Οι περιπέτειες του
Δον Κιχώτη ...μια διαδραστική εκπαιδευτική μουσικοχορευτική παράσταση από τον πολιτιστικό οργανισμό Arts Embrace με την σύνθεση του Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν “Η σουίτα του Δον Κιχώτη” για έγχορδα και τσέμπαλο και την απόδοση κειμένων της Μαγδαλένας Ζήρα, βασισμένη στο μυθιστόρημα “Ο Δον Κιχώτης” του Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα
1
Λα Μάντσα
2
Οι περιπέτειες του Δον Κιχώτη
Σ
ε ένα χωριό στη Λα Μάντσα της Ισπανίας ζούσε πριν πολλά χρόνια ένας ηλικιωμένος κύριος, ένας ευπατρίδης που είχε ευγενική καταγωγή μα μικρή περιουσία, το πιο μεγάλο μέρος της οποίας το είχε ξοδέψει αγοράζοντας ιπποτικά μυθιστορήματα. Όποτε δεν είχε κάποια άλλη ασχολία, που ήταν τον περισσότερο καιρό, διάβαζε με μανία τις ιστορίες σε αυτά τα βιβλία, για τα οποία είχε τέτοιο πάθος, που ξεπουλούσε ολόκληρες εκτάσεις γης για να μπορεί να τα αγοράσει. Διάβαζε τις περιπέτειες των ιπποτών νύχτα-μέρα, ξεχνώντας να κοιμηθεί ή να φάει. Στο τέλος η φαντασία του επηρεάστηκε τόσο πολύ που άρχισε να ζει σε ένα δικό του κόσμο, στον οποίο ο ίδιος ήταν ένας περιπλανώμενος ιππότης και το πεπρωμένο του ήταν να βιώσει περιπέτειες, μάχες, μεγάλους έρωτες, μαγείες και ξόρκια, κι ένα σωρό άλλες απίστευτες και παράλογες καταστάσεις. Θα έλεγε κανείς πως τρελάθηκε... Έτσι, καβάλα στο γέρικο άλογό του, φορώντας μια αρχαία σκουριασμένη πανοπλία, και παρέα με τον πιστό ακόλουθό του, τον ευκολόπιστο και πρόσχαρο Σάντσο Πάντσα, άφησε το χωριό του για να εκπληρώσει το ιπποτικό του πεπρωμένο και για να κερδίσει την αγάπη της Δόνια Δουλτσινέα. Οι περιπέτειές του είναι αστείες, παράλογες, γελοίες, αλλά συνάμα γοητευτικές και συγκινητικές, γιατί ο Δον Κιχώτης, μέσα στην τρέλα του, είναι μια πραγματικά αγνή ψυχή και ένας αιώνιος ρομαντικός ήρωας.
3
Ο
Το ξύπνημα του Δον Κιχώτη
Δον Κιχώτης ξύπνησε την αυγή. Φορώντας την πανοπλία του, έφυγε από το πανδοχείο, τόσο ευτυχισμένος, τόσο περήφανος, τόσο ιπποτικός, τόσο κατενθουσιασμένος που είχε χρησθεί ιππότης με τον σωστό τρόπο, που ακόμα και τα καπούλια του αλόγου του φούσκωναν με τη χαρά του. Θυμήθηκε όμως τη συμβουλή του οικοδεσπότη του για τον απαραίτητο εξοπλισμό και τις προμήθειες που έπρεπε να πάρει μαζί του στις περιπέτειές του, και ειδικά τα χρήματα και τα πουκάμισα, κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι για να τα προμηθευτεί και για να βρει και έναν ιπποκόμο: συνοδό απαραίτητο για κάθε περιπλανώμενο ιππότη. Μόλις έστρεψε το άλογό του προς