Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Μυθιστόρημα
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Αθήνα, 2012
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ο Αντώνης Γαβαλάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κερατσίνι. Σπούδασε μάρκετινγκ και μάνατζμεντ, σε Ελλάδα και Σκωτία και δημοσιεύει τα άρθρα του γύρω από την ομαδική εργασία και την εργασιακή συμπεριφορά στην ιστοσελίδα «Ο Καλός Συνάδελφος» που δημιούργησε ο ίδιος, με τη βοήθεια των φίλων και συνεργατών του. Έμπνευσή του είναι οι ιδέες κι οι αξίες, εντελέχεια της γραφής του είναι το συναίσθημα. Από αυτό αντλεί ενέργεια και γράφει για κόσμους δικούς του, όπως εκείνος φαντάζεται ότι θα πρέπει να είναι. Γράφει για να ξεφύγει από έναν κόσμο στον οποίο νιώθει ξένος, στις γωνιές του θυμικού να βρει ελπίδα και συντρόφους αδελφικούς. Η αναζήτηση είναι μια, η απόλυτη αλήθεια, αυτό για το οποίο αξίζει κανείς να ζει.
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Τίτλος: Λευκό Χαρτί Είδος: Μυθιστόρημα Συγγραφέας: Αντώνης Γαβαλάς Δημιουργία κι Επιμέλεια εξωφύλλου: Αντώνης Γαβαλάς Επιμέλεια κειμένου κι έκδοσης: Αντώνης Γαβαλάς
ISBN: 978-618-80420-0-1 © Copyright Αντώνης Γαβαλάς, 2012 1η έκδοση Δεκέμβριος 2012
Αντώνης Γαβαλάς Τηλ. 693 61 73 103 Email: gavalasresearch@yahoo.com Σελίδα facebook:
(Δημιουργός εικονιδίου Graphics Vibe)
Το μυθιστόρημα «Λευκό Χαρτί» του δημιουργού Αντώνη Γαβαλά διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου με άδεια Creative Commons.
[ Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα ]
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Για έναν κόσμο ειρηνικό
Για κάθε σελίδα, για κάθε παράγραφο, για κάθε πρόταση, για κάθε λέξη που έγραψα, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ευχαριστώ την οικογένειά μου που με ανέθρεψε, ευχαριστώ όλους τους δασκάλους και τους καθηγητές που με δίδαξαν, ευχαριστώ τους συγγραφείς όλων των βιβλίων που διάβασα, ευχαριστώ όλους τους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου. Όλοι αυτοί με δίδαξαν για τη ζωή και μου προσέφεραν όλη τη γνώση και την εμπειρία που κατέχω, όση κατέχω. Τους ευχαριστώ……… Αντώνης Γαβαλάς
1
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο κυρ Αριστοτέλης, στα ογδόντα του χρόνια πλέον, κάνει έναν απολογισμό της ζωής που έζησε. Θυμάται τις στιγμές που υπήρξαν σημαντικές για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και που τον βοήθησαν στο να βρει αυτό που αναζητούσε. Δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η ζωή του ήταν δύσκολή, αλλά πίστευε πως η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι μια προσωπική οδύσσεια, με τις φουρτούνες της και τις αναποδιές της. Είναι ένα ταξίδι, στο οποίο ο καθένας έχει το δικό του προορισμό, το δικό του τελικό σκοπό. Ο δικός του σκοπός ήταν να βρει την απόλυτη αλήθεια. Ήθελε ν’ ανακαλύψει ποια είναι αυτή η αξία, η οποία μένει αναλλοίωτη στο χρόνο και για την οποία αξίζει ν’ αγωνιζόμαστε. Έτσι, ξεκίνησε κι εκείνος το δικό του ταξίδι και γνώρισε τόπους, γνώρισε ανθρώπους, ένιωσε έντονα συναισθήματα και μάζεψε γνώσεις κι εμπειρίες. Και τώρα τα θυμάται…….. Κι έφτασε, πλέον, στο τέρμα, όπου βρήκε αυτό που αναζητούσε κι ένιωσε ικανοποιημένος για τη ζωή που έζησε. Βρήκε αυτό που έψαχνε και δεν τον ένοιαζε αν τελικά ανακάλυψε την απόλυτη αλήθεια. Σημασία έχει ότι άξιζε στα δικά του τα μάτια ν’ αγωνίζεται γι’ αυτήν. Δεν ήταν όμως άνθρωπος που εξωτερίκευε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του και δεν είπε ποτέ σε κανέναν αυτά που έζησε, όπως εκείνος τα έζησε. Γι’ αυτό τώρα τα γράφει…….
2
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Αν δεν πάθεις δε θα μάθεις;¨ ή ¨Μάθε για να μην πάθεις;¨
3
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Κάποτε ήταν ένα λευκό χαρτί, κάτι κενό, χωρίς ουσία. Άρχισα να γράφω λέξεις που γίνονταν προτάσεις. Δεν ήξερα τι έγραφα ούτε τι ήθελα να γράψω, δεν ήξερα καν αν ήθελα να γράψω. Κι όμως, κατά ένα περίεργο τρόπο έβγαινε νόημα, σαν μια εσωτερική φωνή να έδινε το πρόσταγμα και το χέρι απλά να υπάκουγε. Όλες αυτές οι σκέψεις, οι ανησυχίες, τα άδηλα συναισθήματα, πρόβαλαν σαν χείμαρρος. Ένας χείμαρρος που απελευθέρωσε μια αδήριτη ανάγκη έκφρασης. Όλος αυτός ο ενδόμυχος συναισθηματισμός, που για χρόνια συσσωρευόταν, βρισκόταν σε αδράνεια, δημιουργώντας ένα απόστημα που προκαλούσε άλγος ψυχικό. Δεν μπόρεσε, όμως, ν’ απαλυνθεί μέσα από το λόγο κι ο πόνος αυτός μεγάλωνε, μέχρι που βρήκε δρόμο διαφυγής μέσα από μια πένα. Κάθε σκέψη, κάθε προβληματισμός, ξεχύθηκαν μέσα από το μελάνι σε αυτό εδώ το χαρτί. Κι όμως, αυτό κάποτε ήταν ένα λευκό χαρτί. Τώρα έχει ψυχή……. Τη δική μου ψυχή!!!
Ογδόντα ετών πλέον, θυμάμαι την πρώτη άσπρη τρίχα που βρήκα στα μαλλιά μου, ένα πρωινό που κοιταζόμουν στον καθρέπτη. Με τον καιρό έβρισκα κι άλλη, κι άλλη……. Είναι τα σημάδια του χρόνου που αγγίζουν τη φύση μας και βρίσκονται εκεί για να μας θυμίζουν τη φθαρτότητα και την παροδικότητα της ύπαρξής μας. Όμως εγώ ποτέ δε στενοχωρήθηκα. Το θεωρούσα, μάλιστα, ευχή το γεγονός ότι ωρίμαζα. Μπορεί να έχανα μέρα με τη μέρα τη νιότη και τα ευχάριστα που αυτή προσφέρει, κέρδιζα όμως τη γνώση. Κάθε φορά που κοίταζα το πρόσωπό μου στον καθρέπτη και διαπίστωνα ότι γερνούσα, χαμογελούσα γιατί 4
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ήξερα ότι είχα τις απαντήσεις γι’ ακόμα περισσότερα ερωτήματα. Ερωτήματα που αν απαντηθούν προκαλούν μια ευχαρίστηση, μια ψυχική ηδονή που διαρκεί και που δε σβήνει την αμέσως επόμενη στιγμή. Πράγματι, όταν είσαι νέος κυνηγάς περισσότερο τις σαρκικές απολαύσεις. Μεγαλώνοντας, όμως, αναζητάς την αταραξία της ψυχής, γιατί γνωρίζεις ότι οι πρώτες διαρκούν όσο διαρκεί η κατανάλωση τους, ενώ η δεύτερη διαρκεί περισσότερο ή ίσως και για πάντα. Ποτέ δεν κοίταξα πίσω μου. Το παρελθόν το είχα στο νου μου ως δίδαγμα για το μέλλον. Πάντα ήθελα να προχωρώ μπροστά, αρνούμενος τα πισωγυρίσματα. Μπορεί να έριχνα κλεφτές ματιές στο παρελθόν, αλλά δε γύριζα ποτέ σε αυτό είτε ήταν καλό είτε κακό. Το θεωρούσα καθυστέρηση στην πρόοδο της ζωής μου. Τώρα όμως, για πρώτη και τελευταία φορά, θα γυρίσω με τη σκέψη μου εκεί που έζησα, που πόνεσα, που χάρηκα, που αγάπησα. Θέλω να νιώσω για τελευταία φορά αυτά που δεν άφηνα να με αγγίξουν και να μ’ επηρεάσουν, να νιώσω όλες εκείνες τις στιγμές και τις καταστάσεις που με την παρουσία τους ή με την απουσία τους συντέλεσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου και στην καθοδήγηση των πράξεών μου. Όλα όσα δηλαδή μ’ έκαναν αυτό που είμαι……… και για όσο ακόμα θα είμαι!! Θα μπορούσε να ήταν ένα μυθιστόρημα ή ένα όνειρο, κάτι το φανταστικό. Θα μπορούσε να ήταν ακόμα κι ένα δοκίμιο που θα νουθετούσε για τη ζωή. Είναι όμως η ζωή που έζησα και η ζωή παύει να είναι φαντασία και γίνεται πραγματικότητα, παύει να είναι θεωρία και γίνεται πράξη.
5
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο πιο λίγα γνωρίζεις¨
6
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Το γέρικό του χέρι έτεινε προς τον ξάστερο ουρανό, κατευθύνοντας το βλέμμα μου σ’ ένα συγκεκριμένο αστέρι. «Αριστοτέλη, ξέρεις πώς το λένε αυτό το αστέρι;» «Όχι, παππού, πώς το λένε;» «Σείριο. Για πες μου τώρα, πόσα αστέρια βλέπεις;» «Μα, ένα παππού!!» «Κι όμως, παιδί μου, είναι δύο. Είναι ένα διπλό αστρικό σύστημα που ονομάζονται Σείριος Α΄ και Β΄. Είναι λογικό όμως να μην τα ξεχωρίζεις, διότι δε φαίνονται με γυμνό μάτι. Μόνο με τη βοήθεια τηλεσκοπίου μπορείς να τα διακρίνεις. Κι όμως, υπήρχε μια φυλή που ζούσε νότια της Αιγύπτου, η οποία γνώριζε για την ύπαρξή τους από την αρχαιότητα». Ήμουν οκτώ ετών και πραγματικά δυσκολευόμουν να κατανοήσω το σκοπό εκείνου του μαθήματος αστρολογίας. Ο παππούς μου, κατάλαβε την άρρητη απορία μου, πιθανώς και την ανία που μου προκαλούσε η όλη κουβέντα και θέλησε να προσδιορίσει το νόημα της διδαχής του. «Αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως το γεγονός ότι δε βλέπουμε κάτι δε συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει. Δυστυχώς, είμαστε αιχμάλωτοι των αισθήσεών μας. Αν και χωρίς αυτές δε θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τον κόσμο μας, παρ’ όλα αυτά μας περιορίζουν εντός κάποιων ορίων. Τον κόσμο που βλέπουμε κι αισθανόμαστε, θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις συμβατικό και όχι απόλυτα πραγματικό, διότι συμβιβάζεται η αντίληψή μας γι’ αυτόν με τις δυνατότητες των αισθήσεών μας. »Επιπλέον, θέλω να σου επιστήσω την προσοχή και σε κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Θ’ αναρωτιέσαι, φυσικά, πώς μια αρχαία φυλή, δίχως τεχνητά μέσα, γνώριζε για το Σείριο. Υπήρχε μήπως κάποιος ανεπτυγμένος πολιτισμός για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε! Μήπως ήρθαν άνθρωποι από άλλους πλανήτες και τους το είπαν! Μήπως, πάλι, οι πρόγονοί 7
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
τους κατάγονταν από το Σείριο! Κανείς δεν ξέρει πραγματικά. Είναι πολλά τα μυστήρια που καλύπτουν την ιστορία της ανθρωπότητας. »Το μόνο που μας μένει, λοιπόν, είναι να ερευνούμε συνεχώς. Αυτό που ισχύει σήμερα, αύριο μπορεί ν’ αλλάξει από μια νέα ανακάλυψη. Δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί ούτε να πιστεύουμε αναντίρρητα μια άποψη, μια θεωρία, ούτε μάλλον να την υποστηρίζουμε φανατικά. Αντιθέτως, πρέπει να είμαστε ανοιχτόμυαλοι και δεκτικοί σε νέες προτάσεις. Είναι μονόδρομος η πρακτική αυτή για την πρόοδο και την ευημερία μας». Δεν είχα καταλάβει και πολλά απ’ όσα είχε πει, αλλά τα συγκράτησα στη μνήμη μου και κάτι από τα λεγόμενά του χαράχτηκε βαθιά στο λογικό μου. ¨Να ερευνούμε συνεχώς¨, ήταν η φράση που θα καθόριζε τη ζωή μου. Ήταν σοφός άνθρωπος ο παππούς μου. Είχε ένα μειλίχιο παρουσιαστικό και μια ηρεμία που πολλοί τον χαρακτήριζαν στωικό. Δεν ήταν όμως! Νοιαζόταν για όλους και για όλα, απλά, είχε ένα δικό του τρόπο ν’ αντιμετωπίζει τις καταστάσεις.
¨Να ερευνούμε συνεχώς¨……… Μετά από εκείνη τη νύχτα που καθόμασταν σ’ ένα παγκάκι κάτω απ’ την Ακρόπολη, όπου ο παππούς συνήθιζε να με πηγαίνει για περίπατο και διδάχτηκα τις συμβουλές του, η πρώτη φορά που ανακλήθηκε από τη μνήμη μου αυτή η φράση ήταν στα δεκαπέντε μου, όταν κάναμε στο σχολείο ένα μάθημα για το ηλιακό μας σύστημα. Τόλμησαν κάποιοι να ισχυριστούν ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Ποιος είδε την ιερά εξέταση και δεν τη φοβήθηκε! Φαντάζομαι πως αν 8
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
κάποιος ισχυριζόταν το δέκατο τρίτο αιώνα ότι υπήρχε κι άλλη ήπειρος, κι εννοώ την Αμερική, θα τον έλεγαν τρελό ή, στην καλύτερη περίπτωση, αγράμματο. Τελικά, σε κάθε εποχή, με το όποιο επίπεδο πολιτισμού έχει αναπτυχθεί σε αυτήν, ζούμε μέσα σε μια άγνοια που παραδόξως προκαλεί η ίδια μας η γνώση. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του δογματισμού και της έλλειψης αναζήτησης. Αποκτάμε μια γνώση και θεωρούμε ότι ολοκληρωθήκαμε, ότι τα μάθαμε όλα. Υπάρχουν όμως τόσα πολλά ακόμα που περιμένουν να τ’ ανακαλύψουμε. Είχε δίκιο ο παππούς και τότε πραγματικά άρχισα να καταλαβαίνω τι εννοούσε. Είχα πάρει πλέον την απόφασή μου. Ό, τι κι αν έκανα στη ζωή μου θα καταπιανόμουν και με την έρευνα, την αναζήτηση της αλήθειας. Της αλήθειας που θα μας κάνει όλους να ζούμε καλύτερα, πιο ειρηνικά. Τι ωραία που είναι στην εφηβεία! Κάνεις τόσα όνειρα και τόσα σχέδια για τη ζωή. Μ’ ένα κλείσιμο των βλεφάρων, χτίζεις τη ζωή σου σαν ένα έπος ηρωικό γεμάτο δράση κι επιτεύγματα. Όλες οι μέρες είναι γεμάτες νόημα και σκοπό. Ξαφνικά όμως ανοίγεις τα μάτια κι έχουν περάσει πέντε χρόνια. Η λογική της επιβίωσης έχει πάρει τη θέση των ονείρων. Δέσμιος της καθημερινότητας, ακολουθείς το πλήθος σε μια ουρά χιλιομέτρων, περιμένοντας να έρθει η σειρά σου. Κι όταν έρθει, δίνεις ένα κομμάτι της ψυχής σου, της ζωής σου της ίδιας για λίγη τροφή και νερό και ξανά πάλι στο τέλος της ουράς. Κι αν κάνεις πως παρεκκλίνεις σε περιθωριοποιούνε και σε στιγματίζουν ως ανίκανο, ως τεμπέλη, ως αναρχικό και με χίλιους άλλους ακόμη χαρακτηρισμούς. Πολλοί, όμως, από αυτούς που βγήκαν από την ουρά αναγνωρίστηκαν μετά από χρόνια ευεργέτες της προόδου ή ακόμα και σοφοί. Είκοσι ετών κι η πραγματικότητα με βρήκε στο λιμάνι να εργάζομαι ως αχθοφόρος. Με είχε πάρει μαζί του ένας θείος μου, θαλασσόλυκος πραγματικός παρόλο που δεν είχε 9
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ταξιδέψει ποτέ του. Η μούρη του ήταν ζαρωμένη και το βλέμμα του βλοσυρό. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να είχε χαμογελάσει. Το μαυριδερό του δέρμα είχε ποτιστεί με την αλμύρα της θάλασσας, γι’ αυτό του είχα κολλήσει το παρατσούκλι ¨Τσιπούρας¨, αν και ποτέ δεν είχα τολμήσει να το ξεστομίσω μπροστά του. Ήταν αδελφός της μάνας μου κι έμενε δίπλα μας, στον Αϊ Διονύση κοντά, εκεί στον Πειραιά. Δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια, αλλά τα βασικά αγαθά δε μας έλειπαν. Ο πατέρας μου διατηρούσε ένα μικρό μπακάλικο, δύο τετράγωνα μακριά από το σταθμό του τρένου στο λιμάνι. Αυτή ήταν κι η μεγάλη μας διαφωνία. Εκείνος με πίεζε ν’ ακολουθήσω το επάγγελμά του, όμως εγώ δεν το επιθυμούσα καθόλου. Γι’ αυτό όταν τελείωσα τη στρατιωτική μου θητεία, την ίδια κιόλας μέρα, ο θείος ήρθε στο σπίτι κι αφού με επεξεργάστηκε με τα μάτια του μου είπε: «Είσαι γερό σκαρί. Τώρα που υπηρέτησες την πατρίδα, θα σε πάρω μαζί μου στο λιμάνι να γίνεις άντρας πραγματικός». Δεν πέταξα από τη χαρά μου, αλλά προκειμένου να γλιτώσω το….. ¨μισό κιλό μπακαλιάρο¨ κι ¨ένα τέταρτο γραβιέρα¨ θα δούλευα ακόμη και σκαπανέας. Άλλωστε, θα ήμουν και δίπλα στη θάλασσα, τη μεγάλη μου αγάπη. Η θέα της με ηρεμούσε, ο ήχος της με ταξίδευε στα πέρατα της φαντασίας μου και μου ξυπνούσε επιθυμίες τολμηρές για περιπέτεια. Ίσως να ήταν αυτή η ενδόμυχη υπόσχεση για έρευνα που είχα δώσει στον εαυτό μου όταν ήμουν έφηβος και που δεν τολμούσα να εξωτερικεύσω. Είχε περάσει ένας χρόνος κι οι οικονομίες μου αυξάνονταν συνεχώς, αφού δεν ξόδευα και πολλά. Δεν είχα αποφασίσει πώς θα τις διέθετα, αλλά δε με απασχολούσε ιδιαίτερα. Ήταν κάποιο ζεστό Αυγουστιάτικο μεσημέρι, όταν σταματήσαμε για φαγητό. Βρήκα σκιά κάτω από ένα υπόστεγο που τοποθετούσαν εμπορεύματα έτοιμα προς φόρτωση κι άρχισα να κολατσίζω λίγο ψωμί με τυρί κι ελιές. Όταν 10
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
τελείωσα, έγειρα την πλάτη μου κι ακούμπησα σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο. Το βλέμμα μου έπεσε τυχαία σ’ ένα εμπορικό πλοίο, το ¨Ίσις¨. Ήταν ένα Αιγυπτιακό πλοίο κι απ’ ό,τι είχα ακούσει θα έφευγε εκείνη τη μέρα για το Κάιρο. Είχα διαβάσει για την αρχαία Αίγυπτο και τις πυραμίδες κι ομολογώ πως είχα ενθουσιαστεί. Η φαντασία μου έπλαθε χίλια δυο σενάρια για το πώς θα ήταν αυτός ο τόπος κι ήθελα πολύ να τον παρατηρήσω από κοντά. Ήταν μια θεότρελη ιδέα, αλλά πώς! Δεν είχα παρά λίγα χρήματα στη τσέπη μου και δεν είχα ούτε διαβατήριο. Πώς θα περνούσα απαρατήρητος! Αλλά κι αν τα κατάφερνα, πώς θα ζούσα και πώς θα συνεννοούμουν που η μόνη ξένη γλώσσα που μιλούσα ήταν κάποια κουτσαμένα αγγλικά του λιμανιού! Κι αν με έπιαναν! Ούτε που θυμάμαι πια τρελή δύναμη με σήκωσε από εκεί που αναπαυόμουν και με δυο σάλτους τρύπωσα στο καράβι. Κρύφτηκα κατ’ ευθείαν στο αμπάρι, ανάμεσα στις στοίβες από κιβώτια. Η καρδία μου χτυπούσε τόσο δυνατά που συναγωνιζόταν σε ένταση τις μηχανές του πλοίου. Ήταν μεγάλη απερισκεψία, δεν ήξερα καν τι θα έτρωγα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Άκουσα το πλοίο να σφυρίζει δυο φορές, το θόρυβο της άγκυρας που τραβιέται από το βυθό και τις μηχανές ν’ ανεβάζουν τις στροφές τους, δίνοντας κίνηση στις προπέλες. Αυτό ήταν, το ¨Ίσις¨ είχε ξεκινήσει και μαζί του κι εγώ για την πρώτη μου περιπέτεια. Μη έχοντας τι καλύτερο να κάνω, σκέφτηκα να πάρω έναν υπνάκο για να μειώσω λίγο τη διάρκεια του ταξιδιού και για να μη θυμηθώ ότι έπρεπε να φάω. Μια κλωτσιά στα πλευρά με τάραξε από το λήθαργο που είχα πέσει. «Ξύπνα τεμπέλαρε!»
11
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Μόλις καθάρισε το βλέμμα μου, διαπίστωσα πως αυτός που με κλώτσησε ήταν ο θείος μου ο Τσιπούρας. «Μα πώς είναι δυνατόν», σκέφτηκα. Ανασηκώθηκα ελαφρά και κοίταξα γύρω μου, με το ζαβλακωμένο βλέμμα που έχουμε όταν ξυπνάμε. Ήμουν στο λιμάνι του Πειραιά. Το ¨Ίσις¨ είχε φύγει, μόνο που εγώ δεν ήμουν μαζί του. Απογοητεύτηκα λίγο που εκείνη η περιπέτεια ήταν ένα είδωλο της φαντασίας μου, άλλα χάρηκα κιόλας γιατί δεν το είχα σχεδιάσει σωστά και το μόνο που θα μου έφερνε θα ήταν βάσανα και ταλαιπωρία. Αυτό το όνειρο, όμως, ήρθε να μου ταρακουνήσει τη ζωή. Κατάλαβα ότι είχα εγκαταλείψει τα όνειρά μου για έρευνα κι αναζήτηση, για χάρη……………… Αλήθεια, για χάρη τίνος τα έκανα όλα αυτά! Ούτε που ήξερα, έτσι απλά κι ασυνείδητα ακολούθησα κι εγώ το πλήθος, χωρίς να ξέρω που πάμε και γιατί. Έγινα κι εγώ ένας κρίκος της αλυσίδας που λέγεται ρουτίνα και καθημερινότητα. Είχε έρθει όμως ο καιρός ν’ αποκοπώ από αυτήν την αλυσίδα και να τολμήσω το άγνωστο, το κατακριτέο. Άλλωστε, ακόμα κι αν έκανα λάθος ή αν δεν τα κατάφερνα, δε θα χαλούσε κι ο κόσμος. Η αλυσίδα θα υπήρχε και χωρίς εμένα. Αν όμως κάτι πετύχαινα, θα γινόμουν ο κρίκος για μια νέα. Πάλι, δηλαδή, θα υπήρχε αλυσίδα, αλλά θα ήταν ανώτερη, καλύτερη από την προηγούμενη, μέχρι να έρθει ένας άλλος παράτολμος κρίκος που θ’ αποσπόταν και θα έφτιαχνε τη δική του καλύτερη αλυσίδα. Πάντα θα υπάρχει κάποια αλυσίδα που θα δηλώνει τη διαδοχικότητα και τη συνοχή της καθημερινότητας και του συνόλου. Η αλυσίδα όμως αυτή θα πρέπει συνεχώς να γίνεται κοντύτερη και συνεπώς βραχύβια, μέσω των αποσπώμενων κρίκων. Έτσι επέρχεται η πρόοδος κι είναι η ύστατη ελπίδα για ευημερία και καλύτερη ζωή. Είναι η τόλμη για κάτι νέο ενάντια στο κατεστημένο.
12
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Την επόμενη μέρα κιόλας είπα στους γονείς μου ότι θα σπούδαζα φιλοσοφία. Αν και δεν είχαν ιδιαίτερη μόρφωση, έτρεφαν αγάπη κι εκτίμηση για τη γνώση και τη μάθηση. Ο πατέρας μου θα με στήριζε, ηθικά και οικονομικά, σε ό,τι είχα αποφασίσει. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Ήταν η αρχή της περιπέτειας και της αναζήτησής μου. Δε χρειάζεται να ταξιδέψεις μόνο σε τόπους μακρινούς και μαγεμένους για να τη ζήσεις. Μπορείς και μέσα στον ίδιο σου τον τόπο, με ανθρώπους της καθημερινότητάς σου, να ζήσεις έντονες στιγμές δράσης και συγκινησιακών καταστάσεων. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα και γαλήνια. Τα πρωινά πήγαινα στη σχολή, τ’ απογεύματα λίγες ώρες στο λιμάνι για να βγάζω τα λιγοστά προσωπικά μου έξοδα και τα Σαββατοκύριακα επιδιδόμουν, με ιδιαίτερο ζήλο, στη μελέτη φιλοσοφικών συγγραμμάτων. Τον ελεύθερο χρόνο μου τον μοίραζα ανάμεσα σε βόλτες με τους φίλους μου και σε ασκήσεις γυμναστικής.
Ήμουν στο τρίτο έτος των σπουδών μου, όταν ήρθε ο θάνατος του πατέρα μου να ταράξει το τέλμα στο οποίο είχε βρεθεί η ζωή μου γι’ άλλη μια φορά. Είναι αλήθεια ότι είχα βυθιστεί τόσο πολύ στις σπουδές και στη μελέτη μου, με αποτέλεσμα να έχω περιέλθει σε μια κατάσταση αδράνειας. Το μόνο που με απασχολούσε, πέρα από το διάβασμα, ήταν να περνάω καλά. Βέβαια, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω! Αυτό δεν είναι που έχει, τελικά, νόημα στη ζωή, να περνάς ευχάριστα! Μπορεί για κάποιους άλλους να είναι έτσι τα πράγματα, θυμήθηκα όμως πως για μένα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Οι ανησυχίες μου με οδηγούσαν στο να θέσω άλλους στόχους, με ανώτερες αξίες κι ιδανικά.
13
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Γύριζα απ’ το πανεπιστήμιο εκείνο το μεσημέρι της Παρασκευής, όταν είδα κόσμο μαζεμένο στο σπίτι μου. Ένιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ήξερα, κατά βάθος, τι είχε συμβεί. Ο Τσιπούρας, μόλις με είδε βημάτισε γοργά προς την εξώπορτα για να με προϊδεάσει. Ακούμπησε απαλά το αριστερό του χέρι στο δεξί μου μπράτσο, έχοντας ένα ύφος λύπης και συμπόνιας. «Κουράγιο, παιδί μου.» «Ο μπαμπάς!» «Ναι» «Πώς έγινε;» «Καρδιά, ανακοπή καρδιάς. Ήταν στο μαγαζί όταν τον έπιασε. Όταν ήρθε ο γιατρός, ήταν ήδη αργά.» Δεν είχα δει ποτέ τον Τσιπούρα να εκδηλώνει κάποιο συναίσθημα είτε χαράς είτε λύπης. Θα ορκιζόμουν ότι είδα κι ένα δάκρυ να κυλάει από το δεξί του μάτι. Προχώρησα αργά προς το σαλόνι. Στη μέση ήταν το φέρετρο που θα φιλοξενούσε το άψυχο κορμί του πατέρα μου, ένα κομμάτι ξύλο ψυχρό κι άτεγκτο χωρίς συμπόνια. Η μητέρα μου καθόταν δίπλα του περίλυπη, με μάτια βαριά από το κλάμα, παρ’ όλα αυτά ήσυχη δίχως να ξεστομίζει μοιρολόγια και σπαραγμούς. Ήταν δυνατή γυναίκα κι υπέροχη μητέρα. Γύρω της ήταν μαζεμένο όλο το συγγενολόι. Δεν τους έδωσα ιδιαίτερη σημασία, προχώρησα κι έσκυψα να φιλήσω τον πατέρα μου. Περίεργο, η τελευταία φορά που θυμάμαι να τον είχα φιλήσει ήταν τρία χρόνια νωρίτερα, όταν τον είχα βρει στο μαγαζί να ξεφορτώνει εμπορεύματα, που ήμουν γεμάτος χαρά για την επιτυχή εισαγωγή μου στη σχολή. Μάρτυς μου ο θεός, ευχόμουν να τον είχα φιλήσει πολλές φορές από τότε! Κάθε μέρα αν γινόταν κι όχι να περίμενα εκείνη τη μακάβρια στιγμή που ήταν κρύος κι ακίνητος, ανήμπορος να νιώσει τη ζεστασιά του φιλιού μου, να νιώσει την αγάπη και την
14
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ευγνωμοσύνη που ένιωθα για εκείνον και πάνω απ’ όλα ανήμπορος να μου το ανταποδώσει. Η ταφή του έγινε την ίδια μέρα χωρίς ιδιαίτερες φασαρίες. Είχαν φύγει κι οι τελευταίοι συγγενείς από το σπίτι κι είχα μείνει μόνος με τη μητέρα μου. Καθόταν στον καναπέ κι εγώ απέναντί της σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Ήταν κατάκοπη από την όλη ταλαιπωρία και συντετριμμένη από την απώλεια του άντρα της. Υπήρξαν πολύ αγαπημένο ζευγάρι και για τη μητέρα μου ήταν ο πρώτος της έρωτας. Τον κοιτούσε στα μάτια όταν μιλούσε και δεν του είχε φέρει ποτέ αντίρρηση σε ό,τι επιθυμούσε. Κι εκείνος όμως την αγαπούσε και τη φρόντιζε, καλύτερα κι από τον εαυτό του, προσπαθώντας να μην της λείπει τίποτε. Έμοιαζε πολύ δύσκολο για εκείνη να μείνει μόνη. Το βλέμμα της συναντήθηκε με το δικό μου. Δε μίλησε, κατάλαβα όμως ότι όλες οι ελπίδες της ήταν βασισμένες σ’ εμένα. Ήμουν μοναχοπαίδι κι ο μόνος άνθρωπος να στηριχτεί. Ένιωσα την ανάγκη της να την αγκαλιάσω και να την καθησυχάσω ότι εγώ θα ήμουν το στήριγμά της για την υπόλοιπη ζωή της. Αν κι είχα μετανιώσει που δεν είχα εκδηλώσει νωρίτερα τα συναισθήματά μου στον πατέρα μου, έκανα το ίδιο λάθος για δεύτερη φορά και μάλιστα την ίδια μέρα που το είχα διαπιστώσει. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και κατευθύνθηκα προς τη μητέρα μου. Το μόνο που έκανα ήταν να σκύψω προς το μέρος της και να πάρω το χέρι της στην παλάμη μου, λες κι ήμουν έτοιμος να φιλήσω το χέρι ενός δεσπότη. «Μη στενοχωριέσαι μάνα. Τώρα είμαστε οι δυο μας και θα τα καταφέρουμε.» «Το ξέρω παιδί μου.» Έβλεπε στα μάτια μου την αγάπη που ένιωθα για εκείνην κι ότι θα ήμουν πάντα δίπλα της, παρόλο που δεν έλεγα και πολλά λόγια. 15
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Με το μαγαζί τι θα κάνουμε;» «Θα το αναλάβω εγώ μάνα, μη σε σκοτίζει». «Και με τις σπουδές σου τι θα γίνει;» «Θα πηγαίνω λιγότερες ώρες. Δεν πειράζει να τελειώσω και κάνα χρόνο αργότερα! Ούτε ο πρώτος θα είμαι ούτε ο τελευταίος. Τις ώρες που θα λείπω θα πηγαίνεις εσύ. Άλλωστε, πήγαινες και βοηθούσες τον πατέρα κάπου-κάπου και ξέρεις τη δουλειά. Ξέρω ότι έχω έξυπνη μάνα και δεν ανησυχώ. Να δεις που θα τα καταφέρουμε». Χαμογέλασε κι έδειχνε ευχαριστημένη που ήμουν αισιόδοξος και δυνατός. Ο θάνατος του πατέρα μου, αν και με στενοχωρούσε το γεγονός ότι δε θα τον ξανάβλεπα, δεν είχε αρνητική επίδραση στη συμπεριφορά μου ούτε αντέδρασα μελοδραματικά. Ίσως η φιλοσοφική αναζήτηση όλα εκείνα τα χρόνια, αν και δεν ήταν πολλά, με είχε κάνει να διαμορφώσω μια άλλη αντίληψη περί ζωής και θανάτου, ακόμα κι αν αυτός ο θάνατος έρχεται ξαφνικά κι ίσως κάπως άδικα. Ήξερα πως ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος για τη ζωή που είχε δημιουργήσει και περήφανος για την οικογένειά του. Ήταν σωστός επαγγελματίας και μ’ εκείνα που μας είχε αφήσει, δηλαδή το σπίτι και το μαγαζί, ήταν σαν να μας φρόντιζε ακόμα. Αν υπάρχει τελικά το επέκεινα, η άλλη ζωή, τότε είμαι σίγουρος ότι μας κοιτούσε από κάπου ψηλά και χαμογελούσε ευτυχισμένος. Όλη αυτή η συναισθηματική φόρτιση του χαμού του με ταρακούνησε, ένιωσα να με βάζει πάλι στο μονοπάτι που ήθελα να χαράξω στη ζωή μου και ν’ αφιερωθώ στο σκοπό μου. Δε βιαζόμουν να τον πετύχω, ήξερα ότι ήθελε πολύ κόπο και χρόνο, αλλά δεν ανησυχούσα, είχα μια ζωή μπροστά μου για να εκπληρώσω το στόχο μου. Ήθελα να βρω την αλήθεια της ζωής και του κόσμου ή, τουλάχιστον, τον τρόπο που μπορούμε να φθάσουμε σε αυτήν την αλήθεια. 16
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Έβαλα, λοιπόν, τα θεμέλια της αναζήτησής μου κι άρχισα να γράφω ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που αποτελούσε μελέτη για την αλήθεια και τη ζωή κι έμελλε να ολοκληρωθεί μετά από πολλά χρόνια, καταλήγοντας σ’ ένα συμπέρασμα που θα μπορούσε να διατυπωθεί ακόμα και μέσα σε μια γραμμή.
Τα χρόνια πέρασαν κι έφτασα στην ηλικία των τριάντα ετών. Δυο χρόνια πριν, είχα τελειώσει με τις σπουδές μου και περίμενα το διορισμό μου σε κάποιο σχολείο. Εν τω μεταξύ, εργαζόμουν στο μπακάλικο. Ομολογώ πως τα είχα καταφέρει καλύτερα απ’ όσο πίστευα. Είχα μάθει το εμπόριο για τα καλά κι οι δουλειές πήγαιναν περίφημα. Όταν πήρα το πτυχίο νοίκιασα το διπλανό μαγαζί κι επέκτεινα, έτσι, την επιχείρηση. Οι σχέσεις μου με τους πελάτες και τους προμηθευτές ήταν άριστες, σχεδόν φιλικές. Μάλιστα, με πείραζαν και μου έλεγαν ότι το θεωρούσαν τιμή τους να συνεργάζονται μ’ έναν πτυχιούχο της φιλοσοφικής. Μου είχαν κολλήσει και παρατσούκλι, ¨πάμε στο φιλόσοφο να ψωνίσουμε¨, έλεγαν. Δυστυχώς, όμως, η μητέρα δεν ήταν μαζί μου πια. Είχε εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο, είχε πάει να συναντήσει τον πατέρα. Είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν, λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Κατά βάθος, πιστεύω πως η λύπη της για το χαμό του πατέρα μου ήταν αυτό που σιγά-σιγά την έφθειρε και τελικά της στέρησε τη θέληση για ζωή, αν και ποτέ δεν το εξέφρασε με τα λόγια ή τις πράξεις της. Στο μαγαζί, είχα μαζί μου τον ξάδερφό μου το Σωτήρη, το γιο του Τσιπούρα. Ο θείος ζούσε ακόμα, ο σκύλος, και παρέμενε ίδιος κι απαράλλαχτος. Αν και συνταξιούχος προ πολλού, κατέβαινε ακόμα στο λιμάνι κι έβριζε τους νεαρούς αχθοφόρους που κωλυσιεργούσαν, λες κι ήταν ακόμα υπεύθυνος για τη διακίνηση των αποσκευών και των εμπορευμάτων. Ο Σωτήρης ήταν καλός στη δουλειά του κι 17
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
αποτελούσε μεγάλη βοήθεια για μένα. Πάνω απ’ όλα ήταν έμπιστος και γι’ αυτό ένα χρόνο αργότερα, όταν ήρθε κι ο διορισμός μου σ’ ένα γυμνάσιο του Πειραιά, του ανέθεσα τη λειτουργία του μαγαζιού μ’ έναν πολύ καλύτερο, φυσικά, μισθό. Παρεμπιπτόντως, ήταν ο μόνος που του είχα εκμυστηρευτεί το παρατσούκλι που είχα κολλήσει στον πατέρα του και για να τον πειράζω τον έλεγα ¨Τσιπουράκι¨. Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα εγκαταλείψει την έρευνά μου, για την αλήθεια που πρέπει να καθορίζει τη ζωή μας. Όμως, κάτι μου έλειπε. Ένιωθα ότι κάτι απουσίαζε από τη ζωή μου, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν αυτό. Κάτι θα έπρεπε να κάνω, προφανώς, για να προσθέσω λίγη δράση στη ζωή μου. Αυτό ήταν! Θ’ άρχιζα να ταξιδεύω, να γνωρίζω τόπους νέους και να γράφω, ίσως, την ιστορία τους ή τις εμπειρίες που θα ζούσα. Το εισόδημά μου από το σχολείο και το μπακάλικο ήταν αρκετό για να μου δώσει, με κάποιο μέτρο φυσικά, αυτήν τη δυνατότητα. Είχα κάνει και τον προγραμματισμό μου! Όποια Σαββατοκύριακα μπορούσα θα ταξίδευα σε μέρη της Ελλάδας και κατά τη διάρκεια των θερινών μου διακοπών θα ταξίδευα λίγες μέρες εκτός Ελλάδας, σπαταλώντας τα χρήματα που θα εξοικονομούσα όλο το χρόνο για το σκοπό αυτό. Τα ταξίδια αυτά θα διεύρυναν τους ορίζοντες της σκέψης μου. Θα γνώριζα καινούριους τόπους, καινούρια ήθη κι έθιμα, άλλους πολιτισμούς, κυρίως όμως θα γνώριζα καινούριους ανθρώπους, εμπειρίες πολύτιμες που θα με βοηθούσαν στην ολοκλήρωση της έρευνάς μου.
