Παιδικὴ Ἀνθολογία - Αρχιμήδης Αναγνώστου

Page 1

Παιδικὴ Ἀνθολογία Ἀρχιμήδης Ἀναγνώστου


Ἀρ. Κουρτίδης Τὸ Ἑλενάκι καὶ τὸ ὸ πετειναράκι

Ἕνα μικρὸ πετειναράκι ετειναράκι τὸ ξύπναγε τὸ Ἑλενάκι λενάκι

ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ γλυκό. «Γιατὶ ξυπνᾶς πετειναράκι ετειναράκι, τὸ ἔμορφο τὸ Ἑλενάκι λενάκι, γιατὶ εἶσαι ἀδιάκριτο διάκριτο κακό;»

Μὰ μιὰ ἡμέρα τὸ ὸ Λενάκι κοιτάζει τὸ πετειναράκι ετειναράκι σφαγμένο κάτω στὴν στ αὐλή. Τὸ ἴδιο τὸ πετειναράκι ετειναράκι ποὺ ξύπναγε τὸ Ἑλενάκι Ἑ μὲ τὴ φωνή του τὴν τ ψιλή.

Καὶ τὸ μικρὸ τὸ Ἑλενάκι λενάκι λυπήθη τὸ πετειναράκι ετειναράκι ποὺ τὄσφαξαν γιὰ γι τὸ φαγί. Καὶ λέγει τότε τὸ Λενάκι: «Ἂς ζοῦσες σὺ πετειναρ ετειναράκι, κι ἂς μὲ ξυπνοῦσες σες τὴν αὐγή».


Ἀλέξανδρος Πάλλης Καλημερούδια

Μὲ τὶ καμάρι περπατεῖ τὴν κούκλα της κρατώντας, καὶ μ᾿ ἕνα σπάγκο τὸ γατὶ ξοπίσω της τραβώντας.

Κοντὰ στὴν πόρτα σταματᾶ πρὶν πάει πιὸ παραπέρα, καὶ τὰ πουλιά της χαιρετᾶ μὲ μία καλημέρα.

«Καλημερούδια σας, πουλιά, καλημερούδια χήνα... τὴν κούκλα λὲν Τριανταφυλλιά, καὶ τὸ γατὶ ψιψίνα.

Κι ἂν μὲ ρωτᾶτε καὶ γιὰ ποῦ, νωρὶς τ ὶ τάχα βγῆκα, πάω νὰ προφτάσω τὸν παπποὺ ποὺ μὲ φιλεύει σῦκα.»


Ἀλέξανδρος λέξανδρος Κατακουζηνός Τὸ ἀρνάκι

Ἀρνάκι ἄσπρο καὶ κα παχύ, τῆς μάννας του καμάρι, καμάρι ἐβγῆκεν εἰς τὴν ἐξοχή, ἐ καὶ στὸ χλωρὸ χορτάρι. χορτάρι

Ἀπ᾿ τὴ χαρά του τὴν τ πολλὴ ἀπρόσεκτα πηδο ηδοῦσε, τῆς μάννας του τὴ ὴ συμβουλὴ καθόλου δὲν ψηφοῦσε. ψηφο

«Καθὼς παιδί μου, μου προχωρεῖς, καὶ σὰν ἐλάφι τρέχεις, τρέχεις νὰ κακοπάθεις ἠμ μπορεῖς, καὶ πρέπει νὰ προσέχεις ροσέχεις.»

Χαντάκι βρέθηκε βαθύ, ὁρμᾶ σὰν παλληκάρι αλληκάρι, νὰ τὸ πηδήσει προσ ροσπαθεῖ καὶ σπάει τὸ ποδάρι οδάρι.


Ν. Ποριώτης Ὁ Κύριος Κανείς

Ποιὸς νἆναι αὐτὸς ὁ «Κύριος Κανείς»;

κι ὕστερα τὸν ρωτοῦσε: «ποῦ πονεῖς;»

Χθὲς σὰν καθήσαμε νὰ πιοῦμε τσάι,

ὁ κατεργάρης «Κύριος Κανείς».

