηγούνται και σχολιάζουν τα γεγονότα της εποχής, και έχει πια αποχτήσει τη μορφή του …επίσημου μύθου. Ο Λιναρδάτος, λόγω της εξέχουσας θέσης του σύγγραμματός του μεταξύ των παρόμοιων ιστορικών έργων, έχει κατά τη γνώμη μας, συμβάλει αποφασιστικά στη διάδοση αυτής της αντίληψης που καταδικάζει το ΚΚΕ και τον Ζαχαριάδη για την ύπαρξη των παράνομων ασυρμάτων του κόμματος. Πιο συγκεκριμένα: Στη σελ. 378 δίκαια επικρίνει ως «παραμύθι» και «κακόγουστο μυθιστόρημα», δηλαδή, για να μιλήσουμε με πολιτικούς όρους, ως τακτικό πολιτικό σφάλμα την κατηγορία που εκτόξευσε -εξ ονόματος της ηγεσίας του ΚΚΕ- ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα», λασπώνοντας, δυστυχώς, τη μνήμη του ηρωικού νεκρού Βαβούδη με τον ισχυρισμό ότι «ο Βαβούδης ήταν πράκτορας της Ασφάλειας» και ότι δήθεν «δεν σκοτώθηκε, αλλά τον φυγάδευσαν στην Αμερική». Ο Λιναρδάτος, στη σελ. 379, με το δεδομένο πάθος που τον διακρίνει, καταδικάζει και πάλι τον Ζαχαριάδη, που έγινε πιστευτός, όπως γράφει, στους Έλληνες κομμουνιστές, επειδή «τέτοια εμπιστοσύνη είχαν ακόμα εκατοντάδες χιλιάδες αριστεροί στο ‘αλάθητο’ του Ζαχαριάδη, που καλλιεργούσε δυο δεκαετίες το κόμμα». Όμως με τον τρόπο αυτό, ρίχνοντας το ανάθεμα στο συνήθη «αποδιοπομπαίο τράγο», ο ιστορικός μας δεν έκανε τον κόπο να ερευνήσει τι ακριβώς διαδραματίστηκε τότε στο μηχανισμό του παράνομου ΚΚΕ και αν, τυχόν, κάποια στελέχη του στην Αθήνα, τα οποία δρούσαν ανεξάρτητα από το κλιμάκιο των συγκεκριμένων ασυρμάτων και είχαν άλλο δίκτυο επικοινωνίας με την ηγεσία του ΚΚΕ, εκτιμούσαν εντελώς διαφορετικά την υπόθεση και υποπτεύονταν το κλιμάκιο των ασυρμάτων του Καλούμενου και του Βαβούδη… Γιατί στην περίπτωση αυτή τα παρόμοια στελέχη μπορεί και να έστειλαν στο Π.Γ του ΚΚΕ τις ανάλογες πληροφορίες περί «προβοκατόρων» και «χαφιέδων». Το λέμε αυτό, όχι γιατί έχουμε κάποια σχετική περαιτέρω απόδειξη, αλλά υποθετικά, σε αναλογία με 55


όσα αποδεδειγμένα συνέβησαν στη μετέπειτα τραγική περίπτωση της αποκήρυξης του Νίκου Πλουμπίδη… Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν άλλοι έδωσαν συκοφαντικές πληροφορίες, αυτό επ’ ουδενί απαλλάσσει από τις δικές τους προσωπικές ευθύνες τον Ζαχαριάδη και την υπόλοιπη ηγεσία του ΚΚΕ, που σπίλωσαν άδικα τη μνήμη ενός λαϊκού αγωνιστή και μάρτυρα σαν τον Βαβούδη. Ωστόσο, όμως, ακόμα και ο ίδιος ο Λιναρδάτος, στην ίδια αυτή σελίδα, μας δίνει και μια πιο λογικοφανή εκδοχή για το θέμα: την εκδοχή μιας εντελώς σκόπιμης προσπάθειας του Ζαχαριάδη και της ηγεσίας του ΚΚΕ σε μια τόσο κρίσιμη για τη ζωή του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του στιγμή, να σώσουν από την επαπειλούμενη εκτέλεση τους συντρόφους τους αυτούς, που είχαν ήδη πέσει στα νύχια του αστικού κράτους, αφού η αποσύνδεσή τους από την υπόθεση των ασυρμάτων και του Νίκου Βαβούδη θα δημιουργούσε –πιθανώς- δυσκολία στην απόπειρα του αστικού κράτους να εφαρμόσει εις βάρος τους τον Α.Ν. 375/36 «περί κατασκοπείας», ώστε να τους ξαναδικάσει και να τους εξοντώσει ως «κατασκόπους»! Δηλ. αφού το επίσημο ΚΚΕ αποκήρυσσε τον Βαβούδη, δεν θα γινόταν εύκολα πιστευτό ότι ο Μπελογιάννης είχε σχέση με τους ασυρμάτους. Αν έχει κάποια βάση αυτή η πιο λογική εξήγηση που ο ίδιος ο Λιναρδάτος παρουσιάζει, τότε ο συγγραφέας μας θα έπρεπε να ασκήσει μεν την απαραίτητη αυστηρή κριτική στην ηγεσία του ΚΚΕ, που για να σώσει (και αμφίβολο αν θα το πετύχαινε) τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του, εφάρμοζε την πιο «ανορθόδοξη» τακτική ελιγμού, βλάπτοντας την τιμή και την υπόληψη του νεκρού επαναστάτη Βαβούδη, από την άλλη, όμως, θα σημείωνε την πιθανότητα ότι θα μπορούσε αυτός ο «ελιγμός» σε μια μετέπειτα φάση να είχε και τη …λογική του συνέχεια. Δηλαδή, όταν θα είχε περάσει η μπόρα, η ίδια αυτή ηγεσία θα αναθεωρούσε την απόφασή της και θα αποκαθιστούσε τον Βαβούδη και την αλήθεια. Φυσικά η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις, αλλά αφού ο ίδιος ο Λιναρδάτος κάνει μιαν υπόθεση, εμείς την προεκτείνουμε ως το λογικό της όριο! Ο Λιναρδάτος, όμως, παρά τη λογικοφανή αυτή του υπόθεση, είναι αποφασισμένος να τραβήξει το σκοινί ως τα άκρα για να πλήξει το κύρος του Ζαχαριάδη στον κόσμο της Αριστεράς. Έτσι, στη συνέχεια, συνδέει την (ανέλπιδη ίσως!) προσπάθεια του Ζαχαριάδη «να πιστευτεί πως όλη η ιστορία των ασυρμάτων μπορούσε να ήταν, από την αρχή ως το τέλος, ένα κατασκεύασμα της Ασφάλειας και των Αμερικανών» με το φόβο του ότι «όλη αυτή η ιστορία των ασυρμάτων (…) θα μπορούσε να κλονίσει τη θέση του στην ηγεσία του ΚΚΕ.»!!! Ναι, ακριβώς αυτό γράφει, σαν να ήταν το Α και το Ω για τον Ζαχαριάδη η «καρέκλα» του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ και η εξυπηρέτηση «προσωπικών συμφερόντων»… Ένας «ψημένος» στο καμίνι της επαναστατικής πάλης κομμουνιστής ηγέτης, όπως ήταν ο Ζαχαριάδης, ένα ηγέτης δοκιμασμένος, αλύγιστος ακόμα και μέσα στο χιτλερικό κολαστήριο του Νταχάου, ο οποίος ως το τέλος της ζωής του παρέμεινε ακλόνητος στις ιδέες του, για τις οποίες αγωνίστηκε μια ολόκληρη ζωή, ένας κομμουνιστής ηγέτης ο οποίος αψήφησε το ρεβιζιονιστικό πραξικόπημα του 56


Χρουστσιόφ στο ΚΚΕ, αψήφησε την εκτόπισή του στο παγωμένο Σοργκούτ και τις προσπάθειες εξαγοράς του από τους παντοδύναμους -το 1970- μπρεζνιεφικούς ρεβιζιονιστές ηγέτες του Κρεμλίνου, ένας τέτοιος κομμουνιστής ηγέτης ποτέ δεν θα έπεφτε τόσο χαμηλά, ώστε -από το φόβο μην χαθεί η … «καρέκλα» και το «αξίωμα»να σπιλώσει συντρόφους του παλιούς στον αγώνα, όπως ο Βαβούδης, τη στιγμή μάλιστα που το κόμμα του στην Ελλάδα αντιμετώπιζε τον πιο ανελέητο, εξοντωτικό διωγμό. Στον Ζαχαριάδη και ο Λιναρδάτος και ο οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να ασκήσει όση αυστηρή κριτική ήθελε για αποφάσεις του που αποδείχτηκαν λανθασμένες ή για τακτικές του που αποδείχτηκαν ατελέσφορες και ζημιογόνες (όπως αυτό που συνέβη εις βάρος του Βαβούδη το Νοέμβρη του 1951), αλλά είναι αδύνατον να τον πλήξει ηθικά, κατηγορώντας τον για εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτούμε, το επιχείρημα του Λιναρδάτου περί … φοβικής αντίδρασης του Ζαχαριάδη «για την καρέκλα του αρχηγού» καταρρέει σαν χάρτινος πύργος από όσα ο ίδιος ο ιστορικός γράφει στο ίδιο αυτό σημείο όπου βρισκόμαστε και σχολιάζουμε και συγκεκριμένα: (1) Από το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ο Λιναρδάτος παραδέχτηκε, οι κομμουνιστές και ο υπόλοιπος αριστερός κόσμος είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στην ηγεσία Ζαχαριάδη και πίστευε στον ηγέτη του αυτό ακόμη και μετά την ήττα του ΚΚΕ στον Εμφύλιο, και (2) Από το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ο Λιναρδάτος ομολογεί, η …«καρέκλα» του Ζαχαριάδη ήταν καλά σιγουρεμένη το φθινόπωρο εκείνο του 1951 αφού: «Τον Οκτώβρη του 1951 γίνεται στο εξωτερικό η 2 η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Κυρίαρχη φιγούρα είναι πάλι ο Ζαχαριάδης με στενούς συνεργάτες του τους Β. Μπαρτζώτα, Δ. Βλαντά, Γ. Γούσια κλπ. Η Ολομέλεια αυτή αποφασίζει την καθαίρεση του Δ. Παρτσαλίδη.». Τι απομένει, επομένως, από την εμπαθή συκοφαντία περί φόβου του Ζαχαριάδη για την «καρέκλα»; -Μόνο η συσκότιση της ιστορικής αλήθειας… Ζ) Στο ίδιο αυτό έκτο κεφάλαιο, στις σελίδες 382-392 ο Σπύρος Λιναρδάτος αναφέρεται ακόμη στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό της ΕΔΑ με το ξέσπασμα της «υπόθεσης των ασυρμάτων», στα τέλη του 1951. Με τη γνωστή του πλέον αντίληψη για τα γεγονότα προσπαθεί να συνδέσει τώρα την «υπόθεση των ασυρμάτων» και την όλη πολιτική γραμμή του ΚΚΕ με τις εκτιμήσεις που επικρατούσαν στην ΕΣΣΔ εκείνη τη χρονική συγκυρία για το πού βάδιζαν οι διεθνείς εξελίξεις. Ακολούθως προσπαθεί να συνδέσει τη γραμμή του ΚΚΕ με την κρίση που προκλήθηκε στην ΕΔΑ, όταν αποχωρούν εκείνη τη στιγμή (Δεκέμβρης 1951) από τον αριστερό αυτό συνασπισμό ορισμένες συνιστώσες της όπως ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, ο Σταμάτης Χατζήμπεης, προπάντων όμως ο Μιχάλης Κύρκος, τον οποίον ο Λιναρδάτος τον έχει σε ιδιαίτερη εκτίμηση για τη …συνετή και νομιμόφρονα στάση του έναντι του αστικού κράτους. 57


Η ουσία της ανάλυσης του Λιναρδάτου είναι, για άλλη μια φορά, ότι αποκλειστικά υπεύθυνη για την κακοδαιμονία της ΕΔΑ στα πρώτα εκείνα της βήματα ήταν η «έξαλλη», αντιφατική και ασύνετη τυχοδιωκτική γραμμή του ΚΚΕ, δηλαδή του Ζαχαριάδη. Και στο θέμα αυτό η εκδοχή του Λιναρδάτου και των ομοϊδεατών του επεβλήθη εδώ και δεκαετίες ως η μόνη «πολιτικώς ορθή» και προβλήθηκε ιδιαιτέρως από τις στήλες του γνωστού μας …«Συγκροτήματος». Αν και στέλεχος του ΚΚΕ το 1951, ο Σπύρος Λιναρδάτος «απορεί» στις σελ. 382-383 για το λόγο για τον οποίο το ΚΚΕ διατηρούσε το δίκτυο των ασυρμάτων του και μετά το τέλος του Εμφύλιου, εκθέτοντας με αυτό τον τρόπο σε θανάσιμο κίνδυνο της οργανώσεις, τα στελέχη του και «την προσπάθεια για συμμετοχή και πάλι της Αριστεράς στη νόμιμη πολιτική ζωή της χώρας». «Απορεί» γιατί υπήρχαν οι επαφές μέσω ασυρμάτων των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ στην Ελλάδα με την ηγεσία του στο εξωτερικό, αφού αυτό, δήθεν, «ανατινάζει τις συμμαχίες του (του ΚΚΕ) στην Ελλάδα και απομακρύνει από κοντά του τα πιο μετριοπαθή στοιχεία της αριστεράς, αλλά και από φόβο ή διαφωνία σημαντικό μέρος των οπαδών του»… Δηλαδή, για τον ιστορικό μας, ένα ΚΚ το οποίο βρίσκεται σε βαριά παρανομία δεν πρέπει να επιδιώκει την καθημερινή σύνδεση και επικοινωνία των στελεχών του, με τα όποια τεχνικά μέσα τού παρέχει η εποχή του! Η νοοτροπία αυτή του Λιναρδάτου πηγάζει ολοφάνερα από μια ιδεολογική γραμμή η οποία επεδίωκε τη διάχυση του ΚΚΕ μέσα σ’ ένα ευρύτερο συμμαχικό αριστερό σχήμα, ή την πλήρη αντικατάστασή του από ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα. Αυτή η γραμμή, που συμπυκνώθηκε μετά το 1956 στον όρο «η λύση του κομματικού οργανωτικού μας προβλήματος», οδήγησε το 1958 την ηγεσία Κολιγιάννη-Παρτσαλίδη στη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ στην Ελλάδα και την ένταξη όλων των κομμουνιστών αποκλειστικά στις γραμμές του -ενιαίου πια- κόμματος της ΕΔΑ. Έτσι, όμως, η πλήρης …διάλυση του πρωτοπόρου καθοδηγητικού επιτελείου της εργατικής τάξης άρχισε να βαδίζει προς την τελική ευθεία, με όλες τις αντίστοιχες συνέπειές της στο εργατικό-λαϊκό μας κίνημα… Ωστόσο, στο σημείο αυτό, ο Λιναρδάτος δεν περιορίζεται καθόλου στην προβολή της άποψής του για μια –ας την πούμε- πιο «μετριοπαθή» γραμμή του ΚΚΕ, χωρίς ασυρμάτους ή και χωρίς παράνομες κομματικές οργανώσεις στην Ελλάδα. Το πέρασμα του αναλυτή μας στην ιδεολογία της αστικής τάξης τον οδηγεί στη διατύπωση αληθινά εξωφρενικών ισχυρισμών, ισχυρισμών που αγγίζουν πλέον τα όρια του πιο αδίστακτου αντικομμουνισμού!: Στη σελ. 383 «ερμηνεύει» την τακτική της χρήσης των ασυρμάτων και τις άλλες μεθόδους δράσης της ηγεσίας του ΚΚΕ, ούτε λίγο-ούτε πολύ, ως αποτέλεσμα της …συμμόρφωσης του ΚΚΕ στην αντίληψη του Στάλιν, ο οποίος φοβόταν ότι θα ξεσπάσει σύντομα ένας Τρίτος παγκόσμιος πόλεμος και …έπαιρνε τα μέτρα του, έτσι ώστε οι κομμουνιστές της Ελλάδας να είναι πανέτοιμοι για να …πολεμήσουν εναντίον των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο πλευρό της ΕΣΣΔ! Εδώ, βεβαίως, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: Ακόμα κι αν ήταν έτσι τα πράγματα, ποιο είναι το πρόβλημα του Λιναρδάτου; Μήπως στην περίπτωση μιας 58


ιμπεριαλιστικής επίθεσης εναντίον της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι οι κομμουνιστές και οι επαναστάτες του κόσμου θα έπαιρναν με κάθε τρόπο το μέρος των συντρόφων τους και θα έστρεφαν σε κάθε ευκαιρία τα όπλα τους εναντίον των ιμπεριαλιστών και των λακέδων τους; Ή, αν υπηρετούσαν στο στρατό μιας καπιταλιστικής χώρας που θα επιτίθετο ενάντια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, δεν θα έπρεπε οι κομμουνιστές στρατιώτες «να στρέψουν τα όπλα αντίστροφα», να ακολουθήσουν δηλαδή την τακτική που υιοθετούσε για μια τέτοια περίπτωση και το ΚΚΕ (και την οποία ο Λιναρδάτος επικρίνει ήδη από τη σελ. 382); Το αδιανόητο στην περίπτωση αυτή για κάθε αληθινό κομμουνιστή θα ήταν να μην στρέψει «τα όπλα αντίστροφα» και να μη συμβάλει στην οριστική στρατιωτική συντριβή του ιμπεριαλισμού! Να, όμως, που ο πρώην «κομμουνιστής» Λιναρδάτος δεν πιστεύει καθόλου σε μια τέτοια λύση, που πρακτικά θα σήμαινε επαναστατικό πόλεμο στο εσωτερικό όλων των επιτιθέμενων καπιταλιστικών χωρών. (Πάλι καλά που δεν προτείνει στους κομμουνιστές να έδιναν και έπαινο στο …ΝΑΤΟ!) Τι ισχυρίζεται, λοιπόν, με τρόπο που ασφαλώς θα τον ζήλευαν και οι αντικομμουνιστές ασφαλίτες του 1951; Ακούστε τον: «Πάντως (το παράδειγμα του ΚΚΕ) δεν είναι το πρώτο στην Ελλάδα παράδειγμα διωκόμενου κόμματος που αντιδρά στην επίσημη εξωτερική πολιτική μ’ αυτό τον τρόπο. Όσα έχουν από παλιά ή πρόσφατα αποκαλυφθεί για τη δράση των βασιλικών το 19161920, σε συνεργασία με τη γερμανική πρεσβεία και τις υπηρεσίες του Βερολίνου, αποτελούν ένα άλλο προηγούμενο…»!!!! Καταλάβατε τι εννοεί ο Λιναρδάτος; Είναι να …ξερνάει κανείς από αηδία για τη συκοφαντική αντικομμουνιστική μπόχα που αφήνεται να διαχυθεί στις συνειδήσεις ή στο υποσυνείδητο των αναγνωστών του από τον συγγραφέα… Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο Λιναρδάτος υπαινίσσεται ότι το ΚΚΕ διατηρούσε τους ασυρμάτους του για να στέλνει -δήθεν- πληροφορίες στρατιωτικού περιεχομένου στις μυστικές υπηρεσίες της ΕΣΣΔ!!! Όπως δηλαδή οι βασιλόφρονες του 1916 έδιναν στρατιωτικές πληροφορίες στις μυστικές υπηρεσίες του Βερολίνου, αφού ήταν γερμανόφιλοι κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και θανάσιμοι αντίπαλοι του αγγλόφιλου Βενιζέλου, τότε δηλαδή που η μια αστική κλίκα καταπολεμούσε αδίστακτα την άλλη για να επιβάλει ο ένας ή ο άλλος ιμπεριαλιστής την επικυριαρχία του στην Ελλάδα, έτσι –δήθεν- έπρατταν το 19501951 και οι …καταδιωκόμενοι Έλληνες κομμουνιστές, παραδίδοντας …φοβερά και τρομερά μυστικά του αστικού κράτους στη …Μόσχα και υπονομεύοντας ουσιαστικά όχι μόνο την εξωτερική πολιτική της αστικής τάξης αλλά την ίδια την …Ελλάδα!!!! Ένα τόσο αισχρό και συκοφαντικό συμπέρασμα θα το περιμέναμε μόνο από τον πιο παθιασμένο ταξικό και ιδεολογικό αντίπαλο του ΚΚΕ. Να, όμως που ο «πρώην κομμουνιστής» ηγέτης Σπύρος Λιναρδάτος, τυφλωμένος πια από την εμπάθεια, καταλήγει να υιοθετήσει τις πιο μαύρες και συκοφαντικές επινοήσεις των λυσσασμένων φασιστών διωκτών του ΚΚΕ για … «ανθελληνική δράση του ΚΚΕ» και «κατασκοπεία υπέρ της Μόσχας»… Υιοθετεί και αναπαράγει αδίστακτα τις 59


συκοφαντικές εκείνες πλαστογραφίες, τις οποίες σκάρωναν το εμφυλιακό (και το μετεμφυλιακό) ελληνικό κράτος και η αμερικανοκρατία για να δολοφονούν στα εκτελεστικά αποσπάσματα τον ανθό του λαϊκού μας κινήματος, με κορυφαίο παράδειγμα τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του. Τους δολοφόνους του Μπελογιάννη έσπευσε …βραδέως, το 1978, να «δικαιώσει» όχι πλέον ο (πάλαι ποτέ!) «αριστερός» και «κομμουνιστής», αλλά ο δημοσιογραφικός ταγός του «Συγκροτήματος Λαμπράκη», Σπύρος Λιναρδάτος. Και έφτασε σ’ αυτό το σημείο καταισχύνης, παρ’ όλο που γνώριζε πολύ καλά ότι οι ασύρματοι αποτελούσαν ένα απλό τεχνικό μέσο επικοινωνίας της εποχής, για να επικοινωνούν και να συντονίζονται οι οργανώσεις του ΚΚΕ με την ηγεσία τους στο εξωτερικό, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι ακόμα και τα χαλκεία του υπουργείου της κρατικής Ασφάλειας δεν μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν στο στρατοδικείο ούτε μια βάσιμη κατηγορία κατασκοπείας εναντίον του Μπελογιάννη, του Πλουμπίδη αργότερα ή άλλου κομμουνιστή, ενώ ήξερε ποια ήταν η ηρωική απάντηση του Μπελογιάννη στις άθλιες συκοφαντίες περί «κατασκοπείας», και ενώ ήξερε -πάνω απ’ όλα- μέσα από την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στο οποίο κι ίδιος συμμετείχε, ότι οι Έλληνες κομμουνιστές όχι μόνο δεν υπήρξαν «κατάσκοποι» κανενός, αλλά αντίθετα έγιναν ολοκαύτωμα στους αγώνες του λαού μας για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία και την κοινωνική προκοπή του τόπου. Κι αν ακόμα παραβλέψουμε όλες τις άλλες θέσεις του, πιστεύουμε ακράδαντα ότι ουδέποτε η Ιστορία θα συγχωρήσει στον Σπύρο Λιναρδάτο αυτό του το συκοφαντικό, τυφλό αντικομμουνιστικό παραλήρημα… Η) Στο κεφ. 7 ο Λιναρδάτος εξετάζει πλέον τη δραματική ιστορία της «αποκήρυξης» του ηρωικού Νίκου Πλουμπίδη, του αγωνιστή ο οποίος επί πολλά χρόνια διηύθυνε όλη την παράνομη κομματική δουλειά του ΚΚΕ μέσα στην ίδια την Αθήνα, στη «φωλιά του λύκου». (Εδώ δίνονται τα γεγονότα της πρώτης φάσης αυτής της ιστορίας, δηλ. όσα έγιναν το Μάρτη του 1952, ενώ η συνέχειά της βρίσκεται στο δεύτερο τόμο της τωρινής έκδοσης του βιβλίου.) Στη σελ.474, όπου αναφέρεται στην καταγγελία από τον Ζαχαριάδη ως «πλαστήςχαλκευμένης» της επιστολής με την οποία ο Πλουμπίδης αναλάμβανε ο ίδιος την ευθύνη για τη δράση των παράνομων κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ, ώστε να σωθεί η ζωή του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, ο Λιναρδάτος γράφει ότι: «πριν από αρκετές μέρες (από τη μέρα της καταγγελίας της επιστολής του Πλουμπίδη) ο Ζαχαριάδης, με το άλλο κομματικό κέντρο που είχε στην Αθήνα ειδοποίησε τις οργανώσεις ότι ο Πλουμπίδης ήταν ‘χαφιές’». Δηλ. αρκετό καιρό πριν την επίσημη «καταγγελία- αποκήρυξη» του Πλουμπίδη, αφού επίσημα στην αρχή ειπώθηκε από τον Ζαχαριάδη ότι ο Πλουμπίδης δεν βρισκόταν καν στην Ελλάδα, ενώ η επιστολή του ήταν «κατασκεύασμα της Ασφάλειας»… Και στην περίπτωση αυτή ο Λιναρδάτος μάς αφήνει να εννοήσουμε ότι και η καταγγελία εναντίον του Πλουμπίδη ήταν μια αυθαίρετη προσωπική απόφαση του ηγέτη του ΚΚΕ, ο οποίος για άλλη μια φορά επέβαλλε το δικό του λάθος στο κόμμα 60


ολόκληρο, σε όλους τους κομμουνιστές που επηρέαζε. Όμως είναι και πάλι ο ίδιος ο Λιναρδάτος αυτός που -με τα παρακάτω γραφόμενά του- μας δίνει το «κλειδί του μυστηρίου», ώστε να καταλάβουμε λογικά τι μπορεί να «παίχτηκε» πίσω απ’ αυτή την υπόθεση. Στη σελ. 475 παραθέτει τα ίδια τα λόγια του Νίκου Πλουμπίδη για την υπόθεση αυτή, τα οποία ειπώθηκαν σε συζήτησή του με τον Κ. Μπασιάκο: «Δεν φταίει ο Ζαχαριάδης. Τέτοια στοιχεία τού δίνουν.»… Σήμερα αυτή η διαπίστωση του ηρωικού Πλουμπίδη έχει επιβεβαιωθεί απόλυτα, αφού μέσα από το αρχειακό υλικό που δημοσιεύτηκε –και μάλιστα από το ίδιο το ΚΚΕ- φαίνεται σαφέστατα ότι υπήρχε μερίδα στελεχών των παράνομων οργανώσεών του στην Αθήνα, τα οποία διαβίβαζαν συνεχώς προς το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε. και προς τον ίδιο το Ζαχαριάδη μηνύματα «καταγγελίας» εναντίον του Νίκου Πλουμπίδη! Η Ασφάλεια είχε καταφέρει, για άλλη μια φορά, να επιβάλει το «διαίρει και βασίλευε»… Σήμερα, έχει δημοσιευτεί μέχρι και το σχετικό σημείωμα-καταγγελίας του Πλουμπίδη, το οποίο έστειλε απευθείας στον Ζαχαριάδη η Έλλη Ιωαννίδου, η σύντροφος δηλαδή του Μπελογιάννη, πριν βεβαίως από τον ερχομό του Μπελογιάννη στην Ελλάδα. (Ο Μπελογιάννης, όπως είναι γνωστό, με δικά του μηνύματα είχε διαψεύσει κάθε παρόμοια ανυπόστατη ρετσινιά εναντίον του Πλουμπίδη.) Επίσης, πρέπει εδώ να αναφέρουμε εκ των προτέρων ότι στο δεύτερο τόμο του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» (στις σελ. 25-27) θα γίνει ολοφάνερο, μέσα από τα γραφόμενα και του ίδιου του Λιναρδάτου, ότι πολύ σημαντικό ρόλο στην «αποκήρυξη» του Νίκου Πλουμπίδη από την ηγεσία του ΚΚΕ διαδραμάτισαν οι σχετικές εκθέσεις του –παράνομου επίσης τότε- στελέχους του ΚΚΕ στην Αθήνα, Σταύρου Κασιμάτη, ο οποίος καθοδηγούσε ένα άλλο παράνομο κομματικό κέντρο ανεξάρτητο από εκείνο του Πλουμπίδη, και ο οποίος «πληροφορούσε» τον Ζαχαριάδη και το ΠΓ ότι ο ρόλος του Νίκου Πλουμπίδη ήταν … «ύποπτος»!! Αργότερα ο Κασιμάτης, με το ψευδώνυμο «Σταθάς», θα περάσει στις σοσιαλιστικές χώρες και θα αναδειχτεί για ένα διάστημα μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Με όλα αυτά φυσικά και δεν απαλλάσσεται σε καμιά περίπτωση των ευθυνών της η ηγεσία του ΚΚΕ και προσωπικά ο Ζαχαριάδης, για τη λαθεμένη απόφασή τους να «αποκηρύξουν» και να σπιλώσουν τον ανιδιοτελή επαναστάτη Νίκο Πλουμπίδη, ο οποίος έδωσε όλη του τη ζωή στο κόμμα. Αποδεικνύεται, όμως, ότι είναι ολότελα αβάσιμη η θέση του Λιναρδάτου πως ο Ζαχαριάδης πήρε μόνος του την αυθαίρετη απόφαση της «εξουδετέρωσης» ενός τέτοιου στελέχους του ΚΚΕ, όπως ο Πλουμπίδης, από προσωπική ιδιοτέλεια. Οι ισχυρισμοί του Λιναρδάτου στο ίδιο αυτό σημείο του βιβλίου του, ότι «ίσως ο Ζαχαριάδης να θέλησε να αφαιρέσει το φωτοστέφανο του ήρωα από τον Πλουμπίδη, λίγο πριν τον καταγγείλει κι ανοιχτά», εντάσσονται –κατά τη γνώμη μας- στην ίδια γνωστή αντίληψη, με την οποία ο ιστορικός μας παρουσιάζει σε όλο του το έργο την προσωπικότητα του Ζαχαριάδη, περιγράφοντάς τον ως έξαλλο, υπερφίαλο και αρχομανή – καταπιεστή των ίδιων του των συντρόφων! (Οι οποίοι -και πάλι κατά τον 61


Λιναρδάτο - παραδόξως πώς!- εξακολουθούσαν να τον εκτιμούν απεριόριστα και να του έχουν πλήρη εμπιστοσύνη!!! ). Έτσι γράφεται η ιστορία… Η περίπτωση του Πλουμπίδη παρουσιάζει –κατά τη δική μας άποψη- μιαν ολοφάνερη αναλογία με την εξίσου δραματική «αποκήρυξη» από τον Ζαχαριάδη του Άρη Βελουχιώτη, τον Ιούνιο του 1945. Γιατί, και στην περίπτωση αυτή, ο Ζαχαριάδης χρεώθηκε εξολοκλήρου τις ευθύνες για τη διαγραφή του Άρη, την οποία, όμως, είχαν αποφασίσει ήδη, πολύν καιρό πριν ο Ζαχαριάδης γυρίσει στην Ελλάδα από το κολαστήριο του Νταχάου, οι γνωστοί «συνθηκολόγοι» (στον Λίβανο στην Καζέρτα και στη Βάρκιζα…) ηγέτες του ΚΚΕ (δηλαδή οι Σιάντος, Παρτσαλίδης, Ιωαννίδης κλπ…) Αλλά, βέβαια, ουδενός οι προσωπικές ευθύνες μπορούν να παραγραφούν. Θ) Στο κεφ. 9, στη σελ. 578 ο Σπύρος Λιναρδάτος, με τρόπο μάλλον ειρωνικό, αναφέρεται στη στάση του ΚΚΕ που αντέδρασε στην επίσκεψη της αντιπροσωπείας των τιτοϊκών ηγετών της Γιουγκοσλαβίας, Πιγιάντε και Βουκμάνοβιτς, στην Αθήνα, στις 21 Αυγούστου του 1952. Επρόκειτο για μια προσέγγιση των καθεστώτων της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας που μεθόδευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Ο Λιναρδάτος, κατ’ αρχάς, γράφει ότι -με αφορμή την επίσκεψη αυτή των εκπροσώπων του «γιουγκοσλαβικού σοσιαλισμού» στην Αθήνα και τις επαφές τους με το Παλάτι: «Αρκετοί ρομαντικοί στη χώρα μας παίρνουν μια πρώτη γεύση για το τι είναι διεθνής πολιτική και τι σχέση έχει με τις ιδεολογίες. (Αργότερα, θα μάθουν πολύ περισσότερα από την πολιτική της ίδιας της Μόσχας και του Πεκίνου)». Παρ’ όλο που αυτό μοιάζει -με μια πρώτη ματιά- γενικόλογο και …υπεράνω κομμάτων, είναι σίγουρο ότι με τα λόγια αυτά ο Λιναρδάτος ειρωνεύεται κυρίως την πολιτική του ΚΚΕ το 1952. Γιατί ο ίδιος ξέρει πολύ καλά ότι υπάρχει η μαρξιστικήλενινιστική εξωτερική πολιτική αρχών, όπως επίσης ξέρει πολύ καλά ότι υπάρχουν και πλείστες όσες παραβιάσεις αυτής της πολιτικής, όταν αυτοί οι ηγέτες που τη χειρίζονται είναι μόνο κατ’ όνομα «κομμουνιστές». Αν ο Λιναρδάτος έκανε αυτή τη διάκριση, τότε η παρατήρησή του αυτή θα έπρεπε να αφορά μάλλον τους τιτοϊκούς, οι οποίοι –αν και «κομμουνιστές»- τακίμιασαν πολύ εύκολα με τους αντιδραστικούς της Δύσης, μαζί και με το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος. Όμως ο συγγραφέας μας δεν κάνει αυτή την αναγκαία διάκριση, γιατί σκοπός του ήταν να μην ξεσκεπαστεί ο μύθος, ο οποίος ήθελε όλους τους πατενταρισμένους αναθεωρητές του μαρξισμού-λενινισμού, όπως οι Γιουγκοσλάβοι τιτοϊκοί, να παραμένουν …γνήσιοι κομμουνιστές. Κι από την άλλη, ήθελε να δείξει ότι οι κομμουνιστές της Ελλάδας ήταν «ρομαντικοί» και στερούμενοι πολιτικού ρεαλισμού, αφού για λόγους ιδεολογικής αντίθεσης ξεσήκωσαν κύμα διαμαρτυρίας εναντίον της επίσκεψης των τιτοϊκών και της συνεργασίας της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία. Αλλά και στην περίπτωση αυτή νομίζουμε ότι ο Λιναρδάτος φάσκει και αντιφάσκει με τις ειρωνείες του περί των «ρομαντικών» Ελλήνων κομμουνιστών. Γιατί ο ίδιος στην -αμέσως επόμενη- σελίδα 579, όπου συνεχίζει το σχόλιό του, ουσιαστικά 62


ομολογεί ότι το ΚΚΕ δεν είχε στα 1952 καμία απολύτως αυταπάτη για τον πραγματικό χαρακτήρα των τιτοϊκών ηγετών και για το αλισβερίσι τους με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και το αντιδραστικό ελληνικό αστικό κράτος. Και το ομολογεί παρ’ όλο που το ειρωνεύεται ως μιαν «…εύκολη ‘εξήγηση’ που τη διαλαλούσαν τα ραδιόφωνα της Μόσχας και των άλλων ανατολικών πρωτευουσών, καθώς και ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’: ο Τίτο είναι προδότης και πράκτορας του ιμπεριαλισμού… Προκηρύξεις με αυτό το περιεχόμενο κυκλοφορεί η Κομμουνιστική Οργάνωση της Αθήνας, για να ‘υποδεχτεί’ τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές…». Είναι φανερό ότι, ενώ τότε το ΚΚΕ ξεσκέπαζε την πολιτική του Τίτο και δεν έτρεφε καμιά εκτίμηση σ’ αυτόν και στους υποστηρικτές του, ο Σπύρος Λιναρδάτος, τουλάχιστον όταν έγραφε σε οριστική μορφή το βιβλίο του, είχε την εντελώς αντίθετη άποψη. Γι’ αυτό και στρέφεται εναντίον των «ρομαντικών» πρώην συντρόφων του. Η φιλική προς τον τιτοϊσμό διάθεση του Λιναρδάτου φαίνεται, βέβαια, σε κάθε σχετική ευκαιρία στο ογκώδες σύγγραμμά του, παίρνει όμως και άλλες διαστάσεις, όταν στη συνέχεια της αφήγησής του για την επίσκεψη των Πιγιάντε και Βουκμάνοβιτς στην Ελλάδα παραθέτει και ένα απόσπασμα από το «Ημερολόγιο» του Αμερικανού δημοσιογράφου Σάιρους Σουλτσμπέργκερ, στο οποίο διαφαίνεται η βαθύτατη αντιπάθεια του βασιλιά Παύλου προς τους …επίσημους Γιουγκοσλάβους φιλοξενουμένους του, ιδίως δε προς τον Βουκμάνοβιτς (Τέμπο, στα χρόνια του αντιφασιστικού αγώνα), αλλά και προς τον …ίδιο τον όψιμο φίλο του, τον Τίτο! Επιδίωξη του Λιναρδάτου με το παράθεμα αυτό είναι, κατά τη γνώμη μας, να δείξει στον αναγνώστη του ότι …με τον ίδιο περίπου τρόπο, έστω και από διαφορετικές αφετηρίες, κατέληξαν να αντιδρούν ενάντια στους Γιουγκοσλάβους «κομμουνιστές» οι πολιτικά «ακραίοι» ζαχαριαδικοί κομμουνιστές και οι πιο ακραίοι κύκλοι της Δεξιάς με εκφραστή το Παλάτι! Να ’τη, λοιπόν, ξανά η «θεωρία των δυο άκρων», τα οποία μπερδεύουν την εξωτερική πολιτική με τις ιδεολογικές τους «προκαταλήψεις»!!! Μάλιστα, ο τρόπος που μεθοδεύει την αφήγηση αυτού του «παρασκηνιακού» συμβάντος ο Λιναρδάτος, αφήνει την εντύπωση ότι η ανοιχτή αντίδραση του ΚΚΕ στην επίσκεψη των τιτοϊκών ήταν χειρότερη από εκείνη του Παύλου, ο οποίος τυπικά υπήρξε άψογος οικοδεσπότης των Γιουγκοσλάβων επισήμων και απλώς …εκμυστηρεύτηκε το παράπονο της βαθύτατα …αντικομμουνιστικής καρδιάς του σε μια παρασκηνιακή ιδιωτική συνομιλία του με τον επιστήθιο φίλο του, τον Αμερικανό δημοσιογράφο Σουλτσμπέργκερ (αυτόν ακριβώς τον Σουλτσμπέργκερ, για τον οποίο ο Ενβέρ Χότζα στο βιβλίο του «Δυο φίλοι λαοί» δίνει τον πιο γλαφυρό αλλά και τον πιο πετυχημένο χαρακτηρισμό: «…του ανθρώπου που παριστάνει το δημοσιογράφο, αλλά που στην πραγματικότητα είναι ένας από τους πιο ειδικευμένους πράχτορες της αμερικάνικης υπηρεσίας πληροφοριών, της CΙΑ, του διαβόλου και της φάρας του διαβόλου.»!!!). Αυτός ακριβώς ο Σουλτσμπέργκερ γνώριζε, όπως ήταν φυσικό, και τους ενδόμυχους συλλογισμούς του Παύλου… 63


Στα μεταπολιτευτικά χρόνια ο Λιναρδάτος, έχοντας πια ξεσκολίσει για τα καλά το μύθο για την «υπεροχή της κεντρώας ιδεολογίας» απέναντι στα δυο «άκρα», τον εφαρμόζει, κατά το δοκούν και το συμφέρον, σε κάθε περίπτωση… Οι όποιες «αντιρρήσεις» πάντως του Παλατιού, έστω και με τον τρόπο των παρασκηνιακών παραπόνων, σε μια πολιτική που του επιβαλλόταν από τους Αμερικάνους επικυρίαρχους, είναι πιθανόν, σ’ ένα βαθμό, να οφείλονται και στην ιδιαίτερη παραδοσιακή προσκόλληση της φαμίλιας των Γλύξμπουργκ προς τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος αυτή ακριβώς την εποχή ανταγωνίζεται άγρια τον αμερικάνικο ομόλογο, «σύμμαχο» και βοηθό του, στο παιχνίδι για την κυριαρχία στη Μεσόγειο θάλασσα, καθώς μάλιστα η βρετανική αποικιακή αυτοκρατορία καταρρέει μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τη σχετική αυτή διαμάχη Άγγλων και Αμερικανών «συμμάχων» την έχει επισημάνει και ο Σπύρος Λιναρδάτος στις σελίδες 463-464, 511-513 και 523-525 του Α΄ τόμου. Βέβαια, ο ίδιος επισημαίνει ότι, όχι μόνο οι Αμερικάνοι, αλλά και οι Εγγλέζοι ιμπεριαλιστές προωθούσαν την προσέγγιση της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία, το 1952 (βλ. στις σελ. 219 και 580). Αλλά πάντοτε, πέρα από το «κοινό συμφέρον της Δύσης» ο σκυλοκαβγάς μεταξύ των δυο ιμπεριαλιστών «συμμάχων» , των δυο ηγετών του καπιταλιστικού κόσμου, ήταν εντονότατος και συχνά αδύνατον να κρυφτεί… Από τους ιστορικούς της σύγχρονης Ελλάδας, ο Νίκος Ψυρούκης ήταν αυτός ο οποίος ανέδειξε πιο έντονα την παράμετρο της διαρκούς και μεγάλης σε έκταση αγγλικής επιρροής πάνω στο Παλάτι των Γλύξμπουργκ κατά τη δεκαετία του 1950. Ι) Τέλος, στο ίδιο αυτό κεφάλαιο, στις σελ. 599-600 ο Σπύρος Λιναρδάτος επικρίνει το χαιρετισμό που απηύθυνε ο Γ.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1952. Βασίζει, βέβαια τις επικρίσεις του σε ορισμένες ρητορικές εξάρσεις του λόγου του Ζαχαριάδη, επαινετικές στο έπακρο για τον Ιωσήφ Στάλιν, όπως π.χ. στο παρακάτω απόσπασμα που αναφέρει, όπου ο Ζαχαριάδης είχε πει ότι «…Οι μάνες μας, οι απλές γυναίκες της χώρας μας που για τα παιδιά τους τόσο θερμά φροντίζει ο σύντροφος Στάλιν, λένε: «Ας κόβει ο θεός χρόνια απ' τη ζωή μας κι ας χαρίζει στιγμές στον Στάλιν. Είμαστε τόσο πολλές που θα ζει αιώνια». Τρανή απόδειξη για τον Λιναρδάτο της «άκριτης» και «δογματικής» προσήλωσης του Ζαχαριάδη στον Στάλιν, άρα και βέβαιη απόδειξη για την …καταδίκη του στο πυρ το εξώτερο! Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές στο κομμουνιστικό κίνημα επικράτησε μια τάση υπερβολής και έξαρσης ορισμένων εξαιρετικών ηγετικών προσωπικοτήτων του κινήματος. Αυτό πράγματι υπήρξε και στην περίπτωση των επαίνων που απηύθυναν πολλοί προς το πρόσωπο του Στάλιν, ενός από τους μεγαλύτερους πολιτικούς και θεωρητικούς ηγέτες του κομμουνιστικού κινήματος, όλων των εποχών. Και μάλιστα, όπως είναι γνωστό, από τα ίδια τα γραπτά του Στάλιν, αυτή η τάση εξύμνησης ερχόταν σε αντίθεση με τις ίδιες τις απόψεις του μεγάλου αυτού μπολσεβίκου ηγέτη, ο οποίος απεχθανόταν κάθε υπερβολή και κάθε κολακεία. 64


Αν όμως οι ρητορικές εξάρσεις και οι υπερβολές για το πρόσωπο του Στάλιν ήταν μια συνήθεια είτε των απλών κομμουνιστών, οι οποίοι -από …μικροαστική συνήθειαεξακολουθούσαν να είναι προσκολλημένοι στον εξαιρετικό ρόλο των προσωπικοτήτων, ακόμα κι αν αυτό δεν συνάδει με το …μαρξισμό, είτε οφείλεται στην περηφάνια και στον ενθουσιασμό που ένιωθαν για τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και στη συντριβή του φασισμού, η πιο επικίνδυνη μορφή της κολακείας δεν ήταν αυτή που προερχόταν από πραγματικούς ιδεολόγους σαν τον Ζαχαριάδη, αλλά από τους πιο άθλιους εκπροσώπους της «σοβιετικής» γραφειοκρατίας, οι οποίοι παρίσταναν τον …θαυμαστή του Στάλιν, ενώ όταν εκείνος δεν υπήρχε πια, μετατράπηκαν -με τον πιο γλοιώδη και αηδιαστικό τρόπο- στους χειρότερους εχθρούς όχι μόνο της μνήμης του, αλλά κυρίως της επαναστατικής, μαρξιστικής-λενινιστικής πολιτικής του. Ήταν ακριβώς όλοι αυτοί οι Χρουστσιόφ, οι Μικογιάν, οι Σουσλόφ και σία, οι οποίοι «θυμιάτιζαν» τον Στάλιν, για να ξεχυθούν έπειτα σαν τις ύαινες, όχι ενάντια στην περιβόητη «προσωπολατρία», αλλά ενάντια στην οικονομική πολιτική του Στάλιν, που επεδίωκε το βάθεμα και το πλάτεμα της σοσιαλιστικής κοινωνικής παραγωγής στο δρόμο του κομμουνισμού. Ήταν οι μετέπειτα ηγέτες που δρομολόγησαν την καπιταλιστική παλινόρθωση… Αλλά ο Λιναρδάτος ήταν με το μέρος τους και από ένα σημείο και μετά, όπως θα φανεί ξεκάθαρα στην ανάλυση του Β΄ τόμου του έργου του, ζητούσε απ’ αυτούς να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στο …ποθούμενο τέλος κάθε σοσιαλιστικού υπολείμματος… Αν ο Λιναρδάτος ήθελε να κρίνει αντικειμενικά το λόγο αυτό του Ζαχαριάδη στο συνέδριο του ΚΚΣΕ, δεν θα έπρεπε να σταθεί μόνο στη ρητορική του υπερβολή, αλλά να επισημάνει και το σημείο εκείνο όπου ο ομιλητής διαπίστωνε, μιλώντας για το εμβληματικό έργο του Στάλιν «Τα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», ότι: « Στο νέο του έργο ο σύντροφος Στάλιν ανακάλυψε και ανάλυσε τους νόμους ανάπτυξης της οικονομίας στην ΕΣΣΔ, τους νόμους του βαθμιαίου περάσματος απ' το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό. Ανάλυσε αυτούς τους νόμους μέσα στην ίδια την υλική, την αντικειμενική σοβιετική πραγματικότητα. Έτσι ο σύντροφος Στάλιν απόδειξε και για άλλη μια φορά θεμελίωσε τη σωστότητα της μαρξιστικής-λενινιστικής θέσης, ότι οι οικονομικοί νόμοι, όπως και οι νόμοι εξέλιξης της φύσης, δεν εξαρτιόνται απ' τη θέληση του ανθρώπου, δεν μπορούν να δημιουργηθούν αυθαίρετα, ότι οι νόμοι αυτοί δημιουργούνται και εξελίσσονται μέσα στην ίδια τη ζωή και την κίνηση της φύσης και της κοινωνίας, ανεξάρτητα απ' τη θέληση του ανθρώπου. Έτσι ο σύντροφος Στάλιν μας διδάσκει ακόμα μια φορά εμάς, τους κομμουνιστές του εξωτερικού, πώς πρέπει να κάνουμε την επιστημονική ανάλυση και την επιστημονική πρόβλεψη στην πολιτική. Η επιστημονική ανάλυση και η επιστημονική πρόβλεψη στηρίζονται στη γνώση των αντικειμενικών νόμων κίνησης και εξέλιξης στη φύση και την κοινωνία. Ο σύντροφος Στάλιν μάς διδάσκει ακόμα ότι αυτοί οι νόμοι που υπάρχουν αντικειμενικά μπορούν να ανακαλυφθούν μέσα στις υλικές συνθήκες της 65


αντικειμενικής πραγματικότητας, ότι αυτοί οι νόμοι μπορούν να γίνουν γνωστοί και να χρησιμοποιηθούν απ' τον άνθρωπο, την κοινωνία και το πρωτοπόρο της κόμμα για να προχωρήσουν μπροστά προς την πρόοδο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση προς τον κομμουνισμό .» Εδώ βρισκόταν και η ουσία του ζητήματος, κι όχι στις ρητορικές υπερβολές. Ο Στάλιν έδειχνε με ποιες προϋποθέσεις η ΕΣΣΔ θα βάδιζε σίγουρα προς τον κομμουνισμό. Οι πάλαι ποτέ κόλακες και μεταθανάτιοι άσπονδοι εχθροί του ανέτρεψαν όλη αυτή την κατεύθυνση που γύρευε να εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις νομοτέλειες του σοσιαλιστικού μεταβατικού συστήματος για το μεγάλο σχεδιασμένο ποιοτικό άλμα προς τον κομμουνισμό… Ο Στάλιν υποδείκνυε όλο και μεγαλύτερη αληθινή κοινωνικοποίηση, όλο και περισσότερο σοσιαλισμό, ενώ αυτοί διάλεξαν όλο και περισσότερη «αγορά», όλο και περισσότερο καπιταλισμό. Αυτή ήταν και η ουσία των ιδεών του Σπύρου Λιναρδάτου. Όλα τ’ άλλα ήταν το περιτύλιγμα. Καθώς τελειώνει ο Α΄ τόμος δεν αμφιβάλλουμε πια καθόλου για αυτό που θα επακολουθήσει στον Β΄, δηλαδή στον τόμο που μας αφηγείται ακριβώς την εποχή της μεγάλης αυτής «στροφής» στην πολιτική της ΕΣΣΔ, του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και βεβαίως του ΚΚΕ. Τίποτα από εδώ και πέρα δεν μπορεί να προκαλέσει έκπληξη στον υποψιασμένο πια αναγνώστη του Α΄ τόμου του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Ο Σπύρος Λιναρδάτος σηματοδότησε ξεκάθαρα την πορεία και τους στόχους του…

66


Μέρος Δεύτερο Παρατηρήσεις σχετικά με τα ζητήματα που θίγει ο Β΄ τόμος του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» (Νοέμβρης 1952-1957) 1. Γενικές παρατηρήσεις. Η εποχή στην οποία αναφέρεται ο Β΄ τόμος και η γενική πολιτική γραμμή του Σπύρου Λιναρδάτου για τις εξελίξεις των ετών 19531957. Ο μελετητής του πρώτου τόμου του συγγράμματος «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», του Σπύρου Λιναρδάτου, έχοντας σχηματίσει ήδη μια ξεκάθαρη αντίληψη για τον αστικο-ρεφορμιστικό χαρακτήρα των απόψεων του συγγραφέα, δεν θα αισθανθεί την παραμικρή έκπληξη, όταν προσεγγίσει στη συνέχεια και το δεύτερο τόμο αυτού του ογκώδους και πολύ σημαντικού έργου, που αναφέρεται στην τόσο κρίσιμη εκείνη ιστορική εποχή του πρόσφατου, σχετικά, παρελθόντος. Ο δεύτερος τόμος του ιστορικού συγγράμματος που εξετάζουμε, στην τετράτομη του επανέκδοση του 2009 από την εφημερίδα «Το Βήμα», περιλαμβάνει τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στην Ελλάδα, σε άμεση συνάρτηση με τις διεθνείς εξελίξεις, από το Νοέμβρη του 1952, δηλαδή αμέσως μετά τις εκλογές που έφεραν στο τιμόνι της διακυβέρνησης τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Αλέξανδρου Παπάγου, έως και το 1957, όταν δηλαδή στον πρωθυπουργικό θώκο βρίσκεται πλέον ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο ιδρυτής και επικεφαλής του κόμματος της Ε.Ρ.Ε. («Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως»), το οποίο διαδέχθηκε το «Συναγερμό» στο χώρο της Δεξιάς και κράτησε συνεχώς την κυβερνητική εξουσία έως και το φθινόπωρο του 1963. Στην Ελλάδα αυτής της εποχής έχουμε, οπωσδήποτε, σημαντικές διαφοροποιήσεις σε πολλούς τομείς σε σχέση με το παρελθόν. Από τους περισσότερους ιστορικούς συγγραφείς αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται, συνήθως, ως η εποχή της σταθεροποίησης και ανάπτυξης του ελληνικού «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού», μιας ανάπτυξης η οποία θα κορυφωθεί στη δεκαετία του 1960 με αρχές της δεκαετίας του 1970. (Βλ. σχετικά στο δεύτερο τόμο της «Ιστορίας της Σύγχρονης Ελλάδας 1940-1974» του Νίκου Ψυρούκη και ιδιαίτερα τα κεφάλαια 1 και 2, σελ.11-157, όπου δίνεται και πλούσια οικονομική ανάλυση της εποχής αυτής.) Η αστική τάξη της χώρας ενισχύεται οικονομικά και πολιτικά. Κυρίως ενισχύεται και αποκτά μεγάλη δύναμη το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Ο μόχθος πολλών δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων ναυτεργατών στους ωκεανούς όλης της γης γίνεται πηγή κερδοφορίας για τους καπιταλιστές εφοπλιστές και συναλλαγματοφόρος πηγή συσσώρευσης για την αστική τάξη και το ελληνικό αστικό κράτος στο σύνολό του. Η αστική τάξη της Ελλάδας προσανατολίζεται και προχωρεί επίσης σε έναν ορισμένο βαθμό βιομηχανικής ανάπτυξης, χωρίς όμως και πάλι, σε καμιά περίπτωση, να επιδιώξει την ανεξάρτητη ανάπτυξη όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και να δημιουργήσει ανεξάρτητη και αυτοδύναμη βαριά βιομηχανία, και χωρίς βέβαια να διανοηθεί την απεξάρτησή της από την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία των ΗΠΑ. Άλλωστε, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση από τη Δύση ήταν πρωταρχικός όρος για την 67


ύπαρξη και εδραίωση της κυριαρχίας των καπιταλιστών της Ελλάδας πάνω στην εργατική τάξη και στο λαό μας. Και την πενταετία αυτή, που εξετάζουμε τώρα, καθώς μελετούμε το Β΄ τόμο του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», οι ΗΠΑ έχουν τον αποφασιστικό και κυρίαρχο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας. Στην πλάστιγγα των προτιμήσεων της ιμπεριαλιστικής αυτής υπερδύναμης το βάρος έχει δοθεί αποφασιστικά στην αδιατάρακτη, κατά το δυνατόν, πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς, η οποία θεωρείται πλήρως ελεγχόμενη και οι μέθοδοι της διακυβέρνησής της ως οι πιο κατάλληλες για την προώθηση των αμερικάνικων συμφερόντων στη χώρα μας και στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι η εποχή που οι ΗΠΑ θα αποκτήσουν πανίσχυρες στρατιωτικές βάσεις στο ελληνικό έδαφος με νομικό πλαίσιο κυριολεκτικά αποικιακό, ενώ οι κυβερνήσεις της Δεξιάς θα υπερηφανεύονται για το μεγάλο τους αυτό «κατόρθωμα» και θα το βαφτίζουν προϋπόθεση για την …ανάπτυξη του τόπου! Ήδη το αποτέλεσμα των εκλογών του 1952 (που όπως είδαμε στον Α΄ τόμο του έργου του Σπύρου Λιναρδάτου, διεξήχθησαν με το περιβόητο «πλειοψηφικό» εκλογικό σύστημα, κατ’ εντολήν της αμερικάνικης πρεσβείας στην κυβέρνηση του Πλαστήρα) είχε καταστήσει τον «Ελληνικό Συναγερμό» της Δεξιάς κοινοβουλευτικά και πολιτικά παντοδύναμο. Η υποστήριξη των ΗΠΑ στον Παπάγο παρέμεινε αδιαμφισβήτητη, έως και την ασθένεια και το θάνατο του «στρατάρχη», ο οποίος ήταν το σύμβολο ενότητας όλου του συντηρητικού πολιτικού κόσμου, ολόκληρης της Δεξιάς και βεβαίως της ντόπιας αστικής τάξης, της οποίας τα συμφέροντα εξυπηρετούσε πλήρως με την οικονομική και κοινωνική του πολιτική ο «Συναγερμός». Το ίδιο αδιαμφισβήτητη ήταν και η υποστήριξη των ΗΠΑ στο πρόσωπο του Καραμανλή, τον οποίο κατόπιν δικής τους παρέμβασης επέβαλαν –με τη σχετική απόφαση του βασιλιά Παύλου- στη θέση του πρωθυπουργού τον Οκτώβρη του 1955, αμέσως μετά το θάνατο του Παπάγου και παρ’ όλο που εκείνος από την επιθανάτια κλίνη του είχε δώσει το «χρίσμα» της διαδοχής στον υπουργό του των Εξωτερικών, Στέφανο Στεφανόπουλο. Εξίσου υποστήριξαν οι ΗΠΑ τη μεθόδευση που ακολούθησε ο Καραμανλής στις εκλογές του 1956, για να εδραιωθεί και να καταστεί μοναδικός κυρίαρχος του αστικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, όταν επέβαλλε το διαβόητο «τριφασικό» εκλογικό σύστημα, με το οποίο και κατόρθωσε το ακατόρθωτο: Να γίνει πρωθυπουργός, παρ’ όλο που εναντίον του συνασπίστηκε σε μέτωπο ολόκληρη η αντιπολίτευση, μαζί και η ΕΔΑ, και παρ’ όλο που έλαβε μικρότερο συνολικό αριθμό ψήφων από την αντιπολίτευση! Ο Καραμανλής θεωρούνταν εγγύηση για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ αλλά και του ελληνικού Θρόνου, με νόμους και με έργα που εξασφάλιζαν τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία των επιχειρήσεων των Ελλήνων καπιταλιστών και των διεθνών συνεταίρων τους, αλλά και την αδιατάρακτη παρουσία των ξένων βάσεων και των ξένων προνομίων γενικά. Φυσικά, ως πολιτικός με πολλά προσόντα, ο οποίος τα κατάφερνε να πείθει και χειραγωγεί μεγάλες λαϊκές μάζες, ο Καραμανλής μπόρεσε περίφημα να εξυπηρετήσει και την αμερικανοκρατία αλλά και τα ιδιαίτερα 68


συμφέροντα της ελληνικής πλουτοκρατίας, στηρίζοντας και ενισχύοντας την οικονομική της κυριαρχία πάνω στον εργαζόμενο ελληνικό λαό. Το ελληνικό αστικό κράτος και οι οικονομικοί του πόροι ήταν στη διάθεση των Ελλήνων και ξένων καπιταλιστών. Πακτωλοί χρήματος δόθηκαν εν ονόματι της «ανάπτυξης» και συχνά έγιναν πηγή προσωπικού πλουτισμού και ασύδοτου παρασιτισμού των μελών μιας αδίστακτης ολιγαρχίας (βιομηχάνων, μεγαλεμπόρων και μεγαλοεργολάβων δημοσίων έργων) προφανώς σε «αγαστή σύμπνοια» με ανθρώπους της πολιτικής εξουσίας της εποχής… Πάντως η νέα και ανοδική, σχετικά, κατάσταση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έδωσε τη δυνατότητα στο αστικό κράτος να καταφέρει να «ενσωματώσει» πιο σταθερά στο σύστημα ένα μεγάλο μέρος των «μεσαίων» κοινωνικών στρωμάτων της Ελλάδας: των πλούσιων και των μεσαίων επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων, των μεγάλων και μεσαίων αγροτών, των ιδιοκτητών γης και στέγης στις πόλεις, και των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων. Όλοι αυτοί βαφτίστηκαν «νοικοκυραίοι» και «κοινωνικά στηρίγματα του έθνους». Γινόταν ανεκτός ο πλουτισμός τους, ο προερχόμενος από κάθε δυνατό μέσο, ακόμα και όταν οφειλόταν στα πιο αισχρά χαριστικά «θαλασσοδάνεια», στις δωροδοκίες και στα ευνοιοκρατικά ρουσφέτια, ακόμα και όταν συνοδευόταν από την αποφυγή των φορολογικών υποχρεώσεων. Η Δεξιά θεωρούσε ότι το κυριότερο ήταν να στέκουν τα κοινωνικά αυτά στρώματα της πόλης και του χωριού χωρίς αμφισβητήσεις στο πλευρό της «καθεστηκυίας τάξεως» και να σπέρνουν με το παράδειγμά τους την αυταπάτη ότι «με την …ορθή πολιτική του συμπεριφορά», «με την … αγόγγυστη εργασία» του (διάβαζε: των εργατών του!), «με τη …μεθοδικότητά του» και προπάντων «με την εξυπνάδα και την αξιοσύνη του», ο «εθνικόφρων νοικοκύρης» είναι πάντα … «επιτυχημένος» και πάντοτε «πηγαίνει μπροστά». Πάντα τα καταφέρνει και γι’ αυτό η κοινωνία πρέπει να του υποκλίνεται! Και προπάντων να υποκλίνεται στο σύστημα που του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει τέτοιος … «νοικοκύρης ζηλευτός». Ήταν, άλλωστε η εποχή του θριάμβου των «επιτυχημένων», δηλαδή η εποχή που το μεγαλύτερο μέρος των μαυραγοριτών των φονιάδων και των δοσίλογων της Κατοχής καθώς και των αχόρταγων κι αδίστακτων παρακρατικών του Εμφύλιου έβλεπαν τις λίρες και τα δολάριά τους να αυξάνουν και να πληθαίνουν, επενδυμένα πια σε κάθε λογής αποδοτικές επιχειρήσεις, χωρίς τον κίνδυνο της «πολιτικής αστάθειας» ή -πολύ περισσότερο- μιας νέας επαναστατικής «απειλής». Είναι η εποχή που ξεκινούν τα «μεγάλα δημόσια έργα» και οι μεγάλες …εργολαβίες. Είναι η εποχή που όσοι έχουν «κομπόδεμα» σε δολάρια το βλέπουν να διπλασιάζεται «εν μιά νυκτί» με την υποτίμηση της δραχμής από το Σπύρο Μαρκεζίνη το 1953. Η αστική τάξη βαφτίζει την πολιτική αυτή ως «οικονομική σταθεροποίηση» και ως «βάση για νέες επενδύσεις». Οι δραχμοβίωτοι μισθωτοί Έλληνες, αντίθετα, βλέπουν να χάνεται μέσα στην ίδια εκείνη νύχτα η μισή αξία των χρημάτων τους. Αλλά εξακολουθούν να πιστεύουν και να ελπίζουν ότι το μέλλον τους θα είναι καλύτερο. Η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της έχουν επενδύσει πολλά στη διατήρηση και 69


ενίσχυση αυτής της ελπίδας (που μεταφράζεται σε …εκατομμύρια ξεχωριστές ελπίδες κι επιδιώξεις!) με κάθε δυνατό τρόπο, με κάθε πρόσφορη μέθοδο… Η καλλιέργεια του ατομικισμού και της «αμερικάνικης» νοοτροπίας, (της επιδίωξης με κάθε μέσο του ατομικού πλουτισμού και της προσωπικής ευμάρειας) βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Η «εθνικοφροσύνη» αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να ελπίζει κάποιος σ’ ένα τέτοιο … «όνειρο». Ευνόητο είναι, φυσικά, ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η κατάσταση της εργατικής τάξης, των φτωχών υπαλλήλων και αγροτών, των μικροεπαγγελματιών της πόλης παραμένει πολύ άσχημη. Η ανεργία, η φτώχεια κι η ανέχεια κάνουν τη ζωή τους εξαιρετικά δύσκολη, διογκώνοντας το ρεύμα της μετανάστευσης, εξωτερικής και εσωτερικής. Λίγο αργότερα ο Καραμανλής θα ονομάσει «ευλογία της μεταναστεύσεως» το ξεκλήρισμα αυτό της υπαίθρου και της χώρας μας γενικά… Το έλεγε, γιατί η μετανάστευση αφενός μείωνε τους δείκτες της ανεργίας και συγκάλυπτε τα κοινωνικά προβλήματα της Ελλάδας και κυρίως της υπαίθρου, ενώ αφετέρου δημιουργούσε για το ελληνικό αστικό κράτος μιαν ακόμα τεράστια πηγή συσσώρευσης χρήματος, που μπορούσε να ριχθεί σε καπιταλιστική επιχειρηματική αξιοποίηση: το μεταναστευτικό συνάλλαγμα, τα εμβάσματα των Ελλήνων μεταναστών-εργατών στις οικογένειές τους, τα οποία φυσικά και θα κατέληγαν να «αξιοποιηθούν» στην ελληνική καπιταλιστική αγορά (εμπόριο, τράπεζες, «επενδύσεις» των κεφαλαιοκρατών…) Η μετανάστευση τρεφόταν διαρκώς -μέχρι και τη δεκαετία του 1960-1970- από την ανέχεια και την πολιτική καταπίεση. Στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, τόσο ο «Ελληνικός Συναγερμός» του Παπάγου, όσο και η ΕΡΕ του Καραμανλή κράτησαν αλώβητη την ίδια αντικομμουνιστική κατασταλτική γραμμή που εφαρμοζόταν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, κατ’ εντολήν της αστικής τάξης και των αμερικάνων πατρώνων της. Διατηρήθηκαν οι διώξεις του πολιτικού φρονήματος, το «φακέλωμα» και οι πολιτικές διακρίσεις εις βάρος κάθε θεωρούμενου ως «μη εθνικόφρονος» πολίτη. Διατηρήθηκαν οι φυλακές, οι εξορίες στα ξερονήσια και οι εκτοπίσεις. Εξακολουθεί να παραμένει το ΚΚΕ στην παρανομία και στη διαρκή καταδίωξη, εξακολουθεί η κατάπνιξη με κάθε τρόπο της φωνής και της πολιτικής δράσης της ΕΔΑ, ενώ συνεχίστηκαν και οι δίκες πολιτικής σκοπιμότητας, δήθεν για «κατασκοπεία» εις βάρος των στελεχών του ΚΚΕ που θα έπεφταν στα νύχια της Ασφάλειας. Εξακολουθούν οι καταδίκες κομμουνιστών σε θάνατο και οι εκτελέσεις, παρ’ όλο, βέβαια, που επί Παπάγου μειώθηκαν και τελικά, επί Καραμανλή, οι εκτελέσεις αυτές σταμάτησαν. Το 1954 το αστικό κράτος δολοφόνησε -στο εκτελεστικό απόσπασμα- το μαρτυρικό κομμουνιστή ηγέτη Νίκο Πλουμπίδη… Κατ’ εντολήν των ΗΠΑ, του Παλατιού και, βεβαίως, της ντόπιας αστικής τάξης η επίσημη αντικομμουνιστική ιδεολογία και η διαστρέβλωση της Ιστορίας και της πραγματικότητας ήταν η διαρκής επίσημη πολιτική της Δεξιάς, που πήγαινε χέρι-χέρι με την πιο βάρβαρη καταστολή, αστυνομική και δικαστική, κάθε μαζικής κινητοποίησης και αγωνιστικής διεκδίκησης των εργατών, των άλλων εργαζομένων και της νεολαίας. Ο στρατός, η αστυνομία, η αστική δικαιοσύνη, η ηγεσία της 70


Παιδείας και της Εκκλησίας, αντάμα με το κάθε μορφής παρακράτος στήριζαν -με νύχια και με δόντια!- τον αντικομμουνισμό ως «κόρην οφθαλμού» της αστικής εξουσίας και της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα… Με όλα αυτά, όμως, κάθε άλλο παρά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πορεία των σχέσεων της ελληνικής αστικής τάξης με τους ξένους «προστάτες» της και αντίστοιχα των ιμπεριαλιστών επικυρίαρχων με την ηγεσία της ελληνικής Δεξιάς υπήρξε τελικά ανέφελη και αδιατάρακτη, χωρίς ορισμένες σοβαρές αντιθέσεις, τις οποίες δημιουργούσε η διεθνής πολιτική συγκυρία των ετών 1953-1957. Επίσης, δεν υπήρξε ανέφελη η πορεία των σχέσεων μεταξύ του Παλατιού των Γλύξμπουργκ και των δεξιών –κι ως το μεδούλι βασιλοφρόνων!κυβερνήσεων. Η ίδια η ιστορική εξέλιξη οδήγησε σε αντιθέσεις και σε συγκρούσεις, παρασκηνιακές και φανερές, οι οποίες σημάδεψαν τη μετέπειτα πορεία των πολιτικών μας πραγμάτων. Ένας πολύ κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας που επέφερε παρόμοιες σοβαρές αντιθέσεις στις σχέσεις των κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές-επικυρίαρχους, καθώς και στις σχέσεις των κυβερνήσεων αυτών με το Παλάτι, υπήρξε το Κυπριακό Ζήτημα. Η διεκδίκηση από τους Έλληνες της Κύπρου του ιερού και απαράγραπτου δικαιώματός τους για αυτοδιάθεση, καθώς κορυφώθηκε με το ξέσπασμα ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατική εξουσία το 1955, συγκλόνισε και σημάδεψε αποφασιστικά την πολιτική ζωή της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, όξυνε και τις αντιθέσεις μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο των δυτικών ιμπεριαλιστών (Αμερικάνων, Άγγλων και λοιπών δυτικοευρωπαίων). Και τούτο συνέβη, γιατί ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο ήρθε σε μιαν εποχή γενικού ξεσηκωμού των λαών στις αποικιοκρατούμενες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, σε μιαν εποχή που ο αγγλικός ιμπεριαλισμός ολοένα και εξασθενούσε, ενώ ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός προσπαθούσε να επιτύχει την απόλυτη κυριαρχία στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, χωρίς όμως και να το κατορθώνει! Σε διεθνές επίπεδο, καθώς στον αντίποδα του ιμπεριαλισμού έχει διαμορφωθεί και εμφανίζεται δυνατό όλα τούτα τα χρόνια το σοσιαλιστικό στρατόπεδο στην Ανατολική Ευρώπη και στην Άπω Ανατολή, οι λαοί των πρώην αποικιών στρέφουν τις ελπίδες τους σ’ αυτό, θεωρώντας το ως στήριγμα των προσπαθειών τους για να απαλλαγούν από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Δύσης. Οι εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις φουντώνουν και το γεγονός αυτό διαταράσσει την απρόσκοπτη ανάπτυξη της κερδοφορίας και της απόλυτης ισχύος του καπιταλιστικού κόσμου. Η Σοβιετική Ένωση στα 1953 είναι ήδη πολύ ισχυρή, έχει ξεπεράσει τις κυριότερες συνέπειες που της επέφεραν οι καταστροφές του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, έχει μια σταθερά αναπτυσσόμενη σχεδιασμένη σοσιαλιστική οικονομία με μεγάλα και αξιοθαύμαστα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς, παρά τις επιμέρους αδυναμίες, καθυστερήσεις και αστοχίες. Διαθέτει μια οικονομία που δεν δοκιμάζει την καπιταλιστική ανισορροπία, την οικονομική κρίση, την ανεργία, την καταστροφή των 71


