void - not empty-

Page 1

ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)



ερευνητική εργασία ρ ι ζ ο πο ύλο υ α θ ην ά ιο ύν ι ο ς 2011 τ μ ή μα α ρχ ιτεκτόνων α.π. θ.

| ε πιβλέ πουσα : σ άσ α

ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ) -περιήγηση σε κενούς χώρους της πόλης-

λαδά


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡ ΟΛΟ Γ Ο Σ - ho r ro r vacui

///5

Α .Ε ΙΣ ΑΓ ΩΓΗ - μ ετασ χ η ματισμοί της πόλης ///7 Η εξέλιξη των δυτικών πόλεων από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι σήμερα. Η βιομηχανική πόλη των αρχών του μοντερνισμού, η μητρόπολη και η μετάπολη. Η τηλέπολη. Συνοπτική περιγραφή των διαδικασιών μετασχηματισμού και των χαρακτηριστικών κάθε μοντέλου πόλης -νέες π ροσεγγίσεις του ασ τικού χώ ρ ου //12 Σταδιακή εισαγωγή νέων διαστάσεων στη μελέτη των χαρακτηριστικών του χώρου. Οι διαπιστώσεις των Καταστασιακών. Οι χωρικές θεωρήσεις των μαρξιστών γεωγράφων του 1970 και οι ουτοπίες του Foucault. Οι μη-τόποι του Auge. Το νέο λεξιλόγιο στο συνέδριο της UIA το 1996 και η διαρκής αναπροσαρμογή του έκτοτε Β. Κ Ε ΝΕ Σ ΜΟ ΝΑΔΕΣ - τ ι είν α ι κενό; / / 19 Τα πρώτα ερωτήματα σχετικά με το κενό και η μεταφορά της έννοιας στο χώρο. Από την αμφισβήτηση των διπόλων στο χώρο της πόλης, στη διατύπωση του όρου “αστικό κενό”. Οι κενοί χώροι ως δομικά στοιχεία της πόλης -κεν ά σ τη σύγ χρ ονη πόλ η //27 Διαπιστώνοντας κενά στον αστικό ιστό. Διαφορετικές κατηγορίες και παραδείγματα -πα ραγωγή και αναπαραγωγή κενών χώ ρ ων

//30

Πώς προκύπτει ένας κενός χώρος μέσα στην πόλη; Παράγοντες που προκαλούν την εμφάνιση κενών χώρων, στις ελληνικές πόλεις -σ τα ό ρι α του κενού //38 Είναι ή δεν είναι; Τρεις περιπτώσεις “χώρων” σε εκκρεμότητα


Γ. ΚΕ ΝΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΛΗΡΗ -εμ π ει ρί ες σε κενούς χώρους //43 Πώς γίνεται αντιληπτό ένα κενό; Πώς αλληλεπιδρά με τον υπόλοιπο αστικό ιστό; Ο ρόλος των κενών μέσα στο σύνολο της πόλης, τέσσερις τοποθετήσεις Δ . Ε ΝΕ Ρ ΓΟ Π Ο ΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ - το ενδ ι α φέρον των κενών χώρων επιχειρήματα για μία νέα θεώρηση των αστικών κενών -”γεμ ί ζο ν τας” κε νούς χώρ ους

/ / 55 //59

πώς μπορεί να ενσωματωθεί εκ νέου ένα κενό στον αστικό ιστό; δύο παραδείγματα. η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του χαρακτήρα των αστικών κενών με τρόπους εκτός της ανοικοδόμησης ΕΠ ΙΛΟ Γ Ο Σ / / 69 Β Ι ΒΛ ΙΟ ΓΡΑΦΙΑ

//71

Υ ΠΟ ΜΝΗ Μ Α ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

//72




///5

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

h o rro r va c u i

Ο Ιταλός κριτικός τέχνης Mario Praz, χρησιμοποίησε το 1933 τον όρο ho r ro r vac ui (φόβος του κενού) για να περιγράψει την “αποπνικτική” ατμόσφαιρα στα έργα των καλλιτεχνών της Βικτωριανής περιόδου, λόγω της τάσης τους να γεμίζουν τους πίνακές τους με διακοσμητικά στοιχεία, που δεν συμμετείχαν στη σύνθεση, κάλυπταν όμως όλα τα σημεία του καμβά. Ο όρος, σύντομα χρησιμοποιήθηκε στο θεωρητικό λόγο και άλλων πεδίων. Ο φόβος του λευκού καμβά, αργότερα συνδέθηκε με το άγχος που προκαλεί η παρεμβαλλόμενη σε ένα διάλογο σιωπή ή η παρουσία μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο. Το κενό θεωρείται σε αυτές τις προσεγγίσεις, στοιχείο μη προσδιορίσιμο, μη αναγνωρίσιμο, ανοίκειο. Το άτομο, δεν μπορεί να το κατανοήσει και κατ’ επέκταση να συνδεθεί μαζί του. Το κενό είναι ένδειξη για έναν ζωγράφο που δεν έχει την ικανότητα να γεμίσει τον καμβά του, έναν συνομιλητή που αδυνατεί να απαντήσει, έναν μουσικό που δυσκολεύεται να διαβάσει τις νότες. Η μεταφορά της έννοιας του “φόβου του κενού” στο χώρο της πόλης, μπορεί να ερμηνεύσει την παραγωγή και ευρεία διάδοση ενός αστικού μοντέλου που συνδέεται με τη διαρκή επιθυμία δόμησης των αδόμητων χώρων ή υπερφόρτωσης τους με λειτουργίες. Οι σύγχρονες πόλεις, χαρακτηρίζονται από επιβαλλόμενη συνέχεια και είναι επιδιωκόμενη η μεγάλη πυκνότητα του ιστού τους. Οι χώροι που δεν φιλοξενούν κάποια λειτουργία, οι χώροι που δεν χρησιμοποιούνται, δομημένοι είτε αδόμητοι, σπάνια αντιμετωπίζονται σαν κομμάτια της πόλης. Κατά κανόνα, θεωρούνται χώροι όπου μελλοντικά “κάτι” θα κτιστεί, είναι χώροι που προηγούνται του δομημένου. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, διερευνώνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ένας κενός χώρος στην κλίμακα του αστικού συνόλου. Εξετάζονται δηλαδή, τα αστικά κενά σαν ενότητες, σαν στοιχεία που συμμετέχουν στη διαμόρφωση της αστικής εικόνας και εμπειρίας.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ώστε να είναι περισσότερο αποτελεσματική, η αναζήτηση πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα. Σε επίπεδο μικροκλίμακας, ο κενός χώρος διαφοροποιείται του άδειου και του αδόμητου και επιχειρείται ο προσδιορισμός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Διερευνώνται επίσης, οι αιτίες που οδηγούν στην παραγωγή κενών χώρων και στη διαπίστωσή τους. Σε δεύτερο επίπεδο, σε επίπεδο αστικής κλίμακας, διερευνάται η δυναμική των κενών χώρων ως τμημάτων ενός συνόλου (της πόλης), μέσα από την αναζήτηση των διαφορετικών ποιοτήτων εμπειριών που μπορεί να προσφέρουν οι κενοί χώροι, ως τομές της οικείας συνέχειας. Από τα παραπάνω, προκύπτει το ερώτημα: Τι μπορεί να επιφέρει η αποδοχή του κενού ως βασικού στοιχείου σε μία αστική δομή και με ποιές προϋποθέσεις αυτό μπορεί να ενσωματωθεί εκ νέου στην πόλη, χωρίς όμως να χάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του; Η απάντηση του ερωτήματος αυτού είναι το ζητούμενο στο τελευταίο μέρος της έρευνας. Τα κενά του αστικού ιστού αντιμετωπίστηκαν σαν ενότητες που είναι αποτέλεσμα μετασχηματισμών της πόλης, όχι μόνο σε επίπεδο δομής αλλά και σε επίπεδο συνηθειών, δράσεων και επιθυμιών. Οι κενοί χώροι είναι έκφραση και αποτέλεσμα μίας αναδυόμενης αστικής κατάστασης στην κατανόηση της οποίας, η μελέτη των κενών χώρων μπορεί να συνεισφέρει.

///6


///7

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Μ ΕΤΑ Σ Χ Η ΜΑΤ Ι Σ Μ Ο Ι Τ ΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ιστορικά η πόλη εκφράζει σε τρισδιάστατη, υλική μορφή την κοινωνικοοικονομική της δομή και οργανώνεται με βάση το χωρικό συσχετισμό του ιδιωτικού χώρου με ένα ή περισσότερα κέντρα του δημόσιου χώρου: την αγορά, την πλατεία, την εκκλησία ή το ανάκτορο. Αυτή η σύνδεση με συγκεκριμένους τόπους αποτέλεσε το βασικό οργανωτικό στοιχείο της πόλης από την αρχαιότητα μέχρι και το 18ο αιώνα. Από το 19ο αιώνα και μετά μία σειρά κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων συλλειτουργούν ώστε τα δεδομένα στην οργάνωση των πόλεων αρχίζουν να αλλάζουν. Από το σημείο αυτό κι έπειτα οι αλλαγές είναι συνεχείς. Οι περίοδοι διαχωρισμού των διαφόρων αστικών περιόδων αλληλοεπικαλύπτονται και τα όριά τους είναι μάλλον δυσδιάκριτα. Για να γίνουν καλυτερα αντιληπτές η μορφή και η δομή της πόλης όπως είναι σήμερα (και όπως περιγράφονται στην εργασία αυτή), σκόπιμο είναι να ανατρέξει κανείς στην εξέλιξη των πόλεων, με έμφαση σε περιόδους που στάθηκαν καθοριστικές στην διαμόρφωση της πόλης όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Η βιομηχανική πόλη, είναι η αφετηρία της αναδρομής αυτής.


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η . Μ Ε ΤΑ Σ Χ Η Μ ΑΤ Ι Σ Μ Ο Ι Τ Η Σ Π Ο Λ Η Σ

Η Β Ι Ο ΜΗ Χ Α ΝΙ ΚΗ ΠΟΛΗ

Η συστηματοποίηση της παραγωγής και η νέα μορφή που απέκτησε η οικονομία από το 18ο αιώνα, κατά τη βιομηχανική επανάσταση, προκάλεσαν τη διατύπωση ερωτημάτων και νέων ιδεών σχετικών με την κοινωνική συγκρότηση. Τα νέα δεδομένα, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις αρχές του 20ου, οδήγησαν στο πρωτοφανές φαινόμενο της ασ τικοποίησης . Μεγάλες μάζες αγροτών εγκατέλειψαν την επαρχία για να κατοικήσουν στις πόλεις, που σταδιακά οργανώθηκαν ώστε να παρέχουν βελτιωμένες συνθήκες υγιεινής, περισσότερες δυνατότητες εκπαίδευσης και εργασίας, εκφράζοντας την προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην εκτεταμένη ανοικοδόμηση των αστικών κέντρων, η οποία σε συνδυασμό με την ανακάλυψη του χάλυβα, οδήγησε στην κατασκευή πολυώροφων κτιρίων. Παράλληλα, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της λειτουργικής και κοινωνικής ζωνοποίησης των πόλεων, άλλοτε μέσα από σχεδιασμό και άλλοτε αυθόρμητα. Όταν περιοχές εξελίσσονται σε βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα, διαμορφώνονται γύρω τους περιοχές εργατικών κατοικιών, με μεγαλύτερη πυκνότητα δόμησης. Στον αντίποδα, διαμορφώνονται περιοχές που κατοικούνται σταδιακά από ισχυρότερες οικονομικά ή κοινωνικά ομάδες. Οι πόλεις που σχεδιάστηκαν εκ του μηδενός την περίοδο αυτή, σχεδιάζονται για να πετύχουν τη μέγιστη λειτουργικότητα και έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά: οι δρόμοι κατασκευάστηκαν στενότεροι αλλά το οδικό δίκτυο οργανώθηκε καλύτερα, λόγω της διάδοσης της χρύσης του αυτοκινήτου. Επιπλέον, προς το τέλος της περιόδου, δημιουργήθηκαν τα πρώτα προάσ τ ια , οικιστικές περιοχές στην περιφέρεια της πόλης, που υποδέχθηκαν ομάδες κατοίκων που δεν μπορούσαν πια να απορροφηθούν από την πυκνοδομημένη πόλη. Σε επίπεδο αρχιτεκτονικής, η οργάνωση της βιομηχανικής πόλης συμπίπτει με την καθιέρωση του μοντερνισμού. Η πολεοδ ομία το υ μον τέ ρνου , είναι μία απόρριψη της ιδέας της πόλης όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η ακτινοβολούσα πόλη (ville Radieuse), σαν παράδειγμα της ιδανικής πόλης, όπως την ονειρεύτηκαν οι μοντερνιστές, δεν έχει όνομα, δεν τοποθετείται στον κόσμο, δεν υπήρξε ποτέ. Ο Le Corbusier μάλιστα, δε διστάζει να προτείνει την ολοκληρωτική κατεδάφιση του κέντρου του Παρισιού και την κατασκευή τεσσάρων ουρανοξυστών στη θέση του. Το όραμά του είναι μία πόλη συγκροτημένη από κτίρια-μηχανές.

///8


///9

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Οι μοντερνιστές αδιαφόρησαν για το σχεδιασμό ελεύθερων χώρων ή για τη διατήρηση χώρων πρασίνου. Όπως τα κτίριά τους φαίνεται να μην πατούν στο έδαφος1, έτσι και η μοντέρνα πόλη φαίνεται να μην έχει καμία συνοχή, ούτε με το έδαφος ούτε στα δομικά της στοιχεία. Οι νέες ιδέες άλλαξαν όχι μόνο την εικόνα της πόλης αλλά και το χαρακτήρα της. Τα κτίρια αποκόπηκαν από το δρόμο, οι κοινόχρηστοι χώροι στα εσωτερικά των τετραγώνων, έγιναν ακάλυπτοι μεταξύ των πολυκατοικιών με πιλοτή, που απομάκρυνε περισσότερο τα κτίρια από το έδαφος. Η διάσπαση της συνοχής της πόλης ήταν σταδιακή αλλά αναπόφευκτη. Η απότομη ανάπτυξή των αστικών κέντρων, σε συνδυασμό με τις απόψεις των πολεοδόμων και των αρχιτεκτόνων της εποχής, δημιούργησαν σημεία, που ακόμη και αν την περίοδο εκείνη δεν είναι φανερά, μερικές δεκαετίες αργότερα προκάλεσαν προβληματισμό.

Η Μ Η Τ Ρ Ο Π ΟΛΗ Η διαρκής αύξηση των πληθυσμών μερικών μεγάλων πόλεων κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, οδήγησε στη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου πόλης: της μητρόπολης. Σε αυτή την περίπτωση, όπως αναφέρει ο Enrlich στο βιβλίο “Population Bomb” (1960), γίνεται πλέον λόγος για α λ λαγή κλίμακας . Η μητρόπολη υπερέβη τα ανθρώπινα μεγέθη. Η διάδοση της χρήσης του αυτοκινήτου και η οργάνωση δικτύων για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, κατέρριψαν το εμπόδιο των αποστάσεων που άλλοτε περιόριζε την εξάπλωση της πόλης. Ταυτόχρονα, λόγω των ευκολιών και των ευκαιριών που παρείχαν, οι μητροπόλεις, συγκέντρωναν πληθυσμούς όλων των εθνοτήτων και όλων των φυλών, ήταν παγκόσμιες πόλεις. Ως εκ τούτου, το βασικό χαρακτηριστικό της μητρόπολης είναι η ετερο γένεια , τόσο υλική όσο και σε επίπεδο ιδεών. Οι πολίτες της μητρόπολης μιλούν διαφορετικές γλώσσες, έχουν διαφορετικές θρησκείες και διαφορετικές επιθυμίες, καθεμία από τις οποίες αντικατοπτρίζεται στη μορφή της πόλης, δημιουργώντας υβριδικές καταστάσεις. Τα τοπία κατανάλωσης αντικατέστησαν τους κάποτε ακμαίους χώρους παραγωγής. Παρόλα αυτά, η μητρόπολη, διατήρησε τη χωρική της διάσταση. Στην πυκνότητα και στο χαρακτήρα της 1.Kenneth Frampton (1987). Μοντέρνα αρχιτεκτονική, ιστορία και κριτική Αθήνα: εκδόσεις Θεμέλιο| σελ.142


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η . Μ Ε ΤΑ Σ Χ Η Μ ΑΤ Ι Σ Μ Ο Ι Τ Η Σ Π Ο Λ Η Σ

δόμησης παρατηρείται μία κλιμάκωση αλλά το κέντρο, αν και διαχύθηκε προς την περιφέρεια, διατήρησε τον κεντρικό του ρόλο. Το 1964, η Βρετανή κοινωνιολόγος Ruth Glass, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο gentrif ication (εξευγενισμός) για να περιγράψει την διαδικασία απόδοσης κινήτρων σε ανώτερες οικονομικά ή κοινωνικά ομάδες ώστε αυτές να επανακατοικήσουν περιοχές των μητροπόλεων όπου η πλειοψηφία των κατοίκων είναι μετανάστες ή ομάδες που τείνουν να γκετοποιηθούν. Η παρατήρηση της διάσπασης της πόλης σε επιμέρους πεδία, διαφορετικών ποιοτήτων, σηματοδοτεί ουσιαστικά το πέρασμα στην πόλη των θυλάκων.

Η Σ Υ ΓΧ Ρ Ο Ν Η ΠΟΛΗ Αν η βιομηχανική οικονομική ανάπτυξη προκάλεσε τη δημιουργία των αστικών δομών, η από-βιομηχανοποίηση, ή “νέα οικονομία” των υπηρεσιών και της ευέλικτης παραγωγής, οδηγούν σήμερα στη δημιουργία δομών και μηχανισμών ενός νέου μοντέλου πόλης: της μετάπολης. Η μ ε τάπολ η είναι ένα σύστημα θυλάκων, ένα πεδίο στο οποίο συνυπάρχουν περιοχές κατοικίας, κέντρα της παγκόσμιας οικονομίας, εμπορικά κέντρα και περιχαρακωμένες γειτονιές (γκέτο). Η εικόνα της προκύπτει από την αλληλεπίθεση ετερόκλητων εικόνων κατοίκησης, χωρίς ιεράρχηση. Ούτε συμπαγής, ούτε συνεχής, η μετάπολη είναι μία εναλλαγή πυκνοτήτων με εδαφικά κενά, που φαίνεται να βρίσκεται σε μία διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση, προκαλούμενη από συνεχείς μετασχηματισμούς σε όλα τα πεδία των ανθρώπινων εκδηλώσεων. Οι μετασχηματισμοί αυτοί συντελούνται σε όλη την έκτασή της, από τις κεντρικές της περιοχές μέχρι την περιφέρεια. Όπως αναφέρει ο Rem Koolhaas2: “Η μετάπολη είναι αρκετά μεγάλη για όλους, είναι εύκολη. Αν διαπιστωθεί πως είναι ανεπαρκής σε έκταση, απλά επεκτείνεται. Αν παλιώσει, αυτοκαταστρέφεται και ανανεώνεται, μπορεί να παράγει μία νέα ταυτότητα κάθε Δευτέρα πρωί. (...) Η μετάπολη, είναι ό,τι απέμεινε αφότου μεγάλα τμήματα της αστικής ζωής πέρασαν στον κυβερνοχώρο.”