μπράμ, νά σου τον, ἕνα φλυτζάνι σπάει καὶ βρέχει τὸ φουστάνι τῆς Φανῆς, ὁ σκανταλιάρης «Κύριος Κανείς».

Ποιὸς νἆναι; -Μπὰ κανείς μας δὲν τὸν ξέρει, κανείς μας δὲν τὸν εἶδε πουθενά...

Κι ὕστερα τσίμπησε τὴν ἄσπρη γάτα, ἔσπασε καὶ δυὸ-τρία καλὰ πιάτα, ἐζούγκηξε τοῦ Γιάγκου τὸ καπέλλο, καὶ ξέσκισε τῆς Ἕλλης μας τὸ βέλο,

Μ᾿ αὐτὸς τὰ παιχνιδάκια μας χαλνᾶ, κι ἔσπασε καὶ τῆς πλύσης τὸ πανέρι. Δὲν εἶναι φαίνεται, καθόλου εὐγενὴς αὐτὸς ὁ μάγκας «Κύριος Κανείς».

καὶ μούγκριζε φριχτὰ σὰν Ἐρυννίς, ὁ πεισματάρης «Κύριος Κανείς».

Δὲν τὸν γνωρίζουμε! Ὀρκιζόμαστε. Μὰ ἡ μητερούλα μας χαμογελᾶ

Ἔχει θαρρῶ κακὴν ἀνατροφή, γιατὶ ἔβαλε μὲς τὸν καφέ μου ἁλάτι, καὶ μοῦ ἔμπηξε καρφίτσες στὸ κρεβάτι, καὶ στὸ σκαμνὶ τοῦ μπέμπη ἕνα καρφί,

καὶ λέγει πὼς τὸν ξέρουμε καλὰ καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ κρυβόμαστε καὶ ψέματα νὰ λέμε στοὺς γονεῖς, γιατὶ εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς ὁ «Κύριος Κανείς».


Ἀλέξανδρος Ραγκαβῆς Ὁ τζίτζικας

Καλοκαίρι κι ἄνοιξη ὅταν ἦσαν τὰ λουλούδια, ὁ τρελλὸς ὁ τζίτζικας τὴν περνοῦσε μὲ τραγούδια.

Τὰ λουλούδια πέρασαν, ἦρθαν χιόνια, ἦρθαν πάγοι, καὶ πεινᾶ ὁ τζίτζικας καὶ δὲν ξέρει τὶ νὰ φάγει.

Ἔρχεται στὸ γείτονα, τὸ προβλεπτικὸ μυρμήγκι, καὶ ζητᾶ βοήθεια κάνα σπόρο ἢ σκουλήκι.

Τὸ μερμήγκι ἀπόρησε καὶ ρωτᾶ: -Σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, δὲ μοῦ λὲς τὶ ἔκανες ὅταν ἦταν καλοκαίρι.

-Τραγουδοῦσα, φίλε μου, μὲς τὴ ζέστη ὅλη τὴν ὥρα. -Τραγουδοῦσες; Μπράβο σου, χοροπήδα, λοιπόν, τώρα.


Ἰωάννα Μπουκουβάλα-Ἀναγνώστου Τὰ παιδιὰ τοῦ Σαράντα

Τοῦ Μιλτιάδη δὲν εἶναι ὁ στρατός,

Εἶν᾿ τῆς Πίνδου αὐτὰ τὰ βουνά,

οἱ τρακόσιοι δὲν εἶν᾿ τοῦ Λεωνίδα,

Ἀργυρόκαστρο, Ἅγιους Σαράντα,

ποὺ ὀρθωθήκαν γιὰ σένα Πατρίδα,

Κορυτσά, τὰ παιδιὰ τοῦ Σαράντα

σὰν ἐφάνηκε σμῆνος ὀ ἐχθρός.

σοῦ χαρίζουν πετράδια τρανά.