παραγωγικών δυνάμεων, δηλ. δεν γνωρίζει αυτά τα κοινωνικά δεινά, τα οποία απαιτεί η διατήρηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας στο «δυτικό κόσμο». Η Σοβιετική Ένωση και οι σοσιαλιστικές χώρες δείχνουν, επίσης, να έχουν εξασφαλίσει μια ισορροπία στρατηγικών δυνάμεων με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Έχει δημιουργηθεί μια στρατιωτική συμμαχία των σοσιαλιστικών χωρών, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας (όπως ονομάζεται επίσημα από το 1955) και υπάρχει πολιτική ενότητα της ΕΣΣΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και με τις λαϊκοδημοκρατικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία φαίνεται σταθερή και ακαταμάχητη. Στο πλευρό της ΕΣΣΔ, της Κίνας και των άλλων Λαϊκών Δημοκρατιών βρίσκεται το παγκόσμιο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο, που δίνουν εθνικοαπελευθερωτικούς και αντιαποικιακούς-αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες, αλλά και τον αγώνα της ύφεσης και της ειρήνης, για την αποτροπή ενός νέου παγκόσμιου πολέμου . Το σοσιαλιστικό στρατόπεδο χαίρει κύρους, αγάπης και θαυμασμού σε μεγάλο μέρος των εργαζομένων στον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό κόσμο της Δύσης. Είναι πλήρως υπολογίσιμος αντίπαλος του καπιταλισμού διεθνώς και αυτό το γεγονός οξύνει τις αντιθέσεις των δυτικών δυνάμεων μεταξύ τους, καθώς ο καθένας ιμπεριαλιστής, πέραν του -κοινού με τους άλλους «συναδέλφους» του- αντικομμουνιστικού συμφέροντος, έχει ιδιαίτερα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, τα οποία δεν μπορούν να μη λάβουν υπόψη τους την ύπαρξη, την ισχύ και την αίγλη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Και ναι μεν το ΝΑΤΟ συνενώνει τους δυτικοευρωπαίους ιμπεριαλιστές και τους υποτακτικούς τους στον κοινό αντικομμουνιστικόαντεπαναστατικό στόχο τους, από κει κι έπειτα, όμως, οι Δυτικοευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θα αρχίσουν σιγά-σιγά, αλλά σταθερά -από τα μέσα της δεκαετίας του 1950- να απαιτούν μια διαφορετική σχέση τους με τον «εξ Αμερικής αφέντη» της Δυτικής Ευρώπης. Καθώς ενισχύονται οικονομικά η Γαλλία και η Δυτική Γερμανία θα επιδιώξουν να βρουν ένα έδαφος ιδιαίτερης συνεννόησης και συνεργασίας, που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δικών τους αστικών τάξεων, που θα εξυπηρετεί τις δικές τους ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, οι οποίες δεν ταυτίζονται με εκείνες της Γουώλ Στρητ και του Λευκού Οίκου. Ιδρύουν την ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) η οποία, παρ’ όλο που δεν θα διαρρήξει τους δεσμούς της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, θα επιδιώξει από τη θέση «ισότιμου εταίρου» να επιβάλλει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των γαλλικών και γερμανικών μονοπωλιακών επιχειρήσεων και να εδραιώσει τον καπιταλισμό στη Δυτική Ευρώπη με μορφές πολιτικής και οικονομικής χειραγώγησης των λαών σαφώς διαφορετικές, δηλαδή πιο … «κοινωνικές», «δημοκρατικές» και … «συμμετοχικές» σε σχέση με εκείνες του … υπερατλαντικού Φαρ Γουέστ. Αναφερόμαστε προφανώς στο λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» ή «κράτος πρόνοιας», το κράτος που δεν αρνείται την … «φιλολαϊκή» επιδοματική πολιτική, τις «φιλεργατικές» παραχωρήσεις και τη «συμμετοχή» στην εργατική τάξη και τα άλλα 72


λαϊκά στρώματα, αρκεί να σταθεροποιηθεί και να λειτουργήσει απερίσπαστος ο πυρήνας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στην Ευρώπη, η οποία κατά το ήμισυ έχει ήδη γίνει …κόκκινη και αυτό από μόνο του προκαλεί δέος και ανατριχίλα στα επιτελεία της Δυτικής Ευρώπης! Στην κατεύθυνση της ένταξης στην ΕΟΚ και της συμμαχίας με το γαλλικό και το δυτικογερμανικό ιμπεριαλισμό θα αρχίσουν σιγά-σιγά να στρέφονται και άλλες ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, προσπαθώντας έτσι να χαλιναγωγήσουν κάπως τη μεταπολεμική αμερικανοκρατία. Ακόμα και η αστική τάξη της Ελλάδας, από την εποχή της διακυβέρνησης της ΕΡΕ και του Καραμανλή θα αρχίσει να προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση της σύνδεσης και ένταξης στην ΕΟΚ. Ειδικά από την εποχή που θα φουντώσει το Κυπριακό ζήτημα και θα διαφανεί ότι οι ΗΠΑ έχουν εντελώς αντίθετα συμφέροντα από αυτά της Ελλάδας στο νησί της Κύπρου και στην ευρύτερη περιοχή, η ίδια η κυβέρνηση της Δεξιάς, χωρίς φυσικά να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, θα επιδιώξει το δυνάμωμα των σχέσεων της χώρας μας με τη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία και θα γίνει σταθερός και ένθερμος υποστηρικτής της ένταξης στην «Κοινή Αγορά». Γενικά, καθώς φτάνουμε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η συγκυρία εκ πρώτης όψεως φαίνεται να υπόσχεται έτσι κι αλλιώς ένα καλύτερο μέλλον για τους Λαούς και να εγγυάται ότι πλησιάζει η ώρα για μια «μεγάλη στροφή» της ανθρωπότητας. Για μια στροφή που σύντομα θα τη βγάλει από τα σκοτάδια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας. Τι ειρωνεία της ιστορίας, όμως! Η «μεγάλη στροφή» της ανθρωπότητας, που έλπιζαν και οραματίζονταν η εργατική τάξη και οι λαοί, θα ξεκινήσει, αλλά θα είναι προς την …εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη των ιστορικών τους οραμάτων και θα σημαδέψει αρνητικά την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας στις επερχόμενες δεκαετίες. Θα έχει ως επίκεντρό της τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες, αλλά …δεν θα τις οδηγεί διόλου στην κατεύθυνση της ανάπτυξης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, όπως ίσως θα περίμενε ένας λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, που αντιλαμβάνεται όμως ευθύγραμμα και χωρίς ζιγκ-ζαγκ την ιστορική εξέλιξη! Αντίθετα, η «στροφή» αυτή, που εγκαινιάζεται ανεπίσημα μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν το 1953 και επίσημα το 1956 με το 20 ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, θα οδηγήσει βαθμιαία, αλλά σταθερά στην αποδυνάμωση και στο ξήλωμα των νέων σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Θα οδηγήσει στην ενίσχυση και κυριαρχία των εμπορευματικών και χρηματικών υπολειμμάτων τα οποία είχε (αναγκαστικά ως τότε) αφήσει «κληρονομιά» το παλιό καπιταλιστικό καθεστώς και η εποχή της μετάβασης από αυτό στο νέο σοσιαλιστικό σύστημα. Τελικά, θα επιφέρει την ανεπίσημη, αλλά ουσιαστική παλινόρθωση των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων με κρατικομονοπωλιακή μάσκα στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 και με την …κλασική τους όψη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στη δεκαετία του 1990… 73


Έτσι θα επιβληθεί πλέον η επίσημη και άγρια –κλασικού …τύπου- καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη… Σήμερα γνωρίζουμε σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτή η αντιδραστική στροφή που πισωγύρισε την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας οφείλεται στην εξέλιξη που έλαβε η ταξική πάλη στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες ανατολικές χώρες στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Γιατί, πέρα από τα όποια μικρά ή μεγάλα υπαρκτά σφάλματα και καθυστερήσεις που υπήρξαν σε διάφορους τομείς της οικονομίας (ως συνέπεια του γεγονότος ότι ο σοσιαλισμός χτιζόταν σε χώρες με χαμηλότερο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης, σε σχέση με τις χώρες της Δύσης, και του γεγονότος ότι οι χώρες αυτές χρειάστηκε να ανοικοδομηθούν εξολοκλήρου από τα ερείπια του Β’ παγκόσμιου πολέμου) ο κυριότερος λόγος που τα γεγονότα δεν εξελίχτηκαν «ομαλά και αδιατάρακτα» στην κατεύθυνση της παραπέρα ενίσχυσης του σοσιαλισμού και της κομμουνιστικής οικοδόμησης, ήταν η ύπαρξη, η πολιτική και κοινωνική ενίσχυση και, τελικά, η επικράτηση των αντισοσιαλιστικών- αντεπαναστατικών ταξικών δυνάμεων, που εξακολουθούσαν να δρουν με διάφορες μορφές και διάφορα προσωπεία, τόσο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όσο και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση! Μιλάμε για κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις προερχόμενες είτε από τον παλιό αστικό κόσμο και τη σοσιαλδημοκρατία του, όπως κυρίως συνέβη στις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας, είτε για κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που ξεφύτρωσαν στη διάρκεια της ίδιας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και που -λόγω των ιδιαίτερων «τεχνοκρατικών» τους γνώσεων- αποτέλεσαν το «διευθυντικό στρώμα» του οικονομικού και πολιτικού μηχανισμού, όπως κυρίως συνέβη στη Σοβιετική Ένωση. Οι δυνάμεις αυτές, στη δεκαετία του 1950, εκμεταλλευόμενες: α) την έλλειψη πολιτικής πείρας των πλατιών λαϊκών μαζών και της ίδιας της πλειοψηφίας των μελών των κομμουνιστικών κομμάτων, β) την ύπαρξη και διαιώνιση σοβαρών ανεπαρκειών και γραφειοκρατικών στρεβλώσεων στον τομέα του καθημερινού και ουσιαστικού δημοκρατικού πολιτικού ελέγχου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στους τόπους δουλειάς, αλλά και της κεντρικής κυβέρνησης και του κομματικού μηχανισμού από την εργατική τάξη και το λαό, γ) την αυτάρεσκη αντίληψη που επικράτησε στο στελεχικό δυναμικό του ΚΚΣΕ, ότι τάχα είναι αδύνατον πια στη σοσιαλιστική κοινωνία οι επιμέρους αντιθέσεις να πάρουν ανταγωνιστική μορφή και από τα διευθυντικά στρώματα να προκύψουν νέες – δυνάμει εκμεταλλεύτριες- τάξεις που να θελήσουν να παλινορθώσουν τον καπιταλισμό (αντίληψη που είναι αντίθετη με τα ίδια τα διδάγματα του μαρξισμούλενινισμού, τα οποία φαίνεται ότι δεν είχαν κατανοηθεί και αφομοιωθεί δημιουργικά στον απαιτούμενο βαθμό απ’ όλους τους κομμουνιστές ηγέτες), δ) την ύπαρξη διαφορετικών μορφών ιδιοκτησίας ακόμα και στο σοβιετικό σοσιαλισμό (π.χ. της αγροτικής συνεταιριστικής και του ατομικού χωραφιού του συνεταιριστή παραγωγού, πλάι στην παλλαϊκή πανεθνική ιδιοκτησία στη γη και στη βιομηχανία), 74


ε) τις όποιες υπαρκτές δυσαρέσκειες των μαζών για πρόσωπα, πράγματα και αποφάσεις του παρελθόντος και του παρόντος, και τις δίκαιες και θεμιτές επιθυμίες τους για μια πιο γρήγορη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων παραγωγών του κοινωνικού πλούτου, και στ) πολλά άλλα ακόμα ζητήματα μικρά και μεγάλα που προέκυπταν διαρκώς στην πρωτόγνωρη επαναστατική προσπάθεια της ανθρωπότητας να χτίσει συνειδητά έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κατόρθωσαν να επιβάλουν την αντίληψη ότι ο …σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός οικοδομούνται αποτελεσματικότερα, αν αντιγράψουν τον …αντίπαλο!! Κατόρθωσαν να επιβάλουν την πεποίθηση ότι οι …σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές παραγωγικές σχέσεις προωθούνται, εάν οι σοσιαλιστικές κοινωνίες υιοθετήσουν και δώσουν ευρύτατο έδαφος ανάπτυξης: 1) στον κληρονομημένο από τον καπιταλισμό … «νόμο της αξίας», που προσιδιάζει στην εμπορευματική παραγωγή, 2) στο «κέρδος» της ξεχωριστής «επιχείρησης», έστω κι αν αυτό βγαίνει εις βάρος άλλων μονάδων της σοσιαλιστικής οικονομίας, 3) στα υλικά, χρηματικά κίνητρα των ξεχωριστών εργοστασίων προς το προσωπικό (και κυρίως προς τα διευθυντικά στελέχη!) που εμφανιζόταν ότι «έπιαναν τις νόρμες και εκπλήρωναν τους στόχους της επιχείρησης», ακόμα κι αν αυτό γινόταν με … λογιστικά κόλπα και εις βάρος του γενικού κοινωνικού συμφέροντος και του κεντρικού σχεδιασμού, 4) στο ατομικό νοικοκυριό του αγρότη και στην εμπορευματοποίηση των μέσων καλλιέργειας της γης κλπ. κλπ. Κοινός τόπος όλων αυτών των δυνάμεων ήταν ότι παρουσιάζονταν ως «ανανεωτές του κομμουνισμού» και ως … «υπερασπιστές του λενινισμού», και ότι επεδίωκαν τον πλήρη ιδεολογικό και πολιτικό έλεγχο των κομμουνιστικών κομμάτων, πράγμα το οποίο κι επέτυχαν στην πορεία. Έτσι διαμορφώθηκε επίσημα η πολιτική κυριαρχία του δεξιού καιροσκοπισμού (οπορτουνισμού) και του αντίστοιχου δεξιού αναθεωρητισμού (ρεβιζιονισμού) στο κομμουνιστικό κίνημα. Με την άνοδο και σταθεροποίηση της ομάδας του Νικήτα Χρουστσιόφ στην ηγεσία του ΚΚΣΕ η πολιτική αυτή κατεύθυνση επιβάλλεται στην ΕΣΣΔ και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, κυρίως μ’ ένα σαρωτικό κύμα αλλαγών στις ηγεσίες των ΚΚ και αλλαγής των προγραμμάτων τους. Την πολιτική τους τη βάφτισαν, μετά το 1956, «αποσταλινοποίηση» και «καταπολέμηση της σταλινικής προσωπολατρείας, της αυθαιρεσίας και του δογματισμού». Αυτό συνοδεύτηκε από μια πρωτοφανή προσπάθεια διαστρέβλωσης και κατασυκοφάντησης του έργου και της προσωπικότητας του Στάλιν. Η ανιστόρητη εκείνη επίθεση των χρουστσιοφικών εναντίον του Στάλιν, που δεν είχε την παραμικρή σχέση με μια ειλικρινή επαναστατική κριτική λαθών ή αδυναμιών, είναι η ρίζα πάνω στην οποία στηρίζει και σήμερα τη γενικευμένη γκεμπελική αντικομμουνιστική του προπαγάνδα και τη λυσσαλέα καταδίωξη των κομμουνιστικών ιδεών ο ιμπεριαλισμός και τα τσιράκια του, σε Δύση 75


και σ’ Ανατολή. Στην πραγματικότητα, αυτή η αντισταλινική επίθεση μεταφράστηκε σε πλήρη ανατροπή των επαναστατικών μαρξιστικών-λενινιστικών θέσεων, του προγράμματος, της στρατηγικής και της τακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων που ακολούθησαν τη σοβιετική αναθεωρητική ηγεσία… Στην Πολωνία και πολύ περισσότερο στην Ουγγαρία, αμέσως μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ οι δυνάμεις της ανοιχτής καπιταλιστικής παλινόρθωσης θα σηκώσουν κεφάλι και θα αντεπιτεθούν. Στην Ουγγαρία, το φθινόπωρο του 1956 αυτή η διαδικασία εξελίσσεται σε ένοπλη αντεπανάσταση με τη βοήθεια των Δυτικών. Ακόμα κι όταν φαίνεται ότι με τη σοβιετική στρατιωτική επέμβαση στο πλευρό των Ούγγρων κομμουνιστών μπαίνει χαλινάρι στις δεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις της ανοιχτής καπιταλιστικής παλινόρθωσης, η πολωνική και η ουγγρική νέα «κομμουνιστική» ηγεσία θα υιοθετήσει και θα βάλει σε εφαρμογή μιαν απροκάλυπτα καπιταλιστική και αγοραία πολιτική γραμμή, με τις «ευλογίες» του Κρεμλίνου. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι δυο δεκαετίες μετά τα γεγονότα του 1956 η «σοσιαλιστική» Ουγγαρία και η …εξίσου «σοσιαλιστική» Πολωνία θα βρεθούν για τα καλά δεμένες από τα δάνεια που χρώσταγαν στη Δύση και που απαιτούσαν …νέα δάνεια από το ΔΝΤ, νέες αγοραίες πολιτικές με τελικό επιστέγασμα την παράδοση της εξουσίας στη νέα αστική τάξη… Είναι η ίδια ακριβώς εποχή που οι σοβιετικοί αναθεωρητές ηγέτες κηρύσσουν ανοιχτό πόλεμο εναντίον και της νόμιμης ηγεσίας του ΚΚΕ, που είχε επικεφαλής της το Νίκο Ζαχαριάδη. Θα συμμαχήσουν ανοιχτά με όλα τα «αντιζαχαριαδικά» πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πολιτική προσφυγιά, θα «επεξεργαστούν» κατάλληλα και πολλούς από εκείνους τους ηγετικούς καιροσκόπους, που μέχρι τότε «λιβάνιζαν» το Ζαχαριάδη, ακόμα και τα εξόφθαλμα λάθη του… Δυστυχώς, ποτέ δεν έλειψαν κάτι τέτοιοι από τα ηγετικά κλιμάκια του ΚΚΕ (και όχι μόνο!)… Εκεί ακριβώς, θα βρουν τη βάση για να επιβάλουν τη «νέα γραμμή» τους και στο κόμμα της ελληνικής εργατικής τάξης. Θα επέμβουν αρχικά στις προγραμματικές επεξεργασίες του ΚΚΕ το 1954. Θα σκηνοθετήσουν έπειτα τα γεγονότα της Τασκένδης, το 1955, και θα ενοχοποιήσουν γι’ αυτά το …Ζαχαριάδη. Θα συγκαλέσουν με τρόπο πραξικοπηματικό την (ελεγχόμενη από «διεθνή επιτροπή» 6… χρουστσιοφικών κομμάτων) «Έκτη Πλατιά Ολομέλεια» το 1956 και θα καθαιρέσουν την ηγεσία Ζαχαριάδη. Αργότερα το 1957 θα διαγράψουν το Νίκο Ζαχαριάδη και χιλιάδες άλλους κομμουνιστές από το κόμμα στο οποίο είχαν αφιερώσει όλη τους τη ζωή. Θα ανατρέψουν το πρόγραμμα, τη στρατηγική και την τακτική του ΚΚΕ το 1957. Θα εκμεταλλευτούν, φυσικά, ως το έπακρο όλα τα λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Ζαχαριάδη προσωπικά , και κυρίως θα εκμεταλλευτούν τη βαθιά αφοσίωση που είχαν οι κομμουνιστές στη σοβιετική ηγεσία, το μεγάλο κύρος και την αίγλη της ΕΣΣΔ… 76


Και όχι μόνο αυτό… Η «νέα σοβιετική ηγεσία» πολύ σύντομα αποδείχτηκε ότι είχε σκοπό της, πατώντας πάνω στην αίγλη και στο κύρος που έχαιρε η ΕΣΣΔ στους Λαούς όλου του κόσμου, να στραφεί απροκάλυπτα σε ένα …αδίστακτο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι ανταγωνισμού με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές –κυρίως των ΗΠΑ- για την οικονομική και πολιτική επιρροή σ’ όλο τον πλανήτη! Σ’ ένα αδυσώπητο παιχνίδι στρατιωτικού και πολιτικού ανταγωνισμού «των δύο υπερδυνάμεων» -των επίδοξων αφεντάδων της Γης- το οποίο δεν είχε την παραμικρή σχέση με την προσπάθεια για προώθηση του σοσιαλισμού έναντι του καπιταλισμού, έστω κι αν για ένα διάστημα φάνταζε ως «σύγκρουση δυο αντίθετων ιδεολογιών και αντίθετων κοινωνικών συστημάτων»! Και αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό, αν σκεφτούμε ότι ήταν αδύνατο μια «σοβιετική ηγεσία» που βαθμιαία κατεδάφιζε τις βάσεις του σοσιαλισμού στην ίδια της τη χώρα, να προωθεί το …σοσιαλισμό στον κόσμο (όσους όρκους και αν έκανε σ’ αυτόν!). Επίσης, δεν μας μένει αμφιβολία γι’ αυτό, αν δούμε πόσα και πόσα παιχνίδια παίχτηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και έως το 1991 ανάμεσα στη «σοβιετική ηγεσία» και στις ηγεσίες των ΗΠΑ, παιχνίδια που στοίχισαν πανάκριβα στα κομμουνιστικά κόμματα και στα επαναστατικά κινήματα πολλών λαών του κόσμου. Γιατί ποιον σοσιαλισμό μπορούσε να προωθεί μια ηγεσία, η οποία κήρυσσε ως επίσημη γραμμή της την «ειρηνική μετάβαση» από τον καπιταλισμό στον … (όλο και πιο …αγοραίο!) σοσιαλισμό; Ποιον σοσιαλισμό και ποιαν επανάσταση μπορούσε να στηρίξει πια μια «σοβιετική» ηγεσία που διαλαλούσε ως άκρον άωτον του …μαρξισμού- λενινισμού την… «ειρηνική συνύπαρξη» (δηλ. τη …μοιρασιά του κόσμου!) με τους άσπονδους «φίλους» της των ΗΠΑ, διαδίδοντας την αντίληψη της παθητικής και μοιρολατρικής αποδοχής του καπιταλισμού από τις μεγάλες λαϊκές μάζες, τις μάζες που δεν έπρεπε να κάνουν τίποτε το «τυχοδιωκτικό», δηλαδή τίποτε το οποίο θα έθετε σε …κίνδυνο την «ειρηνική» ισορροπία τρόμου (και συγκυριαρχίας) μεταξύ των υπερδυνάμεων; Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή ακριβώς η πολιτική κατεύθυνση της ηγεσίας του Κρεμλίνου οδήγησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 την ηγεσία του Πεκίνου να αποδώσει τον εύστοχο εκείνο χαρακτηρισμό του «σοσιαλιμπεριαλισμού» στην υπερδύναμη του Χρουστσιόφ και κυρίως του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, του «μεγάλου μαρξιστή-λενινιστή», που ξεπέρασε παρασάγγας τον προκάτοχο και μέντορά του στο βάθεμα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και της αχορτασιάς για παγκόσμια ισχύ… Πάντως στα μέσα της δεκαετίας του 1950, που εδώ εξετάζουμε, κανένας ακόμη αναλυτής στο πλαίσιο του κομμουνιστικού κινήματος και του μαρξισμού-λενινισμού δεν μπορούσε να διανοηθεί το βάθος, την κατεύθυνση και τα αποτελέσματα της στροφής που ξεκίνησε στην ΕΣΣΔ. Πέρασαν τουλάχιστον 5 με 7 χρόνια για να εκδηλωθούν ανοιχτά οι εκτιμήσεις των μαρξιστών-λενινιστών για τη νέα κατάσταση και να οξυνθούν οι αντιθέσεις τους με την ομάδα του Χρουστσιόφ. Πρώτη η ηγεσία της μικρής γειτονικής μας Αλβανίας αντιτάχθηκε στα νέα τεκταινόμενα στα τέλη του 1960 και πολύ περισσότερο το 1961. Κι αυτό, διότι η Αλβανία είχε μεγάλο πρόβλημα 77


με την πολιτική της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, την οποία όμως ο Χρουστσιόφ σπεύδει να την προσεγγίσει από το 1954. Οι πρώτες άλλωστε επισημάνσεις όσων κομμουνιστών αντιτάσσονταν στον Χρουστσιόφ ξεκινούσαν και επικεντρώνονταν για καιρό στο ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας και πίστευαν ότι είχαν δεσμεύσει το χρουστσιοφικό επιτελείο στην τήρηση της «Διακήρυξης της Μόσχας» των ΚΚ το 1957, που καταδίκαζε τον τιτοϊκό ρεβιζιονισμό (αλλά που ταυτόχρονα έδινε στον Χρουστσιόφ την ανοχή την οποία σε εκείνη τη φάση είχε ανάγκη και επιζητούσε!). Αργότερα, μετά το 1962-1963 ακολούθησε η «σύγκρουση μεγατόνων» του ρεβιζιονιστικού επιτελείου του ΚΚΣΕ με το ΚΚ της Κίνας και τον Μάο Τσετούνγκ προσωπικά… Φυσικά, υπήρξε και το αντίθετο ρεύμα στο κομμουνιστικό κίνημα, εκείνο το οποίο απαιτούσε την ακόμα μεγαλύτερη εμβάθυνση των χρουστσιοφικών «μεταρρυθμίσεων» (τις οποίες και θεωρούσαν …ανεπαρκείς!) και την πλήρη επιβολή στα ΚΚ της ρεφορμιστικής πολιτικής «ειρηνικής πάλης» για τη …μεταρρύθμιση του καπιταλισμού σε … «σοσιαλισμό». Η τάση αυτή εκδηλώθηκε με πυρήνα την ηγεσία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, με τη μορφή του «πολυκεντρισμού» στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, και αργότερα έλαβε τη μορφή του «ιστορικού συμβιβασμού» και του «ευρωκομμουνισμού» στη δυτική Ευρώπη. Αυτά τα ΚΚ οδηγήθηκαν νομοτελειακά στην πλήρη σοσιαλδημοκρατική-αστικορεφορμιστική τους μετάλλαξη. Πάντως και στη μια και στην άλλη περίπτωση το 1956 και το 1957 δεν νομίζουμε ότι υπήρχε κομμουνιστής ηγέτης που να έχει πλήρως αντιληφθεί τις συνέπειες της γραμμής του Χρουστσιόφ… Πολύ αργότερα, στις αρχές, αν θυμάμαι καλά της δεκαετίας του 1990, σε ένα αναλυτικό άρθρο για την καπιταλιστική παλινόρθωση, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Μαρξιστική- Λενινιστική Επιθεώρηση», που εξέδιδε η τότε «Μ-Λ Οργάνωση ΣΑΚΕ (Συνεπής Αριστερή Κίνηση Ελλάδας)» γράφτηκε από το Γραμματέα αυτής της Οργάνωσης, το Γεράσιμο Λιόντο, ότι είναι αμφίβολο αν τις συνέπειες της πολιτικής γραμμής του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού τις αντιλαμβανόταν πλήρως και ο ίδιος ο …Νικήτας Χρουστσιόφ!!! Κι αυτό, μα την αλήθεια, δεν φαίνεται να είναι ένα απλό ευφυολόγημα… Η διεθνής αστική τάξη, όμως, μαζί και η ελληνική, σύντομα αντιλήφθηκαν ποια ήταν η κατεύθυνση της «νέας σοβιετικής ηγεσίας». Εκμεταλλεύτηκαν την εξέλιξη αυτή όσο καλύτερα μπορούσαν για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, τα γενικά και τα ιδιαίτερα… Και έκαναν το παν για να μην αντιστραφεί, για να εδραιωθεί και να επιταχυνθεί η πορεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Μέσα σ’ αυτό, λοιπόν, το διεθνές πλαίσιο καθορίστηκαν και οι εξελίξεις στην ελληνική πολιτική σκηνή, οι εξελίξεις των ετών 1953-1957, τις οποίες μας αφηγείται ο δεύτερος τόμος του βιβλίου του Σπύρου Λιναρδάτου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Ο συγγραφέας του, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, μελετώντας αναλυτικά και αυτόν τον τόμο, παίρνει αποφασιστικά θέση σε όλες αυτές τις εξελίξεις (ελληνικές και παγκόσμιες εξελίξεις) από τη σκοπιά ενός αστού μεταρρυθμιστή-δημοκράτη, ενός «σοσιαλδημοκράτη», όπως θα λέγαμε. 78


Στο Β΄ τόμο του συγγράμματός του ο Σπύρος Λιναρδάτος αναφέρεται με πολλές λεπτομέρειες στις ελληνικές και στις παγκόσμιες εξελίξεις των ετών 1953-1957. Ο Λιναρδάτος αποκαλύπτει και κατακρίνει ανοιχτά ολόκληρο το καθεστώς των αντιδημοκρατικών μεθόδων και μεθοδεύσεων των κυβερνήσεων της Δεξιάς, υπερασπίζεται, όμως, πολλά από τα …οικονομικά αποτελέσματα που επέφεραν οι πολιτικές του Παπάγου και του Καραμανλή, ως επωφελείς για την οικονομική πρόοδο του ελληνικού καπιταλισμού. Ασκεί, βέβαια, κριτική στην εξωτερική πολιτική του «Συναγερμού» και της «ΕΡΕ», είναι ξεκάθαρο, όμως, ότι δεν αμφισβητεί καθόλου τον προσανατολισμό της Ελλάδας προς τη Δύση, κυρίως από τη στιγμή που διαφάνηκε η πρόθεση του Καραμανλή να προσανατολιστεί στην πολιτική της ένταξης στην ΕΟΚ. Παρ’ όλο που η ΕΔΑ αντιτάχθηκε σ’ αυτή την πολιτική, ο Σπύρος Λιναρδάτος ακολουθεί στο σημείο αυτό τη θέση την οποία διαμόρφωσε ο ίδιος όταν αποχώρησε από το ΚΚΕ και προσχώρησε στη γραμμή του … «Συγκροτήματος Λαμπράκη» στη δεκαετία του 1970 Το τότε ηγετικό αυτό στέλεχος του ΚΚΕ και της ΕΔΑ τάσσεται ανοιχτά υπέρ της αναθεωρητικής γραμμής που επικράτησε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μετά την επικράτηση της ομάδας του Χρουστσιόφ στην ΕΣΣΔ. Ωστόσο, κρίνοντάς την μέσα από το πρίσμα της δικής του «μετεξέλιξης» ( δηλ. μέσα από την πορεία που είχε ο ίδιος, αφού από «κομμουνιστής» έγινε αστός-δημοκράτης), μέσα από το πρίσμα των δικών του επιθυμιών και στοχεύσεων, την βρίσκει πολύ αργή και εντελώς «επιφανειακή», δηλαδή …ανεπαρκή για τις επιδιώξεις του! Επιδιώξεις οι οποίες πλέον δεν διέφεραν από εκείνες της αστικής τάξης. Καταπολεμά με ένταση και πάθος οτιδήποτε είχε σχέση με την ηγεσία του Στάλιν στο ΚΚΣΕ και την ηγεσία του Ζαχαριάδη στο ΚΚΕ, αλλά δεν μένει καθόλου ευχαριστημένος από το γεγονός ότι η πολιτική γραμμή τόσο του χρουστσιοφικού ΚΚΣΕ όσο και του ΚΚΕ μετά το 1956 δεν έφερε τόσο γρήγορα το αποτέλεσμα που θα ήταν επιθυμητό στην αστική τάξη. Δηλαδή, δεν προχώρησε στην άμεση και πλήρη αποκήρυξη του μαρξισμούλενινισμού, δεν προχώρησε στην ταχύτατη και πλήρη …απάρνηση των ιδεών και των αρχών του κομμουνισμού!! Όπως και στον Α΄ τόμο, έτσι και εδώ, στο Β΄ τόμο του έργου του ξεχωρίζει η έντονη προσπάθεια του Σπύρου Λιναρδάτου να πείσει τον αναγνώστη του ότι η μόνη πολιτική γραμμή που όφειλε να ακολουθήσει το ΚΚΕ και η ΕΔΑ ήταν αυτή της συμπληρωματικής δύναμης των «κεντρώων» αστικοδημοκρατικών κομμάτων ώστε από κοινού να φράξουν το δρόμο στις πιο απροκάλυπτες αντιδημοκρατικές μεθόδους της Δεξιάς. Το ΚΚΕ και η ΕΔΑ όφειλαν, κατά τη γνώμη του ιστορικού μας, να στηρίξουν την ίδια την προσπάθεια του ελληνικού αστικού καθεστώτος να … «εκσυγχρονιστεί» και να εξυπηρετήσει πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα του… Την ίδια ακριβώς γραμμή πλεύσης θα βρει ο αναγνώστης και στους επόμενους δυο τόμους του έργου του Σπύρου Λιναρδάτου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τους οποίους δεν συμπεριλαμβάνουμε σ’ αυτή εδώ τη μελέτη μας. Με όλα αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε αναλυτικά στα παρακάτω κεφάλαια αυτού του δεύτερου μέρους της μελέτης μας. 79


2. Ο Σπύρος Λιναρδάτος για την πολιτική του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, και για τα προβλήματά τους, από το 1953 ως το 1955. Ήδη από τη μελέτη του πρώτου τόμου του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» έχουμε διαπιστώσει ότι η γραμμή που ακολουθεί ο Σπύρος Λιναρδάτος σχετικά με την πολιτική του ΚΚΕ και της ΕΔΑ είναι αυτή της πλήρους απόρριψής της. Όπως είδαμε αναλυτικά στο πρώτο μέρος της μελέτης μας, η γραμμή αυτή του Λιναρδάτου περιστρέφεται σταθερά γύρω από δυο άξονες: α) Ότι η ηγεσία του ΚΚΕ, με επικεφαλής το Νίκο Ζαχαριάδη, ακολουθούσε μια «έξαλλη», «αλλοπρόσαλλη» και «ανεδαφική», «έξω από την ελληνική πραγματικότητα», κυριολεκτικά «καταστροφική» για το κομμουνιστικό και ευρύτερα για το αριστερό και δημοκρατικό μας κίνημα γραμμή πλεύσης, μια «σεχταριστική» (και «αντιδημοκρατική» στο εσωτερικό του κόμματος) πολιτική, απόλυτα καθοδηγούμενη και ελεγχόμενη από τη Σοβιετική Ένωση και τον Στάλιν (δηλαδή, από δυο παράγοντες καθόλου συμπαθείς και αρεστούς στον ίδιο το Λιναρδάτο, όταν έγραφε το έργο του στη δεκαετία του 1970). β) Ότι το ΚΚΕ επέβαλλε και στους νόμιμους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς, στους οποίους συμμετείχε, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και κυρίως στην ΕΔΑ, να ακολουθούν μια καταστροφική ανθενωτική πολιτική γραμμή εναντίον των κομμάτων του «δημοκρατικού Κέντρου», και κυρίως εναντίον της ΕΠΕΚ και του Νικόλαου Πλαστήρα, που –κατά την άποψη του Λιναρδάτου- προσπαθούσαν «φιλότιμα» να οδηγήσουν τον τόπο μας στην ειρήνευση και στον εκδημοκρατισμό, μέσα στις μύριες όσες αντιξοότητες δημιουργούσε το μετεμφυλιακό αμερικανοκρατούμενο καθεστώς. Ουσιαστικά, στον πρώτο τόμο του έργου του, όπως αυτό επανεκδόθηκε από το «Βήμα- βιβλιοθήκη», ο Σπύρος Λιναρδάτος κορύφωσε την κριτική του αυτή εναντίον της ηγεσίας του ΚΚΕ, με την αναφορά του στη στάση που κράτησε το ΚΚΕ και η ΕΔΑ στις εκλογές του 1952 (το περιβόητο πια «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας») με την οποία κλείνει εκείνος ο τόμος. Ο Λιναρδάτος θεωρεί, όπως έχουμε δει, τη γραμμή αυτή ως αιτία για την άνοδο της Δεξιάς στην εξουσία. Από την πλευρά μας, στο πρώτο μέρος της μελέτης μας, προσπαθήσαμε να αποδείξουμε ότι οι απόψεις αυτές του Λιναρδάτου είναι καθαρά αστικορεφορμιστικές και προέρχονται από την πλήρη αντίθεση του συγγραφέα προς τον επαναστατικό, μαρξιστικό-λενινιστικό δρόμο για το σοσιαλισμό, από την πλήρη αντίθεσή του προς το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα που πρόβαλλε το κομμουνιστικό κίνημα. Κατά τη δική μας αντίληψη και κρίση, ο Σπύρος Λιναρδάτος αντιπροσωπεύει την αστική θεώρηση της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, μια θεώρηση στην οποία αυτός έφτασε σταδιακά, αφού πρώτα πέρασε από την πιο δεξιά (ρεβιζιονιστικήοπορτουνιστική) πτέρυγα της ηγεσίας του ΚΚΕ, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, για να καταλήξει στο ιδεολογικό «θερμοκήπιο» του γνωστού μας αστικού δημοσιογραφικού «Συγκροτήματος Λαμπράκη» στις δεκαετίες του 1970 και του 1980… 80


Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της αστικο-ρεφορμιστικής αντίληψης του Λιναρδάτου (και του … «Συγκροτήματος») ήταν ότι το ΚΚΕ, η ΕΔΑ, το αριστερό μας κίνημα στο σύνολό του, για να έχουν λόγο ύπαρξης και «εποικοδομητικό ρόλο» στην πολιτική ζωή της αστικοδημοκρατικής Ελλάδας, θα έπρεπε να μετατραπούν σε στηρίγματα της πολιτικής του «Κέντρου» και να υποτάξουν όλη τους την πολιτική παρουσία στην επιδίωξη ενός τμήματος της αστικής τάξης, να αναδειχτεί και να κυριαρχήσει μια «δημοκρατική κυβέρνηση του Κέντρου», με τη στήριξη των κομμουνιστών κι όλων των αριστερών, έτσι ώστε … «ομαλά, δημοκρατικά και πολιτισμένα» να προχωρήσει ο αστικός μας «εκσυγχρονισμός» και η καπιταλιστική μας «ανάπτυξη»! Κάθε άλλη επιλογή του ΚΚΕ και της Αριστεράς, η οποία θα ξέφευγε από το πλαίσιο αυτό, καθετί άλλο, το οποίο θα επεδίωκε να προωθήσει την επαναστατική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας και να αναδείξει το ΚΚΕ και τους συμμάχους του, τις δυνάμεις της Αριστεράς, όχι σε …δεκανίκι του Κέντρου, αλλά σε πρωτοπόρο καθοδηγητική δύναμη της κοινωνίας μας, θεωρήθηκε από τον αστικό ρεφορμισμό ως …έγκλημα καθοσιώσεως, αφού βεβαίως αντιστρατευόταν ριζικά το σύστημα του καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Χτυπά, επομένως, ο Σπύρος Λιναρδάτος τη γραμμή του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, τη γραμμή του Νίκου Ζαχαριάδη, ακριβώς επειδή αυτή πήγαινε κόντρα στις επιδιώξεις του Κέντρου και γενικότερα του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού. Αυτή είναι η μόνη «λογική», «φυσιολογική» και αναμενόμενη στάση που θα μπορούσε να κρατήσει όποιος επέλεξε να φέρει το κομμουνιστικό κίνημα στα μέτρα και στις επιδιώξεις της αστικής τάξης. Και αυτό ακριβώς έκανε με κάθε δυνατό τρόπο ο Λιναρδάτος στον πρώτο τόμο του έργου του, που εξετάσαμε κι εμείς προηγουμένως. Τον ίδιο ακριβώς δρόμο με την ίδια (και μ’ ακόμα οξύτερη!) διάθεση επιλέγει και ακολουθεί απαρέγκλιτα και στο δεύτερο αυτό τόμο του συγγράμματός του. Οι αναφορές του είναι πολλές και πολύ χαρακτηριστικές για τον τρόπο της σκέψης και της ανάλυσής του. Αν και είναι κάπως αδόκιμο να ξεκινά κάποιος τις παρατηρήσεις του για όσα αναφέρει ένας συγγραφέας, από ένα σημείο που βρίσκεται όχι στην αρχή, αλλά σε ενδιάμεσο σημείο ενός εξεταζόμενου τόμου, αυτό ακριβώς θα κάνουμε με το δεύτερο τόμο του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Θα ξεκινήσουμε από ένα σημείο το οποίο, στην έκδοση του έργου από «Το Βήμα-βιβλιοθήκη» βρίσκεται λίγο πριν το …11ο κεφάλαιο του Β΄ τόμου και, παρ’ όλα αυτά, φέρνει τον περίεργο τίτλο «Εισαγωγή για την περίοδο 1955-1961»! Τι ακριβώς έχει συμβεί; Είναι φανερό ότι το κείμενο αυτό, το οποίο στην παρούσα έκδοση του έργου μοιάζει εμβόλιμο και εντελώς αταίριαστο στη μέση του δεύτερου τόμου, ήταν πράγματι η εισαγωγή που είχε γράψει ο Σπύρος Λιναρδάτος για την προηγούμενη έκδοση του έργου του, όταν σε διαφορετικό τόμο εξέταζε τα γεγονότα των ετών 1955-1961, σε αντίθεση με την τωρινή επανέκδοση, όπου εξετάζονται σ’ 81


έναν τόμο τα γεγονότα από το φθινόπωρο του 1952 έως και το 1957. Υπάρχει σαφής διαφορά στη διάταξη της ύλης από τη μια έκδοση του έργου στην άλλη. Ωστόσο, το εμβόλιμο, όπως μας παρουσιάζεται σήμερα, αυτό κείμενο του Β΄ τόμου, το οποίο προτάσσεται, πριν ο Λιναρδάτος αρχίσει την εξιστόρηση των γεγονότων από τον Οκτώβρη του 1955, όταν ξεκινά η διακυβέρνηση της χώρας από τον Καραμανλή, έχει μεγάλη αξία για τη μελέτη του θέματός μας, γιατί περιέχει μια συνόψιση των συμπερασμάτων του συγγραφέα και για την περίοδο 1949-1952, που μελετήσαμε στον Α΄ τόμο. Επομένως, και οι αναφορές στην πολιτική του ΚΚΕ και της ΕΔΑ είναι αναπόφευκτες. Στεκόμαστε, λοιπόν, για άλλη μια φορά σ’ αυτές, για να ανακαλέσουμε στη μνήμη τα γεγονότα που εξετάσαμε στον Α΄ τόμο και για να τα συνδέσουμε με όσα θα δούμε και θα κρίνουμε σ’ αυτό το δεύτερο τόμο. Ο Σπύρος Λιναρδάτος, αναφερόμενος στην πολιτική του ΚΚΕ (στις αρχές της δεκαετίας του 1950), γράφει στο εμβόλιμο αυτό κείμενό του τα εξής: Α. (Στη σελ. 436) «Το ίδιο το ΚΚΕ, με τις κατευθύνσεις και τα συνθήματα της έξω από την Ελλάδα ηγεσίας του (…) και με έντονες επιθέσεις κατά ηγετών της ΕΠΕΚ και της Δημοκρατικής Παράταξης, ακολουθεί αντιφατική πολιτική στηριγμένη στο φόβο και στην προοπτική της μετατροπής του Ψυχρού πολέμου σε παγκόσμιο θερμό πόλεμο, δεν βοηθά στον κατευνασμό και στην προσαρμογή στον νέο συσχετισμό των δυνάμεων στην Ελλάδα μετά την ήττα του αριστερού κινήματος.» Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αντιφάσεις στην πολιτική του ΚΚΕ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 όλοι οι μελετητές της εποχής αυτής μπορούν να διαπιστώσουν. Το ζήτημα, όμως, είναι από ποια ιδεολογικοπολιτική σκοπιά αντιμετωπίζουν αυτές τις αντιφάσεις και ποια συμπεράσματα θέλουν να συναγάγουν και να τονίσουν σχετικά μ’ αυτές. Π.χ. μια σειρά τέτοιων αντιφάσεων στην πολιτική του ΚΚΕ το 1950-1955 έχουν διαπιστώσει και οι συντάκτες του δεύτερου τόμου του «Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ (1949-1968)», το οποίο εκδόθηκε το 2011 (από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και εκφράζει τις αντιλήψεις της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ. Όμως, οι διαπιστώσεις αυτές των σημερινών κομμουνιστών- ιστορικών αναλυτών δίνονται από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, από μια εντελώς διαφορετική πολιτική στόχευση σε σχέση με τις αντίστοιχες του Σπύρου Λιναρδάτου. Γιατί, σε αντίθεση με όσα γράφει ο Λιναρδάτος, οι σημερινοί κομμουνιστές ιστορικοί εξετάζουν τις αντιφάσεις στην τότε πολιτική του ΚΚΕ όχι βέβαια σε σχέση με το εάν αυτή η πολιτική εξυπηρέτησε το …«Κέντρο» και τον …αστικοδημοκρατικό «εκσυγχρονισμό», αλλά σε σχέση με το εάν κατάφερε ή όχι να εξυπηρετήσει την επαναστατική αποστολή του ίδιου του ΚΚΕ, ως πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και του λαού μας. Και άσχετα αν συμφωνήσει κάποιος ή όχι με όλες τις εκτιμήσεις των συντακτών αυτού του «Δοκιμίου Ιστορίας», σίγουρα θα παραδεχτεί ότι μόνο από την άποψη αυτή μπορεί να κρίνει τα γεγονότα και την πολιτική του κομμουνιστικού κινήματος ένας μαρξιστής-λενινιστής ιστορικός, κι όχι βέβαια από τη σκοπιά των συμφερόντων του 82


καπιταλισμού, των πολιτικών του εκφραστών και του κάθε δημοσιογραφικού του … «Συγκροτήματος»!! Όταν ένα πραγματικό ΚΚ μιλά για την ανάγκη «προσαρμογής στις νέες συνθήκες» μιας ιστορικής εποχής, σίγουρα δεν εννοεί την υποταγή του στο καπιταλιστικό σύστημα και στα αστικοδημοκρατικά κόμματα που υπηρετούν αυτό το σύστημα. Η αλήθεια αυτή ήταν θεμέλιο και της πολιτικής του ΚΚΕ, μετά τον Εμφύλιο, παρ’ όλα τα λάθη, τις αντιφάσεις ή και τις ασυνέπειες στην πρακτική εφαρμογή της. Το ΚΚΕ στα 1950-1955 προσπαθούσε να χαράξει τη γραμμή πλεύσης του με γνώμονα την εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και στον κόσμο, με κριτήριο το πώς θα μπορέσει να προωθήσει σε θετικό δρόμο την αδιάκοπη κοινωνική απελευθερωτική πάλη της εργατικής τάξης και του λαού μας. Στις περιπτώσεις που αυτό κατόρθωνε να το πράξει σωστά, το ίδιο το ΚΚΕ και ο ελληνικός λαός έβγαινε ωφελημένος, στους άμεσους και στους μακροπρόθεσμους στόχους του αγώνα του. Το αντίθετο συνέβαινε, όταν το ΚΚΕ δεν κατόρθωνε να εκτιμήσει σωστά τα διάφορα πρόσωπα και πράγματα της εποχής ή όταν δεν κατόρθωνε να μεθοδεύσει και να εφαρμόσει με τον πιο σωστό και πρόσφορο τρόπο την πολιτική του γραμμή. Και η σωστή και η λαθεμένη πλευρά συνυπάρχουν στην πολιτική γραμμή και τακτική του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τα παραδείγματα τα είδαμε στο πρώτο μέρος της μελέτης μας. Όσο για τον ισχυρισμό του Σπύρου Λιναρδάτου, ότι το ΚΚΕ χάραζε την πολιτική του με βάση την «προοπτική μετατροπής του Ψυχρού πολέμου σε θερμό παγκόσμιο πόλεμο» νομίζουμε ότι αποτελεί μια ακόμα από τις αυθαίρετες ερμηνείες του εν λόγω συγγραφέα. Σε σχέση με το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, τόσο το ΚΚΕ, όσο και η Σοβιετική Ένωση και όλες οι σοσιαλιστικές χώρες, και στο σύνολό του το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, πάλευαν για την εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης, για να μπει χαλινάρι από τους Λαούς στις αιμοχαρείς φιλοπόλεμες διαθέσεις των πιο αντιδραστικών- αντικομμουνιστικών δυνάμεων του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Οι κομμουνιστές στην Ελλάδα και στον κόσμο δεν πάλευαν για …να γίνει νέος παγκόσμιος πόλεμος, όπως υπαινίσσεται εδώ ο Λιναρδάτος. Ωστόσο, έπαιρναν σοβαρά υπόψη τους το ενδεχόμενο ο αμερικάνικος και γενικά ο δυτικός ιμπεριαλισμός να επιδιώξουν και να επιβάλουν μια παρόμοια πολεμική σύρραξη. Γνώριζαν πολύ καλά τι σχέδια σκάρωναν τα «γεράκια» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού π.χ. στη Βαλκανική Χερσόνησο στις αρχές της δεκαετίας του 1950. (Βλ. χαρακτηριστικά το πολύ διαφωτιστικό βιβλίο του Κώστα Παπαϊωάννου με τίτλο: «Αρχίστε από εδώ τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», που κυκλοφόρησε πριν κάμποσα χρόνια από τις εκδόσεις της εφημερίδας «Το Ποντίκι»). Είδαν τι σκάρωσε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στην Κορεατική Χερσόνησο το 1950-1952 και πόσο κοντά σ’ έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο προσπάθησε αυτός να οδηγήσει την ανθρωπότητα… Ως επαναστάτες που ήταν, οι κομμουνιστές ήξεραν ότι, αν ένας τέτοιος πόλεμος παγκόσμιας κλίμακας εξαπολυόταν από τους ιμπεριαλιστές ενάντια στην ΕΣΣΔ, 83


στη Λαϊκή Κίνα και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, χρέος του κομμουνιστικού κινήματος ήταν να παλέψει για να τον μετατρέψει σε επανάσταση εναντίον του καπιταλισμού, ώστε να συντριβεί οριστικά το σύστημα που γεννάει τους πολέμους. Φυσικά, η επίγνωση για τις συνέπειες που θα είχε η χρήση των πυρηνικών όπλων σ’ έναν τέτοιο πόλεμο, οδηγούσε τους κομμουνιστές όλου του κόσμου στην ένταση του αγώνα ενάντια στο ξέσπασμα ενός παγκόσμιου πολέμου, για την ύφεση και την ειρήνη, για την ειρηνική συνύπαρξη των κρατών με διαφορετικό κοινωνικό σύστημα (χωρίς βέβαια να παραιτούνται από τις επαναστατικές τους αρχές, σε αντίθεση δηλαδή με τη διαστρέβλωση της έννοιας της ειρηνικής συνύπαρξης που έκαναν σκόπιμα οι χρουστσιοφικοί ρεβιζιονιστές και οι «ευρωκομμουνιστές» μετά το 1956). Γιατί οι κομμουνιστές ξέρουν πάντα ότι μια διαρκής σταθερή και δίκαιη ειρήνη είναι αυταπάτη, ενόσω εξακολουθεί να υπάρχει και να κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη μας, ο καπιταλισμός, η μήτρα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και των άδικων πολέμων… Β. (Στη σελ. 438) «Τα σχέδιά τους (εννοεί: των πιο αντιδραστικών κύκλων της Δεξιάς και του ΙΔΕΑ) διευκολύνει η τακτική της έξω από την Ελλάδα ηγεσίας του ΚΚΕ, που δεν αρκείται να ασκεί έλεγχο στο νέο κόμμα της Αριστεράς, την ΕΔΑ (…), αλλά και πιστεύοντας πάντα στο ενδεχόμενο νέου παγκόσμιου πολέμου ή σε επανάληψη του Εμφυλίου, διατηρεί στο εσωτερικό παράνομες οργανώσεις και τυπογραφεία, αλλά και ασυρμάτους για άμεση επικοινωνία, και προπαγανδίζει τώρα με τους ραδιοσταθμούς της το σύνθημα ‘τα όπλα αντίστροφα’». Έχουμε σχολιάσει αναλυτικά τους αυθαίρετους και διαστρεβλωτικούς αυτούς ισχυρισμούς του Λιναρδάτου στο πρώτο μέρος της ανάλυσής μας. Όπως είναι φανερό, ο Λιναρδάτος στο σημείο αυτό αναπαράγει την πάγια θέση της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού (αλλά και …πάγια θέση του «Συγκροτήματος Λαμπράκη»!) ενάντια στην αυτοτελή πολιτική δράση του ΚΚΕ με τις κομματικές οργανώσεις του, ακόμα κι όταν αυτές δρουν, όπως το 1950-1957, στις συνθήκες της πιο άγριας καταδίωξης από το αστικό κράτος, στις συνθήκες της πιο βαθιάς παρανομίας. Με τους ισχυρισμούς του αυτούς ο Λιναρδάτος ουσιαστικά σπεύδει να δικαιολογήσει τη μετέπειτα πολιτική της «νέας ηγεσίας» του ΚΚΕ, της μετά το 1956, μιας ηγεσίας στην οποία ανήκε τότε και ο ίδιος. Την πολιτική που οδήγησε στη διάλυση των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ, το 1958, που έστειλε αναγκαστικά και …αποκλειστικά πια τους Έλληνες κομμουνιστές στις οργανώσεις της ΕΔΑ και (μέσω της ΕΔΑ) στις …κάλπες της Ένωσης Κέντρου. Γ. (Στη σελ. 442) « Η Αριστερά, παρά τον αποκλεισμό της από το Κοινοβούλιο (εννοεί: με τον καλπονοθευτικό εκλογικό νόμο του 1952), τα λάθη της, τις εσωτερικές της διαμάχες και τα πλήγματα που δέχεται από την αστυνομία, παραμένει συμπαγής. Ο κατακερματισμός στο Κέντρο θα τη βοηθήσει να καρπωθεί -με την τακτική της δημοκρατικής ενότητας που ακολουθεί την περίοδο αυτή (εννοεί: μετά από τις εκλογές του 1952) η ΕΔΑ, διατηρώντας κάποια σχετική ανεξαρτησία από την ηγεσία του ΚΚΕ 84


στο εξωτερικό- τη δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική, τη στάση των Δυτικών στο Κυπριακό και τις ωμές επεμβάσεις των Αμερικανών.». Στο σημείο αυτό δυο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: 1) Ή ο Σπύρος Λιναρδάτος φάσκει και αντιφάσκει, αφού από τη μια κατακρίνει ολότελα την πολιτική του ΚΚΕ και της «εξαρτημένης κι ελεγχόμενης» ΕΔΑ, τη γραμμή των εκλογών του 1952, ως «σεχταριστική» και αντίθετη σε κάθε «δημοκρατική ενότητα», ενώ ο ίδιος, αμέσως μετά …βρίσκει ότι η πολιτική της ΕΔΑ έγινε ανοιχτόμυαλη και …«σχετικά ανεξάρτητη» και -αμέσως σχεδόν!- προώθησε τη «δημοκρατική ενότητα», φέρνοντας καρπούς στο κίνημα. Μήπως άλλαξε το 1952-53 η ηγεσία και η γραμμή του ΚΚΕ, κι εμείς δεν το πήραμε είδηση; Μήπως έπαψαν οι κομμουνιστές να καθοδηγούν τη δουλειά και την κατεύθυνση της ΕΔΑ, παίρνοντας οδηγίες από την καθοδήγηση του ΚΚΕ; Αστείο πράγμα και να τα φανταστούμε! 2) Ή η πολιτική του ΚΚΕ και στις εκλογές του 1952 ήταν σωστή, ήταν πολιτική που ποτέ δεν απέκλεισε, αλλά προωθούσε σε σωστές επαναστατικές βάσεις την έννοια της δημοκρατικής ενότητας, επομένως άρχισε τελικά να φέρνει θετικά αποτελέσματα μετά το φθινόπωρο του 1952, όταν κάθε αληθινός δημοκράτης και πατριώτης είδε και κατάλαβε ποιος ήταν ο πραγματικός υπεύθυνος για το εκλογικό αποτέλεσμα: Αποκλειστικά η ηγεσία της ΕΠΕΚ, που -κατ’ εντολήν των ΗΠΑθέσπισε το «πλειοψηφικό», για να αποκλείσει από τη Βουλή την ΕΔΑ!! Η τακτική του Σπύρου Λιναρδάτου, όπως έχουμε επανειλημμένα διαπιστώσει, είναι η εξής: Κάθε θετικό επίτευγμα του αριστερού κινήματος στο διάστημα αυτό αλλά και αμέσως μετά από αυτό -και μέχρι το 1956, το αποδίδει αποκλειστικά στην ΕΔΑ. Καθετί το αρνητικό, αντιθέτως, το αποδίδει αποκλειστικά στο ΚΚΕ και στο Ζαχαριάδη!!! Πάγια τακτική όλων των αναθεωρητών, πάγια μέθοδος όλων όσοι καταπολέμησαν το ΚΚΕ από οπορτουνιστικές κι από αστικορεφορμιστικές θέσεις, θα μπορούσαμε να πούμε! Πάγια μέθοδος και του «Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη», θα σημειώναμε!!!! Ωστόσο, η αντικειμενική και ψύχραιμη κριτική αποτίμηση των πραγμάτων -με βάση την επιστήμη του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού- μας οδηγεί στο εντελώς διαφορετικό συμπέρασμα: Με τα καλά και με τα στραβά της, με τις επιτυχίες και τις αστοχίες της, με τις ξεκάθαρες στοχεύσεις, αλλά και με τις όποιες αντιφάσεις της, η πολιτική του ΚΚΕ ολόκληρη την ιστορική περίοδο 1950-1955 ήταν η γραμμή της πραγματικής και ειλικρινούς λαϊκής- δημοκρατικής ενότητας για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων που δημιούργησε η στρατιωτική ήττα του 1949 και η επικράτηση ενός ασφυκτικού μοναρχοφασιστικού και αμερικανοκρατούμενου καθεστώτος στην Ελλάδα. Τόσο το ΚΚΕ και ο Νίκος Ζαχαριάδης όσο και η ΕΔΑ και ο Γιάννης Πασαλίδης επέμειναν στην πολιτική αυτή, την οποία, φυσικά και δεν την εννοούσαν ως υποταγή της Αριστεράς στο «Κέντρο», όπως τότε έκαναν ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και -από ένα σημείο και έπειτα- κι ο ίδιος ο Σπύρος Λιναρδάτος. 85


Αυτή είναι η καθαρή ιστορική αλήθεια και κανένας δεν μπορεί να τη διαγράψει, όσες ενστάσεις κι αν έχει να προβάλει σε διάφορες πλευρές της πολιτικής του ΚΚΕ και του Ζαχαριάδη προσωπικά. Κι αυτή την αλήθεια οφείλουμε να αναδείξουμε. Ο Λιναρδάτος, όμως σ’ αυτό το δεύτερο τόμο του συγγράμματός του, τον οποίο εξετάζουμε, καταπιάνεται και με διάφορα άλλα ζητήματα της πολιτικής γραμμής της ηγεσίας του ΚΚΕ και με τα προβλήματα που απορρέουν από τη γραμμή αυτή. Έτσι: Στο 1ο κεφάλαιο, στις σελίδες 23 έως και 27 αναφέρεται ξανά στην υπόθεση του Νίκου Πλουμπίδη, την οποία είδαμε και στον προηγούμενο τόμο του έργου του. Στη σελ. 23 ο συγγραφέας προσπαθεί να συνδέσει τη λαθεμένη και ανυπόστατη κατηγορία, (που διατυπώνεται επίσημα από την ηγεσία του ΚΚΕ εναντίον του Νίκου Πλουμπίδη, στις 27 του Νοέμβρη 1952), με το λεγόμενο κλίμα του Ψυχρού πολέμου. Δεν περιορίζεται διόλου στη διατύπωση αυστηρής κριτικής ή ακόμα και πλήρους αποδοκιμασίας εναντίον του Νίκου Ζαχαριάδη και των άλλων ηγετών του ΚΚΕ, όπως ίσως θα ήταν αναμενόμενο. Με αφορμή την υπόθεση Πλουμπίδη, ο Λιναρδάτος κυριολεκτικά «ξεσπαθώνει» εναντίον των ηγεσιών όλων των σοσιαλιστικών χωρών, στις οποίες την ίδια εκείνη εποχή υπήρξαν δίκες, καταδίκες και σε ορισμένες περιπτώσεις και εκτελέσεις κάποιων -έως τότε ανώτατων- στελεχών των ΚΚ και των κυβερνήσεων αυτών των χωρών, με βαριές κατηγορίες για αντεπαναστατικές ενέργειες υπονόμευσης της λαϊκής εξουσίας σε συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό και τη γιουγκοσλαβική τιτοϊκή ηγεσία (δηλ. τις δίκες και καταδίκες του Κοστόφ στη Βουλγαρία, του Ράικ στην Ουγγαρία, του Τζότζε στην Αλβανία, των Κλεμέντις, Σλόνσκυ και Λόντον στην Τσεχοσλοβακία…). Τόσο στη σελ. 23, όσο και στη σελ. 24, ο Λιναρδάτος επαναλαμβάνει τη γνωστή κατηγορία, που από τότε μέχρι σήμερα διαλαλεί η δυτική ιμπεριαλιστική προπαγάνδα εναντίον όλων των ηγεσιών της Ανατολικής Ευρώπης, και προπάντων της ΕΣΣΔ (δηλ. του Ιωσήφ Στάλιν) ότι οι καταδίκες αυτών των προσώπων ήταν «…εκκαθαρίσεις όλων των διαφωνούντων, όλων όσοι δείχνουν και την παραμικρή τάση για ανεξαρτητοποίηση των χωρών τους από τη Μόσχα, ή απλά και μόνο δεν είναι αρεστοί στους τοπικούς σταλινίσκους». Τόσο …απλά!!! Το ζήτημα αυτό θα το εξετάσουμε πιο αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο της μελέτης μας, το οποίο έχει θέμα του τη στάση του Λιναρδάτου απέναντι στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο μέχρι το Φλεβάρη του 1956 (όταν γίνεται το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ). Εδώ αρκεί να παρατηρήσουμε ότι η προσπάθεια του συγγραφέα μας, να συνδέσει τις δίκες και καταδίκες αυτών των στελεχών στις σοσιαλιστικές χώρες με την υπόθεση του Νίκου Πλουμπίδη (τον οποίο καταδικάζει ηθικά και διαγράφει από το ΚΚΕ ο Ζαχαριάδης, αλλά που τον συλλαμβάνει, τον δικάζει με τις γνωστές ανυπόστατες κατηγορίες περί «κατασκοπείας» και τελικά τον εκτελεί το ελληνικό αστικό κράτος το 1954, όπως έκανε και με τον Νίκο Μπελογιάννη το 1952…) είναι σκόπιμη και επιδιώκει να 86


περάσει στις συνειδήσεις των αναγνωστών του την αντίληψη ότι περίπου τα …ίδια έπρατταν και οι μοναρχοφασίστες στην Ελλάδα της αμερικανοκρατίας αλλά και οι «δογματικοί», «αντιδημοκρατικοί» και «σταλινικοί» κομμουνιστές στη …«σοβιετοκρατούμενη» ανατολική Ευρώπη του 1950!! Μπορεί, μάλιστα οι δεύτεροι να ήταν και …χειρότεροι από τους πρώτους! Προσπαθεί, ουσιαστικά, να ερεθίσει, να φουντώσει και να στρέψει την αγανάκτηση των αδαών ευαίσθητων μικροαστικών ψυχών ενός μέρους του «δημοκρατικού κόσμου» ενάντια και στον … «αντιδημοκρατικό σταλινισμό», ώστε να μην κριτικάρουν «μονόπλευρα» το φασισμό και τον αντιλαϊκό αυταρχισμό της διεθνούς αστικής τάξης! Γνωστή-γνωστότατη και …καθόλου πρωτότυπη προσπάθεια του Λιναρδάτου, η οποία κρατάει δεκαετίες ολόκληρες. Την κατεύθυνση αυτή την επεξεργάστηκε η Δύση, από την πρώτη στιγμή που έχασε τον έλεγχο στις ανατολικές χώρες. Ο Λιναρδάτος απλώς προσχωρεί σ’ αυτή και επαναλαμβάνει την προπαγάνδα της! Το διάστημα 1956-1989 η κατεύθυνση αυτή προσπαθούσε να παραλληλίσει το φασισμό (το …γνήσιο- γνησιότατο αυτό τέκνο του ιμπεριαλισμού) με τον επάρατο «σταλινισμό». Από το 1989-1991 και εφεξής η κατεύθυνση αυτή ταυτίζει πλέον το φασισμό με τον επάρατο …κομμουνισμό (χωρίς πια τις παλιότερες προφάσεις περί «σταλινισμού», ο οποίος «διαστρέβλωνε τον …κομμουνισμό».)!! Η θεωρία αυτή, που τη λανσάρισε -μαζί με πολλούς άλλους παρόμοιους «ιστορικούς»- στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και ο Σπύρος Λιναρδάτος (πασπαλισμένη με τα «απαραίτητα» αντισταλινικά …προσχήματα) στη δεκαετία του 1970, αποτελεί πλέον την επίσημη αντικομμουνιστική γραμμή του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και της ΕΕ, χωρίς κανένα απολύτως πρόσχημα… «Μοιραία» απόληξη μιας τέτοιας αντίληψης ήταν και το παραλήρημα στο οποίο έφτασαν κάποιοι αποστάτες του κομμουνιστικού κινήματος, σαν τον αλήστου μνήμης Λεωνίδα Κύρκο, ο οποίος στα στερνά του, σωστό πολιτικό ναυάγιο πια, φωνασκούσε προς τους κομμουνιστές και προς όλο τον αριστερό κόσμο της Ελλάδας, προκαλώντας βάναυσα τη νοημοσύνη και την ιστορική μας μνήμη: «Ευτυχώς που ηττηθήκαμε το 1949»!!! (Τόσο ξεδιάντροπα και τόσο απροκάλυπτα, για να τον ακούνε και να τον χαίρονται τα μεγάλα του αφεντικά, που ο ίδιος ο ανεκδιήγητος εκείνος Κύρκος διάλεξε συνειδητά από δεκαετίες να υπηρετήσει: οι αστοί εκμεταλλευτές της εργατικής τάξης και του λαού μας… Τι διαφορετικό, αλήθεια, κάνει κι ο «σοβαρός ιστορικός αναλυτής» Σπύρος Λιναρδάτος;) Χωρίς, λοιπόν, στο σημείο αυτό της μελέτης μας να μπαίνουμε στα κοινωνικά-ταξικά αίτια που οδήγησαν στις δίκες και στις καταδίκες ορισμένων στελεχών στην Ανατολική Ευρώπη του 1949-1952, θα μπορούσαμε εδώ να πούμε ότι ο Λιναρδάτος και οι όμοιοί του λησμονούν ένα κομβικό σημείο, το οποίο διαφοροποιεί ολότελα τις υποθέσεις των διαφόρων Κοστόφ, Ράικ, Σλόνσκυ κλπ. από τις σκόπιμες καταδίκες και ουσιαστικά πολιτικές δολοφονίες του Νίκου Μπελογιάννη και του Νίκου Πλουμπίδη: Για τους πρώτους υπάρχουν σαφέστατες ομολογίες και παραδοχές τους ενώπιον του δικαστηρίου, για ένα μέρος ή για …πολλές ή και για …όλες τις κατηγορίες που τους 87


αποδόθηκαν. (Παρόμοιες ομολογίες υπάρχουν και στις γνωστές δίκες που έγιναν στη Μόσχα της δεκαετίας του 1930. Τα λεγόμενα «αθώα θύματα» των «σταλινικών εκκαθαρίσεων», οι Ράντεκ, Ρύκοφ, Τόμσκι, Μπουχάριν κλπ. είναι γνωστό ότι ομολόγησαν τη συμμετοχή τους στις αντεπαναστατικές συνωμοσίες και στις δολοφονικές ενέργειες, για τις οποίες και κατηγορήθηκαν, ενώπιον των σοβιετικών δικαστηρίων, σε δίκες ανοιχτές και δημόσιες, που ακόμα και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης των ΗΠΑ είχαν τότε παραδεχτεί ότι υπήρξαν έντιμες και οι αποφάσεις τους απόλυτα τεκμηριωμένες! Βλ. σχετικά στο εξαιρετικό βιβλίο του Βέλγου ιστορικού Λούντο Μάρτενς «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν», που κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τη «Σύγχρονη Εποχή» πριν μερικά χρόνια.). Τις ομολογίες αυτές δεν τις αγνοεί καθόλου ο Λιναρδάτος. Αντίθετα, στην περίπτωση του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη, όπως και όλων των Ελλήνων κομμουνιστών που βάδισαν αντρίκεια στο θάνατο και που αψήφησαν τα βόλια του εκτελεστικού αποσπάσματος, δεν υπάρχει πουθενά η παραμικρή ομολογία, η παραμικρή παραδοχή έστω και μιας από τις κατηγορίες που τους απέδιδαν οι σκευωροί! Μιλάμε για μια στάση που διαφέρει όσο η μέρα από τη νύχτα σε σχέση με τη στάση των υποτιθέμενων «αθώων θυμάτων» στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Ο Λιναρδάτος και οι «μέντορές» του έχουν πρόχειρο για την περίπτωση αυτή το «ψωμοτύρι», ότι οι ομολογίες των διαφόρων Μπουχάριν, Κοστόφ, Ράικ, Κλεμέντις ήταν «πλαστές» ή αποτέλεσμα «σταλινικών βασανιστηρίων» (ισχυρισμοί τους οποίους, φυσικά, οι «ιστορικοί μας» δεν μπορούν επ’ ουδενί και να τους αποδείξουν, αφού αυτοί απλώς αποτελούν πλάσματα της αχαλίνωτης αντικομμουνιστικής τους φαντασίας, και αποσκοπούν στη δημιουργία πολιτικών «εντυπώσεων»…). Όμως και πάλι όλοι αυτοί οι «ιστορικοί» δεν θα μπορέσουν ποτέ να μας εξηγήσουν πώς οι Έλληνες κομμουνιστές, οι οποίοι πέρασαν πραγματικά «διά πυρός και σιδήρου» από τα κολαστήρια του μοναρχοφασισμού, όχι μόνο δεν ομολόγησαν απολύτως τίποτα από αυτά που τους ζητούσαν οι ανακριτές κι οι δικαστές τους, αλλά αντίθετα, μετέτρεψαν τα εδώλια των στρατοδικείων σε βήματα ανοιχτής πολιτικής καταγγελίας εναντίον των σκευωρών, εναντίον του μοναρχοφασισμού και της αμερικανοκρατίας!!! Όμως, αν κάποιος «ιστορικός αναλυτής» και μάλιστα πρώην «κομμουνιστής» έχει αποφασίσει να παρουσιάσει την ιστορική πραγματικότητα κατά το δοκούν, με μόνο σκοπό να δημιουργήσει τις εντυπώσεις που συμφέρουν την αστική τάξη, την οποία και αποφάσισε συνειδητά να υπηρετήσει, τότε δεν διστάζει να μας παρουσιάσει ένα κακόγουστο μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές τους «κακούς» κομμουνιστές ηγέτες, που -εκ πεποιθήσεως!- αδικούν, συκοφαντούν και βασανίζουν τους «καλούς», τους «αθώους», τους «αφελείς» κι «ανίδεους» …συντρόφους τους. Μήπως αυτό δεν κάνει κι ο Σπύρος Λιναρδάτος στη σελ. 24, όταν -στάζοντας φαρμάκι και ειρωνείααγκομαχά να μας πείσει ότι ο …«κακός δράκος» του δικού μας παραμυθιού, ο Ζαχαριάδης, αντιγράφοντας «άκριτα» τα σοβιετικά και ανατολικοευρωπαϊκά 88


