Περιεχόμενα Περίληψη ..................................................................... Εισαγωγή ..................................................................... Ιστορία Ανασκαφής ...................................................... Προσδιορισμός της χρονικής περιόδου ......................... Η «Νεολιθική Eπανάσταση» ......................................... Tοποθεσία .................................................................... Οικιστική ...................................................................... Οικονομία .................................................................... Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία ..................................... «Ιερά» ........................................................................ Ταφές .......................................................................... Διατροφικές Συνήθειες – Οικιακή Παραγωγή ................ Τέχνη ........................................................................... Κοινωνική Οργάνωση ................................................... Επίλογος ...................................................................... Βιβλιογραφία ...............................................................
7 9 11 15 17 23 27 31 37 62 70 72 83 93 97 101
Περίληψη Κατά τη Νεολιθική Εποχή συντελούνται στις ανθρώπινες κοινωνίες μεταβολές που έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μόνιμων εγκαταστάσεων και την υιοθέτηση πρακτικών όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία. Οι μεταβολές αυτές θα αλλάξουν ριζικά τη φυσιογνωμία των κοινωνιών αυτών σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Το Çatal Hüyük αποτελεί μία σύγχρονη ανασκαφή των ερηπείων ενός νεολιθικού οικισμού της Ανατολίας. Εδραιωμένος στη διάρκεια του μεταβατικού αυτού σταδίου, αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα παραδείγματα μόνιμα εγκατεστημένης νεολιθικής κοινότητας. Ο πλούτος από διατηρημένα αντικείμενα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική έρευνα έχει επιτρέψει μία μελέτη σε βάθος της καθημερινής ζωής και κατ’ επέκταση της ιδιοσυγκρασίας των κατοίκων. Στα στοιχεία που έχει αναδείξει η έρευνα είναι η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και πολεοδομία του οικισμού, η πρωτοφανής σε εκφραστικά μέσα και ποσότητα τέχνη, οι μέθοδοι καταμερισμού των παραγωγικών δραστηριοτήτων αλλά και οι συνήθειες που φαίνεται να αποτελούν μέρος των τελετουργιών που αφορούν τη ζωή, το θάνατο και τη συνύπαρξη στο μεσοδιάστημα. Τα στοιχεία αυτά με τη σειρά τους εμπλουτίζουν τη συζήτηση για τη φύση των μεταβολών της Νεολιθικής Εποχής, στρέφοντας το επίκεντρο της προσοχής από τις οικονομικές παραμέτρους στις καθημερινές πρακτικές και ότι μπορεί να τις υποκινεί.
Abstract During the Neolithic Age, a number of transformation that occur among human societies result in the establishment of permanent settlements and the adaptation of practices such as agriculture and animal husbandry. These changes will radically alter the features of these societies on economic and cultural level. Çatal Hüyük is a modern excavation on the ruins of a Neolithic settlement of Anatolia. Founded during this stage of transformation, it is one of the most impressive examples of a sedentary Neolithic society. The abundance of well-preserved artifacts, brought to the light by the archaeological research, allows an in-depth study of the daily life and the idiosyncrasy of the people in its wake. The elements highlighted by the research are the particular architecture and planning of the settlement, the unprecedented artistic expression in terms of means and quantity, the methods of distributing the production process, as well as the habits that constitute part of the rituals concerning life, death and co-existence in the meantime. In their turn, these elements enrich the discussion about the nature of the transformations of the Neolithic Age, turning the focal point from the economic parameters to daily practices and to what can incite them.
Εικ. 1. Φωτογραφία από την ανασκαφή του Çatal Hüyük, τμήμα του Κτηρίου 132 (πηγή: J. Quinlan, 2014)
Εισαγωγή
9
Εισαγωγή Η Εποχή του Λίθου είναι μία περίοδος πολλών αξιοσημείωτων τομών βιολογικής και οικονομικοπολιτικής φύσης για την ανθρωπότητα. Ο νεολιθικός άνθρωπος ουσιαστικά βάζει τις βάσεις για τον πολιτισμό που θα «παραλάβουν» και θα εξελίξουν με τη σειρά τους οι διάδοχοί του, εισάγωντας και διαμορφώνοντας υλικά και άυλα αρχέτυπα. Οργάνωση κοινοτήτων, μόνιμη εγκατάσταση, συστηματική ταφή των νεκρών, τέχνη, οργανωμένη παραγωγή και επεξεργασία τροφής, δημιουργία πόλεων… Δεν είναι τυχαίο ότι είναι η πρώτη περίοδος στην πορεία του Homo Sapiens Sapiens που για να ορισθεί χρησιμοποιείται η λέξη «επανάσταση», τονίζοντας τη σημασία των αλλαγών που επήλθαν από την υιοθέτηση νέων ή εξελιγμένων παλιότερων πρακτικών. Ο νομαδισμός που χαρακτηρίζει τις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες της Παλαιολιθικής εποχής δεν αφήνει πολλές πιθανότητες για την ανεύρεση πλούσιων ιχνών από την πορεία τους. Αντιθέτως, καθώς οι ανθρώπινες ομάδες επιλέγουν να εγκατασταθούν σε μία περιοχή και προσπαθούν για να παραμείνουν σε αυτή, τα ίχνη πολλαπλασιάζονται ποσοτικά και ταξινομικά. Ο οικισμός που έχει γίνει γνωστός με την ονομασία «Çatal Hüyük» ανήκει σε αυτά τα ίχνη. Εδραιωμένος τον 8ο αιώνα πΧ, αποτελεί ένα μοναδικό δείγμα «νεολιθικότητας», χάρη σε χαρακτηριστικά όπως το μέγεθος και η πυκνότητά του, η ιδιόμορφη αρχιτεκτονική και πολεοδομία του και τα αξιοπρόσεκτα δείγματα τέχνης. Τις αναφορές στον οικισμό συνήθως συνοδεύουν υπότιτλοι όπως «η πρώτη πόλη» ή «η κοινωνία χωρίς ανισότητα». Και οι δύο χαρακτηρισμοί μοιάζουν αρκετά τολμηροί για μία κοινότητα που εδραιώθηκε στις απαρχές της αγροτικής οικονομίας. Στην παρούσα ερευνητική εργασία επιχειρείται μία ανίχνευση των στοιχείων εκείνων της νεολιθικής πραγματικότητας που αρχικά θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει στην εγκατάλειψη του νομαδικού τροφοσυλλεκτικού τρόπου ζωής και στη μόνιμη εγκατάσταση, τόσο γενικά όσο και στο συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο. Στη συνέχεια, μέσα από την «περιήγηση» στα αρχαιολογικά ευρήματα που έχει φέρει στην επιφάνεια η ανασκαφή του Çatal Hüyük γίνεται μία απόπειρα να αντιληφθούμε τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις των κατοίκων του μέσα από την αρχιτεκτονική, την τέχνη, τη θρησκεία και συνολικά την καθημερινότητα. Παράλληλα γίνεται μία προσπάθεια αποσαφήνισης των κινήτρων πίσω από τους κατασκευαστικούς τρόπους και την οργάνωση της παραγωγής.
Εικ. 2. Φωτογραφία από τo νότιο τμήμα της ανασκαφής του Çatal Hüyük (πηγή: J. Quinlan, 2014)
10
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 3. Bόρεια άποψη του λόφου του Çatal Hüyük (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 4. Ο λόφος του Çatal Hüyük την περίοδο των πρώτων ανασκαφών (πηγή: O. Hoftun)
Ιστορία Ανασκαφής
11
Ιστορία Ανασκαφής Το Çatal Hüyük1 αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους νεολιθικούς οικισμούς που έχουν έρθει μέχρι σήμερα στο φως. Η ανακάλυψη της τοποθεσίας οφείλεται στο Βρετανό αρχαιολόγο James Mellaart, ο οποίος εντόπισε τον οικισμό το 1958 κατά τη διάρκεια έρευνας στην ευρύτερη περιοχή της Πεδιάδας Κόνυα.2 Όπως μαρτυρούν οι δημοσιεύσεις του στο ημερολόγιο του Βρετανικού Ινστιτούτου στην Άκυρας (BIAA) “Anatolian Studies”, oργάνωσε και διεύθυνε την ανασκαφή την περίοδο από το 1961 έως το 1965 (με μία διακοπή το 1964, όπου το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου ανέλαβε να πραγματοποιήσει εργασίες συντήρησης στο Μουσείο της Άγκυρας).3 Κατά την περιγραφή του ίδιου του Mellaart, «Το μεγαλύτερο κομμάτι του ανατολικού (νεολιθικού) λόφου καλυπτόταν από χλόη και το «χόρτο των ερηπείων» (peganum harmala) αλλά στα σημεία που ο επικρατών νοτιοδυτικός άνεμος είχε ξεγυμνώσει την επιφάνεια υπήρχαν αδιάψευστα ίχνη από πλίνθινα κτήρια, κοκκινισμένα από πυρκαγιά, που έκαναν αντίθεση με κηλίδες γκρίζας στάχτης, σπασμένα οστά, θραύσματα αγγείων και εργαλεία και όπλα από οψιδιανό.» Σε αυτό ακριβώς το σημείο όπου τα ερήπεια ήταν ορατά, ξεκίνησαν και οι ανασκαφές το 1961.4 Βασικός λόγος που η τοποθεσία επιλέχθηκε για ανασκαφή ήταν πως παρουσίαζε την προοπτική να καλύψει το κενό που παρουσιάζεται στην κατοίκηση του Hacilar (οικισμός αρκετά χιλιόμετρα δυτικά του Çatal Hüyük που προηγήθηκε χρονολογικά) ανάμεσα στην ακεραμική φάση του και στην έλευση κατοίκων με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά στην Ύστερη Νεολιθική περίοδο γύρω στα 5750 πΧ. Πιθανό κρίθηκε επίσης να γεφύρωνε το γεωγραφικό χάσμα ανάμεσα στο Hacilar και τη νεολιθική Mersin (νοτιοανατολικά του Çatal Hüyük), αλλά και να φέρει στο φως ευρήματα με μοναδικά χαρακτηριστικά σε σχέση με αυτήν λόγω της διαφοράς στη γεωγραφική θέση.5 Η ανασκαφή τράβηξε από νωρίς τα βλέμματα χάρη σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως το μέγεθος, η τοποθεσία, η πολεοδομία, το γεγονός ότι απουσιάζουν οι δρόμοι και οι είσοδοι στα σπίτια βρίσκονται στις οροφές, οι νεκροί θάβονται μέσα στα σπίτια, αλλά και η πλούσια τέχνη με τους μυστηριώδης συμβολισμούς της.6 Ο Mellaart ανέσκαψε 160 κτήρια, αποδεικνύοντας πρώτα από όλα την αρχική του υπόθεση, ότι οργανωμένοι χώροι εγκατάστασης με αγροτική παραγωγή εμφανίστηκαν νωρίς και εκτός της Συροπαλαιστίνης και της Μεσοποταμίας.7 Η έρευνα συνεχίστηκε από το 1993 με 25ετές πλάνο από μία διεθνή ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Ian Hodder και βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.
1 Το όνομα του οικισμού στη σχετική βιβλιογραφία συναντάται και ως Çatalhöyük ή Çatal Höyük. Στην παρούσα έρευνα γίνεται χρήση της πρώτης καταγεγραμμένης ονομασίας του. “Çatal Hüyük” είναι το όνομα με το οποίο η τοπική κοινότητα καλούσε το λόφο πριν ακόμα ανακαλυφθεί από τους «δυτικούς» ερευνητές και σημαίνει «ο λόφος στο πιρούνι», πιθανότατα εννοώντας τη διακλάδωση που κάνει ο δρόμος όταν συναντά το λόφο. Ο λόφος στα δυτικά του κυρίως λεγόταν “Küçük Hüyük”, δηλαδή «μικρός λόφος». (Hodder, I. (2006), σ. 13,14) 2 Mellaart, J. (1962), σ. 41 3 Mellaart, J. (1967), σ. 30 4 Mellaart, J. (1967), σ. 27 5 Mellaart, J. (1962), σ. 41 & Mellaart, J. (1967), σ. 30 6 Hodder, I. (2006), σ. 8, 15 7 Hodder, I. (2006), σ. 7,8
12
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 5. Σχέδια των δύο υψωμάτων (ανατολικό και δυτικό) με ενδείξεις στα σημεία όπου έχουν γίνει ανασκαφές. Το νότιο τμήμα του ανατολικού υψώματος (“South”) αποτελεί το χώρο ανασκαφής της ομάδας του Mellaart, ενώ στην περιοχή “4040 Shelter” έχει επικεντρωθεί η ομάδα του Hodder. Στο βόρειο τμήμα βρίσκονται βοηθητικές εγκαταστάσεις. (πηγή: I. Hodder, 2006) Η νότια ανασκαφή έχει αποκαλύψει περισσότερο τη στρωματογραφία του λόφου και την ιστορική εξέλιξη του οικισμού, ενώ η βόρεια ανασκαφή στόχο έχει να μελετήσει την οργάνωση του οικισμού σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή περισσότερο από ότι σε ένα βάθος χρόνου. (Hodder, I. (2013), Alan Hall Memorial Lecture)
Ιστορία Ανασκαφής
Εικ. 6. Οι λόφοι από δορυφορική φωτογραφία (πηγή: Google Maps, 2013)
13
14
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Μέχρι σήμερα η εικόνα που έχουμε για την ευρύτερη περιοχή έχει μεταβληθεί σε σχέση με τη δεκαετία του ’60. Τα αυξανόμενα νεολιθικά ευρήματα έχουν αποκαλύψει οικισμούς ανάλογης σημασίας και μεγέθους της ίδιας περιόδου ή και προγενέστερους. Παρ’όλα αυτά, το Çatal Hüyük διατηρεί τη μοναδικότητά του χάρη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του και τον πλούτο των ευρημάτων του.8 Το 2012 η UNESCO το χαρακτήρισε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η περιγραφή που το συνόδευσε συνοψίζει τα χαρακτηριστικά του. «Δύο λόφου σχηματίζουν την 34 στρεμμάτων τοποθεσία στο Νότιο Οροπέδιο της Ανατολίας. Ο ψηλότερος ανατολικός λόφος περιέχει 18 επίπεδα Νεολιθικής εγκατάστασης ανάμεσα στο 7400 και το 6200 πΧ, συμπεριλαμβάνοντας τοιχογραφίες, ανάγλυφα, γλυπτά και άλλα συμβολικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά. Όλα μαζί μαρτυρούν την εξέλιξη της κοινωνικής οργάνωσης και των πολιτισμικών πρακτικών καθώς οι άνθρωποι προσαρμόστηκαν σε μία ζωή μόνιμης εγκατάστασης. Ο δυτικός λόφος δείχνει την εξέλιξη των πολιτισμικών πρακτικών την Χαλκολιθική περίοδο από το 6200 μεχρι το 5200 πΧ. Το Çatalhöyük παρέχει σημαντικές ενδείξεις της μετάβασης από τις αγροτικές εγκαταστάσεις στην αστική συσσώρευση που διατηρήθηκε στην ίδια τοποθεσία για πάνω από 2000 χρόνια. Χαρακτηρίζεται από μία μοναδική χωρίς δρόμους εγκατάσταση σπιτιών συγκεντρωμένα το ένα κολλημένο με το άλλο με πρόσβαση στα κτήρια από την οροφή.»9 8 Hodder, I. (2006), σ. 16 9 Four natural and four cultural properties added to UNESCO’s World Heritage List on Sunday, 01 July 2012
Εικ. 7. Εικόνες 5 & 6 συνδυαστικά
Προσδιορισμός της χρονικής περιόδου
15
Προσδιορισμός της χρονικής περιόδου Ο όρος «προϊστορία» αναφέρεται στη χρονική διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξης πριν τη διαθεσιμότητα γραπτών αρχείων με τα οποία ξεκινά η καταγεγραμμένη ιστορία. Αναφέρεται στις ζωές των πρώτων προγόνων μας, κυνηγών και τροφοσυλλεκτών, κι έπειτα σε αυτές τις πρώιμες εποχές όπου οι άνθρωποι, διαμέσου της ανάπτυξης της γεωργίας, κατάφεραν να απομακρυνθούν από τη ζωή του κυνηγού και του τροφοσυλλέκτη και να ζήσουν σε χωριά και αργότερα σε πόλεις. Περιλαμβάνει το σχηματισμό των πρώτων συγκεντρώσεων ανθρώπινων κοινωνιών και μορφών οργάνωσης. Την εμφάνιση των πρώτων πολιτισμών σε Δυτική Ασία, Αφρική, Κίνα, Κεντρική Αμερική. Την άνοδο και την πτώση των πρώτων αυτοκρατοριών από τους Αζτέκους στο Μεξικό ως τους Ίνκας στο Περού. Περικλείει επίσης όλες εκείνες τις μικρότερες κοινότητες σε διάφορα μέρη του κόσμου που εξακολούθησαν να ζουν ως κυνηγοί ή νομάδες φροντίζοντας τα κοπάδια τους.10 Η περίοδος που καλύπτει η προϊστορία χωρίζεται περαιτέρω σε υποπεριόδους με βάση το «σύστημα των τριών εποχών». Αυτός ο τρόπος διάκρισης εφευρέθηκε το 1820 από το Δανό αρχαιολόγο Christian Jürgensen Thomsen για να διευκολύνει την ταξινόμηση διαφόρων ευρημάτων στο Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης. Τα ευρήματα χωρίστηκαν ανάλογα με το υλικό που είχαν κατασκευαστεί σε λίθινα, χάλκινα και σιδερένια, ως προϊόντα των ανάλογων εποχών, των Εποχών του Λίθου, του Χαλκού και του Σιδήρου. Ο Thomsen χρησιμοποίησε διαισθητικά ως κριτήριο το υλικό, βασισμένος στην υπόθεση ότι μία κοινότητα θα έπαυε να χρησιμοποιεί ένα υλικό εφόσον είχε στη διάθεσή της ένα καλύτερο, και την τεχνογνωσία για να το επεξεργαστεί. Το σύστημά του ήταν το πρώτο που επιχείρησε να υποδιαιρέσει το προϊστορικό παρελθόν με βάση αρχαιολογικά ευρήματα. Στη συνέχεια, με βάση ευρήματα ανασκαφών αποδείχτηκε η εγκυρότητά του.11 Αυτό το σύστημα, όντας το πρώτο που χρησιμοποιήθηκε, έχει τροποποιηθεί με την πάροδο των ετών και την εξέλιξη των επιστημών. Αρχικά η Εποχή του Λίθου χωρίστηκε σε Παλαιολιθική και Νεολιθική, δημιουργώντας στην ουσία τέσσερις εποχές. Οι περίοδοι χωρίστηκαν εκ νέου σε υποπεριόδους που γίνονται διακριτές κατά προσέγγιση, συχνά αλληλοκαλύπτονται, και έχουν οριστεί μέσω έρευνας σε πεδία όπως η ανθρωπολογία, η αρχαιολογία, η γενετική, η γεωλογία και η γλωσσολογία. Όλες αποτελούν υποκείμενα επανεξέτασης εφόσον προκύπτουν νέα ευρήματα και βελτιωμένοι υπολογισμοί. Επίσης δεν έχουν καθολική εφαρμογή σε όλη την υδρόγειο, καθώς δεν πέρασαν όλοι οι πολιτισμοί παγκοσμίως ταυτόχρονα από τις ίδιες φάσεις.12 Ας δούμε όμως λίγο περισσότερα στοιχεία για την Εποχή του Λίθου που μας αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως είδαμε αρχικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της εποχής αυτής ήταν το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, η πέτρα. Ο Sir John Lubbock στο βιβλίο του Pre-historic Times, που δημοσιεύθηκε το 1865 και ουσιαστικά καθιέρωσε και τον όρο «προϊστορία», ήταν ο πρώτος που έκανε το διαχωρισμό της περιόδου σε δύο εποχές. Πρώτη ήταν η Παλαιολιθική ή Παλαιά Εποχή του Λίθου, η εποχή που «οι άνθρωποι μοιράζονταν την κατοχή της Ευρώπης με το Μαμούθ, την Αρκούδα των σπηλαίων, το Δασύτριχο ρινόκερο και άλλα εξαφανισμένα ζώα,» την εποχή των ανθρώπων των σπηλαίων. Αυτή την περίοδο
10 Renfew, C. (2008), σ. ix,x 11 Fagan, B. (1996), σ. 712 12 New World Encyclopedia contributors, ‘Christian Jürgensen Thomsen’, New World Encyclopedia, 2 April 2008 (http://www.newworldencyclopedia.org/entry/Christian_J%C3%BCrgensen_ Thomsen, προσπελάστηκε 10/12/13)
16
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
ακολούθησε η Νεολιθική, ή Νέα Εποχή του Λίθου «μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από όμορφα όπλα και όργανα φτιαγμένα από πυρόλιθο και άλλες όμορφες πέτρες.» Ο Lubbock χρησιμοποίησε αυτή την ταξινόμηση για την Ευρώπη, θεωρούσε όμως πως είναι εφαρμόσιμη και για την Ασία και την Αφρική.13 Η έναρξη της Παλαιολιθικής είναι δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια. 100.000 χρόνια πριν τη σύγχρονη εποχή (Μέση Παλαιολιθική) επικρατεί το είδος «Νεάντερταλ» του ανθρώπινου γένους και στο ασαφές πάλι όριο των 40.000 ετών (Νεωτέρα Παλαιολιθική) εμφανίζεται ως κυρίαρχο είδος ο Homo Sapiens. Στην τελευταία αυτή περίοδο εμφανίζονται εκδηλώσεις τέχνης και τεχνικές επεξεργασίας του λίθου σε εργαλεία που επιτρέπουν την κατεργασία άλλων υλών και κατασκευάζονται οι πρώτες κατοικίες.14 Η Νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από κλιματικές αλλαγές και τη διαμόρφωση του κλίματος όπως διατηρείται μέχρι σήμερα. Ο Homo Sapiens εξελίσσει τα εργαλεία και τα όπλα του και αναπτύσσει τεχνικές επεξεργασίας πρώτων υλών (χειροτεχνία, αγγειοπλαστική, υφαντική και πλεκτική). Στην περίοδο αυτή εδραιώνεται ο ανθρώπινος πολιτισμός με χαρακτηριστικά που θα διατηρηθούν για τις επόμενες χιλιετίες όπως η παραγωγική οικονομία και η μόνιμη εγκατάσταση και δημιουργείται η έννοια της ιδιοκτησίας.15 Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, το Çatal Hüyük δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου και συνέχισε να κατοικείται και να εξελίσεται και στη Χαλκολιθική.
Χρονολογία πΧ
Εποχή
Προ-κεραμική Νεολιθική Α (PPNA) Προ-κεραμική Νεολιθική Β (PPNB) Κεραμική Νεολιθική Α Κεραμική Νεολιθική Β Χαλκολιθική Πρώιμη του Χαλκού I Πρώιμη του Χαλκού II-III Πρώιμη του Χαλκού IV (Μέση του Χαλκού I) Μέση του Χαλκού IIA Μέση του Χαλκού IIB-C Ύστερη του Χαλκού I Ύστερη του Χαλκού IIA-B Του Σιδήρου IA Του Σιδήρου IB Του Σιδήρου IIA Του Σιδήρου IIB Του Σιδήρου IIC
13 14 15
(κατά προσέγγιση)
8500-7500 7500-6000 6000-5000 5000-4300 4300-3300 3300-3050 3050-2300 2300-2000 2000-1800/1750 1800/1750-1550 1550-1400 1400-1200 1200-1150 1150-1000 1000-925 925-720 720-586
Renfew, C. (2008), σ. 11 Μπούρας, Χ. (1999), σ. 13 Μπούρας, Χ. (1999), σ. 15
Κατά προσέγγιση κωδικοποίηση των χρονικών περιόδων της προϊστορίας που αφορούν τις περιοχές της Συριοπαλαιστίνης. (Mazar, A. (1990), σ. 30)
Η «Νεολιθική Eπανάσταση»
17
Η «Νεολιθική Eπανάσταση» Ο Gordon Childe ήταν ο πρώτος που χαρακτήρισε το σύνολο των αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου ως «επανάσταση», λόγω της σημασίας που είχαν για την εξέλιξη του ανθρώπου. Οι αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι οι Πρωτονεολιθικοί και οι Νεολιθικοί πληθυσμοί της Εγγύς Ανατολής είναι απόγονοι των Ύστερων Παλαιολιθικών κυνηγετικών φυλών, οι οποίες κατά την κρίσιμη Πρωτονεολιθική περίοδο (9η-8η χιλιετία πΧ) ανακάλυψαν και ανέπτυξαν μια νέα σταθερή οικονομία που βασίστηκε στην εξημέρωση ζώων και φυτών. Το πού και το πώς προέκυψε είναι ακόμα ασαφές.16 Οι ανθρώπινες ομάδες της Παλαιολιθικής περιόδου κατάφεραν να εξελίξουν σε βάθος χρόνου τα εργαλεία τους και να παράγουν τέχνη, ενώ για χιλιάδες χρόνια έθαβαν τους νεκρούς τους. Ήταν όμως πάντα εξαρτημένες από το φυσικό περιβάλλον για την εξασφάλιση της τροφής τους χωρίς να έχουν έλεγχο στην αφθονία ή την έλλειψη. Δεν είχε ποτέ επιχειρηθεί η συμβολή στον πολλαπλασιασμό των ζώων και των φυτών που κατανάλωναν.17 Τα βήματα που κατέστησαν τον ανθρώπινο έλεγχο αποτελεσματικό ήταν βαθμιαία, αλλά η επίδρασή τους ριζική. Ο άνθρωπος ξεκίνησε να φυτεύει, να καλλιεργεί και να βελτιώνει μέσω της επιλογής του τα βρώσιμα φυτά. Κατάφερε επίσης να εξημερώσει ορισμένα ζώα και να τα φέρει κοντά του με αντάλλαγμα την τροφή και την προστασία που τους πρόσφερε. Το ποια διαδικασία προηγήθηκε δεν είναι βέβαιο, ο Childe θεωρεί πάντως πως ήταν η καλλιέργεια της γης.18 Ο Childe είχε στη διάθεσή του σαφώς λιγότερα (ποσοτικά και ποιοτικά) στοιχεία από τους νεότερους μελετητές. Εκτιμά όμως ότι η μεταβολή του μοντέλου της οικονομίας από τη συλλογή τροφής στην παραγωγή της είχε θετική επίδραση για την ανθρωπότητα. Μία αιτία είναι η δυνατότητα αύξησης του πληθυσμού μίας κοινότητας, ως λογικό επακόλουθο της αύξησης της διαθέσιμης τροφής. Επίσης, σε μία κοινότητα καλλιεργητών τα παιδιά θα ήταν χρήσιμα και πιο επιθυμητά σε σχέση με μια κοινότητα κυνηγών που χρειαζόταν να μετακινείται.19 Η σκόπιμη καλλιέργεια δεν έχει ως άμεση συνέπεια τη μόνιμη εγκατάσταση και οι δύο αυτές διαδικασίες δεν πρέπει να ταυτίζονται. Ένα από τα πρώτα προβλήματα που θα αντιμετώπισαν οι πρώτοι καλλιεργητές ήταν η εξάντληση του χώματος και η πιο εύκολη αντιμετώπισή της είναι η μετακίνηση σε κάποιο γονιμότερο μέρος.20 Αντιθέτως, πιο σύγχρονοι ερευνητές υποδεικνύουν πως υπάρχουν περιπτώσεις μόνιμης εγκατάστασης πριν ακόμα την εισαγωγή της γεωργίας στη ζωή των ανθρώπων.21 Παράδειγμα αποτελεί η Μάλλαχα, ένα χωριό κυνηγών-τροφοσυλλεκτών στην κοιλάδα του Ιορδάνη που προηγείται 2 χιλιετίες κάθε μορφής γεωργίας και κτηνοτροφίας.22 Επίσης η συλλογή τροφής από άγριες πηγές και κυνήγι δεν αντικαθιστάται άμεσα ή στιγμιαία, παρά
16 17 18 19 20 21 22
Mellaart, J. (1962), σ. 18 Cauvin, J. (1997), σ. xx & Μπούρας, Χ. (1999), σ. 15 Childe, G. (1936), σ. 66-67 Childe, G. (1936), σ. 69-70 Childe, G. (1936), σ. 71,73 Pringle, H. (1998), σ. 1446, 1449 Cauvin, J. (1997), σ. xxv, 73
18
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
μόνο σταδιακά και κυρίως κατά τη δεύτερη μεγάλη επανάσταση23 στην οικονομία.24 Άξια αναφοράς είναι και η κλιματική αλλαγή που συμπίπτει με την περίοδο εδραίωσης της γεωργίας και επηρεάζει κυρίως τις περιοχές με υποτροπικό κλίμα που ευνοούσε την παραγωγή των πρώτων καλλιεργητών. Το λιώσιμο των παγετώνων της Ευρώπης25 και μεταβολές στην πίεση και στους ανέμους μετακίνησαν τις βροχοπτώσεις προς το Βορρά, δημιουργώντας περιοχές με έντονη ξηρασία και περιστασιακές οάσεις ανάμεσα στις έυφορες περιοχές και τις ερήμους.26 Η αλλαγή αυτή ανάγκασε τον ανθρώπινο και ζωικό πληθυσμό των ξηρών περιοχών να μετακινηθούν γύρω από πηγές και ποτάμια για την εξασφάλιση τροφής και νερού. Σε αυτή τη φάση ο Childe εκτιμά πως ξεκίνησε και η εξημέρωση27 των ζώων. Ο «καλλιεργητής-άνθρωπος» είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει τα φυτοφάγα ζώα και να τα πάρει υπό την προστασία του (σε μία περίοδο που θα πρέπει να ήταν υποσιτισμένα) παρέχοντάς τους τροφή που παρήγαγε και διώχνοντας άλλα ζώα-θηρευτές που είχαν συγκεντρωθεί επίσης στις πηγές. Με την πάροδο του χρόνου και μέσω της συστηματικής τους αναπαραγωγής θα πρέπει να δημιούργησε πειθήνια κοπάδια που εξαρτούνταν από αυτόν.28 Ο έλεγχος στην παραγωγή τροφής εισήγαγε κατά τον Childe την έννοια του πλεονάσματος, ένα πλεονέκτημα που στερείται ο τροφοσυλλέκτης. Το πλεόνασμα με τη σειρά του εισήγαγε την ανάγκη για αποτελεσματική αποθήκευση, εξελίσσοντας τις κατασκευές σε κτήρια και εξοπλισμό, εξασφαλίζοντας την επιβίωση σε αντίξοες περιόδους και θέτοντας τη βάση για το ανταλλακτικό εμπόριο. Επίσης κατέστησε τον ανθρώπινο πληθυσμό αυτάρκη.29 Στην ιδέα ότι η ανθρώπινη οικονομία μεταβλήθηκε προοδευτικά προς το καλύτερο υπάρχει αντίλογος. Ο επιστήμονας και συγγραφέας Jared Diamond στο άρθρο του με τίτλο «Το Χειρότερο Λάθος στην Ιστορία του Ανθρώπινου Είδους» χρησιμοποιεί παλαιοανθρωπολογικά και εθνογραφικά δεδομένα για να υποστηρίξει την άποψη ότι η «Νεολιθική Επανάσταση» υποβάθμισε την ποιότητα ζωής των ανθρώπων υγειονομικά και κοινωνικοπολιτικά.30 Ο Diamond εξάγει συμπεράσματα από μελέτες σε παγκόσμιο εύρος σε σκελετούς και μούμιες αλλά και από παρατηρήσεις επάνω σε αποκαλούμενους «πρωτόγονους» τροφοσυλλεκτικούς και αγροτικούς
