Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ Τα αποτελέσματα του φαινομένου της αποβιομηχάνισης
Ερευνητική Εργασία της Αθηνάς Καπουσούζ
Ξάνθη | Σεπτέμβριος 2016
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Τομέας Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού και Κατασκευών
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ Τα αποτελέσματα του φαινομένου της αποβιομηχάνισης
Ερευνητική Εργασία της Καπουσούζ Αθηνάς Α.Μ.: 60958
Επιβλέπουσα: Μάντζου Πολυξένη | Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τ.Α.Μ. Δ.Π.Θ. Κριτική Επιτροπή: Αναστασίου Μαρία | Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τ.Α.Μ. Δ.Π.Θ. Θωμάς Νικόλαος | Επίκουρος Καθηγητής Τ.Α.Μ. Δ.Π.Θ.
Ξάνθη | Σεπτέμβριος 2016
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
1
Κεφάλαιο 1ο: Η Αγριότητα ως Φύση 1.1 Η αγριότητα κατά τη Παλιολιθική και Νεολιθική Εποχή 1.2 Ο φόβος του ανθρώπου για την αγριότητα 1.3 Η αγριότητα ως ένας τόπος άξιος σεβασμού και προστασίας
5 11 21
Κεφάλαιο 2ο: Η Πόλη ως Φύση 2.1 Η ανάπτυξη των πόλεων κατά τη Βιομηχανική Εποχή 2.2 Τo αστικό περιβάλλον και η σημασία των χώρων πρασίνου στο εσωτερικό του
29 39
Κεφάλαιο 3ο: Το Βιομηχανικό Ερείπιο ως Φύση 3.1 Το αντίκτυπο του φαινομένου της αποβιομηχάνισης στο κτισμένο περιβάλλον 3.2 Γοητεία και Φόβος 3.3 Τα μεταβιομηχανικά τοπία ως μια νέα μορφή φύσης
47 56 67
Κεφάλαιο 4ο: Παραδείγματα Βιομηχανικών Ερειπίων 4.1 Packard Motor Plant, Detroit, U.S.A. 4.2 Millennium Mills, London, U.K. 4.3 VEB Rewatex, Berlin, Germany 4.4 Italcementi Cement Plant, Alzano Lombardo, Italy 4.5 Carbosin Factory, Copsa Mica, Romania 4.6 Πίνακας με επιπλέον παραδείγματα
79 85 91 97 103 109
Συμπεράσματα
111
Περίληψη
114
Abstract
116
Βιβλιογραφία
118
Πηγές
125
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης τοποθετείται χρονικά περίπου λίγο μετά τα μέσα του 20ού αιώνα. Τα αποτελέσματά του αφορούσαν κυρίως αλλαγές στο οικονομικό σύστημα το οποίο στηρίζονταν μέχρι τότε στον δευτερογενή παραγωγικό τομέα αλλά και την ερήμωση μεγάλου αριθμού εργοστασίων. Σήμερα οι περισσότερες περιοχές οι οποίες βασίζονταν κυρίως στην βιομηχανική παραγωγή έχουν ανακάμψει οικονομικά. Παρ΄ όλα αυτά πολλές εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις παραμένουν στο εσωτερικό των πόλεων πλέον σε ερειπιακή κατάσταση. Οι περιοχές αυτές αν και βρίσκονται μέσα στα όρια του αστικού ιστού δεν συμμετέχουν στις καθημερινές του λειτουργίες και για τον λόγο αυτό αρκετά συχνά θεωρείται ότι δεν ανήκουν στην πόλη. Ταυτόχρονα λόγω της απομάκρυνσης της ανθρώπινης δραστηριότητας από τις παραπάνω περιοχές με το πέρασμα των χρόνων αναπτύχθηκε αυθόρμητη βλάστηση με αποτέλεσμα να αρχίζουν να μοιάζουν με χώρους πρασίνου. Η παρούσα έρευνα εστιάζει στην μορφή φύσης η οποία αναπτύσσεται στο εσωτερικό των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών παρομοιάζοντάς την με την φύση που είναι ανέγγιχτη από τον ανθρώπινο πολιτισμό, δηλαδή με την αγριότητα. Για να γίνει αυτό αρχικά γίνεται αναφορά στην αγριότητα και την αντίδραση του ανθρώπου απέναντι στον διαχωρισμό του από αυτήν, έπειτα στην ανάπτυξη των πόλεων που συνόδεψε την βιομηχανική επανάσταση και συνέβαλε στον περιορισμό των άγριων περιοχών και τέλος στο γεγονός ότι η μορφή φύσης η οποία εμφανίζεται στα βιομηχανικά ερείπια φέρει κοινά χαρακτηριστικά με την αγριότητα καθώς δεν επηρεάζεται από τον άνθρωπο. 1
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Ο παραπάνω συλλογισμός προκύπτει από την σκέψη ότι ο άνθρωπος διαχωρίζεται από το φυσικό περιβάλλον και δημιουργεί τις πόλεις. Το στάδιο αυτό θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον διωγμό των Πρωτόπλαστων από τον Κήπο της Εδέμ. Επίσης έχει ενδιαφέρων να εξετάσουμε την ερμηνεία της λέξης “φύση” η οποία την περιγράφει ως: α.)Το σύνολο των φυτικών και ζωικών οργανισμών (χλωρίδα, πανίδα) των γεωλογικών σχηματισμών (βουνά, έδαφος, υπέδαφος, λίμνες, θάλασσες, κτλ), των υλικών στοιχείων (αέρας, φωτιά, νερό, κτλ) και γενικότερα το υλικό σύμπαν και οι λειτουργίες του, θεωρούμενο ανεξαρτήτως του ανθρώπου, για τον οποίο αποτελεί το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει, αναπτύσσεται και πεθαίνει β.) Η προσωπικότητα, ο ιδιαίτερος ψυχικός κόσμος κάθε ανθρώπου, η ιδιοσυγκρασία του, κάτι που αποτελεί έμφυτο στοιχείο του χαρακτήρα του.1 Σύμφωνα με την πρώτη περιγραφή ο διαχωρισμός του ανθρώπου από το σύνολο του φυσικού κόσμου είναι προφανής. Έτσι δημιουργείται ένα δίπολο μεταξύ φύσης και πόλης ενώ ο αστικός ιστός γίνεται το φυσικό περιβάλλον του ανθρώπινου είδους, το περιβάλλον δηλαδή το οποίο του είναι οικείο. Οπότε σαν ένας κύκλος που κλείνει, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος μελλοντικά θα συνυπάρξει και πάλι αρμονικά με την φύση, κατά πάσα πιθανότητα με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που παρατηρείται πριν την εξέλιξη του πολιτισμού. Αυτό είναι κάτι το οποίο μπορεί να προκύψει από την φύση της εγκατάλειψης, αυτή δηλαδή που εντοπίζεται σε εγκαταλελειμμένες περιοχές μεσαίας ή μεγάλης έκτασης όπως οι βιομηχανικές, καθώς συνδυάζει το φυσικό με το ανθρωπογενές. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί η λέξη “αγριότητα” ταυτίζεται συνήθως με δυο έννοιες2. Η πρώτη αναφέρεται στην αγριότητα με την οποία 1. Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξιλογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα, 2002, σελ. 1912 2. Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξιλογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα, 2002, σελ. 61 2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
συνεπάγεται το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή με την άγρια φύση, και η δεύτερη περιγράφει την αγριότητα ενός ανθρώπινου όντως, δηλαδή την σκληρότητα και ωμότητα του χαρακτήρα του. Οπότε διαπιστώνουμε ότι οι λέξεις “αγριότητα” και “φύση” αναφέρονται ταυτόχρονα στο φυσικό περιβάλλον και στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Στο κείμενο που ακολουθεί η λέξη αγριότητα αναφέρεται στην άγρια φύση.
3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Η Αγριότητα ως Φύση
1.1 Η αγριότητα κατά την Παλαιολιθική και Νεολιθική Εποχή Για την σχέση του ανθρώπου της παλαιολιθικής εποχής με την αγριότητα δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες καθώς ελάχιστα ευρήματα εκείνης της χρονικής περιόδου επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν σταμάτησε τον σύγχρονο άνθρωπο από το να κάνει εικασίες για το συγκεκριμένο θέμα. Σύμφωνα με τον Max Oelschlaeger1, συγγραφέα του βιβλίου “Η Ιδέα της Αγριότητας” (The Wilderness Idea), την εποχή του Μοντερνισμού κυριαρχούσε η άποψη πως ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής πάσχιζε να επιβιώσει αλλά και ότι ήταν κυριευμένος από το φόβο εξ΄ αιτίας των φυσικών φαινομένων, τα οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει. Οι μοντερνιστές, ακόμα, θεωρούσαν ότι οι πρώτοι άνθρωποι (primitive people) επιθυμούσαν να επιβληθούν στα φυσικό περιβάλλον και στα είδη των ζώων που κατοικούν εκεί. Τα παραπάνω αντικατοπτρίζουν κυρίως τις απόψεις της Μοντέρνας κοινωνίας η οποία στην πραγματικότητα προέβαλλε τα δικά της πιστεύω στον παλαιολιθικό άνθρωπο. Τα ευρήματα που υπάρχουν και οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με τη ζωή των ανθρώπων εκείνα τα χρόνια παρουσιάζουν μια αρκετά διαφορετική εικόνα2. Αρχικά, οι κυνηγετικέςσυλλεκτικές κοινωνίες που εντοπίζονται την Παλαιολιθική περίοδο φαίνεται να ζούσαν σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον ενώ αναφερόντουσαν σε αυτό χρησιμοποιώντας τις λέξεις Μεγάλη Μητέρα (Great Mother, Magna 1. Ο Max Oelschlaeger είναι καθηγητής φιλοσοφίας και θεολογίας στο University of North Texas 2. Max Oelshlaeger, The Idea of Wilderness, Yale University Press, New Haven, 1991, σελ. 9-24 5
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Mater). Στην ουσία, δηλαδή καταλαβαίνουμε ότι ο παλαιολιθικός άνθρωπος ένιωθε πως είναι παιδί της Φύσης. Επιπροσθέτως, η άποψη ότι οι άνθρωποι εκείνη την χρονική περίοδο πάσχιζαν να επιβιώσουν δεν επιβεβαιώνεται. Αντιθέτως, κατά την Παλαιολιθική εποχή η τροφή μάλλον βρίσκονταν σε αφθονία καθώς αποτελούνταν από καρπούς της γης και ζώα τα οποία εύκολα εντοπίζονταν στο περιβάλλον του ανθρώπου. Ακόμα, αν και είναι γνωστό ότι οι κυνηγετικές - συλλεκτικές κοινωνίες είχαν κατασκευάσει εργαλεία δεν υπάρχουν ενδείξεις οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι παλαιολιθικοί άνθρωποι χρησιμοποιούσαν όποια τεχνολογική γνώση κατείχαν για να επιβληθούν στο φυσικό περιβάλλον, όπως για παράδειγμα να χρησιμοποιήσουν φωτιά για να δημιουργήσουν γη για καλλιέργειες ή να χρησιμοποιήσουν εργαλεία για να αλλάξουν την πορεία των ποταμών3. Τέλος, είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια θεωρούσαν ότι το φυσικό περιβάλλον είναι ιερό. Έτσι, σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, διαπιστώνουμε πόσο διαφορετική πρέπει να ήταν η πραγματικότητα του παλαιολιθικού ανθρώπου από αυτήν που πίστευαν οι άνθρωποι την εποχή του Μοντερνισμού. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων της Παλαιολιθικής περιόδου εντοπίζεται και στην σημερινή εποχή καθώς υπάρχουν ακόμα φυλές, όπως οι Βουσμάνοι στην έρημο Καλαχάρι της Αφρικής ή οι Αβορίγινες της Αυστραλίας, οι οποίοι ακολουθούν εν μέρη τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Πολλά στοιχεία σχετικά με τις κυνηγετικές - συλλεκτικές κοινωνίες του Παλαιολιθικού κόσμου αντλούνται από αυτές τις φυλές. Η Παλαιολιθική εποχή εικάζεται πως ξεκίνησε το 200.000 π.Χ. και διήρκεσε μέχρι και τα τέλη της εποχής των παγετώνων, δηλαδή το 10.000 π.Χ4. Η εποχή που ακολούθησε ονομάζεται Μεσολιθική και αποτελεί το μεταβατικό στάδιο μεταξύ της Παλαιολιθικής και της Νεολιθικής περιόδου, της εποχής δηλαδή όπου εντοπίζεται η αγροτική επανάσταση, ή αλλιώς
3. Max Oelshlaeger, The Idea of Wilderness, Yale University Press, New Haven, 1991, σελ. 17-18 4. Max Oelshlaeger, σελ. 25 6
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
Οι κυνηγετικές - συλλεκτικές κοινωνίες φαίνεται ότι: - πίστευαν πως η φύση ήταν σπίτι τους - αντιλαμβάνονταν την φύση ως κάτι ζωντανο - θεωρούσαν πως τα φυτά, τα ζώα και η γη ήταν ιερά - πίστευαν πως το θείο ήταν ικανό να πάρει διάφορες μορφές στοιχείων της φύσης. Έτσι μέσω της φύσης κάποιος ερχόταν σε επαφή με το θείο Πίν. 1.1, Θεωρίες σχετικά με το πως αντιλαμβάνονταν ο Παλαιολιθικός άνθρωπος την αγριότητα
παρατηρούνται οι πρώτες απόπειρες καλλιέργειας της γης5. Σχετικά με το γιατί ο άνθρωπος άρχισε να καλλιεργεί τη γη δεν υπάρχουν στοιχεία, εικάζεται, όμως, ότι στο γεγονός αυτό συνέβαλλαν αρκετά οι κλιματολογικές συνθήκες και θερμοκρασιακές διακυμάνσεις οι οποίες παρατηρούνταν εκείνα τα χρόνια. Η εποχή των παγετώνων λογικά άλλαξε τον τρόπο ζωής του παλαιολιθικού ανθρώπου ο οποίος μάλλον δεν έβρισκε τροφή το ίδιο εύκολα με πριν. Έτσι, με το που άρχισαν να γίνονται πιο ευνοϊκές οι κλιματολογικές συνθήκες η καλλιέργεια της γης και η εξημέρωση των ζώων πιθανώς καθιστούσε την διαβίωση πιο εύκολη για τους ανθρώπους εκείνης της περιόδου. Οπότε από τις κυνηγετικές συλλεκτικές κοινωνίες οι οποίες ήταν η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης του ανθρώπινου είδους κατά την Παλαιολιθική περίοδο μεταφερόμαστε στις αγροτικές κοινωνίες της Νεολιθικής εποχής. Η νοοτροπία των νεολιθικών ανθρώπων διέφερε αρκετά από αυτήν των προγόνων τους. Για αρχή δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως παιδιά της Μεγάλης Μητέρας, δηλαδή της Φύσης. Ειδικότερα, φαίνεται ότι οι νεολιθικοί άνθρωποι αντιμετώπιζαν τον φυσικό κόσμο ως κάτι επικίνδυνο το οποίο έπρεπε να δαμάσουν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Οπότε, οι άνθρωποι αυτοί έκαναν κάτι το οποίο δεν επιχείρησαν ποτέ να 5. Max Oelshlaeger, σελ. 24-25 7
Τέλος εποχής των παγετώνων - Άνοδος θερμοκρασίας
8.000 π.Χ.
Μεσολιθική Εποχή 10.000 π.Χ.
Πρώτες ενδείξεις εξημέρωσης άγριων ζώων
Εικ. 1.1, Χρονοδιάγραμμα Παλαιολιθικής, Μεσολιθικής και Νεολιθικής Εποχής
200.000 π.Χ.
Παλαιολιθική Εποχή 3.300 π.Χ.
Πρώτες ενδείξεις καλλιέργειας της γης
Νεολιθική Εποχή
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
κάνουν οι πρόγονοί τους: να επιβληθούν στον φυσικό περιβάλλον με τις δραστηριότητές τους (καλλιέργειες, κτηνοτροφία, κ.α.). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι απόψεις των Μοντερνιστών αντικατόπτριζαν περισσότερο την Νεολιθική εποχή παρά την Παλαιολιθική. Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι κατά την Νεολιθική εποχή παρατηρούνται δύο μορφές φύσης: μια άγρια φύση και μια εξημερωμένη - ελεγχόμενη από τον άνθρωπο φύση. Άρα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η έννοια της αγριότητας κάνει στην πραγματικότητα την εμφάνισή της την Νεολιθική περίοδο καθώς λόγω της αγροτικής δραστηριότητας παρουσιάζεται η ανάγκη για μια λέξη η οποία υποδηλώνει τον διαχωρισμό της καλλιεργημένης από τη μη καλλιεργημένη γη. Κατά την Παλαιολιθική εποχή η συγκεκριμένη ανάγκη δεν παρατηρείται αφού οι άνθρωποι τότε δεν διαχωρίζαν τον εαυτό τους από το φυσικό περιβάλλον. Η δημιουργία της έννοιας υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος έχει επίγνωση του εαυτού του ως κάτι ξεχωριστό από τον φυσικό κόσμο6, γεγονός το οποίο είναι αρκετά σημαντικό στην διαμόρφωση της ταυτότητας του ατόμου. Αναλυτικότερα, σύμφωνα για άλλη μια φορά με τον Oelsclaeger: “[…] η αγριότητα είναι ουσιώδης έτσι ώστε να αποκαλύψει σε εμάς τι σημαίνει να είμαστε πολιτισμένα ανθρώπινα όντα, αφού μόνο μέσο της αναγνώρισης του τι δεν είμαστε (αρνητικό) μπορούμε να καταλάβουμε τι είμαστε (θετικό)”7 Σύμφωνα με όσα έχουμε δει στις προηγούμενες παραγράφους διαπιστώνουμε ότι κατά την Παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος θεωρεί ότι είναι ένα με τον υπόλοιπο κόσμο ενώ κατά την Νεολιθική διαχωρίζει τον εαυτό του από από το φυσικό περιβάλλον, μια νοοτροπία που διατηρείται μέχρι και τις μέρες μας. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι όσα προηγήθηκαν θυμίζουν την ιστορία των πρωτόπλαστων η οποία αναγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη. Πιο συγκεκριμένα, η Παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος θα μπορούσαμε να πούμε ότι ζει σε ένα περιβάλλον που 6. Max Oelshlaeger, σελ. 8 7. Max Oelshlaeger, σελ. 8 9
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
θυμίζει τον Κήπο της Εδέμ. Ο διωγμός του από το μέρος αυτό συμβολίζει τον διαχωρισμό μεταξύ του ατόμου και του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και την έναρξη της προσπάθειας του ανθρώπου να επιβληθεί σε αυτό.