2.Αίσωπος Γ.-Σημαιοφορίδης Γ. (2001)| σελ.254

//10


//11

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Η ανάπτυξη και η διαρκής εξάπλωση των δικτύων μεταφοράς, ενισχύει την εικόνα αυτή, προσδίδοντας στην μετάπολη το χαρακτήρα της τη λέ πολ ης. Το χαρακτήρα δηλαδή μίας διάσπαρτης πόλης, αποτελούμενης από σημειακούς τόπους ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται “γκρίζες ζώνες”, που δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα αλλά μετατρέπονται προσωρινά σε τόπους. Η απόσταση δεν υφίσταται στη τηλέπολη. Φαίνεται, πως έχοντας αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό τις δυνατότητες επικοινωνίας και μετακίνησης που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, έχει αποδεσμευτεί από την εδαφικότητα και τη χωρική δομή της. Αντί του χωρικού, η μετάπολη φαίνεται να γίνεται ευκολότερα αντιληπτή σαν ένα άθροισμα ορατών και μη ορατών δικτύων.


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η . ΝΕΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΝΕΕΣ Π Ρ Ο Σ Ε ΓΓ ΙΣΕ ΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤ ΙΚΟΥ ΧΩ Ρ ΟΥ

Στο προηγούμενο κεφάλαιο, γίνεται μία σύντομη αναφορά σε κάποια από τα χαρακτηριστικότερα συστήματα ανάπτυξης των πόλεων από το 19ο αιώνα και μετά. Αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι η δομή της πόλης παρέμεινε σταθερή για πολλούς αιώνες μέχρι κάποια στιγμή από την οποία και έπειτα, οι αλλαγές είναι αλλεπάλληλες. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στο θεωρητικό λόγο για την πόλη. Από την αρχαιότητα, μέχρι την μοντέρνα περίοδο, ο αστικός χώρος περιγράφεται κατά κανόνα με τα γεωμετρικά του χαρακτηριστικά. Η στροφή από τη μελέτη των χωρικών και γενικότερα υλικών διαστάσεων ενός πολιτισμού, σε εκείνη της κατανόησής του με όρους αντλούμενους από άλλα επιστημονικά πεδία (κοινωνιολογία, ψυχανάλυση, πολιτική) ξεκίνησε στα μέσα του 20ου αιώνα και συνδέεται με μία συνολική κριτική βασικών επιστημολογικών παραδοχών, που αποδίδεται συχνά με τον όρο “χωρ ική σ τρ οφή ” (spatial turn). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προσέγγιση που κυριαρχούσε για μια μεγάλη περίοδο στις επιστήμες του χώρου, ο χώρος γινόταν αντιληπτός και περιγραφόταν ως μία γεωμετρική επιφάνεια, μετρήσιμη και περιγράψιμη με χαρακτηριστικά αποκλειστικά εμφανή και λειτουργίες εύκολα προσδιορίσιμες. Ο χώρος γινόταν αντιληπτός ως ένα υπάρχον σκηνικό, διακριτό από τη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων.

//12


//13

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Οι πρώτες απόπειρες επαναπροσδιορισμού της άποψης αυτής φαίνεται να έγιναν αρχικά από τους Καταστασιακούς, στα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Η Κατασ τασιακή Διεθνή ς , ομάδα διανοούμενων και καλλιτεχνών κυρίως από τη Γαλλία, άσκησε με κείμενα, δράσεις και εικαστικά έργα, έντονη κριτική στις επικρατούσες χωρικές, κοινωνικές και αισθητικές αντιλήψεις. Συγκεκριμένα, οι καταστασιακοί σχολίασαν τον κατακερματισμένο χαρακτήρα του σύγχρονου Παρισιού και τη “σκληρότητα” των μορφών του, που λειτουργούσε, όπως έλεγαν, ως εχθρός της αυθόρμητης συμπεριφοράς. Οι Καταστασιακοί κατέκριναν το μοντέλο της μοντέρνας, απρόσωπης πόλης και συνέδεσαν τα σημεία του αστικού ιστού με εμπειρίες. Σχεδίασαν μάλιστα μία σειρά από χάρτες, στους οποίους επιχειρώντας να ανατρέψουν την ως τότε επικρατούσα περί γεωμετρικού χώρου αντίληψη, αποτύπωσαν προσωπικούς περιπάτους των φιλοσόφων στην πόλη με έναν εικαστικό τρόπο, που είναι όμως οι πρώτες προσπάθειες περιγραφής του αστικού χώρου όχι με όρους απλά γεωμετρικούς αλλά “ψυχογεωγραφικούς”. Η γεωμετρική προσέγγιση του χώρου αμφισβητήθηκε εντονότερα κατά τη δεκαετία του 1970, κυρίως από μαρ ξισ τ ές γεωγρ άφ ους που διατύπωσαν την άποψη ότι ο χώρος όχι μόνο συνδέεται αλλά και διαμορφώνεται με βάση κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, η σχέση χωρικού και κοινωνικού γίνεται ακόμη αντιληπτή ως μονομερής: οι χωρικές μορφές αντιμετωπίζονταν ως το αποτέλεσμα κοινωνικών σχέσεων που προσδιορίζονταν με βάση άλλες επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία και η οικονομία. Η αντίληψη αυτή για το χώρο συναντάται και σε προσεγγίσεις που εμπνέονται από τα θεωρητικά ρεύματα της γλωσσολογίας και της φαινομενολογίας, σύμφωνα με τις οποίες ο χώρος κατασκευάζεται με κοινωνικά και πολιτισμικά νοήματα και σημασίες. Έτσι, σε αυτές τις θεωρήσεις της κοινωνικής κατασκευής, εντοπίζονται οι ίδιοι πυλώνες-δίπολα που είχαν αποτελέσει και τη βάση της θετικιστικής προσέγγισης του χώρου: πολιτισμός-φύση/περιβάλλον, άνθρωπος-υποκείμενο-υλικός κόσμος/ αντικείμενο, νους-σώμα.


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η . ΝΕΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Από τη δεκαετία του 1980, αρχίζει η διερεύνηση της αμφ ίδ ρ ομη ς σ χέσης μεταξύ χωρικού και κοινωνικού. Αναγνωρίστηκε ότι το χωρικό δεν είναι απλά η έκφραση κοινωνικών ή πολιτισμικών νοημάτων και μέσων, αλλά και προϋπόθεση της ύπαρξής τους. Με άλλα λόγια, την περίοδο αυτή διατυπώθηκε η άποψη πως το χωρικό κατασκευάζεται κοινωνικά αλλά και το κοινωνικό συγκροτείται χωρικά. Στο τελευταίο στάδιο της χωρικής στροφής, αναγνωρίστηκε ότι ο χώρος είναι μία κοινωνική κατασκευή και πως ο χώρος είναι εξίσου σημαντικός όσο και ο χρόνος κατά τη δημιουργία και τη μελέτη κοινωνικών φαινομένων. Οι αναλυτές του χώρου συνέδεσαν πλέον την πολλαπλότητα των κοινωνικών ταυτοτήτων με τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούν, βιώνουν και συνδέονται με τους ίδιους αστικούς χώρους διαφορετικές ομάδες και άτομα. Άλλοι, εξέτασαν τις δυνάμεις που συγκροτούν και σχηματίζουν το χώρο, όταν αυτός προκύπτει από συνέχειες πεδίων όπου διασταυρώνονται δράστες με ετερογενή προέλευση και διαφορετικές προθέσεις. Κατ’ αυτή την προσέγγιση, παρόλο που οι χώροι φαίνεται ότι έχουν σταθερό χαρακτήρα ως αποτέλεσμα σταθεροποιημένων διαδικασιών και σχέσεων, αποκτούν, όπως αναφέρει ο David Harvey, μεταβλητά χαρακτηριστικά, καθώς βρίσκονται σε διαρκή αναδιάρθρωση ή αποδιάρθρωση, σε διαρκή αλλαγή. Ο Γάλλος φιλόσοφος Michel Fou ca u l t (1926-1984), εισήγαγε την ίδια περίοδο, τις έννοιες της εξουσίας και της αντίστασης στην προσπάθεια κατανόησης της συγκρότησης του χώρου. Υποστήριξε πως δε νοείται καμία μορφή εξουσίας έξω από τη χωρική τοποθέτησή της. Ακόμη, οι διάφορες εκφράσεις της αντίστασης (ταξική, έμφυλη κ.λ.) από υποκειμένων και ομάδες προκαλεί την διάκριση των χώρων της καθημερινότητας. Ο Foucault όρισε ταυτόχρονα τις ετ ερ οτοπίες , ως χώρους που παρεμβάλλονται στους λειτουργικούς χώρους μίας πόλης και προκαλούν μία ενδιάμεση εμπειρία κατά τη βίωσή τους. Οι ετεροτοπίες είναι χώροι πραγματικοί (σε αντίθεση με τις ουτοπίες) αλλά καθορίζονται από περισσότερα νοηματικά επίπεδα από αυτά που αντανακλαστικά εντοπίζει ο χρήστης, με αποτέλεσμα να του προκαλούν πολύπλοκες συναισθηματικές και νοητικές καταστάσεις. Η διαφορά τους από τον περίγυρό τους είναι που τους κάνει χώρους αναφοράς. Οι ετεροτοπίες, σύμφωνα με το Foucault, δίνουν χώρο στη διαφορά, ουσιαστικά ενισχύοντας την ομοιότητα που την περιβάλλει.

//14


//15

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Michel de Certeau3 έδωσε νέο περιεχόμενο στην έννοια της αντίστασης σε σχέση με το χώρο. Επικεντρώθηκε στις πρακτικές εκείνες μέσω των οποίων ατομικά και συλλογικά υποκείμενα οικειοποιούνται ένα χώρο που δε τους ανήκει και δεν τον ελέγχουν. Αυτές οι πρακτικές αφορούν την καθημερινή ζωή και συνιστούν μία ευρεία γκάμα τρόπων βίωσης του χώρου, όπως η περιδιάβαση, οι ονομασίες επιμέρους χώρων, η μνήμη της πόλης. Οι πόλεις πλέον ξεπερνούν κατά πολύ τα υλικά στοιχεία που τις συγκροτούν. Τις δεκαετίες από το 1990 μέχρι σήμερα, τα δεδομένα της συζήτησης για την πόλη αλλάζουν διαρκώς. Οι διαρκείς αλλαγές στη τεχνολογία, στην οικονομία και στην πολιτική κατάσταση, προσέθεταν συνεχώς νέα δεδομένα προς ανάλυση. Μέσα σε είκοσι χρόνια, συνέβησαν μετατροπές στη δομή των πόλεων που άλλοτε χρειάζονταν αιώνες για να πραγματοποιηθούν. Τα περάσματα από την μητρόπολη του 1980, στην μετάπολη του 1990 και από εκεί στην τηλέ-πολη του σήμερα, αποκαλύπτουν διαρκώς νέα ζητήματα προς διερεύνηση, δημιουργούν την ανάγκη για χρήση νέου λεξιλογίου. Το 1996, στο συνέδριο της διεθνούς ένωσης αρχιτεκτόνων (UIA), στη Βαρκελώνη, προτάθηκαν πέντε ζητήματα ως λέξεις-κλειδιά κατά τη μελέτη της σύγχρονης πόλης, που όπως διαπιστώνεται πρέπει να απομακρυνθεί από τους παραδοσιακούς τρόπους περιγραφής κι επέμβασης στην πόλη: μεταλλάξεις, ροές, οικισμοί, υποδοχείς και λα νθά νον τα εδάφη . Οι δυνατότητες που προσφέρουν αυτοί οι όροι, φέρνουν στο προσκήνιο τόσο την ανάγκη συζήτησης γύρω από αναδυόμενες ποιότητες χώρων μέσα στις υπάρχουσες πόλεις αλλά και γύρω από τις διαδικασίες που οδηγούν στην δημιουργία νέων ή την απόρριψη παλαιότερα εν χρήσει περιοχών.

3.de Certeau M. (1984), The Practice of Everyday Life, trans. Steven Rendall, University of California Press, Berkley


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η . ΝΕΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Στις αρχές του 2000 πια, ο Σουηδός αρχιτέκτονας Mattias Kärrholm, μιλώντας για την πολυπλοκότητα των χαρακτηριστικών των δημόσιων χώρων της σύγχρονης πόλης, κάνει λόγο για το βαθμό προσβασιμότητάς τους. Κύρια έννοια στις αναλύσεις του είναι η “εδαφικότητα”, την οποία ορίζει ως ένα είδος χωρικής θεσμοθέτησης, θεωρώντας ότι ένας χώρος μπορεί να ιδωθεί ως λίγο ή πολύ εδαφικοποιημένος παρά ως εδαφικός ή μη. Τέλος, στο βιβλίο τους Public Space and Democracy, οι Hennaff και Strong υποστηρίζουν πως εκείνο που χαρακτηρίζει ένα δημόσιο χώρο είναι ότι είναι πάντα αμφισβητούμενος, καθώς τα κριτήρια και δικαιώματα που ορίζουν τη χρήση του και το χαρακτήρα του είναι πάντα αντικείμενο αμφισβήτησης, διαπραγμάτευσης ή αναμέτρησης4.

4. Γιαννακόπουλος Κ.-Γιαννιτσιώτης Γ. (2010)| σελ.61

//16




//19

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

ΥΠ Α ΡΧ Ε Ι Κ Ε ΝΟ;

Παρά την πολυπλοκότητα που εμπεριέχει η απόπειρα να μιλήσει κανείς για το κενό, για κάτι που στην ουσία δεν υπάρχει και δεν έχει εξίσου σαφή χαρακτηριστικά με το πλήρες, η φύση του κενού, τα χαρακτηριστικά του και η συνύπαρξή του με το πλήρες, φαίνεται ότι είναι ερωτήματα που απασχόλησαν τους φιλοσόφους από πολύ παλιά. Στο φιλοσοφικό λόγο, ως κενό ορίζεται η απουσία μορφής ύλης από ένα μέρος του χώρου. Επίσης με τον ίδιο τρόπο περιγράφεται η απουσία του είδους των σωμάτων που θα περίμενε κανείς να βρει σε ένα τόπο ή θα έπρεπε κανονικά να βρίσκονται εκεί. Ο Δημόκριτος, τον 4ο αιώνα π.Χ. είπε ότι το κενό ταυτίζεται με το μη-υπάρχον. Το κενό δηλαδή, δεν υφίσταται στο εσωτερικό του υπάρχοντος, δεν είναι δομικό στοιχείο της ύλης, υφίσταται όμως έξω από αυτή και χρησιμεύει για να διαχωρίζει τα στοιχεία μεταξύ τους καθιστώντας έτσι δυνατή τη κίνησή τους. Σύμφωνα με την ατομική θεωρία του Δημόκριτου, αν τα πάντα ήταν πλήρη από την παρουσία του υπάρχοντος και δεν υπήρχε μεταξύ τους κενό, καμιά κίνηση δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο κόσμος του Δημόκριτου είναι ένας συνδυασμός κενού και ύλης. Αρνητική απάντηση στο ερώτημα της ύπαρξης του κενού έδωσε, κατά το 17ο αιώνα, ο Γάλλος φιλόσοφος René Descartes. Εξέφρασε την άποψη πως το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της ύλης είναι η έκταση, καθώς κανένα φυσικό σώμα δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν καταλαμβάνει χώρο. Με αυτή την προσέγγιση, το κενό, το οποίο είναι εξ’ ορισμού χωρίς ύλη χώρος, δεν μπορεί να υφίσταται. Ταυτίζοντας την έκταση με την ύλη, δεν μπορεί κανένα κομμάτι του πραγματικού χώρου να στερείται της ύλης. Τα τμήματα του χώρου που φαίνονται άδεια, στην πραγματικότητα είναι γεμάτα ακόμη και αν είναι γεμάτα από διαφορετικής ποιότητας ύλη από αυτή που συγκροτεί τον ορατό χώρο, ύλη ανεπαίσθητη, την ύλη που ο Descartes αποκαλεί “λεπτή ύλη”. Σύμφωνα με τον Descartes, η λεπτή ύλη είναι αυτό που λανθασμένα αποκαλούμε “κενό”.


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Για το Leibniz (1646–1716), η απόρριψη του κενού θεμελιώνεται με δύο επιχειρήματα. Το πρώτο είναι θεολογικού περιεχομένου ενώ το άλλο είναι πως η κίνηση και η θέση είναι πραγματικές και μπορούν να περιγραφούν μόνο σε σχέση με άλλα πραγματικά (αριθμητικά) δεδομένα και όχι σε σχέση με στοιχεία που αφορούν το χώρο ή το χρόνο, και είναι υποκειμενικά, δεν ορίζονται δηλαδή με απόλυτο τρόπο. Οι παραπάνω θεωρίες δεν ανήκουν σε ένα πλαίσιο ανάλυσης του χώρου αλλά ενδιαφέρονται περισσότερο για την οντολογική θεώρηση της έννοιας. Μπορεί να μη δίνουν στοιχεία για το τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι ερευνητές ή οι χρήστες των χώρων την ποιοτική διαφορά κενών και μη χώρων στις αντίστοιχες περιόδους, οδηγούν όμως σε μία σημαντική παρατήρηση. Τα ερωτήματα που θέτουν, όπως για παράδειγμα η σημασία της ύπαρξης του κενού για το πλήρες, όπως τη θέτει ο Δημόκριτος ή η ύπαρξη στοιχείων που χαρακτηρίζουν ένα χώρο ακόμη και αν δεν είναι ορατά ή άμεσα εντοπίσιμα, όπως πιστεύει ο Descartes, είναι, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, κρίσιμα στη διατύπωση ερωτημάτων και μετέπειτα θεωριών που αφορούν πλέον αποκλειστικά τον αστικό χώρο. Ακόμη, η διατύπωση του ζητήματος του κενού και των ερωτημάτων γύρω από αυτό, είναι η βάση για να προκληθούν πιο σύνθετα ερωτήματα στη συνέχεια.

