Making Words Catalogue

Page 1

MAKING WORDS POETS MACHINE yioula HATZIGEORGIOU

common cause Elena Elagina & Igor Makarevich


MAKING WORDS POETS MACHINE yioula HATZIGEORGIOU

common cause Elena Elagina & Igor Makarevich


Έχω στο μυαλό μου δυο ανοικτά παράθυρα προς τον ωκεανό, στο νησί Gore, στη Σενεγάλη. Το πρώτο είναι η “Πύλη των Σκλάβων”, το δεύτερο είναι το παράθυρο στο στούντιο ενός καλλιτέχνη. Το πρώτο είναι ανοικτό προς την απόγνωση, την αποκήρυξη του ανθρώπου, ενώ το δεύτερο φέρνει ελπίδα, δημιουργικότητα, και σεβασμό για την ανθρωπότητα. Τα δυο αυτά μέρη, τα οποία είναι ταυτόχρονα τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά το ένα από το άλλο, μας θυμίζουν τις χαοτικές και συχνά παράδοξες σχέσεις μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης. La Châtaigneraie – Wallon Center for Contemporary Art, ΒΕΛΓΙΟ

Το “Windows upon Oceans” είναι το αποτέλεσμα ενός ερευνητικού έργου που επιτελέστηκε μέσω διερευνητικών ταξιδιών και συναντήσεων με παράγοντες του χώρου του πολιτισμού κατά το μήκος της Ευρωπαϊκής ακτογραμμής μας, από τη Βαλτική ως τη Μεσόγειο μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Κοιτάξαμε επί μακρόν το ζήτημα των μεθορίων – χώροι περιορισμού, περιοχές μειονοτήτων, περιοχές εισβολής, τόποι ανταλλαγής και συγκρούσεων, η ιστορία των μεταναστεύσεων. Οι θάλασσες, με τη συνεχή κίνηση και ροή τους, είναι για εμάς μια υπενθύμιση των εκφράσεων της καλλιτεχνικής κινητικότητας και της αναταραχής στη σύγχρονη δημιουργία, οι οποίες ασταμάτητα αμφισβητούν τον κόσμο μας και αντιπαρατίθενται στην πρόκληση της καινοτομίας. apollonia, European art exchanges,

ΓΑΛΛΊΑ

φτιάχνοντας εικόνες με λέξεις φτιάχνοντας ποίηση με εικόνες εικόνες ιστορίες ορίζοντες παράθυρα λέξεις ροές κύματα ρεύματα ωκεανοί παράθυρα επί ωκεανών ArtBOX.gr | creative arts management

ΕΛΛΑΔΑ

Σα βότσαλα ριγμένα στη λίμνη της ιστορίας, οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις μάς επέτρεψαν να προχωράμε ολοένα προς τα έξω σε μια πληρέστερη εξερεύνηση του κυματισμού της καλλιτεχνικής έκφρασης που διαμορφώνει τον κόσμο. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες η εστίασή μας διευρύνθηκε από τοπικές σε εθνικές και στη συνέχεια σε Βαλτικές ανταλλαγές, οι οποίες στοχεύουν στην εκβάθυνση της διαπολιτισμικής κατανόησης και του εντοπισμού της θέσης μας μέσω του κόσμου της τέχνης. Η πραγμάτωση του “Windows upon Oceans” παρέχει μια οπτική που είναι πραγματικά πανευρωπαϊκή. Πάνω απ’ όλα, αυτό που δείχνει είναι ότι όταν κοιτάμε από το παράθυρο της καλλιτεχνικής έκφρασης στον ωκεανό της προοπτικής, ο αντικατοπτρισμός που αντικρίζουμε συχνότερα είναι αυτός που βρίσκεται μέσα μας.

I have in my mind two windows overlooking the ocean in Gore Island (Senegal). The first one is “The door of the slaves”; the other is the window of an artist’s studio. The first is open to despair, to negation of the human being; the second brings hope, creativity, and respect for humanity. These two places, which are in the same time so close and so far one from another, remind us of the chaotic and often paradoxical relationships between Africa and Europe.

Museum of Contemporary Art, Dept. of the National Museum in Szczecin, ΠΟΛΩΝΊΑ

“Windows upon Oceans” is the result of research work carried out through prospection journeys and meetings with cultural operators along our European coastline. From the Baltic Sea to the Mediterranean via the Black Sea. We took a long look at the question of frontiers – boundary spaces, minority territories, zones of invasion, places of exchange and conflict, the history of migrations. The seas, for us, through their swell and constant ebb and flow, are reminders of the movements of artistic mobility and the agitation in contemporary creation, which unceasingly question our world and confront the challenge of innovation.

Υπάρχουν πολλά έργα που σχετίζονται με τον πολιτισμό σε τοπικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό που κάνει το δίκτυο Artventure τόσο ιδιαίτερο είναι το γεγονός ότι ανοίγει ένα Παράθυρο προς τη Θάλασσα: τη θάλασσα που φέρνει στις ακτές μας τόσο φίλους όσο και εχθρούς, που χωρίζει και ταυτόχρονα ενώνει. Το πνεύμα που κινεί το δίκτυο έμελε να γεννήσει μια φωνή συμμετοχής, σεβασμού και ονείρου για ένα κοινό μέλλον. Αυτή η φωνή της Ευρώπης μπορούσε να ακουστεί μέσω του Artventure στη Μέση Ανατολή, παρέχοντας μια πραγματική εκκίνηση σε μια προτεραιότητα που είχαμε θέσει στην Κύπρο, στο Cultural Observatory of the Middle East από το 1999. Η προέκτασή του σε άλλες περιοχές στην περιφέρεια της Ευρώπης (Βαλκάνια, Βαλτική και Μαύρη Θάλασσα) προσέφερε στους υπόλοιπους συνεργάτες μας τις δυνατότητες να δημιουργήσουν μια νέα φιλοσοφία, η οποία ενσαρκώνεται μέσω της κοινής χρήσης και ανταλλαγής μορφών έκφρασης. Multum In Parvo Ltd,

ΚΎΠΡΟΣ

La Châtaigneraie, Wallon Center for Contemporary Art, Belgium

apollonia, european art exchanges, france

making images with words making poetry with images images stories horizons windows words flows waves currents oceans windows upon oceans ArtBOX.gr | creative arts management Greece

Like pebbles dropped into the pool of history, recent political shifts have enabled us to move ever outward in a fuller exploration of the ripples of artistic expression that shape our world. Over the last two decades, our focus has expanded from local to national to Baltic exchanges, all of which are aimed at deepening this crosscultural understanding and locating our place through the realm of art. The realization of “Windows upon Oceans” has provided perspective that is truly panEuropean in scope. Above all, what it shows is that when we gaze through the window of artistic expression upon the ocean of possibility, the reflection that we most often see is one that lies within ourselves. Museum of Contemporary Art, Dept. of the National Museum in Szczecin, Poland

There are numerous projects related to culture at a local and European level. What makes the Artventure network / project so special is the fact that it opens a Window to the sea; the sea which brings both enemies and friends, on our shores, which separates and unites at the same time. The spirit animating the network was to give birth to a voice of sharing, of respect and dreaming of common future. This voice of Europe could be heard through Artventure in the Middle East, giving a real start up to a priority we had about setting up in Cyprus the Cultural Observatory of the Middle East since 1999. Its extension in other regions in the periphery of Europe (Balkans, Baltic and Black Sea etc.), offered to the rest of our partners the opportunities of creating a new philosophy materializing in the sharing and exchanging of different forms of expression. Multum In Parvo Ltd,

Cyprus


MAKING WORDS POETS MACHINE yioula HATZIGEORGIOU

common cause Elena Elagina & Igor Makarevich

FOREWORD |

p.08›09 Stella Kesaeva, Stella Art Foundation |

p.10›11 Dr Andreas Dimitriou, Ministry of Education and Culture of the Republic of Cyprus | p.12›15 Alexander Rytov, Stella Art Foundation | p.16›17 Christos Savvidis & Lydia Chatziiakovou, ArtBOX.gr | creative arts management | p.18›21 Katerina Koskina, State Museum of Contemporary Art | p.22›25 Maria Tsantsanoglou, State Museum of Contemporary Art | p.26›27 Daniel Birnbaum, 53 rd International Exhibition “Making Worlds”, Venice Biennale 2009 | p.28›29 Evgeny Bunimovich, Moscow International Poetry Biennale

TEXTS |

p.30 Thalea Stefanidou, “Making Worlds / Making Words / Poets Machine” |

p.31 Igor Makarevich & Elena Elagina, “The Common Cause” | p.32›34 Maria Marangou | p.46›51 Sotirios Bahtsetzis, “Poets Machine. Commentary in the Name of a Machine” | p.52›55 Discussion between Lydia Chatziiakovou and Yioula Hatzigeorgiou | p.56›59 “Poets Machine. The Ark of Poetry”, Giannis Epaminondas | p.60›61 “Inside POETSMACHINE”, Vassilis Amanatidis | p.62 “The Exciting Journey of a Different Kind of Box” | p.63›66 “Toward the Giardini”, Andrea Clark Libin | p.66 Untitled poem by John High

POEMS |

p.67 Vassilis Amanatidis | p.68 Evgeny Bunimovich | p.68 yury arabov |

p.69 Alfred Goubran | p.69 Riccardo Held | p.70 John High | p.70 Gennady Kanevsky | p.71 Alexei Korolev | p.71 Igor Karaulov | p.72 Kirill Kovaldzhi | p.72 Laura Luzzatto p.72 Massimo Rizzante | p.73 Vadim Mesyats | p.74 Philip Morre | p.74 Alessandro Niero | p.74 Daphne Nikita | p.74 Eugeny Nikitin | p.75 Alexei Parshchikov | p.72 Massimo Rizzante | p.76 Andrey Rodionov | p.78›79 Lev Rubinstein | p.80 Anna Russ | p.80 Alexander Rytov | p.80 Mark Shatunovsky | p.81 Andrey Tavrov | p.77 Igor Vishnevetsky | p.77 Svetlana Zakharova


Η επιτυχής συνεργασία στον τομέα της σύγχρονης τέχνης και της σύγχρονης ποίησης μεταξύ της Ελλάδας και του Stella Art Foundation έχει εξελιχθεί σε σημαντικό στοιχείο των ευρύτερων πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας. Στην Mπιενάλε της Βενετίας μπορέσαμε να ξεπεράσουμε τα όρια των εθνικών περιπτέρων και να αναπτύξουμε, στα πλαίσια του κεντρικού προγράμματος, πολιτισμικές και φιλοσοφικές θεωρίες που αποτέλεσαν το αντικείμενο της κοινής μας αναζήτησης το 2007-2008, όταν συνδυάσαμε με επιτυχία για πρώτη φορά τη σύγχρονη τέχνη και την ποιητική περφόρμανς στα πλαίσια του εικαστικού φεστιβάλ Πεδίο Δράσης 2008 με Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον Χρήστο Σαββίδη. Πιστεύω πως αυτή η σύγκλιση των καλλιτεχνικών και ποιητικών κοινοτήτων είναι μια σημαντική τάση της πολιτιστικής ζωής της εποχής μας. Είναι επίσης ένας τομέας στον οποίο η Ποιητική Λέσχη (Moscow Poetry Club) του ιδρύματός μας συμμετέχει πολύ δραστήρια. Ελπίζω πως οι προσπάθειές μας θα βοηθήσουν τους δημιουργικούς ανθρώπους να πετύχουν βαθύτερη αλληλοκατανόηση και να εγκαθιδρύσουν από κοινού νέες γραμμές επαφής μεταξύ του κειμένου και της εικόνας.

Successful cooperation in the field of contemporary art and poetry between Greece and the Stella Art Foundation has become an important feature of the overall cultural links between Russia and Greece. At the Venice Biennale we managed to surpass the boundaries of national pavilions and further develop in the main project some cultural and philosophical concepts that constituted the theme of our joint quest in 2007-2008, when we made our first successful attempt at mixing contemporary art and poetic performance in the context of Action Field 2008 art festival under the artistic direction of Christos Savvidis. I believe that the convergence of artistic and poetic communities is an important trend in the development of the contemporary culture, and this is one area where the Poetry Club of our Foundation is actively involved. I hope that our efforts will help the people of art to better understand each other and engage in collaborative creative activity, establishing new lines of contact between text and image.

Stella Kesaeva Stella Art Foundation

Στέλλα Κεσάγιεβα Stella Art Foundation

08

windows upon oceans

09


Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου στηρίζει ενεργά τους νέους δημιουργούς, από τα πρώτα τους κιόλας βήματα. Η διαρκής προέκταση της δραστηριότητάς τους στο διεθνή χώρο και η παραγωγική σύνδεσή τους με ευρύτερα δημιουργικά δίκτυα προκαλεί πάντα ιδιαίτερη ικανοποίηση. Το ετήσιο εικαστικό φεστιβάλ “Πεδίο Δράσης”, που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2008 στη Θεσσαλονίκη, ήταν αφιερωμένο στην Κύπρο. Σε αυτό συμπεριλήφθηκε μια ενδιαφέρουσα δράση, με τη συμμετοχή Κυπρίων καλλιτεχνών, η εξέλιξη της οποίας έμελλε να αποτελέσει μέρος του κύριου προγράμματος της 53ης Μπιενάλε Εικαστικών Τεχνών της Βενετίας, υπό τον τίτλο “Making Worlds”. Κατά το άνοιγμα της Μπιενάλε Βενετίας, ο ποιητικός λόγος και η εικαστική έκφραση συναντήθηκαν και «μεταλλάχθηκαν» με ευφάνταστο τρόπο μέσα στο διαδραστικό “Poets Machine” της Γιούλας Χατζηγεωργίου, σημειώνοντας παράλληλα μια καινοτομία στην ιστορία του θεσμού. Με την παρουσίασή του στο πλαίσιο της 2ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, το έργο αυτό διαγράφει γεωγραφικά ένα κύκλο, προσθέτοντας στο πολυδιάστατο πρόγραμμα της διοργάνωσης μιαν ακόμα εναλλακτική πλατφόρμα επικοινωνίας. Κινούμενη, ως δομή και περιεχόμενο, στο πνεύμα της φετινής Μπιενάλε, η πλατφόρμα αυτή μεταγράφει κάποιους από τους κραδασμούς του σύγχρονου υπαρξιακού μας κόσμου, επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσει με το δικό της τρόπο την ουσία της καλλιτεχνικής και διανοητικής πράξης. Συγχαίρω την ArtBOX και το Moscow Poetry Club που είχαν την πρωτοβουλία για αυτή την καθόλα γόνιμη συνεργασία, τους επιμελητές και θεωρητικούς που συνέβαλαν στην ολοκλήρωσή της, και βέβαια τους εικαστικούς και ποιητές που κατέθεσαν στο εν εξελίξει αυτό έργο ένα μέρος της δημιουργικής τους δράσης.

The Ministry of Education and Culture of Cyprus actively supports young artists from the beginning of their career. The continuous growth of their activities in the international scene and their productive link with greater art networks has always been particularly gratifying. The annual visual arts festival “Action Field”, which was held during September 2008 in Thessaloniki was dedicated to Cyprus. During the festival, an interesting activity was held with the participation of Cypriot artists, which evolved into becoming part of the 53rd Venice Biennale’s “Making Worlds” main program. During the Venice Biennale’s opening, poetic language and visual expression imaginatively met and “mutated” in Yioula Hatzigeorgiou’s interactive work “Poets Machine” which emerged as a novelty in the Biennale’s history. With its presentation in the framework of the 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art of Thessaloniki, this work traversed a geographic circle and added yet another alternative platform for communication to the organization’s already multidimensional program. Moving in the spirit of this year’s Biennale, both as a structure and in content, this platform transfers some of our modern world’s existential fluctuations while attempting, in its own way, to redetermine the essence of artistic an intellectual thought. I would like to congratulate ArtBOX and the Moscow Poetry Club for their initiative and this thoroughly fertile collaboration, the curators and theoreticians who contributed to realizing it and, of course, the artists and poets who presented part of their creative work to this work-inprogress.

Dr. Andreas Dimitriou  Minister of Education and Culture of the Republic of Cyprus

Δρ Ανδρέας Δημητρίου Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας

10

windows upon oceans

11


Η οργάνωση μιας επέμβασης ποίησης στο χώρο της σύγχρονης τέχνης δεν είναι εύκολο εγχείρημα, καθώς προϋποθέτει ιδιαίτερο δυναμισμό. Η ποίηση δεν μπορεί να νοηθεί ως μια εγκατάσταση, γιατί αναπτύσσεται στο χρόνο, με ζωντανή φωνή, μέσα από την κίνηση και την αντίληψη των πολύπλοκων εσωτερικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των στοιχείων ενός ποιητικού κειμένου. Η κεντρική ιδέα του πρότζεκτ “Making Words” στην Μπιενάλε της Βενετίας βασίστηκε στην επαφή ανάμεσα στον ποιητή και τον ακροατή, τον ποιητή και το χώρο μέσα στον οποίο εξελίσσεται η περφόρμανς. Η επαφή ανάμεσα στον ποιητή και τον ακροατή εκφράστηκε μέσα από τη δράση των εικαστικών Alexander Djikia, Anya Zholud και Katia Margolis, που με γρήγορες σχεδιαστικές αποτυπώσεις συμπλήρωναν το συνολικό χρονικό των δράσεων ποίησης. Οι ποικιλόφωνες εικόνες που προέκυπταν έδειχναν στο θεατή, ακόμη και αν δε γνώριζε τη γλώσσα του συγγραφέα του ποιήματος, τον ίδιο τον τρόπο ύπαρξης του κειμένου, τις ιδιομορφίες της επίδρασης της ποίησης, τον ιδιαίτερο τρόπο που «λειτουργεί». Η κεντρική ιδέα της ποιητικής δράσης και των περφόρμανς ποίησης ανήκει στους Daniel Birnbaum και Eugeny Bunimovich, σε συνεργασία με το Χρήστο Σαββίδη και τον Eugeny Nikitin. Οι εικαστικοί δεν είχαν κάποια συγκεκριμένη αποστολή, δεν καλούνταν να προσφέρουν κάποια εικονογράφηση : εδώ δεν πρόκειται τόσο για την «εικονοποίηση» του κειμένου, όσο για την «κειμενοποίηση» της εικόνας στα πλαίσια της ιδιόμορφης αντιμετώπισης των θεμάτων από κάθε καλλιτέχνη.

Η επιτυχία στη Βενετία ήταν αποτέλεσμα της τεράστιας κοινής προσπάθειας του Stella Art Foundation, της ArtBOX.gr | creative arts management, του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Κυβέρνησης της Μόσχας, του εκδοτικού οίκου Russian Gulliver και άλλων φορέων. Ήταν η πρώτη επίσημη συμμετοχή της ποίησης στο εκθεσιακό πρόγραμμα σε ολόκληρη την ιστορία της Μπιενάλε της Βενετίας, και αποτέλεσε ένα σημαντικό θεωρητικό και αισθητικό στοιχείο του κεντρικού προγράμματος που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε με εξαιρετική επιτυχία από τον Daniel Birnbaum, Διευθυντή της 53ης διεθνούς έκθεσης της Μπιενάλε της Βενετίας.

Alexander Rytov |  -ΔιευθυντήςStella Art Foundation

Τη δεύτερη αποστολή –αυτή της διαμόρφωσης του χώρου– ανέλαβαν οι Igor Makarevich - Elena Elagina, και Γιούλα Χατζηγεωργίου. Οι Igor Makarevich και Elena Elagina δημιούργησαν μια εγκατάσταση «φούρνο», η οποία από τη μια μεριά οριοθετούσε τις «συντεταγμένες» του πρότζεκτ ποίησης ανάμεσα στα αμέτρητα περίπτερα της Μπιενάλε, ενώ από την άλλη συνέδεε το πρότζεκτ με την εγκατάσταση “Common Cause” στην Arsenale (επίσης στο πλαίσιο της έκθεσης “Making Worlds”), όπου πορτραίτα Ρώσων φιλόσοφων του κοσμικού ρεύματος ήταν φτιαγμένα από ψωμί. Το ψωμί είναι ένα από τα κεντρικά σύμβολα του “Making Words”1: είναι ένα σύμβολο της ανάπλασης της λέξης, της επιστροφής στην αρχική, αντικειμενική σημασία της. Η λέξη «ψωμί» διανέμεται στους θεατές υπό τη μορφή πραγματικού ψωμιού. Η λέξη «νερό» διανέμεται υπό τη μορφή μπουκαλιών με πόσιμο νερό. Η Γιούλα Χατζηγεωργίου, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Γιάννη Επαμεινώνδα, έλυσε το πρόβλημα της ενοποίησης του ποιητή και του χώρου με τη δημιουργία της εγκατάστασης “Poets Machine”, που περιελάμβανε μια πλατφόρμα και ένα οπτικοακουστικό σύστημα. Οι φωνές των ποιητών, ο ρυθμός και ο τόνος του λόγου τους εκπέμπονταν μέσα από κυματισμούς νερού, ενώ οι ξύλινοι κύβοι πρόσφεραν τη δυνατότητα ευέλικτης αναδιάρθρωσης των σκηνικών: ο κύβος γινόταν ένα βήμα, ένα τραπέζι για σκάκι ή μια βάση για κόψιμο ψωμιού. Ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί τόσο η κάθετη (οι ποιητές απήγγειλαν τα έργα τους σε ντουέτα, ο ένας πάνω στον κύβο, ο άλλος κάτω, στο χορτάρι), όσο και η οριζόντια διάσταση (μέσα από την εικαστική επαφή των ποιητών που βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία της εγκατάστασης, μια πετονιά με ποιήματα που κρέμονταν πάνω της σαν “μπουγάδα”). Αυτός ήταν ένας τρόπος οργάνωσης του χώρου αναγκαίος για την ανάπτυξη του ποιητικού χρόνου.

1Ο τίτλος του ποιητικού τμήματος της Μπιενάλε βασίζεται στο αντίστοιχο λογοπαίγνιο στα Αγγλικά (“Making Worlds” = Φτιάχνοντας Κόσμους, “Making Words” = Φτιάχνοντας Λέξεις).