10
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
1.2 Ο φόβος του ανθρώπου για την αγριότητα Διαβάζοντας τους μύθους, τα παραμύθια και τις διηγήσεις της λαϊκής παράδοσης, οι οποίες ήταν ευρύτατα διαδεδομένες στον ευρωπαϊκό χώρο μέχρι και τον 18ο-19ο αιώνα, γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι η αγριότητα και το δάσος συνδέονται με την ύπαρξη κακών πνευμάτων και δαιμόνων που κατοικούν σε αυτά με σκοπό να βλάψουν τον άνθρωπο τη στιγμή που θα εισβάλει στον χώρο τους. Ενδεικτικά, στο αγγλικό έπος Beowulf1, το οποίο γράφτηκε περίπου τον 8ο αιώνα, υπάρχει πλήθος αναφορών σε κακά πνεύματα του δάσους τα οποία βρίσκονται έξω από τα όρια των ανθρώπινων οικισμών και γίνονται εμφανή ως σκιές τη νύχτα. Επίσης, στις ευρέως γνωστές ιστορίες των αδελφών Γκρίμ παρατηρούμε συχνά το μοτίβο ενός ήρωα που χάνεται στο δάσος και εκεί έρχεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, για παράδειγμα η Κοκκινοσκουφίτσα συναντά τον κακό λύκο ενώ ο Χάνσελ και η Γκρέτελ, αφότου χάσουν πρώτα τον δρόμο τους για τον πολιτισμό, οδηγούνται στο σπίτι μιας κακιάς μάγισσας. Αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι οι παραπάνω ιστορίες προσπαθούσαν να αποτρέψουν τους αναγνώστες τους από το να εισέλθουν στα δάση. Σύμφωνα με όσα είδαμε στο προηγούμενο υποκεφάλαιο καταλαβαίνουμε ότι ο φόβος του ανθρώπου για την αγριότητα έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του την Νεολιθική εποχή. Πριν την αγροτική επανάσταση οι κυνηγετικές-συλλεκτικές κοινωνίες ζούσαν σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον οπότε δεν είχαν λόγο να νιώσουν φόβο γι΄ αυτό. Αφότου, λοιπόν, ο άνθρωπος ανακάλυψε τρόπους για να επιβληθεί στο φυσικό τοπίο η νοοτροπία η οποία επικρατούσε κατά την Παλαιολιθική Εποχή υποχώρησε και παραχώρησε τη θέση της σε μια διχαστική αντίληψη που απομακρύνει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα έμψυχα και άψυχα όντα και τον τοποθετεί σε μια προνομιακή θέση (εικ. 1.2). Ο άνθρωπος, δηλαδή, ορίζει τον φυσικό κόσμο ως κάτι εξωτερικό και αντικείμενο σε αυτόν οπότε οτιδήποτε δεν συμπεριλαμβάνεται στις περιοχές επιρροής του θεωρείται 1. Αγγλοσαξονικό επικό κείμενο 11
Εικ. 1.2, Η αντίληψη του δυτικού κόσμου (πάνω) και η αντίληψη των κυνηγετικών - συλλεκτικών κοινωνιών (κάτω)
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
“ο άλλος”. Οι πρώτες αγροτικές κοινωνίες είχαν περιορισμένη γνώση σχετικά με τον τρόπο τον οποίο λειτουργούν τα στοιχεία της φύσης οπότε οι ήχοι μιας καταιγίδας που πλησιάζει ή οι θόρυβοι που προκαλούσαν τα άγρια ζώα ή ακόμη και αυτοί του ανέμου, εύκολα τους ενέπνεαν τον τρόμο. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύχτας όταν οι φωτιές τις οποίες άναβαν οι άνθρωποι στις περιοχές διαμονής τους για να ζεσταθούν, δημιουργούσαν σκιές με τρομερή μορφή, δεν ήταν πολύ δύσκολο για την κοινωνία εκείνης της εποχής να πλάσει δαίμονες με την φαντασίας της. Έτσι, οι άνθρωποι μετά την αγροτική επανάσταση σταδιακά άρχισαν να ασκούν έλεγχο στο γύρω περιβάλλον τους διαμορφώνοντας το ανάλογα με τις ανάγκες τους και με τρόπο που ενίσχυε την ασφάλειά τους. Έξω από το περιβάλλον αυτό ένιωθαν αδύναμοι. Οπότε, η αντίδραση του ανθρώπου, δηλαδή να νιώσει φόβο για την αγριότητα, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάτι άλλο παρά ορθολογική για τα δεδομένα εκείνων των χρόνων. Υπάρχουν τρία κύρια στοιχεία πάνω στα οποία βασίζεται ο φόβος του ανθρώπου για την αγριότητα. Το πρώτο στοιχείο σχετίζεται με την εξέλιξη της θρησκείας. Την εποχή των κυνηγετικών-συλλεκτικών κοινωνιών κυριαρχούσε η αντίληψη πως οι θεότητες βρισκόταν στη γη, και για τον λόγο αυτό οι άνθρωποι τότε θεωρούσαν το φυσικό περιβάλλον ιερό. Έτσι, ο παλαιολιθικός άνθρωπος υπήρξε άφοβος σχετικά με την περιβάλλουσα κατάστασή του2. Σταδιακά, όμως, με την εμφάνιση της διάκρισης ανάμεσα σε ήμερη και μη ήμερη γη η αντίληψη αυτή άλλαξε και το θείο από τη γη μεταφέρθηκε στον ουρανό. Οι θεότητες βρίσκονταν πια μακριά από τον άνθρωπο κάτι που κατέστησε την αγριότητα ένα τόπο άδειο, τρομακτικό και αφιλόξενο. Πιο συγκεκριμένα, η αρχαιότερη λατρευτική πρακτική που είναι μέχρι σήμερα γνωστή είναι η ανιμιστική θρησκεία, το όνομα της οποίας πηγάζει από το anima, τη λατινική λέξη για την ψυχή. Ο ανιμισμός υποστηρίζει ότι όλα τα όντα και τα αντικείμενα, δηλαδή ζωντανοί 2. John Rennie Short, Η Άγρια Φύση, Φύση, Κοινωνία και Πολιτική, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 1998, σελ. 218 13
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
οργανισμοί, βράχοι, σύννεφα, νερό, άστρα, κτλ, έχουν ψυχή και ενέργεια3. Η ψυχή προϋπάρχει της ενσάρκωσης και συνεχίζει να υπάρχει μετά τον θάνατο. Αργότερα με την εξέλιξη της ιδέας του θείου εμφανίστηκε το στοιχείο του Παραδείσου το οποίο υιοθετήθηκε από τις περισσότερες γνωστές θρησκείες. Ο παράδεισος, ή αλλιώς κήπος της Εδέμ, ήταν ένα μέρος όπου η τροφή βρισκόταν σε αφθονία, κάτι πολύ σημαντικό για τον άνθρωπο που πάσχιζε καθημερινά για να την εξασφαλίσει, ενώ οι καιρικές συνθήκες ιδανικές. Εκεί δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να στερηθεί το άτομο. Αν υπάρχει Παράδεισος ο οποίος βρίσκεται κοντά στον Θεό, ο φόβος δεν έχει εκεί θέση και η επιβίωση του ανθρώπου είναι εξασφαλισμένη, τότε στον αντίποδα υπάρχει η αγριότητα. Στα δάση, δηλαδή, όπου η διαβίωση ήταν δύσκολη και τα φυσικά φαινόμενα μάστιζαν τον άνθρωπο, υπήρχε η αντίληψη ότι κατοικούσαν δαίμονες και άλλες απόκοσμες οντότητες. Οι παραπάνω απόψεις δικαιολογούν πλήρως τα παραδείγματα τα οποία αναφέρθηκαν στην αρχή του υποκεφαλαίου. Οπότε σταδιακά για τον άνθρωπο έγινε σημαντικό να μπορεί να ελέγξει το περιβάλλον του έτσι ώστε να κρατηθεί στη ζωή. Το πρώτο βήμα ήταν η ανακάλυψη της φωτιάς και ύστερα η εξημέρωση των άγριων ζώων. Σύντομα έμαθε να καλλιεργεί την γη και άρχισε να κάνει τα πρώτα βήματα προς τον πολιτισμό που μας είναι σήμερα γνωστός. Το δεύτερο στοιχείο επικεντρώνεται στον φόβο που προκαλούσαν οι άνθρωποι οι οποίοι κατοικούσαν στην αγριότητα. Η αγροτική και αργότερα η αστική κοινωνία θεωρούσε τα άτομα αυτά ήταν απολίτιστα, άξεστα και σε ένα βαθμό επικίνδυνα. Η άποψη αυτή αντικατοπτρίζεται πολύ καθαρά στα ημερολόγια των Ευρωπαίων οι οποίοι με τα ταξίδια τους σε νέες περιοχές (Αμερική - Αυστραλία) τον 15ο-17ο αιώνα ερχόταν σε επαφή με τέτοιους ανθρώπους. Για παράδειγμα, το 1662 ο Michael Wigglesworth4 (1631-1705) περιέγραψε την Νέα Αγγλία στην Βόρρεια Αμερική 3. Robert Wright, The Evolution of God, Little, Brown and Company, New York, 2009, σελ. 7 4. Ο Michael Wigglesworth ήταν Βρετανός κληρικός, θεραπευτής και συγγραφές ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική σε νεαρή ηλικία 14
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
ως: “Ένας άγονος και έρημος αγριότοπος, Όπου ουδείς κατοικεί Εκτός από διαβολικούς σατανάδες και κτηνώδεις ανθρώπους.”5 Επίσης, ο William Dampier6, ένας Εγγλέζος εξερευνητής, το 1688 αφότου είχε περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα στην Βορειοδυτική Αυστραλία στο δικό του ημερολόγιο κατέγραψε: “Οι κάτοικοι αυτής της χώρας είναι οι αθλιότεροι άνθρωποι στον κόσμο […] που δεν έχουν σπίτια και ενδύματα, πρόβατα, πουλερικά και καρπούς της γης […] λίγο διαφέρουν από τα κτήνη.”7 Τον παραπάνω φόβο ενίσχυε επίσης και το γεγονός ότι περιθωριοποιημένα στοιχεία έβρισκαν καταφύγιο στο δάσος όπου οι αρχές αδυνατούσαν να τα εντοπίσουν. Τα στοιχεία αυτά ήταν κυρίως ομάδες ληστών οι οποίοι σταματούσαν άμαξες και περαστικούς ή επιτίθονταν σε οικισμούς και προκαλούσαν σοβαρές ζημιές κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Χαρακτηριστική είναι η μεσαιωνική ιστορία του Ρομπέν των Δασών ο οποίος γυρίζοντας από τις σταυροφορίες αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στον δάσος και από εκεί μαζί με τους άνδρες τους έκλεβε αντικείμενα αξίας από τους πλούσιους ταξιδιώτες. Το ίδιο μοτίβο παρατηρούμε επίσης στη ιστορία του Αλί Μπαμπά (από το Αράβικο έργο Χίλιες και Μια Νύχτες), όπου το καταφύγιο των κλεφτών βρίσκεται κρυμμένο βαθιά μέσα στο δάσος. Το τρίτο και τελευταίο στοιχείο έχει ψυχολογική υπόσταση και αφορά τον φόβο επίδρασης της αγριότητας πάνω στην προσωπικότητα του ατόμου. Στην ουσία το στοιχείο αυτό συνδέεται άμεσα με τη δεύτερη 5. Roderick Franzier Nash, Wilderness and the American Mind, 5th ed., Yale University Press, New Haven, 2014, σελ. 36 6. Ο William Dampier ήταν ο πρώτος Άγγλος ο οποίος εξερεύνησε την Αυστραλία 7. John Rennie Short, Imagined Country: Environment, Culture, and Society, Syracuse University Press, New York, 1991, σελ. 23 15
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
ερμηνεία της λέξης “αγριότητα”, δηλαδή τη σκληρότητα και επιθετικότητα του χαρακτήρα ενός ατόμου. Η αγριότητα σε ένα επίπεδο συνδέεται με το ασυνείδητο8, ένα μέρος όπου κατοικούν τα πρωτόγονα ένστικτά και γι’ αυτό συμβολίζει μια σκοτεινή όψη του ανθρώπινου ψυχισμού9. Όταν γίνεται αναφορά σε κάποιον με τον χαρακτηρισμό “αγριεμένος” θεωρείται πως το άτομο αυτό έχει χάσει τα λογικά του, έχει γυρίσει δηλαδή σε μια πρότερη κατάσταση, χάνοντας στιγμιαία τα στοιχεία που το διαχωρίζουν από τα υπόλοιπα ζώα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από την εξέλιξη των ειδών. Ο φόβος για την αγριότητα όπως είδαμε παραπάνω οδήγησε το άτομο στη δημιουργία ενός δικού του προστατευμένου περιβάλλοντος στο οποίο έχει ο ίδιος τον έλεγχο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο άνθρωπος, για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στην ιστορία του, να υιοθετήσει μια στάση ικανοποίησης και θριάμβου επειδή κατόρθωσε να απελευθερωθεί από τον κίνδυνο που καραδοκεί μέσα στα δάση. Ο John Rennie Short10 ονόμασε τη στάση αυτή ως “κλασική αντίδραση” του ανθρώπου απέναντι στον διαχωρισμό του από το φυσικό περιβάλλον. Η νοοτροπία της συγκεκριμένης αντίδρασης στην ουσία τοποθετεί το άτομο στο κέντρο του κόσμου και εστιάζει στην σημασία της κοινωνίας εκλαμβάνοντας την δημιουργία των πόλεων και την οικειοποίηση του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο ως ένδειξη πολιτισμού. Η ανθρώπινη χρήση πιστεύεται πως “προσδίδει νόημα στον χώρο” ενώ οτιδήποτε έξω από τα όρια της κοινωνίας είναι κάτι ξένο που φοβίζει. Ένας από τους πιο ένθερμους υποστηριχτές της κλασικής αντίληψης υπήρξε ο Friedrich Schiller (1759-1805), ένας Γερμανός φιλόσοφος και συγγραφέας του 18ου αιώνα. Ο Schiller στα γραπτά του υποστήριζε ότι αρχικά ο άνθρωπος στην “πρώτη του φυσική κατάσταση δέχεται απλώς
8. John Rennie Short, Η Άγρια Φύση, Φύση, Κοινωνία και Πολιτική, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 1998, σελ. 219 9. John Rennie Short, σελ. 220 10. Ο John Rennie Short είναι καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής (Public Policy) στο Univeristy of Maryland, Baltimore County 16
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
παθητικά τον κόσμο των αισθήσεων”11 γεγονός που τον καθιστά ένα με αυτόν. Συνεχίζοντας χαρακτηρίζει την αγριότητα ως μια δύναμη που “συντρίβει της αλυσίδες της”12 συμπαρασύροντας τον άνθρωπο ο οποίος είναι απροστάτευτος μπροστά της. Για τον λόγο αυτό ο συγγραφές θεωρεί απαραίτητη την “απελευθέρωση” του ανθρωπίνου είδους από τα δεσμά του φυσικού κόσμου η οποία επιτυγχάνεται με την εκπραγμάτυνσή του. Όταν, δηλαδή, η αγριότητα γίνεται αντιληπτή ως αντικείμενο τότε είναι δυνατόν σε κάποιο βαθμό να γίνει ελεγχόμενη. Επίσης, σημαντική είναι και η παραδοχή του Schiller πως οι πόλεις αποτελούν την μέγιστη απόδειξη της ελευθερίας του ανθρώπινου είδους από την πρότερη του κατάσταση. Η κλασική αντίληψη θα ήταν δυνατό να υποστηρίξουμε πως συνοψίζει το ιδεολογικό υπόβαθρο πίσω από την μακροχρόνια προσπάθεια του ανθρώπινου είδους να επιβληθεί πάνω στο φυσικό περιβάλλον. Η σκέψη αυτή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρων καθώς θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο φόβος για την αγριότητα, για την πρωταρχική και πρωτόγονη κατάσταση, αποτελεί μια σημαντική παράμετρο της κινητήριας δύναμης του ανθρώπινου πολιτισμού για εξέλιξη και πρόοδο. Επίσης, στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι το ιδεολογικό υπόβαθρο της κλασικής αντίδρασης ταυτίζεται σε έναν βαθμό με τις απόψεις των Μοντερνιστών έτσι όπως τις περιγράφει ο Oelschlaeger στο βιβλίο του “Η Ιδέας της Αγριότητας” (Υποκεφάλαιο 1.1). Η κλασική άποψη αν και υπερίσχυε όπως είδαμε παραπάνω για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα της ιστορίας τα τελευταία περίπου 200 χρόνια έχει αρχίσει να υποχωρεί13. Ο άνθρωπος καθώς δεν πιστεύει πια σε μύθους και παραδόσεις, σημαντικό μέρος του φόβου που αισθάνεται για την αγριότητα έχει υποχωρήσει. Παρ΄ όλα μέχρι και σήμερα είναι αδύνατο να υποθέσουμε ότι το εμπόδιο αυτό έχει ξεπεραστεί. Μια μελέτη που αποδεικνύει την παραπάνω παραδοχή με 11. Joachim Ritter, Το Τοπίο: Η λειτουργία του αισθητικού στην νεωτερική κοινωνία, Το Τοπίο, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2004, σελ. 87 12. Joachim Ritter, Το Τοπίο: Η λειτουργία του αισθητικού στην νεωτερική κοινωνία, Το Τοπίο, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2004, σελ. 89 13. John Rennie Short, σελ. 217 17
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Categories in dimension (with examples from journals)
Percentage of sampIe
Situational stress Global fears (afraid, worried, want to go home) Sodal difficulties (angry at someone; uneasy with others)
92% 50%
Enjoyment Enjoying trip (feeling good, physically and mentally; happy) Enjoying slow pace (nothing in a hurry, there’s time to think)
85% 62%
Fascination and sensory awareness Enjoying surroundings (beautiful sights; all the sounds; sun is comforting and life-giving) Physical enjoyment (good sleeping, great food; hard hike, but felt great)
89% 96%
Perceptual changes Notice nature details (never been aware of so very much; sounds, smells, sights) Comfortable in the woods (so easy and natural, feels like coming home) Awe and wonder about nature (awed and dreamy feeling; I love the wonder of everything) Self-insights (Iearning about my thoughts and emotions; feel many different things I’ve never feIt before)
69% 45% 42% 42%
Unclustered categories Tranquility (so relaxed and soothing; I love this peacefulness) Privacy (nice knowing few have been here; the lake is clean and deserted) Fears overcome (conquered my fears; hardly ever think about bears) Self-confidence (I can go anywhere I want; boost to ego; I made it) Physical stress (sore from hiking; packs too heavy; too cold, too buggy, too steep, too wet, too fast)
85% 50% 38% 58% 73%
Πίν. 1.2, Αντιδράσεις απέναντι στην αγριότητα σύμφωνα με τα ευρήματα του Outdoor Challenge Programm 18
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
στατιστικά στοιχεία προέρχεται από δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια του “Outdoor Challenge Program”14. Το πρόγραμμα αυτό πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1970 και είχε ως στόχο τη συλλογή δεδομένων για το πως αντιδρά ο άνθρωπος σε μια παρατεταμένη διαμονή μακριά από τα αστικά κέντρα και τον καθιερωμένο για την εποχή τρόπο ζωής. Το πρόγραμμα περιελάμβανε μια εκδρομή δύο εβδομάδων κοντά σε ένα μεγάλο δάσος στην Peninsula του Michigan (Η.Π.Α.). Την πρώτη εβδομάδα ήταν προγραμματισμένη μια μεγάλη πεζοπορία στην αγριότητα με την συνοδεία οδηγών, την οποία ακολουθούσαν δυο βραδιές ατομικών δραστηριοτήτων. Στο τελευταίο μέρος του προγράμματος οι συμμετέχοντες συνέχιζαν την πεζοπορία χωρίς όμως να έχουν αυτή τη φορά οδηγούς για να τους κατευθύνουν. Στα 10 χρόνια πραγματοποίησης αυτού του προγράμματος συμμετείχαν τριών ειδών ομάδες, την πρώτη αποτελούσαν αγόρια Λυκείου, την δεύτερη αγόρια και κορίτσια Λυκείου, και την τρίτη άνδρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών. Σε κάθε άτομο δινόταν στην αρχή της εβδομάδας ένα ημερολόγιο όπου έπρεπε να καταγράφει τις σκέψεις του καθ’ όλη διάρκεια του προγράμματος. Τα ημερολόγια αυτά στο τέλος του προγράμματος επιστρέφονταν στους οργανωτές του Outdoor Challenge Program και αποτελούσαν τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι ερευνητές κατέληξαν στα παρακάτω συμπεράσματα. Όπως βλέπουμε στον πίνακα 1.2, ο οποίος προέκυψε από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από το Outdoor Challenge Program στη διάρκεια 7 χρόνων λειτουργίας του προγράμματος, αν και μεγάλο ποσοστό των συμμετεχόντων απολαμβάνει την εμπειρία της παραμονής στην αγριότητα το 92% των ατόμων σημείωσαν πως “φοβούνται/είναι ανήσυχοι/ θέλουν να επιστρέψουν πίσω”. Επιπροσθέτως, μόνο το 38% κατέγραψε πως ξεπέρασε τους φόβους του, μόλις το 45% υποστήριξε πως νιώθει άνετα στο δάσος (“νιώθω σαν το σπίτι μου”) ενώ το 73% δήλωσε πως αυτός ο τρόπος ζωής είναι κουραστικός και άβολος (“το σακίδιο είναι πολύ βαρύ”, “κάνει 14. Stephen Kaplan, Janet Frey Talbot, Behavior and the Natural Environment, Plenum Press, New York and London, 1983, σελ. 168 19
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
κρύο”, “έχει υγρασία”, “έχει έντομα”, “πονάω από το περπάτημα”, κ.α.). Στο συμπέρασμα που μπορούμε να καταλήξουμε σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν μέχρι τώρα, είναι πως ο φόβος του ανθρώπου για την αγριότητα είναι κάτι που τον οδηγεί στο να μένει μακριά της. Το γεγονός αυτό ενισχύει την διατήρηση της αγριότητας καθώς, όπως θα δούμε παρακάτω, η παρατεταμένη ανθρώπινη παρουσία απειλεί την ύπαρξή της. Έτσι, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε και να αποδεχθούμε ότι ο φόβος του ανθρώπου για την αγριότητα είναι ένα στοιχείο το οποίο την χαρακτηρίζει. Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί πως ο φόβος απέναντι στην αγριότητα επικράτησε κυρίως στην δυτική νοοτροπία. Οι λαοί της ανατολής ακολούθησαν διαφορετική προσέγγιση.
20
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
1.3 Η αγριότητα ως ένας τόπος άξιος σεβασμού και προστασίας Όπως είδαμε παραπάνω, η κλασική αντίδραση του ανθρώπου απέναντι στην απομάκρυνσή του από την πρωταρχική του κατάσταση έχει τα θεμέλιά της στο φόβο για την αγριότητα. Πέρα όμως από το γεγονός αυτό αναπτύχθηκε και μια δεύτερη αντίληψη, η οποία προσεγγίσει την αγριότητα με αντίστροφο τρόπο από ότι είδαμε στο υποκεφάλαιο 1.2. Στην αντίληψη αυτή δόθηκε το όνομα “ρομαντική”. Η ρομαντική αντίληψη υποστηρίζει ότι η αγριότητα είναι “ένας τόπος που πρέπει να είναι σεβαστός, ένας τόπος βαθιά πνευματικής σημασίας, το σύμβολο ενός επίγειου παραδείσου”1. Σε μια αντίθετη πορεία με την κλασική αντίληψη όπου ο άνθρωπος απειλείται από την φύση, εδώ το φυσικό τοπίο χαρακτηρίζεται από αγνότητα την οποία ο άνθρωπος απειλεί με την δραστηριότητά του. Οι ρομαντικοί αντιμετωπίζουν την φύση με σεβασμό, δέος και μια δόση νοσταλγίας για την εποχή που ο άνθρωπος ζούσε αρμονικά με τα υπόλοιπα είδη μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Στην ρομαντική αντίληψη οι πόλεις αντιμετωπίζονται ως ένδειξη της απώλειας ενός αγνού τρόπου ζωής και σύμβολο της “πτώσης από την χάρη”2. Συχνά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η απώλεια αυτή παρομοιάζεται με τον διωγμό των Πρωτόπλαστων από τον κήπο της Εδέμ. Στην ουσία στόχος των υπέρμαχων της ρομαντικής αντίληψης είναι να διατηρήσουν την αγριότητα όσο το δυνατόν περισσότερο ανέπαφη από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Όσον αφορά τα άτομα τα οποία κατοικούν στην αγριότητα, οι υποστηριχτές της κλασικής αντίληψης θεωρούσαν ότι είναι άξεστα, απολίτιστα και δεν διαφέρουν πολύ από ένα άγριο ζώο. Οι ρομαντικοί από την άλλη δεν ασπάζονταν την συγκεκριμένη άποψη. Αντιθέτως αντί για έναν “άγριο” έβλεπαν μπροστά τους ένα άτομο απελευθερωμένο από τους τύπους και τους κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας, ένα άτομο που κατοικεί στο πιο αγνό μέρος και ζει τον πιο απλούστερο και ευτυχισμένο τρόπο ζωής. Ειδικότερα, ο Roger Williams (1603-1683), ο ιδρυτής της 1. John Rennie Short, σελ. 221 2. John Rennie Short, σελ. 221 21
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
πολιτείας του Rhode Island στις Η.Π.Α., ο οποίος εκδιώχθηκε από τους συμπατριώτες του και αναγκάστηκε να ζήσει με τους ιθαγενείς για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει την άποψη των κλασικών στα κείμενα του έγραψε για έναν Ινδιάνο που απευθυνόμενος σε έναν από τους Ευρωπαίους αποίκους υποστήριξε ότι: “Δεν φοράμε ρούχα, έχουμε πολλούς θεούς Κι όμως οι αμαρτίες μας είναι λιγότερες: Εσείς είστε βάρβαροι, άγριοι παγανιστές, Η δική σας γη είναι ο αγριότοπος”3 Έτσι, αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι για τους υποστηριχτές της ρομαντικής αντίληψης ο αγριότοπος είναι εκεί που ακμάζει ο ανθρώπινος πολιτισμός ενώ εκεί που κατοικούν τα άγρια ζώα βρίσκεται ότι έχει απομείνει από τον κήπο της Εδέμ. Ο χαρακτηριστικότερος ίσως εκπρόσωπος της ρομαντικής αντίληψης υπήρξε ο Henry David Thoreau4. Για τον Thoreau αυτό που ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία ως μια απόπειρα εξερεύνησης της ψυχοσύνθεσής του εαυτού του κατέληξε σε μια έρευνα για την την αγριότητα. Σε μια επιστολή που συνέταξε στα είκοσι τρία του χρόνια (1841) ανέφερε πως: “Γίνομαι όλο και πιο άγριος κάθε μέρα, σαν να τρέφομαι με ωμό κρέας, και η ημερότητα μου έρχεται ως απάντηση στην ανημερότητα”5. Σύντομα ο Thoreau διαπίστωσε πως η εσωτερική του αγριότητα υποχωρούσε μπροστά στην ηρεμία που συναντούσε στην αγριότητα του φυσικού περιβάλλοντος. Έτσι επιθυμώντας να κατανοήσει την αξία της αγριότητα και να αποβελτιώσει την επιθυμία του να βρίσκεται κοντά της, άρχισε να επισκέπτεται συχνά την εξοχή στην περιοχή του Concord στην πολιτεία Boston των Η.Π.Α. και αργότερα, όταν δεν το ικανοποιούσε πια το τοπίο 3. John Rennie Short, Imagined Country: Environment, Culture, and Society, Syracuse University Press, New York, 1991, σελ. 23 4. Ο Henry David Thoreau ήταν Αμερικάνος δοκιμιογράφος, ποιητής και φιλόσοφος 5. Roderick Franzier Nash, σελ. 87 22
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
εκεί, ταξίδεψε προς την πολιτεία Maine και τον Καναδά. Τα βιβλία και τα συγγράμματα που συνέταξε κατά τη διάρκεια της ζωής του απεικονίζουν τις εμπειρίες του από εκείνα τα ταξίδια και τα συναισθήματα που του προκάλεσε η επαφή με την αγριότητα. Ένα από τα πιο γνωστά έργα του Thoreau είναι το κείμενο “Walden” που αφορά μια λίμνη στην εξοχή του Concord, το όνομα της οποίας χρησιμοποίησε για τίτλο. Στο κείμενο αυτό επισημαίνει, πως ο άνθρωπος συνέλεγε καρπούς όταν πεινούσε, κοιμόταν κάτω από τον έναστρο ουρανό και το πρωί συνέχιζε την περιπλάνησή του. Ο πολιτισμός, για τον Thoreau, ήταν αυτός που έφερε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και από εκεί που ο άνθρωπος αναζητούσε τροφή και καταφύγιο, έγινε αγρότης και νοικοκύρης, “ρίζωσε στη γη και ξέχασε τον ουρανό”6. Όσον αφορά την κλασική αντίληψη, ο συγγραφέας σχολίασε ότι “Τα καλύτερα έργα τέχνης είναι εκείνα που εκφράζουνε τον αγώνα που κάνει ο άνθρωπος για να ελευθερωθεί, μα το αποτέλεσμα είναι να ανεχόμαστε τη χαμηλή μας θέση και να ξεχνούμε την ανώτερη”7. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τα τελευταία περίπου 200 χρόνια η κλασική αντίληψη για την αγριότητα έχει αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά παραχωρώντας την θέση της στην ρομαντική. Η στροφή αυτή εν μέρη οφείλεται στην εξέλιξη της επιστήμης και την διεύρυνση των γνώσεων του ανθρώπου για τον κόσμο. Τα φυσικά φαινόμενα και οι σκιές των άγριων ζώων που προκαλούσαν τον φόβο μπορούσαν πια να δικαιολογηθούν επιστημονικά γεγονός που καθιστούσε αβάσιμους τους μύθους και τις ιστορίες του μεσαίωνα. Επιπλέον, τα επιτεύγματα στον τομέα της αστρονομίας που αποκάλυψαν στοιχεία σχετικά με το πως λειτουργεί το σύμπαν ενίσχυσαν την άποψη πως το σύνολο του κόσμου φέρει την παρουσία του θείου8. Έτσι, οι άνθρωποι άρχισαν να εντοπίζουν στην 6. Henry David Throeau, Ουώλντεν, Η Άγρια Φύση, Φύση, Κοινωνία και Πολιτική, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 1998, σελ. 73 7. Henry David Throeau, Ουώλντεν, Η Άγρια Φύση, Φύση, Κοινωνία και Πολιτική, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 1998, σελ. 73 8. Roderick Franzier Nash, Wilderness and the American Mind, 5th ed., Yale University Press, New Haven, 2014, σελ. 45 23
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
αγριότητα το μεγαλείο της δημιουργίας του Θεού, γεγονός που κατέστησε εύκολο για πολλούς να νιώσουν σεβασμό για κάτι που προηγουμένως απεχθάνονταν. Επίσης, το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παρατηρήθηκε η στροφή ως προς την αντιμετώπιση της αγριότητας φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Schiller, ο υπέρμαχος της κλασικής νοοτροπίας, έζησε στο τελευταίο μισό του 18ου αιώνα, όταν δηλαδή τα επιτεύγματα της Βιομηχανικής Επανάστασης (Κεφάλαιο 2) προκαλούσαν ενθουσιασμό στην κοινή γνώμη ενώ γίνονταν σε πολλούς κατανοητό ότι με τις νέες τεχνολογίες ο άνθρωπος μπορούσε να επιβληθεί στο φυσικό περιβάλλον όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του. Σύντομα, όμως, άρχισε να γίνεται αισθητός ο περιορισμός των άγριων περιοχών. Ένα αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού πιθανώς ήταν όσο περισσότερο να μειώνεται η αγριότητα σε μέγεθος τόσο περισσότερο να αυξάνονται οι υποστηριχτές της ρομαντικής αντίληψης. Χρόνια αφότου άρχισε να αποκτά ένταση η φωνή των ρομαντικών ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες για την προστασία της αγριότητας. Η πρώτη μεγάλης κλίμακας προστατευμένη περιοχή, σχεδόν δύο εκατομμύρια στρέμματα, ήταν το Yellow Stone National Park (Πολιτεία Wyoming) το οποίο ορίστηκε ως εθνικό πάρκο των Η.Π.Α. στις 1 Μαρτίου του 1872. Το γεγονός αυτό δεν παρέλειψαν να ακολουθήσουν αντιδράσεις καθώς υπήρξαν υποστηριχτές της άποψης ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα αποτελούσε άσκοπη σπατάλη του προϋπολογισμού του κράτους. Για παράδειγμα, το 1883 ο γερουσιαστής John J. Ingalls (Πολιτεία του Kansas) σε ομιλία του τοποθετήθηκε υπέρ της παραχώρησης της περιοχής προς εκμετάλλευση σε ιδιώτες. Αυτού του είδους οι απόψεις δεν επικράτησαν και μάλιστα την ίδια χρονιά που έλαβε χώρα το παραπάνω γεγονός η πολιτεία της Νέας Υόρκης όρισε 750.000 στρέμματα ως προστατευόμενο δάσος στην περιοχή Adirondacks με υποσημείωση στο επίσημο έγγραφο: “να παραμείνει για πάντα ένα άγριο δάσος”9. Ογδόντα ένα χρόνια αργότερα ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Lyndon Baines Johnson (36ος πρόεδρος της χώρας) 9. Roderick Franzier Nash, σελ. 108 24
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
υπέγραψε το “Wilderness Act”, ένα νομοσχέδιο το οποίο είχε ως στόχο την νομική προστασία εκτάσεων γης τις οποίες δεν είχε εκμεταλλευτεί ο άνθρωπος μέχρι τότε έτσι ώστε να μην καταπατηθούν μελλοντικά. Στο νομικό έγγραφό αναγράφονταν ότι: “Η Αγριότητα (Wilderness), σε αντίθεση με τις περιοχές όπου ο άνθρωπος και οι δραστηριότητες του κυριαρχούν, αναγνωρίζεται ως ένα μέρος όπου η γη και το περιβάλλον είναι ανέγγιχτα από τον άνθρωπο, ένα μέρος όπου ο άνθρωπος είναι απλά ένας επισκέπτης ο οποίος δεν παραμένει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.”10 Εκτός από τις Η.Π.Α. υπήρξαν προσπάθειες προστασίας της αγριότητες και σε παγκόσμιο επίπεδο. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945) κρίθηκε απαραίτητο να ξεκινήσει ένας διάλογος για την ανάπτυξη μιας καθολικής πολιτικής σχετικά με την διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Μάλιστα η Ελβετική κυβέρνηση ανέλαβε την πρωτοβουλία για να διοργανώσει το πρώτο συνέδριο για το συγκεκριμένο θέμα στην Brunnen τον Ιούλιο του 1947. Εν τέλει, στις 5 Οκτωβρίου του επόμενου χρόνου ιδρύθηκε ένας αρμόδιος οργανισμός ο οποίος από το 1956 και έπειτα είναι γνωστός με το όνομα International Union for the Conservation of Nature and Natural Resources (IUCN). Εντωμεταξύ, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη οργανώνονταν ταξίδια έτσι ώστε οι κάτοικοι των πόλεων να μπορέσουν να απολαύσουν τα οφέλη της αγριότητας όπως τα περιέγραφαν οι ρομαντικοί συγγραφείς στα κείμενά τους. Πέρα από τις εκδρομές στην εξοχή της δικής τους χώρας οι εύρωστοι Ευρωπαίοι ταξίδευαν και σε γειτονικά κράτη αναζητώντας νέες εμπειρίες στο άγριο περιβάλλον. Επιπλέον, μεγάλο ενδιαφέρον για τους ταξιδιώτες αυτούς παρουσίαζε και η Αμερική, όπου αντί να επισκέπτονται για παράδειγμα εκκλησίες ή άλλα σημαντικά αξιοθέατα των νέων πόλεων επέλεγαν να εξερευνήσουν το άγριο τοπίο και 10. The Wilderness Act, http://wilderness.nps.gov/document/wildernessAct.pdf, σελ. 1 25
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
την άγρια ζωή του Νέου Κόσμου καθώς και τους “άγριους” (Ινδιάνους) οι οποίοι ζούσαν σε εκείνες τις περιοχές. Τα οφέλη που προσφέρει η επαφή με την αγριότητα στον άνθρωπο βρέθηκε από το 1970 και για μια δεκαετία αργότερα στο επίκεντρο της έρευνας των Robert Hanson και Rachel Kaplan11, διοργανωτών του Outdoor Challenge Program (Υποκεφάλαιο 1.2). Σύμφωνα με τα ημερολόγια των συμμετεχόντων, που επιστρέφονταν στους διοργανωτές μετά το τέλος του προγράμματος, οι Hanson και Kaplan μαζί με την ερευνητική τους ομάδα διέκριναν και κατέγραψαν τρεις “κατηγορίες πλεονεκτημάτων”12 (categories of benefits) που προσφέρει η παρατεταμένη παραμονή στην αγριότητα: 1. Η πρώτη κατηγορία κάνει την εμφάνισή της κατά την τρίτη και τέταρτη ημέρα όταν τα άτομα αρχίζουν και προσαρμόζονται στα τα νέα δεδομένα της καθημερινότητας τους και αναπτύσσουν μια στενότερη σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Σε αυτή τη χρονική στιγμή διαπιστώνεται πως ενώ τα άτομα αρχικά είχαν ενδοιασμούς για την συμμετοχή τους στο πρόγραμμα πλέον αισθάνονται ενθουσιασμό. 2. Από την πέμπτη μέρα και έπειτα κάνει την εμφάνισή της η δεύτερη κατηγορία. Το άτομο νιώθει να αυξάνεται η αυτοπεποίθησή του γεγονός που συνεπάγεται με την υποχώρηση του φόβου που ένιωθε αρχικά για την αγριότητα. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες αισθάνονται γαλήνη η οποία πηγάζει από την ανάπτυξη στενότερης σχέσης με το φυσικό περιβάλλον (“coherence”, “Things are starting to fit together at many levels”) και την έλλειψη περισπασμών και δυνατών θορύβων. 3. Τέλος, κατά την έβδομη ημέρα αυξάνεται η ικανότητα κατηγοριοποίησης των προτεραιοτήτων. Οι συμμετέχοντες νιώθουν, πέρα από γαλήνη, σε αρμονία με το γύρω περιβάλλον γεγονός που δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για εσωτερικό στοχασμό. Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι ενδείξεις μιας ευχάριστης εμπειρίας που 11. Η Rachel Kaplan είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο University of Michigan 12. Stephen Kaplan, Janet Frey Talbot, Behavior and the Natural Environment, Plenum Press, New York and London, 1983 , σελ. 192 26
Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΦΥΣΗ
προσφέρει στον άνθρωπο εφόδια για να εξελίξει τον χαρακτήρα του και να διευρύνει τους ορίζοντες της σκέψης του. Οι ερευνητές επισήμαναν πως μέσα από τα ημερολόγια γίνονταν κατανοητό πως οι συμμετέχοντες που ένιωθαν απόλαυση και ενθουσιασμό για την εμπειρία που ζούσαν επιθυμούσαν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τις οποίες αποκόμισαν κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων στην καθημερινότητά τους στην πόλη. Εν κατακλείδι, ο σεβασμός και η γοητεία για την αγριότητα γεννήθηκε κυρίως στο εσωτερικό των πόλεων όπου οι υποστηριχτές της ρομαντικής αντίληψης αναπολούσαν και φαντάζονταν την ζωή μακριά από τον πολιτισμό13. Ο Thoreau ο οποίος επιδίωξε να ζήσει κοντά στην αγριότητα και στα κείμενα του κατέγραψε τα προσωπικά του βιώματα αποτελούσε εξαίρεση. Έτσι το γεγονός το οποίο αναφέρθηκε στην αρχή της παραγράφου είχε ως επόμενο οι άγριες περιοχές να απεικονίζονται αρκετές φορές σύμφωνα με προσωπικές επιθυμίες του κάθε κειμενογράφου και όχι απόλυτα με αυτό που πραγματικά ήταν. Χαρακτηριστική είναι η παρότρυνση Γερμανών συγγραφέων του 15ου αιώνα προς στους αναγνώστες τους για να επισκεφθούν τα άγρια μέρη όπου υποστήριζαν πως υπάρχει ένα ειδυλλιακό τοπίο το οποίο μπορεί να τους απελευθερώσει από τους περιορισμούς της κοινωνίας και να αντικαταστήσει την ένταση των πόλεων με ησυχία και ηρεμία14. Για τον λόγο αυτό δημιουργείται ο προβληματισμός ότι οι ρομαντικοί και οι απόψεις τους για την αγριότητα αντί να κατορθώσουν να φέρουν τον άνθρωπο πιο κοντά στο φυσικό περιβάλλον κατάφεραν να δημιουργήσουν μια αντίληψη ότι η αγριότητα είναι μια γοητευτική ουτοπία η οποία βρίσκεται εκεί που δεν υπάρχουν ίχνη του ανθρώπινου πολιτισμού.
