Almond Trees Bring the spring

Page 1

1


2


ΕΥΑ ΡΕΤ΢ΟΡΟΥΛΟΥ ΛΙΑΝΟΥ

Mια αμυγδαλιά κα φζρει τθν άνοιξθ

3


Σ’ζνα νθςί με καταπράςινα λιβάδια, με όμορφα δζντρα, με μυρωδάτα λουλοφδια, βρζκθκε κάποτε ζνασ από τουσ πιο πλοφςιουσ ανκρϊπουσ ςτον κόςμο. Είχε εκμυςτθρευτεί ςτουσ φίλουσ του ότι κα ικελε, όταν πια κα είχε πολλά-πολλά λεφτά, να πάει ςε ζνα όμορφο νθςί και να ηιςει εκεί με τθν οικογζνειά του, τα κθςαυροφυλάκιά του, ζντεκα τον αρικμό, και να μθν κάνει τίποτα. Μονάχα να βλζπει τον ιλιο, να χαϊδεφει τα χριματά του και να χαίρεται. 4


Ο Διμαρχοσ του νθςιοφ κεϊρθςε μεγάλθ τιμι ότι ο Μεγιςτάνασ ζδειξε τθν προτίμθςι του και εξζφραςε τθν επικυμία του να είναι το νθςί τουσ θ μελλοντικι του κατοικία. Ζτςι, λοιπόν, ο Διμαρχοσ ζβαλε τον γραμματζα και όλουσ τουσ υπαλλιλουσ του δθμαρχείου να ψάχνουν για το πιο όμορφο οικόπεδο, που κα είχε μζςα το πιο μεγάλο ςπίτι και που κα χωροφςε, εκτόσ από τθν οικογζνεια του Μεγιςτάνα, τον ίδιο τον Μεγιςτάνα κακϊσ και τα ζντεκα κθςαυροφυλάκιά του. Οι ςυηθτιςεισ ιταν πολλζσ μεταξφ του Δθμάρχου και του Μεγιςτάνα. «Αυτόσ ο άνκρωποσ κα με τρελάνει», μονολογοφςε ο Διμαρχοσ. «Δεν ξζρει τι κζλει ι μάλλον επειδι πλθρϊνει πολλά ζχει παλαβζσ απαιτιςεισ». «Μα τι ςασ ηθτάει αγαπθτζ μου Διμαρχε; Τι είναι αυτό το τόςο καταπλθκτικό και απίκανο;», ρωτοφςε ςυνζχεια ο καρδιακόσ του φίλοσ, ο γεωπόνοσ. 5


«Θα ςασ πω. Είμαι ςίγουροσ ότι δε κα ςασ αρζςει κακόλου αυτό που κα ακοφςετε, αγαπθτζ μου.» «Αλικεια; Τϊρα είμαι ακόμθ πιο περίεργοσ, επιτζλουσ πείτε μου!»

«Να, ο Μεγιςτάνασ αποφάςιςε να κατοικιςει ςτο πάρκο με τισ αμυγδαλιζσ. Πςα ςπίτια κι αν του δείξαμε, μάταια. Αγφριςτο κεφάλι, αυτό κζλει, λζει, και απαίτθςε να ξεριηϊςουμε όλεσ τισ αμυγδαλιζσ που βρίςκονται ςτο πάρκο, γιατί κζλει να το ςκάψει και να ανοίξει πολφ μεγάλεσ τρφπεσ εκεί… Ζντεκα τον αρικμό... Θζλει, λζει, να βάλει μζςα τα κθςαυροφυλάκιά του.» «Εάν είναι δυνατόν!» ξζςπαςε ο γεωπόνοσ. «Του εξθγιςατε; Το πάρκο μασ είναι πολφ ςθμαντικό. Το βρικαμε από τουσ προγόνουσ μασ. Οι παπποφδεσ μασ φφτεψαν τθν πρϊτθ 6


αμυγδαλιά. Διμαρχε, δεν πιςτεφω να του το επιτρζψετε.» «Βζβαια, αγαπθτζ μου. Του εξιγθςα ότι το νθςί μασ είναι υπό τθν προςταςία ενόσ οικολογικοφ οργανιςμοφ. Τα δζντρα ζχουν πίςω τουσ χιλιετίεσ, τα λουλοφδια μασ ζχουν κεωρθκεί από τα πιο δυςεφρετα, οι μυρωδιζσ τουσ είναι τόςο ςπάνιεσ που ακόμθ και από τα Ραρίςια και τα Λονδίνα μασ επιςκζπτονται για να κάνουν απόςταξθ των πετάλων τουσ και των φυλλωμάτων τουσ…» «Αγαπθτζ μου, μθ μου τα λζτε εμζνα. Εγϊ ιμουν από τουσ πρϊτουσ που ςασ ζφερα ςε επαφι με τον κφριο Μπελαμί και τον κφριο Γκόρντον τθσ εταιρείασ Μπζλαμι Ρζρφιουμ. Και τθσ αντίςτοιχθσ αγγλικισ Γκόρντον Σμελλ.» 7


«Ζχετε δίκιο, φίλε μου. Είδατε, ζχω τελείωσ αποςυντονιςτεί που δεν ξζρω τι λζω πια οφτε τι κάνω», αναςτζναξε ο Διμαρχοσ. «Να πείτε ς’ αυτόν το Μεγιςτάνα να μθν ζρκει. Ρρζπει να είναι πολφ…, μθν εκφραςτϊ, για να κζλει να διαλφςει το νθςί μασ.» «Κφριε γεωπόνε», τον διζκοψε ο Διμαρχοσ «μθν τα λζτε αυτά. Ο Μεγιςτάνασ κα φζρει χριματα πολλά, κα βοθκιςει θ άφιξι του ςτο νθςί μασ. Θα φζρει πολλά οφζλθ, κα κάνει ζργα και κα καλεί και τουσ φίλουσ του εδϊ να κάνουν διακοπζσ και κα ανοίξουμε και άλλα μαγαηιά και ξενοδοχεία. Και κα βοθκιςει και το διμο, για να προχωριςουμε ςε ανζγερςθ πολυκατοικιϊν και ξενοδοχείων.» «Δεν μου λεσ κυρ-Διμαρχε, είμαςτε φίλοι τόςα χρόνια, τι κεσ να το κάνεισ το νθςί μασ; 8


Μιπωσ να το μετατρζψεισ ςε Ντουμπάι; Τι μασ χρειάηονται τα πολυκαταςτιματα ςτο νθςί;» «Δυςτυχϊσ δεν καταλαβαίνετε, αγαπθτζ μου. Θ πρόοδοσ μασ καλεί…!» «Φεφγω, φεφγω, γιατί αρχίςατε τα πολιτικά ςασ λογφδρια και κα τςακωκοφμε».