18
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Άραγε, πώς θα ήταν ένας κόσμος ειρηνικός κι αγαπημένος;¨ ¨Θα πρέπει να είναι πολύ τρομακτικός, αφού τον αποφεύγουμε!!¨
19
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Έστεκε αγέρωχο κι επιβλητικό πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τα εννιακόσια ενενήντα εννέα σκαλιά που μας χώριζαν έμοιαζαν ατελείωτα. Στα εκατό πρώτα είχα κιόλας απογοητευτεί κι είχα αρχίσει να σκέφτομαι την κατιούσα πορεία, αλλά δεν ήμουν άνθρωπος που το έβαζε εύκολα κάτω. Άλλωστε, αν δεν μπορούσα να κατακτήσω εκείνον τον απλό για τις σωματικές μου δυνατότητες στόχο, πώς θα τολμούσα να επιδιώξω στόχους δυσκολότερους κι ανώτερους από πνευματικής πλευράς. Έφτασα στη κορυφή και το θέαμα ήταν μια μεγάλη ανταμοιβή για την προσπάθεια που είχα καταβάλει. Το Ναύπλιο έμοιαζε σαν ζωγραφιά, παρατηρώντας το από το Παλαμήδι. Μια ζωγραφιά βγαλμένη από εποχές περασμένες, ένδοξες και ρομαντικές. Δεν μπορείς να μη φέρεις στο νου σου ότι ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας, μετά από την επανάσταση του ’21. Εκεί πάρθηκαν σημαντικές αποφάσεις για τη πορεία του γένους, εκεί έγιναν κι οι διάφορες μηχανορραφίες που μόνο βλάβη προκαλούσαν στο νεογέννητο κράτος. Εκεί έθεσαν τέρμα και στη ζωή του Καποδίστρια οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Αλήθεια, αναρωτιέμαι τι είδους άνθρωποι είμαστε εμείς οι Έλληνες, αυτή η παράξενη φυλή. Τη μια στιγμή σαν ένα σώμα αντιστεκόμαστε εναντίον κατακτητών αριθμητικά ανώτερων κι ισχυρότερων κι αφού κερδίσουμε την ελευθερία μας, την αμέσως επόμενη στιγμή στρεφόμαστε ο ένας εναντίον του άλλου. Κι όλα αυτά γιατί! Για την εξουσία, για το ποιος θ’ αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης. Σαν να μην έφτανε το αίμα που χύθηκε στη διάρκεια του αγώνα μας, έπρεπε να χαθούν στη συνέχεια κι άλλες ζωές και μάλιστα από χέρια αδελφικά. Λες και μας περίσσευε το έμψυχο υλικό κι έπρεπε να λιγοστέψουμε. Και δεν πρόκειται για φαινόμενο μεμονωμένο. Ας θυμηθούμε τον πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, αφότου εκδίωξαν τους Πέρσες, τις διαμάχες, γενικότερα, των ξενόφιλων κομμάτων μετά την 20
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
απελευθέρωση από τους Τούρκους, τον εμφύλιο πόλεμο μετά το τέλος της κατοχής από τα γερμανικά στρατεύματα.
Το Μπούρτζι στεκόταν πάνω σ’ ένα βράχο στη μέση της θάλασσας, λίγο πιο έξω από το λιμάνι κι είχα την εντύπωση ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα παρασυρόταν από το ρεύμα, ξεκινώντας ένα ταξίδι στο Αιγαίο. Το Ναύπλιο ήταν το πρώτο μέρος που επισκέφτηκα, από τότε που πήρα την απόφαση να ξεκινήσω το οδοιπορικό μου στα μέρη της Ελλάδας και το οποίο έμελλε να μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου. Ήταν μεσημεράκι, καθώς βάδιζα στην κεντρική πλατεία. Ο ανοιξιάτικος ήλιος βρισκόταν σε απόλυτη ισορροπία μ’ ένα ελαφρά δροσερό αεράκι, δημιουργώντας συνθήκες ιδανικές για χαλάρωση κι ευεξία. Είχα ταξιδέψει μόνος γιατί ήθελα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου και να συγκεντρώσω όλη μου την ενέργεια στο σκοπό της αναζήτησής μου. Βρήκα ένα γραφικό καφενεδάκι, σ’ ένα στενό δρόμο αμέσως μόλις τελείωνε η πλατεία, απέναντι από μια μικρή εκκλησία. Ένας πλάτανος άπλωνε τα φύλλα του ακριβώς πάνω από τα τραπέζια, προσφέροντας απλόχερα τη δροσιά του. «Ωραία!», είπα. «Το μέρος είναι ό,τι πρέπει για περισυλλογή». Οι μόνοι πελάτες, εκτός από εμένα, ήταν δυο μπαρμπάδες που παίζανε τάβλι και κομπορρημονούσαν για τις ικανότητές τους στο εθνικό αυτό μας άθλημα. Κάπου-κάπου άνοιγαν και καμιά θεωρητική συζήτηση, αγγίζοντας θέματα επί παντός επιστητού, η οποία, βέβαια, συζήτηση κατέληγε σε φιλικό καβγαδάκι. Τι ελάττωμα κι αυτό με τις κουβέντες τύπου ¨καφενείου¨. Όλοι έχουν δίκιο κι υποστηρίζουν την άποψή τους σε βαθμό που καταντάει μισαλλοδοξία. Το αστείο είναι
21
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ότι, κατά πάσα πιθανότητα, μιλάνε για το ίδιο πράγμα, εκφραζόμενο ή τεκμηριωμένο με διαφορετικό τρόπο.
Είχε περάσει καμιά ώρα κι εγώ είχα απορροφηθεί για τα καλά στην καταγραφή των σκέψεών μου. Ένα δυνατό ράπισμα στο πρόσωπο ενός νεαρού ήρθε να με βγάλει από την απομόνωση στην οποία είχα θέσει το πνεύμα μου και τις αισθήσεις μου από το γύρω περιβάλλον. Εν τω μεταξύ, είχαν μαζευτεί κι άλλοι πελάτες και τα τραπεζάκια είχαν σχεδόν γεμίσει, χωρίς καν να το έχω προσέξει. Γύρισα το κεφάλι μου προς τ’ αριστερά και διαπίστωσα ότι ήταν ο νεαρός από το ζευγάρι που καθόταν στο διπλανό τραπέζι, εκείνος που είχε δεχθεί το δυνατό χαστούκι. Ήταν τόσο δυνατό που αντανακλαστικά έπιασα το μάγουλό μου. Λίγο ακόμα και θα ένιωθα και τον πόνο. Όλοι οι θαμώνες κι οι περαστικοί γύρισαν με μια συγχρονισμένη κίνηση και κοίταξαν τον άτυχο νεαρό. Ειλικρινά, δεν ήξερα αν το κοκκινισμένο του μάγουλο ήταν αποτέλεσμα του χτυπήματος ή της ντροπής. Το επακόλουθο ήταν, φυσικά, ο τσακωμός ανάμεσά τους, κατά τον οποίο, θέλοντας και μη, άκουγα μέχρι και την τελευταία λέξη. Το πρόβλημα, ως συνήθως, ήταν η ζήλια. Η νεαρά κατηγορούσε το σύντροφό της ότι κοιτούσε πονηρά άλλες κοπέλες. Η κατάληξη ήταν να σηκωθεί εκνευρισμένος και ν’ αποχωρήσει με βήμα γοργό. Η αφεντιά της πάλι, αφού τον στόλισε μ’ ένα κοσμητικό επίθετο, συνέχισε ατάραχη να πίνει τον καφέ της, ψελλίζοντας πού και πού κατάρες εναντίον του. «Σκέφτηκες μήπως φταις εσύ;» Θεέ μου, δεν το πίστευα! Πώς άφησα το στόμα μου ν’ ανοίξει και ν’ αρθρώσει τέτοιο λόγο! Το είχα ως αρχή μου να μην ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις. Πώς τα κατάφερα να κάνω κάτι αντίθετο με τις αρχές μου! 22
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Ορίστε;» Αυτό το ¨ορίστε¨ ακούστηκε κάπως αγριεμένο, συνοδευόμενο από ένα ύφος που ήταν φανερό δείγμα ενόχλησης. «Ώρα είναι», σκέφτηκα, «να μου καταφέρει κι εμένα καμιά σφαλιάρα». «Σε μένα μιλήσατε;» Γύρισα με το ύφος νηπίου που μόλις είχε κάνει ζημιά. «Χίλια συγνώμη! Απλά σκέφτηκα δυνατά». Κοιτάζοντάς με έτσι, σαν βρεγμένη γάτα, άφησε ένα νευρικό χαμόγελο να χαραχτεί στο πρόσωπό της. Αμέσως πήρε ένα μειλίχιο βλέμμα και γύρισε την καρέκλα της προς το μέρος μου, σέρνοντάς την και λίγο πιο κοντά σ’ εμένα. «Όχι, παρακαλώ! Είμαι διαλεκτικός άνθρωπος και δέχομαι τις απόψεις των άλλων. Αν έχετε κάτι να προτείνετε, είμαι πρόθυμη να το ακούσω». Η αλήθεια είναι ότι ο κρύος ιδρώτας, που με είχε κυριεύσει από την αμηχανία, άρχισε να υποχωρεί κι αναθαρρώντας έστρεψα ελαφρά και τη δική μου καρέκλα, αντιγράφοντας τις κινήσεις της. Μου φάνηκε λίγο περίεργη η αντίδρασή της. Ήταν μόλις είκοσι δύο ετών, απ’ ότι έμαθα αργότερα, και συνήθως σε αυτές τις ηλικίες όλοι γινόμαστε αρκετά εκρηκτικοί στις αντιδράσεις μας και, κυρίως, αρνητικοί κι αδιάλλακτοι στις συμβουλές των μεγαλυτέρων. «Λοιπόν, σας ακούω!» «Να, σκεφτόμουν ότι το πρόβλημα μπορεί να μην υπάρχει καν εκεί που το βλέπουμε, αλλά το τοποθετούμε μόνοι μας, δίνοντάς του μεγάλες διαστάσεις με τη στάση και τη συμπεριφορά μας.» «Τη δική μου περίπτωση, όμως, δεν τη γνωρίζετε!» «Έχεις δίκιο, αλλά δεν είναι αυτό που εξετάζω. Απλά, αναφέρομαι στο γεγονός ότι είμαστε καμιά φορά τόσο αρνητικοί απέναντι στους άλλους που, τελικά, εμείς οι ίδιοι 23
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
προκαλούμε την επίσης αρνητική αντίδραση από τη μεριά τους. Για παράδειγμα, ο φίλος σου μπορεί να μην κοίταξε ποτέ άλλη γυναίκα κι ούτε να το έχει σκοπό, αλλά και μόνο που εσύ το θεωρείς δεδομένο, ότι θα πράξει τοιουτοτρόπως, τον προκαλείς να το κάνει. »Η αλήθεια είναι ότι ενέχεται στη φύση μας η καχυποψία. Ίσως να είναι κάποιο αρχέγονο ένστικτο επιβίωσης. Ό,τι κι αν είναι πάντως, το προβάλλουμε σε πολλές πτυχές της ζωής μας κι όχι μόνο στις ερωτικές μας σχέσεις. Αυτό που πιστεύω γενικότερα, χωρίς ν’ αποτελεί νόμο ή αξίωμα, είναι πως όταν αντιμετωπίζεις κάποιον θετικά, αυτό που θα λάβεις σαν ανταπόκριση θα είναι είτε θετικό είτε αρνητικό, διότι δυστυχώς υπάρχουν κι οι εκ πεποιθήσεως κακοπροαίρετοι άνθρωποι, με περισσότερες πιθανότητες για το πρώτο. Όταν όμως είσαι αρνητικός, αυτό που θα λάβεις θα είναι σίγουρα αρνητικό». Η κοπέλα με κοίταζε με βλέμμα απλανές, καθώς ανέλυε, προφανώς, τα προειρημένα. Ξαφνικά, πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμά της, άφησε το αντίτιμο των καφέδων πάνω στο τραπέζι κι έκανε να μιλήσει, αλλά τη διέκοψα με μια απότομη κίνηση, ανασηκώνοντας το χέρι μου. «Μην πεις τίποτα. Δεν είμαι παρά η φωνή του υποσυνείδητού σου, μια τρίτη δύναμη που ανέσυρε στην επιφάνεια αυτό που ήδη γνώριζες. Πήγαινε εκεί που πρέπει να πάς και μην ταράζεις την ψυχή σου με πράγματα ανούσια, με αποκυήματα της φαντασίας. Θα νιώσεις πραγματικά πιο ήρεμη». Χαμογέλασε κι ακολούθησε τα βήματα του αγαπημένου της. Όλη αυτή η περιπέτεια μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι που τόσο καιρό δεν είχα προσέξει. Μου άρεσε να κάθομαι και να παρατηρώ τους ανθρώπους. Τώρα που το σκέφτομαι, φέρνω στη μνήμη μου κι άλλες φορές που είχα πιάσει τον εαυτό μου να πράττει ομοίως. Όχι από αδιακρισία, αλλά 24
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
αρεσκόμουν στο να εξετάζω τις αντιδράσεις τους σε ερεθίσματα λύπης, χαράς, θυμού, απελπισίας, αμηχανίας και γενικά καταστάσεις του θυμικού που ταράσσουν την ψυχική τους ηρεμία.
«Το κάνεις συχνά αυτό;» Μια φωνή γλυκιά, σχεδόν θεϊκή, με απέσπασε από το συλλογισμό μου. Ήταν μια φωνή γυναικεία που ερχόταν από το πίσω τραπεζάκι. Γύρισα προς τα πίσω για να εντοπίσω την πηγή της παρενόχλησής μου. Έμεινα αποσβολωμένος, άγαλμα σωστό. Αυτή τη στιγμή που το σκέφτομαι, διαπιστώνω ότι δεν ήταν ένα απλό γύρισμα στη θέση του σώματός μου, αλλά ένα γύρισμα σελίδας στη ζωή μου. Έγινε εκεί, στο Ναύπλιο, χωρίς να το έχω σχεδιάσει, χωρίς να το περιμένω. Δεν ήταν μόνο η φωνή της θεϊκή, αλλά ολόκληρη η παρουσία της έμοιαζε βγαλμένη σαν από μύθο αρχαιοελληνικό. Μαύρα ίσια μαλλιά ριγμένα μέχρι τους ώμους, καταπράσινα μάτια και χείλη σαρκώδη που η μόνη σκέψη που προκαλούσαν στο μυαλό ήταν να γευτείς το νέκταρ τους. Το κορμί της ήταν καλλίγραμμο και καλογυμνασμένο. Η κοντή της φούστα, που έφτανε μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο, άφηνε σε κοινή θέα ένα ικανό δείγμα των θέλγητρών της. «Λοιπόν, το κάνεις συχνά αυτό;» «Εεε….εγώ…» «Τι έγινε, κατάπιες τη γλώσσα σου; Τόση ώρα πήγαινε ροδάνι». Δεν ήταν πάνω από εικοσιτεσσάρων ετών κι όμως έδειχνε να έχει θάρρος, αλλά και θράσος μαζί. Έπρεπε ν’ απαλλαγώ αμέσως από εκείνον τον κόμπο που είχε δέσει τη γλώσσα μου. «Τι εννοείς, ότι κάνω συχνά;»
25
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Να δίνεις συμβουλές σε αγνώστους και να παραδίδεις μαθήματα φιλοσοφικού περιεχομένου σαν να είσαι κάποιος φιλόσοφος». Ξαφνιάστηκα λιγάκι με τα λόγια της και σκέφτηκα μήπως ήταν κάποια γνωστή μου από το μπακάλικο που μου έκανε πλάκα με το παρατσούκλι μου. «Αποκλείεται», σκέφτηκα. Διέγραψα αμέσως αυτήν την εκδοχή, διότι ένα τόσο όμορφο πλασματάκι σίγουρα θα το θυμόμουν. «Όχι, η αλήθεια είναι ότι δεν το συνηθίζω. Μάλιστα, δεν το έχω κάνει ποτέ μέχρι σήμερα». «Α, μάλιστα! Κρίμα, διότι θα μου ήταν χρήσιμες μερικές συμβουλές». Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχε πάλι καταφέρει να με φέρει σε δύσκολη θέση. Φαινόταν πως σε ό,τι κι αν έλεγα θα προέβαλε έναν αντίλογο, για να βγει κερδισμένη σ’ ένα διαλεκτικό παιχνίδι που είχε ξεκινήσει, αλλά και έπαιζε μόνη της, μ’ εμένα να αποτελώ έρμαιο στην υπηρεσία της δικής της διασκέδασης. Έπρεπε να βρω κάτι πραγματικά έξυπνο για να την αποστομώσω. Τι το ήθελα όμως! Εκείνη τη στιγμή μου ταίριαζε γάντι η παροιμία ¨παίζει ο λύκος με τ’ αρνί¨. «Δε νομίζω ότι χρειάζεσαι τη βοήθειά μου. Έχεις σταθεί ήδη τόσο τυχερή στη ζωή σου, ώστε κάθε είδους συμβουλή, από τον οποιονδήποτε, θα ήταν περιττή». «Μπα, και ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο στάθηκα τυχερή;» «Μα, το γεγονός ότι δε γεννήθηκες στην αρχαιότητα». Κατάφερα να δημιουργήσω μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό της και πίστεψα πως είχα κερδίσει κι εγώ έναν πόντο σ’ εκείνο το άτυπο παιχνίδι μας. Βιάστηκα όμως να χαρώ για τη μικρή μου νίκη. «Και γιατί το θεωρείς αυτό τύχη;» 26
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Μα, αστειεύεσαι! Έτσι κι έβλεπε η Αφροδίτη ότι είσαι ομορφότερη από εκείνη θα σε μεταμόρφωνε σε κάμπια». Δεν είναι υπερβολή, το γέλιο της ακούστηκε μέχρι ¨σήμερα¨. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα που είχα νιώσει ντροπιασμένος. Τι ήθελα και μίλησα! Δεν το βούλωνα καλύτερα! Φυσικά, τι καλύτερο θα μπορούσα να περιμένω σαν αντίδραση. Σηκώθηκε με μια κίνηση όλο θηλυκότητα, κρέμασε το μαύρο τσαντάκι της στον ώμο και, μη έχοντας σταματήσει να γελά, έκανε να φύγει. «Πάντως, ομολογώ πως καλύτερη ατάκα φιλοφρόνησης δεν έχω ξανακούσει». Σωστή παρηγοριά ήταν τα λόγια της. Ήταν περίεργο πλάσμα όμως, από τη μία μ’ έκανε να νιώσω άσχημα κι από την άλλη κατάφερε με λίγες λέξεις ν’ αναπτερώσει το κατακερματισμένο μου ηθικό. Καθώς απομακρυνόταν, ο ήχος των τακουνιών που χτυπούσαν στο πλακόστρωτο δρομάκι αντηχούσε στ’ αυτιά μου σαν κάλεσμα να την ακολουθήσω. Ήταν αδιανόητο! Γι’ άλλη μία φορά πήγαινα ενάντια στις αντιλήψεις μου και στις αρχές μου. Ούτε που ήξερα πόσο ακόμα θα έριχνα την περηφάνια μου, πόσο θα πλήγωνα τον εγωισμό μου. Όσο κι αν το λογικό πάλευε, εκείνη τη φορά δεν μπορούσε να νικήσει το συναίσθημα. Ήμουν ήδη στο κατόπι της, χωρίς να έχω κάποιο σχέδιο, δίχως να γνωρίζω αν είχα το θάρρος να της μιλήσω. Έστριψε σ’ ένα στενό που οδηγούσε στο λιμάνι κι εγώ, σωστός ντετέκτιβ, άνοιξα το βήμα μου για να μην τη χάσω. Καθώς έστριβα στα χνάρια της, η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί σαν βόμβα χιλιάδων μεγατόνων από τη λαχτάρα που πήρα. Πετάχτηκε μπροστά μου σε απόσταση λίγων εκατοστών, τόσο κοντά που ένιωσα την ανάσα της να χαϊδεύει το πρόσωπό μου. Χλόμιασα από την έκπληξη, λες κι είχα δει κάποιο φάντασμα. 27
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Με παρακολουθείς;» «Ναι, δηλαδή…..» «Πάλι κατάπιες τη γλωσσίτσα σου; Ξέρω, θα μου πεις πάλι ότι δεν το συνηθίζεις και πως είναι η πρώτη φορά που το κάνεις». Ήταν τόσο χαριτωμένη καθώς μου μιλούσε! Ένιωθα να την ποθώ όπως δεν είχα ποθήσει ποτέ άλλη γυναίκα. «Συγχώρεσέ με! Απλά, προηγουμένως στο καφενείο μ’ έκανες να νιώσω αμήχανα και δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω τ’ όνομά σου». Δεν ήταν κι ιδιαίτερα ευφυής η δικαιολογία μου, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή. Τουλάχιστον, ολοκλήρωσα τη φράση μου χωρίς να κομπιάσω. «Κι έκανες τόσο κόπο γι’ αυτό! Πραγματικά με κολακεύεις». ¨Με λένε Σοφία¨, ήταν οι τελευταίες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της, καθώς έβαζε τα μαύρα της γυαλιά κι έπειτα χάθηκε πίσω από τη γωνία, τόσο απλά και γρήγορα όπως είχε εμφανιστεί. Έμεινα ακίνητος με το κεφάλι σκυφτό. Η γη δεν υπήρχε πλέον κάτω από τα πόδια μου. Με δυσκολία ανασήκωσα το βλέμμα μου κι έριξα μια περιστροφική ματιά γύρω μου. Δεν υπήρχε κανείς ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα. Ένα σμήνος περιστεριών απογειώθηκε απότομα από το έδαφος με μια κίνηση συγχρονισμένη, λες και κάποια τουφεκιά κυνηγού τα είχε τρομάξει. Και μετά το φτερούγισμα σιωπή, σιγή νεκρική. Ήμουν μόνος, χωρίς να έχω κάποιον δίπλα μου. Δε θυμάμαι άλλη στιγμή στη ζωή μου να ένιωσα τόσο φοβισμένος. Είχα ξεκινήσει εκείνο το ταξίδι με σκοπό να μελετήσω τόπους κι ανθρώπους, να βρω απάντηση σε αυτό που ζητούσα. Δεν ήταν λανθασμένη η τακτική που είχα διαλέξει ν’ ακολουθήσω ούτε, όμως, ήταν και το κομμάτι εκείνο που θα
28
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
συμπλήρωνε το κενό που είχα νιώσει μέσα μου. Δεν ήταν η δράση αυτό που μου έλλειπε, όπως αρχικά είχα εκτιμήσει. Όλα πλέον φάνηκαν ξεκάθαρα. Το σύννεφο, που βρισκόταν πλάι στον ήλιο που έδυε, πήρε χρώμα και μορφή. Έγινε βαθυκόκκινο κι έγραφε Σοφία. Ήμουν μόνος στη ζωή κι αυτό που χρειαζόμουν ήταν η συντροφιά. Είχα την ανάγκη ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ, είχα την ανάγκη να νιώσω. Κι ήρθε η στιγμή, χωρίς να ξέρω ποιες δυνάμεις το κατάφεραν και ποιοι νόμοι το επέβαλαν, που αντίκρισα τα μάτια της. Είχα γνωρίσει αρκετές γυναίκες στη ζωή μου, αν και ποτέ δε μιλούσα γι’ αυτές, ήταν όμως σχέσεις εφήμερες, χωρίς νόημα. Δεν τις εκμεταλλεύτηκα προς τέρψη των ορμών μου, πάντα τις σεβόμουν. Καμιά όμως δεν είχε καταφέρει ν’ αγγίξει κάποιο βαθύτερο συναίσθημα στην ψυχή μου. ¨Σοφία¨! Δεν είμαι άνθρωπος που ενθουσιάζεται εύκολα και πάντα έδινα προτεραιότητα στη λογική. Ήμουν, όμως, σίγουρος ότι αυτό το κορίτσι ήταν η δύναμη που θα ενεργοποιούσε όλο μου τον ερωτισμό. Όσο απίστευτο κι αν μου φαινόταν, ήμουν ερωτευμένος με μια γυναίκα που την ήξερα μόλις για δεκαπέντε λεπτά. Το μόνο που είχα προλάβει να μάθω γι’ αυτήν ήταν τ’ όνομά της κι είχε πια φύγει. Δεν ήθελα να τη χάσω, ήθελα να την ξαναδώ και να της εκφράσω όλα αυτά που ένιωθα και σκεπτόμουν, χωρίς εκείνη τη φορά να κομπιάσω ή να χάσω τα λόγια μου. Το έδαφος διαρκώς υποχωρούσε κάτω από τα πόδια μου, τα δέντρα, τα παγκάκια, τα σπίτια και κάθε ίχνος της πολιτισμένης κοινωνίας μας άρχισαν να ξεθωριάζουν στο βλέμμα μου. Το σκοτάδι σκέπαζε όλο και περισσότερο το φως κι εγώ ένιωθα ακόμα πιο μόνος. «Λοιπόν, τι θα γίνει, θα έρθεις;» Όλα επέστρεψαν στην αρχική τους κατάσταση, το φως, ο κόσμος, τα σπίτια και κυρίως το έδαφος το οποίο χρειαζόταν
29
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
απαραίτητα για να με στηρίξει και να μη σωριαστώ στο άκουσμα της φωνής της. «Πού να έρθω;» «Μαζί μου, να περπατήσουμε, ή μήπως δε θέλεις;» Εξακολουθούσε να παίζει μαζί μου κι εγώ πειθήνιος υπάκουγα στα προστάγματά της. Δεν είχα άλλη επιλογή ούτε άφησα τον εαυτό μου να έχει και δεύτερη. Ήθελα να την ακολουθήσω. Βρέθηκα, λοιπόν, πλάι της να περπατάμε στο λιμάνι του Ναυπλίου. «Αλήθεια, δε μου είπες! Εσένα πώς σε λένε;» «Αριστοτέλη». «Ωραίο όνομα! Αριστοκρατικό και με φιλοσοφικό υπόβαθρο. Έτσι εξηγείται……» Κατάλαβα ότι αναφερόταν στο περιστατικό του καφενείου. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να κάνω πως δεν είχα ακούσει, κατευθύνοντας τη συζήτηση σε άλλο θέμα. «Μόνη έχεις έρθει;» «Είχα έρθει με μια φίλη μου, αλλά της συνέβη κάτι προσωπικό και χρειάστηκε να φύγει σήμερα το πρωί. Εγώ είπα να καθίσω, μιας κι είχαμε προπληρώσει το ξενοδοχείο. Εσύ, μόνος;». «Ναι, είχα ανάγκη από ηρεμία κι αυτοσυγκέντρωση. Βέβαια, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν προθυμοποιήθηκε και κανένας φίλος να μου κάνει παρέα, γιατί είχαν όλοι τους ανειλημμένες υποχρεώσεις. »Δεν πειράζει όμως! Χάρηκα που ήρθα έστω και μόνος. Το γεγονός και μόνο ότι σε γνώρισα, άξιζε τον κόπο να κάνω αυτό το ταξίδι». Χαμογέλασε και με κοίταξε μ’ ένα γλυκό βλέμμα, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι, όπως κάνουμε όταν ακούμε κάτι ενδιαφέρον που έλκει την προσοχή μας. Με οδήγησε σ’ 30
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ένα παγκάκι, κάτω από ένα φοίνικα και καθίσαμε. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, εκείνη είχε τα ηνία των πρωτοβουλιών κι εγώ απλά ακολουθούσα. «Με τιμάει αυτό που είπες, αλλά δε νομίζεις ότι βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα;» «Μπορεί, αλλά δεν είναι κάτι που με απασχολεί. Έχω μάθει να παίρνω ρίσκα στη ζωή μου και τις εμπειρίες που βιώνω, είτε είναι καλές είτε κακές, τις χρησιμοποιώ προς όφελός μου. Κοιτάζω πάντα τη θετική πλευρά, το γεγονός δηλαδή ότι συγκεντρώνω εμπειρίες και γνώση. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι εσύ δεν είσαι αυτό που φαίνεσαι ή, τουλάχιστον, αυτό που θα ήθελα να είσαι. Ήκιστα με νοιάζει. »Τούτη τη στιγμή είσαι εδώ, δίπλα μου, καθόμαστε σ’ ένα παγκάκι κι εγώ νιώθω ευτυχισμένος για τη συνάντησή μας. Αυτό είναι που έχει σημασία για μένα, τούτη η ώρα. Είναι γεγονός ότι αυτές οι μικρές στιγμές είναι που δίνουν κάποιο νόημα στην κατά τ’ άλλα ανιαρή ζωή μας. Δε χρειάζεται, συνέχεια και για όλα τα πράγματα, να εξετάζουμε και το τι μέλλει γενέσθαι. »Ύστερα πάλι, χωρίς να εννοώ ότι πρέπει να εθελοτυφλούμε, πρέπει να δείχνουμε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Είναι ανάγκη να πράττουμε έτσι, αν θέλουμε να είμαστε ενταγμένοι σ’ ένα κοινωνικό σύνολο. Διαφορετικά, θα πρέπει να κλειστούμε σε καμιά σπηλιά και να ζούμε μόνοι μας μαζί με τις ανασφάλειές μας. Άλλωστε, όπως φαντάζομαι ότι θ’ άκουσες και στη συζήτηση του καφενείου, δεν πρέπει να εκπέμπουμε αρνητικότητα στο συνάνθρωπό μας». Ήταν το πρώτο έξυπνο πράγμα που είχα πει κι ήμουν περήφανος που είχα ξεπεράσει εκείνο το κόμπιασμα που μ’ έκανε να νιώθω σαν μαθητούδι σε πρώτο ραντεβού. Ολοφάνερα, είχα καταφέρει να τη γοητεύσω μ’ εκείνα μου τα λόγια.
31
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Για δέκα λεπτά επικράτησε η σιωπή. Το μόνο που κάναμε ήταν ν’ αγναντεύουμε τη θάλασσα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και τα πρώτα φώτα άρχισαν να φέγγουν, όταν έσπασα εκείνη τη σιγή. «Θέλω να σε ξαναδώ». «Κοίτα, Αρίστο, είσαι αξιόλογος άνθρωπος κι ομολογώ ότι δε μου είσαι καθόλου αδιάφορος σαν άντρας, αλλά δε μου αρέσει να βάζω τη ζωή μου σε κανάλι. Είπες κάτι προηγουμένως στο οποίο συμφωνώ, ότι πρέπει να ζούμε τις στιγμές ευτυχίας, οι οποίες σπάνια μας παρουσιάζονται. »Έχασα τους γονείς μου σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα, όταν ήμουν ακόμη μικρή. Μεγάλωσα με τη γιαγιά μου και ζούσα μαζί της μέχρι πέρυσι, οπότε ήρθε κι εκείνης η ώρα να διασχίσει το ποτάμι της λήθης. Ένιωσα έντονα τον πόνο και τη μοναξιά, γι’ αυτό έχω πάψει προ πολλού να κάνω προγραμματισμούς για τα προσωπικά μου, αφήνοντας τη μοίρα να γνέθει τα νήματα της ζωής μου. Άσε καλύτερα τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους. Αν είναι γραφτό, που λένε, να γίνει……» Ένιωσα κάθε κύτταρο του σώματός μου ν’ αποκολλάται από τα διπλανά του και περίλυπο και σκυθρωπό, το καθένα σαν ξεχωριστός ζωντανός οργανισμός, να σωριάζεται στο έδαφος. «Δε σου κρύβω ότι με απογοητεύει λίγο η απάντησή σου. Αφού όμως έτσι το θέλεις, δε θα επιμείνω. Αν και δεν είμαι ένθερμος υποστηριχτής του παράγοντα της τύχης, δε μου αρέσει, από την άλλη, να πιέζω τους ανθρώπους και να εκβιάζω τις καταστάσεις. Δε ξέρω αν είναι καλό ή κακό για μένα, αλλά όταν προσπαθώ να πετύχω κάτι και η ροή των πραγμάτων δεν έρχεται όπως τη θέλω, δεν πάω κόντρα στο ρεύμα. Αλλά, βέβαια, ούτε χάνω και την επαφή μου με το στόχο που έχω θέσει, απλά αλλάζω σχεδιασμό και κατεύθυνση. Μ’ εσένα, αν και ξέρω ότι θα το μετανιώσω, θ’ αναγκαστώ να συμβιβαστώ με τη θέλησή σου». 32
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Θέλω να με συγχωρέσεις Αρίστο, αλλά έτσι έχω μάθει να ενεργώ. Εύχομαι όμως, κατά βάθος, να τα φέρει έτσι η τύχη ώστε να σε ξαναδώ». Ομολογώ πως δε μπορούσα να την καταλάβω. Δύο πράγματα μπορούσαν να συμβαίνουν, ή έπαιζε μαζί μου ή ήταν τελείως ανισόρροπη. Το τι είδους συλλογισμοί, τι σκέψεις τρομερές σε πλήθος και πλοκή γινόντουσαν μέσα σ’ εκείνο το χαριτωμένο κατά τ’ άλλα κεφαλάκι, μόνο ένας θεός μπορούσε να ξέρει. «Γι’ αυτό, λοιπόν, άκουσε τι θα γίνει. Αυτό το δαχτυλίδι ήταν της γιαγιάς μου…..» Έβγαλε από το δάχτυλό της ένα δαχτυλίδι ασημένιο κι έτεινε το χέρι της να το βάλει στην παλάμη μου. Τράβηξα απότομα το χέρι μου, δείχνοντας μ’ εκείνη μου την κίνηση ότι δεν μπορούσα να δεχθώ κάτι τέτοιο, ιδίως κάτι που πιθανόν αποτελούσε οικογενειακό κειμήλιο. Εκείνη χαμογέλασε και μου έπιασε το χέρι, κλείνοντας το δαχτυλίδι στη χούφτα μου. «Μην ανησυχείς! Δεν έχει κάποια συναισθηματική αξία για μένα και το κόστος του δεν είναι παρά λίγες δραχμές. Το είχα αγοράσει πριν τρία χρόνια από έναν πλανόδιο μικροπωλητή για τη γιαγιά μου κι απλά όταν πέθανε το κράτησα, αυτό είναι όλο. Λένε ότι τ’ αντικείμενα τα περιβάλλει η ενέργεια του κατόχου τους. Το φοράω αρκετό καιρό κι έχει, συνεπώς, κάτι από εμένα. Ας γίνει αυτό το αντικείμενο ο σύνδεσμος μεταξύ μας, ας γίνει η δύναμη που σαν μαγνήτης θα ενώσει τους δρόμους μας σ’ έναν άλλον τόπο, σ’ έναν άλλο χρόνο». Μου ακούγονταν λίγο μεταφυσικά όλα αυτά κι είχα πλέον μπερδευτεί ολοκληρωτικά. Οι σκέψεις μου έγιναν ένας κόμπος που μετατράπηκε σε γόρδιο δεσμό κι επειδή, όπως είχε πει κάποτε κι ένας φίλος μου λιμενικός, ο Γιώργος, οι γόρδιοι δεσμοί δε λύνονται αλλά κόβονται, αποφάσισα να μη βασανίσω άλλο το μυαλό μου και να δώσω ένα τέλος στη
33
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
συνάντησή μας. Ήταν κι η μόνη πρωτοβουλία που είχα πάρει σε όλη τη διάρκεια της μέχρι τότε γνωριμίας μας.