13. Roderick Franzier Nash, σελ. 44 14. Roderick Franzier Nash, σελ. 48 27
Εικ. 2.1, Φωτογραφία της πόλης Widnes της Αγγλίας, τέλη 19ου αιώνα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Η Πόλη ως Φύση
2.1 Η ανάπτυξη των πόλεων κατά την Βιομηχανική Εποχή Πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα δείγματα της βιομηχανικής εποχής1, η κοινωνία στηρίζονταν οικονομικά κυρίως πάνω στον πρωτογενή τομέα, δηλαδή στην παραγωγή γεωργικών προϊόντων. Μετά την Βιομηχανική Επανάσταση2 η κοινωνία στράφηκε προς την βιομηχανική παραγωγή, ή αλλιώς στον δευτερογενή παραγωγικό τομέα. Το παραπάνω γεγονός είχε σημαντικές συνέπειες στην καθημερινότητα του ανθρώπου αφού με το πέρασμα των χρόνων η μηχανή άρχισε να απλουστεύει την ζωή του καθώς πολλά χειροποίητα προϊόντα παράγονταν πλέον σε εργοστάσια. Επιπλέον, σύντομα η μηχανή κατόρθωσε να αντικαταστήσει το ανθρώπινο δυναμικό στον αγροτικό τομέα. Ως απόρροια της παραπάνω κατάστασης παρατηρήθηκε η μετακίνηση πληθυσμού από την επαρχία προς τις πόλεις καθώς τη στιγμή που η μηχανή σταδιακά καταλάμβανε τη θέση του ανθρώπου στις γεωργικές περιοχές, στα εργοστάσια των πόλεων δημιουργούνταν μεγάλος αριθμός θέσεων εργασίας. Η δημογραφική κινητικότητα που σημειώθηκε μετά τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πρωτόγνωρη. Πιο συγκεκριμένα, όπως βλέπουμε στον πίνακα 2.1 σε παγκόσμιο επίπεδο ο αριθμός των πόλεων με πληθυσμό 20.000 και 100.000 κατοίκους μέσα στην πεντηκονταετία 1800
1. Η Βιομηχανική εποχή αναφέρεται στην χρονική περίοδο μέσα στην οποία πραγματοποιήθηκε η Βιομηχανική Επανάσταση 2. Η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν μια ιστορική περίοδος η οποία διήρκεσε περίπου από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. 29
Πίν. 2.1, Αύξηση του ποσοστού των πόλεων με 20.000 και 50.000 κατοίκους κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΣΗ
Developed World Cities ( in 1000)
1580
1700
1800
1914
1980
100 - 200
3
9
16
138
457
200 - 500
1
1
6
84
334
500 - 1000
-
2
1
47
115
1000 - 5000
-
-
1
10
93
> 5000
-
-
-
2
7
Total
4
12
24
281
1006
Πίν. 2.2, Πόλεις των ανεπτυγμένων χωρών μεταξύ του 1580 και του 1980
και 1850 σχεδόν διπλασιάστηκε κάτι που συνέβη και τα επόμενα πενήντα χρόνια, δηλαδή μεταξύ 1850 και 1900. Επιπλέον με τη βοήθειά του πίνακα 2.2 μπορούμε να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον ρυθμό ανάπτυξης των πόλεων από το 1580 έως το 1980. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα δεδομένα μεταξύ 1800 - 1914, διάστημα μέσα στο οποίο χρονολογείται η εκβιομηχάνιση της Ευρώπης και της Αμερικής, ο αριθμός των πόλεων αυξήθηκε ραγδαία συγκριτικά με άλλες εποχές. Το φαινόμενο της συγκέντρωσης του αγροτικού πληθυσμού σε πόλεις και η εξέλιξη μικρών οικισμών σε αστικά κέντρα ονομάστηκε αστικοποίηση, και όπως υποστηρίζει ο ιστορικός Lewis Mumford ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την εκβιομηχάνιση μιας περιοχής3. Πέρα όμως από οικονομικούς λόγους, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως υπήρξε ένας ακόμη παράγοντας που συνέβαλλε στην ανάπτυξη των πόλεων. Η σταδιακή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του ανθρώπου, παρά τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης στα αστικά κέντρα τα πρώτα χρόνια της νέας εποχής, καθώς και η εξέλιξη του κλάδου της ιατρικής είχαν ως αποτέλεσμα 3. Lewis Mumford, The Culture of Cities, Harcourt Brace Jovanovich Publishers, U.S.A., 1938, σελ. 146 31
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
1800
1830
1850
1880
1900
1910
Ευρώπη
10.9
12.6
16.4
23.5
30.4
32.8
Αυστρία-Ουγγαρία Βέλγιο Βουλγαρία Δανία Φινλανδία Γαλλία Γερμανία Ελλάδα Ιταλία Ολλανδία Νορβηγία Πορτογαλία Ρουμανία Ρωσία Σερβία Ισπανία Σουηδία Ελβετία Ηνωμένο Βασίλειο
6.5 20.5 5.5 15.6 3.5 12.2 8.9 11.5 18.0 37.4 7.0 15.5 7.5 5.9 10.0 17.5 6.6 7.0 19.2
7.1 25.0 5.5 14.1 3.5 15.7 9.1 12.0 19.0 35.8 7.2 15.0 7.5 6.0 10.0 17.5 6.6 7.5 27.5
9.7 33.5 6.0 14.6 3.7 19.5 15.0 14.0 23.0 35.6 9.0 15.0 11.0 7.2 10.0 18.0 6.8 11.9 39.6
16.0 43.1 11.0 23.0 6.1 27.6 29.1 16.0 28.0 44.5 16.0 15.0 14.0 10.6 10.0 26.0 12.5 20.4 56.2
25.6 52.3 15.0 33.5 10.4 35.4 42.0 21.0 35.5 47.8 24.3 15.7 17.3 13.2 9.8 34.0 19.3 30.6 67.4
28.5 56.6 22.1 35.9 12.6 38.5 48.8 22.0 40.0 50.5 25.1 15.6 16.0 14.3 10.0 38.0 22.6 37.1 69.2
Άλλες Ανεπτυγμένες Χώρες
5.5
7.9
13.9
24.4
35.6
41.6
Καναδάς Ηνωμένες Πολιτείες
6.5 5.2
7.0 7.8
9.5 13.9
15.0 25.0
35.9 35.9
41.6 41.6
10.7
12.3
16.2
23.6
31.3
34.4
Σύνολο
Πίν. 2.3, Ποσοστό πόλεων με 5.000 και περισσότερους κατοίκους ανα χώρα από το 1800 μεχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα
England Wales Scotland Total
17th century
1801
1841
1911
851 73 81
873 76 87
956 82 117
1278 118 145
1005
1036
1155
1541
Πίν. 2.4, Ο αριθμός των πόλεων στην Βρετανία από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ού 32
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΣΗ
τη δραματική πτώση της θνησιμότητας και την αύξηση του μέσου όρου ζωής4. Στοιχεία για την αύξηση του πληθυσμού (η οποία με την σειρά της οδήγησε στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων και στην αύξηση του αριθμού τους) στον Ευρωπαϊκό χώρο για το διάστημα μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα μπορούμε να αντλήσουμε από τον πίνακα 2.3. Παρόλα αυτά πρέπει να σημειωθεί πως η μεταβολή των δημογραφικών στοιχείων δεν οφείλεται αποκλείστηκα στην ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα σε όλες τις περιπτώσεις (π.χ. Ελλάδα). Επίσης πρέπει ακόμα να τονιστεί πως η βιομηχανοποίηση δεν ξεκίνησε σε όλα τα μέρη του δυτικού κόσμου ταυτόχρονα, αλλά η μια χώρα ακολούθησε την άλλη σταδιακά. Από τις χώρες που αναγράφονται στον πίνακα 2.3, αξίζει να εστιάσουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο, την χώρα από όπου ξεκίνησε η Βιομηχανική Επανάσταση. Η βιομηχανοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου είχε ήδη αρχίσει από τα μέσα του 18ου αιώνα παρόλα αυτά όπως μας αποκαλύπτουν τα στοιχεία του πίνακα 2.4 ο αριθμός των πόλεων αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1800. Μεταξύ του 17ου αιώνα και του 1801 παρατηρούμε πως δημιουργήθηκαν 31 καινούργιες πόλεις. Από αυτές οι δεκατέσσερις ήταν πόλεις που βασίζονταν στην βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα και παραγωγής υφασμάτων, οι εφτά στην βιομηχανία επεξεργασίας σιδήρου και άνθρακα και οι έξι στην εξόρυξη άνθρακα και παραγωγή γυαλιού και κεραμικών προϊόντων5. Μεταξύ 1801 και 1841 οι πόλεις στην Βρετανία αυξήθηκαν κατά 119 με το μεγαλύτερο ποσοστό να εδράζεται κοντά στις πόλεις που είδαμε παραπάνω6. Ενδιαφέρον ακόμα παρουσιάζουν και τα δεδομένα του πίνακα 2.5 όπου φαίνονται τα δημογραφικά στοιχεία και τον ρυθμό ανάπτυξης πέντε πόλεων του Ηνωμένου Βασιλείου: του London, του Manchester, 4. Παντελής Γ. Λαζαρίδης, Βιομηχανική Επανάσταση - Βιομηχανική Πόλη, Εκδόσεις Α. Λιβανής και ΣΙΑ Ε.Ε. “Νέα Σύνορα”, Αθήνα, 1963, σελ 53-55 5. John Langton, Urban growth and economic change: from the late seventeenth century to 1841, The Cambridge Urban History of Britain, Vol. II, Cambridge University Press, Cambridge, 2008, σελ. 466 6. John Langton, Urban growth and economic change: from the late seventeenth century to 1841, The Cambridge Urban History of Britain, Vol. II, Cambridge University Press, Cambridge, 2008, σελ. 466 33
958.863 94.876 82.295 70.670 45.755
310.941 2.356 1.210 2.745 2.050
1801
111.091
182.922
286.487
311.269
1.948.417
1841
107
64
253
82
1
17th century
9
6
3
2
1
1801
Rank on Population
9
5
3
2
1
1841
4.539.267 543.872 706.545 522.204 451.200
Πίν. 2.6, Δημογραφικά στοιχεία πέντε πόλεων του Ηνωμένου Βασιελίου για το 1901
London Manchester Liverpool Birmingham Sheffield
1901
Πίν. 2.5, Δημογραφικά στοιχεία πέντε πόλεων του Ηνωμένου Βασιλείου από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι το 1841
London Manchester Liverpool Birmingham Sheffield
17th century
Population
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΣΗ
του Liverpool, του Birmingham και του Sheffield. Όπως διαπιστώνουμε ο μεγαλύτερος ρυθμός ανάπτυξης παρουσιάζεται μεταξύ 17ου αιώνα και του 1801 με εξαίρεση την πόλη του London. Τα επόμενα σαράντα χρόνια ο ρυθμός ανάπτυξης μειώνεται αλλά και πάλι δεν γίνεται να αγνοήσουμε τους αριθμούς που φανερώνουν την αύξηση του πληθυσμού. Το Manchester σχεδόν τριπλασίασε τους κατοίκους του, το Liverpool τους αύξησε κατά 200.000, το Birmingham κατά 110.000 και το Sheffield περίπου κατά 65.000. Την ίδια χρονική περίοδο το London παρουσιάζει διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης συγκριτικά με το προηγούμενο διάστημα όπως βλέπουμε στον πίνακα, αυξάνοντας τους κατοίκους του κατά ένα εκατομμύριο. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα το London είχε τετραπλασιάσει τους κατοίκους του ενώ οι υπόλοιπες πόλεις αύξησαν τον πληθυσμό τους με μικρότερο όμως ρυθμό ανάπτυξης (πίν. 2.6). Το φαινόμενο της αστικοποίησης παρατηρήθηκε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις Η.Π.Α., όπου τα πρώτα σημάδια εκβιομηχάνισης του τόπου εμφανίστηκαν στα τέλει του 18ου αιώνα όταν βιομήχανοι και επιχειρηματίες άνοιγαν εργοστάσια μεταφέροντας μηχανές από την Μεγάλη Βρετανία7. Μια ιδέα σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης των πόλεων της χώρας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα μπορούμε να σχηματίσουμε από την εικόνα 2.2. Πρέπει όμως στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι στις Η.Π.Α. η ανάπτυξη των αστικών κέντρων οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην μετεγκατάσταση κατοίκων από την Ευρώπη στην Αμερική. Το γεγονός αυτό επηρέασε σημαντικά τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας εκείνη την εποχή. Ολοκληρώνοντας, πρέπει να σημειωθεί πως η ανάπτυξη των πόλεων δεν εμφανίζεται στην ανθρώπινη ιστορία για πρώτη φορά την εποχή της ακμής του βιομηχανικού τομέα. Η διαφορά είναι πως μέσα στο διάστημα αυτό παρατηρήθηκαν ρυθμοί ανάπτυξης που ήταν πρωτόγνωροι μέχρι τότε. Ο ιστορικός Christopher Dawson αναφερόμενος στην βιομηχανική εποχή έγραψε χαρακτηριστικά ότι: 7. The Rise of American Industry, Independence Hall Association in Philadelphia, http://www.ushistory.org 35
1800
1850
1900
Εικ. 2.2, Η ανάπτυξη των πόλεων στις Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΣΗ
“Από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να κτίζει πόλεις ο κόσμος δεν είχε ποτέ ξαναδεί κάτι που να μοιάζει στο κίνημα (movement) το οποίο μέσα σε λίγες γενεές κατόρθωσε να καλύψει ολόκληρες περιοχές της Ευρώπης και της Αμερική με ένα μαύρο δίκτυο πόλεων (black network of towns)”8 Οι ρυθμοί σύμφωνα με τους οποίους συγκεντρώνονταν οι άνθρωπο στις πόλεις ήταν τόσο μεγάλοι που οι τοπικές κυβερνήσεις δυσκολεύτηκαν να αντιμετωπίσουν την αύξηση του πληθυσμού. Το γεγονός αυτό κατέστησε ιδιαίτερα δύσκολες τις συνθήκες διαβίωσης στα αστικά κέντρα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα9. Το φαινόμενο της αστικοποίησης παρατηρείται μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (United Nations) το 2008 το 74% του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών κατοικούσαν σε πόλεις ενώ το 2015 το 53% του παγκόσμιου πληθυσμού εντοπίζονταν σε αστικά κέντρα. Τέλος, οι ερευνητές του οργανισμού εκτιμούν πως το ποσοστό αστικοποίησης του πληθυσμού της Γης θα αγγίξει το 70% μέχρι το 2050.