το χωριό του το γέρικο άλογο, ο Ροσινάντε, που αναγνώρισε τα παλιά του λημέρια, άρχισε να τρέχει με τέτοιο ζήλο που οι οπλές του σχεδόν δεν άγγιζαν τη γη. Ο Δον Κιχώτης είχε αποφασίσει να προσλάβει για ιπποκόμο έναν γείτονά του, ένα φτωχό γεωργό που ονομαζόταν Σάντσο Πάντσα και που φαινόταν να του ταίριαζε ένα τέτοιο αξίωμα. Φτάνοντας στο χωριό άρχισε αμέσως να πολιορκεί τον Σάντσο: του είπε, ανάμεσα σε άλλα, ότι θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά χαρούμενος για την ευκαιρία να έρθει μαζί του ως ακόλουθος, διότι σύντομα θα του τύχαινε μια περιπέτεια στην οποία θα κέρδιζε ένα ολόκληρο νησί στο πι και φι και θα γινόταν εκεί κυβερνήτης και άρχοντας. Αυτά κι άλλα πολλά έταξε στον Σάντσο Πάντσα ο Δον Κιχώτης κι έτσι το έπεισε να αφήσει την οικογένειά του και να φύγει μαζί του ως ιπποκόμος. Έτσι, αφού μάζεψαν τα απαραίτητα για το δρόμο, έφυγαν την αυγή κρυφά, χωρίς να ειδοποιήσουν κανέναν: ο Δον Κιχώτης καβάλα στο γέρικο άλογό του, με μια μικρή ασπίδα, το μπαλωμένο κράνος και τη μακριά λόγχη του, κι ο Σάντσο Πάνζα δίπλα του καβάλα σ’ ένα γκρίζο γάιδαρο, κορδωτός σαν πατριάρχης. Κάθε τόσο, ο Σάντσο ρωτούσε τον αφέντη του: «Δεν θα ξεχάσεις την υπόσχεσή σου για κείνο το νησί, έτσι αφεντικό; Εγώ θα τα καταφέρω να το διοικήσω μια χαρά, όσο μεγάλο και να’ ναι.» «Να ξέρεις καλέ μου Σάντσο», απαντούσε ο Δον Κιχώτης, «πως αυτή η στιγμή δεν θ’ αρ4
γήσει: το πολύ σε έξι μέρες υπολογίζω να κατακτήσω ένα βασίλειο με τις επαρχίες του, και μια απ’ αυτές θα είναι οπωσδήποτε κατάλληλη για να γίνεις βασιλιάς της.»
Ξ
Η επίθεση στους ανεμόμυλους
αφνικά, καθώς προχωρούσαν και τα έλεγαν αυτά, είδαν τριάντα ή σαράντα ανεμόμυλους που υψώνονταν καταμεσής της πεδιάδας. Αμέσως ο Δον Κιχώτης είπε στον ιπποκόμο του: «Η Τύχη μας κατευθύνει καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να ελπίσουμε: βλέπεις εκεί, καλέ μου φίλε Σάντσο Πάντσα, το μέρος όπου στέκονται καμιά τριανταριά τερατώδεις γίγαντες; Σκοπεύω να συγκρουστώ μαζί τους και στη μάχη απάνω να τους πάρω τη ζωή! Και μετά, με τα λάφυρα που θα κερδίσω, θα αρχίσουν οι μέρες της ευημερίας μας. Γιατί αυτός είναι ένας δίκαιος πόλεμος! Θα είναι μεγάλο ανδραγάθημα να εξαφανίσω από προσώπου γης αυτή την μοχθηρή φάρα! «Ποιους γίγαντες;» ρώτησε ο Σάντσο Πάντσα. «Αυτούς που βλέπεις εκεί, με τα μεγάλα χέρια. Είναι γίγαντες με μπράτσα μακριά ίσαμε έξι μίλια.» «Κοίτα να δεις» απάντησε ο Σάντσο, «αυτά εκεί πέρα δεν είναι γίγαντες, είναι ανεμόμυλοι, και αυτά που λες πως