00 0
YΠΑΡΦΟΤΝ
Y
πάρχουν άνκρωποι ςτθ γθ που δε νοοφνται ςκλάβοι και δεν τουσ πιάνει θ ςκουριά των «δικεν» και του «φαίνεςκαι»,
αλλά ο νουσ τουσ πάει ολόιςια ςτο φωσ. Ροτζ τουσ δε βολεφτθκαν και δεν ενζδωςαν ποτζ ςτο ποταπό και γκρίηο. Μ’ ακζραια τθ ςυνείδθςθ και λεφτερο το πνεφμα παςχίηουν για τον άνκρωπο ,τθν αναγζννθςι του από των φαφλων τισ γθτειζσ, που ςφάλιςαν το δρόμο. Δεν τουσ τρομάηουν τα λόγια του προδότθ κι οι ςιδερόβεργεσ τθσ πολιορκίασ. Το φόβο δε γνωρίηουνε, μα με κακάριο βλζμμα 1
θ ψυχι τουσ μόνο πάει ολόιςια ςτο φωσ.
Ιτανε πάντα αλθκινοί και λεφτεροι κι ανδρείοι και τϊρα τοφτοι ςτζκονται ςαν φάροι φωτεινοί, βάηοντασ πάνω απ’ τθ ηωι δίκαιο και τιμι. Δεν το μπορεί ο τφραννοσ ν’ αδράξει τ’ όνειρό τουσ τι ξζρουνε πολφ καλά για να το ηωντανεφουν, όςο ο ιλιοσ βγαίνει κι ίδια πορεία τραβά…
Δεν μθρυκάηουνε αυτοί πλανεφτρεσ αυταπάτεσ, αλλά ο λόγοσ τουσ πατά πάντα πάνω ςτθν πράξθ. Μιλάνε άλλθ γλϊςςα ,π’ αγγίηει τισ καρδιζσ. Είναι εδϊ ςτζρεοι, ςεμνοί κι αιρετικοί και κρίνονται με μζτρο τθ ςυνείδθςθ τ’ αγϊνα. Μπροςτάρθδεσ ι ουραγοί… ςτο ίδιο πάντα μετερίηι.
2
ΑΔΟΛΗ ΜΑΣΙΑ
Τ
θν άδολθ ματιά μικροφ παιδιοφ κοίταξε μθ πικράνεισ.
Το πιο ελάχιςτό ςου πια κακικον είν’ αυτό. Ωσ τα τϊρα, τ’ άλλα ςου γίνονται δεκτά. Κι ο αμαρτωλόσ ςου βίοσ, που ζτςι ςτυφά ςωριάςτθκε μεσ ςτθν ψυχι ςου τϊρα, αναμνιςεισ αχνζσ αφινοντασ, μαρμαρωμζνεσ ςαν τα ςκιάχτρα ςτον άνεμο. Θ ςπίκα μεσ ς’ αυτά τα μάτια ςαν πλαταίνει κα κάψει κάποια αςχιμια ςου.
3
Εςφ τοξότθσ ζμεινεσ, χωρίσ τα βζλθ όμωσ. Άλλουσ δρόμουσ λιχνίηουν νζεσ μοίρεσ για νζο αίμα, όνειρο και πάκοσ, που ίςωσ οφτε καν φαντάςτθκεσ.
Κάκε ςτιγμι μια νζα επανάςταςθ γεννιζται κι ασ μθ φτάνει ωσ εδϊ θ μυρωδιά του μπαρουτιοφ!
Γενάρθσ’82
4
ΑΝΑΔΙΠΛΨΗ
Ά
νκρωποι ταμπουρωμζνοι και δειλοί, ανάξιοι να δουν τον εαυτό τουσ,
αναδιπλϊνονται ςτο «εγϊ» και κάποτε κυμοφνται και τουσ άλλουσ- ζτςι για αλλαγι. Ρροςφζροντασ και δεχόμενοι τθν αυταπάτθ ξανά αναδιπλϊνονται και χάνονται ςτο «εγϊ» τουσ, ςτθν θττοπάκεια και το τζλμα, τροφοδοτϊντασ τον εγωιςμό και τθ δφναμθ αντίςταςθσ απζναντι ςτουσ άλλουσ. Χάνονται μζςα ςτθν ουτοπία του «ιδανικοφ τουσ εαυτοφ», 5
που για τα καλά τον κατοχυρϊνουν με αςπίδα εγωπάκειασ, ξεχνϊντασ πωσ το πάκοσ τθσ ηωισ γεννιζται από τουσ άλλουσ, που γίνανε οι ζνοχοι, οι κφτεσ τθσ απόγνωςθσ και τθσ μοναξιάσ τουσ, αυτοί που κατακρεουργοφν τθ ςκζψθ και το «είναι» τουσ.
Ζτςι το δρόμο χάςανε νωρίσ, τρζφοντασ το «κθριϊδεσ εγϊ», αυτό που οι δυνάςτεσ τουσ κωπεφουν, για να γενοφν οι ίδιοι τουσ εχκροί του εαυτοφ τουσ.
Λοφνιοσ ’85
6
ΑΝΑΖΗΣΗΗ
Ρ
εριφζρουμε το άχαρο ςαρκίο μασ ςτισ νυχτωμζνεσ ςτράτεσ τ’ ουρανοφ,
για μιασ ςτιγμισ ψευδαίςκθςθ. Δόντι γαμψό ςτα ςπλάχνα θ αναπνοι μασ. Ηθτιανιά πονεμζνθ ,πικρόχολθ ,τραγικι θ ηωι. Λδανικά ςτραπατςαριςμζνα με τθν άρνθςθ προοριςμό τουσ μασ ζμειναν, να ταξιδεφουμε με ματωμζνθ τθν αγωνία τουσ, ςτα μάτια ηωγραφιςμζνθ. Κρατθμζνθ αλικεια από λίγουσ για να γίνουν πράξθ ,που καίει, 7
ςκορπίηει, λυτρϊνει ,λευτερϊνει.
Ψυχι, ψυχι παιδικι, όνειρο, τρυφερό χάδι, γλϊςςα των λουλουδιϊν και των πουλιϊν, μαγεμζνθ ποίθςθ ,ποφ μιλάσ ,ποιοσ ς ’ακοφει και ποφ είςαι; Μεσ το νωκρό κουβοφκλι του ιλιου ςε ψάχνω. Ράλι και πάλι ςε ψάχνω. Άλλοσ δρόμοσ δε με ςθκϊνει. Βουλιάηω άγαρμπα και γίνομαι γελοίοσ θκοποιόσ.
Σεπτζμβρθσ’79
8
ΑΠΟΥΑΗ
Π
ταν τόςο κατάφωρα το δίκαιο πατιζται, όταν τόςο κατάφωρα χτυπιζται θ ηωι,
αιχμάλωτοσ πϊσ ςτζκεςαι ςτο φόβο ,ςτθν οργι;
Ενοχικόσ κι αδφναμοσ ςυνικιςεσ να τρζμεισ, να φοβάςαι, να γονατίηεισ και να υποχωρείσ. Ζτςι ο φόβοσ ς ’εκφυλίηει και ςκλάβο ςε βαφτίηει. Χρόνια αγόραηεσ το παραμφκι τουσ. Χρόνια ςου βάλανε κθλιά ,που τϊρα ςφίγγει. Ξζρανε καλά να μαδάνε τθν ελπίδα ςιγά-ςιγά και ςτακερά. Χωρίσ ελπίδα θ ηωι διόλου δεν προχωρά… 9
Τϊρα ςου πρζπει απόφαςθ, που τθ ηωι αψθφά, που ξεπερνά ςυμβάςεισ κι οπτικζσ του χκεσ και κάνει απόφαςθ ηωισ τθ λευτεριά. Αρκεί μόνο τθ φωτεινι γραμμι του ιλιου ποφ ’χεισ μζςα ςου να ’βρεισ, αυτι που ςε ενϊνει με τουσ άλλουσ. Τότε κα ανταμϊςεισ ςτο φωσ τθν ελπίδα.
Κι όταν μζςα ςου επιςυμβεί το καφμα, τότε όλα τ’ αδφνατα, κα γίνουν δυνατά.
10
ΑΡΝΗΗ
υκμοί κυλάνε ,φεφγουνε, παλμοί ξεπροβοδάνε. Κι ο ίςκιοσ μασ που ςτζκεται, ρωτϊντασ πάντα ,ο εαυτόσ μασ είναι.
Ο φόβοσ κι θ ανάγκθ κίνθτρα ηωισ, δθμιουργίασ; Στο φόβο γιατί ςτζκεςαι καρδιά μου και ςτθν άρνθςθ; Γιατί το δίκιο- και ποιο ιταν αυτό-τςαλαπάτθςε τον άγγελο που μζςα ςου γεννικθκε; Φυτοηωϊντασ και παλεφοντασ αυτόσ μεμιάσ ςκοτϊκθκε. Κζλεισ πάλι το ςκοπό, το νόθμα να ηιςεισ-τι ειρωνεία! Δε ς’ αρνικθκε κανείσ .Εςφ ευτζλιςεσ το μζςα ςου ρυκμό. Να ,κοίτα πάλι που αναδφεςαι ςτ’ αςτζρια!
Οκτϊβρθσ ‘87
11
ΕΤ ΚΙ ΑΤΣΟΙ
Ο
ι άλλοι ο χαμζνοσ ο παράδειςοσ ι τάχα θ κόλαςθ ςου; Πταν ς’ ανοίγουνε πλθγζσ πιότερο τισ κεντοφν για τθ δικαίωςι τουσ.
Κι όταν ςτο δρόμο ς’ απαντοφνε , ςε ςταυρϊνουν, για το δικό τουσ «δίκαιο», για τθ δικι τουσ «δόξα».
Κι όμωσ αυτοί είναι ο χαμζνοσ ο παράδειςοσ -μόνθ προοπτικι-γιατί άλλοι είναι οι κφτεσ και θκικοί αυτουργοί τθσ άρρωςτισ τουσ ζπαρςθσ.
Μόνο με κατανόθςθ,ςυγχϊρεςθ και ζλεοσ μπορείσ να αγαπιςεισ κι αυτοφσ… κι εςζνα. 12
Φτάνει να το κελιςεισ και να τ’ αποφαςίςεισ. Τότε τθ δφναμθ κα βρεισ και ςε αυτϊν το βλζμμα. Ζτςι ςτθ δφναμι ςου κα πιςτζψεισ, που είναι δφναμθ πολλϊν… Μετά κα λυτρωκείσ από καθμό και μοναξιά, που άλλοι ςου ορίςανε ωσ μοίρα αναπόδραςτθ. Κι ζτςι μόνο κα δεισ πια κακαρά ότι αυτοί κι εςφ αντάμα, τθ μοίρα τθν αλλάηετε μεμιάσ ςαν ς’ ζνα κάμα, κι οι λίγοι -κφτεσ κι αυτουργοί- πλθρϊνουν για το δράμα.
Μόνο θ αγάπθ ςϊηει ηωζσ και τισ υπθρετεί, αφοφ αυτι είν ’θ δφναμθ που τισ δθμιουργεί, και προπομπόσ ενότθτασ για λφτρωςθ και λευτεριά. ..
13
ΕΣΙ ΜΑ ΥΕΡΝΟΤΝ ΣΟ ΚΑΚΟ
Σ
απίηουμε ςε φυλακζσ ,ςε ςκουριαςμζνεσ ςκάλεσ, που οδθγοφν ςτο τίποτα… Χάνουμε τθ ηωι μασ
ςε ματωμζνεσ γειτονιζσ και γκρεμιςμζνα ςπίτια, μ ’ανκρϊπουσ που τθ μοίρα τουσ μετροφν με τα καπίκια και ξόανα μιασ ψεφτικθσ πραμάτειασ, που μασ ςερβίρουν για φετίχ και είδωλα ςπουδαία. Μα αυτά γενοφν το μίςοσ και τθν αναξιότθτα …
Ζτςι γινικαν οι χαρζσ μασ κάλπικεσ, και τα όνειρά μασ κοφφια. Και θ ψυχι διψά… 14
Κι οι πιο πολλοί δεν κζλουν και δεν ξζρουν άλλο δρόμο να πάρουν… Στζκουν προςϊρασ αδαείσ και αποςβολωμζνοι, ςτο ψζμα τουσ δοςμζνοι.