23 Κατά τη θεωρία του Childe, η σχέση που ανάπτυξε ο άνθρωπος με τα εξημερωμένα ζώα θα ήταν η βάση για το δεύτερο μεγάλο επαναστατικό βήμα για την οικονομία του, όταν θα χρησιμοποιούσε τη δύναμή τους για να μετακινήσει φορτία και να χρησιμοποιήσει νέα εργαλεία όπως το άροτρο και οχήματα (Childe, G. (1936), σ. 80). Ύστερα από αυτό το στάδιο η σημασία της συλλογής τροφής υποβαθμίζεται αρκετά και τροφοσυλλεκτικές πρακτικές όπως το κυνήγι ή το ψάρεμα αποτελούν πλέον τελετουργικές διαδικασίες ή ασχολίες ειδίκευσης μικρών κοινοτήτων που βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από αγροτικούς πληθυσμούς (Childe, G. (1936), σ. 82). 24 Childe, G. (1936), σ. 82 & Pringle, H. (1998) 25 Σχετικά πρόσφατα ευρήματα στο Yangtze της Κίνας και στην τροπική όχθη του Εκουαδόρ δείχνουν ότι και σε αυτές τις ηπείρους η καλλιέργεια ξεκίνησε 10000-11000 χρόνια πριν. Η χρονική στιγμή συστήνει το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας περιβαλλοντικής αλλαγής που υποκίνησε την καλλιέργεια. (Pringle, H. (1998), σ. 1446) 26 Childe, G. (1936), σ. 77 27 Ο ζωοαρχαιολόγος Richard Redding υποστηρίζει ότι είναι πολύ πιθανό εξημερωμένα ζώα στην περιοχή της Τουρκίας να υπήρχαν πριν από 11000-10500 χρόνια. Mελέτη σε οστά χοίρων της τοποθεσίας Hallan Çemi δείχνει ότι σε διάστημα μίας χιλιετίας η ποσότητά τους αυξάνεται κατά 10-20% στο ποσοστό του συνόλου της πανίδας. Ενώ ο αρχικός πληθυσμός ήταν ισόποσα αρσενικός και θηλυκός, τα θηλυκά αρχίζουν να αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία. (Στην κτηνοτροφία ευνοείται ο θηλυκός πληθυσμός που είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή. Τα αρσενικά μπορούν να είναι σαφώς λιγότερα, γι’ αυτό και επιλέγονται ευκολότερα για το κρέας τους.) Επίσης πολλά από τα ζώα ήταν σε ηλικία θηλασμού. Αν αυτό ισχύει, τότε στο Hallan Çemi η κτηνοτροφία προηγείται της γεωργίας, αφού τα πρώτα ήμερα δημητριακά εμφανίζονται αργότερα. Στην περίπτωση αυτή οι κάτοικοι του Hallan Çemi είναι οι πρώτοι γνωστοί σε εμάς κτηνοτρόφοι και οι χοίροι αποτελούν το πρώτο οικόσιτο κτηνοτροφικό είδος. (Pringle, H. (1998), σ. 1446-1450) 28 Childe, G. (1936), σ. 78 29 Childe, G. (1936), σ. 82-83 30 Diamond, J. (1987)
Η «Νεολιθική Eπανάσταση»
19
πολιτισμούς του 20ου αιώνα που διατηρούν έναν τρόπο ζωής αρκετά ανεπιρέαστο από τη «δυτική» σύγχρονη τεχνολογία. Παρατηρεί ότι σε σχέση με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, οι αγρότες έχουν αισθητά μειωμένο ύψος (πχ. σε Ελλάδα και Τουρκία το ύψος από 1.75μ και 1.65μ για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα μειώνεται σε 1.60μ και 1.52μ από την Εποχή των Παγετώνων έως το 3000 πΧ), μικρότερο προσδόκιμο ζωής (πχ. για τους πληθυσμούς των παραποτάμιων πεδιάδων του Οχάιο και του Ιλλινόι, ο μέσος όρος ζωής από 26 χρόνια μειώνεται στα 19 με το πέρασμα από τη συλλεκτική οικονομία στην εντατική καλλιέργεια καλαμποκιού) και περισσότερες ενδείξεις για ασθένειες όπως αδύναμο σμάλτο (ένδειξη κακής διατροφής), αναιμία, οστικές αλλοιώσεις και προβλήματα στη σπονδυλική στήλη (πιθανώς από την πίεση της εργασίας).31 Συγκεκριμένα για το θέμα της υγείας, αναφέρει πως η διατροφή των αγροτών έχει μικρότερη ποικιλία καθώς βασίζεται σε περιορισμένα είδη υδατανθράκων (όσα παράγονται σε μεγάλη ποσότητα) που είναι κατώτερης θρεπτικής αξίας σε σχέση με μία ποικίλη διατροφή –μπορεί μεν να θρέψει μεγαλύτερη ποσότητα πληθυσμού, αλλά με χαμηλότερη ποιότητα. Επίσης, η εξάρτηση από ένα συγκεκριμένο αριθμό σπαρτών εμπεριέχει τον κίνδυνο του λιμού σε περίπτωση αστοχίας στη σοδειά. Τέλος, η συγκέντρωση πλήθους σε περιορισμένο χώρο ευνοεί τις μεταδοτικές ασθένειες και τα παράσιτα.32 Το πλεόνασμα για τον Diamond σηματοδοτεί την έναρξη επιπλέον δεινών για την ανθρωπότητα: του ταξικού και του έμφυλου διαχωρισμού. Από τη μία κάποιες ομάδες που συγκροτούν θρησκευτικές και ταξικές ελίτ βρίσκουν τρόπο να ευημερούν εις βάρος του εργαζόμενου πληθυσμού αρπάζοντας φαγητό που οι ίδιοι δεν παράγουν. Από την άλλη οι γυναίκες σε μία αγροτική κοινωνία που χρειάζεται όλο και περισσότερα εργατικά χέρια εξαντλούν τον οργανισμό τους με συχνότερες γέννες. Στους μετακινούμενους πληθυσμούς τα νεογέννητα ήταν βάρος που μετέφερε η μητέρα, γι’ αυτό και οι γεννήσεις είχαν μεγαλύτερη χρονική απόσταση.33 Καταλήγει πως η συλλογή τροφής είναι ο μακροβιότερος και πιο επιτυχής τρόπος ζωής που έχει εφαρμοστεί από το ανθρώπινο είδος. Εγκαταλήφθηκε γιατί ορισμένες κοινότητες των οποίων ο πληθυσμός αυξήθηκε είδαν στην καλλιέργεια την ευκαιρία να θρέψουν περισσότερα άτομα αντί να λάβουν μέτρα για τη μείωση των πληθυσμών τους. Καθώς αυτές οι κοινότητες αποκτούσαν περισσότερα μέλη άρχισαν να εξαπλώνουν την εδαφοκυριάρχια τους και να εξοντώνουν τους τροφοσυλλέκτες, ή να τους περιορίζουν σε περιοχές που δε διεκδικούσαν λόγω της χαμηλής τους ποιότητας σε διαθέσιμους πόρους.34 Η Heather Prinlge σε έρευνα για τη γέννηση της γεωργίας σε παγκόσμιο επίπεδο δε θεωρεί ότι ήταν ένα ξαφνικό άλμα που συνιστά μια «επανάσταση» ή πως επιλέχθηκε να γίνει συνειδητά. Σε περιπτώσεις θηρευτικών κοινοτήτων όπως το Ohallo II στο Ισραήλ, τροπικές περιοχές του Εκουαδόρ, το Diaotonghuan της Κίνας και το Abu Hureyra της Συρίας εντοπίζονται ήμερα φυτικά είδη έως και 13000 χρόνια πριν κατά τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, χωρίς η καλλιέργεια να αποτελεί τρόπο ζωής και αποκλειστικό πάροχο τροφής.35 Η οικονομία του Çatal Hüyük είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα συνύπαρξης συστηματικής καλλιέργειας και συλλογής (αναλυτικότερη αναφορά γίνεται σε σχετικό κεφάλαιο). Μία κοινωνία όπου το κυνήγι και οι άγριες πηγές διατηρούσαν μία εμφατική θέση χιλιάδες χρόνια μετά τις πρώτες καλλιέργειες, κοινωνικά και συμβολικά.36 Η καλλιέργεια μπορεί να προέκυψε ως αναγκαιότητα σε μία φάση απότομης πτώσης της θερμοκρασίας της Γης γνωστή ως “Younger Dryas” (που συνέβη επίσης 13000 χρόνια πριν) και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση στην ποικιλία των άγριων φυτών.37 Κατά μία άλλη άποψη η ίδια κλιματική φάση προς
31 32 33 34 35 36 37
Diamond, J. (1987) Diamond, J. (1987) Diamond, J. (1987) Diamond, J. (1987) Pringle, H. (1998), σ. 1446-1450 Hodder, I. (2006), σ. 18 Pringle, H. (1998), σ. 1450
20
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
το τέλος της ήταν αυτή που επέτρεψε την εξέλιξη των δημητριακών σε «ήμερα38».39 Πάντως η συλλογή τροφής από άγριες πηγές φαίνεται να συνυπήρξε για πολλά χρόνια, σε ένα είδος «μεικτής» οικονομίας θηρευτών-τροφοσυλλεκτών-καλλιεργητών και η μετάβαση να ήταν μία μακραίωνη και αργή διαδικασία.40 Παραθέτοντας τα λόγια του αρχαιολόγου Richard MacNeish που πραγματοποίησε ανασκαφές στο Diaotonghuan, «Όταν μάθεις να φυτεύεις, πρέπει να μάθεις να λαμβάνεις πλεόνασμα και να πάρεις το καλύτερο υβρίδιο για να ξαναδιασταυρώσεις αυτό που φυτεύεις. Και όταν αυτό ξεκινήσει να συμβαίνει, τότε βαθμιαία ο πληθυσμός σου αρχίζει να αυξάνεται. Φυτεύεις λίγο περισσότερο και λίγο περισσότερο.» Καταλήγει πως οι τροφοσυλλέκτες σε κοινότητες όπως το Diaotonghuan έφτασαν σε σημείο να μην μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του πλήθους τους από φυσικές πηγές και δεν είχαν άλλη επιλογή από το να επικεντρωθούν στην καλλιέργεια.41 Χτίζοντας σε μία εντελώς διαφορετική βάση, ο Jaques Cauvin αμφισβητεί την υλιστική λογική που θέλει την εναρκτήρια ένδειξη της Νεολιθικής Επανάστασης να είναι η παραγωγική οικονομία και υποστηρίζει ότι μπορούμε να ανιχνεύσουμε την αλλαγή νωρίτερα, στον τομέα τέχνης και των συμβόλων. Παρατηρεί πως πάντα υπάρχει ένα εύρημα για να αμφισβητήσει την αλυσιδωτή μετάβαση από ένα στάδιο σε ένα άλλο που υπονοεί ο υλισμός και ο «οικολογισμός»42, ειδικά όταν μιλάμε για πολιτισμικές μεταβολές.43 Πριν τη θεωρία του Childe, ο Eduard Hahn, ο πρώτος είχε από το 1896 εκφράσει την εκτίμηση πως η εξημέρωση των ζώων δεν είχε αρχικά σκοπό τη διατροφή αλλά συνέβη για τελετουργικούς λόγους. Θεωρούσε πως οι άνθρωποι εξημέρωσαν πρώτα τα βοοειδή ώστε να τα έχουν διαθέσιμα για θυσίες και κατά τη διάρκεια της «συμβίωσής» τους ανακάλυψαν τα υπόλοιπα πλεονεκτήματα που μπορούν να αποκομίσουν, όπως το γάλα ή η δύναμή τους. Άλλωστε υπάρχουν παραδείγματα εξημέρωσης ζώων με καθαρά θρησκευτικά κριτήρια, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση της γάτας στην Αίγυπτο.44 Ο Hodder επισημαίνει την κοινωνική παράμετρο μέσα σε αυτήν την αλληλουχία συμβάντων. Αναγνωρίζει επίσης πως η διάρκεια της αλλαγής επιταχύνεται από έναν αυξανόμενο συγκεντρωτισμό εξουσίας. Υποστηρίζει βέβαια πως για να γίνεται αποδεκτή και επιθυμητή η ανισότητα θα πρέπει να έχουν προηγηθεί αλλαγές σε όλους τους τομείς, από την τεχνολογία μέχρι τις νοητικές αντιλήψεις –σε οτιδήποτε αποτελεί συνολικά τον «τρόπο ζωής». Ονομάζει αυτή τη διαδικασία «διανεμημένη», διαμοιρασμένη δηλαδή σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς της καθημερινότητας. Για παράδειγμα στην περίπτωση του Çatal Hüyük όπου ο πλούτος των ευρημάτων μας πληροφορεί για πολλές από τις πρακτικές της καθημερινότητας, το σύνολο των αλλαγών που παρατηρούνται δεν περιορίζεται στο κλίμα και στον τρόπο καλλιέργειας. Περιλαμβάνει καθημερινές πρακτικές και αντιλήψεις για το χρόνο, το κοινωνικό περιβάλλον και τον πνευματικό κόσμο. Είναι ένας «διάλογος» που αποτελείται από μικροσκοπικές χειρονομίες που συνθέτουν αυτές τις «χιλιετείς» αλλαγές που αποκαλούμε «προέλευση της γεωργίας».45 38 (Σ.τ.σ.) Η εξέληξη των δημητριακών σε «ήμερα» ή «εξημερωμένα» οφείλεται σε μία γενετική μετάλλαξη της ράχης τους που δεν επιτρέπει στο σπόρο του δημητριακού να αποκολληθεί από το μίσχο με την ίδια ευκολία όσο στα «άγρια». Τα άγρια δημητριακά μπορούν να αναπαραχθούν με τη βοήθεια του αέρα που αποκολλά τον σπόρο και τον μεταφέρει, ενώ τα ήμερα όχι. Γι’ αυτό και η αναπαραγωγή τους εξαρτάται από τον άνθρωπο. 39 Haldorsen, S. (2011), σ. 305 40 Pringle, H. (1998), σ. 1447 41 Pringle, H. (1998), σ. 1449 42 Με τον όρο «οικολογισμό» ο Cauvin αναφέρεται στη θεωρία του Binford πως ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι «το σύνολο των μη σωματικών μέσων που διαθέτει για να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του» (Binford & Binford, 1968). Θεωρεί πως η άποψη αυτή είναι συνέπεια της υλιστικής σκέψης που διατηρεί τις αιτίες της διαμόρφωσης του ανθρώπινου πολιτισμού στο περιβάλλον και στη βιολογία. (Cauvin, J. (1997), σ. xxvi) 43 Cauvin, J. (1997), σ. xxv-xxvii, 73 44 Taylor, B. (ed.) (2005), σ. 502 45 Hodder, I. (2006), σ. 18
Η «Νεολιθική Eπανάσταση»
21
Εικ. 8. Μέρος της ανασκαφής του Göbekli Tepe (πηγή: J. Sorensen)
Σε μία λογική ανάλογη του MacNeish ο Hodder υποστηρίζει πως η εξάρτηση από υλικά προϊόντα (πχ. υλικά κατασκευής) δημιουργεί περεταίρω εξαρτήσεις (πχ. υλικά συντήρησης κατασκευής) με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, σε αντίθεση με τη βραχυπρόθεσμη σχέση που είχε ο νομαδικός πληθυσμός με το περιβάλλον του. Σε βάθος χρόνου αυτές οι εξαρτήσεις δημιουργούν κοινωνικές εξαρτήσεις που δημιουργούν ένα σύστημα μακροπρόθεσμων κοινωνικών δεσμεύσεων.46 Η άποψη του Cauvin ενισχύεται από μία ανακάλυψη που ανατρέπει τις παραδοσιακές θεωρίες για την εξέλιξη της θρησκείας και της σχέσης της με την οικονομία. Ξεκινώντας από το 1994, ο αρχαιολόγος Klaus Schmidt έφερε στο φως μία σειρά από κυκλικές δομές με τεράστιες μονολιθικές κολόνες που περιτρυγιρίζουν δύο μεγάλα επίσης μονολιθικά αγάλματα στο κέντρο τους, με τις 46
Hodder, I. (2006), σ. 238
22
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
παλιότερες να υπολογίζονται του 11ου αιώνα πΧ. Στην τοποθεσία Göbekli Tepe βρίσκεται το αρχαιότερο δείγμα αρχιτεκτονικής μνημειακών διαστάσεων, ενώ επιπλέον στην τοποθεσία δεν έχουν προς το παρόν ανακαλυφθεί ίχνη μόνιμης κατοίκησης, παρά μόνο περιστασιακής διαμονής.47 Η κατασκευή είναι εμφανές ότι απαιτεί συνεργασία πολλών ατόμων (για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος κίονας που έχει βρεθεί ζυγίζει περισσότερο από 50 τόνους) και στην περίπτωση αυτή το πιο λογικό είναι να θεωρήσουμε ότι το εγχείρημα συγκέντρωνε τις ομάδες τροφοσυλλεκτών της ευρύτερης περιοχής για κάποιες περιόδους. Σε μία περίοδο που η γεωργία δεν έχει ακόμα «προκύψει», θα περιμέναμε ότι οι φυσικές πηγές της περιοχής θα εξαντλούνταν και οι τροφοσυλλέκτες θα την εγκατέλειπαν. Αντιθέτως εκείνοι συγκεντρώνονται με αφορμή την κατασκευή, πιθανώς επιχειρώντας και μία μορφή ελέγχου στις φυσικές πηγές (μία πρώιμη μορφή γεωργίας).48
Εικ. 9. Λεπτομέρεια δύο από τους χαρακτηριστικούς κίονες του Göbekli Tepe. (πηγή: K. Schmidt, 2000)
Χωρίς να είναι αναγκαίο να ορίσουμε τη χρήση των κατασκευών, είναι ένα ορόσημο μίας αλλαγής που συντελείται πριν από τη «Νεολιθική Επανάσταση». Το κίνητρο των ανθρώπων δε φαίνεται να συνδέεται με την οικονομία των τροφοσυλλεκτών ή την επιβίωση ενάντια στο περιβάλλον. Περισσότερο μοιάζει για συνειδητή πράξη, είτε τα κίνητρα είναι κοινωνικά είτε μεταφυσικά.
47 48
Schmidt, K. (2000), σ. 46 Schmidt, K. (2000), σ. 48
Εικ. 10. Λεπτομέρεια ζωόμορφου γλυπτού από το Göbekli Tepe. (πηγή: B. Steinhibler)
Tοποθεσία
23
Tοποθεσία Το Çatal Hüyük δημιουργήθηκε στο οροπέδιο της Ανατολίας, σε υψόμετρο περίπου 980 μέτρων, 32 μίλια νοτιοανατολικά της Konya (Ικόνιο). Βρίσκεται στο κέντρο της πιο εύφορης γης της Πεδιάδας Konya. Ποτίζεται από τον ποταμό Çarşamba ο οποίος, αναδυόμενος από τη λίμνη του Beyşehir στην οροσειρά του Ταύρου, ρέει στην Πεδιάδα Konya κοντά στην τοποθεσία Çumra για να χαθεί στο αλάτι της στέππας πέρα από το Çatal Hüyük. Ο δίλοφος οικισμός χτίστηκε σε μία παλιά διακλάδωση του ποταμού περίπου ένα μίλι νότια του χωριού Küçükköy. Μέχρι και σήμερα η περιοχή έχει πλούσια παραγωγή σιτηρών. Επειδή οι βροχοπτώσεις είναι λίγες, οι καλλιέργεια περιορίζεται σε παραποτάμια εδάφη και όπου υπάρχει υπόγειο υδάτινο απόθεμα, που είναι αρκετά πλούσιο. Η χαμηλή βλάστηση επίσης ευνοεί την κτηνοτροφία.49 Η περιοχή της Ανατολίας βίωσε μία άνοδο των επιπέδων υγρασίας μετά την περίοδο του Πλειστόκαινου γύρω στα 10000πΧ. Το φαινόμενο εκδηλώθηκε νωρίτερα στις λίμνες του Beyşehir και στην Καππαδοκία. Η αυξημένη ροή των ποταμών δημιούργησε αλλουβιακές προσχώσεις, ευνοώντας την ανάπτυξη βλάστησης.50 Αυτή η μεταβολή δημιούργησε εύφορες περιοχές σε ένα κατά τα άλλα ακατάλληλο για καλλιέργεια έδαφος.51 Την εποχή που δημιουργήθηκε ο οικισμός, η περιοχή ήταν μία στέππα καλυμμένη από χαμηλή βλάστηση στις ξηρές περιοχές, θαμνώδη βλάστηση στους κοντινούς λόφους και κέδρους, δρύς και πεύκα στα δάση του Ταύρου, όπου ζούσαν ελάφια και άγρια βοοειδή.52 Η έκταση των δασών πρέπει να έφτασε στη μέγιστη επέκτασή της μέχρι το 4300 πΧ.53 Δασικές εκτάσεις υπάρχουν σήμερα στο βορειοανατολικό τμήμα του οροπεδίου. Το νεολιθικό τοπίο πρέπει να είχε πιο ελώδη χαρακτηριστικά σε σχέση με το σημερινό, καθώς η λίμνη που είχε σχηματιστεί στην περιοχή κατά το Πλειστόκαινο είχε ήδη υποχωρήσει αφήνοντας μικρότερες λίμνες και βάλτους.54 Οι πλησιέστεροι ορεινοί όγκοι είναι 40-50 χιλιόμετρα μακριά. Επιβλητική είναι η παρουσία του ηφαιστειακού όρους Kara. Πέρα από αυτό εκτείνεται η οροσειρά του Ταύρου και προς τα βορειοανατολικά το Όρος Hasan, επίσης ηφαίστειο. Αυτά τα δύο αποτελούν και την πιθανότερη πηγή του οψιδιανού55 για τον οικισμό. Στην περιοχή επίσης υπήρχαν ορισμένες λίμνες που πλέον είναι άνυδρες.56 Από άποψη κλιματολογικών συνθηκών στην πεδιάδα παρουσιάζεται έντονη εποχιακή διακύμανση. Οι καλοκαιρινοί μήνες είναι ζεστοί και άνυδροι, ενώ το χειμώνα οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές με αυξημένες βροχοπτώσεις, εκδηλώνοντας χαρακτηριστικά ηπειρωτικού κλίματος. Στατιστικά στην περιοχή καταγράφονται οι χαμηλότερες βροχοπτώσεις σε όλη την Τουρκία (λιγότερο από 400mm), με τη βροχή να πέφτει συσσωρευμένη σε δύο κυρίως περιόδους, γύρω στο Μάη και το Νοέμβρη
49 Mellaart, J. (1962), σ. 42 & Mellaart, J. (1967), σ. 27 50 Hodder, I. (2006), σ. 76 αναφορά σε Hamilton, 1996 51 Hodder, I. (2006), σ. 77 52 Mellaart, J. (1967), σ. 33 & Hodder, I. (2006), σ. 76 53 Hodder, I. (2006), σ. 76 54 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 288 55 Ο οψιδιανός ήταν ένα υλικό από το οποίο κατασκεύαζαν πλήθος αντικειμένων, όπως εργαλεία, όπλα, χάντρες και καθρέφτες. Η προέλευσή του, η οξύτητα, η γυαλάδα, η διαφάνεια, σίγουρα ήταν ιδιότητες περίεργες αν όχι μαγικές για την εποχή –ένα δώρο της «Θεάς της γης» στον άνθρωπο. Θεωρούμε λοιπόν ότι είναι ένα σημαντικό υλικό, και πιθανώς πηγή πλούτου αν οι κάτοικοι του Çatal Hüyük το χρησιμοποιούσαν για εμπόριο. (Mellaart, J. (1964), σ. 55 & Mellaart, J. (1967), σ. 177) 56 Mellaart, J. (1962), σ. 43-44
24
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 11. Χάρτης του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Η περιοχή της Ανατολίας (ή Μικρά Ασία) αποτελεί το «ασιατικό» τμήμα του. (πήγη: Google Maps, 2015)
Εικ. 12. Η γεωμορφολογία της ευρύτερης περιοχής. Ο οικισμός στην ένδειξη “Α”. (πηγή: Google Maps, 2013)
Tοποθεσία
25
Εικ. 13. Οι σύγχρονοι οικισμοί γύρω από την ανασκαφή. (πηγή: Google Maps, 2013)
Εικ. 14, 15. Όρη Hasan (αριστ.) και Kara (δεξιά) όπως φαίνονται από τον οικισμό. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
πιθανώς και σε μορφή χιονιού. H πεδιάδα ξηραίνεται επιπλέον εξαιτίας των ρευμάτων αέρα που πνέουν προς την κατεύθυνση της λίμηνς Tuz Gölü. Οι καιρικές συνθήκες πρέπει να ήταν αρκετά όμοιες τη Νεολιθική εποχή με τη σημερινή εικόνα, με τη διαφορά ότι το περιβάλλον και το κλίμα ήταν πιο υγρά.57 Η ποσότητα νερού και ιζημάτων ήταν σημαντικά στοιχεία για την καθημερινότητα, γι’ αυτό και η εναλλαγή των εποχών περιοδικά και του τοπίου μακροπρόθεσμα σίγουρα επηρέαζε τους κατοίκους. Κατά τη διάρκεια ενός έτους οι εποχιακές μεταβολές μεταμόρφωναν τις τοπικές υδρολογικές ρυθμίσεις, με βροχές και σοβαρές πλημμύρες την άνοιξη, ένα εντελώς άνυδρο καλοκαίρι και πολύ κρύους και υγρούς (ακόμα και χιονισμένους) χειμώνες.58 Η φυσική ανανέωση του εδάφους από τις πλημμύρες και τις φερτές ύλες πρέπει να ήταν έντονα ελκυστικό χαρακτηριστικό για έναν αγροτικό πληθυσμό.59 Τα βασικότερα στοιχεία που φαίνεται να προσέλκυσαν τους κατοίκους στο συγκεκριμένο μέρος είναι το γόνιμο έδαφος, η εύκολη πρόσβαση σε νερό, οι άφθονοι «άγριοι» πόροι του περιβάλλοντος, η διαθεσιμότητα κατασκευαστικών υλικών και η δυνατότητα που έδινε το φυσικό περιβάλλον να βιωθεί και συμβολικά πέρα από πρακτικά.60 57 58 59 60
Aydin, C. & Cinar, K. (2011), σ. 36 & Hodder, I. (2006), σ. 76 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 289, αναφορά σε Roberts et. Al, 2006 Hodder, I. (2006), σ. 78 Hodder, I. (2006), σ. 88
26
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 16. Νότιο οροπέδιο της Ανατολίας, Νεολιθικοί και Χαλκολιθικοί οικισμοί. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Οικιστική
27
Οικιστική Η Πεδιάδα Konya είναι πλούσια σε αρχαίες τοποθεσίες, ορισμένες από τις οποίες είχε καταγράψει ο Τούρκος αρχαιολόγος R.O. Arik στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με την πρώτη συστηματική έρευνα στην περιοχή να ξεκινά από τον J. Mellaart το 1951 για το Βρετανικό Ινστιτούτο Αρχαιολογίας. Το 1958 που ο αρχαιολόγος επισκέφθηκε πρώτη φορά το λόφο μάλιστα, επικρατούσε η άποψη ότι στην Ανατολία δεν υπήρχαν νεολιθικοί οικισμοί.61 Ο Seton Lloyd μάλιστα, διευθυντής του BIAA, είχε γράψει το 1956 ότι ειδικά στην Ανατολία το έντονο κρύο του χειμώνα δεν έδινε προοπτικές για κατοίκηση. Ο Mellaart είχε ήδη εντοπίσει τον οικισμό εκείνη την περίοδο, δεν είχε όμως ξεκινήσει την έρευνα.62 Στη διάρκεια του 20ου αιώνα που ακολούθησε ήρθαν στο φως πολυάριθμες Παλαιολιθικές και Νεολιθικές τοποθεσίες στην περιοχή, η μελέτη των οποίων φιλοδοξεί να αποσαφηνίσει τα μεταναστευτικά ρεύματα ανάμεσα σε κεντρική Ασία, Αφρική και Συριοπαλαιστίνη και τις μεταβολές των κοινωνιών αυτών.63 Η σημασία της πεδιάδας στην προϊστορία της Ανατολίας είναι προφανής. Είναι η μόνη μεγάλη πεδιάδα σε ολόκληρο το οροπέδιο με αλλουβιακό χώμα, γεγονός που την καθιστά το σιτοβολώνα της Τουρκίας. Καμία άλλη περιοχή του οροπεδίου δεν έχει τέτοια συγκέντρωση αρχαίων λόφων αναφορικά με το πλήθος και το μέγεθος.64 Στην περίοδο που διαδέχεται την Παλαιολιθική υπάρχουν δύο πολιτισμικά κέντρα νότια των Ορέων του Ταύρου, ένα ανατολικό στα Όρη Zagros και ένα δυτικό στις περιοχές της Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης. Η Ανατολία συνδέεται με το δυτικό.65 Η γεωγραφική και αρχαιολογική έρευνα συνέδεσε το δυτικό οροπέδιο με την Κιλικία, ενώ διαφαίνεται και πολιτισμική συνέχεια από τα σύνορα της Συρίας έως το Αιγαίο από τη Νεολιθική περίοδο.66 Ο Mellaart, που υποστήριζε θεωρητικά την ανάπτυξη νεολιθικών κοινοτήτων στην Ανατολία πριν την ανακάλυψή τους από την αρχαιολογική έρευνα, είδε στο Çatal Hüyük πιθανότητες συσχέτισης με το γενικότερο οικιστικό πλαίσιο και ιδίως με τους οικισμούς Mersin και Hacilar, που ήταν από τις ελάχιστες ήδη γνωστές σημαντικές τοποθεσίες.67 Η Mersin (Υümük Tepe) βρίσκεται στην ανατολική όχθη του ποταμού Soğuk Su. Ο λόφος είναι οβάλ σχήματος με μέγιστο πλάτος 200 μέτρα και ύψος 25 μέτρα και καλύπτει περίπου 0,05km2. Έχει περίπου 33 επίπεδα που καλύπτουν ένα εύρος από την Πρώιμη Νεολιθική (6250 πΧ) έως το Μεσαίωνα.68 Η Mersin είναι σημαντική τοποθεσία γιατί δίνει τη δυνατότητα να εξεταστούν πιθανές σχέσεις ανάμεσα στο Νεολιθικό και Χαλκολιθικό Οροπέδιο της Ανατολίας (Çatal Hüyük, Can Hasan) και τα αντίστοιχα της Βόρειας Συρίας (Ras Shamra, Byblos κλπ). Τα κεραμικά της μοιάζουν με του Çatal Hüyük, ενώ η χρήση οψιδιανού δημιουργεί μία σύνδεση με αυτό. Βέβαια τα λίθινα αντικείμενα της Mersin παρουσιάζουν κατώτερη επεξεργασία από του Çatal Hüyük. Σημαντικά κτήρια δεν έχουν βρεθεί, ούτε ίχνη από ιερούς χώρους και τέχνη. Είναι ένας αγροτικός οικισμός με μεγάλη επιδεξιότητα στην κεραμική και τη λιθοτεχνία αλλά καθόλου εκλέπτυνση. Ομοιάζει περισσότερο σε Νεολιθικούς οικισμούς της Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης και διαφέρει από το καλλιτεχνικό πνεύμα των κατοίκων του οροπεδίου της Ανατολίας.69
61 62 63 64 65 66 67 68 69
Mellaart, J. (1967), σ. 27-29 Hodder, I. (2006), σ. 14 Matthews, R. (ed) (1998), σ. 7 Mellaart, J. (1961), σ. 159 Mellaart, J. (1967), σ. 16 Mellaart, J. (1961), σ. 159 Mellaart, J. (1962), σ. 41; Mellaart, J. (1967), σ. 30; Matthews, R. (ed) (1998), σ. 17 Mellaart, J. (1967), σ. 24 Mellaart, J. (1961), σ. 160 & Mellaart, J. (1967), σ. 25
28
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 17. Το Çatal Hüyük σε σχέση με τους Νεολιθικούς οικισμούς της Ανατολίας . (πηγή: I. Hodder, 2005)
Εικ. 18. Περιοχές πολιτισμικής επιρροής των νεολιθικών Çatal Hüyük (κύκλος) και Hacilar (τρίγωνο) . (πηγή: J. Mellaart, 1962)
Οικιστική
29
Το Hacilar, με διάμετρο 150 μέτρα και ύψος 5 μέτρα, κατοικήθηκε σε τρεις φάσεις. Το ακεραμικό Νεολιθικό χωριό κατοικήθηκε γύρω στο 7000 πΧ. Ανάμεσα σε αυτή και την επόμενη περίοδο κατοίκησής του (5750-5600 πΧ) υπάρχει ένα χάσμα, με την τρίτη περίοδο να διαδέχεται τη δεύτερη στη Χαλκολιθική περίοδο. Κύριο χαρακτηριστικό της, η εκλεπτυσμένη ζωγραφική. Ο οικισμός εγκαταλήφθηκε το 5000 πΧ περίπου, χωρίς ποτέ να επανακαταληφθεί.70 Και στις τρεις περιόδους κατοίκησης του οικισμού συναντάμε ορθογώνια κτήρια κατασκευασμένα με τούβλα από λάσπη και κόκκινα πατώματα με επίχρισμα. Στην ακεραμική Νεολιθική απουσιάζουν εντελώς κεραμικά και ειδώλια, όπως και οποιοδήπτοτε άλλο εύρημα εκτός από κόκκους δημητριακών. Από τις αρχές τις Χαλκολιθικής εποχής υπάρχουν πολλά δείγματα κεραμικών μονόχρωμα ή με προσεγμένη ζωγραφική, κάποια ειδώλια, μερικά άλλα αντικείμενα και άφθονη τροφή. Στα επίπεδα V-III δεν υπάρχουν ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά ίχνη, ενώ υπάρχει ένας πλήρης οικισμός στο επίπεδο II και τμήμα ενός μεγάλου οχυρού στο επίπεδο Ι. Στο επίπεδο Ι επίσης παρατηρούνται εμφανείς διαφορές στη ζωγραφική των κεραμικών, πράγμα που υποδηλώνει την έλευση νέου πληθυσμού με διαφορετικές τεχνικές και παραδόσεις. Η ύστερη Νεολιθική φάση παρουσιάζει συνδέσμους με το Çatal Hüyük στη ζωγραφική των κεραμικών και στα πήλινα αγαλματίδια, οι οποίοι όμως φθίνουν κατά την πρώιμη Χαλκολιθική.71 Όπως και στη Mersin και εδώ εντοπίζονται εργαλεία από οψιδιανό που ομοιάζουν με του Çatal Hüyük, κάνοντας το Mellaart να τα κατατάξει σε μία κατηγορία (τύπου «Νότιας Ανατολίας» που περιλαμβάνει Mersin, Çatal Hüyük και Ilicapinar).72 Στην εικόνα 17 φαίνονται οι οικισμοί της Ανατολίας και της ευρύτερης περιοχής σε σχέση με το Çatal Hüyük. Για λόγους σύγκρισης να σημειωθεί ότι σε σχέση με αυτό χρονικά προηγούνται το Aşikli Höyük και το Pinarbaşi A, ενώ οι οικισμοί Canhasan III, Suberde και Musular συμπίπτουν με τμήματα των διαδοχικών του φάσεων. Οι Erbaba και Pinarbaşi Β πιθανότατα συμπίπτουν με τα ύστερα στάδια του Çatal Hüyük, ενώ το Δυτικό Çatal Hüyük και το Canhasan I έρχονται αργότερα. 73 Η γενική ξηρότητα της Ανατολίας οδήγησε γενικά τους κατοίκους των οικισμών να οργανωθούν γύρω από πηγές και εκβολές ποταμών (Pinarbaşi74, Suberde, Canhasan).75 Αν και υπάρχουν ενδείξεις που μπορούν να στηρίξουν ότι το Çatal Hüyük πραγματοποιούσε εμπόριο και ανταλλαγές από μακρινές κοινότητες (πχ. καλάθια από τη Συρία και τη Μεσοποταμία, κοχύλια από τη Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα, οψιδιανός από την Καππαδοκία), ενδιαφέρον παρουσιάζει η έλλειψη ενός αξιοσημείωτου άμεσου κοινωνικού δικτύου με κοντινές κοινότητες. Ο Douglas Baird σε ερευνά του χρονολόγησε οικισμούς του ποταμού Çarşamba πριν και μετά την κατοίκηση του Ανατολικού Λόφου, αλλά κανέναν που να είναι με σιγουριά σύγχρονός του. Αυτό αποτελεί ένδειξη πως το Çatal Hüyük πιθανώς «απορρόφησε» πληθυσμούς της περιοχής.76 Ποια είναι όμως η αιτία της συσσώρευσης αυτής; Το υδάτινο απόθεμα είναι ένα κίνητρο ικανό να προσελκύσει πλυθησμούς. Όπως όμως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια, τα περισσότερα προϊόντα διατροφής και κατασκευής προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή –ακόμα και τα εξημερωμένα κοπάδια οδηγούνται σε απομακρυσμένα βοσκοτόπια- ή και μακρύτερα. Ίσως, όπως και στην περίπτωση του Göbekli Tepe, ο λόγος της πρωτοφανούς αυτής συγκέντρωσης να ξεφεύγει από το δικό μας πλαίσιο κατανόησης. Άλλωστε και ο συμβολικός πλούτος του οικισμού είναι επίσης πρωτοφανής.77