Την έλεγαν Σοφία, ήταν εικοσιτεσσάρων ετών, νηπιαγωγός στο επάγγελμα κι όπως έδειχναν τα πράγματα δε θα την ξανάβλεπα. Το τρένο είχε πια ξεκινήσει με κατεύθυνση για την Αθήνα κι εγώ είχα μείνει ακουμπισμένος στο παράθυρο, με μόνη συντροφιά την ανάμνηση του Σαββατοκύριακου που μόλις είχε περάσει. Είχα ξανακάνει κι άλλες φορές την ίδια διαδρομή, με διαφορετικούς τελικούς προορισμούς κάθε φορά, και πάντα μου άρεσε πολύ να χαζεύω τα δέντρα, τα σπίτια και τα χωράφια που έτρεχαν με ταχύτητα προς την αντίθετη κατεύθυνση, σαν να ήθελαν να πάνε πίσω στον τόπο που μόλις είχα αφήσει. Ήταν μια διαδρομή που την απολάμβανα ιδιαίτερα, όπως, επίσης, απολάμβανα και το χαρακτηριστικό ήχο του τρένου καθώς γλιστρούσε στις ράγες. Εκείνη τη φορά, όμως, ούτε έβλεπα ούτε άκουγα, μόνο σκεφτόμουν και κατά διαστήματα χαμογελούσα, συμπληρώνοντας το αποχαυνωμένο βλέμμα μου. Είμαι σίγουρος ότι οι συνεπιβάτες μου, που θα με παρατηρούσαν, στην καλύτερη περίπτωση θα με χαρακτήρισαν κυκλοθυμικό και στη χειρότερη βλαμμένο. Ό,τι κι αν ήταν πάντως, θα πέρασαν ευχάριστα κοιτάζοντας τη φάτσα μου και χαίρομαι που τους φάνηκα χρήσιμος, στο να ¨σκοτώσουν¨ την ώρα τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ούτε που κατάλαβα το πώς έφυγε ο χρόνος. Περνούσαμε κιόλας την Ελευσίνα κι ήδη είχα αρχίσει να ονειρεύομαι τη θαλπωρή του σπιτιού μου. Ένα ζεστό μπάνιο ήταν ότι έπρεπε για να χαλαρώσω και ν’ αποβάλω την ένταση του ταξιδιού. Έβαλα ένα ποτήρι κονιάκ και κάθισα αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού, σκεφτόμενος πάλι τα γεγονότα του διημέρου. Αφού ήπια και την τελευταία σταγόνα, κάθισα στο γραφείο για να σημειώσω 34
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
τις εμπειρίες μου και τα συμπεράσματα που τυχόν θα με βοηθούσαν στην αναζήτησή μου. Όταν τελείωσα, ένα χασμουρητό, σαν του λιονταριού, λίγο έλειψε να μου ξεκολλήσει το σαγόνι. Χωρίς δεύτερη σκέψη, δέχτηκα μετά χαράς την πρόσκληση του κρεβατιού μου που με φώναζε να χωθώ στην αγκαλιά του Μορφέα. Καθώς πήγα να σβήσω το πορτατίφ στο διπλανό κομοδίνο, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο δαχτυλίδι της Σοφίας. Το έπιασα με το αριστερό μου χέρι και βγάζοντας έναν αναστεναγμό θλίψης το έβαλα στο συρτάρι. Ήταν ένα ενθύμιο της γνωριμίας μου μ’ εκείνο το παράξενο κορίτσι. Δεν πίστευα ότι θα την ξανάβλεπα και το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να τη βγάλω απ’ το μυαλό μου. Πάντως, ουδέν κακόν αμιγές καλού λένε κι έχουν δίκιο. Η Σοφία, ήταν για μένα η αφορμή να γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το θέμα του, φυσικά, μιλούσε για τον έρωτα και ο τίτλος του………. ¨Σοφία¨.
35
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Μη ζητάς, αναζήτα¨
36
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Είχε περάσει ένας χρόνος από το ταξίδι μου στο Ναύπλιο, έχοντας επισκεφθεί εν τω μεταξύ κι άλλα μέρη της Ελλάδος. Βρισκόμουν στο μπακάλικο, όπου είχα πάει αμέσως μετά το μάθημα στο σχολείο για να ελέγξω πώς πάνε οι δουλειές. Το ¨ελέγξω¨, βέβαια, ήταν σχήμα λόγου. Από καιρό είχε πάψει να με απασχολεί η επιχείρηση κι εκτός αυτού είχα αμέριστη εμπιστοσύνη στον ξάδερφό μου. Προς αναγνώριση, μάλιστα, των υπηρεσιών του, τον έκανα συνέταιρο, πράγμα που ήταν, άλλωστε, και το πιο δίκαιο. Στεκόμουν ακουμπισμένος στην πόρτα του μαγαζιού, χαζεύοντας τον κόσμο που έτρεχε σαν τρελός να ¨προλάβει¨ και τα καράβια που σφύριζαν ¨αδιάφορα¨ μπαινοβγαίνοντας στο λιμάνι. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να ζήσω ποτέ μακριά από τη θάλασσα. Είναι κομμάτι του εαυτού μου κι άμα λείπει κάποιο κομμάτι του εαυτού σου νιώθεις πάντα λειψός. Ο Σωτήρης έκανε τους λογαριασμούς του, όταν με άκουσε να ξεκαρδίζομαι στα γέλια. «Τι έγινε Αριστοτέλη; Γιατί γελάς;» «Ο γέρος σου! Μέχρι εδώ ακούγονται οι φωνές του. Δε λέει να το πάρει απόφαση ότι βγήκε στη σύνταξη πια». «Άστα να πάνε ξάδελφε. Έχει αρχίσει να τα χάνει για τα καλά. »Το βραδάκι θα πάμε στο κουτούκι του Λευτέρη να πιούμε κανένα κρασάκι;» «Ναι, γιατί όχι!» Με το Σωτήρη ήμασταν πολύ αγαπημένοι κι εκτός από συγγενείς ήμασταν και καλοί φίλοι, κανονίζοντας συχνά βραδινές εξόδους.
«Άντε, άσπρο πάτο!»
37
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και ρουφήξαμε μονομιάς το κρασί που περιείχαν, υπό τους ήχους της ορχήστρας που αποτελούταν από μια κιθάρα κι ένα μπουζούκι. Ο κιθαρίστας είχε και το ρόλο του τραγουδιστή, ερμηνεύοντας ρεμπέτικα και άλλα λαϊκά άσματα γνωστών καλλιτεχνών. Ήταν ένα ζεστό και συμπαθητικό κουτουκάκι στην περιοχή της Καστέλας, πάνω από το Μικρολίμανο του Πειραιά, με απέριττη διακόσμηση, αλλά γευστικότατα εδέσματα και, το κυριότερο, ο κόσμος που σύχναζε εκεί ήταν καλός και φιλήσυχος. Ο Σωτήρης σήκωσε την κανάτα με το κρασί και γέμισε ξανά τα ποτήρια. Εμένα μου τράβηξε την προσοχή ένα ζευγάρι στο μπροστινό τραπέζι, το οποίο δεν έκρυβε την ευτυχία του. Η σκέψη μου γέμισε με τη μορφή της Σοφίας. Θύμωσα πολύ με τον εαυτό μου, όχι γιατί ανακάλεσα στη μνήμη μου σκηνές του παρελθόντος, άλλωστε το παρελθόν είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό μας και δεν πρέπει να το διαγράφουμε είτε είναι καλό είτε κακό, αλλά επειδή το άφησα να μ’ επηρεάσει. Ένιωσα εκείνη τη στιγμή μια έντονη συναισθηματική φόρτιση, ένα ελαφρύ τσίμπημα στην καρδιά, έναν πόνο που προκαλούσε η απουσία της από τη ζωή μου. Η βαθιά περισυλλογή, στην οποία είχα πέσει, πρέπει να είχε χαραχτεί έντονα στα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. «Τι σκέφτεσαι Αριστοτέλη κι έχεις βουβαθεί σαν χρυσόψαρο;» «Τίποτα, απολαμβάνω το άκουσμα των τραγουδιών». «Ποια τραγούδια βρε ξάδελφε! Με δουλεύεις; Οι καλλιτέχνες εδώ και δέκα λεπτά κάνουν διάλειμμα. Έλα, πες μου τώρα τι σε απασχολεί». Η αλήθεια είναι ότι δεν του είχα μιλήσει για εκείνη τη συνάντησή μου στο Ναύπλιο, γιατί πίστευα ότι θα ήταν καλύτερα έτσι, ώστε να μην υποβάλλω τον εαυτό μου σε βασανιστικές σκέψεις.
38
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Λοιπόν, θα μου πεις ή μήπως δεν μ’ εμπιστεύεσαι; Είμαι το φιλαράκι σου ή δεν είμαι;» Ήταν ένα ακλόνητο επιχείρημα στην προσπάθειά του να εκμαιεύσει το μυστικό μου. Μη έχοντας άλλη επιλογή, του διηγήθηκα όλη την ιστορία, με τόση, μάλιστα, λεπτομέρεια που εξέπληξα και τον εαυτό μου. Δε χωρούσε πλέον αμφιβολία ότι εκείνες οι στιγμές είχαν χαραχτεί βαθιά μέσα στη μνήμη μου. Κατάλαβα ότι τον είχε γοητεύσει η περιπέτειά μου. Η προσοχή του ήταν μεγάλη, στα λεγόμενά μου, μέχρι το τέλος. «Πολύ όμορφο αυτό που έζησες Αρίστο, αλλά και πολύ σοφά επέλεξες να το ξεχάσεις. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται να την ξαναδείς. Κι αν νομίζεις ότι σ’ επηρεάζει τόσο πολύ η ανάμνησή της, καλά θα κάνεις να πετάξεις και το δαχτυλίδι που σου χάρισε, ώστε να μην υπάρχει τίποτε να σου τη θυμίζει». Δε μίλησα, αλλά δε νομίζω ότι θα είχα ποτέ τη δύναμη να κάνω κάτι τέτοιο. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι άξιζε έστω και να ελπίζω. Φυσικά, δεν είχα σκοπό να προγραμματίσω την υπόλοιπη ζωή μου βασισμένος σ’ έναν κρυφό πόθο, αλλά, όπως και να το κάνεις, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. «Κι αν θες την άποψή μου, νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα πια να κάνεις οικογένεια. Τα χρόνια περνάνε και δε νομίζω να θες να μείνεις μαγκούφης!» Ο ίδιος χαιρόταν ήδη τον έγγαμο βίο για πέντε χρόνια. Η γυναίκα του, η Κατερίνα, ήταν πολύ καλός άνθρωπος κι αγαπούσε το Σωτήρη υπερβολικά. Είχαν αποκτήσει και μια χαριτωμένη κορούλα, την Ελεονόρα. Φαίνεται πως ο ξάδερφός μου είχε βαλθεί να μου φορέσει κι εμένα την κουλούρα! «Θα έρθει κι εμένα η ώρα μου, μην ανησυχείς».
39
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Ναι, αλλά σύντομα, προτού έρθει η άλλη ώρα σου……. η τελευταία». Αν και λίγο μακάβριο το αστείο του, ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια με τον τρόπο που το εξέφρασε. «Πάντως, να ξέρεις ότι αν δεν το επιδιώξεις εσύ ο ίδιος, δεν πρόκειται να έρθει από μόνο του. Άντε, γιατί δεν είσαι πια και κανένα λυκόπουλο! Γκρίζοι κρόταφοι και κοντό παντελονάκι δεν ταιριάζουν! Και μόνο που σε σκέφτομαι……. με πιάνουν τα γέλια! »Κι αυτό πάλι το κακό με τα ταξίδια! Ησυχία δεν έχεις! Και να πω ότι παίρνεις και καμιά κοπελιά μαζί ας πάει στο καλό, αλλά εσύ πάς μόνος κι έρημος. Λες ότι ψάχνεις! Τι στο καλό είναι αυτό που ψάχνεις και δεν το έχεις βρει ακόμα! Και γιατί σ’ εμποδίζει από το να κοιτάξεις και τον εαυτό σου! Λείπεις διαρκώς, όταν ξεκλέβεις χρόνο από τη δουλειά σου, κι αν τυχόν είσαι εδώ, χάνεσαι μέσα στις σελίδες των βιβλίων σου. Τι άλλο θες να μάθεις! Αρκετή γνώση δεν απέκτησες!» «Κοίτα, Σωτήρη, αυτό που προσπαθώ είναι να βρω το νόημα της ζωής και να δώσω κάποιο νόημα και στη δική μου ζωή. Θέλω να βρω την πραγματική αλήθεια, το ιδανικό για το οποίο αξίζει ν’ αγωνιζόμαστε. Δε θέλω να ζήσω παθητικά σε αυτόν τον κόσμο κι αν μπορέσω να προσφέρω κάτι στην ανθρωπότητα θα το κάνω. Ακούγεται μεγαλεπήβολο και φιλόδοξο ή ίσως υπερφίαλο, αλλά αυτός είναι ο στόχος μου και, πίστεψέ με, θα τον ακολουθώ με κάθε ταπεινότητα και σωφροσύνη μέχρι να τον εκπληρώσω. »Παρατήρησε γύρω σου τον κόσμο που κάθεται σ’ αυτά εδώ τα τραπέζια. Οι περισσότεροι από αυτούς, αν όχι όλοι, ζούνε μόνο γι’ αυτές τις μικρές απολαύσεις στη ζωή τους, χωρίς να νοιάζονται και να προβληματίζονται για τίποτε περισσότερο από το τι θα φάνε και τι θα πιούνε. Ζουν το ¨τώρα¨ όπως είναι, χωρίς να ελπίζουν ή ν’ απελπίζονται. Όσον αφορά αυτούς, έχουν ανακαλύψει τη δική τους ευδαιμονία. 40
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Σκέφτομαι ότι ίσως και να έχουν δίκιο. Από την άλλη όμως σκέφτομαι, είναι καλό το να ζεις χωρίς να προβληματίζεσαι, να μη θέτεις ερωτήματα στον ίδιο σου τον εαυτό! Να μην υπάρχει, δηλαδή, αυτή η διττή υπόσταση του ¨εγώ κι ο εαυτός μου¨! »Είναι καλό, άραγε, να δέχεσαι παθητικά το περιβάλλον στο οποίο ζεις και να ενεργείς οδηγούμενος μόνο από τα βασικά ένστικτα της επιβίωσης! Ζώντας σε μια τέτοια κατάσταση, τι θα μας έκανε να διαφέρουμε από τα ζώα; Μόνο η ομιλία θα ήταν το ειδοποιό μας χαρακτηριστικό. Για ποια ελευθερία της ψυχής θα μπορούσαμε τότε να μιλάμε, από τη στιγμή που θα ήμασταν δέσμιοι της φύσης μας και των επιλογών της; Ίσως ν’ ακούγεται κάπως υπερβολικό, αλλά αν καθολικεύσουμε θεωρητικά αυτό το φαινόμενο, ο πολιτισμός μας θα τείνει συνεχώς προς την εξαφάνιση, η ιστορία κάποια στιγμή θα σταματήσει να γράφεται κι η εξέλιξη θα περιορίζεται μονάχα στη βιολογική της πλευρά». Το είχα παρακάνει εκείνο το βράδυ με το βαθύ στοχασμό που ανέπτυξα. Ο Σώτος με κοιτούσε λίγο χαμένος χωρίς να πει λέξη, μάλλον από φόβο μήπως συνέχιζα να τον ζαλίζω με τις φιλοσοφικές μου ανησυχίες. Έκρινα πως ήταν ώρα να σωπάσω και να συνεχίσω την οινοποσία, σιγοτραγουδώντας μαζί με το Σωτήρη κανένα τραγουδάκι κι αφήνοντας κάθε σκέψη να πνιγεί μέσα σε μια λίμνη ελαφριάς μέθης.
Η καρδιά μου κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος μου. Την ένιωθα σαν να είχε αγγίξει τους χίλιους χτύπους το λεπτό. Η ανάσα μου ακουγόταν όλο και πιο βαριά κι έβγαινε από τους πνεύμονες με δυσκολία. Ο ιδρώτας είχε καταλύσει σε κάθε χιλιοστό του κορμιού μου. Κοίταξα το ρολόι μου, με το ζόρι είχα αντέξει εκείνη τη μέρα για τριάντα μόλις λεπτά. Τα
41
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
σημάδια των χρόνων που με βάραιναν ήταν εμφανή στη μείωση των αντοχών μου. Είχα πάει στο πάρκο όπου πήγαινα συνήθως κι έτρεχα για άσκηση. Δύο ήταν οι λόγοι για τους οποίους είχα ανάγκη από άθληση εκείνη τη μέρα. Από τη μία ήθελα να κάψω τις περιττές θερμίδες που είχα αποκτήσει από τα εδέσματα της προηγούμενης νύχτας στο κουτούκι του Λευτέρη, αποβάλλοντας παράλληλα και την τελευταία ρανίδα οινοπνεύματος που κυλούσε στις φλέβες μου κι από την άλλη ήθελα να καθαρίσω τη σκέψη μου και να πάρω κάποιες σημαντικές για τη ζωή μου αποφάσεις. Μετά από ένα ζεστό μπάνιο και δυο γουλιές καφέ ήμουν αρκετά χαλαρός, έτοιμος να περιδιαβώ στα μονοπάτια των συλλογισμών μου. Εκείνη η χρονιά κατέληξε να είναι μια περίοδος ριζικών αλλαγών. Πρώτα απ’ όλα, πούλησα το μερίδιό μου στο μπακάλικο στον ξάδερφό μου. Αυτό το μαγαζί είχε μεγάλη συναισθηματική αξία για εμένα, διότι ήταν οι κόποι μιας ζωής για τον πατέρα μου, αλλά έστω κι οι λίγες ώρες που έπρεπε ν’ ασχολούμαι με τη διαχείριση της επιχείρησης ήταν αρκετές για να με αποσπούν από τις άλλες μου δραστηριότητες, αποτελώντας έτσι ένα σημαντικό βάρος από το οποίο ήθελα ν’ απαλλαγώ. Δεν ήταν εύκολο να το αποφασίσω, ήμουν όμως σίγουρος ότι ο Σωτήρης θα το φρόντιζε πολύ καλύτερα από εμένα και δε θα το πουλούσε σε άλλον, παρά μόνο αν συνέτρεχαν λόγοι ζωτικής σημασίας. Όσο για τα έσοδα που θα έχανα δεν με απασχολούσε καθόλου. Το βιβλίο που είχα εκδώσει, πριν από περίπου ένα χρόνο, πήγαινε αρκετά καλά, αποδίδοντας μου ικανοποιητικά κέρδη. Η δεύτερη κίνηση που έκανα ήταν να πουλήσω το πατρικό μου σπίτι. Με το συνολικό κεφάλαιο που είχα συγκεντρώσει αγόρασα ένα όχι μεγάλο, αλλά άνετο διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Πειραϊκή. Ο λόγος 42
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
που διάλεξα αυτό το μέρος ήταν η θέα του Σαρωνικού κόλπου που απλωνόταν στον ορίζοντα, κοιτάζοντας από το μπαλκόνι του διαμερίσματος. Εκεί πέρασα ατελείωτες ώρες, ατενίζοντας τη θάλασσα και γράφοντας τις σημειώσεις μου. Τον ίδιο μήνα κιόλας που εγκαταστάθηκα ξεκίνησα και τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου μου, στο οποίο ήταν τόσο εμφανή τα σημάδια της σκέψης μου για τη Σοφία, όπως και στο πρώτο άλλωστε, που αν του έδινα τον τίτλο ¨Σοφία: Μέρος Δεύτερο¨ δε θα ήταν καθόλου άστοχο. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να γράψω ολόκληρη σειρά, όπως συνηθίζουν σήμερα με τις επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες. Αυτό το κορίτσι είχε μπει για τα καλά στο μυαλό μου κι όσο τη σκεφτόμουν, το καινούριο μου σπίτι φάνταζε όλο και πιο άδειο κι εγώ ένιωθα όλο και πιο έντονο το συναίσθημα της μοναξιάς. Ένιωθα τόσο έντονη την παρουσία της στη σκέψη μου που κάποιες στιγμές είχα τη εντύπωση πως θ’ άνοιγε την πόρτα με τα κλειδιά της και θα έμπαινε μέσα χαμογελώντας, πέφτοντας τρυφερά στην αγκαλιά μου. Η μόνη παρηγοριά που έβρισκα ήταν στη συντροφιά των βιβλίων. Ακόμα και τις πολλές εξόδους από το σπίτι για διασκέδαση τις απέφευγα, γιατί όταν βρισκόμουν ανάμεσα σε κόσμο, τότε ήταν που αισθανόμουν πιο μόνος. Δεν ήταν αγοραφοβία αυτό που ένιωθα, ούτε φθόνος για την ευτυχία των άλλων, παρά μάλλον θλίψη για τη δική μου μοναξιά.
Το χτύπημα του τηλεφώνου ακούστηκε σαν χίλιες καμπάνες μέσα στην ησυχία, ταράσσοντας τον κυριακάτικο μεσημεριανό μου ύπνο. Αφού έριξα μερικές κατάρες γι’ αυτήν τη χρήσιμη, αλλά ενοχλητική συσκευή και τον εφευρέτη της, απάντησα με ύφος στρυφνό, μη θέλοντας να κρύψω την ενόχλησή μου. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρισκόταν ο Σωτήρης.
43
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Τι στην ευχή θέλεις βρε μαμούνι μεσημεριάτικα και ξυπνάς το κόσμο;» «Θέλω να σου μιλήσω, Αρίστο». Αυτό το ¨Αρίστο¨ δε μου άρεσε! Συνήθως, έτσι μ’ έλεγε όταν ήθελε καμιά χάρη ή όταν συνέβαινε κάτι κακό. «Σ’ ακούω. Τώρα που με ξύπνησες είμαι όλος αυτιά». «Όχι από το τηλέφωνο. Θέλω να τα πούμε από κοντά. Αν μπορείς, να συναντηθούμε σε μία ώρα στο ουζερί που είναι πιο κάτω από το σπίτι σου, πάνω στη στροφή». «Εντάξει, σε μία ώρα θα είμαι εκεί». Με ανησύχησε λίγο το τηλεφώνημά του, αλλά δε βιάστηκα να βγάλω συμπεράσματα. Μπήκα μέσα στο ουζερί και βρήκα το Σωτήρη να κάθεται σ’ ένα γωνιακό τραπέζι, δίπλα στην τζαμαρία και να χαζεύει τα κύματα της θάλασσας. Είχε ήδη παραγγείλει λίγους θαλασσινούς μεζέδες κι ένα καραφάκι ούζο. «Καλώς τον! Κάτσε». «Δεν άργησα, έτσι;» «Καθόλου, εγώ ήρθα νωρίτερα». Μ’ έτρωγε η αγωνία να μάθω τι ήταν το τόσο σημαντικό για το οποίο ήθελε να μου μιλήσει. «Λοιπόν, θα μου πεις γιατί με σήκωσες από το κρεβάτι μου και με κουβάλησες εδώ;» «Μη βιάζεσαι! Ας πιούμε πρώτα λίγο ουζάκι». Σήκωσε το καραφάκι και γέμισε το ποτήρι μου, ρίχνοντας μέσα και δυο παγάκια. Ήξερε πώς το έπινα και δε χρειαζόταν να ρωτήσει. Κοντεύαμε να τελειώσουμε και το δεύτερο καραφάκι, συζητώντας για διάφορα θέματα χωρίς κανένα ιδιαίτερο νόημα, αλλά για το ζήτημα που τον απασχολούσε δεν είχαμε πει κουβέντα, μέχρι που αποφάσισε να μου μιλήσει. 44
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Αριστοτέλη, ο λόγος που σε φώναξα είναι επειδή θέλω να σου πω ένα μυστικό. Είναι κάτι που με απασχολεί εδώ και λίγες μέρες κι αποφάσισα ότι είσαι το κατάλληλο άτομο για να το εκμυστηρευτώ». «Δε σου κρύβω, Σωτήρη, πως με τρομάζεις». «Είναι κάτι δικό μου, προσωπικό, αλλά δε θέλω να το πεις σε κανέναν προτού να έρθει η ώρα που θ’ αποκαλυφθεί. Ούτε στην ίδια μου τη γυναίκα δε θέλω να μιλήσεις». «Είμαι όλος αυτιά». «Πρώτα θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα το κρατήσεις κρυφό. Μου το υπόσχεσαι;» «Στο υπόσχομαι».
45
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Η γνώση του πολιτισμού, μας βυθίζει στην άγνοια¨
46
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ήταν το πρώτο μου ταξίδι εκτός Ελλάδος κι ο ενθουσιασμός μου ήταν μεγάλος. Σίγουρα το πρόσωπό μου θα έλαμπε σαν οκτάχρονου αγοριού που του χαρίζουν το πρώτο του ποδήλατο. Ο προορισμός μου ήταν η Αίγυπτος. Εκείνη τη φορά, όμως, δε βρισκόμουν στο αμπάρι ενός καραβιού, κρυμμένος ανάμεσα σε κιβώτια, αλλά σ’ ένα κάθισμα αεροπλάνου και δεν ήταν όνειρο. Ο θόρυβος των ελίκων άρχισε να γίνεται εντονότερος, η αρχή της διατήρησης της ορμής μ’ έκανε να κολλήσω στην πλάτη του καθίσματος, καθώς το αεροπλάνο επιτάχυνε στο διάδρομο κι έπειτα με μια απότομη κίνηση οι τροχοί ξεκόλλησαν από το έδαφος. Σε ανοδική πορεία ακόμα, πριν το σκάφος πάρει την οριζόντια θέση, το θέαμα που έβλεπα από το παράθυρο ήταν εντυπωσιακό, με το οπτικό μου πεδίο να περιλαμβάνει στην αρχή το αεροδρόμιο και λίγα σπίτια, στη συνέχεια ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και τελικά ολόκληρο το λεκανοπέδιο, με το μέγεθός των οικοδομημάτων να μικραίνει όλο και περισσότερο, παίρνοντας τις διαστάσεις μιας μακέτας. Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσα αεροπλάνο ως μεταφορικό μέσο κι απολάμβανα κάθε στιγμή, αδημονώντας ωστόσο να φτάσουμε στο Κάιρο για να γνωρίσω, επιτέλους, από κοντά και κάποιον άλλον πολιτισμό. Είχα σταθεί και λίγο τυχερός. Ένας συνάδελφός μου από το σχολείο, ομογενής από την Αίγυπτο, ενώ εκείνος είχε έρθει για σπουδές στην Ελλάδα και παρέμεινε, ο αδελφός του είχε μείνει πίσω στο Κάιρο. Έτσι, δε θα ήμουν τελείως μόνος σε μια άγνωστη χώρα. Τ’ όνομα του αδελφού του ήταν Αλέξανδρος κι ήταν χριστιανός, όπως κι η γυναίκα του, η Βασιλική, που ήταν κι εκείνη Ελληνίδα. Αυτό με βόλευε, διότι δε θα είχα πρόβλημα να συνεννοηθώ μαζί τους ούτε να προσαρμοστώ με τα έθιμά τους. Είχαν ένα σπίτι στην ¨Ευρωπαϊκή¨ πλευρά του Καΐρου, εκεί όπου η αρχιτεκτονική και η καθημερινή ζωή θυμίζουν έντονα 47
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
δυτική πολιτεία. Στο σπίτι τους θα έμενα κι εγώ, σ’ ένα δωμάτιο που θα μου παραχωρούσαν, για το οποίο, με δική μου επιμονή, θα κατέβαλα κάποιο αντίτιμο για τις δύο εβδομάδες της διαμονής μου. Δεν είχαν μεγάλο σπίτι και το δωμάτιο που θα χρησιμοποιούσα ήταν του δεκαπεντάχρονου γιου τους, ο οποίος θα κοιμόταν προσωρινά με τ’ άλλα δύο μικρότερα αδέλφια του, δώδεκα και δέκα χρονών αντίστοιχα. Όταν έφτασα στο Κάιρο, ο Αλέξανδρος με περίμενε έξω απ’ το αεροδρόμιο με το αυτοκίνητό του. Δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσιος, αλλά είχε μια καλή θέση στα γραφεία μιας πετρελαϊκής εταιρίας και με το εισόδημά του εξασφάλιζε μια άνετη ζωή. Το πρώτο πράγμα που ένιωσα όταν πάτησα το πόδι μου στο έδαφος της Αιγύπτου ήταν η ζέστη συνοδευόμενη από μια άχαρη υγρασία. Ο Αλέξανδρος με υποδέχτηκε μ’ ένα εγκάρδιο χαμόγελο και μια σφιχτή χειραψία. «Καλώς ήρθες». «Καλώς σε βρήκα». «Είχες καλό ταξίδι;» «Πολύ καλό». Έβαλε τις αποσκευές μου στο πορτμπαγκάζ και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Τι εμπειρία κι αυτή! Φανάρια και σήματα είχαν μάλλον ρόλο διακοσμητικό, με τον κάθε οδηγό ν’ ακολουθεί το δικό του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Ούτε στο αεροπλάνο δεν ένιωσα τόση ανασφάλεια. Το χερούλι της πόρτας, δίπλα στο κάθισμά μου, παραλίγο να το ξηλώσω έτσι νευρικά και σφιχτά που το κρατούσα. Άσε τον ορυμαγδό που επικρατούσε από τις κόρνες και τις φωνές των οδηγών. Και να πω ότι κυκλοφορούσαν και πολλά αυτοκίνητα! Όλο ζιγκ-ζάγκ κάναμε για να προσπεράσουμε γαϊδούρια και κάρα. Αυτό το πέρασμα μέσα από την πόλη ήταν, θα έλεγα, τύπου ¨τρενάκι του λούναπάρκ¨ χωρίς τις προδιαγραφές ασφαλείας. Ούτε που
48
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
κατάφερα να προσέξω το μέρος. Θα έπρεπε να περιμένω μέχρι να περιδιαβώ την πόλη με τα πόδια. Μετά από αρκετή λαχτάρα φτάσαμε επιτέλους στο σπίτι. Ευτυχώς, στη γειτονιά επικρατούσε ησυχία. Ήταν μια χριστιανική γειτονιά κοντά στο μοναστήρι του Αϊ Γιώργη. Ο Αλέξανδρος, που είχε αντιληφθεί τις αντιδράσεις μου, είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια καθώς ξεφόρτωνε τις βαλίτσες. Η γυναίκα του και τα παιδιά του βρίσκονταν στην είσοδο και με υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Αφού τακτοποιήθηκα κι έκανα ένα ζεστό μπάνιο, συγκεντρωθήκαμε στο τραπέζι για να δειπνήσουμε με πλουσιοπάροχες και ποικίλες αιγυπτιακές γεύσεις και μπόλικο κρασί.
Η βραδιά ήταν μαγευτική. Κάτω από τον έναστρο ουρανό έβλεπα να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μου μια πόλη άγνωστη, ένας πολιτισμός αλλότριος, ξυπνώντας στη φαντασία μου χιλιάδες ιστορίες με μυστηριώδεις ανθρώπους από εποχές ρομαντικές και μακρινές. Ιστορίες που μπορούσα, επιτέλους, να ζήσω κι εγώ, με τον ενθουσιασμό μου ν’ ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, διαπιστώνοντας από μια πρώτη εντύπωση ότι η πραγματικότητα δε διέφερε και πολύ από τη φαντασία. Είχαν περάσει τρεις μέρες και στην πόλη δεν είχα πάει ακόμα. Είχα αφιερώσει όλο μου το χρόνο στις επισκέψεις των αρχαίων μνημείων. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή και σε κάνει να αισθάνεσαι δέος η θέα των κολοσσιαίων οικοδομημάτων. Τι πολιτισμός έπρεπε να είχε αναπτυχθεί, άραγε, για να κατασκευάσει έργα όπως οι πυραμίδες! Και μάλιστα, όλα αυτά σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι μόλις είχαν βγει από την πρωτόγονη κατάσταση και μόλις είχαν ανακαλύψει τη χρήση του χαλκού. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται η συμβατική αρχαιολογία. Εγώ, πάλι, 49
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
αναλογίζομαι πως με τη σύγχρονη τεχνολογία είναι τόσο δύσκολο να κατασκευάσουμε τέτοιου μεγέθους κι ακρίβειας οικοδομήματα που ούτε καν μπαίνουμε στο κόπο να το πράξουμε. Νομίζω πως οι αιγυπτιολόγοι μας δουλεύουν! Κατευθυνόμουν με τη σκέψη μου προς το άγαλμα της σφίγγας, όταν βγήκε στο μπαλκόνι ο Αλέξανδρος και κάθισε πλάι μου, προσφέροντάς μου ένα φλιτζάνι τσάι. «Που ταξιδεύεις, Αριστοτέλη;» «Στη Σφίγγα». «Ξέρεις, ισχυρίζονται ότι το κεφάλι της είναι η προσωπογραφία ενός Φαραώ». «Ναι, το έχω διαβάσει». «Το παράξενο, όμως, είναι κάτι άλλο. Κάποιος ερευνητής έφερε μαζί του έναν σκιτσογράφο, ειδικό στις προσωπογραφίες, κι αφού μελέτησε το άγαλμα, συμπέρανε ότι δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα μεταξύ τους και, μάλιστα, ότι το κεφάλι της σφίγγας και του συγκεκριμένου Φαραώ ανήκουν σε διαφορετικές φυλές το καθένα. Παρ’ όλα αυτά οι αρχαιολόγοι δεν το παραδέχονται». Δε μου φάνηκε καθόλου περίεργο. Τι σκοταδισμός της γνώσης είναι αυτός! Πόσο αβίαστα κι ανεύθυνα δέχονται μια θεωρία επειδή έτσι τους βολεύει, μετατρέποντάς τη σε δόγμα! Αντί ν’ αναθεωρήσουν τις απόψεις τους κάτω από το φως των νέων ανακαλύψεων, τις διαψεύδουν είτε επειδή έτσι τους συμφέρει είτε επειδή φοβούνται μήπως κατηγορηθούν από τους συναδέλφους τους. Λες κι άμα αλλάξει κάτι στην ιστορία, θ’ αλλάξει κι η ζωή μας σήμερα. Τι θα άλλαζε δηλαδή στη ζωή μας, αν ανακαλύπταμε ότι υπήρχε ένας πολιτισμός το ίδιο ή και περισσότερο αναπτυγμένος από το δικό μας που κατασκεύασε αυτά τα μεγαθήρια κι ο οποίος για κάποια άγνωστη αιτία εξαφανίστηκε! Το πολύ-πολύ να εξετάζαμε αυτήν την αιτία και 50
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
να προσπαθούσαμε να προστατευτούμε σε πιθανή επανεμφάνισή της. Όλος αυτός ο συλλογισμός, μου έφερε στο νου τον παππού μου που μου είχε μιλήσει για εκείνη τη φυλή νότια της Αιγύπτου, οι οποίοι γνώριζαν ότι ο Σείριος είναι διπλό αστρικό σύστημα και το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει περί συνεχούς έρευνας και κατάλυσης του δογματισμού. Με τον Αλέξανδρο πλάι μου απολαμβάναμε το τσάι μας, αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Ήταν κι εκείνος άνθρωπος που περισσότερο συλλογιζόταν παρά μιλούσε και, όπως ήταν επόμενο, οι συζητήσεις μας δεν ήταν κι ιδιαίτερα φλύαρες. Όταν ανοίγαμε όμως το στόμα μας αγγίζαμε ενδιαφέροντα θέματα κι οι κουβέντες μας ήταν ευχάριστες και δημιουργικές. «Κάτι πρέπει να σε απασχολεί Αλέξανδρε, έτσι δεν είναι;» «Πού το κατάλαβες;» «Από το τσάι που χύνεται στο πάτωμα, επειδή γέρνει το φλιτζάνι σου». Έκανε μια απότομη κίνηση κι επανέφερε το φλιτζάνι στην οριζόντια θέση, ξεσπώντας ταυτόχρονα σε γέλια για το ¨κατόρθωμά¨ του. «Έχεις δίκιο, κάτι με προβληματίζει». «Μπορώ εγώ να βοηθήσω;» «Όχι, είναι κάτι που συνέβη στη δουλειά και μ’ έβαλε σε σκέψη». «Αν θέλεις, πάντως, να εξωτερικεύσεις αυτή τη σκέψη για να νιώσεις καλύτερα, είμαι καλός ακροατής». Έμεινε για ένα λεπτό σκεπτικός, έχοντας το βλέμμα καρφωμένο σ’ ένα σημείο στο πάτωμα. «Όπως γνωρίζεις Αριστοτέλη, δουλεύω ως μηχανολόγος στα γραφεία μιας πετρελαϊκής εταιρίας. Πριν ένα μήνα παρέδωσα κάποια σχέδια για την κατασκευή πέντε αντλιών. Δε θα σε 51
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ζαλίσω με τεχνικές λεπτομέρειες, που πιθανόν να μη σου είναι οικείες, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πως τα σχέδια είχαν κάποιο λάθος, προκαλώντας μια όχι ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά ούτε κι ευκαταφρόνητη οικονομική ζημιά. Ευτυχώς το εντόπισα έγκαιρα πριν τεθούν σε λειτουργία, γιατί τότε το κόστος θα ήταν αρκετά υψηλότερο. Η επίπληξη που δέχτηκα ήταν βαριά κι όχι άδικη. Είμαι ευγνώμων, βέβαια, που δεν έχασα και τη θέση μου στην εταιρία». «Κοίτα, δεν είναι ευχάριστο να κάνουμε λάθη, ιδίως όταν οι επιπτώσεις τους επιβαρύνουν τρίτα άτομα. Δες το όμως κι από τη θετική του πλευρά, εντόπισες έγκαιρα το πρόβλημα και, πάνω απ’ όλα, η όλη ιστορία είχε αίσιο τέλος, αφού δε σε απέλυσαν. Απλά, θα προσπαθήσεις να είσαι πιο προσεκτικός στο μέλλον». «Αυτό που με προβληματίζει είναι άλλο. Ο βοηθός μου με είχε προειδοποιήσει για το σφάλμα, από το στάδιο του σχεδιασμού κιόλας, προτού προχωρήσουμε στην κατασκευή των μηχανημάτων, αλλά εγώ τον αγνόησα. Όχι από αλαζονεία, αλλά μάλλον από υπερβολική σιγουριά στις γνώσεις μου». «Σωκράτης!» «Τι εννοείς;» «Λησμόνησες τη ρήση του Σωκράτη ¨εν οίδα ότι ουδέν οίδα¨. Τη γνώση πρέπει να τη σεβόμαστε και να την αντιμετωπίζουμε όχι με έπαρση, αλλά με ταπεινοφροσύνη. Αν πιστέψεις ότι την έχεις κατακτήσει ολοκληρωτικά, έχεις χάσει το παιχνίδι. Η γνώση δεν είναι έννοια στατική, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενη. Μόνο με την αέναη αναζήτηση κι επιμόρφωση μπορείς να την ακολουθήσεις και να γευτείς κάποια τμήματά της. »Πρώτο σκαλί της γνώσης είναι η συνειδητοποίηση της αμάθειας. Πρέπει, κάθε πρωί που ξυπνάμε, να ξεκινάμε με το σκεπτικό ότι δε γνωρίζουμε τίποτα. Με αυτόν τον τρόπο, θα αναζητάμε συνεχώς να μαθαίνουμε και ν’ ανακαλύπτουμε 52
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
περισσότερα πράγματα. Αυτό που σήμερα είναι γνωστό και κοινώς αποδεκτό, αύριο μπορεί να μην ισχύει, οπότε και χρειάζεται να το ξαναμάθουμε». «Έχεις δίκιο Αριστοτέλη. Η πίεση της εργασίας και της καθημερινότητας μας στερεί από τη σκέψη για το πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι». «Χαίρομαι που μπόρεσα να φανώ λιγάκι χρήσιμος. Εμένα όμως θα μου επιτρέψεις ν’ αποσυρθώ. Πρέπει να ξυπνήσω νωρίς αύριο, γιατί θα επισκεφθώ την πόλη». Καληνύχτισα και πήγα κατευθείαν για ύπνο, αφήνοντας τον Αλέξανδρο μόνο του στο μπαλκόνι να σκέφτεται όλα όσα είχαν λεχθεί στην κουβέντα μας. Μπορώ να πω πως είχε ευεργετική επίδραση η συζήτηση εκείνη. Ο Αλέξανδρος παρακολούθησε σεμινάρια για τις εξελίξεις στον επαγγελματικό του τομέα και δε σταμάτησε να μελετά ενδελεχώς τη σχετική βιβλιογραφία. Απ’ ότι έμαθα αργότερα, κατάφερε να εξελιχθεί αρκετά στη διοικητική ιεραρχία της εταιρίας όπου εργαζόταν.