σταλινικά πρότυπα διψά για …συντροφικό αίμα και γι’ αυτό εκκαθαρίζει αλύπητα από το κόμμα τους αντιπάλους του (π.χ. τον Πλουμπίδη); Μήπως αυτό δεν κάνει διαρκώς στο έργο του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», όταν όλη του η «φιλοσοφία» περιστρέφεται γύρω από τον άξονα ότι το ΚΚΕ, από την ίδια του τη φύση, πάντα με τρόπο άκριτο, αυθαίρετο και αντιδημοκρατικό εκκαθαρίζει τις αντιθέσεις μεταξύ των ηγετικών του στελεχών και έτσι «πληρώνουν τη νύφη» οι πιο αθώοι και οι πιο αξιόλογοι; Μήπως, όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο δεν γίνεται καταγέλαστος ο ίδιος αυτός συγγραφέας, ο φορέας και διαλαλητής παρόμοιων («μεταφυσικών» και ανιστόρητων!) αντικομμουνιστικών αντιλήψεων, όταν -εκ των πραγμάτων- στις αμέσως επόμενες σελίδες του αναγκάζεται να μας ομολογήσει ποιες ήταν οι πραγματικές «πηγές πληροφόρησης» της …επάρατης ηγεσίας του ΚΚΕ, που την οδήγησαν στη λαθεμένη εκτίμησή της για το Νίκο Πλουμπίδη; Γιατί είναι ο ίδιος ο Σπύρος Λιναρδάτος, αυτός ο οποίος, στις σελίδες 25-27, αναγκάζεται να αποκαλύψει ότι ήταν οι εκθέσεις του Σταύρου Κασιμάτη (οι οποίες γράφτηκαν εξ ονόματος του δεύτερου κομματικού κέντρου που δρούσε στην Αθήνα του 1952, σε συνθήκες απόλυτης και βαριάς παρανομίας και εντελώς ανεξάρτητα από το άλλο κομματικό κέντρο, το οποίο καθοδηγούσε ο Νίκος Πλουμπίδης) εκείνες οι οποίες διαρκώς παραπληροφορούσαν και τον ίδιο το Ζαχαριάδη και ολόκληρο το ΠΓ του ΚΚΕ, σκαρώνοντας ένα σωρό μυθεύματα για το δήθεν «ύποπτο» και «χαφιέδικο» ρόλο του Πλουμπίδη και για την «ευθύνη του Πλουμπίδη» σε σχέση με τα πλήγματα που δεχόταν ο κομματικός μηχανισμός από το αστικό κράτος… Για το θέμα αυτό, που εξηγεί πάρα πολλά, χωρίς φυσικά να απαλλάσσει από τις ευθύνες της την ηγεσία του ΚΚΕ, έχουμε ήδη μιλήσει και στο πρώτο μέρος της μελέτης μας. Και μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι …είμαστε και ευγνώμονες στον Λιναρδάτο για την αποκάλυψη αυτής της …ιστορικής λεπτομέρειας, έστω και μέσα στο κρεσέντο του πάθους του εναντίον του Ζαχαριάδη, εναντίον του Στάλιν και των άλλων «δαιμόνων» του! Επειδή, όμως, ο σκοπός του Λιναρδάτου είναι και πάλι να επικεντρώσει όλο το βάρος της ευθύνης για την υπόθεση Πλουμπίδη στην καχυποψία του Ζαχαριάδη και στην (επάρατη και τυπικά … «σταλινική»!) προσπάθεια του ηγέτη του ΚΚΕ να …φορτώσει στους άλλους τις δικές του ευθύνες για την ήττα στον Εμφύλιο και για τις μετέπειτα δυσκολίες, ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» αντιπαρέρχεται αυτή την αποκάλυψη, που ο ίδιος αναγκάστηκε να μας κάνει, προβάλλοντας, στη σελ. 26, ως θέσφατο, τις δικαιολογίες που διατύπωσε για το θέμα ο ίδιος ο Κασιμάτης στο περιοδικό «Αντί» (τεύχος 15, 22-3-1975), ο οποίος ισχυρίστηκε πως: «καμιά έκθεσή μου δεν συζητήθηκε ούτε στο ΠΓ ούτε στην ΚΕ…». Και ο νοών νοείτω! Έτσι «ξεμπερδεύει» και ο Κασιμάτης από τις ευθύνες του, αλλά και ο Λιναρδάτος με μια ακόμα τόσο … «εύκολη» αντιζαχαριαδική- αντισταλινική επίθεση. Έτσι δρουν όλοι παρόμοιοι αντικομμουνιστές και αντεπαναστάτες: σκαρώνοντας …σκιάχτρα και καρικατούρες των ιστορικών προσωπικοτήτων που απεχθάνονται, 89


σκιάχτρα και καρικατούρες που «κατατροπώνονται» τόσο μα τόσο «εύκολα» και τόσο μα τόσο «απλά» στις …σελίδες των πλαστογραφημένων «ιστορικών αναλύσεων»… Αν η ιστορική αλήθεια δεν τους συμφέρει, τότε …τόσο το χειρότερο γι’ αυτή! Στην υπόθεση του Νίκου Πλουμπίδη επανέρχεται ο Σπύρος Λιναρδάτος και στο 5 ο κεφάλαιο του δεύτερου αυτού τόμου. Συγκεκριμένα, στη σελ. 204, με αφορμή την εκτέλεση του Πλουμπίδη, στις 14-8-1954, ο Λιναρδάτος αποκαλύπτει εκ νέου όχι μόνο το άσβεστο προσωπικό του μίσος εναντίον του Ζαχαριάδη, αλλά και το μύχιο ανεκπλήρωτο πόθο του: Πώς να γινόταν, ώστε να … «καταγγελθεί δημόσια» από έναν κορυφαίο αγωνιστή και μάρτυρα του κομμουνιστικού κινήματος, όπως ήταν ο Νίκος Πλουμπίδης, η επαναστατική γραμμή του ΚΚΕ, την οποία εξέφραζε, παρ’ όλα τα σφάλματα και τις αντιφάσεις της, η ηγεσία του με αρχηγό το Ζαχαριάδη!! Οι σκέψεις του Λιναρδάτου σχετικά με την προσωπικότητα του Νίκου Πλουμπίδη, σκέψεις πασπαλισμένες με τη χρυσόσκονη ενός … «ανθρώπινου οίκτου» προς τον αδικημένο και αδικοχαμένο αγωνιστή, είναι κατ’ ουσίαν προσβλητικές και μειωτικές για το δολοφονημένο από το αστικό κράτος κομμουνιστή ηγέτη. Γράφει ο Λιναρδάτος για τον Πλουμπίδη: «Να πέρασε καμιά στιγμή από το μυαλό του πως ίσως θα ήταν χρήσιμος και στην παράταξη και στο κόμμα, που γι’ αυτό θυσίαζε τη ζωή του, να αποκαλύψει και να καταγγείλει τον συκοφαντικό μύθο του Ζαχαριάδη και των συνεργατών του; Τα πράγματα δείχνουν πως όχι. Διαποτισμένος και ο Πλουμπίδης από τις αντιλήψεις της μονολιθικότητας, πιστεύει ότι ανώτερη αρετή του κομμουνιστή, ισάξια τουλάχιστον με την εμμονή στις αρχές του και στην αυτοθυσία, είναι η πειθαρχία στον αρχηγό του. Και στις τελευταίες στιγμές του επιμένει να εκφράζει την υπακοή του σ’ αυτόν που τον συκοφαντεί και τον προπηλακίζει. Δεν φαίνεται να τον απασχολεί σε καμιά περίπτωση ότι θα πρόσφερε υπηρεσία στο κόμμα του, αν το βοηθούσε ν’ απαλλαγεί από τον μύθο του αλάνθαστου και παντογνώστη αρχηγού». Αυτά γράφει ο Λιναρδάτος, με …πολλή πικρία, καθώς αντικρίζει το (αδιανόητο για τον ίδιο γεγονός) ότι ο αδικημένος από την ηγεσία του ΚΚΕ Νίκος Πλουμπίδης πέθανε ηρωικά, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΚΚΕ μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα του μοναρχοφασισμού και της αμερικανοκρατίας! Σίγουρος ότι η δικαίωσή του από το κόμμα του θα έρθει, αργά ή γρήγορα… Η αντίδραση αυτή του Σπύρου Λιναρδάτου απέναντι στη στάση του Πλουμπίδη, φανερώνει ότι ο άνθρωπος που τα γράφει όλα αυτά είχε πάρει οριστικό διαζύγιο από την επαναστατική κομμουνιστική αντίληψη, η οποία χαρακτήριζε όλους τους ηρωικούς αγωνιστές του ΚΚΕ και φυσικά τον ίδιο το Νίκο Πλουμπίδη. Γιατί, σε πλήρη αντίθεση με τους πόθους του Λιναρδάτου, ο Νίκος Πλουμπίδης: -Έθετε το συμφέρον του κόμματος της εργατικής τάξης πολύ πάνω από την οποιαδήποτε προσωπική του πικρία για τη μεγάλη αδικία που του έγινε από την ηγεσία του κόμματος. 90


-Ήξερε ότι το πραγματικό συμφέρον του εργαζόμενου ελληνικού λαού ήταν να παραμείνει ενωμένο και ακλόνητο το ΚΚΕ και να μη γίνει αφορμή διάσπασης και διάλυσης μια δική του προσωπική καταγγελία εναντίον της ηγεσίας, ακόμα κι αν αυτή θα ήταν απολύτως δίκαιη. -Συνειδητοποιούσε απολύτως πόση ζημιά θα επέφερε στον τιτάνιο αγώνα που έδιναν οι κομμουνιστές της Ελλάδας, σε συνθήκες βαρύτατης παρανομίας και αδυσώπητης καταδίωξης από τον ταξικό εχθρό, η οποιαδήποτε καταγγελία του εναντίον της ηγεσίας του κόμματος το 1952-1954. -Γνώριζε πολύ καλά μέσα σε ποιες συνθήκες και μέσα από ποιες αδυσώπητες περιστάσεις έφτασαν στην ηγεσία του ΚΚΕ οι αβάσιμες κατηγορίες εναντίον του από μια άλλη ομάδα, εξίσου καταδιωκόμενων, συντρόφων του. -Καταλάβαινε πολύ καλά ότι μόνο το αστικό μοναρχοφασιστικό κράτος θα έβγαινε ωφελημένο, αν ο ίδιος προχωρούσε σε καταγγελία εναντίον του Ζαχαριάδη και μάλιστα τέτοια σαν αυτή που το ίδιο αυτό κράτος του ζητούσε να κάνει, υποσχόμενο ότι θα του χαρίσει τη ζωή! Γιατί ο Πλουμπίδης δεν είχε την παραμικρή διάθεση να σώσει τη ζωή του, μετατρεπόμενος σε …σημαία της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας του αστικού κράτους. Ο Πλουμπίδης, όσον αφορούσε τον ίδιο, δεν άφησε κανένα περιθώριο τέτοιας αντικομμουνιστικής προπαγάνδας στον ταξικό εχθρό. -Καταλάβαινε πολύ καλά ότι παρόμοια καταγγελία της ηγεσίας του ΚΚΕ με αφορμή την υπόθεσή του θα προβαλλόταν από το αστικό κράτος ως … «δικαίωση» της δολοφονικής πολιτικής του μοναρχοφασισμού στα χρόνια του Εμφύλιου και στα χρόνια που ακολούθησαν τον Εμφύλιο. Θα ισοδυναμούσε με «δήλωση μετανοίας»… Ο Νίκος Πλουμπίδης, λοιπόν, σε πλήρη αντίθεση με τον Λιναρδάτο, ήταν Κομμουνιστής -με «Κ» κεφαλαίο- και όχι όψιμος …δηλωσίας ή ιδεολογικός αποστάτης, που αποφάσισε να υπηρετήσει την αστική τάξη. Έτσι, τα «ψυχογραφήματα» του Λιναρδάτου για αγωνιστές σαν τον Πλουμπίδη δεν έχουν καμιά άλλη αξία, παρά μόνο μία: την αποκάλυψη της ποιότητας αυτού που τα σκαρώνει… Ο Σπύρος Λιναρδάτος, όπως είχαμε επισημάνει στην αρχή αυτής μας της μελέτης ήταν σίγουρα ένας αξιόλογος άνθρωπος, ο οποίος κάποτε εμπνεόμενος από τα ιδανικά του σοσιαλισμού στρατεύτηκε στο ΚΚΕ και έζησε μαζί του τις μεγάλες περιπέτειες των δεκαετιών 1940, 1950 και 1960. Είχαμε, μάλιστα, πει τότε ότι τα διάφορα τρωτά σημεία που πράγματι μπορούν να επισημανθούν στην πολιτική του κόμματος συντέλεσαν οπωσδήποτε στη δυσαρέσκειά του για την «παλιά», δηλ. τη ζαχαριαδική ηγεσία του ΚΚΕ, την οποία θεωρούσε υπεύθυνη πολλών αποτυχιών και στραπάτσων. Ωστόσο, η όποια δική του δικαιολογημένη δυσαρέσκεια δεν πήρε το δρόμο της μαρξιστικής-λενινιστικής κριτικής, η οποία υπερασπίζεται τις επαναστατικές αρχές του Κομμουνιστικού κόμματος και στηρίζεται σ’ αυτές. Αντίθετα, ακολούθησε μια πορεία πλήρους απάρνησης αυτών των αρχών! Ο Λιναρδάτος, από την εποχή που ήταν στέλεχος του ΚΚΕ, είναι πλέον ολοφάνερο (απ’ όσα ο ίδιος μας αποκαλύπτει για τα πραγματικά του «πιστεύω» στο 91


σύγγραμμά του που μελετάμε) ότι, με «όπλο» του τον οπορτουνισμό και το ρεβιζιονισμό, θα πρέπει να προσπάθησε «φιλότιμα» για να υπονομεύσει την τόσο μισητή γι’ αυτόν «μονολιθικότητα» του κόμματος, δηλαδή, τη μαρξιστικήλενινιστική ιδεολογία και τις οργανωτικές αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι «αφιερώθηκε» σ’ αυτή του την προσπάθεια από νωρίς, όταν ακόμη το κόμμα παρέμενε πιστό στον επαναστατικό δρόμο, ως το 1956… Και σίγουρα θα πρέπει να τα …κατάφερε πολύ περισσότερο σ’ αυτή του την προσπάθεια, όταν ήταν ηγετικό στέλεχος στα χρόνια της κυριαρχίας των ρεβιζιονιστικών και οπορτουνιστικών θέσεων, της «6ης πλατιάς ολομέλειας» και του 8ου συνεδρίου, μέχρι και το 1968… Τελικά, ο Λιναρδάτος αποβάλλει ολότελα το προσωπείο του «κομμουνιστή», την εποχή που, ως εξέχον δημοσιογραφικό στέλεχος του …γνωστού μας «Συγκροτήματος», γράφει ανοιχτά τις …αστικές του απόψεις για το ΚΚΕ, τις οποίες κρίνουμε σ’ αυτή μας την ανάλυση. Οι πομφόλυγες, που ο Σπύρος Λιναρδάτος εκτοξεύει εδώ εναντίον της κομματικής «μονολιθικότητας» και του «σταλινισμού», σίγουρα θα έκαναν στον καιρό τους μεγάλη εντύπωση σ’ ένα ευρύ, μικροαστικά σκεπτόμενο, πολιτικό ακροατήριο του «κεντρώου» και του «αριστερού» - οπορτουνιστικού χώρου, αλλά σίγουρα δεν κατάφεραν να ξεγελάσουν και να ξεστρατίσουν τους συνειδητούς κομμουνιστές και τους πραγματικά αριστερούς ανθρώπους αυτής της χώρας. Πολύ περισσότερο δεν μπορούν να τους ξεγελάσουν σήμερα, που έγιναν ολοφάνεροι οι πραγματικοί σκοποί και τα καταστροφικά αποτελέσματα του οπορτουνισμού διεθνώς. Μόνον οργή και αγανάκτηση μπορούν να επιφέρουν οι προσπάθειές του να συνδέσει την ηρωική θυσία του Νίκου Πλουμπίδη, και την αλύγιστη αφοσίωσή του στο ΚΚΕ με τις περιπτώσεις εκείνων των σοβιετικών ανώτατων κομματικών στελεχών που καταδικάστηκαν για αντεπαναστατικές συνωμοτικές ενέργειες στις δίκες της Μόσχας του 1936 και του 1939, οι οποίοι, όπως γράφει ο ίδιος ο Λιναρδάτος: «έφτασαν να αυτοκατηγορούνται για προδότες και πράκτορες του ιμπεριαλισμού». Ξέρετε το γνωμικό που μας λέει ότι δυο υποθέσεις μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους όσο ο …φάντης μοιάζει με το …ρετσινόλαδο; Διαβάστε προσεκτικά αυτό τον αισχρότατο υπαινιγμό του Λιναρδάτου για τον Πλουμπίδη και θα καταλάβετε πού είχε καταλήξει ιδεολογικά ο Λιναρδάτος, όταν έγραφε κάτι τέτοιες «φούσκες»… Κάθε έντιμος και ψύχραιμος μελετητής της ιστορίας καταλαβαίνει ότι το παράδειγμα που επικαλέστηκε ο Λιναρδάτος είναι ολότελα άσχετο με του Πλουμπίδη, γιατί αποδεικνύει μια στάση ζωής εντελώς αντίθετη από εκείνη του πραγματικού κομμουνιστή και ήρωα Νίκου Πλουμπίδη. Οι αυτό-κατηγορούμενοι και αυτό-ομολογούντες πρώην μπολσεβίκοι της Μόσχας κι ο αλύγιστος κομμουνιστής Πλουμπίδης ήταν δυο ολότελα διαφορετικοί κόσμοι… Ο Λιναρδάτος και ο Πλουμπίδης ήταν δυο διαφορετικοί, δυο αγεφύρωτοι μεταξύ τους κόσμοι, ακόμα κι αν βρέθηκαν για κάποια χρόνια στο ίδιο κόμμα! Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση του θέματος. 92


Κατά τα λοιπά: Στο 1ο κεφάλαιο του Β΄ τόμου, στη σελ. 42, δεν μας κάνει πλέον καμιά …ιδιαίτερη εντύπωση το σχόλιο του Σπύρου Λιναρδάτου απ’ αφορμή την αποδυνάμωση του Κέντρου, μετά το 1952 και ιδιαιτέρως μετά τις «αναπληρωματικές εκλογές» της Θεσσαλονίκης στις 18-1-1953, όταν συντρίβεται η ΕΠΕΚ, ενώ δυναμώνει αρκετά η πολιτική επιρροή της ΕΔΑ. Ο Λιναρδάτος ούτε λίγο, ούτε πολύ θεωρεί την αποδυνάμωση αυτή των «Κεντρώων» ως αποτέλεσμα της … «πόλωσης» που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους δυο …κακούς του έργου μας, τη Δεξιά και την Αριστερά. Και για να προλάβει τη δίκαιη αντίρρηση των αναγνωστών του, οι οποίοι θα του επεσήμαιναν ότι η έντιμη, καθαρή και ξάστερη αριστερή γραμμή της ΕΔΑ, σε συνδυασμό με την αγανάκτηση του λαού μας για τα πεπραγμένα της ΕΠΕΚ, ήταν οι αιτίες αυτού του τόσο θετικού αποτελέσματος, ο Λιναρδάτος σπεύδει να σχολιάσει: «Αν έμπαινε κανένας στον πειρασμό να θεωρήσει την αύξηση των δυνάμεων της ΕΔΑ στη Θεσσαλονίκη και τις άλλες επιτυχίες της που θα ακολουθήσουν σαν δικαίωση της γραμμής ‘Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας’, θα έπρεπε να σκεφτεί αν τελικά η τάση για πόλωση (…) και η καταστροφή του Κέντρου ήταν στοιχεία θετικά ή, αντίθετα, επικίνδυνα για τις πολιτικές μας εξελίξεις». Και αμέσως παρακάτω καταλήγει: «…η Αριστερά πολύ λίγο και πολύ πρόσκαιρα είχε να ωφεληθεί από την πόλωση, ενώ ο πραγματικά κερδισμένος (…) ήταν η Δεξιά και ακόμα χειρότερα (…) η άκρα Δεξιά.». Το σχόλιο αυτό του Σπύρου Λιναρδάτου δεν είναι τίποτε άλλο από μια ξεκάθαρη απόδειξη της όλης νοοτροπίας του. Της νοοτροπίας η οποία πάντοτε έβλεπε την Αριστερά ως απλό στήριγμα είτε των φιλελευθέρων αστών δημοκρατών του «Κέντρου» είτε της σοσιαλδημοκρατίας. Της νοοτροπίας που οδήγησε την ΕΔΑ -στην οποία ηγείτο και ο Λιναρδάτος- να μετατραπεί, κατά τη δεκαετία πια του 1960, σε δεκανίκι της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Της νοοτροπίας η οποία μεταπολιτευτικά οδήγησε τη μεγάλη μάζα του αριστερού κόσμου να μετατραπεί στη …δεξαμενή ψήφων που εδραίωσε για σχεδόν είκοσι ολόκληρα χρόνια στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, και τελικά του «Γιωργάκη» Παπανδρέου, του ΠΑΣΟΚ που έφτασε στο πολιτικό ναυάγιο, αφού βούλιαξε πρώτα την εργατική τάξη και το λαό μας στην πιο μαύρη συμφορά ∙ σ’ αυτή την καταστροφή που βιώνουμε σήμερα, μεσούσης της πιο άγριας κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού… Ο Λιναρδάτος και το …«Συγκρότημα» έχουν αποφασιστικά συμβάλει σε όλες αυτές τις εξελίξεις… Αλλά μήπως δεν είναι προκλητικός ακόμα και για τη στοιχειώδη ανθρώπινη νοημοσύνη ο ισχυρισμός του Λιναρδάτου ότι το «Κέντρο» από το 1953 (και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960) ήταν το …αθώο θύμα της περιβόητης «πόλωσης» μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, όταν όλα τα γεγονότα, τα οποία ο ίδιος αναλυτικά μας αφηγήθηκε στον πρώτο τόμο του έργου του, αποδεικνύουν 93


περίτρανα ότι την «πόλωση» μεταξύ …του ίδιου και της Δεξιάς τη δημιούργησε το ίδιο το… «Κέντρο» στις εκλογές του 1952, με το πλειοψηφικό του εκλογικό σύστημα, για να διαγουμίσει την ΕΔΑ; Όταν όμως οι μάσκες πέφτουν, εκείνος που σκάβει του αλλουνού το λάκκο πέφτει ο ίδιος μέσα! Δεν θα τον λυπηθούμε δα γι’ αυτό!! Ο ίδιος ακριβώς σχολιασμός ταιριάζει και στις παρακάτω αναφορές του Σπύρου Λιναρδάτου απ’ αφορμή τα διαρκή στραπάτσα που υφίσταται το Κέντρο και στις άλλες τοπικές «αναπληρωματικές εκλογές» που διεξάγονται το 1953: (Α) στη σελ. 56: «Η ΕΠΕΚ αποφασίζει τελικά να απορρίψει και τη συγχώνευση με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και τις προτάσεις της ΕΔΑ για συνεργασία». Τελικά, ο Λιναρδάτος έχει μια …μοναδική ικανότητα να αυτοαποκαλύπτεται! (Β) στη σελ. 57, αποτιμώντας το «αναπληρωματικό» εκλογικό αποτέλεσμα της 29 ης 3-1953, όπου ξανά η ΕΔΑ βγαίνει ενισχυμένη, ενώ η ΕΠΕΚ καταποντίζεται: «Από αυτή την ανακατανομή δυνάμεων ανάμεσα στο Κέντρο και την Αριστερά βγαίνει κερδισμένος κοινοβουλευτικά ο Συναγερμός». Όταν ένας πραγματικά αριστερός αγωνιστής έχει κάθε λόγο να για χαρεί την πρόοδο που παρουσίαζε μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες η επιρροή της ΕΔΑ, ο «αριστερός» Λιναρδάτος στάζει φαρμάκι, γιατί καταποντίστηκε το «Κέντρο»! Το «Κέντρο», που σκάρωνε εκλογικούς νόμους στα μέτρα του Συναγερμού, που στελέχωσε κατά ένα μέρος τον ίδιο το Συναγερμό, που έγινε δεξαμενή «κεντροδεξιών» ψήφων προς το Συναγερμό, που απέρριπτε κάθε πρόταση της ΕΔΑ για συνεργασία εναντίον του Συναγερμού, καταποντίστηκε εξαιτίας της πολιτικής του κι ο Σπύρος Λιναρδάτος (του …Δ.Ο.Λ) αγανακτεί γι’ αυτό το κατάντημα των «κεντρώων» πολιτικών σαλτιμπάγκων και θρηνεί ως νέος Ιερεμίας για την ενίσχυση της ΕΔΑ από τον πραγματικά δημοκρατικό κι έντιμο κόσμο, τον οποίο ως το 1952 εγκλώβιζε το «Κέντρο». Έχασε η ΕΠΕΚ και τι θ’ απογίνουν τα σχέδια του συστήματος για πόλωση μεταξύ των δυο πολιτικών του πυλώνων (Δεξιάς και «Κέντρου»)! Κάθε πραγματικός αριστερός, κάθε έντιμος απλός δημοκράτης θα μπορούσε να δώσει μόνο μια απάντηση στην ιερεμιάδα του Λιναρδάτου για την εκλογική συντριβή του «Κέντρου»: Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου!!! Στο 8ο κεφάλαιο του δεύτερου αυτού τόμου ο Σπύρος Λιναρδάτος θίγει τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στην έναρξη του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο, το 1955, ο οποίος ξεκίνησε από την «Εθνική Οργάνωση Κυπριακού Αγώνος» (ΕΟΚΑ) με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον παλιό αρχηγό των «Χιτών» της Κατοχής, τον ακροδεξιό αξιωματικό Γεώργιο Γρίβα. Στη σελ. 315 ο Λιναρδάτος επικρίνει τη θέση του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος με άρθρο του εκφράστηκε εναντίον των βομβιστικών επιθέσεων στις οποίες επικεντρώθηκε ο Γρίβας, τον Απρίλη του 1955 και, κυρίως, το … «ξεμασκάρεμα» του Γρίβα, στο οποίο προέβη ο ηγέτης του ΚΚΕ, προσπαθώντας να φυλάξει το δίκαιο 94


αντιαποικιακό αγώνα του Κυπριακού ελληνισμού από την αντιδραστική και αναποτελεσματική κατεύθυνση που επιχειρούσε να τον χειραγωγήσει. Ο Λιναρδάτος αποδίδει το ξεσκέπασμα του Γρίβα από το Ζαχαριάδη στην «έντονη δυσπιστία και εχθρότητα της ελληνικής Αριστεράς απέναντι στον Γρίβα, για τη δολοφονική δραστηριότητα της οργάνωσής του, ‘Χ’, εναντίον του ΕΑΜ, καθώς και σε θεωρητικές απόψεις εναντίον της ατομικής τρομοκρατίας…». Και αποφαίνεται ότι: «άσχετα από το βάσιμο ορισμένων επιφυλάξεων για τη μορφή που έπαιρνε η δράση κατά των Άγγλων στην Κύπρο, ορθό θα ήταν, αφού άρχιζε ένας απελευθερωτικός και αντιαποικιακός αγώνας, να υποστηριχτεί με όλα τα μέσα από τις οργανώσεις και τα κόμματα στην Ελλάδα και στη Μεγαλόνησο…». Είναι φανερό ότι ο Λιναρδάτος, αν και έζησε από πρώτο χέρι τη δράση του Γρίβα στην Κατοχή και στα Δεκεμβριανά, παρασυρόμενος από την εχθρότητά του προς το πρόσωπο του Ζαχαριάδη, δεν αναρωτήθηκε: τι στόχους θα μπορούσε να έχει ο …πασίγνωστος Γρίβας ως επικεφαλής μιας ένοπλης οργάνωσης και στην Κύπρο; Δεν αναρωτήθηκε ποτέ του: πώς θα ήταν δυνατόν να οργανωθεί σωστά και να δικαιωθεί ο ένοπλος αγώνας των Ελληνοκυπρίων εναντίον του αγγλικού ιμπεριαλισμού, όταν αυτός παραδίδεται στην καθοδήγηση των συντηρητικών αστικών δυνάμεων και επικεφαλής της ένοπλης οργάνωσής του τίθεται ένας αντιδραστικός ακροδεξιός, γνωστό πιόνι του …αγγλικού ιμπεριαλισμού, τότε που παίζονταν οι τύχες του ελληνικού λαού; Πώς, αλήθεια, θα ήταν δυνατόν να προχωρήσει ένας εθνικοαπελευθερωτικός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας όταν σ’ αυτόν ηγείται ένας άνθρωπος που -τυπικά μεν- λέει ότι στρέφεται εναντίον των Άγγλων, δηλ. των …παλαιών πατρώνων του, ουσιαστικά, όμως, θέτει στο στόχαστρό του -από την πρώτη στιγμή της δράσης του- κάθε αριστερή και προοδευτική φωνή της Κύπρου και στοχεύει εναντίον του εργατολαϊκού και του κομμουνιστικού κινήματος της Κύπρου; Είχε άδικο το κυπριακό αριστερό κίνημα όταν αρνήθηκε την παράδοση της ηγεσίας του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα σε έναν πασίγνωστο … αγγλόφιλο και φασίστα, σ’ έναν τόσο ύποπτο για τους πραγματικούς σκοπούς του στρατιωτικό «ηγέτη», όπως ο «ψευτο-διγενής Γρίβας» (για να θυμηθούμε τον απόλυτα επιτυχημένο χαρακτηρισμό που του απέδωσε ο Ζαχαριάδης); Ή μήπως, όταν έγραφε το έργο του ο Λιναρδάτος, δεν είχε περίτρανα πλέον αποκαλυφθεί ο αντιδραστικός ρόλος του Γρίβα σε βάρος της Κυπριακής υπόθεσης; Τι άλλο απέδειξε η όλη πορεία του Γρίβα στην Κύπρο, όπου, αντικειμενικά, έδρασε σαν όργανο της χούντας και του ιμπεριαλισμού; Μήπως δεν ήταν ο Γρίβας εκείνος που προώθησε αποφασιστικά τα σχέδια της διχοτόμησης του νησιού, μέσα από τη δράση της ακροδεξιάς οργάνωσής του, της ΕΟΚΑ Β΄, την οποία έστρεψε προδοτικά όχι απλώς ενάντια στη νόμιμη και λαοπρόβλητη κυπριακή κυβέρνηση του Μακαρίου, αλλά, ουσιαστικά, ενάντια στην ίδια την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπό το πρόσχημα ότι αυτός 95


…«αγωνίζεται διά την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα»; Τα λησμόνησε αυτά ο Λιναρδάτος; Αν ο Σπύρος Λιναρδάτος ήθελε να ασκήσει μια αντικειμενική και δίκαιη κριτική στο κυπριακό αριστερό κίνημα της δεκαετίας του 1950, αυτή δεν θα έπρεπε να αφορά την άρνηση του ΑΚΕΛ (δηλ. του κυπριακού κομμουνιστικού κόμματος) να παραδώσει την ηγεσία του απελευθερωτικού αγώνα στον Γρίβα. Η κριτική του θα έπρεπε να αφορά την απροθυμία ή την αδυναμία του ΑΚΕΛ να αναλάβει το ίδιο την πρωτοβουλία για την οργάνωση ενός ένοπλου αντιιμπεριαλιστικούαντιαποικιακού αγώνα στην Κύπρο, από θέσεις αληθινά προοδευτικές και απελευθερωτικές! Γιατί είναι γεγονός ότι η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να κινηθεί με αποφασιστικότητα στην κατεύθυνση της συγκρότησης ενός κυπριακού ΕΑΜ, το οποίο να σηκώσει τη σημαία του αγώνα και να μπολιάσει το αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης με τα ιδανικά της κοινωνικής προόδου, φέρνοντας την εργατική τάξη στην πρωτοπορία της απελευθερωτικής πάλης… Το ΑΚΕΛ στη δεκαετία του 1950 λησμόνησε αυτό το βασικό δίδαγμα του μαρξισμού-λενινισμού, το οποίο έγινε θεμέλιο πολλών άλλων εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών επαναστάσεων στην ίδια εκείνη ιστορική περίοδο. Έτσι η πρωτοβουλία παρέμεινε στα χέρια της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, η οποία είχε ως προμετωπίδα της την Εκκλησία. Κι ο Μακάριος εμπιστεύτηκε την ηγεσία της ένοπλης πάλης στον Γρίβα… Αν ο Λιναρδάτος ήθελε να κάνει μια δίκαιη και αντικειμενική κριτική στην ηγεσία του ΚΚΕ και στο Ζαχαριάδη προσωπικά, θα έπρεπε να επισημάνει ότι το ΚΚΕ και ο Ζαχαριάδης δεν θέλησαν ή δεν κατάφεραν να πιέσουν την ηγεσία του ΑΚΕΛ να κινηθεί σε μια τέτοια επαναστατική κατεύθυνση και να δράσει ως πρωτοπορία ενός ένοπλου επαναστατικού αγώνα στην Κύπρο. Προφανώς, εν ονόματι της αρχής της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις του κυπριακού κόμματος. Ο γνωστός μαρξιστής ιστορικός Νίκος Ψυρούκης (ο οποίος έχει ασκήσει έντονη κριτική στο ελληνοκυπριακό και στο ελλαδικό κομμουνιστικό κίνημα για την αδράνειά του αυτή, για την αδυναμία του να καθοδηγήσει την ένοπλη απελευθερωτική πάλη των Ελλήνων της Κύπρου) καθοδηγούμενος από τη σκέψη ότι η υπόθεση της Κύπρου και ο αγώνας εναντίον των Άγγλων ήταν κομβικό σημείο στη δεκαετία του 1950 για την επαναστατική αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλισμού αλλά και της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα, έχει καταλήξει σε απορριπτικά πολιτικά συμπεράσματα για ολόκληρη τη γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ, την οποία κρίνει ως «αντεπαναστατική». (Βλ. σχετικά στο Β΄ τόμο της «Ιστορίας της Σύγχρονης Ελλάδας, 1940-1974» του Νίκου Ψυρούκη, εκδόσεις Κουκκίδα-Αιγαίον, 2010, κεφ. 3 και 4). Δεν χρειάζεται να συμφωνεί κάποιος με τόσο «τραβηγμένα» και τόσο απόλυτα τελικά συμπεράσματα, σαν αυτά του Ψυρούκη, για να καταλάβει ότι η γραμμή του ΑΚΕΛ, αλλά και του ΚΚΕ στα 1955 χρειάζεται αρκετή κριτική, γιατί φαίνεται να χάνουν μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία. Αλλά βέβαια ο Σπύρος Λιναρδάτος δεν θα μπορούσε να σκεφτεί και να κρίνει κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφού -όπως ξέρουμε96


όλη του η γραμμή περιστρέφεται γύρω από τη μετατροπή του κομμουνιστικού κινήματος σε δεκανίκι της αστικής τάξης… Στο ίδιο επίσης 8ο κεφάλαιο, στη σελ. 331, ο Λιναρδάτος, με αφορμή το γεγονός ότι μέσα στο 1955 έρχονται και δρουν στην Ελλάδα κλιμάκια ανώτερων στελεχών του παράνομου ΚΚΕ, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Μιλτιάδη Πορφυρογέννη, ισχυρίζεται τα εξής: «Ο Ζαχαριάδης δεν έχει αρκετή εμπιστοσύνη, φαίνεται, στους κομμουνιστές που δρουν στην Ελλάδα –ενταγμένους στην ΕΔΑ ή σε παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ- και γι’ αυτό στέλνει έμπιστα στελέχη του από το εξωτερικό, για να μεταφέρουν την κομματική γραμμή.». Είναι γνωστή στους αναγνώστες αυτής μας της ανάλυσης, από το πρώτο της μέρος, ποια προβλήματα παρουσίαζαν οι ευρισκόμενες στην παρανομία οργανώσεις του ΚΚΕ, που δρούσαν στο εσωτερικό της χώρας μας στα χρόνια της δεκαετίας του 1950… Και δεν μπορεί παρά να κρίνεται ως απόλυτα λογική η προσπάθεια της ηγεσίας να ανασυγκροτήσει αυτές του τις οργανώσεις και να βελτιώσει τη δουλειά τους. Όπως, επίσης, δεν μπορεί παρά να ιδωθεί με μεγάλο σεβασμό η γεμάτη αυτοθυσία στάση των στελεχών του ΚΚΕ, που έρχονταν παράνομα από το εξωτερικό, για να βοηθήσουν αυτή την επίπονη δουλειά της κομματικής ανασυγκρότησης. Ο Πορφυρογέννης, όπως παλαιότερα ο Μπελογιάννης, αλλά και ο Φλωράκης και ο Λουλές και ο Κολιγιάννης και ο Ερυθριάδης και ο Τρικαλινός και όλα τα στελέχη του ΚΚΕ, που έμπαιναν κρυφά στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, «έβαζαν το κεφάλι τους στον τορβά», αλλά ποτέ δεν αρνήθηκαν το χρέος τους απέναντι στο κόμμα, ως συνειδητοί κομμουνιστές ηγέτες. Ο Λιναρδάτος όμως βρίσκει άλλη μια ευκαιρία να χτυπήσει το ΚΚΕ, ακόμα και για το γεγονός αυτό! Είναι προφανές ότι στη σκέψη του Λιναρδάτου δεν χωρά η παραμικρή σκέψη πως το ΚΚΕ είχε κάθε δικαίωμα να φροντίσει για την ανασυγκρότηση των οργανώσεών του στην Ελλάδα και να τις συνδέσει άμεσα και αποτελεσματικά με την Κεντρική του Επιτροπή, ακόμα και στις δύσκολες εκείνες συνθήκες της παρανομίας και των διώξεων. Ο Λιναρδάτος ολοφάνερα ακολουθεί την άποψη που ήθελε τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ στην Ελλάδα και το πέρασμα όλων των μελών και στελεχών του στην ΕΔΑ. Πρόσχημα αυτής της λικβινταριστικής (=διαλυτικής) γραμμής ήταν ότι φρόντιζε για την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη δράση των κομμουνιστών. Πραγματική αιτία της, όμως, ήταν η πρόθεση της οπορτουνιστικής-ρεβιζιονιστικής πτέρυγας του ΚΚΕ, να το μετατρέψει σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και να χρησιμοποιήσει την ΕΔΑ για να προωθήσει το συμβιβασμό της με την αστική εξουσία. Ήταν η πτέρυγα αυτή που, όταν κυριάρχησε στο ΚΚΕ μετά το 1956, φρόντισε να διαλύσει τις κομματικές οργανώσεις στην Ελλάδα (το 1958) και να μετατρέψει την ΕΔΑ σε συμπλήρωμα και στήριγμα του «Κέντρου», εν ονόματι της λανθασμένης θεωρίας ότι το ΚΚΕ συνεργάζεται με την … «εθνική αστική τάξη», με την «πατριωτική μερίδα» 97


των αστών της Ελλάδας, μια τάξη ουσιαστικά …ανύπαρκτη, αφού η σύμπασα η ελληνική αστική τάξη θεωρεί την ιμπεριαλιστική εξάρτηση ως βασικό όρο ύπαρξης του εκμεταλλευτικού της καθεστώτος… Θα κλείσουμε αυτή την ενότητα της μελέτης μας με τη διαπίστωση ότι ο Σπύρος Λιναρδάτος στο 12ο κεφάλαιο του Β΄ αυτού τόμου του έργου του, στις σελ. 536 και 537, έχει πλήρως διαστρεβλώσει τα δραματικά γεγονότα της Τασκένδης, που συγκλόνισαν το ΚΚΕ το Σεπτέμβρη του 1955. Τα γεγονότα αυτά, τα οποία αποτελούν ουσιαστικά την πρώτη οργανωμένη επιχείρηση της κλίκας του Χρουστσιόφ να ανατρέψει τη νόμιμη ηγεσία του ΚΚΕ, οργανώθηκαν από τους τοποτηρητές του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού στο Ουζμπεκιστάν, όπως ο περιβόητος Μπορίς Πονομαριόφ, με όργανά τους τα οπορτουνιστικάαντιζαχαριαδικά στελέχη της κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ στην Τασκένδη. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε ο κατοπινός ιδρυτικός παράγοντας του «ΚΚΕ εσωτερικού», Πάνος Δημητρίου, ο οποίος μέσα από τους ισχυρισμούς του και για τα γεγονότα αυτά, στο γνωστό βιβλίο του με τίτλο «Η διάσπαση του ΚΚΕ», δημιούργησε μια ολόκληρη ρεβιζιονιστική μυθολογία, την οποία αναπαράγει συνεχώς η αστική προπαγάνδα, επί δεκαετίες. Ο Δημητρίου και οι ομοϊδεάτες του είναι βασική πηγή για τον Λιναρδάτο. Ευτυχώς, που με τη σταδιακή επιστροφή πολλών Ελλήνων πολιτικών προσφύγων από την ΕΣΣΔ στην Ελλάδα, στη δεκαετία του 1980, φωτίστηκαν πολλές από τις σκοτεινές ή κατάφωρα διαστρεβλωμένες πλευρές αυτής της πρώτης αιματηρής επίθεσης των ρεβιζιονιστών ενάντια στο επαναστατικό ΚΚΕ. Ο Λιναρδάτος στο δικό του αντιζαχαριαδικό …«μυθιστόρημα» για τα γεγονότα αυτά δεν διστάζει να ισχυριστεί ότι ο Ζαχαριάδης είχε δήθεν επιβάλει «καθεστώς τρομοκρατίας» στους Έλληνες κομμουνιστές και γενικά στους πολιτικούς πρόσφυγες της Τασκένδης «με τη βοήθεια των σταλινικών και της μυστικής αστυνομίας»!!! Για κακή του τύχη, σήμερα είναι πια γνωστό ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων κομμουνιστών της Τασκένδης όχι μόνο αντιτάχθηκε στην οργανωμένη επίθεση της αντιζαχαριαδικής φράξιας και των χρουστσιοφικών πατρώνων της, αλλά κυριολεκτικά έσωσε το Δημήτρη Βλαντά, μέλος τότε του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, από τη δολοφονική απόπειρα που σκάρωσε η φράξια εναντίον του, όταν οι αντιζαχαριαδικοί επιτέθηκαν στα γραφεία της Κομματικής Οργάνωσης της Τασκένδης. Τότε, μάλιστα, ο πρωταγωνιστής αυτής της δολοφονικής επίθεσης, ο προαναφερόμενος Πάνος Δημητρίου, έχασε στη συμπλοκή που ακολούθησε το ..ένα του αφτί, και από τότε έμεινε γνωστός στους πολιτικούς πρόσφυγες με το παρατσούκλι «ο Κουτσάφτης»!!!... Επίσης, ένας άλλος συμπρωταγωνιστής στην επίθεση αυτή ήταν το μετέπειτα ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, Κώστας Τσολάκης. Ο Τσολάκης, επειδή «διακρίθηκε» για την ικανότητά του στο σκαρφάλωμα πάνω σε μια μεγάλη σκάλα, με την οποία επιχείρησε να ανέβει από το δρόμο και να παραβιάσει το παράθυρο των γραφείων της κομματικής οργάνωσης της Τασκένδης, για να πάρει, 98


όπως έλεγε, … «το κεφάλι του Βλαντά», έμεινε από τότε γνωστός στους πολιτικούς πρόσφυγες της Τασκένδης με το παρατσούκλι «ο Ταρζάν»!!! Θλιβερές, μαύρες κηλίδες στην ιστορία του κομμουνιστικού μας κινήματος, με τον οπορτουνισμό να αποδεικνύει την πραγματική του φύση… (Για όλα αυτά, βλ. το σχετικό πολύ σημαντικό άρθρο του πολιτικού πρόσφυγα Μήτσου Πέτσα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μαρξιστική-Λενινιστική Επιθεώρηση», τεύχος 3, Γενάρης 1991, και πολλά άλλα σχετικά δημοσιεύματα). Αλλά, φυσικά, …ἔξεστι Λιναρδάτῳ ἀσχημονεῖν, όταν πρόκειται να «κατατροπώσει» τους κακούς δαίμονές του, τον Ζαχαριάδη, τον Στάλιν και καθετί που θυμίζει τον επαναστατικό μαρξισμό. Ἓκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη… Αν εμείς σήμερα επιχειρούσαμε μια αντικειμενική κριτική στην τότε εσωκομματική κατάσταση του ΚΚΕ, θα υπενθυμίζαμε στον αναγνώστη τις παρατηρήσεις που διατυπώσαμε και στο πρώτο μέρος αυτής της μελέτης μας για τα ολοφάνερα λάθη που διέπραξε σε πολλά ζητήματα η ηγεσία του με επικεφαλής το Ζαχαριάδη. Θα συμπληρώσουμε απλώς ότι η τωρινή πείρα μάς επιτρέπει να διακρίνουμε ότι την προσπάθεια των ρεβιζιονιστών, Σοβιετικών και Ελλήνων, να διαλύσουν τις κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ στην Ελλάδα και να «εκκαθαρίσουν» τη νόμιμη ηγεσία του κόμματος, τη διευκόλυναν αντικειμενικά και οι παρακάτω παράγοντες: Α.) Η απόφαση του ΚΚΕ, με εισήγηση του Νίκου Ζαχαριάδη, να συγχωνεύσει τις κομματικές οργανώσεις των πολιτικών προσφύγων του ΚΚΕ στα αντίστοιχα ΚΚ των σοσιαλιστικών χωρών, οι οποίες φιλοξενούσαν τους πρόσφυγες. (Εξαιρέθηκε η κομματική οργάνωση της Τασκένδης). Αυτή η ενέργεια έδωσε τη δυνατότητα στους χρουστσιοφικούς να επέμβουν δραστικά στο ΚΚΕ και να οργανώσουν τη ρεβιζιονιστική αντικομματική φράξια. Β.) Η απόφαση του ΚΚΕ, με τη συμφωνία του Ζαχαριάδη, να δεχτεί την ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση των χρουστσιοφικών το 1955 και να αποσύρει τα σχέδιο Προγράμματος το οποίο είχε επεξεργαστεί η ηγεσία του και που θα το πρότεινε προς το επικείμενο κομματικό συνέδριο. Ήταν μια λανθασμένη υποχώρηση, την οποία πλήρωσε το κόμμα, αφού λίγους μόλις μήνες μετά, το Μάρτη του 1956, ακολούθησε η πραξικοπηματική επέμβαση των 6 ρεβιζιονιστικών ΚΚ, που βαφτίστηκε «6η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ», δηλαδή, η παρασυναγωγή που έφερε τα πάνω κάτω και επέβαλε τη δεξιά οπορτουνιστική γραμμή. Οι ρεβιζιονιστές του 1956 ένιωθαν τα χέρια τους λυμένα, αφού το ΚΚΕ, για χάρη της ενότητας του κινήματος υποχωρούσε ήδη στις αξιώσεις τους και απέσυρε τις προγραμματικές του επεξεργασίες... Γ.) Η ανεπάρκεια της ηγεσίας του ΚΚΕ να αντιληφθεί στα 1954-1955 πού οδηγούσε η γραμμή του ΚΚΣΕ, παρ’ όλο που υπήρχαν ήδη σαφή δείγματα για τις επιδιώξεις των χρουστσιοφικών. Αλλά βέβαια την ίδια ανεπάρκεια παρουσίαζαν ακόμα τότε όλα ανεξαιρέτως τα ΚΚ… Η προσήλωση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στη Σοβιετική Ένωση, η απόλυτη εμπιστοσύνη στους Σοβιετικούς συντρόφους, τους οποίους όλοι θεωρούσαν πρωτοπόρους, βασισμένοι στο ηρωικό παρελθόν, επιδρούσε 99


ανασχετικά στην έγκαιρη κατανόηση της νέας πραγματικότητας, που δημιούργησε ο θάνατος του Στάλιν το 1953 και η γρήγορη άνοδος της ομάδας του Χρουστσιόφ. Ο Σπύρος Λιναρδάτος, ως αντίπαλος του επαναστατικού μαρξισμού και ως εκφραστής της αστικής τάξης, θα ήταν εντελώς αδύνατο να δει έτσι τα πράγματα, στο έργο του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Θα ήταν παράλογο να ζητούμε απ’ αυτόν παρόμοια κριτική και παρόμοια συμπεράσματα. Όσο για μας, για τους κομμουνιστές του σήμερα και του αύριο, το όφελος από τη διατύπωση μιας αντικειμενικής και δίκαιης, μαρξιστικής-λενινιστικής κριτικής εκείνων των καταστάσεων που έζησε το κομμουνιστικό μας κίνημα στη συγκλονιστική εκείνη δεκαετία του 1950, είναι τούτο: τα παθήματα του χθες να μας γίνουν μαθήματα για το σήμερα και το αύριο. Μόνο έτσι θα πάει ξανά μπροστά η μεγάλη υπόθεση του κομμουνιστικού μας κινήματος.

100


3. Ο Σπύρος Λιναρδάτος για τις εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες από το 1952 ως και τις παραμονές του 20ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956): Μια εμπαθής αντισταλινική επίθεση… Όσο ο αναγνώστης προχωρά στη μελέτη και του δεύτερου αυτού τόμου του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» και καθώς έχει ήδη βγάλει συμπεράσματα για την πολιτική γραμμή και τις στοχεύσεις του Σπύρου Λιναρδάτου, σίγουρα δεν αισθάνεται πλέον την παραμικρή έκπληξη, όταν συνεχώς αντικρίζει και νέα δείγματα της εμπαθούς αντισταλινικής (ουσιαστικά αντισοβιετικής-αντικομμουνιστικής) τοποθέτησης αυτού του συγγραφέα. Η διαστρέβλωση και κατασυκοφάντηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες από το δημοσιογράφο-ιστορικό, πρώην στέλεχος του ΚΚΕ και της ΕΔΑ και μετέπειτα στέλεχος του «Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη», αποχτά ιδιαίτερη ένταση καθώς η εξιστόρηση των γεγονότων της δεκαετίας του 1950 φτάνει πλέον -στο δεύτερο αυτό τόμο του έργου, που τώρα μελετούμε- στα πολύ κρίσιμα εκείνα χρόνια από τα τέλη του 1952, αρχές του 1953 ως και τα τέλη του 1955. Και μιλάμε για πολύ κρίσιμα χρόνια, σε σχέση με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αλλά και τη γενικότερη πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, γιατί συνδέονται απόλυτα με την ανάδειξη νέας ηγεσίας στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και στο Σοβιετικό κράτος, μετά το θάνατο του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν στις 5 του Μάρτη 1953. Η απώλεια μιας τέτοιας ηγετικής μορφής, ενός θεωρητικού και πολιτικού ογκόλιθου του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως ο Στάλιν, ήταν εξαιρετικά μεγάλη και δυσαναπλήρωτη. Και αυτό δεν αφορά, φυσικά, μόνο το πρόσωπο, τις ικανότητές του και το εξαιρετικό του παγκόσμιο κύρος, αλλά εξίσου και ακόμη περισσότερο την ίδια την πολιτική γραμμή του ΚΚΣΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, το ίδιο το μέλλον της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Γιατί, όσο κι αν ο μαρξισμός-λενινισμός αποδεικνύει ότι η κίνηση της ιστορίας είναι ζήτημα που εξαρτάται όχι από μια ή ορισμένες εξαιρετικές ιστορικές προσωπικότητες, αλλά από την κίνηση των τεράστιων κοινωνικών μαζών και την πορεία της ταξικής πάλης, είναι αυτή η ίδια η θεωρία του διαλεκτικού και του ιστορικού υλισμού η οποία τονίζει, επίσης, την εξαιρετική σημασία που έχει στην εξέλιξη των γεγονότων και η διαλεκτική σχέση μεταξύ των μαζών και της ηγεσίας, μεταξύ των λαών και των ηγετικών φυσιογνωμιών που καλούνται όχι απλά να διαχειριστούν, αλλά να καθοδηγήσουν και να κατευθύνουν μπροστά την πορεία και τα αιτήματα της κοινωνίας. Ο μαρξισμός-λενινισμός, ως επιστημονική κοσμοθεωρία της κοινωνικής εξέλιξης και της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας, ούτε παραγράφει, ούτε και απολυτοποιεί τη σημασία της εξαιρετικής ηγετικής προσωπικότητας στην Ιστορία. Την αναγνωρίζει και τη μελετά στις σωστές της βάσεις. Αν, λοιπόν, για τη Ρωσική Επανάσταση -και για την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση- την τεράστια και πρόωρη απώλεια του Βλαδίμηρου Ιλίτς Λένιν, το 1924, την αναπλήρωσε επάξια η ανάδειξη στην ηγεσία μιας τέτοιας 101


κορυφαίας προσωπικότητας, όπως ήταν ο Στάλιν, (δηλαδή, μιας εξαιρετικής προσωπικότητας, που κράτησε στιβαρά το τιμόνι με στήριγμα τη δημιουργική αφομοίωση των αρχών του επιστημονικού σοσιαλισμού και το αναμφισβήτητο καθοδηγητικό ταλέντο, την αφοσίωση στους σκοπούς και στους στόχους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της κίνησης της κοινωνίας προς τον κομμουνισμό), το εντελώς αντίθετο συνέβη μετά την απώλεια του Στάλιν το 1953. Από την άποψη του συμβατικού χρόνου, η απώλεια του Στάλιν δεν μπορεί, βέβαια, να χαρακτηριστεί πρόωρη. Μπορεί, όμως, και αυτή η απώλεια να χαρακτηριστεί πρόωρη από την άποψη των μεγάλων απαιτήσεων που έθετε η ιστορική συγκυρία μπροστά στο ΚΚΣΕ και στη σοβιετική σοσιαλιστική κοινωνία το 1953. Ο Στάλιν, πέρα από την τεράστια συμβολή του στην οικοδόμηση και υπεράσπιση του Σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, πέρα από την αναμφισβήτητη συμβολή του στη συντριβή του φασισμού, στην αποδυνάμωση του στρατοπέδου των καπιταλιστώνιμπεριαλιστών και στη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, αποδείχτηκε ότι ήταν και εκείνη η ηγετική προσωπικότητα του σοβιετικού και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, η οποία έβλεπε πολύ πιο καθαρά από οποιονδήποτε άλλη ποια ήταν η κατεύθυνση που έπρεπε να χαραχτεί και ποια ήταν τα καθήκοντα τα οποία έπρεπε να εκπληρωθούν, ώστε η σοβιετική σοσιαλιστική κοινωνία να προχωρήσει στην εμβάθυνση και τελειοποίηση των νέων σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων, και να δημιουργήσει ακλόνητες τις βάσεις για το οριστικό πέρασμα στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Ο Στάλιν υπήρξε μέχρι και το τέλος της ζωής του ακλόνητος οπαδός της ολοένα πλατύτερης και βαθύτερης κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, θεωρητικός και πρακτικός καθοδηγητής του βαθμιαίου αλλά σταθερού ξεπεράσματος των καταλοίπων που άφησε ο καπιταλισμός και η προαιώνια καθυστέρηση στη νέα κοινωνία (π.χ. των εμπορευματοχρηματικών αγοραίων σχέσεων), αλλά και των κατώτερων μορφών κοινωνικοποίησης της παραγωγής, τις οποίες αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει η σοβιετική κοινωνία στα πρώτα στάδια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (π.χ. αγροτικοί ή άλλοι συνεταιρισμοί). Ο Στάλιν με το τελευταίο σπουδαιότατο θεωρητικό και πολιτικό έργο του, που έχει ως θέμα του τα «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση» (1952), χάραζε ουσιαστικά τις κατευθύνσεις, τις οποίες έπρεπε να ακολουθήσει η σοβιετική κοινωνία της δεκαετίας του 1950, για να εκπληρώσει το αναγκαίο και αδήριτο αίτημα που έβαζε μπροστά της η ιστορική εξέλιξη: να προχωρήσει αποφασιστικά προς την οικοδόμηση του κομμουνισμού, την ολόπλευρη κοινωνικοποίηση και μεταμόρφωση της ανθρώπινης ζωής, την ολόπλευρη δημιουργία της νέας ζωής, της νέας κοινωνίας, του νέου ανθρώπου. Ταυτόχρονα, ο κορυφαίος αυτός θεωρητικός του μαρξισμού-λενινισμού, ούτε αυταπάτες έτρεφε, ούτε αφτιά χάιδευε, ούτε παρουσίαζε εξωραϊσμένη την κατάσταση της σοβιετικής κοινωνίας. Ο Στάλιν γνώριζε πολύ καλά και συνεχώς αποκάλυπτε τόσο τις καθυστερήσεις και τα σφάλματα, όσο και τις ελλείψεις και τις στρεβλώσεις και τα επιμέρους πισωγυρίσματα που παρατηρούνταν στην οικοδόμηση του Σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση. Και 102


προειδοποιούσε αποφασιστικά για το πού μπορεί να οδηγήσει μια λαθεμένη γενική πολιτική γραμμή στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας: στη γενική οπισθοχώρηση από το έργο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Ο Στάλιν ήξερε πολύ καλά ότι η σοβιετική σοσιαλιστική κοινωνία ήταν μια κοινωνία μετάβασης προς τον ολοκληρωμένο κομμουνισμό, επομένως δεν μπορούσε επ’ ουδενί να αναπαύεται στις όποιες μέχρι τότε δάφνες της. Ως γνήσιος και σοβαρός μελετητής του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν ήξερε πολύ καλά ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται και στην κοινωνία που οικοδομεί όχι μόνο τις βάσεις του σοσιαλισμού, αλλά και περαιτέρω τις βάσεις της ολοκληρωμένης, αταξικήςκομμουνιστικής προοπτικής της. Ο Στάλιν έβλεπε τις νέες μορφές που παίρνει η ταξική πάλη, ακόμα κι όταν με την οικοδόμηση των βάσεων του σοσιαλισμού παραμένουν στο κοινωνικό προσκήνιο μόνο οι φιλικές και –εκ πρώτης όψεως- μη ανταγωνιστικές τάξεις των εργατών και των συνεταιρισμένων αγροτών καθώς και το κοινωνικό στρώμα της «σοσιαλιστικής διανόησης». Έβλεπε, δηλαδή, ότι και σ’ αυτή τη φάση συγκρούεται το παλαιό με το νέο, συγκρούονται οι πρωτοπόροι εργάτες, αγρότες και διανοούμενοι με όσους μένουν πίσω σε σχέση με τα αιτήματα που βάζει η κοινωνία, πολύ δε περισσότερο με όσους προσπαθούν να καθυστερήσουν ή να οδηγήσουν σε στασιμότητα την κοινωνική πορεία προς τον κομμουνισμό. Γιατί, βεβαίως, δεν έπαυσε σε καμιά περίπτωση να υπάρχει ακόμα ένα ολόκληρο κοινωνικό δυναμικό με καταγωγή και επιρροές από τις παλαιές εκμεταλλεύτριες τάξεις που απαλλοτριώθηκαν, ένα ολόκληρο κοινωνικό δυναμικό, όπου η ιδεολογική και πολιτική επιρροή του παρελθόντος είναι έντονη, παρ’ όλο που δεν υπάρχουν πια ως οργανωμένη τάξη οι καπιταλιστές, οι τσιφλικάδες ή οι πλούσιοι αγρότες. Αλλά και γιατί στη σοβιετική κοινωνία παρέμεναν ακόμη: (Α.) Η αντίθεση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων μορφών κοινωνικοποίησης. Στη σοσιαλιστική βιομηχανία και την πλήρως κοινωνικοποιημένη γεωργία (στα σοβχόζ) στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έχει χάσει την ισχύ του ο περιβόητος «νόμος της αξίας» που κληρονομήθηκε από τις προηγούμενες εμπορευματικές κοινωνίες. Το χρήμα μεταβάλλεται σε σύμβολο για να καταγράφονται και να ελέγχονται οι ανταλλαγές μεταξύ των οικονομικών κλάδων. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο ανάμεσα στη σοσιαλιστική βιομηχανία και τη συνεταιριστική γεωργία (τα κολχόζ), όπου ακόμα σε μεγάλο βαθμό είχαν την ισχύ τους ο νόμος «της αξίας» και η εμπορευματική ανταλλαγή. Βέβαια, κι εδώ η σοσιαλιστική κοινωνία χρησιμοποιούσε τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις αναγκαστικά και εντός αυστηρού πλαισίου, ενώ ταυτόχρονα, προσπαθούσε να διευρύνει τις μη εμπορευματικές μορφές ανταλλαγών με το κολχόζνικο συνεταιριστικό νοικοκυριό (μέσω π.χ. των μηχανο-τρακτερικών σταθμών και της μη εμπορευματοποίησης των καλλιεργητικών μέσων και εφοδίων.). Ωστόσο, η εμπορευματική νοοτροπία των κολχόζνικων αγροτών παρέμενε, αφού μάλιστα παράλληλα με το συνεταιριστικό αγρόκτημα είχαν και το δικαίωμα της ατομικής καλλιέργειας και διάθεσης ορισμένων προϊόντων τους στην αγορά. 103


Ο Στάλιν καταλάβαινε πολύ καλά ότι η κατάσταση αυτή γεννάει νέες αντιθέσεις, είναι υπεύθυνη για την όποια καθυστέρηση και τις όποιες ελλείψεις παρατηρούνταν στον εφοδιασμό της πόλης από το χωριό, άρα έπρεπε να αντιμετωπίζεται καθημερινά με υπομονετική ιδεολογικοπολιτική δουλειά και διαπαιδαγώγηση των συνεταιριστών αγροτών στο πνεύμα του σοσιαλισμού, με αποφασιστικό τσάκισμα όλων των οργανωμένων επιβουλών, όλων των συνειδητών προσπαθειών των αντιδραστικών ή και των ασυνείδητων καθυστερημένων στοιχείων της υπαίθρου, που προσπαθούσαν να εμποδίσουν τη σοσιαλιστική-σχεδιασμένη καλλιέργεια και να διευρύνουν την εμπορευματική-ατομική διάθεση των αγροτικών προϊόντων. Ο Στάλιν ήξερε καλά ότι η συνεταιριστική γεωργία πρέπει βαθμιαία να δώσει τη θέση της στην παλλαϊκή σοσιαλιστική, όπου βρίσκει πλήρη εφαρμογή ο σχεδιομετρικός νόμος ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας προς τον κομμουνισμό. Ήξερε καλά ότι εάν αναπτυχθούν και επικρατήσουν τάσεις, οι οποίες δίνουν προτεραιότητα στη διατήρηση και εμβάθυνση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων της πόλης με την ύπαιθρο, οι μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις μπορούν -δυνάμει- να ξαναγίνουν ανταγωνιστικές κι αυτό να φέρει πίσω τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικοδόμηση. (Β.) Παρέμενε επίσης η αντίθεση μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Αυτό είναι ένα αντικειμενικό φαινόμενο, καθώς η σοσιαλιστική κοινωνία δεν έχει ακόμα κατακτήσει τον κομμουνιστικό στόχο της ολόπλευρης ανώτατης μόρφωσης όλων των μελών της, όλων των εργαζόμενων παραγωγών του κοινωνικού της πλούτου. Στη Σοβιετική Ένωση η δημιουργία της «σοσιαλιστικής διανόησης» στη θέση των αστών ειδικών, ήδη στη δεκαετία του 1930, αντικειμενικά μεν διευκόλυνε το έργο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αφού το κοινωνικό στρώμα των διευθυντών και των τεχνικών είχε διαπαιδαγωγηθεί με τα ιδανικά και τους στόχους της νέας κοινωνίας, αλλά εξίσου …αντικειμενικά αυτό δεν έλυνε οριστικά το πρόβλημα της απόσπασης των τεχνικών-διευθυντικών στελεχών από τη μάζα της εργατικής τάξης. Το περιόριζε, αλλά δεν μπορούσε να το εξαλείψει οριστικά. Και τούτο γιατί η απόσταση που παρέμενε ανάμεσα στο διευθυντικό-στελεχικό δυναμικό και τη μάζα των εργαζομένων εμπόδιζε τον αποφασιστικό και ολόπλευρο έλεγχο των πεπραγμένων αυτού του δυναμικού από την ίδια την κοινωνία! Σε μεγάλο ακόμα βαθμό η πλήρης γνώση και η βαθύτατη εξειδίκευση παρέμενε περιορισμένη, παρέμενε ένα «αναγκαστικό προνόμιο», θα λέγαμε, στα χέρια των διευθυντικών στελεχών. Στο βαθμό μάλιστα που αυτά τα στελέχη έδειχναν τάσεις γραφειοκρατισμού και απόσπασης από τη μάζα, στο βαθμό που κατόρθωναν να αποφεύγουν τον έλεγχο των πεπραγμένων και τον καυτηριασμό των λαθεμένων τους επιλογών, στο βαθμό που παρόμοια γραφειοκρατικά-καριερίστικα στελέχη της παραγωγής ή των ανωτάτων σχολών κατόρθωναν να τρυπώνουν και να εδραιώνονται στα όργανα διοίκησης του σοβιετικού κράτους και του ίδιου του ΚΚΣΕ, τότε οι λαθεμένες αντιλήψεις τους και τα αρνητικά τους αποτελέσματα αφορούσαν πλέον όχι τα μεμονωμένα εργοστάσια και ιδρύματα, αλλά ολόκληρη τη σοσιαλιστική κοινωνία και το μέλλον της. 104


Όταν στα πρώτα κιόλας χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ο Λένιν καυτηρίαζε τα αρνητικά αποτελέσματα της «σοβιετικής γραφειοκρατίας» (δικός του είναι ο χαρακτηρισμός) στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, έστω κι αν τότε ακόμα η διανόηση παρέμενε σε μεγάλο βαθμό η παλιά, η φεουδαρχική και αστική, ωστόσο έδειχνε περίτρανα ποια προβλήματα είχε να αντιμετωπίσει το εργατικό σοσιαλιστικό κράτος στην προσπάθειά του, ενόσω η γνώση και οι αρχές της διεύθυνσης παραμένουν είτε «μονοπώλιο» των πιο μορφωμένων είτε πεδίο περιορισμένο ακόμη για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών και όλων των εργαζομένων. Κι όταν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 ο Στάλιν καυτηριάζει ανελέητα το γραφειοκρατισμό, που παρέμενε ακόμα έντονος και γινόταν βαρίδι για την πρόοδο της κοινωνίας, όταν π.χ. στο περίφημο έργο του «Σχετικά με το Μαρξισμό στη γλωσσολογία», δεν διστάζει να καταγγείλει μεγάλους και τρανούς ακαδημαϊκούς παράγοντες της ΕΣΣΔ, ότι είχαν συστήσει κλειστά «κλαμπ» οργάνωσης και διοίκησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στα οποία υπηρετούσαν, (ως «καθεστώς Αρακτσέεφ» χαρακτήριζε ο Στάλιν τον αυταρχικό γραφειοκρατικό εσμό παρόμοιων διανοουμένων στελεχών, μη διστάζοντας δηλ. να συγκρίνει τα ποταπά τους έργα με τα έργα και ημέρες του παλιού τσαρικού λακέ Αρακτσέεφ!), το γεγονός φανερώνει την ένταση του προβλήματος και τις τεράστιες αρνητικές του συνέπειες. Π.χ. ο Στάλιν δείχνει σε πόσο σφαλερό δρόμο οδηγούσε τη θεωρητική έρευνα γύρω από τα ζητήματα της γλωσσολογίας το «καθεστώς Αρακτσέεφ» τέτοιων σοβιετικών ακαδημαϊκών… Όταν και η εισήγηση στο 19 ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που διάβασε στα 1952 ο Γκεόργκι Μαλένκοφ, αντί για τον Στάλιν, του οποίου η υγεία είχε αρχίσει πια να κλονίζεται, όπως κι ολόκληρος ο σοβιετικός Τύπος της εποχής, βρίθουν από σοβαρές και τεκμηριωμένες καταγγελίες για το πού οδηγούσε ο γραφειοκρατισμός και η ανεξέλεγκτη δράση πολλών στελεχών του οικονομικού και διοικητικού μηχανισμού, τότε είναι ολοφάνερο ότι η σοβιετική ηγεσία όχι μόνο είχε γνώση αυτών των προβλημάτων, αλλά πάσχιζε να βρει τον τρόπο αντιμετώπισης τους. Ακόμη όμως δεν τα είχε καταφέρει κι αυτό δεν το έκρυβε με τίποτα! Ο Στάλιν ήξερε πολύ καλά ότι ο γραφειοκρατισμός παρέμενε αποφασιστικό εμπόδιο στην κίνηση της κοινωνίας προς τον κομμουνισμό, προς την ίδια την τελειοποίηση των υπαρχουσών σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Πάντοτε προέτρεπε το ΚΚΣΕ και ολόκληρη την εργατική τάξη να ανοίγουν μέτωπο πάλης ανελέητο με τους γραφειοκράτες. Ήξερε πάρα πολύ καλά ότι αυτό που σε πρώτη φάση μοιάζει απλώς πρόβλημα σωστής και ορθολογικής διοίκησης και οικονομικής διαχείρισης είναι πρόβλημα βαθύτατα πολιτικό και ταξικό! Ο γραφειοκρατισμός εμποδίζει την ίδια τη ανάπτυξη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Βάζει εμπόδια στην πρωτοβουλία και στην αυτενέργεια των λαϊκών μαζών. Δεν αφήνει να λειτουργήσει σε βάθος και πλάτος ο ολόπλευρος έλεγχος του Λαού πάνω στα στελέχη, η αρχή της συντροφικής αλλά ολόπλευρης κριτικής και αυτοκριτικής, που οδηγεί μπροστά την κοινωνία. Ο γραφειοκρατισμός δημιουργεί –αντικειμενικά- τον κίνδυνο του πισωγυρίσματος προς τον καπιταλισμό, γιατί όταν στο κομμουνιστικό κόμμα και 105


στο σοσιαλιστικό κράτος επικρατήσει η ανοχή ή και η ενθάρρυνση παρόμοιων αντιλήψεων και πρακτικών, οι γραφειοκράτες όχι μόνο αποσπούν την εξυπηρέτηση και αναπαραγωγή των συμφερόντων τους από την πρόοδο της κοινωνίας, αλλά σταδιακά μπορούν να μετατραπούν σε δύναμη πισωγυρίσματος προς τον καπιταλισμό! Δεν είναι τυχαίο ότι από τη σοβιετική γραφειοκρατία έβρισκαν υποστήριξη όλες οι λαθεμένες και αναθεωρητικές (ρεβιζιονιστικές)- αντιμαρξιστικές αντιλήψεις, οι οποίες ισχυρίζονταν ότι οι αντιθέσεις έχουν …σβήσει στη μεταβατική σοσιαλιστική κοινωνία, ότι δεν υφίσταται λόγος ταξικής πάλης κι επαγρύπνησης, ότι ο δρόμος προς τον κομμουνισμό είναι απλώς …ζήτημα τεχνικό που θα το επιλύσουν οι … «ειδικοί»! Ο γραφειοκρατισμός έγινε η βάση για τη διάδοση του ρεβιζιονισμού στη σοβιετική κοινωνία… Ο Στάλιν, αντίθετα, ο οποίος παρ’ όλες τις εκ των υστέρων κατηγορίες που διατυπώθηκαν εις βάρος του, από εχθρούς και «άσπονδους φίλους», καταπολεμούσε αλύπητα το γραφειοκρατισμό σε ολόκληρη τη ζωή και τη δράση του, πάντοτε διακήρυσσε ότι το πρόβλημα είναι κατεξοχήν πολιτικό. Ο γραφειοκρατισμός τσακίζεται από την ολόπλευρη πολιτική-κοινωνική δράση των ίδιων των εργατών, από την ολόπλευρη ανάπτυξη του λαϊκού ελέγχου, της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, της κριτικής και της αυτοκριτικής, κάθε ώρα και στιγμή, σε κάθε τόπο δουλειάς, σε κάθε όργανο διοίκησης. Ο Στάλιν, όχι μόνο ενθάρρυνε τον έλεγχο και την κριτική των μαζών, αλλά είναι κι εκείνος ο ηγέτης που έβαλε ως στόχους της κοινωνίας: α) τη βαθμιαία εξύψωση όλων των εργατών ως το επίπεδο των τεχνικών και των μηχανικών, με διαρκή κι ολόπλευρη παροχή κατάρτισης και επανακατάρτισης, β) την εφαρμογή της πιο σύγχρονης τεχνικής στην παραγωγή, που θα απάλλασσε σταδιακά τους εργάτες από τη βαριά και άχαρη χειρωνακτική δουλειά, ανεβάζοντας ολόπλευρα το βιοτικό επίπεδο της σοβιετικής κοινωνίας, υλικό και πνευματικό και γ) τη βαθμιαία μείωση των ωρών εργασίας, ώστε οι εργάτες να έχουν ολοένα και περισσότερο χρόνο για μόρφωση και αυτομόρφωση, ώστε να γίνουν δραστήριοι παράγοντες της ολόπλευρης διοίκησης των κοινωνικών υποθέσεων. Όλα αυτά ο Στάλιν τα θεωρεί προκαταρκτικούς όρους για να πάει μπροστά η σοσιαλιστική κοινωνία, προς τον κομμουνισμό. Ο Στάλιν με αυτό τον τρόπο προαναγγέλλει ουσιαστικά τη δημιουργία ενός βαθύτατα επαναστατικού κινήματος των μαζών, ικανού να τραβήξει μπροστά την κομμουνιστική οικοδόμηση, μιας ολόπλευρης πολιτικής και πολιτιστικής επανάστασης μέσα στην επανάσταση, που θα έκανε το λαό ολόπλευρα κυρίαρχο και ακατάβλητο. Στο ίδιο ακριβώς θεωρητικό σκεπτικό στηρίχτηκε αργότερα και η αντίληψη του Μάο Τσετούνγκ για την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα. Όμως, από τη θεωρία ως την πράξη υπάρχει τεράστια απόσταση. Η σοβιετική κοινωνία και κυρίως η ηγεσία του ΚΚΣΕ δεν κατόρθωσε, τελικά, ούτε το γραφειοκρατισμό και το ρεβιζιονισμό να αποκρούσει, ούτε να προχωρήσει στην 106