Ο γεωπόνοσ ζφυγε γρυλίηοντασ ςχεδόν, για τα μυαλά του φίλου του του Διμαρχου που είχαν πάρει αζρα. Μια εβδομάδα πζραςε και το νθςί είχε αλλάξει τελείωσ πρόςωπο. Το μεγάλο πάρκο 9


με τισ αμυγδαλιζσ, που βριςκόταν ςτθν άλλθ άκρθ του νθςιοφ, είχε γίνει ςωςτό γιαπί. Πλεσ οι αμυγδαλιζσ είχαν ξεριηωκεί και ζντεκα τεράςτιεσ γοφβεσ των 30 μζτρων θ κακεμιά είχαν ανοιχτεί.

Μπουλντόηεσ δοφλευαν αςταμάτθτα και φορτθγά με χϊμα πιγαιναν κι ερχόντουςαν από το πάρκο και ξανά πίςω. Ο Μεγιςτάνασ κα ζφτανε νωρίτερα με τα ζντεκα κθςαυροφυλάκιά του, ενϊ θ οικογζνειά του κα ζφτανε ςε μια εβδομάδα. Ο Μεγιςτάνασ είχε ηθτιςει από τον Διμαρχο να είναι όλα 10


ζτοιμα για τθν άφιξι του, τουλάχιςτον αυτοφ και των ζντεκα κθςαυροφυλακίων του, που τα είχε καλφτερα κι από παιδιά του. Κα ζμενε ςτο ξενοδοχείο «Γκραντ Οτζλ Ραλλάσ», ςτθ Χϊρα, κοντά ςτο λιμάνι του νθςιοφ, μιασ και ιταν το μόνο ξενοδοχείο που μποροφςε να φιλοξενιςει ςτισ κρφπτεσ του τα ζντεκα κθςαυροφυλάκιά του. Πλθ θ αςτυνομία του νθςιοφ ιταν επί ποδόσ. Στθν πζνα ντυμζνοι χίλιοι αςτυνομικοί ςτθ ςειρά, από τθν αποβάκρα μζχρι τθν είςοδο του λιμανιοφ τθσ Χϊρασ, είχαν ςτθκεί και περίμεναν καρτερικά να φανεί το πλοίο του Μεγιςτάνα που είχε ναυλωκεί ειδικά γι’ αυτι τθν περίςταςθ. Και νάτο που πρόβαλε ςτο πζλαγοσ και ερχόταν κριαμβευτικά ςαν κατακτθτισ ςε απάτθτθ γθ. Πταν κατζβθκε ο Μεγιςτάνασ από το πλοίο, με φφοσ Μονάρχθ, άρχιςε να φωνάηει και να δίνει διαταγζσ ςτο πλιρωμα, «γριγορα, τα κθςαυροφυλάκια να κατεβοφν προςεχτικά!» Πςο κι εάν προςπακοφςε ο κακομοίρθσ ο καπετάνιοσ ο 11


Νικολισ να τον θρεμιςει και να τον κατεβάςει από τθ γζφυρα, μάταιοσ κόποσ. Ο Μεγιςτάνασ ςυνζχιηε να ουρλιάηει και να κινεί τα χζρια του νευρικά προσ όλεσ τισ κατευκφνςεισ: «Ρροςοχι, προςοχι, μα είςτε τελείωσ ανίκανοι… Τα κθςαυροφυλάκιά μου! Ανίκανοι!», οφρλιαηε.

Μετά από φωνζσ, ουρλιαχτά και τςακωμοφσ μεταξφ του Καπετάν Νικολι και του Μεγιςτάνα, του Μεγιςτάνα με τουσ εργάτεσ του πλοίου, επιτζλουσ τα κθςαυροφυλάκια φορτϊκθκαν ςτα φορτθγά και όλοι επζςτρεψαν ςτο πόςτο τουσ ςτο καράβι. Τθν 12


ίδια ςτιγμι επικρατοφςε πανικόσ και ςτο Ξενοδοχείο «Γκραντ Οτζλ Ραλλάσ». «Ελάτε, μθν κοιμάςτε, ςτισ κζςεισ ςασ όλοι. Τα δωμάτια ζτοιμα;», ζλεγε και ξαναζλεγε ο κοσ Αντρεάκθσ, υπεφκυνοσ τθσ υποδοχισ. «Μάλιςτα!» απαντοφςαν όλοι με μια φωνι. «Ελάτε, ζρχονται τα φορτθγά, να και ο Κφριοσ Μεγιςτάνασ… Γριγορα… Ριο γριγορα. Θα ςασ φάω το λαρφγγι κακόμοιροι», φϊναηε κι αυτόσ ςαν αγριόςκυλο. Αφοφ ξεφορτϊκθκαν επιτζλουσ και τα ζντεκα κθςαυροφυλάκια, οι υπάλλθλοι τα τοποκζτθςαν ςτισ υπόγειεσ κρφπτεσ του «Γκραντ Οτζλ Ραλλάσ» και ο Μεγιςτάνασ κατευκφνκθκε ςτθ ςουίτα του για να ξεκουραςτεί. «Ουφφφ… Νομίηω πωσ τελειϊςαμε για ςιμερα», είπε θ Κατερίνα θ κακαρίςτρια. Ζχω ξεγοφιαςτεί, δεν αντζχω άλλο, ζχω 13