12

windows upon oceans

13


Organizing an advance of poetry into the world of contemporary art is quite a tricky task, as it requires a dynamic approach. Poetry can’t be treated as an installation: it emerges in time, in a live voice, in movement, in perceiving the complex inner interactions of the elements of a poetic text. The conceptual basis of our project at the Venice Biennale was the contact between the poet and the audience, as well as the poet and the space in which the performance is carried out. The first sort of contact was facilitated by artists Alexander Djikia, Ania Zhelud and Katia Margolis, who completed the chronicle of the poetry performances through swiftly executed drawing imprints. The variety of voices of the emerging visual images demonstrated to a viewer, even though he or she didn’t command the language of the particular poet, the very modus of a text’s existence, the way it affects us, the way it “works”. The core idea of the poetic action and poetic performances was suggested by Daniel Birnbaum and Eugeny Bunimovich in cooperation with Christos Savvidis and Eugeny Nikitin. Artists were not given any specific task, they didn’t “illustrate”: rather than visualization of text, what was going on here was a “textualization” of a visual image in an individual approach to the themes raised by each of the artists. The second task –the structuring of space– was taken up by Igor Makarevich - Elena Elagina and Yioula Hatzigeorgiou. Igor Makarevich and Elena Elagina created an installation called “stove”, which, on the one hand, designated the “coordinates” of the poetic project among the innumerable pavilions of the Biennale, while, on the other hand, linked the project with the installation “Common Cause” presented at the Arsenale (also in the frame of the exhibition “Making Worlds”), featuring portraits of Russian cosmic philosophers made of bread. Bread is one of the major symbols of “Making Words”: it is a symbol of remaking a word, of coming back to its original, “corporeal” meaning. The word “bread” is distributed to viewers in the form of real fresh bread. The word “water” is given out in form of bottles with drinking water. Yioula Hatzigeorgiou, in collaboration with architect Giannis Epaminondas, solved the problem of integrating the poet and the space by creating the installation “Poets Machine”, which included a platform and an audiovisual system. Poets’ voices, the rhythm and the tone of their speech were broadcast using water waves, while wooden cubes enabled flexible rearrangement of the scenery: a cube could be easily turned into a rostrum, a chess table or a stand for cutting bread. It was also possible to use both the vertical (poets recited their works in duets, one standing on top of the cube, another in front of it, on the grass), and the horizontal dimension (visual contact of poets located at different points of the installation, a fishing line with poems hanging on it as “laundry”). It was a particular way of structuring the space required for the development of poetic time. Our success in Venice was the result of a tremendous collaborative effort of the Stella Art Foundation, ArtBOX.gr | creative arts management, the Ministry of Education and Culture of the Republic of Cyprus, the Moscow Government, Russian Gulliver publishing house and other organizations. It was the first official participation of poetry in the exhibition program of the Venice Biennale in the whole history of this institution, and it became an important conceptual and aesthetic component of its core program, brilliantly planned and implemented by Daniel Birnbaum, Director of the 53rd international art exhibition of the Venice Biennale.

Alexander Rytov | DirectorStella Art Foundation

14

windows upon oceans

15


Το Σεπτέμβριο του 2008, μια performance ποίησης πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ετήσιου εικαστικού φεστιβάλ „Πεδίο Δράσης” στη Θεσσαλονίκη. Το project ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας του Poetry Club του Stella Art Foundation και της ArtBOX. gr. Οι ποιητές Eugeny Nikitin (Ρωσία) και Βασίλης Αμανατίδης (Ελλάδα) απήγγειλαν ζωντανά ποιήματά τους στο χώρο μιας εικαστικής έκθεσης. Η απαγγελία τους ηχογραφήθηκε και κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ παιζόταν στο χώρο της έκθεσης όπου έγινε η performance. Τόσο κριτικοί τέχνης όσο και κοινό παρακολούθησαν το project με έντονο ενδιαφέρον. Η απόφαση του Daniel Birnbaum να συμπεριλάβει το project στην έκθεσή του “Making Worlds” στην 53η Μπιενάλε της Βενετίας προσέφερε νέες διαστάσεις. Η πρόσκλησή του έγινε μια ευκαιρία συνεργασίας με περισσότερους φορείς, ώστε να διευρυνθεί περαιτέρω η σχέση μεταξύ τέχνης και ποίησης. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν οι ποιητές Βασίλης Αμανατίδης (Ελλάδα) και Δάφνη Νικήτα (Κύπρος). Η Γιούλα Χατζηγεωργίου κλήθηκε να δημιουργήσει την πλατφόρμα που θα φιλοξενούσε τις δράσεις των ποιητών. Σχεδιασμένη σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Γιάννη Επαμεινώνδα, η πλατφόρμα λειτουργεί ως δοχείο και υποδοχέας, κουτί μεταφοράς του project και χώρος υλοποίησής του. Πρόκειται για το χώρο όπου ποιητές και άλλοι εικαστικοί παρουσιάζουν τα έργα και τις δράσεις τους, αλλά και το μέσο όπου τα παρελκόμενα του έργου αποθηκεύονται και μεταφέρονται στους προορισμούς του project. Το έργο περιλαμβάνει ακόμη έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό που μετατρέπει τις φωνές των ποιητών σε κυματισμούς νερού, που προβάλλονται σε επιφάνειες της πλατφόρμας. Μετά την υλοποίησή του στη Βενετία, το “Making Words” ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της 2ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης. Εδώ παρουσιάζεται η καταγραφή όσων πραγματοποιήθηκαν στη Βενετία, επεξεργασμένη σε μια νέα εγκατάσταση από τη Γιούλα Χατζηγεωργίου, καθώς και ένα διήμερο performances και δράσεων ποιητών. Το πρόγραμμα των performances ποίησης επιμελούνται ο Βασίλης Αμανατίδης και η Δάφνη Νικήτα, σε συνεργασία πάντα με το Moscow Poetry Club του Stella Art Foundation. Αυτός δεν είναι ο τελικός προορισμός του project. Εξακολουθεί να εξελίσσεται και να μεταλλάσσεται για να ανταποκριθεί στα ερεθίσματα και τις προσκλήσεις που ήδη λαμβάνει.

In September 2008, a poetry performance took place in the frame of the annual visual arts festival “Action Field” in Thessaloniki, Greece. This project was the outcome of the collaboration between Stella Art Foundation’s Poetry Club and ArtBOX.gr. Poets Eugeny Nikitin (Russia) and Vassilis Amanatidis (Greece) presented live readings of their work within the context of a visual arts exhibition space. After the event, the recordings of the live reading performance were played back within the exhibition space for the duration of the festival. The project was received with enthusiasm by art critics and the public alike. Daniel Birnbaum’s decision to include this project in his exhibition “Making Worlds”, in the 53rd Venice Biennale opened up new dimensions. This invitation became an opportunity to collaborate with more institutions in order to further expand upon the relationship between art and poetry. For this iteration, the Greek element was represented by poets Vassilis Amanatidis (Greece) and Daphne Nikita (Cyprus). Yioula Hatzigeorgiou was commissioned to create the platform hosting the poets’ actions. Designed in collaboration with architect Giannis Epaminondas, the platform serves as both container and recipient, crate for the project transportation and space for its realization. It is a site on which poets and other artists present their works and actions, as well as the medium used to store and transport the project’s props to other destinations. The work also includes a mechanism designed by the artist that transforms the poets’ voices into water surges projected onto the platform’s surfaces. After its presentation in Venice, “Making Words” is traveling to Thessaloniki (Greece), where it is shown within the framework of the 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art. Here, a documentation of everything that happened in Venice is presented, through a new installation by Yioula Hatzigeorgiou, as well as a two days’ programme of performances and actions by poets. The poetry performances programme is curated by Vassilis Amanatidis and Daphne Nikita, always in collaboration with Moscow Poetry Club of the Stella Art Foundation. This is not the project’s final stop. “Making Words” is continuously developed and transformed, in order to respond to new stimuli and invitations.

Christos Savvidis | Lydia Chatziiakovou -ArtBOX.gr | creative arts management-

Χρήστος Σαββίδης | Λυδία Χατζηιακώβου -ArtBOX.gr | creative arts management-

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το Stella Art Foundation, ιδιαιτέρως τον Alexander Rytov και τον Eugeny Nikitin, για την πολύτιμη συνεργασία, τον Daniel Birnbaum για την πρόσκλησή του που στάθηκε αφορμή να διευρυνθεί το project, τον Evgeny Bunimovich για την καθοριστική συνεισφορά του, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου για την υποστήριξή του, τη 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης που υποστηρίζει και υποδέχεται το project στη Θεσσαλονίκη, τον Γιώργο Κορδομενίδη και το Εντευκτήριο, για τις πολύτιμες συμβουλές τους. Τέλος ευχαριστούμε θερμά όλους τους φορείς που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση του project και φυσικά τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες και ποιητές.

16

windows upon oceans

We would like to thank the Stella Art Foundation for its precious collaboration, especially Alexander Rytov and Eugeny Nikitin; Daniel Birnbaum for his invitation, thanks to which the project further expanded; Evgeny Bunimovich for his valuable input; the Ministry of Education and Culture of Cyprus for supporting the project; the 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art for supporting the project realization in Thessaloniki; Giorgos Kordomenidis, and his literary magazine Entefktirio, for his valuable advice. Finally, we would like to thank all the collaborating institutions that have made this project possible and of course the participating artists and poets.

17


“Φτιάχνοντας λέξεις” ή ο παλμογράφος της σύγχρονης ποίησης Είναι σίγουρα φιλόδοξος ο τίτλος “Φτιάχνοντας λέξεις” (Making Words) της ποιητικής και εικαστικής εκδήλωσης που αποτελεί μέρος του παράλληλου Προγράμματος της Μπιενάλε 2 Θεσσαλονίκης. Είναι όμως και ένας τίτλος που πληροφορεί για τη σχέση αυτής της εκδήλωσης με την 53η Μπιενάλε της Βενετίας, η οποία φέρει το συγγενή τίτλο “Φτιάχνοντας κόσμους” (Making Worlds), ενώ μαρτυρά παράλληλα την πεποίθηση του φετινού Διευθυντή της Biennale της Βενετίας, Daniel Birnbaum, που διάλεξε το συγκεκριμένο τίτλο, ότι η ποίηση παραμένει βασικό συστατικό του (πολιτισμένου) κόσμου. Η σχέση εικαστικής εικόνας και ποίησης δεν είναι σίγουρα καινούργια. Η συνέργεια δε ποιητών και καλλιτεχνών γνώρισε από παλιά και ειδικά στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, στιγμές δόξας. Άλλοτε μέσα από manifesti, ποιητικά και εικαστικά, στην περίπτωση του Φουτουρισμού, του Κονστρουκτιβισμού, του Σουρεαλισμού και του Dada, και άλλοτε μέσα από εικονογραφήσεις ειδυλλιακών, λυρικών και σύγχρονων ποιημάτων από μεγάλους ζωγράφους όπως στην περίπτωση του P. Reverdy ή του Λόγγου από τους Picasso και Chagall αντίστοιχα, στις εκδόσεις VERVE του Μυτιληνιού Tériade. Η συγκεκριμένη εκδήλωση όμως έχει πολλές ιδιαιτερότητες. Καταρχήν διότι οι συμμετέχοντες σε αυτήν εικαστικοί καλλιτέχνες και ποιητές λειτουργούν παράλληλα και όχι επικουρικά οι μεν στο έργο των δε. Άλλωστε τα ποιήματα απαγγέλλονται in situ από τους ίδιους τους ποιητές τους στη γλώσσα τους και κατά συνέπεια δεν είναι δεδομένη η κατανόηση από τους εικαστικούς. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο ρόλος της ποίησης, όχι μόνο ως περιεχόμενο, αλλά και ως ήχος, ρυθμός, μουσικότητα, έκφραση και ενέργεια. Ενδιαφέρει ακόμη η λειτουργία της ιδιαίτερα σήμερα που οι κοινωνίες είναι πολύβουες, πιεσμένες, ταραγμένες, πολυάσχολες και πολυδιασπασμένες και συνήθως κωφεύουν σε αυτού του είδους και του ύφους τα μηνύματα. Με τη δημιουργία μίας προστατευτικής, λυόμενης και άρα μεταφερόμενης πλατφόρμας υποδοχής, «της μηχανής της ποίησης», επιχειρείται η ανάδειξη αυτής της ευαίσθητης μορφής τέχνης. Καταδεικνύεται δε η ανάγκη εξεύρεσης ζωτικού χώρου, όχι μακριά σε αναγνωστήρια και σε σπίτια, αλλά μέσα στην κίνηση, μέσα στα γεγονότα, μέσα στη ζωή για να υπάρξει ακουόμενη η ποιητική πράξις.

πάνω στην ψυχή και το νου μας, παρά την καταρχήν ρομαντική και καταπραϋντική αντιμετώπισή μας, είναι πάνω από όλα μια μεταφορά: λογοτεχνική, στην έμμετρη και υψηλή απόδοση της σκέψης και του λόγου, γλωσσική, στη μεταφορά του νοήματος από μια γλώσσα στην άλλη, εικαστική στην παρούσα περίπτωση με τον «εν-κυβωτισμό» του ηχοχρώματος του ποιητικού λόγου και την «μετεικασματική» εγγραφή του μέσα από την κίνηση του νερού, στις οθόνες της “Μηχανής της Ποίησης”. Το έργο της Γιούλας Χατζηγεωργίου υποδέχεται φιλόξενα το λόγο των ποιητών. Με ένα μηχανισμό μαγνητοφωνεί και διαχέει σε δεξαμενές νερού τον ήχο της φωνής τους, ο οποίος αναταράσσει την υδάτινη ήρεμη επιφάνεια, που μαγνητοσκοπείται από ειδικά τοποθετημένες κάμερες και προβάλλεται εν τέλει στην οθόνη ενόσω ακούγεται η απαγγελία. Λόγος και εικόνα συλλειτουργούν διαδραστικά. Δημιουργείται έτσι ένας Τόπος, όπου ο ποιητικός και ο εικαστικός λόγος συναντιούνται και συμπράττουν. Ένας τόπος που γίνεται ο παλμογράφος της σύγχρονης ποίησης με την ευρύτερη έννοια του όρου. Τέτοιες είναι οι συν-πράξεις που η φετινή Μπιενάλε προσπαθεί να εντοπίσει και να προβάλει σαν αντίδοτο στο φόβο, την αδράνεια, τη μαζικότητα και την ισοπέδωση των αξιών σε «αβέβαιους καιρούς». Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης χαιρετίζει την εκδήλωση “Φτιάχνοντας λέξεις” (Making Words) και υποδέχεται τη “Μηχανή της Ποίησης”, ως τόπο που λαμβάνουν χώρα πράξεις σαν αυτές που η φετινή Μπιενάλε υποστηρίζει και προβάλλει. Ευχαριστεί θερμά την ΑrtBOX που ανέλαβε την οργάνωσή της, το Moscow Poetry Club, τους ποιητές και τους εικαστικούς καλλιτέχνες και όλους όσοι συνέβαλαν στην πραγματοποίησή της και τη διευρυμένη μεταφορά του προγράμματος αυτού στη Θεσσαλονίκη.

Κατερίνα Κοσκινά | Ιστορικός

Τέχνης-ΜουσειολόγοςΠρόεδρος ΔΣ του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης-

Οι εικαστικοί Igor Makarevich και Elena Elagina και η Γιούλα Χατζηγεωργίου, δημιούργησαν οι πρώτοι ένα φούρνο, μία συμβολική κατασκευή, και η δεύτερη «τη μηχανή της ποίησης», μια εγκατάσταση-τόπο, με τα οποία υπογράμμισαν την ευπλασία και τη σημασία του ποιητικού λόγου, παραπέμποντας συμβολικά στο ψωμί και το νερό και εμπλέκοντας τα δύο βασικά στοιχεία διατροφής του ανθρώπου στα έργα τους. “Η Μηχανή της Ποίησης”, ένα σκηνικό-κιβώτιο της Γιούλας Χατζηγεωργίου που υλοποιήθηκε με τη συνεργασία των Γιάννη Επαμεινώνδα και Μάκη Φάρου, θα εκτεθεί στη Θεσσαλονίκη και θα λειτουργήσει ξανά ως υποδοχέας, υπόβαθρο και συγχρόνως καταγραφέας του ποιητικού λόγου, όπως λειτούργησε και στη Βενετία για την ποίηση των Eugeny Nikitin και Βασίλη Αμανατίδη μεταξύ άλλων. Η φόρμα του ανοικτού κιβωτίου υπενθυμίζει ότι η ποίηση, εκτός από την καθοριστική της δράση

18

windows upon oceans

19


“Making words” or the barometer of contemporary poetry The title of the visual arts and poetry project “Making Words”, which is part of Thessaloniki’s Biennale 2 Parallel Program, is certainly an ambitious one. However, it is also a title which informs us about the exhibition’s relationship with the 53rd Venice Biennale’s relative title, “Making Worlds”, while conveying at the same time, Daniel Birnbaum’s (Director of this year’s Venice Biennale) conviction in his selection of the particular title, that poetry remains a basic element of the (civilized) world. The relationship between visual imagery and poetry is certainly not a new one. The synergy between poets and artists has seen glorious moments in the past, particularly during the twentieth century. At times, with manifesti, poetic and visual, in Futurism, Constructivism, Surrealism and Dada, but also through the pastoral, lyrical, contemporary illustrations and poetry by great painters such as P. Reverdy or Loggos, Picasso and Chagall respectively, and the VERVE publications by Tériade of Mitilini. This particular event, however, is rather distinct. Firstly, because the participating poets and visual artists act in parallel and not supplementary. Furthermore, poetry is recited in situ by the poets themselves in their own language and, therefore, their comprehension by visual artists is not taken for granted. What matters more is the role of poetry, not just in its context, but its sound, rhythm, musicality, expression and energy; furthermore, its function, especially in today’s clamorous, strained, turbulent, busy and fragmented societies which are usually indifferent to this type and form of messages. The construction of this protective, portable and transportable platform of reception, the “Poets Machine”, attempts to elevate this sensitive form of art. The need for a vital space is manifested, not in distant studies and homes, but in the action, in the events, in life, in order for poetic praxis to be heard.

poetic and visual languages meet in synergy. A topos which acts like a barometer, in the more mineral meaning of the word. These are the kinds of collaborations that this year’s Biennale attempts to detect and to present as antidotes for fear, inertia, mass production and the devastation of values in “uncertain times”. The State Museum of Contemporary Art salutes the “Making Words” project and welcomes the “Poets Machine” as a space where actions –like the ones that this year’s Biennale supports and presents– take place. It also offers its sincere gratitude to ArtBOX, which organized the event, to the Moscow Poetry Club, to the poets and visual artists and to everyone who contributed to its fruition and to extending this program to Thessaloniki.

Katerina Koskina | Art

historian - MuseologistPresident of the Board of DirectorsState Museum of Contemporary Art-(Thessaloniki, Greece)-

Visual artists Igor Makarevich and Elena Elagina first created an oven, a symbolic construction, and Yioula Hatzigeorgiou the “Poets Machine”, an installation-topos, highlighting the plasticity and significance of the poetic language, making symbolic references to bread and water and implicating the two main elements of human nutrition in their works. Yioula Hatzigeorgiou’s “Poets Machine”, a crate set which was created with the collaboration of Giannis Epaminondas and Makis Faros, will be exhibited in Thessaloniki to function again as a receptor, a foundation and a recorder of poetic language, as it operated in Venice for the poetry of Eugeny Nikitin and Vassilis Amanatidis, among others. The open crate’s form reminds us that poetry, besides its definitive effect upon our soul and mind, our early romantic and alleviating encounter with it is, above all, a conveyance: a literary metaphor in its metrical and intellectual rendition of thought and language, a linguistic metaphor in its transfer of the meaning from one language to another, a visual one in its present state with the “encaging” of the textures of poetic language and the sensatory recording through its movement in water and on to the “Poets Machine’s” screens. Yioula Hatzigeorgiou’s work offers a hospitable welcome to the poets’ language. She uses a mechanism to record their voices and to transfer them to water tanks, disrupting the surface of the water and filming the effect by means of specially placed cameras which project the result on screen during the reciting. Language and image collaborate interactively. Hence, a Topos is created where the

20

windows upon oceans

21


ΠΡΑΞΗ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έλαμψε στη Μόσχα μια τέχνη που γεννήθηκε μέσα από τις λέξεις και τα συμφραζόμενα. Μια τέχνη που βασίζεται στο σοβιετικό σύστημα επικοινωνίας, στους τρόπους δημοσιοποίησης της πληροφορίας αλλά και υπόγειας διάδοσης της φήμης. Αυτό το ιδιόμορφο αισθητικό φαινόμενο σύνθεσης λόγου και εικόνας ονομάστηκε το 1979 από τον φιλόσοφο Μπορίς Γκρόις “Ρομαντική Εννοιολογική Τέχνη της Μόσχας” και ενέπλεξε τουλάχιστον δύο γενιές Ρώσων δημιουργών. Η εννοιολογική τέχνη της Μόσχας αντανακλά την εξωστρεφή επικοινωνιακή περιπλοκότητα της σοβιετικής καθημερινής ζωής και γι’ αυτό διαφέρει από την αμερικανική ή δυτική εννοιολογική τέχνη που αναπαράγει το μήνυμα με μινιμαλιστικό τρόπο επιδιώκοντας να προκαλέσει μια αυτοψυχαναλυτική εσωστρέφεια (Joseph Kosuth, Robert Barry, Roman Opalka κ.ά). Ο Ιλιά Καμπακόφ, ο Έρικ Μπουλάτοφ, ο Ιβάν Τσούικοφ, ο Βίκτορ Πιβοβάροφ, ο Ολέγκ Βασίλιεφ, ο Σεργκέι Ονούφριεφ, ο Έντουαρντ Γκοροχόφσκι, ο Ίγκορ Μακαρέβιτς, η Ελένα Ελάγκινα, η Ιρίνα Νάχοβα, οι Βίκτορ Σκέρσις και Βαντίμ Ζαχάροφ, ο Νικίτα Αλεξέεφ, το ζεύγος Ζιγκάλοφ - Αμπαλάκοβα (TOTART) δίνουν τις δικές τους εκδοχές εννοιολογικής τέχνης, ενώ διαμορφώνονται οι πρώτες καλλιτεχνικές ομάδες με σταθερό σκελετό από την εποχή της ιστορικής πρωτοπορίας. Η σχέση λέξης - εικόνας εμπλέκει στην εννοιολογική σκηνή τόσο εικαστικούς καλλιτέχνες όσο και ποιητές, οι οποίοι συνδέονται αδιάσπαστα με τους καλλιτέχνες και επιχειρούν ακόμα και εικαστικές αποδόσεις των ποιημάτων τους (Ντμίτρι Πρίγκοφ, Λεφ Ρουμπινστέιν). Η δημιουργία μιας πλατφόρμας που θα φέρει κοντά την κοινή γλώσσα του εικαστικού λόγου με τις διαφορετικές γλώσσες της ποιητικής τέχνης αλλά και τους Έλληνες ποιητές με τους Ρώσους δεν είναι σχήμα λόγου και θεωρία. Είναι μια πλατφόρμα κατασκευασμένη, είναι αυτή καθεαυτή μια καλλιτεχνική Πράξη. Η 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης θέτει έναν βασικό στόχο: προσκαλεί το κοινό σ’ ένα δημόσιο διάλογο για τη σύγχρονη τέχνη με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής συνείδησης ως προς κάτι που μέχρι σήμερα δεν είναι αποτυπωμένο με σαφήνεια στο κομμάτι των ενεργητικών παρεμβάσεών μας ως πολιτών της κοινωνίας αυτής και της πόλης αυτής: αναφέρομαι στην ανάγκη προσβασιμότητας του καθενός στο σύγχρονο πολιτισμό, αλλά κυρίως στην ανάγκη διαφύλαξης ενός υψηλού επιπέδου σύγχρονου πολιτισμού χωρίς να επιδιώκω διδακτισμούς και αλληγορίες ή απόπειρες ορισμού του σωστού και του λάθους. Αντίθετα, επιδίωξή μας είναι να εμπλουτίσουμε, να εμβαθύνουμε και να διευρύνουμε τα πεδία αυτού που ονομάζουμε «σύγχρονο πολιτισμό» αντιλαμβανόμενοι ότι ο σύγχρονος πολιτισμός δεν διδάσκεται ακριβώς, αλλά κινείται και εμπνέεται από τις ίδιες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας και συνεπώς υπάρχει όχι μόνο για να μας ψυχαγωγεί και να μας απαλλάσσει από τα προβλήματά μας αλλά και για να μας προβληματίζει και για να μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε, ακόμα και να εξωτερικεύσουμε αυτό που έως τώρα δεν έχουμε κατορθώσει να διατυπώσουμε στο επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικής καθημερινότητας και επικαιρότητας.