Κι ζτςι μασ φζρνουν το κακό, αφοφ καταδεχόμαςτε να γιατροπορευόμαςτε με είδωλα κενά… Κι αυτό φωλεφει μζςα μασ ,ςαν το ςυνεριςτοφμε και δεν τ’ αντιπαλεφουμε… Και φπουλα κεριεφει. Μετά το ςυνθκίηουμε κι ουδόλωσ το ορίηουμε. Γίνεται τότε πίςτθ μασ και ςτάςθ «φυςικι», και τθν αδυναμία μασ τθν κάνει δφναμι του, κι ζτςι μασ χειρίηεται και μασ εξαπατά.
15
ΒΟΛΙΚΑ
Μ
άτια βακιά, αρμονία ενόσ κόςμου που ομορφαίνει, δίνεςτε μ’ όμοιο ςτοχαςμό ςτα ςφννεφα και ςτον αγζρα.
Τθ ηεςταςιά ηθτάτε ςτο αψφ βλζμμα των ανκρϊπων, που πάγωςαν ςαν τα βουνά ςτο χιόνι. Σκλιραιναν και δε μιλάνε πια. Μόνο ςτοχεφουν «άνοιξεσ» δίχωσ βάςανο κι αγϊνα. Στζκουν ςτο επιφαινόμενο, για να γενοφν «επιφανείσ». Χαςτοφκι άγριο ςτο ςτόμα δίνουν αυτοφ που τολμάει μιαν αλικεια. 16
Οι καρδιζσ μάκανε ςτο προςκφνθμα, ςτον καιρό που βολικά τουσ αφινει ςτθν πολυκρόνα ιςυχουσ, να νιϊκουν ότι φάγανε κι ιπιανε άλλθ μια μζρα καλά. Το ντφςιμό τουσ άφθςε μάτια πολλά ςαςτιςμζνα και διαςκεδάςανε πολφ ςαν πλιρωςαν καλά, και μάλιςτα με χριματα εφκολα κερδιςμζνα.
24-11-‘82
17
ΔΙΕΞΟΔΟ
Τ
ο δράμα ηωντανό… Δρόμοι, ςπίτια και μαγαηιά φαντάςματα.
Άνκρωποι τρομαγμζνοι κι ενδεείσ κρφβουν τθ γφμνια και τθ φτϊχεια από ντροπι. Λουφάηουν ςαςτιςμζνοι μπροσ ς ’αποτρόπαιο ζγκλθμα. Στρατόπεδο ςυγκζντρωςθσ ο τόποσ, όλοσ ςτο γφψο.
Πρια και φραγζσ ςε ςφίγγουν . 18
Δε ςε χωράν τα όρια, δε ςε χωράει ο τόποσ. Ρατρίδα ςου ωςτόςο θ γλϊςςα, το τραγοφδι, αγαπθμζνεσ ςου μορφζσ, τοπία ,ιχοι, μνιμεσ… Τραβάνε πίςω οι ρίηεσ . Κουράγιο ςε κερνοφν κι όλθ τθ ηεςταςιά τθσ νοςταλγίασ. Το δρόμο δείχνουν κακαρά , αντίςταςθ και ςτράτευςθ. Θ μνιμθ ανταριάηεται. Σπαράςςεται θ καρδιά. Κι θ ψυχι δίνεται ςτ’ άπειρο , ςτο επζκεινα τθσ φπαρξθσ και ςτθν αξιακι τθσ μοίρα, ψάχνοντασ μια διζξοδο-ζςτω και μεταφυςικι.
19
ΔΤΠΙΣΙΑ
O
ι λζξεισ τθσ αγάπθσ και τ’ ονείρου γίνανε παιχνίδι αποδθμθτικϊν πουλιϊν
κι ευαγγζλιο αγγζλου. Ρλατάγιαςμα ςτον ιλιο μια ςτιγμι και μετά ςωρόσ πεςμζνοσ. Οι λζξεισ του ονείρου και τθσ αγάπθσ τόςο πολφ απότομα απομονϊκθκαν! Το δάκρυ χωνεφτθκε ςτισ πζτρεσ. Το αίμα διαλφκθκε ςτο ςφννεφο. Σκφψε μζςα ςου να δεισ. Μασ δθλθτθρίαςαν τθ ηωι με υποψία. Αράχνιαςε θ ςτζγθ και το ςπίτι. 20
Ακρωτθριάςτθκε θ υπομονι. Κι θ γαλινθ ονειροφανταςιά κατάντθςε.
Σικωςεσ τα χζρια απορθμζνοσ. Σικωςεσ τα χζρια παρακαλϊντασ…
22-12-‘88
21
ΕΡΨΣΗΜΑΣΙΚΑ
Β
άραιναν τα βιματα κάτω από τισ ςκζψεισ. Θ ηωι παίρνει τρεχάλα ζνα δρόμο
χωρίσ προοριςμό και νόθμα… Θ ηωι ςε νικά και ςε προςπερνά. Σε χωρίηει ςτα δυο και ςε πετά ςτθν άκρθ. Σικωςεσ κεφάλι; Κα γφρεισ ςτθ μοναξιά να ςωκείσ; Κα γφρεισ ςτθ ματαιότθτα ; Ροφ πασ πάλι ν’ αποκλειςτείσ ,για ν’ αποφφγεισ τθν κρεμάλα; Ροφ πασ πάλι να χωρζςεισ για να δεισ τον ίςκιο ςου; Τι ςτον εαυτό ςου κζλεισ ν’ αποδϊςεισ; Τι να ςτραγγίςεισ από μζςα ςου και τι να βγάλεισ κζλεισ; Μιπωσ το νόθμα τ ’απροςδόκθτο γυρεφεισ 22
ι μιπωσ ςτθν πρόκλθςθ τθσ άνοιξθσ ακουμπάσ; Τι ν’ αναςτιςεισ κζλεισ , χαμζνο ςθμάδι ςτθν άβυςςο τθσ αιωνιότθτασ; Ροια μελετάσ εξζγερςθ; Ροια κάλαςςα γυρεφεισ ν ’αρμενίςεισ; Ζμεινε αγάπθ ςτισ καρδιζσ των ανκρϊπων; Και πϊσ μπορεί χωρίσ αυτιν θ γθ να γυρνά κι θ φφςθ ν’ αναβιϊνει;
Μάιοσ ‘88
23
ΕΥΙΑΛΣΗ
Χ
ρόνια τϊρα ο ίδιοσ εφιάλτθσ π’ απαξιϊνει τθ ηωι. Ευνουχίηει ηωντανζσ δυνάμεισ, κατατρζχει τον ελεφκερο άνκρωπο…
Τϊρα κανιβαλίηει πάνω ςε ηωντανοφσ νεκροφσ, προδομζνουσ κι απατθμζνουσ. Τελεί ανκρωποκυςίεσ ςε βωμό άνομου κζρδουσ μ’ απατθλά μυκεφματα, προςχιματα και δόλο. Σφγχυςθ , μετεωριςμόσ, όλεκροσ ηωντανόσ.
Μερεφουμε ωςτόςο, όπωσ τρελόσ βρίςκει γιατρειά ςε φυλακζσ και κλινικζσ, ς’ άπονα κρεβάτια και ςάβανα μεσ ς ϋ αγκομαχθτά, βριςιζσ, βόγγουσ και ιαχζσ. Ρνιγμζνθ ςε μια τρζλα βουερι, γδζρνεται κι θ καρδιά μασ.
Σ’ ακρογιάλια ξεχαςμζνα οι ςτιγμζσ τθσ άγουρθσ ςυνείδθςθσ γλιςτράνε. 24
Ζνα μικρό παιδί μζςα μασ πολεμάει να βαςτάξει μονάχο μ’ απόφαςθ, φροντίδα και ξαςτεριά, ηθτϊντασ μια χαμζνθ γθ, τα πόδια να πατιςει…
Αυτι τθ γθ που χρόνια μασ φιλεφει και μασ πονά… Τθν ατραπό με Ερινφεσ, Σάτυρουσ και Σειρινεσ… Σ ’αυτι το ςτίγμα μασ κα βροφμε, κείνο που πάει ςτα ριηά τθσ δφςμοιρθσ φυλισ μασ. Κείκε κα βροφμε βάλςαμο πλθγζσ να γιατρευτοφνε. Κείκε κ’ αντλιςουμε ψυχι και νου να λυτρωκοφμε
25
AΠATH
Μ
αηεφω από τθν αρχι τα κομμάτια τθσ πίκρασ και τθσ μοναξιάσ.
Τθν ελπίδα ηθτϊ ςτα μάτια των ανκρϊπων και τθ ηωι ξορκίηω να μ’ ακοφςει. Φωνάηω ςτο κενό του κόςμου και θ θχϊ μου αντανακλά το φωσ… Πλοι γφρω ηωντανά απολικϊματα ανκρϊπων που ξεχάςτθκαν ςτο ζρεβοσ μιασ νφχτασ. Σε ποια πζτρα ,ποιο γιαλό και ποιο κουφάρι απολθςμόνθςεσ κι εςφ τον εαυτό ςου; Γιατί τόςο φωσ τριγφρω να ςε καίει τόςο, ϊςτε να ςε λιϊνει κατάςαρκα; Τθ μνιμθ βόθκα τθν ν’ αναγνωρίςεισ 26
τα ςθμάδια τθσ πορείασ. Μθ ψάχνεισ ανεπίςτρεπτα τθ ςωτθρία τθσ ψυχισ. Αυτι παλεφει ν’ ανακτιςει το χαμζνο όνειρο, τθ χαμζνθ κιβωτό… Άλλθ μια απάτθ, μια χαμζνθ Τροία.
ΔΕΚΕΜΒΘΣ ‘86
27
ΗΜΟΤΝ ΠΑΙΔΙ
Ι
ςουν παιδί και μεγάλωςεσ μου λζνε. Ιμουν παιδί, μα δεν το κυμάμαι.
Κι οφτε κζλω να κυμθκϊ, γιατί κα κυμθκϊ ότι ηω, ότι μεγάλωςα πολφ. Και κα πονζςω και κ ’αποριςω μ ’όλα αυτά. Κ’ αναλογιςτϊ ποιοσ είμαι και ποφ πάω και δεν το κζλω. Ρόςο μάταιοσ αποδείχνεται αυτόσ ο ςυλλογιςμόσ! Ρόςο όλα γεμίηουν με τον ίδιο ,ολόιδιο πάντα φόβο! Γιατί παιδί αγαποφςα πολφ τα ρόδα και τθν άνοιξθ, και το Κεό και τον αγζρα…
28
Μικρό παιδί κι αμόλευτο με πιρανε τα χρόνια ςε τόπουσ μακρινοφσ, ςε φουρτουνιαςμζνεσ κάλαςςεσ. Ιμουν παιδί… Τότε όλα κα είχαν νόθμα ,κα είχαν ςθμαςία. Μα τι κρίμα! Δεν το κυμάμαι … τόςο που μεγάλωςα! Μάρτθσ’84
29
ΙΩΠΗ
Ε
ίς ’θ φωνι που ςίγθςε κάτω απ ’τθ μπότα ξετςίπωτου δυνάςτθ
και μιασ κοςμοαντίλθψθσ, που ςε ξεβράηει ςτο περικϊριο τθσ κλίψθσ. Κι οι λζξεισ τθσ οδφνθ και καθμόσ… Τουφεκίηει τα ςωκικά του μζλλοντόσ μασ.