είναι μπράτσα, είν’ τα πανιά τους: όταν φυσάει ο άνεμος, γυρίζουν, για να γυρίζουν κι οι μυλόπετρες.» «Είναι προφανές» απάντησε ο Δον Κιχώτης «πως είσαι εντελώς αρχάριος σε θέματα περιπετειών. Είναι γίγαντες. Και αν εσύ φοβάσαι, μπορείς να πας λίγο παράμερα και να προσευχηθείς. Εγώ θα τους αντιμετωπίσω σε ένα άγριο και δύσκολο αγώνα.» Και μ’αυτά τα λόγια έχωσε τα σπιρούνια του στα πλευρά του Ροσινάντε, χωρίς να δίνει σημασία στον ιπποκόμο του, που φώναζε πως αυτά τα πράγματα ήτανε ανεμόμυλοι κι όχι γίγαντες. Αλλά ο Δον Κιχώτης ήταν τόσο πεπεισμένος ότι ήταν γίγαντες, που ούτε άκουγε τον Σάντσο ούτε έβλεπε αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια του, γιατί τώρα πια είχε φτάσει κοντά τους. Έτσι, φώναξε: «Μην φεύγετε, δειλά και αχρεία πλάσματα! Ένα ιππότης μόνος του σας επιτίθεται!» Με ένα φύσημα του αέρα, οι ανεμόμυλοι άρχισαν να γυρίζουν και ο Δον Κιχώτης φώναξε: «Ακόμα κι αν με απειλείτε κουνώντας πιο πολλά χέρια κι από τον γίγαντα Βριάρεο, θα το πληρώσετε ακριβά!» 5
Μ’ αυτά τα λόγια, κρατώντας μπροστά του τη μικρή ασπίδα του και με τη λόγχη του έτοιμη, έκανε έφοδο με μεγάλη ταχύτητα ενάντια στον πλησιέστερο ανεμόμυλο. Μόλις έμπηξε τη λόγχη του μέσα στο πανί, ο άνεμος φύσηξε ξαφνικά και γύρισε το πανί τόσο βίαια που η λόγχη έγινε χίλια κομμάτια και ο αναβάτης μαζί με το άλογο κατρακύλησαν και σύρθηκαν στην πεδιάδα, καταλήγοντας σε πολύ κακή κατάσταση. Ο Σάντσο Πάντσα έσπευσε να βοηθήσει τον αφέντη του, ο οποίος δεν μπορούσε να κουνηθεί. «Για τ’ όνομα του Θεού!» είπε ο Σάντσο. «Δεν σας είπα να προσέχετε τί κάνετε, δεν σας είπα ότι είναι ανεμόμυλοι; Μόνο κάποιος που έχει μέσα στο κεφάλι του ανεμόμυλους θα έκανε ένα τέτοιο λάθος!» «Καθόλου, καλέ μου φίλε Σάντσο» αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης. «Οι πολεμικές υποθέσεις, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, είναι σε κατάσταση διαρκούς ρευστότητας και μεταβολής. Πιστεύω ακράδαντα πως εκείνος ο μάγος Φρεστόν, αυτός που μου έκλεψε και τα βιβλία μου, μεταμόρφωσε τους γίγαντες σε ανεμόμυλους, για να μου στερήσει τη δόξα της νίκης. Τόσο πολύ με εχθρεύεται! Αλλά η κακία του δεν θα τον σώσει σαν έρθει αντιμέτωπος με τη δύναμη του ξίφους μου!» «Ό,τι θέλει ο Θεός θα γίνει» είπε ο Σάντσο Πάντσα βοηθώντας τον αφέντη του να σταθεί στα πόδια του και να ανεβεί στο άλογό του, που ήταν κι αυτό σε κακή κατάσταση. Κι έτσι συνέχισαν το δρόμο τους, μιλώντας γι’ αυτή την περιπέτεια και για αυτές που φαντάζονταν ότι θα ακολουθούσαν.