//20


//21

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Α Μ Φ Ι Σ ΒΗ Τ Η Σ Η Τ Ω Ν ΔΙΠΟΛΩ Ν Γ ΙΑ Τ ΗΝ ΠΟΛ Η Το 1996, στο συνέδριο της UIA, ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος Ignasi de Sola Morales5, χρησιμοποίησε τον όρο ‘’ter ra i n va g u e’’ (λανθάνοντα εδάφη6) για να μιλήσει για μία κατηγορία χώρων μέσα στην πόλη, οι οποίοι μοιάζουν ξεχασμένοι μέσα στον ιστό της. Σύμφωνα με τον Morales, τα κενά της πόλης είναι οι χώροι όπου κυριαρχεί η απουσία χρήσης και δράσης, αλλά και η αίσθηση ελευθερίας, διαθεσιμότητας και η δυνατότητα εναλλακτικής χρήσης των χώρων αυτών. Στο κείμενό του γίνεται λόγος για ένα γενικό αίσθημα απουσίας που συχνά εμφανίζεται στη σύγχρονη μητρόπολη, με ιδιαίτερες αναφορές σε εγκαταλελειμμένους χώρους. Για τον Morales “αστικό κενό” είναι η διακοπή της συνέχειας του αστικού ιστού στο χώρο, τη λειτουργία ή τη μορφή. Πρόκειται για τους ανεκμετάλλευτους κοινωνικά και χρηστικά χώρους μιας πόλης: εγκαταλελειμμένα κτίρια, αδόμητα οικόπεδα, νησίδες ανάμεσα σε λεωφόρους κυκλοφορίας, χώροι που εγκλωβίστηκαν στα όρια της πόλης καθώς αυτή τους υπερέβη προς μία νέα επέκταση. Οι χώροι αυτοί κινούμενοι ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, προκαλούν αμηχανία ως προς τη ταυτότητά τους. Παρόλο που ο Morales, είναι ο πρώτος που επιχειρεί να ονομάσει “κενούς” τους χώρους με αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν είναι και ο πρώτος που τους διαπιστώνει. Μία σειρά θεωρητικών, έχουν ήδη εντοπίσει μέσα στο σύνολο της πόλης, ποιότητες χώρων και υφές που ξεφεύγουν από τα μέχρι τότε καθιερωμένα δίπολα ιδιωτικό-δημόσιο, κτισμένο-άκτιστο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Νορβηγός αρχιτέκτονας και θεωρητικός Norberg-Schulz, κάνει τη διάκριση ανάμεσα στον τόπο και το χώρο. Με βάση τη διάκριση αυτή, ο τόπος είναι ο χώρος που έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ο τόπος ταυτίζεται με το φιλικό προς τον άνθρωπο περιβάλλον, εκεί όπου ο άνθρωπος αισθανόταν σανστο-σπίτι-του, ενώ ο χώρος χαρακτηρίζεται επί το πλείστον από τα γεωμετρικά του χαρακτηριστικά, στερείται ιδιαίτερου χαρακτήρα. Οι τόποι έχουν κοινωνικό πρόσημο ενώ οι χώροι όχι. 5.Present and Future - Architecture in Cities, XIX Congress of the International Union of Architects, Barcelona 1996 (Terrain vague) 6.Μετάφραση Γιώργου Σημαιοφορίδη, Διελεύσεις| σελ. 292


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Επεκτείνοντας τη διαίρεση αυτή, το 1992, ο ανθρωπολόγος Marc Auge, με το βιβλίο του “Non-Lieux/Introduction a une anthropologie de la supermodernite”, εισάγει την έννοια του “μη - τόπου” (non-lieux). Ως μη-τόποι, ορίζονται χώροι οι οποίοι σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς δημόσιους χώρους, δεν επιτρέπουν τη ταύτιση μαζί τους, δεν είναι οικειοποιήσιμοι. Είναι χώροι, όπως αναφέρει ο Παύλος Λέφας7, προϊόντα της υπερνεωτερικότητας, μίας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από περίσσεια χώρου, περίσσεια πληροφορίας και εξατομίκευση. Οι “μη-τόποι”, συνιστούν μία ιδιαίτερη μορφή κατάστασης-εξαίρεσης που συνδυάζει την προσωρινότητα με την αναπαραγωγή της συνήθειας. Σε αυτούς τους χώρους, η ταυτότητα του χρήστη είναι προσωρινή, τυποποιημένη και χωρίς βάθος. Στην κατηγορία των μη-τόπων, ο Auge κατατάσσει χώρους όπως οι αίθουσες αναμονής αεροδρομίων, τα ξενοδοχεία και τα υπερκαταστήματα. Η διάκριση ανάμεσα στους τόπους και τους μη-τόπους, έγκειται στο ότι από τους δεύτερους λείπουν τα χαρακτηριστικά που βοηθούν στην αναγνώρισή τους από τους χρήστες τους αφού δεν έχουν ταυτότητα, ούτε ιστορία. Εφόσον η αναγνώριση δεν είναι δυνατή, τότε δεν υπάρχει τόπος8. Ακόμη ένα χαρακτηριστικό των μη-τόπων, είναι η μεταβολή. Κανένας τόπος δεν είναι μόνιμα μη-τόπος, αντίθετα, ορίζεται σε αναφορά με τον άνθρωπο στη συγκεκριμένη, τοπικά και χρονικά, πραγματικότητά του. Οι μη-τόποι του χθες, μπορεί να είναι τόποι σήμερα και αντίστοιχα, ό,τι είναι μη-τόπος για ορισμένους, μπορεί να είναι τόπος για κάποιους άλλους. Η διαφορά ανάμεσα σε μη-τόπους και χώρους είναι πως οι χώροι είναι αποκλειστικά χωρικά προσδιορίσιμοι, ενώ οι μη-τόποι είναι χώροι από τους οποίους λείπουν στοιχεία που θα τους καθιστούσαν οικείους, παρά το γεγονός ότι φιλοξενούν χρήσεις και λειτουργίες.

7. Λέφας Π. (2008). Αρχιτεκτονική και κατοίκηση, Αθήνα: εκδόσεις Πλέθρον|σελ.188 8.όπως παραπάνω| σελ. 187

//22


//23

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Στην κλιμάκωση τόπων-χώρων-μη τόπων, λοιπόν, πού βρίσκεται αυτό που ο Morales ονόμασε “αστικό κενό”; Όπως και οι μη-τόποι, οι κενοί χώροι στερούνται χαρακτήρα και ταυτότητας, χαρακτηριστικά όμως που σε μία προγενέστερη κατάσταση υπήρχαν. Τα αστικά κενά, είναι χώροι που στο παρελθόν ήταν χαρακτηρισμένοι από κάποια λειτουργία, την οποία κάποια στιγμή έχασαν. Η αδυναμία προσδιορισμού της λειτουργίας τους στο παρόν είναι που καθιστά τα σημεία αυτά κενά. Αντίθετα, οι μη-τόποι χαρακτηρίζονται από έλλειψη παρελθόντος, στοιχείο που δεν αντιστοιχεί και στα κενά. Τα αστικά κενά μπορεί να είναι σημεία με σημαντικό παρελθόν, το οποίο μάλιστα μπορεί να είναι και ο λόγος που εμποδίζει την αναπροσαρμογή τους στα σύγχρονα δεδομένα, με αποτέλεσμα να οδηγούνται τα πεδία αυτά στην αδράνεια. Ένα ακόμη κοινό χαρακτηριστικό των κενών με τους μη-τόπους είναι ο αφιλόξενος χαρακτήρας τους. Όπως οι μη-τόποι του Auge, και τα αστικά κενά είναι χώροι δύσκολα οικειοποιήσιμοι. Η διαφορά εδώ είναι πως στους μη-τόπους, η λειτουργία είναι το στοιχείο εκείνο που αποτρέπει την οικειοποίηση του χώρου ενώ για τα κενά ισχύει το αντίθετο. Για παράδειγμα, οι χώροι μαζικής κατανάλωσης, όπως τα malls ή οι χώροι διεκπεραιωτικών διαδικασιών, είναι χώροι που σπάνια κανείς παρατηρεί ώστε να αναπτύξει σχέση μαζί τους, παρόλο που μπορεί να τους χρησιμοποιεί με μεγάλη συχνότητα. Αντίθετα, τα κενά είναι περιοχές που προκαλούν αμηχανία γιατί ακριβώς παραμένουν κενά από χρήστες. Αν δηλαδή οι τόποι είναι πεδία κατοίκησης, τότε οι μη-τόποι είναι πεδία προσπελάσιμα και τα κενά είναι σημεία που εξαιρούνται της καθημερινότητας, απ’ όπου κανείς δε διέρχεται. Τέλος, ο χαρακτήρας των αστικών κενών είναι μόνιμος. Σε αντίθεση δηλαδή με τους μη-τόπους, οι οποίοι μπορούν ταυτόχρονα να είναι τόποι και μη τόποι (για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι ενός αεροδρομίου, νιώθουν το χώρο οικείο εφόσον συνδέεται με την καθημερινότητα και την επιβίωσή τους) ή μπορούν χωρίς μεταβολή στην κατάστασή τους ή τη λειτουργία τους να μεταβληθούν από τόπους σε μη-τόπους και αντίστροφα με το πέρασμα των χρόνων, τα αστικά κενά είναι πεδία των οποίων ο χαρακτήρας είναι κοινός για όλους και αφετέρου, αν χωρίς κάποια πρωτοβουλία ενεργοποίησης, δεν ανακτούν ταυτότητα και ρόλο.


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Ενδιαφέρων είναι ο τριμερής διαχωρισμός του χώρου της πόλης που διαπιστώνουν οι Καλλιπολίτη Λυδία, Τεντοκάλη Βάνα και Τσάμης Αλέξανδρος9, οι οποίοι μετονομάζουν αυτό που ονομάζεται ως τώρα κενό σε “διάκε νο”. Έτσι, ο διαχωρισμός που προκύπτει είναι τριμερής: πλήρη-κενά-διάκενα: Το διάκενο δεν ανταποκρίνεται σε ειδικότερες λειτουργίες, όπως τα δύο βασικά στοιχεία του συστήματος των κενών: οι δρόμοι στην κίνηση και οι πλατείες στη στάση. Με άλλα λόγια, τα διάκενα σηματοδοτούν μία μη κανονική συνθήκη της πόλης, που διαπερνά θραυσματικά και περιθωριακά την κανονικότητα του συνόλου της, δηλαδή τον ιστό της. Στερημένα από λειτουργικούς σκοπούς και τελεολογίες του αστικού ιστού, τα διάκενα λειτουργούν ως κάψουλες για επείγουσες δράσεις που μπορούν να μετασχηματιστούν ανά πάσα στιγμή σε πάρκινγκ, υπαίθρια σινεμά ή λαϊκές αγορές. Επειδή ακριβώς επιδέχονται τέτοια χαρακτηριστικά και ποιότητες, γι’ αυτό και καθίστανται εν δυνάμει ικανά να μετασχηματίζονται σε εφήμερους εννοιολογικούς και χωρικούς “υποδοχείς” ή “καταλύτες” δράσης. Κλείνοντας την ενότητα του προσδιορισμού των κενών αστικών χώρων, ένας όρος που έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί, είναι οι “μεταβατ ικοί τό ποι”. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες στον αρχιτεκτονικό λόγο για την περιγραφή δύο κατηγοριών χώρων. Αφενός, για την περίπτωση ενδιάμεσων χώρων, που αποτελούν σημεία μετάβασης και των οποίων ο χαρακτήρας συγκροτείται ουσιαστικά από τα στοιχεία που βρίσκονται στα όριά του και αφετέρου για χώρους οι οποίοι είναι οι ίδιοι σε μετάβαση, είναι δηλαδή σε μία κατάσταση αναδιοργάνωσης αλλά απροσδιόριστης και κατά κανόνα απρογραμμάτιστης. Στην πρώτη περίπτωση, μιλάμε για τόπους των οποίων ο ίδιος χαρακτήρας είναι ασθενής κι έτσι, υπερισχύουν αυτού στοιχεία που προκύπτουν από το περιβάλλον. Τέτοιες περιοχές είναι οι εγκαταλελειμμένες παραλιακές ζώνες που είναι μη αξιοποιήσιμες, λόγω της καταπάτησής τους από αυθαίρετα κτίσματα. Κατ’ αναλογία, τα αστικά κενά, ελλείψει δικών τους χαρακτηριστικών, συχνά αντλούν στοιχεία από το άμεσο περιβάλλον για να περιγραφούν ή να οριστούν. Τα αστικά κενά είναι συχνά χώροι “ανάμεσα”, “δίπλα” ή “πίσω” από κάτι και όχι αυθύπαρκτα στοιχεία, ίσης σημασίας με τα γύρω τους στη συγκρότηση του αστικού πλέγματος.

9. Θραύσματα εφαρμογής. Διάκενα-διαρροές παλίμψηστου. Καλλιπολίτη Λυδία, Τεντοκάλη Βάνα, Τσάμης Αλέξανδρος. Σάσα Λαδά (2009). Μετατοπίσεις, Αθήνα: εκδόσεις futura

//24


//25

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Αντιστοιχίες της έννοιας του “αστικού κενού” με την έννοια του “μεταβατικού τόπου”, υπάρχουν και στη δεύτερη περίπτωση. Τα αστικά κενά, παρά την στασιμότητα που τα χαρακτηρίζει, είναι χώροι εν δυνάμει αξιοποιήσιμοι. Είναι χώροι σε εκκρεμότητα, σε αναμονή. Ο χαρακτήρας της ενδεχόμενης μεταβολής, παρότι δεν είναι εξίσου ισχυρός με την περίπτωση των μεταβατικών τόπων, είναι καθοριστικός στη συγκρότηση του ιδιότυπου χαρακτήρα των αστικών κενών και στην αντιμετώπισή τους από τους περαστικούς. Με βάση όλα τα παραπάνω οδηγείται κανείς στο ερώτημα: σε ποιο βαθμό οι κενοί χώροι αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της πόλης και σε ποιο βαθμό ορίζουν το χαρακτήρα της;

ΟΙ Κ Ε ΝΟ Ι Χ Ω Ρ Ο Ι Ω Σ ΔΟ Μ ΙΚΑ ΣΤΟΙ Χ Ε Ι Α Τ Η Σ ΠΟΛΗΣ

Είναι κοινώς αποδεκτό πλέον, ότι οι πόλεις ξεπερνούν κατά πολύ την έκταση που καταλαμβάνουν τα υλικά στοιχεία που τις συγκροτούν. Οι πόλεις του σήμερα, συγκροτούμενες εξίσου από συγκεκριμένα και ασαφή στοιχεία, περιγράφονται καλύτερα μέσα από σύνολα σχέσεων (χωρικών και κοινωνικών) παρά από χωρικές περιγραφές. Όπως αναφέρει η Αυστραλή θεωρητικός Leonie Sandercock10, “η πόλη είναι κτισμένη σκέψη”. Με αυτό το δεδομένο, γίνεται κατανοητό ότι χώροι που χαρακτηρίζονται ως κενοί, μπορεί να μην συμμετέχουν λειτουργικά στην πόλη αλλά το πλήθος, η μορφή τους και η πυκνότητά τους είναι στοιχεία πολύ καθοριστικά για αυτή. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που γίνεται λόγος ανάλογος με αυτόν για νέες κατασκευές ή επέκταση προαστίων μίας πόλης, για κτίρια ή περιοχές μέσα στον αστικό ιστό που έχουν αδρανοποιηθεί ή εγκαταλειφθεί, με αποτέλεσμα να προκαλούν την αμηχανία όχι μόνο αρχιτεκτόνων ή πολεοδόμων αλλά και πολιτών ή κυβερνητικών μηχανισμών.

10.όπως παραπάνω| σελ. 193


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Επιπλέον, με την παραδοχή πως η πόλη είναι η συλλογική έκφραση μιας κοινότητας στο χώρο, τίθεται το ερώτημα για το τι αποδεικνύει η παρουσία κενών χώρων στη συνέχεια της πόλης για την ίδια την κοινότητα. Όταν δηλαδή, προκύπτουν κατ’ εξακολούθηση κενοί χώροι σε μία πόλη, δε μπορεί αυτό να έχει προκύψει σαν αποτέλεσμα διαδοχικών αστοχιών του σχεδιασμού αλλά εκφράζει ίσως και απουσία ενδιαφέροντος των κατοίκων για την πόλη τους και τις χωρικές της ποιότητες. Καταλήγοντας λοιπόν, διαπιστώνεται ότι ο όρος “κενό”, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία “απουσία” μέσα στην πόλη, η οποία μπορεί να αναφέρεται κυριολεκτικά σε ένα κενό χώρο της ή να αφορά την απόρριψη συμβατικών λειτουργικών σχέσεων μέσα σε αυτή. Έτσι, για να γίνει αντιληπτός ο ρόλος των αστικών κενών στη συγκρότηση της πόλης, πρέπει να απομακρυνθεί κανείς εντελώς από την υλική συγκρότηση της πόλης και να την αντιμετωπίσει σαν μία συνισταμένη δυνάμεων που προκύπτουν από το κτισμένο όγκο της αλλά και από τα δίκτυα δρόμων, κοινωνικών ομάδων, δημόσιων, ελεύθερων ή κενών χώρων που την ορίζουν.

//26


//27

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

ΚΕΝΑ Σ Τ Ι Σ ΣΥΓΧ Ρ Ο Ν Ε Σ Π ΟΛΕ ΙΣ

Με τη διαπίστωση της θραυσματοποίησης του αστικού ιστού, οι Καταστασιακοί, ξεκίνησαν τη καταγραφή χώρων μέσα στα όρια του Παρισιού από τους οποίους φαίνεται να λείπει το νόημα. Οι χώροι κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα, μεγάλες βιτρίνες καταστημάτων, χώροι που δεν επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση, έγιναν αντικείμενο ιδιαίτερου σχολιασμού στα κείμενά τους. Οι Καταστασιακοί, σε μία περίοδο αναπροσδιορισμού των κοινωνικών και των πολιτικών δεδομένων, διεκδίκησαν τον αστικό χώρο. Ακόμη και αν τα σχόλιά τους ήταν έντονα επηρεασμένα από τις κοινωνικές διεκδικήσεις της δεκαετίας του ‘60, είναι η αφετηρία για τη διαπίστωση μιάς σειράς διαφοροποιημένων αστικών χώρων. Στα πλαίσια του συνεδρίου της UIA στη Βαρκελώνη, εκτός από το θεωρητικό κομμάτι, διοργανώθηκαν διαγωνισμοί που ζητούσαν επεμβάσεις σε σημεία της Βαρκελώνης όπου εντοπίζονταν προβληματικές συνθήκες: εγκαταλελειμμένες αθλητικές εγκαταστάσεις, εμπορικοί σταθμοί και ζώνες μεταφορών, ανασχεδιάστηκαν ώστε να αναπροσαρμοστούν στα σύγχρονα δεδομένα. Όπως επισήμανε ο Γ. Σημαιοφορίδης: Το στοίχημα των πόλεων στο τέλος του αιώνα, παίζεται στις “περιοχές διαταραχής”, στους “ενδιάμεσους χώρους”, στα περιρρέοντα “αστικά κενά”.11

ΚΕΝΟ Ι Χ ΩΡ Ο Ι Σ ΤΑ Ο ΡΙΑ Τ ΗΣ ΠΟΛΗΣ Η πόλη αναπτύσσεται όχι μόνο μέσα από έναν κεντρικό σχεδιασμό αλλά και με σημειακές παρεμβάσεις που εκτρέπουν την πορεία της και αποτελούν βάση για σημαντικούς μετασχηματισμούς της. Η πόλη είναι λοιπόν ένα σύνολο μετακινήσεων, ανάμεσα και πάνω στα όριά της. Κύριο χαρακτηριστικό της σύγχρονης διάχυτης αστικοποίησης είναι η επέκταση των περιφερειακών διασυνδέσεων και δικτύων. Ο όρος spraw l , που χρησιμοποιήθηκε από αρχιτέκτονες και πολεοδόμους από τις αρχές του 21ου αιώνα, περιγράφει αυτή ακριβώς τη τάση της πόλης να επεκταθεί μάλλον ακανόνιστα εκτός των ορίων της, προσπερνώντας 11. Σημαιοφορίδης Γ. (2005) | σελ.139