8. Christopher Dawson, The Evolution of the Modern City: Illustrated, Town Planning Review, vol. 10, issue 2, Liverpool University Press, Liverpool, 1923, σελ. 101 9. Deborah Stevenson, Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί, Εκδόσεις Κριτική Α.Ε., Αθήνα, 2007, σελ. 42 37
Εικ. 2.3, Σχεδιάγραμμα του Henri Lefebvre
0%
Political City
Critical Zone
implosion-explosion (urban concentration, rural exodus, extension of the urban fabric, complete subordination of the agrarian to the urban)
Industrial City
Transition from agrarian to urban
Merchantile City
100%
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΣΗ
2.2 H σημασία των χώρων πρασίνου στο εσωτερικό των πόλεων Το 1970 ο Henri Lefebvre στο συγγραφικό του έργο “La Reyolution urbaine” (The Urban Revolution) παρουσίασε ένα σχεδιάγραμμα με έναν άξονα ο οποίος απεικόνιζε την αύξηση του ποσοστού της αστικοποίησης του πλανήτη αναλογικά με το πέρασμα του χρόνου (εικ. 2.3). Στο ένα άκρο του άξονα εντοπίζεται η εποχή όπου οι άνθρωποι ακόμα δεν είχαν αρχίσει να οργανώνουν οικισμούς, στο άλλο άκρο μία πιθανή μελλοντική εποχή όπου οι πόλεις θα έχουν εκτοπίσει εντελώς το φυσικό περιβάλλον. Στο μέσο αυτής την χρονικής πορείας ο Lefebvre εντοπίζει ένα σημείο, το οποίο χρονικά το τοποθετεί στην εποχή της Αναγέννησης, όπου η αντίληψη του ανθρώπου για την πόλη και την φύση αλλάζει. Ο ίδιος χαρακτηριστικά γράφει ότι: “Από αυτή τη στιγμή και έπειτα, η πόλη παρουσιάζεται ως μια δεύτερη φύση (second nature) από πέτρα και μέταλλο, κτισμένη πάνω στην αρχική φύση (initial, fundamental nature) […]”1 Το διάγραμμα του Lefebvre αποτελεί την προσωπική του οπτική γωνία αγνοώντας ίσως άλλες σημαντικές παραμέτρους, ενώ η ονομασία μερικών από τα στοιχεία του διαγράμματός, όπως political city και merchantile city, προκαλούν ερωτήματα και αμφιβολίες, γεγονός που και ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχεται2. Άσχετα όμως με τις αντιρρήσεις που μπορεί να εγείρει το παραπάνω διάγραμμα αυτό που γίνεται κατανοητό είναι πως καθώς οι πόλεις διευρύνουν τα όριά τους, το ποσοστό αστικοποίησης του πλανήτη αυξάνεται και η αγριότητα περιορίζεται, η αντίληψη του ανθρώπου για το τι είναι φυσικό αλλάζει. Το ανθρωπογενές - τεχνητό περιβάλλον, δηλαδή, γίνεται αντιληπτό από τον άνθρωπο ως το δικό του φυσικό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο καθώς ο σύγχρονος 1. Henri Lefebvre, The Urban Revolution, University of Minnesota Press, Minneapolis, 2003, σελ. 25 2. Henri Lefebvre, The Urban Revolution, University of Minnesota Press, Minneapolis, 2003, σελ. 7-8 39
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
άνθρωπος δεν χρειάζεται να πάει πια στο δάσος ή στην εξοχή για να αναζητήσει την τροφή του ή για να βρει νερό. Η τροφή μαζί με άλλα απαραίτητα και μη υλικά αγαθά υπάρχουν σε καταστήματα στις πόλεις ενώ το νερό διοχετεύεται κατευθείαν σε κτίσματα (κατοικίες, χώροι ψυχαγωγίας, δημόσιες υπηρεσίες κ.α.) αλλά και σε σημεία του δημόσιου χώρου (σιντριβάνια κ.α.). Επιπλέον, ο άνθρωπος στο εσωτερικό της πόλης μπορεί με ελάχιστες εξαιρέσεις να προστατευτεί από τις καιρικές συνθήκες ενώ στους εσωτερικούς χώρους να ελέγξει την θερμοκρασία δωματίου έτσι ώστε αυτός να νιώθει άνετα. Συνεπώς οτιδήποτε έχει ανάγκη ο κάτοικος της πόλης έχει δυνατότητα να το βρει μέσα σε αυτήν. Όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω θυμίζουν τις απόψεις του Schiller και των υποστηρικτών της κλασικής αντίληψης για την αγριότητα τις οποίες συναντήσαμε στο πρώτο κεφάλαιο (Υποκεφάλαιο 1.2). Συνοπτικά, οι άνθρωποι αυτοί υποστήριζαν ότι οι πόλεις αποτελούν ένδειξη της ανεξαρτησίας του ανθρώπου από την αγριότητα και το μέρος όπου μπορούν να ζουν με ασφάλεια χωρίς να τους λείπει τίποτα. Παρ΄ όλα αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι οι απόψεις αυτές είναι αδύνατο να σταθούν σε πρακτικό επίπεδο καθώς η πόλη για να μπορέσει να εξασφαλίσει τις ενεργειακές της ανάγκες και τις απαίτησες της σε τροφή, νερό και πρώτες ύλες αναγκάζεται να καταφύγει στο φυσικό περιβάλλον. Για την ακρίβεια όσο πιο μεγάλη και ανεπτυγμένη είναι μια πόλη τόσο περισσότερο εξαρτάται από τη φύση για να καλύψει τις ανάγκες της και να συνεχίσει να λειτουργεί. Πέρα όμως από την εξάρτηση που έχει η πόλη από την φύση λόγω επιβίωσης, παρατηρήθηκε σχετικά γρήγορα πως τα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα χρειάζονταν το φυσικό περιβάλλον για έναν ακόμη λόγο· στις βιομηχανικές πόλεις από νωρίς εντοπίστηκαν μεγάλα προβλήματα τα οποία προέκυπταν από την μόλυνση που προκαλούσε είτε η βιομηχανική παραγωγή είτε η συγκέντρωση σκουπιδιών και η έλλειψη καθαριότητας στο εσωτερικό των πόλεων. Με λίγα λόγια το περιβάλλον το οποίο διαμόρφωναν οι πόλεις ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής εποχής
40
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΣΗ
δεν ήταν ευνοϊκό και ευχάριστο για τους κατοίκους της. Η συγκεκριμένη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα αρχιτέκτονες και σχεδιαστές να αρχίσουν να πειραματίζονται και να προτείνουν λύσεις έτσι ώστε τα αστικά κέντρα να γίνουν περισσότερο βιώσιμα3. Μία από αυτές τις προτάσεις ήταν η δημιουργία μεγάλης έκτασης χώρων πρασίνου στο εσωτερικό του αστικού ιστού. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα σε Ευρώπη και Αμερική παρατηρούνται πάρκα στις πόλεις4. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα αστικών πάρκων εκείνης της εποχής είναι το Central Park στην Νέα Υόρκη (εικ. 2.4). Από τα στοιχεία που υπάρχουν για την ιστορία του πάρκου αυτού είναι γνωστό ότι περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα η τοπική αυτοδιοίκηση της Νέας Υόρκης αποφάσισε να χαρακτηρίσει 750 στρέμματα γης (περίπου 303.000 εκτάρια) στα περίχωρα του πολεοδομικού ιστού ως χώρο πρασίνου. Το 1858 ο Frederick Law Olmsted5 με τη βοήθεια του Calvert Vaux6 κατόρθωσαν με την πρότασή τους να κερδίσουν το πρώτο βραβείο σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που διοργανώθηκε για την ανάθεση του σχεδιασμού του πάρκου. Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί πως ο Olmsted είχε υιοθετήσει τις απόψεις των ρομαντικών ως προς την προσέγγιση τους σχετικά με το φυσικό περιβάλλον7. Η μελέτη του Central Park αποτελούσε για τον ίδιο και τον συνεργάτη του μια προσπάθεια εφαρμογής στην πράξη των συγκεκριμένων απόψεων. Τα οφέλη τα οποία προσφέρουν στον άνθρωπο τα αστικά πάρκα και γενικότερα οι χώροι πρασίνου έχουν βρεθεί στο στόχαστρο διαφόρων ερευνών8. Αρχικά από περιβαλλοντικής άποψης έχει αποδειχθεί ότι οι χώροι πρασίνου μπορούν να μειώσουν την μόλυνση του αέρα ενός αστικού 3. Όπως οι προτάσεις των “Ουτοπιστών του 19ου αιώνα” 4. Luis Loures, Raúl Santos & Thomas Panagopoulos, Urban Parks and Sustainable City Planning - The Case of Portimão, Portugal, WSEAS Transactions on Environment and Development, Vol. 3, Issue 10, October 2010, σελ. 171 5. Ο Law Frederick Olmsted ήταν Αμερικανός αρχιτέκτονας τοπίου 6. Ο Calvert Vaux ήταν Βρετανο-Αμερικάνος αρχιτέκτονας και lanscape designer 7. Paul A. Ranogajec, Olmsted and Vaux, Central Park, https://www.khanacademy.org 8. Mohammad Mehdi Sadeghian and Zhirayr Vardanyan, The Benefits of Urban Parks, a Review of Urban Research, Journal of Novel Applied Sciences, Available online at http://www.jnasci.org, 8/2/2013 41
Εικ. 2.4, Centra New York Η ΦΥΣΗ ΤΗΣPark, ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
42
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΣΗ
κέντρου. Ειδικότερα ένα μεγάλο πάρκο είναι δυνατόν να φιλτράρει μέχρι και το 85% των ανθυγιεινών σωματιδίων που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα μιας πόλης9. Ακόμα, οι χώροι αυτοί μπορούν να περιορίσουν τον αστικό θόρυβο αναλόγως με το πόσο μεγάλοι είναι σε έκταση και το πόσο απέχουν από την πηγή του θορύβου10. Επιπλέον, μία έρευνα στην πόλη του Σικάγο των Η.Π.Α. απέδειξε πως η αύξηση της επιφάνειας του αστικού ιστού που καλύπτεται από δέντρα κατά 10% μπορεί να επηρεάσει την θερμοκρασία της πόλης και να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση και ψύξη κατά 5 με 10%, κάτι που ελαττώνει το ποσοστό των ρύπων στην ατμόσφαιρα11. Επιπροσθέτως, παρατηρήθηκε ότι η θερμοκρασία των μεγάλων αστικών πάρκων είναι κατά 2 με 3 βαθμούς Κελσίου χαμηλότερη συγκριτικά με τον δημόσιο χώρο έξω από αυτά12. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς οι σύγχρονες πόλεις αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του Urban Heat Island (UHI)13. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται γιατί η θερμοκρασία αυξάνεται στο εσωτερικό των πόλεων λόγω των υλικών των κτιρίων, τα οποία απορροφούν ενέργεια, είτε λόγω της λειτουργίας ηλεκτρικών συσκευών, οι οποίες απελευθερώνουν στο περιβάλλον θερμότητα14. Έτσι, λόγω των παραπάνω η πόλη επωφελείται και οικονομικά καθώς μειώνονται οι απαιτήσεις της σε ενέργεια. Τα πλεονεκτήματα του αστικού πρασίνου, όμως, δεν περιορίζονται μόνο στην βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών των πόλεων, αλλά έχουν αντίκτυπο και στην υγεία του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα η επαφή του ανθρώπου με το πράσινο που προσφέρεται στον αστικό ιστό έχει αποδειχθεί ότι συνεισφέρει στην μείωση του άγχους αλλά και στον
9. Mohammad Mehdi Sadeghian and Zhirayr Vardanyan, The Benefits of Urban Parks, a Review of Urban Research, Journal of Novel Applied Sciences, Available online at http://www.jnasci.org, 8/2/2013, σελ. 232 10. Mohammad Mehdi Sadeghian and Zhirayr Vardanyan, σελ. 232 11. Mohammad Mehdi Sadeghian and Zhirayr Vardanyan, σελ. 232 12. Mohammad Mehdi Sadeghian and Zhirayr Vardanyan, σελ. 234 13. A brief guide to the bene ts of urban green spaces, University of Leeds, http://leaf.leeds.ac.uk/greenspace, σελ. 6 14. A brief guide to the bene ts of urban green spaces, University of Leeds, http://leaf.leeds.ac.uk/greenspace, σελ. 6 43
Not Attractive
Attractive
Artificial
Zoo (structured, maintained)
Green Space
District Park, Green square
Green courtyard Cemetery Roadside Trees
Botanical Grden
Urban Park
Εικ. 2.5, Μορφές αστικού πρασίνου τοποθετημένες σύμφωνα με το πόσο “ελκυστηκές” και “φυσικές” είναι
(wild, spontaneous)
Natural
Green fallow land, former industrial area
Lowland forest, city forest
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΣΗ
περιορισμό ψυχολογικών διαταραχών15. Στο γεγονός αυτό συμβάλει και η επικοινωνία του ανθρώπου με άλλα άτομα τα οποία βρίσκονται στον χώρο16. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι τα πάρκα προσφέρονται ως χώροι αθλητικών δραστηριοτήτων κάτι που βελτιώνει τόσο την σωματική όσο και την ψυχική υγεία των ανθρώπων17. Παρ΄ όλα αυτά πρέπει να επισημανθεί ότι τα αστικά πάρκα εμφανίζουν μια σημαντική αδυναμία. Όπως επισημαίνουν οι Adrian Geuze18 και Matthew Skjonsberg19 στο επιστημονικό τους άρθρο “Second Nature: Territories for the Exiled”, οι αρχιτέκτονες, προσπαθώντας να δώσουν ελκυστικά χαρακτηριστικά στα αστικά πάρκα που σχεδίαζαν, κατόρθωναν να απεικονίζουν μια ιδεαλιστική μορφή αγριότητας20. Στην περίπτωση του Central Park ο Olmstead γνώριζε πως δεν είναι δυνατόν να επαναφέρει την αγριότητα τόσο κοντά σε μια πόλη. Για τον λόγο αυτόν επέλεξε να συνθέσει στο έργο του στοιχεία που εντοπίζονται σε αυτήν δημιουργώντας στην ουσία ένα μέρος το οποίο παραπέμπει εικονικά στο φυσικό τοπίο21. Το γεγονός αυτό, όπως απέδειξε μια έρευνα του Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας UFZ στο Leipzig-Halle της Γερμανίας22, γίνεται αντιληπτό από τους χρήστες των πάρκων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας τα πάρκα και οι άλλες μορφές αστικού πρασίνου, παρ΄ όλο που είναι ελκυστικά (attractive) για τους κατοίκους μιας πόλης, είναι φανερό πως αποτελούν ανθρώπινο δημιούργημα (artificial) και έτσι δεν αποπνέουν την αίσθηση ότι κάποιος βρίσκεται στο φυσικό περιβάλλον (εικ. 2.5). Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως τα αστικά πάρκα συνθέτουν μια δισδιάστατη απεικόνιση της αγριότητας η οποία δεν διεγείρει τις αισθήσεις 15. Mohammad Mehdi Sadeghian and Zhirayr Vardanyan, σελ. 233 16. Mohammad Mehdi Sadeghian and Zhirayr Vardanyan, σελ. 234 17. Mohammad Mehdi Sadeghian and Zhirayr Vardanyan, , σελ. 234 18. Ο Adriaan Geuze είναι αρχιτέκτονας τοπίου και ιδρυτής του αρχιτεκτονικού γραφείου West 8 19. Ο Matthew Skjonsberg είναι αρχιτέκτονας και διδακτορικός ερευνητής στο École Polytechnique Federale De Lausanne (EPFL) 20. Adriaan Geuze, Matthew Skjonsberg, Second Nature: New Territories for the Exiled, DOMES - International Review of Architecture, Vol. 14, Issue. 7, σελ. 15 21. Paul A. Ranogajec, Olmsted and Vaux, Central Park, https://www.khanacademy.org 22. Dieter Rink, Rico Emmrich, Surrogate Nature or Wilderness? Social Perceptions and Notions of Nature in an Urban Context, Wild Urban Woodlands, Springer-Verlag Berlin Heidelberg, Germany, 2005 45
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
του ανθρώπου με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η πρωταρχική (primitive) φύση. Συνοψίζοντας αυτό που διαπιστώνουμε από τις παραπάνω παραγράφους είναι ότι, ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική εποχή όπου εντοπίζεται ραγδαία άνοδος του ποσοστού αστικοποίησης του πλανήτη, υπερισχύει η αντίληψη πως η πόλη είναι ανεξάρτητη από το φυσικό περιβάλλον. Παρ΄ όλα αυτά γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι η θεώρηση αυτή δεν ισχύει καθώς η επιβίωση του ανθρώπου συνεχίζει να είναι συνδεδεμένη με το φυσικό περιβάλλον. Επιπλέον η ύπαρξη χώρων πρασίνου στο εσωτερικό ενός αστικού κέντρου αποδεικνύεται πως είναι σημαντική για την ύπαρξη ευνοϊκών συνθηκών διαβίωσης. Έτσι ο άνθρωπος αν και αρχικά επιχείρησε να απομακρυνθεί από την αγριότητα άρχισε σταδιακά να δημιουργεί περιοχές μέσα στις πόλεις οι οποίες έστω και εικονικά μοιάζουν σε αυτήν.
46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
Το Βιομηχανικό Ερείπιο ως Φύση
3.1 Η περίοδος της αποβιομηχάνισης και το αντίκτυπό της στο κτισμένο περιβάλλον Λίγο μετά τα μέσα του 20ού αιώνα ο τομέας της βιομηχανίας άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Πρώτα στις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 1960 και 10 χρόνια αργότερα στην γηραιά ήπειρο παρουσιάστηκε μια πτωτική τάση στις επενδύσεις στις εγχώριες βιομηχανίες και κατ’ επέκταση στη ζήτηση εργατικού δυναμικού η οποία με το πέρασμα των χρόνων γινόταν όλο και πιο έντονη. Σύντομα, οι επιχειρήσεις, αναζητώντας φθηνότερο εργατικό δυναμικό και επιεικέστερο φορολογικό σύστημα, μεταφέρθηκαν σε υποανάπτυκτες χώρες γεγονός που οδήγησε στην παρακμή του βιομηχανικού τομέα στις ανεπτυγμένες. Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή της συρρίκνωσης και παρακμής του δευτερογενούς τομέα, ονομάστηκε αποβιομηχάνιση. Στις Η.Π.Α. το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας εντοπίζονταν στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών (Great Lakes) δηλαδή στις πολιτείες Minnesota, Wisconsin, Illinois, Indiana, Michigan, Ohio, Pennsylvania και New York. Στις περιοχές αυτές βρίσκονταν διάφορες βιομηχανίες, όπως για παράδειγμα κλωστοϋφαντουργίες και σφαγεία, συμπεριλαμβανομένης και της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, δηλαδή βιομηχανίες επεξεργασίες χάλυβα ή εξόρυξης άνθρακα, αυτοκινητοβιομηχανίες κ.α. Προς τα τέλη του 1970 και τις αρχές του 1980 στην περιοχή των μεγάλων Λιμνών παρατηρήθηκε πτώση της παραγωγής που σταδιακά οδήγησε στο κλείσιμο των τοπικών βιομηχανιών. Το 47
Poland UK France Germany Germany UK Belgium UK
Katowice
Merseyside
Nord-Pas-de-Calais
Ruhr area
Saxony
Swansea & South Wales Coalfields
Wallonia
West Central Scotland
2.1 m
3.4 m
1.1 m
4.3 m
5.3 m
4.0 m
1.4 m
4.1 m
Population
1971
1970
1971
1991
1970
1971
1971
1981
Deindustrialization analysis ‘base’ year
62 %
39 %
51 %
47 %
54 %
43 %
63 %
55 %
2005
Percentage of industrial employmentb lost, base year to
Πίν. 3.1, Ποσοστό χαμένων θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα σε οκτώ περιοχές της Ευρώπης μέχρι και το 2005
Country
Region
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
αποτέλεσμα ήταν μέχρι τα τέλη του 1970 τα ποσοστά ανεργίας στην περιοχή να ξεπερνούν τον εθνικό μέσο όρο αγγίζοντας σε κάποιες περιπτώσεις και το 25%1. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στον Ευρωπαϊκό χώρο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές τις δεκαετίας του 1970 σε Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία άρχισε να εντοπίζεται μείωση των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα και σύντομα ακολούθησαν και άλλες χώρες. Στον πίνακα 3.1 παρουσιάζονται στοιχεία για ορισμένες περιοχές της Ευρώπης όπου χάθηκε μεγάλο ποσοστό θέσεων εργασίας στις εγχώριες βιομηχανίες μέχρι και το 2005. Ως χρονιά εμφάνισης του φαινομένου της αποβιομηχάνισης θεωρείται στον πίνακα το 1970-71 για περιοχές της δυτικής Ευρώπης (Ηνωμένο Βασίλειο, Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο) ενώ για τις περιοχές της ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Ανατολική Γερμανία) η χρονική στιγμή τοποθετείται δέκα και είκοσι χρόνια αργότερα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως η αποβιομηχάνιση όχι μόνο δεν ξεκίνησε την ίδια χρονική στιγμή σε όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη αλλά μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχε μεγάλη χρονική διαφορά (π.χ. Δυτική Γερμανία Ανατολική Γερμανία). Συνολικά στοιχεία σχετικά με το αντίκτυπο του φαινομένου της αποβιομηχάνισης πάνω στον εργασιακό τομέα παρέθεσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε έρευνα που δημοσίευσε το 19972. Στις Η.Π.Α. το 1965 ο δευτερογενής τομέας καταλάμβανε το 28% των θέσεων εργασίας του κράτους και μέχρι το 1994 ποσοστό είχε μειωθεί στο 16%. Περίπου την ίδια χρονική περίοδο, στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης3 μέχρι το 1970 ο τομέας της βιομηχανίας απασχολούσε παραπάνω από το 30% των εργαζομένων αλλά μέχρι το 1994 το ποσοστό μειώθηκε απότομα κατά 10 μονάδες. Παρ΄ όλα αυτά αξίζει να αναφερθεί πως η έρευνα εν 1. Richard Florida, The industrial transformation of the Great Lakes Region, The Rise Of The Rustbelt: Revitalizing Older Industrial Regions, UCL Press, London, 1995, σελ. 164 2. Robert Rowthorn and Ramana Ramaswamy, Deindustrialization: Causes and Implications, Working Paper of the International Monetary Fund, 1997 3. Γίνεται αναφορά στη ζώνη EU-15: Austria, Belgium, Denmark, Finland, France, Germany, Greece, Ireland, Italy, Luxembourg, the Netherlands, Portugal, Spain, Sweden and the United Kingdom 49
50
Εικ. 3.1, Rust Belt, Great Lakes Region, U.S.A.
Rust Belt
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
τέλει οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως η αποβιομηχάνιση αποτελούσε ένδειξη εξέλιξης και όχι παρακμής της κοινωνίας καθώς την ίδια στιγμή που συρρικνώνονταν ο δευτερογενής τομέας αυξάνονταν τα ποσοστά απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών (τριτογενής παραγωγικός τομέας). Πέρα από τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας, υπήρξε μια ακόμη σημαντική επίπτωση του φαινομένου που απασχόλησε αρκετά την κοινή γνώμη. Η μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων ή το οριστικό κλείσιμο τους είχε επιπλέον ως αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εκτάσεων γης όπου ορθώνονταν μονάδες παραγωγής να μείνει ανεκμετάλλευτο. Πιo συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ γίνεται λόγος για την Rust Belt, μια ζώνη η οποία περιλαμβάνει τις περιοχές με μεγάλο ποσοστό βιομηχανικών ερειπίων. Η ζώνη αυτή εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών όπως βλέπουμε και στην εικόνα 3.1. Κάποιες από τις πόλεις που δέχθηκαν μεγάλο οικονομικό πλήγμα στην οικονομία τους ήταν το Cleveland, Toledo, Youngstown στο Ohio· Detroit και Flint στο Michigan· Chicago στο Illinois· Gary στην Indiana· Milwaukee στο Wisconsin· Buffalo στη New York και Pittsburgh στην Pennsylvania4. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμά είναι αυτό της πόλης του Detroit, μια περιοχή η οποία στηρίζονταν οικονομικά στην παραγωγή αυτοκινήτων. Το Detroit στις αρχές του 20ού αιώνα αριθμούσε μόλις 285.000 κατοίκους5. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σημαντικά καθώς αναπτύσσονταν η οικονομία της περιοχής λόγων της βιομηχανικής παραγωγής με αποτέλεσμα το 1950 να αριθμεί 1.8 εκατομμύρια κατοίκους. Από τα τέλη, όμως, της δεκαετίας του 1960 η βιομηχανικά αυτοκινήτων άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και σύντομα τα εργοστάσια έκλειναν το ένα μετά το άλλο αφήνοντας εκατοντάδες ανθρώπους χωρίς δουλειά. Σήμερα η πόλη χαρακτηρίζεται ως “πόλη - φάντασμα” εξ΄ αιτίας του πλήθους ερειπωμένων κτιρίων που υπάρχουν στο κέντρο της με τους 4. Melvyn Dubofsky, The Oxford Encyclopedia of American Business, Labor, and Economic History, Vol. I, Oxford University Press, Oxford, 2013, σελ. 140 5. Όλα τα δημογραφικά στοιχεία για την πόλη του Detroit αντλήθηκαν από την ηλεκτρονική διεύθυνση του Ομοσπονδιακού Γραφείου Απογραφών των Η.Π.Α.: http://www.census.gov 51
1 ha = 10.000 m2
Εικ. 3.2, Συνολο εκτάσεων εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και Γαλλία
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
κάτοικους της το 2010 να ανέρχονται περίπου στους 700.000. Σχετικά με τον Ευρωπαϊκό χώρο δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για μια Rust Belt με μορφή όπως αυτής των Η.Π.Α., όπου η “ζώνη” εντοπίζεται σε μια περιοχή. Στην Ευρώπη η κάθε χώρα έχει τις δικές τις περιοχές που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο πρόβλημα. επομένως, οι εκτάσεις εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών εκτάσεων εντοπίζονται αποσπασματικά και είναι κατακερματισμένες σε όλη την επιφάνειά της ηπείρου. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει κάποιους να κάνουν λόγω για μια Ευρωπαϊκή Rust Belt, όπως για παράδειγμα τον καθηγητή Στρατηγικού Σχεδιασμού και Οικονομικών Gert - Jan Hospers. Ο Hospers το 2004 σε άρθρο του υποστήριξε πως η παραπάνω “ζώνη” θα μπορούσαν να απαρτίζεται από περιοχές όπως τα West Midlands (Ηνωμένο Βασίλειο), τις Wales (Ηνωμένο Βασίλειο), το (Βέλγιο), την Ruhr (Γερμανία), το North-Pas-de-Calais (Γαλλία), τη Lorraine (Γαλλία) και τη Basque Country (Ισπανία)6. Περισσότερα στοιχεία σχετικά με το ποσοστό των εκτάσεων που φιλοξενούν βιομηχανικά ερείπια στον Ευρωπαϊκό χώρο μπορούμε να αντλήσουμε από τις εικόνες 3.2 και 3.3. Καθώς η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει δημοσιεύσει συνολικά στοιχεία σχετικά με το το ποσοστό αυτό ο χάρτης της εικ. 3.2 περιλαμβάνει μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γερμανία και την Γαλλία, όπου το μέγεθος των βιομηχανικών ερειπίων σε εθνικό επίπεδο έχει προσεγγιστεί. Όπως βλέπουμε στην εικόνα 3.2 στο Ηνωμένο Βασίλειο το σύνολο των περιοχών αυτών υπολογίζεται περίπου στα 54.800 εκτάρια7, στη Γερμανία ο αριθμός ανέρχεται στα 40.000 εκτάρια8 και στην Γαλλία στα 20.000 εκτάρια9. Επιπλέον στοιχεία για χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Γερμανία, Αυστρία, Πολωνία, 6. Gert-Jan Hospers, Restructing Europe’s Rustbelt: The case of the German Ruhrgebiet, Intereconomics, Interconomics, Vol. 39, Issue 3, Springer-Verlag, Germany, May 2004, σελ. 147 7. D.D. Genske, P. Noll, Recycling Land in Urban Environments, Contaminated Soil ‘95: Proceedings of the Fifth International FZK/TNO Conference on Contaminated Soil, Vol. II, Kluwer Academic Publishers, Netherlands, 1995, σελ. 1428 8. OECD, Urban policy in Germany: Towards Sustainable Urban Development, OECD Publications, Paris, 1999, σελ. 67 9. D.D. Genske, P. Noll, Recycling Land in Urban Environments, Contaminated Soil ‘95: Proceedings of the Fifth International FZK/TNO Conference on Contaminated Soil, Vol. II, Kluwer Academic Publishers, Netherlands, 1995, σελ. 1428 53
Εικ. 3.3, Πρώην Η ΦΥΣΗ ΤΗΣβιομηχανικές ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣπεριοχές της Γερμανίας, Αυστρίας, Πολωνίας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας
54
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
Βουλγαρία και Ρουμανία) μπορούμε να δούμε στην εικ. 3.3. Στην εικόνα αυτή απεικονίζονται σε χάρτη οι περιοχές στις οποίες ο βιομηχανικός τομέας αντιμετώπιζε προβλήματα με αποτέλεσμα να κλείνουν επιχειρήσει και να εγκαταλείπονται εργοστάσια. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η παρακμή του δευτερογενούς τομέα είχε ως αποτέλεσμα την μείωση του πληθυσμού σε πόλεις που στήριζαν την οικονομία τους κυρίως πάνω στις τοπικές βιομηχανίες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πόλης του Detroit (Michigan, U.S.A.) το οποίο το 1950 είχε 1.849.568 κατοίκους και το 2000 μόλις 951.27, έχασε δηλαδή μέσα σε πενήντα χρόνια περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους. Το πρόβλημα που παρατηρείται σε αυτές τις περιοχές συνήθως εστιάζεται στην αδυναμία της τοπικής διοίκησης και άλλων οικονομικών φορέων να προσαρμοστούν στις αλλαγές (π.χ. πτώση του δευτερογενούς - αύξηση του τριτογενούς παραγωγικού τομέα) είτε να στηρίξουν οικονομικά μια περίοδο μετάβασης από μια κατάσταση σε μια άλλη10. Η μείωση του πληθυσμού σε τέτοιες περιπτώσεις σε καμία περίπτωση δεν σταμάτησε την αστικοποίηση του πληθυσμού είτε σε εθνικό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέλος, επειδή δεν υπήρχε ενδιαφέρων είτε να ενοικιαστούν είτε να αγοραστούν, τα ανενεργά βιομηχανικά κτίρια παρέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα άδεια. Έτσι οι εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές με το πέρασμα του χρόνου έχασαν τον αρχικό τους χαρακτήρα καθώς η απομάκρυνση της ανθρώπινης δραστηριότητας επέτρεψε την φθορά των κτιρίων και την εμφάνιση αυθόρμητης βλάστησης στο εσωτερικό τους.