Βρισκόμουν στην αγορά Καν-Αλ-Χαλίλι. Οχλαγωγία κι ορυμαγδός επικρατούσε σε μια έκταση αρκετά μεγάλη, όπου μπορούσες ν’ αγοράσεις ή να πουλήσεις ό,τι μπορούσες να βάλεις με το νου σου. Ψώνισα αρκετά αναμνηστικά, αλλά εκείνο με το οποίο είχα ενθουσιαστεί ήταν ένας μικρός ναργιλές, διακοσμημένος με όμορφους χρωματισμούς. Ο ρόλος του, βέβαια, θα ήταν καθαρά διακοσμητικός σε κάποια γωνία του σπιτιού μου, δεν είχα καμία πρόθεση να τον χρησιμοποιήσω. Η όλη εικόνα ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Οι μελαψοί άνθρωποι, φορώντας τις παραδοσιακές κελεμπίες, οι λιγοστές γυναίκες, κυκλοφορώντας μαυροντυμένες και με τη
53
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
χαρακτηριστική μαντίλα στο κεφάλι που επιβάλλει η θρησκεία τους, καθώς κι η υπέρμετρη αταξία που επικρατούσε, συνέθεταν ένα σκηνικό το οποίο δεν είχε αγγίξει ακόμα ο δυτικός πολιτισμός. Η φαντασία μου έτρεχε σε μυθιστορήματα με τζίνι, πριγκίπισσες και γενειοφόρους ληστές. Περπατούσα στα στενά δρομάκια της παλαιάς πόλης, όπου όσο προχωρούσα τόσο ένιωθα ότι ταξίδευα στο παρελθόν. Γαϊδουράκια μου έκοβαν την προσπέλαση, πλανόδιοι πωλητές διαλαλούσαν την πραμάτειά τους και γύρω-γύρω σπίτια άτακτα οικοδομημένα με πενιχρά υλικά και στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Κάποια στιγμή, πέρασα από μια στοά όπου το φως του ήλιου έμπαινε με δυσκολία και πρόσεξα ότι στο σκοτεινιασμένο ταβάνι της ήταν σχεδιασμένα αστέρια κι αστερισμοί. Μπόρεσα να διακρίνω τον πολικό αστέρα, τον Άλφα του Κενταύρου, τη μικρή και τη μεγάλη άρκτο, μέχρι και το Σείριο είδα όπως πραγματικά είναι, δηλαδή διπλό. ……Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, διότι ούτε από καμιά στοά είχα περάσει ούτε είχε ζωγραφισμένα αστέρια. Απλά, είχα δει τον ουρανό με τ’ άστρα, ύστερα από το χτύπημα που είχα δεχθεί στο κεφάλι από έναν επίδοξο ληστή. Όταν συνήλθα, ήταν μαζεμένοι από πάνω μου καμιά δεκαπενταριά Αιγύπτιοι που μιλούσαν όλοι μαζί ταυτόχρονα, προφανώς σχολιάζοντας το γεγονός, κάνοντας τον πονοκέφαλό μου χειρότερο απ’ ότι ήταν με το χτύπημα. Κάποιος που γνώριζε αγγλικά πήρε την πρωτοβουλία να με σηκώσει και να με βοηθήσει να καθίσω σ’ ένα πεζούλι, προσφέροντάς μου ένα ποτήρι νερό. Τ’ όνομά του ήταν Αλί και πραγματικά χάρηκα που είχα πάρει την απόφαση κάποτε να μάθω λίγα αγγλικά και μπορούσαμε έτσι να συνεννοηθούμε. Όταν το νερό επέδρασε, συνεφέρνοντάς με λίγο από τη ζαλάδα, έκανα μια απογραφή στα πράγματά μου. 54
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Το μόνο που είχε ενδιαφερθεί ν’ αρπάξει ο ληστής, όπως ήταν λογικό, ήταν το πορτοφόλι μου που αφελώς είχα τοποθετήσει στην πίσω δεξιά τσέπη του παντελονιού μου. Γέλασα, γιατί είχε πιαστεί κορόιδο, αφού είχα ξοδέψει όλα μου τα χρήματα στην αγορά των αναμνηστικών, τα οποία βρισκόντουσαν ανέπαφα στη σακούλα τους. Τα χρήματα ήταν τόσο λίγα που το πορτοφόλι άξιζε περισσότερα και το μόνο έγγραφο που κουβαλούσα μαζί μου ήταν το διαβατήριό μου, το οποίο ευτυχώς βρισκόταν απείραχτο σε κάποια άλλη τσέπη. Το θεώρησα μεγάλη τύχη, γιατί χωρίς πιστοποιητικά έγγραφα σε μια ξένη χώρα μάλλον θα ήταν μπέρδεμα. Εν τω μεταξύ, στην ¨παρέα¨ μας είχε έρθει κι ένας αστυνομικός που είχαν ειδοποιήσει οι περαστικοί. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, με βλέμμα βλοσυρό κι ένα μουστάκι στο πρόσωπο, τόσο τεράστιο που μάλλον θα έλεγε κανείς ότι είχε ένα πρόσωπο στο μουστάκι του. Ο Αλί είχε την ευγενή καλοσύνη ν’ αναλάβει το ρόλο του διερμηνέα σε μια ανάκριση κουραστική. Παρόλο που δήλωσα ότι δεν επιθυμούσα να κινήσω διαδικασίες για τη δίωξη του ληστή, αφού τα κλοπιμαία ήταν άνευ σημαντικής αξίας, ο αστυνομικός επέμενε να κάνει ερωτήσεις, έχοντας ένα ύφος ερευνητικό και καχύποπτο, λες κι ετοιμαζόταν να εξιχνιάσει το μυστήριο του αιώνα ή βρισκόταν στα ίχνη του εγκληματία της δεκαετίας. Αφού κατέγραψε τα στοιχεία μου και την κατάθεσή μου, μου τόνισε ότι θα έπρεπε να πάω την επόμενη μέρα στην πρεσβεία της Ελλάδος, για να δηλώσω το συμβάν και να υπογράψω την κατάθεση μεταφρασμένη στην Ελληνική γλώσσα. Κατάλαβα ότι ήταν πολύ σχολαστικός με τις διαδικασίες κι ότι δε θα μπορούσα ν’ αποφύγω τη χωρίς λόγο ταλαιπωρία, διαφορετικά δε θα γλίτωνα εύκολα από εκείνον. Δυσανασχετούσα και μόνο στη σκέψη. Όταν τελειώσαμε με την ομηρική ανάκριση, ο Αλί με προσκάλεσε να πάμε σ’ ένα καφενείο να μου προσφέρει έναν 55
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
καφέ ή οτιδήποτε άλλο ήθελα, για να χαλαρώσω από την όλη περιπέτεια. Παρ’ όλη την τραυματική μου εμπειρία, ο Αλί μου ενέπνεε εμπιστοσύνη και δέχτηκα με χαρά την πρόσκλησή του. Άλλωστε, οι πιθανότητες να πέσεις θύμα ληστείας στην πόλη του Καΐρου δεν είναι περισσότερες, ίσως να είναι και λιγότερες, από το να σε ληστέψουν στο κέντρο του Πειραιά, οπότε δεν πίστεψα ότι θα στεκόμουν τόσο άτυχος μέσα σε μία μέρα. Δυσκολευόμουν πολύ ν’ ακολουθήσω τον Αλί, ο οποίος μπορούσε κι ελισσόταν με αιλουροειδείς κινήσεις μέσα στο πλήθος, με συνέπεια να τον χάνω κατά διαστήματα απ’ το οπτικό μου πεδίο. Ευτυχώς όμως δε μ’ έχανε εκείνος και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού ξεχώριζα σαν τη μύγα μες το γάλα. Νέκταρ θεϊκό θύμιζε η γεύση του καφέ στο φάρυγγά μου. Με τόση ταραχή που είχα πάρει, εκτίμησα ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν είχα πάθει καμία μεγαλύτερη ζημιά και μπορούσα εκείνη τη στιγμή κι απολάμβανα ένα φλιτζάνι καφέ. Μάλιστα, η περιπέτεια εκείνη είχε σταθεί η αφορμή ν’ αποκτήσω έναν καινούριο φίλο. «Θέλω να σ’ ευχαριστήσω για όλη τη βοήθεια που μου προσέφερες». «Δε χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς. Ο κάθε άνθρωπος, που θα ήθελε να λέγεται ¨άνθρωπος¨, θα έκανε ακριβώς το ίδιο». Με εξέπληξε λίγο η απάντησή του. Χωρίς να εκδηλώσω αυτήν την έκπληξη, προσπάθησα να δώσω το ερέθισμα να συνεχίσουμε τη συζήτηση. «Δηλαδή, πιστεύεις ότι όσοι δε βοηθάνε τον πλησίον τους, δεν αξίζουν να φέρουν τον τίτλο του ανθρώπου;» «Φυσικά και όχι! Ο άνθρωπος δεν ξεχωρίζει από τη μόρφωση ή το χρήμα, αλλά από τις αξίες και τα ιδανικά τα οποία διατηρεί και σέβεται σε όλη του τη ζωή. Τι νόημα έχει
56
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
αν οι άνθρωποι κατασκευάζουν πυραύλους, χτίζουν πολυτελή κτίρια, συνθέτουν τραγούδια και θεατρικά έργα και καυχιόνται για τον πολιτισμό που δημιούργησαν, όταν δε σέβονται τη ζωή των συνανθρώπων τους και τους αντιμετωπίζουν σαν κατώτερα όντα! Κι αυτός ο σεβασμός της ζωής δεν πρέπει να ισχύει για τους ανθρώπους μόνο, αλλά και για τη φύση γενικότερα». «Πιστεύεις ότι λείπει ο αλτρουισμός από τους ανθρώπους;» «Προφανώς! Ας μη ξεχνάμε πως η κύρια ιδέα της αξίας είναι η ανιδιοτέλεια, διαφορετικά δεν είναι αξία, αλλά μια τακτική για να πετύχεις κάτι κι αυτό δε δηλώνει αγνή πρόθεση, αλλά επιτηδειότητα. Αν είσαι ευγενικός με τους ανθρώπους και τους σέβεσαι επειδή το πιστεύεις ως αξία, τότε δεν πρόκειται ν’ αλλάξεις αυτήν τη στάση, ακόμα κι όταν οι συνθήκες είναι αρνητικές. Αν όμως το ακολουθείς ως τακτική, το κάνεις μόνο για να πετύχεις τους σκοπούς σου κι η στάση σου θ’ αλλάξει, αμέσως μόλις τους πετύχεις ή όταν οι συνθήκες αλλάξουν». «Μ’ ευχαριστεί πολύ η συζήτηση που έχουμε και χαίρομαι που συμμεριζόμαστε τις ίδιες απόψεις». «Η αλήθεια είναι ότι δε βρίσκεις εύκολα ανθρώπους που να καταπιάνονται με τέτοιου είδους συζητήσεις». «Μου φαίνεται παράξενο πάντως, αν κι ενθαρρυντικό, ότι ενώ δε φαίνεσαι να είσαι πάνω από εικοσιπέντε ετών, έχεις θέσει τον εαυτό σου σε μία κριτική σκέψη και θεώρηση για τη ζωή». «Στην ηλικία δεν έπεσες πολύ έξω, είμαι είκοσι έξι. Όσο για τη θεώρηση της ζωής που αναφέρεις, οφείλεται στο ότι είχα καλό δάσκαλο». Ο Αλί διέκρινε στην έκφρασή μου την απορία, για το ποιος ήταν αυτός ο δάσκαλος στον οποίο είχε αναφερθεί. «Επειδή διακρίνω την επιθυμία σου να σου πω για το δάσκαλό μου, είναι ο παππούς μου ο Σαμίρ. Μάλιστα, θα 57
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
πρότεινα να έρθεις και στο σπίτι μου, πριν φύγεις για την Ελλάδα, για να γευματίσουμε και να τον γνωρίσεις από κοντά». Φυσικά, δέχτηκα την πρόσκλησή του χωρίς αντίρρηση. Ο Αλί με συνόδευσε μέχρι το σπίτι του Αλέξανδρου κι αφού ορίσαμε τη μέρα, που θα τον επισκεπτόμουν στο σπίτι του, αποχώρησε. Το βράδυ, κατά τη διάρκεια του δείπνου, η περιπέτειά μου είχε γίνει το κεντρικό θέμα συζητήσεως, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα κι αντιδράσεις συμπόνιας για τη ταλαιπωρία μου και θυμηδίας για το σχολαστικό αστυνομικό με το φαρδύ μουστάκι.
Η Ελληνική πρεσβεία έδρευε στο εξευρωπαϊσμένο τμήμα της πόλης του Καΐρου, με τα μοντέρνα κτίρια, τις πλατείες, την περισσότερο οργανωμένη πολεοδομία και τους φαρδύς δρόμους. Εικόνες που δε θύμιζαν σε τίποτα το μέρος που βρισκόμουν την προηγούμενη μέρα. Αφού έδειξα τ’ απαραίτητα έγγραφα στην είσοδο του κτιρίου, με κατηύθυναν στο αρμόδιο γραφείο. Όταν άνοιξε η πόρτα, πάγωσε το αίμα μου. Τα γόνατά μου νόμιζα ότι θα κοπούν κι η καρδιά μου εκτινάχτηκε απότομα στους διακόσους χτύπους το λεπτό, για να μην πω το δευτερόλεπτο. «Δεν είναι δυνατόν!» Αν και το είπα ψιθυριστά, ακούστηκε μέσα στην ησυχία που επικρατούσε στο χώρο. Ήταν μια κοπέλα μελαχρινή, με μαλλιά ίσια ριγμένα ως τους ώμους, στραμμένη με την πλάτη προς το μέρος μου και τακτοποιούσε ένα ντουλάπι γεμάτο με φακέλους κι έγγραφα. Γύρισε προς το μέρος μου. Δε χρειάστηκε πάνω από ένα δευτερόλεπτο για να γυρίσει, αλλά εμένα μου φάνηκε αιώνας. Μόλις την αντίκρισα, η
58
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ταχυκαρδία, οι κομμάρες και το παγωμένο αίμα αντικαταστάθηκαν από ένα αίσθημα αμηχανίας. «Ποιο πράγμα δεν είναι δυνατόν, κύριε;» «Με συγχωρείτε, έκανα λάθος. Νόμιζα πως ήσασταν κάποια γνωστή μου». Οι ομοιότητες στις αναλογίες του κορμιού ήταν διαβολικές συμπτώσεις, οι οποίες μου θύμισαν για άλλη μια φορά τον κρυφό μου πόθο για μια κοπέλα για την οποία έτρεφα φρούδες ελπίδες. Αφού ανέκτησα τις δυνάμεις μου, εξήγησα στην υπάλληλο της πρεσβείας την υπόθεση για την οποία βρισκόμουν εκεί. Μετά από μία όχι ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, ξεμπέρδεψα με το θέμα της ληστείας κι έφυγα από το κτίριο, ευχόμενος να μη χρειαστεί να επιστρέψω ξανά έως ότου έφευγα για την πατρίδα..
Είχε περάσει μία εβδομάδα από τη μέρα στην πρεσβεία κι οι μέρες είχαν κυλήσει ειδυλλιακά, με αρκετές βόλτες στην πόλη κι επισκέψεις σε μουσεία, τζαμιά και αρχαιολογικούς χώρους. Ο Αλέξανδρος κι η οικογένειά του ήταν μια υπέροχη συντροφιά κι ευγνωμονούσα το συνάδελφό μου που είχε προτείνει να μείνω μαζί τους, παρά μόνος σε κάποιο άχαρο κι απρόσωπο ξενοδοχείο. Σε δύο μέρες θα έπαιρνα το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα. Ομολογώ πως μου είχε λείψει ο Πειραιάς και το σπιτάκι μου. Εκείνη τη στιγμή όμως αδημονούσα να πάω στο σπίτι του φίλου μου του Αλί, για να γνωρίσω μια τυπική αστική ισλαμική οικογένεια και προπαντός τον παππού που υπήρξε μέντορας για τον Αλί. Είχαμε κανονίσει να βρεθούμε στο καφενείο που είχαμε πιει τον καφέ μας, μετά τη ληστεία στην οποία υπήρξα θύμα. Από εκεί θα πηγαίναμε μαζί στην οικία του, γιατί μόνος σίγουρα θα 59
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
χανόμουν. Αυτή η πεποίθηση έγινε ακόμη εντονότερη, όταν διαπίστωσα τις δαιδαλώδεις διακλαδώσεις που σχημάτιζαν οι ατραποί της παλαιάς πόλης, χωρίς καμία λογική στο σχεδιασμό τους, καθιστώντας γεγονός παρά πιθανότητα την περίπτωση να χάσεις τον προσανατολισμό σου. Θύμιζε τόσο πολύ λαβύρινθο, που μου δημιουργούσε την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή θα μ’ έπαιρνε στο κυνήγι ο Μινώταυρος, ευτυχισμένος για το μεζεδάκι που βρέθηκε στο διάβα του. Το σπίτι του ήταν μια μονοκατοικία, από τις λίγες που υπήρχαν στην περιοχή, χτισμένη με πλίνθους κι αποτελούταν από μία μικρή αυλή, τρία υπνοδωμάτια και μία κουζίνα. Ήταν φτωχικό και θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει άνετο, αν δε λάμβανε υπόψη ότι ζούσαν μαζί δεκατέσσερις νοματαίοι τεσσάρων γενεών, από τους παππούδες και τις γιαγιάδες, μέχρι και τα δισέγγονα. Ο Αλί, παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, είχε ήδη δύο παιδιά. Όταν μπήκαμε στην αυλή, ολόκληρο το σόι μας υποδέχτηκε εγκάρδια, συγκεντρώνοντας το βλέμμα τους επάνω μου. Δεν ήταν συνηθισμένο γεγονός να πηγαίνει στο σπίτι τους ένας ξένος από άλλη χώρα κι άλλη θρησκεία. Εμένα, η προσοχή μου στράφηκε σ’ ένα γεράκο που καθόταν σε μια καρέκλα, τοποθετημένη σε μια γωνία της αυλής, έχοντας δίπλα του ένα τραπεζάκι κι ένα ναργιλέ από τον οποίο ρουφούσε πού και πού μερικές τζούρες. Ήταν ο παππούς του Αλί, ο Σαμίρ, ο οποίος δεν έδειξε να συγκινείται κι ιδιαίτερα από την άφιξή μου. Ήταν μια χαρακτηριστική φιγούρα γεράκου, με τις ζάρες του ηλιοκαμένου του προσώπου και τη χοντρή του μύτη να φανερώνουν τις κακουχίες, αλλά και τις εμπειρίες της ζωής. Ήταν εκατόν πέντε ετών, ο αθεόφοβος, αλλά παρόλο την ηλικία του ήταν υγιέστατος και κινητικότατος. Τα εδέσματα που υπήρχαν στο τραπέζι, αν και λίγο καυτερά, ήταν γευστικότατα και τ’ απόλαυσα σε υπερθετικό βαθμό. 60
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Όταν τελειώσαμε με το φαγητό, ο Σαμίρ αποτραβήχτηκε στη γωνιά του και στο ναργιλέ του. Ο Αλί, μ’ ένα νεύμα των ματιών του μου έδωσε να καταλάβω ότι μπορούσα να καθίσω κι εγώ δίπλα στο γεράκο κι ότι δε θ’ αποτελούσε προσβολή ή αγένεια η κίνησή μου αυτή. Πήρα μια καρέκλα, την τοποθέτησα δίπλα στο τραπεζάκι του παππού και κάθισα χωρίς να πω κάποια κουβέντα. Αυτή η σιωπή διήρκεσε για δέκα περίπου λεπτά, όπου ο παππούς ρουφούσε το ναργιλέ του χωρίς να μου δίνει καμία σημασία, ενώ εγώ έπινα τον καφέ που μου είχε προσφέρει η γυναίκα του Αλί. Ένιωσα το βλέμμα του Σαμίρ να μ’ επεξεργάζεται εξονυχιστικά, χωρίς ωστόσο να κάνω κάποια κίνηση αντίδρασης, για να μη φανεί ότι αποτελούσε για μένα ενόχληση. «Τι ψάχνεις, Έλληνα;» Ήταν η πρώτη έκπληξή μου! Ο παππούς μιλούσε ελληνικά. Ήταν ναυτικός για πολλά χρόνια και ταξίδευε μ’ ένα εμπορικό καράβι ελληνικών συμφερόντων. Η ανάγκη για συνεννόηση με τους έλληνες συναδέλφους του, αλλά κι η δίψα του για μάθηση τον είχαν οδηγήσει στο να μάθει να μιλάει την ελληνική γλώσσα και να μπορεί να συνεννοείται με αξιοπρέπεια. «Δεν ψάχνω τίποτα. Απλά, ήρθα για τουρισμό». «Δεν εννοώ τι ψάχνεις σε αυτόν τον τόπο, αλλά τι είναι αυτό που αναζητάς στη ζωή σου!» Αυτή ήταν η δεύτερη έκπληξη που ένιωσα. Μα, πως ήταν δυνατόν να γνωρίζει ο γέρος για την αναζήτησή μου! «Από πού βγάζεις το συμπέρασμα ότι κάτι αναζητώ;» «Όλοι οι άνθρωποι κάτι γυρεύουν ν’ ανακαλύψουν σ’ αυτήν τη ζωή. Άλλοι υλικά αγαθά, άλλοι πνευματικά, σε διαφορετικό βαθμό κι επιμονή ο καθένας, αλλά με τελικό στόχο να βρουν ένα νόημα, ένα δρόμο για την ευτυχία. Όσο για σένα, αυτή η 61
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ανησυχία είναι ολοφάνερη, είναι γραμμένη στην αύρα που περιβάλλει το σώμα σου και μάλιστα με κεφαλαία γράμματα. Δεν πρόκειται να ησυχάσεις, αν δεν εκπληρώσεις το σκοπό σου». «Ψάχνω να βρω την αλήθεια της ζωής. Αυτό το οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε ως τη μόνη, αναλλοίωτη κι αμετάβλητη στο χρόνο πραγματικότητα για την οποία αξίζει να παλέψουμε, αλλά πάνω απ’ όλα να ζούμε». Ρούφηξε, σκεπτικός, μια τζούρα από το ναργιλέ του. «Το ξέρεις ότι είναι πιθανό να μην τη βρεις ποτέ;» Από την ερώτησή του, ήμουν σίγουρος ότι είχε βρεθεί κι εκείνος στα μονοπάτια της ίδιας αναζήτησης κι ότι είχε ανακαλύψει και την απάντηση. «Το γνωρίζω. Θα μπορούσες όμως να μου την πεις εσύ και να τελειώσει σήμερα, εδώ στο Κάιρο, η έρευνά μου». «Θα μπορούσα, αλλά δε θα το κάνω. Δεν πρόκειται για το κυνήγι ενός θησαυρού, για να σου δείξω τον τόπο που είναι θαμμένος. Είναι ένα ανώτατο πνευματικό αγαθό που πρέπει να το ανακαλύψεις από μόνος σου. Πρέπει να βγει μέσα από την ψυχή σου, διαφορετικά δεν πρόκειται ποτέ να το καταλάβεις ούτε να πιστέψεις πραγματικά σε αυτό. Μόνο έτσι αυτό το αγαθό θα γίνει δικό σου, ένα κομμάτι του εαυτού σου. Αυτό είναι και το νόημα της αναζήτησης, η ίδια η αναζήτηση. Περισσότερο από τον τελικό σκοπό, μετράει η προσπάθεια που κάνεις για να φτάσεις σε αυτόν κι όσο πιο δύσκολη είναι τόσο πιο πολύ εκτιμάς τα κεκτημένα. »Μπορώ όμως να σου πω κάτι άλλο που ίσως να βοηθήσει. Ταξίδεψα για πάρα πολλά χρόνια, είδα τόπους μακρινούς και γνώρισα κάθε λογής ανθρώπους. Δεν υπάρχει χώρα με λιμάνι την οποία δεν επισκέφτηκα, γνωρίζοντας τον πολιτισμό της, την κουλτούρα της, τις αξίες της. Ήρθα σ’ επαφή με Κινέζους, Γερμανούς, Ισπανούς, Τούρκους, Αυστραλούς κι εκατοντάδες
62
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
άλλες εθνικότητες και φυλές. Με αρκετούς από αυτούς ανέπτυξα ιδιαίτερους δεσμούς φιλίας, για τους οποίους θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα. Βοηθήθηκα και βοήθησα, συμπόνεσα και με συμπόνεσαν. »Γνώρισα βέβαια και την άλλη πλευρά των ανθρώπων, τη σκοτεινή. Άνθρωποι γεμάτοι μίσος και κακεντρέχεια, καιροσκόποι που κρύβονται ύπουλα πίσω από ευγενικά προσωπεία, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να σου ρουφήξουν το αίμα. Είδα ανθρώπους να βιαιοπραγούν σε συνανθρώπους τους, είδα να τους ληστεύουν, είδα ακόμα και να τους σκοτώνουν κι όλα αυτά για χάρη της εξουσίας και του χρήματος. »Το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά ήταν ένα. Παντού στον κόσμο, ανεξάρτητα από τη χώρα, το χρώμα, τη φυλή, την κοινωνική οργάνωση και τον πολιτισμό, όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Παντού υπάρχουν οι καλοί κι οι κακοί, αυτοί που θα τείνουν το χέρι τους να σε βοηθήσουν χωρίς να ζητάνε ανταλλάγματα κι αυτοί που θα τείνουν το χέρι τους για να σε χτυπήσουν. »Αυτό που θέλω να πω είναι ότι πρέπει να βγάλουμε τις ταμπέλες από τους ανθρώπους. Τι σημασία έχει αν λέγεσαι Έλληνας, Αιγύπτιος ή Ινδός, χριστιανός ή μωαμεθανός, αν είσαι κίτρινος, μαύρος ή λευκός! Σημασία έχει να λέγεσαι άνθρωπος κι όχι απάνθρωπος. Ν’ αγαπάς και να σέβεσαι τη ζωή σου και τη ζωή των άλλων, για να σε σεβαστεί και σένα η ζωή. Πρέπει να κρίνουμε και να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους όχι σύμφωνα με τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αλλά με βάση το μεγαλείο της ψυχής τους». Είχα καταλάβει πολύ καλά τι εννοούσε ο γέρος. Είχα δει πολλούς χριστιανούς να μη βοηθάνε τον πλησίον τους ή να μη σέβονται τα δικαιώματά του στη ζωή. Είχα δει πολλούς έλληνες να καυχιόνται για την ανωτερότητα της φυλής τους, 63
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
μα ο ένας να κοιτάει πώς θα βγάλει το μάτι του άλλου. Αλήθεια, για ποια ανωτερότητα μιλάμε, όταν δεν έχουν ούτε τη σύνεση να κρατήσουν την ίδια τους την πόλη καθαρή και ήσυχη! Είχα δει την έξαρση μιας αρχαιολατρίας να διατυμπανίζει τη διάδοση του πολιτισμού στο σύγχρονο κόσμο. Τι να το κάνω, όμως, αν οι νεοέλληνες δε συνεχίζουν αυτόν τον πολιτισμό παρά χάνονται στη ματαιοδοξία τους! Σε τι να βοηθήσει η ανάμνηση περασμένων κατορθωμάτων, όταν τώρα μας διακρίνει η οκνηρία! «Θα συμφωνήσω μαζί σου, Σαμίρ». «Είμαι ισλαμιστής, αλλά έχω πάψει προ πολλού να υπεραμύνομαι της θρησκείας μου. Μέμφομαι το φανατισμό των ομοθρήσκων μου κι υποστηρίζω ότι ο θεός είναι ένας και κοινός για όλη την ανθρωπότητα και βρίσκεται παντού και μέσα μας. Αυτές τις αρχές έχω διδάξει και στην οικογένειά μου. Για παράδειγμα, ο εγγονός μου ο Αλί για να σε βοηθήσει δε σε ρώτησε πρώτα από πού είσαι και σε ποιόν θεό πιστεύεις! Απλά, έπραξε αυτό που έκρινε σωστό». Η συζήτηση με το γέρο Σαμίρ ήταν διαφωτιστική. Έβαλε το μυαλό μου στη διαδικασία να θεωρήσει τον κόσμο από μια διαφορετική σκοπιά, μια άλλη οπτική γωνία. Θα μπορούσα να τον ακούω για ώρες ολόκληρες να μιλάει για τις θέσεις του στη ζωή, αλλά δυστυχώς κόντευε να νυχτώσει κι έπρεπε να επιστρέψω.
Ήταν το τελευταίο βράδυ, πριν την αναχώρησή μου από το Κάιρο. Βρισκόμασταν στις όχθες του Νείλου, ο Αλέξανδρος κι εγώ, συζητώντας διάφορα ενδιαφέροντα θέματα, καθώς βαδίζαμε αργά στην ακτή. Ήθελα να βρεθώ κοντά στη φύση της Αιγύπτου για τελευταία φορά, σ’ ένα περιβάλλον διαφορετικό, από τον τόπο στον οποίο μεγάλωσα, που μου άφηνε μια αίσθηση πρωτόγνωρη. 64
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Δυο πιτσιρικάδες ήταν χωμένοι μέχρι τα γόνατα μέσα στο νερό, όπου ο ένας, κρατώντας ένα ξύλο πλατύ, έπαιζε με τα νερά του Νείλου, βυθίζοντας το ξύλο στο ποτάμι και σπρώχνοντάς το αντίθετα στη φορά του ρεύματος. «Μα, τι κάνεις εκεί τώρα με το ξύλο;» «Σώπα, εσύ δεν ξέρεις. Προσπαθώ ν’ αλλάξω πορεία στο ποτάμι». «Μα, είσαι χαζός;» «Γιατί; Πιστεύεις ότι δεν μπορώ να τα καταφέρω;» «Όχι, βρε ανόητε! Δεν εννοώ αυτό. Άμα, όμως, αλλάξεις την πορεία στα νερά, τότε δε θα χύνονται στη θάλασσα, αλλά πίσω στη στεριά. Θέλεις να μας πνίξεις όλους;» Όταν ο Αλέξανδρος μου μετέφρασε αυτήν τη σύντομη φιλονικία που διαδραματίστηκε ανάμεσα στα δυο παιδιά, δε μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας. Είναι πραγματικά απίστευτο το πόσο αθώα σκέφτονται τα παιδιά, πλάθοντας ένα δικό τους ιδανικό κόσμο. Την επομένη, έπρεπε ν’ αποχωριστώ τους φιλόξενους οικοδεσπότες και καλούς μου φίλους, έχοντας ένα αίσθημα βαριάς θλίψης. Ποτέ δε τους συμπάθησα τους αποχαιρετισμούς……… Αφού πέρασα για τελευταία φορά την οδική οδύσσεια στους δρόμους του Καΐρου κι αφού γλιτώσαμε από το να συγκρουστούμε μ’ ένα αστικό λεωφορείο, με τους επιβάτες του να κρέμονται κυριολεκτικά από τα παράθυρα, κατάφερα κι έφτασα αρτιμελής στο αεροδρόμιο. «Αριστοτέλη, θέλω να ξέρεις ότι είμαι ευτυχής που γνώρισα έναν άνθρωπο σαν εσένα». «Σ’ ευχαριστώ! Ξέρω ότι απέκτησα καλούς φίλους εδώ στην Αίγυπτο». «Εύχομαι η τύχη να σε ακολουθεί για πάντα».
65
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Αισθανόμουν ήδη έντονη την επιθυμία να ξανακάνω εκείνο το ταξίδι, για να συναντήσω πάλι τον Αλέξανδρο με την οικογένειά του, καθώς και τον Αλί με τον παππού του, αν φυσικά ζούσε, αλλά και για να ξαναδώ όλα τα υπέροχα μέρη, τα οποία είχα επισκεφθεί κατά τη διάρκεια της διαμονής μου. Το μόνο που ένιωσα ήταν η κίνηση των βλεφάρων που ανοιγόκλεισαν κι οι αεροσυνοδοί μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να δέσουμε τις ζώνες μας. Είχα κοιμηθεί τόσο βαριά που ούτε κατάλαβα για πότε είχαμε φθάσει πάνω απ’ το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Κοιτάζοντας από ψηλά τον Πειραιά και το Φάληρο, πετάρισε η καρδιά μου. Η μυρωδιά της αύρας του Σαρωνικού ήταν μεθυστική, καθώς έκανα εισπνοές γεμάτος ευχαρίστηση από το ανοιχτό παράθυρο του ταξί που με μετέφερε στο σπίτι μου. Η μόνη σκέψη που έκανα εκείνη τη στιγμή, ήταν ότι δε θ’ άλλαζα τον τόπο μου για κανένα άλλο μέρος της γης.
66
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
-
Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Γιατί μου ζητάς συγχώρεση; Αμάρτησα, έκανα λάθη στη ζωή μου. Μου ζητάς, δηλαδή, να σε συγχωρέσω επειδή είσαι άνθρωπος; Τότε, θα ‘πρεπε να συγχωρέσω πρώτα εμένα.
67
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ο καιρός ήταν μουντός, τα μαύρα σύννεφα είχαν συγκεντρωθεί τόσο πυκνά που ένιωθα να με πνίγουν. Ο αέρας φυσούσε σαν τρελός, σαν να μην ήθελε να κρύψει το θυμό του. Κι όμως, ήταν μήνας Μάης. Ήταν άδικο κι όλα τα στοιχεία της φύσης έμοιαζαν να συμμετέχουν στη θλίψη μου. Ο ξάδερφός μου, ο Σωτήρης, μου είχε εκμυστηρευτεί ένα μυστικό. Τώρα πλέον είχε πάψει ν’ αποτελεί μυστικό κι είχε έρθει ο πόνος να τ’ αντικαταστήσει. Ο Σώτος είχε προσβληθεί από μια ανίατη αρρώστια κι όταν τα σημάδια της είχαν αρχίσει να γίνονται εμφανή, έθεσε τέρμα στη ζωή του. Δεν το έκανε από δειλία ή φυγοπονία, αλλά για να μην υποβάλλει την οικογένειά του σε ταλαιπωρία. Ήξερε πως δεν υπήρχε γυρισμός και δεν ήθελε η γυναίκα του κι η κόρη του να τον βλέπουν να βασανίζεται και ν’ αργοπεθαίνει. Στεκόμουν όρθιος μέσα στο δωμάτιο και παρατηρούσα το άψυχο κορμί του, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που είχε συμβεί. Ένιωθα συντετριμμένος, αλλά, ως συνήθως, έδειχνα ατάραχος κι ήρεμος, χωρίς δάκρυα κι οδυρμούς. Αν και γνώριζα ότι θα συνέβαινε το μοιραίο, όχι βέβαια με αυτόν τον τρόπο, ο πόνος μου για το χαμό του δεν ήταν ελαφρύτερος. Έριξα το βλέμμα μου στην οικογένειά του. Όταν μου είχε μιλήσει για την αρρώστια του, με είχε παρακαλέσει να του υποσχεθώ πως θα τους φρόντιζα. Ο Τσιπούρας καθόταν αμίλητος σε μια γωνιά. Είναι τραγικό για ένα γονιό να βλέπει το παιδί του να πεθαίνει και δεν περίμενα να το αντέξει. Εκείνος, όμως, ήταν αδυσώπητος με τις όποιες κακουχίες του συνέβαιναν στη ζωή. Δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου άνθρωπο πιο δυνατό από αυτόν. Έζησε, μάλιστα, για πολλά χρόνια μετά το θάνατο του Σωτήρη και δεν πέθανε παρά από βαθιά γεράματα. Γερό Σκαρί ο μπάρμπας! Η γυναίκα του Σωτήρη με πλησίασε με δάκρυα στα μάτια και με κοίταξε, μένοντας σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα. 68
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Το γνώριζες, έτσι δεν είναι;» «Ναι!» Προσπαθούσε να κρατήσει τις δυνάμεις της, να φανεί δυνατή. Έπρεπε μόνη της, πλέον, να φροντίσει για τη μικρή τους κόρη. «Μην ανησυχείς, Κατερίνα, θα είμαι δίπλα σας σε ό,τι χρειαστείτε, στο υπόσχομαι». «Το ξέρω Αριστοτέλη και σ’ ευχαριστώ». Ένα μήνα αργότερα ανοίχτηκε η διαθήκη του. Είχε αφήσει σ’ εμένα ένα μερίδιο του μπακάλικου. Ήταν το ίδιο μερίδιο που του είχα δώσει πριν μερικά χρόνια ως αναγνώριση των υπηρεσιών του. Μου το επέστρεφε ως ευγνωμοσύνη κι ανταμοιβή για τη φροντίδα της οικογένειάς του. Δε χρειαζόταν, όμως, να κάνει κάτι τέτοιο, θ’ αναλάμβανα την προστασία τους επειδή αυτό πρόσταζε η συνείδησή μου, χωρίς ν’ απαιτήσω κάποιο αντάλλαγμα. Πρότεινα στην Κατερίνα να δεχτεί την άρνησή μου γι’ αυτήν την κληρονομιά και να κρατήσει εξ ολοκλήρου το μαγαζί. Εκείνη αρνήθηκε, πιστεύοντας ότι θα ήταν προσβολή στην επιθυμία του άντρα της κι ότι θα ήταν πιο δίκαιο να γίνουν τα πράγματα έτσι όπως εκείνος είχε θελήσει.