Σαλαμίνας δὲν εἶν᾿ τὰ νερά,

Πολεμάει ἡ καινούργια γενιά,

κι οὔτε κάμπος ἐδῶ Μαραθώνα,

κι ὦ Ἑλλάδα, γιὰ ἰδέες, ὅλη ἡ πλάση

σὲ θεϊκὰ ποὺ μετριόταν ἀγώνα

τόσες δόξες σου πάει νὰ ξεχάσει

χίλιους μ᾿ ἕνα παιδιὰ ἡρωικά.

στοῦ Σαράντα τὸ θάμα μπροστά.

Τοῦ εἰκοσιένα δὲν εἶν᾿ κλεφτουριά,

Ὦ Μητέρα, -Πατρίδα γλυκιὰ-

ποὺ διαβαίνει βουνὰ καὶ λαγκάδια

τόση δόξα παλιὰ πιὰ σοῦ φτάνει,

καὶ σκορπᾶ τῶν ἐχθρῶν τὰ κοπάδια

νά, τ᾿ ὁλόδροσο δέξου στεφάνι,

ὡσὰν τ᾿ ἄχυρα ἔμπρὸς στὸ βοριά.

ποὺ σοῦ πλέκει ἡ καινούργια γενιά.


Χ. Δέλιος Οἱ ἀπόκριες Ἡ Λίνα, ὁ Φώτης κι ὁ Τοτός, φίλοι κι οἱ τρεῖς ἀχώριστοι, ἀ μασκαρευτήκανε προχθὲς καὶ γίνηκαν ἀγνώριστοι γνώριστοι.

Φορέσαν ροῦχα παρδαλά, π χαρτένια καπελίνα ελίνα... οἱ δυὸ πιερότοι γίνηκαν κι ἡ Λίνα κολομπίνα.

Τί γέλια, τί πανζουρλισμός ανζουρλισμός! Ἔχασαν τὸ μυαλό τους! Ὅσοι τοὺς βλέπαν αν φώναζαν: -Καλῶς τους τοὺςς πιερότους!

Μὰ σὰν τοὺς εἶδε δε κι ὁ Ἀζόρ, ἀπὸ τὴ μέση ἐχάθη χάθη καὶ φοβισμένος τρύπωσε τρύ βαθιά, σ᾿ ἕνα καλάθι. καλάθι


Γ. Μαρτινέλλης Ἡ εἰκοστὴ πέμπτη Μαρτίου Τέτοιαν ἡμέρα διάλεξεν ἡ σπλαχνικὴ Μαρία νὰ εἰπεῖ στὸν Κύριο τοῦ Παντὸς ποὺ τ᾿ ἄψυχα ἐμψυχώνει: «Κοίτα στὴ γῆ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ μ᾿ ἄπειρη λατρεία ἐμὲ γιορτάζουν σήμερα, πόση σκλαβιὰ πλακώνει;!»

Καὶ πνεῦμα θεῖο χύθηκε μεμιᾶς εἰς τὴν Ἁγία ψυχὴ τοῦ ἐνδόξου Γερμανοῦ, ποὺ ἀτρόμητος ἁπλώνει τὸ ξακουστὸ τὸ Λάβαρο κι ἀπὸ τὴν ἐκκλησία πρῶτος προβαίνει ἀγωνιστὴς καὶ πρῶτος ξεσπαθώνει.

Φεύγουν ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς οἱ Τοῦρκοι τρομαγμένοι, ἐνῶ προφέρει ὁ Γερμανὸς κι ἠχολογοῦν οἱ ἄλλοι τὸν ὄρκο, π᾿ ὅλην ἔσειε βαθιὰ τὴν οἰκουμένη.

Μέρα γλυκιά, μέρα λαμπρή, μέρα χαριτωμένη! Κάθε φορὰ ποὺ ἡ λάμψη σου στὴν ἐκκλησιὰ προβάλλει, πάντα μὲ δάφνη ἐλεύθερη θὰ τὴν ἰδεῖς σπαρμένη.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.