Σίγθςεσ μπροσ ςτθν κόλαςθ τθ ηωντανι, ςτθν άβυςςο του νου των δολοπλόκων. Λδεολθψίεσ κι αγκυλϊςεισ, βρόγχοσ του νου ,βάροσ τθσ γνϊςθσ, ς’ αφινουν ενεό , ς ’ζναν κόςμο άκοςμο, 30
ρθχό κι αςτόχαςτο πολφ…
Σ ’ζμακαν τθ ςιωπι οι αντικζςεισ. Σ’ ζμακε τθ ςιωπι ο αγϊνασ. Μα τισ κρφεσ νφχτεσ το αίμα το ακοφσ να χτυπά ςτισ φλζβεσ ίδιοσ κεραυνόσ και γλυκό τραγοφδι προςμονισ .
31
ΘΕΡΙΑ
Μ
εσ ςτθν ανεμοηάλθ τθσ παράκρουςθσ κεριά και τζρατα κεριεφουν.
Τςακίηουν τον ανκό τθσ νιότθσ. Τςακίηουν τθν αντάρα τθσ αςτραπισ. Σβινουνε μάτια φωτεινά, που μολογάνε πόνο. Μαραίνουν το χαμόγελο τ’ ονείρου.
Σε κζλουν ατιμαςμζνο, χαμθλά να ςζρνεςαι . Σε κζλουνε μετζωρο και μόνο , δειλό και φοβιςμζνο, δοςμζνο ςε μια δίνθ άκλιασ αυταπάτθσ. Χαμζνο ςε ςταυροδρόμια ςκοτεινά, χειραγωγοφμενο ,άβουλο επαίτθ ςε κζλουν.
32
Μα πϊσ το καταδζχεςαι να ςου ςτεροφν το όνειρο, να ορίηουν τθ ηωι ςου και να ςε ταπεινϊνουν αδίςτακτα ανδράποδα του ηόφου; Ρϊσ το καταδζχεςαι να ς’ εκμαυλίηουν ,να ς ’ευτελίηουν μζχρι να γίνεισ ο χυδαίοσ κακρζφτθσ του κεριοφ που ςε καταςπαράηει ;
Εςφ ζδωςεσ το δικαίωμα ςε τοφτα τα κεριά, για να ςε ςφρουνε ραγιά ςε ξζνων τισ ορζξεισ. Εςφ, μόνο εςφ ζχεισ τθν πλζρια ευκφνθ να εξοντϊςεισ τα κεριά, με πρϊτα αυτά που μζςα ςου φωλεφουν. Ειδ ’αλλιϊσ μ’ αυτά ομοιάηεισ και γίνεςαι ο κακρζφτθσ τουσ… που με τα κραφςματά του κα ςε κόψει.
33
ΙΔΙΑ ΜΟΙΡΑ
Σ
το ίδιο ψζμα αιχμάλωτοι, ςτθν ίδια αυταπάτθ.
Mασ ενϊνει ο ίδιοσ πόνοσ. Μδια μοίρα μασ ενϊνει. Το ίδιο ψζμα μασ πλθγϊνει. Ξεβολζψου κι ανυψϊςου. Ρζτα φόβουσ κι ενοχζσ . Μθ καταδεχτείσ άλλο πόνο. Άντλθςε δφναμθ απ’ τον καθμό. Δίκιο από το άδικο. Αλικεια από τθ λικθ. Λογικι απ’ τον παραλογιςμό. 34
Σοφία από τθ γνϊςθ. Ράκοσ απ’ τθν οργι.
Δικι ςου απόφαςθ κάνε τον ίδιο ςτόχο, κι ίδιο χρζοσ τον αγϊνα.
Κι αυτι τθ φλόγα τθσ καρδιάσ κράτα δαδί τθσ λευτεριάσ.
35
ΠΙΣΗ ΑΚΑΙΡΗ
Μ
ακαίνεισ βιμα, βιμα -αςυμβίβαςτοσ πάντατι κα πει «να παίρνεισ τθ ηωι ςτραβά»,
να μζνεισ επικθρυγμζνοσ για λάκθ που ςε κυνθγάνε. Λάκθ, ψζμα, αυταπάτθ, χάςματα ,πίςτθ άκαιρθ… Κι αγϊνασ δίχωσ απαίτθςθ, δίχωσ αναπαμό. Μιασ ςτάμνασ νερό δοςμζνο μια ςτιγμι να ξεδιψάςεισ και μετά ξζρα ,ερθμιά ,ςυντρίμμια… Ρϊσ δεν τα βλζπεισ ςτθμζνα γφρωκζ ςου τόςα πολλά ςυντρίμμια; Και τ ’απόρκθτο κοιμθτιρι τθσ ψυχισ ςου 36
μια ηωι να ηθτάει τθν ελπιδοφόρα πολιορκία .
Και τϊρα ς’ ζνα κενό χϊρο ςκορπιςμζνοσ τθ ςκζψθ ςου ςυνάηεισ ,ξεδιαλζγεισ νιματα για το δρόμο. Τα βιματα βαραίνανε για πάντα και χάνονται ςτον ορίηοντα ,μαφρα περιςτζρια αφινοντασ «επί τουσ τφπουσ των ιλων». Κι θ αγφρτικθ πορεία ςου μια παρθγοριά κι ζνασ πόνοσ. Αλαφροΐςκιωτοσ ς’ αχνά περιχαρακωμζνο δρόμο περνάσ. Μπικεσ ς’ ζναν χορό και χορεφεισ άγαρμπα ,αςυλλόγιςτα. Αραχνοΰφαντθ φανταςίωςθ θ αγάπθ τ’ ανκρϊπου ς’ ζμπλεξε -χαλκωμζνθ αλυςίδα- με τον μπαςταρδεμζνο καταλφτθ τθσ ανάγκθσ. Μετά τθν τόςθ αποκοτιά, ζνα μονάχα ηιτθςεσ ,τον εαυτό ςου πίςω.
Λοφλιοσ ‘81
37
ΚΑΚΟΥΟΡΜΙΖΕΙ Ο ΑΓΕΡΑ
Κ
ραςφδειλοι , αργυρϊνθτοι υπθρζτεσ του ηόφου ποδοπατάνε τον άνκρωπο.
Ροδοπατάνε τθν αλικεια και το δίκιο. Δουλικά διεςτραμμζνων αφεντάδων ςτραγγαλίηουν τθ ηωι. Ξερνάνε δυςωδία… Κακοφορμίηει ο αγζρασ κι θ ςαπίλα τουσ μασ πνίγει.
Ρλαντάηει θ ψυχι από χυδαιότθτα, ρθχότθτα και φαςιςμό.
Καταρρζει ο κόςμοσ απ’ απλθςτία και φβρθ. 38
Καταρρζει κι ζνασ κόςμοσ –φενάκθ, μια λάκοσ ματιά ςτον κόςμο. Αυτι που καταρρακϊνει τον άνκρωπο και διαςτρζφει το Λόγο.
Θ φυςικι ροι των πραγμάτων κα νικιςει. Θ ηωι και το δίκιο κα νικιςουν. Λαγαρζσ κι αλθκινζσ φωνζσ κα γαλθνζψουν το πνεφμα και τθν ψυχι. Κα δϊςουν νόθμα κι ανάταςθ… ςτθ ηωι που βουλιάηει.
39
ΚΑΛΕΜΑ
Ξ
εςθκωκείτε φίλοι, ςφντροφοι …δεν πάει άλλο! Τι ςασ κρατάει μακριά απ ’τθ φωτιά που μαίνεται,
και προκαλεί τθ δφναμθ και τθν ικμάδα τθσ ψυχισ; Ο χρόνοσ χτυπάει αλφπθτα, και ςυμπυκνϊνεται, κι αλλιϊσ μετρά… Και μόνοσ δεν το ςταματά ετοφτο το κακό, δίχωσ δικι ςασ χάρθ. Κι ο λόγοσ τόςων αιϊνων ςυμπυκνϊνεται και κραυγάηει... Κι εςείσ ςτζκετε ακόμα ςε ςτείρεσ λογικζσ , πρόςκαιρεσ ματαιότθτεσ, κοφφιεσ επιλογζσ; Δε βλζπετε πωσ όλα αυτά ανικουνε ςτο χκεσ;
Ρϊσ ςτζκετε ξωπίςω κι αλυχτάτε ςαν φαινεσ , όμοια με τουσ διμιουσ ; Με ποιϊν το μζροσ είςτε; 40
Δεν είςτε μ’ όλο το λαό; Μ’ ζνα κομμάτι είςτε; Ακόμα ςτθν αρρϊςτια ςασ κρατοφν δεμζνουσ, κφματα του διχαςμζνου ςασ εαυτοφ ;
Ανδρείκελα είναι αυτοί που ςασ μαυρίηουν τθ ηωι και το ξζρετε...Δεν τουσ φοβόςαςτε αυτοφσ.. Εςάσ φοβάςτε, γιατί γνωρίηετε βακιά πωσ πια ,όπωσ παλιά, δεν το μπορείτε να ‘ςτε…
Μα το ποτάμι πάει εμπρόσ και πίςω δε γυρνάει και θ ηωι μεσ τα δικά ςασ χζρια ςπαρταράει… Κι εκεί εμπρόσ ςασ βρίςκεται ο δρόμοσ που ηθτάει… και θ ψυχι κι ο νουσ αποςταμζνοσ…
41
ΛΕΞΕΙ ΙΑΜΑΣΑ
Ά
χκοσ βαρφ ο ςτεναγμόσ, κι θ πίκρα κι θ ορφάνια. Ρνίγει ο κόμποσ το λαιμό απ’ τ’ αναφιλθτό.
Δεν ζχω τρόπο να παλζψω τοφτθ τθ μαφρθ κατοχι. Ο λόγοσ καταφφγιο κι θ ποίθςθ ακριβι.
Ψάχνω ςτα δίχτυα του μυαλοφ τισ λζξεισ να ξορκίςω, κείνεσ που φζραν’ το κακό, μα ετοφτεσ ςτανικϊσ ζρχονται και ξανάρχονται, φαντάςματα του τρόμου μεσ τθ ςκζψθ. Βαραίνουν τθ ςυνείδθςθ… Λζξεισ ςτενζσ ,ςυμβατικζσ και άνευρεσ, λειψζσ νοιματοσ … ςτζκουν ζωλεσ. 42
Φορζσ τ’ αντίκετό τουσ κακρεφτίηουν. Μπερδεφονται, ξεςτρατίηουν ς’ αλλιϊτικουσ, ατζρμονουσ ςυςχετιςμοφσ.«Μυρίηουν» προδοςία. Ηθτάνε τ ’όνομά τουσ, τισ ςθμαςίεσ που χάςανε. Κρατϊ αυτζσ που γερεφουν το πνεφμα, που αρρϊςτθςε από ζλλειψθ νοιματοσ… Μα είναι άβυςςοσ ετοφτο το ςκοτάδι και περίςςιο… Κρατϊ κι αυτζσ που ξεγυμνϊνουνε το ψζμα… Κρατϊ κυρίωσ αυτζσ που βγάηουν απ’ τα ςτεγανά του νου του γεραςμζνου τθ φλόγα τθσ καρδιάσ.
Απ’ τθν καρδιά βγαίν’ θ φωτιά ,που κεϊνει τισ λζξεισ και το νου… και γράφει ιςτορία. Ψάχνω κι εκείνεσ που ξεχάςτθκαν. Ψάχνω απαρχισ τισ ςθμαςίεσ. Κζλω το νόθμά τουσ να αναβαπτίςω με δφναμθ ακάνατθ, δφναμθ τθσ ψυχισ.