Κάποιες στιγμές σου δίνεται η εντύπωση ότι η ζωή σε χλευάζει, ότι κάθεται σε μια γωνία και κουνώντας τα νήματα που σε κατευθύνει, διασκεδάζει με τα πισωγυρίσματα ή τις αναποδιές που σου σκαρώνει. Αρκετό καιρό πριν, είχα πουλήσει το μερίδιό μου από το μπακάλικο στο Σωτήρη κι ο λόγος ήταν ότι ήθελα να μην ασχολούμαι άλλο με αυτό και ν’ αφιερώσω όλο μου το χρόνο, πέρα από τη διδασκαλία, στη μελέτη και στην έρευνα.
69
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Αυτό που ήθελα ν’ αποφύγω, το ξαναβρήκα μπροστά μου. Είχα μάθει όμως κι εγώ να ελίσσομαι στα τερτίπια της τύχης. Ο Σωτήρης είχε έναν υπάλληλο, το Μανωλάκη, ήταν πολύ καλό παιδί και φερέγγυο. Είχε γνώση της δουλειάς και μετά από κάποιες υποδείξεις μου, σε λιγότερο από ένα χρόνο, μπόρεσα και του ανέθεσα περισσότερες αρμοδιότητες, με την ανάλογη ανταμοιβή. Έτσι, ο χρόνος που έπρεπε να επενδύω στη λειτουργία του μπακάλικου είχε μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό, όσος χρειαζόταν για τον απαραίτητο έλεγχο. Όσο για τα κέρδη, τα παρουσίαζα διαφορετικά στην Κατερίνα, αφήνοντας τελικά για μένα ένα πολύ μικρότερο από το προβλεπόμενο ποσοστό. Το εισόδημά μου ήταν ικανοποιητικό και δε χρειαζόμουν περισσότερα. Ποτέ δεν επεδίωξα το κέρδος, πέραν αυτού που θα μου εξασφάλιζε μια άνετη κι αξιοπρεπή ζωή χωρίς υπέρμετρη πολυτέλεια. Άλλωστε, ήμουν και είμαι υπέρ της άποψης ότι πρέπει να κάνουμε τη ζωή μας όσο το δυνατόν πιο απλή και το χρήμα μόνο αυτό δεν πετυχαίνει. Όσο πιο πολύ είναι τόσο μας γεμίζει με άγχος στο κυνήγι μιας υπερκατανάλωσης, σ’ έναν κόσμο υλικών απολαύσεων.
Είχε ήδη νυχτώσει κι εγώ επέστρεφα από ένα ταβερνάκι στο θησείο, όπου παρέα με κάτι φίλους είχαμε απολαύσει το κρασάκι μας, συνοδευόμενο από πικάντικες ποικιλίες και μπόλικες νεανικές αναμνήσεις. Ήταν μια μέρα πριν την πανσέληνο και το φως του φεγγαριού ήταν διάχυτο μέσα στο σκοτάδι, φωτίζοντας ρομαντικά το τοπίο. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι για να χαζέψω την Ακρόπολη, αναπολώντας της ξέγνοιαστες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας και τις βόλτες μου με τον παππού, που πάντα φρόντιζε να τις γεμίζει μ’ ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Λίγο πιο κάτω, σ’ ένα σημείο του πεζοδρομίου, πρόσεξα ένα ζητιάνο, ακουμπισμένο στο τοιχάκι που χώριζε τον πεζόδρομο 70
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
από τον αρχαιολογικό χώρο του Θησείου. Μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι διάβαζε κάποιο βιβλίο υπό το φως ενός κεριού. Αυτό όμως που με εξέπληξε πραγματικά, ήταν όταν κάποιος περαστικός έτεινε το χέρι του να του προσφέρει λίγα χρήματα κι εκείνος, με μια χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του, αρνήθηκε να τα δεχθεί. Ήταν ρακένδυτος, αλλά τα ρούχα του έμοιαζαν καθαρά, όπως, επίσης, τ’ ακούρευτα μαλλιά του, τα πυκνά του γένια και το καταφανώς ταλαιπωρημένο του πρόσωπο, έμοιαζαν κι αυτά καθαρά και περιποιημένα. Ήταν ένας παράξενος ζητιάνος κι αποφάσισα να τον πλησιάσω, για να ικανοποιήσω μάλλον την περιέργειά μου. Έκανα την ίδια κίνηση που είχε κάνει προηγουμένως εκείνος ο περαστικός και προσφέρθηκα να του δώσω χρήματα. «Όχι, νεαρέ μου, σ’ ευχαριστώ. Δεν είναι ανάγκη να μου δώσεις χρήματα». Μου έδειξε μια μπλε σακούλα που ήταν ακουμπισμένη δίπλα του. «Να! Για σήμερα έχω εξασφαλίσει το δείπνο μου. Έχω εδώ μέσα λίγο ψωμί και λίγο τυρί. Αύριο, πάλι, έχει ο θεός». Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική. Έβαλα πίσω στην τσέπη μου τα χρήματα, που πριν λίγο είχα βγάλει, γεμάτος έκπληξη κι απορία. «Τι διαβάζετε;» «Σημασία έχει πώς το διαβάζω». Άλλη μια απάντηση γεμάτη μυστήριο. «Τι εννοείτε με αυτό;» «Εννοώ ότι πολλές φορές διαβάζουμε χωρίς να ξέρουμε τι πραγματικά διαβάζουμε, χωρίς ν’ αναλύουμε το βαθύτερο νόημα των περιεχομένων κι ακόμα χειρότερα αποστηθίζουμε τη γνώση που προσφέρει το βιβλίο, χωρίς να μπορούμε να την εξηγήσουμε και να την αναλύσουμε κριτικά». 71
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ο ζητιάνος, που τελικά δε ζητιάνευε, εξακολουθούσε να μ’ εκπλήσσει και να με φέρνει σε μια κατάσταση αμηχανίας. «Πάντως, προς τέρψη της περιέργειά σου, σε πληροφορώ ότι διαβάζω ένα μυθιστόρημα». «Και ποια είναι η υπόθεσή του;» «Μιλάει για κάποιον που είχε ξεχάσει τι πάει να πει αγάπη και συμπόνια». «Ενδιαφέρον ακούγεται». Ο ζητιάνος με κοίταξε στα μάτια κι άφησε ένα χαμόγελο να χαραχτεί πίσω από τη γενειάδα του. «Επειδή βλέπω ότι έχεις την επιθυμία να μάθεις για την ιστορία, μπορείς, αν θες, να καθίσεις δίπλα μου. Θα σου μιλήσω, όμως, για μια άλλη ιστορία που δε διαφέρει και πολύ από αυτήν του βιβλίου, αλλά είναι πραγματική. Είναι η δική μου ιστορία». Δεν χρειάστηκε να μου το προτείνει δεύτερη φορά. Στρογγυλοκάθισα πλάι του και τέντωσα τ’ αυτιά μου, έτοιμος να δεχτώ τη διήγησή του. Δεν ήταν και πρωτότυπη κίνηση για μένα. Η μάθηση κι η πείρα στη ζωή δεν προέρχονται μόνο από πρωτογενείς πηγές, από δικές μας εμπειρίες, αλλά κι από δευτερογενείς, εμπειρίες των άλλων ανθρώπων. Μάλιστα, οι τελευταίες μπορεί ν’ αποδειχθούν περισσότερο χρήσιμες σε ορισμένες περιστάσεις και να σε αποτρέψουν από πιθανά σοβαρά λάθη.
Ήμουν πολύ ευτυχισμένος, ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Τουλάχιστον, έτσι ένιωθα. Σαν νέος έζησα πολύ καλή ζωή. Γόνος εύπορης οικογένειας και μάλιστα χωρίς άλλα αδέλφια, απολάμβανα εξ ολοκλήρου την αμέριστη αγάπη που έτρεφαν οι γονείς μου για εμένα. Κι εγώ όμως τους αγαπούσα και δεν έχανα ευκαιρία να τους το δείχνω. 72
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Όταν τελείωσα το σχολείο, μ’ έστειλαν στη Γαλλία για να σπουδάσω εμπορικές επιστήμες. Μπορείς, βέβαια, να φανταστείς πόσο δελεαστική ήταν η ζωή του Παρισιού για έναν νέο που μόλις είχε χειραφετηθεί από τη θαλπωρή της οικογένειάς του. Το Παρίσι με γέμισε εμπειρίες, σε όλες τις πτυχές της ζωής. Η εργένικη ζωή μ’ έκανε υπεύθυνο άτομο και κύριο του εαυτού μου. Για πρώτη φορά, αντιμετώπιζα προβλήματα που έπρεπε να ξεπεράσω μοναχός μου. Παράλληλα με τις σπουδές στο εμπόριο, ασχολήθηκα και με τη ζωγραφική. Παρακολούθησα κάποια μαθήματα, επισκέφτηκα μουσεία και γκαλερί, ήρθα σ’ επαφή με ζωγράφους της εποχής και μελετούσα ενδελεχώς την ιστορία της. Όταν γύρισα στην πατρίδα, μάλιστα, παρουσίασα και μια έκθεση ζωγραφικής. Όχι πως ήταν τίποτε σπουδαία έργα, αλλά μάλλον για να ικανοποιήσω τη ματαιοδοξία μου ή, για να το πω πιο απλά, να κάνω το κέφι μου. Εκεί, λοιπόν, στο Παρίσι………… Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του και χάθηκε μέσα στην πυκνή του γενειάδα. Έκανε μια βιαστική κίνηση να σκουπίσει το μάτι του και συνέχισε την αφήγησή του. Εκεί, λοιπόν, στο Παρίσι γνώρισα και τη Στέλλα, όπου σπούδαζε γαλλική φιλολογία. Όταν τα βλέμματά μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά, τυχαία σε κάποια καφετέρια του Παρισιού, ένιωσα ότι θα ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Δεν έπεσα έξω…… «Μπονζούρ ματμαζέλ» «Άχαρα που τα μιλάς τα γαλλικά βρε παιδί μου!» Ένιωσα έκπληξη κι αμηχανία ταυτόχρονα. «Ελληνίδα είσαι;» «Με δόξα και τιμή. Όσο για σένα, δε χρειάζεται να ρωτήσω. Η προφορά σου στα γαλλικά μυρίζει Ελλάδα». 73
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Με είχε ενθουσιάσει, με τον αέρα που διέθετε και το πνεύμα της. «Λοιπόν, τι στέκεσαι όρθιος; Δε θα καθίσεις;» Και κάθισα. Μία αμελητέα κίνηση, χωρίς σημασία, που κάνουμε χιλιάδες φορές στη ζωή μας καθημερινά. Εκείνη τη φορά, όμως, ήταν μια κίνηση που καθόρισε το πεπρωμένο μου, τις χαρές αλλά και τη θλίψη που μου έμελλε να νιώσω. Τελειώσαμε τις σπουδές μας σχεδόν ταυτόχρονα κι αφού επιστρέψαμε στην πατρίδα, παντρευτήκαμε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Εγώ άνοιξα ένα κατάστημα ρούχων κι ασχολήθηκα, επίσης, με το χονδρεμπόριο υφασμάτων. Οι δουλειές πήγαιναν περίφημα, με τη Στέλλα ήμασταν πολύ αγαπημένοι και γενικά ζούσαμε μια ζωή βγαλμένη σαν από παραμύθι. Όλα αυτά, όμως, ήρθε να τα γκρεμίσει σαν χάρτινο πύργο ένα τηλεφώνημα. Ένα απλό κουδούνισμα της συσκευής, που θα μπορούσε να είναι ένα κάλεσμα σε γεύμα ή κάποιος παλιός φίλος που με θυμήθηκε και τηλεφώνησε για να δει τι κάνω. Δεν ήταν όμως τίποτε απ’ όλα αυτά. «Καλησπέρα, ο κύριος Ντολέρης;» «Μάλιστα, ποιος είναι;» «Τηλεφωνούμε από την τροχαία. Ξέρετε……… πρόκειται για τη γυναίκα σας». Χίλια μαχαίρια ένιωσα να κατασχίζουν τη σάρκα μου. Το λογικό είχε εγκαταλείψει το μυαλό μου. Ένιωσα όλες τις κατάρες του κόσμου να με κατατρέχουν. Η Στέλλα, η γυναίκα που για χάρη της θ’ ανεχόμουν όλα τα δεινά της οικουμένης, δεν ήταν πια μαζί μου. Κάποιος οδηγός την είχε παρασύρει με το αυτοκίνητό του, παρασέρνοντας μαζί και τη ζωή τη δική μου. Εκείνη την αποφράδα μέρα σκοτώθηκαν δύο άνθρωποι την ίδια στιγμή, αλλά σε διαφορετικά σημεία. Ένιωσα σαν κάποιο 74
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
χέρι να κατέβασε ένα διακόπτη, κόβοντας την παροχή κάθε σκέψης, κάθε συναισθήματος. Ήμουν ένας ζωντανός νεκρός, ένα βιολογικό ρομπότ, χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά κι η μόνη εντολή στην οποία υπάκουγε ο εγκέφαλος, περιοριζόταν σε μία λέξη……… Εκδίκηση! Από εκείνη τη στιγμή έπαψα να ζω, υπήρχα μόνο για να πρεσβεύω το μίσος εναντίον θεού κι ανθρώπων. Δεν υπήρχαν πλέον αξίες κι ιδανικά για μένα, ούτε πίστη, ούτε πατρίδα, παρά μόνο η επιθυμία να προκαλέσω τον πόνο. Έπαψαν να υπάρχουν για εμένα γονείς, συγγενείς, άνθρωποι. Γύρω μου υπήρχαν, πλέον, μόνο εχθροί. Απομακρύνθηκα κι αποξενώθηκα απ’ όλους. Τριγυρνούσα μες στο πλήθος, όπως ένα αγρίμι τριγυρνάει ανάμεσα σ’ ένα κοπάδι πρόβατα, έτοιμο να τα κατασπαράξει. Μα περισσότερο, ήθελα να καταστρέψω τον άνθρωπο που μου είχε στερήσει το δικαίωμα να ζω. Σχεδίαζα βήμα προς βήμα την εκδίκησή μου, με υπομονή και μνησικακία. Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα ένιωθα τόση ηδονή, με το να καταστρέψω έναν άνθρωπο. Ναι, το κατάφερα. Πλήγωσα όχι μόνο εκείνον αλλά και την οικογένειά του. Ένιωσα να είμαι το απόλυτο κακό. Έβλαπτα όχι για να επιβιώσω ή να προστατευτώ, παρά μόνο για να βλάψω. Μέχρι που οι δυνάμεις του καλού δεν άντεξαν άλλο να με βλέπουν να σκορπώ τον πόνο και τη δυστυχία κι έκαναν την αντεπίθεσή τους. Όχι με όπλο το μίσος, όπως είχα πράξει εγώ, όχι χρησιμοποιώντας κακό εναντίον του κακού, αλλά με παραδειγματισμό, δείχνοντάς μου την πραγματικότητα την οποία, επειδή είχα τυφλωθεί από τη θλίψη μου, δεν μπορούσα να δω. Με μία κίνηση με τοποθέτησαν στην αντίπερα όχθη. Μ’ έβαλαν στη θέση του ανθρώπου που με μένος κυνηγούσα.
75
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Μια κίνηση του χεριού, συνοδευόμενη από μια στιγμιαία ματιά, ήταν αρκετή για να μ’ επαναφέρει στον κόσμο της αλήθειας. Είχα κάνει μια κίνηση για να δυναμώσω το ράδιο του αυτοκινήτου. Ήταν ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μια υποδιαίρεση του χρόνου αμελητέα, όπου δε βάζεις με το νου σου πως κάτι κακό μπορεί να συμβεί. Τι μπορεί να συμβεί, άλλωστε, μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Τότε όμως ήταν που έκανα το ίδιο κακό που ένιωθα ότι μου είχαν κάνει, αφαίρεσα μια ζωή. Δεν το ήθελα, ήταν μια στιγμιαία απροσεξία, ένα λάθος. Το ίδιο λάθος όμως είχε κάνει κι ο δύσμοιρος άνθρωπος που είχα βάλει στο στόχαστρό μου. Ούτε μια στιγμή δεν είχα βάλει τον εαυτό μου στη θέση του, για να καταλάβω πώς αισθανόταν, πώς ένιωθε. Τι είναι πιο ανθρώπινο από το να κάνεις λάθη! Και πώς μπορεί κάποιος να κατηγορήσει ή, χειρότερα, να καταδικάσει έναν άνθρωπο, μόνο και μόνο για το ότι είναι άνθρωπος! Τότε ήταν που συνήλθα από την ύπνωση στην οποία με είχε εξαναγκάσει το μίσος, όπου σαν πειθήνιο των δυνάμεων του κακού σκορπούσα για λογαριασμό τους τον πόνο. Είχα ξεχάσει τι πάει να πει συγχώρεση, είχα ξεχάσει τι πάει να πει αγάπη, αλλά πάνω απ’ όλα είχα ξεχάσει ότι είμαι άνθρωπος, υπαγόμενος κι εγώ στις δυνάμεις και τις ατέλειες που ορίζει η φύση μας. Όταν κάποιος σε βλάψει ηθελημένα, πρέπει να τιμωρηθεί, είναι και το πιο δίκαιο. Όταν, όμως, σε βλάψει κατά λάθος, πρέπει να έχεις τη δύναμη και τη μεγαλοψυχία να τον συγχωρέσεις, γιατί στο ίδιο λάθος μπορεί να υποπέσεις κι εσύ ο ίδιος. Ήταν, πλέον, αργά για να σκεφτώ καθαρά και λογικά. Δεν κατέστρεφα μονάχα εκείνον και την οικογένειά του, κατέστρεφα, παράλληλα, και τη δική μου ζωή, μόνο που δεν το έβλεπα. Ξαφνικά, βρέθηκα μόνος. Είχα φερθεί σκληρά κι ανέντιμα σε όλους κι όταν κατάλαβα ότι χρειαζόμουν τη 76
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
στήριξή τους, βρέθηκα μπροστά σε πόρτες κλειστές. Δεν τους αδικώ! Ακόμα και τους γονείς μου, που πάντα τους τιμούσα, τους είχα εγκαταλείψει σ’ ένα γηροκομείο όπου και πέθαναν. Είχα να τους δω κάτι λιγότερο από ένα χρόνο, όταν έφυγαν από τη ζωή. Όσο για τη περιουσία μου, την είχα ξοδέψει όλη για την υλοποίηση των σατανικών μου σχεδίων. Έτσι, βρέθηκα στους δρόμους να γυρίζω, προσπαθώντας να περισώσω όση αξιοπρέπεια μπορούσε να μου έχει απομείνει και περιμένοντας καρτερικά τη λύτρωση που θα με φέρει κοντά στην αγαπημένη μου.
«Κύριε, κύριε!» Άνοιξα τα μάτια μου, προσπαθώντας να προσαρμόσω την όρασή μου στο φως της ημέρας. «Είστε καλά κύριε;» Πάνω από το κεφάλι μου είχε σκύψει ένας νεαρός που δούλευε σ’ ένα καφενείο, απέναντι από εκεί όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος κατά γης. «Τι έγινε;» «Σας βρήκα εδώ πεσμένο. Μάλλον, θα λιποθυμήσατε». Κοίταξα γύρω μου, ψάχνοντας για το ζητιάνο, αλλά δεν υπήρχε κανείς. «Ναι, μάλλον θα λιποθύμησα. Σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». Σηκώθηκα κι αφού με βιαστικές κινήσεις γεμάτες ντροπή τίναξα τα ρούχα μου από τη σκόνη, ξεκίνησα για το σπίτι. Σκέφτηκα πως ο πολυταλανισμένος ζητιάνος ήταν μάλλον ένα είδωλο των ονείρων μου κι ότι η υπερβολική κατάχρηση
77
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
οινοπνεύματος θα ήταν πιθανόν η αιτία που είχα βρεθεί να κοιμάμαι μες τη μέση του πεζοδρομίου. Καθώς περπατούσα, έψαξα τις τσέπες μου για να ελέγξω μήπως κάποιος κακοήθης είχε εκμεταλλευτεί την αδύναμη κατάσταση στην οποία είχα βρεθεί και με είχε ¨αλαφρώσει¨ από το βάρος των χρημάτων. Όλα ήταν άθικτα και, μάλιστα, βρήκα στη δεξιά τσέπη του σακακιού μου κάτι που κανονικά δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Ήταν μια κενή σελίδα βιβλίου, πάνω στην οποία κάποιος είχε σκιτσάρει έναν άντρα να κοιμάται σ’ ένα πεζοδρόμιο, μπροστά από ένα τοιχάκι. Αυτός ο άντρας είχε τη δική μου φυσιογνωμία. Το έβαλα, χαμογελώντας, πίσω στην τσέπη μου. Τουλάχιστον, ήξερα ότι δεν είχα μεθύσει το προηγούμενο βράδυ. Εκείνη τη μέρα σκεφτόμουν συνεχώς το ζητιάνο και το πόσο του είχε κοστίσει υλικά και πνευματικά για να μάθει τι πάει να πει συγχώρεση, για να μάθει ότι είναι στη φύση μας να κάνουμε λάθη κι ότι όλοι έχουμε δικαίωμα να είμαστε άνθρωποι. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε, είναι να εξετάζουμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Δέκα μέρες αργότερα από εκείνη τη βραδιά, διάβασα σε κάποια εφημερίδα για έναν επαίτη που είχε βρεθεί ξεψυχισμένος σε μια ατραπό κοντά στην Ομόνοια. Από την περιγραφή που έδιναν, κατάλαβα ότι ήταν ο ζητιάνος που είχα γνωρίσει. Ένιωσα μια ανακούφιση, μια χαρά και καθόλου στενοχώρια. Ήξερα ότι μπορούσε και πάλι να είναι ευτυχισμένος.
78
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Το πρώτο σκαλί της γνώσης είναι η συνειδητοποίηση της αμάθειας¨
79
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Άνοιξα τα ξύλινα πατζούρια για ν’ αφήσω το φως του ήλιου, που μόλις πριν λίγο είχε ανατείλει, ν’ απλωθεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και να το ζεστάνει. Αν κι ήταν αρχές καλοκαιριού, η πρωινή δροσιά σε συνδυασμό με μια ελαφριά υγρασία με ανάγκασαν να φορέσω ένα ρούχο ζεστό. Στάθηκα στο κατώφλι του μπαλκονιού κι άφησα το βλέμμα μου να χαθεί στα βάθη του Παγασητικού κόλπου. Αυτό που λάτρευα στο Πήλιο ήταν ότι μου πρόσφερε την άγρια ομορφιά της φύσης του βουνού, χωρίς ωστόσο να χάνω την επαφή μου με τη θάλασσα. Τα δάση, που απλώνονταν από την κορυφή ως τους πρόποδες του Πηλίου, έμοιαζαν παραμυθένια με την ομίχλη να θολώνει την εικόνα τους. Έβαζα με το μυαλό μου νεράιδες, ξωτικά κι άλλα υπερφυσικά όντα να περιδιαβαίνουν ανάμεσα στα δέντρα, αφανή από τα περίεργα βλέμματα των ανθρώπων. Κάθισα αρκετή ώρα σε μια αναπαυτική πολυθρόνα από μπαμπού, απολαμβάνοντας τη θέα. Ήθελα ν’ αποτυπώσω καλά στη μνήμη μου την ομορφιά του τοπίου και παράλληλα περίμενα να περάσει η ώρα, για να πάω να συναντήσω το δάσκαλο του χωριού, το Δημήτρη. Είχαμε ραντεβού στο καφενείο, λίγο μετά την πλατεία, για να πιούμε παρέα το καφεδάκι μας και να παίξουμε τάβλι. Περπατούσα στο δρόμο για το καφενείο με βήματα νωχελικά. Ήταν απίστευτο το πόσο ήρεμος και χαλαρός ένιωθα σ’ εκείνο το μέρος, ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Καθάριζε το μυαλό μου από κάθε αρνητική σκέψη κι η ψυχή μου από κάθε τι που τη βάραινε. Το καφενείο βρισκόταν πάνω σε μια φυσική γέφυρα που σχημάτιζε ένας βράχος, με το ποταμάκι που κυλούσε από κάτω του. Τα φυλλώματα των δέντρων έπαιζαν το ρόλο του υπόστεγου, χαρίζοντας τη σκιά τους κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο και τη στέγη τους στα πουλιά που τιτίβιζαν ρυθμικά.
80
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Κάθισα στο συνηθισμένο μας τραπεζάκι, ο δάσκαλος δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Είχαμε γνωριστεί από το προηγούμενό μου ταξίδι στο Πήλιο και είχαμε γίνει πολύ καλοί φίλοι. Ήταν άνθρωπος καλοσυνάτος, ευπροσήγορος και με απεριόριστες γνώσεις. Όση ώρα τον περίμενα δεν έχασα τον καιρό μου, ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου κι έκλεισα τα μάτια, παίρνοντας βαθιές εισπνοές καθαρού αέρα, σαν να ήθελα ν’ αποθηκεύσω όσον περισσότερο μπορούσα, για να τον πάρω μαζί μου πίσω στον Πειραιά. «Εεέ! Τι θα γίνει, θα μας τον πάρεις όλον τον αέρα;» Αυτός που με είχε διακόψει από το διαλογισμό μου, ήταν ο δάσκαλος. Ήμουν πολύ χαρούμενος που τον έβλεπα ξανά μετά από τόσον καιρό. Είχαμε πολλά να πούμε και δε χάσαμε καιρό. Κάθισε κι αρχίσαμε να εξιστορούμε ο ένας στον άλλον τις περιπέτειές μας για το διάστημα που είχε περάσει, ρίχνοντας παράλληλα και τα ζάρια. Μάλιστα, είχα καταφέρει να κερδίσω πέντε παιχνίδια εκείνη τη μέρα και θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος, αν δεν είχα χάσει δεκατέσσερα! Κάτι στο βλέμμα του, όμως, με είχε προβληματίσει. Ένιωθα ότι κάτι βασάνιζε τη σκέψη του. Εκεί που γελούσαμε ξέγνοιαστα, ξαφνικά σκυθρώπιαζε, αφήνοντας χωρίς να το καταλαβαίνει έναν ελαφρύ αναστεναγμό. «Δάσκαλε, τι σε απασχολεί;» «Τίποτα! Μια χαρά είμαι». «Δε σε γνωρίζω πολλά χρόνια, ούτε ζούμε καθημερινά στον ίδιο χώρο ή στην ίδια πόλη, σε ξέρω όμως αρκετά για να καταλάβω ότι κάτι σε ταλανίζει». «Θυμάσαι που σου είχα πει για μια μελέτη που είχα εκδώσει;» «Ναι, τη διάβασα κιόλας. Είναι πολύ καλή». «Σ’ αυτήν τη μελέτη, λοιπόν, είχα χρησιμοποιήσει ως μια από τις πηγές μου το σύγγραμμα ενός συναδέλφου. Από 81
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
απροσεξία μου, όμως, είχα ξεχάσει να το σημειώσω στις αναφορές των πηγών. Αυτό στάθηκε η αιτία να έρθουμε σε προστριβή, η οποία τελικά λύθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Αναγκάστηκα να πληρώσω κάποιο χρηματικό πρόστιμο και να εκδώσω ένα παράρτημα που θα δινόταν μαζί με τ’ αντίτυπα, τα οποία θα πωλούνταν από τότε κι έπειτα, όπου θ’ ανέφερα την πηγή αυτή, εκφράζοντας παράλληλα και την ταπεινή μου συγγνώμη για την αμέλειά μου». «Η αλήθεια είναι ότι, καμιά φορά, μια απλή παράλειψη μπορεί να μας βάλει σε δύσκολους μπελάδες. Αλλά τώρα, αφού ξεμπέρδεψες, γιατί είσαι στεναχωρημένος; Μήπως ήταν αρκετά επιζήμιο το πρόστιμο για τις οικονομικές σου δυνατότητες;» «Όχι, δεν είναι αυτό το πρόβλημα! Απλά, η όλη ιστορία μ’ έκανε ν’ αναρωτηθώ γιατί να έχουμε καταντήσει τη γνώση έτσι!» Δεν μπόρεσα να καταλάβω το συλλογισμό του. «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι έχουμε τεμαχίσει τη γνώση και την έχουμε μοιράσει μεταξύ μας, σαν να είναι κάποιο αγροτεμάχιο…. ….¨Εσύ θα πάρεις αυτό το κομμάτι, εγώ αυτό το κομμάτι, ο άλλος άλλο¨…… και πάει λέγοντας. Πώς μπορείς να θέσεις σύνορα σε κάτι που δεν έχει όρια; Σε λίγο καιρό θα ξυπνάμε το πρωί κι ό,τι σκεφτόμαστε θα τρέχουμε να το κατοχυρώνουμε ως ιδιοκτησία μας, σαν να είναι κάποιο ακίνητο». «Ομολογώ πως ακόμα δε μπορώ να σε καταλάβω». «Πόσες ανακαλύψεις περί φυσικών νόμων έγιναν κατά την αναγέννηση, οι οποίοι νόμοι ήταν γνωστοί και καταγεγραμμένοι από αρχαίους έλληνες συγγραφείς;» «Πολλές».
82
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Έμειναν όμως στην ιστορία ως ανακαλύψεις των επιστημόνων της αναγέννησης. Γεια πες τώρα, πριν τους διατυπώσουν, αυτοί οι νόμοι δεν υπήρχαν;» «Φυσικά κι υπήρχαν». «Άρα, έχει νόημα να τους αποδίδουμε σε κάποιο συγκεκριμένο άνθρωπο; Δεν είναι η ίδια η γνώση αυτό που μετράει περισσότερο; Και ποιος μου εγγυάται, άλλωστε, ότι κι οι αρχαίοι αυτοί Έλληνες σοφοί δεν πήραν τη γνώση από κάποιον άλλον αρχαιότερο επιστήμονα, τον οποίο δεν αναφέρουν!» «Αν κατάλαβα καλά, θέλεις να καταλήξεις στο ότι η γνώση πρέπει να είναι κοινή για όλους». «Ακριβώς. Όχι μόνο να είναι κοινή, αλλά και προσβάσιμη σε όλους. Η γνώση πρέπει να είναι εκλαϊκευμένη, ώστε να γίνεται κατανοητή απ’ όλους κι όχι ν’ απευθύνεται στους λίγους. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει να οδηγηθούμε στο αντίθετο άκρο της υπεραπλούστευσης ή, ακόμα χειρότερα, του εκφυλισμού της». «Δάσκαλε καλά τα λες, αλλά θέλω να σου θέσω ένα ερώτημα. Αν εσύ διατυπώσεις μια θεωρία και τη θέσεις στη διάθεση της ανθρωπότητας, χωρίς να διεκδικείς την ιδιοκτησία της και κάποιος επιτήδειος τη σφετεριστεί, τότε δε θα σε πειράξει;» «Χαίρομαι για το ερώτημά σου. Φυσικά και θα με πληγώσει το γεγονός αυτό. Όχι όμως επειδή δε θ’ αναγνωριστώ ως ο εμπνευστής της, αλλά επειδή αυτός ο άλλος θα την προβάλλει σαν ιδιοκτησία του, ενώ εγώ διατείνομαι ότι η γνώση πρέπει να υπάγεται σε καθεστώς κοινοκτημοσύνης. Αυτή η περίπτωση που ανέφερες, έχει να κάνει, πλέον, με την ηθική του συγκεκριμένου ατόμου, ο οποίος, ουσιαστικά, πράττει μια ατιμία κι αν θα πρέπει να τιμωρηθεί, θα είναι για ανηθικότητα κι όχι για σφετερισμό.
83
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
»Ένας άλλος λόγος που με κάνει ν’ απορρίπτω την ιδέα της πνευματικής ιδιοκτησίας, όσον αφορά στη γνώση, είναι ότι πιστεύω πως υπάρχει ένας κοινός νους, του οποίου όλοι εμείς οι άνθρωποι αποτελούμε τμήματά του. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να βάζει τ’ όνομά του κάτω από μια θεωρία, τη στιγμή που υπάρχει ένα μόνο μυαλό κοινό για όλους! Είμαι σίγουρος ότι θα έχει τύχει στη διάρκεια της ζωής σου ν’ ακούσεις κάτι από κάποιον άλλον, οτιδήποτε κι αν αυτό αφορά, το οποίο πρωτύτερα το είχες σκεφτεί κι εσύ χωρίς, ωστόσο, να το έχεις πει σε κανέναν. Πώς το εξηγείς αυτό! Εμένα με οδηγεί πάλι στο συμπέρασμα της ύπαρξης του κοινού νου. Κάτι που σκέφτεσαι αυτήν τη στιγμή, μπορεί να το σκέφτονται ταυτόχρονα άλλοι εκατό άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη. Κάποιος δεσμός πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στις εκατό αυτές σκέψεις». «Και τι γίνεται με τη περίπτωση που κάποιος ανακαλύψει μια συσκευή και θέλει να την κατοχυρώσει;» «Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με κατοχύρωση αντικειμένου όχι γνώσης. Για παράδειγμα, κατοχυρώνεται η μηχανή ατμού όχι η ιδιότητα που έχει η θερμική δύναμη να μετατρέπεται σε κινητική μέσω του ατμού, πάνω στην οποία βασίζεται η κατασκευή της». Είχα μπερδευτεί λίγο με τον πολύπλευρο και πολύπλοκο συλλογισμό του, αλλά μάλλον φαινόταν να έχει κάποιο δίκιο. Ποια γνώση, άλλωστε, είναι πραγματικά πρωτότυπη! Οτιδήποτε λέμε βασίζεται σε προηγούμενες γνώσεις κι εμπειρίες. Πιο σωστό θα ήταν ν’ αναφέρουμε ως πηγές μας όλα τα βιβλία που έχουμε διαβάσει, ακόμα κι αν εκ πρώτης ματιάς φαίνονται να μην έχουν άμεση σχέση, αφού απ’ όλα αυτά είναι που διαμορφώνουμε τις απόψεις μας. «Η μόνη λογική που βρίσκω στο ν’ αναφέρουμε τα ονόματα των πηγών, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες, είναι καθαρά για λόγους πρακτικούς, ώστε όσοι επιθυμούν να 84
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
μελετήσουν εκτενέστερα το θέμα με το οποίο καταπιανόμαστε, να ξέρουν προς τα που να στραφούν για περισσότερες πληροφορίες, αλλά κι οι μεταγενέστερες γενιές να γνωρίζουν ποιοι άνθρωποι είχαν ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο». «Μίλησες προηγουμένως για κατακερματισμό της γνώσης. Τι έχεις να πεις για τη τάση της εξειδίκευσης των επιστημών και των επαγγελμάτων;» «Έχω να πω ότι η γνώση δεν είναι μόνο κοινή, αλλά ενιαία κι αδιαίρετη. Δεν καλύπτει η μια επιστήμη τον τομέα της άλλης, αλλά όλες μαζί έχουν σημεία τομής αναμεταξύ τους, αποτελώντας ένα είδος πολύπλοκης αλυσίδας. Η τάση της εξειδίκευσης μας εξαναγκάζει να επικεντρωνόμαστε σ’ έναν μόνο από αυτούς τους κρίκους, αγνοώντας τις συνδέσεις με τους υπόλοιπους, πράγμα που δεν το θεωρώ σωστό γιατί είναι σαν ν’ αφήνεις κενά στη γνώση». «Ναι, αλλά με κάθε καινούρια ανακάλυψη οι κρίκοι γίνονται περισσότεροι και μεγαλύτεροι. Δε νομίζεις ότι αυτό προκαλεί μια πρακτική δυσκολία;» «Σαφέστατα. Η γνώση είναι ατέρμονη και συνεχώς θα τείνει ν’ αυξάνεται, οπότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει όλο της το φάσμα στη σύντομη ζωή του. Είναι περισσότερο πρακτική ανάγκη να εξειδικευτεί και να γίνει όσο μπορεί καλύτερος σ’ ένα μόνο πεδίο της. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να έρθει σ’ επαφή και να γνωρίσει κι άλλες επιστήμες. Αυτό θα τον βοηθούσε να κατανοήσει καλύτερα τη δική του». Αν κάποιος ήθελε να προκαλέσει στον εαυτό του ερωτήματα και θεωρητικές αναζητήσεις, μια κουβεντούλα με το δάσκαλο ήταν ό,τι έπρεπε. Είχε μια μοναδική ικανότητα να σου εμπνέει το συλλογισμό, μετατρέποντας και τα πιο πολύπλοκα θέματα σε απλές καθημερινές συζητήσεις. Ίσως να είναι και το μέρος που σε προδιαθέτει για πνευματική σκαπάνη. Είναι αλήθεια 85
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
πως εκεί πάνω, σε άμεση επαφή με τη φύση, είσαι απόλυτα χαλαρός, απαλλαγμένος από το άγχος και τις περιττές σκοτούρες, έχοντας έτσι στη διάθεσή σου αρκετό χρόνο για να τον εκμεταλλευτείς δημιουργικά. Το ερώτημα είναι, αν θα μπορούσαμε εμείς, τα τέκνα της πόλης, να ζήσουμε στην ύπαιθρο, αλλά μάλλον έχουμε εθιστεί στο τσιμέντο και στη μόλυνση. Το κακό είναι ότι ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς. Με το δάσκαλο περάσαμε όλη την ημέρα μαζί, κάνοντας αρκετές συζητήσεις περί γνώσεως κι όχι μόνο. Φυσικά, δε παραλείψαμε και τις βιολογικές μας ανάγκες κι επιδοθήκαμε, επίσης, στην κατανάλωση τοπικών εδεσμάτων και κρασιού. Το βράδυ αποχωριστήκαμε, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για την επόμενη μέρα.