κομμουνιστική οικοδόμηση. Πισωγύρισε από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του 1950. Μήπως, όμως, κάτι ανάλογο δεν συνέβη και στην Κίνα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970;… Αν πραγματικά το ΚΚΣΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήθελαν να κάνουν μια ολόπλευρη, επαναστατική και εποικοδομητική κριτική στην εποχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, στα χρόνια που αυτή τη διαδικασία την καθοδήγησε θεωρητικά και πρακτικά ο Στάλιν, θα έπρεπε μάλλον να επισημάνουν τις αιτίες που οδήγησαν σε φρενάρισμα την ολόπλευρη ανάπτυξη του σοσιαλισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Θα έπρεπε να επισημάνουν τι έφταιξε και δεν προχώρησε η εμβάθυνση του λαϊκού ελέγχου, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η διεύρυνση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και της βαθύτερης και πλατύτερης κοινωνικοποίησης της οικονομίας. Αν είχαν σκοπό να ασκήσουν συντροφική και εποικοδομητική κριτική στο έργο που άφησε πίσω του ανολοκλήρωτο ο Στάλιν, θα έπρεπε να ψάξουν και να επισημάνουν ποιες αιτίες εμπόδισαν τον Στάλιν και τους συνεπείς μπολσεβίκους του ΚΚΣΕ να ξεφορτωθούν έγκαιρα από το κόμμα και το σοβιετικό κράτος ολόκληρη τη γραφειοκρατική και ρεβιζιονιστική σαβούρα και σκουριά, ή, αντίστροφα, ποια λάθη ή καθυστερήσεις και ελλείψεις υποκειμενικού χαρακτήρα των τότε ηγετών του ΚΚΣΕ επέτρεψαν στη γραφειοκρατία να αγκιστρωθεί για τα καλά στο κόμμα και στο κράτος και να προπαγανδίζει θεωρητικά και πρακτικά είτε την … «πλήρη εξάλειψη των αντιθέσεων» είτε και την …μεγάλη αξία που έχει η διεύρυνση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην …κομμουνιστική οικοδόμηση! Να βρουν τι δεν επέτρεψε την πλήρη εφαρμογή των λενινιστικών κανόνων καθοδήγησης στο ΚΚΣΕ, τι εμπόδισε την πιο αποφασιστική εξάλειψη των ρεβιζιονιστικών και αντεπαναστατικών αντιλήψεων, τι δημιούργησε την ψευδαίσθηση σε τεράστιες μάζες της σοβιετικής κοινωνίας ότι η υπόθεση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού είναι πλέον μια για πάντα εγγυημένη και εξασφαλισμένη, ότι τίποτα δεν μπορεί να εκτροχιάσει το ΚΚΣΕ και το σοβιετικό κράτος, ότι πλέον όλα είναι, τάχα, θέμα τεχνικών-τεχνοκρατικών βελτιώσεων και ορθολογικών μεθόδων και όχι ζήτημα καθημερινής αμείλικτης πολιτικής και κοινωνικής πάλης των ίδιων των μαζών που οικοδομούν το σοσιαλισμό και αντιμετωπίζουν τις στρεβλώσεις του. Εκεί θα έπρεπε να επισημανθούν και να κριθούν τα όποια τυχόν θεωρητικά ή πρακτικά λάθη της σταλινικής ηγεσίας και να ξεπεραστούν στο δρόμο της διεύρυνσης του Σοσιαλισμού και της συνεπούς Κομμουνιστικής οικοδόμησης. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε μετά τις 5 του Μάρτη 1953… Στη νέα ηγεσία του ΚΚΣΕ, βαθμιαία αλλά πολύ γρήγορα κυριάρχησε η καλά οργανωμένη ρεβιζιονιστική, γραφειοκρατική ομάδα των Νικήτα Χρουστσιόφ και Αναστάς Μικογιάν, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες, τις ανεπάρκειες και τις ελλείψεις της προηγούμενης περιόδου είχαν ήδη καταφέρει να εδραιωθούν στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό, παριστάνοντας τους γνήσιους οπαδούς της πολιτικής των Λένιν και Στάλιν, για να βρουν την ευκαιρία, παίρνοντας το τιμόνι, να αρχίσουν το πριόνισμα 107


των ίδιων των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού σχετικά με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η νέα ηγετική ομάδα, της οποίας η επίσημη αντεπαναστατική γραμμή χρονολογείται συμβατικά από το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το Φλεβάρη του 1956, όταν κηρύσσει ουσιαστικά την πλήρη αναθεώρηση της γραμμής του ΚΚΣΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, κατάφερε ήδη μέσα στο χρονικό διάστημα 1953-1956 να απομακρύνει από το τιμόνι του κόμματος πολλούς από τους ηγέτες που εθεωρείτο ότι συμμερίζονταν τις θεωρητικές απόψεις του Στάλιν (π.χ. τους Μπέρια και Μαλένκοφ) ενώ μετά το 1956-57 θα «ξεφορτωθεί» και όλους τους υπόλοιπους (Μολότοφ, Καγκάνοβιτς, Σαμπούροφ…). Θα στηριχτεί ακριβώς στις ομάδες και στις απόψεις των δεξιών και γραφειοκρατικών στοιχείων του κόμματος, στα στελέχη εκείνα της διανόησης και της διεύθυνσης της παραγωγής που υποστήριζαν την …περαιτέρω εμπορευματοποίηση της οικονομίας στο δρόμο (πάντα!) του …κομμουνισμού και την ευρύτερη «αυτοδιοίκηση και αυτονομία» των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων (από την …κεντρική διοίκηση και από το …παλλαϊκό σχέδιο!!). Όλο και λιγότερη κοινωνικοποίηση και σχεδιασμός, όλο και περισσότερη διεύρυνση της …αγοράς ∙ αυτό θα γίνει το προγραμματικό της σχέδιο πίσω από τόνους λογοκοπίας για οικοδόμηση του «κομμουνισμού» μέσα στα επόμενα …είκοσι χρόνια!!! Η ηγεσία αυτή του Χρουστσιόφ, για να δικαιολογήσει τη στροφή της προς τα δεξιά, θα μεθοδεύσει την πιο άτιμη και ανιστόρητη κατασυκοφάντηση του Στάλιν και του έργου του. Θα εκμεταλλευτεί όλες τις υπαρκτές καθυστερήσεις, ελλείψεις και αδυναμίες μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, θα εκμεταλλευτεί ακόμα και την παραμικρή υποψία για αδικίες σε βάρος προσώπων (κομμουνιστών ή μη) στην εποχή της σταλινικής καθοδήγησης, για να εξαπολύσει ενάντια στον Στάλιν έναν απύθμενο οχετό ύβρεων και διαστρεβλώσεων επαναλαμβάνοντας τις πιο ποταπές επινοήσεις της διεθνούς αντεπαναστατικής και ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας όλων των προηγούμενων χρόνων… Θα ξεκινήσει π.χ. με το παραμύθι της «προσωπολατρείας» του Στάλιν, που δήθεν την επιδίωκε ο μεγάλος σοβιετικός ηγέτης και την οποία εξαλείφουν τώρα οι …γνήσιοι «λενινιστές» διάδοχοί του. Θα επαναλάβει, όμως, στη συνέχεια και ταυτόχρονα θα ενισχύσει ολόκληρη την εμετική ιμπεριαλιστική προπαγάνδα ενάντια στον Στάλιν, τον δήθεν αδυσώπητο δικτάτορα που έκοβε τα κεφάλια όσων διαφωνούσαν μαζί του, που αδίκησε χιλιάδες και χιλιάδες σοβιετικούς ανθρώπους, εξορίζοντάς τους ή κλείνοντάς τους σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων, για λόγους …πολιτικών διαφωνιών και τα ρέστα. Έκτοτε η δυτική ιμπεριαλιστική προπαγάνδα -σε αντίθεση με τους χρουστσιοφικούς- απλώς θα …δεκαπλασιάζει και θα …εκατονταπλασιάζει (μέχρι γελοιότητας!) τους αριθμούς των «αθώων θυμάτων του ειδεχθούς σταλινισμού», ενώ, όσο περνούσαν οι δεκαετίες, αντί για τον όρο «θύματα της προσωπολατρείας και του σταλινισμού» θα διαδίδει όλο και περισσότερο τον όρο «θύματα του εγκληματικού κομμουνισμού»… Αποκορύφωμα αυτής της αισχρής εκστρατείας λάσπης είναι όλα όσα ζούμε τα τελευταία 20 χρόνια, μετά και την τυπική ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη. 108


Γιατί ο στόχος της ηγεσίας Χρουστσιόφ ήταν να μεθοδεύσει την πλήρη και απόλυτη κυριαρχία της γραφειοκρατίας, η οποία, όμως, βαθμιαία (ανεξάρτητα ίσως κι από τις τελικές προθέσεις των χρουστσιοφικών ηγετών) έβαλε πλώρη για την πλήρη καπιταλιστική παλινόρθωση, έτσι που να γίνει μια «καθώς πρέπει», ολοκληρωμένη νέα αστική τάξη και ταυτόχρονα ένας δυνατός συνέταιρος και μαζί …ανταγωνιστής του δυτικού ιμπεριαλισμού στο παγκόσμιο αντεπαναστατικό έργο, του ελέγχου των Λαών του κόσμου… Στην προσπάθειά της αυτή η ρεβιζιονιστική ηγεσία της ΕΣΣΔ θα χρησιμοποιήσει μέσα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ηγετικά στελέχη-όργανα στην υπηρεσία της, για να προωθήσουν σε κάθε ΚΚ την εξάλειψη ολόκληρης της επαναστατικής («σταλινικής») γραμμής πλεύσης. Κάποια από αυτά τα στελέχη έγιναν στη συνέχεια ανοιχτοί απολογητές του καπιταλισμού και επικριτές και της ίδιας της χρουστσιοφικής ηγεσίας. Ο αντισταλινικός ρεβιζιονισμός έγινε για τα στελέχη αυτά μόνο το πρώτο σκαλοπάτι, για την πλήρη ενσωμάτωσή τους στον καπιταλισμό. Και οι μετέπειτα επικρίσεις τους για τον πρώην εκλεκτό τους, το Νικήτα Χρουστσιόφ, και τους διαδόχους του διατυπώθηκαν από την άποψη πλέον της πλήρους αντίθεσής τους ακόμα και στο κομμουνιστικό προσωπείο που διατήρησε η χρουστσιοφική- μπρεζνιεφική ΕΣΣΔ, από τη σκοπιά δηλαδή των γενίτσαρων οι οποίοι δεν κρατιούνται πλέον με τίποτα και αδημονούν να δουν το τέλος του έργου: την ανοιχτή εξάλειψη οτιδήποτε θυμίζει το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Τέτοιο ακριβώς στέλεχος αποδείχτηκε και ο Σπύρος Λιναρδάτος, του οποίου οι απόψεις και οι κρίσεις είναι ολότελα χαρακτηριστικές τόσο στο δεύτερο τούτο τόμο (1952-1957) του εμβληματικού του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», που τώρα εξετάζουμε όσο και σε ολόκληρο το τετράτομο αυτό έργο του, όπως επανεκδόθηκε από την εφημερίδα «Το Βήμα».. Για την τόσο κρίσιμη, λοιπόν, εποχή 1952- αρχές του 1956, τη μεταβατική αυτή εποχή από το τέλος περίπου της διακυβέρνησης του Στάλιν, ως την ανοιχτή αντισταλινική επίθεση (και αποκάλυψη!) της χρουστσιοφικής ηγεσίας, ο Λιναρδάτος επισημαίνει τα εξής στο δεύτερο τόμο του εξεταζόμενου έργου του, αναφορικά πάντα με τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες: Α). Στο 1ο κεφάλαιο, στις σελίδες 23-24, όπως ήδη διαπιστώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο τούτης της προσέγγισής μας, ο Λιναρδάτος ( απ’ αφορμή την υπόθεση του Νίκου Πλουμπίδη) έχει αποδώσει τις δίκες διαφόρων ανωτάτων στελεχών των ΚΚ σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης το 1949-1952, σε …τυφλή αντιγραφή του «σταλινικού» αυταρχικού μοντέλου που, δήθεν, εκκαθάριζε βίαια και ανελέητα τον κάθε «διαφωνούντα». Ακολουθεί, δηλαδή, τη χρουστσιοφική αντισταλινική συκοφαντία, την οποία φυσικά έχει επισημοποιήσει σήμερα και ο παλινορθωμένος καπιταλισμός, κατά τας γραφάς πάντα των δυτικών ιμπεριαλιστικών χαλκείων, ισχυριζόμενος ότι στελέχη όπως οι Ράικ, Σλάνσκυ, Κοστόφ κλπ. που καταδικάστηκαν ως πράκτορες του ιμπεριαλισμού και εκτελέστηκαν τότε, ήταν «αθώα θύματα του επάρατου 109


σταλινισμού», που εξοντώθηκαν γιατί είχαν …ανεξαρτησία γνώμης από τη Μόσχα και …υπεράσπιζαν τα εθνικά τους συμφέροντα έναντι της …σοβιετικής απληστίας!!! Στο προηγούμενο κεφάλαιο της μελέτης μας επισημάναμε ότι η αντισταλινική συκοφαντία του Σπύρου Λιναρδάτου για τις περιπτώσεις αυτές, όπως και για άλλες παρόμοιες στην ΕΣΣΔ του 1936-1939, παραβλέπει ολότελα την ύπαρξη ανοιχτών ομολογιών από μέρους των παρόμοιων καταδικασμένων πρώην στελεχών, για το σύνολο ή για μέρος των κατηγοριών που τους απαγγέλθηκαν. Στο σημείο αυτό που βρίσκεται τώρα η μελέτη μας, μπορούμε πλέον να ξεφύγουμε από την κάθε επιμέρους περίπτωση των καταδικασμένων αυτών στελεχών κι από την αποτίμηση του βαθμού δικαιοσύνης ή αδικίας που αποδόθηκε ξεχωριστά για τον καθένα τους, σε σχέση με την κατηγορία για ανοιχτή ή συγκεκαλυμμένη, μερική ή ολοκληρωτική συνεργασία του με ιμπεριαλιστικά κέντρα κατασκοπείας και υπονόμευσης. Αν δούμε τα γεγονότα αυτά στη Βουλγαρία, Αλβανία, Τσεχοσλοβακία και Ουγγαρία κάτω από το γενικότερο πρίσμα των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, θα καταλάβουμε ξεκάθαρα ποιες κοινωνικές δυνάμεις και ποιες πολιτικές αντιλήψεις εξέφραζαν τα στελέχη αυτά στην αδυσώπητη ταξική πάλη που λάμβανε χώρα τότε στις νεοσύστατες λαϊκοδημοκρατικές χώρες. Θα διαπιστώσουμε, δηλαδή, ότι και στις ευρωπαϊκές λαϊκές δημοκρατίες, όπως και στη Σοβιετική Ένωση, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, τίθεται ανοιχτά το ζήτημα της περαιτέρω πορείας της κοινωνίας, του βαθέματος ή όχι της πορείας προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, προς την ολόπλευρη ή όχι κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και την πλήρη νίκη των δυνάμεων του σοσιαλισμού ενάντια στις δυνάμεις της στασιμότητας, του πισωγυρίσματος και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Κορυφαίο πολιτικό ζήτημα ταξικής πάλης, όπως ήδη επισημάναμε, και ουδόλως …τεχνοκρατικό! Για την ΕΣΣΔ του 1950 το ζήτημα της βαθμιαίας περαιτέρω διεύρυνσης της κοινωνικοποιημένης- σχεδιομετρικά αναπτυσσόμενης οικονομίας και του σταδιακού ξεπεράσματος -σε μια χρονική πορεία- των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων και των ανώριμων ή περιορισμένων σοσιαλιστικών μορφών ιδιοκτησίας (κολχόζ) γινόταν βασική πολιτική προϋπόθεση, όρος απαράβατος για την παραπέρα πορεία προς τον κομμουνισμό. Για τις νεότευκτες σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η πλήρης κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας, η ευρύτατη κοινωνικοποίηση του εμπορίου και το πέρασμα από την ατομική στη συνεταιριστική γεωργία, με την απαλλοτρίωση των ανοιχτά εκμεταλλευτριών τάξεων (καπιταλιστών, τσιφλικάδων, μεγαλεμπόρων) ήταν η απαραίτητη και απαράβατη προϋπόθεση για τη στοιχειώδη οικοδόμηση των βάσεων του σοσιαλισμού και την αποτροπή της αντεπανάστασης και της παλινόρθωσης! Μια προϋπόθεση, όμως, που αναπόφευκτα όξυνε την ταξική κοινωνική και πολιτική πάλη στις χώρες αυτές. Όπως στην ΕΣΣΔ του 1930, ο ρεβιζιονισμός και η αντεπανάσταση έβρισκαν εκφραστές τους μέσα στο ΚΚΣΕ όλα τα δεξιά πολιτικά στοιχεία, που εξέφραζαν κοινωνικά τις τελευταίες εκμεταλλεύτριες τάξεις (των κουλάκων στην ύπαιθρο και των νέπμαν-μικρών και μεσαίων καπιταλιστών κι εμπόρων στις πόλεις), και όπως 110


στην ΕΣΣΔ του 1952-53 ο ρεβιζιονισμός και η αντεπανάσταση έβρισκαν στήριγμα στα γραφειοκρατικά στελέχη που ήθελαν πάγωμα στη διαδικασία της περαιτέρω κοινωνικοποίησης και χρήση των αγοραίων μεθόδων, έτσι ακριβώς και στις νεότευκτες σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ο ρεβιζιονισμός και η αντεπανάσταση έβρισκαν βάση στα στελέχη εκείνα των κομμουνιστικών κομμάτων και των συμμάχων τους στα Λαϊκά Μέτωπα, τα οποία προσπαθούσαν να αποτρέψουν την κοινωνικοποίηση όλων των εργοστασίων, να αποτρέψουν την κυριαρχία του συνεταιριστικού εμπορίου έναντι του ιδιωτικού και κυρίως να αποτρέψουν την κολεκτιβοποίηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας! Η διαφορά αυτή έπαιρνε ανοιχτά τη μορφή πολιτικής διαμάχης μέσα στην ηγεσία των ΚΚ. Τα στελέχη που αντιτάσσονταν στην εξέλιξη και προώθηση της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών μέσων και που –κυρίως- καταπολεμούσαν την απόφαση της λαϊκής εξουσίας για την κολεκτιβοποίηση της γης, αντιπροσώπευαν τις πρώην κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων, που όχι μόνο εξακολουθούσαν να υπάρχουν, αλλά και που αντιστέκονταν με νύχια και με δόντια στη νέα προλεταριακή- λαϊκή εξουσία και στο χτίσιμο των βάσεων του σοσιαλισμού. Ήταν μάχη τάξης προς τάξη. Στη μάχη αυτή που συχνά έπαιρνε διαστάσεις ανοιχτού ή συγκεκαλυμμένου εμφύλιου πολέμου εναντίον του σοσιαλισμού, τα πιο δεξιά-ρεβιζιονιστικά στελέχη των ανατολικοευρωπαϊκών ΚΚ έβρισκαν κι ένα ακόμα στήριγμα, για να σταματήσουν την κοινωνικοποίηση. Αναφερόμαστε στο παράδειγμα της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας υπό τον Τίτο, η οποία, μετά τη ρήξη της με την ΕΣΣΔ και την προσέγγιση των δυτικών ιμπεριαλιστών, σταμάτησε κάθε περαιτέρω διαδικασία κοινωνικοποίησης της οικονομίας και κυρίως της αγροτικής, διακηρύσσοντας την … ενσωμάτωση των εκμεταλλευτριών τάξεων στο γιουγκοσλαβικό «μοντέλο του σοσιαλισμού»! Σήμερα, πλέον, είναι ξεκάθαρο ότι αντίστοιχες με τις τιτοϊκές και παλαιότερα τις μπουχαρινικές αντιλήψεις, περί «ενσωμάτωσης» των εκμεταλλευτριών τάξεων στο …σοσιαλισμό, χωρίς απαλλοτρίωσή τους και χωρίς κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας τους, έτρεφαν κι όλα εκείνα τα στελέχη των ΚΚ της Ανατολικής Ευρώπης, που έσπευσαν να στοιχηθούν πίσω από τους τότε ηγετικούς παράγοντες Κοστόφ, Σλάνσκυ, Ράικ κλπ.. Και απέδειξαν περίτρανα ποιοι ήταν οι σκοποί τους, όταν επί της ηγεσίας του Χρουστσιόφ και του Μπρέζνιεφ κατάφεραν, παρά την «εκκαθάριση» των παλαιότερων ηγετών τους, να ξαναπάρουν στα χέρια τους το τιμόνι και να αναδείξουν ηγέτες όπως: τον Γκομούλκα στην Πολωνία, τον Νάγκυ και μετά την αντεπανάσταση του 1956 τον Κάνταρ στην Ουγγαρία, και τον Ντούμπτσεκ στην Τσεχοσλοβακία. Η κολεκτιβοποίηση και παραπέρα κοινωνικοποίηση της παραγωγής τέθηκαν από τις ηγεσίες αυτές στο …πυρ το εξώτερον, ενώ «θριάμβευσε» η αντίληψη της ευρύτατης χρήσης των αγοραίων μεθόδων στην ανάπτυξη του «σοσιαλισμού». Η καπιταλιστική παλινόρθωση έτσι πήρε το δρόμο της. Όταν, επομένως, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έγιναν οι δίκες των πρώην στελεχών, αυτό συνέβη σε μια στιγμή όξυνσης της ταξικής πάλης, που έπαιρνε διαστάσεις κορυφαίας κοινωνικής σύγκρουσης για την ίδια τη μορφή της κοινωνίας. 111


Αν στη σύγκρουση αυτή, που ήταν αναπόφευκτα σκληρή, ορισμένα από τα ρεβιζιονιστικά πρώην στελέχη των ΚΚ, στην προσπάθειά τους να βρουν κοινωνικά και πολιτικά ερείσματα διεθνώς, ενέδωσαν στις αξιώσεις της τιτοϊκής κλίκας του Βελιγραδίου και προσπάθησαν να στήσουν γέφυρες συνεννόησης με το αντεπαναστατικό, ιμπεριαλιστικό, δυτικό στρατόπεδο, αυτό ούτε …παράλογο, ούτε δα και πρωτότυπο μπορεί να χαρακτηριστεί! Πάντα οι εκμεταλλεύτριες τάξεις που έχαναν την εξουσία, ούτε τα όπλα παρέδιδαν, ούτε και σταματούσαν την προσπάθεια να βρουν στηρίγματα στους ξένους εχθρούς της νέας εξουσίας για να βοηθηθούν από αυτούς στο αντεπαναστατικό τους έργο. Τι περισσότερο έκαναν οι φεουδάρχες στα χρόνια της Γαλλικής αστικής Επανάστασης του 18ου αιώνα; Τι περισσότερο έκαναν οι τσιφλικάδες, οι αστοί και οι κουλάκοι στα χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης και ως τη δεκαετία του 1930; Αλλά, ας θυμηθούμε και το αντίστροφο παράδειγμα: Όπως οι Γάλλοι Ιακωβίνοι επαναστάτες κήρυξαν ανοιχτό πόλεμο στην αντεπανάσταση και έκοψαν τα κεφάλια των ηγετών της που συνεργάστηκαν με τον εχθρό, έτσι και οι αληθινοί κομμουνιστές στη Ρωσία στη δεκαετία του 1930 και στις άλλες χώρες, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, προσπάθησαν να συντρίψουν την αντεπανάσταση, οδηγώντας σε δίκη, στη φυλακή ή και στο απόσπασμα όσους από τους ηγέτες του ρεβιζιονισμού είχαν εκτεθεί σε ανοιχτά αντεπαναστατικές πράξεις, συνωμοσίες και πραξικοπήματα με την ενίσχυση των πρακτόρων του ιμπεριαλισμού. Το ίδιο ακριβώς ήταν έτοιμοι να πράξουν από την πλευρά τους και οι ρεβιζιονιστές-αντεπαναστάτες, αν αυτοί κατάφερναν να πάρουν τα ηνία. Μας αρέσει-δεν μας αρέσει η ταξική πάλη σε τέτοιες στιγμές γίνεται αδυσώπητη, γίνεται θέμα ζωής ή θανάτου. Κι αλίμονο στους επαναστάτες που θα βρεθούν «μπόσικοι»… Έχει, όμως, αυτό καμιά σχέση με τους ισχυρισμούς του Λιναρδάτου και των ομοίων του, ότι τάχα όλα αυτά ήταν απλές ιδεολογικές διαφορές και ότι οι σταλινικοί δήθεν ξεκαθάριζαν –με το «έτσι θέλω»- όποιον είχε απλώς … «αντίθετη άποψη»; Είναι εξόφθαλμο πως, αν τα πράγματα έμεναν σε μιαν απλή διαφορά αντιλήψεων, κατά τη διαδικασία συζήτησης του κομματικού προγράμματος ή του κρατικού σχεδίου, τότε σίγουρα δεν θα υπήρχε καμιά ανάγκη βίαιης σύγκρουσης. Κανένας πραγματικός κομμουνιστής δεν χρησιμοποιεί τη βία εναντίον των συντρόφων και των συναγωνιστών του, επειδή μόνο και μόνο διαφωνούν ιδεολογικά! Εδώ, όμως, η ταξική πάλη γινόταν ανοιχτός πόλεμος. Θα νικούσαν οι νέες σοσιαλιστικές κοινωνικές σχέσεις, θα νικούσε η κίνηση της κοινωνίας προς την πρόοδο και την αληθινή απελευθέρωση, θα επικρατούσε οριστικά η εργατική τάξη κι όλος ο εργαζόμενος λαός, που μόλις είχαν αρχίσει να αναπνέουν τον αέρα της κοινωνικής απελευθέρωσης ή θα παλινορθωνόταν με άλλη, («μικροαστική σοσιαλιστική» αρχικά) μορφή ο κόσμος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο; Θα προχωρούσε η κοινωνική παραγωγή και η εργατική-λαϊκή εξουσία ή ο ιμπεριαλισμός και η ντόπια αντίδραση θα έπαιρνε το φρούριο «από μέσα»; Έτσι έμπαινε τότε το ζήτημα. Σκληρά και αδυσώπητα: ποιος και ποιον θα νικήσει; 112


Ο Σπύρος Λιναρδάτος και όλοι οι κομμουνιστές ηγέτες εκείνης της εποχής ήξεραν πολύ καλά αυτές τις αυτονόητες αλήθειες. Όσοι όμως από αυτούς προσχώρησαν στον αναθεωρητισμό και κατόπιν στην αστική τάξη, έκαναν δόγμα τους την ανιστόρητη αντίληψη ότι …αμέσως μετά την κατάκτηση της εξουσίας από τους κομμουνιστές, όλα κυλούν ομαλά και αδιατάρακτα, ότι η ταξική πάλη αυτομάτως …εξαλείφεται κι όλα πλέον λειτουργούν ομαλά και δημοκρατικά, ενώ οι όποιες ιδεολογικές αντιθέσεις παραμένουν τέτοιες και μπορούν πάντα να επιλύονται σε …κλίμα πολιτισμένης συζήτησης και εξομάλυνσης! Τέτοια γλυκανάλατα παραμυθάκια δίδασκε, άλλωστε, ο χρουστσιοφισμός με τις επιδοκιμασίες και του δυτικού ιμπεριαλισμού από το 1956 και εφεξής. Δηλαδή, επαναστάτες προλετάριοι, καλή σας νύχτα και όνειρα γλυκά!... Εμείς κλείνοντας αυτή την παράμετρο της κριτικής μας στις απόψεις του Λιναρδάτου, θα υπενθυμίσουμε στους οπαδούς των απόψεών του μια πολύ σωστή διατύπωση του Νίκου Ψυρούκη από το δεύτερο τόμο της «Ιστορίας της Σύγχρονης Ελλάδας, 1940-1974» (σελ. 223 στην 5η έκδοση του έργου από τις εκδόσεις Κουκκίδα-Αιγαίον. Οι επισημάνσεις με έντονα στοιχεία έχουν γίνει από μας.): «… το παγκόσμιο κεφάλαιο μπορεί να εκμεταλλευτεί την αναπόφευχτη συμμετοχή των κρατών της δικτατορίας του προλεταριάτου στο παγκόσμιο καπιταλιστικό εμπόριο και στην παγκόσμια καπιταλιστική πολιτική, για να δυναμώνει στο εσωτερικό των εργατικών κρατών την ταξική πάλη, για να βαστάει στη ζωή την αστική τους τάξη, για να ενισχύει την αντικειμενική τάση που έχει η κρατική τους γραφειοκρατία (βασικά οι ειδικοί-τεχνοκράτες) να απωθεί όλο και περισσότερο στο περιθώριο την επίσης αντικειμενική τάση του προλεταριάτου για παλλαϊκή διαχείριση-διοίκηση, και να εδραιώνει τη μονοπώληση από τους γραφειοκράτες – «ειδικούς» της εξουσίας στην οικονομική, πολιτική ιδεολογική κλπ. ζωή του εργατικού κράτους που νομοτελειακά οδηγεί και στη μονοπώληση της κοινωνικής εξουσίας από τους εχθρούς του προλεταριάτου. Έτσι, όπου οι ιμπεριαλιστές τα καταφέρνουν, έρχεται σαν επακόλουθο ο εκφυλισμός της δικτατορίας του προλεταριάτου και το ξεφούσκωμα της προλεταριακής επανάστασης (εννοούμε μέσα στα κράτη όπου πολιτικά έχει επικρατήσει η εργατική τάξη). Με την ιστορική πείρα που σήμερα διαθέτουμε, μπορούμε να πούμε πως η προσπάθεια αυτή του διεθνούς ιμπεριαλισμού δεν είναι καθόλου ανεδαφική. Αντίθετα γνώρισε σοβαρές επιτυχίες.» Β). Στο 1ο, επίσης, κεφάλαιο του Β΄ τόμου του εξεταζόμενου συγγράμματός του, στις σελ. 52-53, ο Σπύρος Λιναρδάτος παραλληλίζει τις μακαρθικές διώξεις κομμουνιστών και άλλων προοδευτικών ανθρώπων στις ΗΠΑ των αρχών της δεκαετίας του 1950 με τις προαναφερόμενες διώξεις για αντεπαναστατική συνωμοτική δράση στις σοσιαλιστικές χώρες, την ίδια αυτή εποχή. Όλα αυτά τα εξισώνει και τα εντάσσει μέσα στο κλίμα του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου. Κοιτάξτε, όμως, πού οδηγεί αυτή η λογική της εξίσωσης ανόμοιων καταστάσεων το συγγραφέα του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Ο Λιναρδάτος, λοιπόν, παραλληλίζει την πασίγνωστη υπόθεση της θανατικής καταδίκης του ζεύγους Ρόζενμπεργκ στις ΗΠΑ (που κατηγορήθηκαν για παράδοση στη Σοβιετική Ένωση απόρρητων στοιχείων για τα 113


πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ), στις αρχές του 1953, με την πολύ σκοτεινή ως σήμερα υπόθεση της «συνωμοσίας γιατρών του Λένινγκραντ», δηλαδή, με την υπόθεση μιας ομάδας 15 γιατρών που κατηγορήθηκαν την ίδια εκείνη χρονική περίοδο, ότι είχαν λάβει μέρος σε μια συνωμοτική εγκληματική ενέργεια, η οποία είχε επιφέρει τη δολοφονία του Αντρέι Ζντάνοφ, κορυφαίου ηγετικού στελέχους του ΚΚΣΕ και του σοβιετικού κράτους. Επίσης, κατηγορούνταν για συμμετοχή στην πιθανολογούμενη δολοφονία και άλλων σοβιετικών ηγετικών παραγόντων που χρειάστηκαν την ιατρική τους βοήθεια. Οι γιατροί αυτοί, που δίκαια ή άδικα κατηγορήθηκαν τότε, είναι γνωστό ότι συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε ανάκριση, αλλά λίγους μήνες αργότερα απελευθερώθηκαν και η νέα σοβιετική ηγεσία (δηλ. η ανερχόμενη με ραγδαίο ρυθμό ομάδα του Χρουστσιόφ) απέδωσε τη δίωξη εναντίον των «γιατρών του Λένινγκραντ» σε σκευωρία που σκαρώθηκε από τον επικεφαλής των υπηρεσιών Ασφαλείας, Λαυρέντη Μπέρια και τους συνεργάτες του, με σκοπό να προωθηθούν στην εξουσία. Ήταν η εποχή (τέλη του 1953) που ο Μπέρια, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε για «συνωμοσία και εξυπηρέτηση ιμπεριαλιστικών σχεδίων κατά της ΕΣΣΔ», ενώ του φορτώθηκαν ευθύνες για σκόπιμες άδικες διώξεις και σκευωρίες σε βάρος σοβιετικών στελεχών, κομματικών και κρατικών παραγόντων, για όλα αυτά που ύστερα από λίγα χρόνια η χρουστσιοφική ηγεσία τα βάφτισε «σταλινικά εγκλήματα» και τα χρησιμοποίησε ως άλλοθι για να αναθεωρήσει πλήρως την πολιτική του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ. Επιπλέον, για την ίδια αυτή υπόθεση, ο Λιναρδάτος ξανακάνει λόγο στο 2 ο κεφάλαιο, του τόμου που εξετάζουμε, στη σελ. 83. Εκεί δεν αρκείται στο να εκφράσει την ικανοποίησή του για την απελευθέρωση των 15 «γιατρών του Λένινγκραντ», από τη νέα ηγεσία της ΕΣΣΔ (που τότε ακόμα ήταν από κοινού μοιρασμένη μεταξύ των Μαλένκοφ και Χρουστσιόφ), ούτε επίσης στο να εκφράσει τη βεβαιότητά του ότι τη «συνωμοσία εναντίον των γιατρών» την είχαν σκαρώσει ο Μπέρια και ο Ριούμιν, υπεύθυνος των ερευνών για τον αδόκητο και πολύ ύποπτο θάνατο του Αντρέι Ζντάνοφ. Ωστόσο, όμως, είναι γνωστό ότι ο Ριούμιν είχε συλληφθεί στις 5-4-1953 από τον Μπέρια για την ίδια υπόθεση!!! Ο Λιναρδάτος, επιπλέον, υιοθετεί άκριτα την αναπόδεικτη προπαγάνδα, ότι δήθεν οι γιατροί αυτοί στη διάρκεια της κράτησής τους και των ανακρίσεων «βασανίζονταν» από τις σοβιετικές αρχές. Προφανώς, ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» προσπαθεί να εκμεταλλευτεί για τη δημιουργία του αντισταλινικού κλίματος, το οποίο επιδιώκει, τη δεδομένη αντίθεση κάθε κομμουνιστή, κάθε δημοκράτη, κάθε προοδευτικού ανθρώπου στη χρήση βασανιστηρίων και τη δεδομένη καταδίκη κάθε παρόμοιας περίπτωσης, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Αλλά πρέπει να προσεχτεί ότι η αναφορά του στα υποτιθέμενα αυτά «βασανιστήρια» είναι τόσο φευγαλέα και τόσο ατεκμηρίωτη, που μάλλον πρέπει να προέρχεται ατόφια από σχετικά … «μυθιστορήματα», τα οποία κατασκεύασε τότε στη Δύση η αντισοβιετική προπαγάνδα, την οποία ο Λιναρδάτος επανειλημμένα έχει αποδείξει ότι την … υπολήπτεται αφάνταστα. Η θέση της ΕΣΣΔ εναντίον κάθε χρήσης βασανιστηρίων ήταν επίσημη και δεδομένη από την πρώτη 114


μέρα της ίδρυσής της. Ήταν η σταθερή επίσημη πολιτική του ΚΚΣΕ και του σοβιετικού κράτους. Εμείς, λοιπόν, που χωρίς δισταγμό θα καταδικάζαμε κάθε τυχόν παραβίασή της από οποιοδήποτε όργανο της κρατικής ασφάλειας, δεν μπορούμε να πεισθούμε από μόνη την αναφορά αυτή του Λιναρδάτου, ακόμα κι αν αυτός είχε κατά νου τούς οποιουσδήποτε σχετικούς ισχυρισμούς ή υπαινιγμούς της χρουστσιοφικής αντισταλινικής προπαγάνδας. Γιατί ξέρουμε ότι οι χρουστσιοφικοί ήταν σε θέση, είτε διά του πιο αναίσχυντου δικού τους ψεύδους είτε και διά της πιο …εκκωφαντικής σιωπής έναντι των ανάλογων ισχυρισμών της δυτικής προπαγάνδας, να πουν και να κάνουν τα πάντα για την κατασυκοφάντηση του Στάλιν και κυρίως της πολιτικής του. Και γιατί, επίσης, ξέρουμε ότι, με αφορμή την «αποκάλυψη της συνωμοσίας των Μπέρια-Ριούμιν εναντίον των γιατρών του Λένινγκραντ», οι χρουστσιοφικοί «ανθρωπιστές και δημοκράτες» όχι μόνο εξόντωσαν «εν κρυπτώ και παραβύστω» τον Μπέρια (στις 23-12-1953, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή), τον Ριούμιν (στις 23-7-1954) και τον Αμπακούμοφ, πρώην υπουργό Κρατικής Ασφάλειας της ΕΣΣΔ (το Δεκέμβρη του 1954) , αλλά εδραιώθηκαν επίσης για τα καλά στον μηχανισμό του ΚΚΣΕ και στα όργανα εξουσίας του σοβιετικού κράτους... Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να μάθει την παραμικρή λεπτομέρεια για την (κεκλεισμένων των θυρών κι όχι ανοιχτή, σαν τις επάρατες …σταλινικές της δεκαετίας του 1930!!!) «δίκη» του τόσο αμφιλεγόμενου αυτού Λαυρέντη Μπέρια, αν φυσικά υποθέσουμε ότι έγινε ποτέ μια τέτοια δίκη και δεν ισχύει μια άλλη εκδοχή, που λέει ότι ο Μπέρια δολοφονήθηκε εν ψυχρώ ή από τον ίδιο τον Χρουστσιόφ ή από κάποιον άνθρωπο του Χρουστσιόφ… Ο Σπύρος Λιναρδάτος στην ίδια αυτή σελίδα 83, με αφορμή την άνοδο του Νικήτα Χρουστσιόφ στη θέση του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, όταν δηλαδή αυτός αντικατέστησε τον Γκεόργκι Μαλένκοφ, κάνει σε ειρωνικό ύφος μια παρατήρηση που αξίζει να προσεχτεί, αλλά με διαφορετική εντελώς ματιά και κατεύθυνση σε σχέση με όσα εννοεί και επιθυμεί ο αστός ιστορικός: «η έλλειψη ελεύθερης πολιτικής ζωής μεταφέρει τους ιδεολογικούς, πολιτικούς αγώνες και τη σύγκρουση των προσωπικών απόψεων και φιλοδοξιών στα παρασκήνια και τους μεταβάλλει σε σκοτεινές συνωμοσίες.» Είναι φανερό ότι εδώ ο Λιναρδάτος απλώς επαναλαμβάνει τη χιλιοειπωμένη και με κάθε τρόπο αναμασημένη αστική και ρεβιζιονιστική προπαγάνδα, ότι τάχα στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καμιά πολιτική ελευθερία για το λαό κι ότι, δήθεν, όλα ήταν ελεγχόμενα από μια αυθαίρετη αυταρχική ηγεσία. Επίσης, στο 2ο κεφάλαιο, στη σελ. 102, ο Σπύρος Λιναρδάτος σχολιάζει ξανά την εξόντωση του Μπέρια και κάνει λόγο για μιαν υπόθεση που θυμίζει «σκοτεινές συνωμοσίες κι εγκλήματα της τσαρικής Αυλής». Και φυσικά, για μια ακόμη φορά τα αποδίδει όλα αυτά στη «σκοτεινή σταλινική περίοδο» και στην … «κατάργηση της πολιτικής ζωής» (sic!!!). Είναι ολοφάνερο ότι ο άνθρωπος έχει ταυτίσει την έννοια της «πολιτικής ζωής» αποκλειστικά με την αστική κοινοβουλευτική «δημοκρατία». Παραπέρα δεν βλέπει τίποτε άλλο. 115


Στο ίδιο ακριβώς μοτίβο κινείται και στο 8 ο κεφάλαιο στη σελ. 323, με αφορμή την αντικατάσταση του Μαλένκοφ από τον Μπουλγκάνιν στην πρωθυπουργία της ΕΣΣΔ το Φλεβάρη του 1955. Ο Λιναρδάτος γράφει: «Κανένας δεν γνωρίζει τα παρασκήνια της αλλαγής αυτής σε μια χώρα που δεν έχει δημόσια πολιτική ζωή» (Εννοεί και πάλι την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία). Ο ίδιος όμως ο Λιναρδάτος ξέρει πολύ καλά τι συνέβη και το ομολογεί με τον τρόπο του, γράφοντας παρακάτω ότι η ομάδα του Χρουστσιόφ είναι «ο πραγματικός νικητής στον εσωτερικό αγώνα για την ηγεσία του ΚΚΣΕ και του σοβιετικού κράτους». Ως πραγματικοί κομμουνιστές, είναι απολύτως βέβαιο ότι τασσόμαστε -εξαρχής και ως το τέλος- εναντίον κάθε μυστικοπαθούς και σκοτεινής, παρασκηνιακής διαδικασίας και ίντριγκας στη λειτουργία των οργάνων του οποιουδήποτε ΚΚ ή της οποιασδήποτε σοσιαλιστικής χώρας. Η δική μας, όμως κριτική στάση σε κάθε παρόμοια γραφειοκρατική και «στεγανοποιημένη» από τον κριτικό έλεγχο του λαού ενέργεια προέρχεται από εντελώς διαφορετική στόχευση σε σχέση με εκείνη του Λιναρδάτου. Εκείνος θέλει τον παραμερισμό της εργατικής λαϊκής εξουσίας και την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Εμείς επιδιώκουμε, αντίθετα, την εμβάθυνση της εξουσίας του λαού, της σοσιαλιστικής του δημοκρατίας. Γι’ αυτό, λοιπόν, σε αντίθεση με τα χαιρέκακα αυτά σχόλια ενός ανθρώπου του αστικού «Συγκροτήματος Λαμπράκη» εμείς θα πρέπει σίγουρα να προσέξουμε με κριτική ματιά το γεγονός ότι ήδη στα 1953 υπάρχει σίγουρα μια κατάσταση υπέρμετρου συγκεντρωτισμού και γραφειοκρατισμού στο ίδιο το ηγετικό επιτελείο του ΚΚΣΕ. Η ίδια η τότε πραγματικότητα αποδεικνύει ότι πάρα πολλά από τα ανώτατα στελέχη έδειχναν την τάση μιας ολοένα και πιο συγκεντρωτικής λειτουργίας τους, ολοένα και πιο «αυτόνομα» από τη βάση του ΚΚΣΕ και από τα Σοβιέτ των εργαζομένων. Πέρα από την πολιτικοϊδεολογική διαμάχη, μέσα στο ΚΚΣΕ που σίγουρα έχει φουντώσει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και που πολλά δείγματά της είναι ήδη γνωστά μέσα από την ανοιχτή αντιπαράθεση απόψεων για διάφορα ζητήματα (από την οικονομία έως τον πολιτισμό...) εδώ φαίνεται ότι υπάρχουν αντιτιθέμενες κλίκες, άθλια κυκλώματα και ομάδες ιδιοτελών συμφερόντων, ενώ ταυτόχρονα ξεκαθαρίζουν τους λογαριασμούς τους κάποιοι -ούτως ή άλλως "στεγανοί"- κρατικοί μηχανισμοί, μηχανισμοί "ασφαλίτικοι", για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο καλά γνωστό από την νεοελληνική ιστορία. Η κατάσταση αποκαλύπτεται κρίσιμη για το ίδιο το μέλλον της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, παρ' όλο που κανένας δεν αμφισβητεί το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της ΕΣΣΔ και όλοι "ορκίζονται" στην ενότητα του ΚΚΣΕ και στην ενότητα Κόμματος-Εργατικής τάξης- Εργαζόμενου Λαού... Κάτι το πολύ νοσηρό, κάτι το πολύ βρώμικο και σάπιο, κάτι το εντελώς αταίριαστο με τις αρχές του μαρξισμού και του σοσιαλισμού διακρίνει τη στάση και τη συμπεριφορά πολλών από αυτούς τους σοβιετικούς ηγετικούς παράγοντες, που εμπλέκονται -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- σε τέτοιες ιστορίες... Και αυτό οφείλεται, όχι μόνο σε προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά όπως ήδη επισημάναμε, στη νέα μορφή που έπαιρνε η ταξική πάλη στη σοβιετική κοινωνία 116


των αρχών της δεκαετίας του 1950. Η γραφειοκρατία αρχίζει να υπονομεύει σοβαρά το προχώρημα της κοινωνικοποίησης και του εργατικού-λαϊκού ελέγχου… Οι καταστάσεις «τύπου Αρακτσέεφ», για τις οποίες μιλά τόσο επικριτικά ο ίδιος ο Στάλιν στα τελευταία του έργα, φαίνεται ότι αγγίζουν πλέον το ηγετικό όργανο του ΚΚΣΕ. Και να οι επιπτώσεις: «Συνωμοσία των γιατρών» αφενός και σύντομα άλλες, εντελώς αντίθετες «αποκαλύψεις» για «συνωμοσία του Μπέρια». Ο Μαλένκοφ, γενικός γραμματέας το Μάρτη του 1953, ο Χρουστσιόφ στην ίδια θέση μετά από λίγους μήνες, χωρίς να δοθούν ικανοποιητικές εξηγήσεις γι’ αυτό. Κι έπειτα, σταδιακός αλλά σταθερός παραμερισμός του Μαλένκοφ και των στελεχών που τον υποστήριζαν… Οι Σοβιετικοί κομμουνιστές, ο Σοβιετικός Λαός, έστω και κατάπληκτοι από τις εξελίξεις αυτές, εξακολουθούσαν τότε ακόμη να τρέφουν πλήρη εμπιστοσύνη στην ηγεσία τους. Αυτή η ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη του Κόμματος και του Λαού στην ηγεσία, και η διόγκωση των δομών του συγκεντρωτισμού, που κατά την προηγούμενη χρονική συγκυρία είχαν εξ ανάγκης λειτουργήσει και αποβεί θετικά μέσα στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου, επιτείνουν το μέγεθος και το ρόλο της οικονομικής και της κομματικής γραφειοκρατίας. Και αρχίζουν πλέον από το 1953 να δείχνουν τα πιο αρνητικά τους αποτελέσματα, θυμίζοντας την ακλόνητη αλήθεια του μαρξισμού-λενινισμού: οι εργάτες, ο λαός και η πρωτοπορία τους, οι κομμουνιστές μιας σοσιαλιστικής χώρας πρέπει να είναι πάντα άγρυπνοι και να απαιτούν ακατάπαυστα την πλήρη ενημέρωση και τον πλήρη έλεγχο για οτιδήποτε συμβαίνει στη χώρα τους. Είναι δικαίωμα και υποχρέωσή τους να απαιτούν και να εξασφαλίζουν στην πράξη όλες τις αναγκαίες δομές και προϋποθέσεις για την ουσιαστική άσκηση και τη διαρκή διεύρυνση της λαϊκής εξουσίας. Ο Στάλιν σίγουρα ήξερε τι γινόταν και καταλάβαινε ότι έπρεπε να βρεθεί αποτελεσματικός τρόπος για να εκκαθαριστεί ριζικά η γραφειοκρατική σαπίλα από το κομμουνιστικό κόμμα και το σοβιετικό κράτος. Φαίνεται, όμως, ότι δεν ήταν σε θέση στα 1952-1953 να εξαπολύσει με επιτυχία ένα νέο πρωτοπόρο κύμα των μαζών ενάντια στη γραφειοκρατία. Περιορίστηκε σε τσουχτερή κριτική. Δίστασε, γιατί δεν είχε ακόμη πείσει το Κόμμα και δεν είχε τη συναίνεση της υπόλοιπης ηγεσίας; Παρεμποδίστηκε από την υπόλοιπη ηγεσία; Περίμενε την πιο κατάλληλη στιγμή; Δεν πρόλαβε; Με υποθέσεις δεν γράφεται όμως η ιστορία! Ό,τι και να συνέβη, δεν αλλάζει το αποτέλεσμα. Ο Στάλιν δεν πέτυχε αυτό του το στόχο. Άφησε, όμως πίσω του πολύτιμη πείρα. Μια περίπου δεκαετία μετά, ο Μάο Τσετούνγκ επιχείρησε ανοιχτά να τσακίσει το γραφειοκρατισμό στην Κίνα, προτρέποντας τις μάζες να εξαλείψουν τη γραφειοκρατική και ρεβιζιονιστική σκουριά και σαπίλα σε κάθε δομή του κομμουνιστικού κόμματος και του σοσιαλιστικού κράτους. Το περίφημο σύνθημά του, «Βομβαρδίστε τα επιτελεία!», δημιούργησε ένα μεγαλειώδες μαζικό επαναστατικό κίνημα, στα 1966-1968. Και η Πολιτιστική Επανάσταση, όμως, από ένα σημείο και πέρα μπλέχτηκε σε άλλες αντιφάσεις, εκτροχιάστηκε, ίσως, και δεν τα κατάφερε. Άφησε, όμως, κι αυτή πίσω της τεράστια πείρα και πολύτιμα διδάγματα στους Λαούς και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. 117


Είμαστε σίγουροι ότι την απαίτηση αυτή για ουσιαστική και ακατάβλητη Λαϊκή Εξουσία θα την εκπληρώσουν στο ακέραιο οι επερχόμενες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 21ου αιώνα. Σκοτεινή ούτως ή άλλως η υπόθεση των «γιατρών του Λένινγκραντ», για την οποία έχουν διατυπωθεί πλήθος υποθέσεων και εκδοχών, έγινε σίγουρα η αφορμή να οργιάσει η κάθε είδους δυτική, ιμπεριαλιστική, αντικομμουνιστική και αντισοβιετική προπαγάνδα. Και η προπαγάνδα αυτή έλαβε μια πολύ βρώμικη και συκοφαντική κατεύθυνση, αφού προσπάθησε να συσχετίσει τη δίωξη εναντίον συγκεκριμένων γιατρών με την …εθνική τους προέλευση, επειδή έτυχε να είναι Ρωσο-εβραίοι στην καταγωγή! Φορέας ακριβώς αυτής της άτιμης προπαγάνδας γίνεται κι ο Σπύρος Λιναρδάτος. Αφού, λοιπόν, αυτός παρουσιάσει την υπόθεση ως: «το τελευταίο κύμα εκκαθαρίσεων που πρόλαβε να διατάξει ο Στάλιν» (βλ. σελ. 52-53), υιοθετεί άκριτα τη συκοφαντία ότι γενικά «οι διωγμοί στρέφονται κυρίως εναντίον των Εβραίων»!! Αφήνει, δηλαδή, την εντύπωση στον ευαίσθητο, αλλά ανυποψίαστο αναγνώστη του, ότι δήθεν ο Στάλιν και η σοβιετική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να ξεκινήσει τη …μαζική δίωξη εναντίον των Εβραίων της ΕΣΣΔ!!! Λες κι εδώ μιλάμε όχι για τη Σοβιετική Ένωση, στην οποία για πρώτη φορά ο εβραϊκής καταγωγής πληθυσμός της Ρωσίας απέκτησε τα πλήρη δικαιώματά του στη ζωή και στην κοινωνία, αλλά για την …τσαρική Ρωσία, που έκανε συστηματικές διακρίσεις και πογκρόμ εναντίον των Εβραίων, ή για κάποιο ρατσιστικό, φασιστικό καθεστώς, όπου ο αντισημιτισμός γίνεται προμετωπίδα και άλλοθι της πιο ακραίας αντιλαϊκής πολιτικής του κράτους των καπιταλιστών!!!! Οι ισχυρισμοί αυτοί του Λιναρδάτου φανερώνουν την εμπάθεια και την τύφλωση στην οποία τον οδηγούσε η όψιμη στράτευσή του στην αστική αντικομμουνιστική πολιτική. Γιατί είναι άλλο πράγμα το να υποστηρίξει ένας ιστορικός συγγραφέας ότι η δίωξη εναντίον συγκεκριμένων προσώπων εβραϊκής προέλευσης στην ΕΣΣΔ του 1953 ήταν άδικη, ή ότι ήταν αποτέλεσμα σκευωρίας και διαβολής, και εντελώς διαφορετικό κι ανέντιμο το να ισχυρίζεται – αμέσως ή εμμέσως- ότι δήθεν η σοβιετική εξουσία μετατρεπόταν σκοπίμως σε αντισημιτική-ρατσιστική κι ότι τάχα η μανία της θα ξεσπούσε εναντίον κάθε σοβιετικού πολίτη εβραϊκής καταγωγής, όπως κάνει εδώ ο εξέχων παράγοντας του … «Συγκροτήματος Λαμπράκη». Η προπαγάνδα, την οποία προωθεί εδώ ο Λιναρδάτος, αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση της σύγχρονης αντιδραστικής μυθολογίας των «αναθεωρητών της Ιστορίας», όλων εκείνων των μαύρων κι άραχλων απολογητών του καπιταλισμού, οι οποίοι –πρόστυχα και ανιστόρητα- προσπαθούν να εξισώσουν τον κομμουνισμό με το …φασισμό. Στη χώρα μας το δημοσιογραφικό «Συγκρότημα Λαμπράκη» (με το «Βήμα» και τα «Νέα») ήταν διαχρονικά και παραμένει βασικό χαλκείο και φερέφωνο αυτής της άθλιας προπαγάνδας. Όπως φυσικά και το αντίστοιχο «συγκρότημα» του Αλαφούζου (με την «Καθημερινή» και τον ΣΚΑΪ…). Επειδή, όμως, ο Λιναρδάτος έβλεπε και μόνος του ότι οι ισχυρισμοί αυτοί και οι υπαινιγμοί που διατύπωσε παραπάνω είναι εντελώς αστήριχτοι και αυτό θα το επεσήμαινε αμέσως η κριτική ανάλυσή τους, προσπαθεί λίγο παρακάτω να δώσει και 118


μια συμπληρωματική, πιο αληθοφανή και «πραγματιστική» εξήγηση. Μια ερμηνεία, όμως, η οποία δεν αξίζει καθόλου περισσότερο από την προηγούμενη! Γράφει ο ιστορικός μας: «Είναι η εποχή που ο Στάλιν κάνει στροφή στην πολιτική του στη Μέση Ανατολή, εναντίον τώρα του Ισραήλ»! Εννοεί, δηλαδή, ο Λιναρδάτος ότι, αφού η σοβιετική κυβέρνηση το 1953 στρέφεται εναντίον της πολιτικής του κράτους του Ισραήλ -διαπιστώνοντας ότι το νεοϊδρυθέν αυτό κράτος, το Ισραήλ (την ίδρυση του οποίου η ΕΣΣΔ είχε υποστηρίξει ανοιχτά μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, από σεβασμό στις επιθυμίες και στα όνειρα εκατομμυρίων Εβραίων που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από το φασισμό και την αντίδραση…) κυριαρχείται από τον πιο μαύρο, ρατσιστικό και απάνθρωπο σιωνισμό, δηλαδή τον …εβραϊκό ναζισμό κι ότι μεταβάλλεται σε κράτος-τρομοκράτη και σε ένοπλο βραχίονα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού εναντίον των αραβικών λαών- ως …έμπρακτο σημάδι αυτής της μεταστροφής της στρέφεται εναντίον των …Εβραίων της Ρωσίας!!! Αν αυτός ο απίθανος …αχταρμάς ανόμοιων προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων, αν αυτή η επιχειρούμενη σκόπιμη σύγχυση ανάμεσα στον ισραηλινό σιωνισμό αφενός και αφετέρου στους Εβραίους γενικά και αόριστα ως λαό, ή και πιο συγκεκριμένα στους Εβραίους της ΕΣΣΔ, απ’ αφορμή μια συγκεκριμένη σκοτεινή υπόθεση στην οποία φέρονταν να εμπλέκονται συγκεκριμένοι Ρωσο-εβραίοι γιατροί του Λένινγκραντ, δεν είναι ο ορισμός της πιο μαύρης αντισοβιετικήςαντικομμουνιστικής προπαγάνδας και των μεθόδων που αυτή μεταχειρίζεται, τότε ειλικρινά δεν ξέρουμε τι άλλο θα μπορούσε να αποδώσει τον όρο «αντικομμουνιστική προπαγάνδα»! Τα πάντα για τη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων!! Τα πάντα για να δημιουργηθεί στους αδαείς η εικόνα του Στάλιν-σκιάχτρου, του Στάλιν-τέρατος, το οποίο και στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ λειτουργεί αυθαίρετα, σύμφωνα με τις …προσωπικές του διαθέσεις της στιγμής, αφού το… «αυταρχικό» κι «απολυταρχικό» κομμουνιστικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας τού επέτρεπε να κάνει ό,τι γουστάρει!!! Αυτό θα πει αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Αυτή την προπαγάνδα αναπαράγει ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα»… Εμείς εδώ δεν θα κάνουμε «δίκη» εναντίον κανενός. Ούτε θα ψάξουμε αν αληθεύουν οι κατηγορίες (ή μέρος των κατηγοριών) εναντίον των «γιατρών του Λένινγκραντ». Η γνώμη μας είναι ότι η ιστορική επιστήμη με πολλή σοβαρότητα και μεθοδικότητα πρέπει να ερευνήσει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, όλα τα διαθέσιμα ντοκουμέντα και μετά να αποφανθεί για πρόσωπα ή πράγματα. Επισημαίνουμε απλώς ότι ο αντισταλινισμός-αντικομμουνισμός που επικράτησε και ο παλινορθωμένος καπιταλισμός που τον ακολούθησε, όχι μόνο δεν θέλησε ποτέ να μιλήσει με εντιμότητα για τη διαλεύκανση τέτοιων υποθέσεων, αλλά μόνο σωρούς αναπόδειχτης λάσπης ήξερε να ανακατεύει και να ανακυκλώνει γύρω από τα ζητήματα αυτά. Το σκότος και το ημίφως, η άγνοια και η ημιμάθεια, όσο και ο «ψυχολογικός πόλεμος» εναντίον των κομμουνιστών είναι ο προνομιακός χώρος δράσης όλων των αντιδραστικών. Ίσως γιατί θέλουν να κρύψουν πολλά, σχετικά με τη δική τους 119


πραγματική αντεπαναστατική δράση κι ευθύνη. Οι πραγματικοί κομμουνιστές ούτε έχουν να φοβηθούν τίποτα, ούτε και θα αποκρύψουν το παραμικρό, όταν τους δοθεί η ευκαιρία να διαλευκάνουν κάθε σκοτεινό σημείο της Ιστορίας. Για την ώρα θα επισημάνουμε απλώς μια διαπίστωση που αναγκάζεται να διατυπώσει ένας «τυπικά αντισταλινικός» ιστορικός ερευνητής των ημερών μας, ο Φοίβος Οικονομίδης. Σε πολύ πρόσφατο άρθρο του, με αφορμή την επέτειο των 60 χρόνων από το θάνατο του Στάλιν (1953-2013), ο Οικονομίδης ομολογεί κάτι το οποίο τα χαλκεία της κυρίαρχης ιμπεριαλιστικής παραπληροφόρησης το έχουν κυριολεκτικά θάψει, για να μην ακούγεται ούτε ως είδηση. Παραδέχεται τις ενδείξεις και τα πειστήρια που υπάρχουν ότι (όχι μόνον ο Ζντάνοφ) αλλά και ο ίδιος ο Στάλιν δολοφονήθηκε, είτε λόγω σκόπιμης ιατρικής «αμέλειας», είτε μέσω της ιατρικήςφαρμακευτικής αγωγής που του χορηγήθηκε… Ο Οικονομίδης γράφει: «Υπάρχουν γι’ αυτό σήμερα προφανείς ενδείξεις, πέραν από τον ισχυρισμό Ρώσων και Αμερικανών ιστορικών, που το 2003 θεώρησαν ότι ο Στάλιν είχε δηλητηριαστεί με ποντικοφάρμακο που του προκάλεσε εγκεφαλική αιμορραγία. Μόνο λίγο καιρό μετά το θάνατό του, οι Ρωσο-εβραίοι γιατροί, που κατηγορούνταν για ‘συνωμοσία κατά κομμουνιστών ηγετών’ αφέθηκαν ελεύθεροι» (βλ. το σχετικό κείμενο του Φοίβου Οικονομίδη στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», στις 3 του Μάρτη 2013). Στο ίδιο αυτό άρθρο ο Οικονομίδης αναφέρει ότι ο Χρουστσιόφ εξουδετέρωσε τον Μπέρια με τη συνεργασία του θρυλικού στρατάρχη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, Γκεόργκι Ζούκοφ. (Τον οποίο, Ζούκοφ, ως γνωστόν, λίγα χρόνια αργότερα τον παραμέρισε από κάθε αξίωμα...). Τα περαιτέρω σχόλια εκ μέρους μας περιττεύουν… Γ). Στο ίδιο αυτό 1ο κεφάλαιο, στη σελ. 53 του Β΄ τόμου, ο Σπύρος Λιναρδάτος, ο οποίος, όπως είδαμε ήδη, αποδίδει επανειλημμένα μεγάλους επαίνους «στον μεγαλύτερο κομμουνιστή των Βαλκανίων, Τίτο», αυτοδιαψεύδεται …πανηγυρικά, αφού αναγκάζεται να αποκαλύψει το συνωμοτικό σχέδιο το οποίο εξύφαιναν ενάντια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας οι κυβερνήσεις της μοναρχοφασιστικήςαμερικανοκρατούμενης Ελλάδας και της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας, εκείνο το τόσο κρίσιμο χρονικό διάστημα των αρχών του 1953. Ο Λιναρδάτος παραθέτει εδώ ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα για τη συνομιλία που είχαν στο Παρίσι, στις 28-41953, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Παπάγου, με τον -γνωστό μας πια- αμερικανό «δημοσιογράφο» Σάιρους Σουλτσμπέργκερ. Το παράθεμα αυτό του Λιναρδάτου επιβεβαιώνει πλήρως, αυτό που επανειλημμένα κατήγγειλε ο …«επάρατος σταλινικός» ηγέτης της Λαϊκής Αλβανίας, ο Ενβέρ Χότζα, ότι δηλαδή στα 1953 οι Έλληνες μοναρχοφασίστες και Γιουγκοσλάβοι τιτοϊκοί ηγέτες είχαν στα σκαριά ολόκληρο σχέδιο πραξικοπήματος εναντίον της αλβανικής κυβέρνησης, μέσω πρακτόρων τους, το οποίο θα έδινε την αφορμή στους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές να εισβάλουν στην Αλβανία. Αν αποτράπηκε τότε η άθλια αυτή εγκληματική σκευωρία, οφείλεται στην επαγρύπνηση της αλβανικής λαϊκής εξουσίας και των φίλων της στο σοσιαλιστικό 120


στρατόπεδο, που εντόπισαν έγκαιρα και εξουδετέρωσαν τα σχέδια των πραξικοπηματιών-πρακτόρων του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Για το παράθεμα αυτό οφείλουμε ειλικρινά να ευχαριστήσουμε τον Σπύρο Λιναρδάτο. Με την επισήμανση, βεβαίως, ότι τόσο ο ίδιος, όσο και οι ομοϊδεάτες του, όλες αυτές οι τόσο «ευαίσθητες» και «καθαρές δημοκρατικές» ψυχές, έσκιζαν τα ρούχα τους από «αγανάκτηση», όταν η αλβανική κυβέρνηση ξεσκέπαζε και τιμωρούσε παραδειγματικά τους –αποδεδειγμένα- επίδοξους πραξικοπηματίες, πράκτορες του Τίτο και του ΝΑΤΟ… Έτσι ξεσκεπάζονται για άλλη μια φορά τα σκόπιμα μυθεύματα για διαρκείς …. «κομμουνιστικές-σταλινικές» σκευωρίες και «αντιδημοκρατικούς διωγμούς». Η αλήθεια αργεί, αλλά είναι αμείλικτη! Δ). Στο 2ο κεφάλαιο του εξεταζόμενου δεύτερου τόμου, στις σελ. 81-83, ο Σπύρος Λιναρδάτος αναφέρεται και στο ίδιο το γεγονός του θανάτου του Στάλιν, φυσικά με σκοπό να επιτεθεί στον ηγέτη της ΕΣΣΔ, ακόμη μια φορά… Η αντισταλινική του μανία είναι τόσο μεγάλη ώστε φτάνει μέχρι του σημείου, στη σελ. 81, να … διαστρεβλώνει μέχρι και την …ανακοίνωση της ηγεσίας του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ για το θάνατο του Στάλιν, ισχυριζόμενος ότι η ανακοίνωση αυτή ανακήρυσσε τον Στάλιν σε εμπνευστή και ηγέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Προφανώς, με τον τρόπο αυτό, ο Λιναρδάτος θέλει να πει ότι δήθεν το ΚΚΣΕ, το υπουργικό συμβούλιο και το Ανώτατο Σοβιέτ …υποβάθμιζαν ή …παρέβλεπαν το ρόλο του Λένιν! Οι ρεβιζιονιστές, στην πρώτη φάση της δράσης τους, παρουσιάζονταν σαν …ακραιφνείς «λενινιστές» και αυτό απόμεινε, όπως φαίνεται, θυμητάρι του παρελθόντος στα γραπτά του Λιναρδάτου, κατάλοιπο από εκείνη τη φάση της ρεβιζιονιστικής πολιτικής του πορείας, κατά την οποία δεν είχε ακόμα προσχωρήσει πλήρως στην αστική ιδεολογία. Παραθέτουμε, λοιπόν, αυτούσιο το απόσπασμα της ανακοίνωσης αυτής σχετικά με το επίμαχο θέμα: «…Τ' όνομα του Στάλιν είναι απεριόριστα ακριβό για το κόμμα μας, για το σοβιετικό λαό, για τους εργαζόμενους όλου του κόσμου. Μαζί με τον Λένιν, ο σύντροφος Στάλιν ίδρυσε το ισχυρό κόμμα των κομμουνιστών, το διαπαιδαγώγησε και το ατσάλωσε, μαζί με τον Λένιν, ο σύντροφος Στάλιν ήταν ο εμπνευστής και αρχηγός της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, ο θεμελιωτής του πρώτου Σοσιαλιστικού Κράτους στον κόσμο.» (Απόσπασμα από την ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, του Υπουργικού Συμβούλιο της ΕΣΣΔ και του Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, για το θάνατο του Ι.Β. Στάλιν). Για όποιον ξέρει να διαβάζει ελληνικά, το νόημα είναι ξεκάθαρο: Η σοβιετική ηγεσία, τιμώντας τη μνήμη του Στάλιν, τονίζει τον πασίγνωστο ιστορικό του ρόλο στην οικοδόμηση του Μπολσεβίκικου κόμματος, στην πραγματοποίηση της Οκτωβριανής Επανάστασης και στην ίδρυση του σοβιετικού κράτους στο πλευρό του Βλαδίμηρου Λένιν. 121


Ο Λιναρδάτος και ο κάθε Λιναρδάτος θα είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει –αν έτσι το πιστεύει, έστω και κόντρα στα ίδια τα ιστορικά γεγονότα- την οποιαδήποτε ιστορική εκτίμηση για μια προσωπικότητα και να προσπαθήσει να αποδείξει το αντίθετο. Δεν έχει όμως το δικαίωμα να παραποιεί διαστρεβλωτικά και συκοφαντικά ένα κείμενο! Αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή στο αντισταλινικό υστερικό ξέσπασμα του Λιναρδάτου. Γιατί αμέσως παρακάτω ειρωνεύεται τον αποθανόντα ηγέτη του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ, γράφοντας για τον «ηγέτη με τις υπεράνθρωπες δυνατότητες που του έχει αποδώσει η προπαγάνδα δεκαετιών.». Το θέμα, όμως, είναι ότι πέρα από τις οποιεσδήποτε φραστικές υπερβολές, ή πέρα από κάθε εκδήλωση υπερβολικής αφοσίωσης και ανάδειξης της προσωπικότητας του ηγέτη, πέρα από κάθε κρούσμα …απλοϊκής «προσωπολατρίας» των λαϊκών μαζών απέναντι σ’ έναν ηγέτη απ’ αυτούς που σημάδεψαν την ιστορική πορεία της χώρας τους και του κόσμου ολόκληρου, πέρα ακόμα κι από τη σκόπιμη και ύπουλη κολακεία προς το πρόσωπο του Στάλιν των δόλιων οπορτουνιστών-ρεβιζιονιστών, τύπου Χρουστσιόφ και σία, όσων μετά από λίγο ξέρασαν τη χολή και το μίσος τους για τις ιδέες που υπεράσπιζε ο Στάλιν (μια προσωπολατρία και κολακεία, η οποία είναι τρισχειρότερη από εκείνη των απλών ανθρώπων, και που πρέπει αυτή πρώτη να καυτηριαστεί, γιατί ήταν το καμουφλάζ πίσω από το οποίο δρούσε επί πολλά χρόνια η γραφειοκρατία κι ο αναθεωρητισμόςκαιροσκοπισμός μέσα στο ΚΚΣΕ…), οι Λαοί της ΕΣΣΔ γνώριζαν πάρα πολύ καλά την τεράστια συμβολή του Στάλιν στην οικοδόμηση του Σοσιαλισμού και στην υπεράσπιση και εδραίωση της ΕΣΣΔ και εκτιμούσαν βαθύτατα το κοινωνικό και πολιτικό έργο που εκείνος πραγματικά άφησε πίσω του. Δεν είχαν ανάγκη από καμιά προπαγάνδα και από καμιά κολακεία των δόλιων γραφειοκρατών, για να αποδώσουν την πρέπουσα τιμή στον συνεχιστή του έργου του Λένιν, στον άνθρωπο που ηγήθηκε κι έφερε σε πέρας έναν τιτάνιο αγώνα, ο οποίος έμοιαζε ακατόρθωτη υπόθεση φαντασίας στα 1924, όταν το Μπολσεβίκικο κόμμα τοποθέτησε στο τιμόνι του τον Στάλιν. Αλλά, βεβαίως, οι εχθροί της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θέλουν σκόπιμα να λησμονούν το πραγματικό έργο του Στάλιν, για να βάζουν στη θέση του το …σκιάχτρο που αυτοί έντεχνα χάλκευσαν. Έτσι κι ο Λιναρδάτος «ξεσπαθώνει»! Κάτω από τον υπότιτλο «Λίγο φως» ο πρώην «κομμουνιστής» δημοσιογράφος και ιστορικός του «Συγκροτήματος» αρχίζει την επιχείρηση της πιο μαύρης συσκότισης! Γράφει, λοιπόν: « Σε μερικούς μήνες (εννοεί: μετά το θάνατο του Στάλιν) θ’ αρχίσει να πέφτει λίγο φως και στις σκοτεινές πλευρές της δράσης του: στα εγκλήματα, στις παρωδίες δικών, στην εξόντωση όλων σχεδόν των πρωταγωνιστών της Οκτωβριανής Επανάστασης (…) στη βίαιη ‘κολεκτιβοποίηση’ της αγροτικής οικονομίας, στα στρατιωτικά λάθη του ‘μεγαλοφυούς στρατάρχη’. Η απομυθοποίηση του ‘τιμονιέρη των λαών’ θα αρχίσει πολύ γρήγορα.». Όπως διαπιστώνουμε, ο Λιναρδάτος, μέσα σε λίγες αράδες αναμασά περιληπτικά το σύνολο της μυθολογίας-τερατολογίας που χαλκεύτηκε από τους χρουστσιοφικούς και, κυρίως, από τη δυτική, ιμπεριαλιστική-αστική προπαγάνδα. Μηρυκάζει την 122