Κζλω να βρω λζξεισ ιάματα και ωσ ιεροφάντθσ να φανερϊςω και να γιατρζψω πλθγωμζνουσ πόκουσ. Ράκθ και λάκθ με λόγια μαγικά να τα εξευμενίςω. Κζλω να ςαγθνζψω τθ ςκζψθ με λζξεισ, και με ςφμβολα, και μφκουσ ηωντανοφσ. 43
Ζτςι με πίςτθ και επιμονι καυμαςτά νοιματα να ςταλάξω ςτο λίκνο του μυαλοφ, ν’ αποςοβιςω το κακό που ενζςκθψε ωσ αντάρα.
Λζξεισ αρχίηουν να ςαλεφουν ς’ ιεροτελεςτία μαγικι. Τθ ςκζψθ οδθγοφν ςε αντίςτροφθ πορεία. Στζλνουν καινοφανι μθνφματα . Γράφουνε απ’ αρχισ τθν ιςτορία. Συνκζτουν άλλθ, λυτρωτικι ςυνειδθτότθτα, κι άλλθ πραγματικότθτα, καυμαςτι και καινοφρια. Κεμελιϊνουν γκρεμιςμζνα οράματα. Τα ςτινουν καλερά ςτθ κζαςθ του κόςμου, ϊςπου ο ουρανόσ να ανοιχτεί ς’ άγνωρα μονοπάτια. Ϊςπου το αναπόφευκτο τθσ επερχόμενθσ ανάςταςθσ να γίνει πανθγφρι… και μελωδία χαράσ ονειρικισ.
44
ΛΤΣΡΨΣΙΚΗ ΕΝΟΣΗΣΑ
Ρ
ερίμενεσ να βουλιάξει ο κόςμοσ ςτισ φλζβεσ ςου, ςτθν ζνωςθ τθ λφτρωςθ ηθτϊντασ.
Με τα δόντια βαςτοφςεσ μια παγωμζνθ αυγι και περίμενεσ να ηεςτάνει το κορμί ςου. Κι ο κόςμοσ το ςφυγμό ςου ςταματοφςε κάκε φορά που ματιά κεριεμζνου Κφκλωπα ζριχνε αδρά ςτο φοβιςμζνο βλζμμα. Γφριςεσ το κεφάλι και προχϊρθςεσ με κουτςά ιδανικά ςτθν πλάτθ ακόμα. Κι ο κόςμοσ ςε πλθγϊνει με τ ’ανωφζλευτα παιχνιδίςματα ςτο κενό.
45
Ζνα κενό μιασ τρζλασ θ ηωι μασ κι εμείσ ανάμιχτεσ γεφςεισ ανάμεςά του. Και χτυπάει θ καρδιά. Σαν το ςφυρί ςτ’ αμόνι ο κάκε χτφποσ. Εκκωφαντικό μελίςςι γφρω. Σε ςυνεπαίρνει θ τρζλα. Στάςου γερά, όςο μπορείσ. Στάςου γερά… Οι εικόνεσ και τα χρωματιςτά ςθμάδια τουσ ςε προςμζνουν. Εικόνεσ και παιχνιδίςματα .Κφμα ςτο κφμα χωρίσ ςυναντθμό. Ραιχνίδι κι ο άνεμοσ που ςε κάνει να τρζμεισ. Ρρόςχαρθ δφναμθ θ ομορφιά ςαν τθν πιςτζψεισ -ςτ’ αλικεια όμωσ ίδιοσ Ρρωτζασ. Αςχιμια κι ομορφιά. Αςχιμια κι ομορφιά. Κι ανάμεςα μιασ ςπίκασ επανάςταςθ είς’ εςφ. Από τον οίςτρο μιασ ςυνικειασ « κυνθγεςίου» κάποτε κινϊντασ κι άλλοτε με τθσ δικισ ςου τθσ ψυχισ τα δεκανίκια.
Λυτρωτικι ενότθτα, ςου βάλαμε ςτεφάνι τιμισ ςαν ςε θρϊο και ς’ αγαπιςαμε ςαν χαμζνο είδωλο κι ελπίδασ γζννα. Κι ζγινεσ αρκοφδι που χοροπθδάει και χοροπθδάει κουτρουβαλιάηεται και ξαναπετιζται μια ςτιγμι ςτ’ όνειρο, αγγζλου και δαιμονικοφ μορφι φορϊντασ…
ΑΡΛΛΘΣ ‘78 46
ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΕ ΠΡΑΞΕΙ
Δ
εν ζχω πια τι να ςου πω ,να ςε παρθγοριςω. Τα λόγια ςε κουράςανε κι οι παρθγόριεσ κι οι ψευτιζσ
και κζλεισ τϊρα πράξεισ, με ςυνζπεια και ςυνζχεια… Μα ςυ τι κάνεισ; Κάνεισ ζςτω το ελάχιςτο; Τι το καλό ζχεισ για να κομίςεισ ςτον αγϊνα;
Ρολφ το νου ςου ςκότιςαν παράλυτεσ ψυχζσ και ψάχνεισ για τθ λφςθ ς’ άγονεσ διαδρομζσ … Ξαςτόχθςεσ ςτο δρόμο και πίςτεψεσ ςτ’ αλικεια πωσ είναι ςφνκετο και άλυτο το πρόβλθμα-ίδιο με γόρδιο δεςμό.
47
Πλα τα ςφνκετα γίνοντ’ απλά και με απλά μακθματικά, με πράξεισ βζβαιεσ και λογικζσ. Αυτοί καιρό κάνουν διαίρεςθ, απλά και βολικά. Λαό τον κομματιάηουν. Ταυτόχρονα κι αφαίρεςθ, αρπάηουν και ρθμάηουν. Τον δζρνουν και τον ςφάηουν… περιφανο λαό. Σ’ εγκλϊβιςαν ς’ αυτζσ τισ πράξεισ και ςε εκίςανε ς’ αυτζσ τισ άλογζσ τουσ λογικζσ… Και πίςτεψεσ πωσ άλλεσ πράξεισ δεν είναι εφικτζσ.
Κι όμωσ θ πρόςκεςθ είναι θ πρϊτθ κι θ πιο απλι θ πράξθ, που εφκολα τθν ζμακεσ παιδί, κι είναι καιρόσ που ξζχαςεσ, μπλεγμζνοσ ςτθ διαίρεςθ και τθν πολλι αφαίρεςθ… Και τϊρα κόλωςαν τθ ςκζψθ «κφμβαλα αλαλάηοντα» με άδειεσ πλζον λζξεισ , να μθ κυμάςαι τ’ απλά, τ’ αυτονόθτα, που λαοφσ δυναμϊνουν και ςτινουνε ορκοφσ. Ρρόςκεςθ, όταν κάνεισ, μ’ άλλουσ πολλοφσ μαηί , τότε πολλαπλαςιάηεισ ςε λίγο τθν ορμι, για τα μεγάλα και πολλά ,που είναι πια μπροςτά. Κι θ πράξθ που ακολουκεί μαηί, τα κάνει καυμαςτά.…
Ζνα απλό κουβάρι είναι λοιπόν το πρόβλθμα και κρφβουνε τθν άκρθ του δολίωσ κι αυκαιρζτωσ , γι’ αυτό αφθρθμζνοσ τθν ζχαςεσ κι εςφ… 48
Κι ζγινε ζνα κουβάρι ο νουσ ςου κι θ ψυχι.
Γριγορα πια το νιμα απλϊνει και γίνεται αλυςίδα, άρρθκτα ςυνδεμζνθ, όςο θ ψυχι απλϊνει …χζρι ςτο διπλανό. Και λευτερϊνεται … Κι ο νουσ πλαταίνει… Και τζτοια ανκρϊπινθ αλυςίδα λαοφ ενωμζνου, οφτε που το φαντάηεςαι ςε ποια πράξθ περνά!
Ψάξε το λόγο π’ απαντά μόνο ςε τζτοιεσ πράξεισ κακϊσ είναι μπροςτά ςου .Είν’ θ αλικεια που βοά καιρό πια τϊρα, μα δεν τθν καταδζχεςαι… Εκίςτθκεσ πολφ μεσ ςτθν καχυποψία και μεσ ςτθν απραξία, μα θ φωνι αυτι ς’ αγϊνα ςε καλεί… πράξθ λυτρωτικι. Αν εςφ δεν αντζχεισ τοφτθ τθν παιδωμι, ς’ αξίηουνε πια τότε «οι από μθχανισ κεοί», που άλλοι ορίηουνε για ςε … να οδθγοφνε τθ ηωι ςτθν άβυςςο…
Δικι ςου είν’ θ απόφαςθ, ςτα χζρια ςου θ ηωι, που τθν ακολουκεί… Μα κι ο κακείσ μασ μια πατρίδα είναι, που κζλει να ςωκεί, με μία μόνο λφςθ να είναι εφικτι, παλλαϊκι ενότθτα…
49
ΜΑΡΑΜΟ
Θ
ηωι ςου μια φυλακι χωρίσ φρουρό. Φυλακίςτθκεσ ς ’όνειρα παράταιρα,
που καρφϊςαν βακιά μζςα ςου μια κφμθςθ αγνότθτασ … Κόντρα ςτο ρεφμα ςτάκθκεσ με τα πολλά φκιαςίδια. Χτυποφςεσ με τα ςτικια ςου βράχο ςκλθρό να ςπάςει, κι οι κραδαςμοί τθν όψθ ςου μαράηωςαν, κι απόγνωςθσ ςθμάδια κάποιεσ χαρακιζσ φανζρωςαν. Κόκκινα ςφννεφα οργισ και πόνου ςτα μεγάλα ςου μάτια. Κι όμωσ, κάκε ςτιγμισ ςταλαγματιά ςφαδάηει ςτο κορμί ςου ςαν ςίφουνασ αγάπθσ ςτο διπλανό, και πίςτθσ ς’ ζνα όνειρο που ξεφτίηει και τςακίηει 50
-ξεριηωμζνο δεντράκι ς’ άγριουσ καιροφσ.
Το τςάκιςμα ςυνικιςεσ και τθσ οργισ ςου τον καθμό τον ζκρυψεσ μεσ τα κατάβακα μιασ πλθγωμζνθσ καρδιάσ, μιπωσ ςτραφεί μάςτιγα βαριά ςτον εαυτό ςου, γιατί το διπλανό ερωτεφτθκεσ πιότερο απ’ αυτόν.
Και μελετάσ και μελετάσ ζνα μελλοντικό «εγϊ», αλλιϊτικο, καινοφριο ,ςε εποχζσ δφςκολεσ, πλουμιςμζνεσ λάκθ βαριά. Σε καιροφσ που κά ’κελεσ περαςμζνοι νά’ ταν. Βάςτα καρδιά ςτον πειραςμό του καθμοφ που λυγάει…
Γενάρθσ ‘82
51
ΜΑΚΕ
Μ
ικρό το μονοπάτι ςου ηωι. Στενό κι ανιμερο κεριό ο πόνοσ.
Μασ πόνεςε τα πόδια και τα γόνατα και τθσ ψυχισ τα βάκθ. Και μείναμε ςκυφτοί και νικθμζνοι, για αλικεια μιλϊντασ ςτθ μοναξιά μασ.
Κι θ μοναξιά αγρίμι ,πθγάδι βακφ. Κεντρίηει κι αφρίηει ςτα μάτια με τρόμο , ςτα μάτια μ ’οργι… Κι εςφ αναρωτιζςαι γιατί και μάςκεσ πετάσ βδελυρζσ. 52
Αναρωτιζςαι γιατί μάςκεσ ςου βάλανε να ηεισ το παρόν ςαν ντροπι, με ντροπι και φόβο.
Λοφλιοσ ‘85
53
Η ΜΕΓΑΛΗ ΨΡΑ
Σ
ε ξεχαςμζνεσ διαδρομζσ τα όνειρά μασ… Στα ςκλαβοπάηαρα του κόςμου τα παιδιά μασ…
Ρόςθ αςχιμια και ςκοτάδι γζμιςε θ ηωι! Μασ ςτοίχειωςαν μαφρα φαντάςματα δουλείασ το δρόμο τθσ ηωισ, που ‘ναι ο δρόμοσ των κελιςεων τ’ ανκρϊπου.