22

windows upon oceans

Για το λόγο αυτό η προσβασιμότητα όλων των κοινωνικών ομάδων στη σύγχρονη τέχνη και η αύξηση της συμμετοχής στα δρώμενα είναι βασικός στόχος της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης. Με τον τίτλο “Πράξις: Τέχνη σε Αβέβαιους Καιρούς” εμπνευσμένο και δανεισμένο από το βιβλίο του Terry Eagleton “Μετά τη Θεωρία”, η 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης καταγράφει κάποιες δύσκολες και συχνά ριψοκίνδυνες χειρονομίες των καλλιτεχνών: τους καλεί να μιλήσουν για την αποτυχία της πολιτικής να προσφέρει τη διεκδικούμενη γαλήνη, δικαιοσύνη και ευημερία στους πολίτες, για την απαξίωση της ιδεολογίας που αδυνατεί μέσα στην πληθώρα των διφορούμενων και αντιφατικών απόψεων να υψώσει φωνή, για την οικονομική και κοινωνική κρίση που αδικεί κυρίως αυτούς που δεν την προκάλεσαν... Κανείς δεν είναι αφελής για να υποστηρίξει πως ο ρόλος που αναλαμβάνει να διαδραματίσει ο καλλιτέχνης μπορεί να δώσει τις λύσεις στα παραπάνω αδιέξοδα. Μπορεί όμως για κάποιους να αποδειχθεί «σωτήριος» σε σχέση με τον επαναπροσδιορισμό μιας στάσης ζωής που μπορεί η τέχνη να υπαινιχθεί ή ακόμα και να δηλώσει ρητά: Εάν η τέχνη αντιδράσει στην ισοπεδωτική πληθώρα των θεωριών και δια της γνωστής μεθόδου της αφαίρεσης οδηγηθεί σε μια καθαρή παρουσίαση βασικών εννοιών, όπως η αγάπη, η φτώχεια, ο πόνος, η δικαιοσύνη, η ομορφιά... τότε θα στρέψει την προσοχή των θεωρητικών, των κριτικών και του κοινού στα ζωτικά προβλήματα των ανθρώπων. άν η τέχνη επανατοποθετήσει, αποδομήσει και μεταλλάξει τις θεωρίες που από τη Ε δεκαετία του 1950 και έως τώρα, αφορμώμενες από την ηρωική εποχή των κινημάτων και των μανιφέστων την κατέτασσαν και την κατατάσσουν σε σχολές, ομάδες, τεχνικές και μεθόδους, τότε θα αναλάβει τον πρωτότυπο ρόλο να κατατάσσει η ίδια η τέχνη τη θεωρία και να μην κατατάσσεται από αυτήν. άν η τέχνη περιλάβει και προτείνει ιδέες που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το Ε κοινωνικο-πολιτικό σκηνικό, τότε θα εμψυχώσει διαμαρτυρίες, συλλαλητήρια και –γιατί όχι– και επαναστάσεις. Όμως σε κάθε περίπτωση, σε όλες τις παραπάνω υποθετικές προτάσεις, η Τέχνη απαντά καλώντας τους θεωρητικούς να κάνουν ένα διάλειμμα για να απολαύσουν αυτό που συμβαίνει στο θαυματουργικό κενό μεταξύ δύο εποχών, στη δίνη της αμφισβήτησης, ανάμεσα στη θεωρία και την αναθεώρησή της. Γιατί η Τέχνη είναι Πράξη.

Μαρία Τσαντσάνογλου

-Διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνηςκαι της 2ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης-

23


PRAXIS FOR IMAGE AND WORDS Between the early ‘70s and the late ‘90s an art born out of words and context flourished in Moscow. An art based on the soviet communications system, on the methods of publicizing information but also of secretly spreading rumors. This peculiar aesthetic phenomenon of combining word and image, named in 1979 by philosopher Boris Groys “Romantic Conceptual Art of Moscow”, implicated at least two generations of Russian artists. The conceptual art of Moscow reflects the extrovert complexity of communications in everyday soviet life, and thus differs from the northern American or western conceptual art which reproduces the message in minimalist way, aiming to cause a self-psychoanalytic introversion (Joseph Kosuth, Robert Barry, Roman Opalka and others). Ilya Kabakov, Erik Bulatov, Ivan Chuikov, Viktor Pivovarov, Oleg Vassiliev, Sergei Onufrief, Edward Gorochowski, Igor Makarevich, Elena Elagina, Irina Nachova, Viktor Skersis and Vadim Zacharov, Nikita Alexeev, the couple Zhigalov – Abalakova (TOTART) – they all give their own versions of conceptual art, while the first artists groups with permanent core members since the time of the historic avant-garde are formed. The relationship between word and image implicates in the conceptual art scene both visual artists and poets, who become closely connected with artists, even attempting visual versions of their poems (Dmitry Prigov, Lef Rubinstein). The creation of a platform that will bring closer the common language of visual art with the different languages of poetry, but also Greek and Russian poets is not a figure of speech and theory. It is a constructed platform, a genuine artistic Praxis. The 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art sets one basic goal: it invites the viewer to a public dialogue on contemporary art, aiming to reinforce the collective conscience of something that until now has not been clearly inscribed in our active interventions as citizens of Thessaloniki: I am referring to the need for broad accessibility to contemporary culture, but mainly also to the need of safeguarding a contemporary culture of high quality, leaving aside didactic intentions and allegories or attempts to define right and wrong.

deadlocks. However, s/he can turn out to be a “savior” for some people, in relation to the redefinition of a stance towards life that art can insinuate or even expressly suggest:

If art reacts against the unifying plethora of theories and through the familiar method of abstraction is lead to a clear presentation of basic concepts, such as love, poverty, pain, justice, beauty… then it will point the attention of theoreticians, critics and public towards the vital human problems. If art restores, deconstructs and transforms the theories which, from the ‘50s until now, classified and still classify it in schools, groups, techniques and methods, starting from the heroic era of the movements and manifestos, then Art will assume the innovative role of classifying theory and not being classified by it. I f art involves and suggests ideas that cannot be reconciled with the socio-political reality, then it will animate protests, mass demonstrations and –why not– even revolutions.

In any case, Art responds to all the above hypothetical propositions by inviting theoreticians to take a break and enjoy what is happening in the miraculous emptiness between two eras, in the swirl of dispute, between theory and its revision. Because Art is Praxis.

Maria Tsantsanoglou

-Director of the State Museum of Contemporary Artand of the 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary ArtTranslated by Lydia Chatziiakovou

On the contrary, our intention is to enrich, to deepen and expand the field of what we call “contemporary culture”, aware of the fact that contemporary culture is not precisely taught; it is fluid, it is inspired by the manifestations of the everyday, and thus it exists not only to entertain us and to free us from our problems, but also to pose issues and to help us realize, even communicate, what we have not been able to express until now on the level of the social and political everyday and news. For this, accessibility to contemporary art for all social groups and increased participation to the events are among the basic goals of the Thessaloniki Biennale. Titled “Praxis: Art in Times of Uncertainty”, inspired and borrowed by Terry Eagleton’s “After Theory”, the 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art documents some difficult, often risky, gestures by the artists: it invites them to talk about the failure of politics to offer the desired peace, justice and prosperity for all citizens, the depreciation of ideology unable to raise its voice regarding the economic and social crisis, that affects mainly those who did not cause it, within the plethora of ambiguous and contradictory views… Noone is that naïve as to maintain that the role that the artist claims for himself can offer solutions to the mentioned

24

windows upon oceans

25


Η ποίηση πρέπει να γράφεται από όλους! Μεταμορφώστε τον Κόσμο!

Poetry must be made by All! Transform the World!

Fare Mondi, Making Worlds, , Sozdavanje Svetovi, , Domhain á gCruthú, Stvaranje Svjetova, Facere de Lumi, Pasau u Rad ana, Karoutsel Ashkharhner, , Dünyalar Yaratmak… , A búa til heima,

Fare Mondi, Making Worlds, , , Sozdavanje Svetovi, Domhain á gCruthú, Stvaranje Svjetova, Facere de Lumi, Pasau u Rad ana, Karoutsel Ashkharhner, , A búa til heima, , Dünyalar Yaratmak…

Ενδεχομένως να μην είναι τόσο εύκολη η μετάφραση του τίτλου της φετινής Μπιενάλε της Βενετίας σε κάθε γλώσσα, όμως αν ο Édouard Glissant, μείζων θεωρητικός της κρεολοποίησης έχει δίκιο, η μετάφραση καθαυτή ως πράξη είναι ένας τρόπος εμπλουτισμού του κόσμου. Με κάθε γλώσσα που χάνεται, η φαντασία του κόσμου καθίσταται φτωχότερη. Με κάθε μετάφραση ενός ποιήματος σε άλλη γλώσσα, το συλλογικό μας φαντασιακό σύμπαν αναβαθμίζεται σε ένα νέο επίπεδο. «Ο κόσμος μας κρεολοποιείται,» εξηγεί ο Glissant, «με άλλα λόγια, οι πολιτισμοί του κόσμου έρχονται μανιωδώς και συνειδητά σε επαφή μεταξύ τους, αλλάζοντας μέσω της ανταλλαγής, μέσω αθεράπευτων συγκρούσεων και ανηλεών πολέμων – αλλά και μέσω της ανάδειξης και εξέλιξης της ηθικής συνείδησης και της ελπίδας.»

It is perhaps not so easy to translate the title of this year’s Venice Biennale into every language, but if Édouard Glissant, the major theorist of creolization is right, the translation act itself is a way of making the world richer. With every language we lose, the imagination of the world is impoverished. With every translation of a poem into another language, our collective imaginary universe is enhanced to a new level. “The world is becoming creolized,” explains Glissant, “that is to say that the cultures of the world are furiously and knowingly coming into contact with each other, changing by exchanging, though irremediable collisions and ruthless wars – but also through breakthrough of moral conscience and hope.”

Η πιο παραγωγική σύγκρουση είναι αυτή της μεταμόρφωσης ενός ποιήματος από μια γλώσσα σε μια άλλη. To Moscow Poetry Club, μια αληθινά πολυφωνική συνεισφορά στην Μπιενάλε, θα αφήσει τις γλώσσες να συγκρουστούν, και έτσι θα προσθέσει μια νέα διάσταση, πολλές νέες διαστάσεις στο Fare Mondi, Stvaranje svjetova, Creaza lumi, Skapa världar, Dünyaları yaradarkən, Fazer mundos... Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευπρόσδεκτο. Όπως αναφώνησε ο Lautréamont: «Η ποίηση πρέπει να γράφεται από όλους.» Εγώ θα ήθελα να προσθέσω: Μεταμορφώστε τον κόσμο!

The most productive collision is that of a poem being transformed from one langue to the next. The Moscow Poetry Club, a truly polyphonic contribution to the Biennale, will let the languages collide, and thus adds an entirely new dimension, many new dimensions, to Fare Mondi, Stvaranje svjetova, Creaza lumi, Skapa världar, Dünyaları yaradarkən, Fazer mundos... Nothing could be more welcome. As Lautréamont exclaimed: “Poetry must be made by all.” I want to add: Transform the world!

Daniel Birnbaum | Director53 rd International Art Exhibition “Making Worlds” Venice Biennale 2009

Daniel Birnbaum | Διευθυντής53Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ “MAKING WORLDS” ΜΠΙΕΝΑΛΕ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ 2009

26

windows upon oceans

27


Μεταφράζεται η ποίηση;

Is poetry untranslatable?

Η ποίηση δεν είναι μεταφράσιμη. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γλώσσα. Εξάλλου, η αυθεντική ποίηση είναι πιθανώς περιορισμένη στο μη μεταφράσιμο στοιχείο της…

Poetry is untranslatable. It is too language-specific. Moreover, genuine poetry is perhaps confined to its untranslatable element…

Ωστόσο, μέσω της εμπειρίας της Μπιενάλε Ποιητών της Μόσχας και άλλων σημαντικών διεθνών εκδηλώσεων ποίησης, φαίνεται ότι το πεδίο της πολυγλωσσικής ποίησης είναι αυτό που παράγει μια τόσο ισχυρή ποιητική ένταση μεταξύ των γλωσσών ώστε να προκύπτει μια σπίθα, η οποία παραχωρεί τη θέση της σε ένα δυνατό ρεύμα ανταλλαγής λέξεων, γλωσσών και των κόσμων των ποιητών.

At the same time, the experience of the Moscow Biennale of Poets and other significant international poetry events shows that it is the power field of multilingual poetry that generates a poetic tension among languages so strong that a spark emerges, giving way to a powerful current of interplay among words, languages and poets’ worlds.

Η ποίηση είναι που υποστηρίζει το διάλογο των γλωσσών μέσω της αντίληψης των λέξεων πληθώρας τύπων κειμένων. Ένας άνθρωπος ψάχνει επίμονα στους στίχους για ποίηση, όχι απλά μια επίδειξη των χαρακτηριστικών και των ευκαιριών που παρέχει μια γλώσσα. Αυτή η αναζήτηση είναι ουσιαστικά διεθνούς φύσης. Το βασικό της πρόβλημα είναι ο ρόλος και το νόημα των ποιητικών κόσμων, των κόσμων που οι ποιητές δημιουργούν μέσω των λέξεων. Επομένως, το σλόγκαν του πολυγλωσσικού μας ποιητικού εγχειρήματος, “Making Words”, προκύπτει αναγκαία από το σλόγκαν της 53ης Μπιενάλε της Βενετίας “Making Worlds”, και οι λέξεις και στίχοι ποιητών από τη Ρωσία, τις ΗΠΑ, την Αυστρία, την Ελλάδα και την Κύπρο επιστρέφουν την αυθεντική σημασία των εννοιών, οι οποίες είναι κοινές σε όλους τους κόσμους, όπως το ψωμί, το νερό, η λέξη.

It is poetry that supports a dialogue of languages through intertextual perception of words; in verses, a person persistently searches for poetry, not just a demonstration of a given language’s features and opportunities. This search is of an essentially international nature; its key problem is the role and meaning of the poetic world, of the worlds that poets create out of words. Therefore, the motto of our multilingual poetry project, “Making Words”, necessarily stems from the motto of the 53rd Venice Biennale, “Making Worlds”, and the words and verses of poets from Russia, Italy, the United States, Austria, Greece and Cyprus return their original meaning to the notions common to all of the worlds – bread, water, word.

Evgeny Bunimovich | PoetPresident of the Moscow International Poetry Biennale-

Evgeny Bunimovich | -ποιητής Πρόεδρος της Διεθνούς Μπιενάλε Ποίησης Μόσχας-

28

windows upon oceans

29


Making Worlds / Making Words / Poets Machine

The Common Cause

Με ηχηρούς προαγγέλους τα πρώτα φουτουριστικά μανιφέστα για την τέχνη των ρυθμών και των θορύβων, αλλά και τις τολμηρές ντανταϊστικές βραδιές ακατάληπτης εκφοράς λόγου στο Cabaret Voltaire, το Making Worlds – Making Words – Poets Machine στα Giardini στις 3, 4, 5 και 6 Ιουνίου του 2009, λειτούργησε ως τόπος αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί και να είναι μια ηθική φιλοξενίας για έναν διευρυμένο –τόσο ομαδικό όσο και ατομικό– αναστοχασμό, αναφορικά στην κοινή και ταυτόχρονα τη διακριτή μας ταυτότητα. Ένα ποιητικό σχόλιο για την άρση της Βαβέλ; Ίσως. Οι γλώσσες που ακούστηκαν, οι αυτοσχεδιασμοί, ο αυτοσχέδιος μηχανισμός της Γιούλας Χατζηγεωργίου που μετέτρεπε τους ήχους σε άμορφες εικόνες, καθώς και το μοίρασμα ψωμιού και νερού, ως θεραπευτική επωδός στη συνολική δράση, όλα, ανέπτυσσαν μια υβριδική εθιμοτυπία, όπου το κυρίαρχο στοιχείο ήταν οι λεπτοί μετασχηματισμοί που συντελούνται μέσω της βιωμένης εμπειρίας. Αν εστιάσουμε την προσοχή μας στο “Poets Machine” της Γιούλας Χατζηγεωργίου, επισημαίνουμε το πόσο η πρότασή της λειτούργησε ως ολιστικός υποδοχέας, μια πλατφόρμα για να αναδειχθεί το σύνολο των δράσεων, προσφέροντας ταυτόχρονα και ένα ειρωνικό σχόλιο στον τελετουργικό φούρνο/σκάλα τωυ Igor Makarevich-Elena Elagina.

Η εγκατάσταση “Common Cause” είναι εμπνευσμένη από τη “Φιλοσοφία του Κοινού Σκοπού”, ένα σύστημα ιδεών που ανέπτυξε ο Νικολάι Φιοντόροφ, ρώσος στοχαστής του ύστερου 19ου αιώνα, από τον οποίο επηρεάστηκαν τόσο ο Τολστόι, όσο και ο Ντοστογιέφσκι. Ιδρυτής του ρωσικού φιλοσοφικού ρεύματος του “κοσμισμού”, ο Φιοντόροφ συνδύασε στη σκέψη του την επιστημονική φαντασία και το βαθύ μυστικισμό.

Θάλεια Στεφανίδου | -Iστορικός

Igor Makarevich | Elena Elagina

και κριτικός τέχνης, επιμελήτρια-

Making Worlds / Making Words / Poets Machine

The Common Cause

The futurist manifestos on the art of rhythms and sounds and the bold Dadaist nights of incomprehensible articulation at the Cabaret Voltaire are the declamatory forerunners of Making Worlds – Making Words – Poets Machine (3-6/6/2009 at the Giardini), which acted as the locus of what can be considered a morality of hospitality for an enlarged private and collective contemplation, relative to our common, and at the same time different, identity. A poetic comment on the invalidation of Babel? Perhaps. The languages that were heard, the improvisations, Yioula Hatzigeorgiou’s extemporary apparatus which converted sounds to amorphous images, and the distribution of bread and water as a means of remedial refrain for collective action; everything developed a hybrid ritual where the predominant element was the delicate transformations that occur trough experience. If we focus our attention on Yioula Hatzigeorgiou’s “Poets Machine”, we can discern how her work functioned as an aggregate receptor for the totality of the actions, while offering an ironic remark for Makarevich’s and Elagina’s ceremonial tower / ladder.

The “Common Cause” installation has been inspired by the “Philosophy of the Common Cause”, a system of ideas developed by Nikolai Fyodorov, a Russian thinker of the late 19 century, whose influence was experienced by both Tolstoy and Dostoyevsky. Being a founder of the Russian philosophy of “cosmism”, Fyodorov combined science fiction and deep mysticism in his thinking.

Thalea Stefanidou | Art

30

Η φιλοσοφία του Κοινού Σκοπού μπορεί να παραλληλιστεί με τη Ρώσικη Ιδέα που ενσωματώνει διαφορετικές έννοιες, οι οποίες υπερβαίνουν την ορθολογιστική σκέψη. Έννοιες όπως οι σχέσεις με διάφορα στοιχεία της φύσης, η στενή σχέση με το Κρύο, μια κάποια ιδιαίτερη στάση απέναντι στην ιδέα του Ψωμιού και τέλος, ή μάλλον κυρίως, μια τάση του Ρωσικού πνεύματος προς την ουτοπία, χαρακτηριστική αρκετών εκφάνσεων του πολιτισμού μας στο πέρασμα του χρόνου.

windows upon oceans

historian and critic, curator-

The Common Cause may be paralleled to the Russian Idea that incorporates various concepts transcending rational thought. These include relationships with various elements of nature, an alliance with the Cold, a particular attitude to the idea of Bread and, finally, or maybe primarily, an utopian tendency of the Russian mind that has been identifying numerous manifestations of our culture over time.

Igor Makarevich | Elena Elagina

31


Στη 2η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, το έργο της Γιούλας Χατζηγεωργίου “Poets Machine”, που είδαμε στην Βενετία, εξελίσσεται σύμφωνα με τον προορισμό και τις προδιαγραφές του. Το αναδιπλούμενο ξύλινο κιβώτιο, που χρησιμεύει ως πλατφόρμα παρουσίασης στην ανοιχτή μορφή του, είναι ένα κιβώτιο μεταφοράς ιδεών και αντικειμένων που γίνονται χρηστικά αλλά και ιδεατά. Περιέχει, εκτός των άλλων, έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό που μεταλλάσσει τις απαγγελίες των ποιητών σε κυματισμό της εικόνας του νερού φιλμάροντάς το τη διάρκεια των απαγγελιών. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα τελικό έργο συμμετοχής, άρα από τη φύση του ταπεινό, ανοικτό να δεχτεί το άλλο έργο αλλά και να κρατήσει την αυτονομία του, ως μια βιντεοεγκατάσταση.

Ζούμε σε χρόνια όπου οι ποιητές, οι καλλιτέχνες και κάθε σκεπτόμενος διάγουν βίο που ορίζει ως ανεκτή –για τους ίδιους και το αλλόκοτο πιθανώς περιβάλλον τους– την τέχνη της καθημερινότητας των μειονοτήτων, σε αντίθεση με την τέχνη της καθημερινότητας της πλειοψηφίας. Εμείς και οι άλλοι; Ναι, γιατί όχι. Απέναντί μας είναι ο εχθρός, η φτήνια της ψυχαγωγικής ζώνης της τηλεόρασης και κάποιων εντύπων, της σπρωξιάς στο δρόμο, της αγένειας του οδηγού ταξί, της σκούπας που αλόγιστα στέλνει ανθρώπους στο θάνατο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ομάδες καλλιτεχνών κάθε έκφρασης αποτελούσαν κοινό αίτημα και απαραίτητη κατάσταση, μέχρις όπου οι συμπεριφορές της αγοράς έπεισαν τους ανθρώπους να κρυφτούν στη μοναξιά τους για να αποκτήσουν, εκείνοι μόνο, το χρυσό φλουρί της μικρής παγκόσμιας πίτας του καταναλωτισμού της τέχνης. Και όμως, η ανάγκη αλληλεπίδρασης και συνέργειας ομάδων τυχαίων ή οργανωμένων, από διαφορετικούς χώρους έκφρασης, ασφαλώς και λειτουργεί κατευναστικά. Από παρεΐστικα έως συνωμοτικά.