τερατολογία, η οποία συκοφαντεί ασύστολα αυτό ακριβώς που σαν την πέτρα «κάθισε στο στομάχι» των καπιταλιστών-εκμεταλλευτών όλης της Γης. Συκοφαντεί και διαστρεβλώνει το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση, η φτωχή, καθυστερημένη και καθημαγμένη από τον εμφύλιο πόλεμο, ακολουθώντας τη μπολσεβίκικη γραμμή πλεύσης που εισηγήθηκε ο Στάλιν, κατάφερε όχι μόνο να σταθεί στα πόδια της και να συντρίψει όλα τα σχέδια των εχθρών της, αλλά κατόρθωσε σε πολύ σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα να πετύχει τεράστια οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη, μέσα από μια κοινωνικοποιημένη και σχεδιασμένη σοσιαλιστική οικονομία, εξαλείφοντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και θέτοντας όλους τους πόρους της κοινωνίας στην υπηρεσία αποκλειστικά του Εργαζόμενου Ανθρώπου. Έπος μοναδικό στην Ιστορία της Ανθρωπότητας, που δεν μπορούν επ’ ουδενί να το σκιάσουν τα λάθη, οι αστοχίες και οι παραλείψεις, οι ανεπάρκειες ή οι λαθεμένες επιμέρους επιλογές. Ο Λιναρδάτος και οι όμοιοί του θέλουν να σβήσει και να ξεχαστεί το πραγματικό έργο του Στάλιν. Συκοφαντούν την πολιτική εκείνη γραμμή, η οποία έφερε τα αγαθά του Πολιτισμού, της Δημόσιας-δωρεάν Παιδείας, της Δημόσιας-δωρεάν Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας μέχρι και την πιο απόμακρη γωνιά της ΕΣΣΔ, την πολιτική εκείνη η οποία έκανε το Σοβιετικό λαό αληθινό δημιουργό και πρωταγωνιστή της Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης, συνειδητό μαχητή για την ανόρθωση, την πρόοδο και την υπεράσπιση της χώρας του, για την επίτευξη του Κομμουνισμού. Διαστρεβλώνουν εμετικά την πολιτική εκείνη γραμμή που, μέσα σε μύριες όσες αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής, έκανε την ΕΣΣΔ άτρωτο κάστρο του διεθνούς Αντιφασιστικού Αγώνα και πρωταγωνίστρια δύναμη της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης των Λαών, το 1945, και της δημιουργίας μεταπολεμικά ολόκληρου σοσιαλιστικού στρατοπέδου σε Ευρώπη και Ασία… «Ξεχνούν» οι εν λόγω συκοφάντες ότι ακριβώς η προώθηση της πολιτικής του Μπολσεβίκικου Κόμματος για την κοινωνικοποίηση της οικονομίας, η πολιτική δηλαδή που υπεράσπισε και εφάρμοσε ο Στάλιν, ήταν η αιτία που επέτρεψε να λειτουργήσουν στην ΕΣΣΔ, με τα πλέον ευεργετικά για τους εργαζόμενους αποτελέσματα, οι νομοτέλειες του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής και διανομής. Ήταν η πολιτική που επέτρεψε όχι μόνο να εξαλειφθεί η μιζέρια, η υπανάπτυξη και η ανεργία, αλλά να γεννηθούν και να αναπτυχθούν από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής αγροτιάς τα πιο πρωτοπόρα μέχρι τότε κινήματα των πιο καινοτόμων οικοδόμων του κομμουνισμού: το κίνημα των Σταχανοβικών στη βιομηχανία και το κίνημα των Ουντάρνικων στην αγροτική παραγωγή. Ήταν τα κινήματα των πιο ρηξικέλευθων πρωτοπόρων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που έδωσαν σε όλο τον κόσμο να καταλάβει τι «θαύματα» μπορούν να πετύχουν οι συνειδητοί παραγωγοί μιας πραγματικά λεύτερης κι απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση κοινωνίας, που ο Λαός της είναι ο μόνος ιδιοκτήτης της χώρας και του πλούτου της, ο αληθινός δημιουργός του μέλλοντός του, με τα χέρια και το νου του. 123


«Ξεχνούν», ακόμα οι διαστρεβλωτές ότι αυτή ακριβώς η πολιτική γραμμή του Μπολσεβίκικου κόμματος με επικεφαλής τον Στάλιν ήταν η αιτία που επέτρεψε στο Σοβιετικό λαό να αποκρούσει τη μεγαλύτερη επιδρομή που έγινε ποτέ εις βάρος της χώρας του, την εισβολή των σιδερόφραχτων ορδών του φασισμού… Όταν η ιστορική συγκυρία έφερε στην ΕΣΣΔ τη λαίλαπα της κεραυνοβόλου επίθεσης του χιτλεροφασισμού, οι Σοβιετικοί κατόρθωσαν να μεταφέρουν συγκροτημένα το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας τους στην ανατολή, πέρα από τα Ουράλια, για να μην πέσει στα χέρια των ναζιστών εισβολέων και με την παλλαϊκή εξόρμηση, την αυτοθυσία και τη γεμάτη αυταπάρνηση συνειδητή τους εργασία πέτυχαν να τη θέσουν εξολοκλήρου στην υπηρεσία της άμυνας της χώρας και να την κάνουν πολύ πιο ισχυρή κι αναπτυγμένη σε σύγκριση με τα προπολεμικά χρόνια. Ταυτόχρονα, ο Σοβιετικός λαός με τον παλλαϊκό του αγώνα στα πολεμικά μέτωπα του μεγάλου Πατριωτικού αντιφασιστικού Πολέμου έγραψε με το αίμα 20 εκατομμυρίων παιδιών του το ανεξάλειπτο έπος της άμυνας της Μόσχας και του Λένινγκραντ, της κοσμοϊστορικής νίκης στο Στάλινγκραντ, της γιγαντομαχίας του Κουρσκ, του Ορέλ και του Κιέβου, της απελευθέρωσης όχι μόνο ολόκληρης της χώρας του, αλλά και ολόκληρης της Ανατολικής Ευρώπης από τους Γερμανούς ναζιστές εισβολείς και, τελικά, της πλήρους συντριβής του ναζιστικού τέρατος μέσα στην ίδια του τη φωλιά, μέσα στο ίδιο το Βερολίνο την 9η του Μάη 1945. Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας το 1930 είναι αλήθεια ότι πονάει αφάνταστα τους αφέντες που διάλεξε να υπηρετήσει ο Σπύρος Λιναρδάτος. Τους πόνεσε πολύ από τη στιγμή που ξεκίνησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και γι’ αυτό έκαναν το παν για να τη ματαιώσουν. Η διεθνής αστική τάξη ποντάρισε τότε στους οικονομικούς εκβιασμούς, στα ατελείωτα και πολύμορφα σαμποτάζ και στην ένοπλη αντεπαναστατική δράση των κουλάκων καπιταλιστών του ρωσικού χωριού, που επεδίωκαν να υπονομεύσουν την αγροτική παραγωγή και, ρίχνοντας στην πείνα το λαό, να καθυποτάξουν τη Σοβιετική Ένωση, να σταματήσουν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και να παλινορθώσουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αλλά αυτή τους η προσπάθεια δεν πέρασε. Ο Στάλιν, οι μπολσεβίκοι, ο εργαζόμενος Σοβιετικός Λαός δεν τους έκαναν το χατίρι! Όταν, λοιπόν, ο Λιναρδάτος αναμασά την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα για «εγκλήματα», «δίκες- παρωδίες» και «εξόντωση των πρωταγωνιστών της Οκτωβριανής επανάστασης», δεν εννοεί τίποτε άλλο από το γεγονός ότι η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, η κοινωνικοποίηση της οικονομίας, η σχεδιομετρική ανάπτυξη της χώρας των Σοβιέτ στη βάση των πεντάχρονων σχεδίων ξεσκέπασε το αληθινό πρόσωπο όλων των εχθρών του σοσιαλισμού, μέσα στα ίδια τα σπλάχνα του κομμουνιστικού κόμματος… Γιατί τότε αποκαλύφθηκε ο πραγματικός ρόλος όλων εκείνων που τυλιγμένοι με την αχλύ του επαναστατικού τους παρελθόντος έκρυβαν τις πραγματικές τους προθέσεις ενάντια στην περαιτέρω ανάπτυξη του Σοσιαλισμού. Γιατί οι διάφοροι Zηνόβιεφ, Κάμενεφ, Τόμσκι, Ρύκοφ, οι οποίοι από κοινού με τα απομεινάρια των οπαδών του Τρότσκι (του άσπονδου «φίλου» τους!) έγιναν οι ουσιαστικοί πολιτικοί ηγέτες των κουλάκων 124


και των «νέπμαν», για να μην προχωρήσει η κοινωνικοποίηση και ο σοσιαλισμός, παραπέμφθηκαν σε δικαστήρια και τιμωρήθηκαν όχι βέβαια για τις πολιτικές τους απόψεις, αλλά για συγκεκριμένη συνωμοτική αντεπαναστατική δράση, που απέβλεπε στην εξόντωση της σοβιετικής ηγεσίας… Οι απόψεις όλων των παραπάνω πρώην στελεχών, όχι μόνο δεν αποσιωπήθηκαν, αλλά αντιθέτως έγιναν αντικείμενο της πιο πλατιάς και ανοιχτής πολιτικής και απόλυτα ελεύθερης συζήτησης στο κομμουνιστικό κόμμα και στη σοβιετική κοινωνία. Όλος ο κόσμος, στην ΕΣΣΔ και στο εξωτερικό ήξερε πολύ καλά ποιες πολιτικές θέσεις υποστήριζαν όλοι αυτοί οι παράγοντες και ποιες ο Στάλιν. Όλα είχαν δημοσιευτεί! Το γεγονός, όμως, ότι το Πανενωσιακό ΚΚ των Μπολσεβίκων και τα Σοβιέτ απέρριψαν τις θέσεις αυτών των παραγόντων και ενέκριναν επανειλημμένα και με συντριπτική πλειοψηφία τη γραμμή του Στάλιν οδήγησε αυτά τα στελέχη στο δρόμο της ύπουλης αντεπαναστατικής συνωμοτικής δράσης. Ήρθαν σε επαφή με τα πιο σκοτεινά ιμπεριαλιστικά κέντρα, με τη χειρότερη σφηκοφωλιά της παγκόσμιας αντίδρασης, που αντιπροσώπευε την εποχή εκείνη (στα μέσα της δεκαετίας του 1930) η χιτλερική Γερμανία, με σκοπό να εξολοθρεύσουν την ηγεσία του ΚΚ και τον ίδιο τον Στάλιν. Όλα αυτά, όπως έχουμε γράψει και παραπάνω, τα έχουν ομολογήσει οι ίδιοι αυτοί κατηγορούμενοι σε δίκες απόλυτα σύννομες, ανοιχτές και δημόσιες, όπως παραδέχεται την ίδια εκείνη εποχή ακόμα και ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα… Γι’ αυτό και καταδικάστηκαν, κι όχι επειδή «είχαν άλλη άποψη», όπως προπαγανδίζει ο Λιναρδάτος και οι όμοιοί του. Η αντισταλινική προπαγάνδα του Σπύρου Λιναρδάτου, η αντικομμουνιστική αυτή μυθοπλασία έμοιαζε τον καιρό που γράφτηκε το βιβλίο «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» ως η …τελευταία λέξη της «ιστορικής έρευνας». Ήταν η …σημαία και το «διαβατήριο προς την πολιτική άνοδο» όλων των σοσιαλδημοκρατών και των ρεβιζιονιστών, κατεξοχήν δε των «ευρωκομμουνιστών» (διάβαζε μάλλον:… αντικομμουνιστών!). Σήμερα, η ειλικρινής επιστημονική-ιστορική έρευνα, αλλά και η ίδια η ιστορική εξέλιξη ξεσκεπάζουν καθημερινά, βήμα προς βήμα, όλο αυτό το σκηνικό της αντισταλινικής-αντικομμουνιστικής μυθολογίας, τερατολογίας και απάτης, που έγινε για τρεις δεκαετίες το …βαρύ πυροβολικό της αντεπανάστασης, της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και του σύγχρονου παγκόσμιου «κοινωνικού Μεσαίωνα», τον οποίο βιώνει τόσο δραματικά η εργαζόμενη Ανθρωπότητα στις αρχές του 21 ου αιώνα… Εμείς, χωρίς να παραιτούμαστε από την κριτική εξέταση των όποιων αρνητικών φαινομένων της σταλινικής εποχής και κυρίως από τον εντοπισμό των αιτιών που οδήγησαν στην ύπαρξη και στην επικράτησή τους, δεν μπορούμε εδώ παρά να θυμηθούμε την περίφημη εκείνη επιγραμματική κρίση του …Ουίνστον Τσώρτσιλ, του (άσπονδου αντικομμουνιστή!) ηγέτη του αγγλικού ιμπεριαλισμού, αλλά ειλικρινέστατου ως της την αποτίμηση του έργου του Στάλιν, του μεγάλου του αντιπάλου, αλλά και (προσωρινού) συμμάχου του στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο: Ο Στάλιν ήταν εκείνος ο μεγαλοφυής ηγέτης που τη φτωχή Ρωσία, τη Ρωσία με το ξύλινο 125


αλέτρι τη μετέτρεψε σε μια οικονομικά ανεπτυγμένη μεγάλη δύναμη, μια δύναμη που διέθετε τα πιο σύγχρονα για την εποχή της μέσα της τεχνολογίας και της επιστήμης… Μια δύναμη αληθινό μετερίζι της επανάστασης, μια χώρα που την έβλεπαν με περηφάνια και θαυμασμό οι Λαοί όλου του κόσμου θεωρώντας την υπόδειγμα, πρόπλασμα και πρότυπο του μέλλοντος. Ακριβώς επειδή η πολιτική γραμμή που ακολούθησε για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού αποδείχτηκε σωστή και τελεσφόρα. Κι αυτό ποτέ δεν πρόκειται να το ξεχάσουν οι Λαοί. Ε). Στο 2ο κεφάλαιο, στη σελίδα 83, ο Σπύρος Λιναρδάτος εκτιμά ως εξής τις νέες πολιτικές εξελίξεις στην ΕΣΣΔ του 1953-1954: «Πάντως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το σοβιετικό καθεστώς χαμογελά, όχι μόνο προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα. Τις διαβεβαιώσεις του ότι υπάρχουν δυνατότητες για ειρηνική συμβίωση με τον καπιταλισμό (τις είχε διατυπώσει κι ο Στάλιν στο 19ο συνέδριο του 1952) τις συνοδεύει τώρα μια πρώτη αμνηστία στα θύματα των διωγμών του σταλινισμού.». Όσο κι αν όλα αυτά, τα τόσο μονότονα επαναλαμβανόμενα για τα «θύματα των διωγμών», που διαπερνούν σαν την κόκκινη κλωστή το έργο του Λιναρδάτου που μελετούμε, είναι σε θέση να δημιουργήσουν εντυπώσεις στους αδαείς, ωστόσο δεν μας φανερώνουν τίποτε άλλο παρά τη σκληρή αλήθεια, ότι η γραφειοκρατικήρεβιζιονιστική αντεπανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει στην ΕΣΣΔ. Η χρουστσιοφική κλίκα, που ηγεμονεύει μετά το 1953-1954, μεθοδεύει σταδιακά το ξήλωμα της πολιτικής γραμμής του ΚΚΣΕ και τη δημιουργία «στρατού» βασιβουζούκων-οπαδών της δικής της γραμμής. Η γραμμή που ακολουθεί στην εξωτερική πολιτική είναι η διαστρέβλωση της έννοιας της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον καπιταλισμό, στην κατεύθυνση της αποδυνάμωσης του επαναστατικού κινήματος των Λαών και της μετατροπής της ΕΣΣΔ σε συνεταίρο και ταυτόχρονα ανταγωνιστή των δυτικών ιμπεριαλιστών. Η διαστρεβλωμένη γραμμή πάνω στο θέμα της «ειρηνικής συνύπαρξης», σε συνδυασμό με τον αντισταλινισμό, θα γίνουν η σημαία μιας βαθύτατα αντεπαναστατικής πολιτικής που μετατρέπει σταδιακά την ΕΣΣΔ από προμαχώνα της επανάστασης σε «σοσιαλιμπεριαλιστική» υπερδύναμη στην υπηρεσία των συμφερόντων της γραφειοκρατίας, η οποία εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο σε νέα αστική τάξη. Και τελικά, στα 1985-1991, μετατρέπει τη χώρα των Σοβιέτ σε… σκορποχώρι, όπου τα αδίστακτα καπιταλιστικά κοράκια, τα οποία εξέθρεψε ο ρεβιζιονισμός και η γραφειοκρατία στο «θερμοκήπιο» του χρουστσιοφικού-μπρεζνιεφικού και γκορμπατσοφικού ΚΚΣΕ, εξορμούν για να κατασπαράξουν την εργατική τάξη και το λαό, πίνοντας αδίστακτα το αίμα των εργαζομένων μαζών και καταληστεύοντας τον πλούτο που ο λαός δημιούργησε με την εργασία του. Εκεί οδήγησε το … «χαμόγελο» του χρουστσιοφισμού, το οποίο τόσο θαύμαζε κάποτε ο Λιναρδάτος και οι όμοιοί του…

126


ΣΤ). Στις σελ. 100-102 του 2ου αυτού κεφαλαίου, ο Σπύρος Λιναρδάτος δίνει ένα ακόμα αντισταλινικό-αντικομμουνιστικό ρεσιτάλ με αφορμή τα πολύ σοβαρά γεγονότα, που πήραν τη μορφή αντεπαναστατικού κινήματος στο Ανατολικό Βερολίνο, τον Ιούνιο του 1953. Τα γεγονότα στην πρωτεύουσα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας ο Λιναρδάτος πολύ σωστά πράττει όταν τα συνδέει με αυτό που εμείς μπορούμε να ονομάσουμε πρώτη επίθεση της ομάδας του Χρουστσιόφ και των οπαδών της στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι π.χ. πολύ χαρακτηριστική η αναφορά του Λιναρδάτου στην περίπτωση της ανάδειξης του ρεβιζιονιστή και κατόπιν ανοιχτού αντεπαναστάτη Ίμρε Νάγκυ στην εξουσία της Λ.Δ Ουγγαρίας, μετά την άνοδο του Χρουστσιόφ. Αυτή τη σύνδεση, όμως, ο Λιναρδάτος την κάνει από καθαρά αντισταλινική αστική σκοπιά. Ως προμετωπίδα της αστικής-αντικομμουνιστικής του προσέγγισης ο Λιναρδάτος χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα του εξίσου αντισταλινικού-αντισοβιετικού συγγραφέα Χόροβιτς, για να διατυπώσει τον ισχυρισμό ότι για τα γεγονότα του Ανατολικού Βερολίνου ευθύνεται η πολιτική του … «σταλινισμού». Ο μέντορας του Λιναρδάτου, ο προαναφερόμενος Χόροβιτς, είναι ένας από εκείνους τους προπαγανδιστές που διέδωσαν διεθνώς την απάτη πως οι σταλινικοί κατέστρεψαν την οικονομία των λαϊκών δημοκρατιών, κατέπνιξαν τη δημοκρατία και επέβαλαν … «αποικιακό καθεστώς» για λογαριασμό των συμφερόντων της ΕΣΣΔ. Φυσικά, ο απολογητής αυτός του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης τα γράφει όλα αυτά με σκοπό να «δικαιώσει» την αντεπανάσταση που υποκινήθηκε και οργανώθηκε στο Βερολίνο το 1953 και στη Βουδαπέστη το 1956. Ο Λιναρδάτος απλώς ασπάζεται και αντιγράφει τις δοξασίες του Χόροβιτς και προσπαθεί να τις διαδώσει στο ελληνικό αριστερό αναγνωστικό κοινό, προφανώς με το … «κύρος» του πρώην στελέχους του ΚΚΕ. Φυσικά, η ιστορική αλήθεια είναι τελείως διαφορετική τόσο για τη Λαοκρατική Γερμανία, όσο και για την Ουγγαρία της δεκαετίας του 1950. Η προσπάθεια για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ξεκίνησε στα 1949-1953 με πρωτοφανή ενθουσιασμό και πίστη των λαϊκών μαζών, συσπειρωμένων γύρω από την κομμουνιστική πρωτοπορία. Προχωρούσε η προσπάθεια αυτή όσο πιο γοργά μπορούσε, αντιπαλεύοντας χίλια μύρια εμπόδια σε κάθε της βήμα. Οι λαοί των σοσιαλιστικών χωρών για πρώτη φορά ένιωθαν πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι και νοικοκυραίοι του τόπου και του μόχθου τους. Υπήρχε επαναστατική στοχοπροσήλωση και ενθουσιασμός στη δουλειά και στην κοινωνία κι αυτό άρχισε να δίνει τα πρώτα θετικά αποτελέσματα. Ο αγώνας, όμως, ήταν εξαιρετικά σκληρός και δύσκολος. Ήταν ανοιχτή ταξική πάλη της εργατικής τάξης και του λαού ενάντια στις εναπομείνασες δομές και δυνάμεις του καπιταλισμού, οι οποίες πολλαπλασίαζαν την πεισματώδη άρνηση και την αντίστασή τους σε κάθε βήμα κοινωνικοποίησης της παραγωγής και εγκαθίδρυσης των δομών του σοσιαλισμού στην πόλη και στη ύπαιθρο. Κάθε νίκη των λαών των λαϊκοδημοκρατικών χωρών στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ενάντια στην αντεπανάσταση, βαφτίζεται από τον κάθε Χόροβιτς, Λιναρδάτο και σία ως «τυραννία», «σταλινική καταπίεση», «εκκαθαρίσεις και διωγμοί 127


αντιφρονούντων» κ.τ.ο. Και κάθε πραγματική, αντικειμενική δυσκολία και αποτυχία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε συνδυασμό με τα υποκειμενικά λάθη της λαϊκής εξουσίας, βαφτίζεται και πάλι από τους προπαγανδιστές του αστισμού ως «απόδειξη για την αποτυχία του σταλινικού μοντέλου» (και μετά το 1989-1991 ως «απόδειξη για την εγγενή αδυναμία του κομμουνισμού να οδηγήσει στην ευημερία»!). Για το ξέσπασμα των αντεπαναστατικών γεγονότων στο Βερολίνο το καλοκαίρι του 1953, φυσικά και είχε προηγηθεί το αντικειμενικό γεγονός ότι σε μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης δημιουργήθηκε δυσαρέσκεια, επειδή, μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, τους ζητήθηκε από την κυβέρνηση της Λαοκρατικής Γερμανίας, να αυξήσουν κατακόρυφα την απόδοσή τους στην εργασία, χωρίς να ανταμείβονται γι’ αυτό και, κυρίως, χωρίς να έχουν πρώτα πεισθεί με υπομονή κι επιμονή, με βάση την ίδια τους την πείρα για το τελικό αποτέλεσμα της προσπάθειας που τους ζητούνταν. Η απόφαση της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης να ζητήσει επιτακτικά την αύξηση της νόρμας στην παραγωγή του κάθε εργάτη στα 1953, με όπλο την επαπειλούμενη μείωση των μισθών για κάθε καθυστέρηση, ήταν σίγουρα γραφειοκρατική και δεν λάμβανε καθόλου υπόψη της ούτε τα αντικειμενικά προβλήματα και τις δυσκολίες των μαζών, ούτε βέβαια το χαμηλό ακόμα επίπεδο κομμουνιστικής συνείδησης που αντικειμενικά επικρατούσε σε μεγάλο μέρος των Γερμανών εργαζομένων. Έτσι, φυσικό ήταν να ξεσπάσει απεργιακό κύμα και έντονες λαϊκές διαμαρτυρίες, που σαφώς και τα υποτίμησε η κυβέρνηση του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας (ΕΣΚΓ). Και πλήρωσε βαριά αυτή την υποτίμηση, δημιουργώντας δυσαρέσκεια σε μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης, αυξάνοντας τον κίνδυνο να επηρεαστούν οι δυσαρεστημένες λαϊκές μάζες από την πανταχού παρούσα αντεπανάσταση και την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα… Όμως, άλλο πράγμα η δίκαιη διαμαρτυρία των λαϊκών μαζών και εντελώς διαφορετικό πράγμα η κατεύθυνση στην οποία προσπάθησαν έντεχνα και μεθοδικά να την στρέψουν οι αστικές αντεπαναστατικές δυνάμεις της Ανατολικής Γερμανίας και ο δυτικός ιμπεριαλισμός. Στην κοινωνία της Λαοκρατικής Γερμανίας του 1953 ήταν ακόμη εκτεταμένη παρουσία της μεσοαστικής και της μικροαστικής τάξης και φυσικά η ύπαρξη και δράση δυνάμεων των πρώην μονοπωλιακών αστικών στρωμάτων και των πρώην τσιφλικάδων. Η δράση δυνάμεων που μόλις 8 χρόνια πριν υπηρετούσαν το ναζισμό, την πιο ακραία αντιδραστική πολιτική έκφραση του μονοπωλιακού καπιταλισμού… Οι δυνάμεις αυτές της αντεπανάστασης είδαν στη λαϊκή δυσαρέσκεια τη μεγάλη ευκαιρία που επιζητούσαν για να πισωγυρίσουν την Ανατολική Γερμανία στον καπιταλισμό. Με τη βοήθεια του δυτικού ιμπεριαλισμού, προσπάθησαν να μετατρέψουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε όχημα της αντεπανάστασης. Ο ίδιος ο Σπύρος Λιναρδάτος στα γραφόμενά του παραδέχεται : (1) Το ρόλο που έπαιζε η συστηματική προπαγάνδα των δυτικών αντικομμουνιστικών ραδιοσταθμών. Αληθινή «πλύση εγκεφάλου» επί 24 ώρες το 24ωρο! (2) Τη μαζική είσοδο αντικομμουνιστών-ναζιστών από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο, για να ηγηθούν μιας αντεπανάστασης, φυσικά με την άδεια και τις ευλογίες 128


των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών δυνάμεων που έλεγχαν το Δυτικό Βερολίνο από το 1945. (Τότε δεν είχε ακόμα χτιστεί το «τείχος», που τόσο μα τόσο πολύ έκανε να αγαναχτούν τις «ευαίσθητες δημοκρατικές ψυχές». Τα κρατικά σύνορα της Λαοκρατικής Γερμανίας ήταν ουσιαστικά απροστάτευτα και περνούσαν μέσα από την …ίδια την πρωτεύουσά της!). (3) Τις ανοιχτές ένοπλες επιθέσεις των οργανωμένων αντικομμουνιστώναντεπαναστατών ενάντια στα κυβερνητικά κτήρια και ενάντια στους κομμουνιστές και τους προοδευτικούς ανθρώπους της Λαοκρατικής Γερμανίας. Ο Λιναρδάτος, όμως, παρουσιάζει τη μετατροπή της αρχικής δίκαιης διαμαρτυρίας σε σκόπιμη αντεπανάσταση των αντιδραστικών, σαν να ήταν, τάχα, μια δίκαιη και προοδευτική υπόθεση, που απλώς …κινδύνευε να παρασυρθεί σε ακρότητες από αντιδραστικά στοιχεία! Προβάλλει ένα από τα συνθήματα των αντεπαναστατών, αυτό που απαιτούσε «βούτυρο κι ελευθερία!» (τι διαστρέβλωση, στ’ αλήθεια, του γνωστού διεθνούς επαναστατικού συνθήματος για «ψωμί κι ελευθερία!»…), θυμίζοντάς μας τα μετέπειτα φληναφήματα του Χρουστσιόφ και της κλίκας του, περί «του …κομμουνισμού του βουτύρου» (!!!), πίσω από το οποίο δικαιολογούσε την προώθηση των αγοραίων καπιταλιστικών νόμων στο σοσιαλισμό. «Ξεχνά», όμως, ο Σπύρος Λιναρδάτος ότι οι ηγέτες της γερμανικής αντεπανάστασης, όταν δημαγωγούσαν ενώπιον του λαού για «βούτυρο και ελευθερία», εννοούσαν: την επιστροφή των εργοστασίων και των τραπεζών στους καπιταλιστές, καθώς και την επιστροφή της γης στους γιούνκερ (τσιφλικάδες) και στην Εκκλησία. Μ’ ένα λόγο: την παράδοση της λαϊκής εξουσίας στους εκμεταλλευτές! Επομένως, ο Λιναρδάτος παραδέχεται μεν ότι υπήρξε υποκίνηση σε αντεπανάσταση, αλλά επιμένει να προβάλλει τα δικά του αντικομμουνιστικά στερεότυπα ως «αιτίες της αναταραχής». Πλήρης διαστρέβλωση των πραγματικών αιτιών αλλά και των στόχων της «εξέγερσης»… Σήμερα, μπορούμε πλέον να καταλάβουμε πλήρως τους μηχανισμούς που μεταχειρίστηκε η αντεπανάσταση, στο Ανατολικό Βερολίνο, εκμεταλλευόμενη όλα τα λάθη, τις ανεπάρκειες και τις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις στην πολιτική γραμμή των Ανατολικογερμανών κομμουνιστών. Κι αυτό, διότι η πικρή πείρα μάς έχει διδάξει ότι, σε αντίθεση με αυτά που πίστευαν τα ρεβιζιονιστικά στελέχη της δεκαετίας του 1950, τύπου Σπύρου Λιναρδάτου, η ταξική πάλη στις συνθήκες όπου μόλις ξεκινά η σοσιαλιστική οικοδόμηση όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί, αλλά εντείνεται αδιάκοπα! Και απαιτείται μεγάλη επιστημονική γνώση και μεγάλη πολιτική τέχνη για να διεξάγουν σωστά την πάλη αυτή στις νέες συνθήκες οι κομμουνιστές κι οι σύμμαχοί τους, μαζί με ολόκληρη την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο Λαό. Και παρακάτω, όμως, στις ίδιες αυτές σελίδες, ο Λιναρδάτος –αντιγράφοντας πάντα τους «σοβιετολόγους», τον Χόροβιτς, αλλά και τον –εξίσου αντισταλινικόΝτώυτσερ, προσπαθεί να ρίξει τις αιτίες της λαθεμένης πολιτικής της ηγεσίας του ΕΣΚΓ στη διαφαινόμενη αντίθεση της … «σταλινικής» ηγεσίας του προς τη νέα γραμμή της Μόσχας! Γράφει λοιπόν, ότι όλα οφείλονται στις … εντολές του Βάλτερ Ούλμπριχτ , του ηγέτη δηλ. της Λαοκρατικής Γερμανίας «για να σφίξουν τα λουριά 129


και να μην πάρουν αέρα οι αντίπαλοι του καθεστώτος, ενώ οι εντολές της Μόσχας ήταν να προχωρήσει η φιλελευθεροποίηση». Πίσω, όμως και από αυτή την καθαρά αστική περιγραφή και φρασεολογία του Λιναρδάτου, μπορούμε ξεκάθαρα να διακρίνουμε την εξελισσόμενη ήδη από τότε επίθεση της κλίκας του Χρουστσιόφ, για να ελέγξει τις ηγεσίες όλων των ΚΚ. Στην προσπάθειά της αυτή η χρουστσιοφική ομάδα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο κάθε μορφή πίεσης προς τις ηγεσίες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως και όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες και τα υποκειμενικά λάθη των ΚΚ. Έτσι έκανε και με την ηγεσία της Λαοκρατικής Γερμανίας. Και όπως έδειξε η εξέλιξη των γεγονότων, ο Χρουστσιόφ κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να ελέγξει και το ΕΣΚΓ και τον ίδιο τον Ούλμπριχτ. Ίσως, όμως, όχι τόσο απόλυτα, όσο τους Γκομούλκα, Κάνταρ, Ζίβκοφ και Γκεοργκίου-Ντεζ… Έτσι η τάση προς την καπιταλιστική παλινόρθωση δεν ανακόπηκε ούτε στην Ανατολική Γερμανία… Τα γεγονότα στο Βερολίνο του 1953 ήταν γενική πρόβα των ιμπεριαλιστών της Δύσης και των αντιδραστικών της Ανατολής για την πολύ ευρύτερης έκτασης αντεπαναστατική επιχείρηση στην Ουγγαρία το φθινόπωρο του 1956. Και εκεί η ανάμειξη της χρουστσιοφικής κλίκας στην ανάδειξη των ρεβιζιονιστών, σε συνδυασμό με τα λάθη του Ουγγρικού Εργατικού Κόμματος και η ταυτόχρονη ανοχή της σοβιετικής ηγεσίας στην προετοιμασία της επίθεσης των αντιδραστικών οδήγησε σε ένα μεγάλο και δραματικό λουτρό αίματος τόσο εις βάρος των Ούγγρων κομμουνιστών όσο και του ίδιου του ουγγρικού λαού. (Περισσότερες λεπτομέρειες θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο αυτής της μελέτης.) Ζ). Στο 2ο και πάλι κεφάλαιο, στη σελ. 111, με αφορμή την ανακοίνωση του Μαλένκοφ, για την απόκτηση από τη Σοβιετική Ένωση της υδρογονοβόμβας, ο Σπύρος Λιναρδάτος αναφέρεται στο λόγο του τότε σοβιετικού ηγέτη σχετικά την οργάνωση και προώθηση μιας «ραγδαίας ανόδου» της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών από τη σοβιετική οικονομία. Επισημαίνεται, μάλιστα, από τον ιστορικό η διαπίστωση της ίδιας της ηγεσίας της ΕΣΣΔ για την παρατηρούμενη υστέρηση των σοβιετικών καταναλωτικών προϊόντων ως προς την ποιότητα σε σύγκριση με αντίστοιχα των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Είναι αλήθεια ότι στην παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών υπήρχαν και προβλήματα και υστερήσεις στη σοβιετική οικονομία των αρχών της δεκαετίας του 1950. Καθημερινά επισημαινόταν η ανάγκη ανόδου της ποσότητας και της ποιότητας των σοβιετικών προϊόντων, χωρίς να εξαιρούνται τα καταναλωτικά είδη της γεωργίας και της βιομηχανίας, και κριτικάρονταν τόσο οι ελλείψεις, όσο και οι αστοχίες και τα σφάλματα στην κατασκευή ή στην ποιότητα της παραγωγής διαφόρων οικονομικών μονάδων και περιοχών. Όλα αυτά ήταν κοινός τόπος και καθημερινό αντικείμενο φροντίδας της σοβιετικής εξουσίας, και είχαν να κάνουν με την αντιμετώπιση πολλών αντικειμενικών και υποκειμενικών δυσκολιών στην αγροτική και στη βιομηχανική παραγωγή. 130


Όταν π.χ. ο Στάλιν ή το 19 ο συνέδριο του ΚΚΣΕ προσπαθούσαν να προσανατολίσουν τη σοβιετική οικονομία και κοινωνία στην αδήριτη ανάγκη για το πλάτεμα και το βάθεμα της κοινωνικοποίησης στην αγροτική οικονομία, για το βαθμιαίο πέρασμα από το συνεταιριστικό στο παλλαϊκό νοικοκυριό, το οποίο ελέγχεται καλύτερα από την κοινωνία, βάσει του κεντρικού σχεδίου, απαλλαγμένο από τα ιδιοτελή συμφέροντα επιμέρους οικονομικών ομάδων ή ατόμων, απαλλαγμένο από κάθε παρενέργεια των εμπορευματικών υπολειμμάτων, των κληρονομημένων από το αστικό παρελθόν, ο σκοπός τους ήταν ακριβώς αυτός: το ξεπέρασμα των ελλείψεων και των σφαλμάτων στον εφοδιασμό του λαού και στην ποιότητα των καταναλωτικών προϊόντων. Επίσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι πέρα από τις περιπτώσεις σκάρτων ή ελλειμματικών προϊόντων, συχνά το πρόβλημα των σοβιετικών καταναλωτικών ειδών δεν ήταν αυτή καθεαυτή η ποιότητα, ούτε βεβαίως η υγιεινή και η θρεπτική τους αξία! Κάθε άλλο μάλιστα. (Τέτοιες σοβαρές ελλείψεις προδιαγραφών συνάδουν με την εμπορευματική κερδοσκοπία των καπιταλιστών, που παράγουν και πουλάνε κάθε σαβούρα, αδιαφορώντας για την υγεία των καταναλωτών, και όχι βέβαια με μια σοσιαλιστική οικονομία που παράγει σχεδιασμένα με μόνο κριτήριο την ολόπλευρη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.) Το πρόβλημα, συχνά, εντοπιζόταν στην εμφάνιση και στη …φινέτσα των σοβιετικών καταναλωτικών αγαθών, που σίγουρα υστερούσαν τότε σε …λούστρο και ντιζάιν, σε σχέση με ανάλογα των καπιταλιστικών κολοσσών της Δύσης. Αυτό οφειλόταν κυρίως στις αδήριτες συνθήκες που επικρατούσαν στην ΕΣΣΔ τον καιρό που έχτιζε την οικονομική βάση του σοσιαλισμού και στον καταστροφικό πόλεμο που αναγκάστηκε να υποστεί η χώρα εξαιτίας της εισβολής των ναζί. Δόθηκε τότε εκ των πραγμάτων προτεραιότητα στην παραγωγή των αναγκαίων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το περιτύλιγμα και η ποικιλία. Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα εντοπιζόταν συνήθως στις ελλείψεις αγροτικών καταναλωτικών προϊόντων που έμπαιναν στη «σοβιετική αγορά» από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Η αιτία βρισκόταν στην τάση ενός υπολογίσιμου ακόμα μέρους των συνεταιρισμένων αγροτών να παραδίδουν στο κράτος λιγότερα προϊόντα σε σχέση με τις ολοένα και αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες και να διαθέτουν τα υπόλοιπα οι ίδιοι σε τιμές πιο … «συμφέρουσες», στην «παράλληλη αγορά», όπως τους έδινε το δικαίωμα η σοβιετική νομοθεσία. Επίσης, βρισκόταν στα πολλά και σοβαρά υποκειμενικά λάθη που γινόταν ακόμη ως προς τον υπολογισμό και τον ανάλογο σχεδιασμό των κοινωνικών αγαθών σε καταναλωτικά αγαθά. Αλλού παραγόταν περίσσειες ποσότητες κι αλλού υπήρχαν ελλείψεις. Όλα αυτά ήταν απαίτηση της κοινωνίας να διορθωθούν, να αλλάξουν αισθητά προς το καλύτερο. Σ’ αυτές τις συνθήκες δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση η διακήρυξη του Μαλένκοφ, το 1953-54. Άλλωστε, ο ίδιος φαίνεται ότι έκλινε προς τη γραμμή της περαιτέρω κοινωνικοποίησης, ενώ δεν αντιπαρέθετε την ανάγκη αύξησης της παραγωγής ποιοτικών καταναλωτικών αγαθών στην ανάγκη να δίνεται προτεραιότητα στην παραγωγή «μέσων παραγωγής» (δηλαδή μηχανών κάθε είδους). Το επισημαίνουμε 131


αυτό, γιατί διαφοροποιεί αισθητά τη γραμμή του Στάλιν και του Μαλένκοφ, από τη γραμμή του Χρουστσιόφ (και αργότερα του Μπρέζνιεφ και του Κοσίγκιν), η οποία επιβλήθηκε στα επόμενα χρόνια: δηλ. τη χρήση ολοένα και περισσότερο των αγοραίων μεθόδων και …την προτεραιότητα της παραγωγής των καταναλωτικών αγαθών σε σύγκριση με τα μέσα της παραγωγής!! Ο Λιναρδάτος, ωστόσο, έχοντας υπόψη του τις κατευθυντήριες γραμμές που επικράτησαν στη συνέχεια, κρίνει ότι ο λόγος αυτός του Μαλένκοφ είναι ένδειξη για τις νέες προτεραιότητες στην ΕΣΣΔ. Δεν θα αδικήσουμε τον ιστορικό «μας», αν πούμε ότι έχει δίκαιο σε σχέση με αυτό που επικράτησε σύντομα, κυρίως δε μετά τον πλήρη παραμερισμό του Μαλένκοφ από τον Χρουστσιόφ. Οι χρουστσιοφικοί έκαναν από την πρώτη στιγμή πολύ μεγάλο … «ντόρο» για την ανάγκη κατακόρυφης ανόδου στην παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών. Εκμεταλλεύτηκαν άριστα για το συμφέρον τους την κοινωνική ανάγκη που προαναφέραμε. Και οδήγησαν σταδιακά την «οικονομική σκέψη» και την πολιτική γραμμή του ΚΚΣΕ στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είχε χαραχτεί την εποχή του Στάλιν: άρχισαν να προβάλλουν θορυβωδώς το …νέο μοντέλο του «καταναλωτικού κομμουνισμού», το οποίο, όπως έλεγαν, σύντομα θα εδραίωναν, με την οικονομική πολιτική τους, ανεβάζοντας στα ύψη την καταναλωτική δυνατότητα και την ευημερία των Σοβιετικών πολιτών. Ο Λιναρδάτος ξέρει πολύ καλά ότι ο Χρουστσιόφ σχηματοποίησε αυτή του τη γραμμή μέσα από το σύνθημα για τον … «κομμουνισμό του βουτύρου», ο οποίος θα γέμιζε, δηλαδή, με άφθονα καταναλωτικά αγαθά τα ράφια των σοβιετικών καταστημάτων και θα έκανε την κοινωνία να «κολυμπά» μέσα σε ωκεανούς γάλακτος και βουτύρου και να αναπαύεται πάνω σε …βουνά κρέατος! Εκείνο που μας αποκρύπτει ο Λιναρδάτος είναι ότι πίσω από τέτοιες …λιπαρές διακηρύξεις οι χρουστσιοφικοί έβαζαν δυναμίτη στα θεμέλια της σοβιετικής σοσιαλιστικής οικονομίας και πρώτα απ’ όλα της ίδιας της αγροτικής παραγωγής, που αντιμετώπιζε και τα κυριότερα προβλήματα!! Γιατί οι χρουστσιοφικοί οικονομικοί τσαρλατάνοι, που καταριούνταν την πολιτική του Στάλιν, στράφηκαν ξεκάθαρα: (1) στην υιοθέτηση ολοένα και πλατύτερα των εμπορευματικών νόμων στην αγροτική οικονομία, και στην παροχή μεγαλύτερων δυνατοτήτων στα κολχόζ και στους αγρότες τους ως άτομα να διαθέτουν τα προϊόντα τους στην …παράλληλη αγορά κι όχι στην κρατική συγκέντρωση. (2) στην υπερχρέωση των ίδιων των κολχόζ, αφού από το φθινόπωρο του 1954 αναγκάζουν τους συνεταιρισμένους αγρότες να αγοράζουν τα τρακτέρ και τα εφόδια από το κράτος κι όχι να απολαμβάνουν τις κοινωνικές υπηρεσίες των μηχανοτρακτερικών κρατικών σταθμών σε αντάλλαγμα για την παράδοση του μεγαλύτερου μέρους της σοδειάς με τις τιμές της κρατικής συγκέντρωσης που ξέφευγαν από τους «αξιακούς» νόμους της αγοράς. (3) στην υπερδιόγκωση της τάσης του αγρότη να δρα και να σκέπτεται ως ατομικός καλλιεργητής, παρά ως μέλος της σοσιαλιστικής κοινωνίας των συνεταιρισμένων 132


παραγωγών, πράγμα που οδηγούσε σταδιακά στην αδιαφορία του για το συνεταιριστικό αγρόκτημα και στην προτεραιότητα του ατομικού του αγροκτήματος. (4) στην προτεραιότητα των ξεχωριστών στόχων και «συμφερόντων» μιας ξεχωριστής βιομηχανικής ή αγροτικής οικονομικής μονάδας (εργοστασίου ή κολχόζ) σε σχέση με τον κεντρικό σχεδιασμό και τις παλλαϊκές ανάγκες. Αυτό έγινε με την επέκταση της λεγόμενης «πλατιάς ιδιοσυντήρησης» των οικονομικών μονάδων και την επέκταση της σφαίρας δράσης του «νόμου της αξίας», αφού δόθηκε προτεραιότητα στην μέτρηση των αποτελεσμάτων κάθε μονάδας με κριτήριο το … «κέρδος της επιχείρησης»! Ανάλογη ήταν και η μισθολογική πολιτική του κράτους και η παροχή των «πριμ της παραγωγής», ενώ το «ατομικό συμφέρον» και το «υλικό όφελος» βαφτίστηκαν σε πρωταρχικά κίνητρα της σοσιαλιστικής παραγωγής… (5) στην προτεραιότητα της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών έναντι της παραγωγής μέσων παραγωγής! (Αυτή η «προτεραιότητα» εξυπηρετούσε πλήρως τα συμφέροντα της διευθυντικής γραφειοκρατίας, που παρουσίαζε εύκολα και γρήγορα «κέρδη» στις ξεχωριστές επιχειρήσεις, αποσπώντας όλο και μεγαλύτερους οικονομικούς πόρους και τα πριμ, για λογαριασμό της ξεχωριστής επιχείρησης! Με άλλα λόγια είχαμε κι εδώ μια μορφή της περίφημης …. «αυτοδιαχείρισης», που πρωτοδίδαξαν οι …τιτοϊκοί ηγέτες του Βελιγραδίου, μια οικονομική μορφή που πίσω από ύμνους στο σοσιαλισμό, αδιαφορούσε για τα παλλαϊκά συμφέροντα, τα κεντρικά σχέδια και τους μακροπρόθεσμους κοινωνικούς στόχους, ενώ «έδενε» την εργατική τάξη στο άρμα των γραφειοκρατών κάθε ξεχωριστής «επιχείρησης» και κάθε περιοχής γαργαλίζοντας διαρκώς τα ατομικά καταναλωτικά ένστικτα σε βάρος της κοινωνικής αποστολής της εργατικής τάξης…). Με τις νέες αυτές οικονομικές τους προτεραιότητες οι χρουστσιοφικοί όχι μόνο δεν εξάλειψαν τις ελλείψεις, τις κακοτεχνίες, τις ποιοτικές υστερήσεις και τις αστοχίες του σχεδιασμού, αλλά κυριολεκτικά κατέστρεψαν τη σοβιετική σοσιαλιστική γεωργία και τη βιομηχανία. Πισωγύρισαν την τάση της ραγδαίας επέκτασης και διαρκούς τεχνολογικής ανόδου στην παραγωγική διαδικασία, αχρήστεψαν ουσιαστικά τον κεντρικό παλλαϊκό σχεδιασμό και βάθυναν τις αντιθέσεις συμφερόντων μεταξύ κράτους και ξεχωριστών «σοσιαλιστικών επιχειρήσεων», γενικού συμφέροντος και «ατομικών εμπορευματο-παραγωγών», κέντρου και περιφέρειας, και βεβαίως ανάμεσα στη μια και στην άλλη Ενωσιακή Δημοκρατία ή αυτόνομη περιοχή της Σοβιετικής Ομοσπονδίας… Κατάντησαν γράμμα κενό περιεχομένου το σοσιαλιστικό νόμο της ισομετρίας και της αναλογικότητας στην ανάπτυξη των κλάδων της οικονομίας και των περιοχών της χώρας, φούντωσαν τον ατομικισμό, τον καταναλωτισμό, την ασυνειδησία και την αδιαφορία για το κοινό συμφέρον και, τελικά, τον πιο ολέθριο εθνικισμό έναντι της κοινής σοβιετικής σοσιαλιστικής συνείδησης. Εξαφάνισαν από τη ζωή τα μεγαλειώδη κινήματα των πρωτοπόρων και καινοτόμων εργατών κι αγροτών της ΕΣΣΔ, υποβάθμισαν την υπεύθυνη και συνειδητή κοινωνική εργασία και –κυρίωςτην πολιτική συνείδηση των εργαζομένων. Τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια σε βάθος χρόνου και, δυστυχώς, πολύ γνωστά σε όλους. 133


Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε εδώ ότι ήδη στη δεκαετία του 1960 φάνηκε η σοβαρότατη υποβάθμιση της αγροτικής οικονομίας της ΕΣΣΔ. Όχι μόνο δεν έφεραν οι χρουστσιοφικοί τον «βουτυράτο και χλιδάτο» καταναλωτικό ψευδο-κομμουνισμό για τον οποίο δημαγωγούσαν ασύστολα, αλλά δημιούργησαν φοβερή έλλειψη ακόμα και στα σιτηρά, στα οποία η ΕΣΣΔ ήταν αυτάρκης ακόμα και στις πιο δύσκολες ώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ο Μπρέζνιεφ στο 23ο συνέδριο του ΚΚΣΕ ουσιαστικά «άδειασε στα αζήτητα» τις μεγαλόστομες διακηρύξεις του προκατόχου του, τον οποίο παραμέρισε τον Οκτώβρη του 1964 (με «παλατιανή βελούδινη γραφειοκρατική ίντριγκα») και τον έβγαλε στη σύνταξη «για λόγους υγείας». Κι αυτός όμως δεν έκανε τίποτε άλλο από του να προωθήσει τη χρουστσιοφική στροφή προς το «κέρδος» και το «ατομικό συμφέρον» (βλ. τη μεταρρύθμιση του Κοσίγκιν το 1965: Το κέρδος, το υλικό όφελος και το ατομικό συμφέρον ανακηρύχτηκαν επίσημα σε μέσα οικοδόμησης του …πιο ανεπτυγμένου σοσιαλισμού!!!). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, αν επί Χρουστσιόφ τελματώθηκε και πισωγύρισε η αγροτική οικονομία, επί Μπρέζνιεφ το ίδιο έγινε και για τη σοβιετική βιομηχανία, ενώ η γραφειοκρατία, ο παρασιτισμός και ο ατομικισμός έγιναν κυρίαρχο και ακλόνητο καθεστώς. Πάνω σ’ αυτή τη σάπια ψευδοσοσιαλιστική -κρατική καπιταλιστική κατ’ ουσίαν πραγματικότητα της ρεβιζιονιστικής ΕΣΣΔ- πάτησε η τελική εξόρμηση των διεφθαρμένων γραφειοκρατών, με επικεφαλής τους Γκορμπατσόφ, Σεβαρντνάτζε και Γιέλτσιν, για την πλήρη κατάργηση των δομών και των μορφών που θύμιζαν ακόμα το σοσιαλισμό και για την πλήρη μετατροπή των σοβιετικών γραφειοκρατών από μια «νέα αστική τάξη κρατικο-καπιταλιστικού τύπου» σε κλασικής μορφής καπιταλιστικά κοράκια και αδίστακτα εκμεταλλευτικά αρπακτικά, ασύδοτης και αδηφάγου ορέξεως!!!... Όσο για το παραμύθι που διέδωσαν οι ρεβιζιονιστές -ήδη από τη δεκαετία του 1950-, το παραμύθι που λέει ότι η προτεραιότητα στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας στη δεκαετία του 1930 κι ως τη δεκαετία του 1950 αποτελούσε δήθεν «αυθαίρετη, αυταρχική κατεύθυνση του Στάλιν», αρκεί και μόνο να επισημάνουμε ότι αυτό δείχνει την πλήρη διάστασή τους από την οικονομική επιστήμη που δίδαξαν οι ίδιοι οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού, αλλά κι από την ίδια την παγκόσμια πείρα. Ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ έδειξε ότι η προτεραιότητα στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε η σοσιαλιστική και η κομμουνιστική κοινωνία να εξασφαλίσει και την απρόσκοπτη, τη διαρκώς και πιο ανεβασμένη ποσοτικά και ποιοτικά παραγωγή και των καταναλωτικών αγαθών και των ειδών που ο καπιταλισμός τα έκανε να λέγονται «είδη πολυτελείας» για τις μάζες! Αυτή την αλήθεια, αυτή την αρχή προσπάθησαν να εφαρμόσουν απαρέγκλιτα μέσα σε μύριες αντιξοότητες ο Λένιν κι ο Στάλιν στην ΕΣΣΔ. Πόσο μάλλον που αποτελούσε και την απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ίδιας της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της ΕΣΣΔ, από τους ιμπεριαλιστές-ληστές, με τους οποίους ήταν αναγκασμένη να συνυπάρξει και ταυτόχρονα να τους φτάσει και να τους ξεπεράσει σε όλους τους τομείς!... Αλλά όλα αυτά είναι εντελώς αδιάφορα για τον 134


Λιναρδάτο και τους ομοϊδεάτες του, για όλους όσους κρίνουν το κομμουνιστικό κίνημα με μέτρο τις αντιλήψεις και τα συμφέροντα του καπιταλισμού. Άλλα, όμως είναι τα ενδιαφέροντα και οι «προτεραιότητες» τέτοιων αναλυτών, στην προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων. Έτσι ο Σπύρος Λιναρδάτος, στο ίδιο αυτό σημείο της αφήγησής του (Β΄ τόμος, σελ. 111) ισχυρίζεται χωρίς ίχνος ντροπής ότι με την επικράτηση του Χρουστσιόφ και τη διαφαινόμενη αλλαγή της πολιτικής γραμμής του ΚΚΣΕ οι Σοβιετικοί «γιόρταζαν σχεδόν μιαν απελευθέρωση», γιατί τώρα οι δήθεν «χιλιάδες εξαφανισμένοι για χρόνια δικοί τους και φίλοι τους γύριζαν από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως», όπου προφανώς τους είχε κλείσει η …μανία και η αυθαιρεσία εκείνου του «τέρατος», εκείνου του «σκιάχτρου» που πέθανε (ή …τον πέθαναν;) στις 5-3-1953!! Πρόκειται, φυσικά, για την πασίγνωστη και χιλιοειπωμένη αστική-ιμπεριαλιστική μυθολογία, που για δεκαετίες ολόκληρες παρουσιάζει τη σοβιετική κοινωνία, και κυρίως τη «σταλινική», ως ένα απέραντο κάτεργο, ως ένα ατελείωτο …στρατόπεδο συγκεντρώσεως των «πολιτικώς αντιφρονούντων», ως ένα χαώδες «Αρχιπέλαγος γκούλαγκ», σαν αυτό που έπλασε η … «λογοτεχνική (τρομάρα της!) πένα» του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν, αυτού του βαμμένου αντιδραστικού, ως το μεδούλι αντικομμουνιστή, οπαδού του τσαρικού μεσαιωνικού απολυταρχισμού και δραστήριου αντεπαναστάτη, χωμένου ως τα μπούνια σε εγκληματικές αντεπαναστατικές ενέργειες. Του πράκτορα αυτού της αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού, τον οποίο πράγματι η σοβιετική εξουσία τον εξουδετέρωσε για ένα διάστημα και του επέβαλε την ποινή της καταναγκαστικής εργασίας σε «αναμορφωτικό στρατόπεδο πειθαρχικής εργασίας» , αντί να τον ταΐζει και να τον ποτίζει σε κάποιο κελί, και τον οποίο τον «απελευθέρωσε» ο πολιτικός αγύρτης Χρουστσιόφ, για να τον κάνουν οι αντικομμουνιστές όλου του κόσμου σημαία της χολερικής αντισταλινικής τους εκστρατείας. Για το διαβόητο αυτόν Σολζενίτσιν, την πιο επιτυχημένη επιγραμματική αποτίμηση δίνει ο Λούντο Μάρτενς στη σελ. 264 του βιβλίου του που προαναφέραμε («Μια άλλη ματιά στον Στάλιν», εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1997): «Ο άνθρωπος αυτός έγινε η επίσημη φωνή του 5% των τσαρικών, των αστών των κερδοσκόπων, των κουλάκων, των προαγωγών και των βλασοφικών (= των Ρώσων δωσίλογων, που με επικεφαλής το στρατηγό Βλάσοφ συνεργάστηκαν με τους χιτλεροφασίστες Γερμανούς εισβολείς ενάντια στη σοβιετική εξουσία το 19411945…) που δίκαια διώχτηκαν από τη σοσιαλιστική εξουσία.» Ήταν τέτοια η αγανάκτηση των τίμιων σοβιετικών ανθρώπων στο απερίγραπτο αυτό αίσχος, να μοστράρει στη «λογοτεχνική πιάτσα» ένα τέτοιο κατάμαυρο αντιδραστικό υποκείμενο, ένας τέτοιος διαστρεβλωτής της ιστορίας σαν τον Σολζενίτσιν, που αργότερα η κλίκα του Μπρέζνιεφ προσπάθησε με γραφειοκρατικές, διοικητικές απαγορεύσεις να τον περιορίσει. Μάταιες προσπάθειες! Ο Σολζενίτσιν είχε ήδη δικτυωθεί με την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα και τα ξένα συμφέροντα σε βαθμό τέτοιο, που να έχει αποκτήσει τόσο ισχυρή ασπίδα προστασίας και τέτοια επιρροή στον καπιταλιστικό κόσμο, ώστε να μην μπορεί ουσιαστικά να του κόψει τίποτα τη 135


φόρα. Η Δύση τού άνοιξε την πόρτα μιας εγγυημένης καριέρας, στην κατασκευή αντικομμουνιστικών μύθων. Έτσι λύθηκαν τα οικονομικά προβλήματα του Σολζενίτσιν άπαξ διά παντός. Έγινε …διάσημος κατά παραγγελίαν! Μετά την πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού ο «λογοτέχνης μας» υποστήριζε στη Ρωσία τις πιο αραχνιασμένες τσαρικές και πανσλαβιστικές αντιλήψεις, σε βαθμό τέτοιο πλέον που οι πρώην προστάτες και διαφημιστές του να αποστασιοποιηθούν και να τον αφήσουν στο περιθώριο… Η αλήθεια φυσικά είναι τελείως διαφορετική από τους ισχυρισμούς του Λιναρδάτου, των αντικομμουνιστών σοβιετολόγων και του τσαρικού πανσλαβιστή που τόσο «θαύμασαν» όλοι αυτοί για τρεις δεκαετίες. Η «Κεντρική διοίκηση στρατοπέδων πειθαρχικής εργασίας» (γιατί αυτό σημαίνουν τα αρχικά «γκούλαγκ»), περιλάμβανε το σύνολο των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας που πράγματι λειτουργούσαν στην ΕΣΣΔ. Η καταναγκαστική εργασία για μερικά χρόνια, ποινή οπωσδήποτε βαριά και επίπονη, ήταν μια μορφή τιμωρίας που επιβαλλόταν σε άτομα τα οποία είχαν καταδικαστεί για πολύ σοβαρά εγκλήματα. Πράγματι, σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων βρέθηκαν πολλοί «διακεκριμένοι» αντισοβιετικοί αντεπαναστάτες, που καταδικάστηκαν για εγκληματικές ενέργειες την εποχής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Δεν επρόκειτο, όμως για απλώς πολιτικά «διαφωνούντα» άτομα, όπως διαδίδει ο σχετικός μύθος, αλλά για περιπτώσεις ανθρώπων που ενεπλάκησαν σε σοβαρότατα πολιτικά εγκλήματα εναντίον της ίδιας της ύπαρξης της ΕΣΣΔ (συνωμοσίες, φόνους σοβιετικών στελεχών, σαμποτάζ εναντίον της οικονομίας, πρακτόρευση ξένων συμφερόντων και δωσιλογισμό στα χρόνια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου). Πρόκειται για εγκλήματα τα οποία επέφεραν μέχρι και την ποινή του θανάτου, για τους πρωτεργάτες τους. Επομένως, αυτοί που καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα κρίθηκε –δικαίως ή αδίκως- ότι είχαν μεν ανάμειξη στα εγκλήματα που τους αποδόθηκαν, όχι όμως στο βαθμό εκείνο που είχαν αναμιχθεί οι πρωτεργάτες παρόμοιων πράξεων, άρα υπήρχε περιθώριο σωφρονισμού τους… Ταυτόχρονα, στο «γκούλαγκ» βρέθηκαν και κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου. Όλοι αυτοί βαφτίστηκαν από τη δυτική προπαγάνδα «αθώα θύματα του σταλινισμού»… Η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν αυτή που επινόησε ή πρωτοεφάρμοσε το σύστημα των καταναγκαστικών έργων σε συνθήκες στρατωνισμού των καταδίκων. Πρώτες και καλύτερες εφάρμοσαν αυτή τη μέθοδο οι κυριότερες καπιταλιστικές χώρες (π.χ. η Βρετανία και η Γαλλία ∙ η κλασική λογοτεχνία και ο κινηματογράφος έχουν «απαθανατίσει» π.χ. τα περίφημα «κάτεργα της Τουλόν» ή τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στις αποικίες, στην Ινδία, την Αυστραλία και στη Βόρειο Αφρική.). Η τσαρική Ρωσία, επίσης, εφάρμοζε εκτεταμένα το σύστημα του στρατοπέδου των καταναγκαστικών έργων για ποινικά ή πολιτικά εγκλήματα. (Κι όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοούσε η μεσαιωνική αντιλαϊκή απολυταρχία των Ρομανόφ και των τσιφλικάδων, όταν μιλούσε για «πολιτικά» εγκλήματα: την αντίσταση των δημοκρατών και του εργαζόμενου λαού στη μεσαιωνική καταπίεση.) Είναι πολύ γνωστά 136


και χαρακτηριστικά δυο έργα της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας, που αναφέρονται σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων στην τσαρική Ρωσία: 1) το έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», όπου περιγράφονται οι δικές του προσωπικές εμπειρίες από το στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, στο οποίο κλείστηκε, μετά από τη μετατροπή της θανατικής ποινής στην οποία είχε καταδικαστεί για συμμετοχή σε συνωμοσία εναντίον του τσάρου, και 2) το έργο του Λέοντος Τολστόι «Ανάσταση», όπου περιγράφεται και ο εκτοπισμός πολιτικών κρατουμένων στη Σιβηρία, αλλά και η ποινή των καταναγκαστικών έργων σε στρατόπεδο, για κοινούς ποινικούς καταδίκους (δολοφόνους, κλέφτες και καταχραστές). Η σοβιετική εξουσία, όπως και κανένας κομμουνιστής δεν ήταν οπαδός της εσαεί ύπαρξης των κρατικών καταναγκαστικών θεσμών (των φυλακών, των καταναγκαστικών έργων, της αστυνομίας, των δικαστηρίων, του ίδιου του μηχανισμού που λέγεται κράτος). Όποιος παλεύει για τον κομμουνισμό έχει τελικό στόχο την απονέκρωση κάθε μορφής κράτους και βίαιου καταναγκασμού. Το προλεταριακό κράτος, όμως αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να μεταχειριστεί τον καταναγκασμό, μεταξύ αυτών και τα καταναγκαστικά έργα, μέσα σε συνθήκες απόλυτα πιεστικές για την ίδια την ύπαρξη και επιβίωσή του: στις συνθήκες του ανοιχτού ή του συγκεκαλυμμένου εμφύλιου πολέμου και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης εναντίον του, στις συνθήκες της κατακόρυφης ανόδου της ταξικής πάλης, όταν οι τελευταίες εκμεταλλεύτριες τάξεις δεν δίσταζαν να εξαπολύουν κάθε σαμποτάζ, κάθε συνωμοσία, κάθε δολοφονική ενέργεια εναντίον της σοβιετικής εξουσίας, δηλαδή εναντίον της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων μαζών, που αποτελούσαν τη σοβιετική εξουσία. Και βέβαια αναγκάστηκε να μεταχειριστεί την ποινή των καταναγκαστικών έργων στις συνθήκες του πολέμου, λίγο πριν την έναρξή του όταν αλώνιζαν οι πράκτορες του φασισμού, οι σαμποταριστές της ίδιας της ενότητας της ΕΣΣΔ και οι ανοιχτοί δωσίλογοι λακέδες των Γερμανών το 1941-1944… Αυτούς τους δωσίλογους, μαζί και εκείνους που αργότερα πιάστηκαν για συμμετοχή σε εγκληματικές ενέργειες που σκάρωνε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός εναντίον της ΕΣΣΔ, κρατούσε σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας η σοβιετική εξουσία το 1953. Αυτούς απελευθέρωσε, επομένως, ο Χρουστσιόφ. Γι’ αυτούς επιχαίρει ο Σπύρος Λιναρδάτος… Ο Λιναρδάτος, μεταχειριζόμενος πολλές φορές από δω και κάτω την αστική μυθολογία, ότι τάχα η σοβιετική εξουσία εκτόπιζε αθώους στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, μόνο και μόνο για λόγους πολιτικών διαφωνιών, προσπαθεί μεθοδικά να δημιουργήσει ψευδείς εντυπώσεις σε ένα απληροφόρητο ή παραπληροφορημένο αναγνωστικό κοινό, το οποίο –σύμφωνα με τις αστικές στοχεύσεις- θα έπρεπε να …ταυτίσει στη συνείδησή του το «αρχιπέλαγος γκούλαγκ» με τα μοναρχοφασιστικά κολαστήρια της αμερικανοκρατούμενης Ελλάδας, με τη Μακρόνησο και με τη Γυάρο, όπου μαρτύρησε στα χέρια του νεοφασισμού και του δωσιλογισμού ο ανθός των Ελλήνων αγωνιστών της Αντίστασης, τα καλύτερα παιδιά 137


του εργαζόμενου λαού μας, οι αγωνιστές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, οι πρωτοπόροι αγωνιστές του ΚΚΕ! Ή, ακόμα χειρότερα, να συνδέσει και να ταυτίσει το αναγνωστικό αυτό κοινό στη συνείδησή του το «γκούλαγκ», όπου κλείστηκαν για ένα διάστημα και αναγκάστηκαν να δουλέψουν παρά τη θέλησή τους κάποιοι από τους πράκτορες των κουλάκων, των ναζί και της CIA, με τα …ναζιστικά στρατόπεδα μαζικής εξόντωσης, με τα Άουσβιτς, τα Νταχάου, τα Μάουτχαουζεν και τα Μπούχενβαλντ… Με τα κολαστήρια δηλ. που δημιούργησε το ναζιστικό γερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο για να εξοντώσει τους Εβραίους, τους Σλάβους, τους Τσιγγάνους και βεβαίως όλους τους προοδευτικούς ανθρώπους, τους αντιφασίστες και τους κομμουνιστές που θα έπεφταν στα τερατώδη νύχια του. Τέτοιο …αρχιπέλαγος σκόπιμης σύγχυσης! Τέτοια παραχάραξη της ιστορίας! Τέτοια ταύτιση ανόμοιων σκοπών, καταστάσεων και συνθηκών, με τελικό στόχο να κάνουν τον απλό άνθρωπο του λαού στη Δύση να …σιχαθεί οτιδήποτε έχει σχέση με τη Σοβιετική Ένωση και τον κομμουνισμό. Διαστρεβλώνοντας και παρουσιάζοντας ως τέρας στα μάτια των λαών το σοσιαλισμό, σαν ίδιο και χειρότερο από το πραγματικό τερατούργημα που γέννησε, εξέθρεψε και εξαπέλυσε ο ιμπεριαλισμός εναντίον της κοινωνικής προόδου, το φασιστικό κτήνος, σκοπός της προπαγάνδας είναι να κάνει τον εργάτη, τον αγρότη, τον υπάλληλο, το νέο, το σπουδαστή και διανοούμενο να φοβούνται ή να σιχαίνονται την υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής και να παραμένουν υποταγμένοι στο κεφάλαιο… Πάνω σ’ αυτή την προπαγάνδα στήθηκε η βρωμερή «θεωρία των άκρων», τα άτιμα κηρύγματα περί «του μαύρου και του κόκκινου φασισμού»… Έτσι φτάσαμε στο σημείο οι σημερινοί ιθύνοντες του καπιταλισμού να προωθούν στην πρώτη γραμμή την πλήρη «αναθεώρηση της Ιστορίας», με σκοπό να δαιμονοποιήσουν και να εξαλείψουν ό, τι θυμίζει κομμουνισμό, βαφτίζοντάς το «το ίδιο και χειρότερο με το φασισμό»… Έφτασαν στο σημείο να «βγάζουν λάδι» τους φασίστες και τους δωσίλογους, και να καταδιώκουν τους αγωνιστές της κοινωνικής προόδου. Κι όλα αυτά, για να αλωνίζει ασύδοτη η καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Ε, λοιπόν, εμείς που καταλαβαίνουμε την αλήθεια δεν θα τους κάνουμε το χατίρι. Το ψέμα δεν πρέπει να περάσει. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και καθημερινά αποκαλύπτεται. Είμαστε σίγουροι ότι οι έντιμοι ιστορικοί της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας του μέλλοντος, θα ξεκαθαρίσουν πλήρως τη σύγχυση και την απάτη τόσων δεκαετιών. Η ήρα θα ξεκαθαρίσει από το σιτάρι. Όποιος άνθρωπος αποδειχτεί ότι αδίκως κλείστηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην ΕΣΣΔ, πρέπει να δικαιωθεί άμεσα στη συνείδηση όλων μας και να καταδικαστεί η εις βάρος του αδικία. Και να στιγματιστούν τα πρόσωπα εκείνα του κρατικού μηχανισμού, που τον συκοφάντησαν και τον ταλαιπώρησαν! Σκάρτοι κρατικοί παράγοντες στους μηχανισμούς ασφάλειας και δικαιοσύνης δεν έλειψαν από καμιά κρατική μορφή μέχρι τώρα… Η αίσθηση της εξουσίας φθείρει και διαφθείρει. Είναι θέμα αρχής να περιορίζονται και να εξαλείφονται οι αδικίες. Ο σοσιαλισμός είναι ύψιστος ανθρωπισμός εκ φύσεως. 138


Τι να μπορέσουν, όμως, να αποδείξουν οι εχθροί του σοσιαλισμού για τη συντριπτική πλειοψηφία εκείνων των καταδικασθέντων που αποδεδειγμένα και με αδιάσειστα στοιχεία μεταχειρίστηκαν κάθε μέσο, αδίστακτα, για να διαλύσουν την ΕΣΣΔ και να ξαναρίξουν το σοβιετικό λαό στην πιο μαύρη εκμετάλλευση; Τώρα που δεν υπάρχει πια η ΕΣΣΔ καθημερινά αποκαλύπτεται το πραγματικό ποιόν τέτοιων δήθεν «αθώων θυμάτων». Αποκαλύπτεται επίσης και ο ρόλος που έπαιξαν στη διάβρωση και την τελική υπονόμευση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, μετά την απόλυσή τους από το κάτεργο… Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που να προβληματίζεται κανείς μήπως η τιμωρία με καταναγκαστική εργασία για ορισμένα χρόνια αυτών των ανθρώπων δεν ήταν η ποινή που τους ταίριαζε; Μήπως, τελικά, οι ένοχοι των πιο βαριών εγκλημάτων κατά της παγκόσμιας εργατικής τάξης, κατά της ίδιας της προόδου και της λευτεριάς των λαών ξέφυγαν σαν …κύριοι και από την τσιμπίδα της σοβιετικής εξουσίας; Τι έφταιξε, εάν συνέβη κάτι τέτοιο; Κι ακόμα, δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε ότι στη μεγάλη αστική Γαλλική Επανάσταση του 18ου αιώνα εγκλήματα σαν αυτά, για τα οποία καταδικάστηκαν σε πρόσκαιρα καταναγκαστικά έργα οι τρόφιμοι του σοβιετικού «γκούλαγκ», θα ήταν ικανά να έχουν στείλει τους ενόχους με συνοπτικές διαδικασίες κατευθείαν στη …γκιλοτίνα κι όχι σε κάτεργο!!! Ο σοσιαλισμός, όμως, παρ’ όλο που τόσο τον έχουν συκοφαντήσει, εκτιμά και σέβεται την ανθρώπινη ζωή και δεν επιβάλει γενικευμένα την εσχάτη των ποινών. Ακόμα και στις πιο αδήριτες συνθήκες θανατερής πάλης με τον πιο αδίστακτο, πάνοπλο και πωρωμένο ταξικό εχθρό η εργατική-λαϊκή εξουσία μιας σοσιαλιστικής χώρας προσπαθεί να εκτιμήσει δίκαια και σε όλες της τις παραμέτρους μια δικαστική υπόθεση και να αποτιμήσει το συγκεκριμένο μέγεθος ευθύνης του καθενός, που κατηγορείται για συμμετοχή σ’ ένα έγκλημα. Όποιος μπορεί να αλλάξει, έστω και μέσα από μια βαριά ποινή, πρέπει να έχει την ευκαιρία αυτή. Δεν στήνει ο σοσιαλισμός τους ανθρώπους στον τοίχο για οτιδήποτε! Ας λένε οι ποταποί συκοφάντες ό,τι θέλουν. Γιατί ο σοσιαλισμός, όπως έχει γράψει χαρακτηριστικά και ο ίδιος ο Λένιν, δεν αποσκοπεί κυρίως στην υποταγή και στον καταναγκασμό του εκμεταλλευτή – ακόμα και του εγκληματία- αλλά αποβλέπει πρωτίστως στη διαπαιδαγώγηση ολόκληρης της κοινωνίας, ώστε μέσα από τη διαρκή κοινωνική αλλαγή να αλλάξει η ίδια η συνείδηση του κάθε ανθρώπου, η σχέση του με την εργασία και το συνάνθρωπο. Σίγουρα, όμως, αυτόν τον προβληματισμό και αυτό το σκεπτικό μας θα ήταν αδύνατον να τα διατυπώσει ένας συγγραφέας σαν το Σπύρο Λιναρδάτο, ένας ανοιχτός αποστάτης του κομμουνιστικού κινήματος, ένας ολότελα πλέον …αστός ιστορικός, ο οποίος «χάρηκε» τόσο πολύ την απελευθέρωση ακόμα και των πιο …βαρβάτων αντεπαναστατών και δωσίλογων από τον Χρουστσιόφ. Ολοφάνερη η διαφορά των κριτηρίων και των στοχεύσεων μας! Πλήρης και αγεφύρωτη η διαφορά των αξιών και των ιδεωδών μας... 139