Ανιλεθ ανάγκθ, που καισ-ςφυρί καυτότθ κζλθςθ και τθ ματϊνεισ ! Ανιλεθ δολιότθτα του κοφφιου ανκρϊπου! Τι γυρεφατε λάκθ ξζνα να φράξετε το δρόμο;
54
Ξανά ηθτοφν καρδιζσ ,ηωζσ να ειςπράξουν…
Ηωι δεν παραδίδουμε ςε άπονων τα χζρια. Ηωι δεν παραδίδουμε ς’ ανκρϊπων τθν οργι. Τϊρα είναι θ ϊρα του ανυπότακτου, του ανυπόκριτου του λόγου… Αυτόν υπθρετοφμε, κακϊσ ιρκε θ ϊρα να αλλάξουμε τον κόςμο με απόφαςθ κι υπομονι, με πάκοσ και με γνϊςθ.
Τϊρα είν’ θ ϊρα του λαοφ, είν’ θ μεγάλθ ϊρα. Ηωι που μασ ςτεριςανε… παίρνουμε πίςω τϊρα.
55
MATAIOTHTA
Β
αραίνοντασ οι τφψεισ τθ ματιά μασ ζβγαλαν πζρα απ’ τ’ αςτζρια.
Ηθτιςαμε το κάνατο ,τθ λφτρωςθ τθ μαφρθ και γαλινια, μα αυτόσ δεν ιρκε. Οι δυνάμεισ μασ τονιςμζνεσ από ςυνικεια κι θ ελπίδα μασ μιςι και πικραμζνθ μασ ζμειναν ςταυρόσ, που ςζρνουμε μαηί. Και τ’ αδιζξοδο με τθ λφπθ μασ κουράηει, μα το ξεπερνάμε. Είμαςτε μονάχοι, είμαςτε μιςοί ,είμαςτε αδφναμοι. Αναρωτιόμαςτε για τθν φπαρξι μασ κι όλο αναρωτιόμαςτε. Κι είμαςτε όντα απλά, περιοριςμζνα. 56
Κι είμαςτε ςκιζσ ςκυκρωπζσ και ματαιόδοξεσ και γελαςμζνεσ μζςα ς’ όρια ςτενά. Ραλεφουμε ,πονάμε, ηθτάμε άλλα κάποτε κι άλλοτε διαφορετικά. Είμαςτε υπάρξεισ ηωντανζσ και πάμε, ςτρόβιλοσ όλοι μασ κατρακυλάμε, ανκρωπάκια πρόςκαιρα ,τραγικά. Κι ο λόγοσ για τθ λφτρωςθ ματαιότθτα, κι ίδιοι μασ μια ματαιότθτα; Το αδυςϊπθτο τθσ μοίρασ μασ πικρό και ματωμζνο. Κι εμείσ υπάρξεισ παράταιρεσ, που παραδζρνουν και προχωροφν κι αιματοκυλιοφνται και χάνονται; Νοζμβρθσ ‘80
57
ΜΕ ΥΑΝΣΑΙΑ ΚΙ ΟΝΕΙΡO
Ζ
χει ςυνωμοτιςει το ςφμπαν ν’ ανζβουμε ψθλά, να ξεπεράςουμε ςυμβάςεισ και ςτενωποφσ,
που κοφραςαν τθν ψυχι και το ςϊμα.
Με φανταςία κι όνειρο ανατρζπουμε πραγματικότθτεσ… Ρρωταγωνιςτζσ ς’ ζνα ανείπωτο καφμα, μαηεφουμε τα κομμάτια μασ και γεννιζται φϊσ . Γεννιζται θ μουςικι του μζλλοντόσ μασ. Γεννιζται θ αρμονία. Πλα ζρχονται και δζνουν ρυκμικά . Το ςφμπαν ακολουκεί τισ ψυχζσ των λεφτερων κι αλθκινϊν. Των ανκρϊπων τθσ ςφνκεςθσ, τθσ ευκφνθσ και του μζτρου. 58
Αυτϊν που ιςορροποφν ςτο Λόγο, ςτθν αγάπθ, ςτθν ομορφιά και το δίκιο.
Θ πλάςθ γιομίηει πρωτόφαντθ χαρά λυτρωτικι και τθν ψυχι ανυψϊνει ςε μονοπάτια κεϊκά. Με φανταςία και όνειρο, ςοφία και ελπίδα πλάκουμε τθ νζα μασ φπαρξθ. Αγγίηουμε τθ χαρά τθσ ενςυναίςκθςθσ, που οδθγεί ςτο δρόμο των ανκρϊπων.
Ρίςτεψε ςτθν υπζρβαςθ. Ρίςτεψε ςτθν άλλθ όχκθ. Μόνο ζτςι κα βγεισ ςτο φωσ!
59
ΜΗΦΑΝΙΜΟΙ ΣΟΤ ΚΟΣΟΤ
Κ
όμματα ,κομμάτια κι αποκόμματα τθσ χαμζνθσ μασ αξιοπρζπειασ…
Λδεολογιματα ,φλθναφιματα και πομφόλυγεσ. Κομματάκια τθσ ςκζψθσ κατατρεγμζνθσ, κατακερματιςμζνθσ κι άβουλθσ… Στενεφετε το νου ,κομματιάηετε το «Πλον» για να πλανζψετε ,να δείξετε το μικρό μεγάλο ςε πολίτεσ αναλϊςιμουσ… προσ άλωςθ. Ορδζσ βαρβάρων ,κθφινων κι εξαπατθτϊν υπθρετϊντασ, μακαίνετε το προςκφνθμα, τον ανταγωνιςμό. Μακαίνετε απόλυτα πϊσ να μιςοφμε και κακόλου πωσ ν’ αγαποφμε. Ευτελίηοντασ τθν φπαρξθ , τθ μνιμθ τθ ςυλλογικι λεθλατϊντασ, ζργο ανόςιο και μιαρό εκτελείτε. Xωνευτιρι ψυχϊν - ςτθμζνο χρόνια – 60
εγκλωβίηετε ηωζσ ςτθν αυταπάτθ. Σε βόρβορο βάρβαρων κεριϊν-κεριά κι εςείσ τθσ ιςοπζδωςθσβορά πετάτε ανκρϊπουσ, που ςασ τρζφουνε-φίδια ςτον κόρφο τουσ.
Ψθλϊνετε από τον παραμορφωτικό φακό τθσ απάτθσ. Ραπαγαλάκια άκλιασ «μάντρασ», λόγια ξζπνοα καλφπτουν τισ πομπζσ ςασ και δε χωράνε ςε καρδιζσ ανκρϊπων που ματϊνουνε.
Κολι βιτρίνα μιασ άλλθσ εποχισ, ςωπάςτε επιτζλουσ τθ γλϊςςα τθσ απάτθσ!
61
ΜΙΚΡΟΧΤΦΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Μ
ικρόψυχοι καιροί. Ρόςο γελαςμζνοι βγικατε παλιοί φίλοι
που περάςατε το δρόμο τθσ λευτεριάσ με πόνο κι ελπίδα ςτον άνκρωπο που κα ςθκωκεί. Μείναμε τϊρα κουβοφκλια αδειανά χωρίσ φίλουσ και όνειρα. Μικρόψυχοι καιροί! Αφινετε ζνα κενό τθν κάκε αίςκθςθ να ςυντροφεφει. Γαντηωκικαμε βαςανιςτικά ςτα γρανάηια ςασ κι όλο προςμζνουμε τθ λευτεριά.
30-5-‘8 62
ΝΑ ΤΧΨΝΕΑΙ…
Ν
α καισ τθν ψυχι και να ξαναγεννιζςαι. Να χτυπάσ τθ ηωι που ς’ ευτελίηει
για να υψϊνεςαι ,να υψϊνεςαι ςτ’ αςτζρια. Να μιλάσ ςτθν ψυχι ςου ,ςτο βακφ πόνο ,το κάνατο και τθ ηωι ςαν τθν άπλετθ φρόνθςθ που ακουμπάει ςτο δικό τθσ Κεό. Να βάηεισ χρυςό χαλινάρι και λευτεριάσ πνοι ςτθσ δφναμισ ςου το χζρι, για να υψϊνεςαι. Ράντα να υψϊνεςαι ςτ’ αςτζρια. Αυτι θ ςτιγμι που ςε καίει -φωτιά πυρωμζνθ ςτα ςωκικά του πόνου- είναι το ψωμί ςου τθσ λευτεριάσ για να γενείσ μικρό παιδί, που υψϊνεται κι υψϊνεται ςτ ϋαςτζρια. 29-8-‘81 63
ΣΟ ΥΨ Ν’ ΑΝΑΣΗΘΨ
Ά
λογεσ λογικζσ μασ ηϊνουν. Ναϋχα τθ δφναμθ να κάνω τθ διαφορά!
Να λείψει θ διαφκορά και το ψζμα. Nα τελειϊςει το επονείδιςτο παιχνίδι τθσ απάτθσ, που ςυννεφιάηει μάτια απελπιςμζνα, ςυνκλίβει τθν απαντοχι ,το δίκιο ακυρϊνει…
«Διεμοιράςαντο τα ιμάτιά μου». Τεμαχίηουν τθ ςκζψθ ,τθ ηωι, και τα ξεπουλάνε. Πλο τον τόπο ωσ ηιτουλα ,υπθρζτθ, ξεπουλάνε . Αδυνατϊ να πιςτζψω τον εφιάλτθ. Το λιγοςτό ψωμί ζγινε πικρό 64
κι οι άλλοι γφρω απρόςιτοι και μόνοι. Μια κραυγι μεσ το κενό θ ηωι, άχαρο ενδιαίτθμα κολίγα, μετριζται ωσ ποςότθτα !
Κζλω να ηιςω λεφτεροσ ωσ τθ ςτερνι ανάςα. Κζλω πατρίδα λεφτερθ ,περιφανθ ,γενναία. Εγϊ ζχω τθ δφναμθ ,ζχω και τθν ευκφνθ ςτο φωσ ν ’αναςτθκϊ.
65
Ο ΜΕΑ ΟΤ ΡΤΘΜΟ
Χ
άκθκεσ ςε νεφζλωμα ψεφτικθσ ευδαιμονίασ κι αναξιότθτασ. Ρϊσ χϊρεςε θ ψυχι τόςθ αικεια και ςκοτάδι;
Συνκιματα, κραυγζσ και ςφγχυςθ διζλυςαν το μζςα ςου ρυκμό. Ζχαςεσ αυτονόθτεσ αλικειεσ, ζχαςεσ το ςκοπό. Οριςμζνο το πλαίςιο ,ςχεδιαςμζνο το παιχνίδι, για να κλειςτείσ ςε μιαν ειρκτι ,ζνοχοσ και ςυνζνοχοσ ςτο δράμα.
Τουσ άτιμουσ τιμοφςαν και τουσ άξιουσ πετοφςαν. Ζκαναν κζαμα τον πόνο και πιόνι τον άνκρωπο ς’ αναίςχυντο παιχνίδι άκλιων τρωκτικϊν, όπου νόμοσ ζγινε θ ψευτιά κι ο δόλοσ και ανομία θ αλικεια κι θ χαρά. Φορτϊςανε πολφ το νου με άχρθςτα ςκουπίδια 66
και ςκοφριαςε κι αράχνιαςε το κφτταρο τθσ αςτραπισ.
Ρολφ το νου ςου ξόδεψεσ ςτο ευτελζσ ,ςτο λίγο. Χρωματιςτοί, εικονικοί παράδειςοι διζλυςαν το μζςα ςου ρυκμό, για να χάςεισ το «είναι» ςου, τον αυτοςεβαςμό, για να μθν ζχεισ πρόςωπο ,να γίνεισ αρικμόσ.