κάνει όλο τον όροφο δζκα φορζσ από το πρωί.» «Αχ, Κατερίνα μου, κι εμείσ ςτθν κουηίνα τρζχουμε ςαν τουσ παλαβοφσ, δεν είναι κατάςταςθ αυτι, τρϊει ζξι φορζσ τθ μζρα αυτόσ ο άνκρωποσ. Τι το κάνει τόςο φαΐ;», πρόςκεςε θ Νίκθ, θ μια από τισ βοθκοφσ ςτο μαγειρείο. Ευτυχϊσ, άλλεσ δυο μζρεσ ζμειναν, ζμακα ότι ζρχεται θ οικογζνειά του και κα φφγουν για το πάρκο. Τουσ ετοίμαςαν ζνα λυόμενο υπζρ λουξ, μζχρι να κτιςτεί το ςπίτι, ςωςτό παλάτι. Και μετά ξανά ςτθν παλιά και όμορφθ ρουτίνα μασ.» Εν τω μεταξφ, το πάρκο είχε γίνει αγνϊριςτο. Κανζνα δζντρο, οφτε μια αμυγδαλιά, οφτε ζνα αγριόχορτο δεν είχε μείνει όρκιο, μονάχα το λυόμενο υπζρ λουξ ςπίτι, είχαν βάλει και κάποιεσ γλάςτρεσ με λουλοφδια να κρζμονται από τα παράκυρα. Θ κζα για όποιον αντίκριηε το πάρκο ιταν αποκρουςτικι, τρομακτικι. Είχε μεταμορφωκεί ςε ζνα απζραντο χωράφι 14


με τεράςτιεσ γοφβεσ και λοφίςκουσ από κόκκινο χϊμα ςε κάκε γωνιά.

Μια αμυγδαλιά που μζρεσ ζςτεκε εκεί, ιταν θ τελευταία που είχε απομείνει, το κορμί τθσ είχε γείρει, τα λουλοφδια τθσ ζπεφταν ςιγάςιγά. Φαινόταν άρρωςτθ, όμωσ είχε δει όλο αυτό το κακό και θ καρδιά τθσ ςπάραηε. Ρερίμενε καρτερικά να πζςει ο ιλιοσ. Το είχε πάρει απόφαςθ. Ζπρεπε να ειδοποιιςει και τουσ υπόλοιπουσ φίλουσ τθσ, κάτι κακό ςυνζβαινε ςτο νθςί. Τόςεσ αδελφζσ και 15


ξαδζρφια χαμζνα, ξεριηωμζνα και διαμελιςμζνα. Ζπρεπε να ειδοποιιςει και τουσ υπόλοιπουσ… Μόλισ ζδυςε ο ιλιοσ, θ αμυγδαλιά ζγειρε τα κλαδιά τθσ και αναςικωςε τον γκριηοκάςτανο κορμό τθσ και άρχιςε να τρζχει όςο πιο γριγορα μποροφςε προσ το βουνό. «Ρόλεμοσ! Ρόλεμοσ! Ξζςπαςε πόλεμοσ!» φϊναηε θ αμυγδαλιά και ζτρεχε ακόμθ πιο γριγορα προσ το μεγάλο δάςοσ, με τα πιο μυρωδάτα δζντρα και λουλοφδια. «Τρελάκθκεσ;» τθν αποπιρε το γζρικο ζλατο, όταν τθν είδε. «Είναι αργά, κα τουσ ξυπνιςεισ όλουσ. Ροιοσ πόλεμοσ; Ρρζπει να κοιτάξεισ λίγο τα φυλλϊματά ςου και τι λίπαςμα ςου ρίχνουν, γιατί νομίηω ςου κάνει κακό.» «Σου λζω ότι κάτι ςοβαρό γίνεται», επζμενε θ αμυγδαλιά. «Το μεγάλο πάρκο με τισ αμυγδαλιζσ δεν υπάρχει πια, οι άνκρωποι το κατζςτρεψαν ολοςχερϊσ. Τισ ξερίηωςαν 16


όλεσ, τισ μεγάλεσ μου αδερφζσ και τισ κακόμοιρεσ ξαδζλφεσ μου. Δεν ζμεινε οφτε ζνα μικρό αμυγδαλολουλουδάκι. Τισ ςκότωςαν και τισ πζταξαν ςτον γκρεμό», είπε και ξζςπαςε ςε κλάματα. «Χμμ, τότε πρζπει να καλζςουμε ζκτακτθ γενικι ςυνζλευςθ. Αμζςωσ κιόλασ!» είπε αποφαςιςτικά το γζρικο ζλατο και ςυνζχιςε: «Ζλα, άρχιςε να τινάηεισ τα φυλλϊματά ςου, καλι μου αμυγδαλιά, να ακοφςουν όλοι. Ζχει βοριά απόψε, άρχιςε να κουνάσ τα φφλλα ςου και μζχρι αφριο όλα τα δζντρα κα ζχουν πάρει το μινυμα και κα ζχουν ςυγκεντρωκεί εδϊ». Το μεκεπόμενο βράδυ, όλα τα δζντρα ιταν ςυγκεντρωμζνα απ’ όλο το νθςί ςτο δάςοσ. Ανάμεςά τουσ και τα λουλοφδια και λογιϊνλογιϊν ηαρηαβατικά και αγριόχορτα. Πλα περίμεναν να ακοφςουν τι ιταν αυτό το ςθμαντικό νζο που ζκανε το γζρικο ζλατο ν’ αποφαςίςει ζκτακτθ γενικι ςυνζλευςθ. Κάτι 17


που είχε να γίνει πριν από χιλιάδεσ χρόνια, από τον Κατακλυςμό του Νϊε.