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

ζώνες ή αγνοώντας την ύπαρξη άλλων. Η δυναμική, η απροσδιοριστία και η αβεβαιότητα που συνοδεύουν τη διαδικασία της αστικής διάχυσης, οδηγούν σε παραγωγή κενών χώρων με διαφορετικούς τρόπους. α. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία χώρων απομακρυσμένων από το κέντρο της πόλης, είναι η ύπαρξη οδικών δικτύων. Ο σχεδιασμός των δικτύων αυτών προκαλεί υπολειμματικούς χώρους εκατέρωθεν των οδών ή των οδικών κόμβων, οι οποίοι δεν αποτελούν φυσικό τοπίο αλλά ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ζώνες κατοικίας ή εμπορίου, λόγω της ηχητικής επιβάρυνσης. Ο χαρακτήρας αυτών των χώρων είναι δύσκολα προσδιορίσιμος καθώς δεν συμπληρώνουν τη λειτουργία του συγκοινωνιακού δικτύου, ούτε όμως μπορούν να ενταχθούν σε κάποια άλλη λειτουργία. β. Η μεταφορά λειτουργιών έξω από τα όρια της πόλης, δημιουργεί συνήθως μικρές ή μεγαλύτερες ενδιάμεσες ζώνες χωρίς προκαθορισμένη χρήση. Οι ζώνες αυτές, εντοπισμένες ανάμεσα στο ανεπτυγμένο κέντρο και την αναπτυσσόμενη νέα περιοχή, παραμένουν συνήθως απόλυτα αδρανείς, είτε καταλαμβάνονται από νομαδικές κοινότητες (π.χ. Ρομ). Έτσι, δεν εντάσσονται, παρά σπάνια, στην πόλη ή στις νέες περιοχές λειτουργιών και αποτελούν περιοχές διεκδίκησης και διαρκούς αναπροσδιορισμού. γ. Οι περιοχές που δημιουργούνται έξω από τα όρια της πόλης, είτε πρόκειται για περιοχές κατοικίας είτε για περιοχές ελαφριάς βιομηχανίας, σχεδιάζονται συνήθως εκ του μηδενός, σε περιοχές όπου δεν υπάρχει καμία προηγούμενη δόμηση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να απαιτείται ένα χρονικό διάστημα μέχρι να αποκτήσουν ίχνη κατοίκησης. Η ποιότητα αυτή δεν μπορεί να παραχθεί από το σχεδιασμό, αλλά κατακτάται μόνο σταδιακά, με το πέρασμα του χρόνου. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα το διάστημα αυτό είναι τόσο μεγάλο που θεωρείται ότι η ιδιότητα του “κατοικίσιμου” ή του “κατοικημένου” δεν θα επιτευχθεί. Στην περίπτωση αυτή, κάνει κανείς λόγο για χώρους, που αντίθετα με τις προθέσεις, δεν μπόρεσαν να γίνουν οικείοι ή να απορροφήσουν συγκεκριμένες λειτουργίες.

//28


//29

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

ΚΕΝΟ Ι Χ Ω Ρ Ο Ι Σ ΤΟ ΚΕΝΤ Ρ Ο Τ Η Σ Π ΟΛΗΣ Η διαρκής ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης σε συνδυασμό με την αλλοίωση των ιστορικών πυρήνων της μέσα από τη μη ελεγχόμενη ανοικοδόμηση, προκάλεσαν αυξανόμενη ανομοιογένεια στον αστικό ιστό, τόσο μορφολογική όσο και λειτουργική. Η ανάγνωση της πόλης, μέσα από τα διαδοχικά ιστορικά στάδιά της, κάνει έκδηλη την παρουσία χώρων και τόπων που φαίνεται να έχουν χάσει τη ταυτότητά τους και τον αρχικό τους χαρακτήρα. Έτσι, εμφανίζονται χώροι απροσδιόριστοι, που ακόμη και αν αρχικά ήταν προϊόν σχεδιασμού, στη συνέχεια αδυνατούν να συνδυαστούν με τα νέα κάθε φορά δεδομένα, με αποτέλεσμα να διακόπτουν τη συνέχεια του αστικού ιστού, χωρικά, χρονικά και λειτουργικά. Πρόκειται για υπολειμματικούς χώρους που συναντά κανείς στη σύγχρονη πόλη και μπορεί να είναι ένα μικρό άκτιστο ιδιωτικό οικόπεδο, εγκαταλελειμμένα κτίρια κατοικίας ή εγκαταστάσεις βιομηχανιών που εγκαταλήφθηκαν, κενά οικόπεδα μετά την κατεδάφιση κτιρίων, ή και εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα, δύσκολα προσβάσιμα πάρκα ή αρχαιολογικοί χώροι. Τα στοιχεία των χώρων αυτών, που είναι καθοριστικά τόσο για το χαρακτήρα τους μέσα στον αστικό ιστό στο παρόν αλλά και για την όποια εξέλιξη μπορεί να έχουν σε μία μελλοντική κατάσταση, είναι αφενός η έκτασή τους και αφετέρου οι λόγοι που τους κατέστησαν κενούς. Για παράδειγμα, ακόμη και αν εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία κενών χώρων, ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά έχουν ένα αδόμητο ιδιωτικό οικόπεδο στο εσωτερικό ενός οικοδομικού τετραγώνου, εγκαταστάσεις περιοδικών χρήσεων που όλο το υπόλοιπο διάστημα αποτελούν “χώρους σε αναμονή” και χώροι αρχαιολογικών ευρημάτων εγκλωβισμένοι στον πυκνό αστικό ιστό, χωρίς μάλιστα πρόσβαση επισκεπτών. Τα αστικά κενά είναι χώροι προσπελάσιμοι ή μη που μοιάζουν να εξαιρούνται του υπόλοιπου αστικού ιστού, παρά την ανομοιομορφία που έτσι κι αλλιώς τον χαρακτηρίζει. Οι κενοί χώροι αποτελούν θραύσματα του παρελθόντος εγκλωβισμένα στο παρόν. Περιβάλλονται από δεκάδες ή εκατοντάδες ιστορίες που τους προσδίδουν ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά που μπορεί να λειτουργήσουν είτε ως αφετηρία για μία εκ νέου αξιοποίησή τους, είτε ως τροχοπέδη στη διαδικασία επαναπροσδιορισμού του ρόλου τους.


//30

ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Π ΑΡΑ ΓΩ ΓΗ ΚΑΙ Α ΝΑ Π Α ΡΑ ΓΩ ΓΗ ΚΕ ΝΩ Ν ΧΩ Ρ ΩΝ Η πόλη είναι η πρ οβολή τ η ς κοινωνίας πάνω σ το έδ αφ ος (Henri Lefebrve, Το δικαίωμα στην πόλη)

Το τοπίο της πόλης βρίσκεται συνεχώς υπό κατασκευή: σχηματίζεται και ανασχηματίζεται βάσει των διαφορετικών εμπειριών και δράσεων των υποκειμένων που έρχονται σε επαφή με αυτό. Ένα τοπίο δεν είναι ποτέ σταθερό και ομοιογενές, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενο, ώστε να αντανακλά τις δράσεις των χρηστών του, όπως ταυτόχρονα αντανακλάται σε αυτές. Το τοπίο δηλαδή λειτουργεί παράλληλα ως το μέσο αλλά και το αποτέλεσμα της κοινωνικής δράσης. Το τοπίο της πόλης αλλάζει καθώς παράγονται διαφορετικά νοήματα για τους τόπους της, τόσο από τα διαφορετικά άτομα και ομάδες που χρησιμοποιούν τους χώρους της, όσο και ανάλογα με τις διαφορετικές ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, στις οποίες αυτά τα νοήματα αναπτύσσονται. Εντοπίζοντας τις διαφορετικού χαρακτήρα και κλίμακας περιπτώσεις χώρων που μέσα στον ιστό της πόλης χαρακτηρίζονται ως κενοί, αναρωτιέται κανείς για την προέλευση τους, για τους παράγοντες που συντέλεσαν στην αδυναμία των χώρων αυτών να ενσωματωθούν στο σώμα της πόλης και να την ακολουθήσουν στην εξέλιξή της. Απάντηση στο ερώτημα μπορεί να δοθεί με πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις, λόγω όμως των δεκάδων διαφορετικών παραμέτρων που πρέπει να μελετηθούν και να συνυπολογιστούν στη διερεύνηση των διεργασιών που παράγουν κενούς χώρους στις πόλεις του κόσμου, οι παρακάτω παρατηρήσεις, αφορούν κυρίως τις ελληνικές πόλεις.


//31

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

ΟΙ Α ΡΧ Ε Σ ΤΟΥ Μ Ο ΝΤ Ε ΡΝΙΣΜ ΟΥ Μελετώντας την εξέλιξη της πολεοδομικής σκέψης μέσα στα χρόνια, διαπιστώνει κανείς πως μία σημαντική καμπή στην πορεία της, συντελέστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, παράλληλα με τη διάδοση του μοντέρνου κινήματος στην αρχιτεκτονική. Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο Ignasi de Sola Morales, το έδαφος για την εμφάνιση κενών χώρων στις σύγχρονες πόλεις καλλιεργήθηκε αυτήν ακριβώς την περίοδο, όταν οι αρχιτέκτονες φαίνεται πως έδειχναν ελάχιστο ενδιαφέρον για το σύνολο της πόλης. Οι μοντερνιστές αρχιτέκτονες, ενθουσιασμένοι από τις δυνατότητες που τους προσέφεραν τα νέα υλικά (χάλυβας, τσιμέντο), απορροφήθηκαν στον σχεδιασμό εξελιγμένων τεχνικά κατασκευών που όμως δεν φαίνεται να “συνομιλούν” με το έδαφος της πόλης. Η διάδοση της τυπολογίας του ουρανοξύστη και της κατοικίας domino, γέμισε σταδιακά τις πόλεις με εντυπωσιακά, περίοπτα κτίρια, που δεν “επικοινωνούσαν” ούτε με τα γύρω κτίρια, ούτε με το αδόμητο περιβάλλοντα χώρο. Χαρακτηριστικά, ο Morales ανέφερε πως “η μοντέρνα αρχιτεκτονική είναι μουσειακή αρχιτεκτονική που παράγει κτίρια-εκθέματα τοποθετημένα λιγότερο ή περισσότερο τυχαία σε μία πόλη-μουσείο”. Η προγενέστερη μορφή πόλης, η οργανική πόλη του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, δεν άφηνε κενούς χώρους αλλά φρόντιζε να εκμεταλλευτεί στο μέγιστο βαθμό τις διαθέσιμες εκτάσεις. Αντίθετα, για τους αρχιτέκτονες του μοντερνισμού, η συνοχή του αστικού περιβάλλοντος και η συνέχεια στην πόλη, ήταν ζητήματα χωρίς ενδιαφέρον. Με τη διάδοση των αρχών του μοντέρνου κινήματος, στην πόλη σταδιακά εμφανίστηκαν όλο και περισσότεροι “υπολειμματικοί” χώροι, χώροι που περίσσευαν κατά τον κτιριακό σχεδιασμό. Ταυτόχρονα, καλλιεργήθηκε μία νοοτροπία “εσωτερικού χώρου”. Το ενδιαφέρον απομακρύνθηκε από το χώρο της πόλης και συγκεντρώθηκε περισσότερο στην οργάνωση του εσωτερικού της κατοικίας και του κτιρίου γενικότερα, μελετήθηκαν προδιαγραφές τυποποίησης των εσωτερικών χώρων και επίτευξης των βέλτιστων συνθηκών ηλιασμού και φωτισμού αλλά πάντα από το εσωτερικό προς το εξωτερικό. Η πόλη είναι το άθροισμα των κτιρίων που βρίσκονται εντός των ορίων της.


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

//32

ΤΟ Π Α ΡΑ Δ Ε Ι ΓΜ Α Τ ΗΣ ΑΘ ΗΝΑΣ Σύμφωνα με τον ιστορικό αρχιτεκτονικής Kenneth Frampton12, η Αθήνα είναι η κατ’ εξοχήν μοντέρνα πόλη, τόσο σε επίπεδο λειτουργικού προγράμματος, όσο και μορφολογικής γλώσσας. Η ανάπτυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους, συνέπεσε χρονικά με τη διάδοση του μοντερνισμού. Έτσι, η πόλη φαίνεται πως υπερέβη εύκολα το νεοκλασικό χαρακτήρα της, χάριν μίας μοντέρνας τυπολογίας που εξακολουθεί να αναπαράγεται σήμερα με τον ίδιο σχεδόν τρόπο όπως στις δεκαετίες του 1930 και του 1950. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να μη συσχετιστεί με τον μετέπειτα χαρακτηρισμό των ελληνικών πόλεων ως αποσυντεθειμένα, πανομοιότυπα οικιστικά σύνολα, χωρίς ιδιαίτερη ταυτότητα. Χώροι που μένουν αδρανείς, παρά τις μεγάλες δυνατότητές τους (παλιοί σταθμοί μέσων μεταφοράς, κοίτες ρεμάτων, εγκαταλελειμμένα κτίρια βιομηχανιών κ.λ.), διάσπαρτοι στο σώμα της πόλης, είτε περνούν απαρατήρητοι, είτε αποτελούν αμήχανα επιχειρήματα σε προτάσεις για την “αναγέννησή” της. Όπως επισημάνθηκε στην ημερίδα “Αθήνα σε κρίση”13, στην Αθήνα δεν υπάρχει διαμεσολάβηση μεταξύ της πολυκατοικίας και της πόλης. Πέρα από την πολυκατοικία, υπάρχει η Αθήνα, χωρίς ιδιαίτερη ενδιάμεση ιεράρχηση μορφών. Έτσι, η Αθήνα φαίνεται να αποτελεί περισσότερο σύνολο ετερογενών κομματιών τυχαία τοποθετημένων παρά συνεκτική πόλη. Τόσο σε επίπεδο εικόνας όσο και σε επίπεδο εμπειρίας, αποτελεί μία περίπτωση πόλης με τόσο εμφανή τα κενά της σημεία που μοιάζει ιδανικό πεδίο για πειραματισμούς σε τεχνικές ενεργοποίησης εκ νέου, αδρανών, κενών χώρων.

12. Αίσωπος Γ.-Σημαιοφορίδης Γ. (2001)| σελ. 66 13. “Αθήνα σε κρίση”, ημερίδα, 28/11/2010. Συνδιοργάνωση: Σχολή Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π, Laboratory for Architecural Production Swiss Federal Institute of Technology


//33

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της μοντέρνας σκέψης σε επίπεδο αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας είναι η αχρονικότητα. Τα έργα των μοντερνιστών δεν είναι σχεδιασμένα να παλιώνουν ούτε να συνδυάζονται με μεταγενέστερες προσθήκες, ώστε να καλυφθούν νέες ανάγκες. Οι αρχιτέκτονες του μοντέρνου σχεδιάζουν τώρα και για πάντα. Το στοιχείο αυτό, σχολίασαν οι Καταστασιακοί, υποστηρίζοντας πως ο μοντερνισμός παρήγαγε πόλεις οι οποίες ήταν ένα “ιδανικό” αστικό τοπίο, ένα μέρος όπου οι σχέσεις με τη φύση, το σώμα και το χώρο είχαν οριστικοποιηθεί άπαξ, υποστηρίζοντας πως η σύγχρονη πόλη του Le Corbusier, ήταν σύγχρονη για πάντα. Ο μεταμοντερνισμός και τα συνακόλουθα ρεύματα, μπορεί να απέδειξαν ότι μία τέτοια λογική δεν είναι συμβατή με τα ανθρώπινα δεδομένα και δε μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά, τα έργα όμως του μοντερνισμού έμειναν, επαναφέροντας συνεχώς νέα χωρικά ζητήματα. Παρά τον καθοριστικό, όπως φαίνεται, ρόλο των αρχών του μοντέρνου κινήματος στην εμφάνιση υπολειμματικών χώρων στις πόλεις, είναι λάθος να γενικεύουμε, αγνοώντας τους παράγοντες που κάθε φορά κατέστησαν τους υπολειμματικούς αυτούς χώρους, μεταγενέστερα, κενούς. Οι πόλεις είναι συμπλέγματα χωρικών, οικονομικών και κοινωνικών παραμέτρων, γεγονός που καθιστά την αιτιολόγηση των διαφόρων αστικών φαινομένων περισσότερο σύνθετη.

Α Π ΟΥ Σ Ι Α ΑΤΟ ΜΙΚΟΥ Ε ΝΔΙΑΦΕ ΡΟ ΝΤΟΣ ΚΑ Ι ΣΥΛ ΛΟ ΓΙ ΚΟΥ Ο ΡΑΜ ΑΤΟ Σ Όπως εύστοχα διατυπώνει ο Francesco Infussi14, το “συλλογικό όραμα του κατοικείν” δεν υφίσταται στις σύγχρονες μητροπόλεις και η νοοτροπία που υπάρχει αντιπαραθέτει μία αδράνεια σε επίπεδο κριτικής και δράσης, απέναντι σε κάθε καινοτομία που αφορά στο μετασχηματισμό του δημόσιου χώρου. Η άποψη αυτή, αναδεικνύει σε αναγκαιότητα τη διαμόρφωση νέας νοοτροπίας σχετικά με την πόλη.