Τϊρα θ ψυχι ξεςπακϊνει κι αποτινάςςει τα δεςμά τθσ μαφρθσ υποτζλειασ. Ρετά μακριά ό,τι τισ αιςκιςεισ γοθτεφει. Κρατά ςφιχτά ςα φυλαχτό ακριβό μόνο ό,τι αγαπά και με αυτό πορεφεται όλουσ τουσ δρόμουσ με καρδιά. .
67
ΟΔΗΓΟ ΚΑΙ ΔΑΚΑΛΟ
Σ
’ αγϊνα ςτράφθκε μικρόσ, ς’ ζντιμο αγϊνα κι άδολο για το κοινό καλό,
τι τοφ ‘δινε απαντοχι ,δφναμθ και κουράγιο, για να γενεί πιο δυνατόσ ,το μζςα του να ορίηει μ’ αξίεσ πανανκρϊπινεσ ,αιϊνιεσ κι αςάλευτεσ ςτο διάβα των καιρϊν… Τζτοιεσ αξίεσ ζκρεψαν τθ γνϊςθ τθν κακάρια, γι’ αυτό ςτζκετ’ ορκόσ και πάντα ςυνετόσ. Ρίςτευε πωσ το βιοσ τθ βία φζρει, κι αναλγθςία και ψευτιά. Και κζλθςε το βιοσ όλου του τόπου να το μοιράηεται ο λαόσ, με δίκιο και τιμι.…
68
Κι φςτερα τάχτθκε αυτόσ ς’ αγϊνα πιο μεγάλο, όπου μοίρα τον μοίρανε να είναι οδθγόσ και δάςκαλοσ και ςυμφιλιωτισ του δόλιου διχαςμοφ… Κι όλθ θ κζρμθ τθσ ψυχισ κι ο παιδεμόσ του νου του αντάμωςαν το όραμα-δϊρο ανεκτίμθτο- του τόπου που τον ζκρεψε, του τόπου που πονά και τόςο τον παιδεφει. Ροτζ του δε φαντάςτθκε πωσ κα ‘τανε αυτόσ που κα ζςβθνε του νου το μαφρο πζπλο, και τθσ καρδιάσ τθν πυρκαγιά κα άναβε μεμιάσ, και ςαν τον καταλφτθ πωσ τθν αυγι κα ζφερνε ςτον τόπο αυτόν τον μαφρο… Και ζτςι κα οριηότανε να ςτζκει πάντα εμπρόσ, κάνοντασ τα ψθλά και τα μεγάλα ςκοπό μικροφ λαοφ.
69
ΨΡΑ ΣΗ ΚΡΙΗ
Κ
λιβερά φερζφωνα τθσ απάτθσ ςκορπίηουν διαςτροφι και χάοσ.
Ο κόςμοσ απαρνιζται τθ ηωι. Θ δικι τουσ λογικι γίνεται θ δικι μασ τρζλα...
Διζρρθξαν τα όρια τθσ λογικισ . Διζρρθξαν τισ ψυχζσ μασ. Στζγνωςαν τθ χαρά . Κι ο Κεόσ τρόμαξε τθν τόςθ ςκοτοδίνθ.
Ιρκ’ ο καιρόσ τθσ κρίςθσ . Νεκροί και ηωντανοί ριγοφνε. Το ςφμπαν παραλθρεί 70
κι οι φωνζσ των ποιθτϊν αιϊνιο λεν τραγοφδι , που τισ ψυχζσ αναγεννά ςτο φωσ.
Ιρκ’ ο καιρόσ των ταπεινϊν, των κακαρϊν και των ςεμνϊν. Αίμα ,δάκρυ κι οργι ξεςπάνε ςα φυςικό φαινόμενο, ςαν αγζρασ, που μεμιάσ κα διϊξει τα ςκοτάδια.
Τθν κρίςθ αντζχουν μόνο οι λεφτεροι, οι ςκλάβοι γονατίηουν. Θ ϊρα τθσ κρίςθσ είναι εδϊ για όλουσ…
71
ΠΛΑΣΕΙΕ
Ρ
ζφτει το παραπζταςμα τθσ απάτθσ. Δυςκολεφεςαι να ιςορροπιςεισ ςτθ λογικι.
Ο τόποσ βοά απ’ τισ κραυγζσ των απόκλθρων. Οι άνκρωποι ακουμπάνε ςτισ πλατείεσ τα όνειρά τουσ. Ραραλυμζνα κοράκια κζλουν να ςκεπάςουν το φωσ τθσ. Κζλουν να κρφψουν τισ κραυγζσ τθσ απελπιςίασ και τθσ μιηζριασ. Ξενόδουλα ανκρωποειδι, εγκλθματίεσ υβριςτζσ ςκορπάνε το φόβο, τθν τρζλα ,το κάνατο. Κεςμοκζτθςαν τθν παρανομία, ςκφλεψαν τθ ηωι και τθν παίηουνε ςτα ηάρια. Χφνεται το αίμα .Ο άνκρωποσ κζλει να ειδωκεί ωσ άνκρωποσ. Συνκλίβεται, αργοςβινει. Τι κ’ απογίνουμε χωρίσ ανκρϊπουσ; Οι λεφτεροι ανταριάηονται, οι ςκλάβοι ξεπουλιοφνται. Λερι οργι ξεςπάει και δίκαιο ηθτάει. Ρότε επιτζλουσ κα νικιςει θ Λογικι κι ο άνκρωποσ! 72
ΚΑΙΡΟΙ ΣΟΤ ΒΟΛΕΜΑΣΟ
Α
ργοπεκαίνεισ ςτισ δαγκωνιζσ τ’ αναίςκθτου χρόνου, βόλτεσ ςαν κάνει ςτα μονοπάτια του κορμιοφ.
Με βιματα αργόςυρτα, πιεςτικά και με χαμόγελο περιγελαςτικό ςτα χείλθ παφει τον κατακλυςμό τθσ μουςικισ των ονείρων, ψθλαφίηει ανοιχτζσ πλθγζσ, μετρϊντασ με το πουγκί του τθν ανκρϊπινθ αντοχι. Κλείνουνε με βιάσ οι πόρτεσ ςε ςφαλιςτό κλουβί, μα κι αν ανοίγουνε ποτζ, δεν είναι για να φφγεισ εςφ, μα ζνα κομμάτι ακόμα τθσ ςκζψθσ ςου.
Σ ’ζλαχε ςτον κόςμο θ θςυχία, μια ψευτιά ακόμα δολερϊν Φαριςαίων 73
να πιπιλίηει ανοφςια κάκε αίςκθςθ. Αργοπεκαίνεισ, γιατί κομμάτια κάνανε τθν άμετρι ςου φφςθ, να βλζπεισ από ξζβακο ερθμιάσ μονάχα μια χαραματιά.
Ξεκωριαςμζνα τα τοιχιά και χιλιολαξευμζνα από γραφζσ ςου γνϊριμεσ, που πια ςε βαρεκικαν, ζτςι να ςτζκεισ άπραγοσ, να γίνεςαι ζνα ψζμα ςτο τζλμα ενόσ ψυχροφ κανάτου. Μια καλι είδθςθ αρκοφςε. Κι ίςωσ αρκεί ακόμα, για να τα ςπάςεισ τα χρυςά δεςμά. Μια καλι είδθςθ-φτάνει να το πιςτζψεισ πωσ επίςθμα υπογράφτθκε από ανκρϊπουσ ζντιμουσ, αγωνιςτζσ τθσ χαραυγισ, που ςου ’μειναν πιςτοί…
Μασ κομμάτιαςαν οικτρά τθν απλάδα του κόςμου, μασ κουρζλιαςαν τθν ψυχι με ψεφτικθ φανταςίωςθ μζςα ςτθ ματαιότθτά μασ, οι άψυχοι κι αςφνειδοι καιροί του βολζματοσ.
Δεκζμβρθσ’81
74
ΥΨΣΕΙΝΗ ΔΙΕΞΟΔΟ
Σ
τθν αγάπθ ηθτϊντασ τθ ηωι, καταςκότεινο ερθμοκκλιςι ςυνάντθςεσ
κι ζγινεσ ο πιςτόσ τθσ ςιωπισ του. Μόνοσ ηθτοφςεσ τθ λφςθ λυςςαςμζνοσ με φόβο. Ηθτοφςεσ πάλι και πάλι τθ φωτεινι ςου διζξοδο. Κι θ μοιραςιά τθσ αγάπθσ άδικθ, ςαν κάκε μοιραςιά ηωισ. Χρειάηεται ο ανιφοροσ δυνατοφσ Χριςτοφσ κι οι Λοφδεσ δεν μπορεί να λείπουν. Εςφ διαλζγεισ - ι τουλάχιςτον ζτςι φαίνεταικάκε ςτιγμι το δρόμο ςου. Και πασ νιϊκοντασ μόλισ άλλοτε κι άλλοτε βακιά το Κεό ,τον ζρωτα, το κάνατο, τθν ψυχι ςου, 75
ποφ ‘ναι αξία ακζραιθ, ποφ ‘ναι το δικό ςου μοναδικό βαςίλειο κι ο κ ό ς μ ο σ ό λ ο σ.
Νοζμβρθσ ‘83
76
ΠΡΟΔΟΙΑ
Β
οι κι αντάρα ακοφγεται και γογγυςμόσ και κρινοσ από τα ςκλαβοπάηαρα και τθ χωματερι…
Εκεί ςυντρίμμια οι ψυχζσ, τα όνειρα κι οι πόκοι ςωριάηονται ςαν πτϊματα, ςαν πεκαμζνοι ςκφλοι. Κι όμωσ ακόμα το τολμοφν και μόλισ αναςαίνουν… Υπάρξεισ υλικζσ λογίηονται ίςα μ’ ζνα ςκουπίδι. Ρειραματόηωα οικτρά ςε μια παρτίδα τηόγου ανκρωποειδϊν, που χάςανε κάκε ακμι ηωισ, τρυγϊντασ μόνο φλθ ,ςφννεφο και ςκοτάδι.
Ρατρίδα φωτεινι ,που είναι Λδζα κι Πραμα, και δεν ελφγιςε ποτζ μπροσ ςε ορδζσ βαρβάρων, μα πϊσ τθν καταντιςανε ςκζτθ χωματερι; 77
Δεν μασ επρόδωςε αυτι ,που είναι Σοφία κι Ζμπνευςθ, Μζτρο και Αρμονία , Φμνοσ αγάπθσ και χαράσ… Ρροδότεσ τθν προδϊςανε, πατριδοκάπθλοι αιςχροί με δόλο και απάτθ. Και τϊρα τθ ςταυρϊνουνε, καρφϊνουν τα καρφιά, τθ ςζρνουνε ςτο μνιμα…
Μα είναι Ρνεφμα κι Πνειρο και δε μπορεί να ςβιςει.
Κα ζρκει μζρα και καιρόσ που δάκρυ, πόνοσ κι αίμα κα γίνουνε μεμιάσ φωτιά, και όλουσ αυτοφσ κα κάψει…
78
’ ΑΤΣΗ ΣΗ ΓΗ
Σ
’ αυτι τθ γθ δεν κελαθδά όπωσ παλιά τ’ αθδόνι. Τϊρα τθ κλίψθ τραγουδά, μα και πολλι χαρά,
αφοφ πολλά μα και ςπουδαία, νζα μθνφματα μθνά…
Δεν ξεδιψάνε οι άπλθςτοι, δε ντρζπονται οι ςκλάβοι. Δεν ζρχεται ποτζ θ αυγι χωρίσ να ϋρκεί το βράδυ… Εδϊ ςκλαβιά δεν προχωρά… Μόνο για λίγο ςτζκει…
Σ’ αυτι τθ γθ ςεργιανάει θ λευτεριά. Σ ’αυτι τθ γθ πιο φωτεινόσ βγαίν’ ιλιοσ Κι όταν ςθκϊνουν τθ γροκιά ςτον ουρανό ςτοχεφουνε.