Η σχέση της Γιούλας Χατζηγεωργίου με την εικόνα του νερού μετρά αρκετά χρόνια και αιτιολογείται ως εμμονή στο ζήτημα της κρυμμένης ενέργειας, του φαίνεται-δεν φαίνεται ή και μισοφαίνεται, αλλά και της αισθητικής μιας εικόνας που ταυτίζεται με την παράδοση, ενώ ως γλώσσα είναι απολύτως αποκομμένη από αυτή. Φέρει τη μνήμη της θάλασσας αλλά και την αναφορά στους μύθους, όπως του Νάρκισσου, μέσα από τη ματιά του Φρόιντ, το ζήτημα της γυαλάδας και της αντανάκλασης, της ηρεμίας και της αναταραχής. Η Χατζηγεωργίου, που έχει δουλέψει εξαιρετικά έργα στο θέμα του νερού, αυτή τη φορά προσαρμόζει την κίνησή του, σε σχέση με την ενέργεια που παράγει ο ήχος. Αν και είναι απελευθερωμένη από αιτήματα τεχνικής και πολυπλοκότητας του έργου, χάριν της ιδεολογίας της συμμετοχής, δημιουργεί ξανά μια δραματουργική δράση, όπου η γυναίκα είναι απούσα αλλά ο ήχος της παρών.

Μαρία Μαραγκού |  -Κριτικός

τέχνης-

Ως παρηγορία, και ως ανταλλαγή πληροφοριών και κωδίκων επικοινωνίας, δράση συμμετοχική που διαφεύγει μεν από τη μοναχικότητα του δωματίου-αναγνωστηρίουεργαστηρίου, παίρνει ωστόσο μαζί της όλες τις αποσκευές που ορίζουν το χαρακτήρα της, η ιδέα του Daniel Birnbaum, Διευθυντή της πρόσφατης 53ης Μπιενάλε της Βενετίας, να δημιουργήσει στο πλαίσιο της κεντρικής έκθεσης “Making Worlds” το πρότζεκτ με τον τίτλο “Making Words”, έργο στον εξωτερικό χώρο, στο οποίο συμπράττει η τέχνη και η ποίηση, εξαιρετική και ίσως, ρομαντική. Φέρνει στο νου τα χρόνια των ηρωικών εικονογραφήσεων των ποιητικών κειμένων και μαζί κάνει χρήση της νέας γλώσσας, της πρώτης δεκαετίας, δηλαδή της τρίτης χιλιετίας, όπου η ποίηση και τα εικαστικά γίνονται εξαρχής συνολικό έργο που χρησιμοποιεί εργαλεία των παραστατικών τεχνών και της αφήγησης. Επιλέγοντας, λίγο αυθαίρετα, τον ψυχαναλυτικό κυρίως όρο “συναισθησία”, θα ήθελα, αν έχω την υπομονή σας, να υπερασπιστώ τις συλλογικές δράσεις που προκαλούν ερεθίσματα και καταστάσεις παράλληλες και διαφορετικές, όπου η εικόνα δεν ερμηνεύει την αφήγηση αλλά αυτόνομα ερεθίζει το θεατή σε πολλαπλές δικές του αναγνώσεις και η αφήγηση δεν απευθύνεται μόνο στην ακοή. Ο χώρος μπορεί να είναι το μουσείο, το θέατρο, ένα σπίτι ή ένας οποιοσδήποτε εναλλακτικός χώρος, εκτός από εκείνον της κλασικής ανάγνωσης ποιημάτων. Ο Birnbaum επέλεξε τα Giardini που θα μπορούσαν εύκολα να στήσουν παγίδα, τόσο στον ακροατή όσο και στο θεατή, ως θορυβώδη αλλά και γεμάτα φως. Κατά κάποιο τρόπο, δημιουργήθηκε ένα κλίμα συνομωσίας, στο παγκάκι, όπως όταν ήμασταν μαθητές στα χρόνια της χούντας και συγκεντρωνόμαστε στα σπίτια για να διαβάσουμε Σεφέρη. Το έναυσμα δόθηκε από το “Πεδίο Δράσης” του 2008, όπου συμμετείχαν οι ποιητές Βασίλης Αμανατίδης και Eugeny Nikitin, συνεχίστηκε στη Βενετία με την ποιήτρια Δάφνη Νικήτα και το Βασίλη Αμανατίδη, από κυπριακής και ελληνικής πλευράς και δύο βασικά εικαστικά έργα, της Γιούλας Χατζηγεωργίου και των Igor Makarevich και Elena Elagina.

32

windows upon oceans

33


We live in a time where poets, artists and every thinking person perceive –for their selves and their potentially grotesque environment– the minorities’ day-to-day art as a tolerable art, as opposed to the day-to-day art of the majority. Us and them? Yes, why not? Against us stands our enemy; the cheap entertainment of print and television, a push on the street, a rude taxi driver, a broom heedlessly sending people to their deaths. In the beginning of the 20th century, artists’ groups of every countenance were essentially and publicly in demand until the market’s direction convinced everyone to hide in their solitude and claim the prizes of global art consumerism as their own. However, the need expressed by incidental or organized groups from various fields to interact and collaborate, also has calming effect in the sense of camaraderie or even conspiracy. This comforting act of participation and exchange of information and forms of communication escapes from the solitude of the room-study-workshop but bears all those characteristics that define its character. Daniel Birnbaum’s idea (Director of the 53rd Venice Biennale) to create the “Making Words” project, where art and poetry coexist, in the context of the central exhibition “Making Worlds”, is extraordinary and perhaps even romantic. It recalls the times of heroic poetry illustration and employs the language of the first decade of the third millennium, where poetry and visual art aggregate from the start to form a totality, a work which uses the tools of narration and visual arts. Selecting in a somewhat arbitrary manner the psychoanalytical term “synaesthesia”, I plead for you to bear with me as I defend the collective actions that bear new impulses and create conditions both unlike and parallel, where the image itself does not interpret the narration but independently stimulates the viewer to multiple personal narrations, which address more than the sense of hearing. The space can be any museum, theatre, house or any other place, except those traditionally used for narrating poetry. Birnbaum chose the Giardini, noisy and full of light, where they could easily deceive both the viewer and the listener. Somehow, a collusive atmosphere was formed at the bench, like back in the Junta when we gathered in houses as students and read poetry by Seferis. The spark was given by “Action Field” in 2008, with the participation of poets Vassilis Amanatidis and Eugeny Nikitin. It continued in Venice with poets Daphne Nikita and Vassilis Amanatidis who represented Cyprus and Greece respectively as well as two visual art works by Yioula Hatzigeorgiou and Igor Makarevich/Elena Elagina. In the 2nd Thessaloniki Biennale, Yioula Hatzigeorgiou’s work “Poets Machine”, which we saw in Venice, evolves according to its destination and specifications. The folding wooden box which, when opened, is used as a presentation stage becomes a container for the transportation of ideas and objects that are both ideal and notional. It contains a makeshift mechanism which transforms the poets’ narrations to a rippling image of water, filming it during the narrations. Essentially, it is a final entry work and thus, naturally humble and open to accept other works but also capable of being independent as a video installation. Yioula Hatzigeorgiou’s correlation with the imagery of water has gone on for years and this can be interpreted as an adherence to the subject of hidden energy, of the visible, the invisible and the partially visible and also the aesthetics of an image identified by tradition, but completely abstracted from it as language. It bears the memory of the sea and a reference to the myths, like Narcissus through the eyes of Freud, the subject of sparkle and reflection, of calmness and convulsion. Hatzigeorgiou has created exceptional works using water as her subject. This time she adapts its movement to the energy created by sound. Although she is unfettered from demands for technique and complexity, she creates another dramaturgic action for the sake of participation, where a woman’s sound is present, but the woman herself is not.

Maria Marangou | -Art

34

windows upon oceans

critic-

“Poets Machine” detail

35


01

02

03

VENICE BIENNALE, 3›6 JUNE 2009 / GIARDINI 01.YIOULA HATZIGEORGIOU, “POETS MACHINE” 02. “POETS MACHINE” (DETAILS) 03. “POETS MACHINE” (DETAILS) 04.IGOR MAKAREVICH & ELENA ELAGINA, “COMMON CAUSE”

36

windows upon oceans 04


03

01

02

04

VENICE BIENNALE, 3›6 JUNE 2009 / GIARDINI 01.VASSILIS AMANATIDIS / EUGENY NIKITIN 02.AndreI Rodionov / Alfred Goubran / EUgeny Nikitin 03.EUgeny Nikitin (performance directed by Yioula Hatzigeorgiou) 04.AndreI Rodionov / Anna Russ

38

windows upon oceans

39


VENICE BIENNALE, 3›6 JUNE 2009 / GIARDINI 01.AndreI Rodionov / Alfred Goubran 02.John High, Eugeny Nikitin 03.Evgeny Bunimovich 04.Andrea Clark Libin

01

02 01

40

windows upon oceans

03

04

41


01

05

06

07

08

09

10

02

VENICE BIENNALE, 3›6 JUNE 2009 / GIARDINI 01.Alessandro Niero 02.Anna Russ 03.Andrei Tavrov 04.Mark Shatunovsky 05.Svetlana Zakharova 06.Philip Morre 07.Daphne Nikita 08.Igor Karaulov 09.Igor Vishnevetsky / Vadim Mesyats 10.AndreI Rodionov

03

42

windows upon oceans

04

43


VENICE BIENNALE, 3›6 JUNE 2009 / GIARDINI

44

windows upon oceans

45


Poets Machine – Σχόλια στο όνομα μιας μηχανής «Σάρα, Σάρα, με τι αρχίζει ο κόσμος; - Με την ομιλία; - Με το βλέμμα;» (Jacques Derrida) Στο κείμενο “Τι είναι ένα dispositif;” ο Ζιλ Ντελέζ επιχειρεί μια προσωπική ανάγνωση αυτής της έννοιας έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται στο έργο ενός άλλου σημαντικού φιλοσόφου της εποχής του στον οποίο ο ίδιος αφιέρωσε μια από τις μονογραφίες του. Στο έργο του Μισέλ Φουκώ, του άλλου ευρηματικού φιλοσόφου και σύμφωνα με την ερμηνεία του από τον Ντελέζ, ο σχεδόν αμετάφραστος όρος dispositif γίνεται κομβικό σημείο συνάρθρωσης επίκαιρων φιλοσοφικών ενατενίσεων. Το dispositif κατά τον Φουκώ –το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί στα Ελληνικά ως σύστημα ή διάταξη– συνίσταται στην αλληλεπίδραση μεταξύ ενός ετερογενούς σύνολου «λόγων, ιδρυμάτων, νόμων και αποφάνσεων», το οποίο, κάτω από μια συγκεκριμένη ιστορική διαμόρφωση, παράγει δομές εξουσίας και γνώσης. Για την ακρίβεια η «διάταξη» συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις τεχνολογίες που υποστηρίζουν αυτή την παραγωγή και δόμηση εξουσίας και γνώσης.1 Ο άλλος όρος που χρησιμοποιείται συχνά και ταυτόχρονα με τον όρο dispositif είναι αυτός του apparatus (μηχανισμός), ο οποίος αποκαλύπτει ίσως καλύτερα την «τεχνολογική» υπόσταση αυτών των διεργασιών. Βέβαια στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να κατανοήσει κανείς τον όρο τεχνολογία ευρύτερα, όχι απλώς ως αποτέλεσμα εφαρμογής της επιστημονικής γνώσης με στόχο τη δημιουργία αντικειμένων με πρακτικό όφελος αλλά –όπως το έπραξε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ χρησιμοποιώντας τον νεολογισμό «Ge-stell» με στόχο να περιγράψει τον τεχνολογικό τρόπο οργάνωσης και ρύθμισης της ζωής– ως βασική ανθρωπολογική συνιστώσα του μοντέρνου κόσμου. Ένα παράδειγμα τέτοιου είδους ατομικής και κοινωνικής «τεχνολογίας» είναι η αρχιτεκτονική. Κατά τον Ντελέζ τόσο η αρχιτεκτονική όσο και κάθε οπτικό σύστημα αναπαράστασης όπως η ζωγραφική, νοούμενες ως τεχνολογίες, λειτουργούν ως «μηχανές που κάνουν κάποιον να δει και να μιλήσει»2, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ένα είδος οπτικών μηχανών όσο και μηχανισμών παραγωγής φραστικών διατυπώσεων και λόγων. (Ο «μηχανισμός-φυλακή» για παράδειγμα είναι «μια οπτική μηχανή για να δει κανείς χωρίς να τον βλέπουν».) Θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε αυτή τη ρήση του Ντελέζ και να πούμε ότι κάθε οπτική μηχανή, όπως η αρχιτεκτονική ή η ζωγραφική, λειτουργούν τελικά ως φουκωικές μηχανές-φυλακές, διευκρινίζοντας, βέβαια, ότι για τον Φουκώ η φυλακή δεν είναι απαραίτητα αρνητική έννοια αλλά μάλλον μια απαραίτητη συνθήκη ανθρώπινης υποκειμενοποίσης. Σαν το κέλυφος του σαλιγκαριού, απαραίτητο στην επιβίωσή του, το ανθρώπινο υποκείμενο στο τέλος της ανθρωποκεντρικής σκέψης –ένα «Ghost in the Shell» θα έλεγε ένας σκηνοθέτης άνιμε– έχει ανάγκη αυτές τις ίσως άσχημες, πολλές φορές παρανοϊκές μηχανές-φυλακές επιτήρησης, καταστολής και συντήρησης. Και η τέχνη έχει δώσει πολλά τέτοια παραδείγματα: από τη μηχανή στη σωφρονιστική αποικία του Κάφκα, την εφεύρεση του Μορέλ στο ομώνυμο διήγημα του Κασαρές, τις μηχανές του Ρουσέλ στο “Locus Solus” και του Ζαρί στο “Υπεραρσενικό”, τους πίνακες από γυαλί του Ντυσάν, γιατί όχι τις συσκευές του Μπάροουζ στο βιβλίο του “Ηλεκτρονική επανάσταση”, καθώς και πλείστες αρχιτεκτονικές φαντασίες –μια συνεχής ακολουθία Πιρανέζιων «carceri d’ invenzione»– πάντα η μηχανή αποτελεί το όχημα αυτής της επίπονης διαδικασίας υποκειμενοποίησης. Αναλόγως και ο όρος dispositif γίνεται αποκαλυπτικά σαφής όσον αφορά αυτή τη διάσταση της ερμηνείας καθώς μας παραπέμπει ετυμολογικά πλέον στον όρο disposition, την ψυχική διάθεση, τη φυσική προδιάθεση. Ο Ντελέζ λοιπόν διερωτάται ότι εφόσον ο Φουκώ κατέδειξε στο έργο του τις ιστορικές

1M ichel Foucault, Power/Knowledge. Selected Interviews and Other Writings 1972-1977, επ. Colin Gordon, Νέα Υόρκη: Pantheon Books, 1980, σσ. 194-195. 2G illes Deleuze, Two Regimes of Madness. Texts and Interviews 1975-1995, επ. David Lapoujade, Κέμπριτζ Μασαχουσέτης και Λονδίνο: MIT Press, 2007, σ. 344.

46

windows upon oceans

συνθήκες μέσω των οποίων αναδείχθηκαν και τα εκάστοτε μοντέλα, οι τεχνολογίες-dispositif, για παράδειγμα το γενικό νοσοκομείο το 17° αιώνα, η κλινική το 18° αιώνα, η φυλακή το 19° αιώνα, η έννοια του υποκειμένου στην Αρχαία Ελλάδα και αργότερα στο Χριστιανισμό, δε μένει παρά να θέσουμε το ερώτημα για το ποιοι είναι εν τέλει οι σύγχρονοι τρόποι υποκειμενοποίησης που εμφανίζονται σήμερα επέκεινα αυτών των μοντέλων;3 Βέβαια η ερώτηση του Ντελέζ είναι ρητορικής φύσεως μια και ο ίδιος έχει προτείνει ένα τέτοιο σύγχρονο dispositif υποκειμενοποίησης, αυτό της κινηματογραφικής εικόνας. Αναπολώντας την προφητική διαπίστωση του Χάιντεγκερ ότι «το θεμελιώδες συμβάν των μοντέρνων χρόνων είναι η κατάκτηση του κόσμου σαν μια εικόνα», δε μένει παρά να κοιτάξουμε γύρω μας για να διαπιστώσουμε ότι όντως η σύγχρονη φουκωική μηχανή-φυλακή είναι η κάθε εικόνα, η εικόνα στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, σε κάθε έντυπο που λειτουργεί ως κατασκευαστής γνώμης, σε κάθε κινηματογραφικό έργο που πλέον γίνεται μοντέλο της πραγματικότητας, σε κάθε διαφήμιση, σε κάθε λογότυπο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Τομ Χόλερτ, αναφερόμενος στην αμερικάνικη τηλεοπτική σειρά “The West Wing” «το dispositif της τηλεόρασης μπορεί να ιδωθεί ως μια τεχνολογία διακυβέρνησης που ελέγχει χρόνο ζωής, κατευθύνει την προσοχή, ρυθμίζει ψυχικές εντάσεις, δημιουργεί εργασία και δίνει έναυσμα στην παραγωγικότητα».4 Ανοίγουμε την τηλεόραση για να διαπιστώσουμε ότι όντως η πολιτική εξουσία και η εξουσία της εικόνας έχουν ανοίκεια διασταυρωθεί μεταξύ τους τόσο σε συμβολικό όσο και σε τελεστικό επίπεδο. Και δεν πρόκειται τόσο για τη δύναμη της εικόνας καθαυτής, όσο για αυτό που ο Καμιέλ βαν Βίνκελ ονομάζει το «καθεστώς της εικονοποίησης»: «Η ζωή μέσω των οπτικών μέσων κυριαρχείται από μια σταθερή πίεση να αναπληρώσουμε την απούσα εικονικότητα, να κάνουμε εικόνα κάθε μη-οπτική πρακτική και διεργασία. ... Οι εικόνες είναι παντού παρούσες, αλλά ως κοινωνική δύναμη είναι λιγότερο ισχυρές από ότι η ίδια η προστακτική του να οπτικοποιείς.»5 Ο Φουκώ μας άφησε σοφή παρακαταθήκη γράφοντας την ιστορία της σεξουαλικότητας, δηλαδή την ιστορία του dispositif σεξ, λέγοντας ότι δεν θα πρέπει να ακολουθούμε συνεχώς την προστακτική αυτού του μοντέρνου θεού. Τι γίνεται όμως με την προστακτική της εικόνας που έρχεται να επικαλύψει κι αυτή την προστακτική του σεξ ως dispositif υποκειμενοποίησης; «Βλέπομαι άρα υπάρχω» θα ήταν το απόφθεγμα που θα ταίριαζε στο σύγχρονο άνθρωπο. Επιδεικνύομαι στο βλέμμα του άλλου κατασκευάζοντας την εικόνα μου για να αποκτήσω δύναμη επάνω στο χρόνο του και τη ζωή του. Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα νέο μεσαίωνα, ένα ενδιάμεσο στάδιο στην εξέλιξη του ανθρώπινου γένους, όπου ορθά όπως αναφέρει ο Φουκώ «ο άνθρωπος μοιάζει να είναι μόνο η εικόνα ενός προσώπου στην άμμο που σβήνεται από το κύμα». Μόνο που το κύμα αυτό είναι πλέον ερτζιανό. Είναι η ηλεκτρονική εικόνα που σβήνεται και ανασυντίθεται συνεχώς στην οθόνη μας. Αυτά περί εικόνας. Και ο λόγος, η ομιλία; Θα διασωθεί υπό την πίεση του καθεστώτος της εικονοποίησης; Ίσως η πιο διαστροφική ιδέα σήμερα θα ήταν να κατασκευάσει κανείς μια γυάλινη προθήκη μέσα στην οποία να επιδεικνύεται μέσα σε νερό το ζωντανό κρανίο του Νταντόν, το οποίο σαλεύει αμυδρά σε κάθε άγγιγμα, όπως περιγράφει στον προφητικό του κόσμο ο Ρουσέλ. Μόνο που τα κεφάλια αυτά θα πρέπει σήμερα να είναι κεφάλια παραγωγών αυθεντικού λόγου, ίσως κεφάλια ποιητών τα οποία βαλμένα μέσα σε γυάλες με νερό να ταξιδεύουν μέσα σε μια ξύλινη κιβωτό από χώρα σε χώρα, από μέρος σε μέρος, εκεί που υπάρχουν πολλές τέτοιες σύγχρονες εικόνες –μάλλον σε μεγάλες εκθέσεις τέχνης– προσπαθώντας με την απαγγελία τους, με τη φωνή τους, τον προφορικό λόγο τους να αντιστρατευθούν τη δύναμη των εικόνων. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία διασφάλιση ότι αυτός ο άνισος αγώνας θα στεφθεί με επιτυχία. Παρόλα αυτά ας φανταστούμε μια τέτοια «μηχανή με ποιητές». Τι λειτουργία μπορεί να έχει μια τέτοια μηχανή; Αρχικά είναι μια μηχανή που ανήκει στους ποιητές, δηλαδή ως γνώρισμα των ποιητών (μια poets’ machine), μια μηχανή που παράγει ποιητές (μια poet’s machine), μια ποιητική μηχανή που μπαίνει σε κίνηση χρησιμοποιώντας ποιητές, ή μια μηχανή ποίησης για το κοινό που παρακολουθεί τη λειτουργία της; Η ερώτηση αυτή είναι βέβαια κατά κάποιο τρόπο παγίδα, καθώς ποτέ μια μηχανή, όσο απλή και να είναι, δεν υφίσταται χωρίς αυτόν που την χρησιμοποιεί. Ένα ποδήλατο ως μηχανή αποτελείται από γρανάζια, μοχλούς, πλείστα μεταλλικά εξαρτήματα, 3 α υτώθι, σ. 352. 4 Tom Holert, Regimewechsel. Visual Studies, Politik, Kritik, Bildtheorien. Sachs-Hombach, Klaus (επ.), Anthropologische und kulturelle Grundlagen des Visualistic Turn, Φρανκφούρτη: Suhrkamp, 2009, σ. 343. 5 C amiel Van Winkel, The Regime of Visibility, Ρότερνταμ: NAi Publishers, 2005, σ. 15.