Το γζρικο ζλατο και θ αμυγδαλιά άρχιςαν να κουνάνε τα φυλλϊματά τουσ ρυκμικά με το πρϊτο φφςθμα του ανζμου. Θ αμυγδαλιά ρίηωςε δίπλα του και άρχιςε να τινάηει τα φφλλα τθσ και να κουνάει τα κλαδιά τθσ ρυκμικά. Το νζο διαδόκθκε αμζςωσ. Πλα τα δζντρα άρχιςαν να ριηϊνουν και αυτά ςε ςειρζσ, τα μεγάλα δζντρα πίςω, οι λεφκεσ, τα πεφκα, οι κζδροι, τα ζλατα, οι λεμονιζσ, οι μανταρινιζσ, και μπροςτά ρίηωςαν τα όμορφα και μυρωδάτα λουλοφδια, τα γαρφφαλλα, οι 18


λεβάντεσ, τα τριαντάφυλλα, οι βιολζτεσ, και πιο πίςω τα χρωματιςτά λουλοφδια, οι τουλίπεσ και οι ορχιδζεσ. Πλοσ ο τόποσ γζμιςε από μυρωδιζσ και πολλά-πολλά χρϊματα, κίτρινο και μωβ και πράςινο και λιλά και πορτοκαλί και κόκκινο. Πταν πια όλα τα λουλοφδια μπικαν ςτθ ςειρά, τζντωςαν τα φφλλα τουσ και τα φυλλϊματά τουσ. Το γζρικο ζλατο αναςκουμπϊκθκε, τα λουλοφδια και τα άλλα δζντρα ςϊπαςαν, ςταμάτθςαν για λίγο οι μυρωδιζσ και τα λουλουδομουρμουρθτά. «Λοιπόν, αγαπθτά μου λουλοφδια και φίλοι δζντρα, ςασ καλζςαμε απόψε εδϊ ςτο Μεγάλο Λιβάδι, γιατί ςυμβαίνουν ςθμεία και τζρατα ςτον κόςμο των ανκρϊπων και κα πρζπει να αποφαςίςουμε από κοινοφ τι κα κάνουμε. Θα δϊςω το λόγο ςτθν αμυγδαλιά, που ζχει να πει πολφ ςθμαντικά πράγματα και μασ αφοροφν όλουσ», είπε το γζρικο ζλατο και κάλεςε ςτο βιμα τθ νεαρι αμυγδαλιά. 19


«Φίλοι μου δζντρα, αγαπθτά μου λουλοφδια, ςτο νθςί αυτζσ τισ μζρεσ ζγινε κάτι φοβερό και πολφ επικίνδυνο για εμάσ. Οι άνκρωποι δεν μασ κζλουν πια. Κιρυξαν πόλεμο ςτα λουλοφδια και μάλιςτα εν αγνοία μασ.» «Ρο-πο-πο-πο… πόλεμοοοοοοσσσσσσσσσσσσ!!!!!» άρχιςαν να ςιγομουρμουρίηουν όλα τα λουλοφδια μαηί. «Τι τγομεγοοό… Τι φοβεγοοοοοοοοό», επαναλάμβαναν οι ανεμϊνεσ και οι βιολζτεσ. «Ραρακαλϊ, φίλοι μου, αφιςτε με να ςυνεχίςω», φϊναξε θ αμυγδαλιά. «Σιμερα το πρωί είδα ζνα αποκρουςτικό κζαμα, ξερίηωςαν όλεσ τισ αδελφζσ μου, από το πάρκο με τισ αμυγδαλιζσ.» «Ωωωωωωωωω!!! Φγίκθθθθθθθθθθθθ, φγίκθθθθθθθθθθθ», επαναλάμβαναν οι βιολζτεσ και οι τουλίπεσ. Θ κακομοίρα θ αμυγδαλιά ξζςπαςε ςε κλάματα. Το γζρικο ζλατο τθν πλθςίαςε και 20


τθν αγκάλιαςε με τον μακρφ του κορμό, προςπακοφςε να τθν παρθγοριςει, μάταια όμωσ. «Αγαπθτοί μου φίλοι, μια λφςθ υπάρχει και ςασ καλϊ όλουσ να τθν ακολουκιςουμε. Να εγκαταλείψουμε το νθςί, απόψε κιόλασ!» διλωςε το γζρικο ζλατο.

Φωνζσ και λουλουδομουρμουρθτά ακοφςτθκαν από παντοφ. Τα δζντρα άρχιςαν να κουνοφν τα φφλλα τουσ ωσ ζνδειξθ διαμαρτυρίασ. «Και τα ςπίτια μασ; Οι οικογζνειζσ μασ; Θα τα αφιςουμε όλα πίςω;» 21


«Ρεφκα φίλοι μου, “ςπίτι” για μασ τα δζντρα και τα λουλοφδια, είναι όπου μποροφμε και ριηϊνουμε, οπότε δεν κα ζχουμε κανζνα πρόβλθμα. Ασ μθν υπερβάλλουμε. Ενωμζνοι κα εναντιωκοφμε και κα νικιςουμε αυτι τθ λαίλαπα των ανκρϊπων. Ηθτάω από εςάσ, λοιπόν, καλά μου πεφκα, να μασ δανείςετε τουσ κορμοφσ ςασ, να τουσ κάνουμε γζφυρεσ και να περάςουμε ςτθν αντικρινι βραχονθςίδα. Εκεί κα βροφμε καταφφγιο, μζχρι να καταςτρϊςουμε ζνα ςχζδιο αμυντικισ ςτρατθγικισ εναντίον των ανκρϊπων.» Το γζρικο ζλατο τζλειωςε τθν ομιλία του. Τα λουλοφδια είχαν μείνει ακίνθτα. Αγάλματα. Μια φωνι ακοφςτθκε από το βάκοσ: «Να φφγουμε, να φφγουμε, να ςωκοφμε από τθ μανία των ανκρϊπων, δεν κζλω να με ξεριηϊςουν, αλλά να ηιςω μζχρι να μαρακϊ…» ιταν ζνα μικροςκοπικό ροη κυκλάμινο.