10. Gerd Lintz, Bernhard Müller, Maroš Finka, The Challenge of Structural Change for Industrial Cities and Regions in the CEE Countries, Rise and Decline of Industry in Central and Eastern Europe, Springer-Verlag Berlin Heidelberg, Germany, 2005, σελ. 9 55
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
3.2 Γοητεία και Φόβος Στην προηγούμενη ενότητα είδαμε πως η εποχή της αποβιομηχάνισης άφησε πίσω της μεγάλες εκτάσεις ανεκμετάλλευτων βιομηχανικών χώρων. Οι χώροι αυτοί στην πλειοψηφία τους παρέμειναν για αρκετό καιρό άδειοι από κάποια χρήση. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα κτίσματα τα οποία ορθώνονταν στο εσωτερικό των παραπάνω περιοχών να φθαρούν σε τέτοιο βαθμό που δύσκολα θα μπορούσαν να ξαναγίνονταν λειτουργικά. Ως συνέπεια όσων προηγήθηκαν, για τις συγκεκριμένες περιοχές συνήθως χρησιμοποιείται το όνομα βιομηχανικά ερείπια. Αυτό γιατί ως ερείπιο ορίζονται είτε τα υπολείμματα ενός κτιρίου που έχει καταστραφεί, για παράδειγμα από φυσικές καταστροφές ή από πολέμους, είτε έχει κατεδαφιστεί είτε χώροι οι οποίοι φέρουν έντονα τα σημάδια της φθοράς αλλά και ότι απομένει και μαρτυρεί καταστροφή ή αποτυχία1. Τα βιομηχανικά ερείπια, λοιπόν, καθώς και η σχέση τους με τον άνθρωπο έχουν βρεθεί στο επίκεντρο των ερευνών πολλών ερευνητών όπως για παράδειγμα του Tim Edensor2, του Dylan Trigg3 και του Ignasi De Sola Morales4. Επιπλέον, φαίνεται πως οι χώροι αυτοί έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρων εκπροσώπων του χώρου των τεχνών όπως φωτογράφων, σκηνοθετών και άλλων καλλιτεχνών. Ακόμα σε κάποιες περιπτώσεις, όπως π.χ. στην περίπτωση της High Line στην Νέα Υόρκη, κάτοικοι της πόλης όπου υπάρχουν βιομηχανικά ερείπια αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για να τα προστατέψουν από την φθορά του χρόνου ή μια ενδεχόμενη κατεδάφιση5. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, μπορούμε να υποθέσουμε 1. Helen Armstrong, Time, Dereliction and Beauty: an argument for ‘Landscapes of Contempt’, The Landscape Architect, IFLA Conference Papers, May 2006, σελ. 117 2. Ο Tim Edensor από το 2010 μέχρι και σήμερα είναι συντάκτης των Τουριστικών Σπουδών (Tourist Studies) στον εκδοτικό οίκο Sage Publications. Στο παρελθόν έχει παραδώσει διαλέξεις σε πανεπιστημιακούς φοιτητές καθώς και έχει εκδώσει ακαδημαϊκά συγγράματα. 3. Ο Dylan Trigg είναι IRC ερευνητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του University College Dublin και επισκέπτης ερευνητής στο Les Archives Husserl, École Normale Supérieure, Paris. 4. Ο Ignasi de Solà-Morales Rubió ήταν Καταλανός αρχιτέκτονας, ιστορικός και φιλόσοφος. Υπήρξε επίσης καθηγητής Αρχιτεκτονικής Σύνθεσης στο Barcelona School of Architecture ενώ δίδαξε και στα πανεπιστήμια Princeton, Columbia, Turin και Cambridge 5. http://www.thehighline.org/about 56
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
πως τα βιομηχανικά ερείπια προκαλούν γοητεία σε τμήμα της κοινωνίας. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί ότι οι περιοχές όπου εντοπίζονται τέτοιου είδους ερείπια θεωρούνται υποβαθμισμένες ενώ αρκετά συχνά αποκαλούνται ως “wasteland”. Τμήμα της κοινωνίας εκφράζει την δυσαρέσκειά του για την ύπαρξη τους ενώ οι τοπικές αυτοδιοικήσεις προσπαθούν να βρουν τρόπους είτε να απαλλοτριώσουν τις περιοχές αυτές είτε να τις μεταβιβάσουν σε κάποιον ιδιώτη είτε να βρουν άλλους τρόπους για να τις αναβαθμίσουν. Η Helen Armstrong, καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Τοπίου στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Queensland της Αυστραλίας, αποδίδει την αντίδραση αυτή στο φόβο που προκαλεί η ιδέα ότι κτίσματα τα οποία λειτουργούσαν κανονικά λίγα χρόνια νωρίτερα τώρα βρίσκονται σε παρακμιακή κατάσταση6. Έτσι, παρατηρούμε ότι τα βιομηχανικά ερείπια προκαλούν ταυτόχρονα γοητεία και φόβο στον άνθρωπο. Το γεγονός αυτό σε ένα βαθμό θυμίζει την κλασική και ρομαντική αντίληψη που σχηματίζει ο άνθρωπος για την αγριότητα, καθώς η πρώτη βασίζεται πάνω στο αίσθημα του φόβου και η δεύτερη πάνω σε αυτό του σεβασμού που εν τέλει οδηγεί τον παρατηρητή να νιώσει θαυμασμό και γοητεία. Στις παραγράφους που ακολουθούν επιχειρείται να γίνει μια ανάλυση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τα βιομηχανικά ερείπια μοιάζουν να προκαλούν αυτά τα δύο αντικρουόμενα συναισθήματα στο σύνολο της κοινωνίας. Επιπλέον, στο τέλος της ενότητας αυτής γίνεται μια σύντομη σύγκριση των λόγων για τους οποίους ο άνθρωπος νιώθει φόβο και γοητεία απέναντι στις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές και απέναντι στην αγριότητα.
6. Helen Armstrong, Time, Dereliction and Beauty: an argument for ‘Landscapes of Contempt’, The Landscape Architect, IFLA Conference Papers, May 2006, σελ. 117 57
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 3.4, VEB Zündwarenwerk, Riesa, Germany
Εικ. 3.5, VEB Polygraph Reprotechnik, Leipzig, Germany
58
Εικ. 3.6, VEB Waggonbau, Görlitz, Germany
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
3.2.1 Γοητεία Ένας από τους λόγους για τους οποίους τα βιομηχανικά ερείπια προκαλούν γοητεία στον άνθρωπο φαίνεται να σχετίζεται με το γεγονός ότι στο εσωτερικό των χώρων αυτών διαμορφώνεται ένα διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που παρουσιάζουν τα αστικά κέντρα. Για παράδειγμα, στον δημόσιο χώρο της πόλης υπάρχουν κινούμενες εικόνες με μεγάλη ταχύτητα, όπως αυτοκίνητα ή εικόνες σε οθόνες, περαστικούς που βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους. Στην περίπτωση των βιομηχανικών ερειπίων λόγω της εγκατάλειψης δεν παρατηρούνται στο εσωτερικό τους στοιχειά που να βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Πιο συγκεκριμένα, οτιδήποτε κινείται στον χώρο συνήθως προκαλείται είτε από τον άνεμο είτε από κάποιο ζώο, έτσι η ταχύτητα στις παραπάνω περιοχές μοιάζει να χαμηλώνει. Συμπληρωματικά, οι ήχοι που κυριαρχούν στον αστικό ιστό χαρακτηρίζονται ως αποσυντονιστικοί7, δηλαδή προκαλούν διάσπαση προσοχής και καθιστούν δύσκολη τη συγκέντρωση σε κάτι. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό καθώς όλο και κάποιο άκουσμα, όπως για παράδειγμα το κορνάρισμα ενός αμαξιού, το ραδιόφωνο κάποιου γείτονα ή οι εργασίες που πραγματοποιούνται στο διπλανό τετράγωνο, θα τραβήξει την προσοχή του ατόμου από την δραστηριότητα που εκτελεί την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Για τον λόγο αυτό πολύ συχνά γίνεται λόγος για ηχορύπανση στην πόλη, δηλαδή για υποβάθμιση της ποιότητας ζωής που οφείλεται στους υπερβολικούς σε αριθμό και ένταση θορύβους8. Εν αντιθέσει με την κατάσταση του μόλις αναφέρθηκε, στα βιομηχανικά ερείπια οι ήχοι που επικρατούν προκαλούνται από τον αέρα που είτε προσκρούει πάνω στα φύλλα κάποιου δέντρα ή σε κάποια από τα αντικείμενα του χώρου, όπως π.χ. σπασμένα ή ανοιχτά παράθυρα, είτε από κάποιο ζώο, ενώ η ένταση των ήχων της πόλης περιορίζονται. Για τον λόγο αυτό οι εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές παρουσιάζουν την δυνατότητα να αποτελέσουν για 7. Tim Edensor, Sensing the Ruin, Sences & Society, Vol II, issue II, Berg, UK, 2007 σελ. 219 8. Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, σελ. 737 59
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
τον άνθρωπο χώρους ανακούφισης, ηρεμίας αλλά και περισυλλογής. Επιπλέον, το περιβάλλον το οποίο συνθέτουν τα βιομηχανικά ερείπια προκαλεί συνήθως στους επισκέπτες του μια αίσθηση ελευθερίας. Αυτό δικαιολογείται εν μέρη επειδή στις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές δεν ισχύουν οι κανόνες της πόλης, αφού η απομάκρυνση του ανθρώπου συνεπάγεται με την έλλειψη ελέγχου στο εσωτερικό των χώρων αυτών. Οπότε καθώς δεν υπάρχει κάποιου είδους επίβλεψη, μέριμνα είτε προστασία στις συγκεκριμένες περιοχές, όποιος επιθυμεί να εισέλθει σε αυτές το κάνει χωρίς κάποιον περιορισμό σχετικά με τον τρόπο συμπεριφοράς του. Ειδικότερα, στα βιομηχανικά ερείπια μπορεί κάποιος να σκαρφαλώσει, να τρέξει, να κάνει φασαρία, να χρωματίσει τοίχους και ίσως να μετακινήσει αντικείμενα, ενέργειες που αποφεύγονται στον δημόσιο χώρο μιας πόλης. Επιπροσθέτως, σε όσα προηγήθηκαν συμβάλλει το γεγονός ότι ο χώρος που διαμορφώνεται στις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές διαφέρει αρκετά από το σχεδιασμένο περιβάλλον των αστικών κέντρων. Για τον λόγο αυτό τα βιομηχανικά ερείπια αποτελούν ένα μέρος καινούργιο και άγνωστο για όποιον επιθυμήσει να το επισκεφθεί. Έτσι, ο άνθρωπος εφόσον εισέλθει στις παραπάνω περιοχές αρχίσει σταδιακά να τα εξερευνά και να ανακαλύπτει στοιχεία που αφηγούνται την ιστορία τους. Το γεγονός αυτό θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως προσφέρει σε όποιον επιθυμήσει να επισκεφτεί τις παραπάνω περιοχές, εκτός από μια αίσθηση ελευθερίας, και μια εμπειρία περιπέτειας. Πέρα, όμως, από όσα προηγήθηκαν αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει ένα κομμάτι της κοινωνίας το οποίο δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορική αξία των συγκεκριμένων περιοχών. Ένα ερείπιο πέρα από απτό αντικείμενο αποτελεί επίσης μια μακροχρόνια διαδικασία όπου το κτίσμα γίνεται κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος, η ύλη δηλαδή επιστρέφει στην αρχική της μορφή9. Ακριβώς επειδή δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την χρονική περίοδο που εγκαταλείφθηκαν τα παραπάνω κτίσματα η εικόνα που παρουσιάζουν απέχει πάρα πολύ από αυτήν των ερειπίων 9. Georg Simmel, The Ruin, The Hudson Review, Vol. 11, No. 3, New York, 1958, σελ. 380 60
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
π.χ. της αρχαιότητας. Το γεγονός αυτό καθιστά για πολλούς δύσκολο το να αναγνωρίσουν στα βιομηχανικά ερείπια ιστορική αξία. Παρ’ όλα αυτά, το 1958 στη Μεγάλη Βρετανία το Συμβούλιο για την Βρετανική Αρχαιολογία (Council for British Archaeology) αναγνώρισε επίσημα τον όρο “Βιομηχανική Αρχαιολογία” (Industrial Archaeology) δημιουργώντας ένα συμβούλιο το οποίο θα πραγματευόταν θέματα σχετικά με τα βιομηχανικά ερείπια της χώρας10. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1977 στην Μεγάλη Βρετανία ιδρύθηκε η Association for Industrial Archaeology μια οργάνωση με κύριο στόχο την προστασία και διατήρηση των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών στη χώρα έτσι ώστε να μην χαθεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του τόπου.
3.2.2 Φόβος Μπορούμε να εντοπίζουμε κυρίως δύο λόγους σύμφωνα με τους οποίους μέρος της κοινωνίας αντιμετωπίζει με φόβο και δυσαρέσκεια τις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές. Ο πρώτος έχει να κάνει κυρίως με ζητήματα ασφάλειας. Δηλαδή, καθώς δεν υπάρχει κάποιος να φυλάει τις συγκεκριμένες περιοχές, περιθωριοποιημένα από το σύνολο της κοινωνίας άτομα, όπως για παράδειγμα άστεγοι, χρήστες ναρκωτικών κ.α. βρίσκουν εκεί καταφύγιο. Αυτό είναι κάτι που προβληματίζει όσους κατοικούν κοντά σε τέτοιου είδους περιοχές καθώς ανησυχούν για την προσωπική τους ασφάλειά. Επιπλέον, στις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν ατυχήματα είτε λόγω της μειωμένης στατικής ικανότητας των στοιχείων του χώρου που προκάλεσε η φθορά είτε λόγω έλλειψης σημάνσεων απαγόρευσης εισόδου και άλλων προστατευτικών στοιχείων, όπως για παράδειγμα κιγκλιδώματα. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία ενός παιδιού από το Σικάγο των Η.Π.Α. το οποίο τον Σεπτέμβριο του 1990 ενώ έπαιζε με τους φίλους του στο σιλό ενός εγκαταλελειμμένου 10. History of AIA. http://industrial-archaeology.org 61
Εικ. 3.7, Εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο στη Hunedoara, Romania
Εικ. 3.8, Εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας στα Tirana, Albania
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
εργοστασίου έπεσε από ύψος δεκαπέντε ορόφων11. Επιπροσθέτως, υπάρχει το ενδεχόμενο στις παραπάνω περιοχές να προκληθούν μολύνσεις από κατάλοιπα χημικών τα οποία δεν έχουν απομακρυνθεί. Ακόμα, οι χώροι αυτοί τις περισσότερες φορές γεμίζουν σκουπίδια καθώς κανένας δεν μεριμνά για την καθαριότητά τους. Ως αποτέλεσμα οι περιοχές αυτές λόγω των σκουπιδιών συνήθως μυρίζουν έντονα ενώ οι συνθήκες που διαμορφώνονται στο εσωτερικό τους είναι πιθανόν να ευνοήσουν την δημιουργία λοιμώξεων. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον συμβολισμό των ερειπίων ο οποίος συνήθως φέρνει στο προσκήνιο τις ανασφάλειες και τους φόβους των ανθρώπων12. Το γεγονός αυτό είναι αρκετό για να επιθυμεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας είτε την κατεδάφιση των εγκαταλελειμμένων κτισμάτων είτε την αναστήλωση και επανάχρησή τους. Πέρα, όμως από το πως επηρεάζεται ο καθένας ξεχωριστά, πρέπει να σημειωθεί ότι οι μεγάλης έκτασης εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές προκαλούν ανησυχίες στους κατοίκους της πόλης όπου εντοπίζονται καθώς δίνουν την εντύπωση ότι ο αστικός ιστός συρρικνώνεται και παρακμάζει. Συμπληρωματικά, τα βιομηχανικά ερείπια και γενικότερα τα ερειπωμένα κτίσματα χαρακτηρίζονται ως στοιχεία ανοίκεια για την πόλη13. Ο Sigmund Freud το 1991 στο έργο του “The Uncanny” χαρακτήρισε το ανοίκειο ως κάτι το οποίο βρίσκεται μέσα στα όρια του “τρομακτικού”14 και παραπέμπει σε κάτι το οποίο μας ήταν κάποτε γνωστό ή οικείο15. Πράγματι από την άποψη αυτή τα βιομηχανικά ερείπια παραπέμπουν σε κάτι το οποίο είναι οικείο στον κάτοικο της πόλης και την ίδια στιγμή τρομάζουν επειδή συμβολίζουν την καταστροφή και το τέλος.
11. Eric Fidler, Boy’s Death Underscores Perils of Industrial Ruins, Los Angeles Times, 8/12/1991 12. Ignasi de Solà-Morales, Terrain Vague, Terrain Vague: Interstices at the Edge of the Pale, Routledge, UK, 2014, σελ. 27 13. Dylan Trigg, The Uncanny Space of Decay, Psy-Geo Provflux, Vol I, Issue I, http://pipsworks.com/ pipsworks.com/crosswalk/prov04/c1dylan.html, 2004 14. Sigmund Freud, The “Uncanny”, http://web.mit.edu/allanmc/www/freud1.pdf, σελ. 1 15. Sigmund Freud, The “Uncanny”, http://web.mit.edu/allanmc/www/freud1.pdf, σελ. 1-2 63
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
3.2.3 Φόβος και γοητεία από βιομηχανικά ερείπια και από αγριότητα Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια σύγκριση μεταξύ του φόβου και της γοητείας που προκαλούν τα βιομηχανικά ερείπια στον άνθρωπο με τον φόβο και τον σεβασμό που νιώθει αυτός απέναντι στην αγριότητα σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στις παραπάνω παραγράφους και στο πρώτο κεφάλαιο. Αρχικά καταλαβαίνουμε ότι ο φόβος ο οποίος σχετίζεται με την έλλειψη ασφάλειας είναι κοινός και στις δύο περιπτώσεις. Αυτό διαπιστώνεται καθώς, όπως έχει αναφερθεί, στην αγριότητα βρίσκουν καταφύγιο περιθωριοποιημένα από την κοινωνία στοιχεία ή άγρια ζώα τα οποία πιθανώς αποτελούν κίνδυνο για όποιον επιλέξει να περιηγηθεί στα μέρη τους. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των βιομηχανικών ερειπίων. Επίσης, πρέπει να αναφερθεί πως και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις ο φόβος που νιώθει ο παρατηρητής σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον φόβο του αγνώστου, καθώς και τα δύο περιβάλλοντα διαφέρουν πολύ από το αστικό περιβάλλον το οποίο είναι οικείο στον άνθρωπο. Από την άλλη, όμως, στην περίπτωση της αγριότητας, δεν υπάρχει η έννοια της παρακμής και του φόβου για τον θάνατο, όπως συμβαίνει με τα εγκαταλελειμμένα κτίρια. Αυτό φυσικά οφείλεται στο γεγονός ότι στα μέρη τα οποία δεν επηρεάζει ο άνθρωπος με την δραστηριότητά του, δεν υπάρχουν δικά του δημιουργήματα σε κατάσταση παρακμής για να προκαλούν αρνητικά συναισθήματα στους παρατηρητές τους. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το περιβάλλον το οποίο συνθέτουν τα βιομηχανικά ερείπια προκαλεί γοητεία στον άνθρωπο επειδή όταν εισέρχεται σε εκείνα τα μέρη αισθάνεται ηρεμία, γαλήνη, ελευθερία αλλά και γιατί μπορεί εκεί να βιώσει μια εμπειρία περιπέτειας. Όλα αυτά θυμίζουν τους λόγους για τους οποίους οι ρομαντικοί καλούσαν την κοινωνία να ταξιδέψει έξω από τα όρια των πόλεων και να βιώσει την αγριότητα (Υποκεφάλαιο 1.3). Επιπλέον, λόγω της γοητείας τους αλλά και του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους μέσα στα χρόνια περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται ως αγριότητα και εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές
64
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
περιοχές έχουν δεχθεί νομική προστασία έτσι ώστε να μην καταστραφούν ή αλλοιωθούν. Παρ΄ όλα αυτά στην πρώτη περίπτωση η προστασία έχει να κάνει με λόγους περιβαλλοντικού και συμβολικού χαρακτήρα (primitive nature) και στην δεύτερη κυρίως με λόγους ιστορικούς. Συνοψίζοντας, από όσα προηγήθηκαν διαπιστώνεται ότι τα βιομηχανικά ερείπια σε έναν βαθμό θυμίζουν την αγριότητα όσον αφορά την αντίδραση του ανθρώπου απέναντι τους. Το γεγονός αυτό μπορούμε να υποθέσουμε πως σχετίζεται με την απουσία της ανθρώπινης δραστηριότητας και στις δύο περιπτώσεις. Παρ΄ όλα αυτά την ίδια στιγμή παρουσιάζεται μια σημαντική διαφορά: η αγριότητα χαρακτηρίζεται ως το μέρος όπου δεν υπάρχει το ανθρώπινο αποτύπωμα, κάτι που δεν γίνεται να ειπωθεί στην περίπτωση των βιομηχανικών ερειπίων όπου το συγκεκριμένο αποτύπωμα είναι έντονο. Τέλος, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι σε περίπτωση που συμβουλευτούμε ένα λεξικό θα διαπιστώσουμε ότι και ο φόβος και ο σεβασμός, ή ο θαυμασμός ο οποίος εν μέρει μπορεί να συνοδεύει την γοητεία, σημαίνουν “στέκομαι με δέος”. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε εν συντομία ότι ο άνθρωπος μπροστά την αγριότητα ή τα βιομηχανικά ερείπια στέκεται με δέος16.
16. John Rennie Short, σελ. 217 65
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 3.9, 66 Δέντρο μέσα σε σιλό, Michigan, Η.Π.Α.