Ο Δον Κιχώτης αναστενάζει για τη Δόνια Δουλτσινέα
Ο
Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα έφτασαν κάποτε σε ένα ψηλό βουνό που έστεκε πολύ πιο πάνω από τους λόφους που το περιτρυγύριζαν. Στους πρόποδές του κυλούσε απαλά ένα ρυάκι και γύρω απ’ το ρυάκι απλωνόταν ένα λειβάδι, τόσο πράσινο και θαλερό που ήταν χαρά σου να το βλέπεις. Υπήρχαν πολλά δέντρα του δάσους και φυτά και λουλούδια που συνέβαλλαν στην ομορφιά του τόπου. Εκείνο το σημείο ο Ιππότης μας επέλεξε για να θρηνήσει για την αγαπημένη του Δόνια Δουλτσινέα. Κι έτσι, μόλις έφτασε εκεί, άρχισε να φωνάζει, λες κι ήταν κανένας τρελός: «Εδώ είναι το μέρος, ω ουρανοί, που επιλέγω για να θρηνήσω τη δυστυχία όπου με ρίξατε. Εδώ είναι το μέρος όπου τα δάκρυα απ’ τα μάτια μου θα σμίξουν με τα νερά αυτού του ποταμού και οι βαθιοί, ασταμάτητοι αναστεναγμοί μου θα αναταράζουν συνεχώς τις φυλλωσιές αυτών των δέντρων,
6
μαρτυρία και ένδειξη της θλίψης που βασανίζει την άμοιρη καρδιά μου. Ω εσείς, αγροτικές θεότητες, όποιες κι αν είστε, που ζείτε σε αυτό το έρημο μέρος, ακούστε τους θρήνους ενός κακότυχου εραστή, που τον έφερε εδώ ένας μακρύς αποχωρισμός για να κλάψει ανάμεσα στα έρημα βράχια και για να παραπονεθεί για την σκληρή καρδιά αυτής της όμορφης αχάριστης, αυτής που είναι το τέλειο σύμβολο όλης της ανθρώπινης ομορφιάς. Ω εσείς Νύμφες των δέντρων και Δρυάδες, που ζείτε στα βάθη του δάσους, βοηθήστε με να θρηνήσω τη δυστυχία μου, ή τουλάχιστον μην κουράζεστε να την ακούτε! Ω Δουλτσινέα, μέρα της νύχτας μου, δόξα της θλίψης μου, τέλος του ταξιδιού μου, αστέρι της μοίρας μου: μακάρι οι ουρανοί να σου χαρίζουν ευημερία και ευτυχία• σκέψου σε ποια κατάσταση με κατάντησε ο χωρισμός μου από σένα και χάρισέ μου την ανταμοιβή που η πίστη μου αξίζει. Ω εσείς μοναχικά δέντρα, που από σήμερα θα είστε οι σύντροφοι της μοναξιάς μου, δείξτε με την απαλή κίνηση των κλαδιών σας ότι η παρουσία μου δεν σας είναι δυσάρεστη! Κι εσύ, πιστέ μου ακόλουθε, Σάντσο Πάντσα, σύντροφε πρόσχαρε και στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα που μου τυχαίνουν, φύλαξε στη μνήμη σου αυτά που θα δεις εδώ, έτσι ώστε να μπορείς να τα διηγηθείς σε εκείνην που είναι η αιτία αυτής της δυστυχίας!»
7
Λέγοντας αυτά τα λόγια κατέβηκε από το άλογό του, του αφαίρεσε τη σέλα και το χαλινάρι και χτυπώντας το στα καπούλια του είπε: «Εγώ που δεν έχω ελευθερία σου χαρίζω τη δική σου, εξαίσιο άτι μου, τυχερό στα κατορθώματα αλλά άτυχο στη μοίρα. Φύγε από δώ και πήγαινε όπου θέλεις, γιατί σπουδαιότερο και γρηγορότερο άλογο από σένα δεν περπάτησε ποτέ στο πρόσωπο της γης!» Όταν το είδε αυτό ο Σάντσο Πάντσα είπε: «Να σου πω την αλήθεια, κυρ-Ιππότη, αν το ταξίδι μου και η τρέλα σου θα γίνουν στ’ αλήθεια, είναι καλύτερα να ξαναβάλεις στο Ροσινάντε τη σέλα και το χαλινάρι γιατί μην ξεχνάς πως χάσαμε και το γάιδαρό μου. Έτσι αν πάω να βρω τη Δουλτσινέα με τα πόδια, θα αργήσω πολύ γιατί, σου ορκίζομαι, είμαι πολύ κακός στο περπάτημα.» Ο Δον Κιχώτης απάντησε: «Εντάξει Σάντσο, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά δεν θα φύγεις ακόμα: πρέπει να δεις τη μετάνοιά μου, να με δεις να σχίζω τα ενδύματά μου, να πετάω κατάχαμα την πανοπλία μου και να χτυπώ το κεφάλι μου στους βράχους.» «Για όνομα του Θεού!» είπε ο Σάντσο Πάντσα. «Σε παρακαλώ να προσέχεις όταν χτυπάς το κεφάλι σου εδώ κι εκεί. Καλύτερα να μην το χτυπήσεις πάνω στα βράχια γιατί έτσι μπορεί να τελειώσει η μετάνοιά σου μια κι έξω. Εγώ νομίζω καλύτερα να μην τα κάνεις όλ’ αυτά στ’ αλήθεια. Δώσε μου το γράμμα για τη Δόνια Δουλτσινέα κι εγώ θα της το παραδώσω και θα επιβεβαιώσω ότι έχεις κάνει όλα αυτά τα τρελά πράγματα κι ακόμα ότι χτυπούσες για τρεις μέρες το κεφάλι σου επάνω στα πιο κοφτερά βράχια. Εγώ καλύτερα να φύγω και να ξανάρθω γρήγορα για να σε πάρω να φύγουμε απ’ αυτό εδώ το μέρος βασανιστηρίων!»