Η). Στο 8ο κεφάλαιο του δεύτερου τούτου τόμου, στις σελ. 323-324 τις οποίες και προαναφέραμε, ο Σπύρος Λιναρδάτος επιδίδεται, ακόμα μια φορά σε κολακείες για τον Γιουγκοσλάβο πρόεδρο Τίτο, ενώ παράλληλα συνεχίζει, όπως είδαμε και παραπάνω, τον αντισταλινικό του «οίστρο». Με αφορμή, λοιπόν, την επίσκεψη του Νικήτα Χρουστσιόφ στο Βελιγράδι και την αποκατάσταση των σχέσεων της ΕΣΣΔ με την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, στις 26 του Μάη 1955, ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό του γιατί, όπως γράφει: «Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο ο μικρόσωμος Χρουστσιόφ κάνει βαθιά υπόκλιση μπροστά στον αγέρωχο και μεγαλόπρεπο στρατάρχη της Γιουγκοσλαβίας. Η σωματική διάπλαση και το ύφος των δύο ηγετών είναι αντιστρόφως ανάλογα προς τη δύναμη των χωρών τους. Αλλά ο Τίτο είναι ο πραγματικός νικητής. Έχει αντέξει στην πίεση του Στάλιν και των συμμάχων του και έχει διατηρήσει την ανεξαρτησία της χώρας του και το δικαίωμά της να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Και τώρα οι Σοβιετικοί τον καλούν να ξαναγυρίσει στο στρατόπεδό τους. Ο Χρουστσιόφ αποκαλεί και πάλι ‘σύντροφο’ τον παλαιό κομμουνιστή ηγέτη, τον οργανωτή των διεθνών ταξιαρχιών για την Ισπανία, τον αρχηγό των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων, που ως πριν από μερικούς μήνες όλα τα έντυπα και όλοι οι ραδιοσταθμοί των σοσιαλιστικών χωρών τον έβριζαν ‘προδότη’ και ‘πράκτορα’ των ιμπεριαλιστών.». (Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φιλοτιτοϊσμός ήταν η σταθερή γραμμή του «Συγκροτήματος Λαμπράκη» μέχρι και την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και την ανάληψη της εξουσίας από τις ανοιχτά φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις των …επιγόνων του Τίτο, τόσο στη Σερβία όσο και στις άλλες χώρες στις χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση… Γιατί, αμέσως μετά, τα έντυπα του «Συγκροτήματος» άρχισαν να βρίζουν τον «κομμουνιστή Τίτο», το ίδιο και χειρότερα απ’ ό,τι τους «σταλινικούς» και –το άκρον άωτον της γελοιότητας!- να κατηγορούν τον Τίτο για … «σταλινισμό»!!! Άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων ή μήπως …άλλαξε το τροπάρι των διεθνών κέντρων αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, τα οποία αποτελούν τις μόνιμες …πηγές πληροφόρησης και που τα «θέσφατά τους αποτελούν το καθημερινό …αντικείμενο εργασίας των μεταφραστών του «Συγκροτήματος»; Τα ευκόλως εννοούμενα δεν θέλουν περαιτέρω σχολιασμό!!!). Ο παραπάνω φιλοτιτοϊκός πανηγυρικός δείχνει για άλλη μια φορά την ουσία της αστικής σκέψης του Λιναρδάτου. Τον Τίτο κανένας κομμουνιστής δεν τον είχε κατηγορήσει ούτε για τη συμβολή του στην οργάνωση και ανάπτυξη των διεθνών ταξιαρχιών στην Ισπανία του 1936, ούτε βεβαίως για το νικηφόρο αντιφασιστικό αγώνα των Παρτιζάνων, το 1941-1944, τον οποίο καθοδήγησε επιτυχώς ως ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας. Η διαμάχη του κομμουνιστικού κινήματος με τον Τίτο είχε θέμα της: α) το ζήτημα του «σοσιαλιστικού μοντέλου» που υποστήριζε η ηγεσία του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας (μετέπειτα Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών) μετά το 1948 και β) το ζήτημα της συνεργασίας των τιτοϊκών με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την από κοινού υπονόμευση των Λαϊκών Δημοκρατιών στο κρισιμότατο εκείνο διάστημα των αρχών της δεκαετίας του 1950. Στην περίπτωση, μάλιστα, του κομμουνιστικού κινήματος 140


της Ελλάδας προστίθεται ακόμα ένας σημαντικός λόγος αντίθεσης με τον Τίτο: η ανοιχτή προδοσία και υπονόμευση από μέρους της Γιουγκοσλαβίας του επαναστατικού αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, το 1949, στην πιο κρίσιμη στιγμή του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, και η ταυτόχρονη σύναψη …συμμαχίας του τιτοϊσμού με το αμερικανοκρατούμενο μοναρχοφασιστικό καθεστώς της Ελλάδας, υπό την μπαγκέτα του …«μπάρμπα-Σαμ»! Ο Λιναρδάτος, πίσω από τη φιλοτιτοϊκή του ρητορεία, ουσιαστικά προσπαθεί να αποκρύψει τι είδους «δρόμος προς το σοσιαλισμό» ήταν αυτός που ακολουθήθηκε στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, υπό τον τίτλο της «αυτοδιαχείρισης». Αποκρύπτει δηλαδή το γεγονός ότι ο «γιουγκοσλαβικός δρόμος» ήταν ξεκάθαρα μια μορφή του καπιταλισμού, συγκεκαλυμμένη με μια σοσιαλίζουσα «αυτοδιαχειριστική» μάσκα. Στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο επικράτησε ένα «μικτό» μοντέλο καπιταλισμού, όπου – πλάι στον κρατικό τομέα της βιομηχανίας ήταν εδραιωμένη και αδιαμφισβήτητη η κυριαρχία του ιδιωτικού τομέα στη γεωργία, στο εμπόριο, στη βιοτεχνία και στην παροχή των υπηρεσιών. Δεν ετίθετο ζήτημα σχεδιασμένης παλλαϊκής οικονομικής ανάπτυξης, αλλά κάθε «αυτοδιαχειριζόμενη-σοσιαλιστική» επιχείρηση λειτουργούσε αυτόνομα και ανταγωνιστικά προς τις υπόλοιπες. Με αυτή την οικονομική δομή η ύπαρξη και η κυριαρχία της αστικής τάξης, παλιάς και νέας, στην πόλη και στην ύπαιθρο ήταν αδιαμφισβήτητη. Η τιτοϊκή ηγεσία, μετά το 1948, αφού «εκκαθάρισε» το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας από κάθε επαναστατικό, μαρξιστικό-λενινιστικό στοιχείο, ευνόησε ξεκάθαρα την ανάπτυξη μιας παρασιτικής κυρίαρχης «νομενκλατούρας», η οποία διαβίωνε μέσα στην πολυτέλεια και στη χλιδή. Κλασικό παράδειγμα η ζωή του ίδιου του προέδρου Τίτο και της οικογένειάς του. Η πολιτική αυτή οδήγησε στην όξυνση όλων των κοινωνικών πληγών του καπιταλισμού στη Γιουγκοσλαβία. Η ανισόμετρη ανάπτυξη και οι βαθύτατες διαφορές της μιας περιοχής της χώρας από την άλλη έλαβαν σταδιακά οξύτατο και ακατάσχετο εθνικιστικό χαρακτήρα και οδήγησαν σταδιακά στη ρήξη μεταξύ των λαών και τη διάλυση της ομοσπονδιακής αυτής χώρας. Το «γιουγκοσλαβικό μοντέλο», το οποίο έγινε σημείο αναφοράς όλων των δεξιών αναθεωρητικών ρευμάτων στο κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα, προβλήθηκε ιδιαίτερα στην εποχή του, τόσο από τη γιουγκοσλαβική ηγεσία, όσο και από την ιμπεριαλιστική δυτική προπαγάνδα. Ταυτόχρονα, έγινε αντικείμενο της πιο σφοδρής μαρξιστικής-λενινιστικής κριτικής, διότι παραβίαζε όλους τους αναγκαίους νόμους της ύπαρξης και της ανάπτυξης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, όλους τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της δημιουργίας των προϋποθέσεων για το πέρασμα στον κομμουνισμό. Το «γιουγκοσλαβικό μοντέλο» δεν προωθούσε καθόλου την πλήρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και της διανομής των αγαθών, δεν προωθούσε διόλου, και παρά τις μεγαλόστομες «αυτοδιαχειριστικές» του διακηρύξεις την ανάπτυξη του πλήρους ελέγχου της κοινωνικής και πολιτικής ζωής από την εργατική τάξη και το λαό. Δεν εξάλειφε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και τις συνέπειές της. Η οικονομική κρίση έγινε το μόνιμο και διαρκές χαρακτηριστικό της «αυτοδιαχείρισης». 141


Κι έγινε το κύριο όχημα για την πλήρη εξάρτηση, οικονομική και πολιτική της … «αδέσμευτης» Γιουγκοσλαβίας από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αποτελούσε, άραγε, «ύβρη των σταλινικών» έναντι του Τίτο η αποκάλυψη καθημερινά και με αδιάσειστες αποδείξεις, του ύπουλου και αντεπαναστατικού ρόλου της Γιουγκοσλαβίας στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη, το 1949-1957; Πέραν από την προδοσία του αγώνα του ΔΣΕ, πώς αλλιώς από προδοτικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι φανερές και κρυφές συμφωνίες του τιτοϊσμού με τους αμερικανο-νατοϊκούς ιμπεριαλιστές, για τη στήριξη της αντεπανάστασης στις σοσιαλιστικές χώρες; Πώς αλλιώς, αν όχι προδοτικές, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν π.χ. οι αλλεπάλληλες πραξικοπηματικές ενέργειες εναντίον της κυβέρνησης της Αλβανίας από τους τιτοϊκούς, για τις οποίες μιλήσαμε και παραπάνω, με βάση τα στοιχεία που δίνει ο ίδιος ο Λιναρδάτος; Πώς αλλιώς από προδοτικήαντεπαναστατική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ανοιχτή ανάμιξη του τιτοϊσμού στην ουγγρική αντεπανάσταση του 1956, για την οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο της δικής μας ανάλυσης; Ήταν ή δεν ήταν προδοτική, αντικομμουνιστική και αντεπαναστατική η ενέργεια του νέο-καπιταλιστικού γιουγκοσλαβικού καθεστώτος του Τίτο να υποστηρίξει, κατ’ εντολήν των ΗΠΑ, τη σύναψη τριμερούς «Βαλκανικού Συμφώνου» με τα υποχείρια των γιάνκηδων στην περιοχή, δηλαδή με τα αντιδραστικά καθεστώτα της Ελλάδας και της Τουρκίας; Άσχετα, από το εάν αυτό το «Σύμφωνο» υπήρξε ασταθές και πρόσκαιρο, από την πρώτη στιγμή έδειξε ότι στρεφόταν ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες, όπως και ενάντια στο επαναστατικό κίνημα της Ελλάδας, της Τουρκίας και των άλλων ευρωπαϊκών και μεσογειακών λαών. Ο Σπύρος Λιναρδάτος υμνεί τον Τίτο, καθώς αντιλαμβάνεται ότι η αλλαγή στάσης της σοβιετικής ηγεσίας έναντι του Βελιγραδίου ήταν το προμήνυμα του διαβόητου 20 ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, το προανάκρουσμα της χρουστσιοφικής αντισταλινικής λάσπης και διαστρέβλωσης, η πρώτη φανερή πράξη στο μεγάλο δράμα της αναθεώρησης του μαρξισμού-λενινισμού και της ανατροπής της πορείας προς την πλήρη κοινωνικοποίηση, στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Λιναρδάτος αντιλαμβάνεται πολύ καλά ότι οι απόψεις για την επέκταση των … «αγοραίων νόμων» και μεθόδων, η κυριαρχία των εμπορευματοχρηματικών όρων της αγοράς έναντι της σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης σοσιαλιστικής οικονομίας είναι ο κοινός τόπος μεταξύ των τιτοϊκών και των χρουστσιοφικών νεόκοπων «συντρόφων» στη διαδικασία της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Βλέπει μάλιστα ότι ο Τίτο ήταν … «πρωτοπόρος» στην κατεύθυνση αυτή και …δάσκαλος του Χρουστσιόφ και της σοβιετικής ρεβιζιονιστικής κλίκας, τόσο στον αναθεωρητισμό, όσο και στην αντισταλινική-αντικομμουνιστική μυθολογία. Και μάλιστα …αδημονεί να αφηγηθεί το ανοιχτό ξέσπασμα αυτής της απροκάλυπτης λαίλαπας του «αντισταλινισμού»! Γι’ αυτό και γράφει χαρακτηριστικά στη σελ. 324, απ’ αφορμή την … απολογία του Χρουστσιόφ προς τον Τίτο, ότι τον είχαν …αδικήσει οι επάρατοι Μπέρια και Αμπακούμοφ: «Δεν του έχουν επιτρέψει ακόμα (εννοεί: του Χρουστσιόφ) να πει την 142


αλήθεια για τον Στάλιν, να γκρεμίσει το είδωλο και να ρίξει την πέτρα του αναθέματος κατά του νεκρού ‘ημίθεου’»!!! Ο Λιναρδάτος, πραγματικά, δεν μπορεί να συγκρατηθεί! Αδημονεί να δει και να ευχαριστηθεί το …πετροβόλημα και την ανατροπή του σοβιετικού σοσιαλισμού… Για το «γιουγκοσλαβικό μοντέλο» ενδεικτικά μπορεί να δει κανείς -σε αντιπαράθεση μεταξύ τους- το βιβλίο του Γιουγκοσλάβου τιτοϊκού ηγέτη και θεωρητικού της «αυτοδιαχείρισης» Εντουάρντ Καρντέλι, «Οι κατευθύνσεις ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης» και, από την άλλη πλευρά του βιβλίο του Αλβανού κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, «Η γιουγκοσλαβική ‘αυτοδιαχείριση’: καπιταλιστική θεωρία και πράξη». Φυσικά, για το ζήτημα αυτό υπάρχει τεράστιος όγκος αρθρογραφίας και βιβλιογραφίας… Επίσης, σε σχέση με τα πρώτα δείγματα της προσέγγισης της νέας σοβιετικής ηγεσίας, από το 1953, προς τη γιουγκοσλαβική ηγεσία, αξίζει να προσεχτεί από το άρθρο του Φοίβου Οικονομίδη, που ήδη προαναφέραμε, (στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, της 3ης του Μάρτη 2013) η ενότητα με τίτλο «Το ‘αγκάθι’ Γιουγκοσλαβία». Γράφει ο Οικονομίδης: «Στις 29 Απριλίου 1953 ο υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Μολότοφ, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Στάλιν, πρώτη φορά μετά τη ρήξη Σοβιετικής Ένωσης-Γιουγκοσλαβίας συναντήθηκε στη Μόσχα με το Γιουγκοσλάβο επιτετραμμένο Τζούριτς και είχε μαζί του φιλική συνομιλία. Για τον Βρετανό πρεσβευτή στη Μόσχα το κεντρικό σημείο αυτής της συνομιλίας ήταν η επιθυμία που εκφράστηκε από τον Μολότοφ να συναντηθεί εκ νέου με τον Γιουγκοσλάβο διπλωμάτη. Η απουσία αντιτιτοϊκών συνθημάτων στη διάρκεια της παρέλασης της Πρωτομαγιάς στη Μόσχα, θεωρήθηκε επίσης σημαντικό γεγονός. Η πιθανή επαναπροσέγγιση ΕΣΣΔΓιουγκοσλαβίας δημιουργούσε εύλογες ανησυχίες στο Δυτικό στρατόπεδο.». Ασχέτως, όμως, από το τι στόχευε η σοβιετική διπλωματία και ο πολύ έμπειρος επικεφαλής της, ο Βιατσεσλάβ Μολότοφ στις 29-4-1953, είναι ολοφάνερο ότι για τον Χρουστσιόφ και τους ομοϊδεάτες του ο Τίτο έγινε σημείο ιδεολογικής αναφοράς των ρεβιζιονιστικών τους αντιλήψεων. Και ταυτόχρονα, ένα απτό δείγμα των γεωπολιτικών σχεδιασμών του Χρουστσιόφ, στο διεθνές παιχνίδι εξουσίας της σοβιετικής γραφειοκρατικής ρεβιζιονιστικής κλίκας. Το ταξίδι στο Βελιγράδι και οι «εξηγήσεις» προς τον Τίτο, δεν είναι μια πράξη διπλωματικής αβροφροσύνης και μόνο! Αν αργότερα, στα 1957 και στα 1960, οι χρουστσιοφικοί ηγέτες αναγκάστηκαν να συνυπογράψουν διακηρύξεις με τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα, όπου θεωρητικά καταδίκαζαν κι αυτοί το γιουγκοσλαβικό ρεβιζιονισμό, αυτό νομίζουμε ότι αποτελούσε ελιγμό και «στάχτη στα μάτια» απέναντι στις πιέσεις των Κινέζων κομμουνιστών και άλλων συνεπών δυνάμεων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Θ). Τέλος, στο 9ο κεφάλαιο του εξεταζόμενου Β΄ τόμου του έργου του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», στις σελ. 354-355, ο Σπύρος Λιναρδάτος, ευθυγραμμιζόμενος για άλλη μια φορά με τη δυτική ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, βαφτίζει «έγκλημα» (πάλι καλά που δεν μίλησε και για …προσχεδιασμένη δολοφονία!!) την κατάρριψη 143


στις 27-7-1955 από την αεράμυνα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας ενός επιβατηγού αεροσκάφους της ισραηλινής εταιρίας ΕΛ-ΑΛ, το οποίο βρέθηκε να πετά πάνω από στρατιωτικές εγκαταστάσεις της γειτονικής μας χώρας, κοντά στα σύνορά της με τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Λιναρδάτο, το ισραηλινό αεροσκάφος «έχασε τον προσανατολισμό του και, αντί να ακολουθήσει τη ροή του Αξιού, πήρε την κατεύθυνση του Στρυμόνα». Ο πιλότος αυτού του αεροσκάφους, παρόλο που ενημερώθηκε και προειδοποιήθηκε έγκαιρα κι επανειλημμένα από τους Βούλγαρους, ότι έχει παραβιάσει χωρίς άδεια τον εναέριο χώρο της Βουλγαρίας, συνέχισε απτόητος την πορεία του, με αποτέλεσμα να καταρριφθεί πάνω από το Πετρίτσι, με τραγικό φυσικά απολογισμό: 58 νεκροί επιβάτες, οι οποίοι μάλλον ποτέ δεν θα πήραν είδηση για το πού πετούσε το αεροσκάφος τους… Ο Λιναρδάτος αποδίδει το τραγικό πράγματι αυτό συμβάν στην «έλλειψη ψυχραιμίας» των βουλγαρικών αρχών, στην «ανευθυνότητά» τους ή και …στην «ευθυνοφοβία των αρμοδίων». Η τελική κρίση του είναι ότι το «έγκλημα» οφείλεται «στην καχυποψία που είχε δημιουργήσει ο Ψυχρός Πόλεμος». Ο ιστορικός «μας» δεν εξετάζει διόλου την περίπτωση ο ίδιος ο δυτικός ιμπεριαλισμός –του οποίου το Ισραήλ είχε ήδη γίνει ο ένοπλος βραχίονας και ο «νταής – δερβέναγας» στη Μέση Ανατολή- να σκάρωσε αδίστακτα μια προβοκάτσια ολκής σε βάρος της Βουλγαρίας και ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Δεν διανοείται καν να αναφέρει ως ενδεχόμενη αιτία μια τυχόν σκόπιμη αποστολή του ισραηλινού αεροσκάφους πάνω από μια στρατιωτικοποιημένη μεθοριακή περιοχή της Βουλγαρίας, είτε για τη διενέργεια κατασκοπείας, με την αεροφωτογράφιση στρατιωτικών εγκαταστάσεων, είτε ακόμα και για «πόλεμο νεύρων», για να τεστάρει τις αντιδράσεις και την ετοιμότητα ή όχι των Βουλγάρων. Γιατί ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση, αν δηλαδή οι Βούλγαροι κατέρριπταν τελικά το αεροσκάφος, όπως και συνέβη, οι αμερικανο-νατοϊκοί ιμπεριαλιστές και οι σιωνιστές κολαούζοι τους θα είχαν την αφορμή να εξαπολύσουν ένα νέο παγκόσμιο κύμα αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, ένα νέο «πόλεμο λάσπης» και συκοφαντίας, εναντίον των σοσιαλιστικών χωρών, όπως πραγματικά και έκαναν… Σκέφτηκε ποτέ του ο Λιναρδάτος ότι μπροστά σε τέτοιες στοχεύσεις τα ιμπεριαλιστικά κοράκια δεν υπολογίζουν διόλου την ανθρώπινη ζωή; Πολύ δε περισσότερο, που όπως ο ίδιος αυτός συγγραφέας αναφέρει, λίγο παραπάνω από την αφήγηση του τραγικού συμβάντος με το ισραηλινό αεροπλάνο, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές ήταν αυτοί που ήδη είχαν τινάξει στον αέρα τη Διάσκεψη της Γενεύης, τον ίδιο εκείνο Ιούλη του 1955, αφού έκριναν ότι –για την ώρα- οι στόχοι μιας τέτοιας «αντι-ψυχροπολεμικής» διάσκεψης δεν ταίριαζαν διόλου με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Ο ίδιος ο Λιναρδάτος στη σελ. 353 γράφει: «…Αλλά στη διάσκεψη επικρατεί σχετικά με το γερμανικό ζήτημα η άποψη του Ντάλλες (σημ.: δηλ. του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ), που πιστεύει πως καμιά σοβαρή διαπραγμάτευση δεν θα πρέπει να γίνει με τη Σοβιετική Ένωση, προτού ολοκληρωθεί ο επανεξοπλισμός της Δυτικής Γερμανίας και πριν ενταχθεί η Βόννη στο ΝΑΤΟ.». 144


Άλλωστε, ακόμη και στα 1955 οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές δεν φαίνεται να έχουν πειστεί ότι ο Χρουστσιόφ θα καταφέρει να αλλάξει άρδην την πολιτική γραμμή του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν σκέφτηκε ο Λιναρδάτος, προτού, ελαφρά τη καρδία, μιλήσει για «έγκλημα» της Βουλγαρίας στην περίπτωση του ισραηλινού αεροσκάφους. Προέχουν και πάλι οι γνωστοί λόγοι: να δημιουργηθούν φρικτές εντυπώσεις στις ψυχές των αναγνωστών του συμβάντος και ο άδολος ανθρωπισμός τους να στραφεί εναντίον ενός ακόμα … «κομμουνιστικού εγκλήματος»!! Πάγια τακτική του Λιναρδάτου και του «Συγκροτήματος». Ό,τι ακριβώς θα ήθελε και ο ιμπεριαλισμός από μια τέτοια περίπτωση… Εμείς, όμως, που ποτέ δεν ξεχνάμε τις αμέτρητες προβοκάτσιες που έστησε και στήνει καθημερινά ο ιμπεριαλισμός εις βάρος των Λαών για να εξυπηρετήσει τα πιο μαύρα κι απάνθρωπα σχέδιά του, εμείς που δεν λησμονούμε την ανάλογη κραυγαλέα περίπτωση με το νοτιοκορεατικό επιβατηγό αεροσκάφος, το οποίο στάλθηκε για κατασκοπεία το καλοκαίρι του 1983, πάνω από τις σοβιετικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Καμτσάτκα και τη Σαχαλίνη και τελικά καταρρίφθηκε από την ΕΣΣΔ, αφού παράκουσε σε πλήθος προειδοποιήσεων, για να εξαπολυθεί στη συνέχεια ένα τρισάθλιο παγκόσμιο κύμα λάσπης εναντίον της …ΕΣΣΔ, έχουμε πολλούς και βάσιμους λόγους να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε διαφορετικά απ’ ό,τι ο δημοσιογράφος και ιστορικός αναλυτής του «Συγκροτήματος»…

145


4. Ο Σπύρος Λιναρδάτος για το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις δραματικές του επιπτώσεις στο διεθνές και στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Η ανυπομονησία για μια πλήρη καπιταλιστική παλινόρθωση δεν κρύβεται! Η σοσιαλιστική κοινωνία, όπως ήδη το έχουμε αναφέρει και παραπάνω σ’ αυτή μας την ανάλυση, είναι μια μεταβατική κοινωνία στο δρόμο προς την οικοδόμηση του ολοκληρωμένου κομμουνισμού. Αν στη διάρκεια αυτής της μετάβασης επικρατήσουν δυνάμεις που παρεμποδίζουν, φρενάρουν ή και πισωγυρίζουν την πορεία προς τον κομμουνισμό, αν επικρατήσουν δυνάμεις οι οποίες σταματούν την ολοένα πλατύτερη και βαθύτερη κοινωνικοποίηση, δυνάμεις οι οποίες περιορίζουν, αναστέλλουν ή τελικά αντιστρέφουν την προσπάθεια για ολοένα και ουσιαστικότερο έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής από τις λαϊκές μάζες, την προσπάθεια για ολοένα και μεγαλύτερη -και ουσιαστικότερη- εξουσία της εργατικής τάξης, για πραγματική σοσιαλιστική δημοκρατία των εργαζομένων, τότε όχι μόνο υποχωρεί η κομμουνιστική οικοδόμηση, αλλά μπορεί να ανοίξει –ύπουλα και ανεπαίσθητα στην αρχή, διάπλατα όμως στη συνέχεια- ο δρόμος της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Αυτό συνέβη, δυστυχώς, στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Το 20 ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το Φλεβάρη του 1956, είναι το αρνητικό ορόσημο που σηματοδότησε αυτή την ιστορική οπισθοδρόμηση. Τα γεγονότα του 1989-1991 ήταν το τελικό επισφράγισμά της. Οι συνέπειές της υπήρξαν και παραμένουν τραγικές για την εργαζόμενη ανθρωπότητα. Ρόλο «κλειδιού του μυστηρίου» στην κατανόηση αυτού του ολέθριου ιστορικού πισωγυρίσματος αποτελεί η μελέτη των νέων μορφών που παίρνει η ταξική πάλη σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, η μελέτη των νέων αντιθέσεων που γεννιούνται στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και των βάσεων του ολοκληρωμένου κομμουνισμού. Στην περίφημη εισήγησή του προς το 9ο Συνέδριο του ΚΚ της Κίνας (1969) ο Μάο Τσετούνγκ παρατηρούσε: «Η σοσιαλιστική κοινωνία εκτείνεται σε μια αρκετά μακριά περίοδο, στη διάρκεια της οποίας εξακολουθούν να υπάρχουν οι τάξεις, οι ταξικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη, καθώς και η πάλη ανάμεσα στο σοσιαλιστικό και στον καπιταλιστικό δρόμο, καθώς και ο κίνδυνος της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η πάλη αυτή θα είναι μακράς διάρκειας και περίπλοκη, πρέπει να διπλασιαστεί η επαγρύπνηση και να εξακολουθήσει η σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση(…). Αλλιώς, μια σοσιαλιστική χώρα, όπως η δική μας, θα μεταμορφωθεί στο αντίθετό της: θα αλλάξει η φύση της και θα ζήσει την παλινόρθωση του καπιταλισμού.». Λόγια «προφητικά», θα μπορούσαμε να πούμε, για την ίδια την Κίνα, διαπιστώσεις, όμως, οι οποίες έβγαιναν μέσα από την ήδη προϋπάρχουσα πικρή πείρα της Σοβιετικής Ένωσης, όπως αυτή πορεύτηκε με «μπούσουλα» το 20 ο Συνέδριο. Την πείρα αυτή ήταν βεβαίως αδύνατον να την έχουν εκ των προτέρων τόσο οι δημιουργοί του μαρξισμού-λενινισμού, όσο και ο Ι.Β. Στάλιν, παρ’ όλο που ο ηγέτης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης -από το 1924 ως και το 1953- απέκτησε στην πορεία αυτή πλήθος εμπειριών από τις μορφές που παίρνουν οι ταξικές αντιθέσεις στο 146


σοσιαλισμό. Η Σοβιετική Ένωση, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, σίγουρα βρισκόταν σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Έπρεπε να βρεθούν και να εφαρμοστούν αποφασιστικά εκείνες οι μέθοδοι και εκείνες οι τακτικές που να κάνουν όχι απλώς δύσκολο, αλλά να καταστήσουν αδύνατο οποιοδήποτε πισωγύρισμα, ενώ ταυτόχρονα, να ανοίγουν το δρόμο προς τον ουσιαστικό και πλήρη κομμουνισμό. Αλλιώς, υπήρχαν ήδη διαμορφωμένες στο κοινωνικό σώμα, στον κομματικό και στον κρατικό μηχανισμό οι δυνάμεις που ήθελαν -για δικούς τους ιδιοτελείς λόγους- το φρενάρισμα και την οπισθοδρόμηση. Γιατί αυτή η οπισθοδρόμηση θα εξασφάλιζε, θα εδραίωνε και θα διεύρυνε αφάνταστα τα όποια «προνόμια» είχαν ήδη στα χέρια τους, στη διεύθυνση των οικονομικών και κοινωνικών υποθέσεων. Η πορεία προς τον κομμουνισμό απαιτούσε την ολοένα και ευρύτερη διεύθυνση της οικονομίας και της κοινωνίας από τον ίδιο το λαό, την εμβάθυνση της επαναστατικής σοσιαλιστικής συνείδησης. Η πορεία αυτή απαιτούσε ως καθοδηγητική της θεωρία τον πραγματικό, τον επαναστατικό μαρξισμό-λενινισμό, το ζωντανό μαρξισμό, το διαλεκτικό, τον πλήρως επιστημονικό και ολότελα ασυμβίβαστο με κάθε καιροσκοπισμό, με κάθε αποστέωση, με κάθε τυπολατρία και προνόμια. Η αντίστροφη πορεία, αντίθετα, «έκανε σημαία της» το σύγχρονο ρεβιζιονισμό, μια αποστεωμένη από κάθε ουσία τυπολατρική διαστρέβλωση του μαρξισμού, η οποία κατέληγε στην αντεπανάσταση και στην τυπική σοσιαλδημοκρατία, ανοίγοντας το δρόμο στους γραφειοκράτες, στους καριερίστες, στους συμφεροντολόγους ώστε να μετατραπούν σε τάξη που επιθυμούσε -ολοένα και πιο διακαώς- να σφετεριστεί τον κοινωνικό πλούτο και να εξουσιάσει ως αφεντικό ολόκληρη την κοινωνία. Τους άνοιγε το δρόμο ώστε να γίνουν η «νέα αστική τάξη», που αρχικά με τη μορφή του κρατικού καπιταλισμού κι έπειτα με την απροκάλυπτη διεκδίκηση της «κλασικής μορφής» ατομικής ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων να ξανακαθίσουν -επίσημα και «με το νόμο»!- στο σβέρκο της εργαζόμενης κοινωνίας… Οι δυνάμεις του κομμουνισμού και της κοινωνικής προόδου βρέθηκαν στα 1953 ανέτοιμες για την απροσδόκητη αντεπαναστατική επίθεση που θα δέχονταν. Και πάνω στην πιο κρίσιμη ώρα χάνουν και τον ηγέτη τους, τον Στάλιν. Χάνουν έναν κορυφαίο μαρξιστή-λενινιστή, που είχε ήδη συνειδητοποιήσει πολλά για τους μελλούμενους κινδύνους, χωρίς όμως και να καταφέρει να συστηματοποιήσει θεωρητικά όλα όσα έδειχνε ή προμήνυε η ζωή και, κυρίως, χωρίς να μπορέσει να ηγηθεί μιας επαναστατικής, λαϊκής επίθεσης για την αποτροπή του κινδύνου μιας παλινόρθωσης. Πιθανότατα, γιατί, δεν πρόλαβε, πιθανότατα γιατί -πέρα από τις όποιες δικές του ελλείψεις ή αδυναμίες- στην υπόθεση αυτή, ήταν (σχεδόν ολότελα) ο μόνος στον ηγετικό πυρήνα του ΚΚΣΕ, που μπορούσε ακόμα να συνειδητοποιήσει έγκαιρα και να εμπνεύσει αποφασιστικά το Κόμμα και το Σοβιετικό Λαό για μιαν εντελώς διαφορετική πορεία από αυτή που ακολούθησαν οι χρουστσιοφικοί «επίγονοι»… Σύμφωνα με μια κριτική αποτίμηση του Λούντο Μάρτενς: «Πράγματι ο Στάλιν δεν μπόρεσε να καθορίσει τις κατάλληλες μορφές κινητοποίησης των κολχόζνικων και εργατικών μαζών, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κίνδυνος παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Η λαϊκή δημοκρατία έπρεπε να είχε αναπτυχθεί με 147


σαφή πρόθεση την εξάλειψη της γραφειοκρατίας, της τεχνοκρατίας, του αριβισμού και των προνομίων. Όμως η λαϊκή συμμετοχή σ’ αυτή την υπεράσπιση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν εξασφαλίστηκε όπως έπρεπε. Ο Στάλιν υπογράμμισε πάντοτε ότι η επιρροή της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού αντικατοπτριζόταν μέσα στο Κόμμα με τη μορφή οπορτουνιστικών ρευμάτων. Όμως δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια θεωρία για την πάλη ανάμεσα στις δυο γραμμές στο Κόμμα.(…) Μετά το 1945 η πάλη κατά του οπορτουνισμού παρέμεινε περιορισμένη μέσα στα ηγετικά επιτελεία του Κόμματος και δεν χρησίμεψε στον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρου του Κόμματος.» (βλ. «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν», σελ. 383). Και λίγο παρακάτω στο ίδιο έργο, στη σελ.399, ο Μάρτενς διαπιστώνει σχετικά με τα όσα συνέβησαν στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την επικράτηση του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού: «Η πάλη ανάμεσα στις δυο γραμμές, ανάμεσα στο μαρξισμό-λενινισμό και στις αστικές παρεκκλίσεις, δεν είχε πάψει να διεξάγεται από τις 25 του Οκτώβρη 1917 (εννοεί, δηλ. από την πρώτη μέρα της Οκτωβριανής Επανάστασης, 25/10/1917, σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο). Με τον Χρουστσιόφ ο συσχετισμός δυνάμεων ανατράπηκε και ο οπορτουνισμός, που μέχρι τότε είχε καταπολεμηθεί και κατασταλεί, αναρριχήθηκε στην κορυφή του Κόμματος. Ο αναθεωρητισμός εκμεταλλεύτηκε τη θέση αυτή για να εξοντώσει λίγο-λίγο τις μαρξιστικές-λενινιστικές δυνάμεις.» Το 20ο Συνέδριο επισημοποιεί την ανοιχτή εκδήλωση αλλά και την πολιτική κυριαρχία του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού στην ΕΣΣΔ. Γίνεται η επίσημη αφετηρία για την αντεπαναστατική στροφή στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ταυτόχρονα, από το συνέδριο αυτό ξεκινά από τους αναθεωρητές ηγέτες του ΚΚΣΕ -και επίσημα!- η συκοφαντική διαστρέβλωση της ιστορίας της ΕΣΣΔ και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ο Χρουστσιόφ με τρόπο εντελώς αντικομματικό, άνανδρο και ύπουλο «ξεφουρνίζει» μπροστά στους έκπληκτους συνέδρους τη συκοφαντική και διαστρεβλωτική «μυστική έκθεσή» του ενάντια στη μνήμη και στο έργο του Στάλιν, πλαστογραφώντας ασύστολα και αδίστακτα την πορεία της ταξικής πάλης στη χώρα, τις κρίσιμες δεκαετίες 1930-1950, βαφτίζοντας ως «σταλινικά εγκλήματα» την απόκρουση των επιθέσεων του ταξικού εχθρού, διαστρεβλώνοντας ακόμα και το ίδιο το έπος του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου εναντίον του ναζισμού το 1941-1945… Κι επειδή ο «νέος Ηρόστρατος» Χρουστσιόφ, («νέο Ηρόστρατο» έχει πολύ επιτυχημένα χαρακτηρίσει τον Γκορμπατσόφ, ο αγωνιστής και σπουδαίος μαρξιστήςλενινιστής συγγραφέας Ανδρέας Σκαμπαρδώνης, στο έργο του «Δοκίμιο για την παλινόρθωση του καπιταλισμού και τη διεθνοποίηση» και εμείς πιστεύουμε ότι ο χαρακτηρισμός αυτός «ταιριάζει γάντι» και στον Χρουστσιόφ) φοβάται και τρέμει την οργή της εργατικής τάξης και του λαού της ΕΣΣΔ, αν βγει άμεσα στη δημοσιότητα η εμπρηστική αυτή και ποταπή διαστρέβλωση της ιστορίας, καμώνεται επίσημα ότι …δεν ξέρει τίποτα για το θέμα! Κρατάει, όσο μπορεί, σαν μυστικό εφτασφράγιστο το συκοφαντικό του τερατούργημα και «σφυρίζει» δήθεν αδιάφορα, όταν οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ δίνουν στη δημοσιότητα τη «μυστική» αυτή πλαστογραφία 148


της ιστορίας, σίγουρα αφού έχουν «φουσκώσει» ακόμα περισσότερο τις αναγραφόμενες εκεί μέσα ποταπότητες!!! Ας μην μπούμε καθόλου στη διερεύνηση του ερωτήματος, πώς η διαβόητη «άκρως απόρρητη» πλαστογραφία του νέου ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ έφτασε στα χέρια των Αμερικάνων… Αρκεί μόνο να σημειώσουμε ότι ο Χρουστσιόφ ανακοίνωσε επίσημα ενώπιον της σοβιετικής κοινωνίας τις άθλιες συκοφαντικές του επινοήσεις εναντίον του Στάλιν, μόλις στα 1961, στο 22 ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όταν ήταν ήδη γεγονός η ρήξη της ρεβιζιονιστικής κλίκας του Κρεμλίνου με το ΚΚ της Κίνας και το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας. Τότε ο Χρουστσιόφ διέταξε τον ενταφιασμό της σορού του Ιωσήφ Στάλιν μπροστά στο τείχος του Κρεμλίνου, απομακρύνοντας το ταριχευμένο σώμα του νεκρού σοβιετικού ηγέτη από το Μαυσωλείο της Κόκκινης Πλατείας, όπου ο Στάλιν αναπαυόταν πλάι στον Λένιν και τιμώνταν και οι δυο καθημερινά από εκατοντάδες και χιλιάδες επισκέπτες από την ΕΣΣΔ κι απ’ όλο τον κόσμο… Όλα αυτά, φυσικά, ήταν το ιδεολογικοπολιτικό προκάλυμμα για την πλήρη διαστρέβλωση και καταπάτηση των οικονομικών νομοτελειών του σοσιαλιστικού συστήματος, και για την επιβολή των αγοραίων οικονομικών αντιλήψεων του ρεβιζιονισμού. Η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και στις περισσότερες σοσιαλιστικές χώρες παίρνει, κυρίως, μιαν «ειρηνική», ύπουλη μορφή διάβρωσης του σοσιαλισμού. Στην περίπτωση, όμως, της Πολωνίας (εν μέρει) και πολύ περισσότερο της Ουγγαρίας θα πάρει και βίαιη μορφή, καθώς θα βγουν στο προσκήνιο απροκάλυπτα αντιδραστικές δυνάμεις, που, αρχικά, αδυνατεί να τις ελέγξει και να τις ενσωματώσει ο αναθεωρητισμός… Για το κομμουνιστικό και το αριστερό κίνημα της Ελλάδας, το 20 ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ αποτελεί την αφετηρία δραματικών εξελίξεων, αποτελεί την αρχή της διάσπασης του ΚΚΕ, την αφετηρία της διάλυσης του ενιαίου αριστερού μας κινήματος, αλλά και την επιβολή της συμβιβαστικής με τον ελληνικό καπιταλισμό, δεξιάς οπορτουνιστικής πολιτικής γραμμής, μιας γραμμής που κυριάρχησε στις επόμενες τρεισήμισι δεκαετίες. Ο χρουστσιοφικός ρεβιζιονισμός προχώρησε, από την επόμενη μέρα του 20 ου Συνεδρίου, σε ανοιχτή πραξικοπηματική επέμβαση ενάντια στο ΚΚΕ. Η επέμβαση αυτή παίρνει τη μορφή της «6 ης πλατιάς ολομέλειας» (Μάρτης 1956). Πράγματι, πολύ-πολύ … «πλατιάς», αφού σκαρώθηκε από «διεθνή επιτροπή» 6 πιστών στον Χρουστσιόφ κομμουνιστικών κομμάτων, για να καθαιρέσει τη νόμιμη ηγεσία του ΚΚΕ και για να αναθεωρήσει πλήρως την επαναστατική γραμμή του, το πρόγραμμα, τη στρατηγική και την τακτική της λαϊκοδημοκρατικής επανάστασης. Ακολουθεί το 1957 η διαγραφή του Νίκου Ζαχαριάδη και ο μετέπειτα πολιτικός του κατατρεγμός. Σε όλα αυτά αναφέρεται και ο Σπύρος Λιναρδάτος, στο δεύτερο τόμο του εμβληματικού του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», το οποίο και κριτικά αναλύουμε σε τούτη τη μελέτη. Ο Λιναρδάτος αφιερώνει στα γεγονότα αυτά αρκετές σελίδες του 12ου και του 13ου κεφαλαίου του Β΄ τόμου. 149


Εξετάζοντας αναλυτικά τα γραφόμενά του, ο αναγνώστης χωρίς δισταγμό θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για τον πρώην κομμουνιστή και ολότελα πλέον αστόρεφορμιστή δημοσιολόγο του «Συγκροτήματος Λαμπράκη», όταν γράφει το πόνημά του (στη δεκαετία του 1970-1980), τα αποτελέσματα που είχε μέχρι τότε επιφέρει το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και η πορεία του σοβιετικού ρεβιζιονισμού κρίνονται ως …μη ικανοποιητικά! Γιατί ακόμα τότε δεν είχε καταφέρει αυτός ο αναθεωρητισμός να πετύχει εκείνο που ήταν η διάχυτη επιθυμία της αστικής τάξης και του ίδιου του Λιναρδάτου ως ιστορικού εκφραστή κι απολογητή της: Δεν είχε καταφέρει την πλήρη, ανοιχτή και χωρίς προσχήματα και καμουφλάζ παλινόρθωση του καπιταλισμού, της απρόσκοπτης εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο στην ΕΣΣΔ και σε όλες τις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού»!!! Αυτή ήταν η διακαής επιθυμία του …Δ.Ο.Λ, αυτή ήταν και η επιθυμία του ίδιου του Σπύρου Λιναρδάτου, την οποία καθόλου δεν μπορεί να κρύψει, όσο «δημοκρατικό» …μακιγιάζ κι αν μεταχειρίζεται για να μας τη σερβίρει λουστραρισμένη και εύπεπτη, κυρίως για τα …μικροαστικά στομάχια και γούστα, για τις νωθρές κι επαναπαυμένες συνειδήσεις του οπορτουνιστικού, πλην όμως …«προοδευτικού και σοσιαλιστικού» αναγνωστικού κοινού. Ο Λιναρδάτος, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 κυριολεκτικά αδημονεί να δει την ολοκλήρωση της μεγάλης αυτής επιθυμίας της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα, φοβάται ότι ο σοβιετικός ρεβιζιονισμός δεν θα καταφέρει ως το τέλος να επιτελέσει το «ηροστράτειο έργο» του. Δεν μπορεί με τίποτε να «χωνέψει» ότι ο μπρεζνιεφικός σοσιαλιμπεριαλιστικός ψευδοκομμουνισμός, ο οποίος το 1964 αναγκάστηκε να παραμερίσει τον πλήρως χρεωκοπημένο Χρουστσιόφ, για να …συνεχίσει την καπιταλιστική παλινόρθωση με νέες μεθόδους, μεταχειριζόταν ακόμα μια έντονη φρασεολογία, δήθεν πίστης στις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και αντίθεσης προς το δυτικό ιμπεριαλισμό, τον άσπονδο ανταγωνιστή αλλά και …συνεταίρο του στα κοσμοκρατορικά παιχνίδια εξουσίας πάνω στη Γη… Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να «χωνέψει» ότι το μεν ΚΚΕ, όσο κι αν έχει αλλοιωθεί η επαναστατική του φυσιογνωμία, διατηρεί ακόμα επίσημα τη θεωρία και τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού και το λεγόμενο ΚΚΕ εσωτερικού αναγκάζεται ακόμα να μοστράρει την «κομμουνιστική» ταμπέλα του, παρ’ όλο που έχει απαρνηθεί τις κυριότερες αρχές του επιστημονικού κομμουνισμού. Βλέπει ότι ο «ευρωκομμουνισμός» στην Ελλάδα δεν έχει κανένα μέλλον και ανησυχεί για το τι μέλλει γενέσθαι, για το εάν μια μέρα το κομμουνιστικό κίνημα ανασυγκροτηθεί πάνω σε νέες, μαρξιστικές-λενινιστικές βάσεις και ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από το ρεβιζιονιστικό φαντασμαγορικό κουρνιαχτό. Ο Λιναρδάτος του 1980 θέλει «να τελειώνουμε το γρηγορότερο» με οτιδήποτε θυμίζει επαναστατικό μαρξισμό. Από την αφετηρία αυτή ξεκινούν οι πραγματικά αστείες και ανάξιες λόγου κρίσεις, τις οποίες διατυπώνει τόσο στο Β΄ όσο και στους δυο επόμενους τόμους του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», για δήθεν … «αναβίωση του σταλινισμού» στη μπρεζνιεφική ΕΣΣΔ ή για … εκ νέου «επιβολή της νοοτροπίας του Ζαχαριάδη» στο 150


ΚΚΕ. Από την αφετηρία αυτή επιτίθεται με την κατηγορία του … «ζαχαριαδισμού»(!!!) στην ομάδα του Κώστα Κολιγιάννη, η οποία από κοινού με την ομάδα του Μήτσου Παρτσαλίδη επεβλήθησαν στο ΚΚΕ ως οι δεινοί επικριτές του Ζαχαριάδη το 1956-1957 και συνυπήρξαν -μέσα σ’ ένα όργιο φραξιονιστικής ίντριγκας!- ως το 1968, επιδιώκοντας και οι δυο φράξιες την εύνοια του Κρεμλίνου… Μετά τη διάσπαση του 1968, η «ομάδα Παρτσαλίδη» πέρασε σταδιακά στον απροκάλυπτο «ευρωκομμουνισμό» και –τελικά- οι επίγονοί της έφτασαν στην πλήρη άρνηση της «κομμουνιστικής» ταυτότητας. Γι’ αυτό το λόγο, την «τιμητική» της στις κρίσεις περί «νέου ζαχαριαδισμού» του Σπύρου Λιναρδάτου την έχει εδώ αποκλειστικά η «ομάδα του Κολιγιάννη». Πού να φανταζόταν ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» ότι στα 2013 θα εμφανίζονταν κάτι θεωρητικά και πολιτικά ναυάγια, του μεγέθους ενός …Περικλή Κοροβέση, που θα ισχυρίζονταν στα σοβαρά ότι η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 ήταν διάσπαση ανάμεσα σε δυο ομάδες …σταλινικών;!!! (Βλ. το σχετικό άρθρο του Κοροβέση στην «Εφημερίδα των Συντακτών» το Σάββατο 27-4-2013…) Αλλά ευνόητο είναι ότι ο αντικομμουνιστικός κατήφορος δεν έχει πάτο… Κι ο Λιναρδάτος σηματοδότησε το δρόμο προς αυτόν τον κατήφορο. Γιατί η κοινή βάση της ιστορικής διαστρέβλωσης και κατασυκοφάντησης του σοσιαλισμού ήταν είναι και παραμένει η αντεπαναστατική γραμμή του 20 ου Συνεδρίου… Η μεθοδολογία του Λιναρδάτου στα κεφάλαια 12 και 13 του Β΄ τόμου του εξεταζόμενου έργου του, σχετικά με το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τα συμπαρομαρτούντα του είναι ακριβώς αυτή που ακολουθεί και σε ολόκληρο το σύγγραμμά του. Από τη σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τάξης: 1. Υιοθετεί και επαυξάνει όλες τις επινοημένες πλαστογραφίες των χρουστσιοφικών και των δυτικών ιμπεριαλιστών εναντίον του Στάλιν και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κατεξοχήν δε την απατεωνιά που έμεινε στην ιστορία ως «μυστική έκθεση Χρουστσιόφ». Στήνει διαρκώς μπροστά στα μάτια των αμαθών, έντρομων και ζαλισμένων μικροαστών το επινοημένο από την αστική τάξη …σκιάχτρο του Στάλιν, για να «φρίξουν» και να μην τολμήσουν να διανοηθούν οποιαδήποτε επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας! 2. Υιοθετεί και επαυξάνει όλες τις συκοφαντίες που εκτόξευσε εναντίον του Νίκου Ζαχαριάδη και του επαναστατικού ΚΚΕ τόσο η πραξικοπηματική «6 η Πλατιά Ολομέλεια» του 1956, όσο και η «7η Ολομέλεια» του 1957. Επειδή, όμως, πρέπει να παραστήσει τον … «αντικειμενικό» κριτή, αναγνωρίζει και ομολογεί έστω και σύντομα, ότι οι χρουστσιοφικοί ρεβιζιονιστές εξαπέλυσαν μετά το 1956 ένα όργιο διακρίσεων ή και ανοιχτών διωγμών σε βάρος τόσο του Ζαχαριάδη, όσο και των επαναστατών Ελλήνων κομμουνιστών της πολιτικής προσφυγιάς που δεν δέχτηκαν να απεμπολήσουν και να μαγαρίσουν τις ιδεολογικές τους αρχές και να νομιμοποιήσουν τον πραξικοπηματισμό και την ξένη επέμβαση στο Κόμμα τους.

151


3. Υιοθετεί και, κατ’ ουσίαν, αντιγράφει τους δυτικούς αντικομμουνιστές και «σοβιετολόγους», όταν παρουσιάζει τις αντεπαναστατικές εξελίξεις στην Πολωνία και βεβαίως στη ματωμένη Ουγγαρία του 1956… Σήμερα, διαβάζοντας τους ισχυρισμούς αυτούς με τη γνώση και την επίγνωση που μας έδωσαν οι τραγικές εξελίξεις του 1989-1991 και τα επακόλουθά τους, δηλ.ο «σύγχρονος μεσαίωνας» που επέβαλαν οι καπιταλιστές-ιμπεριαλιστές διεθνώς, μπορούμε να καταλάβουμε πια όλο το μέγεθος της απάτης και της υποκρισίας όλων αυτών των ορκισμένων εχθρών του κομμουνισμού και καταστροφέων του σοσιαλιστικού κοινωνικού συστήματος. (Στερνή μου γνώση; … Πάντως, κάλλιο αργά, παρά ποτέ!!). Συγκεκριμένα, λοιπόν, ο Σπύρος Λιναρδάτος: Α.) Στο κεφάλαιο 12 του Β΄ τόμου, στις σελίδες 533-544 γράφει για το 20 ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. (i) Στις σελ. 533 και 534 αναφέρεται λεπτομερώς στις θεωρίες, που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου από τον Χρουστσιόφ, σχετικά με τη λεγόμενη «ειρηνική συνύπαρξη σοσιαλισμού-καπιταλισμού», σχετικά με τη λεγόμενη «δυνατότητα ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό», δηλ. χωρίς την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και χωρίς τη συντριβή του αστικού κράτους, και επίσης σχετικά με τις λεγόμενες «ιδιομορφίες» στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης καθώς και στις «ιδιότυπες συγκεκριμένες μορφές στη διεύθυνση της οικονομίας και στη διάρθρωση του κρατικού μηχανισμού» κάθε σοσιαλιστικής χώρας (π.χ. στη γιουγκοσλαβική «αυτοδιαχείριση»). Ο Λιναρδάτος αναφέρεται, βεβαίως, στη συνήθεια του Χρουστσιόφ να χρησιμοποιεί ως προκάλυψη των ρεβιζιονιστικών του αντιλήψεων διάφορα αποσπάσματα από τα έργα του Λένιν. Παραλείπει, όμως, να μας πει το κυριότερο, ότι δηλαδή ο τρόπος που επέλεγε και που «ερμήνευε» τα λενινιστικά τσιτάτα ο Χρουστσιόφ ήταν πλήρως διαστρεβλωτικός, αντιδιαλεκτικός και αντιλενινιστικός! Αποκρύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο «ερμήνευε» και προπαγάνδιζε την έννοια της ειρηνικής συνύπαρξης ο Χρουστσιόφ δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τις ιδέες του Λένιν. Η χρουστσιοφικού τύπου «ειρηνική συνύπαρξη» δεν ήταν τίποτε άλλο από το προσωπείο με το οποίο η αναπτυσσόμενη νέα αστική τάξη της ΕΣΣΔ αφενός μεν υπονόμευε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, αλλά και τους προλεταριακούς επαναστατικούς και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των λαών του κόσμου, ενώ αφετέρου προχωρούσε σε μεγαλοκρατικά παζάρια και αντεπαναστατικούς συμβιβασμούς με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές (ανταγωνιστές και ταυτόχρονα …συνεταίρους της) στη μεγάλη σκακιέρα της παγκόσμιας κυριαρχίας… Η διαπίστωση του Χρουστσιόφ στο 20 ο συνέδριο, την οποία μάς παραθέτει σχεδόν αυτούσια ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», ότι: «…προκύπτει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί και ο κοινοβουλευτικός δρόμος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό», επειδή «…οι δυνάμεις του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας μεγάλωσαν απεριόριστα, ο δε καπιταλισμός έγινε πολύ αδύνατος», 152


αποτέλεσε τη σημαία όλων των ρευμάτων και όλων των παραλλαγών του σύγχρονου ρεβιζιονισμού (και κατεξοχήν του «ευρωκομμουνιστικού» δεξιού ρεφορμισμού) για ολόκληρες δεκαετίες. Δεν είναι, όμως, τίποτε άλλο από αντιεπιστημονικές και αντεπαναστατικές πομφόλυγες, από σκόπιμες απάτες και αυταπάτες οι οποίες αφόπλισαν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και το μετέτρεψαν σε δεκανίκι σταθεροποίησης του καπιταλισμού (μέσω των συμμαχιών του με τη δυτική σοσιαλδημοκρατία…). Δεν είναι τίποτε περισσότερο από αστήριχτες φλυαρίες, οι οποίες, όμως, διέσπασαν βαθύτατα την ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, και βοήθησαν αφάνταστα το αντιδραστικό έργο της αντεπανάστασης διεθνώς. Γιατί ο Χρουστσιόφ φλυαρούσε ασύστολα, ότι «στις συνθήκες αυτές η εργατική τάξη, ενώνοντας γύρω της την εργαζόμενη αγροτιά, τη διανόηση και όλες τις πατριωτικές δυνάμεις (…) έχει τη δυνατότητα να νικήσει τις αντιδραστικές αντιλαϊκές δυνάμεις, να κατακτήσει σταθερή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και να το μετατρέψει από όργανο της αστικής δημοκρατίας σε όργανο της πραγματικής λαϊκής θέλησης», αλλά η ιστορική εξέλιξη ποτέ και πουθενά δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιας «δυνατότητας»! Ο καπιταλισμός, ο οποίος πράγματι είχε αναγκαστεί σε υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, τότε που κυριαρχούσε η επαναστατική γραμμή στο κομμουνιστικό κίνημα (χωρίς βεβαίως να έχει γίνει τόσο «πολύ αδύνατος», όσο τον εκτιμούσε ο Χρουστσιόφ), με την εφαρμογή της «νέας γραμμής» του Χρουστσιόφ και των επιγόνων του άρχισε να δυναμώνει ολοένα και περισσότερο, και να μετατρέπεται σε σύστημα ολοένα και πιο αντιδραστικό και αντιδημοκρατικό. Αποκορύφωμα αυτής της πορείας του καπιταλισμού είναι η δική μας εποχή, όταν το σύστημα αυτό, παρ’ όλο που παραδέρνει στην πιο αγιάτρευτη σαπίλα και στις πιο οξυμένες από ποτέ άλλοτε κοινωνικές ανισότητες και πληγές, νιώθει τόσο … «ασφαλές» και «στεγανοποιημένο» έναντι της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, ώστε πετάει πλέον στ’ αζήτητα κάθε μάσκα «δημοκρατισμού» ή «παραχωρήσεων στο λαό» και ρέπει -διαρκώς και πιο πολύ- προς την πιο μαύρη κοινωνική και πολιτική αντίδραση, στον απροκάλυπτο φασισμό και στην κρατική τρομοκρατία εναντίον των μαζών. Ακόμα και οι πάλαι ποτέ «φιλελεύθερες» και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της αστικής δημοκρατίας προσχώρησαν ανεπιστρεπτί στην πιο μαύρη αντιδραστική πολιτική του νεοσυντηρητισμού (βλ. τι γίνεται στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την ΕΕ! Μαύρη μαυρίλα…). Κανένα αστικό κοινοβούλιο δεν έγινε ποτέ ως τώρα, ούτε –πολύ περισσότερομπορεί να γίνει τώρα και στο μέλλον, όργανο της λαϊκής εξουσίας ή εργαλείο της λαϊκής βούλησης για τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας, κατά πώς νανούριζε τους λαούς του κόσμου ο Χρουστσιόφ και το 20ο Συνέδριο. Αντίθετα, μέσα από τέτοια παραμυθάκια, είτε τα ΚΚ έγιναν απλά κοινοβουλευτικά συμπληρώματα των αστικών κομμάτων και στη συνέχεια συνένοχα σε κάθε αντιλαϊκή, ακόμα και φιλοπόλεμη ιμπεριαλιστική πολιτική των αστών «συμμάχων» τους, μέχρι που μεταλλάχθηκαν πλήρως ή πέταξαν στα σκουπίδια ακόμα και τον τίτλο του ΚΚ (π.χ. στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης) είτε τα επαναστατικά κινήματα βρέθηκαν 153


ανέτοιμα σε κρίσιμες συγκυρίες, ή βρέθηκαν σχεδόν άοπλα από τον ταξικό εχθρό και υπέστησαν αληθινές τραγωδίες (όπως αυτή την οποία υπέστησαν το ΚΚ και όλες οι «δημοκρατικές και πατριωτικές δυνάμεις» της Χιλής που συγκροτούσαν την κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» του Σαλβαδόρ Αλλιέντε, το Σεπτέμβρη του 1973…). Κι ακόμα: Η ύπαρξη, πράγματι, ιδιομορφιών και ιδιοτυπιών στη σοσιαλιστική οικοδόμηση των διαφόρων χωρών δεν οδηγεί επ’ ουδενί λόγω στη δικαίωση της ρεβιζιονιστικής θεωρίας για την ύπαρξη «εθνικών σοσιαλιστικών μοντέλων», τα οποία δεν ακολουθούν τις ίδιες θεμελιώδεις αρχές και δεν διέπονται από τις ίδιες γενικές νομοτέλειες (δηλ. το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, την εθνικοποίηση της γης, της βιομηχανίας και των τραπεζών, την κεντρικά σχεδιασμένη ανάπτυξη ολόκληρης της οικονομίας κ.λπ.). Η γιουγκοσλαβική «αυτοδιαχείριση» που εφαρμόστηκε από την ηγεσία του Τίτο (αυτό το «αφορεσμένο από τον Στάλιν σύστημα», το οποίο τώρα, με το 20 ο συνέδριο, πράγματι ο Χρουστσιόφ «το ‘νομιμοποιεί’ απέναντι στους άλλους κομμουνιστές», όπως γράφει ο Σπύρος Λιναρδάτος) δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μορφή κρατικού καπιταλισμού, η οποία μάλιστα, επίσημα και ολοφάνερα στηριζόταν πάνω στον ανοιχτό αγοραίο ανταγωνισμό μεταξύ των ξεχωριστών «αυτοδιαχειριζόμενων» επιχειρήσεων, οι οποίες αποσκοπούσαν αποκλειστικά και μόνο στο δικό τους κέρδος και λειτουργούσαν σύμφωνα με τους ρυθμιστικούς «νόμους της αγοράς». Με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί, αφού στο προηγούμενο κεφάλαιο της μελέτης μας αναφερθήκαμε ξανά στη γιουγκοσλαβική «αυτοδιαχείριση», θα επισημάνουμε εδώ, για μια ακόμη φορά, ότι το μοντέλο αυτό ακύρωνε εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα κεντρικού σχεδιασμού της γιουγκοσλαβικής οικονομίας, ακύρωνε κάθε προοπτική ουσιαστικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής αλλά και της διαδικασίας ανταλλαγής και διανομής των αγαθών σύμφωνα με τις αρχές του σοσιαλισμού. Η «αυτοδιαχείριση» δεν άφηνε κανένα περιθώριο για τη λειτουργία του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού (για αδιάκοπη ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας και διαρκής βελτίωση της ποσότητας και της ποιότητας της παραγωγής με αποκλειστικό γνώμονα τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του λαού, ανάγκες που καταγράφονται και που σχεδιάζεται -εκ των προτέρων- η όλο και καλύτερη δυνατή ικανοποίησή τους). Το τιτοϊκό, πολυδιαφημισμένο στον καιρό του, «σοσιαλιστικό» μοντέλο δεν δημιουργούσε την παραμικρή προϋπόθεση για την κατάργηση της εμπορευματοποίησης της εργατικής δύναμης του ανθρώπου, για το βαθμιαίο αλλά πλήρες ξεπέρασμα του εμπορευματικού και καπιταλιστικού οικονομικού «νόμου της αξίας του εμπορεύματος», για το βαθμιαίο αλλά οριστικό ξεπέρασμα της εμπορευματικής μορφής στην παραγωγή και στην ανταλλαγή των προϊόντων. Η «αυτοδιαχειριζόμενη» παραγωγική μονάδα παρήγαγε όπως η ξεχωριστή από το κοινωνικό συμφέρον -και αδιάφορη γι’ αυτό- καπιταλιστική επιχείρηση, και ο σκοπός της ήταν να επικρατήσει στην αγορά έναντι των ανταγωνιστριών της. 154


Πάνω στη βάση αυτή, της «αυτοδιαχείρισης», ανδρώθηκε η νέα αστική τάξη της Γιουγκοσλαβίας, η οποία –πρωτίστως- αποτελούνταν από τους διευθυντές και το ανώτερο τεχνοκρατικό προσωπικό των «αυτοδιαχειριζόμενων» επιχειρήσεων. Πάνω στη βάση αυτή αναβίωσε και θέριεψε ξανά ο τοπικισμός και ο αστικός εθνικισμός μεταξύ των περιοχών της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, αφού η κάθε τοπική αστική τάξη προωθούσε αποκλειστικά τα συμφέροντά της σε βάρος των ανταγωνιστριών της, των άλλων γιουγκοσλαβικών ομόσπονδων δημοκρατιών. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας εκεί έχει τις βαθύτερες ρίζες της… Ο Χρουστσιόφ είχε, βεβαίως, τους λόγους του, ώστε να «νομιμοποιήσει» στα 1956 το αγοραίο σύστημα του Τίτο. Ήταν κι ο ίδιος ο Χρουστσιόφ, όπως και όλοι οι ρεβιζιονιστές της κλίκας του, οπαδός του … «σοσιαλισμού της αγοράς», οπαδός της εμπορευματοποίησης ή, όπως έλεγαν οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, της ολόπλευρης λειτουργίας του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική οικονομία. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί ανακήρυξαν το «νόμο της αξίας» σε …διαχρονικό νόμο που, δήθεν, προσιδιάζει απολύτως και στο σοσιαλισμό. Για τον Χρουστσιόφ και την ομάδα του, ο «νόμος της αξίας» και οι υπόλοιποι αγοραίοι νόμοι, οι οποίοι πράγματι δρουν περιορισμένα για ένα διάστημα και στο σοσιαλισμό, ενόσω υπάρχουν ακόμα υπολείμματα της εμπορευματικής παραγωγής, ζώνες όπου δεν έχει προχωρήσει ακόμα η πλήρης κοινωνικοποίηση, οι αγοραίοι αυτοί νόμοι, λοιπόν, δεν είναι εμπόδια στην πλήρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και της διανομής, όπως δίδαξαν οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού, όπως πίστευε κι ο ίδιος ο Στάλιν. Κατά τον Χρουστσιόφ, όχι μόνο δεν ίσχυε η διδασκαλία του Στάλιν, ότι ο «νόμος της αξίας» και οι λοιποί αγοραίοι νόμοι χάνουν τη σημασία τους, ατονούν και τελικά απονεκρώνονται ενόσω διαρκώς επεκτείνεται και προοδεύει η κοινωνικοποιημένη, σχεδιομετρικά αναπτυσσόμενη σοσιαλιστική οικονομία στην κατεύθυνση του κομμουνισμού, αλλά αντιθέτως ….έχουν πολύ σημαντικό ρόλο να παίξουν στο σοσιαλισμό και μάλιστα στον …. «αναπτυγμένο σοσιαλισμό»!!! Με τέτοιες τσαρλατάνικες θεωρίες, που ακυρώνουν την ίδια τη μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία, κυριάρχησε -σταδιακά αλλά ολοκληρωτικά- η νέα αστική τάξη και στην ΕΣΣΔ. Η λεγόμενη «οικονομική αρχή της πλήρους ιδιοσυντήρησης των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων», που εφαρμόστηκε γενικευμένα μετά το 1965, από τον Μπρέζνιεφ, τον Κοσίγκιν και τους λοιπούς επιγόνους του Χρουστσιόφ, κατέστρεψε ουσιαστικά τη σοσιαλιστική σχεδιομετρική ανάπτυξη της χώρας. Ήταν, σαν να λέμε, το …σοβιετικό μοντέλο «αυτοδιαχείρισης», που …διδασκόταν από την …τιτοϊκή ρεβιζιονιστική «πρωτοπορία» της παλινόρθωσης του καπιταλισμού! Η «αυτοδιαχείριση», λοιπόν, δεν είναι παρά μια αντιλενινιστική-αντεπιστημονική θεωρία και πρακτική ή, όπως απολύτως επιτυχημένα το έχει διατυπώσει ο Ενβέρ Χότζα στον τίτλο του ομώνυμου βιβλίου του, είναι μια «καπιταλιστική θεωρία και πράξη», εντελώς άσχετη με το μαρξισμό-λενινισμό. (Για το ζήτημα αυτό βλ. το εξαιρετικό βιβλίο του Ανδρέα Σκαμπαρδώνη «Μαρξισμός, αναρχισμός και ‘αυτοδιαχείριση’», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Παρασκήνιο».) 155


(ii) Οι σελ.534-536, του Β΄ αυτού τόμου, τον οποίο μελετούμε, είναι ένα λυσσαλέο κρεσέντο των αντισταλινικών- αντικομμουνιστικών συκοφαντιών, τις οποίες ξεφούρνισε αρχικά ο Χρουστσιόφ στο 20 ο Συνέδριο και τις οποίες στη συνέχεια αναπαρήγαγε και πολλαπλασίασε «επαρκώς και …δεόντως» η δυτική ιμπεριαλιστική προπαγάνδα. Στις σελίδες αυτές ο Σπύρος Λιναρδάτος έχει αναπαραγάγει όλο τον οχετό κι όλη την ανιστόρητη μπόχα και «πτωματολογία», που έγινε η σημαία του διεθνούς αντικομμουνισμού και την οποία, όπως ήδη έχουμε πει, στην Ελλάδα την ανέμιζαν και την ανεμίζουν με ιδιαίτερο ζήλο το «Συγκρότημα Λαμπράκη» και οι εκάστοτε δημοσιογραφικοί «μπιστικοί» του… Στις σελίδες αυτές αποκαλύπτεται για άλλη μια φορά ότι ο Λιναρδάτος ουδεμία σχέση έχει με το μαρξισμό-λενινισμό, ακόμα κι αν κάποτε ήταν …ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και της ΕΔΑ. Ο ιστορικός «μας» υιοθετεί άκριτα, σαν να ήταν θέσφατα ή ταμπού, όλες τις συκοφαντίες εναντίον του Στάλιν και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τις οποίες σκάρωσε ο Χρουστσιόφ και η κλίκα του στη διαβόητη «μυστική έκθεση» και τις οποίες διέδωσε «συμπληρωμένες» ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός για να υπονομεύσει τα ιδανικά και το κύρος των κομμουνιστών. Ο Λιναρδάτος στο σημείο αυτό αναπαράγει όλες τις τερατώδεις επινοήσεις περί «μαζικών εγκλημάτων» που διέταξε ο Στάλιν, περί «αυθαίρετων εκκαθαρίσεων», με τις οποίες ο Στάλιν «εξασθένισε το σοβιετικό στρατό», ενώ μηρυκάζει και τις χρουστσιοφικές συκοφαντίες ότι δήθεν ο Στάλιν «αγνόησε τις προειδοποιήσεις για την επικείμενη επίθεση του Χίτλερ, με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστεί η χώρα τον Ιούνιο του 1941», ότι «με τις αυθαίρετες επεμβάσεις του προκάλεσε στο στράτευμα ήττες και καταστροφές ολόκληρων τμημάτων στη διάρκεια του πολέμου», ότι επίσης «ο σταλινικός δεσποτισμός αποκορυφώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο», ότι «μετακίνησαν ολόκληρες εθνότητες και εκτόπισαν εκατομμύρια πολίτες στα στρατόπεδα της Σιβηρίας» και άλλα τέτοια φοβερά και τρομερά, ικανά να κάνουν να ορθώνονται από φρίκη και αγανάκτηση οι τρίχες της κεφαλής κάθε -αμαθούς και αδαούς περί τη σοβιετική ιστορία- «ευαίσθητου ανθρώπου της δημοκρατικής Δύσεως»… Για αυτή καθαυτή τη «μυστική έκθεση» του Χρουστσιόφ έχουμε ήδη μιλήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο θρασύδειλος αυτός πολιτικός τσαρλατάνος έκανε ότι δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν, ενώ βοούσε η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, σχεδόν πέντε ολόκληρα χρόνια μετά το 20ο συνέδριο, κι ότι την έκανε εκ νέου σημαία του στο 22 ο συνέδριο, όταν ήθελε να δικαιολογήσει τα νέα φληναφήματά του περί «παλλαϊκού κράτους και παλλαϊκού κόμματος», που ήταν η μάσκα της νέας αστικής τάξης της ΕΣΣΔ στην εξάρθρωση της δικτατορίας του προλεταριάτου και του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι τερατολογίες και η πτωματολογία που διακρίνουν αυτή τη συκοφαντική επινόηση έγιναν η βάση για να γραφτούν και να διαδοθούν ακόμα μεγαλύτερες τερατολογίες, για να πλαστεί ένας αχταρμάς, όπου οι έννοιες «εκκαθάριση του ΚΚ από τον οπορτουνισμό», «συλλήψεις και δίκες αντεπαναστατών για σοβαρά εγκλήματα και για δωσιλογισμό», «διοικητική εκτόπιση πληθυσμών που συνεργάστηκαν με τους κουλάκους αντεπαναστάτες το 1930 και με τους Γερμανούς εισβολείς το 1941-45» έγιναν ένα και το αυτό με τις …«μαζικές αυθαίρετες 156