14. Σημαιοφορίδης Γ.-Infussi F. (1998)| σελ. 44


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Είναι γνωστό πως στην αρχαία Αθήνα, η λέξη “ιδιώτης”, που περιέγραφε τον αδιάφορο για τα κοινά άνδρα, ήταν όρος απαξιωτικός και προσβλητικός. Στη συνέχεια μάλιστα, αποτέλεσε τη ρίζα της λέξης idiot, που στα νέα ελληνικά μεταφράζεται σαν ηλίθιος. Αυτό αποδεικνύει τη σημασία που είχε στην Αθήνα των κλασικών χρόνων το ενδιαφέρον για την πόλη, αρετή που σήμερα φαίνεται μάλλον να εκλείπει. Οι νεωτερικές και η μετά-νεωτερικές πόλεις έχουν χαρακτήρα εσωστρεφή και οι κάτοικοί τους ενδιαφέρονται πρωτίστως για το ατομικό τους συμφέρον και όχι για το κοινό, ακόμη και όταν αυτό επηρεάζει τον ευρύτερο χώρο διαβίωσής τους. Στόχος στο σχεδιασμό να επιτυγχάνεται το μέγιστο εσωτερικό, ανεξάρτητα από την αισθητική του εξωτερικού. Το περιστασιακό ενδιαφέρον των εκάστοτε αρμόδιων διοικητικών φορέων, φαίνεται πως μέχρι πρόσφατα ήταν ο μοναδικός “δράστης” στο δημόσιο χώρο. Μικρές ή μεγαλύτερες επεμβάσεις, κατά κανόνα χωρίς ενιαίο χαρακτήρα και χωρίς ενιαίο σχεδιασμό, που αρκετές φορές είχαν ως κυρίαρχο στόχο την εξυπηρέτηση και πάλι ατομικών συμφερόντων και όχι την επίλυση συλλογικών προβλημάτων, οδήγησαν στη σημερινή εικόνα πόλεων όπου τα αστικά κενά δικαιολογούνται ως παράγωγα μη προβλέψιμων ή προβλεπόμενων μετασχηματισμών της πόλης. “Η διαρκής επιθυμία συλλογικότητας”, την οποία αναφέρει ο Rem Koolhaas, “θα συμβεί τη στιγμή κατά την οποία η άνοδος του εισοδήματος θα οδηγήσει στην επιθυμία για μια όμορφη πόλη, πέρα από ένα όμορφο σπίτι, όπου η άνεση στην πόλη θα φαίνεται τόσο απαραίτητη όσο και η άνεση στο σπίτι”15. Στη φράση αυτή αποτυπώνεται ένας ακόμη λόγος για την απουσία του ατομικού ενδιαφέροντος από την πόλη. Πόσο εύκολο είναι άραγε σε περιόδους οικονομικής κρίσης και ύφεσης, το ενδιαφέρον των πολιτών να στραφεί στην κατάσταση της πόλης;

15. Αίσωπος Γ.-Σημαιοφορίδης Γ. (2001)| σελ. 41

//34


//35

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Χαρακτηριστικό του πόσο λίγο διαμορφωμένη είναι η αστική συνείδηση στις ελληνικές πόλεις σήμερα, είναι ο μεγάλος ενθουσιασμός με τον οποίο αντιμετωπίζονται, τόσο από τον τύπο όσο και από τους πολίτες, μικρές, ανοιχτές, ομάδες, χωρίς κομματική ταυτότητα, που επιχειρούν παίρνοντας μικρές πρωτοβουλίες ν’ αλλάξουν την καθημερινότητα των πόλεων (atenistas, lunch street party, guerilla gardeners κ.λ.). Ομάδες πρωτοβουλίας σαν αυτές, δραστηριοποιούνται τη τελευταία δεκαετία σε χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική και παρά το περιορισμένο εύρος δυνατοτήτων που έχουν λόγω της έλλειψης πόρων και δικαιοδοσίας, εκφράζουν σε σημαντικό βαθμό το ενδιαφέρον των κατοίκων για τις πόλεις τους. Οι δράσεις τους, ακόμη και αν χαρακτηρίζονται αφελείς ή αποσπασματικές, όπως υποστηρίζουν τα μέλη των ομάδων “δεν έχουν σκοπό να λύσουν το πρόβλημα, αλλά να το φέρουν στην επιφάνεια, προκαλώντας τους αρμόδιους φορείς να δώσουν οριστικότερες και συνολικότερες λύσεις”. Το ενδιαφέρον σταδιακά επανέρχεται στο δημόσιο χώρο.

ΝΕΕ Σ Α Σ Τ Ι ΚΕ Σ Δ ΡΑΣΤ ΗΡΙΟΤ ΗΤ Ε Σ Η εισαγωγή νέων δραστηριοτήτων, διαφορετικών από την μέχρι πρότινος οικεία κλίμακα και χαρακτήρα, όπως και ο μετασχηματισμός ή η απομάκρυνση δραστηριοτήτων από τον ιστό της πόλης, οδήγεί κατά κανόνα, στην παραγωγή χώρων που μένουν εκκρεμείς. Για παράδειγμα, η απόπειρα καθορισμού περιοχών διασκέδασης σε προγενέστερες περιοχές κατοικίας, οδηγεί συνήθως στην απομάκρυνση μεγάλου μέρους των μόνιμων κατοίκων, με αποτέλεσμα την σταδιακή αδρανοποίηση των περιοχών αυτών. Παρόμοια αποτελέσματα φαίνεται πως έχει η χωροθέτηση σε περιοχές κατοικίας, οργανισμών που περιθάλπουν ή βοηθούν άτομα που ζουν στο περιθώριο ή έχουν απομακρυνθεί από το κοινωνικό σύνολο ως επικίνδυνα (τοξικοεξαρτημένοι/ μετανάστες κ.λ.).


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Στην εποχή όπου το θέαμα εξακολουθεί να έχει προεξάρχοντα ρόλο, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ο σχεδιασμός υπέρ-κατασκευών που έχουν περιοδική χρήση και στα ενδιάμεσα της χρήσης τους διαστήματα, παραμένουν ως ανενεργά κελύφη, προκαλώντας συχνά αμηχανία ή εκνευρισμό. Το εμφανέστερο παράδειγμα τέτοιων περιπτώσεων είναι οι εκτεταμένες εγκαταστάσεις που έχουν κατασκευαστεί στις πόλεις που ανέλαβαν τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων ή χώροι που σχεδιάστηκαν για τη φιλοξενία εκδηλώσεων μεγάλης κλίμακας. Πρόκειται στην ουσία για χώρους που δεν προέκυψαν από πραγματική ανάγκη κι έτσι δεν κατάφεραν ποτέ να ενσωματωθούν στον αστικό ιστό. Οι χώροι αυτοί, μένουν εν τέλει αχρησιμοποίητοι κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και αποτελούν γκρίζες ζώνες. Συχνά μάλιστα είναι χώροι φυλασσόμενοι και αυστηρά περιφρουρούμενοι (λόγω του υψηλού κόστους κατασκευής τους), γεγονός που αυξάνει την αίσθηση του μυστηρίου που τους περιβάλλει, ενώ τους αποκόπτει ακόμη περισσότερο από το σύνολο της πόλης. Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει την αδυναμία των σύγχρονων αστικών τοπίων να συνδυάσουν την αστικοποίηση με την οικειότητα, ή πιο σωστά, την αδυναμία των σχεδιαστών και των κατασκευαστών να παράγουν τέτοια τοπία. Τέλος, ακόμη κι αν οδηγεί στην εμφάνιση κενών χώρων λίγο ή πολύ περιορισμένης διάρκειας, δεν μπορεί αν μην προστεθεί στην κατηγορία αυτή και ο αστάθμητος παράγοντας. Δεν είναι λίγες οι φορές που λόγω ενός απρόβλεπτου περιστατικού ή κακού προγραμματισμού, μεγάλα δημόσια ή ιδιωτικά έργα μένουν για ένα διάστημα ανολοκλήρωτα. Η θέση τους, καταλαμβάνεται από όγκους σκυροδέματος ή τρύπες, χωρίς λειτουργία ή ρόλο, περιφραγμένες με τρόπο τέτοιο ώστε συχνά να περιβάλλονται από μυστήριο τόσο σχετικά με την ολοκλήρωσή τους, όσο και με τα αίτια που οδήγησαν στην εγκατάλειψή τους.

//36


//37

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Συμπερασματικά, η παρατήρηση των κενών χώρων στο κέντρο και στις περιφέρειες, μας οδηγεί στην αναγνώριση δύο τύπων διαδικασιών, με τις οποίες πραγματοποιούνται οι μετασχηματισμοί στις πόλεις: μίας φυγόκεντρης και μίας κεντρομόλου. Βάσει της φυγόκεντρης, νέες δραστηριότητες, οικονομικές, διοικητικές υπηρεσίες και κατοικία αναζητούν περιοχές και σημεία εγκατάστασης εκτός πόλης και βάσει της κεντρομόλου, συμβαίνουν ανατροπές και μετατροπές σε ενδιάμεσους χώρους της πόλης (αστικά κενά/ μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα/ σταθμοί συγκοινωνιών/ άξονες εξυπηρέτησης) ώστε να καλυφθούν οι εκάστοτε ανάγκες της.για να χρησιμοποιηθούν για ένα μήνα, χώροι που σταμάτησαν να λειτουργούν, σημεία σε αναμονή χρηστών, έχουν όλα ένα κοινό χαρακτηριστικό: την αντιπαράθεσή τους με το χρόνο. Είναι στοιχεία δηλαδή, που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν το πέρασμά του επρόκειτο εξαρχής να το κάνουν.


//38

ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Σ ΤΑ Ο Ρ Ι Α ΤΟΥ ΚΕ ΝΟΥ

ποια ε ίναι η διαφ ορ ά τ η ς πισ ίνας από ένα άδ ειο χώρ ο ρ ώτ η σ ε και μετά είπε ποια είναι η δ ιαφ ορ ά ενός ουρ ανοξύσ τ η από μία άδ εια έκ τασ η γη ς (Κωνσταντίνος Βήτα, Άκρο)

Το κενό στο χώρο είναι το ευκολότερα αναγνωρίσιμο κενό: είναι ό,τι περισσεύει από το πλήρες. Αντίστοιχα και στην πόλη, ως κενό μπορεί να οριστεί το υπόλοιπο του δομημένου χώρου, οι κοιλότητες στην αστική μάζα, οι οποίες δεν καταλαμβάνονται από κτίρια. Με βάση αυτό το διαχωρισμό όμως, οποιαδήποτε πλατεία, οποιοσδήποτε δημόσιος χώρος που δε στεγάζεται όπως και όλοι οι άξονες κυκλοφορίας θα μπορούσαν να οριστούν ως κενοί. Ο όρος “αστικό κενό”, δεν συσχετίζεται με την παρουσία ή την απουσία ύλης. Κενοί μπορούν να είναι εξίσου χώροι δομημένοι, ακόμη και κτίρια ή κτιριακές εγκαταστάσεις. Στον όρο “αστικό κενό” δηλαδή, είναι σημαντικότερος ο όρος “αστικό” παρά ο όρος “κενό”, η συσχέτιση με την ύλη είναι πολύ λιγότερη από τη συσχέτιση με τη λειτουργία. Επιστρέφοντας λοιπόν παραπάνω, θα έλεγε κανείς ότι ως κενό στην πόλη, μπορεί να οριστεί το υπόλοιπο του χρησιμοποιούμενου χώρου, οι κοιλότητες στην αστική μάζα, οι οποίες δεν είναι σε χρήση. Το επιχείρημα αυτό, έχει οδηγήσει αρκετές φορές στο να συμπεριληφθούν στη συζήτηση για τους κενούς αστικούς χώρους, εκτός από εκτάσεις ή κτίρια, αρχιτεκτονικά στοιχεία που δε συμμετέχουν στη λειτουργία της πόλης. Τρία παραδείγματα τέτοιων στοιχείων είναι τα σόκορα, οι ταράτσες και οι ακάλυπτοι των αστικών πολυκατοικιών.


//39

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

ΣΟΚΟ ΡΑ

Σόκορα, αποκαλούνται οι τυφλές όψεις των πολυκατοικιών, που σχεδιάζονται όταν το υπό ανέγερση κτίριο φτάνει μέχρι τα όρια της οικοδομικής γραμμής, σε όψη που δεν “βλέπει” σε δρόμο. Στην περίπτωση που δεν κατασκευαστούν κτίρια στα γειτονικά οικόπεδα, το σόκορο παραμένει εμφανές, από αόρατο γίνεται ορατό και συμμετέχει και αυτό -απροσδόκητα- στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου της πόλης. Τα σόκορα, σε αντιδιαστολή με όψεις οργανωμένες σε μπαλκόνια ή γυάλινες όψεις, μένουν αδρανή στις αλλαγές του χρόνου και της πόλης. Ανεξάρτητα από την αισθητική τους, τα μπαλκόνια μίας πολυκατοικίας, συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του δημόσιου χώρου, προβάλλοντας στο εξωτερικό των διαμερισμάτων στοιχεία για τους ενοίκους τους που καθιστούν την εικόνα της πόλης ευκολότερα αντιληπτή. Οι τυφλές όψεις αντίθετα, δεν μεταβάλλονται, δεν ενσωματώνονται στην εικόνα της πόλης, δημιουργούν το αίσθημα του ανοίκειου και παραμένουν ως επιφάνειες εκκρεμείς, σε αναζήτηση της ταυτότητάς τους. Το ζήτημα των τυφλών όψεων έχει απασχολήσει κατά καιρούς τόσο αρχιτέκτονες όσο και εικαστικούς, το ερώτημα όμως για το κατά πόσο επιφανειακές επεμβάσεις ή τρισδιάστατες προσθήκες αποτελούν λύση στο ερώτημα ή αμήχανη απάντηση, παραμένει.

Α ΚΑ ΛΥ Π ΤΟ Σ

Ο ακάλυπτος είναι στοιχείο που εντοπίζεται στα περισσότερα αστικά οικοδομικά τετράγωνα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Η ύπαρξή του, συνδέεται με το συνηθέστερο τύπο αστικής κατοικίας, την πολυκατοικία. Η συνεχής επανάληψη του μοντέλου της πολυκατοικίας, σε συνδυασμό με οικοδομικούς περιορισμούς σχετικά με την κάλυψη των οικοπέδων, οδηγούν στην παραγωγή χώρων, στο εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων, που παραμένουν χωρίς λειτουργία. Οι συνθήκες που επικρατούν στον ακάλυπτο (μικρές διαστάσεις, ελλιπής ηλιασμός και αερισμός, θέαση των πίσω όψεων των διαμερισμάτων), δυσχεραίνει περισσότερο την οποιαδήποτε αξιοποίηση του χώρου, ο οποίος εν τέλει διατηρείται σαν τρύπα στο πυκνά δομημένο σύνολο. που μπορεί να τύχουν στις κύριες όψεις ενός κτιρίου”.


ΚΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

Όπως αναφέρει η Rosalind Krauss16: “αν το άμορφο αντιστέκεται στη μορφή, ο ακάλυπτος παλινδρομεί αδιάκοπα: δημόσιο-ιδιωτικόδημόσιο... Το στοιχείο που δίνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο χώρο του ακάλυπτου είναι ότι επιτρέπει την οπτική επαφή μεταξύ των κατοίκων ενός οικοδομικού τετραγώνου, η οποία μάλιστα, όταν εκείνοι είναι σε περισσότερο ιδιωτικούς χώρους (μπάνιο, υπνοδωμάτιο) γίνεται με ματιές φευγαλέες και αδιάκριτες, πολύ περισσότερο οικείες από αυτές. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μέμος Φιλιππίδης17, αν η πρόσοψη είναι το σκηνικό της πόζας, ο ακάλυπτος είναι το σκηνικό του φευγαλέου στιγμιότυπου.

ΤΑ ΡΑΤ Σ Α

Η ταράτσα αναφέρεται συχνά και ως η πέμπτη όψη ενός κτιρίου. Σαν τυπολογία συναντάται περισσότερο στην Ελλάδα παρά στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι καιρικές συνθήκες, επιβάλλουν τη στέγη. Η ταράτσα, παρά την προνομιακή της θέση, στο ανώτερο ύψος της πολυκατοικίας και την απουσία οποιασδήποτε δόμησης, εξαιτίας της ασαφούς ιδιοκτησίας, μένει εκκρεμής χώρος μέσα στο οικιστικό σύνολο. Πολλές φορές λόγω της αδράνειας αυτής, γίνεται λόγος για τους τρόπους που η ταράτσα επιβαρύνει τόσο την αισθητική της πόλης όσο και τις συνθήκες διαβίωσης (επιβάρυνση της μόνωσης) στα ανώτερα διαμερίσματα μίας πολυκατοικίας. Ποιες τεχνικές μπορούν να επαναφέρουν την ταράτσα στο σύνολο της πόλης; Με ποιους τρόπους μπορούν να αξιοποιηθούν τα χαρακτηριστικά της ώστε όχι μόνο να υποστηρίξει το ρόλο της σαν πέμπτη όψη των κτιρίων αλλά και να αναβαθμίσει ίσως το επίπεδο των κατοίκων των σύγχρονων πόλεων; Ακόμη, μπορούν οι ταράτσες να δώσουν πεδίο λύσεων για μερικά από τα προβλήματα που εμφανίζονται σε πυκνοδομημένα αστικά κέντρα, όπως η απουσία δημόσιων ή συλλογικών χώρων ή η απουσία πρασίνου; Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του 1985 (άρθρα 9,16), ενθάρρυνε τη χωροθέτηση κοινόχρηστων λειτουργιών σε δώματα πολυώροφων κτιρίων, χωρίς ωστόσο ποτέ κάτι τέτοιο να γίνει κοινή πρακτική. 16. Φιλιππίδης Μ. (1998)| σελ.34 17. Όπως παραπάνω| σελ. 35

//40




//43

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

ΕΜ ΠΕ Ι Ρ Ι Ε Σ Σ Ε ΚΕ ΝΟΥ Σ ΧΩ ΡΟΥ Σ

Νομίζω ότι οι πόλ εις ε ίναι τόσ ο πολύ δ εμένες με εικόνες, ε κφρ ά ζ ον ται τόσ ο πολύ μέσ α από αυτ ές, που οι λέξεις δ εν επαρ κούν. (Wim Wenders)

Ως αστικά κενά εκλαμβάνονται οι χώροι που προκύπτουν από την κατεδάφιση παλαιών κτιρίων, εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, περιοχές χωρίς ξεκαθαρισμένο νομικό καθεστώς, αδόμητα οικόπεδα, χώροι αμφιλεγόμενου χαρακτήρα και ασύμβατων χρήσεων, παλιά λιμάνια και αεροδρόμια. Επίσης, στην ίδια κατηγορία τοποθετούνται και τμήματα αστικών υποδομών όπως τμήματα οδικών αξόνων, παραλιακές ζώνες και ρέματα που δημιουργούν ασυνέχειες στον αστικό ιστό. Χώροι όπως ταράτσες και ακάλυπτοι οικοδομικών τετραγώνων, αλλά και περιφραγμένοι αρχαιολογικοί χώροι με περιορισμένη πρόσβαση και χρήση, είναι ακόμη μερικά παραδείγματα “κενών” χώρων. Ποια είναι τα κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά αυτών των χώρων; Πώς γίνονται αντιληπτοί από τους κατοίκους της πόλης και εν τέλει, πώς λειτουργεί ένας κενός χώρος μέσα στην πόλη; Χαρακτηριστικό των τόπων αυτών είναι η αδυναμία τους να εκληφθούν ως ολοκληρωμένες οντότητες, ως στοιχεία της αστικής δομής που διαθέτουν σαφήνεια ρόλου και νοήματος. Είναι δοχεία εν αναμονή περιεχομένου, δυνατότητες εγκλωβισμένες σε έναν αστικό ιστό που επεκτείνεται και μεταλλάσσεται συνεχώς. Ο απροσδιόριστος χαρακτήρας τους είναι το στοιχείο που τους διαφοροποιεί από τον υπόλοιπο αστικό ιστό και παράλληλα καθιστά δύσκολη την αναγνώρισή τους. Παρατηρώντας συζητήσεις που έχουν γίνει σχετικά με τους κενούς χώρους, βλέπει κανείς συνεχείς αναδιατυπώσεις της έννοιας του κενού. Αυτό πιθανότατα συμβαίνει γιατί ο ορισμός του κενού δίνεται μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις στον ορισμό του τόπου. Η έννοια του κενού είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη, με κάθε νέα ανάγνωση του τοπίου. Στη συνέχεια, αποτυπώνονται τέσσερις κύριες τοποθετήσεις σχετικά με τους κενούς χώρους. Οι τοποθετήσεις είναι αποτελέσματα διαφορετικών προσεγγίσεων και προκύπτουν από διαφορετικά αστικά δεδομένα, δεν αναιρούν όμως η μία την άλλη. Αντίθετα, θα μπορούσαν κάλλιστα να προέρχονται από τέσσερις κατοίκους της ίδιας πόλης και να αφορούν τον ίδιο κενό χώρο.


ΚΕΝΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΛΗΡΗ

ΤΟ ΚΕ ΝΟ ΩΣ ΕΛΕ ΥΘ Ε ΡΟ Σ ΧΩ ΡΟ Σ Στα πρώτα στάδια της αστικοποίησης, οι πόλεις έδειχναν να μπορούν να καλύψουν όλες τις ανάγκες των κατοίκων τους. Οι άνθρωποι που εγκατέλειπαν την αγροτική ζωή, εντυπωσιάζονταν από τις ευκολίες που τους παρείχε η πόλη σε επίπεδο εξυπηρετήσεων και λειτουργιών ενώ η εικόνα των πολυώροφων κατασκευών από σκυρόδεμα, ατσάλι και γυαλί, έδινε την υπόσχεση για μία καλύτερη ζωή. Οι πόλεις φαίνονταν να είναι ανεξάντλητες. Η αίσθηση αυτή, σε συνδυασμό με τη διαρκή επιθυμία για αστικοποίηση, σταδιακά παρήγαγαν μορφώματα κτισμένου όγκου όπου ο ελεύθερος χώρος, αντιμετωπιζόταν ως εν δυνάμει κτισμένος. Η κατάσταση αυτή δε θα μπορούσε να διαρκέσει επ’ άπειρον. Κάποια στιγμή, οι διαθέσιμες προς οικοδόμηση εκτάσεις εξαντλήθηκαν και οι κάτοικοι των πόλεων βρήκαν τους εαυτούς τους, παγιδευμένους σε μία κατάσταση που αδυνατεί πλέον να καλύψει τις ατομικές αλλά και τις συλλογικές τους ανάγκες. Ο δημόσιος χώρος προκύπτει ως υπόλειμμα δομημένων οικοδομικών τετραγώνων ή εκλείπει εντελώς. Σε αντίθεση με τους πολεοδόμους του 17ου και του 18ου αιώνα, οι πολεοδόμοι του 19ου και του 20ου αιώνα, συνεπαρμένοι από τις δυνατότητες οικοδόμησης, αγνόησαν την ανάγκη του κατοίκου της πόλης για ελεύθερους χώρους. -Θεωρώ ότι το επίπεδο ζωής σε μία πόλη, βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με τη δυνατότητα ύπαρξης κενών χώρων, στους οποίους τίποτα δε συμβαίνει ή τίποτα δεν “πρέπει” να συμβαίνει, στον πολεοδομικό σχεδιασμό. -Για τους αρχιτέκτονες βέβαια, αυτή η προοπτική είναι αποκαρδιωτική. -Θα μπορούσαμε όμως να διδαχθούμε πολλά από αυτή. -Έχεις δίκιο. Ξέχωρα από αυτό, πιστεύω και σε μια αρχιτεκτονική που να είναι σε θέση να λάβει υπόψιν της την ποιότητα τέτοιων σημείων και να δημιουργήσει κάτι καινούριο, χωρίς να καταστρέψει το παλιό και μάλιστα να βρει έναν τρόπο ώστε να καταστήσει το προϋπάρχον, ορατό σε όλους.

//44


//45

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Ο παραπάνω διάλογος, είναι απόσπασμα του κειμένου “μία συζήτηση για την πόλη”, ανάμεσα στο σκηνοθέτη Wim Wenders και τον αρχιτέκτονα Hans Kollhoff, που δημοσιεύθηκε το 1988 στο περιοδικό Quaderns d’arquitectura i urbanisme18. Ο σκηνοθέτης Wenders, αναπολεί κατά τη συζήτηση, την προηγούμενη κατάσταση της Potsdamer Platz (κεντρική πλατεία του Βερολίνου), όταν ήταν ένας ελεύθερος χώρος, χωρίς διαμορφώσεις και υποδομές, ενώ ο Kollhoff, ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε την αναδιαμόρφωσή της, υποστηρίζει το έργο του και την επιλογή του να τοποθετήσει σε ένα τμήμα της πλατείας πολυώροφα κτίρια γραφείων. Αυτό δηλαδή που ο αρχιτέκτονας θεωρεί φυσιολογικό, το δομημένο, για τον μη-αρχιτέκτονα συνομιλητή του είναι ανεπιθύμητο, καθώς απορρίπτει την ανάγκη του για ανοιχτό χώρο. Όπως επισημαίνει η Λία Καναγκίνη19, η λέξη “κενό” λεξικογραφικά αναφέρεται ως “ό,τι μένει ασυμπλήρωτο, το απομένον μετά από την αφαίρεση κάποιου πράγματος”, ως “δυσάρεστο συναίσθημα στερήσεως, απουσία δυσαναπλήρωτη”. Αλλά είναι και το αντίθετο, αναπνοή, παύση απαραίτητη για την κατανόηση του όλου όπως στη μουσική και το λόγο. Είναι η στάση, η ανάπαυση στην πορεία του πλάνητα. Το ζήτημα που θίγεται με τις προηγούμενες τοποθετήσεις, είναι αυτό των κενών χώρων με διαφορετικές ποιότητες, ή όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ο διαχωρισμός του κενού από το διάκενο ή από το άδειο. Οι κενοί χώροι της πόλης, μπορεί να αποτελούν ρήγματα στη συνέχειά της αλλά είναι λάθος, όπως φαίνεται, η πλήρωση των ρηγμάτων αυτών με κτιριακούς όγκους. Τα αστικά κενά δεν είναι χώροι κενοί υλικού περιεχομένου αλλά νοηματικού. Είναι χώροι που έχουν εκπέσει από τη συμβολική συνέχεια της πόλης και όχι από τη δομική.

18. Quaderns d’arquitectura i urbanisme, 1988, Num. 177| σελ. 44-79 19. Αστικό κενό_Δράσεις 1998-2006| σελ.230


ΚΕΝΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΛΗΡΗ

//46

ΑΝΟ Ι ΚΕ Ι Ο /Α Μ ΗΧΑΝΙΑ Ο Σταύρος Σταυρίδης γράφει20 πως τον 20ο αιώνα, η αλλαγή της κλίμακας του αστικού τοπίου και η αναίρεση των ορίων της παραδοσιακής πόλης, γεννούν μια εμπειρία πολύ διαφορετική από εκείνη που κυριαρχούσε μέχρι τότε. Ονομάστηκε σοκ της μητρ όπολη ς , σοκ που προέρχεται από την εντατικοποίηση της νευρικής διέγερσης η οποία προκαλείται από τη γρήγορη και αδιάκοπη μεταβολή των εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων. Οι μεταβάσεις από το αγροτικό στο αστικό και από εκεί στο μητροπολιτικό περιβάλλον, είναι περίοδοι που χαρακτηρίζουν την εμπειρία της πόλης. Οι αλλαγές στον αστικό χώρο δεν γίνονται συντονισμένα, ταυτόχρονα ή ρυθμικά, με αποτέλεσμα να μη γίνονται απόλυτα αντιληπτές στην αρχική τους φάση. Μέσα από τη βίωσή τους όμως στην καθημερινότητα, μπορεί να προκαλέσουν αίσθημα αμηχανίας ή αποδιοργάνωσης στη συγκρότηση των ατομικών ή ομαδικών ταυτοτήτων και στη συγκρότηση του πεδίου της κοινωνικής δράσης. Ο τυπικός, ο σταθερός χαρακτήρας, όπως στα αντικείμενα και στους ανθρώπους, έτσι και στο χώρο, είναι τρόπος νομιμοποίησης. Όπως οι ανθρώπινες σχέσεις ξεκινούν από την ανταλλαγή ονομάτων, έτσι και το άτομο, έχει κάθε φορά την ανάγκη να μπορεί να ονομάσει και να προσδώσει στοιχεία ταυτότητας στο χώρο στον οποίο βρίσκεται. Άλλωστε, η ονομασία δρόμων, πλατειών, ακόμη και αεροδρομίων ή σταθμών μετρό, έχει σαν στόχο και άμεσο αποτέλεσμα την αναγνώριση και την οικειοποίηση του εκάστοτε χώρου από τους χρήστες του. Την οικειοποίηση του χώρου βέβαια, πρέπει, όπως επισημαίνει ο Λεφέβρ21, να τη διακρίνουμε ριζικά από την κατοχή του ή την ιδιωτικοποίηση. Συχνά η οικειοποίηση συμβαίνει παρά τα “δημόσια” χαρακτηριστικά του δρόμου και του πεζοδρομίου.

20. Σταυρίδης Σ.(2010)| σελ.18 21. Henry Lefebvre, μτφ. Τουρνικιώτης Π.-Λωράν Κ. (2007). Δικαίωμα στην πόλη, Αθήνα: εκδόσεις Κουκίδα


//47

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Η απροσδιόριστη ταυτότητα του κενού χώρου και ο λανθάνων χαρακτήρας του, είναι ακριβώς τα χαρακτηριστικά που εμποδίζουν την αναγνώρισή του και κατ’ επέκταση την ενσωμάτωσή του στην αστική καθημερινότητα. Οι κενοί χώροι, ελεύθεροι ή περιφραγμένοι, ορατοί ή όχι, είναι διαθέσιμοι και ταυτόχρονα δυσπρόσιτοι. Είναι χώροι που σε μία μικρή ή μεγαλύτερη παρελθούσα χρονική περίοδο, ήταν πεδία εν χρήσει, ενταγμένα στη λειτουργία της πόλης, από την οποία κάποια στιγμή αποβλήθηκαν. Συνοδεύει λοιπόν αυτούς τους χώρους η αμηχανία του γεγονότος ότι κάτι ήταν εκεί και έπαψε. Το δημόσιο τοπίο είναι ένα πεδίο ανοικτό σε πρόσκαιρες «ενασχολήσεις», ενασχολήσεις που έστω και εφήμερα αφήνουν ίχνη κατοίκησης. Ενασχολήσεις ατομικές ή συλλογικές, έντασης ή χαλάρωσης, περιέργειας ή αδιαφορίας, απρόβλεπτες και μη. Τα πεδία που γίνονται υποδοχείς των τέτοιων δράσεων χαρακτηρίζονται και συνδέονται μακροπρόθεσμα μαζί τους. Όταν λοιπόν, η επανάληψή των δράσεων δεν είναι εφικτή, τα πεδία αφήνονται εκκρεμή, σε αναμονή μιάς νέας χρήσης. Βέβαια, όπως επεσήμαναν οι Καταστασιακοί, η σαφής εκπομπή οδηγιών χρήσης του χώρου δεν αποδίδει και ταυτότητα στη χρήση του. Συχνά, η ελευθερία στην επιλογή των δράσεων που θα πραγματοποιηθούν σε κάποιο χώρο, έχει πολύ ουσιαστικότερα αποτελέσματα στη διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας τόσο του δράστη όσο και του πεδίου. Στην περίπτωση των κενών πεδίων, οι περιορισμοί στη χρήση δεν προκύπτουν από κάποια εξουσία ή έλεγχο, αλλά από τις προγενέστερες χρήσεις που εφαρμόστηκαν σε αυτό.


ΚΕΝΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΛΗΡΗ

ΚΟΙ ΝΩ ΝΙ ΚΟ Π Ρ Ο ΣΗΜ Ο Όπως και στην αρχή αναφέρθηκε, η έννοια του κενού είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη, με κάθε νέα ανάγνωση του τοπίου. Το τοπίο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η πόλη, το σύνολο της κτιριακής δομής, των κατοίκων και των σχέσεων που συνδέουν αυτά τα στοιχεία μεταξύ τους. Αν λοιπόν η πόλη είναι το πεδίο έκφρασης του κοινωνικού και του πολιτικού, τι υποδηλώνει ένας λανθάνων χώρος στο σώμα της; Και ακόμη περισσότερο, τι υποδηλώνει η επανάληψη και η ποιότητα τέτοιων χώρων; Ποιο είναι το κοινωνικό πρόσημο των αστικών κενών; Τα αστικά κενά, είναι αποτέλεσμα και αίτιο μίας ολοένα διευρυνόμενης πόλωσης: μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου, του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου. Αποτελούν, όπως αναφέρει ο αρχιτέκτονας Albert Pope, “νήσους μειούμενης εντροπίας, σε ένα κόσμο του οποίου η συνολική εντροπία αυξάνεται”. Η αντίθεση αυτή, επιφέρει αποδιοργάνωση όχι μόνο χωρική αλλά και κοινωνική και πολιτική. Σύμφωνα με τον Pope, οι κενοί χώροι χαρακτηρίζονται από μιά κατάσταση “απουσίας”. Η απουσία αυτή είναι μιά θέση αντίστασης και όχι απλώς υποχώρηση της αρχιτεκτονικής από το πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Τα αστικά κενά δεν είναι χώροι που εξέπεσαν τυχαία σε αχρησία. Είναι χώροι ή εγκαταστάσεις που απορρίφθηκαν εκούσια επειδή δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της πόλης. Πιο σωστά, εφόσον είναι αντιληπτό πως οι χώροι δεν επαναπροσδιορίζουν κάθε φορά τη ταυτότητά τους αυτόματα, η ύπαρξη αστικών κενών υποδεικνύει την αδυναμία ή την αδιαφορία των μελών μίας κοινότητας να προσαρμόσουν τα χωρικά τους δεδομένα σε νέες συνθήκες.

//48


//49

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Πέρα όμως από έκφραση της εξασθένισης της συνεκτικότητας του αστικού πλέγματος, οι κενοί χώροι στο εσωτερικό του ιστού της πόλης, μπορούν να γίνουν και αιτία του φαινομένου. Λόγω του ασαφούς χαρακτήρα τους, οι κενοί χώροι, είτε πρόκειται για εκτάσεις, είτε για κτίρια, καταλαμβάνονται συχνά από ομάδες που ζουν στα όρια της κοινωνίας, σε δικές τους οργανωμένες κοινότητες. Οι κοινότητες αυτές συνήθως λειτουργούν μόνο ως αποκομμένες από το σύνολο και οικειοποιούμενες τα κενά του, εντείνουν την ήδη υπάρχουσα διασπαστική τάση. Πρόκειται συνήθως για ομάδες τοξικοεξαρτημένων, ομάδες μεταναστών ή και νομαδικών φυλών που εντοπίζοντας έναν εν αναμονή χώρο, τον “κατοικούν”, τον οριοθετούν και τον αποσύρουν από το σώμα της πόλης, δημιουργώντας παράλληλα, προβλήματα στους χώρους που βρίσκονται στα όριά των χώρων αυτών.

ΘΡΑΥ Σ ΜΑΤΟ Π Ο ΙΗΣΗ όλο ι ο ι χώ ρο ι είναι εν δυνάμ ει κενοί Ο Γάλλος κοινωνιολόγος François Ascher αναγνωρίζει τις μεταπόλεις, ως συνεχώς διευρυνόμενα, ασυνεχή και αποσπασματικά πολεοδομικά συμπλέγματα. Δίνει τον εξής ορισμό για τη μετάπολη: “Μια μετάπολη αποτελεί γενικώς ένα πεδίο εργασίας, κατοίκησης και δραστηριοτήτων. Οι χώροι που συνθέτουν μια μετάπολη είναι κατ’ ουσία ετερογενείς και όχι εξ’ ανάγκης συνεχείς. Στην σύγχρονη κοινωνία φαίνεται να μην υπάρχει πια χώρος για το Χώρο, ενώ διαμορφώνεται ένας τρόπος ζωής που στέλνει το χώρο πίσω στο φόντο, αποδίδοντάς του το ρόλο του άψυχου σκηνικού. Θεωρώντας οικείο και γνώριμο μόνο τον προορισμό του (κατοικία – εργασία – χώροι κατανάλωσης), το άτομο αψηφά το ρόλο του μεταβατικού για εκείνον χώρο. Εστιάζει την προσοχή του στο στόχο και δεν ανταποκρίνεται σε πληθώρα ερεθισμάτων που λαμβάνει στη διαδρομή, καθώς θεωρεί πως δεν τον αφορούν. Σήμερα, ο καθημερινός, ανοιχτός, δημόσιος χώρος δεν βιώνεται καθ’ ολοκληρίαν του, καθώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής δεν δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να τον διαβάσει και να τον ερμηνεύσει. [...] Η εμπειρία του δημόσιου χώρου συνοψίζεται σε μια εφήμερη βίωση


ΚΕΝΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΛΗΡΗ

της πόλης, σε μια φευγαλέα ματιά του περίγυρου του. [...] Τα πολλαπλά ερεθίσματα που δέχεται ο άνθρωπος από το σύγχρονο περιβάλλον, του προκαλούν σύγχυση δυσχεραίνοντας την αφομοίωσή τους. Με βάση αυτές τις σκέψεις, έχει εισαχθεί στη συζήτηση για την πόλη ο όρος θρ αυσματοποίηση . Ο όρος αυτός, αρχικά χρησιμοποιήθηκε από βιολόγους και στη συνέχεια από μηχανικούς Η/Υ για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία προς αποθήκευση στοιχεία τοποθετούνται διάσπαρτα (θραυσματοποιημένα) σε κάποιον χώρο αποθήκευσης με αποτέλεσμα οι δυνατότητες του χώρου αυτού να μην αξιοποιούνται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Στο παράδειγμα των Η/Υ, τα αρχεία σπάνε σε μικρότερα κομμάτια, καταλαμβάνοντας έτσι περισσότερο χώρο και απαιτώντας μεγαλύτερο χρόνο για το άνοιγμά τους, γεγονός που επιβραδύνει τη λειτουργία του συστήματος. Η εισαγωγή του όρου θραυσματοποίηση στη συζήτηση για την πόλη, περιγράφει την κατάσταση στην οποία, κάθε άτομο αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη πόλη ως ένα μέσο που εξυπηρετεί το καθημερινό τους πρόγραμμα, μία υποδομή που ο κύριος λόγος ύπαρξής της είναι να διευκολύνει την κυκλοφορία μεταξύ εργασίας και κατοικίας. Το υπόλοιπο αστικό περιβάλλον, τείνει να βιώνεται σαν ένα εμπόδιο μεταξύ σπιτιού και δουλειάς. Είναι πεδίο χωρίς νόημα, χωρίς σημασία, είναι χώροι προσπελάσιμοι και όχι κατοικήσιμοι. Με τη λογική αυτή, στο μοντέλο της πόλης των θυλάκων22, όλοι οι χώροι είναι εν δυνάμει κενοί, από τη στιγμή που δεν ενσωματώνονται στην καθημερινότητά μας. Τεράστια εμπορικά καταστήματα, σειρές πολυκατοικιών, πολυώροφα κτίρια γραφείων, μπορεί για κάποιες ομάδες ατόμων να αποτελούν χώρους στους οποίους εντοπίζουν τα στοιχεία του αστικού κενού.