70 Mellaart, J. (1967), σ. 25 71 Mellaart, J. (1967), σ. 25 & Matthews, R. (ed) (1998), σ. 54-60 72 Mellaart, J. (1961), σ. 160 73 Hodder, I. (2005), v. 4, σ. 5 74 Η έρευνα των Douglas Baird και Trevor Watkins στο Pinarbaşi έφεραν στο φως στοιχεία για ομοιότητες με το Çatal Hüyük. Στο Pinarbaşi βρίσκουμε σβώλους κονιάματος με ίχνη από ζωικά οστά, αλλά και ειδώλια από σταλαγμίτες και σταλακτίτες, με παρόμοια επεξεργασία με αντίστοιχα του Çatal Hüyük. (Hodder, I. (2006), σ. 74) 75 Hodder, I. (2006), σ. 77 76 Hodder, I. (2005), v. 4, σ. 9 77 Hodder, I. (ed.) (2010), σ. 288
Εικ. 19. Αεροφωτογραφία με βλέμμα προς το Βορρά (πηγή: O. Durgut)
Οικονομία
31
Οικονομία Η βάση για την εντυπωσιακή ανάπτυξη του Çatal Hüyük κατέστη δυνατή χάρη στην αποτελεσματικά οργανωμένη παραγωγή και συντήρηση τροφής. Λίγες άλλες τοποθεσίες έχουν διατηρήσει τέτοια αφθονία και ποικιλία τροφίμων και μάλιστα με ενδείξεις ότι είχαν καταφέρει να εξαλείψουν τους λιμούς.78 Χλωρίδα και αγροτική παραγωγή Η αρχαιοβοτανολογική έρευνα έχει αποδείξει ότι οι κάτοικοι του Çatal Hüyük συσσώρευαν μία ευρεία ποικιλία από εξημερωμένους και άγριους σπόρους δημητριακών και λαχανικών, φρούτα και άγρια χόρτα. Πρόκειται για είδη που ευδοκιμούν μέχρι σήμερα στην ευρύτερη περιοχή και είναι κοινά είδη της στέππας. Η χρήση τους δε μπορεί σε όλες τις περιπτώσεις να ορισθεί με βεβαιότητα.79 Η καλλιέργεια ήταν σίγουρα ασχολία των κατοίκων. Σύμφωνα με τον Hans Helbaek, που έκανε την πρώτη βοτανολογική έρευνα, είχε ήδη ξεκινήσει ως συστηματική πρακτική από το Hacilar στην 7η χιλιετία.80 Η μελέτη του Helbaek έδειξε ότι το περιβάλλον της Πεδιάδας Konya δε μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτέλεσε την αρχική κοιτίδα των άγριων προγενήτορων όλων των μορφών του κριθαριού (Hordeum Spontaneum) και της ζέας (Triticum Aegilopoedes) με βάση τους οικολογικούς της παράγοντες. Εκτιμά ότι η διάδοση αυτών των σιτηρών στην Ευρώπη ξεκίνησε από εδώ, η εισαγωγή τους όμως στην Ανατολία έγινε από αλλού.81 Η προϊστορία των γεωργικών φυτών του Çatal Hüyük ξεκινά πιθανώς σε κάποια λοφώδη ύπαιθρο όπου θα μπορούσαν αρχικά να ευδοκιμήσουν82. Η πρόταση αυτή του Dr Helbaek υπαινίσσεται πως η γεωργία προτοεμφανίστηκε στην περιοχή πολύ πριν τις αρχές της εγκατάστασης στο Çatal Hüyük. Η αρχική ενασχόληση με τη γεωργία πρέπει να έγινε αρκετά πριν τη στιγμή που εμφανίζονται (βάσει τα απανθρακωμένα ευρήματα) υπολείμματα σπόρων και μικρών λαχανικών σε οικισμούς της Εγγύς Ανατολής από το 7000 πΧ, όπως το Hacilar στην Ανατολία, το Beidha κοντά στην Πέτρα και το Alikosh στο Khuzistan.83 Κατά τον Helbaek σύμφωνα με τα ευρήματα από τα δύο πρώτα έτη των ανασκαφών (1961, 1962) τα κύρια αγροτικά προϊόντα της περιοχής είναι το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, το κριθάρι και ο αρακάς που βρίσκονται σε αφθονία. Εντοπίζει επίσης άλλα είδη φυτών σε μικρότερες ποσότητες, όπως λαθούρι το οποίο υπάρχει και σήμερα σε μεγάλη ποσότητα στη γύρω περιοχή και τα φυτά καψέλλα και Erysimum sisymbrioides που είναι πηγή φυτικού λίπους αντίστοιχα με το λιναρόσπορο, το σουσάμι και το βαμβακόσπορο.84 Ανάμεσα στα ευρήματα υπάρχουν και δύο διαφορετικά αποθέματα των φυτών Taeniatherum και Eremopyrum από διαφορετικές περιόδους, τα οποία είναι ακατάλληλα για ανθρώπινη τροφή. Η μορφή 78 Mellaart, J. (1967), σ. 221 79 Fairbairn, A. et al. (2006), σ.467,476 80 Mellaart, J. (1962), σ.56 81 Helbaek, H. (1964), σ. 123 82 Με βάση πρόσφατες έρευνες θεωρείται πως τα δημητριακά που καλλιεργήθηκαν στη Νεολιθική Ανατολία προέρχονται από περιοχές του Όρους Karaca (Εικ. 21). Βέβαιο είναι ότι σε αυτή την περιοχή ξεκίνησε η εξημέρωση του μονόκοκκου σιταριού, το οποίο ευδοκιμεί ακόμα στην άγρια μορφή του. (Haldorsen, S. et al. (2011), σ. 306) Εντοπίζονται μέχρι σήμερα συνολικά 46 είδη της Οικογένειας των Αγρωστωδών (Gramineae), που περιλαμβάνει τα δημηριακά, ποικιλία που καθιστά την περιοχή πιθανό «λίκνο της γεωργίας». (Haldorsen, S. et al. (2011), σ. 309,310, αναφορά σε LevYadum et al. (2000)) 83 Mellaart, J. (1967), σ. 222 84 Helbaek, H. (1964), σ. 121-122
32
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
τους θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη χρήση τους για διακοσμητικούς λόγους στη δική μας εποχή, δε γνωρίζουμε όμως ποια ήταν η χρήση τους στη νεολιθική εποχή. Επίσης άγνωστη είναι η χρήση της ρίζας του φυτού δοϋτρίδ που βρέθηκε στο Επίπεδο85 ΙΙΙ και φυτρώνει στα κανάλια της περιοχής.86 Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση των σταυρανθών που φαίνεται ότι ήταν πολύτιμη σοδειά. Πιθανές χρήσεις των σπόρων αυτών είναι η παραγωγή φυτικών ελαίων, καρικευμάτων για την ενίσχυση της γεύσης της τροφής αλλά και η τελετουργική χρήση.87 Η εκτεταμένη χρήση καλαμιών και ψάθας στην αρχιτεκτονική, όπως θα δούμε και στη σχετική ενότητα, μας βοηθά να συμπεράνουμε ότι υπήρχε μεγάλη ελώδης έκταση απ’ όπου γινόταν η συγκομιδή. Η περιοχή είχε όντως λίμνες και ποτάμια όπου θα πρέπει να φύτρωναν σε αφθονία.88 Τα προϊόντα του βάλτου (φυτά και ψάρια) θα πρέπει να ήταν πολύ σημαντικά πολιτισμικά και διατροφικά.89 85 86 87 88 2005 89
Αναλυτική αναφορά στα “Επίπεδα” γίνεται στην επόμενη ενότητα. Helbaek, H. (1964), σ. 122 Fairbairn, A. et al. (2006), σ.467,477 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 295 αναφορά σε Matthews 2005; Rosen 2005; Wendrich Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 295
Εικ. 20. Ενδεικτικό διάγραμμα της βλάστησης της Πεδιάδας Konya. (πηγή: I. Hodder, 2006)
Οικονομία
33
Εικ. 21. Τοποθεσία του Όρους Karaca, όπου ευδοκιμούν μέχρι σήμερα είδη δημητριακών στις άγριες ποικιλίες τους. (πηγή: Wikipedia)
Εκτίμηση του Helbaek επίσης είναι ότι η αφθονία χλωρίδας που ευδοκιμεί σε ελώδη περιβάλλοντα υποδεικνύει πως τα αρδευτικά έργα των καλλιεργητών είχαν περισσότερο τη μορφή πλημμυρισμένων περιοχών παρά ελεγχόμενων καναλιών.90 Πολλά από τα υλικά και τα προϊόντα που ανακαλύφθηκαν όπως ο οψιδιανός, ο χαλκός, τα κοχύλια και οι ημι-πολύτιμοι λίθοι που βρίσκονται σε πολλά σημεία έχουν εισαχθεί από αλλού πιθανώς μέσω εμπορίου. Ομοίως, η ξυλεία από δρυ και άρκευθο που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των κτηρίων και η πέτρα ανήκουν σε ορεινές περιοχές και πιθανότατα μεταφέρθηκαν από τον Ταύρο.91 Στα ορεινά ανήκουν επίσης τα αμύγδαλα, τα βελανίδια, τα φυστίκια και τα άγρια κεράσια (hackberries) που βρέθηκαν σε διάφορα επίπεδα. Τα hackberries μάλιστα εντοπίζονται σε όλα τα επίπεδα και δεν είναι απίθανο να χρησίμευαν στην παρασκευή κάποιου ποτού, πιθανότατα κρασιού.92 Πανίδα, κυνήγι και κτηνοτροφία Το κυνήγι είναι βασικό στοιχείο της οικονομίας του οικισμού και όπως θα δούμε στη συνέχεια κατέχει εξέχουσα θέση στο επίπεδο των συμβόλων. Ο μεγάλος αριθμός αιχμών από βέλη και δόρατα, οι τοιχογραφίες που αναπαριστούν σκηνές κυνηγιού αλλά και τα κατάλοιπα άγριων ζώων και πτηνών που εντοπίζονται στον οικισμό μας πληροφορούν για την ύπαρξη και τη σημασία άγριων πληθυσμών ζώων στην ευρύτερη περιοχή.93 Η Πεδιάδα Konya θεωρείται ιδανικό περιβάλλον για τη διαβίωση άγριων ειδών ζώων, και γύρω στα 6000 πΧ θα πρέπει να φιλοξενούσε μεγάλο αριθμό από άγρια βοοειδή (Bos Primigenius), χοίρους (Sus Scrofa) και κόκκινα ελάφια (Cervus Elaphus). Ίσως να ήταν η παρουσία μεγάλων κοπαδιών από αυτά τα ζώα που προσέλκυσαν τον ανθρώπινο πληθυσμό εξ αρχής. Εξημερωμένα αιγοπρόβατα βρίσκονται από τα κατώτερα επίπεδα. Χοίροι δεν είχαν ποτέ εξημερωθεί, ενώ η εξημέρωση των βοοειδών είναι στατιστικά ανεπιβεβαίωτη.94 Πάντως η διατροφή των βοοειδών παραπέμπει περισσότερο σε άγριο είδος που αποτελούσε θήραμα.95 Το κυνήγι μεγάλων ζώων δεν ήταν δημοφιλές σε όλες τις νεολιθικές κοινότητες όσο ήταν στο Çatal Hüyük, όπου τα κυρίως θηράματα προέκυπταν από κοπάδια βοοειδών, άγριων χοίρων και κόκκινων ελαφιών. Για παράδειγμα στο Suberde το μέγεθος των όπλων δείχνει ότι τα θηράματα ήταν μικρότερα. Άλλα θηράματα αποτελούσαν άγριοι όνοι, μη εξημερωμένα πρόβατα, ζαρκάδια, ντάμα (μηρυκαστικά θηλαστικά συγγενή με το ελάφι), γαζέλλες, αλεπούδες, λύκοι και λεοπαρδάλεις. Δεν έχουν βρεθεί οστά από λιοντάρια, αλλά πιθανώς ορισμένα που ανήκουν σε αρκούδες. Επίσης υπάρχουν αποδείξεις για την εξημέρωση σκύλων96. 90 Helbaek, H. (1964), σ. 123 91 Helbaek, H. (1964), σ. 122 & Mellaart, J. (1967), σ. 212-213 92 Helbaek, H. (1964), σ. 122-123 93 Mellaart, J. (1962), σ.56 94 Mellaart, J. (1967), σ. 223 95 Hodder, I. (2006), σ.83 96 Οι σκύλοι πρέπει να είχαν κάποιου είδους συμβιωτική σχέση με τους ανθρώπους. Ήταν εξημερωμένοι χωρίς να αποτελούν διατροφικό προϊόν και πιθανότατα βρίσκονταν εντός του οικισμού χωρίς να είναι «κατοικίδια». Άνθρωποι και σκύλοι συνεργάζονταν στο κυνήγι, όπως υπαινίσσονται αναπαράστασεις μικρόσωμων μη-θηρευόμενων ζώων σε τοιχογραφίες σκηνών κυνηγιού. Η διατροφή τους φαίνεται να αποτελείται από τα απορρίματα των ανθρώπων. (Hodder, I. (2006), σ.84)
34
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Ακόμα, πιάνονταν και πουλιά –ιδίως αυτά που φώλιαζαν στους βάλτουςκαι ψάρια, τα οποία φαίνεται πως εκτιμούνταν λιγότερο. Δεν υπάρχει ίχνος για κατανάλωση σαλιγκαριών.97 Η κυρίαρχη πηγή κρέατος είναι τα πρόβατα, τα οποία είναι εξημερωμένα, περιφραγμένα και ποιμαίνονται από την αρχή της εδραίωσης του οικισμού.98 Τα φυτά που χρησιμοπιούνται για την εκτροφή των ποιμενόμενων ζώων είναι κυρίως άγριας προέλευσης και λιγότερο ζωοτροφές καλλιέργειας. Τα ζώα που εκτρέφονταν φαίνεται πως ποιμένονταν σε ποικίλα περιβάλλοντα μακριά από τον οικισμό.99 Το μέγεθος των ζώων της πεδιάδας φαίνεται πάντως να μειώνεται σταδιακά με το χρόνο. Τα μεγέθη των ζωικής προέλευσης κεράτων που χρησιμοποιούνταν για τελετουργικούς σκοπούς μειώνονται σημαντικά, όπως μπορούμε να δούμε συγκρίνοντας αυτά που βρέθηκαν στο Eπίπεδο V σε σχέση με αυτά των προηγούμενων επιπέδων (VI και VII). Αυτό μάλλον οδήγησε σε μείωση του μεγέθους των αιχμών των δοράτων και των βελών που παρατηρείται μετά το Επίπεδο V και τελικά σε ύφεση της λίθινης παραγωγής.100 Η μείωση του αριθμού των ακοντίων και των αιχμών τόξου σε μέγεθος και σε πλήθος μπορεί να αποτελεί ένδειξη αλλαγής στην οικονομία, πιθανώς έμφαση στην οικιακή παραγωγή έναντι της συλλογής.101
97 Mellaart, J. (1962), σ.56; Mellaart, J. (1967), σ. 223 98 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 290 αναφορά σε Russel & Martin, 2005 99 Hodder, I. (2006), σ.82-83 100 Mellaart, J. (1963), σ. 46; Mellaart, J. (1967), σ. 223 101 Mellaart, J. (1963), p. 46
Εικ. 22, 23, 24. Τοιχογραφίες που αναπαριστούν σκηνές από κυνήγι διαφόρων ζώων. (πηγή: J. Mellaart, 1966)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
35
Εικ. 25. Κυνηγός με τόξο ρίχνει βέλος προς τη μεριά ενήλικου και μικρού ελαφιού. Στο κάτω μέρος της τοιχογραφίας υπάρχει μία φιγούρα ζώου που μετέχει στο κυνήγι που θεωρείται μία από τις πρώτες αναπαραστάσεις εξημερωμένου σκύλου. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 26. Κυνηγοί και θηράματα. (πηγή: J. Mellaart, 1962)
Εικ. 27. Αναπαράσταση υπερμεγέθους ταύρου. (πηγή: J. Mellaart, 1962)
36
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 28. Σχέδιο Επιπέδου VIII. (πηγή: J. Mellaart, 1966)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
37
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία Η τοποθεσία αποτελείται από δύο μέρη. Ο ανατολικός λόφος είναι το παλιότερο κομμάτι που ανήκει στη νεολιθική περίοδο και ο δυτικός κατοικήθηκε μόνο στην Πρώιμη Χαλκολιθική. Το μέγεθος των λόφων έδινε από την αρχή την ανακάλυψης την εντύπωση ότι επρόκειτο για «πόλη» και όχι για ένα τυπικό νεολιθικό χώριο.102 Υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός κυμαίνεται μεταξύ των 3500 και 8000 κατοίκων, με την εκτίμηση της ελάχιστης τιμής να είναι 1500 με 2700.103 Ο κύριος λόφος του Çatal Hüyük (ο ανατολικός) έχει οβάλ σχήμα, με 450 μέτρα μήκος και 275 μέτρα πλάτος, καλύπτοντας περίπου μία επιφάνεια 34 στρεμμάτων. Το ύψος του είναι περίπου 17,5 μέτρα από την επιφάνεια της πεδιάδας, με άλλα 4 περίπου μέτρα επιπλέον βάθος.104 Ο λόφος αποτελείται από έναν μεγάλο κεντρικό όγκο, απότομο στις δύο μακριές πλευρές αλλά που βρίσκει ομαλά το έδαφος προς τη νότια πλευρά, ενώ στο βόρειο άκρο υπάρχει ένας δευτερεύων χαμηλότερος όγκος. Περιτριγυρίζεται από αρδευτικά κανάλια. Στην ανατολική πλευρά τα κανάλια αυτά εισέρχονται σε ένα χαμηλού ύψους επίπεδο του οικισμού με μεγάλο πλάτος, που χρονολογείται στις ύστερες φάσεις της Νεολιθικής περιόδου. Ένα μικρό κομμάτι αυτού του επιπέδου καλύπτεται από ένα σύγχρονο νεκροταφείο, αν και συνολικά εκτείνεται εκτός των αρδευτικών καναλιών. Η δυτική πλευρά όπου βρισκόταν η όχθη του ποταμού αποτελεί χώρο καλλιέργειας που εφάπτεται με χωμάτινο δρόμο που χρησιμοποιείται για μετακινήσεις.105 Δεν έχουν βρεθεί ερείπια κτηρίων πέραν της Νεολιθικής στο λόφο, αλλά τα ανώτερα τμήματα διαπερνώνται από λάκκους τουβλων τηε ύστερης Εποχής του Σιδήρου και της Ελληνιστικής περιόδου. Κάποιοι από αυτούς έχουν έως 4 μέτρα βάθος, σε βαθμό που έχουν επαφή με τα Νεολιθικά κτήρια και έχουν επηρεάσει την κατάσταση που έχουν διατηρηθεί.106 O Mellaart κατάφερε να εντοπίσει δώδεκα διαδοχικά επίπεδα οικοδόμησης, διατυπώνοντας την άποψη ότι αποτελούν δώδεκα διαφορετικές πόλεις κι όχι φάσεις ή επισκευές μεμονωμένων κτηρίων. Τα επίπεδα δεν είχαν πάντα την ίδια διάρκεια ζωής. Γενικά πάντως, στο Çatal Hüyük τόσο ο τρόπος κατασκευής, που θα αναλυθεί παρακάτω, όσο και η συντήρηση των κτηρίων (οι κάτοικοι σοβάτιζαν τακτικά και προσεκτικά το εσωτερικό και το εξωτερικό, προστατεύοντας τα τούβλα από τη φθορά της βροχής και του ήλιου) ευνοούσε τη διάρκειά τους στο χρόνο, που μπορεί να ξεπερνούσε τα 100 χρόνια. Από το σοβάτισμα επίσης έγινε πιο εύκολη η χρονολόγηση του οικισμού καθώς οι στρώσεις του σοβά έχουν διατηρηθεί και είναι μετρήσιμες. Η άλλη μέθοδος χρονολόγησης που χρησιμοποιήσε η ομάδα του Mellaart για να προσδιορίσει χρονικά την περίοδο της κατοίκησης που αντιστοιχεί σε κάθε επίπεδο ήταν η ραδιοχρονολόγηση του άνθρακα C-14. Κάθε επίπεδο107 έχει ονομαστεί με τη λέξη “Level” (Επίπεδο) και είναι αριθμημένο με λατινικούς αριθμούς από το Ο για το ανώτερο, ενώ το VI έχει χωριστεί σε δύο διακριτά επίπεδα VIA και VIB.108
102 Mellaart, J. (1962), σ. 42 103 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 293 104 Mellaart, J. (1962), σ. 42 & Mellaart, J. (1967), σ. 30 105 Mellaart, J. (1967), σ. 31-32 106 Mellaart, J. (1967), σ. 32 107 Ο Hodder αναφέρεται στην ύπαρξη 18 επιπέδων (Hodder, I. (2006), σ. 7). Όπως αναφέρει στη διάλεξή του “The leopard changes its spots: recent work on societal change at Çatalhöyük” ήταν αδύνατο να αντιστοιχίσει τα επίπεδα του Mellaart με τα επίπεδα της τοποθεσίας 4040, γι’ αυτό και η δική του ταξινόμηση ακολουθεί διαφορετικό σύστημα, με τη χρήση γραμμάτων αντί για τη λατινική αρίθμηση. (Hodder, I. (2013), Allan Hall Memorial Lecture) 108 Mellaart, J. (1964), σ. 116-118 & Mellaart, J. (1967), σ. 49-51
38
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 29. Κάτοψη και τομή της περιοχής ανασκαφών της περιόδου 1961-1965) με τα διάφορα επίπεδα κατοίκησης σε σχέση με το ύψος του λόφου . (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 30. Σχέδιο της τοποθεσίας με τις υψομετρικές και ένδειξη της έκτασης των ανασκαφών του Mellaart. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
39
Κάτοψη και κατασκευαστικές λεπτομέρειες Όλα τα κτήρια109 του Çatal Hüyük ήταν κατασκευασμένα με παραλληλεπίπεδα τούβλα από λάσπη που είχε ξεραθεί στον ήλιο, καλάμια και σοβά. Τα τούβλα έπαιρναν το σχήμα τους σε ξύλινο εκμαγείο όπου διαμορφώνονταν με τη βοήθεια σκέπαρνου. Λόγω έλλειψης πέτρας στην περιοχή, ακόμα και τα θεμέλια των κτηρίων φτιάχνονταν με τα ίδια τούβλα, στοιβαγμένα κάτω από τα πατώματα σε σειρές που έφταναν έως και τις έξι. Στα περισσότερα τούβλα έχει χρησιμοποιηθεί άχυρο και έχουν πρασινωπή απόχρωση, αν και στο Επίπεδο III έχουν βρεθεί τούβλα από άμμο χωρίς άχυρο, κιτρινωπής απόχρωσης. Επίσης, για συγκόλληση των στοιχείων έχει χρησιμοποιηθεί μεγάλη ποσότητα μαύρου κονιάματος που είναι πλούσιο σε στάχτη και θραύσματα οστών, ιδίως στα κατώτερα επίπεδα (Επίπεδο VI) όπου το πάχος του μπορεί να φτάνει σχεδόν το πάχος των τούβλων (6 εκ. κονιάματος για 8 εκ. τούβλο).110 Οι κατοικίες έχουν περίπου ορθογωνική κάτοψη. Αποτελούνται από ένα μεγάλο δωμάτιο διημέρευσης (κατά μέσο όρο 4x5 μέτρα) και ένα ή δύο μικρότερα δωμάτια που χρησιμοποιούνταν ως βοηθητικοί ή αποθηκευτικοί χώροι.111 Στον κυρίως χώρο η είσοδος112 από το δημόσιο χώρο γινόταν διαμέσου της οροφής. Στους βοηθητικούς χώρους αντίθετα η είσοδος γινόταν από τα κύρια δωμάτια διαμέσου ανοιγμάτων στους τοίχους που ήταν τετράγωνα, ορθογώνια ή οβάλ, δεν διαχωρίζονταν από τον κεντρικό χώρο με πόρτα και το ύψος τους έφτανε τα 72 ή 77 εκατοστά, γεγονός που υποδεικνύει ότι στους χώρους αυτούς έπρεπε κανείς να μπει σκυφτός ή έρπων.113 Οι στέγες, που είναι επίπεδες, φτιάχνονταν από σωρούς από καλάμια. Η επάνω επιφάνειά τους καλυπτόταν με ένα στρώμα από παχύρευστη λάσπη, ενώ το ρόλο της προστασίας από πτώση θραυσμάτων αναλάμβανε ένα στρώμα ψάθας που τοποθετούνταν στο κάτω μέρος. Η βαριά αυτή κατασκευή στηριζόταν από δύο κύρια δοκάρια μεγάλης διατομής και άλλα μικρότερα. Ως προς την ανθεκτικότητα της κατασκευής δε μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι οροφές ήταν βατές και μάλιστα δέχονταν φορτία και από κίνηση και κυκλοφορία αλλά και από λοιπή ανθρώπινη δραστηριότητα.114 Στις στέγες λάμβαναν χώρα εργασίες οικιακής παραγωγής. Ιδιαίτερα τη θερινή περίοδο είναι πολύ πιθανό να υπήρχε μεγαλύτερη δραστηριότητα σε αυτές από ότι στο εσωτερικό των κατοικιών.115 Αν και δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις που να το αποδεικνύουν, δεν είναι απίθανο κάποιες από τις κατοικίες να είχαν και τμήμα ορόφου ελαφριάς κατασκευής ή προεξοχή στηριζόμενη σε κολόνες. Σίγουρα πάντως υπήρχε κάποια κατασκευή που προστάτευε το άνοιγμα της οροφής στο νότιο τοίχο. Αυτό αποδεικνύεται από τον καλοδιατηρημένο σοβά στα ανοίγματα, που δε θα ήταν σε αυτή την κατάσταση αν ήταν άμεσα εκτεθημένος στον ήλιο. Ο Mellaart εκτιμούσε ότι αυτή η κατασκευή είχε τη μορφή ξύλινης αποθήκης ή στοάς ή βεράντας.116 Όσο για το άνοιγμα της οροφής, το οποίο αποτελούσε όπως αναφέρθηκε την είσοδο, χρησίμευε επίσης ως φρεάτιο εξαερισμού, καπνοδόχος της εστίας και του φούρνου αλλά και για φωτισμό. Η 109 Η μελέτη της ομάδας του Mellaart ως προς την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία επικεντρώνεται στα Επίπεδα II-VII, όπου μπόρεσε να γίνει εκτεταμένη ανασκαφή και τα κτήρια ήταν σε καλή κατάσταση (τα κτήρια των δύο ανώτερων επιπέδων δεν ήταν καλοδιατηρημένα). Για τα κατώτερα επίπεδα έγιναν δοκιμαστικές τομές και φαίνεται να ακολουθούν το ίδιο μοτίβο με τα ανώτερα. (Mellaart, J. (1964), σ. 39, 73 & Mellaart, J. (1967), σ. 54) 110 Mellaart, J. (1962), σ. 46 & Mellaart, J. (1967), σ. 55 111 Mellaart, J. (1962), σ. 46 112 Στην πρώτη επίσημη δημοσίευση ο Mellaart αναφέρει πως η είσοδος στα κτήρια γίνεται από τις αυλές διαμέσου ανοιγμάτων στους τοίχους. (Mellaart, J. (1962), σ. 46) Από την επόμενη περίοδο όμως αναθεωρεί, δηλώνοντας με σιγουριά ότι τα κτήρια είχαν αποκλειστικά μία πρόσβαση από την οροφή. Αποδίδει την αρχική λάθος εκτίμηση σε ρήγματα των τοίχων λόγω φθοράς. (Mellaart, J. (1963), σ. 52) 113 Mellaart, J. (1967), σ. 56 114 Mellaart, J. (1967), σ. 56 115 Hodder, I. (2006), σ. 54, 126 116 Mellaart, J. (1963), σ. 56 & Mellaart, J. (1967), σ. 56
40
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 31. ‘Αποψη από τις τοιχοποιίες της ανασκαφής. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 32. Άνοιγμα εισόδου σε βοηθητικό χώρο. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
41
Εικ. 33. Φωτογραφική κάτοψη κατοικίας. (πηγή: J. Quinlan)
κατακόρυφη κυκλοφορία γινόταν διαμέσου ξύλινης σκάλας, που ήταν κατασκευασμένη από ξυλεία διατομής 10-12,5 εκατοστά, η μία πλευρά της οποίας στηριζόταν στο νότιο τοίχο όπως φαίνεται από τις διαγώνιες γραμμές που έχουν μείνει εμφανείς στο σοβά.117 Για τη διευκόλυνση του εξαερισμού, στο νότιο τοίχο είναι επίσης τοποθετημένη η «κουζίνα» του σπιτιού που περιλαμβάνει τους φούρνους (μπορεί να είναι πάνω από ένας) και την εστία (συνήθως μία) και καταλαμβάνει συνολικά περίπου το 1/3 του ωφέλιμου χώρου. Οι φούρνοι μάλιστα είναι εν μέρει τοποθετημένοι μέσα στον τοίχο, για καλύτερη διατήρηση της θερμότητας. Μορφολογικά, έχουν οβάλ σχήμα με επίπεδη οροφή και τα ύψη τους διαφέρουν. Συχνά κοντά στο φούρνο, επίσης στο νότιο τοίχο, υπάρχει μια βαθιά αλλά χαμηλή υποχώρηση για την αποθήκευση καύσιμων υλών (ξύλα, χαμόκλαδα, άχυρα). Οι εστίες είναι ορθογωνικές και τετράγωνες στα επίπεδα I-VI B ή στρογγυλές και τετράγωνες στα κατώτερα επίπεδα, πάντα ανυψωμένες και οριοθετημένες με ακρόλιθους που εμπόδιζαν το διασκορπισμό στάχτης και κάρβουνου. Πέρα από τους οικιακούς φούρνους, στα επίπεδα IV και V έχουν βρεθεί τεράστιοι φούρνοι (με διαμέτρους 1,5-1,8 μέτρα) φτιαγμένοι από τούβλα, σε ανοιχτό υπαίθριο χώρο.118 Το τακτικό σοβάτισμα των τοίχων στο εσωτερικό μπορεί να έχει ως αφετηρία την κάλυψη της αιθάλης που δημιουργούσαν οι καύσεις από τους φούρνους και τις εστίες, έτσι ώστε οι επιφάνειες να διατηρούν τις ιδιότητές τους ως προς την αποτελεσματική διάχυση του φωτός.119 Κοντά στις περιοχές μαγειρέματος βρίσκουμε επίσης μεγάλο αριθμό από πήλινες σφαίρες που σύμφωνα με τη Sonya Atalay χρησιμοποιούνταν στο μαγείρεμα, θερμαίνοντας έμμεσα το φαγητό.120 117 118 119 120
Mellaart, J. (1963), σ. 45, 52, 54 & Mellaart, J. (1967), σ. 56 Mellaart, J. (1962), σ. 47 & Mellaart, J. (1967), σ. 56-57 Hodder, I. (2006), σ. 136 Hodder, I. (2006), σ. 120
42
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 34. Τομή της κατοικίας E VI, I, όπου φαίνεται το φρεάτιο εισόδου. Η είσοδος στον κυρίως χώρο γίνεται από χαμηλή πόρτα που διαχωρίζεται από το φρεάτιο. (πηγή: J. Mellaart, 1962)
Σε μερικά σπίτια δίπλα από τον τυπικό φούρνο υπάρχει ένας επιπλέον ξεχωριστός θάλαμος πυράς μεγαλύτερων διαστάσεων από το φούρνο και θολωτός.121 Αυτός μπορεί να ήταν καμίνι κεραμικών. Όλοι οι φούρνοι της συγκεκριμένης τυπολογίας βρέθηκαν κατεστραμμένοι. Το γεγονός αυτό μπορεί να σημαίνει ότι σφραγίζονταν εντελώς και επανακατασκευάζονταν κάθε φορά που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν.122 Κατά μήκος δύο άλλων τοίχων εντοπίζονται ανυψωμένες πλατφόρμες που σχηματίζουν Γ, αφήνοντας σε πιο χαμηλό επίπεδο μια τετράγωνη περιοχή στο κέντρο του σπιτιού που ήταν σκεπασμένη με κάποιου είδους χαλί. Συνήθως μια μικρή τετράγωνη πλατφόρμα υπήρχε στη βορειοανατολική γωνία ενώ προς τον υπόλοιπο ανατολικό τοίχος (προς την κουζίνα) ήταν εφαπτόμενη μια μεγαλύτερη πλατφόρμα με έναν μεγαλύτερο πάγκο. Αυτή πλαισιωνόταν ανάμεσα σε δύο ξύλινες κολόνες που ήταν σοβατισμένες και συχνά βάφονταν κόκκινες. Η διαρρύθμιση των ανυψωμένων αυτών επιπέδων ποικίλει ανάλογα με τον προσανατολισμό. Τα κτήρια με άξονα Βορρά – Νότου έχουν δευτερεύουσες πλατφόρμες στο 121 122