22


«Κι εγϊ... Κι εγϊ... Κι εγϊ… Να μαρακοφμε καλφτερα» ακοφςτθκαν και άλλεσ φωνζσ. «Τότε, αγαπθτοί φίλοι μου, θ απόφαςθ πάρκθκε. Θα εγκαταλείψουμε το νθςί μασ και κα πάμε απζναντι ςτθν ζρθμθ νθςίδα.» Τα δζντρα μπικαν ςτθ ςειρά και όλα κατευκφνκθκαν προσ τθν παραλία, τα πιο μεγάλα πεφκα ζπεςαν ςτο νερό κάνοντασ ζνα μεγάλο κόρυβο και χρθςίμευςαν ςαν γζφυρεσ, κακϊσ ενϊκθκαν το ζνα αγκαλιάηοντασ τον κορμό και τα κλαδιά του άλλου. Χρειάςτθκαν δεκαπζντε πανφψθλα πεφκα για να φτάςουν ςτθν ζρθμθ νθςίδα, που ςε λίγα λεπτά είχε πραςινίςει και γεμίςει από μεκυςτικζσ μυρωδιζσ. Τα λουλοφδια ανζβθκαν ζνα-ζνα ςτουσ κορμοφσ των φφλλων τουσ και κατευκφνκθκαν προσ τθ νθςίδα αμίλθτα, ςκυκρωπά, κάπωσ μελαγχολικά. Αν και ιταν ο δρόμοσ για τθν ελευκερία τουσ και τθν επιβίωςι τουσ, ο 23


ξεριηωμόσ δεν ιταν και τόςο ευχάριςτοσ για κανζνα. Μζχρι τθν ανατολι του ιλιου, όλα τα λουλοφδια και τα δζντρα, ακόμθ και οι κάμνοι είχαν εγκαταλείψει το νθςί. Μονάχα λακκοφβεσ ςε διάφορα ςχιματα είχαν μείνει, για να κυμίηουν ότι κάποτε εκεί υπιρχαν άνκθ και δεντρολοφλουδα. Ο γεωπόνοσ, που ςυνικιηε να κάνει τθν πρωινι του βόλτα ςτο δάςοσ και ςτα λιβάδια, ςάςτιςε. Ζμεινε ζκπλθκτοσ, να κοιτάηει το βουνό από μικρζσ και μεγάλεσ λακκοφβεσ και τρφπεσ και τρυποφλεσ, μα δεν υπιρχε ίχνοσ από λουλοφδι, μιτε δζντρο. «Μα τθν αγελάδα! Ροφ πιγε το δάςοσ;» Ζτρεξε ςαν τρελόσ ςτο Δθμαρχείο. «Διμαρχεεεεεεεεεεεεεε… Διμαρχεεεεεεεε» φϊναηε λεσ και κάποιοσ του είχε δϊςει να καταπιεί μια ολόκλθρθ ντουντοφκα.

24


«Τα δζντρα εκλάπθςαν! Τα λουλοφδια και τα δζντρα εξαφανίςτθκαν!!!» Ο Διμαρχοσ, που εκείνθ τθν ϊρα ιταν ςτο κουρείο του κυρ- Κοδωρι, βγαίνει ςαςτιςμζνοσ, με τισ ςαπουνάδεσ ςτθ μοφρθ. «Μα τι ςυμβαίνει; Ροιοσ φωνάηει ζτςι; Ροια δζντρα και λουλοφδια;» Ο γεωπόνοσ πλθςιάηει το Διμαρχο, που εξακολουκεί να ζχει τισ ςαπουνάδεσ ςτο πρόςωπό του, και του εξιςτορεί τα γεγονότα. Πτι είχε πάει βόλτα ςτο δάςοσ και είδε τισ λακκοφβεσ, οφτε δζντρα οφτε λουλοφδια,

25


οφτε οι βιολογικζσ καλλιζργειεσ, οφτε ντομάτεσ, οφτε αγγουράκια, τίποτα… «Αγαπθτζ μου, νομίηω ότι ςασ χτφπθςε ο ιλιοσ. Τόςεσ φορζσ ςασ ζχω πει, όταν πθγαίνετε για βόλτα ςτο δάςοσ και ςτο Μεγάλο Λιβάδι, να βάηετε κάνα καπζλο. Θζλετε να πιςτζψω ότι ζβγαλαν πόδια κι ζφυγαν τα αγγουράκια και οι ντομάτεσ;» «Διμαρχε, τα πράγματα είναι ςοβαρά. Δεν αςτειεφομαι. Σασ ςυμβουλεφω να πάμε μαηί για να το δείτε με τα ίδια ςασ τα μάτια. Είναι γεγονόσ: Τα δζντρα και τα λουλοφδια εξαφανίςτθκαν». Ο Διμαρχοσ ςκουπίηοντασ τισ ςαπουνάδεσ από το πρόςωπό του ζτρεξε πίςω από τον γεωπόνο, για να δει επιτζλουσ τι ιταν όλα αυτά τα περίεργα που του διθγικθκε. «Ακοφσ εκεί να εξαφανιςτοφν τα δζντρα», μονολογοφςε και περπατοφςε προσ το δάςοσ. Ραρατιρθςε όμωσ ότι ςε όλθ τθ διαδρομι δεν ςυνάντθςε οφτε ζνα λουλοφδι, οφτε καν 26


μια τςουκνίδα, τίποτα, και καμιά μυρωδιά δεν απλωνόταν ςτθν ατμόςφαιρα, μονάχα μικρζσ γοφβεσ και ζνασ ςωρόσ από χϊμα υπιρχε τριγφρω, όπου κι αν ζπεφτε το μάτι του. Ο Διμαρχοσ κοντοςτάκθκε. Κοίταξε για λίγο γφρω του. Τίποτα. Οφτε δζντρο, οφτε φφλλο. «Μάλλον ο γεωπόνοσ ζχει δίκιο. Κάτι ςυμβαίνει και πρζπει να το εξακριβϊςω.» Ζφυγε για τθ Χϊρα και πιγε ςτο Αςτυνομικό Τμιμα. Ηιτθςε να δει τον κφριο Ενωμοτάρχθ και αφοφ ζκλειςε πόρτεσ και παράκυρα, του είπε για τθν εξαφάνιςθ των δζντρων και των λουλουδιϊν. «Κφριε Διμαρχε, ςασ εκτιμϊ βακφτατα, αλλά μ’ αυτά που μου διθγείςτε νομίηω ότι ζχετε ανάγκθ από άλλθ βοικεια, και ςίγουρα όχι τθ δικι μου. Νομίηω ότι πρζπει να πάτε ςτον κφριο Γερουλάνο.» «Δεν μου χρειάηεται γιατρόσ, αγαπθτζ μου Ενωμοτάρχθ» διλωςε ο Διμαρχοσ. «Υπάρχει 27