Ο
Η εξαπάτηση του Σάντσο Πάντσα
Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα έμειναν κάποτε σε ένα πανδοχείο—που τελικά αποδείχτηκε πολύ κακόφημο, επικίνδυνο και καθόλου άνετο. Αφού πέρασαν μία δύσκολη νύχτα εκεί αποφάσισαν, παρόλο που ήταν κουρασμένοι, να φύγουν το πρωί, για να αναζητήσουν καινούργιες περιπέτειες. Ο Δον Κιχώτης ανέβηκε στο άλογό του και ο Σάντσο στο γάιδαρο. Όταν ο ξενοδόχος ζήτησε την πληρωμή του ο Δον Κιχώτης απάντησε: «Θα πρέπει να με συγχωρέσεις που δεν θα σε πληρώσω, γιατί δεν πρέπει να παραβώ τον κώδικα των περιπλανώμενων ιπποτών, οι οποίοι είμαι 8
9
σίγουρος ότι ποτέ δεν πληρώνουν για τη διαμονή τους ή για οτιδήποτε άλλο όταν μένουν σε ένα πανδοχείο, διότι όποια φιλοξενία τους προσφερθεί είναι δικαίωμα και προνόμιό τους ως ιππότες, και ανταμοιβή για τις αφόρητες ωδίνες που υπομένουν καθώς ψάχνουν για περιπέτειες μέρα και νύχτα, χειμώνα και καλοκαίρι, πεζή ή καβάλα στ’ άλογο, πεινασμένοι και διψασμένοι, στη ζέστη και στο κρύο, στο έλεος του ανελέητου ουρανού και της αφιλόξενης γης.» Και λέγοντας αυτά, έμπηξε τα σπιρούνια του στον Ροσινάντε και έφυγε καλπάζοντας από το πανδοχείο, χωρίς να μπορεί κανένας να τον σταματήσει και συνέχισε για αρκετή απόσταση χωρίς να κοιτάξει καν αν τον ακολουθούσε ο ιπποκόμος του. Ο ξενοδόχος, αφού ο Δον Κιχώτης δεν τον πλήρωσε, προσπάθησε να πάρει την πληρωμή του από τον Σάντσο Πάντσα. Αλλά ο Σάντσο δήλωσε πως, αφού ο αφέντης του δεν πλήρωσε, δεν θα πλήρωνε ούτε αυτός, επειδή ήταν ακόλουθος ενός περιπλανώμενου ιππότη και ως εκ τούτου οι ίδιοι κανόνες ίσχυαν και γι’ αυτόν όσον αφορούσε τις πληρωμές στα πανδοχεία. Αυτό εξόργισε τον ξενοδόχο, ο οποίος τον απείλησε πως αν δεν του έδινε αμέσως τα λεφτά θα τον έκανε να πληρώσει με άλλο τρόπο, πολύ πιο δυσάρεστο. Ο Σάντσο Πάντσα απάντησε πως, στο όνομα του ιπποτικού νόμου, δεν είχε σκοπό να πληρώσει ούτε δεκάρα, ακόμα κι αν αυτό του κόστιζε τη ζωή του! Ο αρχαίος και σοφός νόμος των ιπποτών δεν επρόκειτο να παραβιαστεί από δικό του λάθος! Δυστυχώς για τον καημένο Σάντσο Πάντσα στο πανδοχείο έμεναν εκείνες τις μέρες κάποιοι έμποροι υφασμάτων από μια πολύ κακόφημη περιοχή της Σεβίλλης. Ήταν αρκετά πρόσχαροι, αλλά και πολύ σκανταλιάρηδες και πλακαντζήδες, και από μια κοινή αιφνίδια παρόρμηση πλησίασαν όλοι μαζί τον Σάντσο, τον έριξαν από το γάιδαρό του, τον έβαλαν μέσα σε μια κουβέρτα που πήραν από το κρεβάτι του ξενοδόχου, τον έβγαλαν έξω στην αυλή και άρχισαν ένα βίαιο και σκληρό παιχνίδι: βάζοντάς τον στη μέση της κουβέρτας, και κρατώντας όλοι μαζί τις άκρες της, τον έριχναν πάνω-κάτω για να κάνουν πλάκα. Ο άμοιρος Σάντσο ούρλιαζε τόσο δυνατά που τον άκουσε ο αφέντης του, επέστρεψε στο πανδοχείο καλπάζοντας—με δυσκολία, είναι αλήθεια—και είδε το κακόγουστο αστείο εις βάρος του ιπποκόμου του. Τον είδε που πετούσε ψηλά στον αέρα και έπεφτε κάτω—με τόση 10