47


καθώς και τον ίδιο τον ποδηλάτη. «Ο χρήστης της μηχανής είναι μέρος της και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, αλλά και στη συνέχεια», αναφέρουν στη φιλοσοφική τους «μηχανολογία» οι Ντελέζ και Γκουαταρί. Το παράδοξο βέβαια στην ερώτησή μας είναι ότι σ’αυτό που ονομάσαμε «μηχανή με ποιητές», ενώ μπορούμε μάλλον με ευκολία να ορίσουμε το μηχανικό της μέρος, αδυνατούμε να πράξουμε αναλόγως για το έμψυχο. Περιέργως οι ποιητές μας και οι ιδιότητές τους εμφανίζονται ως πρόσωπα στην άμμο που σβήνονται από το κύμα. Είναι η ίδια η ομιλία, η φωνή των ποιητών που απαγγέλλουν, που αλλοιώνει τη βιντεοσκοπημένη εικόνα τους στα μόνιτορ της “Poets Machine”, έτσι ώστε ο ποιητικός λόγος να υφίσταται ως φθογγικό μόρφωμα μόνο κατά τη βιωμένη στιγμή της εκφοράς του και μάλιστα στην εκάστοτε γλώσσα που ίσως να μη μας είναι καν κατανοητή - θυμάμαι πως άκουσα στη Βενετία ελληνικά, ρώσικα, σέρβικα, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά. Η γλωσσική Βαβέλ μας παραπέμπει στην παρουσία της απαγγέλλουσας φωνής, καθώς καμιά μετά-φραση δεν μπορεί να αναπληρώσει την αρχική σημασία των λόγων. Έτσι κι αλλιώς, όπως γράφει ο Ντεριντά, «ο Θεός δε μας μιλάει πια, έχει σταματήσει: πρέπει εμείς να επωμιστούμε τις λέξεις».6 Μήπως εντέλει αυτή η αυτοσχέδια «μηχανή με ποιητές» μας παρουσιάζεται ξαφνικά ως «μηχανή», νοούμενη με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, δηλαδή ως μηχανορραφία; Μηχανορραφία είναι η ίδια η αυτοσχέδια low technology της “Poets Machine”, η οποία κατασκευάστηκε με μέθοδο που να παραπέμπει στην πολυτεχνία (bricolage), δηλαδή με τη χρήση πρόχειρων μέσων, εργαλείων που είναι διαθέσιμα και δεν έγιναν για την εργασία για την οποία τα προορίζουμε (γυάλα με νερό, βιντεοκάμερα). Τα είδωλα που παράγονται από αυτήν είναι καταστατικά ανεπαρκή και διαρρηγνύουν τη συμβατική σχέση μας με τις εικόνες, βάλλοντας ουσιαστικά ενάντια στο σύγχρονο «καθεστώς της εικονοποίησης» και την προστακτική τού να αναπληρώνουμε κάθε έκφανση της ανθρώπινης ύπαρξης μ’ αυτές. Όμως πέραν τούτου η “Poets Machine” μας υπενθυμίζει ότι κάθε ζωντανή ομιλία παραπέμπει στην καταστατική έλλειψη της πρωταρχικής γραφής, μας υπενθυμίζει ότι κάθε ποιητικός λόγος –ως η θεμελιώδης έκφραση αυτού του ζωντανού λόγου– είναι αυτοσχέδιος, ότι ακροβατεί συνεχώς μεταξύ ρητού και άρρητου, μεταξύ απόλυτου και μη λόγου. Αναφερόμενος στο επίπεδο της ίδιας της γλώσσας ο Ζακ Ντεριντά εισάγει τη διάσταση της πολυτεχνίας και το διαχωρισμό μεταξύ μηχανικού και πολυτεχνίτη, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι τελικά «κάθε λόγος είναι εν γένει πολυτεχνίτης. (...) Ο μηχανικός τον οποίο ο Λεβί-Στρως αντιτάσσει στον πολυτεχνίτη, θα όφειλε να κατασκευάσει σύνολη τη γλώσσα του, σύνταξη και λεξικό. Υπό αυτό το πρίσμα, ο μηχανικός είναι μύθος: ένα υποκείμενο που θα ήταν η απόλυτη καταγωγή του λόγου του, και που θα τον έπλαθε «ολοτελή», θα ήταν πατέρας του ρήματος, το ίδιο το ρήμα. (...) η πολυτεχνία είναι μια μυθο-ποιητική, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο μηχανικός είναι ένας μύθος που γεννήθηκε από τον πολυτεχνίτη.»7 Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μια τέτοια μηχανική της γλώσσας, τότε θα ήταν ανάλογη του κάθε οικουμενικού, εξισωτικού, ολοκληρωτικού, εργαλειακού λόγου και άρα ουσιαστικά θα αποτελούσε μυθοπλαστική παραφθορά. Ανάλογα, κάθε πραγματική μηχανή, όπως μια «μηχανή με ποιητές», αποτελεί ένα προϊόν πολυτεχνίας που εναντιώνεται στα συμβατά συστήματα, διατάξεις και τεχνολογίες παραγωγής και λειτουργίας τέτοιων λόγων.

Σωτήρης Μπαχτσετζής |  ιστορικός

τέχνης, ερευνητής, επιμελητής

Poets Machine – Commentary in the name of a machine “Sarah, Sarah with what does the world begin? - With speech? - With vision?” (Jacques Derrida) In the text “What is a dispositif?”, Gilles Deleuze attempts a personal reading of this concept in the same manner with which it develops in the work of another great philosopher of this era, one to whom Deleuze dedicated one of his monographs. According to Deleuze’s interpretation of Michel Foucault’s work, the nearly untranslatable term dispositif becomes a focal point of expression for present philosophical envisagement. According to Foucault, the dispositif (which can be rendered in English as a system or deployment) consists of the interaction between a heterogeneous set of “discourses, institutions, laws and regulations”, which through a specific historical figuration, produces forms of authority and knowledge.1 To be more precise, the “deployment” includes all the technologies that support this production and formation of authority and knowledge. The other term used often and along with dispositif is apparatus, which is perhaps more appropriate at revealing the “technological” substance of these processes. In this case of course, one needs to comprehend the term technology on a greater scale, not just as applying scientific knowledge to create objects that would benefit us, but –as Martin Heidegger did when he used the neologism “Ge-stell” to describe the technological method of organizing and regulating life– as a fundamental anthropologic component of the modern world. Architecture is an example of these personal and social technologies. According to Deleuze, when conceived as technologies, architecture like painting and every other system of visual representation function as “machines which make us see and speak”2 and somehow comprise a type of visual machines and mechanisms which produce verbal enouncements and discourse. (For example, the “prison-mechanism” is a “visual machine used to see without being seen”.) Reversing Deleuze’s dictum, we could say that every visual machine, like architecture and painting, function like Foucaultist machine-prisons, but also that, according to Foucault, prison is not necessarily a negative concept but more likely a necessary state of human subjectivism. Similarly to the importance of a shell for a snail’s survival, the human subject at the end of anthropocentric thinking –or as an anime director would say, “A Ghost in the Shell”, needs these repulsive, perhaps, and often paranoid prisonmachines of surveillance, restraint and conservation. And art has provided many such examples like the machine in Kafka’s correctional colony, Morel’s invention in Casares’ homonymous short story, Roussel’s machines in “Locus Solus” and Jarry’s “Supermale”, Duchamp’s glass paintings, Burroughs’ devices in his book “The Electronic Revolution” and numerous architectural fantasies –a constant progression of Piranesi’s “carceri d’ invenzione”–, the machine is always the vessel of this painful process of subjectivism. Accordingly, the term dispositif becomes revealingly explicit in regards to this aspect of interpretation since its etymology refers to the term disposition, to the mental state, to a physical disposition. Deleuze therefore ponders that since Foucault in his work demonstrated the historical conditions through which the various models (the dispositif-technologies) where introduced, such as general hospitals in the 17th century, clinics in the 18th, prisons in the 19th, the concept of subjectivity in ancient Greece and later in Christianity, all that is left for us to do is to inquire about today’s modern ways of subjectivism in continuance to these models.3 Deleuze’s question is of course a rhetorical

6 Jacques Derrida, Η γραφή και η διαφορά, μετ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα: Καστανιώτης, 2003, σ. 73. 7 αυτώθι, σ. 443

48

windows upon oceans

1 M ichel Foucault, Power/Knowledge. Selected Interviews and Other Writings 1972-1977, ed. Colin Gordon, New York: Pantheon Books, 1980, p. 194-195. 2 G illes Deleuze, Two Regimes of Madness. Texts and Interviews 1975-1995, ed. David Lapoujade, Cambridge Massachusetts and London: MIT Press, 2007, p. 344. 3 I bid. p. 352.

49


one, since he has already proposed one such modern dispositif of subjectivism; cinematography. Recollecting Heidegger’s prophetic realization that “the fundamental incident of modern times is the conquest of the world as an image”, we only need to look around us and to realize that the modern Foucaultist prison-machine is every image found on the internet and television, in every influential printed material, every film that becomes a model of reality and in every advertisement and logo. As Tom Holert characteristically notes while referring to the American television show “The West Wing”, “the television dispositif can be seen as a technology of government which controls life’s tempo, directs our attention, regulates our state of mind, creates jobs and fuels productivity”.4 We watch television and we realize that the political and visual authorities have disharmoniously intersected on both a symbolic and operational level. It’s not as much about the power of the image itself, but what Camiel van Winkel calls a “regime of visibility”: “Life through visual means is dominated by a constant pressure to replenish the absent imagery, to make an image out of every non-visual practice and procedure… Images are present everywhere, but as a social force they are less powerful than the imperative of visualization.”5 Foucault left a wise consignation through his study of the history of sexuality, that is, the history of dispositif sex by saying that we shouldn’t always concede to the directives of this modern god. But what about the directives of the image which strive to overlap the directives of sex as a dispositif of subjectivism? The most suitable aphorism for modern man could be “I am seen, therefore I am”. I exhibit myself to another’s view so as to create my image and to gain power over his time and life. We are therefore living in a new medieval era, in an intermediary stage of human evolution in which, as Foucault firmly states, “man seems to be just an image of a face in the sand, being washed away by the waves”. In this case though, the waves are tied to the media. They are the electronic images on our screens which continuously fade and recompose. So much for the image. What about speech and language? Will they be rescued from the regime of imagery? Perhaps the most distorted idea today would be for someone to create a showcase filled with water, containing the preserved head of Danton which would faintly stir with every touch as described in Roussel’s prophetic world. Today, those heads should belong to the producers of true language, perhaps the heads of poets, placed in showcases filled with water and traveling on a wooden ark from country to country, to places where numerous modern images like this exist –perhaps to major art exhibitions– striving with their narrations, voices and speech to clash with the power of images. There is no guarantee that this unequal struggle will be victorious in the end. Nonetheless, let’s imagine such a “machine of poets”. What kind of function can a machine like that perform? Is it initially a machine which belongs to poets as one of their traits (a poets’ machine), a machine which creates poets (a poet’s machine), a machine which operates on poets or is it a machine of poetry for an audience observing its operation? This is a somewhat tricky question since any machine, regardless of its simplicity, cannot function without its operator. As a machine, a bicycle is comprised of levers, gears, numerous metal parts and the rider himself. In their philosophical “engineering”, Deleuze and Guattari indicate that, “the operator is part of the machine not only during its operation, but also after it”. The paradox in our speculation is that although we can rather easily define the mechanical part of what we called a “machine of poets”, it is impossible for us to do the same with its living part. Strangely, our poets and their traits appear as faces on sand being washed away by the waves. It is speech itself, the voices of the poets’ narrations which distorts their recorded images on the screens of the “Poets Machine” and, thus, poetry can exist as a phonemic fabrication only during the moment of articulation even in a language which is unintelligible to us – I remember hearing Greek, Russian, Serbian, English, French and Italian while in Venice. This linguistic Babel refers to the presence of the narrating voice since no translation can reproduce the initial meaning of the words. Either way, as Derrida writes, “God is not talking to us anymore, he has stopped: the words are our burden now”.6 Could it be that this improvised “machine of poets” is presented to us as a “machine”, with the ancient Greek meaning of the word, as a machination? The machination is the improvised low technology of the “Poets Machine” constructed using a method which refers to a bricolage,

4 Tom Holert, Regimewechsel. Visual Studies, Politik, Kritik, Bildtheorien. Sachs-Hombach, Klaus (ed.), Anthropologische und kulturelle Grundlagen des Visualistic Turn, Frankfurt: Suhrkamp, 2009, p. 343. 5 Camiel Van Winkel, The Regime of Visibility, Rotterdam: NAi Publishers, 2005, p. 15. 6 Jacques Derrida, Writing and Difference, trans. Κ. Papagiorgis, Athens: Kastaniotis, 2003, p. 73.

50

windows upon oceans

that is, by using simple tools that were not intended to be used in such a way (a jar with water, a video camera). The images it creates are fundamentally insufficient and disrupt our conventional relationship with images by attacking the contemporary “regime of imagery” and the directive that we should replenish every aspect of human existence with that imagery. Moreover, the “Poets Machine” reminds us that every live utterance refers to the statutory absence of primal writing, reminding us that every form of poetic speech –as the fundamental expression of this live utterance– is impromptu, balancing between the explicit and implicit, between the absolute and non-language. Regarding the level of language itself, Derrida introduces the aspect of the bricolage and the distinction between the engineer and the bricoleur (a handyman, jack-of-all-trades), saying that “every utterance is generally a bricoleur (…) The engineer who Lévi-Strauss contra poses to the bricoleur would have to create the language in its totality, both syntax and vocabulary. Under this perspective, the engineer is a myth: a subject being the absolute descendant of its speech, creating it whole, being the verb’s father, the verb itself (…) bricolage is a form of fictionalization, we can claim that the engineer is a myth created by the bricoleur.”4 If we presume that such a linguistic instrument truly exists, then it would be proportionate to every ecumenical, equating, totalitarian and machining speech, and thus it would be a functionalizing alteration. Accordingly, every real machine, like a “machine of poets” is a product of bricolage contradicting conventional systems, compositions and technologies which create and operate such forms of speech.

Sotirios Bahtsetzis |  Art

historian, Researcher, Curator

7 Ibid, p. 443.

51


“Poets Machine” συζήτηση ανάμεσα στη Λυδία Χατζηιακώβου ( Λ.Χ. ) και στη Γιούλα Χατζηγεωργίου (  Γ.Χ. )

Γ.Χ. “ Το “Making Words” περιλαμβάνει απαγγελίες ποιητών, συνδυάζοντας την ποίηση με τα εικαστικά. Στο πλαίσιο αυτό, το έργο σου “Poets Machine” προσφέρει ουσιαστικά την πλατφόρμα πάνω στην οποία υλοποιούνται οι απαγγελίες, δίνει βήμα στους ποιητές να εκφέρουν την ποίησή τους, δημιουργώντας μια ιδιότυπη σχέση ανάμεσα σε ένα εικαστικό έργο που «βλέπεται» και σε μια απαγγελία που «ακούγεται» ή αντίστροφα ανάμεσα στην «ανάγνωση» ενός εικαστικού έργου και ενός ποιήματος. Πώς αναπτύσσεται ο διάλογος ανάμεσα στην απαγγελία ποιημάτων και στο εικαστικό έργο; Λ.Χ. Η απαγγελία των ποιημάτων αναπτύσσεται ταυτόχρονα με το εικαστικό έργο-περιβάλλον, χωρίς καμία επιδίωξη θεατρικότητας. Η σωματική ενέργεια των ποιητών συγχωνεύεται με το υλικό-φόρμα του έργου. Η φωνητική απελευθέρωση των ποιητών σε μία διαρκή μεταβολή δημιουργεί ένα ιδιότυπο τελετουργικό. «Η ποίηση που δεν προσκαλεί τη φωνή είναι κακή ποίηση», έγραφε το 1936 ο Γεώργιος Σεφέρης.

Το ασήκωτο ρούχο τον εμποδίζει να κινηθεί. Με ένα μαχαίρι σκίζει το παλτό που σιγά σιγά αδειάζει σαν κλεψύδρα απελευθερώνοντάς τον από το βάρος που κουβαλούσε. Όρθιος πια μπορεί να δώσει μία κατεύθυνση που να καταλήγει σε μία θεαματική λοξοδρόμηση στο προσωπικό του βίωμα και στην προσωπική του δράση.

Γ.Χ. Υπάρχει μια σχέση του έργου σου με την έννοια και το μύθο της Βαβέλ. Σε μια πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μια «κοινή» εικαστική γλώσσα, σε αντίθεση με τον ποιητικό λόγο που στην πρωτότυπή του γλώσσα ακούγεται σαν ακατάλυπτος κώδικας σε όσους δεν γνωρίζουν τη γλώσσα. Παρόλα αυτά, ο ρυθμός και η ενέργεια που μεταδίδουν οι φωνές και τα σώματα των ποιητών προκάλεσαν έντονα συναισθήματα και αντιδράσεις στο κοινό που παρακολουθούσε τις δράσεις στη Βενετία. Ποια ήταν η δική σου εμπειρία ως εικαστικού, ιδιαίτερα μέσα από τη συμμετοχή σου στο πρότζεκτ; Λ.Χ. Η παρουσίαση του έργου στη Βενετία μας έδινε την αίσθηση μιας γιορτής χωρίς αρχή και δίχως τέλος. Όλοι θέλαμε να κάνουμε ένα σαμποτάζ στον κανόνα που θέλει την ποίηση μόνο στο χαρτί. Δώσαμε ένα άλλο ενδιαφέρον στον τρόπο της επαφής της ποίησης με τον κόσμο. Οι ήρωες (ποιητές) απέπτυσαν τις γλώσσες μας, τις αδυναμίες μας, τις δυνάμεις μας.

Γ.Χ. Θ α μπορούσε να πει κανείς πως το “Poets Machine” είναι μια απόπειρα να προσφέρεις την ευκαιρία στον προφορικό ποιητικό λόγο να αρθρωθεί και να καταγραφεί διατηρώντας συγχρόνως τη ρευστότητά του, καθώς μετουσιώνεται σε κυματισμό νερού, ρεύμα, ροή (σε αντίθεση με την καταγραφή του στο χαρτί). Πώς λειτουργεί προς αυτήν την κατεύθυνση ο μηχανισμός μετατροπής της φωνής του ποιητή σε κυματισμό νερού; Λ.Χ. Στην εποχή μας η ζωντανή φωνή γίνεται όλο και πιο σπάνιο φαινόμενο. Στο “Poets Machine” οι ποιητές απαγγέλουν ζωντανά στη γλώσσα που γράφουν. Η ηχητικότητα που παράγουν φτάνει σε μια δεξαμενή νερού που ανάλογα με το ηχόχρωμα παίρνει σχήματα. Αυτές οι εικόνες ταυτόχρονα προβάλλονται σε οθόνες. Φαίνεται σαν ίχνη από τις φωνές να καταγράφονται στο νερό.  Γ.Χ. Εκτός από την πλατφόρμα/κουτί, το “Poets Machine” περιλαμβάνει και μια σειρά performances. Τι περιλαμβάνουν και πώς σχετίζονται με την απαγγελία των ποιητών; Λ.Χ. Περιλαμβάνει δύο performances: στην πρώτη παρακολουθούμε την απαγγελία ενός ποιητή μέσα σε μία κάψουλα (χώρο) όπου αέρας δυνατός αλλοιώνει, παραμορφώνει το πρόσωπό του και τη φωνή του. Η αντιστοιχία της ποίησης με το περιβάλλον συγκρούονται. Η σταθερή επιθυμία του ποιητή (ποίηση) να είναι αυτό που είναι μέσα σε έναν κόσμο που τον εμποδίζει και τον θέλει διαφορετικό. Η δεύτερη performance παρουσιάζει και πάλι έναν ποιητή ντυμένο με ένα παλτό επενδεδυμένο με σακιά γεμάτα χώμα.

52

windows upon oceans

53


“Poets Machine” discussion between Lydia Chatziiakovou ( L.C. ) and Yioula Hatzigeorgiou ( Y.H. )

L.C. There is a connection between your work and the concept and myth of Babel. A superficial reading could lead one to speak of a “common” visual language, as opposed to the poetic word, which –when read in its original language– is perceived as incomprehensible code to those who don’t speak the language. However, the rhythm and energy conveyed through the poets’ voices and bodies instigated intense feelings to the public of the actions in Venice. Which was your experience as visual artist, especially through your participation in the project?

L.C. “Making Words” includes poets’ readings, combining poetry with visual art. Within this framework, “Poets Machine” acts as a platform on which the poets’ readings take place, offering a floor to the poets on which to enounce their poetry, and thus creates a peculiar relationship between a visual art work that is “seen” and a reciting that is “heard”, or conversely, between the “reading” of a visual art work and a poem. How is this dialogue between the readings and the visual art work developed?

Y.H. The work’s presentation in Venice gave us the feeling of a celebration with no beginning or end. We all wanted to sabotage the rule which dictates that poetry should only appear on paper. We presented a different, interesting way of bringing poetry in touch with the world. The heroes (poets) developed our languages, our weaknesses, our strengths.

Y.H. The poems’ reading develops concurrently with the visual art-environment and with no desire of being theatrical. The poets’ physical energy is fused with the material-form of the work. In a continuous modulation, the poets’ vocal liberation creates a singular ritual. “Poetry that doesn’t invite the voice is bad poetry”, wrote Giorgos Seferis in 1936. L.C. One could say that “Poets Machine” is an attempt to offer a chance to the spoken poetic word to be enounced and to be documented while maintaining its fluidity, by being transformed into water surges, current, flow (as opposed to its documentation on paper). How does the mechanism that transforms the poet’s voice into water surge function towards this direction?  Y.H. In our time, the living voice becomes more and more of a rare phenomenon. In “Poets Machine” the poets recite in the language they write in. The resonance they produce reaches a water tank which, in turn, produces shapes depending on the texture of the sounds. At the same time, these images are projected on screens, appearing like traces of the voices being recorded on water. L.C. Besides the platform/box “Poets Machine” also includes a series of performances. What do they include and how are they related to the poets’ recitations?  Y.H. It includes two performances: in the first performance, we observe a poet reciting inside a capsule (space), where a strong gust of air alters-distorts his face and voice. There is a clash in the correlation between poetry and the environment. The poet’s steadfast desire (poetry) to be what he is inside a world which inhibits him and wants him as something he isn’t. The second performance presents another poet dressed in a coat draped with bags which are filled with soil. The leaden garment prevents him from moving. He tears the coat with a knife and the soil slowly starts to escape like an hour glass, relieving him from the weight he was just carrying. Now upright, he is able to mark a direction which leads to a spectacular bypath of his personal experience and action.