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
3.3 Τα Μεταβιομηχανικά Τοπία ως μια μορφή φύσης Από την αρχαία Ρώμη μέχρι και τις μέρες μας φιλόσοφοι, ιστορικοί και σχεδιαστές1 έχουν επιχειρήσει να προσδιορίσουν την έννοια και τον χαρακτήρα της φύσης, οργανώνοντας πολλές φορές αριθμητικές κατηγορίες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του ιστορικού John Dixon Hunt ο οποίος κάνει λόγο για πρώτη, δεύτερη και τρίτη φύση στο έργο του “Garden perfections: The practice of garden theory”. Ως πρώτη φύση ο Hunt ορίζει την πρωταρχική και ανέγγιχτη από τον άνθρωπο φύση, δηλαδή την αγριότητα, η οποία αποτελεί και την βάση σύμφωνα με την οποία ορίζονται οι υπόλοιπες. Για τον προσδιορισμό της επόμενης κατηγορίας ο ιστορικός επικαλείται τον Κικέρωνα ο οποίος έκανε λόγο την ύπαρξη μιας δεύτερης φύσης στο έργο του “Η Φύση των Θεών”: “[…] σπέρνουμε δημητριακά και φυτεύουμε δέντρα· αρδεύουμε την γη για να την κάνουμε την κάνουμε γόνιμη. Οχυρώνουμε τις ακροποταμιές, και ισιώνουμε ή αλλάζουμε την πορεία των ποταμών. Εν συντομία, με τα χέρια μας επιχειρούμε να δημιουργήσουμε κάτι σαν δεύτερη φύση μέσα στον φυσικό κόσμο (world of nature).”2 Αυτή η δεύτερη φύση συμπεριλαμβάνει την καλλιεργημένη γη και έχει ως στόχο να προσφέρει στον άνθρωπο τα αναγκαία αγαθά για να επιβιώσει. Τέλος, ως τρίτη φύση ο Hunt ορίζει τον κήπο, την επεξεργασμένη φύση η οποία προσφέρει αισθητική ικανοποίηση στον άνθρωπο και απαιτεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα φροντίδα για να επιζήσει και να διατηρηθεί. Η αρίθμηση των κατηγοριών φύσης του Hunt ακολουθούν μια κυρίως χρονολογική ακολουθία και φτάνουν μέχρι την δημιουργία του
1. Jill Desimini, Notions of Nature and a Model for Managed Urban Wilds, Terrain Vague: Intersticed at the Edge of Pale, Routledge, UK, 2014, σελ. 173 2. Jill Desimini, Notions of Nature and a Model for Managed Urban Wilds, Terrain Vague: Intersticed at the Edge of Pale, Routledge, UK, 2014, σελ. 174 67
Second Nature
Third Nature
Fourth Nature
Fifth Nature
Sixth Nature
Cultivated/ Infrastructural/ Agricultural
Designed/ Planted in Green Spaces
Successional Ecosystems on UrbanIndustrial Sites
Managed Succession on Urban - Industrial Sites/ Cultivated on Urban-Industrial Sites
Ecological - Cultural Hybrids on Urban Industrial Sites
Πίν. 3.2, Αριθμημένες μορφές φύσης
First Nature
First Nature
Pristine
Third Nature
Second Nature
Hunt
Desimini
Fourth Nature
Third Nature
Second Nature
First Nature
Third Wilderness
Second Wilderness
First Wilderness
Kowarik Hofmeister
Second Nature
First Nature
Geuze
Nouvelle Nature
Girot
Third Landscape
Clement
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
κήπου. Το 2014, η Jill Desimini3 στο άρθρο της “Notions of Nature and a Model for Managed Urban Wilds” οργάνωσε τον πίνακα 3.2 ο οποίος παρουσιάζει κατηγορίες φύσης όπως τις έχουν ορίσει ο Ingo Kowark4, η Sabine Hofmeister5, ο Adriaan Geuze (Υποκεφάλαιο 2.2), ο Christophe Girot6, ο Gilles Clement7 καθώς και η ίδια η Desimini. Στην περίπτωση της Desimini ο συλλογισμός του Hunt προχωράει ένα βήμα παρακάτω και έτσι η ίδια διαπιστώνει την ύπαρξη και άλλων κατηγοριών φύσης οι οποίες κάνουν την εμφάνιση τους μετά την εποχή της αποβιομηχάνισης. Το σκεπτικό αυτό, όπως βλέπουμε στον πίνακα, ακολουθούν και άλλοι ερευνητές οι οποίοι θεωρούν ότι η άγρια βλάστηση που αναπτύχθηκε σταδιακά στις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές με το πέρασμα του χρόνου, αποτελεί μια νέα μορφή φύσης. Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρων σχετικά με την φύση των βιομηχανικών ερειπίων ή αλλιώς την τέταρτη φύση του Kowarik, την τρίτη αγριότητα της Hofmeister, την δεύτερη φύση του Geuze, την nouvelle nature του Girot ή τo τρίτο τοπίο του Clement είναι η συσχέτισή τους με την πρωταρχική φύση (primitive nature) δηλαδή με την αγριότητα. Πιο συγκεκριμένα, η καλλιεργημένη γη καθώς και οι κήποι και το αστικό πάρκο (δηλαδή η δεύτερη και η τρίτη φύση του Hunt) απαιτούν την φροντίδα του ανθρώπου για να επιβιώσουν (managed lands). Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει με την βλάστηση που εντοπίζεται στα βιομηχανικά ερείπια. Η συγκεκριμένη μορφή φύσης χαρακτηρίζεται από την απουσία της ανθρώπινης δραστηριότητας όπως γίνεται και με την αγριότητα. Το γεγονός αυτό παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρων για τους ερευνητές καθώς η πρωταρχική φύση, η απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη φύση, η οποία έχει 3. Η Jill Desimini είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Τοπίου στο Harvard University Graduate School of Design 4. Ο Ingo Kowarik είναι καθηγητής Επιστήμης Οικοσυστημάτων και Οικολογίας (Ecosystem Science/ Plant Ecology) στο Technische Universität Berlin 5. Η Sabine Hofmeister είναι καθηγήτρια Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού στο Leuphana Universität Lüneburg 6. Ο Cristophe Girot είναι καθηγητής και πρόεδρος του τομέα Αρχιτεκτονικής Τοπίου του Τμήματος Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο ETH Zurich 7. O Gilles Clément είναι Γάλλος κηπουρός, βοτανολόγος και συγγραφέας γνωστός για τον σχεδιασμό πάρκων στην Γαλλία, όπως το Parc André-Citroën 69
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
περιοριστεί σημαντικά από την ανθρώπινη δραστηριότητα ιδίως μετά την βιομηχανική επανάσταση, εν μέρη αρχίζει να εμφανίζεται και πάλι, αυτή τη φορά πολύ κοντά στον τόπο κατοικίας του ανθρώπου. Παρ΄ όλα αυτά, όλοι οι παραπάνω ερευνητές επισημαίνουν πως η φύση των βιομηχανικών ερειπίων αν και φέρει κοινά χαρακτηριστικά με την αγριότητα δεν μπορεί πάρα να είναι κάτι καινούργιο, και για τον λόγο αυτό επιλέγουν να της δώσουν ένα διαφορετικό τίτλο (τέταρτη φύση, τρίτη αγριότητα κτλ.) και όχι να την ονομάσουν πρώτη φύση. Αυτό εν μέρη δικαιολογείται επειδή η φύση των βιομηχανικών τοπίων φυτρώνει σε ερείπια του ανθρώπινου πολιτισμού και έτσι φέρει έντονα το ανθρώπινο αποτύπωμα. Ειδικότερα, ο Girot σχολιάζοντας την παραπάνω μορφή φύσης υποστηρίζει πως δεν είναι ούτε πρωτογενής αλλά ούτε αποτέλεσμα ανθρώπινου σχεδιασμού8. Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε πως η φύση των βιομηχανικών ερειπίων είναι ένα υβρίδιο φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα του Kowarik, από οικολογικής άποψης η φύση που εμφανίζεται στις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές παρουσιάζει μεγαλύτερη βιοποικιλότητα από περιοχές που εμφανίζεται ακόμα αγριότητα (εθνικοί δρυμοί, προστατευμένα δάση κ.α.). Όπως βλέπουμε στον πίνακα 3.3 στην τέταρτη φύση (φύση των βιομηχανικών ερειπίων) βρέθηκαν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα είδη φυτών από την πρώτη (αγριότητα). Την ίδια στιγμή υπολογίστηκε πως το ποσοστό των τοπικών ειδών της πρώτης φύσης είναι αρκετά υψηλό, 88%, ενώ στην τέταρτη φύση φτάνει μέχρι το 33%, δηλαδή είναι χαμηλό. Τα δεδομένα αυτά δικαιολογούνται καθώς, όπως υποστηρίζει ο Kowarik, τα είδη τα οποία αναπτύχθηκαν με το πέρασμα των χρόνων στα τοπικά δάση και τους εθνικούς δρυμούς δύσκολα μπορούν να μεταφερθούν προς τα βιομηχανικά ερείπια τα οποία συχνά βρίσκονται στο εσωτερικό του αστικού ιστού. Από την άλλη φαίνεται πως είναι πιο εύκολο με τον αέρα να μεταφερθούν είδη από της περιοχές αστικού πρασίνου της πόλης προς 8. Jill Desimini, σελ. 176 70
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
μορφη φυσης
οικοσύστημα
αριθμος ειδων
τοπικα ειδη
μη-τοπικα ειδη
πρώτη φυση
αγριότητα
40
88%
12%
τριτη φυση
αστικα παρκα, κηποι, χωροι
171
30%
70%
τεταρτη φυση
βιομηχανικα ερειπια
173
33%
66%
πρασινου
Πιν. 3.3, Σύνθεση βιοποικιλότητας σε διάφορα οικοσυστήματα
τις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές. Τα είδη αυτά σε μεγάλο ποσοστό είναι μη-τοπικά. Η φύση των βιομηχανικών τοπίων, λοιπόν, εμφανίζει χαρακτηριστικά που μοιάζουν με αυτά της αγριότητας κάτι που συναντήσαμε και στο προηγούμενο υποκεφάλαιο. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η μορφή φύσης διαμορφώνει τον δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα συνδυάζοντας το φυσικό με το ανθρωπογενές. Το παραπάνω γεγονός φαίνεται να παρουσιάζει μια ευκαιρία για τον άνθρωπο να επαναπροσδιορίσει την σχέση του με το φυσικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το αστικό πράσινο και τα μεγάλα αστικά πάρκα προσπαθούν να μιμηθούν οπτικά την αγριότητα χωρίς όμως να καταφέρνουν να μεταφέρουν στον άνθρωπο την αίσθηση πως βρίσκεται στο φυσικό περιβάλλον. Η φύση των βιομηχανικών τοπίων προσφέρει την δυνατότητα να εμφανιστούν χώροι πρασίνου μέσα στην πόλη που πράγματι δίνουν την αίσθηση της αγριότητας στους χρήστες τους, κάτι που ενδέχεται σε μελλοντικό στάδιο να κάνει την ιδέα της συνύπαρξης με την αγριότητα (της πραγματικής αγριότητας και όχι της ουτοπίας που περιγράφουν συνήθως πολλοί ρομαντικοί) πιο ελκυστική στον άνθρωπο. Στο σημείο αυτό αξίζει να εξετάσουμε τη γνώμη που έχει η κοινωνία για τις περιοχές αυτές. Σύμφωνα για άλλη μια φορά με τα στοιχεία της έρευνας που πραγματοποιήσαν ερευνητές του Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας UFZ στο Leipzig-Halle της Γερμανίας (Υποκεφάλαιο 2.2), οι 71
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 10, 72Landscape Park Duisburg - Nord
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
URBAN PARK GREEN COURTYARD GREEN SPACE LUE VA
ROADSIDE TREES DISTRICT PARK | GREEN SQUARE GREEN FALLOW LAND | FORMER INDUSTRIAL AREA
Πιν. 3.4, Κατηγοριοποίηση μορφών φύσης σύμφωνα με το αν αξίζει να προστατευτούν
άνθρωποι θεωρούν πως η φύση των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών είναι “φυσική”, δηλαδή αναπτύσσεται από μόνη της χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (εικ. 2.5). Την ίδια στιγμή έχουν την άποψη πως η φύση αυτή δεν είναι ελκυστική και δεν έχει μεγάλη αξία συγκριτικά με τις διάφορες μορφές αστικού πρασίνου (πιν. 3.4). Επίσης η έρευνα συμπέρανε πως για να γίνουν ελκυστικές οι συγκεκριμένες περιοχές στους κατοίκους μιας πόλης: α) δεν πρέπει να είναι γεμάτες απορρίμματα β) οι περιοχές πρέπει να εξυπηρετούν κάποιου είδους χρήση - πιθανώς θα έπρεπε να υπάρχουν κάποιες κατασκευές στον χώρο (“one must also be able to use these areas - minimal structure should be provided”) γ) να προδίδουν κάποια πρόθεση, δηλαδή να φαίνεται πως κάποιος προέβλεψε για αυτές και να μην δίνουν την αίσθηση πως είναι το αποτέλεσμα αδιαφορίας ή αμέλειας. Σύμφωνα με όλα όσα προηγήθηκαν, σήμερα παρατηρούνται προσπάθειες οι εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές να ξαναγίνουν λειτουργικές αυτή τη φορά όμως ως ένα μέρος που μπορεί να φέρει τον άνθρωπο ποιό κοντά στο φυσικό περιβάλλον. Ένα από τα ποιό δημοφιλή και πολυβραβευμένα9 έργα αυτού του χαρακτήρα είναι το Landscape Park Duisburg Nord στην περιοχή Ruhr της Γερμανίας, μια από τις ποιό αραιοκατοικημένες περιοχές της χώρας λόγω του φαινομένου της 9. Duisburg Nord Landscape Park, Projects, http://www.latzundpartner.de 73
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
αποβιομηχάνισης. Οι εκτάσεις των βιομηχανικών ερειπίων όπου σήμερα εντοπίζεται το Landscape Park Duisburg Nord κάποτε ανήκε στο Thyssen Iron Works, ένα εργοστάσιο παραγωγής ακατέργαστου σιδήρου κοντά στο χωριό Meiderich στην περιοχή του Duisburg. Το εργοστάσιο κτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Γερμανό βιομήχανο August Thyssen. Το κτίριο κατασκευάστηκε σε κοντινή απόσταση από τα ανθρακωρυχεία του August Thyssen έτσι ώστε το εργοστάσιο να προμηθεύεται εύκολα άνθρακα τον οποίο χρησιμοποιούσε για να λειτουργήσει. Το Thyssen Iron Works συνέβαλε σημαντικά στην οικονομία της περιοχής μέχρι και το 1985 όταν σταμάτησε η λειτουργία του με αποτέλεσμα περίπου 200 εκτάρια (2.000.000 τμ) βιομηχανικής γης να εγκαταλειφθούν. Οι εγκαταστάσεις σύντομα προγραμματίστηκε να κατεδαφιστούν κάτι που εμπόδισε η μεγάλη κινητοποίηση των κατοίκων ενάντια αυτής της ενέργειας καθώς και οι ενστάσεις που προέβαλλαν η Γερμανική Εταιρία Προστασίας της
74
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
Βιομηχανικής Κληρονομιάς (Deutsche Gesellschaft für Industriekultur e.V.). Στο εγχείρημα αυτό συνέβαλλαν και οι οργανωτές του Emscher Park International Building Exhibition10, ενός προγράμματος διάρκειας 10 ετών (1989-1999) της Γερμανικής Πολιτείας North Rhine-Westfalia για την αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της περιοχής Ruhr. Tο 1989 ο Peter Latz, καθηγητής αρχιτεκτονικής τοπίου στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, ανέλαβε να εκπονήσει τα σχέδια για την ανάπλαση της πρωην βιομηχανικής περιοχής. Το Landscape Park Duisburg Nord παραδόθηκε στο κοινό το 1994 και σήμερα κλείνει είκοσι δύο χρόνια λειτουργίας. Πέρα από χώρους πρασίνου περιλαμβάνει χώρους για αθλητικές δραστηριότητες, όπως αναρρίχηση, ποδηλασία, περπάτημα, χώρους διαμονής κ.α., ενώ φιλοξενεί 10. Michael Clarke, Landschaftspark Duisburg-Nord: The Landscape Park Duisburg-North Between Past and Future – History, Conservation Strategies and New Usings of the Meiderich Iron Works, Seminário “Com os Homens do Aço – história, memória e património”, Portugal, Οκτώβριος 2002, σελ. 3
75 Εικ. 11, Χώρος αναρρίχησης, Landscape Park Duisburg Nord
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 12, Landscape Park Duisburg Nord
συχνά πολιτιστικές εκδηλώσεις11. Οι επισκέπτες του υπολογίζεται πως ανέρχονται στους 500.000 στον χρόνο12. Επίσης, σημαντικό είναι το γεγονός πως η τοπική κοινωνία συνεισφέρει ενεργά στην συντήρηση του έργου με χρηματικές δωρεές και εθελοντική προσφορά. Το συγκεκριμένο πάρκο στην ουσία συνδυάζει τα στοιχεία που κάνουν μια εγκαταλελειμμένη βιομηχανική περιοχή ελκυστική στην κοινωνία σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας που αναφέρθηκε παραπάνω. Από την άποψη αυτή το εγχείρημα φαίνεται να είναι επιτυχημένο κάτι που αποδεικνύεται και από το ενδιαφέρων που δείχνει για το πάρκο η τοπική κοινωνία αλλά και από τον αριθμό του συνόλου των επισκεπτών του. Λόγω της αύξησης των ταξιδιωτών στην περιοχή η τοπική οικονομία αναζωπυρώθηκε ενώ η διαμόρφωση του πάρκου περιόρισε σημαντικά την μόλυνση που είχε δεχθεί η γη από την βιομηχανική δραστηριότητα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω θετικών αποτελεσμάτων που περιβάλουν το Landscape Park Duisburg Nord αρκετά συχνά το έργο αυτό χρησιμοποιείται σε επιστημονικά άρθρα ως παράδειγμα μιας αξιόλογης προσπάθειας να 11. Elissa Rosenderg, Gardens, Landscape, Nature: Duisburg-Nord, Germany, The Hand and the Soul: Aesthetics and Ethics in Architecture and Art, University of Virginia Press, Virginia, 2009, σελ. 218-219 12. Keith L. Rolland, Duisburg-Nord: From Rusted Ruins to Recreational Park, CASCADE, no. 57, Federal Reserve Bank of Philadelphia, Philadelphia, Spring 2005, σελ. 1 76
ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΡΕΙΠΙΟ ΩΣ ΦΥΣΗ
αξιοποιηθούν τα βιομηχανικά ερείπια ως χώροι που φέρνουν τον άνθρωπο ποιό κοντά στο φυσικό περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να σχολιαστεί πως το Landscape Park Duisburg Nord χάνει τα στοιχεία που κάνουν τα βιομηχανικά ερείπια να θυμίζουν την αγριότητα καθώς η βλάστηση των κήπων του είναι διαμορφωμένη από τον άνθρωπο και οι κάτοικοι της περιοχής είναι αυτοί που ασχολούνται με την φροντίδα τους. Μάλιστα η Elissa Rosenberg, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Τοπίου στο Univeristy of Virginia, τονίζει ότι: “Στο έργο αυτό, η «φύση» δεν είναι «άγρια»· είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τεχνολογία και διαμορφώνεται από την κοινωνία (socia relationships) και από την πολιτιστική μνήμη (cultural memory).”13 Επιπλέον, καθώς επιστρέφει η ανθρώπινη δραστηριότητα στα μέρη αυτά αρχίζει και υποχωρεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που τους δίνει η εγκατάλειψη και η παρακμή. Για παράδειγμα, καθώς υπάρχει πια φύλαξη και εποπτεία στους χώρους αυτούς περιορίζεται η αίσθηση της ελευθερίας και της περιπέτειας που παρέχουν οι εγκαταλελειμμένες περιοχές σύμφωνα με όσα είδαμε στην προηγούμενη ενότητα. Aυτό που γίνεται αντιληπτό από τις παραπάνω παραγράφους είναι ότι τα βιομηχανικά ερείπια παρουσιάζουν την δυνατότητα να επαναπροσδιοριστεί η σχέση του ανθρώπου και της πόλης με το φυσικό περιβάλλον. Μέχρι στιγμής, διαπιστώνεται ότι οι συγκεκριμένες περιοχές αποτελούν χώρους πειραματισμού για τους σχεδιαστές οι οποίοι προσπαθούν να βρουν νέες κατευθυντήριες γραμμές για τον σχεδιασμό των πράσινων χώρων οι οποίες θα οδηγήσουν σε ένα νέο μοντέλο συνύπαρξης του ανθρώπου και της φύσης. Το εγχείρημα αυτό επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο άνετα και οικεία νιώθει ο άνθρωπος με μια τέτοιου είδους κατάσταση. Η διαδικασία, όμως, αυτή δεν μπορεί να γίνει από την 13. Elissa Rosenderg, Gardens, Landscape, Nature: Duisburg-Nord, Germany, The Hand and the Soul: Aesthetics and Ethics in Architecture and Art, University of Virginia Press, Virginia, 2009, σελ. 209 77
μια μέρα στην άλλη. Μάλιστα, είναι πιθανό να χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες μέχρι η συγκεκριμένη μορφής φύσης να γίνει αποδεχτή από το κοινό και μέχρι η παρουσία της να γίνει αισθητή στο εσωτερικό του αστικού ιστού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4o
Παραδείγματα Βιομηχανικών Ερειπίων
4.1 Packard Motor Plant, Detroit, U.S.A. Η ιστορία του εργοστασίου παραγωγής αυτοκινήτων της εταιρίας Packard Automobile Company ξεκίνησε το 1903 όταν η εταιρία αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα της από το Warren της πολιτείας του Ohio στο Detroit της πολιτείας του Michigan. Ο σχεδιασμό των νέων εγκαταστάσεων ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Albert Kahn ο οποίος συνολικά σχεδίασε δέκα κτίρια για τις ανάγκες της εταιρίας. Τα εννέα πρώτα κατασκευάστηκαν μέσα στο διάστημα 1903-1905 και ακολουθούσαν την συνηθισμένη τυπολογία της εποχής για εργοστάσια αυτοκινήτων, δηλαδή αποτελούνταν από μικρούς χώρους, τα υποστυλώματα, οι πλάκες και οι οροφές τους ήταν κατασκευασμένες από ξύλο και είχαν ελάχιστο φυσικό φωτισμό στο εσωτερικό. Η συγκεκριμένη τυπολογία στην ουσία ανταποκρίνονταν στις δυνατότητες που παρείχε η κατασκευαστική τεχνολογία την εποχή εκείνη. Για το τελευταίο κτίριο ο Α. Kahn αποφάσισε να βελτιώσει τον σχεδιασμό καθώς τα συγκεκριμένα κτίρια λόγω της εκτεταμένης χρήσης ξύλου για κατασκευαστικό υλικό έτρεφαν μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς και επίσης πίστευε πως οι μικροί και σκοτεινοί χώροι συνέθεταν ένα δυσάρεστο περιβάλλον εργασίας. Έτσι ο αρχιτέκτονας σχεδίασε ένα κτίριο με χώρους μεγάλων διαστάσεων και με μεγάλα ανοίγματα που επέτρεπαν τον επαρκή φωτισμό και αερισμό στο εσωτερικό του. Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρων να αναφέρουμε πως, για την κατασκευή του δέκατου κτιρίου ο Α. Kahn συμβουλεύτηκε τον αδελφό του Julius Kahn ο οποίος ήταν πολιτικός μηχανικός. Ο J. Kahn για να μπορέσει 79
Windsor, Canada
Belle Isle
Packard Motor Plant Detroit Downtown Wayne State University
Detroit, USA
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Packard Motor Plant Detroit, MI 48211, USA
42˚22’48.0’’ N 83˚01’42.9’’ W Area: 16 ha ABANDONED - NO ENTRANCE ALLOWED (9/2016)
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 4.1α, Εικ. 4.1β, Εικ. 4.1γ, Packard Motor Plant 82
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
να υποστηρίξει κατασκευαστικά το κτίριο που σχεδίασε ο αδελφός του, το 1904 σχεδίασε μια ενισχυμένη δοκό οπλισμένου σκυροδέματος, η οποία είναι γνωστή μέχρι και σήμερα στους μηχανικούς με το όνομα “The Kahn Bar”. Εν τέλει το σχέδιο του κτιρίου δέκα αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από την διοίκηση της εταιρίας σε σημείο που τα εννέα υπόλοιπα κτίρια ανακαινίστηκαν για να του μοιάσουν. Επιπλέον, το σχέδιο του κτιρίου δέκα και οι τεχνοτροπίες του J. Kahn αντικατέστησαν την συνηθισμένη τυπολογία για εργοστάσια αυτοκινήτων και έγιναν το πρότυπο για την κατασκευή κτιρίων που υποστηρίζουν την συγκεκριμένη λειτουργία. Η Packard Automobile Company μέχρι το 1910 είχε γίνει η πρώτη σε παραγωγή αυτοκινητοβιομηχανία των Η.Π.Α. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου παρήγαγε κινητήρες πολεμικών αεροπλάνων και με το τέλος του επέστρεψε στην αρχική της ασχολία έχοντας καταφέρει να γίνει γνωστή ως μια εταιρία που παράγει μηχανήματα υψηλής ποιότητας. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η εταιρία πραγματοποίησε αλλαγές στις εγκαταστάσεις της καθώς εστίασε και πάλι στην παραγωγή κινητήρων για πολεμικά αεροπλάνα με αυτή την φορά όμως να ασχολείται και με την παραγωγή μηχανών για πολεμικά πλοία. Μετά το τέλος του πολέμου η Packard Automobile Company προσάρμοσε και πάλι τα κτίριά της στην παραγωγή αυτοκινήτων αλλά λίγα χρόνια, το 1954, η διοίκηση κρίνοντας πως αυτά ήταν αρκετά παλιά μετέφερε την εταιρία σε καινούργιες εγκαταστάσεις στην Corner Avenue. Από εκείνη τη χρονική στιγμή οι εγκαταστάσεις άλλαζαν ιδιοκτησία χωρίς να πραγματοποιηθεί κάποια αλλαγή μέχρι που λίγο μετά το 1998 ιδιοκτήτης έγινε η τοπική αυτοδιοίκηση. Ο δήμος αγόρασε το οικόπεδο έχοντας ως στόχο να το κατεδαφίσει. Η κατεδάφιση όμως δεν προχώρησε καθώς κατά τη διάρκεια των χρόνων πριν αγοράσει το οικόπεδο ο δήμος το σύνολο των εγκαταστάσεων είχε σπάσει σε μικρότερα μέρη και είχε πωληθεί σε ξεχωριστούς ιδιώτες. Έτσι η τοπική αυτοδιοίκηση όρισε πως μέχρι τον Φεβρουάριο του 1999 θα έπρεπε όλοι οι πρώην ιδιοκτήτες και οι ενοικιαστές να αποχωρήσουν από την περιοχή κάτι που δεν έγινε πριν
83
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
το 2010. Ο δήμος έχασε την κυριότητα του οικοπέδου το 2012 και το 2013 οι εγκαταστάσεις δημοπρατήθηκαν και εν συνεχεία αγοράστηκαν από την εταιρία Arte Express Detroit με στόχο την αποκατάσταση και συντήρησή των ιστορικών κτιρίων. Σύμφωνα με τη τοπική εφημερίδα τη πόλης, Detroit Free Press, μια από τις πρώτες κινήσεις του διευθυντή της εταιρίας Arte Express Detroit, Fernando Palazuelo, ήταν αν προσλάβει φύλακες που θα απαγόρευαν την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις όλο το εικοσιτετράωρο1. Το Packard Motor Plant είναι ίσως το πιο δημοφιλής ερείπιο του Detroit καθώς αρκετά συχνά πρωταγωνιστεί στις φωτογραφίες που απεικονίζουν την παρακμή της πόλης. Την ίδια στιγμή όμως είναι ένα από τα πολλά ερειπωμένα κτίρια που υπάρχουν στην πόλη κάτι που απασχολεί αρκετά τους κατοίκους της περιοχής, την τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η ανάπλαση και επαναλειτουργία έστω και ενός από όλα αυτά είναι ευχάριστο γεγονός για την πόλη καθώς δίνεται η εντύπωση πως υπάρχουν ακόμα περιθώρια να ανακάμψει οικονομικά και να αρχίσει να αναπτύσσεται. Πιο συγκεκριμένα για το Packard Motor Plant ο Toni McIlwain, κάτοικος του Detroit, δήλωσε πως: “Είναι μια απογοητευτική κατάσταση. Ο κόσμος ρωτάει όλη την ώρα πότε το ερείπιο αυτό θα μετατραπεί σε κάτι χρήσιμο.”2 Επιπλέον, η ανακαίνιση και αποκατάσταση του ερειπίου σημαίνει για πολλούς από τους θαυμαστές του ότι το ιστορικό κτίρια θα αρχίσει να συντηρείται οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος είτε να καταρρεύσει είτε να καταστραφεί για παράδειγμα από μια πυρκαγιά, όπως παραλίγο να γίνει τον Νοέμβριο του 20113.