γρηγοράδα και χάρη, είναι αλήθεια, που, αν δεν ήταν τόσο οργισμένος, σίγουρα θα έβαζε τα γέλια. Ο Δον Κιχώτης άρχισε να ξεστομίζει φοβερές απειλές προς τους βασανιστές του Σάντσο, αλλά αυτούς δεν φάνηκε να τους νοιάζει: δεν σταμάτησαν ούτε το παιχνίδι τους ούτε τα γέλια τους—κι ούτε ο Σάντσο σταμάτησε τους θρήνους, τις απειλές και τις ικεσίες του, μέχρι που στο τέλος οι πλακαντζήδες κουράστηκαν και μόνο τότε σταμάτησαν. Ανέβασαν τον καημένο τον Σάντσο στο γάιδαρό του και του έριξαν από πάνω το πανωφόρι του. Ο Σάντσο αμέσως έμπηξε τις φτέρνες του στα πλευρά του γαϊδάρου του και έφυγε γρήγορα από την κεντρική πύλη του πανδοχείου, πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του που δεν είχε πληρώσει δεκάρα, έστω κι αν είχε υποστεί μια κάποια κακοποίηση. Στην πραγματικότητα όμως ο ξενοδόχος είχε κλέψει τα σακίδια απ’ το γάιδαρο το Σάντσο, ως πληρωμή για τη φιλοξενία, αλλά ο καημένος ο Σάντσο ήταν τόσο ζαλισμένος, που δεν κατάλαβε ότι έλειπαν, παρά μόνο όταν ήταν πια αργά.
Ο
O καλπασμός του Ροσινάντε και του γαϊδάρου του Σάντσο Πάντσα
Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα ξεκίνησαν για το Ελ Τομπόσο, το χωριό της Δόνια Δουλτσινέα, πριν ακόμα ξημερώσει. Ο Δον Κιχώτης καβάλα στον καλό του Ροσινάντε, ο Σάντσο Πάντσα καβάλα στο γνωστό γαϊδούρι του, με καινούργια σακίδια, καλά εφοδιασμένα με προμήθειες, κι ένα πουγκί με χρήματα. Καθώς προχωρούσαν ο Δον Κιχώτης είπε στον ιπποκόμο του: «Σάντσο, φίλε μου, η νύχτα έρχεται γρήγορα κι εγώ σκοπεύω να φτάσω στο Ελ Τομπόσο μέχρι την αυγή. Γιατί πριν βάλω πλώρη για άλλες περιπέτειες, επιθυμώ με όλη μου την ψυχή να λάβω την ευλογία και τον αποχαιρετισμό από την αγαπημένη μου, την ασύγκριτη Δουλτσινέα. Θωρακισμένος με τέτοια φυλαχτά θα φέρω εις πέρας οποιαδήποτε δύσκολη αποστολή! Τίποτα σε αυτό τον κόσμο δεν δίνει περισσότερη δύναμη στους περιπλανώμενους ιππότες από την αγάπη!» Τέτοιες σκέψεις έκανε ο Δον Κιχώτης καθώς έφευγε από το χωριό του για να συναντήσει την αγαπημένη του, πάντα με τον πιστό του ακόλουθο τον Σάντσο. Μόλις βγήκαν στην ανοιχτή πεδιάδα το άλογο άρχισε να χλιμιντρίζει ενθουσιασμένο και ο γάιδαρος να γκαρίζει ακόμα πιο δυνατά, γεγονός το οποίο φάνηκε σαν καλός οιωνός στους δυο ήρωές μας: τίποτα δεν θα τους σταματούσε πια από το να εκπληρώσουν την αποστολή τους! 11
Έτσι άρχισαν να καλπάζουν ενθουσιασμένοι προς το Ελ Τομπόσο, με όση δύναμη είχαν τα ζώα τους. Είναι αλήθεια πως ο Ροσινάντε αγκομαχούσε λίγο από το βάρος της πανοπλίας του αφέντη του και ο γάιδαρος είχε κι αυτός ένα διόλου ευκαταφρόνητο φορτίο (Σάντσο, σέλα, σακίδια και προμήθειες!). Ο καλπασμός και των δύο ήταν παρ’ όλα αυτά ένα όμορφο και ελπιδοφόρο θέαμα!