Είχαν περάσει πέντε ώρες που η νύχτα είχε παραχωρήσει τη θέση της στη μέρα κι εγώ με το δάσκαλο βρισκόμασταν στο στέκι μας. Καθώς συζητούσαμε, η ματιά μου στάθηκε πάνω στο γέροντα που καθόταν μοναχός του σ’ ένα τραπέζι στην άκρη του δρόμου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα. Τον είχα δει και την προηγούμενη μέρα, αλλά και στο προηγούμενό μου ταξίδι στο Πήλιο. Καθόταν πάντα στην ίδια θέση και διατηρώντας την ίδια στάση. Σου έδινε την εντύπωση ότι τόσον καιρό δεν είχε κουνηθεί καθόλου, σαν να τον είχαν βαλσαμώσει, λες κι ήταν διατηρητέο μνημείο της περιοχής: ¨ο παραδοσιακός γέροντας του Πηλίου¨. Τα σημάδια του χρόνου ήταν εμφανή στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο με τα πυκνά λευκά φρύδια. Τα λιγοστά μαλλιά που διέθετε στο κεφάλι του, τα κάλυπτε με μια μαύρη τραγιάσκα. Το βλέμμα του ήταν θλιμμένο, σχεδόν κλαμένο και πάντα στραμμένο στον ορίζοντα του δρόμου σαν κάτι ή κάποιον να περίμενε να έρθει. «Δάσκαλε, τι συμβαίνει με τον παππού;» 86
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Γύρισε το κεφάλι του να δει για ποιον παππού τον ρωτούσα. «Α! Ο μπάρμπα-Θόδωρος; Μεγάλη ιστορία και λυπητερή». «Έχω αρκετό χρόνο, μέχρι να φύγει το λεωφορείο για την Αθήνα». «Απ’ ότι καταλαβαίνω, θέλεις να την ακούσεις». «Πάραυτα». «Καλύτερα να πας να σου τη διηγηθεί ο ίδιος». «Δεν θα ενοχληθεί; Ούτε καν γνωριζόμαστε». «Καθόλου. Μάλιστα, θέλει να τη διηγείται συνεχώς, γιατί όπως λέει τον βοηθάει να μην ξεχνάει. Θέλει να θυμάται και την παραμικρή λεπτομέρεια. Μη διστάζεις λοιπόν να πάς. Εγώ θα πάω στο σπίτι κι όταν τελειώσεις έλα να γευματίσουμε παρέα». Οπλίστηκα με θάρρος, πήρα το φλιτζάνι με τον καφέ μου και πλησίασα το γέροντα. «Καλημέρα κύριε Θοδωρή. Μπορώ να καθίσω;» Έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του. Τα χέρια του ήταν απασχολημένα με το μέτρημα των χαντρών του κομπολογιού, αποδεσμεύοντας πού και πού το ένα από τα δύο για να ρουφήξει μια γουλιά ούζο. Με κοίταξε στα μάτια, ήξερε το λόγο που είχα καθίσει κοντά του. Χωρίς να πει κάποια άλλη κουβέντα, ξεκίνησε να διηγείται την ιστορία του. Θα έχεις ακούσει, φυσικά, που λένε ότι το κακό μεγαλώνει από το φόβο μας γι’ αυτό! Κι ότι το φόβο μας πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε, αλλιώς μεγαλώνει και τελικά μας κατατρώγει! Αναρωτιέμαι μήπως, τελικά, ο ίδιος μας ο φόβος είναι το κακό. Εμένα, ο μεγαλύτερος φόβος της ζωής μου ήταν η μοναξιά. Από μικρό παιδί απέφευγα να μένω μόνος μου για πολύ ώρα. Δεν ξέρω γιατί μου συνέβαινε αυτό και που οφειλόταν, αλλά 87
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
είχε ως αποτέλεσμα να νιώθω πάντα το αίσθημα της εξάρτησης από άλλα άτομα. Όχι πως δεν έχουμε την ανάγκη των συνανθρώπων μας, άλλωστε γι’ αυτό δημιουργήσαμε και τις κοινωνίες, αλλά πολλές φορές πρέπει ν’ αντιμετωπίζουμε κάποιες καταστάσεις μοναχοί μας, βασιζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις. Εγώ, αυτές τις δυνάμεις δεν τις ανέπτυξα αρκετά και το κακό ήταν διπλό. Από τη μία δε μπορούσα τη μοναξιά κι από την άλλη δεν είχα την πυγμή να επιβληθώ στους συνανθρώπους μου και ν’ αντιπαρέλθω τις αντιξοότητες της ζωής, στον πολιτισμό που ζούμε. Ήμουν ένα ταπεινό και φοβισμένο πλάσμα και πάντα αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσα να επιβιώσω σ’ έναν κόσμο που δεν είχε φτιαχτεί για ανθρώπους σαν κι εμένα. Η πολιτισμένη κοινωνία μας μου φάνταζε σαν ζούγκλα, με του ανθρώπους έτοιμους, ωσάν θηρία, να κατασπαράξουν άλλους ανθρώπους, μόνο και μόνο για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα παραπάνω. Παρατηρούσα την ανηθικότητα και την υποταγή στα ευτελή πάθη και τις υλικές απολαύσεις και συλλογιζόμουν μήπως ήμουν εγώ αυτός που είχε το πρόβλημα και τα έβλεπα όλα αυτά ανούσια και μάταια. Η μόνη παρηγοριά μου ήταν η μελέτη. Διάβαζα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν το έκανα μόνο από αγάπη για τη γνώση, το έκανα κι από δειλία. Κρυβόμουν πίσω από της σελίδες των βιβλίων, έβρισκα καταφύγιο και παρηγοριά μέσα στις γραμμές των συγγραμμάτων, σ’ έναν κόσμο που έφτιαχνα με τη φαντασία μου κι ήταν αποκλειστικά δικός μου, ειδικά διαμορφωμένος για μένα. Μέσα στο σκοτάδι που προκαλούσε στη ζωή μου αυτή η απογοήτευση, ήρθε ν’ ανάψει ένα αστέρι και να μου χαρίσει το φως του. Ήταν το δικό μου παραμύθι κι ο μοναδικός μου 88
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
δεσμός με την πραγματικότητα. Τα μάτια της Εύας ήταν για μένα οι φανοί που μου φώτιζαν το δρόμο, ήταν η πυξίδα που μου έδειχνε την πορεία που έπρεπε να χαράξω στη ζωή. Η πρώτη μας γνωριμία είχε γίνει στο σχολείο. Τέσσερα χρόνια στο δημοτικό και δε θυμάμαι να είχαμε ανταλλάξει κουβέντα. Εκείνη, ήταν ζωηρό κορίτσι κι έκανε παρέα με όλο το σχολείο. Όχι, βέβαια, ότι ήμασταν και πολλά παιδιά! Ήταν πρώτη στα παιχνίδια και στις φάρσες. Φυσικά, εγώ δεν τολμούσα να την πλησιάσω ούτε πίστευα ότι γνώριζε καν την ύπαρξή μου.
Το πρόβλημα των μαθηματικών, που μας είχε βάλει για το σπίτι ο δάσκαλος, ήταν σωστή σπαζοκεφαλιά. Ως αμελής μαθητής που ήμουν, δεν το είχα μελετήσει και πάλευα να βρω τη λύση την ώρα του διαλείμματος πριν το μάθημα. «Τι γίνεται, Θοδωρή; Ακόμα με αυτήν την άσκηση παιδεύεσαι;» Δεν τόλμησα καν να γυρίσω να κοιτάξω. «Μάλλον έκανα λάθος», σκέφτηκα, «δεν πρέπει να είναι η φωνή της αυτή. Τα μαθηματικά θα μου έχουν προκαλέσει παραισθήσεις». «Λοιπόν, Θοδωρή! Θες βοήθεια;» Ήταν απίστευτο! Βρισκόταν εκεί, δίπλα μου και μου προσέφερε τη βοήθειά της. Το κορμί μου είχε παραλύσει τόσο πολύ που νόμιζα ότι δε θα μπορούσα να συγκρατήσω τα ούρα μου και θα γινόμουν περίγελος σε όλη την τάξη, καταστρέφοντας την ευκαιρία να μιλήσω μαζί της. Προσπάθησα να δείξω ψυχραιμία κι ανασυγκρότησα τις δυνάμεις μου. «Θοδωρή με λένε». «Γιατί, εγώ πώς σε είπα; Μέγα Αλέξανδρο;» 89
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Γέλασε με την αμηχανία μου κι εγώ συνειδητοποίησα τη χαζομάρα που είχα πει. Χωρίς να πει τίποτε άλλο, πήρε από τα χέρια μου το τετράδιο και με συνοπτικές διαδικασίες έδωσε τέλος στο βάσανό μου για τη συγκεκριμένη εκείνη μέρα, αποτρέποντας και την επερχόμενη προσβολή, από το δάσκαλο, για την αμέλειά μου. Με την Εύα γίναμε φίλοι κι ήταν πάντα δίπλα μου να με στηρίζει στις δύσκολες στιγμές και να μου παρέχει τη βοήθειά της. Ήταν κάπως περίεργο και δεν μπορούσα να το ερμηνεύσω, αλλά στη σκέψη της και μόνο με πλημμύριζε μια δύναμη που μ’ έκανε να νιώθω πως μπορώ να καταφέρω τα πάντα. Χρόνο με το χρόνο την ερωτευόμουν όλο και περισσότερο. Χρόνο με το χρόνο, όμως, σιωπούσα και πιο πολύ. Ήταν ένας έρωτας αγνός, ένα συναίσθημα που αναζητούσε πρώτα απ’ όλα τη συντροφιά, την αγάπη και τη φιλία. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που είχαμε τελειώσει το σχολείο. Καθόμασταν εδώ, θυμάμαι, σ’ αυτό το σημείο που βρισκόμαστε τώρα. Τότε δεν υπήρχε αυτό το καφενείο, η βλάστηση ήταν πιο πυκνή και το ποτάμι είχε περισσότερο νερό. Εδώ ήταν που με κοίταξε στα μάτια, έσκυψε και με φίλησε γλυκά στα χείλη. «Θοδωρή, εσύ είσαι ο άντρας που θα παντρευτώ. Θέλω να μείνω κοντά σου για πάντα». Το είπε έτσι, χωρίς να της πω ή να της δείξω τίποτε. Ποτέ δεν είχα μιλήσει για τα συναισθήματα που έτρεφα για εκείνη. Μα, πώς ήταν δυνατόν εκείνη κι εγώ μαζί! Ήμασταν δυο άνθρωποι τελείως αντίθετοι. Τι μπορεί να είχε βρει σ’ εμένα που τη γοήτευσε! Δεν τη ρώτησα τίποτε απ’ όλα αυτά. Δέχτηκα το δώρο της τύχης και πιάστηκα από πάνω της, σαν να ήταν η σανίδα σωτηρίας μου στο πέλαγος που λέγεται κοινωνία.
90
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Αυτό ήταν όμως και το λάθος μου. Η ύπαρξή μου εξαρτιόταν από την Εύα. Δεν έκανα καμία προσπάθεια να σταθώ όρθιος με τις δικές μου δυνάμεις. Πίστευα, βλέπεις, ότι θα ήμασταν για πάντα μαζί. Έτσι, δεν πάλεψα με το φόβο μου κι αυτό σήμαινε αυτομάτως ότι με είχε νικήσει. Κι επειδή ο ίδιος μας ο φόβος, τελικά, προκαλεί το κακό………
………1941! Οι Γερμανοί κατακτητές είχαν εισβάλλει στη χώρα μας. Ναι, ήμουν άνθρωπος χωρίς περισσό θάρρος, όμως στον πόλεμο έδειξα απαράμιλλη ρώμη. Μπροστά στον εθνικό κίνδυνο πολέμησα για ιδανικά ανώτερα όπως πατρίδα, ελευθερία. Δε φοβήθηκα το θάνατο, ίσως επειδή φοβόμουν περισσότερο τη ζωή, αλλά κι επειδή έπρεπε να προστατέψω εκείνη. Δεν ήθελα να γνωρίσει τη σκλαβιά και τη δυστυχία του πολέμου κι αυτό μου έδινε ακόμα πιο πολύ θάρρος. Δυστυχώς, δεν αντέξαμε στην πίεση των Γερμανών και γυρίσαμε πίσω ταπεινωμένοι από την ήττα, με τη φλόγα του αγώνα όμως να παραμένει άσβεστη μέσα στις καρδιές μας. Είδα πολλούς συμπατριώτες μας να χάνονται, άλλους να σφαδάζουν από τους πόνους των τραυμάτων, άλλους να παρακαλούν να μην τους κόψουν τα χέρια ή τα πόδια. Ανάμεσα στους τελευταίους ήμουν κι εγώ. Έχασα το δεξί μου πόδι, από το γόνατο και κάτω, από την έκρηξη μιας χειροβομβίδας. Γύρισα στο σπίτι μου μ’ ένα ξύλινο πόδι, ένα μπαστούνι και πολλές επαχθείς αναμνήσεις. Η Εύα με υποδέχτηκε σαν να ήμουν ο ήρωάς της. Ευχαρίστησε το θεό που είχα επιστρέψει ζωντανός και με περιποιήθηκε με ζήλο.
Ήμασταν κι οι δύο σιωπηλοί, κοιταζόμασταν στα μάτια και καταλαβαίναμε ο ένας τη θλίψη του άλλου για τη δυσμενή
91
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
κατάσταση στην οποία βρισκόταν το έθνος. Ήταν ένα βράδυ, τρεις μήνες μετά το γυρισμό μου από το μέτωπο, που είχαμε καθίσει στο τραπέζι να φάμε, όταν πήρε την πρωτοβουλία ν’ ανοίξει μια συζήτηση. «Πώς τα βλέπεις, άντρα μου, τα πράγματα;» «Δύσκολα, πολύ δύσκολα. Αν λυγίσουν κι η Αγγλία με τη Ρωσία, είμαστε τελειωτικά χαμένοι». «Άκουσα ότι ετοιμάζουν αντιστασιακές οργανώσεις». «Ναι, το ξέρω. Τώρα όμως, έτσι χωλός που είμαι, δε νομίζω πως μπορώ να προσφέρω και πολλά». «Μου πρότειναν να συμμετάσχω κι εγώ». Πετάχτηκα αλλόφρονας από τη θέση μου. «Δε πιστεύω να τους απάντησες θετικά!» Το βλέμμα της αποτραβήχτηκε απότομα από πάνω μου. Κατάλαβα ότι είχε δεχθεί την πρόταση που της είχαν κάνει. Έτρεξα κοντά της, τρέμοντας από το φόβο και την αγωνία μου και την αγκάλιασα σφιχτά. «Σε παρακαλώ, δε θέλω να πάθεις κάτι. Αν σου συμβεί κάτι κακό δε θα το αντέξω». «Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ. Είμαι η γυναικούλα σου και θα σε φροντίζω πάντοτε, όπως όταν ήμασταν παιδιά». Μου χαμογέλασε γλυκά και με φίλησε στο μάγουλο. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι θα την έχανα. Ήταν δυναμική γυναίκα και θαρραλέα, δεν υπήρχε περίπτωση να την αποτρέψω από την απόφασή της. «Άλλωστε, Θοδωρή, δεν πρόκειται να φύγω από το χωριό ή από το σπίτι. Ό,τι βοήθεια χρειάζονται στην οργάνωση θα τους την παρέχω από εδώ. Θα συντάσσω επιστολές, θα κρύβω σημαντικά έγγραφα κι αν χρειαστεί θα προσφέρουμε καταφύγιο σε κανέναν κυνηγημένο. Σε ό,τι κάνω θα με βοηθάς 92
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
κι εσύ, δε θ’ αποχωριστούμε στιγμή. Να δεις, θα τα καταφέρουμε». Ήταν Νοέμβριος του 1943. Τρεις μήνες νωρίτερα, είχε έρθει καινούριος λοχαγός στη φρουρά που είχε εγκατασταθεί στο χωριό μας. Τ’ όνομά του ήταν Φριγκς. Είχε πολεμήσει με τα στρατεύματα που, αφού με τόση άνεση κατέστησαν άχρηστη την περίφημη γραμμή Μαζινό, είχαν κατακτήσει τη Γαλλία. Είχε παρασημοφορηθεί από τον ίδιο το Χίτλερ για την ανδρεία που είχε επιδείξει κι η μετάθεσή του εδώ ήταν μάλλον κάτι σαν δώρο διακοπών. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζα! Είχε αποσταλεί στα μέρη μας με ειδική αποστολή να εξαρθρώσει αντιστασιακές οργανώσεις. Είχαν συλλέξει αρκετές πληροφορίες και γνώριζαν πολλά περισσότερα απ’ όσα άφηναν να εννοηθούν. Ήξεραν καλά ότι κάποιες από αυτές τις οργανώσεις είχαν τ’ αρχηγία τους στις γύρω περιοχές. Για εμένα, είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, από τότε που είχε πατήσει το καταραμένο του πόδι στο χωριό, χωρίς όμως να το ξέρω.
Η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία, είχε χάσει πολύ αίμα, τον βοήθησα να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Η Εύα, έπλυνε το τραύμα του και το έδεσε μ’ έναν πρόχειρο επίδεσμο. «Τι συνέβη Νίκο;» «Τι λες να έγινε! Κάποιος ¨εφιάλτης¨ προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τους ¨φουκαράδες¨ τους Γερμανούς που πασχίζουν για την ειρήνη κι εμείς οι αχάριστοι θέλουμε να τη διαταράξουμε». «Οι άλλοι;» «Είχαν ήδη φύγει από το σπίτι μου. Κι εγώ, όταν είδα τη διμοιρία τους να έρχεται, πήδηξα από το παράθυρο κι έτσι έσκισα το μηρό μου σ’ ένα κομμένο σίδερο». 93
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Σε είδαν να έρχεσαι εδώ;» «Δε νομίζω». Όση ώρα μιλούσε με την Εύα, εγώ είχα βγει έξω να κοιτάξω για κάποια ύποπτη κίνηση. Ησυχία, το πεδίο ήταν ελεύθερο. «Απόψε θα μείνεις εδώ. Αύριο, όμως, πρέπει να σε μεταφέρουμε κάπου αλλού, γιατί εδώ δεν είσαι ασφαλής. Τον τελευταίο καιρό περνάνε συχνά και κάνουν επιθεωρήσεις. Μάλλον, κάτι θα έχουν υποψιαστεί». «Εντάξει Θοδωρή. Σ’ ευχαριστώ για όλα».
Ο εκκωφαντικός θόρυβος από το σπάσιμο της ξύλινης πόρτας μ’ έκανε να πεταχτώ ταραγμένος από το κρεβάτι. Οι άγριες φωνές τους τάραξαν τα σκυλιά στην αυλή που γάβγιζαν τρομαγμένα. Ήταν ο Φρίγκς κι οι παλικαράδες του που με το θράσος του κατακτητή νόμιζαν ότι μπορούσαν να παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή των άλλων ανθρώπων. Άρχισαν ν’ ανακατεύουν το σπίτι, προσπαθώντας να βρουν οτιδήποτε θα μπορούσε ν’ αποτελέσει απειλή για την αυτοκρατορία τους. Μια αυτοκρατορία που βρισκόταν μόνο στο νοσηρό τους μυαλό και στην αλαζονεία τους. Η Εύα κι εγώ προσπαθήσαμε να τους σταματήσουμε, αλλά μας ακινητοποίησαν αμέσως. Ο Φρίγκς μας πλησίασε μαζί με το μεταφραστή του. «Εχθές κάναμε έφοδο σ’ ένα σπίτι στο οποίο, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, ήταν συγκεντρωμένοι αντιστασιακοί. Όταν καταφθάσαμε βρισκόταν εκεί μόνο ένας από αυτούς, αλλά κατάφερε να ξεφύγει. Μήπως βρίσκεται εδώ μέσα;» Ο Νικόλας, προφανώς, τους είχε αντιληφθεί νωρίς και είχε προλάβει να δραπετεύσει από την πίσω πόρτα. «Όχι, δεν υπάρχει κανείς άλλος εδώ μέσα εκτός από εμάς. Ούτε έχει περάσει κανείς τις τελευταίες μέρες».
94
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ο Φρίγκς κοίταξε το κρεβάτι που βρισκόταν στο χώρο εκείνο, το οποίο είχαμε παραχωρήσει στο Νίκο. Ήταν εμφανή τα σημάδια ότι είχε χρησιμοποιηθεί και ξεχώριζαν κάποια ίχνη αίματος που είχαν διατηρήσει ακόμα έντονο το κοκκινωπό χρώμα, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι ήταν φρέσκα. Δε χρειαζόταν κι ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβει ότι του λέγαμε ψέματα. «Ώστε, δεν πέρασε κανείς από εδώ, ε!» Μ’ ένα νεύμα του, ο στρατιώτης που κρατούσε την Εύα την έσυρε προς την εξώπορτα. Έκανα κίνηση να τους σταματήσω, ξεφεύγοντας από τα χέρια του στρατιώτη που κρατούσε εμένα. Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα κι ένιωσα το κοντάκιο ενός τυφεκίου να πέφτει με δύναμη στο πρόσωπό μου. Η Εύα φώναξε τρομαγμένη τ’ όνομά μου. Με μια κίνηση του χεριού μου την καθησύχασα ότι ήμουν εντάξει. «Όταν αποφασίσετε να μιλήσετε, τότε θα ξαναβρεθείτε». Ήταν τα τελευταία σκληρά λόγια του Φρίγκς. Πήρε μαζί του τη γυναίκα μου, γιατί πίστευε ότι αν τη βασάνιζε θα λύγιζε πιο εύκολα ή ότι στην προσπάθειά μου να την προστατεύσω, θα λύγιζα εγώ. Έπεσε και στα δύο έξω. Η Εύα ήταν δυνατή γυναίκα και δε θα πρόδιδε με τίποτε τις αξίες της. Όσο για μένα, και να ήθελα να μιλήσω, μ’ ένα βλέμμα της την ώρα που την έπαιρναν από το σπίτι, μου δήλωνε ξεκάθαρα ότι αν το έπραττα, τότε θα ήταν που θα την έχανα στα σίγουρα. Τουλάχιστον όμως θα ζούσε……… Το δίλημμά μου ήταν μεγάλο. Από τη μία η πατρίδα κι από την άλλη ο λόγος που είχα για να ζω. Το βάσανο ήταν αβάσταχτο. Για δύο μερόνυχτα δεν είχα κλείσει μάτι. Ένιωθα το μαστίγιο, που σφυρίζοντας έπεφτε πάνω στο κορμί της, να ξεσκίζει τη δική μου σάρκα. Αλλά δεν έπρεπε να μιλήσω,
95
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
έπρεπε να φανώ υπάκουος στη θέλησή της κι αντάξιος της γενναιότητάς της. Τρεις μέρες μετά τη σύλληψή της, το μαρτύριό της τελείωσε. Ξεψύχησε αλυσοδεμένη σ’ ένα κελί, υποκύπτοντας στα τραύματα των ανελέητων βασανιστηρίων που της έκαναν. Ο χαμός της ήταν ακόμα πιο άδικος, αφού ο Νικόλας πιάστηκε σ’ ένα μπλόκο της γερμανικής φρουράς κι ένα μήνα αργότερα τον εκτέλεσαν. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν ασχολήθηκαν ξανά μαζί μου. Όσο για μένα, τότε ήταν που το δικό μου μαρτύριο έγινε ακόμα πιο μεγάλο και θα συνεχίζεται μέχρι να πεθάνω. Ο χειρότερός μου εφιάλτης πήρε σάρκα κι οστά. Ξαφνικά έμεινα ολομόναχος, σ’ ένα κόσμο που δεν είχε νόημα χωρίς την Εύα. Κι όλα αυτά επειδή κάποιος παλαβός αποφάσισε ότι ο πόλεμος ήταν το μέσο για να φέρει την ειρήνη στην ανθρωπότητα. Μίσησα τα πάντα και τους πάντες. Η κουβέντες μου ήταν και είναι λιγοστές και βγαίνουν με δυσκολία. Ακόμα κι αν ήθελα να μιλήσω, αυτός ο πόνος κι η μελαγχολία δένουν κόμπο το λαιμό μου και δεν μπορώ ν’ αρθρώσω λέξη. Πνίγομαι μέσα σε βαριές ανάσες και λυγμούς. Μόνο όταν λέω την ιστορία μου τα λόγια βγαίνουν από μόνα τους, μηχανικά, γιατί έτσι φέρνω στο μυαλό μου την Εύα και νιώθω πιο κοντά της. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τη μοναξιά, να μην έχεις κάποιον να μοιραστείς την αγάπη σου, τις λύπες σου και τις χαρές σου. Από τότε που την έχασα, μόνο η αναπνοή μου δηλώνει ότι βρίσκομαι στη ζωή, γιατί κατά τ’ άλλα, απλά, υπάρχω. Υπάρχω χωρίς αισθήματα, χωρίς λογικό, παρά μόνο για να περιμένω την ώρα που θα βρεθώ και πάλι κοντά της. Δεν ανήκω σε αυτόν το κόσμο, δεν έχω σε ποιον να στηριχτώ, σε ποιον να πω τον πόνο μου. Ούτε καν η ανάγκη της αυτοσυντήρησης δε μ’ έκανε να μπλεχτώ στα παραγωγικά γρανάζια του πολιτισμού μας. Άλλωστε, για ποιον να δουλεύω και ν’ αγωνίζομαι, αφού στον εαυτό μου δε δίνω καμία 96
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
σημασία! Αρκούμε στα λιγοστά χρήματα από την αναπηρική σύνταξη που μου προσφέρει το κράτος. Μια άδικη ανταλλαγή, αν σκεφτείς ότι εγώ τους προσέφερα ό,τι άξιζε για μένα περισσότερο, τη γυναίκα μου. Από τότε, η μόνη μου ασχολία είναι να έρχομαι εδώ, σε αυτό το μέρος, πριν ακόμα γίνει ο καφενές, εδώ που για πρώτη φορά φιληθήκαμε. Εδώ κάθομαι κι ατενίζω το δρόμο, πιστεύοντας ότι από ώρα σε ώρα οι Γερμανοί θα την αφήσουν ελεύθερη και θα τρέξει στην αγκαλιά μου κι εγώ θα τη σφίξω και δε θα την αφήσω να φύγει ξανά. Όμως, μόνο περιμένω. Το μόνο που έχω από εκείνη, είναι αυτό το ασημένιο μενταγιόν με τη φωτογραφία της και κοιτάζω μια το πρόσωπό της και μια το δρόμο. Και περιμένω………….
Μου έδωσε το μενταγιόν και το κράτησα στο χέρι μου. Ήταν, πράγματι, πολύ όμορφη γυναίκα. Στο πίσω μέρος του, ήταν χαραγμένο τ’ όνομα και το επώνυμό της. «Τ’ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΤΗΣ!» Το μυαλό μου κόντεψε να χάσει το λογικό του. Μια εντελώς τρελή σκέψη πέρασε από το κεφάλι μου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, υποταγμένη σ’ ένα αίσθημα αγωνίας αλλά κι ελπίδας. Έδωσα γρήγορα το μενταγιόν πίσω στο γέροντα κι έφυγα τρέχοντας για το ξενοδοχείο. Δεν είχα άμεση επαφή με την πραγματικότητα, οι κινήσεις μου ήταν μηχανικές και βιαστικές. Το ταξίδι της επιστροφής μου φάνηκε σαν μια στιγμή στο χρόνο. Είχα φύγει νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζα και το δάσκαλο δεν τον είχα πάρει ούτε ένα τηλέφωνο, παρά μόνο μετά από δύο μέρες για να του ζητήσω συγγνώμη που δεν είχα περάσει από το σπίτι του και που δεν τον είχα χαιρετήσει. 97
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Οι συνειρμοί που έκανα στο μυαλό μου ξεπερνούσαν κάθε φαντασία, έπρεπε να βεβαιωθώ. Όταν γύριζα το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού μου, ολόκληρο το διήμερο στο Πήλιο μου φάνταζε σαν μια πολύ μακρινή ανάμνηση. Όλη μου η σκέψη βρισκόταν μόνο σ’ ένα πράγμα…………
98
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Το τέλειο στη φύση δεν είναι η τελειότητά της, αλλά η δυνατότητά της να φθάσει στην τελειότητα¨
99
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Πέταξα τη βαλίτσα κι έτρεξα γρήγορα στο υπνοδωμάτιό μου. Άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου και με χέρια που έτρεμαν έπιασα το δαχτυλίδι που μου είχε χαρίσει η Σοφία. Η απογοήτευση δεν άργησε να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό μου και κάθισα σκεπτικός στο κρεβάτι. Είχα πιστέψει ότι στο εσωτερικό μέρος του δαχτυλιδιού θα έγραφε τ’ όνομα και το επώνυμό της κι ότι μου το είχε δώσει επίτηδες για να έχω κάποιο στοιχείο, ώστε να μπορέσω να την αναζητήσω. Τι κρίμα όμως! Η εικασία μου είχε βγει λανθασμένη. Δεν υπήρχε τίποτε παρά μόνο κάτι ασήμαντοι αριθμοί. Πετάχτηκα από το κρεβάτι, καθώς μια πιο τρελή σκέψη μου καρφώθηκε στο μυαλό. «Δε μπορεί, πρέπει να είναι αυτό που φαντάζομαι». Οι αριθμοί έμοιαζαν ν’ αντιστοιχούν σε τηλεφωνικό νούμερο. Σήκωσα με αγωνία τ’ ακουστικό και σχημάτισα νευρικά το νούμερο, ενώ στα χέρια μου είχε επανέλθει το τρέμουλο της αναπτερωμένης, πλέον, ελπίδας. Δεν είχα πέσει έξω. Από την άλλη άκρη της γραμμής, απάντησε μια γλυκιά γυναικεία φωνή. Κόμπιασα, δε μου έβγαινε λέξη. Ρώτησε τρεις φορές ¨ποιος είναι¨, μέχρι οι χορδές μου να κατορθώσουν ν’ αρθρώσουν δυο σύμφωνα και τρία φωνήεντα. «Σ Ο Φ Ι Α!» Ήταν η σειρά της γυναικείας φωνής να σιγήσει για λίγα δευτερόλεπτα, σημάδι της έκπληξης που είχε νιώσει. «Αρίστο μου!…………… Γιατί άργησες να μου τηλεφωνήσεις;» Ήταν πραγματικά απίστευτο, ήταν η Σοφία. Το δαχτυλίδι είχε χαραγμένο επάνω του τον αριθμό του τηλεφώνου της κι εγώ δε είχα παρατηρήσει τίποτε τόσον καιρό. Ήθελα τόσο πολύ να την ξανασυναντήσω και δεν ήξερα ότι το μόνο που μας χώριζε ήταν μερικές απλές κινήσεις του χεριού μου. Το δαχτυλίδι εκείνο ήταν πράγματι της γιαγιάς της. Της το είχε δώσει η 100
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Σοφία, αφότου είχε χαράξει το νούμερο του τηλεφώνου της. Η γιαγιά της, αν και κυκλοφορούσε μόνη της, ξεχνούσε εύκολα τους αριθμούς. Το δαχτυλίδι ήταν ο μόνος τρόπος για να έχει το νούμερο της Σοφίας μαζί της, χωρίς το φόβο να το χάσει κι αν ποτέ το χρειαζόταν, όλο και κάποιος περαστικός θα είχε την καλοσύνη να τη βοηθήσει να το διαβάσει. Την ίδια στιγμή κανονίσαμε το μέρος που θα συναντιόμασταν. Δώσαμε ραντεβού στο σύνταγμα. Είχε βραδιάσει όταν τηλεφώνησα, αλλά δε μπορούσαμε ν’ αφήσουμε έστω κι άλλο ένα βράδυ να μας χωρίσει. Μόλις μια ώρα μετά είχαμε σταθεί ακίνητοι να μας χωρίζουν τριάντα μέτρα, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ανάμεικτα συναισθήματα αμηχανίας, αγωνίας και χαράς μας είχαν κυριεύσει. Κάναμε το πρώτο βήμα ταυτόχρονα. Την επόμενη στιγμή βρεθήκαμε σφιχτά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου να φιλιόμαστε με πάθος. Είχαμε συναντηθεί τρία χρόνια νωρίτερα στο Ναύπλιο και γνωριζόμασταν μόλις για λίγες ώρες. Κι όμως, η αντίδρασή μας εκείνη τη νύχτα ήταν σαν δύο εραστών που ήταν για χρόνια μαζί και κάποια άδικη αιτία τους είχε κρατήσει για καιρό χωριστά. Τόσο ήταν το πάθος μας. Κι οι δύο ζούσαμε για εκείνη τη στιγμή, ήταν ο κρυφός μας πόθος. Δεν ήμουν μόνο εγώ που τη σκεφτόμουν και πίστευα ότι ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Το ίδιο ένιωθε κι εκείνη. Ήταν παράλογο, αλλά συνάμα και τόσο αγνό, τόσο αληθινό που είχε αντέξει όλο αυτόν τον καιρό χωρίς τα βλέμματά μας να συναντηθούν, χωρίς τα σώματά μας να ενωθούν. Είχα κλείσει τα μάτια και βρισκόμουν σ’ έναν άλλον κόσμο. Έναν κόσμο όπου δε θα ήμουν πια μόνος, όπου δε θα ζούσα χωρίς το αγαθό του έρωτα. «Μου φαίνεται σαν όνειρο που σε κρατώ στην αγκαλιά μου. Δεν πίστευα ότι θα σε ξαναδώ».
101
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Θυμάσαι, Αρίστο μου, που σου είχα πει ότι αφήνω τη μοίρα να πλέκει τα νήματα της τύχης; Ε, πού και πού κάνω κι εγώ καμιά βελονιά. »Ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θ’ ανακάλυπτες το νούμερο και θα βρισκόμασταν και πάλι». «Φυσικά, καταλαβαίνεις ότι τώρα δεν πρόκειται ν’ αφήσω τίποτε να μας χωρίσει». ……….Λόγια! Λόγια τόσο αληθινά, μα που τόσο εύκολα τα ξεχνάμε.
Ήταν πολύ όμορφη, δε χόρταινα να την κοιτάζω. Πήγαμε σ’ ένα ήσυχο ταβερνάκι αμέσως μετά τη συνάντησή μας, είχαμε τόσα πολλά να πούμε, όχι για το παρελθόν, αλλά για το μέλλον. Μ’ ενδιέφερε να μάθω τι ένιωθε, αν κι αυτό φαίνεται από τις πράξεις μας, χωρίς να χρειάζεται να σκορπάμε άσκοπα λόγια στον αέρα. «Πες μου Σοφία! Τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να περιμένεις τόσον καιρό για το τηλεφώνημά μου; Πώς ήσουν τόσο σίγουρη ότι θα το έκανα;» «Το είδα στο βλέμμα σου. Ένιωσα κι εγώ ό,τι ένιωσες κι εσύ. Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά από ένστικτο περίμενα κι ήλπιζα να μην κάνω λάθος». «Δε σκέφτηκες ότι μπορεί να μην άξιζα τον κόπο;» «Δεν είμαι μεγάλη σε ηλικία ούτε έχω ζήσει ιδιαίτερα έντονη ζωή, αλλά έχω μάθει να ξεχωρίζω τους ανθρώπους που αξίζουν κι εσύ άξιζες, έστω και για να δεχθώ το ρίσκο της αναμονής. Έχω δει την αναλγησία και την κακία των ανθρώπων και ξέρω ότι είναι δύσκολο να βρεις ένα σύντροφο με αληθινά συναισθήματα, πάνω στον οποίο να μπορείς να στηριχτείς».
102
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Είχες κάποια ερωτική απογοήτευση που σ’ έκανε να πονέσεις βαθιά;» «Όχι, αλλά………» «Αλλά;» «Δε ξέρω αν θες ν’ ακούσεις». «Οτιδήποτε αφορά εσένα, οτιδήποτε σε απασχολεί θα είμαι κοντά σου για να το ακούω, γιατί από τώρα και για πάντα θ’ αφορά κι εμένα, θ’ απασχολεί κι εμένα». «Θα σου πω τότε μια ιστορία, όχι κάτι που έζησα εγώ, που μεγαλώνοντας μ’ έκανε ν’ αντιληφθώ αρκετά πράγματα για τη ζωή μου ως μέλος αυτής της κοινωνίας».
