3 minute read
Υγεία
Η πανδημία από τον ιό COVID-19 έχει επηρεάσει πολύ σοβαρά την ζωή των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και ο αθλητισμός δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Όλοι οι αθλητές -και ιδιαίτερα αυτοί των ατομικών αθλημάτων- έχουν υποστεί σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, οι οποίες κατ' επέκταση δρουν βλαπτικά στην αθλητική τους απόδοση και ενίοτε στην υγεία τους. Είναι γνωστό ότι η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών που προσβάλλονται από κορωνοϊό θα έχουν ήπια πορεία νόσησης (ασυμπτωματικοί ή με ελαφρές εκδηλώσεις). Μόνο περίπου το 5% θα εμφανίσουν σοβαρές εκδηλώσεις συμπεριλαμβανομένης της αναπνευστικής ανεπάρκειας, της σήψης και της πολυοργανικής ανεπάρκειας. Ευτυχώς οι αθλητές που έχουν προσβληθεί από τον ιό COVID-19 έχουν μικρότερες πιθανότητες να εμφανίσουν θορυβώδη συμπτωματολογία και σοβαρές επιπλοκές της νόσου, καθώς ανήκουν σε νεαρότερες ηλικιακές ομάδες και έχουν καλό επίπεδο υγείας χωρίς συνοδές παθήσεις. Καθώς ολοκληρώνεται η θεραπευτική αντιμετώπιση και ξεκινά η διαδικασία επιστροφής τους σε αθλητική δραστηριότητα, θεωρείται κεφαλαιώδους σημασίας η λήψη κατάλληλων μέτρων τα οποία θα ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να υποστεί ο αθλητής επιπλοκές. Δεν υπάρχει αυτή την στιγμή ομοφωνία σχετικά με την βέλτιστη στρατηγική επιστροφής στα σπορ μετά από λοίμωξη με κορωνοϊό. Ωστόσο είναι γενικά αποδεκτό ότι πριν την επιστροφή σε υψηλής έντασης αθλητική δραστηριότητα, θα πρέπει ο αθλητής να είναι ελεύθερος από συμπτώματα. Επιπλέον θα πρέπει να έχει παρέλθει μια περίοδος ανάπαυσης προκειμένου να έχει γίνει ανάρρωση από την λοίμωξη, να έχουν επανέλθει τα όργανα σε φυσιολογική λειτουργία αλλά και να έχει μειωθεί η μολυσματικότητα από την ίωση και η πιθανότητα διασποράς αυτής. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η λεπτομερής και προσεκτική αξιολόγηση του αθλητή πριν την επιστροφή του σε προπονήσεις, προκειμένου αφενός μεν να εκτιμηθούν ιατρικά πιθανοί κίνδυνοι και επιπλοκές, αφετέρου δε να διασφαλιστεί με κριτήρια εργοφυσιολογικά και προπονητικά η ομαλή επιστροφή του σε υψηλής έντασης άσκηση. Για τους αθλητές που είναι συμπτωματικοί στην νόσο, τα σημερινά δεδομένα προτείνουν περίοδο τουλάχιστον επτά ημερών που θα πρέπει να είναι ελεύθεροι συμπτωμάτων, ενώ επίσης συνιστάται να έχουν περάσει 10-14 ημέρες από την έναρξη αυτών, πριν την επιστροφή σε φυσική δραστηριότητα. Αν ο αθλητής είναι ασυμπτωματικός και η λοίμωξη αναγνωρίζεται μόνο από τις δοκιμασίες αντισωμάτων ή αντιγόνων, προτείνεται ανάπαυση τουλάχιστον επτά ημερών και επαναξιολόγηση. Σε περίπτωση έκθεσης του αθλητή στον ιό σε προγενέστερη φάση (θετική δοκιμασία αντισωμάτων μόνο) και αυτός ήδη προπονείται χωρίς συμπτώματα, θεωρείται ασφαλής η συνέχιση της αθλητικής δραστηριότητας, χωρίς άλλη ιατρική εκτίμηση. Στην περίπτωση αθλητών με συμπτωματολογία από την ίωση που διαρκεί πάνω από 14 ημέρες, συνιστάται ενδελεχής ιατρικός έλεγχος, στον οποίο περιλαμβάνεται απαραίτητα καρδιολογική εξέταση και στην συνέχεια (αν όλες οι εξετάσεις είναι φυσιολογικές), ειδικές δοκιμασίές (στο γήπεδο ή στο εργαστήριο) με προοδευτική εφαρμογή άσκησης υπομέγιστης έντασης, κατά την οποία εκτιμώνται πιθανά συμπτώματα (π.χ. εύκολη κόπωση, δυσκολία στην αναπνοή, πόνος στο στήθος, ζάλη, μυαλγίες κ.α.). Ταυτόχρονα θα πρέπει να γίνεται παρακολούθηση (monitoring) παραμέτρων της λειτουργίας του οργανισμού. Αν η παραπάνω διαδικασία είναι ικανοποιητική, επιτρέπεται η σταδιακή επανένταξη του αθλητή στις προπονήσεις και πάλι κάτω από παρακολούθηση. Αν το σώμα δεν έχει ξεπεράσει τις συστηματικές επιπτώσεις της ιογενούς μόλυνσης, ενέχει κίνδυνο πρόκλησης επιπλοκών. Μία από τις πιο σοβαρές είναι η ιογενής λοίμωξη του μυοκαρδίου (μυοκαρδίτιδα), η οποία μπορεί να προδιαθέσει σε καρδιακές αρρυθμίες ή ακόμα και σε ξαφνικό θάνατο, η δε θεραπεία της συνεπάγεται αποχή αρκετών μηνών από την ενεργό αθλητική δράση. Συμπερασματικά, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η προσβολή των αθλητών από COVID-19 απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση, η οποία αφορά: α) την ανάρρωση από την ίδια την νόσο, που στους πλείστους αθλητές διαδράμει με ήπιο τρόπο, β) την ασφαλή επιστροφή σε αθλητική δραστηριότητα, αποφεύγοντας επιπλοκές (ενίοτε σοβαρές για την υγεία) αλλά και ελλείμματα στην αθλητική απόδοση και προσαρμογή και γ) την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας να γίνουν φορείς μετάδοσης της ίωσης στην κοινότητα και ιδιαίτερα στο περιβάλλον που αθλούνται (κυρίως στα ομαδικά αθλήματα).
Dr Κακαβελάκης Ν. Κυριάκος Ορθοπαιδικός Χειρουργός Επικεφαλής Ιατρικού Επιτελείου Απόλλωνα Λεμεσού