1. JC Reindl, 60 urban explorers get rare tour of Packard Plant, Detroit Free Press, 24/10/2015, http:// www.freep.com 2. Bill Vlasic, Derelict in Detroit, and Hard to Sell, The New York Times, 21/11/2013, http://www.nytimes.com 3. Mark Brush, Fire at the old Packard Plant in Detroit, Michigan Radio, 14/11/2011, http://michiganradio.org
84
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
4.2 Millennium Mills, London, U.K. To Millennium Mills είναι ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο παραγωγής και συσκευασίας αλευριού το οποίο βρίσκεται στην συνοικία Silvertown του London, σε απόσταση αναπνοής από κατοικίες της περιοχής και απέναντι από το αεροδρόμιο της πόλης, το London City Airport. Το κτίριο κατασκευάστηκε το 1905 για να στεγάσει την παραγωγή αλευριού της εταιρίας William Vernon & Sons η οποία έδωσε στο οικοδόμημα το όνομα του βραβευμένου προϊόντος της “Millennium Flour”. Το αρχικό κτίριο καταστράφηκε το 1917 από μια έκρηξη που πραγματοποιήθηκε σε ένα κοντινό εργοστάσιο (Silvertown explosion) η οποία στοίχησε την ζωή σε 73 ανθρώπους και κατέστρεψε συνολικά 900 κατοικίες, εργοστάσια και αποθήκες που υπήρχαν στην περιοχή. Τρία χρόνια αργότερα, το 1920, η εταιρία William Vernon & Sons εξαγοράστηκε από την εταιρία Spillers Ltd, της οποίας το όνομα αναγράφεται μέχρι και σήμερα στην πρόσοψη του κτιρίου, και το 1933 το κτίριο ξαναχτίστηκε. Στην συνέχεια, την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το Millenium Mills για άλλη μια φορά υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού. Η μορφή που έχει σήμερα το εργοστάσιο διαμορφώθηκε το 1953, όταν πραγματοποιήθηκαν επιδιορθώσεις για να γίνει και πάλι λειτουργικό. Εν τέλει, το εργοστάσιο έκλεισε και εγκαταλείφθηκε το 1981. Από την στιγμή της ερήμωσης του το Millennium Mills, ως ερείπιο πια, έχει χρησιμοποιηθεί από σκηνοθέτες για τα γυρίσματα κινηματογραφικών ταινιών όπως, την “Full Metal Jacket” του Stanley Kubrick, την “Brazil” του Terry Gilliam και την “The Last of England” του Derek Jarman1. Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η εφημερίδα The Guardian2, το μέρος δέχεται συχνές επισκέψεις από περιηγητές οι οποίοι επιθυμούν να το εξερευνήσουν αλλά και από graffiti artists. 1. Maev Kennedy, Millennium Mills: developers catch up with Docklands’ last relic, The Guardian, 9/8/2015, http://www.theguardian.com 2. Maev Kennedy, Millennium Mills: developers catch up with Docklands’ last relic, The Guardian, 9/8/2015, http://www.theguardian.com 85
London London City Airport Millenium Mills
Millenium Dome (O2 Arena)
London Bridge
Big Ben Buckingham Palace
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Millenium Mills
Rayleigh Rd, London E16 1UR, UK
51˚30’18.5’’ N 0˚01’46.7’’ E Area: 17 ha RESTORATION IN PROCESS (9/2016)
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 4.2α, Εικ. 4.2β, Εικ. 4.2γ, Millenium Mills 88
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Τον Ιούνιο του 2013 ο τότε δήμαρχος του London, Boris Johnson, υπέγραψε μια συμφωνία με την εταιρία Silverstown Partnership η οποία αφορούσε την αναβάθμιση της περιοχής και την αποκατάσταση του Millennium Mills. Το εργοστάσιο αποφασίστηκε να επαναχρησιμοποιηθεί ως χώρος κατοικιών (περίπου 3.000 νέες κατοικίες), γραφείων και εμπορικών καταστημάτων και υπολογίζεται πως θα δημιουργήσει 20.000 νέες θέσεις εργασίας. Το 2014 κατατέθηκαν οι πρώτες προτάσεις και έπειτα ο δήμος, στις αρχές της επόμενης χρονιάς, εξασφάλισε 12 εκατομμύρια βρετανικές λίρες οι οποίες θα χρησιμοποιούνταν μεταξύ άλλων και για την κατεδάφιση στοιχείων στο εσωτερικό του ερειπίου. Το πρώτο στάδιο της ανάπλασης ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ενώ το έργο υπολογίζεται να παραδοθεί στο κοινό το 2018. Η αναβάθμιση της περιοχής καθώς και η αποκατάσταση και επανάχρηση του Millennium Mills φαίνεται πως αντιμετωπίζεται θετικά από το κοινό. Οι πολίτες της πόλης αλλά ακόμα και επισκέπτες που γοητεύονται από το παλιό εργοστάσιο μοιάζουν ικανοποιημένοι που το κτίριο αυτό θα επιδιορθωθεί και θα διατηρηθεί αντί να κατεδαφιστεί ή να καταστραφεί εντελώς κάποια στιγμή στο μέλλον. Επιπλέον, ο πολιτικός κόσμος και οικονομικοί παράγοντες της περιοχής δηλώνουν ικανοποιημένοι γιατί η περιοχή με την συγκεκριμένη επένδυση, η οποία υπολογίζεται να φτάσει το ποσό των 3.5 δισεκατομμυρίων βρετανικών λιρών, θα βρεθεί σε αναπτυξιακή πορεία. Παρ’ όλα αυτά υπήρξαν και κάποιοι3 οι οποίοι εξέφρασαν τον προβληματισμό τους σχετικά με το έργο καθώς θεωρούν δυσάρεστο το γεγονός ότι τα εγκαταλελειμμένα κτίρια ττης πόλης φαίνεται με το πέρασα του χρόνου να εξαφανίζονται. Οι προβληματισμοί αυτοί πιθανών πυροδοτούνται από το γεγονός ότι η αποκατάσταση και επανάχρηση του Millenium Mills ακολουθεί την αποκατάσταση και την επανάχρηση ενός ακόμα ιστορικού ερειπίου της πόλης, του Battersea Power Station. Το Millenium Mills σύμφωνα και πάλι με την εφημερίδα The
3. Steve Dinneen, In a city where property is in short supply, why do buildings still lie derelict?, City A.M., 27/11/2015, http://www.cityam.com 89
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Guardian ήταν το τελευταίο ανέγγιχτο ερείπιο του London4.
4. Owen Hatherley, Millennium Mills: the ‘brand experience’ replacing one of London’s last great ruins, The Guardian, 4/5/2015, http://www.theguardian.com 90
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
4.3 VEB Rewatex Textile and Industrial Laundry Factory, Berlin, Germany Tον Οκτώβριο του 1832 ο Wilhem Spindler άνοιξε ένα βαφείο και καθαριστήριο ρούχων στην πόλη του Βερολίνου με το όνομα W. Spindler. Ο ιδιοκτήτης το 1873 καθώς η εταιρία του είχε αναπτυχθεί οικονομικά αγόρασε μια έκταση γης στο ανατολικό Βερολίνο κοντά στον σημερινό σταθμό Spindlersfeld, του οποίου το όνομα προέρχεται από τον ίδιο τον Spindler. Στη τοποθεσία αυτή χτίστηκε το εργοστάσιο της εταιρίας το οποίο ήταν ένα από τα πρώτα στην Γερμανία που ασχολούνταν με το πλύσιμο, βάψιμο και στεγνό καθάρισμα υφασμάτων και ρούχων. Η εταιρία κρατικοποιήθηκε το 1949 και μετονομάστηκε σε VEB Blutenweisß. Το όνομα άλλαξε για άλλη μια φορά το 1961 σε VEB Vereinigte Wäschereien Berlin Rewatex και πάλι είκοσι χρόνια αργότερα σε VEB Kombinat Rewatex. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου η εταιρία άλλαξε την επωνυμία της σε Rewatex AG. Το 1992 μια ιδιωτική εταιρία με το όνομα Kölner Larosé Hygiene-Service-GmbH εξαγόρασε την Rewatex AG και μετά από λίγο καιρό το εργοστάσιο έπαψε να λειτουργεί. Το 2005 το παλιό εργοστάσιο και το οικοδομικό τετράγωνο μέσα στο οποίο ορθώνεται, μια έκταση δέκα εκταρίων (100.000 τμ), αγοράστηκαν από μια εταιρία η οποία προγραμματίζει να κατασκευάσει μια περιοχή κατοικιών με 800 περίπου διαμερίσματα (Wasserstadt). Τα 400 περίπου από αυτά υπολογίζεται να τοποθετηθούν στο εσωτερικό του ανακαινισμένου ερειπίου ενώ τα υπόλοιπα θα βρίσκονται σε νέα κτίρια που θα κατασκευαστούν κοντά στο ιστορικό εργοστάσιο1. Οι εργασίες υπολογίζονταν να ολοκληρωθούν μέσα στο 2015 αλλά μέχρι και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς δεν είχε ακόμα εκδοθεί η άδεια για την κατασκευή του έργου. Σήμερα, οι εργασίες έχουν αρχίσει αλλά βρίσκονται σε πολύ αρχικό στάδιο. Το κτίριο αν και ήταν ερειπωμένο για χρόνια υπήρχαν ενδείξεις πως συχνά δεχόταν επισκέψεις από άτομα που μάλλον επιθυμούσαν να 1. Susanne Ehlerding, Spindlersfeld verfällt, Der Tagesspiegel, 18/7/2016, http://www.tagesspiegel. de 91
Berlin
VEB Rewatex
Berlin Cathedral Church Brandenburg Gate / Reichstag Building (Bundestag)
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
VEB Rewatex
Ottomar-Geschke-Straße 22, 12555 Berlin, Germany
52˚27’01.0’’ N 13˚33’55.7’’ E Area: 20 ha RESTORATION IN PROCESS (9/2016)
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 4.3α, Εικ. 4.3β, Εικ. 4.3γ, VEB Rewatex 94
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
το εξερευνήσουν. Αυτό φαίνεται από το πλήθος graffiti που καλύπτουν τις επιφάνειες του κτίσματος σε φωτογραφίες τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό του. Μάλιστα, πιθανολογείται πως το VEB Rewatex χρησιμοποιούνταν κατά καιρούς για την οργάνωση πάρτι2, ενώ υπάρχουν πληροφορίες πως διοργανώνονταν εκδρομές σε αυτό με στόχο την εξερεύνησή του3. Επιπλέον, το συγκεκριμένο ερείπιο έχει συμπεριληφθεί στην λίστα με βιομηχανικά ερείπια του Γερμανικού περιοδικού RottenPlaces4, ένα περιοδικό (έντυπη και ηλεκτρονική μορφή) το οποίο προβάλει τα εγκαταλελειμμένα κτίσματα της Γερμανίας. Για την αντιμετώπιση της κοινωνίας είναι γνωστό πως αρχικά υπήρξαν κάτοικοι της περιοχής που ήταν δυσαρεστημένα από το ύψος των νέων κτιρίων το οποίο θεωρούσαν μεγάλο. Ακόμα, η εταιρία που ανέλαβε την εκπόνηση της μελέτης τον Δεκέμβριο του 2015 παρουσίασε τα σχέδια της μελέτης στο κοινό. Αυτό το έκανε επειδή ήθελε να συμπεριλάβει τους πολίτες της περιοχής στον σχεδιασμό δίνοντας τους την ευκαιρία να εκφράσουν την άποψή τους σχετικά με τα σχέδια. Οι παρατηρήσεις και οι ερωτήσεις, όμως, που έγιναν από το κοινό έφεραν τους σχεδιαστές σε δύσκολη θέση καθώς δεν είχαν απαντήσεις να τους δώσουν5.
2. VEB Rewatex, Digital Cosmonaut, http://digitalcosmonaut.com 3. http://digitalcosmonaut.com/category/urban-exploring 4. http://www.rottenplaces.de 5. Susanne Ehlerding, Spindlersfeld verfällt, Der Tagesspiegel, 18/7/2016, http://www.tagesspiegel. de 95
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
4.4 Italcementi Cement Plant, Alzano Lombardo, Italy Το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου της εταιρίας Italcementi στην κοινότητα Alzano Lombardo της επαρχίας του Bergamo είναι ένα από τα πιο επιβλητικά βιομηχανικά ερείπια της Ιταλίας. Αυτό γιατί πέρα από τα αρχιτεκτονικά και τα μορφολογικά στοιχεία που φέρει (φουγάρα από τις υψικαμίνους όπου ψήνονταν το κλινκερ, καμάρες οι οποίες εμφανίζονται στις όψεις και στο εσωτερικό) το κτίριο έχει ιστορική σημασία για την περιοχή καθώς η εταιρία που το έκτισε ήταν η πρώτη εταιρία παραγωγής τσιμέντου που δραστηριοποιήθηκε στην χώρα. Επιπλέον, το συγκεκριμένο εργοστάσιο ήταν το πρώτο το οποίο παρήγαγε φυσικό τσιμέντο (naturel cement) στην Ιταλία. Το 1878 η Italcementi αγόρασε ένα μικρό εργοστάσιο στην περιοχή το οποίο παρήγαγε χαρτί και μετέτρεψε τις εγκαταστάσεις του έτσι ώστε να υποστηρίζουν την παραγωγή τσιμέντου. Το 1910 κατασκευάστηκε μια πτέρυγα με τέσσερις υψικαμίνους και τα επόμενα είκοσι χρόνια το εργοστάσιο ανακαινίστηκε και αύξησε τα τετραγωνικά του αποκτώντας την μορφή που έχει σήμερα. Την δεκαετία του 1950 παρατηρήθηκε πτώση στην ζήτηση φυσικού τσιμέντου καθώς οι νέες τεχνολογίες στον κατασκευαστικό κλάδο φαίνεται πως απαιτούσαν άλλα μίγματα (artificial cement)1. Έτσι, λίγα χρόνια αργότερα, το 1974, το εργοστάσιο έκλεισε και εγκαταλείφθηκε. Στις 25 Οκτωβρίου του 1980 το Υπουργείο Πολιτισμού και Περιβαλλοντικής Κληρονομιάς της Ιταλίας (Ministry for Cultural and Environmental Heritage) καταχώρησε το εργοστάσιο του Alzano Lombardo ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς2. Το 1999 το οικόπεδο και οι εγκαταστάσεις στο εσωτερικό του αγοράστηκαν από την εταιρία TIRONI S.P.A. και κατά το διάστημα 2001-2007 έγιναν προσπάθειες για να αποκατασταθεί το εργοστάσιο ως χώρος κατοικιών, πολιτιστικών 1. Italcementi Cementeria Di Alzano, Still Alive, http://www.st-al.com 2. International Cultura Center: Fabbrica della Cultura, del Lavoro e del Tempo Libero, http://www. gruppotironi.com, σελ. 6 97
Alzano Lombardo
Italcementi Cement Plant Museum City Hall Public Library
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Italcementi Cement Plant
Via Amilcare Ponchielli, 22, 24022 Alzano Lombardo BG, Italy
45˚44’07.1’’ N 9˚44’21.0’’ E Area: 1.9 ha ABANDONED (9/2016)
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 4.4α, Εικ. 4.4β, Εικ. 4.4γ, Εικ. 4.4δ, Italcementi Cement Plant 100
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
δραστηριοτήτων και εμπορικού ενδιαφέροντος τις οποίες όμως εμπόδισε η κρατική υπηρεσία προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς3. Εν τέλει το 2011 υπογράφηκε μια συμφωνία που επιτρέπει την αποκατάσταση του εργοστασίου ως πολιτιστικό κέντρο, οι εργασίες όμως, όπως φαίνεται σε δορυφορικές φωτογραφίες, δεν έχουν ξεκινήσει μέχρι σήμερα. Από τις φωτογραφίες που απεικονίζουν το συγκεκριμένο ερείπιο δεν φαίνεται να υπάρχουν graffiti στους τοίχους του ενώ στο εσωτερικό του αν και υπάρχει σκόνη και εμφανίζεται αυθόρμητη βλάστηση δεν φαίνεται να υπάρχουν σκουπίδια. Την ίδια στιγμή σε ένα βίντεο που παρουσιάζεται το ερείπιο σε ένα σημείο μάλλον κοντά σε είσοδο εμφανίζεται μια πινακίδα που αναφέρει την ιστορία του εργοστασίου4. Τα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως υπάρχει κάποιου είδους μέριμνα για την περιοχή πιθανόν μετά το 1980 όταν το ερείπιο κατοχυρώθηκε ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Παρ΄ όλα αυτά οι χώροι μοιάζουν παραμελημένοι και η έρευνα που πραγματοποιήθηκε δεν έφερε στο φως πληροφορίες που να αποδεικνύουν πως η περιοχή φυλάσσεται ή προστατεύεται.
3. International Cultura Center: Fabbrica della Cultura, del Lavoro e del Tempo Libero, http://www. gruppotironi.com, σελ. 6 4. Urban Exploration: Ex Cementificio Italcementi Alzano Lombardo, http://www.youtube.com 101
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
4.5 Carbosin Factory, Copsa Mica, Sibiu, Romania Η Copsa Mica είναι μια μικρή πόλη στην Transilvania της Romania και σύμφωνα με μετρήσεις θεωρείται η “πιο μολυσμένη περιοχή της Ευρώπης”. Ποιο συγκεκριμένα μια περιβαλλοντική οργάνωση με όνομα EcoTur σε συνεργασία με Βρετανούς επιστήμονες πραγματοποιήσαν μετρήσει στην περιοχή στο διάστημα 1999-2004 και διαπίστωσαν πως στο χώμα της περιοχής το ποσοστό του μόλυβδου είναι 92 φορές πάνω από το επιτρεπόμενο όριο ενώ η βλάστηση της περιοχής 22 φορές1. Ένα από τα πιο μεγάλα εργοστάσια της περιοχής, το οποίο συνέβαλλε αρκετά στην μόλυνσή της, ήταν το Carbosin το οποίο ειδικεύονταν στην επεξεργασία του άνθρακα και παρήγαγε μεταξύ άλλων αιθάλη, κάρβουνο και λάστιχο. Το εργοστάσιο άνοιξε το 1935 και φαίνεται πως αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια που η χώρα ήταν μέρος της Σοβιετικής ένωσης. Λόγω της μόλυνσης ήδη από την δεκαετία του 1970 απαγορεύονταν η πώληση αγροτικών προϊόντων αλλά και ξυλείας τα οποία προέρχονταν από την Copsa Mica2. Το 1989 μετά την πτώση της κυβέρνηση του Nicolae Ceaysescu και του Κομουνιστικού Κόμματος της Romania, που ήταν μέχρι τότε στην εξουσία, άρχισαν να καταφθάνουν δημοσιογράφοι από άλλες χώρες κάτι που τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν δυνατό. Το περιβαλλοντικό πρόβλημα της Copsa Mica έγινε παγκόσμια γνωστό με την πόλη να απεικονίζεται στο πρωτοσέλιδο του National Geographic το 1991. Δύο χρόνια αργότερα το Carbosin σταμάτησε να λειτουργεί. Τα ερείπια του εργοστασίου για χρόνια ήταν η πρώτη εικόνα που αντίκριζε κάποιος φτάνοντας στην πόλη με το τρένο. Σήμερα αν αναζητήσει κανείς το Carbosin σε δορυφορικές φωτογραφίες θα διαπιστώσει πως δεν υπάρχει. Αν και η παρούσα έρευνα δεν εντόπισε κάποια αναφορά σε έγκυρη πηγή η κατεδάφισή του μάλλον πραγματοποιήθηκε μέσα στο 2014. 1. David Shukman, The most polluted town in Europe, BBC, 17/1/2007, http://news.bbc.co.uk 2. Alex Harford, Copşa Mică’s Past and Future: Can Europe’s Most Polluted Town Go Green?, http://www. lensbeyond.com 103
Copșa Mică
Church Carbosin Train Station Sumetra
School
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Carbosin
Strada Uzinei, Copșa Mică 555400, Romania
46˚07’08.6’’ N 24˚14’21.0’’ E Area: 30 ha DEMOLISHED (probably in 2014)
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Εικ. 4.5α, Εικ. 4.5β, Εικ. 4.5γ, Carbosin 106
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Σχετικά με το πως αντέδρασαν οι κάτοικοι της περιοχής στην κατεδάφιση του παραπάνω εργοστασίου μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Από τις πληροφορίες που έφερε στο φως η παρούσα έρευνα είναι γνωστό πως κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Κουμουνιστικού Κόμματος υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια για την μόλυνση που προκαλούσε στην πόλη η βιομηχανική παραγωγή. Εξ΄ αιτίας της μόλυνσης του περιβάλλοντος οι κάτοικοι της περιοχής αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας στο αναπνευστικό τους σύστημα από μικρή ηλικία3. Πριν, όμως, από την πτώση της συγκεκριμένης κυβέρνησης κανείς δεν μπορούσε να εκφράσει ελεύθερα την δυσαρέσκειά του καθώς υπήρχε κίνδυνος φυλάκισης4. Χρόνια μετά το κλείσιμο του εργοστασίου οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί αλλά συνεχίζουν να μην είναι ιδανικές. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο Alex Harford, ένας ταξιδιώτης που έφτασε στην Copsa Mica το 2013: “Ήμουν εκεί μόλις μια ώρα και ήδη ένιωθα την μόλυνση στον λαιμό μου. Είμαι σίγουρος πως την ένιωθα και στους πνεύμονές μου.”5 Ο ίδιος ταξιδιώτης αναφέρει πως μια κάτοικος της πόλης δείχνοντας τα βιομηχανικά ερείπια είπε την λέξη “Καταστροφή” (Dezastru). Από τα παραπάνω δεδομένα μπορούμε να υποθέσουμε πως η κατεδάφιση των υπολειμμάτων του Carbosin ήταν μάλλον ένα ευχάριστο γεγονός για τους κατοίκους της Copsa Mica. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το εργοστάσιο ήταν συνδεδεμένο με δυσάρεστες αναμνήσεις και επιπλέον είχε μεγάλο μέρος της ευθύνης για την μόλυνση που έχει υποστεί η περιοχή.
3. Alex Harford, Copşa Mică’s Past and Future: Can Europe’s Most Polluted Town Go Green?, http://www. lensbeyond.com 4. Alex Harford, http://www.lensbeyond.com 5. Alex Harford, http://www.lensbeyond.com 107
4.6 Πίνακας με επιπλέον παραδείγματα
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΥΣΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
τοποθεσια
συντεταγμενες
κατασταση
Energy Plant
Tirana, Albania
41°18’45.8”N, 19°45’30.4”E
Εγκαταλελειμμένο
Velipack Jumet
Charleroi, Belgium
50°26’23.9”N, 4°25’26.3”E
Κατεδαφιστηκε
Forges de Clabecq
Clabecq, Belgium
50˚40’55.8’’ N, 4˚13’18.5’’ E
Κατεδαφιστηκε
Ostrava, Czech Republic
49˚49’11.4’’N, 18˚16’48.1’’E
(Αναγνωρισμένο ως μνημειο)
Berlin, Germany
52°31’21.2”N, 13°26’19.5”E
Κατεδαφιστηκε
ονομα
(εικ. 3.8)
Vitkovice Ironworks blast furnace department
1836
1998
Bohmisches Brauhaus
(2016)
Αποκαταστάθηκε
Chemiewerk Rudersdorf
1899
1999
Berlin, Germany
52°29’03.1”N, 13°47’24.0”E
Εγκαταλελειμμένο
Tempelhof Railway Yard
1880-1890
1952
Berlin, Germany
52°27’34.5”N, 13°21’30.1”E
(Natur-Park Südgelände)
1900’s
1985
Duisburg, Germany
51°28’52.1”Ν, 6°46’53.2”E
(Landscape Park Duisburg Nord)
(εικ. 3.7)
Hunedoara, Romania
45˚47’14.7’’ N, 22˚55’10.1’’ E
Εγκαταλελειμμένο
Beer Factory
Iasi, Romania
47°09’01.7”N, 27°37’00.4”E
Εγκαταλελειμμένο
Nicolina Mechanical Factory
Iasi, Romania
47°08’27.9”N, 27°35’30.4”E
Chell, Staffordshire UK
53°04’35.2”N, 2°10’30.6”W
Εγκαταλελειμμένο
Duisburg Meiderich Nord (εικ. 3.10,3.11,3.12)
Hunedoara Steel Works
Αποκαταστάθηκε Αποκαταστάθηκε
Εγκαταλελειμμένο
(προς αποκατασταση ως εμπορικο παρκο)
Chatterley Whitfield Colliery
1993
Kennal Gunpowder Company Mill
1990΄s
Kennal Vale, Cornwall UK
50°11’39.8”N, 5°09’11.7”W
Εγκαταλελειμμένο
1950’s
London, UK
51°28’54.4”N, 0°08’40.1”W
Εργασιεσ Αποκαταστασης
1959
National City, Illinois USA
38°38’43.5”N, 90°09’08.0”W
Εγκαταλελειμμένο
1995
Bethlehem, Pennsylvania, U.S.A
40°36’55.4”N, 75°22’02.6”W
Battersea Power Station
1930’s
Armour & Company Plant Bethlehem Steel Mill
1886
(κτιριο γραφειων και κατοικιων)
Αποκαταστάθηκε
(steel stacks - κεντρο πολιτισμου)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στα κεφάλαια που προηγήθηκαν γίνεται αντιληπτό ότι η αγριότητα είναι ένα ανθρώπινο δημιούργημα. Ο άνθρωπος είναι αυτός που διαχωρίζει τον εαυτό του από το φυσικό περιβάλλον ενώ η ιδέα που σχηματίζει για την αγριότητα στην ουσία αντικατοπτρίζει τον ίδιο. Οι αλλαγές που παρατηρούνται με το πέρασμα του χρόνου σχετικά με την ιδέα αυτή, για παράδειγμα η ενίσχυση της ρομαντικής αντίληψης μετά από αιώνες επικράτησης της κλασικής, αποτυπώνουν την εξέλιξη της κοινωνίας ή απλά αλλαγές ισορροπιών στο εσωτερικό της. Τώρα, στη σύγχρονη εποχή, παρατηρούνται προσπάθειες διαφύλαξης και προστασίας των άγριων περιοχών οι οποίες τις περασμένες δεκαετίες είχαν περιοριστεί σημαντικά. Παρ΄ όλα αυτά η αγριότητα αντιμετωπίζεται ως κάτι το οποίο πρέπει να διατηρηθεί ανέπαφο από τον άνθρωπο. Έτσι σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να πούμε ότι ο άνθρωπος έχει έρθει πιο κοντά στο φυσικό περιβάλλον μετά από την ενίσχυση των ρομαντικών απόψεων. Μάλιστα από τα αποτελέσματα του Outdoor Challenge Program μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το ανθρώπινο είδος δύσκολα θα επέστρεφε οικειοθελώς στον τρόπο ζωής της Παλαιολιθικής εποχής. Στην περίπτωση των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών διαπιστώνουμε ότι αυτές προκαλούν φόβο και θαυμασμό στον άνθρωπο όπως η αγριότητα. Μέχρι και σήμερα, σύμφωνα με όσα καταλαβαίνουμε από τα παραδείγματα τα οποία αναφέρθηκαν στο τέταρτο κεφάλαιο, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η κοινωνία τις συγκεκριμένες περιοχές θυμίζει σε μεγάλο βαθμό αυτόν με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι κλασικοί την 111
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
αγριότητα. Για τον παραπάνω λόγο οι εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις είτε κατεδαφίζονται είτε το κέλυφός τους χρησιμοποιείται για να στεγάσει μια καινούργια χρήση. Αναφορικά με την φύση που εμφανίζεται στις περιοχές αυτές υπάρχουν ιδέες και προτάσεις, σε θεωρητικό αλλά και πρακτικό επίπεδο, για το πως θα μπορούσε ως μια νέα μορφή πρασίνου στο αστικό τοπίο να φέρει και πάλι τον άνθρωπο κοντά στο φυσικό περιβάλλον. Για να μπορέσουν, όμως, να ευδοκιμήσουν οι ιδέες αυτές πρέπει πρώτα η κοινωνία να αναγνωρίσει και να αποδεχθεί την αξία και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φύσης των βιομηχανικών ερειπίων. Ολοκληρώνοντας, οι εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές παρουσιάζουν μια ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της πόλης και της σχέσης της με το φυσικό περιβάλλον κυρίως γιατί προβάλλουν μια διαφορετική και μη συνηθισμένη όψη του αστικού ιστού. Αυτό το γεγονός ενδέχεται σε μελλοντικό στάδιο να επηρεάσει τον τρόπο σχεδιασμού του κτισμένου περιβάλλοντος καθώς ο άνθρωπος θα επιχειρήσει να εμπλουτίσει και να βελτιώσει την διαβίωσή του στα αστικά κέντρα. Ένα πιθανό αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι μέσα στα επόμενα χρόνια θα εντοπιστούν όλο και περισσότερες προσπάθειες προς δημιουργία συνθηκών οι οποίες θα ευνοούν μια αρμονική συμβίωση μεταξύ ανθρώπου και Φύσης.