Mellaart, J. (1962), σ. 47 Mellaart, J. (1967), σ. 63
Εικ. 35. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία κατοικίας, πιθανή αναπαράσταση σκάλας καθόδου. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
43
Εικ. 36. Συγκέντρωση πήλινων σφαιριδίων όπως βρέθηκαν στην ανασκαφή. Τέτοιες συγκεντρώσεις συναντάμε κοντά στο φούρνο των κατοικιών. (πηγή: I. Hodder, 2006)
βόρειο τοίχο και στη νοτιοδυτική γωνία κοντά στο φούρνο. Τα κτηρια με άξονα Δύσης – Ανατολής έχουν τη μικρή πλατφόρμα εφαπτόμενη στον βόρειο τοίχο και η μεγάλη πλατφόρμα με τον πάγκο παραμένει στον ανατολικό τοίχο.123 Οι πλατφόρμες, αρχέτυπο για το τούρκικο ντιβάνι, ήταν κι αυτές προσεκτικά επιχρησμένες όπως και το υπόλοιπο σπίτι και συχνά περιγράφονταν με στρογγυλεμένο κράσπεδο. Χρησίμευαν ως κάθισμα, επιφάνεια εργασίας και ύπνου. Συχνά είναι στρωμένες με καλάμια ή βρύα σαν βάση για μαξιλάρια, υφάσματα και κλινοσκεπάσματα.124 Κάτω από αυτές τις πλατφόρμες ήταν θαμμένοι οι νεκροί.125 123 124 125
Mellaart, J. (1962), σ. 47-48; Mellaart, J. (1964), σ. 50; Mellaart, J. (1967), σ. 57 Mellaart, J. (1967), σ. 60 Mellaart, J. (1962), σ. 51
Εικ. 37. Ιερό VI.6.1. Ανατολικός και νότιος τοίχος, με σειρές κεράτων να κοσμούν τις πλατφόρμες. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
44
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 38. Κατοικία VII.12 από την νοτιοδυτική γωνία. Κλασσικό παράδειγμα της χωροθέτησης των πλατφορμών σε μία κατοικία με άξονα Ανατολής-Δύσης. Δεξιά είναι ορατή και η εστία. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 39. Κατοικία Α.ΙΙΙ.10. Η νοτιοανατολική γωνία με λεπτομέρεια από το φούρνο (δύο φορές ανακαινισμένο) στο νότιο τοίχο, την πλίνθινη τοιχοποιία και το διαγώνιο αποτύπωμα της ξύλινης σκάλας στο σοβά του τοίχου. Η θέση της σκάλας, του φούρνου και της εστίας είναι η ίδια σε όλα τα κτήρια. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
45
Φέροντας Οργανισμός Από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, αξίζει να γίνει αναφορά και στα πλαίσια από ξύλο που χρησιμοποιούνται για να στηρίξουν την κατασκευή και πλαισιώνουν τους τοίχους. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι ο σκελετός είναι φέρων και ευσταθεί και χωρίς τα τούβλα των τοίχων, τα οποία έχουν πολύ μικρή θλιπτική αντοχή. Ο φέροντας οργανισμός όπως είναι διαμορφωμένος, ανταποκρίνεται περισσότερο σε προδιαγραφές ξύλινου κι όχι πλίνθινου κτηρίου, αφού τα πλαίσια στα σημεία που συνδέονται τα δοκάρια με τις κολόνες πληρώνονταν με τμήματα από λεπτά ξύλα και σοβά ή σανίδες. Επίσης, τα τούβλα έχουν εκφορική διάταξη, με τέτοιο τρόπο ώστε οι τοίχοι στο ανώτερο άκρο τους να εξέχουν έως και 23 εκατοστά σε σχέση με τη βάση, προς το εσωτερικό του κτηρίου. Αυτό θα μπορούσε να γίνεται και για αισθητικούς λόγους, το πιο πιθανό είναι όμως ότι διευκόλυνε στην κατασκευή της στέγης, αφού με αυτόν τον τρόπο χρειαζόταν μικρότερου μήκους ξυλεία για τη στήριξη και την κάλυψη.126 Η εξασφάλιση της ξυλείας που ήταν απαραίτητη για τις κατασκευές αποτελεί μία δραστηριότητα η οποία αφορούσε το σύνολο της κοινότητας και σίγουρα περιλάμβανε κοινωνική αλληλεξάρτηση και συνεργασία. Πρόκειται για ένα μη τοπικό υλικό η εξασφάλιση του οποίου σίγουρα περιλάμβανε κάποια διαδικασία. Τα υλικά συνδέονταν λοιπόν με την κοινότητα άμεσα και αμφίδρομα.127 Η προέλευση των ξύλινων σπιτιών πρέπει να αναζητηθεί στη δασική ζώνη των βουνών του Ταύρου όπου η ξυλεία αφθονεί, σε αντίθεση με την Πεδιάδα. Στα πρώτα επίπεδα του οικισμού του Çatal Hüyük γίνεται προσπάθεια να προσαρμοστεί η τυπολογία του ξύλινου κτηρίου στις τοπικές συνθήκες, αντικαθιστώντας τις σανίδες και τα ξύλα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των τοίχων με λεπτές σειρές από τούβλα φτιαγμένα από λάσπη, διατηρώντας τον ξύλινο φέροντα οργανισμό. Η φθορά του ξύλου από το χρόνο ή από πυρκαγιές αλλά και γενικά της κατασκευής από το βάρος των υλικών και την εκφορική τοποθέτηση, κατέληγε σε σε καταστροφή των ανώτερων τμημάτων των τοίχων, αφού έμεναν χωρίς υποστήριξη. Από το Επίπεδο V και μετά παρατηρούμε ότι οι χτίστες τροποποίησαν την κατασκευαστική μέθοδο, έχοντας μάλλον παρατηρήσει τα μειονεκτήματα και τις φθορές. Έτσι βλέπουμε ότι τα τούβλα γίνονται μεγαλύτερα, η διαβάθμιση μεταξύ τους μικρότερη, ο ξύλινος σκελετός λεπταίνει, μέχρι που στο Επίπεδο II οι κολόνες αντικαθίστανται με κίονες από τούβλο ενσωματωμένους στον τοίχο σχηματίζοντας αντιρήδες (που λειτούργησαν ως πρότυπο για το Hacilar και το Can Hasan στη Χαλκολιθική Εποχή) και τα ξύλινα πλαίσια όπου υπάρχουν έχουν πλέον χαρακτήρα διακοσμητικό.128 Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο τρόπος που τοποθετούνται οι κολόνες δημιουργεί τρία ευδιάκριτα πλαίσια στους τοίχους με το μεγαλύτερο μήκος, με το μεσαίο να είναι πάντα μεγαλύτερο από τα δύο πλευρικά. Από αισθητική άποψη, τα πλαίσια αυτά, διακόπτουν τη μονοτονία ενός ενιαίου τοίχου με μία ενδιαφέρουσα σχέση αρχιτεκτονικής-διακόσμησης. Όπως θα δούμε πιο αναλυτικά και παρακάτω, τα πλαίσια και οι «κίονες» αποτελούν το βασικό καμβά που παραλαμβάνει τη διακόσμηση.129 Η κατεδάφιση ενός κτηρίου ακολουθεί μία σειρά από βήματα που της δίνουν χαρακτήρα τελετουργίας. Ξεκινούσε με την καταστροφή της επίπεδης οροφής του, αφαιρώντας τα δοκάρια όπου στηριζόταν. Στη συνέχεια γκρεμίζονταν τα ανώτερα τμήματα των τοίχων, μέχρι το δωμάτιο να γεμίσει με σπασμένα τούβλα και σοβάδες.130 Με χώμα γεμίζονταν και τα κοίλα στοιχεία (πχ. φούρνοι) και η νέα κατοικία χρησιμοποιούσε το κατώτερο τμήμα των παλαιών τοίχων ως βάση για τους νέους της τοίχους.131 Φαίνεται επίσης πως πριν την κατεδάφιση το πάτωμα καθαριζόταν πολύ προσεκτικά και αφαιρούνταν τα «τελετουργικά» σύμβολα.132 Από αυτό συμπεραίνουμε ότι αντικείμενα (οψιδιανός, όπλα, εργαλεία) που βρίσκονται σε κατεδαφισμένες οικίες έχουν αφεθεί να θαφτούν επίτηδες μαζί με το κτήριο.133 Μπορεί να είναι κάποιου είδους «ταφικό δώρο» στη δομή αντίστοιχο με αυτά των 126 127 128 129 130 131 132 133
Mellaart, J. (1963), σ. 60 & Mellaart, J. (1967), σ. 63 Hodder, I. (2006), σ. 117 Mellaart, J. (1963), σ. 60 & Mellaart, J. (1967), σ. 64 Mellaart, J. (1962), σ. 49 Mellaart, J. (1967), σ. 50 Hodder, I. (2006), σ. 17 Hodder, I. (2006), σ. 129, 132 Hodder, I. (2006), σ. 130
46
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
ανθρώπων, ή μπορεί η ταφή να δίνει κάποια ιδιαίτερη σημασία στο αντικείμενο. Αν και τα σπίτια συντηρούνταν και χρησιμοποιούνταν για πολλά χρόνια, υπάρχουν λόγοι που καθιστούσαν την εγκατάλειψή τους απαραίτητη. Η αύξηση του αριθμού των χρηστών, η καταστροφή από πυρκαγιά ή η υπερβολική διόγκωση των τοίχων από τις πολλαπλές επιστρώσεις σοβά μπορεί να ήταν οι κυρίαρχοι λόγοι για την κατασκευή μίας νέας κατοικίας. Ενδέχεται επίσης η καταστροφή μίας κατοικίας να είχε σχέση και με το θάνατο κάποιου συγκεκριμένου ατόμου.134 Χαρακτηριστικά Φαίνεται ότι τα πάντα διέπονται από κάποιες σχεδιαστικές κατευθυντήριες γραμμές. Τα περισσότερα στοιχεία έχουν μία σχετική τυποποίηση που υφίσταται παραλλαγές. Οι διαστάσεις των τούβλων, των φούρνων και των εστιών, τα ύψη από τις πόρτες και τα πλαίσια, χαρακτηρίζονται από ισότητα και αναλογίες ως προς τα μέτρα τους. Το ίδιο ισχύει για τις τυπικές κατόψεις κατοικιών και ιερών, τη χωροθέτηση του εξοπλισμού και τον προσανατολισμό. Μονάδες μέτρησης αποτελούσαν μάλλον προσεγγιστικά οι παλάμες (8 εκατοστά), τα πόδια (32 εκατοστά) και πολλαπλάσια αυτών των 134
Hodder, I. (2006), σ. 129,130
Εικ. 40. Aξονομετρικό διάγραμμα που συνοψίζει τα δομικά στοιχεία που συνθέτουν ένα τυπικό δωμάτιο (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
47
Εικ. 41. Ιερό E VI.10. Τα δομικά στοιχεία ενός ιερού είναι ίδια με τις κατοικίες. Αυτό που διαφέρει είναι η παρουσία «διακοσμητικών» στοιχείων, τα οποία συνδέονται με λατρευτικούς σκοπούς. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
τιμών.135 Ως προς τα μεγέθη των κατοικιών, υπάρχουν διαφοροποιήσεις σύμφωνα μάλλον με το μέγεθος της οικογένειας136 που τις χρησιμοποιεί. Υπάρχουν από μικρές κατοικίες, με εμβαδό 11,25 τ.μ., μέχρι πολύ μεγάλες, με εμβαδό 48 τ.μ., αλλά συνήθως η επιφάνεια κυμαίνεται από 25 με 27 τ.μ. Το ύψος στο εσωτερικό είναι 3,3 μέτρα.137 Κατ’ ελάχιστο μία κατοικία διαθέτει δύο πλατφόρμες, σκάλα, εστία και φούρνο. Από το χώρο που είναι διαθέσιμος για ύπνο μπορούμε να υπολογίσουμε το μέγεθος μιας οικογένειας, αν και αυτός μπορεί να αλλάζει ανά κατοικία. Η μεγάλη πλατφόρμα μπορεί να χωρέσει δύο ενήλικα άτομα και η μικρή ένα, ή δύο παιδιά. Κανένα κτήριο δεν έχει χώρο για περισσότερα των οκτώ ατόμων, αν και οι οικογένειες είχαν μάλλον λιγότερα μέλη. Μία κατοικία, η A.III.13 κατά την αρίθμηση του Mellaart, έχει μία μόνο πλατφόρμα, πολλές έχουν δύο, αλλά καμία κατοικία δεν έχει περισσότερες από πέντε.138 135 Mellaart, J. (1964), σ. 73 & Mellaart, J. (1967), σ. 67 136 Παρατηρείται πως οι άνθρωποι που είναι θαμμένοι εντός μίας οικείας, ακόμα και στον ίδιο τάφο, δε συνδέονται μεταξύ τους με βιολογικούς δεσμούς. Δε γνωρίζουμε ποια σχέση τους συνέδεε. Ο Hodder θεωρεί πως αυτό αποτελεί ένδειξη πως πιθανώς δε συνιστούσε την κατοικία ως μονάδα παραγωγής και πυρήνα διαβίωσης η άμεση γενεαλογική σχέση, αλλά κάποιου είδους «πρακτική συγγένεια». (Hodder, I. (2013), Alan Hall Memorial Lecture) 137 Mellaart, J. (1967), σ. 67 138 Mellaart, J. (1964), σ. 50 & Mellaart, J. (1967), σ. 60
48
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Αν και υπάρχουν πολλές παραλλαγές στη χρήση των στοιχείων των κατοικίων, είναι εμφανές πως όλοι οι κατασκευαστές ακολουθούν κάποιες αρχές απαράβατες και κανένα κτήριο δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα σε μέγεθος ή εξοπλισμό. Ανάμεσα στα κτήρια που έχουν μελετηθεί μέχρι σήμερα εκτιμάται πως δεν υπάρχουν κτήρια με διοικητικό, δημόσιο ή κάποιον άλλον ειδικό χαρακτήρα.139 Υπάρχουν μόνο ορισμένα κτήρια που διαφέρουν ως προς τον πλούτο της διακόσμησης του εσωτερικού. Η διαφοροποίησή τους οδήγησε τον Mellaart να τα χαρακτηρίσει ως «Ιερά» (“shrines”) και να διατυπώσει την άποψη ότι είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία στην επιτέλεση των τελετουργιών των κατοίκων.140 Οι κατοικίες δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη διακόσμηση, πέρα από το βάψιμο του φέροντος οργανισμού με κόκκινο χρώμα και το στολισμό των πλαισίων στα σημεία που βρίσκονται οι κύριες πλατφόρμες, σε ύψη από 60 μέχρι 80 εκατοστά από την επιφάνεια αυτών. Τα υπόλοιπα πλαίσια βάφονται πολύ σπάνια. Τα θέματα της ζωγραφικής είναι στην πλειοψηφία τους απλοί χρωματισμοί σε κόκκινες αποχρώσεις και πιο σπάνια γεωμετρικά μοτίβα και αναπαραστάσεις από πόδια και χέρια. Εκτός μεμονωμένων εξαιρέσεων (στην κατοικία E.VI.B.44 το κεντρικό πλαίσιο διακοσμείται με πουλιά και στην κατοικία E.VI.A.66 το ίδιο πλαίσιο διακοσμείται με ομόκεντρους κύκλους και αστέρια) τα νατουραλιστικά θέματα διακοσμούν ιερά. Τη διακόσμηση εμπλούτιζαν στυλιζαρισμένα βουκράνια, που φτιάχνονταν από ένα τούβλο στο πάνω μέρος του οποίου ενσωματώνονταν τα κέρατα και το μπροστινό τμήμα του κρανίου από άγριο ταύρο (Bos primigenius) και τοποθετούνταν στο άκρο της κύριας πλατφόρμας, πιθανώς ως σύμβολο προστασίας. Στα σπίτια τα βρίσκουμε μεμονωμένα, ενώ στα ιερά υπάρχουν σε σειρές και και επιπλέον ζωγραφικό διάκοσμο.141 Ο φωτισμός του εσωτερικού γινόταν κατά βάση από το άνοιγμα της οροφής. Ένα δοκιμαστικό μοντέλο κατοικίας σε 1:1 κατασκευασμένο από τη Mira Stefanovic στην τοποθεσία (εικόνα 42) αποδεικνύει ότι ο φωτισμός αυτός κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν από μόνος του επαρκής.142 Σε κόγχες των τοίχων τοποθετούνταν πέτρινα δοχεία που φώτιζαν επιπλέον καίγοντας λίπος ζώων. Ο Mellaart θεωρεί πως κατασκευάζονταν και παράθυρα, κυρίως στο δυτικό και νότιο τοίχο ώστε να φέρνουν φως προς τη μεριά που ήταν οι πλατφόρμες. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να υποθέσουμε ότι τη χωροθέτηση των επιφανειών καθόριζε η είσοδος του φωτός στα κτήρια.143 Ο Hodder αναφέρει πως η ύπαρξη παραθύρων δεν αποδεικνύεται, ενώ με βάση το μοντέλο της Stefanovic θεωρείται περιττή.144 Στον οικισμό δε φαίνεται να υπάρχει πρόβλεψη για αποχετευτικό σύστημα, παρά μόνο κάποιες οπές, περιστασιακά, κοντά στις εστίες, που ήταν γεμάτες με χαλίκια ή άμμο. Χώροι υποδοχής απορριμάτων αποτελούσαν όλοι οι ανοιχτοί χώροι στο επίπεδο του εδάφους (υπαίθριες αυλές και γκρεμισμένα κτήρια), ενώ μεγάλες ποσότητες στάχτης πρέπει να χρησιμοποιούνταν για αποστείρωση. Τα εσωτερικά των σπιτιών διατηρούνταν ιδιαίτερα καθαρά.145 Τα περισσότερα σπίτια διαθέτουν αποθηκευτικόυς χώρους που διατάσσονται γύρω από το κεντρικό δωμάτιο. Εκεί βρίσκουμε πήλινα δοχεία σπόρων ύψους ενός μέτρου, πλεκτά καλάθια και δέρματα. Σε αποθήκες βρίσκουμε σειρές πήλινων δοχείων που περιέχουν οστά αρθρώσεων, πέτρινα εργαλεία, τσεκούρια, πέτρες λάξευσης, πυρομαχικά για σφεντόνες (ιδίως στα Επίπεδα II και III). Τον οικιακό εξοπλισμό συμπλήρωναν πέτρες για άλεσμα και σύνθλιψη σπόρων, συχνά βυθισμένες στο πάτωμα.146 Οι χώροι αποθήκευσης φαίνεται να έχουν δευτερεύουσα σημασία, αφού δεν παρουσιάζουν την τυποποίηση των κυρίως χώρων διαβίωσης και δε συντηρούνται με την ίδια σχολαστικότητα.147 Επιπλέον, δεν κατασκευάζονται με ξύλινο πλαίσιο όπως οι κυρίως χώροι. Ίσως εξαιτίας αυτού η στέγη τους να ήταν χαμηλότερη σε ύψος.148 Οι κατοικίες στο σύνολο των χαρακτηριστικών τους παρουσιάζουν ένα βαθμό αυτονομίας. Έχουν το 139 140 141 142 143 144 145 146 147 148
Hodder, I. (2006), σ. 95 Mellaart, J. (1963), σ. 59 & Mellaart, J. (1967), σ. 60 Mellaart, J. (1963), σ. 61 & Mellaart, J. (1967), σ. 64,65 Hodder, I. (2006), σ. 136 Mellaart, J. (1963), σ. 56 & Mellaart, J. (1967), σ. 61 Hodder, I. (2006), σ. 115 Mellaart, J. (1967), σ. 61 Mellaart, J. (1967), σ. 62,63 Hodder, I. (2006), σ. 137 Hodder, I. (2006), σ. 115
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
49
Εικ. 42. Στο εσωτερικό ενός μοντέλου κλίμακας 1:1 μίας κατοικίας του Çatal Hüyük, με θέα στο φρεάτιο εισόδου και το φούρνο (πηγή: Çatalhöyük Research Project)
50
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
δικό τους σύνολο εξοπλισμού και χώρων για τις απαραίτητες δραστηριότητες. Οι ξεχωριστοί τοίχοι149 δίνουν τη δυνατότητα της κατεδάφισης και της μετατροπής ανά πάσα στιγμή χωρίς να επηρεάζονται τα διπλανά κτήρια. Τα τούβλα έχουν επίσης διαφορετικές συστάσεις, ένδειξη ότι φτιάχνονταν από διαφορετικό μείγμα.150 Άλλο ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που επισημαίνει ο Hodder σχετικά με την αρχιτεκτονική όπως αποκαλύπτεται από τις ανασκαφές, είναι πως πρόκειται περισσότερο για ένα σύνολο διαδικασιών παρά για κάτι στατικό. Οι κατοικίες περιέχουν μεγάλη λεπτομέρεια στο εσωτερικό τους και φαίνεται ότι βρίσκονται συνεχώς σε μία διαδικασία μικροαλλαγών και επισκευών. Και ενώ οι καθημερινές πρακτικές έχουν ένα τελετουργικό βαθμό επανάληψης, οι λεπτομέρειες φαίνεται να προκύπτουν πάντα σε συνδυασμό με αυτές τις αλλαγές.151 Λειτουργίες Από άποψη λειτουργιών σε κάθε κτήριο ενσωματώνονται όλα όσα θα περιμέναμε να βρούμε στα διάφορα μέρη μίας σύγχρονης πόλης: η κατοικία, η παραγωγή, η θρησκεία, η ταφή. Κάθε χώρος, πλατφόρμα ή δωμάτιο χρησιμοποιείται και για κάποιο σκοπό. Το σπίτι γίνεται κόμβος δραστηριοτήτων και κέντρο της κοινωνικής ζωής όπου συνδιαλέγονται το συμβολικό και το πρακτικό.152 Ο Mellaart διατύπωσε μία υπόθεση σχετικά με την ύπαρξη μίας ακόμα τυπολογίας κτηρίου, το οποίο αν όντως 149 Η αρχιτεκτονική παρουσιάζει κάποιες διαφοροποιήσεις στα Επίπεδα XI και XII. Τα κτήρια έχουν μεσοτοιχίες, ορισμένες φορές με αντηρίδες, οι κολόνες έχουν στρογγυλή διατομή αντί για τετράγωνη και οι πλατφόρμες τοποθετούνται πιο ελεύθερα. Απαράλλαχτα παραμένουν ο προσανατολισμός, οι εστίες και οι φούρνοι, η κατασκευή των τοίχων και η συντήρησή τους. (Mellaart, J. (1966), σ. 168-169) Η μεταβολή στα επόμενα επίπεδα είναι πιθανό να εξυπηρετούσε την αυτονομία που επισημαίνει ο Hodder. Μπορεί επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, να ήταν μία αναγκαία βελτίωση καθώς τα φορτία του πυρήνα του οικισμού δημιουργούσαν κλίση στις τοιχοποιίες των εξωτρικών κατοικιών του νότιου τμήματος. (Hodder, I. (2006), σ. 116) 150 Hodder, I. (2006), σ. 94 151 Hodder, I. (2006), σ. 139 152 Hodder, I. (2006), σ. 110
Εικ. 43. Κάτοψη Επιπέδου XII από δοκιμαστική τομή. (πηγή: J. Mellaart, 1966)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
51
Εικ. 44, 45. Ισμετρικό (πάνω) και δοκιμαστικό (κάτω) σχέδιο του Επιπέδου VI. Ενδεικτικά, φαίνονται οι είσοδοι, η κυκλοφορία στις οροφές, η διάταξη των κατοικιών στην πλαγιά και μεταξύ τους, η εσωτερική διαρύθμιση. (πηγή: J. Mellaart, 1963)
52
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
υπήρχε, χρησιμοποιούνταν στη διαδικασία της αποσάρκωσης153 των νεκρών. Ο Mellaart θεωρούσε πως η ταφή περιλάμβανε προκαταρκτικό στάδιο και πως οι νεκροί θάβονταν εφόσον είχαν απομακρυνθεί οι μαλακοί ιστοί.154 Σε όσους σκελετούς έχουν βρεθεί στο Çatal Hüyük η διάταξη των οστών δεν αντιστοιχεί στην ορθή ανατομία του ανθρώπινου σώματος. Αυτό καθιστά ένδειξη δεύτερης ταφής και ύπαρξη προκαταρκτικής διαδικασία για την αφαίρεση της σάρκας από τα οστά, τα οποία στη συνέχεια τοποθετούνταν στον τάφο.155 Ενδείξεις για την ύπαρξη σχετικής διαδικασίας συναντάμε και σε αναπαραστικά έργα που έχουν σωθεί. Η τοιχογραφία του Ναού VII.8 αποτυπώνει όρνεα γύρω από ακέφαλα και άοπλα σώματα (σε αντίθεση με τις αναπαραστάσεις των οπλισμένων κυνηγών).156 Σε ένα άλλο έργο, με διαστάσεις 1x0,71 μ., παρουσιάζεται μια σειρά ανθρώπινων κρανίων και οστών, κάτω από μία αρχιτεκτονική πρόσοψη. Το κτήριο, ζωγραφισμένο με κόκκινο και λευκό, έχει τέσσερα αετώματα και πέντε στύλους και φαίνεται να σχετίζεται κατασκευαστικά με κατασκευές από καλάμια που έχουν βρεθεί βορειοδυτικά της Konya, στις βαλτώδεις περιοχές γύρω από τη λίμνη Eber. Παρουσιάζει επίσης ομοιότητες με αντίστοιχες κατασκευές στην αιγυπτιακή τέχνη πριν την εποχή των δυναστειών αλλά και των «Αράβων των Βάλτων» στο νότιο Ιράκ. Θα μπορούσε, σύμφωνα με το Mellaart, να είναι αναπαράσταση του τελετουργικού χώρου όπου αφήνονταν οι νεκροί στο προκαταρκτικό στάδιο της ταφής.157 Από αυτές τις αντιστοιχίες, φαίνεται πως το συγκεκριμένο κτήριο –εφόσον υπήρχε- ήταν φτιαγμένο από καλάμια και ψάθα, σχηματίζοντας αετώματα, και δεμάτια από άχυρα για δοκάρια. Οι σταυροί 153 Η αποσάρκωση είναι μια πρακτική που σε ορισμένους πολιτισμούς συναντάται ως πρώτο/ προκαταρκτικό στάδιο της ταφής. Στο στάδιο αυτό, σκοπός είναι να απομακρυνθεί η σάρκα και οι μαλακοί ιστοί από τα οστά. Το πτώμα αφήνεται ως βορά σε αρπακτικά ή εκτείθεται στον αέρα για να σαπίσει ή η σάρκα αφαιρείται με τεχνητά μέσα. Κατόπιν τα οστά συλλέγονται και ακολουθεί το επόμενο στάδιο της ταφής. Ενδείξεις πως το πτώμα έχει υποστεί αποσάρκωση είναι η εύρεση αποσυναρμολογημένων σκελετών ή η απουσία οστών που έχουν χαθεί ή αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ή, κατά την τρίτη μέθοδο, εκδορές από αιχμηρά εργαλεία. Την πρακτική τη συναντάμε σε διάφορους πολιτισμούς ανά τον κόσμο και συνδέεται με τις αντιλήψεις της κάθε κοινωνίας σχετικά με το σώμα, την ψυχή και το θάνατο. (Sprague, R. (2005), σ. 64) 154 Mellaart, J. (1963), σ. 75 & Mellaart, J. (1967), σ. 65 155 Mellaart, J. (1963), σ. 95 156 Mellaart, J. (1964), σ. 64 & Mellaart, J. (1967), σ. 93 157 Mellaart, J. (1963), σ. 98 & Mellaart, J. (1967), σ. 65,66
Εικ. 46. Σχέδια τοιχογραφιών με όρνεα και ακέφαλα σώματα ανθρώπων. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
53
στις κορυφές του σχεδίου θα αντιστοιχούσαν στο δέσιμο των καλαμιών.158 Η υπόθεση του Mellaart ήταν πως αν πρόκειται όντως για αναπαράσταση νεκροφυλακίου159, τότε τέτοιου τύπου κτήρια κατασκευάζονταν κοντά στον οικισμό για το πρώτο στάδιο της ταφής. Κάτι τέτοιο επίσης υπαινίσσεται πως οι κάτοικοι κατείχαν τις κατασκευαστικές τεχνικές προγενέστερων μορφών αρχιτεκτονικής που χρησιμοποιούσε ως κύριο υλικό τα καλάμια πριν τη χρήση του τούβλου, κάτι που συμβαίνει και στον αιγυπτιακό και σουμεριανό πολιτισμό.160 Η υπόθεση αυτή αμφισβητείται από τους διαδόχους του στην έρευνα. Πλέον οι αρχαιολόγοι θεωρούν βέβαιο πως οι νεκροί θάβονταν με τη σάρκα ακέραιη. Ο Hodder υποστηρίζει πως η αποσυναρμολόγηση των σκελετών οφείλεται στις συνεχείς εκσκαφές των τάφων που προϋποθέτουν οι νέες ταφές και οι τοιχογραφίες που αναφέρθηκαν παραπάνω αποδίδονται σε αποτύπωση κάποιας μνήμης προγονικών πρακτικών διατηρημένης από αφηγήσεις.161 158 Mellaart, J. (1963), σ. 98 & Mellaart, J. (1967), σ. 66 159 Η ύπαρξη νεκροφυλακίου φάνταζε στο Mellaart λογική και για πρακτικούς λόγους. Πρώτον, θεωρούσε πως εξυπηρετούσε την υγειινή του οικισμού. Δεύτερον, οι ταφές μπορούσαν να γίνονται μαζί την ίδια περίοδο –πολύ πιθανόν ταυτόχρονα με τις διαδικασίες συντήρησης και επαναδιακόσμησης των κατοικιών όταν οι κάτοικοι μάλλον κοιμούνταν εκτός σπιτιού. Τρίτον, αυτό θα δικαιολογούσε τις διαφορές στο βαθμό αποσύνθεσης των σκελετών που βρέθηκαν, αφού αν υπήρχε μία περίοδος ταφών κατά τη διάρκεια του έτους τα σώματα θα ήταν εκτεθειμένα στον αέρα για διαφορετικές χρονικές διάρκειες. (Mellaart, J. (1963), σ. 95,98; Mellaart, J. (1964), σ. 92; Mellaart, J. (1967), σ. 204, 205) 160 Mellaart, J. (1963), σ. 98 & Mellaart, J. (1967), σ. 66 161 Hodder, I. (2006), σ. 125
Εικ. 47. Τοιχογραφία αναπαράστασης νεκροφυλακίου -κατά το Mellaart. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
54
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Κτήριο 132 Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση του Κτηρίου 132 που ήρθε στο φως πολύ πρόσφατα από την ομάδα του Hodder. Η αρχιτεκτονική του Çatal Hüyük σύμφωνα με όλα τα μέχρι τώρα ευρήματα παρουσιάζει μεγάλη συνέπεια στη διατήρηση της συνέχειας (κάθε καινούριο κτήριο παραλάμβανε τα όρια ενός προηγούμενου εφόσον χτιζόταν επάνω από αυτό). Στην περίπτωση του Κτηρίου 132 συμβαίνει κάτι πρωτοφανές για την μέχρι τώρα αρχαιολογική έρευνα: ο χώρος που καταλαμβάνει δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα, αλλά σε δύο κτήρια του ανώτερου επιπέδου, τα Κ.77 και Κ.108. Πρόκειται για ένα χώρο πολύ μεγάλων διαστάσεων για τα δεδομένα του οικισμού (5.7 x 6.3 μέτρα). Επίσης, σε αντίθεση με τις τυποποιημένες διαστάσεις που συνθέτουν τα περισσότερα στοιχεία, οι τοίχοι του Κ.132 είναι ασυνήθιστα μεγάλου πάχους (περίπου 60 εκατοστά). Ούτε το πάχος των τοίχων αντιστοιχεί με αυτό των ανωτέρων κτισμάτων που είναι σαφώς μικρότερο. Η περίπτωση κάποιας ιδιαίτερης χρήσης που θα νοηματοδοτούσε τη διαφοροποίηση που παρουσιάζει το Κ.132 θα διερευνηθεί με την περαιτέρω έρευνα στο κτήριο στην επόμενη περίοδο ανασκαφής (2015).162 162
Haddow, S. (2014), σ.8, 17-18
Εικ. 48. Κάτοψη ορίων Κτηρίου 132 και υποβάθρου. (πηγή: Çatalhöyük Research Project, 2014)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
55
Είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για μια περίοδο επέκτασης στα μεγέθη και τους συμβολισμούς. Δίπλα στο Κ.132 βρίκσεται ένα παράδειγμα κτηρίου που έχει υποστεί μεγεθύνσεις σε χωρικό και συμβολικό επίπεδο. Το Κ.52 δημιουργείται από την ένωση δύο ξεχωριστών κτηρίων σε ένα ενιαίο με την κατεδάφιση της μεσοτοιχίας, ενώ σταδιακά στα επιμέρους δωμάτια προστίθενται επιπλέον, φτάνοντας συνολικά τα οκτώ. Τόσο το μέγεθος του κυρίως χώρου όσο και των επιμέρους είναι ασυνήθιστα μεγάλος. Ενδεικτικό είναι ακόμα πως μία μικρή πλατφόρμα, η άκρη της οποίας ήταν διακοσμημένη με κέρατα άγριων προβάτων, επεκτείνεται σε διαστάσεις και διακοσμείται με κέρατα άγριων ταύρων. Στα τελευταία στάδια κατοίκησης, ο τοίχος διακοσμείται με ένα μεγάλο κεφάλι ταύρου με κέρατα, ενώ 11 επιπλέον κέρατα ταύρων τοποθετούνται πάνω από αυτό.163 Είναι εμφανές ότι η διεύρυνση δεν περιορίζεται στο χώρο αλλά και στα σύμβολα και είναι πιθανώς να αντιστοιχεί σε μεταβολές σε κοινωνικό επίπεδο. Πολεοδομία του οικισμού Το Çatal Hüyük συνηθίζεται να το αποκαλούμε «πόλη» (“town”) παρότι δεν παρουσιάζεται κάποια διαφοροποίηση στις λειτουργίες πέραν της κατοικίας, της χωματερής και της στάνης.164 Ο χαρακτηρισμός οφείλεται περισσότερο στην έκταση και την πληθυσμιακή του πυκνότητα.165 Από τη δομή που έχει το σύνολο των κτηρίων σε κάθε επίπεδο, φαίνεται πως η χωροθέτηση δεν προέκυψε τυχαία και άτακτα. Οι κτίστες φαίνεται πως έχουν λάβει υπ’όψιν την αναγκαιότητα της τακτικής σχεδίασης.166 Όπως είδαμε να συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική κλίμακα, και εδώ υπάρχουν ενδείξεις τυποποίησης και ύπαρξης κάποιων συνολικών κατευθύνσεων που ακολουθούνται στην κατασκευή. Έχουμε ήδη αναφέρει πως ο Mellaart θεωρούσε κάθε ένα από τα επίπεδα της ταξινόμησής του ως μία χρονολογική φάση της πόλης που κατασκευαζόταν συνολικά.167 Ο Hodder απορρίπτει αυτό το ενδεχόμενο λόγω έλλειψης σχετικών ενδείξεων. Θεωρεί πιθανότερο οι κατοικίες να κατασκευάζονταν συνεχώς και σταδιακά δημιουργώντας την «πόλη» αυξητικά, ίσως και όχι εντελώς μεμονωμένα, από μικρές ομάδες ανθρώπων που δεν αποτελούσαν μόνο οι μελλοντικοί χρήστες ενός συγκεκριμένου κτηρίου.168 Με τον τρόπο που χρησιμοποιούνταν οι τοίχοι ενός παλιότερου, κατεδαφισμένου κτίσματος ως θεμέλια για την ανέγερση ενός νέου κτίσματος οι κατόψεις των διαφορετικών επιπέδων παρουσιάζουν μια σχετική ομοιογένεια. Αν και το γενικό περίγραμμα διατηρείται σε μεγάλο βαθμό, παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις που οφείλονται στο διαχωρισμό ή την ένωση δωματίων και τη χρήση χώρων για τη δημιουργία αυλής. Η τοποθέτηση των αποθηκών φαίνεται να μην έχει ιδιαίτερη σημασία.169 Ο πολεοδομικός σχεδιασμός έπρεπε να επιλύσει στα διάφορα προβλήματα που προέκυπταν, όπως είναι η επικοινωνία των διαφόρων τμημάτων του οικισμού, η δημιουργία επίπεδων αναβαθμίδων στην κορυφή ενός υψώματος, η διάρθρωση ορθογωνικών κατόψεων σε οβάλ περίγραμμα, η παροχή φυσικού φωτισμού σε μία πυκνή συσσώρευση κτηρίων, η αμυντική λειτουργία.170 Σίγουρα ο ιδιαίτερος τρόπος παράταξης των μονάδων δημιουργούσε επιπλέον αναγκαιότητα για συλλογική δράση και αντιμετώπιση των όποιων ζητημάτων προέκυπταν.171 Μια οποιαδήποτε αλλαγή ή επέμβαση, κατασκευή ή κατεδάφιση σε μία μεμονωμένη κατοικία επηρέαζε άμεσα το δημόσιο χώρο, τον τρόπο κυκλοφορίας σε αυτόν και τις προσβάσεις σε άλλες κατοικίες. Δε θα ήταν λοιπόν παράλογο οι τέτοιου είδους δραστηριότητες να αποφασίζονταν συλλογικά, έστω και σε επίπεδο «γειτονιάς». Για τη λύση των προβλημάτων που προκαλούσε η πυκνότητα δόμησης παρατηρούμε ότι λήφθηκαν μέτρα από το Επίπεδο VI A και μετά, όπου στο σχέδιο υπάρχει εμφανώς λιγότερος συνωστισμός σε σχέση με τα κατώτερα επίπεδα (εικόνες 49-55). Αυτό 163 164 165 166 167 168 169 170 171
Haddow, S. (2014), σ.8-9,13-14 Hodder, I. (2006), σ. 98 Hodder, I. (2006), σ. 95 Mellaart, J. (1963), σ. 56 & Mellaart, J. (1967), σ. 67 Mellaart, J. (1967), σ. 49 Hodder, I. (2006), σ. 114 Mellaart, J. (1967), σ. 67-68 Mellaart, J. (1967), σ. 68 Hodder, I. (2006), σ. 95
56
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
επιτυγάνεται χάρη στην εισαγωγή εκτεταμένου ανοιχτού υπαίθριου χώρου στο σχεδιασμό (“court”), γύρω από τον οποίο διατάσσονται οι χώροι διημέρευσης. Η πρόσβαση γινόταν πιθανότατα κι εδώ με σκάλες, ομοίως με την μετακίνηση από ταράτσα σε ταράτσα και από την ταράτσα στον εσωτερικό χώρο. Οι σκάλες αυτές εγκολπώνονταν σε ένα στενό άνοιγμα ανάμεσα σε δύο εξωτερικούς τοίχους. Οι αυλές στο κέντρο ενός συνόλου κλειστών δωματίων φαίνεται πως εξυπηρετούσαν καλύτερα το φωτισμό και τον αερισμό (ιδιαίτερα κατά την εκδοχή του Mellaart όπου τα κτήρια είχαν παράθυρα), αλλά και τη συνολική διάταξη του συγκροτήματος. Επιπλέον, όπως έχει αναφερθεί, ήταν οι χώροι υγιεινής και αποβολής των απορριμάτων. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για άλλες χρήσεις τους πέρα από αυτές. Δεν χρησιμοποιούνταν για εκτροφή ζώων, ούτε για συλλογικές ή οικιακές δραστηριότητες, και δεν έχουν αποτελέσει ποτέ μέρος ταφής.172 Όσο για την αμυντική λειτουργία της πολεοδομίας173, δεν μπορούμε να πούμε αν ήταν η κύρια αιτία που διαμόρφωσε αυτό τον ιδιαίτερο τρόπο κατασκευής, σίγουρα πάντως ευνοήθηκε από αυτόν. Η εναλλακτική για την οχύρωση του οικισμού θα ήταν ένα εξωτερικό, περιμετρικό πέτρινο τείχος. Οι πέτρες όμως σπανίζουν στην περιοχή. Επιπλέον, ένας οικισμός με την έκταση του Çatal Hüyük θα ήθελε πολύ μεγάλο ανθρώπινο δυναμικό για να επανδρωθεί πλήρως η περίμετρος. Τέλος, στην περίπτωση του οποιουδήποτε τείχους, ένα ρήγμα αρκεί για να γίνει εισβολή σε όλη την πόλη. Το Çatal Hüyük με τον τρόπο που είναι κτισμένο αποτελεί στην ουσία ολόκληρο ένα οχυρό, με πολλαπλές σειρές τειχών που τις αποτελούν οι ίδιες οι κατοικίες. Ακόμα κι αν ένας επίδοξος εισβολέας δημιουργούσε ρήγμα σε κάποιον τοίχο, θα βρισκόταν μέσα σε ένα δωμάτιο και θα χρειαζόταν να κατεδαφίσει έναν ακόμα τοίχο για να βρεθεί πιθανότατα σε ένα άλλο δωμάτιο. Στο μεταξύ οι κάτοικοι θα ήταν ήδη τοποθετημένοι στις ταράτσες –έχοντας φυσικά αφαιρέσει τις σκάλες- έχοντας πλεονεκτική θέση απέναντι στον επιτιθέμενο.174 Αν και δε γνωρίζουμε το λόγο εγκατάλειψης του οικισμού, δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να μπορεί να τον αποδώσει σε σφαγή ή λεηλασία. Φαίνεται προς το παρόν ότι στη διάρκεια της ύπαρξής του το Çatal Hüyük δεν είχε υποστεί εχθρική εισβολή.175 Από τις κατόψεις των κατώτερων επιπέδων βλέπουμε ότι τα εξωτερικά κτήρια δημιουργούσαν ένα τείχος μεταξύ του οικισμού και του εξωτερικού περιβάλλοντος που μπορούσε να γεφυρωθεί μόνο με σκάλες. Αυτή η μέθοδος καθιστά αδύνατη την εισαγωγή ζώων εντός του συγκροτήματος για εκτροφή. Τα κοπάδια φυλάσσονταν εξωτερικά σε περιφράξεις και εντός του οικισμού μεταφέρονταν τα τμήματα που επρόκειτο να καταναλωθούν.176 Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι διαδικασίες με μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας (πχ. καύση ασβέστη) λάμβαναν χώρα επίσης στα όρια.177 Ο Mellaart ανέσκαψε περίπου το 1/30 της συνολικής έκτασης, βρίσκοντας ένα μεγάλο αριθμό κατοικιών και ιερών, αλλά καθόλου δημόσια κτήρια ή εργαστήρια. Με βάση αυτό υπέθεσε ότι το συγκεκριμένο τμήμα του οικισμού αποτελούσε οικιστική περιοχή, πιθανώς ακόμα και κατοικία ιερέων. Σε αυτό συμβάλλει η αναλογία κατοικιών-ιερών που αναλόγως το επίπεδο κυμαίνεται από 2/1 έως 6/1, ενώ υπάρχει η πιθανότητα τα ιερά να είναι ακόμα περισσότερα αλλά να μην μπορούν να αναγνωριστούν λόγω φθοράς.178 Θεωρούσε πως υπάρχει ξεχωριστό τμήμα του οικισμού όπου ήταν συγκεντρωμένα τα εργαστήρια επεξεργασίας των εργαλείων, καθώς στα σπίτια δεν είχαν βρεθεί θραύσματα από
172 Mellaart, J. (1964), σ. 39 & Mellaart, J. (1967), σ. 68 173 Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση ενός κτηρίου στο Επίπεδο ΙΙ που μοιάζει να αποτελούσε κάποιο είδος πύργου (πιθανώς χρησίμευε ως παρατηρητήριο), αφού το εσωτερικό και τα περίχωρά του είχαν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ποσότητα θραυσμάτων. Το κτήριο αυτό είναι μεταγενέστερο των υπολοίπων στο επίπεδο. Βρίσκεται επάνω σε ένα πέρασμα προς τον οικισμό που αφήνουν δύο σειρές κτιστών όγκων, το οποίο στο σημείο της «πύλης» στενεύει από επιπλέον τούβλα, πιθανώς για να μπορεί πιο εύκολα να σφραγιστεί σε περίπτωση επίθεσης. Ένα τεθλασμένο πέρασμα που που ξεκινά σε αυτό το σημείο οδηγεί σε ένα αδιέξοδο και μία σειρά αποθηκών και μπορεί να επινοήθηκε για να ξεγελά τους εισβολείς. [Mellaart, J. (1967), σ. 69-70] 174 Mellaart, J. (1963), σ. 56 & Mellaart, J. (1967), σ. 68-69 175 Mellaart, J. (1967), σ. 69 176 Mellaart, J. (1964), σ. 40; Mellaart, J. (1966), σ. 170; Hodder, I. (2006), σ. 105 177 Hodder, I. (2006), σ. 105 178 Mellaart, J. (1967), σ. 70-71
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
57
επεξεργασία οψιδιανού και πυρόλιθου.179 Δείγματα διεξαγωγής παραγωγικών δραστηριοτήτων σε αυτό το τμήμα είναι η παρασκευή άρτου και φαγητού, το κόψιμο ξύλων για τη φωτιά και εργαλεία υφαντουργίας και καλαθοπλεκτικής.180 Ο Hodder από την άλλη, έχοντας μία παρόμοια εικόνα και από το νεότερο τμήμα της ανασκαφής από την περιοχή 4040 στο βόρειο τμήμα απορρίπτει την ύπαρξη συστήματος διαχωρισμού σε ζώνες ευρύτερης κλίμακας, θεωρώντας πως όλες οι λειτουργίες της «πόλης» συμπυκνώνονται στην κατοικία.181 Άλλωστε οι αναλύσεις της δικής του ομάδας αποκαλύπτουν θραύσματα επεξεργασίας υλικών (μεταξύ αυτών και οψιδιανού) και άρα τη διεξαγωγή παραγωγικών εργασιών εντός κατοικίας. Πιθανώς πάντως να υπήρχε διαχωρισμός ζωνών εντός της κατοικίας, με την περιοχή γύρω από το φούρνο και την εστία να φιλοξενεί τις πιο «βρώμικες» εργασίες και τις πλατφόρμες και το πάτωμα πλησίον τους να διατηρείται εμφανώς καθαρότερο.182 Άλλωστε η έρευνα δείχνει πως διαφορετικού τύπου υποστρώματα χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιοχές, με τις κεντρικές πλατφόρμες να καλύπτονται με καλύτερης ποιότητας χαλάκια, το υπόλοιπο πάτωμα με πιο απλά, ενώ οι αποθηκευτικοί χώροι και η κουζίνα με απλούστερα μη ενιαία πλεκτά υποστρώματα για τα δοχεία.183 179 180 181 182 183
Mellaart, J. (1963), σ. 101 Mellaart, J. (1967), σ. 211 Hodder, I. (2006), σ. 99 Hodder, I. (2006), σ. 122 Hodder, I. (2006), σ. 187
Εικ. 49. Κάτοψη Επιπέδου VII. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
58
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 50. Κάτοψη Επιπέδου VI.B. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
Εικ. 51. Κάτοψη Επιπέδου VI.A. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
59
60
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 52. Κάτοψη Επιπέδου V. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 53. Κάτοψη Επιπέδου IV. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
Εικ. 54. Κάτοψη Επιπέδου III. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 55. Κάτοψη Επιπέδου II. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
61
62
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
«Ιερά» Οι πολυάριθμοι χώροι που χαρακτηρίζονται ως «ιερά» (“shrines”) από τον Mellaart και πιθανώς αποτελούν χώρους με ιδιαίτερη τελετουργική σημασία αποκαλύπτουν ότι οι θρησκευτικές πρακτικές και τα σύμβολα αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στη ζωή των κατοίκων.184 Είναι πλέον επιβεβαιωμένο ότι τα «ιερά» αποτελούσαν και αυτά κατοικίες. Δε γνωρίζουμε σε τι έγγυται η διαφοροποίησή τους, όμως όλα τα ίχνη από τη χρήση τους ταυτίζονται με των απλών κατοικιών.185 Επίσης και οι «απλές» κατοικίες παρουσιάζουν πλούσια δείγματα τελετουργικής δραστηριότητας.186 Όπως είδαμε, η κατασκευή των «ιερών» δομικά έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με τις απλές κατοικίες, συμπεριλαμβανόμενης της ιδιαίτερης «επίπλωσης» με τις πλατφόρμες και του οικιακού εξοπλισμού (φούρνους, εστίες, κλπ). Επίσης, με ελάχιστες χαρακτηριστικές εξαιρέσεις, αποτελούν χώρους ταφής όπως ακριβώς και οι κατοικίες. Η βασική διαφοροποίηση εντοπίζεται στη διακόσμηση και συχνά αλλά όχι πάντα στο μέγεθος του χώρου (πολλά «ιερά» είναι μεγαλύτερα από τα υπόλοιπα κτήρια του περιβάλλοντός τους).187 Υπάρχουν διάφορα στοιχεία που διακοσμούν τα κυρίως δωμάτια στο εσωτερικό τους: καλοδουλεμένες τοιχογραφίες που παρουσιάζουν τελετουργική θεματολογία, εντοιχισμένα ανάγλυφα με αναφορά σε θεότητες, ζώα ή κεφάλια ζώων, κέρατα βοοειδών ενσωματωμένα σε πάγκους, σειρές από βουκράνια, λατρευτικά ειδώλια. Στους τοίχους βρίσκουμε τοποθετημένες αναθηματικές φιγούρες ενώ επάνω στις πλατφόρμες είναι τοποθετημένα ανθρώπινα κρανία. Στα κοινά σπίτια αυτά τα στοιχεία απουσιάζουν. Άλλο ένα στοιχείο που συναντάμε μόνο σε «ιερά» είναι η χρήση κόκκινης ώχρας στις ταφές. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ιερότητα του χώρου φαίνεται να διατηρείται καθ ύψος. Κάτω από «ιερά» των ανώτερων επιπέδων έχουν βρεθεί «ιερά» παλιότερων φάσεων. Παρατηρείται λοιπόν μια σχέση της ιερότητας και της μνήμης.188 Φαίνεται επίσης πως αυτοί οι χώροι λαμβάνουν περισσότερη φροντίδα, συντηρούνται προσεκτικότερα και χρησιμοποιούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, γεγονός που επισημαίνει τη σημασία τους.189 Η διακόσμηση έχει τελετουργικό χαρακτήρα. Φαίνεται από το γεγονός ότι οι τοιχογραφίες καλύπτονταν με στρώσεις ασβέστη εφόσον είχαν επιτελέσει το σκοπό τους και στην περίπτωση εγκατάλειψης ενός ιερού τα πρόσωπα, τα χέρια και τα πόδια των αναγλύφων εξαλείφονταν από τους τοίχους, καθιστώντας τα «μη λειτουργικά» από τελετουργική άποψη.190 Δεν υπάρχει επίσης καμία ένδειξη «πρακτικής» (μη συμβολικής) χρήσης των αναγλύφων.191 Τελετουργικής φύσης φαίνεται πως είναι και τα αποτυπώματα ανθρώπινων χεριών που συχνά βρίσκονται επάνω ή γύρω από μία αναπαράσταση, δείχνοντας ότι ήταν κοινή πρακτική να αφήνεται ένα κόκκινο αποτύπωμα σε μία ιερή εικόνα. Σε μεγαλύτερη κλίμακα τα χέρια μπορεί να καταλάμβαναν μεγάλες επιφάνειες και σε χώρους κατοικίας.192 Αξιοσημείωτη είναι η υπεροχή του «άγριου» στοιχείου στις εγκαταστάσεις οστών και στη ζωγραφική. Τα ζώα που επιλέγονται ως θέματα είναι πάντα άγρια, ποτέ εξημερωμένα, με την έμφαση να δίνεται στα «επικίνδυνα» μέρη τους (κέρατα, δόντια, ράμφη). Φαίνεται πως ακολουθείται η παράδοση 184 185 186 187 188 189 190 191 192
Mellaart, J. (1967), σ. 77 Hodder, I. (2013), Alan Hall Memorial Lecture Hodder, I. (ed.) (2010), σ. 16 Mellaart, J. (1963), σ. 78 & Mellaart, J. (1967), σ. 77 Mellaart, J. (1967), σ. 78 Hodder,I. (2006), σ.144 Mellaart, J. (1964), σ. 66; Mellaart, J. (1967), σ. 82 Mellaart, J. (1967), σ. 101 Mellaart, J. (1967), σ. 83
«Ιερά»
Εικ. 56. Β-Α τοίχοι του «Πρώτου Ιερού» (E.VI.8). (πηγή: J. Mellaart, 1963)
Εικ. 57. Β-Α τοίχοι του «Πρώτου Ιερού» (E.VI.8). (πηγή: J. Mellaart, 1963)
63
64
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 58. Β-Α τοίχοι του «Πρώτου Ιερού» (E.VI.8). (πηγή: J. Mellaart, 1963)
Εικ. 59. Β-Α τοίχοι του «Πρώτου Ιερού» (E.VI.8). (πηγή: J. Mellaart, 1963) Οι Εικόνες 56-59 αποτελούν μορφές διαφορετικών φάσεων της διακόσμησης του «Πρώτου Ιερού» από τη νεότερη στην παλαιότερη.
«Ιερά»
65
Εικ. 60. Ναός VII.31. Χαρακτηριστικές φιγούρες της «θεότητας» σε Δ και Β τοίχο. (πηγή: J. Mellaart, 1966)
προγενέστερων οικισμών της Ανατολίας και της Μέσης Ανατολής. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν δόντια ακόμα και από μικρόσωμα σαρκοβόρα όπως αλεπούδες και νυφίτσες, ζωγραφιές από όρνεα, όμως κυρίαρχο ζώο στις αναπαραστάσεις είναι ο ταύρος.193 Ο τρόπος που τοποθετούνται τα διάφορα διακοσμητικά στοιχεία φαίνεται κι αυτός να ακολουθεί κάποιους κανόνες. Οι σκηνές που σχετίζονται με το θάνατο τοποθετούνται στον ανατολικό και βόρειο τοίχο, κάτω από τους οποίους ήταν θαμμένοι νεκροί. Σκηνές που αφορούν τη γέννηση τοποθετούνται αντικριστά, στο δυτικό τοίχο ενώ ταύρους συναντάμε μόνο σε βόρειους τοίχους, αντικριστά με τα βουνά του Ταύρου. Κεφάλια ζώων σε συνδυασμό με κόγχες βαμμένες κόκκινες υπάρχουν μόνο σε ανατολικούς τοίχους, ενώ οι αναπαραστάσεις της γυναικείας θεότητας194 και τα κεφάλια ταύρων και τράγων μπορεί να υπάρχουν σε οποιονδήποτε τοίχο. Ο νότιος τοίχος, όπου βρίσκεται η «κουζίνα», συνήθως δε διακοσμείται.195 Δεν υπάρχει κανένα εύρημα που να υποδεικνύει ότι εντός των «ιερών» γίνονταν θυσίες. Δεν έχουν βρεθεί βωμοί ή τραπέζια για αφαίμαξη ζώων, ούτε λάκκοι οστών ή αίματος θυσιών. Η κατασκευή των κτηρίων θα καθιστούσε εξάλλου δύσκολη τη μεταφορά ενός ζωντανού ζώου στο εσωτερικό για 193 Hodder,I. (2006), σ.201-203 194 Από τα σχέδια των ανακατασκευών και από περιγραφές του Mellaart (Mellaart, J. (1967), σ. 115) γνωρίζουμε ότι οι μορφές που αναφέρονται στη γυναικεία θεότητα (“goddess”) δεν παρουσιάζουν έμφυλα χαρακτηριστικά. Το στοιχείο που ώθησε στο χαρακτηρισμό είναι ο υπερτονισμένος αφαλός, σαν πιθανή κύηση (Εικ. 61). Ο Hodder συγκρίνοντας τις αναπαράστασεις αυτής της τυπολογίας με παρόμοιες αναπαραστάσεις από τις ανασκαφές σε Göbekli Tepe, Nevali Çori και Çayönü εκτιμά πως πρόκειται για αναπαραστάσεις πραγματικών και μυθικών «άγριων ζώων» όπως και στις άλλες περιπτώσεις. Τα κεφάλια και τα άκρα των αναπαραστάσεων είναι όμως κατεστραμμένα και δεν υπάρχουν ενδείξεις σε τι αντιστοιχούσαν. (Hodder, I. (2006), σ. 163, 201) 195 Mellaart, J. (1967), σ. 104
66
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 61. Ανάγλυφο «θεάς που κυοφορεί». Εμφανώς τονισμένο το σημείο του αφαλού. (πηγή: J. Mellaart, 1967) Εικ. 62. Ζωόμορφο αγαλματίδιο, πιθανώς χρήση ως σφραγίδα. Κατά το Hodder η στάση του αποτελεί ένδειξη πως οι ανάγλυφες «θεές» είναι στην πραγματικότητα αναπαραστάσεις άγριων ζώων. (πηγή: I. Hodder, 2006)
σφαγή. Σε περίπτωση που γινόταν τελετουργική θυσία, η σφαγή γινόταν σε εξωτερικό χώρο και μεταφέρονταν στο εσωτερικό κάποια κομμάτια επιλεκτικά για να καούν στην εστία.196 Προσφορές που δε χρειάζονται καύση είναι πολύ κοινές. Σε κάθε «ιερό» έχουν βρεθεί μικρές ποσότητες από σιτηρά, εργαλεία (καινούρια και χρησιμοποιημένα), δοχεία και μαγειρικά σκεύη από οστά, οστά ζώων (πιθανώς από προσφορά κρέατος), κέρατα ταύρων, κελύφη αυγών, κυνήγι, σφραγιδόλιθοι και γενικότερα οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει προσφορά. Τα είδη των αντικειμένων από «ιερό» σε «ιερό» διαφέρουν.197 Για τα Επίπεδα ΙΙΙ-VII (με εξαίρεση το V), όπου η έκταση της ανασκαφής επιτρέπει μία πιο συνολική εικόνα, η αναλογία ανάμεσα στην κατοικία και τα «ιερά» είναι περίπου δύο προς ένα. Μεταξύ των «ιερών» παρουσιάζονται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος και ως προς τη διακόσμηση, επιτρέποντάς μας να αναρωτηθούμε αν αυτό αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη δευτερευόντων «ιερών» που λειτουργούσαν βοηθητικά ως προς τα πιο διακοσμημένα ή για την ύπαρξη ιεραρχίας μεταξύ των κατοίκων. Είναι πιθανό επίσης τα μεγάλα «ιερά» να κατοικούνταν μόνο περιοδικά, κατά τη διάρκεια εορτασμών. Πάντως το μέγεθος ή η αφθονία διακόσμησης του χώρου δε συνδέονται με την αφθονία κτερισμάτων.198 Ο Hodder παρατηρεί επιπλέον πως ενώ το μέγεθος ενός χώρου δεν δε σχετίζεται με τον διακοσμητικό και συμβολικό πλούτο, συνηθίζεται τα πιο εκλεπτυσμένα «ιερά» να υποδέχονται περισσότερους νεκρούς, όχι όμως και περισσότερα αφιερώματα ή τρόφιμα.199 Από τον τρόπο που οι συγκεκριμένοι χώροι συντηρούνται, ανακατασκευάζονται και διακοσμούνται, οι χρήστες τους μοιάζουν να έχουν ιστορική συνείδηση και οι δράσεις τους να μην αποτελούν απλώς συμπεριφορές ρουτίνας, αφού φαίνεται πέρα από επίγνωση να έχουν και μνήμη του παρελθόντος που αφορά το υλικό τους περιβάλλον και πως κάνουν συνεχείς αναφορές σε αυτό. Αυτό δείχνει να υπαινίσσεται η διατήρηση και η επαναχρησιμοποίηση αντικειμένων (μεταξύ αυτών και ανθρώπινων 196 197 198 199
Mellaart, J. (1963), σ. 52 & Mellaart, J. (1967), σ. 77 Mellaart, J. (1967), σ. 78 Mellaart, J. (1967), σ. 80-81 Hodder, I. (2013), Alan Hall Memorial Lecture
«Ιερά»
67
κρανίων από προγόνους), αλλά ιδίως η αναζήτηση και ανάκτησή τους από κατώτερα στρώματα όπου είναι θαμμένα, που φαίνεται να έχει συγκεκριμένη στόχευση σαν τίποτα να μη θάβεται τυχαία ή να ξεχνιέται. Συνυπολιγίζοντας τον πλούτο σε διακόσμηση, εξοπλισμό και ταφές, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ορισμένες κατοικίες «δεσπόζουν» σε σχέση με άλλες και συνδέονται με τη γενεαλογία των κατοίκων.200 Ο ρόλος αυτών των κατοικιών μπορεί να ήταν η διατήρηση της συλλογικής μνήμης, δημιουργώντας έτσι τις απαραίτητες αφηγήσεις για να υπάρχει συνέχεια στον οικισμό, συνεργασία στην παραγωγή και ρύθμιση στην εκμετάλλευση των πόρων.201 Θα μπορούσαν να είναι και ένδειξη για κοινωνικές διαφοροποιήσεις, δε γνωρίζουμε όμως τον τρόπο που κατοικούνταν. Είναι βέβαιο πάντως πως οι άνθρωποι που θάβονταν σε αυτές δεν ήταν απαραίτητα κάτοικοι.202 200 201 202
Hodder, I. (2006), σ. 144, 152 Hodder, I. (2006), σ. 165 Hodder, I. (2006), σ. 152
Εικ. 63. Σχέδιο ανακατασκευής του παλαιότερου «Ιερόυ» του Επιπέδου XI. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 64. Σχέδιο ανακατασκευής «Ιερόυ» VII.35 (πηγή: J. Mellaart, 1967)
68
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 65, 66. Σχηματική παρουσίαση της διακόσμησης των κύριων ιερών των επιπέδων X-VIA. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
«Ιερά»
69
Εικ. 67. Κίονες του «Ιερού VII.10» ακριβώς επάνω από τη θέση των αντίστοιχων του «Ιερού VI.10», ενδεικτικό της καθ ύψος διατήρησης της μνήμης ή της ιερότητας ενός χώρου. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 68. Διαφάνεια από την παρουσίαση του I. Hodder (Alan Hall Memorial Lecture, 2013). Σχέση της διακοσμητικής εκλέπτυνσης ενός κτηρίου (κόκκινη γραμμή) με τον αριθμό των ειδωλίων που βρέθηκαν σε αυτό (μπλε γραμμή). Είναι εμφανές πως δε σχετίζονται. (πηγή: Nakamura & Meskell)
70
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Ταφές Τα έθιμα που συναντάμε στις ταφές είναι ενδεικτικά της ύπαρξης αντιλήψεων για μεταθανάτια ζωή.203 Οι νεκροί του οικισμού θάβονταν εντός των κατοικιών, κάτω από τις πλατφόρμες όπου λάμβαναν χώρα οι καθημερινές δραστηριότητες. Τα οστά τυλίγονταν σε ύφασμα ή δέρμα ή τοποθετούνταν σε καλάθια και δένονται με ιμάντες ή σχοινί. Συχνά θάβεται ξεχωριστά το κρανίο από το σώμα.204 Οι τάφοι έχουν οβάλ σχήμα και βάθος περίπου 60 εκατοστά σε σχέση με την επιφάνεια της πλατφόρμας.205 Τα ταφικά έθιμα αυτά είναι άγνωστα στη Mersin και στο Hacilar. Θυμίζουν περισσότερο περιοχές της Προ-κεραμικής Παλαιστίνης.206 Στη δυτική Ανατολία οι νεκροί θάβονται εκτός των ορίων των οικισμών.207 Ταφές εντός κατοικιών έχουν ανακαλυφθεί στα παλαιότερα επίπεδα του Çayönü (νοτιοανατολική Τουρκία), στο Nevali Çori (νοτιοανατολική Τουρκία) και στο Aşikli Hüyük (κεντρική Ανατολία). Η πυκνότητα και η έμφαση όμως που συναντάμε στο Çatal Hüyük είναι τόσο μεγάλη που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως νεκρόπολη τόσο όσο και ως οικισμό.208 Ενώ σε άλλες περιοχές, από την Μέση Ανατολή ως την Ελλάδα, οι ταφές τοποθετούνται τελικά εκτός των κατοικιών ή και εκτός των τοιχών, οι κάτοικοι του Çatal Hüyük σε μια επείδηξη συντηρητισμού διατηρούν την προγονολατρική αυτή συνήθεια.209 Ο αριθμός των ανθρώπων ανά λάκκο ταφής και ανά κατοικία ποικίλει. Υπάρχουν περιπτώσεις που δεν εντοπίζονται ταφές σε κατοικίες, ενώ ο μέγιστος αριθμός ταφών σε μία κατοικία-«ιερό» μπορεί να υπερβαίνει τις 50. Οι λάκκοι ανοίγονταν περισσότερες από μία φορά, δημιουργώντας «στρώματα» διαφορετικών χρονολογιών.210 Η σχέση που συνδέει τους σκελετούς ανά σημείο ταφής δεν είναι βιολογική.211 Πάντως άνθρωποι πρέπει να θάβονταν και σε άλλες τοποθεσίες, αφού ο αριθμός των ταφών από τις κατοικίες είναι κατά πολύ μικρότερος του συνολικού πληθυσμού όπως έχει υπολογιστεί.212 Αν και έχει διατυπωθεί ότι στις ταφές υφίστανται διακρίσεις με βάση το φύλο 213 φαίνεται κάτι τέτοιο να μην ισχύει, αφού δεν υπάρχει κάποιο εμφανές μοτίβο που να ακολουθείται ή κάποιο ποσοτικό στοιχείο που να μπορεί να το στηρίξει.214 Διαφοροποίηση υπάρχει στις ταφές παιδιών, αφού θάβονται και στο έδαφος εκτός ορίων πλατφορμών και με ιδιαίτερη φροντίδα.215 Τους νεκρούς σε ορισμένες περιπτώσεις , αν και όχι απαραίτητα, συνοδεύουν ταφικά δώρα. Παρατηρείται πως στις ταφές των «ιερών» τα δώρα είναι πλουσιότερα από τις ταφές των απλών σπιτιών. Τα αντικείμενα πάντως είναι καθημερινής χρήσης (οικιακός εξοπλισμός, κοσμήματα, αγαλματίδια, όπλα). Δεν υπάρχουν αντικείμενα με αποκλειστική χρήση την προσφορά στους 203 Mellaart, J. (1962), σ. 57 204 Mellaart, J. (1962), σ. 51; Mellaart, J. (1963), σ. 95; Mellaart, J. (1964), σ. 94; Mellaart, J. (1967), σ. 188, 204 205 Mellaart, J. (1964), σ. 92 206 Mellaart, J. (1962), σ. 52 207 Mellaart, J. (1964), σ. 92 208 Hodder, I. (2006), σ. 123,124 209 Hodder, I. (2006), σ. 124 210 Mellaart, J. (1967), σ. 205; Hodder, I. (2013), σ.152 211 Hodder, I. (2013), Alan Hall Memorial Lecture 212 Hodder, I. (2006), σ. 216 213 «Παρατηρείται ότι οι γυναίκες θάβονται κάτω από την κεντρική πλατφόρμα του ανατολικού τοίχου ενώ οι άντρες κάτω από τις μικρότερες περιμετρικές πλατφόρμες. Σκελετοί παιδιών βρίσκονται σε όλες τις τοποθεσίες, αλλά ποτέ μαζί με άντρες.» (Barstow, Α. (1978), σ. 11) 214 Hodder, I. (2006), σ. 211 215 Hodder, I. (2006), σ. 216
Ταφές
71
νεκρούς.216 Επίσης ορισμένα κρανία ή σώματα χρωματίζονται, έθιμο που επίσης συναντάται σε οικισμούς της Παλαιστίνης. Ο μικρός αριθμός τους πιθανώς υποδεικνύει κάποια ιδιαίτερη σημασία του ατόμου.217 Ορισμένα σώματα φαίνεται να λαμβάνουν ιδιαίτερη μεταχείριση, γεγονός που αποτελεί μία από τις ελάχιστες ενδείξεις κοινωνικής διαφοροποίησης στον οικισμό. Πρόκειται για σώματα από τα οποία αφαιρείται το κρανίο και συντηρείται, χρωματίζεται και επαναχρησιμοποιείται τελετουργικά. Η πρακτική αυτή είναι σπάνια, αφορά άτομα κι όχι συλλογικότητες, ενώ ακέφαλα σώματα βλέπουμε σε αναπαραστάσεις που πιθανώς συνδέονται με μύθους. Από αυτά υποθέτουμε πως πρόκειται για άτομα με κάποια ιδιαίτερη κοινωνική επιφάνεια.218 Αναφορικά και με το φύλο των προσώπων αυτών, προς το παρόν τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν έπαιζε κάποιο ρόλο, αφού αυτή τη μεταχείριση τη συναντάμε σε άντρες και γυναίκες.219 216 217 218 219
Mellaart, J. (1964), σ. 94; Mellaart, J. (1967), σ. 207-208 Mellaart, J. (1963), σ. 95; Mellaart, J. (1964), σ. 92; Mellaart, J. (1967), σ. 207-208 Hodder, I. (2006), σ. 179 Hodder, I. (2006), σ. 209