54

windows upon oceans

55


“Poets Machine” / Κιβωτός της Ποίησης

Το πρότζεκτ “Making Words” φιλοδόξησε να φέρει τον καθαρό λόγο της ποίησης μέσα σε ένα εικαστικό φεστιβάλ, όπου από καιρό ήδη είχαν παρεισφρήσει μέσα από διάφορα έργα και συνεργασίες όλες οι μεγάλες τέχνες. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο έργο για την ποίηση ήταν πως απαιτούνταν ένας “χωρικός φορέας” που θα την έκανε αυτοτελή, διακριτή από τις υπόλοιπες παρουσιάσεις που στεγάζονται στα περίπτερα, αλλά και αναγνωρίσιμη στη διαφορετικότητα της ουσίας της. Χρειαζόταν ένας “χώρος” που να μην ήταν ούτε κλειστός, ούτε μόνιμος, ούτε συμβατικός, που δεν θα έμοιαζε με τα εθνικά περίπτερα στα Giardini όπου γίνεται η Μπιενάλε, ούτε με τις αρχιτεκτονικές που τα χαρακτηρίζουν. Χρειαζόταν ένα μη-περίπτερο. Ή μήπως, ακριβώς ένα Περίπτερο; (με την αρχική σημασία της λέξης στην αρχαία ναοδομία). Ένα αντεστραμμένο περί-πτερό, γυρισμένο το μέσα-έξω, με τη στοά εσωτερικά και τους τοίχους απέξω. Ταυτόχρονα, ένα βάθρο για την απαγγελία και τα δρώμενα, μια ορχήστρα-και-σκηνή, εξέδρα με τη θεατρική έννοια. Τέλος –και επειδή το όλο σχήμα είχε ήδη αυτονομηθεί και ετοιμαζόταν να περιοδεύσει– έπρεπε να υπάρχει και ένα κιβώτιο για τη μεταφορά από τόπο σε τόπο. Κιβώτιο-εξέδρα-περίπτερο: η λύση οδηγήθηκε αβίαστα σε αυτό που προσωρινά είχαμε βαφτίσει “Κιβωτό της Ποίησης”. Ένα κουτί / κάψουλα / κουκούλι, που αφενός αποθηκεύει και προστατεύει όλα τα παρελκόμενα του έργου, αφετέρου διασώζει τον πολύπαθο ποιητικό λόγο και τον μεταφέρει στα πέρατα του κόσμου ταξιδεύοντας ως νομάδας, όπως ένα μπουκάλι στη θάλασσα γεμάτο με τους θησαυρούς του Λόγου. Μια εξέδρα / υποδοχέας, πάνω στην οποία ποιητές και άλλοι παρουσιάζουν, απαγγέλουν, δρουν, ίσως τραγωδούν και πάσχουν. Ένα περίπτερο, αυτοτελές, ανοικτό στη φύση, διακριτικό ως παρουσία και υπαινικτικό ως χρήση, που ορίζει έναν Τόπο μέσα στο αχανές των Δημόσιων Κήπων της Μπιενάλε. Το περίπτερο είναι η απλούστερη, συντακτικά, αρχιτεκτονική μορφή: ένα περίγραμμα κύβου με σιδερένιες ακμές, ντυμένο με ξύλινα καπάκια, που όταν είναι κλειστά παραπέμπει σε ξυλοκιβώτιο –ο ίδιος ο κύβος είναι ένα κιβώτιο μεταφοράς– κι όταν τα καπάκια ανοίγουν, μετατρέπεται σε μια εξέδρα για δράσεις. Κάποια από αυτά τα καπάκια / modula ανοιγοκλείνουν με μεντεσέδες, κάποια άλλα μπορούν να συναρμολογηθούν ολόγυρα, παρέχοντας εναλλακτικά σχήματα στην εξέδρα. Ο σιδερένιος κύβος παραμένει πάντα στη θέση του ως στέγαστρο-προστασία-ορόσημο και αναδύεται μέσα από την εξέδρα ως το καθαυτό Περίπτερο.

56

windows upon oceans

Πάνω σε αυτό το φόντο ήταν που πλέχθηκε το εικαστικό έργο με την ποίηση: η καλλιτέχνης Γιούλα Χατζηγεωργίου κατέγραφε όλες τις απαγγελίες σε πραγματικό χρόνο και μέσω μιας ιδιοσυσκευής μετέτρεπε τον ήχο τους σε υδάτινες δονήσεις, τις οποίες βιντεοσκοπούσε και αναπαρήγαγε σε οθόνες τοποθετημένες πάνω και γύρω από την εξέδρα. Έτσι η ποίηση μεταγραφόταν μέσω του νερού σε εικόνα: ένα είδος φωνογραφήματος κατά τον τύπο του φωτορυθμικού ηλεκτρικού σήματος που συνδέεται με έναν λαμπτήρα –εδώ με τα μόνιτορ που πλαισίωναν και συνόδευαν διακριτικά τις ποιητικές δράσεις. Φαντασθήκαμε τον κύβο, με γραμμένους εξωτερικά όλους τους τίτλους του έργου, να ταξιδεύει σαν μια βαλίτσα με τα αυτοκόλλητα ταμπελάκια της από χώρα σε χώρα, μετακινούμενος με πλοία, τρένα, φορτηγά ή αεροπλάνα και σε κάθε στάση του να ξεδιπλώνεται και να ανοίγει σε εξέδρα, να εκπέμπει / απαγγέλει και μετά να αναδιπλώνεται, να τα μαζεύει και να ξεκινά για άλλα… Στην πράξη, στη διάρκεια των εγκαινίων της Μπιενάλε, ο κύβος λειτούργησε ως σκηνή αλλά και ως σκηνικό. Υπήρξαν ποιητές που τον οικειοποιήθηκαν, τον είδαν ως βάθρο για να απαγγείλουν, ως σκηνή για να δράσουν και να θεατροποιήσουν τα κείμενά τους, ανέβηκαν από το έδαφος στην εξέδρα και κατέβηκαν ξανά, κάθισαν, σκαρφάλωσαν, έπαιξαν μαζί του, τον χρησιμοποίησαν. Υπήρξαν εκείνοι που προτίμησαν να απαγγείλουν στο έδαφος μπροστά του, χωρίς να εμπλακούν, αφήνοντάς τον ως σκηνικό στο βάθος. Ένα ομοίωμα φούρνου των Makarevich και Elagina είχε στηθεί παραδίπλα, αντιστικτικά με την εξέδρα, με τρεις σκάλες του Ιακώβ να οδηγούν προς μια ανάταση, μοιράσθηκε στον κόσμο ψωμί και νερό, η συνάθροιση θύμιζε βιβλικές εποχές. Άλλοι έστησαν μια ολόκληρη παράσταση, έπαιξαν σκάκι, κάποιος έσκισε το ρούχο-σάκο που φορούσε και, αφήνοντας να χυθεί από μέσα του η άμμος που τον βάραινε, αναδύθηκε ελεύθερος προς την απαγγελία, μια άλλη άπλωνε τα γραπτά της σαν μπουγάδα σε σκοινί με μανταλάκια. Υπήρξαν οι σεμνοί και μετριοπαθείς, οι δραματικοί και στομφώδεις, με ένταση ή χαμηλούς τόνους, οι πρακτικοί και οι περιεκτικοί, οι αφηγηματικοί, οι μινιμαλιστικοί, οι εκτός εαυτού και οι λίγο πριν από το όριο… Σε κάθε περίπτωση, ο κύβος έδωσε στην ποιητική απαγγελία εκείνο το λίγο παραπάνω απ’ ό,τι ένα ποιητικό αναλόγιο: τον Τόπο. Όρισε ένα φόντο για τη δράση, στάθηκε ένας υποδοχέας χωρίς περιορισμούς, ενσωμάτωσε στο λόγο τη φύση και τον ανοικτό χώρο, άφησε ελεύθερη τη φαντασία και τη χρήση. Περισσότερο ακόμα –για εμάς που παρακολουθήσαμε τον τετραήμερο ποιητικό μαραθώνιο– προσέδωσε στην ανάγνωση ένα ακουστικό μετείκασμα, μια μνήμη που παρέτεινε την κάθε δράση και την έμπλεκε με την επόμενη, που τις επέτρεπε να συγκερασθούν, να συγκριθούν, να συνυπάρξουν. Αυτό που διαφορετικά θα έπλεε στο αχανές ενός αδιαμόρφωτου χώρου, απέκτησε όρια, αγκυρώθηκε και μορφοποιήθηκε, πολλαπλασιάσθηκε μέσα από τις οθόνες της εικαστικού, καταγράφηκε στη μνήμη ως ενιαία πράξη, με συγκεκριμένο χωρικό υπόβαθρο. Ο κύβος / εξέδρα / κιβώτιο / μηχανή των ποιητών συγκέντρωσε γύρω του τον κόσμο της ποίησης και τον άλλο, τον ανυποψίαστο, τον περαστικό ή απλώς περίεργο σε ένα ανοικτό φεστιβάλ λόγου, εικόνας και δράσης, που είχε κάτι από ροκ συναυλία, εκδρομή για πικνίκ στην εξοχή, παράσταση αρχαίου θεάτρου και παρεΐστικη μάζωξη για κουβεντούλα. Μέσα στο « μουσειακό καθωσπρεπισμό » των Giardini άνθισε σαν παράξενο λουλούδι, σαν κατάλοιπο άλλων, πιο ανέμελων, εποχών αλλά και σαν υπόσχεση μιας ζωντανής καθημερινότητας που ξεπερνά τους φορμαλισμούς, τις τυπικότητες, μα και την αυτάρεσκη απομόνωση της ποίησης. Έφερε το Λόγο μέσα σε ένα αυστηρά εικαστικό περιβάλλον και κατέδειξε τις δυνατότητες της ποίησης να συμπράξει και να ωσμωθεί με την αρχιτεκτονική, την τεχνολογία και τις performing arts.

Γιάννης Επαμεινώνδας | -Αρχιτέκτων-

57


“Poets Machine” / The Ark of Poetry

The peripteron is the simplest architectural form in syntax: the outline of a cube which acts as a transport crate with steel edges, dressed with wooden lids which, when closed, resembles a wooden crate and, when opened, transforms into a stage for action. Some of these lids / modula open and close using hinges, while others can be assembled to grant the stage with alternate shapes. The steel cube always remains in place as a shelter-refuge-landmark and emerges from inside the stage as the Peripteron itself. This was the background on which visual art with poetry were interwoven: artist Yioula Hatzigeorgiou recorded the reciting in real time and used a self-made mechanism to convert the sound into fluid, watery vibrations, which she filmed and played back on screens placed on and around the stage. This way, poetry was converted into imagery via water: a type of phonography resembling party lights which employ lamps –in this instance screens– discretely framed and accompanied the poetic action. We envisioned the cube with the project’s titles written on its sides as it traveled from one country to the next via boats, trains, trucks and airplanes, like some baggage with stickers, unfolding at each stop into a stage, to transmit / recite and then refolding, to pick up and move on again…

The “Making Words” project aspired to bring the pure language of poetry into a visual arts festival, where all the great arts had long infiltrated by means of various projects and collaborations. The problem with this particular poetry project was that a “spatial foundation” was necessary to house it, to make it singular and discernible from the other presentations at the exhibition, but at the same time to identify it by the variation of its own significance. It needed a certain “space” which would be neither closed, permanent, nor conventional and which would bear no resemblance to the national pavilions at the Giardini where the Biennale is held, or with the architecture which characterizes them. It needed a non-pavilion. Perhaps, it needed exactly a Peripteron (with the traditional meaning of the word in ancient temple architecture1). An inverted peri-pteron, turned inside-out, with the arcade on the inside and the walls outside. At the same time, a pedestal to recite and to house events, an orchestra and scene, a stage in theatrical terms. Finally, since the whole project had already become autonomous and was ready to tour, a crate was necessary in order to transport the construction around. Crate-stage-peripteron: the solution was quickly formed into what we had baptized as the “Ark of Poetry”. A crate / capsule / cocoon, which on the one hand stores and protects the project’s contents, and on the other delivers the weary language of poetry and transports it to the ends of the world like a nomad, a message in a bottle filled with the treasures of Logos. A stage / receptor, on which poets and others present, recite, perform or even act and undergo the anguish of an ancient Greek tragedy. An autonomous peripteron, open in nature, discrete in its presence and suggestive in its utility, which defines a Place2 inside the vast space of the Biennale’s Public Gardens.

1 the ancient Greek word “peripteron” means a surrounding colonnade and derives from peri : around and pteron : wing. It is also used to describe an exhibition pavilion.

In practice, during the opening of the Biennale the cube functioned as stage as well as scenery. There were poets who appropriated it, who saw it as a pedestal to recite from, as a stage to act out their poetry; they stood and sat on it, climbed, played and used it in every way. There were those who preferred to recite from the ground while standing in front of it without interaction and letting the cube serve as a background. A model of an oven by Makarevich and Elagina had been set up nearby tallying the stage, with three Jacob’s ladders leading to exaltation. Bread and water were handed out to everyone creating a scene of biblical times. Others held an entire performance, some played chess while someone tore the garment-sack he was wearing, letting the sand which burdened him escape as he freed himself to recite. Another hung her writings like laundry on a rope with clothes pegs. There were modest and moderate ones, dramatic and pompous, intense and calm, practical and concise, narrative, minimalists, out of control and just before the verge… In any case, the cube provided poetic recital with something more than just a lectern: it provided a Place. It defined a background for action, it stood as a receptor with no limitations, it incorporated nature and open space into language and freed imagination and utilization. More so –for us who attended the four-day poetry marathon– it imparted an acoustic afterimage to recital, a memory which prolonged each action and immersed it with the next one, allowing them to amalgamate, compare and coexist. That which would otherwise be lost in the vastness of an unshaped landscape, now obtained boundaries, it became anchored and received form, it multiplied through the artist’s screens and registered in memory as an integrated action with a specific spatial setting. The cube / stage / crate / poets’ machine attracted poetry goers as wells as the unsuspecting curious passerby, into an open festival of language, image and action, resembling a rock concert, a picnic in nature, a performance of ancient theatre and a friendly gathering for chat. In this “museum conformity” of the Giardini, the cube flourished like a bizarre flower, like the remnant of another carefree time and as a promise of a vigorous frequency which transcends formalisms, as well as poetry’s narcissistic isolation. It brought Language into a strictly visual environment, elevating poetry’s potential to collaborate and diffuse with architecture, technology and the performing arts.

Giannis Epaminondas | -Architect-

2 Topos in Greek.

58

windows upon oceans

59


60

ΜΕΣΑ ΣΤΟ «POETSMACHINE»

INSIDE “POETSMACHINE”

Ήρθε ένας, τους είπε ότι είναι ποιητής, και μήπως μπορούν να κάνουν κάτι για αυτό. Του εξηγούν: «Διαθέτουμε μια μηχανή μετατροπής ποιητών σε κύμα». Αν τον ενδιαφέρει, εντάξει. Αν όχι, κακώς, γιατί θα τον συμφέρει. («Το κάνουμε για το καλό σου».) Ζήτησε λεπτομέρειες για τη μετατροπή. Θέλουν μόνο φωνή και σώμα απ’ αυτόν, τα υπόλοιπα χάρισμά του: «Ζητούμε τα απτά. Μόνον αυτά μεταστοιχειώνονται επαρκώς και διά μαγείας». Σκέφτηκε μήπως δεν είναι ακόμα η ώρα του να μετατραπεί σε θάλασσα: «Παρακαλώ, ας αργήσει η μετατροπή. Λέω μήπως δεν ήρθε ακόμα η ώρα». Χαμογελούν: «Μην κάνεις έτσι. Δεν υπάρχουν μόνο κύματα θαλάσσης». Βάση λειτουργίας της μηχανής: ο ηλεκτρισμός. Παράδειγμα: οι κεραυνοί: «Ορίστε, βλέπεις; Είναι εργοστάσιο ποιητικών φωνών με ρεύμα και φωτιά». Λέει: «Α, πολύ ωραία: Γιατί εγώ δεν είμαι ένας μόνο ποτέ. Από πολλές πηγές κραυγών αποτελείται η φωνή μου.» «Κάτι έχουμε ακουστά. Είσαι ο Δρ Φρανκενστάιν, είσαι και το Τέρας». «Και εσείς; Μήπως η Μαίρη Σέλλεϋ;» Δεν απαντούν. «Έλα, μπες μέσα τώρα· βγάλε μια κραυγή, και θα τα εννοήσεις όλα» Μπήκε.

Someone came, told them he is a poet, and maybe they could do something about it. They explain: “We possess a machine for transforming poets into waves”. If he is interested, ok. If not, too bad, it would have been for his interest. (“We are doing this for your own good”.) He asked for details regarding the transformation. They just need voice and body from him, the rest he can keep: “We ask for the palpable. Only the palpable can be transformed adequately and magically”. He thought that it may not be his time yet to be transformed into sea: “Please, let the transformation wait. I wonder maybe my time has not come yet”. They smile: “Don’t overreact. Not only sea waves exist”. Basis of the machine’s function: electricity. Example: thunder: “There, you see? It’s a factory of poetic voices with current and fire”. He says: “Oh, very good: Because I’m never one alone. From a swarm of cries my voice is conceived”. “So we’ve heard. You are Dr. Frankenstein, you are also the Beast”. “And you? Are you by any chance Mary Shelley?” No answer. “Come on, get in now; shout, and you will imply everything”. He got in.

— ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ

— Vassilis Amanatidis

windows upon oceans

61


Προς τα Giardini

Το συναρπαστικό ταξίδι ενός αλλιώτικου κουτιού Ένα τεράστιο κουτί –όχι συνηθισμένο– από ξύλο φτιαγμένο, με οθόνες και ηχεία κρυμμένα στις άκρες του, αρχίζει ένα ταξίδι. Οι δροσεροί κήποι των Giardini, στην υγρή και μυστηριακή Βενετία, η πρώτη αποστολή. Το ελληνικό περίπτερο στο βάθος. Το κουτί, στο κέντρο, λίγο πιο πέρα από τα σκαλιά, και γύρω του οι ποιητές-τροβαδούροι που θα το ζωντανέψουν για λίγο με τις λέξεις, τον ήχο της φωνής, τις ανάσες τους, τις εκμυστηρεύσεις, τις ιστορίες, τα ψέματα και τις αλήθειες, φτιάχνοντας κόσμους τριγύρω, πάνω, μέσα, έξω, δεξιά, αριστερά από τη μηχανή, η οποία τους καλεί να «μιλήσουν» με ποιήματα και να φανερώσουν τις λέξεις τους, με τόνους κι εκφράσεις προσώπου και σώματος που βγαίνουν από τα βάθη ψυχής και καρδιάς. Ο ένας μετά τον άλλον εναλλάσσονται –το άκουσμα της μητρικής γλώσσας του καθενός (η χαρά ακόμη του ελληνικού ακούσματος στο χώρο…) με διαπερνά, με συγκινεί, με φοβίζει και με μαγεύει μέχρι που ανεβαίνω στο κουτί και ακούω τη φωνή μου να προσπαθεί να μεταφέρει εκεί έξω, πέρα από το κουτί, έναν ατέλειωτο «κόσμο που ακόμη φτιάχνεται»… Οι λέξεις και οι ιστορίες φεύγουν από τα χείλη, γίνονται μέρος της οθόνης που είναι πάνω στην ξύλινη σκηνή, γίνονται βότσαλα που αναταράζουν για λίγο τη διάφανη κατασκευή με το νερό που μεταφέρει απαλά τους ήχους σαν κύμα που σκάει στην άκρη, που γεννιέται ξανά και ξανά. Κατεβαίνω, πλησιάζω τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες –η χαρά της γνωριμίας και της ανταλλαγής κόσμων– κάθομαι σε παγκάκι, απέναντί μου ο ποιητής που περιγράφει από την αρχή τι είδε…

Δάφνη Νικήτα | -ποιήτρια-

The exciting journey of a different kind of box An enormous, uncommon wooden box, fitted with hidden screens and speakers on its edges sets forth on a journey. Its first mission will take it to the cool Giardini gardens, in the humid and mysterious Venice. The Greek pavilion stands in the back. The box is placed in the middle, past the stairs. Surrounding it are the poets and troubadours, who will bring it to life with their words, with the sounds of their voices, their breaths, their confessions, the lies and truths, creating worlds around and above, inside and out, to the right and left of this machine which calls on them to “speak” through poems and to reveal their words with tones and expressions of face and body that emerge from the depths of heart and soul. They take turns – the sound of their native languages permeates and moves me (along with the joy of hearing Greek in this space), frightens and beguiles me to the point where I climb on the box and hear my own voice trying to convey, beyond the box, an unfinished “world still in the making”… The words and stories exit the lips and become part of the screen atop the wooden scene, transform into pebbles which briefly churn the translucent construction’s water, softly carrying the sounds, like a wave splashing on the edge, being reborn again and again. I step down and approach my fellow travelers –the joy of acquaintance and exchanging worlds– and sit on a bench, while a poet across me describes what he saw from the start…