Τότε γεννιζται θ λευτεριά ςτθ γθ τθ ματωμζνθ ,τθν πολφπακθ. 79
Γεννιοφνται ιρωεσ κι θμίκεοι… Γεννιζται φωσ και δίκιο. Κι αξίεσ πανανκρϊπινεσ ς’ αυτι τθ γθ γεννιοφνται.
80
ΑΛΠΙΓΓΕ ΠΟΛΕΜΟΤ
Σ
άλπιγγεσ του πολζμου θχιςτε! Κακείσ ασ μετριςει τα όπλα του.
Χαμερπείσ χαμαιλζοντεσ ,ςκιάχτρα ηωντανά ςκορπάνε τρόμο και ςκοτάδι . Δε βλζπεισ ποφ ‘ρχεται καταπάνω τουσ το φωσ; Δε βλζπεισ ποφ ’ρχεται καταπάνω τουσ θ φοβζρα τθσ λευτεριάσ; Μα πϊσ χρονοτριβείσ και εκελοτυφλείσ; Κάποιοι φωτεινοί, γενναίοι και κακαροί κατοικοφν ς’ αυτι τθ γθ. Ζχουν ψυχι, αιδϊ και δίκιο, άξια όπλα ςτθ φαρζτρα. Τα ιερά και όςια μιασ αξεπζραςτθσ κλθρονομιάσ. Τα χάρτινα ξόανα φοβάςαι, που πια νεκρά ανδρείκελα είναι; Διζγραψαν χρόνια τϊρα τθ δοτικι, τθ δοτικότθτα, τθν ποιότθτα. 81
Ρόςα πολλά διζγραψαν! Γι’ αυτό αποπνζουν το κάνατο. Κατζχουν μόνο τθν ποςότθτα, τθν ατομικότθτα, τθν ωμότθτα, όπλα φτθνά. Εμπρόσ Κυρίαρχε λαζ, προχϊρα! Ξεκίνα τον αγϊνα τον ιερό ,τον κακαρό και ζντιμο. Αυτόν που πάντα ζδινεσ για το ψωμί, τθ λευτεριά… Το άςπρο και το δίκιο εςφ κρατάσ. Εςφ, και μόνο εςφ μπορείσ. Ρόςο εφκολα το φωσ απλϊνει και λιϊνει τισ ςκιζσ οφτε που το φαντάηεςαι!
82
Ο ΚΑΚΟ Ο ΕΑΤΣΟ
Τ
ο ςκοτάδι που ςε καίει είναι θ ζλλειψθ φωτόσ. Κι ο πιο μεγάλοσ ςου εχκρόσ είναι ο κακόσ ςου εαυτόσ.
Αυτόσ που ζμακε να προςκυνά τθ ςοβαροφάνεια τθσ αγυρτείασ. Ζμακε να βολεφεται ςε κοφφιεσ αυταπάτεσ. Στα θχερά τα χρϊματα ν’ ακουμπάει τθ ηωι, ςτο εφκολο και το φτθνό να δίνει τθν ψυχι. Μεσ ςε κραυγζσ και ςε ςυνκιματα να χάνει το ςκοπό, να ακοφει λόγο βαρφγδουπο ,άχρωμο και ςτεγνό, π’ αλϊνει τθ γλϊςςα και διαλφει τθ ςκζψθ… Ζτςι το φωσ ςου χάκθκε ςτθν ψευδαίςκθςθ από τουσ κφτεσ τθσ ςυνείδθςισ ςου. Μόνθ αμαρτία θ άγνοια , θ παράδοςθ ςτο φόβο, που καίει τα φτερά τθσ τόλμθσ και φράηει δρόμο λευτεριάσ. 83
Το ςκοτάδι που ςε πνίγει είναι θ ζλλειψθ αρετισ. Τα δφςκολα να ορζγεςαι, αυτά που δε χαρίηονται, μα μόνο κατακτϊνται μ’ αγϊνα ςτιβαρό. Ζτςι με δίχωσ δεκανίκια, αυτόφωτοσ και ςυνετόσ γίνεςαι ο πλάςτθσ τθσ ηωισ ,μα και ο εμπνευςτισ τθσ. Και τότε αξίηει να τθ ηεισ, με τ’ ακριβά τθσ δϊρα… μ’ αγάπθ, αδερφοςφνθ και ειρινθ.
84
ΚΑΙΡΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Π
ταν λάκθ κι αδυναμίεσ ςου καταδεχτείσ και ςυμφιλιωκείσ με ςζνα,
τότε αξιοπρζπεια ςου πρζπει κι θ τιμι. Μετά αυτι γίνεται αγϊνασ για λίγο ζςτω φωσ. Κι φςτερα γίνεται ευκφνθ κι επιλογι δικι ςου, να υπάρχεισ ωσ ελεφκεροσ ι ςκλάβοσ.
Πταν τθν ευκφνθ εςφ τθσ λεφτερισ ςου βοφλθςθσ αρνείςαι ν’ αναλάβεισ, τότε ανοίγεισ διάπλατα τθν πόρτα ςτουσ τυράννουσ… και είςαι ιδθ ςκλάβοσ. Ρροδίδεςαι, παραδίνεςαι ς’ αδυναμίεσ, ςε ζνοχα διλιμματα και ςε βακιά αναςφάλεια. 85
Μ’ αυτά τρζφεισ παράςιτα , κι εκείνα ςου αρπάηουν τα θνία τθσ ηωισ .
Είναι βαριά θ ευκφνθ τθσ λεφτερθσ ςυνείδθςθσ, μα και χωρίσ αυτιν είςαι ιδθ νεκρόσ… Θ ανθφόρα δφςκολθ ,οδυνθρό το εγχείρθμα για μαλκακοφσ και άβουλουσ ι και ξεπουλθμζνουσ… μα είναι θ μόνθ επιλογι ςε χαλεποφσ καιροφσ. Και είναι καίριο δίλθμμα, το πϊσ κα ηιςεισ, υποταγμζνοσ και νεκρόσ ι λεφτεροσ και ηωντανόσ;
86
ΣΕΛΟ ΕΠΟΦΗ
Η
οφμε μεσ τα ςπαράγματα μιασ εποχισ που ςβινει και γριγορα το τζλοσ κα ςαλπίςει. Νζα εποχι κ’ ανκίςει.
Κι είναι τόςεσ πολλζσ οι ωδίνεσ αυτισ τθσ νζασ γζννασ, όςο μεγάλο και τρανό είναι το γεγονόσ … τθσ κάκαρςθσ… κι αφφπνιςθσ τθσ φλόγασ, που τθ κάψανε ςτθ λάςπθ… οι αφεντάδεσ του παρά, του άδικου οι αφζντεσ. Και οι τριγμοί είναι πολλοί τθσ γθσ τθσ κουραςμζνθσ, μζχρι που το «νερό να μπει ςτ’ αυλάκι» ςε άλλθ ρότα, ςϋ αντίςτροφθ πορεία… Ξεφεφγει αυτι θ πορεία από τα μζτρα τα γνωςτά και τα οικεία… Γράφεται απ’ τθν αρχι θ ιςτορία…
Θ ίδια θ ανάγκθ τθσ ηωισ τα αναςτρζφει και τα ανακαλεί 87
παλιά «υλικά», αξίεσ, μνιμεσ κι οράματα παλιά… Κι ζρχονται ςαν ανάςα, ςαν οξυγόνο και πνοι να ηωντανζψουν τθν ψυχι ς’ ζνα πρωτοφανζρωτο παιχνίδι μυςτικό ςτο χωροχρόνο … Κακϊσ τα πρωτινά γίνονται τωρινά κι αιϊνια μαηί. Θ ςφνκεςθ αυτι μοιάηει λυτρωτικι…
Ψυχανεμίηεςαι βακιά τθν αλλαγι ςυνείδθςθσ… Τελειϊνει θ μαφρθ εποχι των «λίγων» και των «εκλεκτϊν», που ‘ταν μια φοφςκα κι ζςκαςε μεσ ςτα δικά μασ χζρια … ςαν τρόμοσ και ςαν φόβοσ, ςαν καταιγίδα πανικοφ…. Ρανικόσ ςτθ ςυνείδθςθ, που τρζμει ν’ απελευκερωκεί. Ρανικόσ και ςτθ ςκζψθ, που καμϊνεται πωσ τίποτα δεν αλλάηει…
Κι όπου να’ ναι ζρχεται το τζλοσ τθσ απάτθσ-αφοφ είναι ιδθ εδϊ, τι μασ ςτιγμάτιςε καιρό μ’ όλθ τθν ακλιότθτα και το ςκοταδιςμό… Κι ιταν βαρφ το τίμθμα τθσ αυταπάτθσ για τον κακζνα χωριςτά και για όλουσ μασ μαηί.
Τελειϊνει θ αυταπάτθ. Κι ο φόβοσ τελειϊνει… Μόνο θ αλικεια, θ λευτεριά κι ευκφνθ μασ μάσ ςϊνει. Κι ό,τι ψεφτικο, μικρό κι αςιμαντο, ο χρόνοσ το αφινει να ξεψυχά μεσ τα ςπαράγματα τθσ εποχισ που ςβινει… 88
Θ ίδια μόνο θ ψυχι, που είν’ ο κόςμοσ όλοσ , ζχει δικαίωμα δικό τθσ νόθμα να δϊςει ςτθ ηωι… Κι όςοι το αφαιροφν ι και το παραδίνουν το ιερό δικαίωμα ςε άνομων τα χζρια, είναι αυτοί που ςαν αςβοί μζςα ςτθ ματωμζνθ γθ κα ψάχνουν καταφφγιο. Μα οφτε και αυτι κα τουσ καταδεχτεί….
Κι ο χρόνοσ, ποφ’ ναι πάντοτε ο δίκαιοσ κριτισ, ο πανδαμάτορασ ο χρόνοσ κα το δείξει πωσ μόνοσ νικθτισ είναι θ άδολθ θ φφςθ τθσ ψυχισ , που δε γραπϊκθκε ςτον ψεφτικο τον υλικό τον κόςμο , για ν’ αποκτιςει αξία, αλλά νωρίσ το φόρεςε το φωσ τθσ αςτραπισ, με τθν ορμι για το καλό ,το δίκαιο του ανκρϊπου.
89
TΟ «ΕΙΝΑΙ» ΜΟΤ ΣΟ ΑΦΡΟΝO
Φ
υλλομετράσ τθ μοναξιά ςτο μφχιο αναςαςμό ςου. Κι είχεσ ςτθ ματιά τθ φλογιςμζνθ ονείρατα, ποφ ’γιναν ξωτικά αγρίμια
και ςε περιτριγυρίηουν αναίςκθτα κι αδιάφορα. Γυρεφεισ μεσ ςτθ λθςμονιά να ξαναβρείσ γλυκό τον πόκο, που πλεφριηε τον ουρανό ,ξεκάρρευε τον ιλιο και τθν αυγι ςταμάταγε να τραγουδά το αθδόνι.
Μια μόνο φορά ηθτάσ να ξαςτοχιςεισ ςτθ φωτιά το «είναι» ςου το άχρονο. Κι είπεσ «φζρε μου μφρο να ράνω τον καθμό τθσ κλίψθσ τθσ παντοτινισ. Φζρε τ’ αθδόνι να μου πει γλυκό ςκοπό να γιάνω. Το περιβόλι δε κ’ ανκίςει;» «Κα μαρακεί ςε λίγο». «Κζλω να ξαςτοχιςω ςτθ φωτιά το « είναι» μου το άχρονο». «Τϊρα κοντεφει ο καιρόσ κι οι αςτραπζσ κα ςτιςουν χορό τρελό 90
και κα ςτακοφν ςαν να’ ναι παγωμζνεσ για πάντα μεσ ςτα νεφρα μασ». «Μεσ ςτο τραγοφδι τθσ μυρτιάσ και του μαγιοφ μόνο να ξεςκεπάςεισ κζλω για λίγο… τθν ψυχι μου».