Ήμουν οκτώ ετών, οι γονείς μου ζούσαν ακόμα κι είχαμε ξεκινήσει για μια εκδρομή, μία από τις πολλές που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε τις Κυριακές. Του πατέρα μου του άρεσε να επισκέπτεται μέρη απόμερα με πλούσια βλάστηση. Ήθελε ν’ απολαμβάνει την ηρεμία της εξοχής. Κι εγώ τα λάτρευα εκείνα τα μέρη, γιατί μπορούσα να παίζω ανέμελα είτε μόνη μου είτε με κάποια φίλη μου που συνήθως ερχόταν μαζί μας. Εκείνη τη μέρα είχαμε πάει σ’ ένα τέτοιο μέρος. Ήταν ένα γραφικό τοπίο με πλάτανους κι ένα ρυάκι να ρέει ανάμεσά τους. Στον ορίζοντα αυτού του ρυακιού, μέχρι εκεί όπου έφτανε το βλέμμα μου από το παιδικό μου ανάστημα, στεκόταν ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι, δίνοντάς μου την αίσθηση ότι κοίταζα κάποιον πίνακα ζωγραφικής. Φυσικά, η περιέργειά μου που ήταν αντιστρόφως ανάλογη ή μάλλον δυσανάλογη με το ανάστημά μου, με ώθησε στο να πάω και να εξερευνήσω εκείνο το σπιτάκι. Πλησίασα με προσοχή, φαινόταν περιποιημένο, σημάδι ότι κάποιος κατοικούσε μόνιμα σε αυτό. Κάποιοι ήχοι ζώων έφτασαν στ’ αυτιά μου, ερχόντουσαν από το πίσω μέρος του 103
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
σπιτιού και γρήγορα διαπίστωσα ότι υπήρχε μια μικρή φάρμα, αποτελούμενη από μερικά γουρουνάκια, κατσίκες, δυο αγελάδες, λίγα πρόβατα και αρκετές κότες μαζί μ’ έναν κόκορα. Ο χώρος δεν ήταν μεγάλος, αλλά είχε μια τακτοποιημένη διαρρύθμιση, όπου το κάθε είδος ζώου είχε το δικό του χώρο. Στο σημείο όπου βρισκόντουσαν οι αγελάδες υπήρχε μια κυρία μεσήλικη, καθισμένη με την πλάτη στραμμένη προς εμένα, που επιδιδόταν στο άρμεγμά τους. Έκανα δυο βήματα, διατηρώντας απόλυτη ησυχία. «Μην κάνεις θόρυβο, γιατί θα μου τρομάξεις την αγελάδα». Ξαφνιάστηκα κι ένιωσα μια ταραχή, σαν να έκλεβα και να με είχαν πιάσει στα πράσα. Σκέφτηκα να φύγω τρέχοντας, αλλά πριν υλοποιήσω τη σκέψη μου η φωνή της με σταμάτησε. «Πλησίασε κόρη μου, μη φοβάσαι! Έλα να δεις πώς γίνεται το άρμεγμα». Απόρησα, για το πώς ήξερε ότι ήμουν παιδί και μάλιστα κορίτσι, αφού δεν είχε γυρίσει να με κοιτάξει. Η τάση μου για εξερεύνηση, όμως, ήταν πολύ δυνατή για να καθίσω να λύσω το μυστήριο. Έτσι, προχώρησα και στάθηκα δίπλα της. «Εμένα με λένε Δέσποινα, εσένα πώς σε λένε παιδί μου;» «Σοφία». «Ωραίο όνομα! Ξέρεις τι σημαίνει;» «Εμένα!» Γέλασε με την αφελή κι αυθόρμητα παιδιάστικη απάντησή μου. «Σοφία σημαίνει γνώση. »Κάθισε, σε λίγο τελειώνω και θα πάμε μέσα να σου βάλω λίγο γάλα να πιεις. Το πίνεις φαντάζομαι το γάλα, έτσι δεν είναι;»
104
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Το πίνω, σκέφτηκα, αλλά όταν βγαίνει από το μπουκάλι, όχι κατευθείαν από το στήθος της αγελάδας. Και μόνο που το έβλεπα ανακατευόταν το στομάχι μου, παρ’ όλα αυτά αποκρίθηκα καταφατικά στην προσφορά της, λες και φοβόμουν να της πω όχι. Αφού ήπια ένα ποτήρι γάλα, έχοντας μια έντονη αίσθηση βδελυγμίας, έριξα μια ματιά στο χώρο του σπιτιού. Ήταν απλό και νοικοκυρεμένο και περιείχε μόνο τ’ απολύτως απαραίτητα. «Μην ψάχνεις να βρεις κάποιον. Μόνη μου ζω». Πράγματι, είχα στο μυαλό μου αυτή την απορία. «Δε φοβάσαι;» «Πιο πολύ θα φοβόμουν άμα ζούσα στην πόλη». Δε μπόρεσα να καταλάβω και πολύ καλά τι εννοούσε. «Δε θες να κάνεις παιδιά;» Πολύ αδιάκριτη η ερώτησή μου, αλλά και πολύ μικρή η ηλικία μου για να το συνειδητοποιήσω. Εκείνη χαμογέλασε και μου απάντησε με προσήνεια. «Αρκετά ταλαιπωρήθηκα εγώ! Δεν είναι ανάγκη να φέρω κι άλλους ανθρώπους στον κόσμο, για να ταλαιπωρηθούν κι εκείνοι». «Δεν τους αγαπάς τους ανθρώπους;» «Οι άνθρωποι μ’ έχουν απογοητεύσει και δε θέλω να έχω στενές σχέσεις με κανέναν. Αγαπώ όμως την ανθρωπότητα, είμαστε ένα θαυμαστό είδος στη φύση και μας αξίζει κάτι καλύτερο. Γι’ αυτό λατρεύω τα παιδιά, παρόλο που δεν επιδιώκω ν’ αποκτήσω δικά μου. Στα μάτια τους βλέπω την ελπίδα για το μέλλον». «Τι κακό σου συνέβη κι αποφάσισες να ζήσεις μόνη σου;» «Άκουσε γλυκιά μου, δε θέλω να γεμίσω με κακές σκέψεις το μυαλουδάκι σου, γι’ αυτό δε θα σου πω τι μου συνέβη. Θα σου πω, όμως, πως πρέπει να προσπαθήσεις να γίνεις 105
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
καλύτερη από εμάς τους μεγάλους και, υποτίθεται, σοφούς. Να μην ξεχάσεις τις δικές σου αξίες και να μην τις θυσιάσεις για χάρη της κοινωνικοποίησης, μόνο και μόνο επειδή οι πολλοί είναι εναντίον τους. Αυτό που πιστεύεις εσύ καλό, τώρα που είσαι παιδί, είναι πιο κοντά στην αλήθεια, γιατί η ψυχή σου είναι ακόμα αγνή και λόγω αυτής της ψυχής είναι που ο άνθρωπος έχει έμφυτη την τάση προς το καλό. Αν δεν ξεχνούσαμε τις παιδικές μας σκέψεις όσο μεγαλώναμε και δεν επιτηδευόμασταν, ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος». «Δεν αισθάνεσαι μόνη σου εδώ στο βουνό; Δεν έχεις κανέναν ν’ αγαπάς;» Η ερώτησή μου μάλλον την τάραξε, γιατί δίστασε να μιλήσει κι έστρεψε το βλέμμα της αλλού, πνίγοντας μια αίσθηση θλίψης που ήταν έτοιμη να κυλήσει μέσα σ’ ένα δάκρυ. Προφανώς, ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν ήθελε να κάνει παιδιά. Η απάντηση που μου είχε δώσει προηγουμένως, μάλλον ήταν μια ασυναίσθητη έκρηξη θυμού. «Είχα κάποτε κι εγώ κάποιον ν’ αγαπάω και να μ’ αγαπάει, αλλά η μοίρα δεν είχε γράψει το μέλλον και με τους δυο μας μαζί. Ναι, η αλήθεια είναι ότι αισθάνομαι μόνη και πάντα προσπαθώ ν’ ασχολούμαι με κάτι για να ξεχνώ τη μοναξιά μου. Το προτιμώ, όμως, από το να ζω στη ζούγκλα που έχουμε φτιάξει και που την έχουμε εξωραΐσει με το να την ονομάζουμε πολιτισμένη κοινωνία». Η κυρά Δέσποινα σηκώθηκε, έφτιαξε ένα τσάι και ξανακάθισε δίπλα μου, χωρίς όλο αυτό το διάστημα να έχει πει κάτι. «Ξέρεις, Σοφία, υποτίθεται ότι δημιουργήσαμε την κοινωνία για να φτιάξουμε έναν κόσμο καλύτερο, για να συμπληρώνει ο ένας τις αδυναμίες του άλλου κι όλοι μαζί να προστατευόμαστε από τους κινδύνους που μας περιτριγυρίζουν και να προοδεύουμε. Οι πρώτοι άνθρωποι διαπίστωσαν ότι θα τα κατάφερναν καλύτερα ενωμένοι. Δεν 106
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
είμαστε φύσει κοινωνικά όντα. Το ένστικτο της επιβίωσης, βέβαια, μας οδήγησε στο να φτιάξουμε ομάδες ανθρώπων, αλλά ήταν δική μας η επιλογή ανάμεσα σε άλλες. Γι’ αυτό θεωρώ ότι είμαστε θέσει κοινωνικοί και πρέπει αυτό να το σεβόμαστε, αφού κανείς δε μας ανάγκασε. »Δες, όμως, σήμερα πού έχουμε φθάσει! Μένουμε τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, μα ποτέ δεν ήμασταν πιο απομακρυσμένοι. Φοβόμαστε το συνάνθρωπό μας και τον αποφεύγουμε, αντί ν’ αναγνωρίζουμε στο πρόσωπό του έναν σύντροφο, έναν συμπαραστάτη στις δυσκολίες. Έχουμε χάσει πλέον το νόημα της κοινωνίας. Δε βοηθάμε ο ένας τον άλλον, το αντίθετο, κάνουμε κακό. Ενωθήκαμε για ν’ αντιμετωπίσουμε τους κοινούς κινδύνους και τώρα που μπορούμε να πούμε ότι το έχουμε καταφέρει, στρεφόμαστε ο ένας εναντίον του άλλου. Γίναμε εμείς οι ίδιοι κίνδυνος για τους εαυτούς μας. »Δεν έχουμε, πλέον, την αίσθηση του ρόλου που διαδραματίζουμε στην κοινωνική ζωή, παρά προχωράμε σαν ένα κοπάδι από πρόβατα, υπό τις οδηγίες ενός ποιμένα και τα γαβγίσματα τσοπανόσκυλων, χωρίς κρίση δική μας, χωρίς να νοιαζόμαστε ποιος είναι δίπλα μας. Υπακούοντας στις εντολές διαφόρων επιτήδειων, που βγαίνουν κατά καιρούς κι ανακοινώνουν το θέσφατο για την εξουσία τους, οδηγούμαστε σαν σε σφαγή. Μόνη μας έγνοια έχει γίνει το πώς θα κοροϊδέψουμε και θα εξαπατήσουμε τους συνανθρώπους μας. Αναρωτιέμαι, πώς γίνεται κάποιοι να μη νιώθουν ντροπή που κάνουν τέτοιες πράξεις! Προφανώς, έχουν παντελή έλλειψη αξιοπρέπειας κι εγωισμού, αφού δε σκέφτονται καν την περίπτωση που θ’ αποκαλυφτεί η απάτη τους και την κατακραυγή που θα επακολουθήσει. Η συνείδησή τους πρέπει να βρίσκεται σε λήθαργο, δεν εξηγείται διαφορετικά». «Έχω ακούσει και τη μαμά μου να λέει ότι, ώρες-ώρες, φερόμαστε μεταξύ μας σαν αρπαχτικά της ζούγκλας, έτοιμοι 107
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
να κατασπαράξουμε τον οποιονδήποτε για το δικό μας όφελος». «Δεν έχει άδικο η μητέρα σου. Το πρόβλημα είναι ότι ξεχνάμε αυτό που μας ξεχωρίζει από τα ζώα. Το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση δεν ήταν το πνεύμα κι η συνείδηση της ίδιας μας της ύπαρξης, αλλά το συναίσθημα. Όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος, που μόλις είχε σταθεί στα δυο του πόδια, έχυσε το πρώτο δάκρυ για το χαμό του συντρόφου του, τότε ήταν που έγινε άνθρωπος, τότε ήταν που αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, όταν αισθάνθηκε τον πόνο του χωρισμού, όταν ένιωσε την αξία του άλλου, όταν η έλλειψή του τον επηρέασε αρνητικά, όταν απέκτησε αισθήματα. Κι αυτό το συναίσθημα που ένιωσε δεν ήταν στιγμιαίο, αλλά χαράχτηκε στη μνήμη του, κάνοντας τη θλίψη μεγαλύτερη σε ποσότητα και διάρκεια. Αυτή η διάρκεια της μνήμης, ήταν ένας επιπλέον παράγοντας για ν’ αλλάξει η κοινωνική μας συμπεριφορά. Τώρα, βέβαια, τείνουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκεί όπου ξεκινήσαμε. Ξεχνάμε γρήγορα το πόσο σημαντικός είναι ο άνθρωπός μας και πόσο θα μας κοστίσει ο χαμός του, γι’ αυτό δε δείχνουμε την αγάπη μας και, το χειρότερο, πάψαμε να είμαστε ειλικρινείς για τα συναισθήματά μας». «Δε θέλετε να κάνετε οικογένεια;» Χαμογέλασε και με κοίταξε με μια έκφραση που δήλωνε ότι ήταν πια αργά για εκείνη. «Επέλεξα να ζω μόνη μου. Έχω αποκοπεί τελείως από την κοινωνία και το μόνο που με συνδέει με αυτή είναι μια ληξιαρχική πράξη. Έχω φροντίσει να μην έχω καμία υποχρέωση είτε με τους ανθρώπους είτε με το κράτος, δε μ’ ενοχλούν και δεν τους ενοχλώ. Στην πόλη κατεβαίνω μόνο για να ψωνίσω τρόφιμα για τα ζώα και να πουλήσω κάποια από τα προϊόντα μου. Έχω βρει τη γαλήνη μέσα μου, επειδή βρίσκομαι σ’ επαφή με τη φύση. Τη σέβομαι και με σέβεται». 108
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Η ώρα είχε περάσει κι όπως ήταν φυσικό, αν κι εγώ δε μπορούσα να το καταλάβω, άκουσα δυο φωνές με χροιά ανησυχίας να φωνάζουν τ’ όνομά μου. Η κυρά Δέσποινα άνοιξε την πόρτα κι εγώ έτρεξα στην αγκαλιά της μητέρας μου, νιώθοντας την ανακούφιση της. Πλησίασε την κυρά Δέσποινα και την ευχαρίστησε που με είχε φροντίσει. Εκείνη έγνεψε το κεφάλι της ελαφρά, σαν να έλεγε ότι δεν ήταν κόπος. Με κοίταξε μη λέγοντας κουβέντα κι έπειτα άρχισε να βαδίζει προς το στάβλο. Ακόμα και τότε, δε θεώρησε απαραίτητο να μιλήσει σε κάποιον που ήταν ενήλικος.
«Όμορφη η ιστορία σου και διδακτική, αλλά δε νομίζεις ότι αυτά που σου είπε ήταν πράγματα δυσνόητα για ένα μικρό κορίτσι;» «Ήταν κάτι παραπάνω από δυσνόητα, όμως τα συγκράτησα στη μνήμη μου και δεν τα ξέχασα. Καθώς μεγάλωνα κι ανακάλυπτα τον κόσμο και την κοινωνία μας, θυμόμουν τα λόγια της και διαπίστωνα πόσο δίκιο είχε». «Πολύ απαισιόδοξα λόγια αυτά που μου λες, σκέψεις ιδιαίτερα αρνητικές για μια κοπέλα νέα όπως εσύ». «Απαισιόδοξα είναι όταν δέχεσαι παθητικά και μοιρολατρικά αυτήν την κατάσταση. Όταν μένεις ενεργός και διατηρείς την ελπίδα, προσπαθώντας ν’ αλλάξεις ό,τι μπορείς, τότε πιστεύω ότι βλέπεις τα πράγματα ρεαλιστικά, όπως ακριβώς είναι. Δεν εθελοτυφλείς μπροστά στην αλήθεια, δίνοντας μια ουτοπική διάσταση στην πραγματικότητα». Με χαροποίησε η απάντησή της, γιατί μου έδειχνε ότι είχε ένα χαρακτήρα που δε λύγιζε στις δυσκολίες, αλλά τις αντιμετώπιζε με φρόνηση κι επιμονή.
109
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Οι επόμενες ώρες μας βρήκαν αγκαλιασμένους κάτω από τα σεντόνια του κρεβατιού μας. Στιγμές αιωνιότητας, στιγμές παροξυσμού των συναισθημάτων, στιγμές που νιώθεις ότι ζεις. Δεν υπήρχε λογική, δεν υπήρχαν σκέψεις, υπήρχαν μόνο αισθήματα. Ένα δάκρυ κύλησε κι από τους δυο μας την ίδια στιγμή. Ήταν δάκρυ ευτυχίας, ήταν δάκρυ έκστασης, ήταν δάκρυ πάθους. Ένα πάθος που νεκρώνει τη φύση του ανθρώπου κι αφυπνίζει την ψυχή. Δεν υπήρχαν πλέον αισθήσεις, δεν υπήρχε ο υλικός κόσμος γύρω μας. Έβλεπα μόνο ένα σώμα, γευόμουν μόνο δύο χείλη, άκουγα μόνο μία ανάσα, μύριζα μόνο ένα άρωμα, ακουμπούσα μόνο μία σάρκα. Κι όλα αυτά, δεν ξεχώριζα αν ήταν δικά της ή δικά μου, δεν υπήρχαν πλέον τα όρια που καθορίζουν το εκτατό του καθενός. Αυτά τα όρια τα θέτει η ύλη κι η ύλη δεν υπήρχε πια. Είχαν μείνει μόνο δυο ψυχές που ενώθηκαν κι έγιναν μία, είχε μείνει μόνο ένα συναίσθημα αγνό κι υπέρτατο κι ήταν αυτό που λέγεται αγάπη. Ήμασταν, πλέον, μία οντότητα που, ακόμα κι όταν τα σώματα θ’ απομακρύνονταν, θα παρέμενε αδιαίρετη. Όταν θα χαιρόταν ο ένας θα χαιρόταν κι ο άλλος, όταν θα λυπόταν και θα πονούσε ο ένας το ίδιο θα συνέβαινε και στον άλλον, ακόμα κι αν μας χώριζαν χιλιόμετρα απόστασης. Οι αποστάσεις χωρίζουν τον υλικό κόσμο κι όχι τον κόσμο των ιδεών και των συναισθημάτων. Εκεί, όλα εκμηδενίζονται κι όλα ισχύουν. Εμείς είχαμε τον απόλυτο έλεγχο. Εκείνη τη νύχτα διαπίστωσα την αναλγησία του χρόνου που δε λέει ποτέ να σταματήσει. Μια θεώρηση του χρόνου που επιβάλαμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Ήταν η πρώτη φορά που δεν είχα χαρεί για την ανατολή του ηλίου, την οποία πάντα θεωρούσα ως άγγελο ελπίδας. Εκείνη τη μέρα, όμως, με είχε επαναφέρει στη γη και στη σκληρή καθημερινότητα.
110
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Χωριστήκαμε, με τη Σοφία, μ’ ένα ζεστό φιλί και πήγαμε ο καθένας στη δουλειά του. Ξέραμε, όμως, ότι η ζωή μας είχε αλλάξει κι ότι το μέλλον μας σχεδιαζόταν και με τους δύο μαζί. Είχαμε βάλει μέσα στα όνειρά μας ο ένας τον άλλον και δεν ήθελα ούτε ψήγματα δυστυχίας να εισβάλουν στη ζωή μας και να ταράξουν εκείνα τα όνειρα. Είναι όμως αρκετό, το να θέλεις και να επιθυμείς κάτι πολύ, για να γίνει;
111
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
-
Πατέρα, συμβούλεψέ με, τι να κάνω;
-
Έχε τα μάτια σου ανοιχτά και βλέπε. Έχε τ’ αφτιά σου ανοιχτά κι άκου. Βρες στην ψυχή σου την απάντηση. Μόνο αυτή θα είναι κι η σωστή. Σ’ εμένα να έρχεσαι μόνο για να σε αγκαλιάζω.
112
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Πέντε χρόνια είχαν περάσει από εκείνη τη νύχτα. Ήμασταν, πλέον, σύζυγοι κι η ζωή κυλούσε σε ποτάμια ευτυχίας. Δε χωρούσαν τσακωμοί ανάμεσά μας παρά μόνο η αγάπη κι η κατανόηση. Όμως, έκανα ένα λάθος. Άφησα την ευτυχία να γίνει δεδομένη, ενώ κανονικά πρέπει να τη διατηρούμε με συνεχείς προσπάθειες, αλλιώς μας εγκαταλείπει. Είχα γυρίσει ένα απόγευμα από τη δουλειά κι είχα βρει τη Σοφία καθισμένη στο μπαλκόνι ν’ ατενίζει τη θάλασσα με μια έκφραση λύπης, μόνο τα δάκρυα έλειπαν για να συμπληρώσουν την εικόνα. «Τι έχεις ψυχούλα μου;» Γύρισε το βλέμμα της με κόπο, για να με κοιτάξει. Δε μου απάντησε. Ήταν άσκοπο να ισχυριστεί πως δεν την απασχολούσε κάτι, θα ήταν σαν να κορόιδευε τον ίδιο της τον εαυτό. «Λοιπόν, θα μου πεις τι έχεις;» «Καλύτερα να ρωτήσεις τι δεν έχω». «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι δεν έχω εσένα. Μέρα με τη μέρα νιώθω ν’ απομακρύνεσαι και να χάνεσαι όλο και πιο πολύ μέσα στα βιβλία σου. Αναρωτιέμαι τι αναζητάς, τι είναι αυτό που δε μπορώ να σου προσφέρω εγώ». «Νομίζω πως γίνεσαι υπερβολική. Ξέρεις πολύ καλά ότι για μένα είσαι τα πάντα». «Είμαι υπερβολική, ε!» Δε συνέχισε τη συζήτηση. Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα, πήρε την τσάντα της κι έφυγε από το σπίτι, χτυπώντας την πόρτα δυνατά. Ένα χτύπημα που το ένιωσα σαν να ήταν ένα δυνατό χαστούκι. Ήμουν αρκετά θυμωμένος μαζί της κι είχα νιώσει ότι εκλάμβανα αχαριστία απέναντι στην αγάπη που προσέφερα. 113
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Είχα ένα σκοπό στη ζωή μου και δεν τον είχα εγκαταλείψει. Ήθελα να μάθω τον κόσμο και τι είναι αυτό που έχει πραγματική αξία για τη ζωή, αυτό που ονομάζω απόλυτη αλήθεια. Η Σοφία έπρεπε να μου συμπαραστέκεται σε αυτή μου την προσπάθεια, αν με αγαπούσε πραγματικά, όχι να φέρεται τόσο εγωιστικά. Οι ώρες περνούσαν κι η Σοφία δεν είχε επιστρέψει. Η νύχτα είχε προχωρήσει βαθιά κι εγώ στριφογύριζα σαν μύγα στο δωμάτιο, διακατεχόμενος από τρία διαφορετικά συναισθήματα. Από τη μία ήμουν εκνευρισμένος που έλειπε τόσες ώρες από το σπίτι, από την άλλη ανησυχούσα μήπως είχε πάθει κάτι και, τέλος, είχε αρχίσει να με κυριεύει ο φόβος μήπως και δε γυρνούσε ποτέ. Χωρισμός! Ούτε που ήθελα να σκέφτομαι αυτήν την πιθανότητα, δε θ’ άντεχα να ζήσω μακριά της. Τότε άρχισα να σκέφτομαι μήπως πραγματικά είχα φταίξει κι αν άξιζε τον κόπο να ρισκάρω τη σχέση μου με τη Σοφία, για μια αναζήτηση που δεν ήξερα πού θα με οδηγούσε ή, έστω, αν θα είχε ένα τέλος. Αυτός ο δαίμονας όμως που λέγεται εγωισμός, αυτή η παιδιάστικη αντίληψη, δε με άφηνε να το παραδεχθώ. Η νύχτα πέρασε χωρίς να κλείσω μάτι. Θα ήταν περίπου οκτώ η ώρα, όταν άκουσα το κλειδί να γυρνάει στην πόρτα. Μόλις την είδα να μπαίνει και διαπίστωσα ότι είναι καλά, η ανησυχία παραχώρησε τη θέση της στο θυμό. Επειδή όμως ο θυμός είναι ο χειρότερος σύμβουλος, αποφάσισα να μην της μιλήσω. Δεν ήθελα να πω πράγματα που θα τα μετάνιωνα αργότερα. Θα ήταν καλύτερα, σκέφτηκα, να συζητήσουμε όταν θα είχα ηρεμήσει. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει ότι με είχε πειράξει η συμπεριφορά της, γι’ αυτό απέφυγε να με κοιτάξει ή να μου μιλήσει, παραδεχόμενη έτσι ότι η πράξη της ήταν απαράδεκτη. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο, έβαλε το νυχτικό της και ξάπλωσε. 114
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ήταν η δική μου σειρά να φύγω. Ήθελα να σκεφτώ και κάθε φορά που ένιωθα αυτή την ανάγκη για κάποιο ζήτημα σοβαρό, περπατούσα. Μου άρεσε να πηγαίνω στο Πασαλιμάνι και ν’ ανεβοκατεβαίνω τον πεζόδρομο, μέχρι να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου. Έτσι κι εκείνη τη μέρα, έβαλα τα χέρια σταυρωτά πίσω από την πλάτη κι άρχισα να περπατώ, έχοντας το βλέμμα καρφωμένο στις πλάκες του πεζοδρομίου, λες και φοβόμουν μήπως είχε καμιά τρύπα κι έπεφτα μέσα.
Τινάχτηκα απότομα από τη θέση μου. Είχα καθίσει σ’ ένα παγκάκι να ξαποστάσω και ξαφνιάστηκα, όταν αντιλήφθηκα μια παρουσία δίπλα μου. Δεν είχα καταλάβει πότε είχε έρθει κάποιος κι είχε καθίσει κοντά μου. Ήταν ένα κοριτσάκι ξανθό με γαλανά μάτια, όχι πάνω από δώδεκα ετών. Ήταν πανέμορφο κι ανέδυε μια μυρωδιά σαν να ήταν ένα μπουκέτο από τριαντάφυλλα. «Αισθηματικά προβλήματα, ε;» Ήταν πρόδηλο ακόμα και σ’ ένα μικρό κορίτσι ότι κάτι με απασχολούσε. «Προβλήματα που, ευτυχώς, είσαι πολύ μικρή ακόμα για να σε βασανίζουν». «Θες να μου τα πεις;» Γέλασα με το ερώτημά της, αλλά δεν έδειξε να την επηρεάζει η αντίδρασή μου. «Λοιπόν, θέλεις;» «Δε νομίζεις πως είσαι πολύ νέα για να συζητάς τέτοια θέματα! Πώς θα μπορούσες, δηλαδή, να με βοηθήσεις;» «Δεν ξέρω, αν δε μου πεις πρώτα τι σου συμβαίνει! Πάντως, ό,τι κι αν σου πω θα είναι αληθινό. Άλλωστε, το λέει κι η παροιμία». 115
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Εκτός από χαριτωμένο ήταν κι έξυπνο κοριτσάκι και, όλως περιέργως, αποφάσισα ν’ ανοίξω μια συζήτηση μαζί της, εξηγώντας της όσο πιο απλά μπορούσα αυτό που μου συνέβαινε…….. …… «Κατάλαβες, γλυκό μου κοριτσάκι, γιατί εκτός από στενοχωρημένος είμαι και θυμωμένος με τη Σοφία;» «Το ότι είσαι στενοχωρημένος είναι λογικό, αλλά μήπως θα έπρεπε να είσαι περισσότερο θυμωμένος με τον εαυτό σου;» «Τι θες να πεις;» «Ότι μπορεί εσύ να έχεις κάνει το λάθος και να είσαι ο κύριος υπαίτιος σε αυτή την κατάσταση». «Πώς μπορεί, δηλαδή, να φταίω εγώ; Τη Σοφία τη λατρεύω, δεν μπορώ να καταλάβω τι πρόβλημα έχει». «Να, το πρώτο λάθος που έκανες. Πρέπει να τοποθετείς τον εαυτό σου στη θέση του άλλου για να νιώσεις, έστω και λίγο, το πρόβλημά του. Πρέπει να νιώσεις τα συναισθήματά του, τις ανησυχίες του και να παρεισφρήσεις στις σκέψεις του. Όταν βρίσκεσαι σε ουδέτερη θέση, τότε βλέπεις τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία ή δεν τα βλέπεις καθόλου». «Να υποθέσω ότι έκανα και δεύτερο λάθος;» «Το δεύτερο, είναι επακόλουθο του πρώτου. Ακόμα κι αν είδες ότι κάποιο πρόβλημα απασχολούσε τη Σοφία, πιθανότατα το θεώρησες ασήμαντο. Ξεχνάς όμως πως όταν βρίσκεσαι μέσα σε αυτό, στα μάτια σου μοιάζει ανυπέρβλητο, όσο απλό κι αν είναι. Ενδέχεται ακόμα και να γελάσεις με το γεγονός ότι σε απασχολούσε ένα τόσο ασήμαντο πράγμα, όταν πια θα το έχεις ξεπεράσει. Προτού έλθει όμως αυτή η στιγμή, δεν μπορείς να το συνειδητοποιήσεις. Γι’ αυτό, όταν βλέπουμε τον άνθρωπό μας να βασανίζεται από κάτι, το σωστό είναι να τον βοηθάμε όπως μπορούμε κι όχι να
116
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ισχυριζόμαστε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και να τον επικρίνουμε ότι ασχολείται με ανοησίες». «Γιατί να συμβαίνει όμως αυτό! Νοιάζομαι για εκείνη όσο για τίποτε άλλο». «Δεν αμφιβάλω, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι οι άνθρωποι έχουν δύο πλευρές. Η μία είναι η υλική, η βιολογική τους φύση κι η άλλη η ηθική, η υπερβατική τους φύση ή, αν θες καλύτερα, το πνεύμα τους. Κατά την πρώτη τείνουν να είναι εγωιστές και φίλαυτοι, οδηγούμενοι από το ένστικτο της επιβίωσης. Κατά τη δεύτερη, εμφανίζεται ο ηθικός άνθρωπος που νοιάζεται για τα προβλήματα και τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, γιατί τον έλεγχο τον έχει η ψυχή. Συμβαίνει όμως συχνά, αν όχι πάντα, σε καταστάσεις κρίσεως κι έλλειψης ισορροπίας της ψυχικής ηρεμίας, τα ηνία να τ’ αναλαμβάνει η ύλη και τότε ξεχνάμε τις σκοτούρες των άλλων κι αφοσιωνόμαστε στο πώς θα ικανοποιήσουμε τη δική μας θέληση και στο πώς θα ξαναβρούμε τη χαμένη μας ισορροπία. Τότε είναι που θέτουμε σε προτεραιότητα τα δικά μας προβλήματα, ακόμα κι αν η λύση τους επιβάλει ενέργειες που είναι επιζήμιες για τους άλλους ή συμπεριφορές που τους στενοχωρούν». Κάθισα αμίλητος για δυο λεπτά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ότι αυτά τα λόγια έβγαιναν από το στόμα ενός μικρού παιδιού. Λόγια που έπρεπε να βρίσκονται ήδη στο μυαλό μου και, παράλληλα, να τα έχω εφαρμόσει, χωρίς να χρειάζεται να φθάσουμε σ’ εκείνο το σημείο με την αγαπημένη μου. «Η ώρα όμως πέρασε και πρέπει να πηγαίνω». Σηκώθηκε από το παγκάκι κι έκανε να φύγει. «Δε μου είπες μικρή μου, πώς σε λένε;» Γύρισε το ξανθό της κεφαλάκι και μου χαμογέλασε. «Γαβριέλα! Με λένε Γαβριέλα». 117
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Αυτό μου είπε κι άρχισε να τρέχει στον πεζόδρομο. Καθώς απομακρυνόταν, είδα κάτι που δεν μπορούσε να ήταν αληθινό. Το κοριτσάκι άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει ώσπου έγινε γυναίκα, εκπέμποντας μια λάμψη που μεγάλωνε κι εκείνη μαζί της, μέχρι που χάθηκε, σαν το φως του κεριού που σβήνει ξαφνικά. Δεν ήξερα ποια ήταν, δεν ήξερα τι ήταν, δεν ήξερα αν υπήρχε ή αν ήταν, απλά, ένα αποκύημα της φαντασίας μου, ένα όνειρο που έβλεπα ξύπνιος. Μπορεί να βρισκόμουν σε κατάσταση έκστασης και παροξυσμού της σκέψης κι όλο αυτό που έζησα να ήταν ένας αντικατοπτρισμός της συνείδησής μου. Μικρή σημασία είχε όμως. Αυτό το πλάσμα μ’ έκανε να καταλάβω τα λάθη μου, να καταλάβω ότι πρώτα πρέπει να κρίνουμε τον εαυτό μας για τα προβλήματα στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και κυρίως με το σύντροφό μας. Αυτό μας βοηθάει να είμαστε περισσότερο αντικειμενικοί κι ακριβοδίκαιοι. Ο χρόνος περνούσε αδυσώπητος κι εγώ επιτάχυνα το βήμα μου ολοένα και περισσότερο. Ήθελα να φθάσω γρήγορα κοντά της και να της ζητήσω συγγνώμη. Ήταν αλήθεια ότι είχα αφιερώσει πολύ χρόνο στο έργο μου, με αποτέλεσμα να παραμελήσω τη σχέση μας. Η Σοφία ποτέ δεν είχε σταθεί εμπόδιο στην αναζήτησή μου, αλλά είχε φθάσει σ’ ένα όριο αντοχής κι ανεκτικότητας, πέρα από το οποίο δεν μπορούσε να κρύψει τη δυσαρέσκειά της για τη δική μου απομάκρυνση απέναντί της. Ήταν κι εκείνη άνθρωπος κι είχε ανάγκες συναισθηματικές, πέρα από τις υλικές, και για να τις ικανοποιήσει χρειαζόταν εμένα δίπλα της. Εγώ, όμως, έλειπα διαρκώς από κοντά της, ακόμα κι αν βρισκόμουν λίγα μέτρα μακριά. Η απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους δεν έχει να κάνει με το χώρο ούτε είναι μια απλή γεωμετρική ποσότητα. Μπήκα στο σπίτι λαχανιασμένος, επικρατούσε ησυχία. Περιεργάστηκα το χώρο, ψάχνοντας για κάποιο σημάδι που 118
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
θα δήλωνε ότι με είχε εγκαταλείψει. Δε διαπίστωσα κάτι τέτοιο και με μια πρώτη αίσθηση ανακούφισης κατευθύνθηκα στο υπνοδωμάτιο. Ακούμπησα τον ώμο μου πάνω στην πόρτα κι άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο πρόσωπό της. Ήταν τόσο όμορφη κι εξέπεμπε μια θεία γαλήνη όταν κοιμόταν που πάντα αρεσκόμουν να τη χαζεύω, αν και ποτέ δεν της το είχα πει. Ήταν οι δικές μου μαγικές στιγμές. Καθώς τη χάζευα εκείνη τη μέρα, κάκιζα τον εαυτό μου που είχα κάνει μία τέτοια ύπαρξη να στενοχωρηθεί. Πλησίασα κοντά της, η καρδιά μου ήταν πλημμυρισμένη από αγάπη, η σκέψη μου γεμάτη από έντονα συναισθήματα κι ευχάριστες εικόνες. Οι παλμοί μου είχαν ανέβει κι ένιωθα ένα τρέμουλο, σαν και τη νύχτα που είχαμε συναντηθεί στο Σύνταγμα. Κάθισα προσεκτικά στο κρεβάτι για να μην την τρομάξω, άπλωσα το χέρι μου στα μαλλιά της και τη φίλησα απαλά στο μάγουλο, νιώθοντας σαν μαθητούδι που έδινε το πρώτο του φιλί, κρυφά σε κάποια συμμαθήτριά του, πίσω από το προαύλιο του σχολείου. Άνοιξε τα μάτια της αργά-αργά κι άφησε το βλέμμα της να συναντηθεί με το δικό μου. Αφού κοιταχτήκαμε για λίγα δευτερόλεπτα, άνοιξε τα χέρια της κι ανασηκώνοντας ελαφρά το σώμα της με πήρε στην αγκαλιά της. «Σ’ αγαπώ πολύ, Αρίστο μου!» «Κι εγώ σ’ αγαπώ». Αυτό ήταν! Λίγες λέξεις αγάπης κι από τους δυο μας κι ήμασταν όπως πρώτα. Δε χρειάστηκε να πούμε τίποτε άλλο. Οι ματιές μας ήταν ξεκάθαρες, εγώ ζητούσα συγγνώμη κι εκείνη με συγχωρούσε. Εκείνη ζητούσε να μη θυμώσω για τον τρόπο που είχε αντιδράσει κι εγώ της έλεγα ότι δεν πείραζε, γιατί την αγαπούσα. Ήμασταν μία σκέψη, μία καρδιά, μία ψυχή, μία αγάπη κι αυτό δε θ’ άλλαζε ποτέ…….