Daphne Nikita | Poet-

62

windows upon oceans

Την πρώτη μας μέρα στη Βενετία επιβιβαστήκαμε σε ένα vaporetto, στριμωγμένοι με τους τουρίστες και τους τακτικούς επιβάτες κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού προς τα Giardini, σε μια εκπληκτική έκταση οργιώδους πράσινου και βλάστησης πέρα από τα κανάλια και τα μουλιασμένα από το νερό κτήρια. Περάσαμε από την είσοδο της Μπιενάλε και προχωρήσαμε ως την άκρη όπου, κατά μήκος ενός μικρού καναλιού και δασυλλίου που πρόσφερε σκιά, η ποίηση είχε ήδη ξεκινήσει. Για την έκθεση “Making Words”, ο John High και εγώ είχαμε ετοιμάσει από κοινού ένα έργο – ένα προφορικό κολάζ/πρόσκρουση/συρροή των ανόμοιων αφηγήσεων, ποιημάτων και κειμένων-επεισοδίων μας. Νωρίτερα, είχαμε επισκεφτεί το Treviso, μια μικρή πόλη έξω από τη Βενετία που την χαρακτηρίζουν και ως Κήπο της Βενετίας. Εδώ, αναμιχθήκαμε σε μία άλλου είδους συνεργασία – ένας γάμος στο δημαρχείο, όπου στεκόμασταν δίπλα σε ξεθωριασμένες τοιχογραφίες του δέκατου τέταρτου αιώνα. Τα μαύρα σημάδια από την πίσσα με την οποία είχαν επικαλυφθεί οι τοιχογραφίες για να αποτραπεί η πανούκλα ήταν ακόμη ορατά. Ο δήμαρχος που μας πάντρεψε φορούσε μια πράσινη κορδέλα και έμοιαζε με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννη, αλλά σε μια ηλικία πιο ώριμη από την εποχή που συμμετείχε στη ταινία “La dolce vita”. Φίλησε το χέρι μου και μας μίλησε με όμορφα Ιταλικά που κανείς από τους δυο μας δεν κατάλαβε πλήρως, αλλά από το χαμόγελό του καταλάβαμε τα πάντα. Οι μάρτυρες και προσωπικοί μας παπαράτσι, οι ποιητές Mark Shatunovsky και Evgeny Bunimovich, υπέγραψαν τα ονόματά τους δίπλα στα δικά μας και ξεκινήσαμε όλοι μαζί για ένα μεσημεριανό με prosecco, ψάρια και ζυμαρικά δίπλα σε μια λιμνούλα με ένα μύλο. Ο Mark και ο Evgeny μας συνόδεψαν στο τραίνο κατά την επιστροφή μας στη Βενετία, τη μία στιγμή κοιμώμενοι και την άλλη ανταλλάσσοντας ιστορίες. Σύντομα επιβιβαζόμασταν στο vaporetto για τα Giardini. Όταν φτάσαμε στο φεστιβάλ, μας υποδέχτηκε ο Alexander Rytov, ο Χρήστος Σαββίδης, η Λυδία Χατζηιακώβου και η Natasha Bunimovich αλλά δεν υπήρχε ώρα για συγχαρητήρια και ευχές. Με τον απότομο τρόπο που τον χαρακτηρίζει, ο Eugeny Nikitin μας έδωσε μικρόφωνα προκειμένου να αρχίσουμε την performance. Όταν ο John ανακοίνωσε ότι είχαμε μόλις παντρευτεί, το κοινό νόμιζε πως και αυτό ήταν μέρος της. Χρησιμοποιήσαμε ένα διακειμενικό χάρτη για την απαγγελία μας. Στη σκηνή εν μέσω γρασιδιού, ξύλινων κιβωτίων και πλατφόρμας, δέντρων, περαστικών και κοινού, παρεκτρεπόμασταν και επιστρέφαμε σε αυτό το προσχέδιο που πλέον είχε μεταμορφωθεί από το τοπίο σε μια αυτούσια γλώσσα διαλόγου. Αυτοσχεδιάζαμε αναμειγνύοντας τους ήχους, τις επαναλήψεις, τις λέξεις, τον αέρα και το νερό γύρω μας. Παρεκτρεπόμασταν από το σενάριο τραγουδώντας παιδικά τραγούδια, ψαλμωδίες, κομμάτια τραγουδιών και φράσεις με εκτροπές στα Γαλλικά, στα Ρώσικα και στα Ιταλικά, και μετά επιστρέφαμε πάλι στο κείμενο στα Αγγλικά – μια αδιάσπαστη αλληλουχία αναχωρήσεων και αφίξεων και μια κυκλική κίνηση σύνταξης. Κάθε μέρα αυτός ο χάρτης άλλαζε ελαφρώς και η παράσταση μεταλλασσόταν και εξελισσόταν από μόνη της. Την πρώτη νύχτα, εγώ και ο John περιπλανηθήκαμε στα στενά δρομάκια. Το νερό έρεε ως τα πεζοδρόμια. Το εύθυμο σούρουπο αντανακλώταν στα κανάλια και περιέλουζε με φως τις ξεθωριασμένες προσόψεις. Παρατηρήσαμε τα ίχνη Βυζαντινής αρχιτεκτονικής στις αψιδωτές στοές. Μπουγάδες, ζαρντινιέρες και φωτεινές συνθέσεις που διαφήμιζαν εκθέσεις για την Μπιενάλε διακοσμούσαν τα σαθρά κτήρια. Ένα από τα διαφημιστικά έλεγε: “Δεν θα δημιουργήσω άλλη βαρετή τέχνη.” Προχωρήσαμε πάνω από μια πεζογέφυρα προς το Ghetto. Όταν μπήκαμε, περάσαμε δίπλα από μια σχεδόν αόρατη συναγωγή και βρεθήκαμε σε μια μεγάλη πλατεία. Εδώ, οι ήχοι από τους μικροπωλητές που διαφήμιζαν πλαστικές μάσκες και από τους θορυβώδεις τουρίστες με τα t-shirt είχε ξεθωριάσει. Δύο παιδιά έπαιζαν στη δροσιά της πλατείας. Μια παρέα ηλικιωμένων καθόταν σε ένα παγκάκι και μια άλλη από εφήβους δημιουργούσαν ένα πηγαδάκι. Και ένα café που σύντομα θα γινόταν το αγαπημένο μας ήταν ακόμη ανοιχτό. Σταματήσαμε και ήπιαμε ένα ποτήρι κρασί. Τις επόμενες ημέρες παίρναμε το vaporetto για τα Giardini για να ακούσουμε ποιητές από όλο τον κόσμο. Όλες οι παραστάσεις μας αποτελούσαν μέρος αυτής της ευρύτερης κολεκτίβας και διαλόγου που επεκτείνονταν και στους εικαστικούς καλλιτέχνες που εργάζονταν ταυτόχρονα με τις απαγγελίες μας. Πίναμε φρεσκοστυμμένη limonata που μας έδινε μια ομάδα

63


Toward the Giardini ατόμων σε μια μικρή βαρκούλα στο κανάλι που βρισκόταν δίπλα από την πράσινη σκηνή ανάμεσα στα περίπτερα της Ελλάδας και της Βραζιλίας. Το κοινό έπινε το συμβολικό νερό και έκοβαν το ψωμί που τους έδινε ο Eugeny Nikitin. Δεν έβρεξε ούτε μια στιγμή. Ο Daniel Birnbaum, ο διευθυντής της Biennale, έκανε μια στάση και μίλησε με τον John και άλλους και παρακολούθησε τους ποιητές και τους εικαστικούς εν ώρα δράσης. Την τελευταία μέρα μας, ο Evgeny Bunimovich μας εξέπληξε με ένα δώρο – ένα Ιταλικό, δερμάτινο άλμπουμ γεμάτο με όμορφες σημειώσεις που είχαν γράψει πολλοί από τους συμμετέχοντες. Ο Χρήστος και η Λυδία μας χάρισαν δύο μικροσκοπικές κρυστάλλινες Βενετσιάνικες καρδιές και ο εικαστικός καλλιτέχνης Alexander Djikia ένα από τα σχέδια που δημιούργησε κατά τη διάρκεια των δικών μας απαγγελιών. Η ποιήτρια Anna Russ είχε μια μικρή βαλίτσα με κούκλες μινιατούρες που είχε κατασκευάσει η ίδια και μας χάρισε μία. Ήμασταν ευγνώμονες για αυτά τα ενθύμια, για τις διασταυρώσεις γλωσσών και πολιτισμών και για τους καινούργιους φίλους που είχαμε αποκτήσει. Τη νύχτα τριγυρνούσαμε στους δρόμους προς το café μας στο Ghetto. Μία νύχτα το νερό είχε πλημμυρήσει την είσοδο. Το τελευταίο μας πρωινό ξυπνήσαμε νωρίς – τα ταχυδρομικά πλοιάρια και οι βαρκούλες-πληντύρια έκαναν τις διαδρομές τους κατά μήκος του καναλιού, οι πωλητές έστηναν τους πάγκους τους, οι δρόμοι ήταν γαλήνιοι και ο ήλιος έλαμπε στο Μεγάλο Κανάλι. Στο άλμπουμ μας, ο ποιητής Alfred Goubran είχε γράψει το εξής: “Είθε ο γάμος σας να διαρκέσει όσο το καλύτερο ποίημα.” Παντρευτήκαμε στη Βενετία και παρουσιάσαμε μαζί την ποίησή μας την ίδια μέρα. Είχαμε λάβει μέρος στην κολεκτίβα “Making Words” στα Giardini μαζί με άλλους ποιητές και καλλιτέχνες. Αυτή η εβδομάδα ήταν η αρχή του καλύτερου ποιήματος. — Andrea Clark Libin

On our first day in Venice, we rode in the vaporetto, crushed in with commuters and tourists, along the Grand Canal to the Giardini, a surprising stretch of lush green and foliage beyond the canals and water-soaked buildings. We passed through the entrance of the Biennale and made our way to the far end, where alongside a small canal and a grove of trees providing shade, the poetry was already in motion. For “Making Words” John High and I had prepared a collaborative piece – a spoken word collage & collision & confluence of our disparate narratives, poems, and episodic texts. Earlier the same day we had gone to Treviso, a town outside the city often called the Garden of Venice. Here we were involved in another sort of collaboration –a wedding in the Town Hall, where we stood beside faded frescos from the fourteenth century. The black markings where the frescos had been coated-over in tar in an attempt to ward off the plague were still visible. The mayor who married us wore a green sash and resembled Marcello Mastroianni, aged since his appearance in “La dolce vita”. He kissed my hand and spoke in a beautiful Italian neither of us fully understood and yet through his smile, we comprehended everything. Our witnesses and personal paparazzi, the poets Mark Shatunovsky and Evgeny Bunimovich, signed their names next to our own and we were off to a lunch of Prosecco, fish, and pasta by a pond with a mill. Mark and Evgeny escorted us back on the train to Venice, napping and trading stories, and we were soon hopping on the vaporetto to the Giardini. Once at the poetry festival, we were greeted by Alexander Rytov, Christos Savvidis and Lydia Chatziiakovou, and Natasha Bunimovich, but there was little time for congratulations. In his inimical fashion, Eugeny Nikitin handed us our microphones and ushered us on to perform. When John announced that we had just been married, the audience thought it was part of our performance. We worked with an intertextual map for our reading. Once on stage amidst the grass, wooden crates and platform, trees, passersby, and audience, we strayed and returned to this blueprint, now transformed by the landscape that became its own language in dialogue. We improvised – riffed on sounds, repetitions, words, the air and water around us. We went off script into nursery rhymes, chants, bits of song and half-phrases that diverged fleetingly into French, Russian, and Italian, then veered back to the text in English – a continuum of departure and return and a circular motioning of syntax. Each day the map was slightly altered and the performance would shift and play off itself. That first night, John and I meandered through the small streets. Water seeped onto the sidewalks. The effervescent dusk reflected off the canals and cast the faded façades in a wash of light. We noticed the hints of Byzantine architecture in the archways. Laundry, flower boxes, and bright cloth murals promoting exhibitions for the Biennale adorned the crumbling buildings. One mural read: “I will not make any more boring art.” We made our way over a footbridge to the Ghetto. Once inside, we passed a barely visible synagogue and found ourselves in a large square; here the sounds of the peddlers hawking plastic masks and noisy t-shirted tourists had faded. Two children played in the cool of the square. A group of elders sat on a bench while a few teens huddled in a group. And a café, soon to be our favorite, was still open. We stopped and had a glass of wine. The next several days we rode the vaporetto to the Giardini and listened to poets from around the world. Each of our performances was a part of this larger collective and dialogue that extended as well to the visual artists who worked simultaneously with the spoken work. We sipped fresh made limonata handed out by a group on a little boat on the canal nearby the grass stage encompassed by the Greek and Brazilian pavilions. Audiences drank the symbolic water and broke the bread handed out by Eugeny Nikitin. It never rained. Daniel Birnbaum,

64

windows upon oceans

65


the Director of the Biennale, stopped by and chatted with John and others and watched the poets and artists in action. On our last day, Evgeny Bunimovich presented us with a surprise – an Italian, leather-bound album filled with beautiful inscriptions by many of the participants. Christos and Lydia gave us two tiny Venetian glass hearts and the visual artist, Alexander Djikia, one of the drawings he created while we read. Anna Russ, the poet, had a little suitcase of miniature dolls she had hand crafted and gave us one. We were grateful for these remembrances and intersections of language and cultures and new friends. At night we floated the streets and made our way to our café in the Ghetto. One evening the water had flooded the entrance. Our last morning we woke early –the mail and laundry boats rode along the canal, vendors were setting up their stalls, the streets were still, and the sun was bright on the Grand Canal.

Christmas song or Free translation in depth of time Christmas nine years old Jingle bells, jingle bells Under the christmas tree Jingle all the way I’m reading “Professor Brainstorm’s mad inventions” Oh what fun it is to ride Bugs Bunny on TV Jingle bells, jingle bells From the room next door discernible sounds of my mother (41 years old) my father (51) my brother (14) And me Oh what fun it is to ride gathering warmth In a one-horse open sleigh since outside the window the night was quiet then, and snow was always falling

Inside our album, the poet Alfred Goubran had written the following: “May your marriage last as long as the best poem.”

even when it wasn’t1

We were married in Venice and performed our poetry on the same day together. We had participated in this “Making Words” collective in the Giardini with other poets and artists. This week had been the start of the best poem.

— Vassilis Amanatidis

1 TRANSLATION OF THIS FORGOTTEN LANGUAGE: Thirty

— Andrea Clark Libin

four years old, Christmas, under the christmas tree, Jingle bells, jingle bells, “Mum, I’ve noticed recently that you’re out of breath when you climb the stairs…”, ”No”, she says, “I’m fine”, “Ok”, I say, “I’m not saying you’re not fine, it’s just that, well, the mother of a friend, you know, Evi, she was climbing the stairs with the shopping last year and she was out of breath, and her husband dragged her willy nilly to the doctor –just like you, she didn’t want to go at all– and he told

O yes, it’s true—an empty theatre above pelicans & black geese crossing south of our wedding those last days of speech in a wasted automobile onlookers taking moments to stare through burnt fields of broken windows toward a slope the once human cliffs leading down & eastward toward the cathedral where i was stalking by wood & my horse crouched low echoes of humming & who had carried this pageless book through winter snow beside the woman now we wondered as we saw the staunch & beautiful figures of a wedding party signing language into silence & reading letters in libraries/wine & liturgy/while we listened even cow bells questioning our own gestures & a wedding site over there dancing why it was then that the girl who wandered in during our vows lit candles & told me it was time to begin the breath of story she’d written all these many years ago

her you have a blocked valve, Jingle bells, you should be operated in spring, but in the meantime please do not let anything worry you, it is dangerous to let things worry you, it’s a good thing you came, jingle all the way, you could have died unexpectedly, your heart could have failed you just like that. Do you understand, mum? That’s why I’m saying that maybe we should go to the doctor, just in case it’s blocked and it needs replacing, I hope I didn’t upset you”. “I’m sixty six”, she answers, “what difference does it make? Will you allow me not to accept your offer? My sweet boy, I don’t mind dying unexpected, I’m tired of always expecting; don’t you worry, that’s all I care for, but come, jingle bells, come to the window, look how lovely it is outside – with or without snow, look what a silent night, how wonderfully quiet, how quiet is the night”

— John High

66

windows upon oceans

67


A Monument

In Cisterns

When I see how the worker and the peasant woman stand side by side for days on end I’m slaughtered by insomnia.

Warmer and cooler and cold are our days, Snow faces, between the dawns pale the cheeks, shoulders drawn tight, still and unmoving, high, lightless cisterns.

Where is their daughter, cast in iron? Where is their dismemberably metal son? There stands the steel wife and her husband fantastically armed. She, with her fresh clean scarf framing the face of a bloodless Aztec, is naturally a Trotskyite, while he is a pharmacy clerk with his brother-in-law This is our common monument built up over the years in which the hammer has swung like a pendulum and the sickle has tried those who fear. This is Adam and Eve planting a family tree in stone. The Trotsky-serpent tempts Eve who, without trembling or shame, feels for the snake between her husband’s thighs. They stand at a cliff on which only the brittle houses of the wild monks are built and Zeus peeps out from a thundercloud, this time named Frederick. Stem Nord hits him with a ruler and Zeus runs down like a battery. We are no higher than that monument and no lower than the horizon. Why do I circle them unwillingly? Why am I frightened by their confident bearing? Snowdrifts in bedsores, ginger in the air. Their feet gripping into granite and into the sky. I pity their rigid spines and speeches, grinding on like tractors since I am their orphaned son and I want to go home.

*** don’t pray or shout curses after me I promise a bon voyage party if I get the urge to go what am I talking about this isn’t an international sleeper it’s a commuter train on the moscow-vilnius run I won’t give you a light don’t intend to enter into dialogue not the time or place to tap a little chechotka with rny teeth because I live because I can i.e. could walk out to the ponds without soiling the knuckleduster in my pocket a leap-yar february fixed rings to us like the birds around Moscow the heavenly ornithologist tagged the rest in march I had this life this city country and a book of abc’s but to leave to forget is the same as approaching death no need for that go on without us the religion of hollow spaces in the komsomol orgasm with vibrating calves and forearms is not yet alien to me still not alien the hopeless tongue of man

Translated by Cole Swensen and Aleksei Andreev

Dim forest glass are our days, melted into the steel scaffolding of years, whose efforts, bent with cold, unjoined, lie on the dumps of our cities. Ashes of our dreams of houses which no longer wander, of sunflower clocks and full barns, and a time whose step is different. It is only a sound that accompanies us, like the wind blowing so ceaselessly. Warm wind and warm rain, that are childhood days reminding us, here goes the rock woman on iron and to live us, unentombed, only the dead. They do not freeze (exuding coldness so matter-of-factly) here in the north,

— Evgeny Bunimovich Translated by patrick henry

— YURY ARABOV

Shadow shafts are our days, deep wells through which a grey light falls like through a window blackened with soot.

where that which is dead can last while the beloved cannot leave.

*** Now as I am, at this exact moment, and were it not for you, and I think of you then, and now, and to be, forever enmeshed in the weft of my world, now that on the moon’s count I must allow you woman and grown, yet still let the claws of the lackeys and leeches out there slacken slightly their grip, you’re again that you of always, that promise of corn, and gold, and blue heavens of your twenty summers, that unbelievable, intransigent gift, to be well and alive and in step, to please and be pleased, to keep ills at bay and the worst at your quizzical smile shamed from laying hands on you. Now that there’s none that I love here and, in this city, no word I’ll believe, were it not for you, I would gladly see ‘burnt the materials of memory’, burnt, made vapour, consumed the last rags that remain, and lifted their burden; were it not for you, for your voice, for the way you give sense to even what you brush in passing, I don’t know I could wear even my name. But now as I am, at this exact moment I can hear, beyond the door to our room, how you breathe in your sleep, and I pray to the whatever I don’t believe in that I be allowed to stay by your breathing, just so, while you sleep at my side. — Riccardo Held Translated by Philip Morre

— Alfred Goubran Ttranslated by David Ender

68

windows upon oceans

69


***

Gothic Blues

Essence of winter sleep on night a human shape coming back to the long thin cutting of wood & then rest as the stars interface the far away place of apples & impermanent sleep. A word descends into the body & recognizes its own death. For this the ladder appears with its two points sticking through a tree on its way to heaven. The dream in language & frost, the cellar & heap of worth yet here in memory we cast a shadow no longer truly our own. Body. Earth. Breath. So many journeys back into non-existent days now becoming our friend in dialogue with this passing & sorrow & release of winter. You recognize the speech, your own, its truth & criterion for beauty a source asking what’s the most important thing while the imagined & not the boy picking apples lays down to sleep & dreams itself into a world you have not yet written.

from the castle of the duke bluebeard to the castle of the count greenbeard lies a road of ice and snow a road of ice and snow it feels like you’re going somewhere; it turns out that you’re not the road meanders through the gloomy forests the coachman’s hat is rubbing on the skies a blue beard is on every fir-tree a green beard is on every pine it feels like you’re going somewhere; it turns out that you’re not tear out a piece from the cloth of the sky shake your sadness off on a harmonica a yellow star-shaped spot dies out on your horse’s side it feels like you’re going somewhere; it turns out that you’re not — Igor Karaulov Translated by Masha Petrenko

— John High

— Gennady Kanevsky Translated by Margarita Shalina

70

windows upon oceans

***

***

Speak to me, oarsman. You are first to return, but we were three hundred – and where are they now? Tell me, how beneath the sinister music of Yann Tiersen muscles strained, the stride extended. How for ten years outlanders drifted into the hamlet, oblique and slow to reveal their intentions: displaying posters that heralded beautiful Helen, her “face that launched a thousand ships;” how a couple of years prior, as a white-toothed adolescent, you looked far out to sea – shielding your eyes, forgetting that you were a lethargic, sickly child that fortune in heaven spins the wheel of fate speak to me. Wasn’t it you who spat on prophecy, reaped raggedy-assed boys from strange villages – and trained them in nautical ways, knife throwing, locker-room humour, obscene songs, love? Why are you silent, oarsman? Remember? The carrot and stick, the chain gang’s links of ice-bound rank and file, how among you walked a hunchbacked drunken master shielded by his boot-lickers of copper, how a decade was devoted to holding the course, to a luminous, wonder-filled blush: to Syria – and back... And the incandescent eyes of Helen. Eyes that are radiant. At the prow of the galley are painted those eyes.

a ticket made of a purple canvas to enter to a mystery city I asked from a foamy coast, suffering like an epileptic patient – give me the pass to the city where wives are at war with husbands and girls named Assol walk back and forth on water anticipating early dawns and quite water; and Yoko, draped in glen plaid is praying, and Lilya, draped in glen plaid is wiping blood off her ankles; where virgins crawl and scream and kiss the mascharone over a bed, where the young general is laying; where crooked tubes of streets are soaked with the smell of goods in holds of boats; where neighbors all crimson are busy beating out their meals with rings and bands and mixing sald and soul; where values are wiped off by rains; where real evil has a good catch using meaningless empty words as lure; where the God is wearing professor beard and is stroking the scars on the back of hands while breaking boats over the rocks and holding football banner, on his run away from laziness, is blowing at every spire, is lulling a dwarfish cineville in a chapel…

— Alexei Korolev Translated by nastya belyaeva

71


Apocrypha

ALMANACS

Eve held off temptation refused the apple didn’t touch the Tree of Knowledge and the snake crawled away in shame nothing more to write a story never began

Two hundred years and more hidden in a cupboard corner, tight shut, ribbon-tied, in their blue box: skinny booklets guarded safe through the worst times. Ranked dates number days and years, tell off, tell of new moons and harvest-homes, the garlanded Sabbaths, griefs and joys of the carousel that spins us on every one since the world began.

***

to switch off the phone not to turn on the TV not opening the newspapers or the mail not going online to look in the mirror – to say how do you do...

— Laura Luzzatto ***

Translated by Philip Morre

at the Ben Gurion airport they confiscated my pocketknife no weapons allowed on board but I’m unarmed already like a prisoner like a hostage balancing between earth and sky without a safety net a meek sheep of an unseen shepherd Lord, have mercy on me and save me! — Kirill Kovaldzhi translated by John High and Andrea Libin

a J. B. only the damned know the future do not care if someone tear down a wall have good manners with women guests of the halls listen Ray Charles on beach of Cape Cod only the damned suffer from acute stalinitis read Auden in the presence of silent statues offer their condolence to whom is lost in historical digressions get drunk without care to alcoholic latitudes only the damned talk with gods during a picnic use paper napkins to write a M.lle Veronique exchange cigarettes and consorts with the ancients they make a dash for the ferry to the island of the dead only the damned know the future spend whole days in front of a wall they expiate long years at North Pole fall asleep forever in the empire of Superbowl — MASSIMO RIZZANTE Translated by Francesca Motta

72

windows upon oceans

A guest in the homeland for Joseph Brodsky I’ll spill ink, forget to find paper because time passes, only exterior. And the spine of the archipelago of the long river covers itself with frost in the hesitant down. And bonfires gradually losing their color, reflecting each other, remain on the fishing wharf, between the grass and suddenly wandering river, missing familiar light at the top of the hill. Where it’s never too late, to build some stonewall house ore some wooden temple, only to have to ask yourself again and again, why do the floorboards always creak under your feet? Why does the temple avoid the straight glance and its tall shadow fall into empty waters? Man is made up of water, and there’s only one respite that it’s possible to capture a fresh breath of freedom, That you don’t need to blaze a trail from Varangians* to Greeks, paying special attention to the West or East, you died a natural death, and in this century. And so, you are somewhere close by. And the doors are slamming in my great Siberia. Everyone’s gone. So, soon their souls will go. Consider them, so that they can easily forget Man is made up of water, and a ribbon of land. * Russian name for Vikings. “The way from the Varangians to the Greeks” is a proverbial expression with obvious symbolic meaning for Russians.