22.Σταυρίδης Σ.(2010)| σελ.42

//50


//51

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Η ταχύτητα των μετακινήσεων, ενισχύει το αίσθημα αυτό. Οι Καταστασιακοί πρότειναν την πε ρ ιπλάνη σ η (Dérive) στην πόλη σαν μέθοδο κατανόησης και οικειοποίησής της. Διασχίζοντας τον ενδιάμεσο χώρο συναντά κανείς ανάλογα με την περίπτωση, εμπόδια, στοιχεία που αναγγέλλουν το διαφορετικό που προσεγγίζεται, στοιχεία που έλκουν ή απωθούν, που οδηγούν ή παραπλανούν. Πάντα σε αναφορά λοιπόν με τους χώρους ‘προέλευσης’ και ‘προορισμού’ οι ενδιάμεσοι χώροι αποκτούν μία διακριτή υπόσταση, κατέχουν το χώρο και το χρόνο τους. Σήμερα, που τα γρήγορα αυτοκίνητα και τα υπόγεια μέσα μαζικής μεταφορές αποτελούν αποκλειστική επιλογή μετακίνησης μέσα στην πόλη, η παρατήρηση, η κατανόηση, η “κατοίκηση” της πόλης καθίσταται μάλλον αδύνατη.


διαδικασία αποθραυσματοποίησης σε περιβάλλον pc-windows




//55

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

ΤΟ Ε ΝΔ Ι Α ΦΕ Ρ ΟΝ ΤΩ Ν ΚΕ ΝΩΝ Χ Ω ΡΩ Ν Ή α λ λάζεις τ ις βασ ικές ασ τ ικές δ ομές ε γ χείρ ημα που μπορεί να αποδ ειχ τ εί πολύ χ ρ ονοβόρ ο ή α λ λάζεις το τρ όπο αν τ ί λη ψη ς των πρ αγ μάτων, προ κει μ έν ο υ να απολαύσε ις αυτές τ ις ιδ ιαίτ ερες ατ έλειες τ η ς πόλη ς, να α να κα λύψε ις δ ηλαδ ή την ομορ φ ιά που πρ ώτα δ εν έβλεπε κανείς. (Wim Wenders)

Ο Walter Benjamin κάνει αναφορά στην ιδιαίτερη δυσκολία της ατομικής αντίληψης να συλλάβει οντότητες μετέωρες, που μεσολαβούν στη σχέση άλλων οντοτήτων, είτε επηρεάζοντας το χαρακτήρα τους είτε όχι. Αν η σκέψη, όπως γράφει, επιχειρεί να κατανοήσει τέτοιες οντότητες που παραμένουν αμφίσημες αλλά όχι αόριστες, ακριβώς γιατί μπορεί να εμπεριέχουν νοήματα πολύ πιο ενδιαφέροντα από άλλους χώρους, τότε ο κενός χώρος ως σχήμα γενικό και ειδικό μαζί, με τη δύναμη του συγκεκριμένου και του αφηρημένου ταυτόχρονα, αναδεικνύεται ως πεδίο διερεύνησης προκλητικά πρόσφορο. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με τον Benjamin, η αρχιτεκτονική της πόλης είναι πορώδης. Αυτό σημαίνει πως οι διαφορετικοί χώροι (ανεξάρτητα από το αν είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί) επικοινωνούν λόγω μιας ώσμωσης δραστηριοτήτων. Οι χώροι, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ακόμη και όταν αυτό δεν είναι εμφανές. Διερευνώντας τη συνθήκη αυτή, στα κέντρα των σύγχρονων πόλεων, διαπιστώνει κανείς ότι είναι αναγκαίο πλέον να μελετηθούν με μεγαλύτερη προσοχή οι ιδιαιτερότητες και οι αντιθέσεις μέσα από τις οποίες η πόλη εξελίχθηκε τα τελευταία χρόνια, όπως και τα ιδιαίτερα αστικά φαινόμενα που προέκυψαν κατά την εξέλιξη αυτή. Τα δύο παραπάνω στοιχεία, φαίνεται να αποτελούν ισχυρά επιχειρήματα στο ερώτημα γιατί οι κενοί χώροι μέσα στην πόλη όχι μόνο έχουν ενδιαφέρον σαν αντικείμενα παρατήρησης αλλά η παρατήρησή τους, κρίνεται σχεδόν απαραίτητη στη περίοδο της κρίσης του αστικού φαινομένου.


ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σε προηγούμενες ενότητες έχουν εκτενώς αναλυθεί είναι τα στοιχεία των κενών χώρων της πόλης που κάνουν συχνά τους πολίτες να αγνοούν αυτούς τους χώρους του αστικού τοπίου και να τους εγκαταλείπουν ή να τους υποβαθμίζουν με χρήσεις όπως η στάθμευση οχημάτων και ρίψη απορριμμάτων.

ΤΑ Α Σ Τ Ι ΚΑ ΚΕ ΝΑ ΣΑΝ Π ΕΔ Ι Α Π ΟΛΛΑΠΛΩ Ν ΔΥ ΝΑΤΟΤ ΗΤΩΝ

Όπως όμως επισημαίνει ο Benjamin, στα αστικά κενά εντοπίζεται μία ιδιαίτερη δυναμική, η οποία μέσα από έναν επαναπροσδιορισμό των δυνατοτήτων τους και του ρόλου που είχαν στο παρελθόν, μπορεί να τους μετατρέψει σε έδαφος πρόσφορο για πειραματισμό. Είναι χώροι που λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους μπορούν να προσφέρουν μία εναλλακτική προσέγγιση για τη βίωση της πόλης. Η θεώρηση του κενού σαν ενδιάμεσο κάθε φορά πεδίο και όχι σαν μοναδιαία, ανεξάρτητη του συνόλου ενότητα, είναι ίσως το πρώτο στάδιο μίας πρακτικής που στοχεύει στην κατανόηση και μετέπειτα ίσως στην ενεργοποίησή του. Ο χώρος του ενδιάμεσου χαρακτηρίζεται από συνεχή αναπροσαρμογή και ταυτόχρονα επιτρέπει τη συνύπαρξη και τη συγχώνευση διαφορετικών στοιχείων, χωρίς να εξουδετερώνει την ταυτότητα του καθενός. Οι δυναμικές που αναπτύσσονται σε τέτοιες υβριδικές καταστάσεις αυξάνουν το βαθμό ελευθερίας, απελευθερώνουν το χώρο από ισχυρά πρότυπα ή κανόνες και σαν αποτέλεσμα έχουν την εμφάνιση απρόβλεπτων γεγονότων και δράσεων που μπορούν να ενισχύσουν το συλλογικό χαρακτήρα μίας κοινότητας. Ο χώρος του ενδιάμεσου εμφανίζεται ως ο χώρος απείρων δυνατοτήτων, είναι ένας χώρος δυνητικός. Παραδείγματα χώρων που “καταλήφθηκαν” από ομάδες μπροστά στον κίνδυνο της οριστικής αποκοπής τους από τον αστικό ιστό, όπως για παράδειγμα η γνωστή κατάληψη Tacheles στο Βερολίνο, ή το πάρκο των οδών Ναυαρίνου και Τρικούπη στην Αθήνα, είναι δύο από τις πολλές περιπτώσεις δραστηριοποίησης μίας αδρανούς κοινότητας με στόχο την ανάκτηση ενός χώρου και με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός πεδίου συλλογικότητας.

//56


-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

//57

Βεβαίως, τα αστικά υπόλοιπα δεν μπορούν εύκολα να αποδεσμευτούν από τις δυνάμεις που τα παρήγαγαν, οι οποίες συχνά αποτελούν συνισταμένη διαφορετικών παραγόντων. Παράλληλα, τα αστικά κενά, έχοντας χάσει την χρονική συνέχεια της πόλης, είναι συχνά φορτισμένα με εικόνες του παρελθόντος οι οποίες είναι δύσκολο να αναιρεθούν. Εφόσον όμως γίνει κατανοητός ο αντίκτυπος που έχει ο πολλαπλασιασμός των αδρανοποιημένων πεδίων σε καθεμία από τις εκφάνσεις της αστικότητας, με κατάλληλους χειρισμούς, το προγενέστερο μπορεί να ενσωματωθεί στο μελλοντικό, σε χώρους που θα αποδοθούν εκ νέου στην πόλη. Η ομάδα “Αστικό Κενό”, υποστηρίζοντας την πρώτη της δράση, τον Απρίλιο του 1998 σε ένα κενό χώρο που χρησιμοποιούταν σαν χώρος στάθμευσης, προέβαλε την παρότρυνση: “Πριν χτιστεί ό,τι άχτιστο έχει μείνει σε μία περιοχή με προβλεπόμενη έντονη οικονομική δραστηριότητα, ας αναρωτηθούμε για τη λειτουργία του δικτύου των κενών χώρων. Πρόκειται για ένα τυχαίο δίκτυο που αναδεικνύει την ογκοπλαστική συγκρότηση του αστικού ιστού και επιτρέπει στο μάτι και στο σώμα να εισχωρήσει στο απρόβλεπτο εσωτερικό του οικοδομημένου τετραγώνου”.

ΤΑ Α Σ Τ Ι ΚΑ ΚΕ ΝΑ ΣΑΝ Μ Ε ΣΑ ΚΑΤΑΝΟ ΗΣ ΗΣ ΤΗ Σ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Μετά τις βίαιες εκδηλώσεις κατοίκων των προαστίων του Παρισιού, το φθινόπωρο του 2006, άρχισε να γίνεται λόγος για το τέλος των πόλεων, όπως τις αντιλαμβανόμασταν μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικά, σε κείμενα της περιόδου, γινόταν λόγος για πόλεις που μετατρέπονται σταδιακά σε “σκηνικά” προς τέρψη τουριστικών ομάδων, για την εξαφάνιση της αστικότητας, για το μετασχηματισμό της άλλοτε ισχυρής μητρόπολης σε έναν ευάλωτο σχηματισμό, αποτέλεσμα των διαρκών αλλαγών. Ακόμη και αν τα σχόλια αυτά, διατυπώθηκαν με αφορμή ένα ακραία κοινωνικό και πολιτικό γεγονός, δεν παύουν να προκαλούν προβληματισμό σχετικά με το μέλλον του αστικού φαινομένου.


ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

Η πόλη σήμερα μοιάζει να προτιμά την ασυνέχεια, τη ρήξη, τις σχισμές ως κατεξοχήν αστικά γνωρίσματα, παρά την ομοιογένεια, τη συνέχεια και την αρμονία. Τα αστικά κενά, ή πιο σωστά η διαπίστωσή τους, προκύπτει από αυτό ακριβώς το γεγονός. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι πριν τη δεκαετία του ‘60, όταν διατυπώθηκαν δηλαδή οι πρώτες σκέψεις σχετικά με κάποιους “μετέωρους” χώρους μέσα στον αστικό ιστό, οι πόλεις δεν εμφάνιζαν ασυνέχειες, ατέλειες ή αδυναμίες. Η διαφορά είναι ότι κάποια δεδομένη στιγμή, συνδυασμός παραγόντων οδήγησε στη διαπίστωση των χώρων αυτών και στην συνεχή έκτοτε προσπάθεια ανάλυσης και αντιμετώπισής τους. Αυτός ο συνδυασμός παραγόντων, προκάλεσε μερικές δεκαετίες αργότερα και τον προβληματισμό σχετικά με το μέλλον των πόλεων. Τα αστικά κενά, ή σωστότερα η διαπίστωσή τους, είναι η πιο ολοκληρωμένη απόρροια της “κρίσης του αστικού φαινομένου”, γεγονός που σημαίνει ότι στην κατανόησή του και στην αντιμετώπισή του, η κατανόηση προηγουμένως των κενών χώρων είναι καθοριστική. Τα λανθάνοντα εδάφη, δεν εμπλέκονται άμεσα στις καθημερινές εμπειρίες αλλά έμμεσα, δεν επηρεάζουν άμεσα και ούτε επηρεάζονται. Μπορούν να γίνουν έτσι μία νησίδα παρατήρησης των αλλαγών που συντελούνται στα όριά τους, είτε αυτές είναι προβλεπόμενες, είτε όχι. Ταυτόχρονα, η ανάλυση των λόγων που οδήγησαν τους χώρους αυτούς σε αδράνεια, μπορεί να προλάβει την αδρανοποίηση και άλλων αντίστοιχων χώρων ή την παραγωγή χώρων που σε μία μελλοντική κατάσταση μπορεί να οδηγηθούν σε τέτοια κατάσταση αλλά ακόμη και να δώσει απαντήσεις σε εκδηλώσεις και άλλων αστικών φαινομένων, όχι κατ’ ανάγκη χωρικών.

//58


-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

//59

“ ΓΕΜ Ι ΖΟ ΝΤΑ Σ ” ΚΕ ΝΟΥ Σ ΧΩ ΡΟΥ Σ

“Πρέ πε ι να δ ημιουργήσ ουμε κάτ ι καινούρ ιο και αυτό το καινούρ ιο να ε ίναι μόνο η επισ τ ή μη τ η ς Ο ικισ τ ικ ή ς, η επισ τήμη των ανθρ ώπινων οικισ μών. Κύρ ιο και πρ ωταρχ ικό μας καθήκον θα είναι να κατα λάβουμε πως αν τ ί να δουλ έψουμε πια σε σ χέδ ια, θ α πρέπει να δ ουλέψουμε σ ε π ρογρ άμματα, πως αν τί να σ κεπτόμασ τ ε τ η δ ιαμόρ φ ωσ η του χώρ ου, θα πρέπει να σκε π τόμασ τ ε τ ην ανάπτ υξη του χώρ ου μ έσα σ τον οποίο ζούμε και μόνο τότ ε να αν τ ιμετωπίζ ουμε το πρ όβλ η μα τ η ς δ ιαμόρ φ ωσ η ς του χώ ρ ου. .” Κ. Δοξιάδης, Αρχιτεκτονική, Νο. 13, 1959

Οι σύγχρονες μεγάλες πόλεις, δείχνουν να έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες επέκτασής τους. Η συζήτηση γύρω από την πόλη σήμερα, δεν καταλήγει στα προάστια αλλά στο κέντρο της. Επιχειρείται ο εντοπισμός αδρανών χώρων και η επανένταξή τους στον αστικό ιστό, όχι μόνο για να αξιοποιηθούν οι χώροι καθ’ αυτοί και ν’ αποκτήσουν ρόλο μέσα σε ένα δίκτυο λειτουργιών αλλά και για να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής στα κέντρα των πόλεων συνολικά. Έχοντας κατανοήσει αφενός τον ασαφή χαρακτήρα των κενών χώρων μέσα στην πόλη και αφετέρου τη καθοριστική τους σημασία στη διαμόρφωση του συνόλου της πόλης σε διαφορετικά επίπεδα, αναρωτιέται κανείς ποια μπορεί να είναι τελικά η ευθύνη του αρχιτέκτονα ή του πολεοδόμου, στη διαδικασία επανενεργοποίησης των χώρων αυτών. Μπορεί από το σχεδιασμό να προκύψουν καταστάσεις; Με ποιους τρόπους γίνεται να καλλιεργηθεί εκ νέου το αίσθημα του οικείου σε ένα κενό χώρο; Ο Ζήσης Κοτιώνης χαρακτηριστικά αναφέρει23 πως οι αρχιτέκτονες αναπτύσσουν ένα τεράστιο φαντασιακό σε σχέση με ένα σχέδιο, πιστεύουν δηλαδή ότι μπορούν να σχεδιάσουν μία κατάσταση επειδή την επαγγέλλονται, η οποία εμπεριέχει μία ιδανικότητα ακόμη κι αν είναι το εξοχικό σπίτι της θείας τους, ιδανικότητα που είναι αμφίβολο αν μπορεί να πραγματοποιηθεί σαν εμπειρία. Όπως ο δημόσιος χώρος του δρόμου πλάθεται μέσα από δράσεις που δεν είναι αποτέλεσμα 23. Αστικό κενό_ δράσεις 1998-2006| σελ. 202


ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

συμμόρφωσης σε αυστηρούς κανόνες αλλά προϊόν αυθόρμητων χειρονομιών και χειρισμών, έτσι και η ενεργοποίηση αδρανών χώρων φαίνεται ότι επιτυγχάνεται όχι αυτόματα αλλά μέσα από τη συνήθεια, απρόβλεπτα και μη ελεγχόμενα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει σε αυτή την περίπτωση ο νομαδικός τρόπος κατοίκησης των τσιγγάνων, που αυθόρμητα χρησιμοποιούν αδιαμόρφωτες αστικές περιοχές, και τις μετατρέπουν σε εφήμερα γκέτο για τον εξωτερικό παρατηρητή, αλλά σε οικείο χώρο για τους ίδιους. Η εμπλοκή με έναν αδρανοποιημένο χώρο, με στόχο τον επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα του, ενέχει επιπλέον τον κίνδυνο της οριστικής κατάργησης της προηγούμενης ταυτότητάς του, γεγονός ανεπιθύμητο για τη συνολική ιστορική ταυτότητα της πόλης. Όπως αναρωτιέται ο αρχιτέκτονας Hans Kollhoff24: Είναι δυνατόν να φανταστείς ότι θα κτιστεί μία καινούρια γέφυρα που όχι μόνο θα υποκαταστήσει λειτουργικά την παλιά αλλά και θα διατηρήσει κάτι από την ποιότητά της, μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο; Και αργότερα επισημαίνει: Η ανακαίνιση είναι μία πράξη πολύ λεπτής ισορροπίας -λίγο παραπάνω από όσο πρέπει και όλα τινάζονται στον αέρα. Διάφορες θεωρίες για την αντιμετώπιση των αστικών κενών έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από κινήματα και πολεοδόμους. Καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές και θεατρικοί συγγραφείς πρότειναν δράσεις και κινητοποιήθηκαν με σκοπό την ευαισθητοποίηση και την αλλαγή της αντίληψης των κατοίκων για τα πεδία αυτά και κατ’ επέκταση για το σύνολο της πόλης. Ομάδες όπως οι Καταστασιακοί, οι Ιταλοί Stalker και Multiplicity, η αγγλική εταιρία Space Syntax, η ελληνική ομάδα “Αστικό Κενό” και αρκετές άλλες έχουν στο ενεργητικό τους μεγάλο αριθμό προτάσεων, σχεδίων και δράσεων. Καλλιτέχνες της εννοιολογικής τέχνης, όπως ο Yves Klein, και της Land Art, όπως ο Alan Sonfist και η Agnes Denes, καθώς και κινηματογραφιστές, όπως ο Wim Wenders και ο Αndrei Tarkovsky, πρότειναν τρόπους θεώρησης του κενού και κατ’ επέκταση του αστικού κενού.

24. Wenders W. - Kollhoff Η., μτφ. Μαρία Σόλμαν (1993)| σελ.17,43

//60


-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

//61

Αν δεχτούμε, όπως προτείνει ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ότι ανακαίνιση δε σημαίνει απαραίτητα ανατροπή, ότι η ανακαίνιση δεν προϋποθέτει απαραίτητα την εισαγωγή νεωτερισμών, αλλά μπορεί να σημαίνει απλά αναδιάταξη των δεδομένων με ευφάνταστο ή απρόσμενο τρόπο, τότε θα προκύψουν νέοι τρόποι δράσης σε κενούς χώρους. Η αναθεώρηση της αντίληψης σχετικά με τη σημασία της επέμβασης σε αυτούς τους χώρους, μπορεί να πετύχει τη δημιουργία οικείων πεδίων ακόμη και μέσα από τεχνικές αρχικά αμφισβητήσιμες. Στη συνέχεια περιγράφονται δύο απόπειρες ενεργοποίησης χώρων που εντοπίστηκαν ως κενοί, σε δύο διαφορετικές πόλεις (Αθήνα και Νέα Υόρκη). Οι απόπειρες αυτές είναι διαφορετικής κλίμακας και λογικής, επιχειρούν όμως με το δικό τους τρόπο να δώσουν μία απάντηση στο ερώτημα περί της ανάγκης αντιμετώπισης του αστικού κενού με τρόπους διαφορετικούς της ανοικοδόμησης.