και δεφτεροσ μάρτυρασ, ο γεωπόνοσ και κα κατακζςει ενόρκωσ ότι ςασ είπα. Από εςάσ χρειάηομαι βοικεια ς’ ζμψυχο υλικό. Να πάμε, να ψάξουμε το νθςί, να δοφμε τι μπορεί να ζγιναν τα δζντρα μασ, τα φυτά μασ. Μπορεί να δεχτικαμε κάποια επίκεςθ από εξωγιινουσ, μπορεί και να μασ τα ζκλεψαν από το γειτονικό νθςί, λόγω τθσ μεγάλθσ ςυμφωνίασ που κλείςαμε με τισ εταιρείεσ αρωμάτων…» «Κφριε Διμαρχε, ελάτε ςτα ςυγκαλά ςασ, τι εξωγιινουσ και κουραφζξαλα;», αναπιδθςε ο κφριοσ Ενωμοτάρχθσ από ζκπλθξθ. «Σασ παρακαλϊ ςοβαρευτείτε, άλλωςτε γνωρίηετε πολφ καλά ότι δεν μπορϊ να ςασ δϊςω οφτε ζναν αςτυνομικό, μάλλον ξεχνάτε ότι είναι όλοι ςε επαγρφπνθςθ για τα κθςαυροφυλάκια του Μεγιςτάνα». Ο Διμαρχοσ ςθκϊκθκε κι άρχιςε να φζρνει γφρεσ ςτο γραφείο του Ενωμοτάρχθ. «Να πάρει», ψικφριςε. Είχε ξεχάςει το Μεγιςτάνα, τα ζντεκα κθςαυροφυλάκια και όλθ τθν 28


τρελο-οικογζνεια και τισ παράλογεσ απαιτιςεισ τουσ.

Γφριςε προσ τον Ενωμοτάρχθ και είπε: «Δεν με νοιάηει, ακοφσ, δεν μου καίγεται καρφί για τον τρελο-Μεγιςτάνα και τα κθςαυροφυλάκιά του. Αναλαμβάνω όλεσ τισ ευκφνεσ, κζλω τϊρα κιόλασ να ςυςτακεί μια ομάδα ζρευνασ και να ψάξει όλο το νθςί. Πλοο!» οφρλιαξε ο διμαρχοσ. Ζτςι κι ζγινε. Σε χρόνο αςτραπι, ο Ενωμοτάρχθσ ζφτιαξε τθν πρϊτθ ομάδα κι αυτοί κατευκφνονταν προσ τθν άλλθ πλευρά του νθςιοφ. Σκυλιά πιγαιναν μπροςτά. 29


Κάποιοι χωρικοί ακολουκοφςαν κι αυτοί, απορθμζνοι. Το απόγευμα όλο το χωριό ιταν επί ποδόσ, και όλοι ζκαναν τθν ίδια ερϊτθςθ: «Ροφ πιγαν τα ςτάχυα μου, ποφ είναι το καλαμπόκι μου, μα ποφ είναι οι ντομάτεσ μου;» Καμιά απάντθςθ. Άρχιςαν όλοι να ψάχνουν πυρετωδϊσ, πιραν τα τρακτζρ και άλλοι τα αυτοκίνθτα. Άλλοι με τα φορτθγά και άλλοι πεηοί, ζψαξαν όλο το νθςί. ςπικαμι προσ ςπικαμι. Δυο μζρεσ πζραςαν και κανζνα ίχνοσ από τα δζντρα ι τα λουλοφδια. Εν τω μεταξφ, ο Μεγιςτάνασ είχε γίνει ανυπόφοροσ. Πταν είδε τουσ αςτυνομικοφσ να εγκαταλείπουν το πόςτο τουσ, άρχιςε να φωνάηει και να διαμαρτφρεται για τα κθςαυροφυλάκιά του και τθν αςφάλειά τουσ. Ραραπονιόταν ότι πλζον αποτελεί «τροφι» για κλζφτεσ και ορκιηόταν ςε κεοφσ και δαίμονεσ ότι κα μθνφςει όλεσ τισ άρχουςεσ

30


τάξεισ, για τθν ανευκυνότθτα και αγνωμοςφνθ που ζδειξαν απζναντί του.

Θ απάντθςθ του Δθμάρχου ιταν κακοριςτικι: «Μωρζ δεν πάει να κουρευτεί. Εδϊ ζχουμε ςοβαρά προβλιματα. Μπορεί να μασ φζρει πίςω τα δζντρα, τα μυρωδάτα λουλοφδια, τισ ντοματοφλεσ μασ, με τα ζντεκα κθςαυροφυλάκιά του;»

Στθ μικρι νθςίδα που είχαν καταφφγει τα λουλοφδια και τα δζντρα, οι μζρεσ κυλοφςαν ειρθνικά και όμορφα. Τα πεφκα τεντωνόντουςαν για να νιϊςουν βακιά τθ 31


ηζςτα του ιλιου, οι τουλίπεσ και οι βιολζτεσ απολάμβαναν τον ίςκιο τουσ. Πλα είχαν ριηϊςει κι ζδειχναν ευτυχιςμζνα. Το γζρικο ζλατο αγνάντευε το νθςί και άκουγε και τα νζα από τα ςπουργίτια:

«Ζχουν τρελακεί οι κάτοικοι από τότε που φφγατε. Κάνουν ςυνζχεια βόλτεσ ςτο Μεγάλο Λιβάδι και ςτο δάςοσ. Βγάηουν κάτι μεγάλεσ κορδζλεσ και μετροφν και ξαναμετροφν τισ λακκοφβεσ και τθ γφρω περιοχι. Ψάχνουν για αποτυπϊματα», τιτίβιςαν τα ςπουργίτια και πζταξαν…

«Ψάχνουν για αποτυπϊματα; Χαχαχαχα, είναι τρελοί οι άνκρωποι» είπε το γζρικο ζλατο. Και πρόςκεςε, «πρϊτα κάνουν πόλεμο και μετά ψάχνουν για αποτυπϊματα, ποφ βρίςκουν το χρόνο;». Ο διάλογοσ που ακολοφκθςε ιταν κάπωσ κωμικοτραγικόσ μεταξφ του ςπουργιτιοφ και 32