119
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ήταν μια πολύ ευτυχισμένη μέρα. Μια καινούρια ζωή, μια ηλιαχτίδα ελπίδας είχε έρθει να μας φωτίσει. Ήταν η μέρα που γεννήθηκε ο γιος μας, ο Γιώργος, ο καρπός ενός έρωτα αληθινού κι αέναου. Η σχέση μας απέκτησε καινούριο νόημα. Από τότε, αφιερωθήκαμε στην ανατροφή και στην ευτυχία του παιδιού μας. Ήταν πολύ σημαντικό και για τους δυο μας να δώσουμε στην κοινωνία ένα σωστό πολίτη, αλλά πάνω απ’ όλα να δώσουμε ένα σωστό άνθρωπο. Πολλές φορές καθόμουν και παρατηρούσα το γιο μου, στη νηπιακή του ηλικία, να παίζει ανέμελος και ξέγνοιαστος. Αναρωτιόμουν μήπως, τελικά, είναι τα μόνα χρόνια που είμαστε ευτυχισμένοι. Οι μόνιμα διεσταλμένες κόρες των ματιών του φανέρωναν αυτήν την ευτυχία που είναι μόνιμα εγκαταστημένη στη σκέψη των παιδιών και χαραγμένη στην έκφραση του προσώπου τους. Όλα είναι απλά στον κόσμο τους, χωρίς σκοτούρες και περιορισμούς. Κάνουν αυτό που θέλουν κι όταν το θελήσουν. Κι αν ακόμα τα εμποδίσουν, θα κλάψουν και θα δυστυχήσουν για τόσο λίγο που θα είναι μόνο μία σταγόνα στον ωκεανό της ευδαιμονίας τους και χωρίς πολλή σκέψη θα στρέψουν την προσοχή τους σ’ ένα νέο αντικείμενο χαράς. Γιατί, άραγε, να μην μπορούμε να διατηρούμε αυτό το προνόμιο κι όταν μεγαλώνουμε! Θα ήταν προτιμότερο, παρά να γινόμαστε σκαιοί, το βλέμμα μας να σκοτεινιάζει, τα μάτια μας να συστέλλονται και τα φρύδια μας να συνοφρυώνονται κι όλα αυτά για χάρη της ωριμότητας, σε βάρος της ευτυχίας. Ένα άλλο στοιχείο που χάνουν οι άνθρωποι, όταν μεγαλώσουν, είναι αυτό της αναζήτησης. Ως παιδιά έχουμε τη δίψα της μάθησης, όχι μέσα από τα βιβλία, αλλά μέσα από τον κόσμο που μας περιβάλλει. Θέλουμε να μαθαίνουμε και ν’ ανακαλύπτουμε συνεχώς καινούρια πράγματα, σκοτίζοντας βέβαια τους μεγάλους με ατελείωτες ερωτήσεις. Ο Γιώργος, όπως και τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία του που δεν έχουν φορτώσει το μυαλό τους με σωρεία γνώσεων, είχε 120
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
εξαιρετική αντίληψη, αλλά αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση και συνάμα με χαροποιούσε, ήταν ότι είχε έντονα αναπτυγμένο το σεβασμό για τη φύση. Είχαμε πάει, θυμάμαι, σ’ ένα δρυμό, όταν ήταν στην ηλικία των εννέα ετών. Έτρεχε χαρούμενος κι έπαιζε με πέτρες και με ξύλα, νιώθοντας πιο άνετα απ’ ότι όταν έπαιζε στο σπίτι με τα πλαστικά του παιχνίδια. Μύριζε κι άγγιζε με προσοχή τα λουλούδια, σαν να φοβόταν μην τα πονέσει και δακρύσουν. Μάλιστα, μου είχε κάνει και παρατήρηση όταν άθελά μου πάτησα μια μαργαρίτα. «Σιγά, πατέρα, το πόνεσες το λουλουδάκι!» «Και πού το ξέρεις ότι το πόνεσα, αφού δε φώναξε!» «Δεν έχει σημασία. Επειδή δηλαδή δεν έχει στόμα να μιλήσει, σημαίνει κιόλας ότι δεν πονάει! Ψυχή έχει κι αυτό και νιώθει το αίσθημα του πόνου». «Πώς έβγαλες το συμπέρασμα ότι έχει ψυχή;» «Δεν ξέρω, αλλά πρέπει να είναι έτσι, αφού γεννιέται, μεγαλώνει, με τους σπόρους του γεννάει άλλα όμοιά του και μαραίνεται. »Τρέφεται κι αυτό με νερό και φως κι άμα του τ’ απομακρύνεις θ’ απλώσει τις ρίζες του και θα γείρει τα φύλλα του για να τα ξαναβρεί, αλλιώς θα μαραθεί. Νιώθει μέσα του το ένστικτο της επιβίωσης κι αφού νιώθει δεν μπορεί παρά να έχει και ψυχή». «Δηλαδή, έχει ψυχή όπως κι εμείς οι άνθρωποι; Τι είναι αυτό, όμως, που μας κάνει να διαφέρουμε τόσο;» «Δεν ξέρω πατέρα, εσύ τι πιστεύεις;» «Εγώ πιστεύω ότι η ψυχή είναι ενέργεια κι ότι η σύστασή της και τα κατηγορήματά της είναι ίδια, είτε πρόκειται για φυτά είτε για ζώα. Η μόνη διαφορά βρίσκεται στο σώμα όπου αυτή υπάρχει. Αυτό είναι που την περιορίζει, που της δίνει τη δυνατότητα να μιλάει ή όχι, να σκέφτεται ή όχι, να έχει απλά 121
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ένστικτα ή ανώτερη σκέψη και κριτική ικανότητα όπως εμείς οι άνθρωποι. »Ποιος ξέρει, όμως, αληθινά τι γίνεται! Καλό είναι να μη βασανίζουμε συνεχώς τη σκέψη μας με αυτό το ερώτημα, γιατί μάλλον είναι πέρα από τις δυνατότητές μας να το κατανοήσουμε, τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή. Ίσως χρειάζεται ν’ ανακαλύψουμε κάτι ακόμα για τη λειτουργία της φύσης μας ή ν’ αλλάξει η ίδια μας η φύση για να μας δοθεί η δυνατότητα να βρούμε μια ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το θέμα». «Πατέρα, να σου κάνω μια ερώτηση;» «Σ’ ακούω». «Γιατί όταν σε ρωτάω κάτι συνηθίζεις να μη μου απαντάς ευθέως, αλλά με άλλες ερωτήσεις ή παραδείγματα;» «Διότι είναι προτιμότερο να φθάνεις στην απάντηση με τη δική σου λογική και σκέψη. Πρέπει να σχηματίσεις τη δική σου κρίση κι όχι η γνώση σου να είναι οι κρίσεις των άλλων». Ήθελε συνέχεια να μαθαίνει κι είχε αρκετές φιλοσοφικές ανησυχίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν ακολούθησε το δικό μου δρόμο. Βιαζόταν να δουλέψει, γι’ αυτό μόλις τελείωσε το σχολείο καταπιάστηκε με το μπακάλικο. Ήταν πολύ δραστήριος. Αν και δεν είχε σπουδάσει, είχε μεγάλη αντίληψη της λειτουργίας της αγοράς και των επιχειρήσεων. Μέσα σε πέντε χρόνια είχε ανοίξει κι ένα δεύτερο κατάστημα, μεγαλύτερο και διαμορφωμένο σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής. Ο δεύτερός μας γιος, ο Πέτρος, ήταν αυτός που ακολούθησε το δρόμο των σπουδών, αλλά προς τη θετική κατεύθυνση. Έγινε καθηγητής μαθηματικών. Δε σταθήκαμε ποτέ εμπόδιο στις επαγγελματικές τους επιλογές. Ήταν ελεύθεροι ν’ αποφασίσουν μόνοι τους το δρόμο που θ’ ακολουθούσαν. Το μόνο που τους ζητούσα ήταν να γίνουν σωστοί επαγγελματίες σε ό,τι κι αν έκαναν. 122
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Δε μπορώ παρά να νιώθω περήφανος για την οικογένεια που κατάφερα και δημιούργησα!
123
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Διεκδικώ την ιδιότητα του ανθρώπου επειδή δεν είμαι τέλειος, …αλλά κι επειδή μπορώ να βελτιωθώ¨
124
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Τα χρόνια έχουν περάσει και θυμάμαι….. Θυμάμαι τη ζωή μου, τους ανθρώπους που γνώρισα κι έζησα μαζί τους. Πάντα είχα την εντύπωση ότι δεν είχα κάνει τίποτε σπουδαίο, αλλά τώρα κοντοστάθηκα κι έριξα μια ματιά πίσω μου. Έχω κάνει αρκετά, ώστε να νιώθω ικανοποιημένος με τον εαυτό μου. Δημιούργησα μια σταθερή κι ευτυχισμένη οικογένεια κι απέκτησα πολλές γνώσεις στο δρόμο της αναζήτησής μου για την υπέρτατη αλήθεια. Μια αλήθεια την οποία, τελικά, κατάφερα να βρω και δε με νοιάζει αν είναι απόλυτη ή όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι πως έχει νόημα για μένα, ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθώ γι’ αυτήν. Αυτή μου την αναζήτηση δεν την κράτησα μέσα μου, αλλά έγραψα ένα βιβλίο που το είχα ξεκινήσει από τότε που ήμουν νέος. Έγραψα για το πώς έφθασα στον τελικό σκοπό μου και το τι σήμαινε αυτό για εμένα. Με αυτό το βιβλίο επισφράγισα τις προσπάθειες μιας ζωής, νιώθοντας ότι προσέφερα κάτι καλό στην κοινωνία και στον πολιτισμό. Ίσως να είναι μια ψευδαίσθηση, είναι όμως η δική μου και δεν μπορεί να την πειράξει κανείς. Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι έζησα δύσκολη ζωή, όμως κάθε ζωή είναι μια προσωπική οδύσσεια. Έτσι κι εγώ, έζησα τη δική μου και τελικά έφθασα στην Ιθάκη. Δεν έρχονται ποτέ τα πράγματα όπως τα θέλουμε. Ίσως εκεί να βρίσκεται κι η γοητεία τους, στον κόπο που καταβάλουμε για να τ’ αποκτήσουμε, αναζητώντας πάντα εκείνα που φαίνονται όμορφα στα δικά μας τα μάτια, γιατί εμείς είμαστε αυτοί που ορίζουμε την ομορφιά και της δίνουμε αξία. Η πανσέληνος δε γνωρίζει ότι είναι όμορφη ούτε εξυπηρετεί κάποιο δικό της σκοπό, όπως συμβαίνει σ’ ένα όμορφο λουλούδι που μάλλον έχει σκοπό να προσελκύσει τις μέλισσες για ν’ αναπαραχθεί. Εμείς δίνουμε αξία στην πανσέληνο και λαχταράμε να έρθει, νομίζοντας ότι είναι μια ανταμοιβή για τους κόπους μας κατά τις μέρες της προσμονής, λες κι είμαστε εμείς που 125
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
προκαλούμε την εμφάνισή της. Άραγε, αν τη βλέπαμε κάθε μέρα, θα είχε την ίδια θέση στη συνείδησή μας!! Τα χρόνια έχουν περάσει κι έχω μείνει μόνος. Η αγαπημένη μου Σοφία δεν είναι πια μαζί μου, νιώθω όμως πως κοντεύει η ώρα που θα συναντηθούμε ξανά. Όταν την έχασα ένιωσα το μεγαλύτερο πόνο στη ζωή μου κι ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα γοερά. Ούτε όταν έχασα τους γονείς μου δεν είχα κλάψει κι αυτό όχι επειδή τους αγαπούσα λιγότερο. Ήταν όμως μια αγάπη που είχα βρει έτοιμη, που μου την προσέφεραν απλόχερα. Με τη Σοφία ήταν μια αγάπη για την οποία αγωνίστηκα, ήταν κάτι που δημιούργησα εγώ κι έδωσα κάτι από τον εαυτό μου. Δεν εκτίμησα λιγότερο την αγάπη που μου χάρισαν, αλλά όταν χάνεις κάτι που φτιάχνεις εσύ πονάει περισσότερο. Όταν την έχασα, τότε ήταν που ολοκλήρωσα την αναζήτησή μου, τότε ήμουν σίγουρος για το τι ήταν αυτό που έψαχνα. Το έψαχνα για χρόνια, μέσα από πολύωρες αναγνώσεις συγγραμμάτων κι εμπειρικές παρατηρήσεις. Έψαξα στα βιβλία, έψαξα στη φύση, έψαξα στους ανθρώπους.
Βλέπω ανθρώπους τρομαγμένους από την ίδια τους τη σκιά, οι οποίοι δεν έχουν τη δύναμη να παραδεχθούν την αδυναμία τους. Νιώθουν σημαντικοί, κάνοντας πράγματα ασήμαντα. Μιλάνε, χωρίς να έχουν κάτι να πουν. Ψάχνουν το σύμπαν, ψάχνουν τη γη, χωρίς ακόμα να έχουν ανακαλύψει τον εαυτό τους. Προσπαθούν να καταλάβουν τι είναι θεός…… Ω! Τι ματαιοδοξία, τι αλαζονεία! Δεν αναζητούν για να μάθουν, παρά δέχονται δογματικά ό,τι τους πουν……… Ω! Τι ανοησία!
126
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Άγχονται, χωρίς να σκέφτονται. Αφού, όμως, δε σκέφτονται, τι είναι αυτό που τους αγχώνει! Αγαπάνε, χωρίς να νιώθουν. Διαβάζουν, χωρίς να μελετούν. Μαθαίνουν, χωρίς να κατανοούν. Δίνουν αξία σε πράγματα ανάξια, δίνουν νόημα σε ανοησίες κι όλα αυτά γιατί! Γιατί δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, την αλήθεια. Στηρίζονται σε μια δύναμη που δεν ελέγχουν, την ονομάζουν τύχη. Μήπως, όμως, τύχη σημαίνει αδράνεια! Μήπως δεχόμαστε τη νωθρότητα και, απλά, τη δικαιολογούμε! Δε διατείνομαι ότι μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, δεν είμαστε θεοί. Ναι, αλλά δεν προσπαθούμε καν. Πώς συμπεραίνουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, αν δεν προσπαθήσουμε! Είναι σαν να λέμε ότι ένα φαγητό δε μας αρέσει, χωρίς ωστόσο να το έχουμε ποτέ δοκιμάσει. Χάσαμε την ουσία μας ως άνθρωποι, χάσαμε τον προσανατολισμό μας ως είδος, χάσαμε την ανθρωπιά μας. Φτιάχνουμε κτίρια μεγαλοπρεπή και καυχιόμαστε για το κατόρθωμά μας. Κάποιος φωνάζει βοήθεια και κρυβόμαστε μέσα σε αυτά. Νοιαζόμαστε αν χώρισε κάποιος διάσημος και στενοχωριόμαστε. Πεθαίνει ένα παιδί από πείνα, κάπου σε κάποια χώρα του τρίτου κόσμου κι αδιαφορούμε. Και τι πάει να πει τρίτος κόσμος! Υπάρχει πρώτος και δεύτερος, επίσης! Ποιος ελεεινός και τρισάθλιος έβαλε ταμπέλες διαβάθμισης στην ανθρωπότητα! Ποια εξουσία θεόσταλτη νομίζει ότι κατέχει! Ο κόσμος είναι ένας, είναι όλον, όχι μερικό. Κάποτε, με πλησίασε μια κοπέλα και μου ζήτησε λίγα κέρματα για ν’ αγοράσει κάτι να φάει. Της το αρνήθηκα. Μετανιώνω και ντρέπομαι γι’ αυτό που έκανα. Μπορεί κι εγώ να πεινάσω, να χρειαστώ βοήθεια. Καλά έπραξα και δεν της έδωσα χρήματα, έπρεπε όμως ν’ αγοράσω φαγητό εγώ ο ίδιος και να της το προσφέρω.
127
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Δεν είναι δίκαιος ο κόσμος, δεν είναι δίκαιη η ζωή, το γνωρίζω. Αν όμως όλοι αλλάξουμε λίγο ως άτομα, θα καταφέρουμε πολλά ως σύνολο. Και ποιος είμαι, βέβαια, εγώ που θα προτείνω το οτιδήποτε για την ανθρωπότητα! Πρέπει, όμως, να σκεφτόμαστε. Ψέγουμε τη ζωή που δε μας δίνει αυτό που επιθυμούμε, μα ούτε κι εμείς δίνουμε κάτι σ’ εκείνη. Κατηγορούμε την ανθρωπότητα ότι είναι σκληρή, εμείς όμως είμαστε η ανθρωπότητα και δεν κάνουμε τίποτε για να ¨μαλακώσουμε¨ πρώτα τους εαυτούς μας. Επίθεση, πριν μας επιτεθούν. Γιατί όχι, άμυνα όταν μας επιτεθούν! Και γιατί να επιτεθώ! Για να κερδίσω αυτά που άλλοι θα μου πάρουν αργότερα! Ποιος ο λόγος τότε! Είναι φαύλος ο κύκλος και το κόστος του πολύ υψηλό. Μήπως είναι ένα σχέδιο τελεολογικό, για να διατηρούνται οι ισορροπίες! Και ποιες ισορροπίες είναι αυτές που δεν μπορώ να τις καταλάβω! Άμα τις καταλάβω, μήπως θα μπορώ να τις ελέγχω πιο ανώδυνα! Η ισορροπία, λένε, φέρνει και την πρόοδο. Τι να την κάνω την πρόοδο που χρησιμοποιεί για πρώτη ύλη ανθρώπινες ψυχές! Η τεχνική πρόοδος είναι η διέξοδος για να γίνουμε πιο ελεύθεροι και να καταπιαστούμε με ασχολίες πνευματικές, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχουν δούλοι κι αφεντικά. Τα πάντα θα γίνονται από μηχανήματα. Μα τι βλέπω όμως! Μήπως γίναμε όλοι, τελικά, δούλοι! Ναι, δούλοι της τεχνικής προόδου. Σκεφτείτε μόνο τι θα γίνει, αν ξαφνικά καταστραφούν όλοι οι υπολογιστές, όλα τα μηχανήματα, όλα τα σύγχρονα εργαλεία. Θα χαθεί κι η γνώση, θα χαθεί η τεχνογνωσία. Δε θα ξέρουμε ούτε μια φωτιά ν’ ανάψουμε για να ζεσταθούμε. Μετά βίας θα γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε για να επιβιώσουμε. Τόσο πολύ εξαρτιόμαστε από την τεχνολογία, μας έχει υποδουλώσει. Άρα, χάσαμε και την ουσία και το σκοπό της τεχνικής προόδου. Διατεινόμαστε ότι 128
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
κάνουμε τη ζωή μας πιο εύκολη. Συμφωνώ! Κάνουμε, όμως, κάτι ευκολότερο κατά μια μονάδα και δυσκολεύουμε κάτι άλλο κατά τρεις μονάδες. Δημιουργούμε μια ευκολία που είναι διπλά δύσκολο να την αποκτήσεις. Είναι πρόοδος αυτό ή οπισθοδρόμηση! Μήπως ο κόσμος, με όλες του τις αδικίες, μένει πάντα ο ίδιος κι αλλάζουν μόνο οι λέξεις; Κατακτήσαμε το φεγγάρι. Γιατί! Για να έχουμε περισσότερους λόγους να τσακωνόμαστε! Μήπως αντί να επεκτεινόμαστε πρέπει να συρρικνωθούμε! Μήπως αντί ν’ ανακαλύπτουμε τον ¨εξώκοσμο¨, πρέπει να ερευνούμε τον ¨εσώκοσμο¨! Θα πούνε μερικοί: ¨Δε φταίμε εμείς για την κατάστασή μας. Δε μας δώσανε την ευκαιρία στη ζωή¨. Ίσως να έχουν δίκιο. Γιατί, όμως, κάποιοι τους δώσανε ζωή χωρίς να τους δώσουν και τα μέσα να τη διατηρήσουν! Γιατί σπέρνουν τη ζωή σαν σιτάρι, ενώ γνωρίζουν ότι θα ρίξει χαλάζι! Πρέπει να διαιωνίσουμε το είδος, θα ισχυριστούν. Μα, έτσι δε διαιωνίζεις το είδος, διαιωνίζεις τη δυστυχία. Είναι βέβαια και ζήτημα ηθικής κι ανθρωπιάς. Πρέπει να πάψουν μερικοί να ζουν εις βάρος των άλλων, να πάψουν οι μισοί να είναι δούλοι, για να είναι οι άλλοι μισοί αριστοκράτες. Ας ασχοληθούμε με το πνεύμα περισσότερο, παρά με την ύλη. Αυτή μας εμποδίζει να εξυψωθούμε. Δε λέω να την παρατήσουμε, άλλωστε πρέπει να ζήσουμε, λέω όμως να της δίνουμε δευτερεύουσα σημασία. Μωρός είναι όποιος διατείνεται ότι γνωρίζει τα πάντα. Αν ήξερε έστω και λίγα, θα γνώριζε ότι η γνώση δεν έχει όρια. Αντίφαση ή εσκεμμένη παραπλάνηση! Αλλά περισσότερο ευθύνεται αυτός που παραπλανάται, διότι δεν εξετάζει, δεν ερευνά. Δεν έγραψα τούτο το βιβλίο για να προτείνω λύσεις. Ίσως ό,τι έγραψα να είναι ανοησίες. Κι εγώ ο ίδιος αμφιβάλω για την εγκυρότητά τους. Δεν υπάρχει σίγουρη απάντηση, σίγουρη 129
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
λύση. Υπάρχει συνεχής αναζήτηση κι αυτό είναι ίσως το κλειδί της ευτυχίας. Το θέμα είναι ν’ αναρωτιόμαστε, αν αξίζει τον κόπο να κάνουμε ό,τι κάνουμε κι αν έχουμε να κερδίσουμε κάτι από αυτό. Αλίμονο στις νέες γενιές που ζουν την τωρινή εποχή. Μια εποχή έκρυθμη, όπου τα κοινωνικά προβλήματα εμφιλοχωρούν παντού, η οικονομική εξαθλίωση είναι κάτι παραπάνω από πραγματικότητα, τα ήθη κι η ηθική των ανθρώπων έχουν καταρρεύσει. Τι έχει μείνει για να μας ενώνει! Ο θεός να μας λυπηθεί………… Αυτές είναι οι δικές μου απόψεις κι είναι, απλά, απόψεις. Αν τις έλεγα ποτέ σε κάποιον, θα του έλεγα να μην πιστέψει τίποτε. Είναι απλά λόγια, τίποτε το σταθερό, τίποτε τ’ αναμφισβήτητο. Ο καθένας σχηματίζει τη δική του γνώμη. Όλα αυτά που ισχυρίστηκα, είναι μόνο για να συζητάμε και να προβληματιζόμαστε. Ο καθένας οφείλει να κάνει τη δική του έρευνα και να βρει τη δική του αλήθεια. Όταν όμως οι αλήθειες αυτές αρχίσουν να συγκλίνουν σε μία και μοναδική, τότε θα έχουμε ανακαλύψει την απόλυτη αλήθεια, τότε θα επιτευχθεί η απόλυτη αρμονία κι ευδαιμονία στο ανθρώπινο γένος. Και δε θα υπάρχει τίποτε πια να μας χωρίζει………
Έφθασα λοιπόν στο τέρμα κι αυτό που βρήκα ήταν η αγάπη. Σαν φάρος στέκει, δείχνοντας το δρόμο. Σαν μάνα ανοίγει τα χέρια, για να μας δεχθεί στην αγκαλιά της. Αν καταφέρεις και τη βρεις θα είσαι ευτυχισμένος, ήρεμος και τίποτε πια δε θα φοβάσαι. Δε μιλάω μόνο για την ερωτική αγάπη, αλλά για την αγάπη σε όλες της τις εκφάνσεις. Αγάπη για τους ανθρώπους, για τη 130
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
φύση, για τη γνώση, για το θεό, για τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη και πρέπει να την αφήνουμε να ορίζει τη ζωή μας. Είναι η μόνη αλήθεια που υπάρχει και κινεί τον κόσμο. Όλα μπορεί ν’ αλλάξουν, αυτή όμως μένει πάντοτε αγνή κι απόλυτη. Αγάπη για τους ανθρώπους οδηγεί στην ειρήνη, αγάπη για τη γνώση οδηγεί στην πρόοδο, αγάπη για τον εαυτό μας οδηγεί στον αυτοσεβασμό και στην αυτογνωσία. Κι όλα αυτά μαζί μας οδηγούν στην ευτυχία. Είναι ο μόνος τρόπος να κατανοήσουμε το θεό, με ό,τι κι αν εννοούμε με αυτήν τη λέξη. Έτσι θα κατανοήσουμε την αρχή του κόσμου και τη δύναμη που κινεί τη φυσική τάξη.
Αυτά ανακάλυψα, αυτά έγραψα στο τελευταίο μου βιβλίο. Δεν έχω την απαίτηση να δεχθεί κανείς τα λεγόμενά μου. Έτσι τα είδα εγώ, με τα δικά μου μάτια, με τη δική μου ψυχή. Είναι, απλά, η δική μου κοσμοθεωρία.
Έφθασα, λοιπόν, στο τέρμα…………… ……………και ήρθε η ώρα να κατέβω.
131
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
¨Το μεγαλύτερό μου πλεονέκτημα, είναι η χαζομάρα μου¨
132
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ήταν περίπου επτά το απόγευμα, όταν ακούστηκε το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα. Ήταν ο εγγονός του κυρ Αριστοτέλη, ο Γιάννης. Καθώς η πόρτα άνοιγε, στα μισά περίπου της διαδρομής της, ακούστηκε το χαρακτηριστικό τρίξιμο των μεντεσέδων. «Καλά, βρε παππού», βιάστηκε να πει χωρίς να του μιλήσει κανείς. «Θα τη λαδώσω την πόρτα, όπως σου υποσχέθηκα». Δεν πήρε κάποια απάντηση και χαμογέλασε. «Αχ, βρε παππού, είσαι και λίγο υπερήφανος στ’ αφτιά. Απορώ πώς ακούς το τρίξιμο της πόρτας!» Περπάτησε προς το υπνοδωμάτιο και καθώς πέρασε το κατώφλι κοντοστάθηκε. Ένιωσε κάτι σαν ρεύμα να διαπερνάει τα νεύρα του κορμιού του. Ακριβώς απέναντι, στο κρεβάτι, βρισκόταν ο κυρ Αριστοτέλης ξαπλωμένος, ευθυτενής και με τα χέρια σταυρωτά στο στέρνο του. Δεν είχε πάνω του κάποιο σκέπασμα και το παράδοξο ήταν ότι φορούσε το καλό του κουστούμι και τα καλά του παπούτσια, αυτά που φορούσε σε γιορτές. Ο Γιάννης έτρεξε κατευθείαν κοντά του. «Παππού, παππού!!», φώναξε. Κατά βάθος ήξερε τι είχε συμβεί. Όπως όλοι μας, όμως, δεν ήθελε να το παραδεχθεί συνειδητά, έστω και γι’ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που διαρκεί η επιβεβαίωση του φόβου μας, δευτερόλεπτα που μας φαίνονται αιώνια. Το χέρι του ήταν παγωμένο, επί τρία λεπτά έψαχνε τον καρπό του γέροντα για να βρει το σφυγμό του, πιστεύοντας ότι δεν τοποθετούσε σωστά τον αντίχειρα του χεριού του πάνω στην αρτηρία. Ακούμπησε το αφτί του πάνω στο στήθος του παππού του, όμως η καρδιά του είχε σιγήσει. Μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό, ήρθε η λογική να πάρει τη θέση της ελπίδας. 133
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
«Ο παππούς, δεν είναι πια μαζί μας», μουρμούρισε. Παρόλο που ήταν ο πρώτος δικός του άνθρωπος που έβλεπε να πεθαίνει, δεν έκλαψε και παρέμεινε ψύχραιμος. Ο κυρ Αριστοτέλης, του είχε μάθει πολλά για τη ζωή και το θάνατο. Του είχε μάθει πώς ν’ αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις και πάνω απ’ όλα του είχε μιλήσει για το νόημα της ζωής. Του είχε μιλήσει όμως και για την ολοκλήρωσή της, το θάνατο. Θυμήθηκε που του έλεγε ότι αυτή είναι η φύση του ανθρώπου κι ότι ο κύκλος πρέπει να κλείνει μ’ ένα τέλος. Είναι η τελεολογία της ζωής. Αυτό που έχει σημασία είναι η διαδρομή προς αυτό το τέλος, δηλαδή η ίδια η ζωή. Πρέπει να είναι ενάρετη και να μην είναι κενή νοήματος. Με την κάθε ευκαιρία πρέπει να δίνουμε ένα λόγο, μια αιτία για την ύπαρξή μας σε τούτον τον κόσμο και να προσφέρουμε ό,τι κι όσο μπορούμε, με σκοπό να γίνουμε καλύτεροι ως σύνολο. Με αυτήν τη σκέψη στο μυαλό του, ο Γιάννης, σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι, νιώθοντας τη θλίψη να προσθέτει άλλα εκατό κιλά στο κορμί του. Κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο και με βαριές κινήσεις σχημάτισε το νούμερο του σπιτιού του, για να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Καθώς τελείωσε με το τηλεφώνημα και κάθισε πάλι δίπλα στον παππού του, έκανε μια διαπίστωση. Τόση ώρα που ήταν μέσα στο δωμάτιο, δεν είχε προσέξει το πρόσωπό του. Άρχισε να το παρατηρεί προσεκτικά. Είχε ακούσει την κοινότυπη φράση, που συχνά αναφέρουν σε τέτοιες περιπτώσεις οι διάφορες μοιρολογίστρες, ότι το πρόσωπο κάποιου νεκρού είναι τόσο ήρεμο ¨σαν να κοιμάται¨. Ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του με αυτήν τη σκέψη. Όμως, αυτό που παρατηρούσε στο πρόσωπο του παππού του ήταν κάτι άλλο, κάτι βαθύτερο, σαν να προσπαθούσε κάτι να εκφράσει. Τα λευκά και πυκνά φρύδια 134
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
του ήταν ελαφρά ανασηκωμένα από το εσωτερικό τους μέρος, τα ζυγωματικά του έδειχναν να συσπώνται και στις άκρες των ματιών του υπήρχαν ελαφρές ρυτίδες. Κι όμως, ο παππούς του ήταν έτοιμος να γελάσει. Έμοιαζε να θέλει να εκφράσει μια ανακούφιση που είχε πεθάνει. Μια ανεπιθύμητη σκέψη πέρασε από το μυαλό του που τον έκανε να μονολογήσει. «Μήπως ο παππούς έθεσε μόνος τέρμα στη ζωή του! »Αποκλείεται, ο παππούς αγαπούσε πολύ τη ζωή και τη σεβόταν ακόμα περισσότερο για να κάνει κάτι τέτοιο. »Αλλά πάλι, όμως……..» Το βλέμμα του Γιάννη εξέτασε προσεκτικά το υπόλοιπο κορμί του κυρ Αριστοτέλη. «Αλλά πάλι, όμως, το κουστούμι! Τα παπούτσια! Αυτή η στάση του σώματος! Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το περίμενε. Πώς όμως ήταν δυνατόν!» Μια μυρωδιά τον απέσπασε από κάθε σκέψη και συλλογισμό. Μια μυρωδιά που τόση ώρα δεν την είχε αντιληφθεί. Φαίνεται πως προσπαθώντας να διαπιστώσει αν ο παππούς του ζούσε, καθώς κι όταν τον παρατηρούσε, είχε ενισχύσει τόσο πολύ τις άλλες του αισθήσεις που και σε συνδυασμό με τη συναισθηματική φόρτιση, η αίσθηση της όσφρησης είχε παραγκωνιστεί. Τώρα όμως είχε επανέλθει κι αυτό που μύριζε ήταν κάτι καμένο και μάλιστα χαρτί. Η μυρωδιά τον οδήγησε σ’ ένα μικρό σκουπιδοτενεκέ στην άκρη του δωματίου, δίπλα σ’ ένα μικρό γραφειάκι που κοίταζε στον τοίχο. Κοίταξε μέσα και διαπίστωσε ότι ο παππούς του είχε κάψει κάποια χαρτιά. Του φάνηκε περίεργο, αλλά δεν έδωσε σημασία κι έκανε κίνηση να φύγει. Το βλέμμα του όμως, σαν κάτι να το έσπρωξε, είδε κάτω από μία πολυθρόνα κουνιστή, που είχε ο παππούς του πίσω από το γραφείο, να 135
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
προεξέχει ένα κομμάτι χαρτί. Η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν ότι θα είχε ξεφύγει από τα χαρτιά που είχε κάψει ο παππούς του. «Φαίνεται, παππού, πως είχε αρχίσει να σ’ εγκαταλείπει κι η όρασή σου», σκέφτηκε κι ένα θλιμμένο μειδίαμα χάραξε το πρόσωπό του. Το σήκωσε στα χέρια του και κάθισε πάλι δίπλα στον κυρ Αριστοτέλη, γεμάτος περιέργεια για το τι έγραφε, που πιθανόν θα φανέρωνε και τη φύση των περιεχομένων των υπόλοιπων καμένων χαρτιών. Στο επάνω μέρος του, στο κέντρο, έγραφε με κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα, χαρακτηριστικό του γραφικού χαρακτήρα του κυρ Αριστοτέλη, τη λέξη ¨ΕΠΙΛΟΓΟΣ¨.
136
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Δεν είχα γράψει ποτέ στη ζωή μου για το τι αισθανόμουν ούτε και το είπα ποτέ, παρά μόνο ίσως δύο ή τρεις φορές. Προτιμούσα να το δείχνω με τις πράξεις μου. Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου ήταν ό,τι σημαντικότερο μου συνέβηκε στον κύκλο της ζωής μου, ήταν η ίδια μου η ζωή. Η αγάπη που ένιωσα γι’ αυτούς υπήρξε απαράμιλλη. Ήταν πηγή δύναμης για να συνεχίζω να πορεύομαι, υπερπηδώντας κάθε εμπόδιο που συναντούσα. Κι όμως ποτέ δεν τους μίλησα για το πώς ένιωθα, για το πόσο τους αγαπούσα. Δεν τους έλεγα τη λέξη ¨σ’ αγαπώ¨. Ίσως να μην πρόφτασα, να μη βρήκα το χρόνο, προσπαθώντας να τους το δείξω. Δεν πίστεψα ούτε μια στιγμή ότι δεν το γνώριζαν, αλλά έβλεπα στο βλέμμα τους ότι ήθελαν και να το ακούσουν. Κι εγώ θα ήθελα να το είχα πει. Είναι ο μόνος καημός που μου μένει, απ’ όλο αυτό το ταξίδι που λέγεται ζωή. Και τώρα, κάθισα κι έγραψα όλα αυτά που δεν είπα. Έγραψα για τα γεγονότα που μου σημάδεψαν τη ζωή και για όλα αυτά που ένιωθα. Τα έγραψα έτσι απλά, σαν μια ιστορία. Αλλά και πάλι δεν έχω τη δύναμη, χωρίς να ξέρω το γιατί. Θα είμαι ο μόνος που θα ξέρει τι έγραφαν αυτές οι σελίδες, γιατί θα τις κάψω πριν πεθάνω. Δε ξέρω πώς, αλλά το νιώθω ότι έφτασε η ώρα. Ήδη έχω φορέσει τα καλά μου………
Πριν λίγες μέρες πήρα στα χέρια μου ένα λευκό χαρτί. Τι περίεργο! Έμελλε να είναι το μόνο που θα μάθαινε την ιστορία μου, όπως την έβλεπα εγώ με τα δικά μου μάτια. Θα ήταν ο εξομολογητής μου, ο φίλος που του εμπιστεύτηκα τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου. 137
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Ήταν ένα άψυχο αντικείμενο. Μέσα από αυτές τις γραμμές, όμως, του έδωσα πνοή. Το μελάνι έρεε από σελίδα σε σελίδα, σαν το αίμα που κυλάει στις φλέβες μας, τρέφοντάς το με τις ιστορίες της ζωής μου. Έγραψα πολλές σελίδες, μα όλες μαζί ήταν μία οντότητα, μία ζωή. Ήταν ένα λευκό χαρτί που δεν έζησε μόνο την ιστορία μου, αλλά έγραψε και τη δική του. Ήταν άψυχο, απέκτησε ζωή και νόημα και σε λίγο θα είναι στάχτες κι αποκαΐδια. Χρονικά το δικό του ταξίδι κράτησε πολύ λίγο, αλλά δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από το δικό μου ταξίδι, από τη δική μου ζωή……… ………Κι όμως, κάποτε ήταν, απλά, ένα λευκό χαρτί
Οι άκρες των ματιών του Γιάννη είχαν υγρανθεί. Τις τελευταίες σειρές τις διάβαζε λίγο θολά. Πρόσεξε, όμως, ότι στην τελευταία πρόταση δεν υπήρχε τελεία. «Μήπως ήθελε να γράψει και κάτι άλλο ο παππούς!», σκέφτηκε. «Μήπως ένιωσε τόσο κοντά το θάνατο που βιάστηκε να κάψει ό,τι είχε γράψει, για να προετοιμαστεί! Πώς μπορώ άλλο παρά εικασίες να κάνω!» Με τη σκέψη αυτή, ένα καυτό δάκρυ κύλησε από το δεξί του μάγουλο κι έσταξε στο χαρτί που κρατούσε στα χέρια του. Κι ήταν τόσο καυτό που έκανε μια μικρή τρύπα, εκεί πάνω στο χαρτί, δίπλα στην τελευταία λέξη ¨χαρτί¨, εκεί όπου ο κυρ Αριστοτέλης είχε ξεχάσει να βάλει την τελεία. «Όχι!», είπε. «Ο παππούς, δεν είχε κάτι άλλο να πει. Όλα ήταν σωστά προγραμματισμένα. Τελείωσε αυτά που είχε να γράψει και περίμενε ήρεμα την ώρα που η ψυχή θ’ αποχωριζόταν το σώμα». 138
Αντώνης Γαβαλάς
Λευκό Χαρτί
Έκανε μια κίνηση να διπλώσει το χαρτί, για να το βάλει στην τσέπη του. Δίστασε, άνοιξε πάλι το χαρτί και του έριξε μία γρήγορη ματιά. «Αυτό το χαρτί είναι ένα κομμάτι της ψυχής του παππού», σκέφτηκε. «Όσο υπάρχει αυτό, θα υπάρχει κι ένα κομμάτι της ζωής του». Κατευθύνθηκε στο σκουπιδοτενεκέ, έβγαλε ένα μαύρο αναπτήρα από την τσέπη του κι έβαλε φωτιά στο χαρτί. Καθώς κοιτούσε τις φλόγες και τις στάχτες να ξεπηδούν, σιγοψιθύρισε: «Αυτό θα είναι το μυστικό μας. Πάντα ήξερα ότι μας αγαπούσες και δε με πειράζει που δεν το έλεγες. Τώρα που καίγεται κι η τελευταία σελίδα, μπορεί η ψυχή σου να ησυχάσει και να φύγει από τούτο τον κόσμο».
«Καλή ανάπαυση, παππού!!!»
ΤΕΛΟΣ
139