εκτοπίσεις κι εκτελέσεις» και με την «καταναγκαστική εργασία στα στρατόπεδα της Σιβηρίας»!!!! Κι όλα αυτά μαζί βαφτίστηκαν «σταλινικά εγκλήματα», ενώ κάθε ένας που τυχόν συνελήφθη ή τιμωρήθηκε για ένα διάστημα την εποχή εκείνη θεωρήθηκε «θύμα του σταλινισμού», ακόμα κι αν ήταν παραβάτης του κοινού ποινικού δικαίου, κι ενώ, επίσης, ορισμένοι από τους πλαστογράφους της ιστορίας ταυτίζουν έντεχνα και πολύ πονηρά την -έτσι κι αλλιώς αγύρτικη- έννοια «θύμα του σταλινισμού» με την έννοια … «πτώμα»!! Και πολλαπλασιάζουν δεκάδες κι εκατοντάδες φορές όλους όσοι τιμωρήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τη μια ή την άλλη ποινή στις δεκαετίες 1930-1950, για να συναγάγουν τον …αριθμό των πτωμάτων του «επάρατου σταλινισμού»!!! Μιλάμε εδώ για μια τέτοια αριθμητική, η οποία κινδυνεύει να χάσει κάθε μέτρο και να παρουσιάσει ως …πτώματα σχεδόν όλο το σοβιετικό λαό!!!! Οι τερατολόγοι-πτωματολόγοι του ιμπεριαλισμού έχουν χάσει τόσο πολύ το μέτρο και τη σοβαρότητα, που γίνονται καταγέλαστοι από ένα και μόνο γεγονός: Ενώ αυτοί σκυλιάζουν για να μετρήσουν εκατομμύρια «πτώματα», ο πληθυσμός της Σοβιετικής Ένωσης στη δεκαετία του 1930 και φυσικά και μετά το 1945, αυξανόταν σταθερά, ενώ και οι όροι της ζωής διαρκώς βελτιώνονταν παρά τις χίλιες μύριες δυσκολίες και τα ερείπια που άφησε πίσω της η χιτλερική λαίλαπα… Όταν όμως θέλεις να επιβάλεις τα ιμπεριαλιστικά μυθεύματα ως ιστορική αλήθεια, δεν υπάρχει …όριο στην ψευτιά που θα μεταχειριστείς. Αυτό συμβαίνει με όλους τους «πτωματολόγους» διαστρεβλωτές της σοβιετικής ιστορίας, από τον Κόνκουεστ ως το δικό μας, το Σπύρο Λιναρδάτο και τους ομοίους του, χτεσινούς και σημερινούς. Ας μην περιμένουμε από κανέναν παρόμοιο διαστρεβλωτή της ιστορίας να μελετήσει ψύχραιμα τα δεδομένα της εποχής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και έπειτα να διακρίνει: -ποιες ήταν οι περιπτώσεις που καταδικάστηκαν σε θάνατο και γιατί, -ποιες ήταν οι περιπτώσεις εκείνων που υποχρεώθηκαν για ένα διάστημα να εκτίσουν ποινή καταναγκαστικών έργων σε στρατόπεδο, και γιατί, -ποιες ήταν οι περιπτώσεις πληθυσμιακών ομάδων που εκτοπίστηκαν διοικητικά και υποχρεωτικά μετεγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ και, κυρίως, γιατί συνέβη αυτό (π.χ. πληθυσμοί Τσετσένων ή Γερμανών ή και Ελληνοποντίων…), -ποιοι κομματικοί και κρατικοί αξιωματούχοι και ποιοι αξιωματικοί του Κόκκινου Στρατού καθαιρέθηκαν ή απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους στο ΚΚΣΕ, στο σοβιετικό κράτος και στις ένοπλες δυνάμεις, και για ποιο λόγο ο καθένας τους. Αν κάποιος τυφλωθεί ολότελα από τον αντικομμουνισμό του και γυρεύει μόνο να μετράει πτώματα και ποταμούς αίματος για να δημιουργεί εντυπώσεις, τότε ο μόνος δρόμος είναι να τα κάνει όλα αυτά που προαναφέραμε ένα «χαρμάνι … ματωμένης λάσπης» και να τα εκτοξεύει ενάντια στην ίδια την ιστορική αλήθεια. Όσο για μας, θα επαναλάβουμε αυτό που είπαμε και παραπάνω, και το οποίο επιβάλλει η ίδια η συνείδηση, η δικαιοσύνη και η αλήθεια: είμαστε έτοιμοι να κρίνουμε αυστηρά και να καταδικάσουμε οποιαδήποτε αδικία, οποιαδήποτε άδικη μεταχείριση και ποινή που ο οποιοσδήποτε διοικητικός μηχανισμός επέβαλε άκριτα, μεροληπτικά ή λαθεμένα σε βάρος οποιουδήποτε ανθρώπου. Γιατί, όπως έγραφε ο θρυλικός 157


κομμουνιστής επαναστάτης Τσε Γκεβάρα, στο αποχαιρετιστήριο γράμμα που άφησε στα παιδιά του: «Πάνω απ’ όλα, να είστε πάντα ικανοί να νιώθετε βαθιά μέσα σας οποιαδήποτε αδικία διαπράττεται ενάντια σε οποιονδήποτε, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου…» ( βλ. Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, «Κείμενα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1996, σελ. 193). Καταδικάζουμε κάθε αδικία και μαχόμαστε για μια κοινωνία όπου θα λείψει η ανάγκη οιουδήποτε καταναγκασμού και οιασδήποτε καταπιεστικής, διοικητικής ή ποινικής επιβολής πάνω σε οποιονδήποτε άνθρωπο. Αυτό, όμως, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την άκριτη και πλαστή πτωματολογία ούτε με τη γενικότερη διαστρέβλωση της ιστορίας, που διαπράττουν όσοι θέλουν να παρουσιάσουν το μαύρο για άσπρο. Την αλήθεια για τους ανθρώπους που υπέστησαν οποιασδήποτε μορφής ποινή στα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ξεχωρίζοντας την αλήθεια από το ψέμα, τη δικαιοσύνη από την αδικία ή την αυθαιρεσία, «την ήρα από το στάρι», είμαστε σίγουροι ότι θα τη γράψουν αντικειμενικά και αμερόληπτα, με τρόπο απολύτως χρήσιμο και διδακτικό για τις γενιές του μέλλοντος, οι ιστορικοί της απελευθερωμένης από τον καπιταλισμό αυριανής σοσιαλιστικής ανθρωπότητας. Ο Λιναρδάτος ήταν παντελώς ακατάλληλος για ένα τέτοιο λειτούργημα. Γιατί σκοπός του ήταν να μην φτάσει ποτέ η ανθρωπότητα σ’ ένα τέτοιο λεύτερο και σοσιαλιστικό αύριο. Γιατί ήξερε ότι ένα τέτοιο αύριο των Λαών είναι ασύμβατο με τα συμφέροντα του «Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη» και της αστικής τάξης συνολικά. Γιατί ο Σπύρος Λιναρδάτος διάλεξε να γράψει την ιστορία με κριτήριο τα συμφέροντα της αστικής τάξης… (iii) Στη σελ.535, ο Λιναρδάτος αποκαλύπτει πλήρως την πραγματική ιδεολογία του και τις πραγματικές πολιτικές του επιδιώξεις, που είναι οι επιδιώξεις και οι στόχοι όλων των ομοϊδεατών και συνοδοιπόρων του στην αντισταλινική-αντικομμουνιστική πλαστογράφηση της ιστορίας. Ιδεολογία του, λοιπόν, ήταν ο αστικός «φιλελευθερισμός» και αποκλειστική επιδίωξή του η –κατά το δυνατόν ταχύτερηπαλινόρθωση του καπιταλισμού, της δικτατορίας της αστικής τάξης και στη Σοβιετική Ένωση, υπό το προσωπείο φυσικά «των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Το πρώην στέλεχος του ΚΚΕ και της ΕΔΑ στο σημείο αυτό μάς θυμίζει κάτι το οποίο διατύπωσε πολλά χρόνια αργότερα για τον εαυτό του, αφού ολοκλήρωσε το έργο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην ΕΣΣΔ, ο διαβόητος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (ο τόσο …αγαπητός στον Ρήγκαν, στη Θάτσερ, στον Κολ και στα δυτικά προπαγανδιστικά φερέφωνα, «Μάικλ Γκόρμπι» του 1989-1991): αν και ηγετικό στέλεχος επί δεκαετίες του ΚΚ, δεν είχε ποτέ του την παραμικρή σχέση με την ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού. Ακόμα κι όταν ορκιζόταν αιώνια αφοσίωση στους τύπους και στο γράμμα αυτής της θεωρίας… Ο Λιναρδάτος, ο οποίος το 1980 πίστευε ότι η …«δογματική»-«νέο-σταλινική»(!!!) κλίκα του Μπρέζνιεφ είχε φρενάρει οριστικά το τόσο … «θεάρεστο» έργο του Χρουστσιόφ και του 20ου Συνεδρίου, δεν μπορούσε να βάλει στο νου του, ούτε καν ως 158


υποψία, ότι πίσω από το κόκκινο λούστρο όλα «δούλευαν ρολόι» για το …μεγάλο σκοπό της πλήρους καπιταλιστικής παλινόρθωσης!! Δεν είχε ιδέα για το γεγονός ότι όλοι οι κ.κ. «Γκόρμπι» και σία είχαν εδραιωθεί για τα καλά στο Πολιτικό Γραφείο και στην Κεντρική Επιτροπή του ρεβιζιονιστικού ΚΚΣΕ, όσους φαφλατάδικους δεκάρικους κι αν έβγαζε προς τα έξω η Μόσχα περί «αταλάντευτης πίστης ολόκληρης της σοβιετικής ηγεσίας στα ιδανικά του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης»… Οι επιδιώξεις, λοιπόν, του ιστορικού «μας» συγγραφέα από τον Χρουστσιόφ και από το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, οι οποίες, όμως, στα 1956, αλλά ακόμα και στα 1960 και στα 1970 δεν μπορούσαν άμεσα και γρήγορα να επιτευχθούν, γιατί ακόμα τότε υπήρχε ο κίνδυνος να …κυνηγήσει με τις πέτρες η εργατική τάξη κι ολόκληρος ο Σοβιετικός Λαός οποιονδήποτε επίδοξο εφαρμοστή τους, ήταν: -Να σταματήσει από τη σοβιετική ηγεσία κάθε αναφορά στο μαρξισμό-λενινισμό κι όχι μόνο στον Στάλιν, αλλά και στον ίδιο το Βλαδίμηρο Λένιν! Ο Λιναρδάτος επικρίνει ακόμα και την υποκριτική, αλλά τόσο …αναγκαία στους Σοβιετικούς ρεβιζιονιστές εκείνης της εποχής προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τον αναθεωρητισμό τους ως δήθεν «αποκατάσταση του λενινισμού». Αγανακτεί, λοιπόν, για την «‘εξύμνηση’ τώρα (εννοεί: μετά το 20ο Συνέδριο)», αντί των Λένιν και Στάλιν, «μόνο του μεγαλοφυούς Βλαδίμηρου Ιλίτς». Λησμονεί ο Λιναρδάτος ότι δεν είναι οι βερμπαλισμοί, αλλά τα έργα αυτά που κρίνουν την πραγματική ιδεολογική ταυτότητα του καθενός. Εκεί οι χρουστσιοφικοί έδειξαν τον πραγματικό εαυτό τους, ενώ ο Λιναρδάτος «μας», ακόμα και με τις διατυπώσεις του, απλώς αποδεικνύει το οριστικό διαζύγιό του με την κομμουνιστική ιδεολογία. -Να σταματήσει κάθε έλεγχος της σοβιετικής εξουσίας πάνω στους φορείς ανοιχτής και συγκεκαλυμμένης αντεπανάστασης, ακόμα κι αν επρόκειτο για πράκτορες των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού, που υπονόμευαν την ΕΣΣΔ! Αγανακτεί και ωρύεται ο συγγραφέας του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», με ορολογία και φρασεολογία βγαλμένη κατευθείαν από τα προπαγανδιστικά κιτάπια των ιμπεριαλιστών και των «σοβιετολόγων» γραφιάδων τους, για το «σιδερένιο έλεγχο της μυστικής αστυνομίας σε ολόκληρη τη χώρα»… Ακριβώς επειδή ο σκοπός του είναι να πιστέψει όλος ο κόσμος ότι ΕΣΣΔ σημαίνει «μυστική αστυνομία», «στρατόπεδα» και «αυθαίρετοι διωγμοί αθώων θυμάτων»! Η αλήθεια κομμένη και ραμμένη στα μέτρα και στις επιδιώξεις των καπιταλιστών εκμεταλλευτών. Λέγε-λέγε, όλο και κάτι θα μείνει! Όπως ακριβώς το «δίδαξε» ο «δόκτωρ Γκέμπελς»!!… -Να αποκατασταθούν άμεσα από το ΚΚΣΕ και το σοβιετικό κράτος, όλοι οι καταδικασμένοι για αντεπαναστατική, συνωμοτική και αντισοβιετική δολοφονική δράση πράκτορες του ταξικού εχθρού, δηλαδή …οι επίδοξοι πραξικοπηματίες ακόμα και οι δωσίλογοι των δεκαετιών του 1930 και του 1940! -Να παραδοθεί η σοβιετική τέχνη και ο σοβιετικός πολιτισμός στην αστική ιδεολογία και επιρροή και να καταπνιγούν ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός κι ο μαρξισμόςλενινισμός, δηλ. η πρωτοπόρα, καθοδηγητική θεωρία της τέχνης και της κουλτούρας του σοσιαλισμού! 159


-Να παραδοθεί ανοιχτά η ίδια η εξουσία στους οπαδούς του καπιταλισμού, μέσα από τον έτσι λεγόμενο «ελεύθερο ανταγωνισμό των κομμάτων» και την «κατάργηση του μονοκομματισμού», δηλαδή του καθοδηγητικού ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος στη σοσιαλιστική κοινωνία. Για τον Λιναρδάτο και την αστική τάξη, την οποία εκφράζει, είναι αδιανόητο να καθοδηγεί την υπόθεση της μετάβασης από την εκμεταλλευτική στην αταξική κοινωνία το επαναστατικό επιτελείο της εργατικής τάξης και η εργατική-λαϊκή εξουσία. Γι’ αυτό γράφει με πάθος κι «αγανάκτηση» ενάντια στον τόσο …επάρατο καθοδηγητικό πολιτικό ρόλο («έλεγχο» τον ονομάζει) της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ «και στην ουσία μιας μικρής ομάδας σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της χώρας», ο οποίος μετά και το 20ο Συνέδριο «δεν θα χαλαρωθεί». Γι’ αυτό και αγανακτεί με το ΚΚΣΕ και τα ηγετικά του στελέχη, και τα κατηγορεί για «απροθυμία να αποκαλυφθούν οι πραγματικές αιτίες των αδυναμιών του συστήματος». Κατά την αντίληψη του Λιναρδάτου, όπως και των «ευρωκομμουνιστών» της δεκαετίας του 1970-80, δηλαδή σύμφωνα με την αντίληψη που συμφέρει απολύτως στην αστική τάξη, ο «σοσιαλισμός» πρέπει να σημαίνει τη δυνατότητα …εναλλαγής ανά 4-5 χρόνια της κοινωνικής με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα της παραγωγής, ανάλογα με την εκλογική επικράτηση των οπαδών της μιας ή της άλλης πολιτικής «άποψης»! Κι επειδή, βέβαια, δεν ήταν ούτε ο ίδιος ο Λιναρδάτος ούτε οι ομοϊδεάτες του τόσο αφελείς, ώστε να πιστεύουν πραγματικά ότι υπάρχει κοινωνικό-οικονομικό σύστημα που να …εναλλάσσεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με το εντελώς αντίθετό του και τούμπαλιν, γίνεται ολοφάνερο ότι ο συγγραφέας «μας» και όλοι αυτοί οι οπαδοί παρόμοιων απόψεων εννοούν ένα και μόνο πράγμα, το οποίο απλώς και συγκαλύπτουν πίσω από τις φιοριτούρες τους περί «ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού των κομμάτων»: ότι δηλ. στον δήθεν «σοσιαλισμό» τους παραμένουν ανέγγιχτες η καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και, συνεπώς, η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και του λαού από το κεφάλαιο. Είναι, λοιπόν, ολότελα διαφορετικό αυτό που επιδιώκουν οι εχθροί του πραγματικού σοσιαλισμού από την απαίτηση των λαϊκών μαζών να βαθαίνει και να πλαταίνει διαρκώς στο σοσιαλισμό η εργατική δημοκρατία σε κάθε επίπεδο και πρωτίστως στον ίδιο τον τόπο της παραγωγής. Είναι ολότελα διαφορετικό το κάλπικο αίτημα του Λιναρδάτου, για υιοθέτηση του αστικού τύπου κοινοβουλευτισμού στο σοσιαλισμό, από τη διαρκή πάλη της εργατικής τάξης και του λαού, ώστε να ελέγχουν ουσιαστικά και αποτελεσματικά όλη την κοινωνική παραγωγή, ολόκληρη την κρατική μηχανή του σοσιαλιστικού κράτους, ολόκληρο το κομμουνιστικό επιτελείο τους και να τσακίζουν αλύπητα, εν τη γενέσει της, κάθε απόπειρα υποταγής της σοσιαλιστικής κοινωνίας σε ομάδες διεφθαρμένων ή καιροσκοπικών στελεχών, σε ομάδες γραφειοκρατών ή επίδοξων «προνομιούχων». Εκεί βρίσκεται η ουσία της ταξικής πάλης στη νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Μέσα στην πάλη αυτή αναπτύσσεται καθημερινά ο πιο πλατύς και ουσιαστικός εκδημοκρατισμός της κοινωνικοπολιτικής ζωής και η σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία αποδεικνύεται έμπρακτα χίλιες φορές πιο δημοκρατική για το Λαό, ακόμα κι από τη δημοκρατικότερη αστική δημοκρατία, για να 160


θυμηθούμε την περίφημη διατύπωση του Λένιν, που έπεσε σαν κεραυνός το 1918 στο κεφάλι του αποστάτη Κάουτσκι και που παραμένει πάντα κεραυνός και φωτιά ενάντια σε κάθε Λιναρδάτο, ενάντια σε κάθε καιροσκόπο και συκοφάντη οποιασδήποτε μάρκας! Μέσα στη διαρκή πορεία της επανάστασης προς την ολοένα και μεγαλύτερη και βαθύτερη κοινωνικοποίηση βρίσκεται και η ουσιαστική δημοκρατία και ελευθερία των εργαζομένων, κι όχι στην αστική κοινοβουλευτική σαπίλα που απλώς αναθέτει τις τύχες των μαζών στα νύχια των εκμεταλλευτών τους. Άλλωστε σήμερα στην ίδια τη Δύση της ακραίας εκμετάλλευσης, της διαρκούς, ασύδοτης φασιστικοποίησης και του άκρατου αντιλαϊκού αυταρχισμού η «πολυκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία» αποδεικνύεται ένα κούφιο τσόφλι, το οποίο περιβάλλει την πιο στεγανή και σιδερένια εξουσία των εκμεταλλευτών, των ιμπεριαλιστών δολοφόνων και κανίβαλων που έχει υπάρξει ως τώρα στην ιστορία της ανθρωπότητας… Αλλά όλα αυτά είναι ασύμβατα με την αστική ιδεολογία του πρώην «κομμουνιστή» Σπύρου Λιναρδάτου. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνει τις πολιτικές του αυτές πομφόλυγες, -που τόση «λάμψη» είχαν στους απατεώνες εκείνους καιρούς στους οποίους πρωτογράφτηκαν και πρωτολανσαρίστηκαν στην πολιτική πιάτσα- ώστε τις επαναλαμβάνει και παρακάτω, στη σελ. 544 του εξεταζόμενου έργου του… (iv) Στις σελίδες 535-536 του 12ου κεφαλαίου, αλλά και στις σελίδες 609-614 του 13ου κεφαλαίου τούτου του Β΄ τόμου, ο Σπύρος Λιναρδάτος αναφέρεται λεπτομερώς στις επιπτώσεις που είχε το 20 ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και η πραξικοπηματική δράση της χρουστσιοφικής κλίκας για έλεγχο όλων των ΚΚ των σοσιαλιστικών χωρών, στην Πολωνία και κυρίως στην Ουγγαρία του 1956. Η Πολωνία αλλά και η Ουγγαρία ήταν οι δυο αδύνατοι κρίκοι του σοσιαλιστικού συστήματος, γιατί εκεί η ταξική πάλη συνεχιζόταν διαρκώς πολύ έντονη ανάμεσα στην εργατική τάξη και στα πανίσχυρα ακόμα στοιχεία της αστικής τάξης και των τσιφλικάδων, που με τη βοήθεια των πιο μαύρων και αντιδραστικών εσωτερικών μηχανισμών, αλλά και την ανοιχτή στήριξη του ιμπεριαλισμού βυσσοδομούσαν ανοιχτά για να εμποδίσουν κάθε βήμα προς την οικοδόμηση και εδραίωση των βάσεων του σοσιαλισμού, κάθε βήμα προς την κοινωνικοποίηση και την κοινωνική αλλαγή. Εκεί, λοιπόν, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, οι αντιδραστικοί εκμεταλλεύτηκαν με τον πιο έντονο τρόπο την αντισταλινική συκοφαντική υστερία της χρουστσιοφικής κλίκας, για να διεγείρουν τον πιο έντονο αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό, κυρίως στα μικροαστικά κοινωνικά στρώματα, που αποτελούσαν μεγάλη και κρίσιμη ταλαντευόμενη μάζα μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης. Αξιοποίησαν έντεχνα κάθε λάθος, κάθε έλλειψη, κάθε γραφειοκρατική παρέκκλιση και διαστρέβλωση και με τη βοήθεια των χρουστσιοφικών και των τιτοϊκών εδραιώθηκαν στην πολιτική ζωή. Ξεκίνησαν με τα συνήθη μυθεύματα, ότι εκπροσωπούν δήθεν τον «αντιγραφειοκρατικό σοσιαλισμό με ελευθερία και ανθρώπινο πρόσωπο» και την «εθνική ανεξαρτησία» (εκμεταλλευόμενοι και 161


διαστρέφοντας έντεχνα τις βαθύτατες εθνικο-ανεξαρτησιακές δημοκρατικές παραδόσεις και αντιλήψεις του Πολωνικού και του Ουγγρικού Λαού, ερεθίζοντας ακόμα και το αντι-ρωσικό αίσθημα που υπήρχε εκεί σε πολύ κόσμο από την εποχή της τσαρικής απολυταρχικής εξουσίας και καταπίεσης…) και κατέληξαν στην ανοιχτή αντεπανάσταση, η οποία: στην μεν Πολωνία συμβιβάστηκε από ένα σημείο και πέρα με την ύπαρξη μιας ανοιχτά δεξιάς οπορτουνιστικής ηγεσίας, στη δε Ουγγαρία κατέληξε σε ανοιχτό ένοπλο αντεπαναστατικό αιματοκύλισμα της εργατικής τάξης και του λαού, το οποίο οξύνθηκε με την επέμβαση των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Χρουστσιόφ επενέβη ένοπλα, όχι φυσικά από κάποιο πραγματικό ενδιαφέρον για την προλεταριακή εξουσία στην Ουγγαρία, αλλά μόνο μπροστά στον κίνδυνο οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές και οι Δυτικογερμανοί ρεβανσιστές (παρακεντέδες των ΗΠΑ το 1956) να ελέγξουν γεωστρατηγικά την Ουγγαρία και να την αποκόψουν από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, το οποίο πλέον οι επίδοξοι σοσιαλιμπεριαλιστές ρεβιζιονιστές ηγέτες του Κρεμλίνου το προόριζαν για όργανο του απόλυτου μεγαλοκρατικού ελέγχου τους στην Ανατολική Ευρώπη… Αρχικά, ο Λιναρδάτος δηλώνει την ικανοποίησή του για την ανάδειξη των ρεβιζιονιστών Βλαντισλάβ Γκομούλκα και Ίμρε Νάγκυ στην ηγεσία της Πολωνίας και της Ουγγαρίας αντίστοιχα. Ο ιστορικός «μας» είναι ακραιφνής θαυμαστής αυτών των δυο προσωπικοτήτων και των αντιλήψεών τους. Σήμερα ξέρουμε πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος του Γκομούλκα και της δεξιάς αναθεωρητικής πολιτικής που αυτός επέβαλε στο Πολωνικό Ενοποιημένο Εργατικό Κόμμα. Αφενός μεν οδήγησε στην ανακοπή της διαδικασίας οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Πολωνία και κατόπιν στην αποφασιστική προώθηση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Αρκεί και μόνο να θυμηθούμε ότι ο Γκομούλκα προώθησε την ιδιωτική καλλιέργεια της γης και την επιστροφή τεράστιων αγροτικών εκτάσεων στην αντιδραστική ως το μεδούλι πολωνική ρωμαιοκαθολική παπαδοκρατία… Επίσης, είναι γνωστός, από το 1956-57, ο ύπουλος ρόλος του Νάγκυ στην προετοιμασία και την εξαπόλυση της ουγγρικής αντεπανάστασης του 1956. Οι χρουστσιοφικοί τον αποκήρυξαν και τελικά τον εξόντωσαν, μόνο όταν κατάλαβαν ότι τους είχε κοροϊδέψει και είχε ξεπουληθεί «ψυχῇ τε και σώματι» στο «μπάρμπα Σαμ» και στα δολάριά του… Φυσικά ο Λιναρδάτος πουθενά δεν κάνει λόγο για το «μυστηριώδη» και πολύ ύποπτο αιφνίδιο θάνατο του Πολωνού κομμουνιστή ηγέτη Μπολεσλάβ Μπιερούτ λίγο μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που άνοιξε το δρόμο ώστε η χρουστσιοφική ηγεσία να επιβάλει τον Γκομούλκα στην ηγεσία της Πολωνίας. Ταυτόχρονα, δεν κρύβει με τίποτα το μίσος του για τον Ούγγρο κομμουνιστή ηγέτη Ματίας Ράκοσι, του οποίου την ανατροπή -εκ των έσω επίσης- μεθόδευσε η χρουστσιοφική κλίκα του Κρεμλίνου, ώστε να ανοίξει την πόρτα στον οπορτουνιστή και γνωστό «τιτοϊκό» Νάγκυ, ο οποίος παρουσιαζόταν τότε ως πιστός στην πολιτική του Χρουστσιόφ και της Μόσχας. Το μίσος του Λιναρδάτου για την ηγεσία του Ουγγρικού Εργατικού Κόμματος και για τον Ράκοσι προσωπικά, εκδηλώνεται μέσα από την ίδια την τετριμμένη πια «εικόνα φρίκης» που πάει να λανσάρει για τη Λ.Δ. της Ουγγαρίας (1946-1956). Ο ιστορικός «μας» δεν βλέπει τίποτε άλλο μπροστά του παρά (μαντέψτε το! Τι άλλο!) δεκάδες 162


χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους και … «στρατόπεδα» για τους αντιφρονούντες!!! Τι άλλο όμως να ακούσεις «από του κόρακα το στόμα»; Λέξη δεν αναφέρει ο καλός μας συγγραφέας για την αναγκαστική πολιτική καταστολής -εκείνο το διάστημα- ενάντια σε μια μεγάλη μάζα ουγγρικού φασισταριού, η οποία είχε κατατυραννήσει τον ουγγρικό λαό τις προηγούμενες δεκαετίες (στη δικτατορία του Χόρτυ) και είχε πάρει μέρος στον πόλεμο, επίσημα στο πλευρό του Χίτλερ, στον οποίον είχε παραδώσει την πραγματική εξουσία… Οι Ούγγροι φασίστες ήταν από τους πιο πρόθυμους συμμάχους των Ναζί στην εκστρατεία εναντίον της ΕΣΣΔ. Λέξη δεν αναφέρει, επίσης, για τη διαρκή υπονόμευση της νεότευκτης λαϊκής εξουσίας από τις οργανωμένες αντεπαναστατικές συμμορίες των πρώην «αριστοκρατών-τσιφλικάδων» και κυρίως το αδιάκοπο σαμποτάζ εναντίον της σοσιαλιστικής συνεταιριστικής γεωργίας από τους βασιβουζούκους της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής εξουσίας που πριν λίγο ανατράπηκε… Σκοπός του Λιναρδάτου και εδώ, όπως και παντού είναι να σπείρει την αντικομμουνιστική απέχθεια στους αδαείς «ευαίσθητους» μικροαστούς, οι οποίοι πρέπει να νιώθουν τρόμο στη σκέψη και μόνο ότι η εργατική τάξη στην επανάστασή της είναι υποχρεωμένη να συντρίψει την αντίδραση του ταξικού εχθρού, γιατί αλλιώς θα συντριβεί η ίδια, αδίστακτα, από αυτόν. Όμως, όποιος ξέρει την ιστορία του ίδιου του επαναστατικού κινήματος στην Ουγγαρία και το πώς συνετρίβη από την ντόπια αντίδραση και τους ιμπεριαλιστές η Σοβιετική Δημοκρατία της Ουγγαρίας το 1919, ξέρει καλά ότι ο ταξικός εχθρός δεν αστειεύεται. Νιώθει τον πραγματικό ρόλο του δημοσιογράφου του «Δ.Ο.Λ.» Σπύρου Λιναρδάτου. Οι αυταπάτες εκεί και τελειώνουν, οριστικά… Η αφήγηση από τον Λιναρδάτο των γεγονότων της ουγγρικής αντεπανάστασης (κεφ. 13, σελ. 609-614) που οδήγησαν στο μεγάλο αιματοκύλισμα της Βουδαπέστης, με την επέμβαση και του σοβιετικού στρατού, είναι -ουσιαστικά- μια αντιγραφή των αφηγήσεων των δυο -γνωστών μας πλέον- αντισοβιετικών και αντικομμουνιστών «μεντόρων» του ιστορικού «μας», των Καρτιέ και Χόροβιτς. Ωστόσο, ο Σπύρος Λιναρδάτος στην εκτενή αυτή αφήγησή του, που αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά, δεν μπορεί με τίποτα να αποκρύψει ότι: - Ο ρόλος του Τίτο στη μεθόδευση της αντεπανάστασης υπήρξε πολύ βρώμικος. Ήταν το στήριγμα ουσιαστικά των ρεβιζιονιστών της Ουγγαρίας, την εποχή που «μαγείρευαν» την αντεπανάσταση. Ο Λιναρδάτος, όμως, παραμένει πάντα σταθερός «φιλοτιτοϊκός», ακριβώς γιατί εκτιμά τον αντεπαναστατικό αυτό ρόλο του Τίτο. Στο ίδιο αυτό κεφ. 13 του Β΄ τόμου, στη σελίδα 569, έχει ήδη πανηγυρίσει για τη διάλυση της ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ από τον Χρουστσιόφ, το 1956. Συκοφαντεί, για άλλη μια φορά αυτό το «Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων», ότι ακολουθούσε «δουλικά» τη γραμμή του Στάλιν και χαρακτηρίζει τη μεθόδευση αυτή του Χρουστσιόφ ως «φιλοφρόνηση προς τον Τίτο», ενόψει του επίσημου ανοίγματος της ΕΣΣΔ προς τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης, ο Λιναρδάτος επιχαίρει για την καθαίρεση από τα αξιώματά του τού παλαιού μπολσεβίκου, ηγετικού στελέχους του ΚΚΣΕ και για δυο δεκαετίες υπουργού των Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Βιατσεσλάβ 163


Μολότοφ, συμβολικά «μια μέρα πριν φτάσει» ο Τίτο στη Μόσχα, τον Απρίλη του 1956… Τίτο και Χρουστσιόφ αποδεικνύονται, για άλλη μια φορά, «αδέρφια» στην επιβολή του αναθεωρητισμού μέσα στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα. Ένα κίνημα που ακόμα κι όταν στα 1957 και στα 1960 -μαζί και με το χρουστσιοφικό ΚΚΣΕ- συνυπέγραφε θεωρητικές-πολιτικές διακηρύξεις ενάντια στο γιουγκοσλαβικό ρεβιζιονισμό, είχε για τα καλά δεθεί πίσω από το άρμα του ρεβιζιονισμού, στην κατεύθυνση που πρώτος χάραξε ο Τίτο. Είναι πλέον φανερό ότι ο Χρουστσιόφ με πολλή πονηριά «αποκήρυσσε», κατά καιρούς, στα λόγια τον «αδελφό» ρεβιζιονιστή στρατάρχη του Βελιγραδίου, όταν εκείνος -με το προσωπείο του «ηγέτη των αδεσμεύτων»- του «έκανε τσαλιμάκια» και έπαιζε περισσότερο το χαρτί του δυτικού ιμπεριαλισμού στον αδυσώπητο ανταγωνισμό ΗΠΑ- ρεβιζιονιστικής ΕΣΣΔ για την παγκόσμια κυριαρχία. Αργότερα, ο Τίτο ξαναγινόταν …«αγαπητός σύντροφος». Τα ίδια συνέβαιναν και επί Μπρέζνιεφ. Αλλά ας μη γυρεύουμε καμιά πολιτική αρχών από σοσιαλιμπεριαλιστές καιροσκόπους… - Η θέση στην οποία βρέθηκαν οι ρεβιζιονιστές ηγέτες του Κρεμλίνου (Χρουστσιόφ, Μικογιάν, Σουσλόφ…) έγινε εξαιρετικά δύσκολη το φθινόπωρο του 1956, όταν είδαν με μεγάλη τους έκπληξη ότι οι Ούγγροι ρεβιζιονιστές ηγέτες, τους οποίους –με επικεφαλής τον Νάγκυ- οι ίδιοι οι Σοβιετικοί είχαν προωθήσει και επιβάλει μετά το 20ο Συνέδριο, άρχισαν με μεγάλη ευκολία να … «αλλάζουν στρατόπεδο» και να μετατρέπονται σε ανοιχτούς παρακεντέδες των ιμπεριαλιστών της Δύσης. Γι’ αυτό και έσπευσαν τότε να «κοντρολάρουν» πρώτα και κύρια τον Τίτο, που ήταν ο δίαυλος μέσω του οποίου οι ιμπεριαλιστές της Δύσης συντόνιζαν πλέον τους πράκτορές τους και την όλη διαδικασία της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία (όπως και στην Πολωνία…) -Η ουγγρική αντεπανάσταση ξεκίνησε αρχικά με τη μορφή εργατικών κινητοποιήσεων, για υπαρκτά προβλήματα, ελλείψεις και καθυστερήσεις ή και στρεβλώσεις στη σοσιαλιστική οικοδόμηση της Ουγγαρίας. Ποιος άλλωστε αμφισβήτησε ποτέ το δικαίωμα του λαού να διαμαρτύρεται και να διαδηλώνει, απαιτώντας τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής του; Επειδή, όμως, στην Ουγγαρία, όπως και στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη, επικρατούσε ιδεολογικο-πολιτική σύγχυση εξαιτίας των εξελίξεων που είχε πυροδοτήσει το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, η αστική τάξη και οι πράκτορες του ιμπεριαλισμού κατόρθωσαν έντεχνα να πατρονάρουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και τη διαμαρτυρία και σταδιακά να δώσουν στα τεκταινόμενα έναν αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, πρώτα πιο συγκεκαλυμμένο και …απλώς «αντισταλινικό», έπειτα όμως ανοιχτό και απροκάλυπτο. Η διαβόητη «Λέσχη Πέτεφι» της Βουδαπέστης εξελίχτηκε στο εσωτερικό συντονιστικό κέντρο, στο επιτελείο της ουγγρικής αντεπανάστασης, αρχικά με το πρόσχημα της επιδίωξης «αλλαγών στην ηγεσία» του κομμουνιστικού κόμματος (επιβολή αντισταλινικής ηγεσίας και καθαίρεση του Ράκοσι), για να περάσει κατόπιν στην ανοιχτή αντικομμουνιστική δράση. -Στην ουγγρική αντεπανάσταση του 1956 σημαντικό ρόλο στο πλευρό της παλαιάς μεγαλοαστικής τάξης έπαιξαν και τα διάφορα μικρο-καπιταλιστικά και εν γένει 164


μικροαστικά στρώματα της Ουγγαρίας. Τα στρώματα αυτά γύρευαν να σταματήσουν κάθε διαδικασία περαιτέρω κοινωνικοποίησης της παραγωγής, για να διατηρήσουν την οικονομική τους θέση και την κυριαρχία σε βασικούς τομείς (αγροτική οικονομία, εμπόριο και βιοτεχνία). Η ιμπεριαλιστική επιχείρηση, που σκαρώθηκε το φθινόπωρο του 1956, μεταχειρίστηκε κατάλληλα αυτά τα στρώματα της ουγγρικής κοινωνίας και κατάφερε να τα ενσωματώσει στην κύρια επιδίωξή της, για ανατροπή της λαϊκής εξουσίας, πίσω από το πολιτικό προσωπείο του «αγώνα για τον πολυκομματισμό και την πολιτική ελευθερία». Το αίτημα αυτό φυσικά και μεταφραζόταν –στην αμείλικτη γλώσσα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας- σε απαίτηση για την ανατροπή της δικτατορίας του προλεταριάτου και την αποκατάσταση της δικτατορίας των καπιταλιστών. - Οι πιο «μαύρες κι άραχλες» δυνάμεις της ουγγρικής κοινωνίας, δηλαδή οι οπαδοί του φασισμού και η ηγεσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αφού συντονίστηκαν απόλυτα με τους πράκτορες της CIA και ολόκληρου του δυτικού ιμπεριαλισμού, μέσω των προπαγανδιστικών εκπομπών των ραδιοσταθμών της Δύσης, εξαπέλυσαν ένα όργιο ένοπλης βίας και τρομοκρατίας εναντίον των Ούγγρων κομμουνιστών, εργατών και πολιτοφυλάκων. Εξόρμησαν με ακραίο αντικομμουνιστικό φανατισμό, σαν τα αρπακτικά πάνω στη λεία τους, ενώ την ίδια στιγμή ο «κομμουνιστής» Νάγκυ παρίστανε με περισσή υποκρισία το «μετριοπαθή» και τον «κατευναστικό», μέχρις ότου να εξασθενίσουν ολότελα οι δυνάμεις των οπαδών του σοσιαλισμού, ώστε οι αντεπαναστάτες να τους «λιανίσουν» κυριολεκτικά… Ο Σπύρος Λιναρδάτος, ο οποίος στη δεκαετία ακόμα του 1970-1980 υποστήριζε τη «μετριοπαθή και συνετή» γραμμή του Νάγκυ, και όχι το αιμοδιψές και ξεσαλωμένο ουγγρικό φασισταριό, δηλαδή υποστήριζε την … «ομαλή» καπιταλιστική παλινόρθωση, είναι αδύνατο να αποκρύψει τα απαίσια αντιδραστικά εγκλήματα των Ούγγρων φασισταράδων εναντίον των κομμουνιστών, το 1956!! Τα παραδέχεται (έστω και με βαριά την καρδιά.)… Και, όπως ο αγαπημένος του ηγέτης του γιουγκοσλαβικού ρεβιζιονισμού, ο Τίτο, βλέποντας προς τα πού όδευε πλέον η κατάσταση στην Ουγγαρία, αναγκάζεται τελικά να αποδεχτεί ως … αναγκαίο κακό την επέμβαση του σοβιετικού στρατού!!! Γιατί, προφανώς, κρίνει ότι η ανοιχτή επικράτηση του ξεσαλωμένου, εγκληματικού φασισμού στην Ουγγαρία του 1956 θα αφύπνιζε την εργατική τάξη και το κομμουνιστικό κίνημα σε όλο τον κόσμο, και έτσι θα έθετε σε θανάσιμο κίνδυνο την ίδια την υπόθεση της διάβρωσης του σοσιαλισμού και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης γενικά. Το 1956 οι ιδέες του μαρξισμού-λενινισμού ήταν ακόμα πολύ δυνατές σε όλα τα ΚΚ του κόσμου. Έτσι, έστω κι αν αυτό φαινομενικά αντιφάσκει με τις απαιτήσεις του για μια γρήγορη αποκατάσταση του καπιταλισμού, την οποία εξετάσαμε παραπάνω, ο Λιναρδάτος προκρίνει τελικά αυτό που θα ήταν το «μικρότερο κακό» για την προώθηση του τελικού στόχου των ρεβιζιονιστών. Και μάλλον είχε δίκαιο από τη σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τάξης, τα οποία προωθούσε, γιατί –όπως αποδείχτηκε- και μετά την καταστολή των αντιδραστικών δυνάμεων στην Ουγγαρία και το πέταγμα του Νάγκυ στα αζήτητα της ιστορίας, η ρεβιζιονιστική πολιτική του Γιάνος Κάνταρ και 165


του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος προώθησε μια χαρά και χωρίς άλλες τυχοδιωκτικές κι αιματηρές περιπέτειες τη διάβρωση του σοσιαλισμού και την πλήρη παλινόρθωση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Μέχρι και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε φτάσει να καταχρεωθεί (ως τα μπούνια!) το ουγγρικό ψευτο-σοσιαλιστικό, ρεβιζιονιστικό καθεστώς… Το 1989 όλα εξελίχτηκαν πλέον φυσιολογικά και επισημοποιήθηκε το …ήδη δεδομένο τελικό αποτέλεσμα. (Κρίμα κι άδικο για τους Ούγγρους και τους Σοβιετικούς κομμουνιστές στρατιώτες που έδωσαν τη ζωή τους το 1956 στην Ουγγαρία, πιστεύοντας ότι ο Χρουστσιόφ και ο Κάνταρ «υπερασπίζουν κι εγγυώνται την επανάσταση και το σοσιαλισμό»! Κρίμα κι άδικο, επίσης, και για όσους Ούγγρους πολίτες, απλοϊκούς «δημοκράτες» ή και «μικροαστούς-σοσιαλιστές», σκοτώθηκαν στην αντίπερα όχθη, νομίζοντας καλοπροαίρετα ότι αυτοί υπερασπίζουν τη «δημοκρατία» ή ένα άλλο «όραμα του σοσιαλισμού», ένα «διαφορετικό σοσιαλιστικό μοντέλο», και οι οποίοι φυσικά δεν ήθελαν να έχουν καμιά σχέση με τον καπιταλισμό και -πολύ περισσότερο- με το φασισταριό, το παπαδαριό και τη CIA... Όλοι αυτοί ήταν τα μεγάλα θύματα της υπόθεσης. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκέπασε...). Β.) Επίσης στα κεφάλαια 12 και 13 του Β΄ τόμου ο Σπύρος Λιναρδάτος αναφέρεται στις καταιγιστικές εξελίξεις που σημάδεψαν την πορεία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την πραξικοπηματική επέμβαση των 6 χρουστσιοφικών ηγεσιών ξένων κομμουνιστικών κομμάτων στο ΚΚΕ για την αυθαίρετη ανατροπή της ηγεσίας και του προγράμματός του, για τον πλήρη έλεγχό του από το χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό. Μιλάμε φυσικά για την παρασυναγωγή εκείνη του Μάρτη 1956, η οποία αυτοαποκλήθηκε «6 η πλατιά ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ» και η οποία καθαίρεσε, αν και ήταν απούσα, τη νόμιμη ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής το Νίκο Ζαχαριάδη, αλλά και την «7η Ολομέλεια» του 1957, η οποία διέγραψε, με ποταπές συκοφαντικές κατηγορίες και το Ζαχαριάδη και τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, που δεν υποτάχτηκαν στο χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό… Ο Λιναρδάτος, λοιπόν: 1.) Στο κεφάλαιο 12, στις σελ. 536-542 παρουσιάζει μέσα στο γνωστό διαστρεβλωτικό του πλαίσιο όλα τα γεγονότα που συνδέονται με την πραξικοπηματική επέμβαση του ρεβιζιονισμού στο ΚΚΕ και με την αλλαγή της ηγεσίας και τις πολιτικής του. -Στις σελ. 536-537, διαστρεβλώνει πλήρως –για μια ακόμη φορά- τα δραματικά γεγονότα της Τασκένδης (φθινόπωρο του 1955), τα οποία αποτέλεσαν την «πρόβα τζενεράλε» του χρουστσιοφικού αναθεωρητισμού για να αλώσει το ΚΚΕ. Έχουμε ήδη αναφερθεί στα γεγονότα αυτά. Ο Λιναρδάτος, εδώ, συνεπής στη γνωστή από την αρχή του έργου του γραμμή πλεύσης, συκοφαντεί ξανά το Νίκο Ζαχαριάδη, ότι δήθεν είχε επιβάλει στους Έλληνες κομμουνιστές και σε όλους τους πολιτικούς πρόσφυγες «καθεστώς τρομοκρατίας (…)με τη βοήθεια των σταλινικών και της μυστικής αστυνομίας»!!! Η γνωστή αντικομμουνιστική δαιμονολογία για άλλη μια φορά στην υπηρεσία των συμφερόντων της αστικής τάξης. Σήμερα, μετά και την επιστροφή από 166


την Τασκένδη, μετά το 1981, του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, όχι μόνο έγινε συντρίμμια το παραμύθι που σκάρωσαν οι ρεβιζιονιστές, αλλά μαθεύτηκε ξεκάθαρα η μαύρη αλήθεια: Δεν ήταν ο Ζαχαριάδης και οι «σταλινικοί», αλλά ο Χρουστσιόφ και η αδίστακτη ρεβιζιονιστική του κλίκα ήταν εκείνοι που ξεσήκωσαν κύμα τρομοκρατίας και διωγμών εναντίον των Ελλήνων κομμουνιστών της πολιτικής προσφυγιάς, διωγμών και διακρίσεων δηλ. εναντίον των υπέροχων αυτών μπαρουτοκαπνισμένων αγωνιστών μας που αρνήθηκαν να υποταχτούν στο χρουστσιοφικό ρεβιζιονιστικό πραξικόπημα, που αρνήθηκαν να ξεπουλήσουν για τριάντα αργύρια την επαναστατική, μαρξιστική-λενινιστική τους ιδεολογία και στάση ζωής… Ο Λιναρδάτος γίνεται, κυριολεκτικά, κατάπτυστος συκοφάντης, όταν αποδίδει στο Ζαχαριάδη την υποκίνηση των ταραχών στην Τασκένδη, το Σεπτέμβρη του 1955. Το ίδιο διαστρεβλωτής της αλήθειας αποδεικνύεται και όταν, αναφερόμενος στην τότε σοβιετική ηγεσία της Σ.Σ.Δ του Ουζμπεκιστάν, γράφει ότι αυτή έδειξε μια στάση φαινομενικά ουδέτερη απέναντι στα γεγονότα, για να εξυπηρετήσει τον …Ζαχαριάδη! Σήμερα ξέρουμε ότι «η μάλλον ευμενής ουδετερότητα» των εκεί σοβιετικών αρχών ήταν καθαρά υπέρ της αντικομματικής-αντιζαχαριαδικής, οπορτουνιστικής φράξιας του Πάνου Δημητρίου και των οπαδών του. Ο Χρουστσιόφ και ο άνθρωπός του στην Τασκένδη, ο διαβόητος γραφειοκράτης «παντός καιρού» Μπορίς Πονομαριόφ, σκάρωσαν έτσι το σκηνικό και τις δήθεν «αντικειμενικές ανακρίσεις» για τα έκτροπα, ώστε να ριχτεί η ευθύνη εξολοκλήρου στην ηγεσία του ΚΚΕ, την οποία και είχαν ήδη προγράψει… Ταυτόχρονα, πριόνιζαν την καρέκλα και του τότε κομματικού ηγέτη του Ουζμπεκιστάν, του Νιγιάζοφ, τον οποίο επίσης είχαν προγράψει ως «σταλινικό» και ετοιμάζονταν να τον ξεφορτωθούν, συνδέοντάς τον με …«μεροληπτικές ενέργειες υπέρ του Ζαχαριάδη». (Βλ. ενδεικτικά τη λεπτομερή αφήγηση και ανάλυση του Μήτσου Πέτσα στη «Μαρξιστική- Λενινιστική Επιθεώρηση, τεύχος 3, του Γενάρη, 1991). - Στις ίδιες σελίδες, ο Λιναρδάτος αναφέρεται και στο αντικομματικό πραξικόπημα του Μάρτη του 1956. Δεν μένει απλώς στα τόσο τετριμμένα και βαρετά πλέον αντιζαχαριαδικά του κηρύγματα. Φανερώνει, επιπλέον, όλη την ανυπομονησία, την αδημονία που τον διακατέχει, ώστε το ΚΚΕ, το ελληνικό κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα στο σύνολό του να αλωθεί ολοκληρωτικά από τα πιο δεξιά οπορτουνιστικά και καιροσκοπικά στελέχη, να ξεκόψει μια για πάντα από την επαναστατική παράδοσή του, να πετάξει στ’ αζήτητα κάθε επαναστατικό πρόγραμμα, κάθε μαρξιστικήλενινιστική στρατηγική και τακτική… Ο πρώην «κομμουνιστής» δημοσιογράφος του «Συγκροτήματος Λαμπράκη» ήξερε πάρα πολύ καλά ότι ολόκληρη η «νέα ηγεσία», την οποία επέβαλαν οι χρουστσιοφικοί πραξικοπηματίες στην «6 η πλατιά ολομέλεια», (στη θέση του …απόντος από τη συνεδρίαση ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και των συντρόφων του στο ΠΓ, που … «δεν προσκλήθηκαν» στην παρασυναγωγή την οποία σκάρωσε ο Χρουστσιόφ, διά χειρός Κουούσινεν και Γκεοργκίου Ντεζ…), ολόκληρη, λοιπόν, αυτή η «νέα ηγεσία» -των Κολιγιάννη, Παρτσαλίδη, Βαφειάδη, Γκρόζου, Ζωγράφου 167


κλπ.- «προσκύνησε» αδιαμαρτύρητα σε όλα τα «νέα θέσφατα» που ξεφούρνισε μετά το 1956 το ρεβιζιονιστικό επιτελείο του Κρεμλίνου. Ο Λιναρδάτος, όμως, δεν μένει καθόλου ευχαριστημένος από το γεγονός ότι τελικά η ρεβιζιονιστική κλίκα του Κρεμλίνου προτίμησε τη φράξια του Κώστα Κολιγιάννη κι όχι εκείνη του Μήτσου Παρτσαλίδη. (Οι μπρεζνιεφικοί, μετά τη διάσπαση του 1968, αναγνώρισαν επίσημα μόνο το ΚΚΕ με ηγέτη τον Κολιγιάννη, κι όχι την ομάδα Παρτσαλίδη-Δημητρίου-Ζωγράφου, δηλ το λεγόμενο «ΚΚΕ εσωτερικού»…). Γι’ αυτό το λόγο και ξεκινά «κριτική» εναντίον της ομάδας του Κολιγιάννη από την πρώτη στιγμή της «6ης πλατιάς ολομέλειας», βαφτίζοντάς την … «ζαχαριαδική»!!! Ως δήθεν «ζαχαριαδικούς», άρα και «σταλινικούς» θα ονομάζει από εδώ και στο εξής μέχρι και το τέλος του έργου του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» όλους εκείνους τους ηγετικούς παράγοντες του ΚΚΕ, οι οποίοι δεν ήταν αρεστοί στον ίδιο, κυρίως επειδή δεν βγήκαν ανοιχτά και κραυγαλέα να αποκηρύξουν το μαρξισμό-λενινισμό. Ακόμα κι όταν όλοι αυτοί παρέμειναν ως το τέλος εχθροί του Ζαχαριάδη και του Στάλιν, ακόμα κι αν η πολιτική τους είχε σφραγιστεί από τον οπορτουνισμό και το ρεφορμισμό του 20ου και των μετέπειτα συνεδρίων του ΚΚΣΕ. Επιπλέον, τους συκοφαντεί και σε προσωπικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα: i. Στη σελ. 537 ο Λιναρδάτος, θέλοντας και μη, μας αποκαλύπτει εμμέσως με ποιο τρόπο συγκρότησε ο χρουστσιοφικός ρεβιζιονισμός την «πλειοψηφία» εκείνη της «6ης πλατιάς ολομέλειας», με την οποία και καθαίρεσε το Νίκο Ζαχαριάδη. Οι σατράπες της «διεθνούς επιτροπής των έξι ΚΚ» κουβάλησαν στην παρασυναγωγή αυτή «κάθε καρυδιάς καρύδι», όλους τους καθαιρεμένους και διαγραμμένους των προηγούμενων ετών «και άλλα στελέχη που δεν ανήκουν στην Κεντρική Επιτροπή και στην Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου του ΚΚΕ», γράφει ο ιστορικός «μας». Και βέβαια δεν τους κουβάλησαν «από τα στρατόπεδα», όπως ισχυρίζεται, αλλά από κάθε πόλη και χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, όπου όλοι αυτοί διέμεναν και εργάζονταν, στην έδρα της Κ.Ε. του ΚΚΕ, στο Βουκουρέστι, για να αναθεματίσουν όλοι μαζί τον «επάρατο» Ζαχαριάδη. Τόση και τέτοια ήταν η «δημοκρατία» και η «αφοσίωση στο καταστατικό του ΚΚΕ» από πλευράς των αναθεωρητών. Ακόμα, λοιπόν, και ο Σπύρος Λιναρδάτος, που μισούσε τόσο θανάσιμα το Ζαχαριάδη, αναγκάζεται τώρα να παραστήσει τον «αντικειμενικό» κριτή της «6ης πλατιάς ολομέλειας», προβάλλοντας στο σημείο αυτό μια μετέπειτα δήλωση του ηγέτη της Ρουμανίας Νικολάε Τσαουσέσκου, ενάντια στη συμμετοχή του Γκεοργκίου-Ντεζ στην παρασυναγωγή του 1956: «Αργότερα, ο Ν. Τσαουσέσκου και το Ρουμανικό ΚΚ θα αποδοκιμάσουν και θα χαρακτηρίσουν σοβαρό λάθος την παραβίαση της αυτονομίας ενός άλλου ΚΚ και τη συμμετοχή του Ντεζ…». Δεν πρέπει διόλου να μας εκπλήσσει αυτή η διαπίστωση του Λιναρδάτου. Δεν τον πήρε καθόλου ο πόνος για αυτή καθαυτή την καραμπινάτη παραβίαση της αυτονομίας και του καταστατικού του ΚΚΕ από τους χρουστσιοφικούς ρεβιζιονιστές. Απλώς, του «κάθισαν στο στομάχι» οι εξελίξεις του 1968. Ο Νικολάε Τσαουσέσκου ήταν ο μόνος 168


από τους ρεβιζιονιστές ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης που συμμάχησε ανοιχτά με την ομάδα Παρτσαλίδη και διατήρησε επίσημες σχέσεις με το «ΚΚΕ εσωτερικού», ενάντια στις ντιρεκτίβες του Μπρέζνιεφ. Ήταν η δεκαετία του 1970-1980, όταν σύσσωμος ο «ευρωκομμουνισμός» και η διεθνής αστική τάξη είχαν «στα πούπουλα», «μη στάξει και μη βρέξει» τον Τσαουσέσκου και το ρουμανικό ρεβιζιονιστικό κόμμα. Από το 1989 και δώθε όλοι αυτοί καμώνονται πως δεν τον ήξεραν τον Τσαουσέσκου και κάνουν τα πάντα για να τον παρουσιάσουν σαν «δαίμονα» και «κακό δράκο» του παραμυθιού. Έτσι πράττουν όλα τα σκωληκοειδή ασπόνδυλα. Φτύνουν εκεί που πριν έγλειφαν… Ο Λιναρδάτος δεν πρόλαβε μάλλον να αναθεωρήσει τις εκτιμήσεις του για τον Τσαουσέσκου. Πού να προλάβει κανείς στη γεροντική πια ηλικία να αναθεωρήσει πλήρως ένα «έργο- ποταμό»; ii. Στη σελ. 538 διαστρεβλώνει πλήρως το νόημα της συναισθηματικά φορτισμένης ομιλίας του Ζαχαριάδη, στην «7 η ολομέλεια» του 1957, που είχε προαποφασισμένη με εντολή Χρουστσιόφ- τη διαγραφή του από το ΚΚΕ. Ο Λιναρδάτος «πιάνεται» από τη διατύπωση του Ζαχαριάδη ότι από το 1955 είχε ζητήσει απ’ τους Σοβιετικούς ηγέτες να τον απαλλάξουν από τη δουλειά του στο ΚΚΕ, εφόσον διαφωνούσε μαζί τους. Ο δημοσιογράφος-ιστορικός του «Δ.Ο.Λ» γράφει λοιπόν για το Ζαχαριάδη ότι «θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο μέλος του σοβιετικού ΚΚ, παρά του ελληνικού.»!!! Μόνο ένας αδίστακτος αποστάτης του κομμουνιστικού κινήματος θα μπορούσε να μιλήσει έτσι για τον επαναστάτη Νίκο Ζαχαριάδη, που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή και τη δράση του στο ΚΚΕ. Ένας αντικειμενικός παρατηρητής στο σημείο αυτό θα επεσήμαινε, βεβαίως, το γεγονός ότι οι κομμουνιστές εκείνης της «φουρνιάς» έτρεφαν τόσο μεγάλη πίστη και αφοσίωση στο ΚΚΣΕ και στην ΕΣΣΔ, καθώς είχαν συνδέσει αυτό το κόμμα και αυτή τη χώρα με το μεγαλείο της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης, ώστε στα 19551957 να μην μπορούν ακόμα να συνειδητοποιήσουν σε όλο της το βάθος την ουσία της «νέας γραμμής» των Χρουστσιόφ και σία. Αυτό πρέπει να γίνει μάθημα στις νέες γενιές των κομμουνιστών, ώστε να αντιμετωπίζουν με περισσότερη ψυχραιμία και λογική και με πολύ λιγότερη συναισθηματική φόρτιση πρόσωπα και πράγματα, ηγεσίες και πολιτικά πεπραγμένα… Όμως πρόθεση του Λιναρδάτου ήταν η κατασυκοφάντηση του κομμουνιστικού κινήματος. Τι περισσότερο από τις δικές του «κρίσεις» θα προσέθετε ένας ανοιχτός απολογητής του καπιταλισμού και της αντίδρασης; iii) Στη σελ. 540 ο Λιναρδάτος κόπτεται για «την πραγματική έρευνα για τις αιτίες των λαθών και της εσωκομματικής ανωμαλίας», εννοώντας ότι η «6η πλατιά ολομέλεια» και οι επόμενες, παρ’ όλο που το υποσχέθηκαν, δεν ανέλυσαν σε βάθος τις αιτίες του «ανώμαλου και αντιδημοκρατικού καθεστώτος Ζαχαριάδη στο ΚΚΕ», άρα και δεν εκκαθάρισαν ριζικά τις «αιτίες του κακού». Στην πραγματικότητα, το μεγαλοστέλεχος του «Συγκροτήματος» εννοεί ότι –επίσημα- το ΚΚΕ, όσες υποχωρήσεις και νοθείες κι αν υπέστη η ιδεολογία και η γραμμή του, δεν έφτασε στο κατάντημα να αποκηρύξει πλήρως το μαρξισμό-λενινισμό, την επανάσταση και το σοσιαλισμό, όπως θα επιθυμούσε διακαώς η αστική τάξη. Δεν υπάρχουν άλλες «αιτίες του 169


κακού» από αυτές, για ανθρώπους του «φυράματος» του Λιναρδάτου. Αντίθετα, οι συνεπείς κομμουνιστές αναλυτές της εποχής μας ξέρουν πια να ξεχωρίζουν «το άσπρο από το μαύρο» και μπορούν να καταλάβουν ποιο ήταν το πραγματικά «ανώμαλο» καθεστώς στο ΚΚΕ. Πρόκειται, βέβαια, όχι για εκείνο που με τα χίλια μύρια προβλήματα και αναποδιές κράτησε ενωμένους και αλύγιστους του κομμουνιστές της Ελλάδας, ως και το 1956, εφαρμόζοντας τις συλλογικές αποφάσεις, σωστές ή λαθεμένες, αλλά για εκείνο που μετά το 1956 -και τουλάχιστον ως και το 1968διέλυσε κυριολεκτικά το ΚΚΕ και με αντικαταστατικές διαδικασίες διέγραψε και κυνήγησε τη μεγάλη πλειοψηφία των επαναστατών κομμουνιστών από τις γραμμές του επιτελείου τους… Αυτή η διάλυση ουσιαστικά του ΚΚΕ, μαζί με τη ρεφορμιστική πολιτική «ουράς του ΚΚΕ και της ΕΔΑ» στη «φιλελεύθερη» αστική τάξη, ήταν η μεγαλύτερη «προσφορά» του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού στην υπόθεση της σταθεροποίησης του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού… iv) Στη σελ. 541 ο Σπύρος Λιναρδάτος: (α) Αποκαλύπτεται σε όλο του μέγεθος ως κατασκευαστής μύθων και επινοήσεων, όταν αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι «στο κατηγορητήριο του Ντεζ» εναντίον του Ζαχαριάδη στην «6η πλατιά ολομέλεια» αποκαλύπτεται ότι «ο Ζαχαριάδης πρότεινε να κάνει αποχή η Αριστερά από τις εκλογές του 1956, αλλά το ΠΓ του ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση.». (Πρόκειται για τη γνωστή απόφαση του ΚΚΕ να συμμετάσχει στις εκλογές το 1956 η ΕΔΑ μέσα από το ευρύτατο εκλογικό σχήμα της «Δημοκρατικής Ενώσεως», μαζί με το Κέντρο αλλά ακόμα και δυνάμεις της Δεξιάς, αντίθετες στον Καραμανλή και την ΕΡΕ. Ήταν οι εκλογές που σκάρωσε ο Καραμανλής με το «τριφασικό» εκλογικό σύστημα ώστε, αν και δεύτερος, να γίνει …πρώτος, αποσπώντας νόθα κοινοβουλευτική πλειοψηφία!!! ). Ο Χρουστσιόφ και ο Ντεζ θεωρούσαν αριστερίστικο λάθος την άποψη του Ζαχαριάδη ότι το ΚΚΕ κι η ΕΔΑ δεν έπρεπε να συμμετέχει στον εκλογικό εκείνο συνασπισμό με δυνάμεις της μεγαλοαστικής τάξης. Το παρουσίαζαν όλο αυτό σαν «απόδειξη» των ισχυρισμών τους περί «έξαλλης και σεχταριστικής» γραμμής του Ζαχαριάδη. Ακριβώς το ίδιο που διαδίδει από τον Α΄ τόμο του έργου του κι ο Λιναρδάτος! Όταν, όμως, μέσα από ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σαν κι αυτό οι ίδιοι οι αντιζαχαριαδικοί ρεβιζιονιστές παραδέχονται ότι στο ΚΚΕ το 1955 λειτουργούν κανονικά οι εσωκομματικές διαδικασίες και η πλειοψηφία απορρίπτει την εισήγηση του ΓΓ της ΚΕ, τότε πού πηγαίνουν όλα αυτά τα συκοφαντικά μυθεύματα που σκάρωσαν κι αυτοί κι ο Λιναρδάτος «περί ανώμαλου εσωκομματικού καθεστώτος στο ΚΚΕ»; Προφανώς, πηγαίνουν στα σκουπίδια, μαζί με όλα τα απόβλητα και τις επινοήσεις των αναθεωρητών! Πάνω στην αντιζαχαριαδική του μανία, ο Λιναρδάτος δεν πρόσεξε ότι αυτή η λεπτομέρεια που μας παρέθεσε, ξεσκεπάζει και τον ίδιο του τον εαυτό και τους ομοϊδεάτες του. Έτσι συνήθως συμβαίνει με τους ακατάσχετους συκοφάντες. Ξεσκεπάζονται από τα ίδια τους τα λόγια!! 170


(β) Επιτίθεται σε προσωπικό επίπεδο εναντίον του Κώστα Κολιγιάννη, δηλ. του γραμματέα της «νέας» (χρουστσιοφικής) Κεντρικής Επιτροπής από το 1956. Γράφει: «Πραγματικός γραμματέας (sic! Λες και υπάρχει και … «φαινομενικός»!!) είναι ο Κολιγιάννης, στέλεχος με μέτριες ικανότητες, από τους πιο αφοσιωμένους στον Ζαχαριάδη, που μόλις την τελευταία στιγμή διαφώνησε μαζί του και ‘χτυπήθηκε’, έμπειρος στις εσωκομματικές ίντριγκες.». Και παρακάτω: «Ο Κολιγιάννης ήταν άνθρωπος του μηχανισμού, σκληρός απέναντι σε όλους τους διαφωνούντες, είχε ‘δικάσει’ τον Κ. Καραγιώργη, είχε απαγγείλει κατηγορητήριο κατά του Δ. Παρτσαλίδη, αλλά είχε και την αίγλη του στελέχους που μπήκε κρυφά στην Ελλάδα και ξανάφυγε, χωρίς να κατορθώσει να τον πιάσει η Ασφάλεια.». (Προφανώς, αυτό το τελευταίο επιβεβαιώνει πόσο …«μετρίων ικανοτήτων» στέλεχος ήταν ο Κολιγιάννης!!!). Έτσι παραχαράσσεται η ιστορία από εκείνους, οι οποίοι αργότερα, ως κομματικά στελέχη στην ίδια ηγεσία και στην ίδια οπορτουνιστική γραμμή με τον Κώστα Κολιγιάννη, αλλά προτίμησαν να στρατευτούν σε άλλη φράξια από εκείνον. Η πικρία τους, που δεν έγιναν αυτοί εξολοκλήρου οι τοποτηρητές του σύγχρονου διεθνούς ρεβιζιονισμού στο ΚΚΕ, τους οδηγεί στο κατάντημα των μειωτικών επιθέσεων σε προσωπικό επίπεδο, σαν να μη συγκρούονται εδώ διαφορετικές τάσεις ή ρεύματα, αλλά σαν να …«ξεκατινιάζονται» κάποιες γυναικούλες ενός μαχαλά!!. Η ιδεολογική μας αντίθεση στους ηγέτες της «6 ης πλατιάς ολομέλειας» είναι δεδομένη και κατηγορηματική. Επ’ ουδενί όμως εμείς θα φτάναμε ποτέ στο κατάντημα να μιλήσουμε για στελέχη «μέτριων ικανοτήτων». Ούτε ο Κώστας Κολιγιάννης, ούτε ο Μήτσος Παρτσαλίδης ήταν στελέχη με «μέτριες ικανότητες». Ούτε η ευστροφία και το ταλέντο τούς έλειπε, ούτε η κατάρτιση και η πολιτική πείρα! Κάθε άλλο μάλιστα! Το ίδιο κι ο Σπύρος Λιναρδάτος! Κάθε άλλο παρά «μέτριων ικανοτήτων» ήταν!! Και γνώση και ευστροφία και πολιτική πείρα και χίλιες-δυο άλλες ικανότητες διέθετε. Απλώς, όλοι αυτοί ακολούθησαν από κοινού, στα 1956 και για 12 περίπου χρόνια, το σύγχρονο ρεβιζιονισμό στη «σοβιετική» εκδοχή του, ενώ στην πορεία οι δρόμοι τους χώρισαν. Κάποιοι από αυτούς (π.χ. ο Λιναρδάτος) άλλαξαν εξολοκλήρου στρατόπεδο, κάποιοι έφτασαν ως την πιο δεξιά παραλλαγή του ρεβιζιονισμού, τον «ευρωκομμουνισμό» (π.χ. ο Παρτσαλίδης), ενώ άλλοι δεν ξεπέρασαν κάποια όρια, κάποιες «απαράβατες κόκκινες γραμμές», για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του συρμού από τη σύγχρονη πολιτική σκηνή (π.χ. ο Κολιγιάννης). Για τον Κολιγιάννη και όσους Έλληνες κομμουνιστές τον ακολούθησαν- η μπρεζνιεφική εκδοχή του σύγχρονου αναθεωρητισμού φάνταζε ως ο «γνήσιος λενινισμός της εποχής μας». Και το πολιτικό του κέντρο, η ΕΣΣΔ του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, φάνταζε ακόμα πανίσχυρη και «αταλάντευτη». Αυτή είναι η αντικειμενική αλήθεια, που δεν αφήνει περιθώρια ούτε για μικροψυχίες, ούτε για ανάρμοστους προσωπικούς χαρακτηρισμούς, που υποβιβάζουν το επίπεδο της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης. Με το σκεπτικό αυτό πρέπει να κρίνουμε και την «αγανακτισμένη» κραυγή του Σπύρου Λιναρδάτου, ότι η πραξικοπηματική αλλαγή γραμμής στο ΚΚΕ και η επιβολή του σύγχρονου ρεβιζιονισμού ήταν απλώς «προσωπολατρία από την ανάποδη»! Ή 171


επίσης ότι «γύρω από τον Κολιγιάννη θα συσπειρωθούν σ’ ένα δεύτερο στάδιο πολλοί σκληροί ‘ζαχαριαδικοί’, για να ματαιώσουν κάθε πραγματική ανανέωση στο ΚΚΕ». Ο Λιναρδάτος σίγουρα θα επιθυμούσε το ΚΚΕ να έχει γίνει …ΕΑΡ ή και …ΔΗΜΑΡ από τη δεκαετία 1950-1960. Η ιστορία, όμως, ακολούθησε μια τελείως διαφορετική και πολύ πιο αντιφατική πορεία απ’ ό,τι εκείνος φανταζόταν και επεδίωκε. Τα στελέχη του ΚΚΕ, που ακολούθησαν το χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό και αργότερα τη μπρεζνιεφική παραλλαγή του (ο Κολιγιάννης, ο Ρούσος, ο Στρίγκος, ο Υφαντής, ο Μαμάτσης, ο Τσολάκης, ο Φλωράκης, ο Λουλές…) αποδείχτηκε ότι διέθεταν κάποια όρια στις επιλογές τους, πέρα από τα οποία αντιλαμβάνονταν ότι δεν μπορεί πια κανείς να ονομάζει τον εαυτό του «κομμουνιστή». Υπάρχουν και ιδεολογικές αρχές στο κομμουνιστικό κίνημα που, αν παραβιαστούν, σε οδηγούν ανεπιστρεπτί στο στρατόπεδο της αστικής τάξης, σε δένουν χειροπόδαρα στο κεφάλαιο και σε κατεξευτελίζουν στα μάτια της εργατικής τάξης. Κάποια όρια, επίσης, διατήρησαν και οι δεξιότεροι αναθεωρητές, που δεν αρνήθηκαν ποτέ την «κομμουνιστική ταυτότητα», όπως κι αν την αντιλαμβάνονταν (ο Παρτσαλίδης, ο Ζωγράφος, ο Βουρνάς, ο Μπανιάς κλπ). Αντίθετα, ο Λιναρδάτος, ο Κύρκος και ο Κουβέλης, ο τόσο κακόφημος σήμερα συνέταιρος του Σαμαρά στην κατάμαυρη αντιδραστική κυβέρνηση των λακέδων της «τρόικας», ξεπέρασαν κάθε όριο!!! Αυτοί πέρασαν εξολοκλήρου και χωρίς δισταγμό, εντελώς συνειδητά, οριστικά και αμετάκλητα στην υπηρεσία της ντόπιας αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών πατρώνων της. Στην υπηρεσία αυτών των αφεντικών έθεσαν τις άπειρες όσες ικανότητές τους, τα αναμφισβήτητα προσωπικά τους προσόντα και ταλέντα. Γι’ αυτό και η καταδίκη τους από την αδέκαστη ιστορία θα είναι και η πλέον αμείλικτη… v) Στη σελ. 542 ο Λιναρδάτος ταυτόχρονα: (α). Κατασυκοφαντεί το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, σύντροφο και ομοϊδεάτη του Νίκου Ζαχαριάδη και, κατόπιν, διαγραμμένο από την αναθεωρητική ηγεσία, Γιώργη Βοντίτσιο (Γούσια). Γράφει μάλιστα, για να τον μειώσει ως προσωπικότητα, ότι ο Γούσιας, μαθαίνοντας για τα τεκταινόμενα στο ΚΚΕ το Μάρτη του 1956, ετοιμάστηκε, δήθεν, να πάει στο Βουκουρέστι, για να γίνει αυτός Γενικός Γραμματέας στη θέση του Ζαχαριάδη, αλλά «την πάτησε» για τα καλά, αφού άλλα είχαν αποφασίσει οι χρουστσιοφικοί. Ο Λιναρδάτος αποφαίνεται για τον Γούσια ότι «ο άλλοτε τσαγκάρης, που στον εμφύλιο πόλεμο είχε αντικαταστήσει τον Μάρκο Βαφειάδη στην ηγεσία των ανταρτών, είναι γνωστός για τη σκληρότητά του και τις απέραντες φιλοδοξίες του.». Τα γράφει αυτά ένας άνθρωπος, όπως ο Λιναρδάτος, ο οποίος πέρασε στην υπηρεσία της αστικής τάξης και έκανε ολόκληρη καριέρα στο «Συγκρότημα Λαμπράκη» για έναν άλλο άνθρωπο, όπως ο Γούσιας, ο οποίος όχι μόνο δεν αποκήρυξε ποτέ τα ιδανικά του, αλλά παρέμεινε επαναστάτης, στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς, στον κομμουνιστικό, μαρξιστικό-λενινιστικό χώρο ως το τέλος της ζωής του… Ας κρίνει ο καθένας από μας τον κρίνοντα! Ας σκεφτεί κι ας κρίνει από μόνος του τίνος οι φιλοδοξίες και η σκληρότητα υπήρξαν πράγματι «χωρίς όρια»!!... 172