του γζρικου ζλατου. Το ςπουργίτι τον διαβεβαίωςε με τθ γλυκιά φωνι του, ότι ποτζ δεν είχε ξεςπάςει πόλεμοσ ςτο νθςί, οφτε και πουκενά αλλοφ ςτθ γφρω περιοχι, γιατί πουλί ιταν και τα πουλιά τα ξζρουν όλα, μια και πετοφν από άκρθ ςε άκρθ. Το ςπουργίτι διθγικθκε ακόμθ για τον ερχομό του Μεγιςτάνα και ότι μάλλον αυτόσ είχε τρελάνει τουσ νθςιϊτεσ κι ζτρεχαν όλοι πανικόβλθτοι. Αυτόσ μάλιςτα είχε φζρει μεγάλθ αναςτάτωςθ. Ιταν ζνασ ξζνοσ που ζφταςε ςτο νθςί με κάτι πελϊρια μεταλλικά κουτιά και από τότε όλα άλλαξαν ςτο νθςί. Ρολλζσ φορζσ, το ίδιο το ςπουργίτι είχε ακοφςει τον γεωπόνο και τον Διμαρχο να τςακϊνονται γι’ αυτόν και τα τεράςτια 33


μεταλλικά κουτιά του. Πτι πράγματι είχαν διαλφςει όλο το πάρκο με τισ αμυγδαλιζσ και τισ ξερίηωςαν μία-μία με κάτι τεράςτια μθχανιματα με δόντια. Αλλά για πόλεμο, το ςπουργίτι δεν είχε ακοφςει τίποτα. «Μα είναι δυνατόν να ζκανε τόςο λάκοσ θ αμυγδαλιά; Αυτι μυρίηεται τθν άνοιξθ από χιλιόμετρα!» διλωςε το γζρικο ζλατο. «Δεν ξζρω για τθν άνοιξθ, φίλε μου. Ράντωσ πόλεμοσ δεν ζγινε. Κςωσ θ αμυγδαλιά να κλονίςτθκε, τόςθ οικογζνεια ζχαςε ςε λίγεσ ϊρεσ. Ράντωσ καλά κάνατε. Μακριά από τουσ ανκρϊπουσ είναι πολφ καλφτερα», τιτίβιςε το ςπουργιτάκι και πζταξε προσ τθ φωλιά του. Το γζρικο ζλατο ζξυςε τον κορμό του, τίναξε τα φφλλα του. Ιταν κάπωσ ςκεφτικό. Ακόμθ κι αν ζκανε λάκοσ θ αμυγδαλιά και φφγαμε άρον άρον από τα ςπίτια μασ, πρζπει να βρεκεί τρόποσ να επικοινωνιςουμε με τουσ ανκρϊπουσ, δεν κα μπορζςουμε να μείνουμε 34


για πολφ ς’ αυτι τθ βραχονθςίδα, αλλά είναι και ευκαιρία για να τουσ δθλϊςουμε τα αιτιματά μασ», ςκζφτθκε το γζρικο ζλατο. «Εεεεε, κυρ-Ζλατο, μιλάσ μόνοσ ςου ι ςτον άνεμο;», τον διζκοψε ζνασ κζδροσ που περνοφςε από εκεί.

«Σκζφτομαι» του απάντθςε το γζρικο ζλατο. «Τι ςκζφτεςαι;», τον ρϊτθςε ο κζδροσ. «Σκζφτομαι τθν επιςτροφι μασ ςτο νθςί και πρζπει να είναι κριαμβευτικι», είπε ξανά το γζρικο ζλατο. Και άρχιςε να διθγείται όςα του 35


είπε το ςπουργίτι, ότι δεν ζγινε πόλεμοσ, ότι ζνασ ξζνοσ με κάτι παράξενα μεταλλικά κουτιά ιρκε ςτο νθςί και αναςτάτωςε όλουσ τουσ κατοίκουσ. Αυτόσ ιταν θ αιτία για το χαμό τθσ οικογζνειασ τθσ αμυγδαλιάσ και αυτά του είπε το ςπουργίτι. Βρίςκεται ακόμθ ςτο νθςί και ζχει παράλογεσ απαιτιςεισ. «Αυτό πρζπει να ςταματιςει, για να μπορζςουμε κι εμείσ να πάμε ςτα ςπίτια μασ» διλωςε αποφαςιςτικά το γζρικο ζλατο και απομακρφνκθκε, φωνάηοντασ ςτον κζδρο, «το βράδυ να βρεκοφμε όλοι ςτθν παραλία, να μθ λείψει κανείσ!». Ζτςι κι ζγινε. Το βράδυ ςυγκεντρϊκθκαν πάλι όλα τα δζντρα, τα λουλοφδια και τα ηαρηαβατικά, και ρίηωςαν το ζνα δίπλα ςτο άλλο. Το γζρικο ζλατο άρχιςε να τουσ διθγείται με το νι και με το ςίγμα όλθ τθν ιςτορία που του είπε το ςπουργίτι, και τζλοσ τουσ εξιγθςε ότι θ κακομοίρα θ αμυγδαλιά ζπακε νευρικό κλονιςμό και βλζποντασ τθν κατάςταςθ τθσ οικογζνειάσ τθσ νόμιηε ότι 36


γινόταν πόλεμοσ. Πμωσ ο υπεφκυνοσ για όλθ αυτι τθν κατάςταςθ είναι ζνασ πλοφςιοσ άντρασ, ο Μεγιςτάνασ, που πιρε το μεγάλο πάρκο, όπου βρίςκονταν οι αμυγδαλιζσ, για να φυτζψει τα ζντεκα τεράςτια κουτιά του.

«Και τι λουλοφδια κα βγάλουν αυτά τα κουτιά; Ριο όμορφα από εμάσ;» είπαν οι τουλίπεσ. «Ριο μυγωδάτα από εμάσ;» είπαν οι βιολζτεσ.