H IG H LI NE ο ι γρα μ μ έ ς το υ τρένου γίνον ται πάρ κο Η εμπορική σιδηροδρομική γραμμή της Νέας Υόρκης κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930 και διασχίζει την πόλη σε ύψος 9 μέτρων πάνω από το έδαφος, στη δυτική πλευρά του Μανχάταν. Λειτούργησε από το 1934 ως το 1980, όταν η λειτουργία της ανεστάλη λόγω της ηχητικής και της περιβαλλοντικής ρύπανσης που προκαλούσε η διέλευση τρένων στο κέντρο της πόλης αλλά και λόγω της μειωμένης χρήσης των σιδηροδρόμων για εμπορικές χρήσεις στις Η.Π.Α. Για 29 χρόνια, η γραμμή έμεινε εγκαταλελειμμένη. Το 2009, ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης εγκαινίασε τη μετατροπή της υπέργειας γραμμής σε πάρκο. Η υποδοχή του έργου ήταν ενθουσιώδης. Το έργο της διαμόρφωσης της υπερυψωμένης γέφυρας σε πάρκο, ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Diller and Scofidio + Renfro, μετά από διαγωνισμό που διοργάνωσε η μη κερδοσκοπική οργάνωση ¨High Line Friends¨, στον οποίο συμμετείχαν 720 γραφεία από 36 χώρες του κόσμου.


ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

Οι αρχιτέκτονες επιχείρησαν να διατηρήσουν το βιομηχανικό χαρακτήρα των γραμμών, εντάσσοντάς τον όμως στη σύγχρονη πόλη. Το πάρκο της “High Line”, είναι η πρώτη απόπειρα αναμόρφωσης ενός εγκαταλελειμμένου έργου με σκοπό την επαναξιοποίησή του σε ολόκληρη την Αμερική. Η οργάνωση “High Line Friends”, αποτελούμενη κυρίως από κατοίκους της Νέας Υόρκης αλλά με την υποστήριξη του δημάρχου και άλλων ιδιωτικών οργανισμών, συστάθηκε ουσιαστικά όταν έγινε η πρόταση κατεδάφισης της σιδηροδρομικής γραμμής. Όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, οργανώθηκαν για να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα εξαφάνισης ενός στοιχείου της ιστορίας της πόλης ενώ ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να προβλέψουν πως μετά την αναδιαμόρφωσή του, θα εξελισσόταν σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της. Το έργο αυτό έχει διπλή σημασία: αφενός, είναι η απάντηση στο ερώτημα αν όντως μπορούν να επανενταχθούν στη σύγχρονη πόλη, θραύσματα του παρελθόντος που έχουν περιέλθει σε αδράνεια, που ο περαστικός προσπερνά με αδιαφορία. Όπως η High Line του 1930, πέτυχε να ενσωματωθεί στη σύγχρονη Νέα Υόρκη και να ενταχθεί στην καθημερινότητα των κατοίκων της, έτσι και οποιοδήποτε αδρανοποιημένο με το πέρασμα του χρόνου σημείο του αστικού ιστού, μπορεί να ανακτήσει το ρόλο του και να επηρεάσει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τα αστικά δεδομένα. Ταυτόχρονα, το έργο είναι μεγάλης σημασίας επειδή επιτυγχάνει να δώσει με μία κίνηση, απάντηση σε δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα των σύγχρονων πόλεων: την ανάγκη επανενεργοποίησης υπολειμματικών χώρων και την απουσία πρασίνου. Η άλλοτε εμπορική γραμμή της Νέας Υόρκης, μετατράπηκε σε 2,33 χλμ. εναέριου πάρκου. Πρόκειται για ένα δημόσιο χώρο-έκπληξη, μία προσπάθεια συνέχισης της ιστορίας της πόλης, προσαρμόζοντάς την στα σύγχρονα δεδομένα.

//62


High Line, Νέα Υόρκη


ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

ΓΕΥ ΜΑ Σ Τ Η Ν ΑΚΑΔΗΜ ΙΑ ΠΛΑΤ Ω ΝΟ Σ Η ομάδα “Αστικό Κενό” δημιουργήθηκε το 1998 από αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες που σαν στόχο είχαν να εντοπίσουν κενούς χώρους μέσα στον αστικό ιστό και πραγματοποιώντας δράσεις in situ, να προκαλέσουν τη δραστηριοποίηση των πολιτών και να θέσουν ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη τέτοιων χώρων. Όπως η ομάδα αναφέρει25: τα αστικά κενά, χώροι οι οποίοι βρίσκονται συνήθως σε μία διφορούμενη νομική κατάσταση, μέσα από τις δράσεις της ομάδας αλλάζουν χρήση και μετασχηματίζονται. Η ένατη δράση της ομάδας πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2002, στην Ακαδημία Πλάτωνος. Ο αρχαιολογικός χώρος της Ακαδημίας Πλάτωνος αν και βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στα όρια των συνοικιών του Βοτανικού και του Κολωνού, παραμένει κρυφός, απομακρυσμένος από το ενδιαφέρον των επισκεπτών και άγνωστος σε μεγάλο ποσοστό των Αθηναίων. Ο αστικός ιστός της ομώνυμης γειτονιάς περιμετρικά του αρχαιολογικού χώρου, είναι τόσο πυκνός που τον κρατάει σε αφάνεια, περιορίζοντας εν μέρει τις δυνατότητές του. Η μόνη χρήση που έχει σήμερα ο χώρος είναι όταν τα πρωινά του Σαββατοκύριακου μετατρέπεται σε παιδική χαρά για τα παιδιά της γειτονιάς. Η ομάδα Αστικό Κενό, εντόπισε τα στοιχεία αυτά και αποπειράθηκε να δώσει νέες διαστάσεις στον ξεχασμένο χώρο, οργανώνοντας ένα κυριακάτικο γεύμα στο εσωτερικό του. Μεγάλα τραπέζια τοποθετήθηκαν σε ένα πλάτωμα και τα μέλη της ομάδας έφεραν φαγητό και σκεύη ώστε να οργανωθεί ένα κανονικό γεύμα. Όπως αναφέρεται, δεν είχε γίνει ιδιαίτερη προσπάθεια ενημέρωσης των κατοίκων της περιοχής ώστε να είναι περισσότερο αυθόρμητη η συμμετοχή τους. Εν τέλει, στο τραπέζι με τα μέλη της ομάδας κάθισαν αρκετοί περαστικοί αλλά και λιγότερο ή περισσότερο “νόμιμοι” κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι μάλιστα έφεραν μαζί τους και δικά τους τρόφιμα.

25. Αστικό κενό_Δράσεις 1998-2006| σελ. 111

//64


//65

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Τα τελευταία χρόνια συζητιέται όλο και περισσότερο μία ευρεία πολεοδομική επέμβαση στο κέντρο της Αθήνας με στόχο την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων. Στόχος της απόπειρας αυτής είναι να αναβαθμιστεί η ποιότητα ζωής στο κέντρο της Αθήνας με τη πεζοδρόμηση δρόμων μεγάλης κυκλοφορίας αλλά κυρίως να αναδειχθεί η ταυτότητα της πόλης, όπως αυτή συγκροτείται μέσα από την αρχαία ιστορία της. Από την άλλη, την ίδια στιγμή, η διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων εστιάζει στη περίφραξη και ασφάλισή τους με αποτέλεσμα η πρόσβαση στους χώρους αυτούς να είναι κατά κανόνα περιορισμένη ή ακριβή. Η δράση της ομάδας “Αστικό κενό” στο ξεχασμένο αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος, εντοπίζει αυτή την αντίθεση και επιχειρεί με έναν πολύ απλό τρόπο να δώσει χαρακτηριστικά οικείου σε ένα χώρο της πόλης, που το πέρασμα του χρόνου έχει αποκλείσει. Όπως συγκεκριμένα αναφέρει η ομάδα: Δύο χρόνια πριν από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, όπου οι δημόσιοι χώροι υφίστανται ήδη την πίεση της “εξυγίανσης” και ενός ελέγχου κεντρικού, το γεύμα στην Ακαδημία θέλει να υπενθυμίσει την δυνατότητα του δημόσιου χώρου να δεξιώνεται τη διαφορά και τη δυνατότητα των αρχαίων ερειπίων να φιλοξενούν την περιπλανώμενη αναζήτηση ελεύθερης κίνησης μέσα στην περιχαρακωμένη ζωή των σύγχρονων πόλεων. Στην Ελλάδα, λόγω του εξαιρετικά πλούσιου σε αρχαιολογικά ευρήματα υπεδάφους, δεν είναι λίγες οι φορές που η συνέχεια του αστικού ιστού διακόπτεται από τρύπες που αποκαλύπτουν θραύσματα αρχαίων ερειπίων, πολύ σπάνια αναγνωρίσιμης μορφής ή προέλευσης. Το ερώτημα τίθεται αναπόφευκτα: πώς μπορούν τα σημεία αυτά να “ενεργοποιηθούν”, να ενταχθούν με κάποιο τρόπο στον ιστό των πόλεων και στην καθημερινή ζωή των κατοίκων τους.



//67

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Βλέποντας κριτικά τη δράση της ομάδας, παρατηρεί κανείς πως σε όλες τις περιπτώσεις επιχειρήθηκε η ενεργοποίηση κενών αστικών χώρων με δράσεις μοναδιαίες, μη επαναλαμβανόμενες μέσα στο χρόνο με περιορισμένη εμβέλεια, λόγω της ελάχιστης προβολής τους. Πόσο αποτελεσματικές μπορεί να είναι τέτοιες δράσεις; Αποτελούν όντως ενεργοποίηση αδρανών χώρων και τι αποτελέσματα έχουν σε ένα ευρύτερο χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο; Το καλοκαίρι του 2010, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός επέλεξε μία εγκαταλελειμμένη αυλή στη γειτονιά του Μεταξουργείου, στην Αθήνα για να σκηνοθετήσει την παράσταση “Κάρμεν”. Δόθηκαν 11 sold-out παραστάσεις, σε μία περιοχή που χαρακτηρίζεται ως “επικίνδυνη” από τους Αθηναίους, λόγω των έντονων στοιχείων γκετοποίησής της. Μετά από μία εβδομάδα, η γειτονιά επέστρεψε στην προηγούμενη κατάστασή της. Ή μήπως όχι; Αντίστοιχα με την ομάδα “Αστικό κενό”, έτσι και η απόπειρα του Λιβαθινού, επανέφεραν στο προσκήνιο ξεχασμένα σημεία μέσα στην πόλη. Ακόμη και για εκείνους που δεν είδαν την Κάρμεν να τριγυρνάει ξυπόλητη στο Μεταξουργείο ή δεν μοιράστηκαν σπιτική τυρόπιτα στην Ακαδημία Πλάτωνος, το άκουσμα και μόνο περιοχών που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αδρανείς, η επανατοποθέτησή τους σε ένα “ψυχογεωγραφικό χάρτη” της πόλης, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Δράσεις σαν αυτές, με εφήμερο και ρομαντικό ίσως χαρακτήρα, στοχεύουν στο να επεκτείνουν τα όρια που θέτει ο περαστικός στην αντίληψη της πόλης, να προσθέσουν σύγχρονα βιώματα σε σημεία που για μεγάλα διαστήματα παρέμειναν αδρανή και να προκαλέσουν ανάλογες δραστηριότητες, λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένες που πολλές φορές είναι περισσότερο αποτελεσματικές από αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις που αντιμετωπίζονται συνήθως με έναν παγιωμένο τρόπο.


ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

“Κατοικώντας στους διαδρόμους”, εργαστήρι για την επανα-κατοίκηση των διαδρόμων της αρχιτεκτονικής σχολής του Α.Π.Θ. //Φεβρουάριος 2011

//68


-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

//69

ΕΠ ΙΛΟ ΓΟ Σ

Οι ισπανοί αρχιτέκτονες EspaiMGR, τον Απρίλιο του 2011, δημοσίευσαν ένα φωτογραφικό τους project, με τίτλο Habitat Make Us Blind (η κατοίκηση μας έκανε τυφλούς) στα πλαίσια του οποίου, πολύχρωμες κατασκευεύες από υπερμεγέθη τουβλάκια LEGO, τοποθετήθηκαν σε κενά οικόπεδα του κέντρου της πόλης της Βαλένθια, ώστε το βλέμμα των περαστικών να σταθεί σε αυτούς τους κενούς χώρους. Στο κείμενο που συνόδευε τις επεξεργασμένες φωτογραφίες, αναφερόταν χαρακτηριστικά: “κάθε μέρα, στο κέντρο της πόλης, περνάμε δίπλα από κενά οικόπεδα (...). Η αποφυγή της συζήτησης για αυτούς τους χώρους, με το πέρασμα του χρόνου, παγίωσε την κατάσταση και για την πλειοψηφία των κατοίκων, οι χώροι αυτοί είναι ενσωματωμένοι στην εικόνα τους για την πόλη. Είναι στοιχεία που αναγνωρίζουμε ως τυπικά του κέντρου της πόλης. Αυτή η φωτογραφική δουλειά στοχεύει στο να τραβήξει την προσοχή των περαστικών, ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν αυτοί οι άδειοι τοίχοι βάφονταν κίτρινοι.” Πρόθεση της εργασίας αυτής, είναι λοιπόν ακριβώς το παραπάνω: στη συζήτηση για τη σύγχρονη πόλη να συμπεριληφθούν και οι κενοί χώροι που διαρκώς προκύπτουν εντός των ορίων της. Τα αστικά κενά, είτε σαν αιτία είτε σαν αποτέλεσμα αστικών φαινομένων, φαίνεται πως μπορούν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα για την εξέλιξη των πόλεων αλλά και να αποτελέσουν, μέσα από έναν κατάλληλο χειρισμό, λύσεις για μία σειρά αναδυόμενων αστικών προβλημάτων.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Επιπλέον, όπως και οι EspaiMGR συμπληρώνουν, οι σύγχρονες πόλεις, έχουν ανάγκη από εναλλακτικές αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις, που θα παράγουν απλούστερους χώρους αλλά με πιο σύνθετο από τον μέχρι τώρα οικείο δομημένο-αδόμητο, ιδιωτικό-δημόσιο χαρακτήρα. Μία δημιουργική μεταχείρηση των κενών αστικών χώρων, όπως η σουρεαλιστική τοποθέτηση πολύχρωμων LEGO, τους εντάσσει εκ νέου στη πόλη όχι τυπικά αλλά ουσιαστικά. Η αποδέσμευση δηλαδή από την ισχύουσα άποψη περι των αρχιτεκτονικών επεμβάσεων, η καλλιέργεια μίας νέας αστικής συνείδησης, και η εφαρμογή μίας νέας άμορφης αρχιτεκτονικής που να περιέχει ωστόσο το μορφικό μπορούν να δημιουργήσουν συνθήκες για τη διαμόρφωση μίας νέας σχέσης των κατοίκων με τις πόλεις. Όπως παρατηρεί και ο Ζήσης Κοτιώνης, “η κρίση του τοπίου και του καιρού, όπως τα ξέραμε, βάζει για πρώτη φορά με τόσο έντονο τρόπο το πρόταγμα της αρχιτεκτονικής πρακτικής, όχι μόνο ως εναλλακτικής οικοδομικής πρακτικής αλλά και ως πρακτικής της μη οικοδόμησης”.26

26. Τσουκαλά Κ., Δανιήλ Μ., Παντελίδου Χ., (2010). “Μετανεωτερικές επόψεις,, Αθήνα: εκδόσεις Επίκεντρο

//70




//73

-ΚΕΝΟ (ΟΧΙ ΑΔΕΙΟ)-

Β Ι ΒΛ ΙΟ ΓΡΑ ΦΙ Α

-Αστικό κενό_Δράσεις 1998-2006 (2006). Αθήνα: εκδόσεις futura -Αίσωπος Γ.-Σημαιοφορίδης Γ. (επιμ.), (2001). Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, Αθήνα: εκδόσεις Metapolis Press -Γιαννακόπουλος Κ.-Γιαννιτσιώτης Γ. (επιμ.), (2010). Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη, Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια-Πανεπιστήμιο Αιγαίου -Σημαιοφορίδης Γ.-Infussi F. (1998) Πρόγραμμα Ηρακλής, Οι προκλήσεις της ελληνικής πόλης, Αθήνα: έκδοση Α.Γ.Ε.Τ. Ηρακλης -Σημαιοφορίδης Γ. (2005). Διελεύσεις, Αθήνα: εκδόσεις Metapolis press -Σταυρίδης Σ.(2002). Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Αθήνα: εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα -Σταυρίδης Σ.(2006). Μνήμη και εμπειρία του χώρου, Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια -Σταυρίδης Σ.(2010). Μετέωροι χώροι της ετερότητας, Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια -Φιλιππίδης Μ. (1998). Η απουσία στην πόλη, Αθήνα: εκδόσεις futura -Wenders W. - Kollhoff Η., μτφ. Μαρία Σόλμαν (1993). Μία συζήτηση για την πόλη, Αθήνα: Ανεπίκαιρες εκδόσεις -de Certeau Μ. (1988). The Practice of Everyday Life, California: University of California Press -de Sola-Morales Ι. (1997). Differences-Topographies of Contemporary Architecture, Massachusetts: MIT Press -Panerai P. (2004). Urban Forms, The Death and Life of the urban block, Oxford: Αrchitectural press. -Tonkiss F. (2005). Space, the City and Social Theory, Cambridge: Polity Press -περιοδικό Αρχιτέκτονες, τ.55-περίοδος Β, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2006 thehighline.org


Β Ι Β Λ Ι Ο Γ ΡΑ Φ Ι Α -Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α Φ Ω Τ Ο Γ ΡΑ Φ Ι Ω Ν

//74

Υ Π Ο ΜΝΗ ΜΑ Φ Ω ΤΟ ΓΡΑ ΦΙΩ Ν ///3

η πόλη της Αθήνας, http://www.flickr.com/photos/kevincappis/

//17

Doris Salcedo, Chairs. εγκατάσταση για την 8η μπιενάλλε τέχνης της Κωνσταντινούπολης, 2003

//18

Doris Salcedo,Shibboleth. εγκατάσταση για την Tate modern, Λονδίνο, 2007

//41

στιγμιότυπο από την ταινία Nadja à Paris, Eric Rohmer, 1964

//54

ReMap KM. εγκαταστάσεις σε εγκαταλελειμμένα σπίτια της περιοχής Κεραμεικού-Μεταξουργείου, με σκοπό την επανένταξή τους στο χάρτη της Αθήνας. 16/6-4/10/2009

//71 //72

Habitat Make Us Blind / EspaiMGR, Απρίλιος 2011. φωτογραφίες: http://www.espaimgr.com/categoria/index/3/Projects.html


Θ Ε ΣΣΑ ΛΟ ΝΙ ΚΗ/ / Ι ΟΥ ΝΙ Ο Σ 2 0 1 1




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.