Εικ. 69. Κατοικία VI.B.34. Περίπτωση πολλαπλών ταφών σε ένα σημείο ταφής. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
72
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Διατροφικές Συνήθειες – Οικιακή Παραγωγή Το φαγητό είναι μία από τις δραστηριότητες που δημιουργούν το άτομο και την κοινότητα μέσω της καθημερινής πρακτικής της διατροφής. Έχει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της κοινότητας, στη διατήρηση της μνήμης, στην επιβίωση, στη διαβίωση, στη σωματική και κοινωνική ανάπτυξη. Από τη μελέτη των διατροφικών συνηθειών μπορεί να μάθουμε για την κοινωνική ζωή και τους ρυθμούς μίας κοινωνίας, την ταυτότητα του ατόμου, της οικογένειας, της κοινότητας και τις μεταβολές που προέκυψαν με το χρόνο.220 Στην έρευνά τους για τις διατροφικές συνήθειες και τη σύνδεσή τους με την καθημερινότητα, οι S. Atalay και C. Hastorf χώρισαν τις σχετικές δραστηριότητες σε πέντε βασικές κατηγορίες: παραγωγή και προμήθεια, επεξεργασία, μαγειρική, παρουσίαση και κατανάλωση.221 Παρατίθενται οι σχετικοί πίνακες που κωδικοποιούν τα κυριότερα συμπεράσματα για τις συνήθειες των κατοίκων του οικισμού ανά κατηγορία. Η επεξεργασία και προετοιμασία του φαγητού για κατανάλωση ή αποθήκευση γίνεται στην κάθε κατοικία με το διαθέσιμο εξοπλισμό της, ακολουθώντας το μοτίβο της οικιακής παραγωγής που φαίνεται ήδη από την αρχιτεκτονική. Κάθε κατοικία έχει ξεχωριστά κατασκευασμένα σκεύη, εργαλεία και δοχεία αποθήκευσης, δεν υπάρχει όμως ιδιαίτερη διαφοροποίηση στις ποσότητες που μπορούν να αποθηκευτούν σε κάθε κατοικία.222 Είναι δύσκολο να ορισθούν οι συνήθειες κατανάλωσης του φαγητού από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ερωτήματα όπως η ποιότητα των γευμάτων, ο αριθμός των πιάτων, οι χρόνοι και η περιοδικότητα κατανάλωσης δεν έχουν απαντηθεί.223 Το φαγητό πάντως δεν το κατανάλωναν πάντα μαγειρεμένο. Ορισμένες ρίζες, δημητριακά και φυτά καταναλώνονταν ωμά.224 Γενικά η διατροφή παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και δεν υπάρχουν ενδείξεις για περιόδους λιμού.225 Οι κάτοικοι δούλευαν σκληρά τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες για να αποθηκεύσουν φαγητό για το χειμώνα και φαίνεται πως κατάφερναν με επιτυχία να εξασφαλίζουν αρκετό για τους ίδιους, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Η δουλειά αυτή μοιράζεται στα μέλη της οικογένειας με διαφορετικά άτομα να αναλαμβάνουν διαφορετικά καθήκοντα, με τρόπο ώστε όλοι να συμμετέχουν στην εξασφάλιση της επιβίωσης ισότιμα. Η επιτυχία των μεθόδων τους φαίνεται από την κατάσταση των οστών τους αλλά κυρίως από το γεγονός ότι οι καθημερινές, εποχιακές και ετήσιες κοινωνικές διαδικασίες διασώθηκαν από γενιά σε γενιά για χίλια χρόνια.226 Πλούσια είναι τα ευρήματα από τον οικιακό εξοπλισμό που σχετίζεται με το σερβίρισμα. Τα σκεύη ήταν πλεκτά, ξύλινα, οστέινα, πέτρινα και στα τελευταία στάδια κεραμεικά. Θεωρείται πως τα πλεκτά προηγούνται, τα ξύλινα κατασκευάζονται στα δικά τους πρότυπα, ενώ με τη σειρά τους τα κεραμεικά μιμούνται τα ξύλινα. Αναλόγως τις ιδιότητές του (στερεά ή υγρή τροφή), το φαγητό μπορεί να τοποθετούνταν σε καλάθια, ψάθινες επιφάνειες, δέρματα ή πλεκτό ύφασμα. Εκτεταμένη ήταν και η χρήση του ξύλου, τόσο σε μαχαιροπείρουνα όσο και σε δοχεία.227
220 221 222 223 224 225 226 227
Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 283-284 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 283 Hodder, I. (2006), σ. 180 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 310-311 Hodder, I. (2006), σ. 86 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 312 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 314 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 310
Διατροφικές Συνήθειες – Οικιακή Παραγωγή
Δραστηριότητα
Συλλογή φυτών
Περιποίηση φυτών Φύτευση Συγκομιδή
Πίνακας 1. Παραγωγή και Προμήθεια Τροφής (Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 294) Έμμεσα και Δεδομένο Περιγραφή Εθνογραφικά Ανασκαφής Δεδομένα Γενικός κατάλογος φυτών, κομμάτια φρούτων και κελύφη ξηρών καρπών σε συγκεκριμένες τοποθεσίες
Hackberries, βελανίδια, ξηροί καρποί, ρίζες δοϋτρίδ
Άγρια δέντρα, άγρια βότανα, δοϋτρίδ, φυτεμένα είδη Τοπικοί κήποι και απομακρυσμένοι αγροί (έως 12 χλμ) Φυτά από κήπους και αγρούς
Γενικός κατάλογος φυτών Φυτόλιθοι ξηρής καλλιέργειας Γενικός κατάλογος φυτών Τοιχογραφίες κυνηγιού
Λίθινα εργαλεία και οστά
Εποχικότητα Ρίζες: τέλη φθινοπώρου, αρχές άνοιξης. Ξηροί καρποί: τέλη άνοιξης, αρχές καλοκαιριού. Φρούτα: τέλη καλοκαιριού, αρχές φθινοπώρου Άνοιξη, αρχές καλοκαιριού, φθινόπωρο Χειμώνας και άνοιξη Άνοιξη και φθινόπωρο Άνοιξη ή καλοκαίρι πριν τις φθινοπωρινές σφαγές (;) Τέλη χειμώνα, αρχές άνοιξης και όποτε υπήρχε διαθεσιμότητα
Κυνήγι
Μεγάλα θηλαστικά
Ψάρεμα
Ψάρια του γλυκού νερού από τον ποταμό Çarsamba
Οστά ψαριών, αγκίστρια από οστά
Συγκομιδή ζωικών προϊόντων
Αυγά άγριων πουλιών και χήνας, μέλι
Κέλυφος αυγού που έχει εκκολαφθεί (Χώρος 105 και Χώρος 115)
Τέλη χειμώνα, αρχές άνοιξης
Περιφραγμένες μονάδες
Όλο το έτος
Φροντίδα ζώων
Παγίδες
Δραστηριότητα
Αποξήρανση
Σφαγή/Τεμάχιση
Κάπνισμα
Αλάτισμα
Αιγοπρόβατα που φυλάσσονται τοπικά, πιθανώς και βοοειδή και μέλισσες Πτηνά και μικρά θηλαστικά
Πίνακας 2. Επεξεργασία για την αποθήκευση (Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 296) Έμμεσα και Δεδομένο Περιγραφή Εθνογραφικά Ανασκαφής Δεδομένα Φέτες λεπτού Τοπικές Ενδείξεις στα κρέατος, φρούτων εθνογραφικές οστά για κοπή και λαχανικών συζητήσεις, του κρέατος σε αφήνονταν στις προσωπική φιλέτα οροφές ή σε ξύλινα παρατήρηση ράφια Χρήση εργαλείων οψιδιανού για το Ενδείξεις στα διαχωρισμό σε οστά μερίδες και την αφαίρεση των οστών Ομοίως με την αποξήρανση, αλλά γινόταν πάνω από τον καπνό της φωτιάς Κρέας τοποθετημένο σε δέρμα ή λάκκους
Τοπικές εθνογραφικές
Άλατα βρέθηκαν σε χώρους επεξεργασίας και
Εποχικότητα Καλοκαίριφθινόπωρο, πριν τις βροχές και μετά τις ανοιξιάτικες πλημμύρες Τέλη φθινοπώρου, κατά το κυνήγι ή μετά από παγίδευση Φθινόπωρο, μετά από σφαγή αιγοπροβάτου, μετά από μεγάλο κυνήγι, ομοίως με την αποξήρανση Καλοκαίριφθινόπωρο, ανάλογα με το εμπόριο και τη
73
74
Ομοίως με την αποξήρανση, αλλά Κάπνισμα γινόταν πάνω από Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία τον καπνό της φωτιάς
Αλάτισμα
Ψήσιμο
Πάστωμα
Δραστηριότητα
Δωμάτια
Σάκοι κρεμασμένοι από την οροφή
Δέρματα
Ράφια
Σάκοι
Δοχεία
Δάπεδα
Καλάθια
Οροφές
Κρέας τοποθετημένο σε δέρμα ή λάκκους καλυμμένο με αλάτι για πολλές εβδομάδες Πήλινες σφαίρες/ αντικείμενα που θερμαίνονταν σε φωτιά, σπόροι, κόκκοι, όσπρια σε πλεκτούς δίσκους που στηρίζονται σε πήλινες σφαίρες Φρέσκα φρούτα και λαχανικά με αλάτι, νερό, χυμό φρούτων & ρεβύθια – αφήνονταν να γίνει βρασμός στον ήλιο και τοποθετούνταν σε δέρμα
Φθινόπωρο, μετά από σφαγή αιγοπροβάτου, μετά από μεγάλο κυνήγι, ομοίως με την αποξήρανση
Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις
Άλατα βρέθηκαν σε χώρους επεξεργασίας και παρασκευής τροφής
Καλοκαίριφθινόπωρο, ανάλογα με το εμπόριο και τη διαθεσιμότητα αλατιού
Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις, σύγκριση με εστίες στο Asiklihoyuk
Μεγάλες ποσότητες ψημένων σπόρων σε δοχεία και φούρνους
Τέλη άνοιξηςκαλοκαιρινή συγκομιδή, πριν την αποθήκευση, χρειαζόταν επιπλέον ψήσιμο πριν την κατανάλωση
Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις, προσωπική παρατήρηση
Άνοιξη-φθινόπωρο, όταν τα φρούτα και τα λαχανικά ήταν φρέσκα
Πίνακας 3. Αποθήκευση (Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 300) Έμμεσα και Περιγραφή Εθνογραφικά Δεδομένο Ανασκαφής Δεδομένα Τοπικές Σε άλλα μέσα εθνογραφικές αποθήκευσης συζητήσεις, Κτήριο 5, Χώροι 156, 157 στον εσωτερικό προσωπική χώρο παρατήρηση Τοπικές Οργανικοί ασκοί εθνογραφικές κρεμασμένοι από συζητήσεις, Κτήριο 1 καδρόνια για προσωπική προστασία από παρατήρηση παράσιτα Τοπικές εθνογραφικές Κτήριο 1 με λιπαρές επιφάνειες, Υγρά σε συζητήσεις, Χώρος 187 (πόδια προβάτων) και δερμάτινους προσωπική άλλες ενδείξεις λίπους σε δέρμα ασκούς παρατήρηση Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις, Κτήριο 17, Χώροι 182 & 170 προσωπική παρατήρηση Τοπικές Αποθήκευση σε εθνογραφικές Κτήριο 1 (πόδια προβάτων, λίπος, δέρματα, στο συζητήσεις, διαρροή λίπους από ασκό), Κτήριο ταβάνι ή στο προσωπική 17 αποθήκευση σε γούνες δάπεδο παρατήρηση Περίκλειστοι Τοπικές χώροι από εθνογραφικές πλίνθους σε συζητήσεις, Κτήριο 1, Κτήριο 5 επαφή με τοίχο, προσωπική με μικρά παρατήρηση ανοίγματα Τοπικές Μεγάλης εθνογραφικές πυκνότητας Πλούσιες ποσότητες οργανικών συζητήσεις, οργανική ύλη ενώσεων σε δάπεδα, Κτήρια 1, 5, 17 προσωπική βρέθηκε στα παρατήρηση δάπεδα Τοπικές εθνογραφικές Ψηλά και λεπτά Κτήριο 5 Χώρος 156, Κτήριο 1.3, συζητήσεις, καλάθια κυρίως 1.2C, 1.4 προσωπική από καλάμια παρατήρηση Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις,
Δάπεδα
Καλάθια
ανοίγματα Μεγάλης πυκνότητας οργανική ύλη βρέθηκε στα δάπεδα Ψηλά και λεπτά καλάθια κυρίως από καλάμια
Οροφές
Κεραμικά
Λίπος αποθηκευόταν σε μικρά κεραμικά δοχεία
Λάκκοι
Κυρτές επιφάνειες στο έδαφος
Δραστηριότητα
Αρχική επεξεργασία συγκομιδής (αλώνισμα, διαλογή, κοσκίνισμα)
Άλεσμα
Τοπικές εθνογραφικές Πλούσιες ποσότητες οργανικών συζητήσεις, Διατροφικές Συνήθειες Οικιακή Παραγωγή ενώσεων σε–δάπεδα, Κτήρια 1, 5, 17 προσωπική παρατήρηση Τοπικές εθνογραφικές Κτήριο 5 Χώρος 156, Κτήριο 1.3, συζητήσεις, 1.2C, 1.4 προσωπική παρατήρηση Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις, προσωπική παρατήρηση Τοπικές εθνογραφικές Οργανικά ιζήματα, in situ σκεύος συζητήσεις, Κτηρίου 17, Κτήριο 6 προθάλαμος προσωπική ιερού, Επίπεδο VIB παρατήρηση Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις, Κτήριο 17 προσωπική παρατήρηση
Πίνακας 4. Προετοιμασία για Κατανάλωση (Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 304) Έμμεσα και Δεδομένο Περιγραφή Εθνογραφικά Ανασκαφής Δεδομένα Μεγάλη παρουσία αχύρου και τμημάτων της Τοπικές Με τη βοήθεια διαδικασίας, εθνογραφικές χρήσης εξοπλισμού κόκκοι και όσπρια συζητήσεις, καλαθοπλεκτικής, που είχαν προσωπική εκτός οικισμού ολοκληρώσει τη παρατήρηση διαδικασία στο Κτήριο 1 Τοπικές Γουδιά/γουδοχέρια In-situ μυλόπετρες από πέτρα ή ξύλο και εθνογραφικές σε διάφορες συζητήσεις, μυλόπετρες όπου τοποθεσίες προσωπική αλέθονταν κόκκοι, παρατήρηση σπόροι και όσπρια
Διήθηση
Ποώδη φυτά σε λάκκους ή δέρματα, εμποτίζονταν επαναλαμβανόμενα με νερό (χρήσιμο για βίκους και βελανίδια)
Απόσπαση ζωικού λίπους
Μετά την τεμάχιση τα μεγάλα οστά αλέθονταν και βράζονταν με πήλινες σφαίρες σε δέρματα ή καλάθια
Απόσπαση φυτικού λίπους
παρατήρηση
Άλεσμα σπόρων, βρασμός και αφαίρεση των ελαίων από την επιφάνεια Τα μεγάλα κομμάτια τεμαχίζονταν εκτός οικισμού αλλά όλα τα
Εθνογραφία από άλλες ομάδες που χρησιμοποιούν βελανίδια
Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις, προσωπική παρατήρηση
Εποχικότητα
Καλοκαίρι για τη χειμερινή καλλιέργεια
Σύμφωνα με τις ανάγκες, μετά από την αρχική επεξεργασία Το έδαφος ήταν πολύ υγρό την άνοιξη και πολύ κρύο το χειμώνα, άρα η διήθηση σε λάκκους θα γινόταν καλοκαίριφθινόπωρο
Οστέινα ευρήματα, μάλλον γινόταν σε εσωτερικό χώρο
Όλο το χρόνο όπως οι σφαγές, φθινόπωρο κατά τις σφαγές για χειμερινή χρήση
Δοχεία και μονάδες με καψέλλα & sysimbrium και βελανίδια, αμύγδαλα, φυστίκια εκτός οικισμού
Ανάλογα τον κάθε καρπό για χειμερινή χρήση ή σύμφωνα με τις ανάγκες μετά την αρχική επεξεργασία
Σημάδια κοπής
75
76
Τοπικές Άλεσμα σπόρων, εθνογραφικές βρασμός και Απόσπαση συζητήσεις, αφαίρεση των φυτικού λίπους προσωπική ελαίων από την Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία παρατήρηση επιφάνεια
Τεμάχιση
Ζυθοποίηση
Ζύμωση
Αποσύνθεση
Δραστηριότητα
Βρασμός (άμεση και έμμεση θερμότητα)
Ψήσιμο (άμεση θερμότητα)
Καβούρντισμα (άμεση και έμμεση θερμότητα)
Ψήσιμο (έμμεση υγρή θερμότητα)
Ψήσιμο (έμμεση ξηρή θερμότητα)
Τα μεγάλα κομμάτια τεμαχίζονταν εκτός οικισμού αλλά όλα τα κομμάτια φτάνουν στον οικισμό (υπολείμματα στους χώρους απορριμάτων). Τεμάχιση μικρής κλίμακας στις οροφές Βλαστοί σιτηρών βράζονται με νερό και αποθηκεύονται Άγρια φρούτα με ρεβίθια. Κόκκοι δημητριακών στη φάση της ζυθοποίησης Οι βολβοί δοϊτρυδ αφήνονταν για ένα διάστημα στο ποτάμι
καψέλλα & sysimbrium και βελανίδια, αμύγδαλα, φυστίκια εκτός οικισμού
κάθε καρπό για χειμερινή χρήση ή σύμφωνα με τις ανάγκες μετά την αρχική επεξεργασία
Σημάδια κοπής στα οστά, κατανομή ζωικής ύλης, ενδείξεις από οικιακά λίθινα εργαλεία
Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις
Τα φυτά στη λίστα ευρημάτων προσφέρονται για ζυθοποίηση, ιδιαίρερα το κριθάρι
Τοπικές εθνογραφικές συζητήσεις
Πίνακας 5. Μαγειρική και Σχετική Δραστηριότητα (Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 306) Έμμεσα και Δεδομένο Περιγραφή Εθνογραφικά Ανασκαφής Δεδομένα Οδοντικές ενδείξεις αμμοχάλικου και Κεραμικά απευθείας αμύλου, πιθανότητα επάνω σε φωτιά ή υδατοστεγών Εθνογραφικά χρήση σφαιρών για καλαθιών, πήλινες παραδείγματα την έμμεση χρήσης καλαθιών σφαίρες με μεταφορά ποσότητες ορυκτών και δέρματος θερμότητας κατά τη για διάρκεια βρασμού σε επαναλαμβανόμενη καλάθια ή δέρματα θέρμανση Κρέας που Γνάθοι με σημάδια Τοπικά τοποθετούνταν σε από ψήσιμο, εθνογραφικά θερμαινόμενα κόκκαλα παραδείγματα αντικείμενα ή περιφαγωμένα από σουβλίσματος σούβλες, μεγάλα ζώα άνθρωπο, ενδείξεις εκτός οικισμού, μικρά κρέατος, εντός σφαγής και εκτός οικίας ζώα στις εστίες/φούρνους Ο νότιος χώρος απορριμάτων είναι Erkal (2006) Κόκκοι και όσπρια γεμάτος ψημένους Τοπικά περνούνται από κόκκους εθνογραφικά θερμενόμενα δημητριακών και δεδομένα, αντικείμενα για να επίχρησμα σύγκριση με επιμηκυνθεί η φούρνων, ψημένοι εστίες του αποθήκευση ή για σπόροι και στάχτη Asiklihoyuk άμεση κατανάλωση σε όλο το συγκρότημα Ριζώματα ή κρέας Εθνογραφικά εκτός οικισμού, σε παραδείγματα λάκκους με ψησίματος σε θερμαινόμενες λάκκο πήλινες σφαίρες/αντικείμενα Φυτικά και ζωικά Τοπικά και προϊόντα κλείνονται παγκόσμια σε φούρνους όπου εθνογραφικά θερμαίνονται από παραδείγματα πήλινες σφαίρες
Κατά τη συγκομιδή, τέλη άνοιξηςκαλοκαίρι
Καλοκαίρι Φθινόπωρο και χειμώνας, όπως καταναλώνονταν
Εποχικότητα
Φθινόπωρο μετά τη σφαγή αιγοπροβάτων, μετά από κυνήγι, σφαγή μεγάλων ζώων
Φθινόπωρο μετά τη σφαγή αιγοπροβάτων, μετά από κυνήγι, σφαγή μεγάλων ζώων
Κατά τις ανάγκες, μετά το αλώνισμα και τη διαλογή
Όποτε μαγειρεύεται φρέσκο κρέας ή λαχανικά Όποτε μαγειρεύεται φρέσκο κρέας, πιθανώς και ψωμί
Διατροφικές Συνήθειες – Οικιακή Παραγωγή
77
Ο Mellaart καταγράφει μεγάλη ποικιλία σε σχήματα και είδη που συμπεριλαμβάνουν μικρά και μεγάλα μπολ, πιάτα, κουτάλια, κούπες και κουτιά με καπάκι. Η συχνή παρουσία ενός συγκεκριμένου συνόλου σε ταφές (μπολ, κύπελλο με βάση, ορθογωνικά κουτιά) θεωρείται ένδειξη της χρήσης αυτού του εξοπλισμού εκτεταμένα σε καθημερινή βάση.228 Ορισμένα αντικείμενα κατασκευάζονταν από άλλα υλικά, όπως οστά και κέρατα ελαφιών που χρησιμοποιούνταν περισσότερο για κουτάλες σερβιρίσματος, ακόμα και μάρμαρο.229 228 229
Mellaart, J. (1963), σ.99-100] & Mellaart, J. (1964), σ. 86 Mellaart, J. (1964), σ. 85
Εικ. 70. Παραδείγματα από σκεύη καθημερινής χρήσης από ξύλο και πλεκτά (1-7) (πηγή: J. Mellaart, 1964)
Εικ. 71. Εργαλεία από επεξεργασμένα οστά (καρφίτσες, βελόνες, αγκίστρια, πόρπες, μεγάλα κουτάλια σερβιρίσματος (πηγή: J. Mellaart, 1964)
78
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εντός του οικισμού, η κατανάλωση τροφής γινόταν στο εσωτερικό ή στις ταράτσες.230 Από τη μελέτη των ανθρώπινων σκελετών φαίνεται πως η δίαιτα κάποιων ήταν διαφορετική, ακόμα κι εντός της ίδιας οικίας. Αυτό αποτελεί ένδειξη πως κάποια από τα μέλη της κοινότητας διέμεναν μακριά από τον οικισμό για μεγάλα χρονικά διαστήματα (όσο μπορεί να διαρκούσε για παράδειγμα ένα κυνήγι ή κάποια άλλη απομακρυσμένη εργασία).231 Άνδρες και γυναίκες λαμβάνουν την ίδια τροφή, έχουν σχεδόν την ίδια σωματική και μυϊκή διάπλαση (οι άνδρες είναι ελαφρώς ψηλότεροι) και πραγματοποιούν τις ίδιες δραστηριότητες.232 Οι δραστηριότητες διαφοροποιούνται ανάλογα με την εποχή, σύμφωνα με τις καιρικές συνθήκες και τις μεταβολές του τοπίου λόγω των υδάτων. Για παράδειγμα, όπως έδειξε η έρευνα της Wendy Matthews η συσσώρευση αιθάλης από τους οικιακούς φούρνους είναι εντονότερη το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι η δραστηριότητα είναι πιθανότερο να μεταφερόταν στις οροφές και στους εξωτερικούς φούρνους.233
Εικ. 72. Εποχιακός κύκλος παραγωγικών δραστηριοτήτων. (πηγή: I. Hodder, 2006)
Λοιπή Παραγωγή Ανάμεσα στα ευρήματα από τις κατοικίες, τα ιερά, τις ταφές και τους χώρους απορριμμάτων έχουν βρεθεί πολυάριθμα αντικείμενα που κατασκευάζονταν από τους κατοίκους. Αξιοσημείωτη είναι η ποιότητα των αντικειμένων κι ο βαθμός επεξεργασίας τους, γεγονός που ώθησε το Mellaart να υποστηρίξει την ύπαρξη ειδικευμένων τεχνιτών παρά την απουσία χώρων που να το αποδεικνύουν.234 Ο Hodder αναγνωρίζει κάποια εξειδίκευση στην παραγωγή τους, αλλά πλήρως ενσωματωμένη στην οικιακή και σίγουρα όχι υπό τη μορφή πλήρους απασχόλησης για τους τεχνίτες. Κάποια ευρύτερη παραγωγή μίας κατηγορίας αντικειμένων από ένα άτομο μπορεί να οφείλεται στο ταλέντο του ατόμου 230 231 232 σ. 210 233 234
Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 311 αναφορά σε Matthews 2005 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 311 αναφορά σε Richards & Pearson 2005 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006), σ. 312 αναφορά σε Molleson et al. 2005 & Hodder, I. (2006), Hodder, I. (2006), σ. 80 Mellaart, J. (1967), σ. 211
Διατροφικές Συνήθειες – Οικιακή Παραγωγή
79
στην επεξεργασία ενός υλικού και όχι στον καταμερισμό της εργασίας (πχ. εργαλεία από οστά).235 Ασαφές παραμένει το πώς επεξεργάζονταν υλικά δύσκολα στη διαμόρφωση, παράγοντας αντικείμενα όπως καθρέφτες από οψιδιανό με εντελώς λεία επιφάνεια ή χάντρες με τρύπες τόσο λεπτές που δύσκολα θα γίνονταν ακόμα και με ατσάλινα εργαλεία. Ή από πού προέκυψε η επεξεργασία χαλκού και σιδήρου. Αξιοπερίεργο είναι επίσης πως εκτός από τον πηλό, τα καλάμια και το ξύλο, όλα τα άλλα υλικά που χρησιμοποιούνται δεν είναι τοπικά.236 Η επεξεργασία της πέτρας δείχνει μία βαθιά παράδοση που ξεκινά από την Παλαιολιθική εποχή. Για την κατασκευή λεπίδων χρησιμοποιείται πυρόλιθος σε συνδυασμό με άλλα υλικά για λαβή (ξύλο, οστά, κρητίδα), ενώ ο οψιδιανός που είναι πιο κοφτερός αλλά ψαθυρός χρησιμοποιείται για την κατασκευή κεφαλών για βέλη και ακόντια237 και τα περισσότερα εργαλεία. Στα εργαλεία περιλαμβάνονται δρεπάνια, ξύστρες, σμίλες, καλέμια και σκαρπέλα. Η χρήση του οψιδιανού μαρτυρά πως το υλικό ήταν διαθέσιμο σε αφθονία, αλλά και την εξαιρετική ικανότητα των τεχνιτών που το επεξεργάζονταν.238 Ποικιλία παρουσιάζουν και τα αντικείμενα από στιλβωμένη πέτρα, κοχύλια, ξύλο και οστά. Με αυτά κατασκευάζονται διαφόρων χρήσεων δοχεία, κοσμήματα, τριβεία και γουδιά, τσεκούρια, αντικείμενα οικιακής χρήσης, υφαντουργίας και επεξεργασίας δέρματος, κουμπιά και πόρπες.239 Από ψημμένο πηλό κατασκευάζονται οι σφαίρες που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, αγαλματίδια, χάντρες και κοσμήματα, σφαίρες για σφεντόνες, σφραγιδόλιθοι. Σε κοσμήματα (χάντρες, δαχτυλίδια, κρεμαστά) επίσης χρησιμοποιούνται ο χαλκός και ο σίδηρος ήδη από το Επίπεδο IX, και μάλιστα εκτεταμένα. Αν και δεν έχουν βρεθεί εργαλεία από μέταλλο δεν αποκλείεται να υπήρχαν (πχ. τρυπανάκια για την επεξεργασία των χαντρών).240 Στις άλλες τεχνικές που παρουσιάζουν μεγάλη ανάπτυξη και σημασία περιλαμβάνονται η υφαντουργία και η καλαθοπλεκτική, που παρουσιάζουν μεγάλη συγγένεια. Τα καλάθια είναι παρόντα σε κάθε επίπεδο ως βασικό αποθηκευτικό μέσο, οικιακός εξοπλισμός, ταφικό δώρο αλλά και δοχείο ταφής. Η κατασκευή τους είναι εξαιρετικά περίτεχνη και η χρήση τους δεν έφθινε ποτέ, ούτε μετά την εισαγωγή της κεραμικής. Στην Ανατολία του 20ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Mellaart προφανώς από προσωπική παρατήρηση, η χρήση τους εξακολουθεί να είναι δημοφιλέστατη. Τα υφαντά ντύνουν τους ανθρώπους, καλύπτουν τις επιφάνειες των σπιτιών και απεικονίζονται με λεπτομέρεια στην τέχνη, επάνω σε τοίχους και σε θεότητες.241 Εκτός από υφαντά, για την ένδυση χρησιμοποιούνταν και δέρματα και γούνες από ζώα. Αυτό φανερώνεται από τις αναπαραστάσεις στη ζωγραφική και τη γλυπτική, και από ίχνη σε τάφους. Δεν υπάρχουν υποδύματα και ζώνες που να διασώζονται, η χρήση τους όμως θεωρείται σχεδόν δεδομένη. Επίσης από δέρμα πρέπει να κατασκευάζονταν οι σφεντόνες, ενώ οι χορδές των τόξων μάλλον αποτελούνταν από εντόσθια ζώων.242 Αντικείμενα καθημερινής χρήσης βρίσκουμε συχνά κρυμμένα, ενσωματωμένα σε τοίχους, πατώματα, φούρνους, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα πως η καθημερινή ζωή και η τελετουργία ήταν άμεσα συνδεδεμένες και τα όριά τους δυσδιάκριτα. Φυσικά είναι δύσκολο να γνωρίζουμε το σκοπό τέτοιων χειρονομιών αλλά γενικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι ακόμα και η απλούστερη υλική πράξη εμπεριείχε κάποια σύνδεση με κοινωνικές και τελετουργικές γνώσεις, κάποιο δεσμό με αντιλήψεις της κοινότητας.243 Εμφανής είναι πάντως η τάση της απόκρυψης και ανάκτησης ορισμένων αντικειμένων συμβολικής φύσης (οστά, οψιδιανός, τελετουργικά αντικείμενα αλλά και ανθρώπινα κρανία), είτε σαν 235 Hodder, I. (2006), σ. 179, 182 236 Mellaart, J. (1967), σ. 211-212 237 Τα όπλα βρίσκονται στις εξής συνθήκες: α) ως αφιερώματα σε ιερά, β) σε σωρούς κάτω από τα πατώματα, κοντά στις εστίες, γ) αφημένα τυχαία, πιθανώς μετά από καταστροφή του όπλου ή του κτηρίου και δ) θαμμένα μαζί με κάποιον νεκρό. (Mellaart, J. (1964), σ. 103) 238 Mellaart, J. (1962), σ. 55; Mellaart, J. (1964), σ. 103, 105; Mellaart, J. (1967), σ. 213-214 239 Mellaart, J. (1962), σ. 55-56; Mellaart, J. (1964), σ. 84, 85; Mellaart, J. (1967), σ. 214-215 240 Mellaart, J. (1962), σ. 56; Mellaart, J. (1964), σ. 114; Mellaart, J. (1967), σ. 217 241 Mellaart, J. (1964), σ. 85 & Mellaart, J. (1967), σ. 218 242 Mellaart, J. (1967), σ. 220 243 Hodder, I. (2006), σ. 117-118
80
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 73. Λίθοι επεξεργασμένοι ως αιχμές όπλων. (πηγή: Çatalhöyük Research Project)
Εικ. 74. Τελετουργικό εγχειρίδιο με λεπίδα πυρόλιθου από ταφή. Η κοκκάλινη λαβή αναπαριστά ένα φίδι. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 75. Κοσμήματα από χάντρες επεξεργασμένων λίθων. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Διατροφικές Συνήθειες – Οικιακή Παραγωγή
81
Εικ. 76. Σφραγιδόλιθοι από πηλό, πιθανώς για διακόσμηση υφασμάτων. (πηγή: J. Mellaart, 1962)
Εικ. 77-79. Κρεμαστά κοσμήματα από οστό (δεξιά). Εργαλείο για το γυάλισμα οστών (κέντρο). Κεραμικό δοχείο με γεωμετρική διακόσμηση (αριστερά). (πηγή: J. Mellaart, 1962-1963)
Εικ. 80. Καθρέφτες από οψιδιανό. (πηγή: J. Mellaart, 1963)
82
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
πρακτική επιβεβαίωσης της ιστορίας και της εδραίωσης δεσμών και συμμαχιών, είτε σαν πρακτική επίδοσης «μαγικής» αξίας στα αντικείμενα αυτά.244 Είναι επίσης βέβαιο ότι ο χρόνος ζωής των αντικειμένων υπερβαίνει το χρόνο ζωής των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούν. Λίθινα τεχνουργήματα, σφραγίδες και εργαλεία από οστά έχουν σημάδια χρήσης που υπονοούν ότι με κάποιον τρόπο κληροδοτούνται με το πέρασμα των γενεών.245 Κεραμικά Η παραγωγή και η χρήση των κεραμικών στο Çatal Hüyük είναι ελάσσονας σημασίας. Φαίνεται πως δεν αποτέλεσε ποτέ σπουδαία παραγωγή, ούτε σημαντικό πολιτισμικό επίτευγμα. Στα ανώτερα επίπεδα είναι αυξημένη σε σχέση με τα κατώτερα. Αν και τα πρώτα κεραμικά εμφανίζονται γύρω στο 7000πΧ (Επίπεδο XII), η ευρύτερη χρήση τους καθυστερεί. Στη μαγειρική αρχίζουν να χρησιμοποιούνται από το Επίπεδο VI και μετά, δηλαδή έως και 600 χρόνια μετά την ανακάλυψή τους. Τα αντικείμενα είναι λίγα σε γενικές γραμμές ακόμα και μετά την καθιέρωση του υλικού και η χρήση τους απλά συμπληρωματική ως προς τον ξύλινο εξοπλισμό και τα καλάθια. Ανάμεσα στα αντικείμενα βρίσκονται επιφάνειες, κουτιά, επίπεδα πιάτα, μπολ και βάσεις. Είναι προφανές ότι οι φόρμες τους μιμούνται αυτές των ξύλινων, πλεκτών και λίθινων αντικειμένων.246 Πάντως μακροπρόθεσμα επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη μαγειρική και κατά συνέπεια τον τρόπο ζωής, εφόσον τα νέα σκεύη μπορούν να τοποθετούνται απευθείας επάνω στη φωτιά.247 Η καθυστέρηση στην υιοθέτηση της νέας αυτής τεχνολογίας ενισχύει τους ισχυρισμούς του Cauvin και του Hodder ενάντια στον οικολογισμό. Η μαγειρική με κεραμικά σκεύη είναι ευκολότερη, η κοινωνία όμως δεν ήταν για εκατοντάδες χρόνια έτοιμη να την αποδεχτεί, ούτε είχε αναπτύξει το δίκτυο για να εξασφαλίσει την ποιότητα των υλικών που απαιτούσε η παραγωγή τους.248 Στα πρώτα στάδια της παραγωγής τους δε φαίνεται να επηρεάζουν τον πολιτισμό (όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Συρίας), απλά σηματοδοτούν την εισαγωγή μίας νέας τεχνολογίας. Τα αντικείμενα είναι εύθραυστα, χωρίς επεξεργασία και διακόσμηση. Αρχικά διατηρούνται στο φυσικό χρώμα τους και αργότερα βάφονται μονόχρωμα. Στα ανώτερα επίπεδα η ποιότητά τους βελτιώνεται και η ποσότητα αυξάνεται.249 Κεραμικά σκεύη δεν αποτέλεσαν ποτέ ταφικά δώρα. Ο Hodder εκτιμά πως αυτό, όπως και η έλλειψη διακόσμησης, οφείλεται στη σύνδεση της κεραμικής με την κατοικία. Το οικιακό στοιχείο (“domestic”) δεν αναπαριστάται στην τέχνη των κατοίκων, ούτε αποτελεί εξ’ολοκλήρου κομμάτι των θρησκευτικών τους τελετουργιών. Αντίθετα, αυτό που υπερτονίζεται είναι το «άγριο» κομμάτι που αναφέρεται κυρίως στα δυνατά και επιθετικά ζώα. Γίνεται μια διάκριση σε ότι αφορά την άγρια ζωή και το θάνατο από τη μία και την οικιακή και οικόσιτη ζωή από την άλλη.250 Μόνο στο δυτικό λόφο, που κατοικήθηκε έπειτα από τον ανατολικό, συναντάμε μία μεγάλη διαφοροποίηση: ενώ η ζωγραφική και τα ανάγλυφα στους τοίχους απουσιάζουν, τα κεραμικά διακοσμούνται με μοτίβα, συχνά όμοια με εκείνα που υπάρχουν στους τοίχους των παλιών κατοικιών. Αυτό σηματοδοτεί μία μεγάλη αλλαγή στο επίπεδο των συμβόλων.251