Mάρτθσ’80
91
Ο ΠΟΘΟ
Μ
ελιςτάλαχτοσ ο πόκοσ ςτθν ψυχι, γερμζνοσ ςτθν πικρι απογοιτευςθ,
μαχαίρωςε τθσ κζλθςθσ το δρόμο. Κι ιταν ο πόκοσ μασ για κάματα ανφπαρκτα, μεκυςμζνα και ηωντανά μονάχα ςτθ φανταςία ακϊου μικροφ παιδιοφ. Κι θ κζλθςθ ηθτοφςε τθν πρόκυμθ αφοςίωςθ ςτο κακάριο βλζμμα τθσ ηωισ, που αντιφζγγιηε πράςινο δζντρου, καυτό ιλιο, νερό κακάριασ πθγισ και γαλάηιασ κάλαςςασ κι αίμα να λάμπει ςαν χρυςοπόρφυρο άτι λευτεριάσ. 28-8-‘81
92
ΣΟ ΘΑΤΜΑ
Μ
εμιάσ το καφμα ποτζ δεν ζρχεται , το «κζλω» και «πιςτεφω» μασ μετράει.
Μια αίςκθςθ δικι μασ μάσ προςδιορίηει…
Αφιςτε μασ τ ϋ αδφνατα να ονειρευτοφμε Αφιςτε μασ να ονειρευτοφμε τθν πλάςθ ενωμζνθ, το δίκαιο και τθ χαρά ς’ ζνα χορό δεμζνα. Τον άνκρωπο ακοφραςτο και δυνατό. Τον ιλιο ςτισ ψυχζσ να βαςιλεφει και το φεγγάρι να ορμθνεφει τα κρυφά του μυςτικά. Αφιςτε μασ ςτθ ςκιά τθσ αγάπθσ να ονειρευτοφμε το καφμα και τ’ αδφνατα, ωσ μοίρα τθσ δικισ μασ ιςτορίασ. 93
TO ΚΟΣΑΔΙ
Α
ρχιερείσ του ερζβουσ και του χάουσ, τρομολάγνοι , βιαςτζσ τθσ ηιςθσ,
κατατρζχουν τον άνκρωπο. Ξεβράηουν το ςκοτάδι, για να κρφψουν τισ πομπζσ και τθ γφμνια τουσ. Καρροφν πωσ πια το ςβιςανε για πάντα το φωσ μεσ ςτισ καρδιζσ…
Βογκάει και ματϊνει ο άνκρωποσ. Βογκάει και ματϊνει θ ελπίδα. Αποκεϊνεται ο παραλογιςμόσ. 94
Τα μζςα « εξθμζρωςθσ» βάηουν πλϊρθ για τθν εκνικι μασ ανιςορροπία. Λαίλαπα άπλθςτων καιροςκόπων αποκτθνϊνει τον άνκρωπο. Κφελλα άρρωςτων μυαλϊν τθ ηωι ευτελίηει, αλλά το φωσ δε ςβινει ςε ηωντανζσ καρδιζσ …
Με μόχκο, ιδρϊτα κι αίμα πλθρϊνουν οι λαοί των λίγων τθ χλιδι. Ωσ πότε ακόμα;
Ζρχεται πάντα κι ο καιρόσ τθσ Νζμεςθσ. Τα επίχειρα τθσ φβρεωσ κα ειςπράξουνε …ςυντόμωσ.
95
ΣΟ ΤΥΑΝΣΟ
Ψ
υχζσ που λοφςτθκαν το φωσ δεν το μποροφν να ηιςουν μ’ αυτό το μαφρο πζπλο, που όλο μαυρίηει πιότερο…
μζχρι να το ποτίςει το μαφρο ςτισ καρδιζσ. Ψυχζσ που λοφςτθκαν το φωσ ακόμα πεταρίηουν ςε λεφτερο αγζρα, και ςαν παλιζσ υφάντρεσ γνζφουν τθ μζρα τθ λευκι ςτου κεφαλιοφ τουσ το μαγνάδι, με ηζςθ και υπομονι . Μια ςτάλα ζςτω πεκυμοφν να γαλθνζψει θ ψυχι, να ξαποςτάςει κι θ ματιά απ’ το βακφ το μαφρο, να ξεδιψάςει κι θ χαρά, που πάει να χακεί.
Κεντάνε το υφάδι τουσ ςτο φόντο με λευκό και γαλανό του ουρανοφ ,τθσ κάλαςςασ που μοιάηει. Κεντάνε πάνω του εραςτζσ τθσ νιότθσ τθσ γαλάηιασ, 96
με χρϊματα τθσ άνοιξθσ κι άλικο τθσ οργισ. Με τ’ αςθμί του φεγγαριοφ και το χρυςό του ιλιου κεντάνε ςεπτοφσ άγιουσ, αγγζλουσ κι αρχαγγζλουσ κι ανδρείουσ καβαλάρθδεσ απελευκερωτζσ… Κι όλο ψελλίηουν προςευχζσ για να μαγζψουνε τα νιματα με νάματα κι οράματα των αςτεριϊν… μζχρι που θ ςυνείδθςθ ν’ αςτράψει και να λάμψει του κόςμου του αλθκινοφ… που είναι όλοσ φωσ.
97
ΦΡΕΟ
Μ
ετρϊντασ τθν αλικεια απελπίηεςαι. Κοιτϊντασ τισ ελπίδεσ απελπίηεςαι.
Νιϊκεισ τθσ μζρασ τον καυτό ιδρϊτα να καίει το μζτωπο το ξερό από τθν αδικία και πονάσ. Ράντα μζνεισ ςτθν αναμονι κάποιου λαμπροφ καλοκαιριοφ. Κάποτε νιϊκεισ ντροπιαςτικι τθν αδιαφορία κι αναδεφεται θ δφναμθ τ’ αγϊνα…
Μόνο με τισ επαναςτάςεισ ο πόνοσ λιγοςτεφει. Και χρζοσ μασ τρανό τον πόνο τθσ ψυχισ του κόςμου ν’ αλαφρϊςουμε μ’ υπομονι και καλοςφνθ.
98
ΕΛΠΙΔΑ
Μ
ατϊκθκ’ θ ελπίδα και μζςτωςε ο νουσ. Σκλιρυν’ θ ψυχι ςτ’ αχνάρια των πολλϊν,
αλλά νοςφίηεται ανοιξιάτικα ροδοπζταλα. Άδεια μυαλά, καρδιά γεμάτθ απογοιτευςθ κι αδιζξοδο. Μζςα ςτθν όμορφθ τθ νιότθ χάκθκε τϋ άςπρο περιςτζρι κι ο κόςμοσ αράχνιαςε μ’ όνειρα τρελά. Μζςα ςτθν όμορφθ τθ νιότθ χάκθκε θ ορμι και το κουράγιο.
Λοφλιοσ ‘79
99
ΤΠΟΒΟΛΗ
Γ
ελοία ποφ ‘γινε θ ηωι με τισ ψευδαιςκιςεισ και τα φαντάςματα και τα κουδοφνια των καιρϊν,
που γίνανε εμβλιματα και μασ κυνθγάνε ςαν ςκιζσ. Τα είδαμε ςαν ςτόχουσ πακιαςμζνα παίηοντασ τθν τυφλόμυγα, ηθτϊντασ ςτα πράγματα τθν ευτυχία και όχι ςτισ καρδιζσ… Ψευτίςαμε τθ ηωι, χάςαμε τθν ουςία τθσ, χαμζνοι μεσ ςτο άχρωμο κι αδιάφορο πλικοσ. Γελοία ποφ ’γινε θ ηωι μζςα ςε πλζγματα οργισ δοςμζνθ και ςε αετονφχθδεσ κομπαςτζσ των ειδϊλων τθσ.
Γελοία και τραγικι που γίνεται θ ηωι, κακϊσ γραπϊνει τισ ψυχζσ και τισ ξεπουλάει ςτα υπουργιματα των μθνυμάτων των καιρϊν. 100
Τραγικι ποφ ϋναι θ ηωι χωρίσ χρονοδιακόπτθ και δίχωσ τον οφκαλμό που τα «πάνκ’ ορά», με τόςα όρια και όρουσ που μασ υποβάλλει!
15-8-1983
101
ΥΙΛΟΙ ΦΑΜΕΝΟΙ
Φ
ίλοι χαμζνοι για πάντα. Κουβαλάτε ςτθ μνιμθ ςασ τθν αίςκθςθ του μοιραίου χαμοφ
κι αφιςατε ςε μζνα τθν αίςκθςθ του κομματιαςμζνου. Το βλζμμα ςασ με κυνθγάει αντάμα με το χαμό ςασ. Σφαδάηει το ςϊμα κουβαλϊντασ τθν ανίερθ κυςία τθσ φυγισ ςασ. Ο πόνοσ ποφ ‘ γινε ςπαραγμόσ ριηϊνει για πάντα ςτθν ψυχι , που μ’ αδιαφορίασ αςπίδα τθν ζντυςα και δίνομαι μάταια ςτον κόςμο που καμϊνεται. Μια αόρατθ βουβι κλίψθ ςτα μάτια βαςιλεφει για πάντα. Κι είναι το λιμάνι τθσ αγωνίασ μου απζραντο.
Φλεβάρθσ 1985
102
Η ΨΡΑ ΣΗ ΣΡΕΛΑ
Θ
ϊρα κυλάει ςτο δόλο τθσ μζρασ και καίει και καίει μαχαίρι καυτό…
Το μίςοσ τ’ ανκρϊπου καταςκόταδο κάνει το φζγγοσ τθσ μζρασ κι θ νφχτα κυλάει πάντα βαριά.. Φωνζσ και λόγια ςκορπιοφνται κι θ δικι μασ αλικεια βουβι παρακολουκεί τον αιϊνιο άγνωςτο κόςμο, που χάνεται ςτιγμι με τθ ςτιγμι από μπροςτά μασ, απλϊνοντασ μεκυςτικό το άρωμα τθσ χαράσ ςτο μυαλό ςαν ελπίδα.
Και μζνουμε ηωντανοί πεκαμζνοι 103
γι’ αλικεια μιλϊντασ ςτθ μοναξιά μασ. Kι θ ψυχι μασ βουβό παραμιλθτό κλαίει και λζει τραγοφδια πικρά. Και πάντα γυρεφει τθν ϊρα τθσ χαράσ … τθ διάφορθ ϊρα, τθν ϊρα τθσ τρζλασ και του λυτρωμοφ. Στιγμζσ μζςα ς’ άπειρο πόνο φτερουγίηει λεφτερθ, αμπόλιαςτθ θ ψυχι και πάντα ηει, τ’ ανϊφελα μθ ξεπερνϊντασ… περιμζνοντασ το τζρμα …και τθν αρχι τθσ ϊρασ τθσ τρζλασ και του λυτρωμοφ.
14-11- ‘80
104
Η ςυγγραφέασ του βιβλίου «Κρίςη», Έλλη (Ελιςάβετ) Διαμαντοπούλου, γεννήθηκε ςτη Καςτοριά και είναι φιλόλογοσ, πτυχιούχοσ του Α.Π.Θ. Έχει εργαςθεί ωσ εκπαιδευτικόσ ςε διάφορα Γυμνάςια και Λύκεια τησ Χώρασ. Επιθυμεί να αφιερώςει το βιβλίο αυτό, ςτον Δημήτρη Καζάκη
Υπεύθυνος έκδοσης: Α.Γ.Π. aperdikar@gmail.com 105
106
107