Αξίζει, πάντως, εμείς αυτήν έστω την αναφορά του Λιναρδάτου στο Γιώργη Βοντίτσιο να τη συνδυάσουμε με όσα ο ίδιος ο Λιναρδάτος έχει αναφέρει λίγο πιο πάνω, στη σελ. 539, με το γεγονός δηλαδή ότι υπήρξαν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, ακόμα και στενοί συνεργάτες του Ζαχαριάδη, όπως π.χ. ο Δημήτρης Βλαντάς, που τελικά εξόκειλαν ιδεολογικά και πολιτικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αν και θύματα οι ίδιοι του ρεβιζιονισμού, να έρθουν κάμποσα χρόνια μετά στο σημείο να αποκηρύσσουν το Ζαχαριάδη, αλλά και την ίδια την κομμουνιστική ιδεολογία, που υποτίθεται ότι υπηρετούσαν. Αυτοί, πράγματι, όπως γράφει ο Λιναρδάτος, τώρα στα 1956-57 «έριχναν το λίθο του αναθέματος στον Ζαχαριάδη». Ε, λοιπόν, ας κρίνει τώρα ο αναγνώστης σε ποιους προσομοιάζει ο Γούσιας και σε ποιους ο Σπύρος Λιναρδάτος! Κι ας βγάλει τα συμπεράσματά του, για το πώς πρέπει ένα ΚΚ να προφυλάσσεται και να απαλλάσσεται από τους καιροσκόπους κάθε μάρκας… (β). Αναγκάζεται να παραδεχτεί σε σχέση με το «κατηγορητήριο» της 6 ης και της 7ης ολομέλειας εναντίον του Ζαχαριάδη ότι: « Στην κριτική κατά του Ζαχαριάδη είναι φανερό πως υπάρχουν υπερβολές, όπως λ.χ. προσπάθεια να μειωθεί με διάφορες παρατηρήσεις και λεπτομέρειες η αξία και αυτού του γράμματος για τον πόλεμο του ’40, που ήταν αναμφισβήτητα συμβολή στον πανεθνικό αγώνα κατά των στρατιών του Μουσολίνι». Κρίση συνειδήσεως για το Σπύρο Λιναρδάτο; Μεγαλοψυχία του απέναντι στον νικημένο αντίπαλο; Δεν το νομίζουμε! Σκέτος καπνός παραλλαγής είναι αυτή η μάλλον …ανώδυνη παραδοχή του, για να εξακολουθήσει αμέσως μετά στο γνωστό του χαβά, ζητώντας να …γίνει βαθιά κριτική στον Ζαχαριάδη για το δήθεν «όργιο πιέσεων και αυθαίρετων μέτρων στο βουνό και στο εξωτερικό εναντίον όσων διαφώνησαν μαζί του.». Τώρα μάλιστα! Πιάσε τ’ αυγό και κούρεψέ το, αγαπητέ «μας» ιστορικέ αναλυτά του «Συγκροτήματος»!!! Σήμερα είναι γνωστές-πασίγνωστες σε όλους οι αυθαιρεσίες της χρουστσιοφικής και της μπρεζνιεφικής ηγεσίας εναντίον του Ζαχαριάδη, που κατέληξαν στην εντελώς άδικη διοικητική του εκτόπιση στο Σοργκούτ της Σιβηρίας, όπου και πέθανε το 1973, χωρίς ποτέ να προσκυνήσει το ρεβιζιονισμό. Αυτοκτόνησε; Τον δολοφόνησαν κάποιοι αδίστακτοι λακέδες του ρεβιζιονισμού, όπως υποστηρίζουν πολλοί μαρξιστές-λενινιστές; Δεν μπορούμε να δώσουμε εμείς την απάντηση αυτή. Θα τη δώσει, όμως, κι αυτήν μια μέρα η ιστορία. Πολύ πρόσφατη είναι άλλωστε και η πλήρης αποκατάσταση της μνήμης και της κομματικής ιδιότητας του Νίκου Ζαχαριάδη από τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, με επίσημη απόσυρση και καταδίκη όλων εκείνων των συκοφαντικών επινοήσεων, ολόκληρης εκείνης της λάσπης και της βρωμιάς που είχε ριχτεί εναντίον του από τους πραγματικά αυθαίρετους, τους πραγματικούς δυνάστες και εγκληματίες του αναθεωρητικού βούρκου. Από κείνους που λέρωσαν την τιμή και τη σημαία του διεθνούς επαναστατικού κινήματος και πισωγύρισαν την πορεία της εργαζόμενης ανθρωπότητας προς την απελευθέρωση και την αναγέννηση του γέρο-κόσμου μας… Η αλήθεια αργεί, αλλά έρχεται αμείλικτη… 173


Κι ο Λιναρδάτος ακόμα, στο 13 ο κεφάλαιο που ακολουθεί, στη σελ. 663, κατά την παρουσίαση των γεγονότων της 7 ης Ολομέλειας και των συνεπειών της θα αναγκαστεί, έστω και σύντομα να παραδεχτεί τους αυθαίρετους και άδικους διωγμούς που εξαπέλυσε ο χρουστσιοφικός ρεβιζιονισμός εναντίον των Ελλήνων κομμουνιστών, οι οποίοι δεν έσκυψαν το κεφάλι. Όμως, όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο για έναν συγγραφέα αυτής της νοοτροπίας, αφενός μεν προσπαθεί να «συμψηφίσει» αυτούς τους απροκάλυπτους διωγμούς με τις απομακρύνσεις στελεχών του ΚΚΕ στην προηγούμενη περίοδο (δηλ. η λογική του Λιναρδάτου ήταν ότι οι ζαχαριαδικοί υφίσταντο τώρα ό,τι έκαναν οι ίδιοι πριν σε άλλους, πράγμα που αποτελεί άλλη μια διαστρέβλωση της ιστορίας), αφετέρου δε υποβαθμίζει αυτή την πλευρά των γεγονότων στην αφήγησή του, γιατί καταλαβαίνει ότι κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα ο αντιζαχαριαδικός μύθος του έργου του. (Για το θέμα της άδικης δίωξης του Νίκου Ζαχαριάδη, μπορεί κανείς να διαβάσει πολλά και πολύ κατατοπιστικά σε διάφορες εργασίες και μάλιστα σε ανθρώπους που ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους του πολυδιασπασμένου αριστερού μας κινήματος, ακόμα και εντελώς εχθρικούς κάποτε μεταξύ τους. Π.χ. και στο βιβλίο του Πέτρου Ανταίου «Νίκος Ζαχαριάδης: Θύτης και θύμα», αλλά και στην εξαιρετική αφήγηση της Μαρίνας Βούλγαρη στη «Μαρξιστική-Λενινιστική Επιθεώρηση», της πάλαι ποτέ ΣΑΚΕ, τεύχος 3 του Γενάρη του 1991, με τίτλο: «Το αντεπαναστατικό πραξικόπημα στο ΚΚΕ και η δολοφονία του Νίκου Ζαχαριάδη». Η Βούλγαρη, ως στέλεχος της τότε ΣΑΚΕ, ακολουθεί την άποψη ότι οι Σοβιετικοί ρεβιζιονιστές «αυτοκτόνησαν» το Νίκο Ζαχαριάδη, γιατί με το αναμενόμενο τέλος της δικτατορίας στην Ελλάδα, θα ετίθετο εκ των πραγμάτων το θέμα της επιστροφής του Ζαχαριάδη και των πολιτικών προσφύγων στη χώρα μας, κι έτσι θα κινδύνευε ο έλεγχος του ΚΚΕ από τους μπρεζνιεφικούς…) 2.) Τέλος, στη σελ. 543 του 12ου κεφαλαίου και στις σελ.581-582 του 13ου κεφαλαίου του εξεταζόμενου Β΄ τόμου του έργου του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», ο Σπύρος Λιναρδάτος αναφέρεται και στις εξελίξεις που υπήρξαν στην ΕΔΑ, δηλαδή στη νόμιμη αριστερή συμμαχική πολιτική δύναμη, η οποία δρούσε στην Ελλάδα του 1956, αμέσως μετά την αλλαγή ηγεσίας και πολιτικής γραμμής στο ΚΚΕ. Στεκόμαστε για λίγο στη σελ. 543. Ο Λιναρδάτος αναφέρεται εδώ στην κατάσταση που επικρατεί στην ΕΔΑ, μετά τη γνωστοποίηση των αποφάσεων της «6 ης πλατιάς ολομέλειας» και γράφει: «Ύστερα από το 20ο Συνέδριο, αρχίζει και στην ΕΔΑ η διαδικασία για την Α΄ Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη, Στο σχέδιο εισήγησης της Διοικούσας Επιτροπής, που αναλύεται στις προδιασκέψεις, υποστηρίζεται ότι η όλη ως τότε πολιτική της ΕΔΑ ήταν ορθή. Στο μεταξύ όμως καθαιρείται ο Ζαχαριάδης και φτάνει και στην Ελλάδα η απόφαση της 6 ης Ολομέλειας (…) Τα στελέχη του ΚΚΕ που κατευθύνουν την ΕΔΑ σπεύδουν να αναπροσαρμοστούν.» Αξίζει, λοιπόν, να διαπιστώσουμε ότι σε αντίθεση με τους καιροσκόπους εκείνους «κομμουνιστές», οι οποίοι μετά το Μάρτη του 1956 αποκήρυσσαν και αναθεμάτιζαν όλες τις θέσεις της ηγεσίας Ζαχαριάδη στο ΚΚΕ, φτύνοντας τώρα 174


ό,τι πρωτύτερα οι ίδιοι υμνολογούσαν, η στάση του σοσιαλιστή-ρεφορμιστή προέδρου της ΕΔΑ, του Γιάννη Πασαλίδη, ήταν και έντιμη και αξιοπρεπής. Όπως γράφει ο Λιναρδάτος, ο Γιάννης Πασαλίδης διαφώνησε κατηγορηματικά με εκείνα τα «κομμουνιστικά» στελέχη που έσπευδαν τώρα να χαρακτηρίσουν «σοβαρό πολιτικό λάθος το σύνθημα ‘Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας’ και την ανεξάρτητη κάθοδο της ΕΔΑ στις εκλογές του 1952.». Και παρακάτω επισημαίνει: «Ο πρόεδρος της ΕΔΑ έχει γίνει έξω φρενών με αυτές τις μεταμορφώσεις.» Και δεν κάνει πίσω στις εκτιμήσεις του, προειδοποιώντας ότι θα παραιτηθεί! Το γεγονός δεν φανερώνει μόνο την πολιτική εντιμότητα του Πασαλίδη, αλλά και τις πολύ σημαντικές δυσκολίες που έβρισκαν μπροστά τους οι ηγέτες του εγχώριου ρεβιζιονισμού στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τη «νέα γραμμή του ΚΚΕ». Θα βρουν πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες στους φυλακισμένους και στους εξόριστους αγωνιστές του ΚΚΕ και του αριστερού κινήματος. Μεταξύ αυτών που υποστήριζαν τη «νέα γραμμή» ήταν, βεβαίως, και ο Λιναρδάτος. (Τις σημαντικότερες δυσκολίες τις βρήκαν οι ρεβιζιονιστές στην απόπειρά τους να καθυποτάξουν τους αγωνιστές του στρατοπέδου του Άι Στράτη…) Στην αφήγηση των γεγονότων της Α΄ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΕΔΑ (Ιούνιος 1956), στις σελ. 581-582, ο Λιναρδάτος κρίνει ότι: «Το γεγονός ότι τα περισσότερα ανώτατα και όλα τα μεσαία στελέχη της ΕΔΑ είναι κομμουνιστές έχει μια θετική και μια αρνητική πλευρά. Η θετική είναι η οργανωτική πείρα, η αφοσίωση και η αυτοθυσία τους. Και η αρνητική είναι ότι τα στελέχη αυτά, είτε το ξέρουν είτε όχι, καθοδηγούνται από τις αποφάσεις που παίρνει η έξω από την Ελλάδα -και ολοένα και περισσότερο έξω από την ελληνική πραγματικότητα- ηγεσία του ΚΚΕ, και –εξάλλου- είναι εθισμένα στη ‘συνειδητή’ μα ουσιαστικά άκριτη πειθαρχία.». Δεν μας είναι πρωτόγνωρες οι απόψεις αυτές του Λιναρδάτου. Σε ό,τι αφορά την ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής το Ζαχαριάδη, αυτές τις αντιλήψεις συνεχώς επαναλαμβάνει ο Λιναρδάτος και στον Α΄ και στο Β΄ τόμο του έργου του. Αλλά δεν πρέπει πια να μας ξενίζει και το γιατί κρίνει κατ’ αυτό τον τρόπο και τη νέα, την αντιζαχαριαδική ηγεσία του ΚΚΕ μετά το 1956. Ο φραξιονιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις διάφορες οπορτουνιστικές ομάδες των νέων ηγετών ήταν τελικά διαρκής και αδυσώπητος, από την πρώτη μέρα της ανάληψης των αξιωμάτων τους!! Ο Σπύρος Λιναρδάτος νιώθει ότι δεν καταφέρνει να επιβάλει εξολοκλήρου τις ανοιχτά ρεφορμιστικές, τις ακραία ρεφορμιστικές αντιλήψεις, τις δικές του και των ομοϊδεατών του, για πλήρη διάλυση του ΚΚΕ και πλήρη ενσωμάτωση στο αστικό καθεστώς. Γι’ αυτό και εξακολουθεί τον παλιό γνώριμο χαβά του!! Οι αντιλήψεις αυτές του Λιναρδάτου δεν εκφράζουν μόνο την πλήρη αποκοπή του από τη λενινιστική αντίληψη για τη συγκροτημένη λειτουργία και τον καθοδηγητικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος μέσα σε οποιεσδήποτε πολιτικές συνθήκες, αλλά και τη βαθύτερη αστικορεφορμιστική αντίληψή του, για τη διάλυση του ΚΚΕ, για την πλήρη ενσωμάτωση των κομμουνιστών σε ένα ευρύ πολιτικό σχήμα, όπου την καθοδήγηση θα έχει ο ακραίος ρεφορμισμός και σημαία του θα είναι η αντίληψη, αποκλειστικά και μόνο, της νόμιμης κοινοβουλευτικής πάλης για «δημοκρατικές 175


αλλαγές και μεταρρυθμίσεις». «Αλλαγές και μεταρρυθμίσεις», που κάποτε, με χρόνους και καιρούς θα μπορούν πλέον να ονομαστούν και «σοσιαλισμός», αν βέβαια υπάρχει ακόμα η ανάγκη να γίνεται τότε λόγος περί «σοσιαλισμού»!!! (Ο Λιναρδάτος ήταν ο πρόδρομος του ύστερου Κύρκου και του …Κουβέλη στην Ελλάδα, αλλά μάλλον συντέλεσε και στη δημιουργία της νοοτροπίας που θεμελίωσε την αντίστοιχη ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ. Μόνο, που πλέον αποδείχτηκε ότι οι οπαδοί αυτής της γραμμής είναι εντελώς αδίστακτοι στην υιοθέτηση και προώθηση των πιο αντιλαϊκών και αντιδραστικών μέτρων που έχει ανάγκη ο καπιταλισμός. Γιατί η γραμμή τους αυτή, με όσες φιοριτούρες κι αν σερβίρεται, υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο το ελληνικό καπιταλιστικό καθεστώς και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές του…). Από το 1956 και μετά τη γραμμή της διάλυσης των οργανώσεων του ΚΚΕ στην Ελλάδα και την πλήρη ένταξη των κομμουνιστών στο ενιαίο πλέον κόμμα της ΕΔΑ θα την προωθήσει και η νέα ηγεσία του ΚΚΕ, και θα την επιβάλει στην πράξη με τις αντίστοιχες αποφάσεις της στην 8 η ολομέλεια του 1958. Ο Λιναρδάτος, όμως, ο οποίος κατηγορεί και τη νέα αυτή ηγεσία ως «ολοένα και περισσότερο έξω από την ελληνική πραγματικότητα», είναι φανερό ότι δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα και αυτής της γραμμής. Ο άνθρωπος ήθελε να ακούσει την απόφαση πλήρους διάλυσης του ΚΚΕ και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας μας. Αυτό πια δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί συνάγεται απ’ όλα όσα γράφει, τουλάχιστον την εποχή που τα γράφει και τα εκδίδει. Παρακάτω, ο Λιναρδάτος αναφέρεται μεν στην «αρκετά θολή», όπως την κρίνει, «έννοια της ‘εθνικο-δημοκρατικής αλλαγής’» που ψήφισε η Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ, ως πρόγραμμα του νόμιμου αριστερού κόμματος. Δεν κάνει όμως την αναφορά αυτή με σκοπό να αναδείξει το γεγονός ότι η «εθνικοδημοκρατική αλλαγή» λειτούργησε ως το όχημα για την προώθηση και εδραίωση των ρεφορμιστικών-κοινοβουλευτικών αυταπατών στην ΕΔΑ και στο αριστερό μας κίνημα. Ούτε για να αναδείξει ότι οι ακραίες συνέπειες αυτής της γραμμής ήταν η μετατροπή της ΕΔΑ σε «ουρά» του Κέντρου στη δεκαετία του 1960. Αυτά, δηλ. που εμείς σήμερα τα βλέπουμε ξεκάθαρα και τα κρίνουμε ως αρνητικά, κατά τη γνώμη του Λιναρδάτου όχι μόνο ήταν τα επιζητούμενα, αλλά και δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικός ο βαθμός της επιτυχίας τους!!! Γι’ αυτό και δεν τον ικανοποιεί, τελικά, ούτε η πολιτική της «εθνικο-δημοκρατικής αλλαγής», γιατί ήθελε πολύ περισσότερα στον οπορτουνιστικό κατήφορο της ελληνικής Αριστεράς, ίσως ακόμα και τη μετατροπή της ΕΔΑ σε μια απλή συνιστώσα κάποιας «Κεντροαριστεράς», σαν αυτή που έγινε το …πολιτικό ιδανικό των εντελώς ξεπουλημένων στο κεφάλαιο πρώην «ευρωκομμουνιστών» και μετέπειτα ανοιχτών αντιδραστικών και παρακεντέδων του ευρω-ιμπεριαλισμού… Ως «καπνό παραλλαγής, για να σερβίρει συγκεκαλυμμένες τις πραγματικές πολιτικές του προθέσεις, ο Λιναρδάτος χρησιμοποιεί εδώ τη διαφωνία του με τη γραμμή και το χαρακτήρα της ΕΔΑ. Δείχνει, λοιπόν, ότι διαφωνεί με τη γραμμή της Α΄ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης και με την πορεία της ΕΔΑ, γιατί: 176


(α) «την αξιοπιστία» της «τουλάχιστον ως προς την αυτονομία της, μειώνει και το γεγονός ότι στα εξωτερικά ζητήματα, ακόμα και στα σχετικά με τις εσωκομμουνιστικές διαμάχες, ακολουθεί πάντα πιστά τη σοβιετική γραμμή.» και (β) «Παρόλο που χαρακτηρίζεται ‘Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά’ είναι δύσκολο να σταθεί στις γραμμές της ένας θεωρούμενος φιλοτιτοϊκός ακόμα και ύστερα από τη συμφιλίωση Μόσχας-Βελιγραδίου, ή αργότερα κάποιος ύποπτος για φιλομαοϊσμό.». Εδώ, θα μπορούσαμε με μια φιλοπαίγμονα διάθεση να πούμε ότι ο Λιναρδάτος αυτοδιαψεύδεται σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, αφού ήταν ως το τέλος ηγετικό στέλεχος της ΕΔΑ, μέλος μάλιστα της Διοικούσας Επιτροπής της, παρά τον άκρατο φιλοτιτοϊσμό του, τον οποίον τόσο ξεκάθαρα μας φανέρωσε σε ολόκληρη τη μέχρι τώρα αφήγησή του! Επίσης, νομίζουμε ότι χρησιμοποιεί το παράδειγμα των επαναστατών κομμουνιστών, οπαδών του Μάο Τσετούνγκ, απλώς σαν ένα μέσο για να «θολώσει τα νερά». Γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι η γραμμή που υποστηρίζει ο Σπύρος Λιναρδάτος ήταν ακόμα πιο εχθρική προς τον Μάο, ακόμα και από την αντίστοιχη σοβιετική γραμμή! Κι ακόμα, είναι γεγονός ότι όταν στη δεκαετία του 1960 οι μαρξιστές-λενινιστές, οι οποίοι δρουν ακόμα μέσα στις γραμμές της ΕΔΑ, αποφασίζουν να καταγγείλουν το ρεβιζιονισμό, είναι οι ίδιοι οι ηγέτες της ΕΔΑ, μεταξύ των οποίων και ο τόσο «αντικειμενικός» τώρα Λιναρδάτος, που αποκηρύσσουν και διαγράφουν από την ΕΔΑ κάθε «ύποπτο για φιλομαοϊσμό.». Αλλά τότε πια ο διχασμός είναι τόσο έντονος στις γραμμές του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος, ώστε οι ίδιοι οι φιλομαοϊκοί, το1964, διαχωρίζονται οργανωτικά από την ΕΔΑ και από το ΚΚΕ. Ιδρύουν πρώτα τις περίφημες «Ιστορικές εκδόσεις», από τις οποίες έγιναν γνωστές και στην Ελλάδα οι τότε αντιρεβιζιονιστικές θέσεις του ΚΚ Κίνας και τα έργα του Μάο, και έπειτα το περιοδικό «Αναγέννηση» (Ισαάκ Ιορδανίδης, Γιάννης Χοντζέας), ενώ αργότερα συγκροτούν την ΟΜΛΕ (δηλ. την Οργάνωση Μαρξιστών-Λενινιστών Ελλάδας) και μέσα από αυτή συμμετέχουν – αρχικά ενωμένοι- στον αγώνα εναντίον της Χούντας. Έτσι στην ΕΔΑ και στο ΚΚΕ παρέμεναν από κοινού, ως το 1968, τόσο οι (χρουστσιοφικοί και μπρεζνιεφικοί) φιλοσοβιετικοί, όσο και οι «ευρωκομμουνιστές», οι φιλοτιτοϊκοί και οι ανοιχτοί ρεφορμιστές. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια… Το κυριότερο, κατά την άποψη μας, σημείο στα εδώ γραφόμενα του Σπύρου Λιναρδάτου για την ΕΔΑ βρίσκεται στην επισήμανσή του πως «το νέο καταστατικό» της δίνει έμφαση στο ότι «η ΕΔΑ δρα εντός των πλαισίων της δημοκρατικής συνταγματικής νομιμότητος και του κοινοβουλευτισμού.». Όχι βεβαίως επειδή εμείς θα είχαμε την απαίτηση να μετατραπεί σε επαναστατικό κόμμα η αριστερή αυτή συμμαχία, η οποία δρούσε κάτω από τις πιο άγριες πιέσεις και διακρίσεις του μετεμφυλιακού κράτους, ούτε επειδή υποτιμούμε τη σημασία του δημοκρατικού αγώνα των κομμουνιστών γενικά και της ΕΔΑ ιδιαίτερα, μέσα σε εκείνες τις άθλιες και πλήρως αντιδημοκρατικές συνθήκες της δεκαετίας του 1950 στην Ελλάδα. Η δική μας κριτική αφορά στο γεγονός ότι η ΕΔΑ «αποθεώνοντας» από το 1956 τη σημασία και τις δυνατότητες του αστικού κοινοβουλευτισμού (που ο Χρουστσιόφ τον είχε ήδη ανακηρύξει σε …μέσο και όχημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού!) 177


έφτασε στο σημείο να απεμπολήσει ακόμα και τη διεκδίκηση καθαρά αστικοδημοκρατικών, αλλά προοδευτικών στόχων, όπως ήταν η κατάργηση του Θρόνου από την πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Κι αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις αργότερα, στα γεγονότα του 1965, όταν η ΕΔΑ σπεύδει να «συμμαζέψει» τα διάχυτα αιτήματα του αγωνιζόμενου λαού και κυρίως της νεολαίας μας εναντίον του βασιλιά, που είχε μάλιστα εκτεθεί πλήρως με το συνταγματικό του πραξικόπημα ενάντια στη νόμιμη κυβέρνηση της «Ένωσης Κέντρου». Κι ακόμα, η δική μας κριτική αφορά στο γεγονός ότι η ΕΔΑ, λιβανίζοντας ως το έπακρο τον αστικό κοινοβουλευτισμό και την επίσημη «νομιμότητα», έβαζε για τα καλά τον αριστερό κόσμο της Ελλάδας στο καλούπι αποκλειστικά και μόνο της κοινοβουλευτικής πολιτικής δράσης, του λεγκαλισμού και του ρεφορμισμού, στο δρόμο των κοινοβουλευτικών αυταπατών του οπορτουνισμού. Σε συνδυασμό με τη διάλυση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ, μετά το 1958, και τις πλατφόρμες που εισηγούνταν ανοιχτά πια την ανακήρυξη της ΕΔΑ, κι όχι του ΚΚΕ, στο «νόμιμο μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα με σοσιαλιστικό όνομα», αντί για τον αριστερό συνασπισμό ή έστω και το ενιαίο αριστερό-δημοκρατικό κόμμα που προϋπήρξε και παρέμενε, η πλήρης επιβολή του σύγχρονου ρεβιζιονισμού (γιατί τέτοιος ήταν ο «μαρξισμός-λενινισμός» των χρουστσιοφικών) μέσα από την ΕΔΑ, δημιούργησε νέα τεράστια εσωτερικά ζητήματα στο ήδη πολύπαθο και αποπροσανατολισμένο ΚΚΕ, βάθυνε τη διχόνοια και οδήγησε στον πλήρη αφοπλισμό του επαναστατικού κινήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι με μια τέτοια πολιτική γραμμή η ΕΔΑ, όπως και το ΚΚΕ βρέθηκαν ουσιαστικά άοπλα και εκτεθειμένα απέναντι στη λαίλαπα του φασιστικού πραξικοπήματος της Χούντας το 1967. Η πολιτική γραμμή του ρεβιζιονισμού και του ρεφορμισμού, η γραμμή του 20 ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και της «6 ης πλατιάς ολομέλειας», και κατόπιν του 8ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (1961), η γραμμή του άκριτου και άκρατου κοινοβουλευτικού κρετινισμού που έσπερναν στο κομμουνιστικό και αριστερό μας κίνημα ηγετικά του στελέχη εκείνης της εποχής, όπως ο ανικανοποίητος και γεμάτος αδημονία για μια πλήρη ενσωμάτωση στο αστικό σύστημα Σπύρος Λιναρδάτος, ήταν οι αιτίες που οδήγησαν την «Αυγή», τα χαράματα της 21ης του Απρίλη 1967 να τυπώσει πρωτοσέλιδο το άρθρο (του διευθυντή της, Λεωνίδα Κύρκου) με τίτλο «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία», στο φύλλο εκείνο, το οποίο δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει, αφού το κατέσχεσε η στρατιωτική δικτατορία!!! Ήταν λίγο πριν οι ερπύστριες των τανκς του Παπαδόπουλου και του Παττακού κλείσουν την ίδια την «Αυγή» και σφραγίσουν τα κομματικά γραφεία της –καθ’ όλα πιστής στην κοινοβουλευτική και συνταγματική αστική νομιμότητα- Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς. Έτσι έκλεισε μια ολόκληρη ιστορική εποχή της νεότερης Ελλάδας.

178


Επίλογος Στο σημείο αυτό κλείνει η κριτική ανάλυσή μας πάνω στις γνώμες και τους ισχυρισμούς που διατύπωσε για την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος των ετών 1949-1957 ο Σπύρος Λιναρδάτος, στον Α΄ και στο Β΄ τόμο του τετράτομου εμβληματικού του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Ο δημοσιογράφος και ιστορικός αυτός συγγραφέας είδε και αποτίμησε την πορεία του ΚΚΕ, αλλά και των ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών μέσα από το πρίσμα των αντιλήψεων, των επιδιώξεων και των στόχων του αστικού -σοσιαλδημοκρατικού- ρεφορμισμού των δεκαετιών 1970-1980. Αντιμετώπισε τα πρόσωπα και τα γεγονότα της τόσο ταραγμένης, αλλά και τόσο κρίσιμης αυτής εποχής του κομμουνιστικού κινήματος, με αποκλειστικό γνώμονα τις πεποιθήσεις, τα ιστορικά κριτήρια, τα «μέτρα και σταθμά», δηλαδή -σε τελική ανάλυση- τα ύψιστα πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα της αστικής τάξης, την οποία και εκπροσωπεί πολιτικά ο σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός. Ο Λιναρδάτος απέρριψε και προσπάθησε να καταστήσει απεχθές στα μάτια των αναγνωστών του οτιδήποτε έχει σχέση με την επαναστατική προλεταριακή αντίληψη για την κοινωνία, για την ανατροπή του καπιταλισμού και για την οριστική κι αμετάκλητη αλλαγή της κοινωνίας στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού και του πλήρους κομμουνισμού. Χτύπησε στο έργο του και πρόσωπα και ιδέες αλλά και μια ολόκληρη κοινωνική πραγματικότητα που σχετίζονται με το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, με την ιστορική πορεία του, με τα επιτεύγματα, αλλά και τα σφάλματα και τις αποτυχίες του. Έκρινε και έγραψε την ιστορία του ελληνικού και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος με βάση τα συμφέροντα του ελληνικού και του διεθνούς καπιταλισμού, τον οποίο συνειδητά ο ίδιος υπηρέτησε, μετά τη διάρρηξη κάθε δεσμού του με το κομμουνιστικό κίνημα, όπου κάποτε συμμετείχε δραστήρια. Η ιδεολογική του μεταστροφή, η συνειδητή του ένταξη στην αστική διανόηση και η συνακόλουθη ανάλυση της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος με γνώμονα αυτά που πιστεύει και που επιδιώκει η τάξη των εκμεταλλευτών, είναι η αιτία της δημιουργίας από τον Σπύρο Λιναρδάτο ολόκληρης της σειράς των μυθευμάτων και των διαστρεβλώσεων που αναγκαστήκαμε να επισημάνουμε και να καυτηριάσουμε με αυστηρότητα σε τούτη εδώ την κριτική μας προσέγγιση. Ο μελετητής και των δυο επόμενων τόμων του έργου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» θα διαπιστώσει ότι ο Λιναρδάτος συνεχίζει την αποτίμηση και των υπόλοιπων ιστορικών γεγονότων, τα οποία αφορούν το κομμουνιστικό κίνημα των ετών 1957-1967, μέσα από το ίδιο ακριβώς πολιτικό πρίσμα, με το ίδιο ιδεολογικό κριτήριο, με την ίδια ακριβώς μέθοδο και τακτική που ήδη ακολούθησε και στους δυο πρώτους τόμους. Κάθε θέση ή απόφαση του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, η οποία οδηγούσε το εργατικό-λαϊκό μας κίνημα ακόμα βαθύτερα στο τέλμα των αυταπατών και του συμβιβασμού με την αστική εξουσία, ο Λιναρδάτος την καταγράφει και την υιοθετεί, αλλά σχεδόν πάντοτε τη θεωρεί ανεπαρκή, καθυστερημένη, μεσοβέζική ή και εξαρχής υπονομευμένη από αυτό που ο ίδιος θεωρεί δογματισμό ή «έλλειψη σχέσης (της 179


ηγεσίας του κομμουνιστικού κόμματος, η οποία βρισκόταν στο εξωτερικό) με την ελληνική πραγματικότητα». Αντίθετα, καταπολεμά με κάθε τρόπο οποιαδήποτε απόφαση ή τάση ή και απλή πρόταση στο χώρο του κομμουνιστικού και αριστερού μας κινήματος, η οποία επεδίωκε να τονώσει την ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση του ΚΚΕ στην ελληνική κοινωνία, την αυτόνομη ύπαρξη και δράση του κόμματος, μέσω των οργανώσεών του, ως το 1958-59 ή έστω και μέσω των υποτυπωδών «κομματικών στηριγμάτων» του, στα χρόνια της δεκαετίας του 1960. Καταπολεμά με σφοδρότητα κάθε ιδέα και σκέψη σχετικά με την επιδίωξη και επιβολή –μέσα από τους λαϊκούς αγώνες- της νόμιμης δράσης του ΚΚΕ, που άρχισε να διεκδικείται ανοιχτά και από την ΕΔΑ, στα χρόνια 1963-1967. Και -το κυριότερο απ’ όλα- ο Λιναρδάτος χτυπά ως «ακραία» κάθε πραγματικά δυναμική και βαθιά κοινωνική διεκδίκηση ή κινητοποίηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος στα ίδια αυτά χρόνια, επειδή –κατά τη γνώμη του- δεν άφηνε την κυβέρνηση του «Κέντρου», ως το καλοκαίρι του 1965, και των «αποστατών του Κέντρου», το 1965-1966, να «ομαλοποιήσουν δημοκρατικά» την πολιτική κατάσταση και να μειώσουν τις πιθανότητες επιβολής μιας αντικοινοβουλευτικής φασιστικής εκτροπής. Ούτε λίγο-ούτε πολύ, κατά το αστικό σκεπτικό του σοσιαλδημοκράτη Σπύρου Λιναρδάτου, μέσα από κάθε δυναμική κοινωνική και πολιτική διεκδίκηση των μαζών, την οποία υποστήριξε το κομμουνιστικό κίνημα, διευκολυνόταν -δήθεν- τα σχέδια των «κύκλων της ανωμαλίας» για την επιβολή της χούντας πάνω στον ελληνικό λαό! Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, που τόσο μα τόσο πολύ διαδόθηκε τότε σε μεγάλο τμήμα του «δημοκρατικού κόσμου» -και το οποίο σε μεγάλο βαθμό έγινε κριτήριο δράσης και για τη ρεφορμιστική και συμβιβαστική ως το μεδούλι ηγεσία της ΕΔΑ- η εργατική τάξη και το πολιτικό της κίνημα έπρεπε να απέχουν συστηματικά από οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί «προκλητικό» ή «ακραίο» για τα συμφέροντα του καθεστώτος, ενώ θα έπρεπε, ταυτόχρονα, να επιβεβαιώνουν έμπρακτα τους όρκους πίστης στη «νόμιμη κοινοβουλευτική οδό», στρώνοντας το δρόμο στην πλήρη επιβολή των ιδεών του … «δημοκρατικού Κέντρου» και ελπίζοντας στο «όραμα» μιας συμμαχίας για την κοινοβουλευτική νίκη της …«Κεντροαριστεράς» στις επικείμενες εκλογές, του Μάη του 1967, αυτές που ποτέ δεν έγιναν... Σήμερα ξέρουμε πού οδήγησε αυτή η αποθέωση των συμβιβασμών και των αυταπατών το κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα και την πολιτική εξέλιξη της τότε εποχής. Για το κατά πόσο «σώθηκε η δημοκρατία» από τις συμβιβαστικές –πυροσβεστικές απόψεις του Λιναρδάτου και των άλλων ηγετών της προδικτατορικής ΕΔΑ, μαρτυρά το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός πιάστηκε στον ύπνο από τους χουντικούς και, κυριολεκτικά, με τις πυτζάμες συνελήφθησαν οι αγωνιστές της Αριστεράς, μαντρώθηκαν στον Ιππόδρομο και άρχισαν να αποστέλλονται για «διακοπές» στη Γυάρο και στη Λέρο, τα χαράματα της 21 ης του Απρίλη του 1967… 180


Αφετέρου, το «Κέντρο», δηλαδή η σοσιαλδημοκρατία, κατόρθωσε μακροπρόθεσμα να ηγεμονεύσει πλήρως στο χώρο των λαϊκών δυνάμεων και, μέσα από τη «σοσιαλιστική» ρητορεία και την πονηρή και παρελκυστική τακτική του νέου «χαρισματικού» της αστέρα, του Ανδρέα Παπανδρέου, μπόρεσε να κυριαρχήσει πλήρως στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αφού βρήκε πρόσφορο το έδαφος σε αριστερές συνειδήσεις, οι οποίες ήδη είχαν ξεμάθει να σκέπτονται και να δρουν επαναστατικά. Και τι ειρωνεία της ιστορίας! Καθώς τέλειωνε η δικτατορία του 19671974 και η Ελλάδα έμπαινε στη μεταπολίτευση, η σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ κατάλληλα φτιασιδωμένη και κυριολεκτικά μασκαρεμένη με «αριστερό αντιιμπεριαλιστικό» λούστρο, για να μην αναγνωρίζεται εύκολα η πραγματική της ουσία, έφτασε να μοιάζει στα μάτια της τότε νεολαίας πολύ πιο …αριστερή, ριζοσπαστική, ρηξικέλευθη και …ταχύτατα αποτελεσματική σε σχέση με τη ρεφορμιστική (και συμβιβασμένη, κατ’ ουσίαν), αλλά ταλαίπωρη και διασπασμένη Αριστερά… Τα πολιτικά κριτήρια του Σπύρου Λιναρδάτου, δηλ. της αστικής τάξης, κυριάρχησαν τελικά στον αριστερό κόσμο μετά τη μεταπολίτευση, έστω και με έναν τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι θα φανταζόντουσαν οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι αυτής της αντίληψης! Ο συμβιβασμός και η σοσιαλδημοκρατία φόρεσαν για μερικά χρόνια αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική προσωπίδα, για να πάρουν το τιμόνι της διακυβέρνησης το 1981 και, αφού κατάφεραν να εκχυδαΐσουν, να διαστρέψουν και να κατασυκοφαντήσουν κάθε αρχή, κάθε όραμα, κάθε ιδανικό, αφού βούτηξαν στη διαφθορά και την εξαγορά μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες πολιτικάντηδες-υπουργούς και τις ηγεσίες του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, οδήγησαν στην πλήρη, σκληρή και αδυσώπητη υποταγή του εργαζόμενου -αλλά αφοπλισμένου, αποπροσανατολισμένου κι απελπισμένου λαού μας- στο σημερινό καθημερινό, ανελέητο άλεσμά του από τα πιο κοφτερά, αδηφάγα δόντια του ασύδοτου καπιταλισμού και της πιο βαθιάς και απροσχημάτιστης ιμπεριαλιστικής εξάρτησης… Ίσως, ούτε κι ο τόσο συνειδητός σοσιαλδημοκράτης κλασικού τύπου, Σπύρος Λιναρδάτος, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί όλη αυτή την εξέλιξη, από το Κέντρο στον «Ανδρέα του ζιβάγκο» και από τους «εθνικά υπερήφανους» …αστερίσκους της «σοσιαλιστικής κυβέρνησης» (στα περιθώρια των εντολών της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ) ως το μνημόνιο, την τρόικα και τη συγκυβέρνηση των δεξιών και των σοσιαλδημοκρατών, όλων δηλαδή των σύγχρονων γκαουλάιτερ της πιο μαύρης κι αντιδημοκρατικής κεφαλαιοκρατικής βαρβαρότητας. Αν ζούσε κι έβλεπε όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα ο Σπύρος Λιναρδάτος, ο ακραιφνής υποστηρικτής της ΕΟΚ, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπαμε τι θα έγραφε! Αλλά, βεβαίως, με υποθέσεις δεν αλλάζουν τα γεγονότα. Η αντίληψη του Λιναρδάτου επιβλήθηκε και κυριάρχησε, ο λαός μας όμως έφτασε στην πιο μαύρη δυστυχία… Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τους Λαούς όλου του κόσμου, μετά την ολοκλήρωση της αντεπαναστατικής στροφής του 1956 στις σοσιαλιστικές χώρες και τα δραματικά γεγονότα της αποκορύφωσής της το 1989-1991. Τη διάλυση του –ήδη διαβρωμένου και διαστρεβλωμένου- σοσιαλιστικού συστήματος, την παλινόρθωση του πιο άγριου 181


και απάνθρωπου καπιταλισμού στην πρώην ΕΣΣΔ, αλλά επίσης και στην Κίνα (εκεί όπου με άλλη μεθόδευση και τακτική οι ρεβιζιονιστές-ψευδοκομμουνιστές ηγέτες της μετά το 1976, αντί για το μαρξισμό-λενινισμό και τη «σκέψη του Μάο», υιοθέτησαν έμπρακτα και εφαρμόζουν -ως τις πιο ακραίες συνέπειές τους- τις οικονομικές απόψεις της διεθνούς αστικής τάξης) ακολούθησε η σημερινή παγκόσμια και ασύλληπτου μεγέθους καπιταλιστική βαρβαρότητα. Μια απερίγραπτη καπιταλιστική αλαζονεία και εκδικητικότητα, που απειλεί με εξανδραποδισμό και με απολυταρχικό καθεστώς «σιδερένιας φτέρνας» την εργατική τάξη και τους λαούς όλου του κόσμου, προκειμένου να διασώζει τα κέρδη και την εξουσία της πιο ασήμαντης αριθμητικά, αλλά πιο άγριας εκμεταλλευτικής ολιγαρχίας, που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης μας. Η επικράτηση, δηλαδή, των αστικών αντιλήψεων και η υποχώρηση των επαναστατικών δυνάμεων οδηγεί την ανθρωπότητα στον πιο βάρβαρο σύγχρονο «μεσαίωνα», σ’ ένα καθεστώς που γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο για την ύπαρξη της ίδιας της ανθρωπότητας και της ζωής πάνω στη Γη, καθώς έχει στην υπηρεσία του τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά και επιστημονικά μέσα καθυπόταξης της αλήθειας και του δίκιου. Παντού σιχαμερή εκμετάλλευση και κανιβαλισμός εις βάρος των εργαζομένων, παντού αηδιαστική προπαγάνδα, ψευτιά και υποκρισία μεγατόνων, για να συγκαλύπτεται και να διαστρεβλώνεται η αλήθεια. Το σάπιο ως το μεδούλι κοινωνικό καθεστώς του καπιταλισμού κάνει τα πάντα για να κρατά διαιρεμένη και υποταγμένη την εργατική τάξη και τους λαούς του κόσμου. Σπέρνει τυφλούς εθνικισμούς, θρησκευτικούς φανατισμούς, αυξάνει καθημερινά την κρατική τρομοκρατία και την πιο ασύδοτη κρατική καταστολή, σπέρνει τους «κοινωνικούς αυτοματισμούς», την κατασυκοφάντηση όλων των λαϊκών αγώνων, προωθεί με άφθονο χρήμα την πλήρη αναθεώρηση της ιστορίας, μέσα από τη διαστρέβλωση των γεγονότων και τη χάλκευση άθλιων και ανιστόρητων προπαγανδιστικών μύθων. Έχει ένα και μόνο σκοπό όλη αυτή η αθλιότητα: να μην ξαναβρούν οι λαοί το δρόμο της επανάστασης και της κοινωνικής απελευθέρωσης, να μετατραπούν για πάντα σε απελπισμένη εθελόδουλη μάζα ραγιάδων της κεφαλαιοκρατίας, σε έναν άκριτο συρφετό, ο οποίος θα εκλαμβάνει τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών του ως …αιώνιους φυσικούς νόμους. Η «ιστορική μέθοδος» του Σπύρου Λιναρδάτου, που τόσο έντονα κριτικάραμε σ’ αυτή εδώ την εργασία μας, η κατασκευή και κυρίως η διάδοση των αντικομμουνιστικών μύθων των δεκαετιών 1960-1980, αποδεικνύεται ένα …φαινομενικά ανώδυνο και εντελώς «πρωτόλειο δοκίμιο», αν συγκριθεί με το σημερινό κυκεώνα της ψευτιάς, της ποταπότητας και της λάσπης, αν συγκριθεί με το σημερινό απερίγραπτο όργιο του επίσημου κρατικού, διακρατικού και «ακαδημαϊκού» φασισμού ως προς τη διαστρέβλωση της ιστορίας της εργατικής τάξης και του κινήματός της. Ωστόσο, η αντικομμουνιστική διαστρέβλωση και η μυθολογία του Λιναρδάτου και των ομοϊδεατών του, διεθνώς, ήταν η απαραίτητη αρχή για να φτάσουμε στους σημερινούς αισχρούς λασπολόγους, Έλληνες και ξένους, οι οποίοι δεν κρύβουν με 182


τίποτα την πρόθεσή τους: να τελειώνουν οριστικά με το επαναστατικό κίνημα, να εξαφανίσουν την κομμουνιστική ιδεολογία. Όλοι αυτοί οι επαγγελματίες συκοφάντες του κομμουνιστικού κινήματος και της επαναστατικής του ιδεολογίας, όλοι αυτοί οι πανεπιστημιακοί, πολιτικοί και δημοσιογραφικοί παρακεντέδες της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, και –κυρίως- τα μεγάλα οικονομικά αφεντικά τους φαντάζουν σήμερα παντοδύναμοι. Κι όμως δεν είναι! Η λύσσα τους μαρτυρά μάλλον τη βαθύτερη αδυναμία τους και τον τρόμο που τους διακατέχει ολοένα και περισσότερο!! Όταν ζούμε την πιο βαθιά και απύθμενη παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, η οποία οφείλεται ακριβώς στην πιο βαθιά και αγεφύρωτη αντίφαση του συστήματος, στην πλήρως κοινωνική μορφή της παραγωγής του πλούτου, αφενός και αφετέρου στην πλήρως άδικη ιδιοποίηση και κατανομή του από μια ασήμαντη χούφτα κοινωνικών παράσιτων, απλών κατόχων των τίτλων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, από μια δράκα βαθύπλουτων ανθρώπων που δεν έχουν πια καμιά κοινωνική χρησιμότητα στην παραγωγική διαδικασία, τότε είναι αδύνατον να εξωραϊστεί ένα τέτοιο καθεστώς. Δεν του είναι πια τόσο εφικτή η διατήρηση στη ζωή με τη «μέθοδο του καρότου», της εξαγοράς και ενσωμάτωσης των πλατιών μαζών. Του απομένει, κυρίως, το μαστίγιο της κρατικής βίας και καταστολής των δισεκατομμυρίων εξαθλιωμένων αυτού του πλανήτη και -εν εσχάτη ανάγκη- η πολεμική εξόντωση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, προκειμένου να «ξεμπουκώσει» η μηχανή παραγωγής και αύξησης του ποσοστού των κερδών για τα καπιταλιστικά κοινωνικά παράσιτα. Όταν σύμφωνα με την ίδια την ιδεολογική «ναυαρχίδα» του ελληνικού καπιταλισμού, την εφημερίδα «Το Βήμα» (α) Συνάγεται ότι: «Από την κατανομή του πλούτου ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το 38,5% ανήκει στο 0,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ στον αντίποδα το 67,6% ελέγχει το 3,3% του παγκόσμιου πλούτου. Μια άλλη στατιστική δεικνύει ότι το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει συνολικά μόλις το 1% του διεθνούς πλούτου, ενώ αντίθετα το πλουσιότερο 10% του κόσμου έχει συγκεντρώσει το 84% του πλούτου. Ποτέ άλλοτε η δημιουργία πλούτου, οι οικονομικοί κίνδυνοι και η πολιτική δεν είχαν τόσο μεγάλη αλληλεξάρτηση και, όπως λέγεται, το πλουσιότερο 1% θα συνεχίσει μάλλον να αναπτύσσεται ταχύτερα απ' ό,τι ο παγκόσμιος πληθυσμός, αυξάνοντας το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών.» (βλ. το ρεπορτάζ του Τάσου Μαντικίδη: Οι χώρες και οι πόλεις των εκατομμυριούχων…, το Σαββατοκύριακο, 4-5 Μαΐου 2013) και (β) Διαπιστώνεται ότι: «Οι πρέσβεις φοβούνται κοινωνική έκρηξη» στην Ελλάδα και ότι «Το ξέσπασμα της λαϊκής αγανάκτησης υπό την πίεση των μέτρων είναι ένα ενδεχόμενο που ανησυχεί τους ξένους διπλωμάτες. Πολιτική σταθερότητα. Αυτή είναι η φράση-«κλειδί» που κυριαρχεί στις συζητήσεις που διεξάγονται στις μεγάλες πρεσβείες των Αθηνών. Κυριαρχεί ο προβληματισμός για το κατά πόσον η παρούσα τρικομματική κυβέρνηση θα αντέξει την κοινωνική πίεση.» (βλ. το ρεπορτάζ των Άγγελου Αθανασόπουλου και Άρη Ραβανού, την Κυριακή, 28/04/2013), τότε καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου ρόδινα για τους στυλοβάτες της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Επομένως, η διαστρέβλωση 183


και η κατασυκοφάντηση του κομμουνιστικού οράματος παραμένει πρώτη προτεραιότητα για τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου, παρότι καμώνονται ότι δήθεν ξεμπέρδεψαν οριστικά τους λογαριασμούς τους με αυτό το όραμα, το 1991! Γιατί ξέρουν καλά ότι, όταν η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος κρίνεται και γράφεται σύμφωνα με τα συμφέροντα της αστικής τάξης, κι όταν αυτή η πλαστογραφία παραμένει πάντα κυρίαρχη προκατάληψη στις συνειδήσεις των πολλών, τότε η μεγάλη υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης αναβάλλεται και καθυστερεί, ενώ ο καπιταλιστικός βρικόλακας εξακολουθεί να κρατιέται στη ζωή, πίνοντας το αίμα των λαών. Το κομμουνιστικό και το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς έχει διανύσει μια πολύ μεγάλη ιστορική πορεία μέχρι σήμερα. Γνώρισε μεγάλες θυσίες αλλά και μεγάλες κατακτήσεις. Βρέθηκε σε κρίσιμες καμπές, σε στιγμές ανάτασης και αποκορύφωσης των ελπίδων και των προσδοκιών των λαών, που το εμπιστεύτηκαν και αγωνίστηκαν κάτω από την κόκκινη σημαία της κοινωνικής απελευθέρωσης. Γνώρισε, όμως και πολύ μεγάλες ήττες, ενώ στα τέλη του 20ου αιώνα υπέστη αληθινές τραγωδίες και συμφορές, που οφείλονται όχι μόνο στο συσχετισμό των δυνάμεων με τον ταξικό εχθρό ή στην έλλειψη πείρας, αλλά και σε πλήθος δικά του σφάλματα και απρονοησίες. Σε αντίθεση, όμως με τις επικρίσεις των ταξικών του αντιπάλων, οι ήττες του κομμουνιστικού κινήματος δεν οφείλονται στην προσήλωσή του στις επαναστατικές αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, αλλά στην απομάκρυνσή του από αυτές, στο συμβιβασμό του με την αστική τάξη και στην υποταγή του απέναντι στις πολιτικές επιδιώξεις του καπιταλισμού. Η κυριότερη από τις επιπτώσεις όλων των λαθών, του συμβιβασμού και της ιστορικής ήττας του 1989-1991, της οποίας οι ρίζες πηγαίνουν 4 δεκαετίες πίσω στο χρόνο, ήταν η πολυδιάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος και η απογοήτευση των λαϊκών μαζών, που έχασαν το ενιαίο επιτελείο τους, τον εκφραστή του συλλογικού τους οράματος για μια νέα κοινωνία. Αν σήμερα, μεσούσης της πιο αδυσώπητης κρίσης και της πιο βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου στην εργατική τάξη, και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στους Λαούς του κόσμου ολόκληρου, η αντίσταση της εργατιάς και του λαού βρίσκεται πολύ πίσω από τις απαιτήσεις των καιρών, αν τα καπιταλιστικά συμφέροντα φιγουράρουν στη συνείδηση των εκατοντάδων εκατομμυρίων εξαθλιωμένων προλεταρίων και πρώην μικρονοικοκυραίων ως ο δήθεν «φυσικός δρόμος» ή ως ο «αιώνιος μονόδρομος» της ανθρωπότητας, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το πρωτοπόρο επαναστατικό επιτελείο της εργατιάς και των λαών δεν βρήκε ακόμα το δρόμο της ενότητάς του, το δρόμο της βαθιάς και πλατιάς αυτοκριτικής και της νέας ατσαλένιας ενότητας και αντεπίθεσής του. Δεν βρήκε ακόμα το δρόμο που θα έδινε ξανά τη χαμένη ελπίδα και αισιοδοξία, το συλλογικό όραμα και –πάνω απ’ όλα- το έναυσμα για τη νέα συλλογική δράση της εργατικής τάξης και των λαών για την κοινωνική απελευθέρωση και αναγέννηση. Είναι μεν θετικό ότι έχουν γίνει σημαντικά επιμέρους βήματα στην αναγνώριση του γεγονότος ότι η οπορτουνιστική-ρεβιζιονιστική στροφή της δεκαετίας του 1950 184


επέδρασε καταλυτικά εις βάρος του κομμουνιστικού μας κινήματος, όμως ούτε η κριτική και η αυτοκριτική είναι ακόμα πλήρεις, ούτε έχει ακόμα αποκατασταθεί ολόκληρη η αλήθεια για πρόσωπα και πράγματα των δεκαετιών 1960-1990. Και το χειρότερο είναι ότι, εκεί που πάνε να γίνουν δυο-τρία βήματα μπροστά, ανακύπτουν νέες αντιφάσεις, λόγω αμφιλεγόμενων ή αστήριχτων θεωρητικών αναλύσεων και, κυρίως, προβλήματα εντελώς ακατάλληλης και αναποτελεσματικής πολιτικής τακτικής, πολιτικής συμμαχιών, συνδικαλιστικής τακτικής κλπ… Η παρατήρησή μας αυτή αφορά την πορεία όλων των κομμάτων και σχηματισμών που παρουσιάζονται ως φορείς των κομμουνιστικών ιδεών στην Ελλάδα, και πρωτίστως τον πιο ισχυρό και οργανωμένο από αυτούς, το ΚΚΕ, του οποίου η τακτική και η πορεία δεν είναι καθόλου μα καθόλου ικανοποιητική, όπως δείχνει η καθημερινή πρακτική του και τα αποτελέσματά της… Η διάσπαση και η πολυδιάσπαση των Ελλήνων κομμουνιστών παραμένει και, πολύ συχνά, πίσω από τις ρητορείες σχετικά με τη διεκδίκηση της ιδεολογικής «ορθοδοξίας» και «καθαρότητας» από τον ένα και τον άλλο φορέα, μικρό ή μεγάλο, υποκρύπτεται απλώς ο σεχταρισμός και η περιχαράκωση του καθενός. Μια αχαρακτήριστη περιχαράκωση, που οφείλεται μόνο και μόνο σε λόγους υπαρξιακούς της μιας ή της άλλης ηγετικής ομάδας ή ομαδούλας, σε λόγους …αυτό-επιβεβαίωσης της «μιας και μοναδικής πολιτικής ορθότητας», που είναι τόσο …μοναδική, όσο και το πλήθος αυτών που τη διεκδικούν ή, πιο απλά, στη μικρόψυχη διάθεση της απόλυτης ηγεμονίας καθενός από τους πολιτικούς φορείς του άλλοτε ενιαίου κομμουνιστικού κινήματος πάνω σε όλους τους άλλους. Μικροκομματισμός, περιχαράκωση του καθενός στο «μαγαζάκι» του, απόλυτη περιφρόνηση και αφορεσμός για οτιδήποτε άλλο, άρνηση συνεννόησης ακόμα και για την οργάνωση του αγώνα των μαζών σε κρίσιμα καθημερινά μέτωπα, για το ψωμί και τις πιο στοιχειώδεις δημοκρατικές του ελευθερίες ∙ αυτή, δυστυχώς, είναι και παραμένει η κατάσταση στο χώρο του κομμουνιστικού κινήματος και της πραγματικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Ο δρόμος της ενότητας όλων των κομμουνιστών, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, ο δρόμος της ενότητας και της ακατάβλητης δράσης του λαϊκού μετώπου, γύρω από το ενιαίο, πρωτοπόρο επιτελείο των εργαζομένων, απαιτεί το πιο ολόπλευρο και ειλικρινές ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με τα λάθη, τις απαράδεκτες υποχωρήσεις, τους προδοτικούς συμβιβασμούς και τα ανοιχτά ξεπουλήματα του παρελθόντος. Αυτό το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με τις αιτίες της ήττας και της υποχώρησης, αφορά όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές δυνάμεις των κομμουνιστών της Ελλάδας, ανεξάρτητα από το κομματικό σχήμα στο οποίο ανήκουν σήμερα, μικρό ή μεγάλο, της μιας ή της άλλης απόχρωσης. Μα για να γίνει αυτό το ξεκαθάρισμα και η αφετηρία μιας νέας ενότητας, οργάνωσης και αντεπίθεσης, μέσα από ένα ενιαίο κομμουνιστικό κόμμα κι ένα ακατάβλητο σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο της εργατικής τάξης και των συμμάχων της απαιτείται βαθιά και αληθινά επιστημονική μελέτη της ιστορίας, με ειλικρινή διάθεση έρευνας και κατανόησης της αλήθειας και αποκόμισης χρήσιμων διδαγμάτων, χωρίς 185


κανένα φόβο, χωρίς κανένα ταμπού και καμιά προκατάληψη, με πνεύμα κριτικής και αυτοκριτικής όλων μας. Μόνο τότε αποδεικνύεται έμπρακτα η αληθινή τήρηση και εφαρμογή των βασικών θεωρητικών αρχών του επιστημονικού σοσιαλισμού, που φυσικά και δεν είναι δόγμα και εικόνισμα για να το λιβανίζουμε με ρητορείες, αλλά καθοδήγηση για διαρκή πρακτική δράση της εργατικής τάξης στο δρόμο των μικρών και των μεγάλων κατακτήσεων, στο δρόμο για την επανάσταση και την πλήρη κοινωνική απελευθέρωση. Γι’ αυτό και η ενότητα και η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος θα επιτευχθεί αναπόφευκτα μέσα στην ίδια την καθημερινή δράση για το ψωμί, το δίκιο, τη γνώση και τη λευτεριά. Η πράξη –και πρωτίστως η επαναστατική πράξη- είναι το μόνο αλάνθαστο κριτήριο της ζωής, για κάθε ιδέα, για κάθε ανθρώπινη προσωπικότητα, το κριτήριο που διαχωρίζει το γνήσιο από το κάλπικο, την αλήθεια από το ψέμα, την ιστορική πραγματικότητα κάθε εποχής από τη διαστρέβλωση και τη μυθοπλασία. Οι κομμουνιστές δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα από την κριτική των λαϊκών μαζών για τη δράση τους και για τα λάθη τους. Πρέπει να ξέρουν να ξεχωρίζουν την ειλικρινή, συντροφική και συναγωνιστική κριτική από την εχθρική κακοήθεια. Οι κομμουνιστές δεν έχουν κανένα λόγο να φοβηθούν ακόμα και την άδικη και διαστρεβλωτική κριτική των ταξικών τους αντιπάλων, αν οι ίδιοι ξέρουν καλά το χτες και το σήμερα του κινήματός τους, αν βασίζονται γερά στο διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό και εάν τον αναπτύσσουν διαρκώς με το βλέμμα στραμμένο στην πραγματικότητα και στο αύριο. Οι κομμουνιστές και όλοι οι συνειδητοί εργαζόμενοι που μελετούν βαθιά την ιστορία, μπορούν πιο εύκολα να ξεχωρίζουν πού τελειώνει η αλήθεια και πού αρχίζει η διαστρέβλωση, πού βρίσκεται το συμφέρον και το δίκιο των λαών και πού, αντιθέτως, τα ιδιοτελή και χαμερπή συμφέροντα της αστικής τάξης, τα θέσφατα της εκμετάλλευσης και καταπίεσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο διεκδικούν με αυθάδεια τη μετατροπή τους σε κριτήριο της ιστορικής αλήθειας. Οι κομμουνιστές μέσα στην αδιάκοπη, συνειδητή κι οργανωμένη πάλη τους πρέπει –σε τελική ανάλυση- να ξέρουν να εκμεταλλεύονται προς όφελος της πανανθρώπινης υπόθεσης του κομμουνισμού ακόμα και τις πιο άδικες και μεροληπτικές κρίσεις των αντιπάλων αυτής της υπόθεσης. Γιατί θα ξέρουν πώς πρέπει κάθε φορά να τις ερμηνεύουν και να τις αξιοποιούν εναντίον των εχθρών της εργατικής τάξης, με στόχο πάντα τη νίκη της προλεταριακής και λαϊκής επανάστασης! Γιατί, όπως έχει διδάξει ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ, μόνο με τη νίκη της επανάστασης, με τη νίκη του πραγματικού σοσιαλισμού και με την απελευθέρωση όλων των λαών ανοίγει ο δρόμος της ανθρωπότητας για το πέρασμα από την προϊστορία της στη συνειδητή δημιουργία της πραγματικής της ιστορίας από τον ίδιο τον πραγματικό δημιουργό της: τον ελεύθερο κι αληθινό Άνθρωπο.

186


Ενδεικτική βιβλιογραφία Α. Το έργο στο οποίο αναφέρεται η κριτική μας ανάλυση. Λιναρδάτος Σπύρος: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», σε 4 τόμους, από τις εκδόσεις του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη-«Το Βήμα-Βιβλιοθήκη» 2009. (Το έργο κυκλοφορεί και με την αρχική του μορφή, από τις εκδόσεις «Παπαζήση», 1η έκδοση, 1977).

Β. Άλλα έργα και δημοσιεύματα για την εποχή 1949-1967 και τα προβλήματα του κομμουνιστικού κινήματος. 1 «Αναγέννηση» (1964-1967) σε 3 τόμους, φωτομηχανική επανέκδοση του πολιτικού αυτού περιοδικού από τις «Μορφωτικές εκδόσεις» (του Μ-Λ ΚΚΕ), 2005-2007. 2. Βούλγαρη Μαρίνα: «Το αντεπαναστατικό πραξικόπημα στο ΚΚΕ και η δολοφονία του Νίκου Ζαχαριάδη», στο περιοδικό «Μαρξιστική-Λενινιστική Επιθεώρηση», τεύχος 3, Γενάρης 1991. 3. Βουρνάς Τάσος: «Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας», σε 6 τόμους, από τις εκδόσεις «Πατάκης». (Βλ. ιδιαίτερα τους τόμους Γ΄, Δ΄ και Ε΄). 4. Γρηγοριάδης Σόλων: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, 1941-1974», σε 12 τόμους, ειδική έκδοση του έργου από την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 2011. (Βλ. ιδιαίτερα τους τόμους 3,4,5,6,7). 5.«Η ίδρυση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας», ένθετο ιστορίας στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 2-10-2011. 6.«Η ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση», ένθετο στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Νοέμβρης 2001. «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000», σε 10 τόμους, (βλ. τον 9ο τόμο) από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», για την εφημερίδα «Τα Νέα», 2003. 7. «Ιστορία των Ελλήνων» σε 16 τόμους, από τις εκδόσεις «ΔΟΜΗ Α.Ε.». (Βλ. τον τόμο 14, «Από το 1949 έως σήμερα»). 8. Καρντέλι Εντουάρντ, Ζούκιν Σ., Μάρκοβιτς Μ.: «Γιουγκοσλαβική αυτοδιαχείριση. Υπέρ και κατά», από τις εκδόσεις «Ανδρομέδα». (Υπάρχει στο Διαδίκτυο, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.blacktracker.gr/details.php%3Fid%3D528). 9. Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας: α) «Επίσημα Κείμενα», τόμος 7 (1949-1955), από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1995 και -συμπληρωματικά- β) «Καινούργια κατάσταση, Καινούργια καθήκοντα: Ομιλία του Νίκου Ζαχαριάδη στην 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Οκτώβρης 1949)», ένθετο στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», ενόψει της συζήτησης για το Β’ τόμο του «Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ», Μάης 2011. 10.Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (19461949)», κοινή έκδοση «Ριζοσπάστη»-«Σύγχρονης Εποχής», 1998. 11. Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας: «Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, στο 2ο θέμα: Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20 ο αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό», ένθετο στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Μάρτης 2009. 12. Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας: «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α΄ (1918-1949) έκδοση του 2001 και τόμος Β΄(1949-1968), έκδοση του 2011, από τη «Σύγχρονη Εποχή». 13. Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας: « 19ο Συνέδριο: Το πρόγραμμα του ΚΚΕ-Το καταστατικό του ΚΚΕ», ένθετο στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Απρίλης 2013. 14. Λιόντος Γεράσιμος: «Σοσιαλιστική οικοδόμηση και καπιταλιστική παλινόρθωση», ανάλυση στο περιοδικό «Μαρξιστική-Λενινιστική Επιθεώρηση», σε τρία μέρη, στα τεύχη: 1 (Μάης 1990), 2 (Σεπτέμβρης 1990) και 3 (Γενάρης 1991). 15. Λυμπεράτος Μιχάλης: «Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ. Η ραγδαία ανασυγκρότηση της ελληνικής Αριστεράς και οι μετεμφυλιακές πολιτικές αναγκαιότητες», από τις εκδόσεις «Στοχαστής», 2011. 16. Ντοκουμέντα για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (γραμμένα στη δεκαετία του 1960): α) «Προτάσεις σχετικά με τη γενική γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος», β) «Ο χρουστσιοφικός ψευδοκομμουνισμός και τα ιστορικά διδάγματα που δίνει στον κόσμο», γ) «Δυο διαφορετικές γραμμές στο ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης», δ) «Δυο διαμετρικά αντίθετες πολιτικές για την ειρηνική συνύπαρξη», 187


ε) «Οι απολογητές του νεοαποικισμού». Εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν από τις «Ιστορικές Εκδόσεις», 1975. 17. Μαΐλης Μάκης: «Από την 4η Αυγούστου ως τις μέρες μας. Άρθρα κριτικής», από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2009. 18. Μάρτενς Λούντο: «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν», σε μετάφραση Στάθη Σφακιανούδη, από τις εκδόσεις. «Σύγχρονη Εποχή», 1997. 19.Μ-Λ Οργάνωση ΣΑΚΕ: α) «Περεστρόικα: η ανώτατη φάση του παλινορθωμένου καπιταλισμού (συνοπτική έκδοση)», Σεπτέμβρης 1988, β) «1956-1989:Η ωρίμανση του ελληνικού αναθεωρητισμού», Ιούνης 1989. 20. National Geographic: Από το έργο «Κων. Παπαρηγόπουλου: ‘Ιστορία του ελληνικού έθνους’, συμπληρωμένη και επικαιροποιημένη ως το 2004». Βλ. τόμος 25ος: 1922-1967, υπό Σ. Δρακάτου, National Geographic society- «Τέσσερα Π- Ειδικές εκδόσεις ΑΕ», 2009-2010. 21.«Νίκος Μπελογιάννης: Η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ», ένθετο ιστορίας στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 1-4-2012. 22.«Οι αμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις στην Ελλάδα», ένθετο ιστορίας στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 9-10-2011. 23.«Οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, 1950-1970», ένθετο ιστορίας στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 15-7-2012. 24. Παπαδόπουλος Αντώνης: «Για την καπιταλιστική παλινόρθωση - Άρθρα της περιόδου 1984-2008», από τις «Μορφωτικές εκδόσεις», 2013. 25. Παπαϊωάννου Κώστας: «Αρχίστε από δω τον Γ΄ Παγκόσμιο πόλεμο», από τις εκδόσεις της εφημερίδας «Το ποντίκι», 1995. 26. Πέτσας Μήτσος: «Η ηρωική πάλη των κομμουνιστών της Τασκένδης», στο περιοδικό «ΜαρξιστικήΛενινιστική Επιθεώρηση», τεύχος 3, Γενάρης 1991. 27. «Ρεβιζιονισμός, παλινόρθωση, νέα τάξη πραγμάτων», από τις εκδόσεις «Α/συνέχεια», 1995. 28. Σαμαράς Βασίλης: «Η Αριστερά απέναντι στον εαυτό της», από τις εκδόσεις «Προλεταριακή σημαία» (του ΚΚΕ μ-λ), 2006. 29. Σκαμπαρδώνης Ανδρέας: α) «Μαρξισμός, αναρχισμός και ‘αυτοδιαχείριση’», έκδοση του 2000, β) «Δοκίμιο για την παλινόρθωση του καπιταλισμού και τη διεθνοποίηση», έκδοση του 2002, γ) «Αντεπίθεση του μαρξισμού», έκδοση του 2007. Εκδόθηκαν και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Παρασκήνιο». 30. Στάλιν Ιωσήφ: α) «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», από τις εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», 1998. β) «Σχετικά με το Μαρξισμό στη γλωσσολογία», ένθετο στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης»,9-12-2001 31. Στεργίου Α.: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», δηλ. ο συμπληρωματικός τόμος 19 (Σύγχρονη Ελλάδα) στο έργο «Κων. Παπαρηγόπουλου: Ιστορία του ελληνικού έθνους», από τις εκδόσεις «Λυμπέρη Α.Ε.». 32. «Σύγχρονος αναθεωρητισμός και αντεπανάσταση», συλλογή αναλύσεων, από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1994. 33. «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας στην πάλη ενάντια στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό», σε 2 τόμους, από τις «Μορφωτικές εκδόσεις», 2013. 34. Χοντζέας Γιάννης: «Το ‘τέλος’ του κομμουνισμού», από τις εκδόσεις «Α/συνέχεια», 1993. 35. Χότζα Ενβέρ: α) «Άπαντα», τόμος 19ος: Η Αλβανία ενάντια στο χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό, από τις εκδόσεις «Πορεία», 1976. β) «Η γιουγκοσλαβική ‘αυτοδιαχείριση’: καπιταλιστική θεωρία και πράξη», υπάρχει στο Διαδίκτυο από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.enverhoxha.info/ellinikos/books.php. γ) «Οι τιτοϊκοί (ιστορικές σημειώσεις)», από τις εκδόσεις «Πορεία», 1983, δ) «Οι χρουστσιοφικοί», από τις εκδόσεις «Λειψία», 1985. 36. Ψυρούκης Νίκος: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, 1940-1974», σε 4 τόμους, από τις εκδόσεις Κουκκίδα-Αιγαίο, 2010.

188


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.