Τ
Ο Δον Κιχώτης ξεκουράζεται
ο σούρουπο βρήκε τους οι ήρωές μας ακόμα στο δρόμο για τον Ελ Τομπόσο. Η νύχτα πλησίαζε και η πείνα επίσης… Αλλά ο προορισμός τους ήταν ακόμα μακριά. Βιάζονταν να βρουν κάποιο χωριό να διανυκτερεύσουν και να φάνε, πριν τους βρει το σκοτάδι. Πριν όμως φτάσουν σε χωριό συνάντησαν τις καλύβες κάποιων βοσκών και ο Δον Κιχώτης, ενθουσιασμένος, αποφάσισε, προς μεγάλη απογοήτευση του Σάντσο, να περάσουν τη νύχτα εκεί, και να κοιμηθούν στο ύπαιθρο. Γιατί ο Δον Κιχώτης κάθε φορά που έκανε μια τέτοια ηρωική πράξη αυταπάρνησης τη θεωρούσε απόδειξη της ιπποτικής του φύσης. Οι βοσκοί τους υποδέχτηκαν με θερμή φιλοξενία. Μοιράστηκαν μαζί τους ψητό κρέας και άφθονο κρασί, κι ακόμα ένα σκληρό τυρί και λίγα γλυκά βελανίδια. Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο κάθισαν πλάι πλάι μπροστά από τη φωτιά, έφαγαν από το ίδιο πιάτο και ήπιαν από το ίδιο ποτήρι, ακολουθώντας τους ιπποτικούς κανόνες που διέπουν τη σχέση ιππότη και ακόλουθου. Οι βοσκοί κοίταζαν τους δυο ιδιόρρυθμους φιλοξενούμενούς τους με περιέργεια, τρώγοντας σιωπηλά. Όταν ο Δον Κιχώτης ικανοποίησε την πείνα του, έπεσε σε σκέψη. Και κοιτάζοντας τη φωτιά, άρχισε να μιλά: «Πόσο ευτυχισμένα και ευλογημένα ήταν εκείνα τα χρόνια που οι αρχαίοι ονόμαζαν Χρυσή εποχή της ανθρωπότητας! Όχι επειδή τότε υπήρχε άφθονο χρυσάφι, αλλά επειδή εκείνα τα χρονιά ο κόσμος δεν γνώριζε τις λέξεις «δικό σου» και «δικό μου». Εκείνη την ευλογημένη εποχή όλα τα αγαθά ήταν για όλους κοινά. Κανένας άνθρωπος για να κερδίσει τα προς το ζην δεν χρειαζόταν να κάνει άλλο κόπο παρά να απλώσει το χέρι του και να κόψει τα φρούτα των δέντρων, που του πρόσφεραν γενναιόδωρα τους γλυκούς καρπούς τους• τα γάργαρα ρυάκια και οι κρυστάλλινες πηγές του πρόσφεραν με θαυμαστή αφθονία το δροσερό νερό τους. Στις σχισμές των βράχων και μέσα στους κορμούς των δέντρων οι εργατικές και συνετές μέλισσες έφτιαχναν τις πολιτείες τους, προσφέροντας στον καθένα, με ανι-
12
διοτέλεια, την πλούσια και γλυκιά σοδειά των κόπων τους. Παντού επικρατούσε η ειρήνη, η φιλία, η αρμονία. Το βαρύ υνί του άροτρου δεν είχε ακόμα σχίσει το μαλακό χώμα της μητέρας γης, γιατί η γη, αβίαστα και απλόχερα, προσέφερε τους άφθονους καρπούς της στα παιδιά της. Εκείνο τον καιρό οι αθώες, πανέμορφες κοπέλες περιπλανιούνταν στα λιβάδια και στους λόφους χωρίς φόβο. Στολίδια τους ήταν τ’ αγριολούλουδα