244 Hodder, I. (2006), σ. 170-171 245 Hodder, I. (2006), σ. 149,151 246 Mellaart, J. (1962), σ. 52-55; Mellaart, J. (1963), σ. 101-102; Mellaart, J. (1964), σ. 81, 84; Mellaart, J. (1966), σ. 170; Mellaart, J. (1967), σ. 216; Hodder, I. (2006), σ. 49 247 Hodder, I. (2006), σ. 86 248 Hodder, I. (2006), σ. 248 249 Mellaart, J. (1964), σ. 81; Mellaart, J. (1966), σ. 170; Mellaart, J. (1967), σ. 216-217 250 Hodder, I. (2006), σ. 49-50 251 Hodder, I. (2006), σ. 234
Τέχνη
83
Τέχνη Εκτιμάται πως η τέχνη δεν αποτελεί στοιχείο διακόσμησης, αλλά όπως και σε άλλα νεολιθικά παραδείγματα έχει προστατευτικές και άλλες μεταφυσικού τύπου ιδιότητες. Αυτό δικαιολογεί και το γεγονός ότι σύμβολα, χρωματισμοί και αγαλματίδια σχετίζονται με τις περισσότερες πτυχές της ζωής των κατοίκων (ακόμα και το θάνατο) και πολλές φορές τα ανακαλύπτουμε επίτηδες κρυμμένα, θαμμένα ή καλυμμένα.252 Ο Hodder επισημαίνει τον «επιστημονικό» χαρακτήρα της τέχνης της εποχής, υπό την έννοια ότι καλούνταν να αναμειχθεί στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων και όχι να εξυπηρετήσει κάποια αισθητική ευαισθησία –όσο κι αν το πετυχαίνει και αυτό.253 Τοιχογραφίες Στο Çatal Hüyük τα δείγματα της ζωγραφικής θεωρούνται από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία που συνιστούν το χαρακτήρα του, κυρίως λόγω του ότι πρόκειται για τα παλαιότερα δείγματα ζωγραφικής σε επιφάνεια κατασκευασμένη από τον άνθρωπο.254 Η ζωγραφική σαν πρακτική στον οικισμό είναι πολύ διαδεδομένη και συναντάται από τις αρχές (τουλάχιστον από το Επίπεδο X) μέχρι και τις τελευταίες περιόδους και δεν περιοριζόταν μόνο στη χρήση στους τοίοχυς. Με χρώμα επικαλύπτονταν τα γύψινα ανάγλυφα, τα πήλινα αγαλματίδια, οι σκελετοί, τα αγγεία, τα καλάθια και τα ξύλινα στοιχεία. Μπορούμε να υποθέσουμε επίσης ότι βάφονταν τα υφάσματα καθώς και τα ίδια τα σώματα. Ευρήματα από οικισμούς διαφορετικών περιόδων, όπως το ακεραμεικό Hacilar, το μεσολιθικό Beldibi και τα σπήλαια των Oküzulü’In και Kara’In της πρώημης Παλαιολιθικής περιόδου δείχνουν την ύπαρξη μίας καλά εδραιωμένης παράδοσης στη ζωγραφική στην περιοχή της Τουρκίας.255 Οι χρωστικές προέρχονταν εξ ολοκλήρου από ορυκτά, το μαύρο από υπολείμματα άκαυστων ανθράκων ενώ το λευκό των επιχρισμάτων προερχόταν από τα εδάφη στις λίμνες της περιοχής. Το Επίπεδο VI συναντάμε και τη χρήση ενός ακόμα ορυκτού, της μαρμαρυγίας, που κάνει το χρώμα που αναμειγνύεται να λαμπυρίζει.256 Τα χρώματα αλέθονταν σε γουδί μαζί με κονίαμα και αφήνονταν να στεγνώσουν αφού τους δινόταν σχήμα. Οι λεπτές πινελιές αφήνουν να εννοηθεί η χρήση πινέλων ενώ οι μεγάλες επιφάνειες μάλλον βάφονταν με υφάσματα βουτηγμένα στη μπογιά.257 Τα χρώματα τοποθετούνταν απευθείας πάνω στην επιφάνεια, χωρίς να γίνεται κάποιο προσχέδιο ή κάποιο περίγραμμα.258 Είναι πολύ πιθανό επίσης μία τοιχογραφία να δουλευόταν από περισσότερα από ένα άτομα.259 Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι τα εξής: κόκκινο και καφέ σε διάφορες αποχρώσεις, κίτρινη ώχρα και κίτρινο, ροζ, πορτοκαλί, μωβ, γκι, μαύρο και μπλε. Στις τοιχογραφίες χρησιμοποιείται το σύνολο της παλέτας, εκτός από το μπλε που συναντάται μια φορά μόνο αν και στα Επίπεδα VII, VIA και VIB χρησιμοποιείται μαζί με το πράσινο σε τμήματα σκελετών. Σε κάθε περίοδο βρίσκουμε τόσο μονοχρωματικές όσο και πολύχρωμες ζωγραφιές.260 252 253 254 255 256 257 258 259 260
Hodder, I. (2006), σ. 190 Hodder, I. (2006), σ. 195 Mellaart, J. (1962), σ.57 Mellaart, J. (1964), σ. 70 & Mellaart, J. (1967), σ.131 Mellaart, J. (1963), σ. 54 Mellaart, J. (1967), σ.131 Mellaart, J. (1962), σ.58 Mellaart, J. (1966), σ.190 Mellaart, J. (1962), σ.58 & Mellaart, J. (1967), σ.132
84
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 81. Τοιχογραφία με μοτίβο που θυμίζει πλέξη κιλιμιού. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 82. Τοιχογραφία με ανθρώπινα χέρια. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 83. Τοίχοι καλυμμένοι με μοτίβα πλέξης κιλιμιού. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Τέχνη
85
Και στα ιερά και στα σπίτια οι τοιχογραφίες είχαν τελετουργικό χαρακτήρα. Όταν μία ζωγραφιά είχε επιτελέσει το σκοπό της καλυπτόταν με ένα στρώμα λευκού επιχρίσματος. Δε γνωρίζουμε τη χρονική διάρκεια αυτής της διαδικασίας, μπορεί να ήταν ένα έτος ή η διάρκεια κάποιων συγκεκριμένων εορτασμών. Η ίδια επιφάνεια θα ζωγραφιζόταν ξανά και ξανά, με αποτέλεσμα να έχουμε έως και δώδεκα ζωγραφιές στον ίδιο τοίχο σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ τα στρώματα του επιχρίσματος μπορούν να φτάνουν τα εκατό. Τον περισσότερο καιρό κατά τη διάρκεια της χρήσεις τους οι τοίχοι πρέπει να παρέμεναν πάντως λευκοί.261 Το κόκκινο χρώμα συγκεκριμένα έχει την πιο εκτεταμένη χρήση και βρίσκεται σε επιφάνειες, στύλους, εσοχές, πόρτες και πολλές φορές ακόμα και σε καθίσματα, πλατφόρμες, κεφάλια ζώων, αρχιτεκτονικά ή διακοσμητικά στοιχεία κατοικιών και ιερών. Χρησιμοποιείται ακόμα σε ενταφιασμούς (κόκκινη ώχρα) και στο χρωματισμό αποθηκευτικού εξοπλισμού. Εικάζεται επίσης η χρήση του κόκκινου χρώματος και σε υφάσματα ενδυμάτων. Δεν υπάρχει χώρος από όπου να απουσιάζει. Φαίνεται να αποτελεί βασικό κομμάτι της κατασκευαστικής παράδοσης που ο Mellaart αναφέρει ότι παρέμενε ζωντανή ακόμα και στην εποχή που ο ίδιος επισκέφθηκε την περιοχή σε διάφορα χωριά γύρω από το Çatal Hüyük. Πρέπει να συνδέεται με τελετουργικούς σκοπούς. Σε κάθε περίπτωση, το χρώμα που συμβολίζει το αίμα και τη ζωή, έχει προστατευτικό χαρακτήρα. Κρατά μακριά τα κακά πνεύματα και προστατεύει το χρωματισμένο αντικείμενο, είτε αυτό είναι το σώμα ενός νεκρού, τα στατικά στοιχεία του κτίσματος όπου διέμενε, η επιφάνεια που κοιμόταν, το φαγητό, τα πολύτιμα αντικείμενα.262 Η χρήση του κόκκινου χρώματος είναι συνέχεια της παράδοσης της Ακεραμικής νεολιθικής περιόδου και τη συναντάμε και στο Hacilar.263 Το αν τα υπόλοιπα χρώματα έχουν κάποιο άλλο συμβολισμό, πέραν της διακόσμησης, δεν είναι βέβαιο. Σίγουρα πάντως δε χρησιμοποιούνται με νατουραλιστική πρόθεση.264 Η επανεμφάνιση ορισμένων μοτίβων και πολύπλοκων σκηνών, όπως το κυνήγι ελαφιών, μπορεί να σημαίνει την ύπαρξη «βιβλίων» μοτίβων και σχεδίων, πιθανώς σε κάποιου είδους ύφασμα. Οι τοιχογραφίες μπορούν να χωριστούν σε έξι γενικές κατηγορίες:265 1) Μονοχρωματικές επιφάνειες χωρίς κανένα σχέδιο και μοτίβο (Συνήθως κόκκινες, πορτοκαλί, και κόκκινο σε ροζ ή καφέ τόνους. Στο ναό VII.21 υπάρχει η μοναδική περίπτωση μαύρων επιφανειών που ανακάλυψε ο Mellaart.) 2) Επιφάνειες με γεωματρικά μοτίβα, με ένα ή περισσότερα χρώματα, απλά ή πολύπλοκα με επαναλαμβανόμενα μοτίβα ευθειών ή καμπύλων. 3) Επιφάνειες με σύμβολα που περιλαμβάνουν συμπαγείς κύκλους, στυλιζαρισμένα λουλούδια και αστέρια, οδοντωτές γραμμές και «τετράφυλλα» συμμετρικά γεωμετρικά σχήματα. 4) Ανθρώπινα χέρια266, μεμονωμένα ή ομαδοποιημένα ως επιφάνειες ή ως πλαίσια σε άλλες τοιχογραφίες. 5) Νατουραλιστικές ζωγραφιές. Θεότητες, ανθρώπινες μορφές, ταύροι, πουλιά, όρνεα, λεοπαρδάλεις, ελάφια που παρουσιάζονται είτε μεμονωμένα είτε σε εκτεταμένες σκηνές όπως κυνήγια ελαφιών, ταύρους με ανθρώπινες φιγούρες, ταφικές ιεροτελεστίες κλπ 6) Αναπαραστάσεις τοπίων και αρχιτεκτονικής. Ορισμένα μοτίβα που βρίσκουμε σε τοιχογραφίες και καλύπτουν ολόκληρα πλαίσια τοίχων θυμίζουν πολύ έντονα τρόπους πλέξης υφασμάτων που μοιάζουν με κιλίμια της Ανατολίας. Η ύφανση ήταν γνωστή πρακτική στο Çatal Hüyük και διάφορα φυτά από τα οποία παράγονται φυτικές βαφές φυτρώνουν γύρω από το λόφο, πράγμα που επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η δημιουργία κιλιμιών είχε ήδη αρχίσει από αυτήν την περίοδο. Το είδος των σχεδίων καθιστά πιθανότερο η ζωγραφική να 261 Mellaart, J. (1962), σ.58, 65 & Mellaart, J. (1967), σ.132 262 Mellaart, J. (1967), σ.150 263 Mellaart, J. (1963), σ. 46 264 Mellaart, J. (1967), σ.150 265 Mellaart, J. (1967), σ.132, 149 266 Μπορούμε να ερμηνεύσουμε την παρουσία χεριών στις τοιχογραφίες με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ότι βασίζονται στην ιδέα ότι με το να αγγίξει κανείς μία ιερή φιγούρα αποκτά την προστασία και την ευλογία της. Ο δεύτερος, που εξηγεί καλύτερα τη χρήση χεριών και ανεξάρτητα από τις ιερές φιγούρες, είναι ότι υποδηλώνουν την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη με τον ίδιο τρόπο που τα κεφάλια των ταύρων και των κριών υποδηλώνουν τα ζώα αυτά. (Mellaart, J. (1963), σ.81 & Mellaart, J. (1967), σ.165)
86
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Εικ. 84. Λεπτομέρεια τοιχογραφίας με μοτίβο πλέξης κιλιμιού. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 85. Λεπτομέρεια τοιχογραφίας με ανθρώπινες παλάμες. (πηγή: Çatalhöyük Research Project)
Εικ. 86. Σχέδιο αποκατάστασης τοιχογραφίας με γεωμετρικά μοτίβα ή αναπαράστασης του οικισμού και έκρηξης ηφαιστείου. (πηγή: Çatalhöyük Research Project)
Τέχνη
87
μιμείται έναν τρόπο ύφανσης που προϋπάρχει του μοτίβου, παρά να εμπνέει αργότερα τους δημιουργούς κιλιμιών. Είναι πιθανό οι τοιχογραφίες αυτές να αντικατέστησαν την ανάρτηση πραγματικών κιλιμιών στους τοίχους.267 Άξια αναφοράς είναι η τοιχογραφία που βρέθηκε στο Ιερό VII.14 και φαίνεται να αποτελεί την πρώτη τοπιογραφία που έχει ανακαλυφθεί. Χρονολογείται λίγο μετά το 6200 πΧ. Στο κατώτερο κομμάτι της τοιχογραφίας παρουσιάζεται μια πόλη με ορθογωνικά σπίτια διαφόρων μεγεθών και εσωτερικές κατασκευές που θυμίζουν σαφέστατα το Çatal Hüyük. Κάθε σπίτι έχει τους δικούς του τοίχους και όλα είναι τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς κενούς χώρους στα ενδιάμεσα. Στο επάνω μέρος είναι ζωγραφισμένο ένα σχήμα. Το εσωτερικό του είναι καλυμμένο με κουκίδες ενώ από τη βάση του εκτείνονται παράλληλες γραμμές. Το επάνω τμήμα του καταλήγει σε δύο κωνικές απολίξεις που θυμίζουν κορυφές βουνών. Επιπλέον, από την υψηλότερη κορυφή εμφανίζονται περισσότερες γραμμές και κουκίδες, προς τα πάνω και προς την πλαγιά. Η εικόνα θυμίζει έκρηξη ηφαιστείου και τον τρόπο που η λάβα ρέει προς τη βάση ενώ ο καπνός ανεβαίνει προς τα πάνω.268 Η απουσία ανάλογων θεμάτων (χαρτογραφήσεων και τοπίων) και η εμφάνισή τους αργότερα στην ιστορία οδήγησε σε μία εναλλακτική ερμηνεία, πως η τοιχογραφία απεικονίζει γεωμετρικά μότιβα και αυτό που ερμηνεύεται σα βουνό είναι δέρμα λεοπάρδαλης (που απεικονίζεται συχνά σε τοιχογραφίες του οικισμού).269 Ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Axel Schmitt μελέτησε τα ηφαίστεια της περιοχής που θα μπορούσαν να έχουν εμπνεύσει την τοιχογραφία καθώς και το τοπίο στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν την τοιχογραφία. Αποδεικνύεται ότι είναι πολύ πιθανό οι κάτοικοι του Çatal Hüyük να ήταν μάρτυρες κάποιας έκρηξης του ‘Ορους Hasan που συνέβη στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του οικισμού.270 Το Όρος Hasan μάλιστα όπως φαίνεται και στην εικόνα 87 έχει δύο κορυφές και η όψη του από το Βορρά έχει σαφέστατη ομοιότητα με την αναπαράσταση.271 Ειδώλια Πέρα από τη ζωγραφική και τα ανάγλυφα που διακοσμούν τα ιερά και σε μικρότερο βαθμό τις κατοικίες, οι κάτοικοι του Çatal Hüyük κατασκεύαζαν αγαλματίδια από πέτρα και πηλό που απεικονίζουν τις θεότητές τους με περισσότερο ή λιγότερο ακριβή ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. Οι διαστάσεις τους είναι μικρές (κανένα δεν ξεπερνά τα 30 εκατοστά, με την πλειοψηφία να κυμαίνεται ανάμεσα στα 5 και τα 20 εκ.) και τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούνταν πολλά (τερακότα, ασβεστίτητς, κρητίδα, ελαφρόπετρα, αλάβαστρος, ασβεστόλιθος, ηφαιστειακές πέτρες και λευκό μάρμαρο). Η επεξεργασία γινόταν με εργαλεία από οστά, το γυάλισμα με άμμο, θριμματισμένο οψιδιανό και πιθανώς σμυρίδα, ενώ οι πέτρες κόβονταν με οψιδιανό και πυρόλιθο. Εκτός από τον πηλό, τα υπόλοιπα υλικά έρχονταν από περιοχές εκτός της πεδιάδας.272 267 268 269 270 271 272
Mellaart, J. (1963), σ. 48 & Mellaart, J. (1967), σ. 150, 152, 154 Mellaart, J. (1964), σ. 55 & Mellaart, J. (1967), σ. 176-177 Schmitt, A.K. (2014), σ.1 Schmitt, A.K. (2014), σ.10 Schmitt, A.K. (2014), σ.2 Mellaart, J. (1967), σ. 178
Εικ. 87. Αναπαράσταση της κορυφογραμμής του Όρους Hasan με βλέμμα από το Βορρά προς το Νότο, από το υψόμετρο των 700 μέτρων. (πηγή: PlosOne, 2014)
88
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Όπως πολλοί καλλιτέχνες από την Ύστερη Παλαιολιθική περίοδο μέχρι και σήμερα, οι καλλιτέχνες του Çatal Hüyük εκτιμούσαν τα περίεργα και υπαινικτικά σχήματα των φυσικών λίθινων σχηματισμών, τους σταλακτίτες, τους σταλαγμίτες, τις συγκεντρώσεις ασβεστόλιθου και τις περίεργα αποσαθρωμένες πέτρες. Οι νεολιθικοί άνθρωποι εναπόθεταν κομμάτια από σταλακτίτες που θυμίζουν γυναικεία στήθη, θηλές και ανθρώπινες φιγούρες μαζί με λατρευτικά αγαλματίδια, πιθανότατα σε μία σχέση της θρησκείας τους με χθόνιες αντιλήψεις για τη Μεγάλη Θεά σαν αφέντρα του κάτω κόσμου. Σε ορισμένες περιπτώσεις η φυσική ομοιότητα γινόταν σαφέστερη με κάποια ελάχιστη γλυπτική χειρονομία. Για παράδειγμα, στον όγκο από ασβεστόλιθο της εικόνας 96 έχει χαραχθεί ένα κεφάλι. Υπάρχουν και περιπτώσεις που νατουραλιστικές μορφές χαράσσονται σε κομμάτια πέτρας, με το τελικό αποτέλεσμα να μη θυμίζει το αρχική μορφή του υλικού.273 Οι ανεικονικές, ημι-ανεικονικές και νατουραλιστικές αναπαραστάσεις συνυπάρχουν. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι υπήρξε μία γραμμική εξέλιξη από τυπολογία σε τυπολογία. Βασικότερο χαρακτηριστικό των λίθινων αγαλμάτων είναι η ποκιλομορφία τους και η απουσία κάποιου κυρίαρχου στυλ, αν και εμφανώς εκφράζουν με συνέπεια και συνέχεια την ίδια λατρεία στο πέρασμα του χρόνου.274 Είναι πολύ πιθανό αγάλματα με απολύτως διαφορετικό στυλ να παράγονταν δίπλα δίπλα.275 Η ιερότητα των αγαλμάτων φαίνεται στο γεγονός ότι στην περίπτωση εγκατάλειψης ενός ιερού συλλέγονται και μεταφέρονται σε άλλο ιερό (αντίστοιχα με τις τοιχογραφίες που καλύπτονταν με σοβά και τα ανάγλυφα που αφαιρούνταν ή καταστρέφονταν). Για αυτό το λόγο είναι πιθανή η εύρεση αγαλμάτων σε επίπεδα που δεν αντιστοιχούν στις περιόδους κατασκευής τους.276 Επίσης ορισμένες φορές τα κεφάλια τους αφαιρούνται και διατηρούνται με έναν τρόπο παρόμοι με τα κρανία των προγόνων.277 Πέρα από τα λατρευτικά αγάλματα που τα βρίσκουμε μόνο στα ιερά και απεικονίζουν θεότητες ή ιδιότητες των θεοτήτων που λατρεύονταν, υπάρχουν και πιο αδέξιες και ακατέργαστες πήλινες φιγούρες που απεικονίζουν ζώα και σχηματοποιημένους ανθρώπους, και η λειτουργία τους φαίνεται πως διαφέρει από εκείνα της λατρείας. Αυτές δε βρίσκονται ποτέ μέσα σε έναν ιερό χώρο, αλλά σφηνωμένες στα τούβλα και τους τοίχους του ή ομαδοποιημένα σε λάκκους κοντά σε αυτόν. Πρόκειται μάλλον για αφιερώματα ή, στην περίπτωση των ζώων που φέρουν αμυχές, για αναπαραστάσεις κυνηγιού που λάμβαναν μέρος σε κάποια τελετή σχετική με το κυνήγι και το θάνατο του ζώου.278 Τα ευρήματα παρουσιάζουν ομοιότητα με ανάλογα του Hacilar της Ύστερης νεολιθικής περιόδου. Ιδιαίτερα οι πήλινες φιγούρες, είναι σα να αποτελούν πρότυπα για τους τεχνίτες του.279 Σε αντίθεση με τις περισσότερες νεολιθικές τοποθεσίες, τα λατρευτικά αγαλματίδια δεν απεικονίζουν μόνο τη «Μητέρα»280 (θεότητα με θηλυκά χαρακτηριστικά), αλλά και μία θεότητα με αρσενικά χαρακτηριστικά.281 Τα «θηλυκά» ειδώλια ξεπερνούν κατά πολύ σε αριθμό τα «αρσενικά», τα οποία σταματούν εντελώς να εμφανίζονται μετά το Επίπεδο VI.282 Επίσης, πολλά εμφανίζονται σε ομάδες, λαξευμένα στο ίδιο υλικό και με στυλιστική συνάφεια (πιθανότατα από τον ίδιο δημιουργό). Τονίζουν κάθε φορά διαφορετικές πτυχές της θεότητας. Διαφορετικές ηλικίες, ιερός γάμος, εγκυμοσύνη, γέννηση, κυριαρχία στα άγρια ζώα είναι μερικές από τις «αφηγήσεις» που ξεπερνούν την απλή αναπαράσταση.283 273 Mellaart, J. (1963), σ. 82; Mellaart, J. (1964), σ. 73; Mellaart, J. (1967), σ. 178,179 274 Mellaart, J. (1963), σ. 82; Mellaart, J. (1964), σ. 73; Mellaart, J. (1967), σ. 179 275 Mellaart, J. (1967), σ. 180 276 Mellaart, J. (1963), σ. 82 & Mellaart, J. (1967), σ. 179 277 Hodder, I. (2006), σ. 148 278 Mellaart, J. (1967), σ. 180 279 Mellaart, J. (1963), σ. 46 280 Ο Hodder θεωρεί πως οι αναφορές στη «Θεά-Μητέρα» προέρχονται από το ακαδημαϊκό πνεύμα της εποχής του Mellaart που θεωρούσε τις κοινωνίες μητριαρχικές μέχρι το σημείο που επικρατούσε η πατριαρχία. Αναφέρει πως πλέον αποφεύγονται τέτοιες γενικευτικές λογικές, αφού τα ευρήματα συνθέτουν συχνά πιο σύνθετες εικόνες και δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν με βεβαιότητα την ύπαρξη «πραγματικής» μητριαρχίας. (Hodder, I. (2006), σ. 208-209) 281 Mellaart, J. (1967), σ. 180 282 Mellaart, J. (1967), σ. 181 283 Mellaart, J. (1967), σ. 180, 181
Τέχνη
89
Εικ. 88. Ειδώλιο της “Θεάς” καθισμένης ανάμεσα σε δύο αιλουροειδή (πιθανώς λεοπαρδάλεις). (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 89-91. Διάφορες γλυπτικές αναπαραστάσεις της “Θεάς”. Εγγυμονούσα (αριστερά και κεντρικά). Σε προχωρημένη ηλικία (δεξιά), πιθανώς σχετιζόμενη με το θάνατο. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
90
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Φαίνεται ότι η συγκεκριμένη κοινωνία συλλάμβανε τις θεότητές της με ανθρώπινη μορφή και τους απέδιδε επιπλέον υπερφυσική δύναμη στα χαρακτηριστικά τους και σύμβολα εμπνευσμένα από το οικείο ζωικό βασίλειο. Σα σύμβολο της ανδρικής γονιμότητας ένας ταύρος ή ένας μεγάλος κριός είναι πιο εντυπωσιακοί από τον ίδιο τον άνδρα και η δύναμη της άγριας ζωής και του θανάτου συμβολίζεται καλύτερα στη λεοπάρδαλη, το μεγαλύτερο και αγριότερο ζώο της περιοχής.284 Ο νεολιθικός άνθρωπος μάθαινε ή είχε ήδη επιβληθεί στο φυσικό του περιβάλλον, μέσω της γεωργίας και της εξημέρωσης ζώων και το εκφράζει σε αυτού του είδους τη γλυπτική με τις θεότητες να κυριαρχούν επάνω στην άγρια ζωή. Σε διάφορες αναπαραστάσεις οι θεότητες στηρίζονται σε ζώα ή ενδύονται το δέρμα της λεοπάρδαλης.285 Οι ρόλοι των θεοτήτων μέσα από την τέχνη Η διακόσμηση των ιερών και οι συνήθειες τελετουργικού τύπου που αφορούν τις αναπαραστάσεις είναι ένδειξη πίστης σε κάποια υπερβατική δύναμη. Η λατρεία του ταύρου και μίας θεότητας με θηλυκά χαρακτηριστικά είναι εμφανής. Κατά τον Mellaart συνδέεται με τη γονιμότητα και την αφθονία, τη ζωή και το θάνατο (τον κύκλο της ζωής), την κυριαρχία στη φύση.286 Η απεικόνιση της Θεάς με άγρια ζώα μπορεί να υποδεικνύει τον αρχαίο της ρόλο σαν πάροχο θηραμάτων για τους κυνηγούς και σαν προστάτιδα του κυνηγιού. Πέρα από τα άγρια ζώα, η Θεά παρουσιάζεται σε σύνδεση και με τα εξημερωμένα. Φαίνεται να της αποδίδεται ακόμα δύναμη και στην παραγωγή της γης, αφού φυτικά μοτίβα ζωγραφίζονται επάνω στα αγάλματα και στους ναούς, ενώ όπως και στο Hacilar πολλά ειδώλια έχουν βρεθεί σε σωρούς με σιτιρά και σταυρανθή. Η διακόσμηση ναών με υφαντουργικά μοτίβα δείχνει ότι πιθανώς οι άνθρωποι απέδιδαν σε αυτήν και την υφαντουργία, εφεύρεση εξαιρετικής σημασίας.287 Αλλού συνοδεύεται από όρνεα, τα πτηνά που συνδέονται με το θάνατο, ενώ η σκυθρωπή της έκφραση υπαινίσσεται προχωρημένη ηλικία, σαν τη μορφή της μάγισσας που εμφανίζεται σε μεταγενέστερες μυθολογίες.288 Σε ταφή στο Επίπεδο IV βρέθηκε στο λαιμό ενταφιασμένης φυλαχτό με αναπαράσταση της Θεάς σε στυλιζαρισμένες φθίνουσες μορφές παρόμοιες με ευρήματα από το Petersfels στο Baden της Παλαιολιθικής περιόδου. Αντίστοιχα φυλαχτά αναπαριστούν την αρσενική θεότητα. Αναζητάται με αυτόν τον τρόπο η προστασία και η φροντίδα των θεοτήτων για τους νεκρούς, πιθανώς σε μία πράξη πίστης στην ανάσταση ή στην άρνηση του θανάτου, αξίωμα όλων των θρησκειών.289 Σαν πηγή ζωής, η γυναίκα συνδέεται με τη τη γεωργία, την εξημέρωση και τη φροντίδα των ζώων, με τις έννοιες της αύξησης, αφθονίας και γονιμότητας. Μία θρησκεία που αφορά τη συνέχιση της ζωής και το τελετουργικό της συνδέεται με τη ζωή και το θάνατο, τη γέννηση και την ανάσταση, ανήκει περισσότερο στη δική της σφαίρα, παρά σε εκείνη του άνδρα. Η λατρεία της Θεάς-Μητέρας κυριαρχεί στο ανατολικό πάνθεον μέχρι την εμφάνιση του αρσενικού μονοθεϊσμού του Ισραήλ.290 Εμβληματτικό είναι το άγαλμα που αναπαριστά μία γυναικεία μορφή συνοδευόμενη από δύο αιλουροειδή (Εικ. 88), ενώ διακρίνεται κι ένας όγκος ανάμεσα στους μηρούς της. Ο Mellaart είδε σε αυτή την αναπαράσταση τη Θεά να γεννά ένα γιο291, όπως αρμόζει στη «Θεά της γονιμότητας» που σχετίζεται με τη ζωή και το θάνατο.292 Ο Hodder απορρίπτει εντελώς αυτή την ερμηνεία. Εντοπίζει μία υπερβολή ως προς την κατασκευή της «γυναικείας» θεότητας, σημειώνοντας πως τα περισσότερα «γυναικεία» αγάλματα βρίσκονται στα ανώτερα στρώματα και αποτελούν σε κάθε περίπτωση πολύ 284 Mellaart, J. (1967), σ.181 285 Mellaart, J. (1967), σ.181 286 Mellaart, J. (1962), σ. 57; Mellaart, J. (1967), σ.183 287 Mellaart, J. (1963), σ.86, 95 & Mellaart, J. (1967), σ.183 288 Mellaart, J. (1964), σ. 75 & Mellaart, J. (1967), σ.183 289 Mellaart, J. (1967), σ.183 290 Mellaart, J. (1967), σ.202 & Cauvin, J. (1997), σ. 26 291 Η Anne Barstow εντοπίζει ορισμένα σημεία όπου ο J. Mellaart φαίνεται προκατειλημμένος ως προς τη χρήση της γλώσσας του αναφορικά με έμφυλα στοιχεία. Ένα από αυτά είναι ο χαρακτηρισμός των απογόνων σαν «υιούς», ενώ στην πραγματικότητα τα έμφυλα χαρακτηριστικά δεν είναι πουθενά εμφανή. (Barstow, A. (1978), σ.17) 292 Mellaart, J. (1963), σ. 79 & Mellaart, J. (1967), σ.183
Τέχνη
91
Εικ. 92. «Ιερός Γάμος», Ο άντρας με τη γυναίκα ως ζευγάρι στα αριστερά, η γυναίκα με το παιδί της (ή το «γιό» της) στα δεξιά. (πηγή: J. Mellaart, 1963)
Εικ. 93-95. Αναπαράσταση του άνδρα. Έφηβος ή σε νεαρή ηλικία (αριστερά). Κυρίαρχος επί της άγριας ζωής καθισμένος σε ζώο (κέντρο). Κυνηγός με καπέλο από δέρμα λεοπάρδαλης (δεξιά) (πηγή: J. Mellaart, 1963)
92
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
μικρό ποσοστό επί του συνόλου ώστε να υποστηρίξουν μία θρησκεία με κέντρο τη «Μητέρα». Οι περισσότερες αναπαραστάσεις είναι γενικά ζώων (συνήθως αρσενικών) και οι περισσότεροι άνθρωποι στις αναπαραστάσεις δεν έχουν διακριτό φύλο ή είναι άνδρες. Ερμηνεύει τον όγκο ως κρανίο (αφού η διατήρησή τους συνηθίζεται) κι όχι ως κεφάλι μωρού.293 Κατά το «μοντέλο» του Mellaart για την έμφυλη διάσταση των θεοτήτων, ο ρόλος του αρσενικού στη ζωή είναι επίσης σαφής. Για παράδειγμα, αναπαράσταση σε λίθινη πλακέτα ζευγαριού που αγκαλιάζεται στα αριστερά, και μητέρα με το γιό της στα δεξιά αποδίδεται σαν αλληλουχία σκηνών: την ένωση του ζευγαριού και το αποτέλεσμα. Η «θηλυκή θεότητα» παραμένει απαράλλαχτη. Είναι ίσως από τις πιο πρώιμες αναπαραστάσεις του «ιερού γάμου».294 Οι διαφορετικές ηλικίες διακρίνουν το «Θεό» ως γιο (αγόρι ή έφηβο), κυνηγό που φορά καπέλο από δέρμα λεοπάρδαλης ή σύζυγο, γενειοφόρο και καθισμένο στο συμβολό του, τον ταύρο. Ο άνδρας όπως και η γυναίκα εμφανίζεται ως κυρίαρχος επί της άγριας ζωής.295 293 294 295
Hodder, I. (ed.) (2010), σ.35 Mellaart, J. (1967), σ.148 Mellaart, J. (1963), σ. 86 & Mellaart, J. (1967), σ.201
Εικ. 96. (αριστερά) Φυσικός σχηματισμός ασβεστόλιθου με λαξευμένο κεφάλι. (πηγή: J. Mellaart, 1967) Εικ. 97. (δεξιά) Μικρή θηλυκή φιγούρα (7,8 εκ.) σε μαύρη πέτρα. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Εικ. 98. (αριστερά) Πήλινες φιγούρες ζώων με εκδορές, πιθανώς από κάποια τελετουργική δραστηριότητα. (πηγή: J. Mellaart, 1967) Εικ. 99. (δεξιά) Φιγούρα καθισμένη σε ζώο, που φορά δέρμα λεοπάρδαλης. (πηγή: J. Mellaart, 1967)