112
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά την Παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος ένιωθε αναπόσπαστό κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο αποκαλούσε “Μεγάλη Μητέρα”. Η νοοτροπία αυτή άλλαξε κατά την Νεολιθική εποχή όταν εντοπίζονται οι πρώτες προσπάθειες του ανθρώπου να επιβληθεί στο φυσικό περιβάλλον. Στην συγκεκριμένη εποχή, καθώς για πρώτη φορά εμφανίζεται η διάκριση μεταξύ καλλιεργημένης και μη καλλιεργημένης γης, τοποθετείται χρονικά η εμφάνιση της έννοιας της αγριότητας. Από εκείνη την χρονική περίοδο μέχρι και τις μέρες μας παρατηρούνται κυρίως δύο αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντι στην αγριότητα. Η μία ονομάζεται κλασική και στηρίζεται στο συναίσθημα του φόβου ενώ η άλλη ρομαντική και έχει τις βάσεις της στα συναισθήματα του σεβασμού και του θαυμασμού. Οι υποστηρικτές της πρώτης θεωρούν ότι τα φυσικά φαινόμενα και γενικότερα η ζωή στην φύση αποτελεί κίνδυνο για τον άνθρωπο. Οι υποστηρικτές της δεύτερης από την άλλη, ακολουθώντας μια αντίθετη προσέγγιση πιστεύουν ότι το φυσικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αγνότητα την οποία απειλεί ο άνθρωπος με την δραστηριότητά του. Την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών το οποίο κατοικούσε σε αστικά κέντρα. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των άγριων περιοχών όπως επίσης και την ενίσχυση των απόψεων των κλασικών, ότι δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει ανεξάρτητος από το φυσικό περιβάλλον. Εντωμεταξύ από τις αρχές του 19ο αιώνα παρατηρείται η δημιουργία χώρων πρασίνου στο εσωτερικό των πόλεων. Αναφορικά με αυτό έρευνες που πραγματοποιήθηκαν χρόνια αργότερα απέδειξαν 114
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ότι οι κάτοικοι των πόλεων επωφελούνται αρκετά από τις συγκεκριμένες περιοχές καθώς μεταξύ άλλων α.) φιλτράρουν την ατμόσφαιρα από βλαβερά σωματίδια, β.) βελτιώνουν την θερμοκρασιακή απόκλιση που παρατηρείται στα αστικά κέντρα συγκριτικά με την εξοχή, γ.) ελαττώνουν το άγχος και περιορίζουν τις ψυχικές διαταραχές. Παρ΄ όλα αυτά το αστικό πράσινο σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει την αγριότητα καθώς αποτελεί μια ελεγχόμενη από τον άνθρωπο μορφή φύσης. Μετά την εμφάνιση του φαινομένου της αποβιομηχάνισης πολλές βιομηχανικές εγκαταστάσεις εγκαταλείφθηκαν και παρέμειναν κλειστές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις να φθαρούν σε τέτοιο σημείο ώστε δύσκολα θα ξαναγίνονταν λειτουργικές. Οι περιοχές αυτές προκαλούν φόβο αλλά και γοητεία στην σύγχρονη κοινωνία κάτι που θυμίζει τις αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντι στην αγριότητα. Επιπλέον, η απουσία της ανθρώπινης δραστηριότητας από τις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές ευνόησε την ανάπτυξη αυθόρμητης βλάστησης στο εσωτερικό τους. Αυτό οδήγησε πολλούς ερευνητές στο να κάνουν λόγο για την δημιουργία μιας νέας μορφής φύσης στο αστικό τοπίο. Η φύση αυτή θυμίζει αρκετά την αγριότητα την ίδια στιγμή, όμως, διαμορφώνει έναν δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα συνδυάζοντας το φυσικό με το ανθρωπογενές.
Λέξεις κλειδιά: φύση, αγριότητα, εγκατάλελειμμένες περιοχές, βιομηχανικά ερείπια 115
ABSTRACT
During Palaeolithic Era human being believed himself to be an integral part of the natural environment, which he used to call “Magna Mater�. That belief changed during Neolithic Era when human being first attempt to control nature by cultivating land and taming wild animals. In that period for the first time emerges the notion of wilderness because of the distinction between cultivated and uncultivated land. Since then we detect two reactions of human beings to wilderness. The first is named classic and is based on the feeling of fear and the second is romantic and is based on the feelings of respect and admiration. Supporters of the classic reaction view life close to nature as dangerous. At the same time the supporters of the romantic reaction follows a reverse path and view nature as something pure that is threatened by human activity. In the years after Industrial Revolution we observe a rise of the population that residents in cities. That resulted in the reduce of wilderness areas and also the reinforcement of the classic belief that humans can survive independent of the natural environment. In the meantime from the beginning of 19th century we observe the creation of urban green spaces. According to researches carried out years later, urban green can be beneficial to city dwellers because, among other qualities, they a.) filter atmosphere from pollutants, b.) decrease the temperature difference between urban and rural areas and c.) reduce stress and mental disorders. However urban green in no case resembles wilderness, something that is noticeable by city dwellers. After deindustrialization many industrial facilities were shut down 116
ABSTRACT
and abandoned for a long time. As an outcome the decay of those facilities rendered the possibility of them becoming functional again very difficult. These areas has been a source of fear and fascination for contemporary society, something that refers to the reactions of human beings to wilderness. Farthermore, the absence of human activity in the abandoned industrial areas resulted in their colonization by spontaneous vegetation. Because of this many researchers refer to the creation of a new form of nature in the urban landscape. This nature resembles a lot wilderness, however, at the same time it forms a unique character because it combines natural and manmade.
Keywords: nature, wilderness, urban dereliction, industrial ruins 117
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Έντυπη Altman, Irwin; Wohlwill, Joachim F. (ed.). Behavior and the Natural Environment, Plenum Press, New York 1983 Armstrong, Helen. Time, Dereliction and Beauty, The Landscape Architect, IFLA Conference Papers, May 2006 Bairoch, Paul; Goertz, Gary. Factors of Urbanisation in the Nineteenth Century Developed Countries: A Descriptive and Econometric Analysis, Urban Studies, SAGE Publications, Vol. 23, Issue 4, 1986, σελ. 285-305 Benton-Short, Lisa; Short, John Rennie (ed.), Cities and Nature, Routledge, London, 2008 Berrizbeitia, Anita. Re-Placing Process, in Czerniak, Julia; Hargreaves, George (ed.). Large Parks, Princeton Architectural Press, New York, 2007 Cooke, Philip (ed.). The Rise Of The Rustbelt, UCL Press, London, 1995 Cronor, William. The Trouble with Wilderness; or, Getting Back to the Wrong Nature, in Cronor, William (ed.). Uncommon Ground: Rethinking the Human Place in Nature, W. W. Norton & Co., New York, 1995 Dawson, Christopher. The Evolution of the Modern City: Illustrated, Town Planning Review, vol. 10, issue 2, Liverpool University Press, Liverpool, 1923, σελ. 101 De Sola-Morales, Ignasi. Terrain Vague, in Mariani, Manuela; Barron, Patrick (ed.). Terrain Vague: Interstices at the Edge of the Pale, Routledge, New York, 2014 Deborah Stevenson, Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί, Εκδόσεις Κριτική Α.Ε., 118
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αθήνα, 2007 Desimini, Jill. Notions of Nature and a Model for Managed Urban Wilds, in Mariani, Manuela; Barron, Patrick (ed.). Terrain Vague: Interstices at the Edge of the Pale, Routledge, New York, 2014 Dubofsky, Melvyn (ed.). The Oxford Encyclopedia of American Business, Labor, and Economic History, Vol. I, Oxford University Press, Oxford, 2013, σελ. 140 Edensor, Tim et al. Playing In Industrial Ruins, in Anna Jorgensen and Richard Keenan (ed.) Urban Wildscapes, Routledge, London, 2011, σελ. 65-79 Edensor, Tim. Sensing the Ruin, Senses & Society, Vol. 2, Issue 3, Berg, UK, 2007, σελ. 217-232 Edensor, Tim. Industrial Ruins, Berg, Oxford, 2005 Edensor, Tim. The Ghosts of Industrial Ruins: Ordering and Disordering Memory in Excessive Space, Environment and Planning D: Society and Space, Vol. 23, Issue 6, 2005, σελ. 829-249 Genske; Noll. Recycling Land in Urban Environments, Contaminated Soil ‘95: Proceedings of the Fifth International FZK/TNO Conference on Contaminated Soil, Vol. II, Kluwer Academic Publishers, Netherlands, 1995, σελ. 1427-1435 Geuze, Adriaan; Skjonsberg, Matthew. Second Nature: New Territories for the Exiled, DOMES - International Review of Architecture, Vol. 14, Issue. 7, σελ. 14-21 Heynen, Nik; Kaika, Maria; Swyngedouw, Erik (ed.). In The Nature Of Cities, Routledge, London, 2006 Hofmeister, Sabine. Natures Running Wild: A Social-Ecological Perspective On Wilderness, Nature and Culture, Vol. 4, Issue 3, 2009, σελ. 293-315 Hospers, Gert-Jan. Restructing Europe’s Rustbelt: The case of the German Ruhrgebiet, Intereconomics, Vol. 39, Issue 3, Springer-Verlag, Germany, May 2004, σελ. 147 Keith L. Rolland, Duisburg-Nord: From Rusted Ruins to Recreational Park, CASCADE, no. 57, Federal Reserve Bank of Philadelphia, Philadelphia, Spring
119
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
2005 Kowarik, Ingo. Wild Urban Woodlands, in Kowarik, Ingo; Körner, Stefan (ed.), Wild Urban Woodlands, Springer-Verlag Berlin Heidelberg, Berlin, Heidelberg, 2005 Λαζαρίδης, Παντελής Γ.; Benevolo, Leonardo. Βιομηχανική Επανάσταση Βιομηχανική Πόλη, Εκδόσεις Α. Λιβάνης και ΣΙΑ Ε.Ε. “Νέα Σύνορα”, Αθήνα Langton, John. Urban Growth and Economic Change, in Clark, Peter (ed.). The Cambridge Urban History of Britain, Volume II: 1540-1841, Cambridge University Press, Cambridge 2008 Lefebvre, Henri. The Urban Revolution, University of Minnesota Press, Minneapolis, 2003 Loures, Luis; Santos, Raúl; Panagopoulos, Thomas. Urban Parks and Sustainable City Planning - The Case of Portimão, Portugal, WSEAS Transactions on Environment and Development, Vol. 3, Issue 10, October 2010, σελ. 171180 Martin, Patrick E. Industrial Archaeology, in Majewski, Teresita; Gaimster, David (ed.). International Handbook of Historical Archaeology, Springer Science & Business Media, New York, 2009 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος Δ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα, 2002 Μποτετζάγιας, Ιωσήφ, Η Ιδέα της Φύσης, Εκδόσεις Κριτική Α.Ε., Αθήνα, 2010 Müller, Bernhard; Finka, Maroš; Lintz, Gerd (ed.). Rise and Decline of Industry in Central and Eastern Europe, Springer-Verlag Berlin Heidelberg, Germany, 2005 Mumford, Lewis. The Culture of Cities, Harcourt Brace Jovanovich Publishers, U.S.A., 1938 Nash, Roderick. Wilderness And The American Mind, 5th ed., Yale University Press, New Heaven, 2014 OECD, Urban policy in Germany: Towards Sustainable Urban Development, OECD Publications, Paris, 1999 Oelschlaeger, Max. The Idea Of Wilderness, Yale University Press, New Heav-
120
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
en, 1991 Rink, Dieter. Wilderness: The Nature of Urban Shrinkage?, Nature and Culture, Vol. 4, Issue 3, 2009, σελ. 275-292 Rink, Dieter. Surrogate Nature or Wilderness?, in Kowarik, Ingo; Körner, Stefan (ed.), Wild Urban Woodlands, Springer-Verlag Berlin Heidelberg, Berlin, Heidelberg, 2005 Rolston III, Holmes. The Wilderness Idea Reaffirmed, in Callicott, J. Braird; Nelson, Michael P. (ed.). The Great New Wilderness Debate, The University of Georgia Press, U.S.A., 1998 Rosenderg, Elissa. Gardens, Landscape, Nature: Duisburg-Nord, Germany, in Iliescu, Sanda (ed.). The Hand and the Soul: Aesthetics and Ethics in Architecture and Art, University of Virginia Press, Virginia, 2009 Rowthorn, Bob; Ramaswamy, Ramana. Deindustrialization, International Monetary Fund, Washington, D.C., 1997 Simmel, Georg; Ritter, Joachim; Gombrich, Ernst H., Το Τοπίο, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2004 Simmel, Georg. The Metropolis and Mental Life, in Bridge, Gary, Watson, Sofia (ed.). The Blackwell City Reader, Wiley-Blackwell, Oxford and Malden, 2002 Simmel, Georg. Two Essays, The Hudson Review, Vol. 11, Issue 3, New York, 1958, σελ. 390 Σταυρακάκης, Γιάννης (επ.). Φύση, Κοινωνία και Πολιτική, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 1998 Wright, Robert. The Evolution of God, Little, Brown and Company, New York, 2009
121
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Ηλεκτρονική Abandoned Places. http://opacity.us/locations Battersea Power Station. https://www.batterseapowerstation.co.uk Blocal, Giulia. “Steel of the party”: Industrial Archaeology in Albania, Blocal Trave Blog, Available at: http://www.blocal-travel.com/urbex/industrial-archaeology/steel-of-party-industrial-archaeology-html/, 15/10/2015 Bluestone, Barry. Detroit and Deindustrialization, Dollars & Sense: Real World Economics, Available at: http://www.dollarsandsense.org, 2013 Brush, Mark. Fire at the old Packard Plant in Detroit, Michigan Radio, Availble at: http://michiganradio.org, 14/11/2011 Campbell, Gibson. Population of the 100 Largest Cities and other Urban Places in the United States: 1790 to 1990, U.S. Census Bureu, Available at: https://www.census.gov/population/www/documentation/twps0027/ twps0027.html Derelict Places: Documenting Decay. http://www.derelictplaces.co.uk Digital Cosmonaut. http://digitalcosmonaut.com Dinneen, Steve. In a city where property is in short supply, why do buildings still lie derelict?, City A.M., Available at: http://www.cityam.com, 27/11/2015 Ehlerding, Susanne. Spindlersfeld verfällt, Der Tagesspiegel, Available at: http://www.tagesspiegel.de, 18/7/2016 Fein, Zach. Industrial Urban Decay and Adaptive Reuse Potential, Available at: https://www.uc.edu/cdc/niehoff_studio/programs/great_streets/w10/ reports/industrial_urban_decay.pdf, 29/1/2010 Flatau, Sabine. Wohnungen in Wasserstadt Spindlersfeld geplant, Berliner Morgenpost, Available at: http://www.morgenpost.de, 2/11/2011 Forbidden Places. http://www.forbidden-places.net Harford, Alex. Copşa Mică’s Past and Future: Can Europe’s Most Polluted Town Go Green?, Available at: http://www.lensbeyond.com Hatherley, Owen. Millennium Mills: the ‘brand experience’ replacing one of London’s last great ruins, The Guardian, Available at: http://www.theguard-
122
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ian.com, 4/5/2015 Hujer, Marc. End of a Dream: Detroit Fights to Survive amid Global Downturn - Part 3: ‘A Hybrid Hope’, Spiegel Online International, Available at: http:// www.spiegel.de/international/business/end-of-a-dream-detroit-fightsto-survive-amid-global-downturn-a-599988-3.html, 7/1/2009 Hunziker, Christian. Auf der Suche nach der idealen Stadt, Der Tagesspiegel, Available at: http://www.tagesspiegel.de, 24/11/2014 Industrial Ruins. http://www.entropy.ro/themes/industrial-ruins International Cultura Center: Fabbrica della Cultura, del Lavoro e del Tempo Libero, Available at: http://www.gruppotironi.com/Allegati/Italcementi%20Book%20III%20WEB%202013.pdf Kennedy, Maev. Millennium Mills: developers catch up with Docklands’ last relic, The Guardian, Available at: http://www.theguardian.com, 9/8/2015 Klingner, Josephine. Wasserstadt hält Winterruhe, Berliner Woche, Available at: http://www.berliner-woche.de, 15/10/2015 Largest Abandoned Factory in the World: The Packard Factory, Detroit. http://sometimes-interesting.com MED, Tomas. Between Ruin and Reusing, Central Europe towards Sustainable Building - Industrial heritage regeneration, Available at: http://www. cesb.cz/cesb13/proceedings/2_industrial/CESB13_1245.pdf, 2013 Nicolina Retail and Buisness Park. http://www.nicolinapark.ro Reindl, JC. 60 urban explorers get rare tour of Packard Plant, Detroit Free Press, Availble at: http://www.freep.com, 24/10/2015 Rewatex – Abandoned Laundry and Dyeing Factory – Berlin. Available at: http://andberlin.com, 12/2/2013 Rotten Places. http://www.rottenplaces.de Ruef, Didier. Romania-Iasi-Deserted-Factory, Available at: http://didierruef. photoshelter.com/image/I0000mM3MKZdKcws Schmidl, Karin. Köpenick Luxus-Wohnungen in der Wasserstadt Spindlersfeld geplant, Berliner Zeitung, Available at: http://www.berliner-zeitung.de, 20/4/2016
123
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Shukman, David. The most polluted town in Europe, BBC News, Availble at: http://news.bbc.co.uk, 17/1/2007 Steel Stacks. http://www.steelstacks.org Still Alive. http://www.st-al.com The abandoned buildings of the Eastern bloc, BBC News Magazine, Available at: http://www.bbc.com/news/magazine The Association for Industrial Archaeology. http://industrial-archaeology. org The Packard Plant Project. http://packardplantproject.com Urban Exploration: Ex Cementificio Italcementi Alzano Lombardo. http:// www.youtube.com, 9/5/2012 Virtual Tour of Kremikovci AD, Bulgaria. http://kremikovci.geopalstudio. com Vitkovice ironworks, Ostrava. http://www.viktormacha.com Vlasic, Bill. Derelict in Detroit, and Hard to Sell, The New York Times, Available at: http://www.nytimes.com, 21/11/2013 Wasserstadt Spindlersfeld Berlin. http://www.wasserstadt-spindlersfeld. de/news
124
ΠΗΓΕΣ
Πίνακες Πιν. 1.1, Oelshlaeger, Max. The Idea of Wilderness, Yale University Press, New Haven, 1991, σελ. 12 Πιν. 1.2, Kaplan, Stephen; Talbot, Janet Frey. Psychological Benefits of a Wilderness Experience, in Altman, Irwin; Wohlwill, Joachim F. (ed.). Behavior and the Natural Environment, Plenum Press, New York, 1983, σελ. 180 Πιν. 2.1, Davis, Kingsley. The Origin and Growth of Urbanization in the World, American Journal of Sociology,Vol. 60, Issue 5, The University of Chicago Press, Chicago, March 1955, σελ. 433 Πιν. 2.2, Bairoch, Paul; Goertz, Gary. Factors of Urbanisation in the Nineteenth Century Developed Countries: A Descriptive and Econometric Analysis, Urban Studies, Vol. 23, Issue 4, SAGE Publications, 1986, σελ. 286 Πιν. 2.3, Bairoch, Paul; Goertz, Gary. Factors of Urbanisation in the Nineteenth Century Developed Countries: A Descriptive and Econometric Analysis, Urban Studies, Vol. 23, Issue 4, SAGE Publications, 1986, σελ. 288 Πιν. 2.4, Langton John. Urban growth and economic change: from the late seventeenth century to 1841, in Clark, Peter (ed.). The Cambridge Urban History of Britain, Vol. II, Cambridge University Press, Cambridge, 2008, σελ. 466 Πιν. 2.5, Langton John. Urban growth and economic change: from the late seventeenth century to 1841, in Clark, Peter (ed.). The Cambridge Urban History of Britain, Vol. II, Cambridge University Press, Cambridge, 2008, σελ. 463464 Πιν. 2.6, Demographia. http://www.demographia.com/dm-lon31.htm | De125
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
partment of Civic Design, University of Liverpool | Birmingham City Counsil Πιν. 3.1, Walsh, David; Taulbut, Martin; Hanlon, Phil. The aftershock of deindustrialization—trends in mortality in Scotland and other parts of post-industrial Europe, The European Journal of Public Health, Oxford University Press, Available at: http://eurpub.oxfordjournals.org/content/20/1/58, 15/6/2009 Πιν. 3.2, Desimini, Jill. Notions of Nature and a Model for Managed Urban Wilds, in Mariani, Manuela; Barron, Patrick (ed.). Terrain Vague: Interstices at the Edge of the Pale, Routledge, New York, 2014, σελ. 175 Πιν. 3.3, Kowarik, Ingo. Wild Urban Woodlands, in Kowarik, Ingo; Körner, Stefan (ed.), Wild Urban Woodlands, Springer-Verlag Berlin Heidelberg, Berlin, Heidelberg, 2005, σελ. 15 Πιν. 3.4, Rink, Dieter. Surrogate Nature or Wilderness?, in Kowarik, Ingo; Körner, Stefan (ed.), Wild Urban Woodlands, Springer-Verlag Berlin Heidelberg, Berlin, Heidelberg, 2005, σελ. 73
Εικόνες Εικ. 1.1, Oelshlaeger, Max. The Idea of Wilderness, Yale University Press, New Haven, 1991, σελ. 25 / Timeline of Human Prehistory, Available at: http:// www.worldlibrary.org Εικ. 1.2, Ingold, Tim. The Perception of the Environment: Essays on Livelihood, Dwelling and Skill, Routledge, London, 2000, σελ. 46 Εικ. 2.1, Widnes. https://en.wikipedia.org Εικ. 2.2, Census U.S.A. https://www.census.gov Εικ. 2.3, Lefebvre, Henri. The Urban Revolution, University of Minnesota Press, Minneapolis, 2003, σελ. 15 Εικ. 2.5, Rink, Dieter. Surrogate Nature or Wilderness?, in Kowarik, Ingo; Körner, Stefan (ed.), Wild Urban Woodlands, Springer-Verlag Berlin Heidelberg, Berlin, Heidelberg, 2005, σελ. 72 Εικ. 3.1, Sunbelt and Rustbelt. https://unitedstateshistorylsa.wikispaces.
126
ΠΗΓΕΣ
com Εικ. 3.2, D.D. Genske, P. Noll, Recycling Land in Urban Environments, Contaminated Soil ’95: Proceedings of the Fifth International FZK/TNO Conference on Contaminated Soil, Vol. II, Kluwer Academic Publishers, Netherlands, 1995, σελ. 1428 | OECD, Urban policy in Germany: Towards Sustainable Urban Development, OECD Publications, Paris, 1999, σελ. 67 Εικ. 3.3, Gerd Lintz, Bernhard Müller, Maroš Finka, The Challenge of Structural Change for Industrial Cities and Regions in the CEE Countries, Rise and Decline of Industry in Central and Eastern Europe, Springer International Publishing AG, Germany, 2005, σελ. 28, 50, 90, 160, 182 Εικ. 3.4, Εικ. 3.5, Εικ. 3.6, Hurst, Fabienne. Rust in Peace: East Germany’s Forgotten Factories, Spiegel Online International, Available at: http://www. spiegel.de, 12/4/2013 Εικ. 3.7, Hanzelik, Rudolf. Ruine industriale - Industrial ruins, Available at: http://www.panoramio.com/photo/46614545 Εικ. 3.8, Kombinat Tirana:A textile industrial complex and a power plant. http://www.totallylost.eu/space/kombinat-tirana/, 2013 Εικ. 3.9, Tree growing in a silo in Michigan. http://earthspotter.com/treegrowing-in-a-silo-in-michigan/ Εικ. 3.10, Εικ. 3.11, Εικ. 3.12, Duisburg Nord Landscape Park, DE. http:// www.latzundpartner.de Εικ. 4.1α, Bluestone, Barry. Detroit and Deindustrialization, Dollars & Sense: Real World Economics, Available at: http://www.dollarsandsense.org, 2013 Εικ. 4.1β, Vlasic, Bill. Derelict in Detroit, and Hard to Sell, The New York Times, Available at: http://www.nytimes.com, 21/11/2013 Εικ. 4.1γ, Largest Abandoned Factory in the World: The Packard Factory, Detroit. http://sometimes-interesting.com Εικ. 4.2α, Hawkings, Paul. Royal Victoria Dock, London, Available at: https:// www.flickr.com/photos/28708665@N04/3559318806/in/pool-920646@ N23/, 22/5/2009 Εικ. 4.2β, http://www.urbexforums.com/showthread.php/10875-Spillers-
127
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ
Millenium-Mills-London-October-2010 Εικ. 4.2γ, LiamCH. Spillers Millennium Mills. Available at: https://www.flickr. com/photos/liamch/5012690963 Εικ. 4.3α, Google Maps. https://maps.google.com/ Εικ. 4.3β, Εικ. 4.3γ, Rewatex – Abandoned Laundry and Dyeing Factory – Berlin. Available at: http://andberlin.com, 12/2/2013 Εικ. 4.4α, Εικ. 4.4β, Εικ. 4.4γ, Εικ. 4.4δ, Italcementi Cement Plant. http:// www.st-al.com Εικ. 4.5α, Harford, Alex. Copşa Mică’s Past and Future: Can Europe’s Most Polluted Town Go Green?, Available at: http://www.lensbeyond.com Εικ. 4.5β, Εικ. 4.5γ, http://www.flickriver.com/photos/tags/copsamica/interesting/
Σημ. 1, Οι εικόνες 1.1, 3.1, 3.2, 3.3 και 3.10 καθώς και ο πίνακας 2.1 έχουν σχεδιαστεί από την μελετήτρια σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία συλλέχθηκαν από πηγές που αναφέρονται παραπάνω. Σημ. 2, Οι φωτογραφίες οι οποίες συνοδεύουν το κείμενο της έρευνας έχουν υποστεί επεξεργασία από την μελετήτρια. Σημ. 3, Οι χάρτες οι οποίοι παρατίθενται στις σελίδες 80-81, 86-87, 92-93, 98-99, 104-105 καθώς και ο χάρτης της εικόνας 2.4 έχουν σχεδιαστεί από την μελετήτρια. Σημ. 4, Όλοι οι χάρτες οι οποίοι απεικονίζονται στην ερευνητική εργασία χρησιμοποιούν ως υπόβαθρό χάρτες που παρατίθενται στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://snazzymaps.com
128