37


«Δεν ξζρω τι λουλοφδια ι τι καρποί κα βγουν από αυτά τα κουτιά» είπε το γζρικο ζλατο. «Εμείσ πρζπει να επιςτρζψουμε πίςω ςτα ςπίτια μασ, για να γίνει όμωσ αυτό πρζπει να κζςουμε όρουσ!» «Πγουσ; Τι είναι αυτοί οι Πγοι;» ρωτοφςαν ςυνζχεια οι βιολζτεσ. «Είναι… Είναι... Πταν βρζχει, οι ρίηεσ ςασ πίνουν νερό και ζτςι ςτζλνετε ςε όλον τον κορμό ςασ βιταμίνεσ και τα λουλοφδια και τα φφλλα ςασ μεγαλϊνουν» είπε το γζρικο ζλατο. «Αυτό είναι ό όροσ: Υπάρχουν τα ςφννεφα και ξαφνικά από άςπρα γίνονται γκρι και αρχίηει και βρζχει… Αααααααα, χθμεία και φυςικι… αλλά δεν ζχω το χρόνο να ςασ τα εξθγϊ τϊρα.» «Αααααααααααααααααααα, μάλιςτα, κατάλαβεσ;» είπε το κυκλάμινο ςτο ηουμποφλι. «Πχι πολλά! Αλλά αυτό είναι το γζρικο ζλατο. Είναι ςοφό δζντρο τα ξζρει όλα», 38


είπαν μεταξφ τουσ και τα γαρφφαλλα που βρίςκονταν ςτθν πίςω ςειρά. «Λοιπόν, λίγθ θςυχία. Ρρζπει να βάλουμε όρουσ για τθν επιςτροφι μασ. Για να γίνουμε κατανοθτοί, κα τα χαράξουμε ςε ζνα φλοιό ι ςτα μεγάλα φφλλα του πλάτανου. Ροιοσ όμωσ κα τα πάει ςτουσ ανκρϊπουσ;». Το γζρικο ζλατο τίναξε τα κλαδιά του, ίςιωςε τον κορμό του. Και είπε: «Θ αμυγδαλιά!». «Ναι, ναι, θ αμυγδαλιά. Αυτι μασ ζμπλεξε» είπαν όλα με μια φωνι τα λουλοφδια και τα ηαρηαβατικά, τα λαχανικά και τα γαϊδουράγκακα. «Ασ είναι λοιπόν, κα πάει θ αμυγδαλιά να δϊςει τουσ όρουσ μασ ςτουσ ανκρϊπουσ» είπε το γζρικο ζλατο. Ριρε ζνα φφλλο από ζνα μεγάλο πλάτανο και με τισ πευκοβελόνεσ χάραξε κάποια ςφμβολα πάνω ςτο πράςινο φφλλο κι φςτερα το ζδωςε ςτθν αμυγδαλιά.

39


«Μα ποιοσ κα τα καταλάβει αυτά τα ςφμβολα;» διαμαρτυρικθκαν οι μαργαρίτεσ και οι ανεμϊνεσ. «Ο γεωπόνοσ, αυτόσ κα τα καταλάβει», διλωςε το γζρικο ζλατο. Τφλιξε το πράςινο μεγάλο φφλλο του πλάτανου, το κρζμαςε ςε μια αλυςίδα από πευκοβελόνεσ και το τοποκζτθςε ς’ ζνα πολφ χαμθλό κλαδί τθσ αμυγδαλιάσ. «Είςαι ζτοιμθ τϊρα, μικρι μου. Ριγαινε και φζρε πίςω τθν άνοιξθ ς’ εμάσ και τουσ ανκρϊπουσ». Το γζρικο ζλατο τθν αγκάλιαςε με τον κορμό και τα κλαδιά του. Και θ μικρι αμυγδαλιά ζφυγε κρατϊντασ ςτο μικρό κλαδί τθσ εκτόσ από τουσ όρουσ των φίλων τθσ, των δζντρων, και το μζλλον των κατοίκων του νθςιοφ και μζςα τθσ ιλπιηε ότι κα ζφερνε πίςω τθν άνοιξθ για πάντα .

ΤΕΛΟΣ 40


41


Author

©®Eva Petropoulou Lianoy Biography of Eva Petropoulou Lianoy; author children literary and poet Η Εύα Πεηξνπνύινπ- Ληαλνύ 1994 εξγάζηεθε ωο δεκνζηνγξάθνο ζηε Γαιιία

Έρεη εθδώζεη βηβιία θαη eBooks : «Εγώ θαη ν άιινο κνπ εαπηόο, ε ζθηά κνπ» εθδόζεηο Σαίηα, «Η Ζεξαιληίλ θαη ην μωηηθό ηεο Λίκλεο» ζε Αγγιηθά - Γαιιηθά, θαζώο «Η Κόξε ηεο Σειήλεο» , ζηελ 4ε έθδνζε, ζε Ειιεληθά – Αγγιηθά, εθδόζεηο Οζειόηνο. Τν έξγν ηεο έρεη ζπκπεξηιεθζεί ζηελ Ειιεληθή Εγθπθινπαίδεηα Φάξε Πάηζε, ζει. 300. Τα βηβιία ηεο έρνπλ εγθξηζεί από ην Υπνπξγείν Παηδείαο θαη Πνιηηηζκνύ Κύπξνπ, γηα ηε βηβιηνζήθε Μαζεηή θαη Δαζθάινπ. Τα λέα ηεο βηβιία, «Η Νεξαηδνακαδόλα ε Μπξηηά» αθηεξωκέλν ζηελ Μπξηώ κε αλαπεξία, θαη «Λεπθάδηνο Φέξλ, Μύζνη θαη Θζηνξίεο ηεο Άπω Αλαηνιήο», εηθνλνγξαθεκέλν από ηελ Ζωγξάθν ηερληθήο Sumi-e Νηίλα Αλαζηαζηάδνπ, θπθινθνξνύλ ην 2019. Η Εύα είλαη κέινο ηνπ « Association Alia Mundi Σεξβία », ηεο «Δηεζλεο Εηαηξείαο Σπγγξαθέωλ θαη Καιιηηερλώλ Ειιάδαο " θαη " Εηαηξίαο Γξακκάηωλ θαη Τερλώλ Πεηξαηά "

42


43


44


Cover: Vincent Willem van Gogh, Story illustrations: Jan Luyken etching, Design: Ashraf Dali

45


46


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.