κι ο κισσός, κι όχι τα ακριβά υφάσματα που φορούν σήμερα οι κυρίες της αυλής. Αλλά τώρα πια, στη δική μας εποχή, κανείς δεν είναι ασφαλής. Βασιλεύουν τα πάθη, η κακία, η απάτη και ο φθόνος. Και έτσι, για την προστασία των αθώων στους πονηρούς αυτούς καιρούς, ιδρύθηκε η τάξη των περιπλανώμενων ιπποτών στην οποία ανήκω. Εμείς οι περιπλανώμενοι ιππότες καλούμαστε, σ’ αυτή την εποχή της κακίας, να προστατεύσουμε τις κοπέλες, τις χήρες, τα ορφανά και όλους τους αδύναμους συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη βοήθειας. Κι έτσι ο καθένας έχει υποχρέωση με τη σειρά του να προσφέρει στους ιππότες φιλοξενία και στήριξη, όταν την χρειάζονται, λόγω του δύσκολου και σημαντικού έργου που επιτελούν. Αλλά εσείς αδέλφια μου, προσφέρατε σε μένα και στον ακόλουθό μου απλόχερα τη φιλοξενία σας, χωρίς να ξέρετε ποιοι είμαστε και χωρίς να νιώθετε καμία υποχρέωση. Και γι’ αυτό σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.»
13
ΜΟΥΣΙΚΗ
Concordia String Quartet Κώστας Δεμιρτζόγλου – βιολί Βίκη Χατζηανδρέου – βιολί Νικόλας Ευθυμίου – βιόλα Δώρος Ζήσιμος – τσέλο Ελεάνα Ανδρέου – κοντραμπάσο Άντρη Χατζηανδρέου – πιάνο
ΧΟΡΟΣ
Βίκυ Κάλλα Παναγιώτης Τοφή
ΑΦΗΓΗΣΗ
Λήδα Καραγιάννη
ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ
Νατάσα Χατζηανδρέου
ΚΕΙΜΕΝΑ
Μαγδαλένα Ζήρα
Επιμέλεια προγράμματος
Δρ. Άντρη Χατζηανδρέου
14
Ο Πολιτιστικός Οργανισμός Arts Embrace είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με ιδιαίτερη ευαισθησία στην στήριξη και προώθηση Κύπριων καλλιτεχνών μέσα από όλες τις μορφές τέχνης. Έχοντας σαν θεμελιώδη αρχή ότι η ανάγκη για δημιουργική έκφραση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ανθρώπινης φύσης, το Arts Embrace προάγει την φιλοσοφία ότι οι τέχνες είναι ένα από τα βασικότερα και ουσιαστικότερα μέσα καλλιέργειας ενεργών πολιτών εντός και εκτός των συνόρων τους. Δίνοντας έμφαση στην επιμόρφωση νεαρών ατόμων από την προσχολική ηλικία μέχρι και τα φοιτητικά χρόνια, το Arts Embrace συμβάλλει με τον δικό του τρόπο στη δημιουργία ανεξάρτητα σκεπτόμενων ανθρώπων, που μέσα από την δημιουργική τους εξέλιξη ανακαλύπτουν την καλλιτεχνική ταυτότητά τους, τα είμαι, τα θέλω και τα αγαπώ τους, αλλάζοντας έτσι με την σειρά τους τον κόσμο. Οι παραστάσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του προγράμματος Πολιτιστικής Αποκέντρωσης – Η τέχνη στις κοινότητες.
15