— Vadim Mesyats translated by Samuel Kent

73


ESTHER

Old-time portrait

His calling calls. He must get up and answer. He would rather loll longer in bed even though she’s not in it, his lover his helpmeet his Muse. She’s off with her mother in Lübeck, or so goes her excuse. Easy to check, but demeaning; and besides, his calling is calling.

And suddenly white feathers everywhere voices and tears from the cold floor for the oncoming night slow like a star that never falls on the wet northern roads the woman wearing an embroidered dress is still searching for the form of yesterday’s dream. She disappears into a dark place full of noises from machines and people white feathers everywhere. No one is looking for her and yet they love her like an old-time portrait created by your hand as an old woman’s eyes are nailed on her lifeless body.

He could lie here a while yet dreaming, of that waitress say chez Bertrand, revisit old beds in his mind, but his calling calls – if ever less often he fi nds: at times in company he fakes it, rising from the game with exquisite apologies, raking his hat to the bored cashier.. “His calling!” they’ll say, “It’s constant, at least. That mistress, that Muse: all Aix can list her amours.” He could write their gossip himself. He has. Not one of them noticed: fat Gaston, his extinct gitanes, Piotr in his seedy coat. His calling calls. This once it chimes true: a clear call, a pure note – like Esther coming down through the vines, when she sang so as not to alarm him, in those years of alarm, their morning fi celle like a gun in the crook of her arm.

From the poetic collection “The Raining Wagon”, publications To Rodakio, Athens 2007.

— Daphne Nikita Translated by Giannis Goumas

— Philip Morre

***

WATERTIME

All’s well in the play of wooden figures: music, and death, and winter in their darkened dance. Carved out of dry poplar, linden and pine, nut or cherry-wood, their heads and torsos glitter, candle-like in twilight. But where are the master craftsmen? Gone and never to return.

The river undermines the bridgework teaching us about motion. There is no levity, just the grave obstinacy of the brown rippling rain-swell like fi les upon ruins, both present and future. The roaring water swallows the phosphorous from the fl oodlights. At a turn of the neck (violating that image of time in which we become our own solvent) the river widens unnaturally as our vision gives way. — Alessandro Niero Translated by Eric Sweet

The world surrounded on all sides in a golden smoke. The cabinet-maker, the watchmaker, the lamplighter appear on the threshold their faces a mirage, and here they vanish hastily, as if someone removed them from the chessboard.

On the road The guitar hurled by a pop star into the crowd explodes like a deep-sea beast tugged up to the skies. The carnival’s empty, they’ve raffled the victims’ clothes. Whoever did not fall in love took up arms, see them snarl as they fall into the canal with the ghost of a tumbler and a pistol. The canal has its moorings like cogwheel gaps between library shelves. Sometimes a woman slips by selecting a letter. The text of the road flies underfoot and its end is already behind you—the alphabet in a child’s satchel! What you were—I repeat. Knees obscured and heels askew, you falling backwards grabbing the ripcord of an illusory parachute—what were you? Things have admitted their nature, all except you. A wind from the coast, a fisherman and at his feet a pile of roaches the color of the Infanta’s dress by Velazquez. We hastily changed our clothes and along with us distance was dismantled like spokes from an axle-shaft, their hillock shone beneath the halted Sun. And that is the end of the Carnival. You were a bravura witch and I began my journey in order to begin— in the direction of the future direction. In the thunderstorm on the highway three days ago (ozone and petrol, pearl, petrol, ozone) on the stubborn highway I caught a fever divisible into your cells. I was half a letter of the kingdom, and on all sides linked and transmuted. And my flight did not occur in winter or on Saturday. — Alexei Parshchikov Translated by Michael Molnar

— Eugeny Nikitin Translated by John High and Andrea Libin

74

windows upon oceans

75


January 5, 2002

*** People of hopelessly antiquated professions joyfully raise their eyes, so recently full of tears. Down Tverskoy goes the procession to end all processions, the poets who are taken seriously. The poets walk into bars and banks, into the shoe store and bookstore, and everywhere in exchange for their sonnets, free verse and tankas they are offered drinks, grub, clothing, and footwear. All the people are happy — only the gays feel wronged: why are they allowed a parade, and we’re not? They’re allowed, because they are saying farewell, today they’ll be going and never coming back. The people gather gaily at our Golgotha: here the most serious wordsmith will intone, and the ventri-loin-quist, one of the locals, will sing back-up for him with her loins: “We filled all the cracks, all the lacunae, we smoothed out all the corners and glitches, we destroyed everything that can be strung and everywhere you can score a goal.” Every year we bid them farewell, you won’t hear a word before autumn, then little by little they fill up Moscow, but this time we’ll place surveillance towers along the belt road – the mayor promises every time, but it’s empty talk. While spiritually rich parents still have their children, while the rich aren’t forbidden to multiply, these dickheads will have their audience, and that means the dark day is nigh. Some dance, others sing, others play the fool, “That’s no effin’ poetry at all,” still others huff, yet down Tverskoy they walk, selling their poems for various useless and useful stuff. — AndreI Rodionov

On the calmly-breathing, transparently-lilac lake, unaffected by winter’s icy sheath, everything was quiet. “And the soul, as one eternally amazed poet wrote, was even quieter and calmer.” It seems a spotted trout is swimming ‘round the distant cape. And here is — only the frozen gray grass, trying hard to ring. Then we drove to the moraine: to look for German graveyards amongst the glacial rocks and trees — handshakes on Lutheran tombstones, suns inside the Catholic, light crosses, wearing tight crowns. — How had they, peasants, drifted here — to the primordial forests of the country close to lake Michigan? And to whom do I say these words? To the birds, which will fill the spring moraine? To the deer, chewing on pieces of the pre-winter sun? Or to the sound of myself, stretched out on the sunset, longer than the quivering pines and longer than my own life? — Igor Vishnevetsky Translated by Ignatiy Vishnevetsky

*** Five years have passed since a mother’s death this must be why I saw, sleeping on the road, an empty bird, and the merciless February wind plucking its feathers. I stopped there and watched for a long while the dirty feathers circle the air and float higher and higher it didn’t hurt me didn’t hurt the bird, I mean, I would like to believe that it didn’t hurt her. — Svetlana Zacharova Translated by John High and Andrea Libin

76

windows upon oceans

77


Melancholy Album

— Lev Rubinstein Translated by Gerald Janecek

78

windows upon oceans

1. Speaking quite seriously, 2. Then it’s already too late. 3. Otherwise, everything is OK: the wind sometimes howls, sometimes is quiet, 4. And a wet branch taps at the window. 5. A wet branch taps at the window — 6. Nothing makes sense; 7. A squashed fly is stuck to the glass — 8. To sleep alone; 9. The child made a puddle in the cradle — 10. Left gets mixed up with right; 11. A dead body on the road — 12. A match breaks; 13. The roof has started leaking in the middle — 14. Attend to the guests; 15. The edge of the roof has started leaking — 16. You will envy a neighbor; 17. A black hound — 18. You will find a mushroom right at the gate; 19. Someone arrived unexpectedly — 20. You will think “Aroused by the mighty flapping Of an incautious wing, You attend with fear and trembling . . . . . . . . . . . . . . . . . . thing. While your soul plays hide and seek, Recording every twist of fortune, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . without a peek . . . . . . . . . . . . . . . tomb.» 21. A rat drinks the water — 22. A guest will hang around till after midnight; 23. Long hair is made into a braid — 24. The samovar will spring a hole; 25. An old man with a cane — 26. The stomach will turn lax; 27. A boat with one oar — 28. You will fall in love with a one-eyed man; 29. A black cockroach — 30. A strange old man will scare you; 31. A reddish cockroach — 32. You 11 forget what you wanted; 33. Instead of honey, you ate crap — 34. A dream will come true; 35. Stubbed a toe on a rock — 36. You will say: “Today I’m not in the mood for art. Sorry, sorry, it’s time to go to bed. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . smart . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . instead. But no game of subordination — . . . . . . . . . . . . . . . . . . . no bounds, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . animation . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .not found.”

37. A naked girl — 38. To pinch a little finger; 39. A blacksmith goes a-courting — 40. To pinch a ring finger; 41. A gypsy lit a match — 42. To pinch a middle finger: 43. The grain has been scattered — 44. You will awake in darkness; 45. You are reading a book — 46. To wave a handkerchief; 47. You pick flowers in the woods — 48. It will begin too late; 49. You pick flowers in a field — 50. As you go in, so will you go out; 51. Didn’t recognize oneself in the mirror — 52. You will remember: “Until you ask, they will not respond, . . . . . . . . . . . . . . . . . . won’t distribute. . . . . . . . . . . . . . . . . . . wind. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . contribute. . . . . . . . . . . . . . .of hated prose . . . . . . . . . . . . . . forever after. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . laughter With tears the world can never know.” 53. Wandered into a swamp — 54. There will be no one to even talk to; 55. The chicken will sing like a nightingale — 56. Death is inevitable; 57. You hope for it’s not clear what — 58. To struggle with agonizing doubts; 59. You are amazed at your own indecisiveness — 60. To cling to the pitiful remains of your own ideas; 61. You arbitrarily expand the boundaries of the acceptable — 62. You will approach the fateful moment when everything will clearly lose all meaning. 63. Didn’t notice that the wind subsided and the last stars went out — 64. You will forget that everything is behind you and that time has irretriev ably run out; 65. You disappear somewhere and then appear unexpectedly, uninvited — 66. Suddenly you will understand that it’s time to leave. But where to go? 67. Nothing makes sense — 68. A wet branch is to tap at the window; 69. The wet branch taps at the window, 70. The wind howls, the water gurgles. 71. And all this has long been quite familiar, 72. For some reason it’s still interesting.

79


The Cloud

in the accusative case

ISLAND PRISON

My parents have their mobile phones Each has his own email And I have just a pair of horns And just a tiny tail

when my five senses are lulled by a taxi & transformed into a kind of gratuity, I dream they’re five herrings — limp & putrid, yet edible. that my spirit is a defenseless artificial limb structured inside a chrome-plated rib cage, that in darkness my fate acquires the weight of a trolley car speeding downhill. that, perhaps, talent’s only a rib steak one can eat under the canopy of CHW.*

Place a fish bone up my sleeve and untie my eyes, push this island apart with palm, like damp night, tap the floor with your magic wand break away like earth, a loaf of bread, don’t leave.

My dad wears an expensive watch My mom wears earrings And as for me, I’ll never fuzz About those stupid things I need no shops, white shirts and shares No shelves for shoes, no shoes No shower-gels, no aftershaves No 2-in-1 shampoos No traffic jams, no cash, no crowd No collar, case and tie All I need is a slice of a Cloud And a mouthful of the Sky — Anna Russ

SONGS OF THE END OF HISTORY I The features of the city saddened— Its soul glides on water. And on the outskirts the empty houses Of witches and magi. Apparently they hear the new call Of a star that becomes a lode star. II And all the while, library-ants bustling among lamps and chandeliers Hoping to wait long enough to see The new era come. Alas, neither a sword, nor a white wig Can help the blind Hiding among bookshelves. Once again, the Nile’s callous wind Whispers to them: “the continent is perishing.” And this night is the last moment Of the humorous history of their world.

that I can hide my face in your belly — the architectural vault, modeled within a body. you’ll kiss the pig-skinned suede of my lips dyed with this fading aniline, and press an empty body’s cube whose armpits smell like naphthalene against yourself & you’ll lean a face toward my pupils glancing into their circles to search out the geometry of vice within me and then slowly raise two pretentious legs constructed in a somewhat Baroque style. but the oblique country’s acquired an hermetic style: landscapes in the flasks of horizons, stagnant water flowing into a bottle among lucid scopes. a visual language informed by this landscape & a detailed consciousness is covered in the freed expanse, having pressed my temple against the glass and by pushing the draught’s surface aside with my hand. I read between the lines an unwritten story, strive to combine your three dimensions with that all so familiar civic background. but the sky’s lost its skill of speech, growing dumbfounded before the microphone. * “Central House of Writers”, a private club in Moscow formerly formembers of the Union.

Odd animals behind those bars – Artem and Ivan, fins sharp like mica, unshaven cheek, they gnaw at the air like a bone, as if at Yerevan city, and lapping the Moon, their spit flows a river. They walk back and forth, trunks to window to reach the bone grass more easily, and, like wings, grow their victims, boys and girls, maidens, out of flour, out of grass. They live off whatever you bring them, off you. A seven-rung ladder leads from the sky. Riding murdered steeds, an angel with severed head and Mother of God comes down to them. Also a killer-angel, and the Last Judgment, he breaks the skull, like the lowest among them he has a ring in his nose, and he rides the worms that dug up the graves of seven nearby villages. Reeks of bleach and excrement, of medicine with urine, andthe angelic meadow that dwells, like a beast, lives deep within itself, and everything outside— a shadow of its fire, the orphans’ white day. He will come and take the island with the beasts on his shoulder and go to wash, then call you to him Kiss your forehead, so you don’t drown in blood again Dress you with eagle wings, like a yoke on a bull. So that you could plough skies, yes, call a star for a reason, so that your plough opens the dead on earth in response. So that the Earth draws its claws and goes to the watering site, and laps from their hands the black tusk-like light. — Andrey Tavrov Translated by John High and Andrea Libin

— Mark Shatunovsky Translated by John High and Ivan Burkin

— Alexander Rytov translated by John High and Andrea Libin

80

windows upon oceans

81


MAKING WORDS www.safmuseum.org / www.artbox.gr / www.poetsmachine.org

Ο παρών κατάλογος εκδόθηκε από το Artventure visual arts network με αφορμή το project Making Words / Poets Machine / Common Cause, που πρωτοπαρουσιάστηκε στην 53η Διεθνή Έκθεση του διευθυντή της Μπιενάλε της Βενετίας Daniel Birnbaum, “Making Worlds”, από τις 3 Ιουνίου ως τις 30 Αυγούστου 2009, και αργότερα στη 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης από τις 18 Σεπτεμβρίου ως ΤΙΣ 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2009.

Οργάνωση: Moscow Poetry Club / Stella Art Foundation ArtBOX.gr | Creative Arts Management

Σε συνεργασία με: Διεθνή Μπιενάλε Ποίησης Μόσχας Εκδοτικός Οίκος “Russian Gulliver” La Casa delle Parole 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης

Συν-επιμελητές: Evgeny Bunimovich (Πρόεδρος της Διεθνούς Μπιενάλε Ποίησης Μόσχας) Eugeny Nikitin (Moscow Poetry Club) Alexander Rytov (Stella Art Foundation) Χρήστος Σαββίδης (ArtBOX.gr | Creative Arts Managementà) Λυδία Χατζηιακώβου (ArtBOX.gr | Creative Arts Management)

Συντονισμός: Stella Art Foundation ArtBOX.gr | Creative Arts Management

Βοηθός Συντονισμού (Θεσσαλονίκη): Tatiana Rytova (Stella Art Foundation)

Επιμέλεια προγράμματος ποίησης (Θεσσαλονίκη): Βασίλης Αμανατίδης, Δάφνη Νικήτα, Eugeny Nikitin (Moscow Poetry Club), Alexander Rytov (Stella Art Foundation)

Υποστηρικτές: Stella Art Foundation Κυβέρνηση της Μόσχας 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης

Σχεδιασμός: STUDIO_HORSTAXE.FR Εκτύπωση: Routage et diffusion

POETS MACHINE

Moscow poetry club

yioula HATZIGEORGIOU

common cause Elena Elagina & Igor Makarevich

“Poets Machine”: Καλλιτεχνική ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Χρήστος Σαββίδης (ArtBOX.gr) Συντονισμός: Λυδία Χατζηιακώβου (ArtBOX.gr) Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός: Γιάννης Επαμεινώνδας (ArtBOX.gr) Σύμβουλος οπτικοακουστικών – επεξεργασία βίντεο: Μάκης Φάρος Σύμβουλος οπτικοακουστικών: ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΚΑΤΖΟΥΓΙΑΝΝΗΣ Κατασκευές: Λουκάς Χατζής Οπτική επικοινωνία: me too / communication design Υποστηρικτές: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου Artventure – visual artS network / Culture 2000 της ΕΕ Χορηγός ασφάλειας: Καραβίας & Συνεργάτες Χορηγός μεταφοράς: Nail 2 Nail Fine Art Movers – Texnagogi Fine Art Department by Velostrans S.A. /

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ: Έκδοση: Artventure – visual arts network Επιμέλεια: Λυδία Χατζηιακώβου (ArtBOX.gr) Κείμενα: Γιάννης Επαμεινώνδας, Κατερίνα Κοσκινά, Andrea Libin & John High, Igor Makarevich & Elena Elagina, Μαρία Μαραγκού, Σωτήρης Μπαχτσετζής, Daniel Birnbaum, Evgeny Bunimovich, Δάφνη Νικήτα, Alexander Rytov, Χρήστος Σαββίδης, Θάλεια Στεφανίδου, Μαρία Τσαντσάνογλου, Λυδία Χατζηιακώβου & Γιούλα Χατζηγεωργίου Ποιήματα: Βασίλης Αμανατίδης, Yury Arabov, Evgeny Bunimovich, Alfred Goubran, Riccardo Held, John High, Gennady Kanevsky, Igor Karaulov, Alexei Korolev, Kirill Kovaldzhi, Laura Luzzatto, Vadim Mesyats, Philip Morre, Alessandro Niero, Δάφνη Νικήτα, Eugeny Nikitin, Alexei Parshchikov, Massimo Rizzante, Andrey Rodionov, Lev Rubinstein, Anna Russ, Alexander Rytov, Mark Shatunovsky, Andrey Tavrov, Igor Vishnevetsky, Svetlana Zakharova Μεταφράσεις: Μενέλαος Σταματέλος (εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά) Φωτογραφίες: Πάνος Κοκκινιάς: σελ. 15 (επάνω), 17 (δεξιά), 35, 36, 37, 38 (ΚΑΤΩ), 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 53. Ανδρέας Σάββα: σελ. 8, 9, 10, 11, 13, 15 (ΕΠΑΝΩ), 17 (αριστερά), 21, 26, 27, 28, 29, 30, 32, 33, 38 (κάτω), 48, 51, 53, 55, 56, 58, 60, 61, 67. Χρήστος Σαββίδης: σελ. 36 (ΕΠΑΝΩ)

This catalogue was published by Artventure visual arts network on the occasion of the project Making Words / Poets Machine / Common Cause, first presented at the 53rd International Art Exhibition of the Venice Biennale “Making Worlds” curated by Daniel Birnbaum, from June 3 to August 30, 2009, and later at the 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art from September 18 to SEPTEMBER 27, 2009.

Organised by: Moscow Poetry Club / Stella Art Foundation ArtBOX.gr | Creative Arts Management

With the collaboration of: Moscow International Poetry Biennale “Russian Gulliver” Publishing House La Casa delle Parole 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art

Co-curators: Evgeny Bunimovich (President of the International Moscow Poetry Biennale) Eugeny Nikitin (Moscow Poetry Club) Alexander Rytov (Stella Art Foundation) Christos Savvidis (ArtBOX.gr | Creative Arts Management) Lydia Chatziiakovou (ArtBOX.gr | Creative Arts Management)

Coordination: Stella Art Foundation ArtBOX.gr | Creative Arts Management

Assistant coordinator (Thessaloniki): Tatiana Rytova (Stella Art Foundation)

Poetry program in Thessaloniki curated by: Vassilis Amanatidis, Daphne Nikita, Eugeny Nikitin (Moscow Poetry Club), Alexander Rytov (Stella Art Foundation)

Supporters: Stella Art Foundation Moscow Government 2nd Thessaloniki Biennale of Contemporary Art

Design: STUDIO_HORSTAXE.FR Printing: Routage et diffusion

“Poets Machine”: Artistic Director: Christos Savvidis (ArtBOX.gr) Coordination: Lydia Chatziiakovou (ArtBOX.gr) Architectural design: Giannis Epaminondas (ArtBOX.gr) Audiovisual advisor – video processing: Makis Faros Audiovisual advisor: Antonis Gatzougiannis Construction: Loukas Chatzis Visual communication: me too / communication design Supporters: Ministry of Education and Culture of Cyprus Artventure – visual artS network / Culture 2000 of the EU Insurance sponsor: Karavias & Associates Transportation sponsor: Nail 2 Nail Fine Art Movers – Texnagogi Fine Art Department by Velostrans S.A. /

CATALOGUE: Published by: Artventure – visual arts network Editor: Lydia Chatziiakovou (ArtBOX.gr) Texts: Sotirios Bahtsetzis, Daniel Birnbaum, Evgeny Bunimovich, Lydia Chatziiakovou & Yioula Hatzigeorgiou, Giannis Epaminondas, Katerina Koskina, Andrea Libin & John High, Igor Makarevich & Elena Elagina, Maria Marangou, Daphne Nikita, Alexander Rytov, Christos Savvidis, Thalea Stefanidiou, Maria Tsantsanoglou Poems: Vassilis Amanatidis, Yury Arabov, Evgeny Bunimovich, Alfred Goubran, Riccardo Held, John High, Gennady Kanevsky, Igor Karaulov, Alexei Korolev, Kirill Kovaldzhi, Laura Luzzatto, Vadim Mesyats, Philip Morre, Alessandro Niero, Daphne Nikita, Eugeny Nikitin, Alexei Parshchikov, Massimo Rizzante, Andrey Rodionov, Lev Rubinstein, Anna Russ, Alexander Rytov, Mark Shatunovsky, Andrey Tavrov, Igor Vishnevetsky, Svetlana Zakharova Translations: Menelaos Stamatelos (unless otherwise mentioned) Photographs by: Panos Kokkinias: p. 15 (top), 17 (right), 35, 36, 37, 38 (bottom), 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 53. Andreas Savva: p. 8, 9, 10, 11, 13, 15 (TOP), 17 (left), 21, 26, 27, 28, 29, 30, 32, 33, 38 (bottom), 48, 51, 53, 55, 56, 58, 60, 61, 67. Christos Savvidis: p. 36 (TOP)



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.