Κοινωνική Οργάνωση
93
Κοινωνική Οργάνωση Για τον τρόπο που ήταν οργανωμένοι οι κάτοικοι του Çatal Hüyük είναι δύσκολο να μιλήσουμε με βεβαιότητα. Όπως είδαμε, ο Mellaart εκτιμούσε πως υπήρχε ένας διαχωρισμός δύο τάξεων τουλάχιστον –των «ιερέων» που εκτελούσαν τις τελετουργικές διαδικασίες και των «τεχνιτών». Βέβαια, ο ίδιος είχε ήδη αποδεχτεί πως τα ιερά ήταν κι αυτά τόποι κατοικίας και η ύπαρξη ξεχωριστών «εργαστηρίων» ήταν απλή εικασία. Ως συνιστώσες του κοινωνικού δικτύου και των σχέσεων ο Hodder αναφέρει τέσσερις σφαίρες δραστηριοτήτων, θεωρώντας πως η τελική συνισταμένη προέκυπτε από τη μεταξύ τους ανάμειξη και από τα σημεία τομής τους: την οικιακή παραγωγή, τη γενεαλογία, την ανταλλαγή296 και την κοινότητα. Σημειώνει πως, ενώ η οικιακή παραγωγή έχει μεγάλη σημασία για την ευημερία του οικισμού και κάθε κατοικία παρουσιάζει αυτονομία ως προς το απόθεμα, οι συλλογικές πρακτικές (συλλογικά συμπόσια, κυνήγι, κτηνοτροφία, καλλιέργεια) είναι ανεπτυγμένες επίσης σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο ρόλος της ανταλλαγής και της γενεαλογίας δεν είναι σαφής, αφήνει όμως το περιθώριο να υποθέσουμε ότι δημιουργούσε δεσμούς ενότητας διαμέσου της μνήμης, συνδέοντας την οικιακή σφαίρα με την κοινοτική.297 Ανάμεσα σε αυτές τις τέσσερις σφαίρες δραστηριότητας, ο Hodder περιγράφει μία πόλωση ανάμεσα στην οικιακή και τις άλλες τρεις. Η κατοικία είναι η βασική παραγωγική μονάδα, έχει το δικό της απόθεμα και εξοπλισμό και το δικό της κέλυφος. Η τέχνη όμως αφορά μόνο τις άλλες τρεις και μάλλον η οποιαδήποτε κοινωνική επιφάνεια σχετιζόταν με τον έλεγχο των γενεαλογικών τελετουργιών και της ανταλλαγής. Βέβαια, το σύνολο της αλληλεπίδρασης των κατοίκων προέκυπτε από το συσχετισμό όλων αυτών, σε μία βάση υλιστική, κοινωνική και εννοιολογική.298 Από την ανάκτηση και φροντίδα κρανίων που ανήκουν σε άνδρες και γυναίκες φαίνεται πως και τα δύο φύλα είχαν την ίδια σημασία στη σφαίρα της γενεαλογίας και μνημονεύονταν ισότιμα ως πρόγονοι. Η τέχνη δίνει την εντύπωση πως ο έμφυλος διαχωρισμός υφίσταται: οι τοιχογραφίες κυρίως αναπαριστούν φαινομενικά ανδρικές και άφυλες φιγούρες, τα άγρια ζώα είναι αρσενικά ενώ τα ειδώλια όταν δεν είναι άφυλα είναι χαρακτηριστικά θηλυκά ή γεννειοφόρα. Ο τρόπος ζωής από την άλλη δίνει την εντύπωση ότι υπήρχε ισότητα στα φύλα.299 Όπως σχολιάζει και ο Hodder, μάλλον δεν έχουμε να κάνουμε με μία κοινωνία απλουστευτικά μητριαρχική ή πατριαρχική.300 Οι άνθρωποι φαίνεται να αναγνωρίζουν ορισμένες ιδιότητες και χαρακτηριστικά των φύλων αλλά να μη βασίζουν το είδος των σχέσεων τους σε αυτές. Επισημαίνονται επίσης οι δεσμοί αλληλεγγύης που πιθανότατα υπήρχαν στα πλαίσια του κοινωνικού δικτύου. Η αλληλεγγύη, η «πρακτική συγγένεια»301 και οι σχέσεις που αναπτύσσονταν μέσω των 296 Η σφαίρα της ανταλλαγής συνδέεται με τα αντικείμενα που έχουν ιδιαίτερες ιδιότητες (σπανιότητα, γυαλάδα, πολυπλοκότητα, σύνδεση με τελετουργικές διαδικασίες), οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρείται κατά κάποιο τρόπο «μαγικό» ή να συνδέεται άμεσα με το σώμα και την εμφάνιση, πριν ή μετά το θάνατο. Υπό αυτή την έννοια η σφαίρα της ανταλλαγής έχει πολλούς κοινούς τόπους με την έννοια της γενεαλογίας και τη διατήρηση της μνήμης. (Hodder, I. (2006), σ. 54-55) 297 Hodder, I. (2006), σ. 53-56 298 Hodder, I. (2006), σ. 57, 60 299 Hodder, I. (2006), σ. 210, 213 300 Hodder, I. (2006), σ. 209 301 Η «πρακτική συγγένεια» (“practical kin”) διατυπώνεται ως πιθανότητα εφόσον δεν υπάρχει βιολογική συγγένεια στους νεκρούς που είναι θαμμένοι εντός των ορίων μίας κατοικίας. Ο Hodder θεωρεί πιθανό τα παιδιά του οικισμού να μην ανατρέφονταν από τους βιολογικούς τους γονείς. (Hodder, I. (2013), Alan Hall Memorial Lecture) Πιθανή είναι επίσης και η ενδογαμία, αφού σύμφωνα με τον Douglas Baird το μέγεθος του πληθυσμού θα το επέτρεπε και χωρίς τα βιολογικά/γενετικά μειονεκτήματα που μπορεί να προκύψουν από την αναπαραγωγή. Η πρακτική αυτή ενισχύει του
94
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
κοινών πρακτικών και της τελετουργίας αποτελούν τους βασικούς συνεκτικούς παράγοντες για την κοινότητα. Είναι χαρακτηριστικό για παράδειγμα ότι κανένας από τους νεκρούς που έχουν μελετηθεί δεν έχει πεθάνει από λιμό. Δε γνωρίζουμε με ποιον τρόπο κατανέμονταν οι φυσικοί πόροι, πάντως σε περίπτωση αστοχίας της παραγωγής μίας κατοικίας είναι πιθανό οι κάτοικοί της να υποστηρίζονταν από την κοινότητα.302 Ιδιαίτερες ενδείξεις για κεντρική, συσσωρευμένη εξουσία ή κοινωνική υπεροχή δεν υπάρχουν. Φαίνεται πως πρόκειται για μία κοινωνία με μέλη ισότιμα, χωρίς άτομα με ιδιαίτερα προνόμια. Είναι εμφανές ότι υπάρχουν κανόνες που διέπουν τις καθημερινές πρακτικές, αλλά όχι κάποιος φορέας που τους επιβάλει. Επίσης θεωρούμε πως για κοινοτικές δραστηριότητες οι κάτοικοι δρούσαν συλλογικά, με κάποιου τύπου ρυθμίσεις ως προς το δικαίωμα στις φυσικές πηγές.303 Η επαναληπτικότητα των δράσεων στη διάκριση και τη χρήση του χώρου είναι από τα χαρακτηριστικά του οικισμού. Είναι σαφώς συνειδητή και πιθανώς να ήταν κάτι που οι χρήστες θεωρούσαν «προφανές» ή «δεδομένο».304 Σημαντικό ρόλο στην «εκμάθηση» του τρόπου ζωής και στη μακραίωνη διατήρησή του σίγουρα έπαιζε η κοινωνικοποίηση εντός της κατοικίας ανάμεσα στα νεότερα και τα γηραιότερα άτομα. Οι δύο αυτές δημογραφικές κατηγορίες σίγουρα περνούσαν περισσότερο χρόνο εντός σπιτιού, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες. Με αυτόν τον τρόπο τα νεότερα μέλη της κοινότητας ενστερνίζονταν τις υπάρχουσες πρακτικές για τη χρήση των χώρων και την κατανομή των δραστηριοτήτων μέσα σε αυτόν.305 Με τον τρόπο που ήταν κατασκευασμένοι, οριοθετημένοι και διακοσμημένοι οι χώροι, μπορούμε να πούμε ότι η κίνηση του σώματος από μόνη της ήταν διαδικασία κοινωνικοποίησης και «εκπαίδευσης» στις συνήθειες.306 Οι κάτοικοι με τα χρόνια και πιθανώς μέσα από εξιστορήσεις των γηραιότερων μάθαιναν την «ιστορία» του οίκου, γνωρίζοντας σε ποια σημεία ήταν θαμμένοι οι πρόγονοι και τα τελετουργικά αντικείμενα. Η δυνατότητα εύρεσης και ανάκτησής τους θα ήταν και το στοιχείο που επιβεβαίωνε τη γενεαλογία, κάποια κληρονομικά δικαιώματα, αλλά και γενικότερα τις ιστορίες που αφορούσαν σχέσεις ανάμεσα στους οίκους. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να είναι μία μορφή «ελέγχου».307 Οι κανόνες που καθόριζαν τη συλλογική δράση σίγουρα αφορούσαν και τις δραστηριότητες εκτός οικισμού. Πέρα από τη διαχείριση των πόρων, το κυνήγι και την καλλιέργεια, είναι προφανές ότι υπήρχαν για παράδειγμα ρυθμίσεις για το τι εισέρχεται και τι όχι εντός του οικισμού. Αυτό για τον Hodder αποτελεί ένα δεύτερο επίπεδο τειχισμού, πέρα από το περίγραμμα των κτηρίων, που δομείται από τις συνήθειες και αποτελεί εξίσου όριο της πόλης.308 Οι σχέσεις των ανθρώπων φαίνεται πως διαρθρώνονται με κέντρο την κατοικία αλλά σε συνάρτηση με κοινοτικές δραστηριότητες και πρακτικές με τελετουργικό χαρακτήρα όπως το κυνήγι και οι εορτασμοί που εμπεριείχαν την κατανάλωση φαγητού.309 Αυτές φαίνεται πως δημιουργούν τους δεσμούς που συνδέουν τις κατοικίες διαχρονικά και η δυνατότητα επιβεβαίωσής τους αποτελούσε δεσμούς ανάμεσα στους κατοίκους της κοινότητας και αμβλύνει τις σχέσεις διαμοιράζοντας πιο ομαλά τα κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα. Δε θεωρείται απίθανο οι κάτοικοι να είχαν αναπτύξει ακόμα και κάποιο σύστημα ώστε να μειώνονται οι πιθανότητες αναπαραγωγής μεταξύ συγγενών και να υπάρχει μεγαλύτερη διασπορά αυτών των σχέσεων. (Hodder, I. (2006), σ. 100) 302 Hodder, I. (2013), Alan Hall Memorial Lecture 303 Hodder, I. (2006), σ. 56 304 Hodder, I. (2006), σ. 126 305 Hodder, I. (2006), σ. 136 306 Hodder, I. (2006), σ. 227 307 Hodder, I. (2006), σ. 170 308 Hodder, I. (2006), σ. 106-107 309 Οι εορτασμοί με επίκεντρο την κατανάλωση φαγητού –και κυρίως κρέατος- (“feasting”) έχουν ιδιαίτερη σημασία σε πολλές κοινωνίες και ιδιαίτερα σε αυτές που χαρακτηρίζονται ως “transegalitarian” (μετά τις ισότιμες κοινότητες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και πριν τις κοινότητες που έχουν κάποια εμφανή ηγεσία). Η διαφοροποίηση από ένα απλό γεύμα είναι στη φύση του προσφεροόμενου φαγητού, ή στην τελετουργία που περιλαμβάνεται, ή στην κλίμακα που λαμβάνει (οι συμμετέχοντες υπερβαίνουν τα μέλη μιας οικογένειας), ή ένας συνδυασμός αυτών των παραγόντων. Κατά την Katheryn Twiss είναι «περιστάσεις που διακρίνονται συνειδητά από τα καθημερινά γεύματα». Το βασικό όφελος του διοργανωτή στις κοινωνίες αυτές είναι το κύρος που εξασφαλίζει η γενναιοδωρία του. (Russell, N. (2012), σ. 378)
Κοινωνική Οργάνωση
95
κληροδοτούμενο προνόμιο στο οποίο πιθανώς πρωτοστατούσαν οι γηραιότεροι (ή κάποια πρόσωπα που κατείχαν τη γνώση των ιστοριών αυτών).310 Σε επίπεδο κοινωνίας μπορεί να αποτελεί μέθοδο απόκτησης εξουσίας (εφόσον αυτή μπορεί να προέλθει από το κύρος) αλλά σα σύνολο πρακτικών που εμπλέκουν το σώμα και τις αισθήσεις βοηθά τόσο στην ενίσχυση της κοινότητας και της αλληλεγγύης, όσο και στη δημιουργία μνήμης.311 Τα πρόσωπα που είχαν τον έλεγχο της γνώσης για τους συμβολισμούς, τα πιστεύω και τις «σωστές» μεθόδους διεξαγωγής των τελετών, δραστηριοτήτων και αναπαραστάσεων σκηνών, μύθων και ιστοριών θα ήταν εκείνα που είχαν κάποια κοινωνική επιφάνεια εφόσον κάτι τέτοιο αναγνωριζόταν, και αυτό διότι αυτά ήταν τα στοιχεία που δημιουργούσαν δεσμούς στην κοινότητα και σύνδεση με τους προγόνους, που φαίνεται πολύ σημαντική για τους κατοίκους.312 Πάντως δε φαίνεται να είναι μία κοινωνία που επικεντρώνεται στη συσσώρευση και αποθήκευση προϊόντων. Μικρές και μεγάλες κατοικίες φαίνεται να συμμετέχουν εξίσου στις παραγωγικές δραστηριότητες και έχουν την ίδια δυνατότητα αποθήκευσης τροφίμων.313 Πιθανώς η αποθέωση του άγριου στοιχείου που είδαμε στην τέχνη να συνέβαλε ώστε να μην προκύπτουν μορφές ηγεσίας που θα βασίζονταν αποκλειστικά στην οικιακή παραγωγή και τη συσσώρευση. Πάντως οι άνθρωποι φαίνεται να αντιλαμβάνονται απόλυτα τη σχέση τους με τον υλικό κόσμο και την αλληλεξάρτηση των υλικών σχέσεων με τις κοινωνικές.314 Παρά τις ενδείξεις για «δεσπόζουσες» κατοικίες, τα κριτήρια δεν ανταποκρίνονται σε αναγκαίες συνθήκες που να μας πείθουν για την ύπαρξη ουσιαστικών διαφοροποιήσεων στο στάτους των κατοίκων. Οι διαφοροποιήσεις στην αρχιτεκτονική των κατοικιών και στη φροντίδα των νεκρών είναι αρκετά μικρής βαρύτητας για να αποτελέσει βεβαιότητα η ύπαρξη ανισότητας.315 Βέβαια, σύμφωνα με τους Acemoglu & Robinson, η ύπαρξη θεσμών που ρυθμίζουν τη δυνατότητα να κληροδοτούνται περιουσιακά στοιχεία είναι βάση για την εδραίωση κοινωνιακής ανισότητας. Οι αγροτικές κοινωνίες αφήνουν μεγαλύτερο περιθώριο για κάτι τέτοιο από τις τροφοσυλλεκτικές.316 Στο Çatal Hüyük πάντως δε γνωρίζουμε αν υπήρχαν «οικονομικά εκμεταλλεύσιμα» «περιουσιακά στοιχεία» (γη, κοπάδια) που να συνδέονταν με συγκεκριμένες οικογένειες βάσει καταγωγής. Όπως είδαμε, ακόμα και η σύσταση της «οικογένειας» παραμένει ασαφής. Μέσα σε αυτό το συμπαγές και ομοιόμορφο κοινωνικό δίκτυο, η ατομικότητα δε φαίνεται να είναι κάτι που παραγκωνίζεται. Είδαμε για παράδειγμα ότι οι νεκροί φροντίζονται ατομικά και μνημονεύονται.317 Ακόμα, φαίνεται πως η εμφάνιση ήταν κάτι που απασχολούσε τους ανθρώπους όπως δείχνουν οι καθρέφτες, τα κοσμήματα, οι ενδείξεις πως οι άνθρωποι έβαφαν το πρόσωπό τους και διακοσμούσαν τα ρούχα τους και πιθανώς το δέρμα τους με μοτίβα από σφραγίδες.318 Η αντίληψη του «εαυτού», της ατομικότητας, μπορεί να κυριαρχείται από μία ισχυρή συλλογική ηθική, αλλά υπάρχει.319 Οι αρχές και το δίκτυο που διαφαίνεται στα κατώτερα επίπεδα του ανατολικού λόφου φαίνεται να μεταβάλεται προς τα ανώτερα επίπεδα, με ριζικές αλλαγές να εντοπίζονται στη νεότερη εγκατάσταση στα δυτικά. Εδώ συναντάμε όπως είδαμε κεραμικά διακοσμημένα με μοτίβα, ενώ η τέχνη εξαφανίζεται από τους τοίχους. Ενδεικτικό είναι επίσης πως για πρώτη φορά η εστία μετακινείται από το νότιο τοίχο προς το εσωτερικό της κατοικίας, ενώ παύουν οι συχνές εργασίες συντήρησης σε τοίχους και πατώματα και οι ταφές στο εσωτερικό. Η οικιακή παραγωγή φαίνεται να αποκτά νέα συμβολική αξία, ενώ παράλληλα εξασθενεί η σύνδεση της κατοικίας με τη γενεαλογία.320 Η μεταβολή στην οικονομία αποτυπώνεται και στη μείωση των αιχμών των κυνηγετικών όπλων.321 Το κυνήγι μοιάζει να χάνει κατά κάποιο τρόπο τη συμβολική του αξία. 310 311 312 313 314 315 316 317 318 319 320 321
Hodder, I. (2006), σ. 170, 172 Russell, N. (2012), σ. 379 Hodder, I. (2006), σ. 180 Hodder, I. (2006), σ. 183 Hodder, I. (2006), σ. 204, 205 Hodder, I. (2006), σ. 178-179 Acemoglu, D. & Robinson, J. (2009), σ. 678, 679 Hodder, I. (2006), σ. 226 Hodder, I. (2006), σ. 228-229 Hodder, I. (2006), σ. 231 Hodder, I. (2006), σ. 251-253 Mellaart, J. (1963), p. 46
96
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Η σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος για εγγύτητα με τους προγόνους είναι μάλλον και αυτή που οδηγεί σε αραίωση της εγκατάστασης στα ανώτερα επίπεδα του ανατολικού λόφου και μετακίνηση στο νέο έδαφος δυτικά. Οι μεταβολή δεν αφήνει ανεπηρέαστη την αρχιτεκτονική, με τα σπίτια να αποκτούν μεγαλύτερη πολυπλοκότητα. Περισσότερα δωμάτια αρθρώνονται γύρω από το κυρίως, ενώ ξεκινά και μία «αποκόλληση» των κατοικιών.322 Ο συσχετισμός των φύλων διαταράσσεται επίσης καθώς ανεβαίνουμε προς τα πάνω, με τις ταφές και τα αγαλματίδια γυναικών να αυξάνονται αριθμητικά. Συνυπολογίζοντας την αυξανόμενη σημασία της οικιακής παραγωγής, θα λέγαμε ότι η γυναίκα –και η γονιμότητα ως βασική ιδιότητα που της αποδίδεται- δεν εισάγεται ως κυρίαρχο στοιχείο στην αναπαράσταση με τη γέννηση της γεωργίας, αλλά μετά από ορισμένες κοινωνικές αλλαγές που διαφαίνονται από τα ίχνη της καθημερινότητας.323 Η «Νεολιθική Επανάσταση» ως πρώτος κρίκος σε μία αλυσίδα γεγονότων θεωρείται πως μετέβαλε την παραγωγή και οδήγησε στην εξειδίκευση (οικονομικά και κοινωνικά). Από αυτή τη σκοπιά, η νέα τεχνολογία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για θεσμούς που εδραίωσαν την ανισότητα. Η ιστορία όμως που μας διηγούνται τα ευρήματα αφήνει υπόνοιες πως αυτοί οι θεσμοί προϋπάρχουν σα μία ανεξαρτητη «δύναμη», δημιουργώντας εκείνοι τις συνθήκες για την ανάπτυξη της γεωργίας και κατ’ επέκταση της νέας τεχνολογίας.324 Στη διάρκεια της «ζωής» του το Çatal Hüyük παρέλαβε μία παράδοση στις σχέσεις που αφορούν την κοινότητα, τις οποίες έστρεψε στη σχέση με τους προγόνους, τις κοινές εορτές και την ανταλλαγή εντός της κατοικίας, καταλήγοντας σε μία επικέντρωση στην ίδια την κατοικία και την παραγωγή της, συνδέοντας πλέον τους κατοίκους μέσα από την εξειδίκευση της παραγωγής και την ανταλλαγή από κατοικία σε κατοικία.325 322 323 324 325
Hodder, I. (2006), σ. 253-254 Hodder, I. (2006), σ. 254 Acemoglu, D. & Robinson, J. (2009), σ. 679 Hodder, I. (2006), σ. 255-256
Εικ. 100. Αναπαράσταση από κυνήγι ελαφιού. Αν και συνήθως στις ζωγραφικές αναπαράστασεις ανθρώπων τα φύλα είναι δυσδιάκριτα, εδώ οι κυνηγοί έχουν γένια. Επίσης, στα δεξιά υπάρχει μία εμφανώς θηλυκή σιλουέτα. (πηγή: Mellaart, 1967)
Επίλογος
97
Επίλογος Στην παρούσα ερευνητική εργασία, με αφορμή ευρήματα αρχαιολογικής έρευνας επιχειρήθηκε η εξαγωγή συμπερασμάτων -και η δημιουργία ερωτημάτων- για την ανθρώπινη συμπεριφορά στη Νεολιθική Εποχή. Με το βλέμμα στραμμένο στον οικισμό Çatal Hüyük προσπαθήσαμε να «ψιλαφήσουμε» τους παράγοντες που δημιούργησαν την «πρώτη πόλη» σε εκείνη την τοποθεσία εκείνη τη χρονική στιγμή ή που συνέργησαν με κάποιον τρόπο ώστε να πραγματοποιηθεί μία πολύ μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων για τα νεολιθικά δεδομένα. Μελετήσαμε την αρχιτεκτονική, την πολεοδομία και τις συνήθειες των κατοίκων που αφορούν την επιβιώση, τη συνύπαρξη και την κοσμοθεωρία προσπαθώντας όσο μας επιτρέπει η χωρική και η χρονική απόσταση να «αλιεύσουμε» τα κίνητρα πίσω από τη μοναδικότητά τους. Έχουν γίνει απόπειρες για την αποκρυστάλλωση της διαδικασίας και των μεταβατικών σταδίων στις ανθρώπινες κοινωνίες που οδήγησαν στη μόνιμη εγκατάσταση. Τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας και οι διεπιστημονικές προσεγγίσεις δημιουργούν την εντύπωση ότι αυτά είναι πολύ πιθανό να διαφέρουν ανά περίπτωση. Δεν είναι απαραίτητο ότι οι ίδιες αιτίες είχαν το ίδιο αποτέλεσμα σε ανθρώπους με διαφορετική προέλευση και αντίληψη για τον κόσμο, ούτε βέβαια ότι ομοιότητες ή αναλογίες στην επίλυση ενός προβλήματος αποτελούν κοινή αντίδραση σε κοινές συνιστώσες του. Παρά την όποια συνειδητή ανθρώπινη συμμετοχή, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την επιρροή περιβαλλοντικών συνθηκών και φυσικών φαινομένων σε αυτή την πορεία. Η προσαρμογή στο περιβάλλον όμως δεν αποτελεί τη μοναδική αιτία για την υιοθέτηση νέων συμπεριφορών και λύσεων από τους ανθρώπους της Νεολιθικής περιόδου. Την εποχή που εδραιώνεται το Çatal Hüyük πάντως, αυτή η διαδικασία έχει ήδη ενσωματώσει στην ανθρώπινη καθημερινότητα την καλλιέργεια εξημερωμένων δημητριακών, τη φροντίδα εξημερωμένων αιγοπροβάτων και σκύλων και έχει ήδη δημιουργήσει ένα πολύ συγκεκριμένο σύνολο από πρακτικές και κατευθύνσεις. Οι ακριβείς λόγοι που οδήγησαν μερικές χιλιάδες ανθρώπους να εγκατασταθούν σε ένα συγκεκριμένο σημείο της Πεδιάδας Κόνυα είναι επίσης αρκετά ασαφείς. Σίγουρα πρόκειται για μία περιοχή με φυσικό πλούτο και μεγάλο υδάτινο απόθεμα. Είναι όμως βέβαιο πως αυτό ο φυσικός πλούτος δεν κάλυπτε το σύνολο των αναγκών. Η ξυλεία, μεγάλο μέρος της διατροφής και διάφορα άλλα αντικείμενα συλλέγονταν από από περιοχές σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων, ενώ απομακρυσμένες ήταν και οι τοποθεσίες βοσκής των εξημερωμένων ζώων. Μάλιστα, η έλλειψη ενός άμεσου δικτύου οικισμών στην ευρύτερη περιοχή δείχνει πως το Çatal Hüyük πιθανότατα «απορρόφησε» πληθυσμούς, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση είναι συνειδητή. Ο Klaus Schmidt στην περίπτωση του Göbekli Tepe θεωρεί πως η τοποθεσία βρίσκεται στο «επίκεντρο» ενός δικτύου τροφοσυλλεκτικών οικισμών και κατασκευάστηκε ως σημείο αναφοράς και τόπος συνεύρεσης.326 Θα μπορούσε το Çatal Hüyük να είναι κάποιου είδους επόμενο βήμα, ένα «Göbekli Tepe» με μόνιμους κατοίκους; Ένα σημείο αναφοράς-καταφύγιο για τη χειμερινή περίοδο, πριν οι διάφορες ομάδες εξορμήσουν ξανά στο φυσικό περιβάλλον; Ο οικισμός δεν εγκαταλειπόταν πλήρως τις περιόδους που οι καιρικές συνθήκες ευνοούσαν την περιπλάνηση. Όπως όμως είδαμε και στο σχετικό διάγραμμα (Εικ. 72) ο πληθυσμός μειονόταν σημαντικά. Η καθολικότητα πάντως των τελετουργιών και η ανάμειξή τους με την καθημερινότητα σε τέτοιο βαθμό που δύσκολα διακρίνονται τα όριά τους, προδίδει μία σχετική ομοιογένεια των κατοίκων. 326
Schmidt, K. (2000), σ. 46
98
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου –εάν φυσικά υφίσταται απόδειξη-, δε φαίνεται οι κάτοικοι να υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής –αναφορικά με τις τελετουργίες και τις καθημερινές πρακτικές-, ούτε να υπάρχουν «αιρετικές» ή «αποκλίνουσες» τάσεις. Είναι πολύ πιθανό οι διάφορες ομάδες που αποφάσισαν να συμβιώσουν με αυτόν τον τρόπο να προέρχονται από κοινούς προγόνους. Αυτό θα δικαιολογούσε το συνεργατικό πνεύμα αλλά και τις κοινές πρακτικές. Ίσως η απόφαση για τη δημιουργία ενός «μεγα-οικισμού» να βασίστηκε ακριβώς στις κοινές πρακτικές από ανάγκη για τη δημιουργία και εκμετάλλευση του συνεργατικού πνεύματος. Η εξάλειψη του ανταγωνισμού που μπορεί να υπήρχε ανάμεσα σε διάσπαρτες ομάδες τροφοσυλλεκτών εντός της πεδιάδας για την πρόσβαση στις φυσικές της πηγές μπορεί να ήταν κρίσιμη για την επιβίωσή τους. Άλλωστε είναι βέβαιο ότι από τη θεμελίωση του οικισμού μέχρι την εγκατάλειψή του επικρατεί απόλυτη ειρήνη. Η οικονομία μοιάζει να οργανώνεται σε ένα πλαίσιο οικείο για την εποχή και την τοποθεσία. Οι κάτοικοι παρουσιάζονται γνώστες πρακτικών και τεχνικών όπως η κατασκευή κατοικιών, η εκμετάλλευση πολλαπλών πηγών για διατροφή, η επεξεργασία τροφίμων, η διεξαγωγή τελετουργιών, η κατασκευή πολλαπλών αντικειμένων οικιακής χρήσης. Μας επιτρέπεται με αυτόν τον τρόπο να θεωρήσουμε ότι οι κατασκευαστικοί και γνωσιακοί τους τρόποι εμπεριέχουν ένα βαθμό συνείδησης. Μια δεκαετία πριν την ανακάλυψη του Çatal Hüyük, ο Gordon Childe απαριθμούσε τα κριτήρια που πρέπει να πληρεί μία εγκατάσταση ανθρώπων για να χαρακτηριστεί ως «πόλη». Σύμφωνα με αυτά, μία πόλη οφείλει να έχει μεγαλύτερο μέγεθος και πυκνότητα σε σχέση με άλλες κοινότητες στο ίδιο χωρικό και χρονικό πλαίσιο. Πρέπει επίσης να παράγει ένα πλεόνασμα τροφής αρκετό ώστε να επιτρέπει σε ένα μέρος του πληθυσμού της να μην εργάζεται για την παραγωγή τροφής, αλλά να εξειδικεύεται σε κάποια τέχνη. Πέρα από την τεχνική, σε μία πόλη πρέπει να υπάρχουν και άτομα που δημιουργούν στο πνεύμα κάποιας καλλιτεχνικής έκφρασης. Από το παραγόμενο πλεόνασμα, ένα μέρος δίνεται ως φόρος σε κάποια θεότητα ή σε κάποιον ηγεμόνα. Τα άτομα που δεν παράγουν τροφή υποστηρίζονται από αυτό το πλεόνασμα, γι’ αυτό και βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από το ναό ή την αυλή του βασιλιά (ιερατίο, αξιωματούχοι). Ένα άλλο μέρος του πλεονάσματος χρησιμοποιείται για την εισαγωγή πρώτων υλών που δεν παράγονται τοπικά. Την πόλη χαρακτηρίζει επίσης η μνημειακή αρχιτεκτονική που αφορά δημόσια κτήρια. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα γραφής και καταγραφής, το οποίο οδηγεί στην εξέλιξη επιστημών όπως η αστρονομία, η γεωμετρία και τα μαθηματικά. Τέλος, η οργάνωση που εξασφαλίζει τους κατοίκους, βασίζεται στην κατοίκηση και όχι στη συγγένεια.327 Με βάση αυτά τα κριτήρια, το Çatal Hüyük δεν «κερδίζει» το χαρακτηρισμό, ακόμα κι αν εξαιρέσουμε το κριτήριο της γραφής μιας και βρισκόμαστε ακόμα στην προϊστορία. Σίγουρα ο πληθυσμός και η πυκνότητά του υπερβαίνουν τα δεδομένα της εποχής, σαφώς υπάρχει παραγωγή τέχνης και υπάρχουν ενδείξεις για εισαγωγή προϊόντων από μακρινές τοποθεσίες. Θα μπορούσαμε επίσης να θεωρήσουμε τις τελετουργίες όπου γινόταν συλλογικά κατανάλωση τροφής ως θυσία ή «φόρο» σε κάποια θεότητα και δαπάνη πλεονάσματος. Ή ακόμα, να θεωρήσουμε την τέχνη ως ένα σύστημα καταγραφής που υιοθετήθηκε ελλείψει της γραφής, ενισχύοντας το χαρακτήρα «επιστήμης» που της προσδίδει ο Ian Hodder.328 Δεν υπάρχει όμως καμία ένδειξη για μνημειακή αρχιτεκτονική. Ακόμα και τα «ιερά» ή το ασυνήθηστα μεγεθυμένο «Κτήριο 132» δεν παρεκλίνουν κατασκευαστικά, δεν τοποθετούνται σε κάποιου τύπου «βάθρο», δεν αναδεικνύονται πολεοδομικά και δε φαίνεται να έχουν δημόσιο χαρακτήρα. Ως προς την οργάνωση του οικισμού, φαίνεται πως η γενεαλογία διατηρεί τη βαρύτητά της τουλάχιστον μέχρι τα ανώτερα τμήματα ενώ η παραγωγή τροφής αποτελεί ασχολία όλων των κατοίκων. Μέχρι το σημείο που έχει ανασκαφεί ο οικισμός δεν παρουσιάζονται δείγματα ειδικευμένων τεχνιτών που να επιβιώνουν μόνο ανταλάσσοντας αντικείμενα για τροφή ούτε κάποιας μορφής κοινωνική ελίτ που να συντηρείται από την κοινότητα.
327 328
Childe, G. (1950), σ. 9-16 Hodder, I. (2006), σ. 195
Επίλογος
99
Η έλλειψη κτηρίων με ειδικές χρήσεις πέρα από την κατοικία μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η αρχαιολογική έρευνα μας έχει αποκαλύψει ένα μικρό τμήμα από τη συνολική έκταση του οικισμού. Μπορεί όμως να αποτελεί τη χωρική αποτύπωση μίας κοινωνίας ισότιμων μελών που μάλιστα κατάφερνε να επιμερίζει επιτυχώς τις απαραίτητες εργασίες και την παραγωγή εξασφαλίζοντας την επιβίωση για όλα τα μέλη της. Αντίθετα με τις θεωρίες που θέλουν την αγροτική παραγωγή και το πλεόνασμά της να είναι «μητέρα» της κοινωνικής ανισότητας, εδώ βλέπουμε ένα πρακτικό παράδειγμα ενεργής αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας που για μία χιλιετία σχεδόν δε δημιούργησε κάποια προφανώς εξέχουσα ή άρχουσα τάξη. Όποια κι αν ήταν η σχέση που συνέδεε τους ανθρώπους και η πρόσβασή τους στις φυσικές πηγές, κάθε κατοικία χωράει σχεδόν την ίδια ποσότητα από σχεδόν τα ίδια τρόφιμα. Δε μπορούμε να γνωρίζουμε αν η συμμετοχή όλων των μελών στην παραγωγή τροφής ήταν αναγκαία οικονομικά, συμβολικά ή κοινωνικά. Πάντως αν αναλογιστούμε την πολυεπίπεδη διάδραση και αλληλοεπιρροή των «σφαιρών» δραστηριότητας του Hodder, μάλλον το όφελος για το άτομο προέκυπτε συνολικά και σε άμεση σχέση με την κοινότητα. Φυσικά δεν αποκλείεται ορισμένα άτομα να είχαν περισσότερο κύρος έναντι άλλων. Η ιδιαίτερη σχέση με τους νεκρούς και η τάση για ταφή, απόκρυψη και επανεύρεση ορισμένων αντικειμένων (ακόμα και από κατώτερα επίπεδα της εκάστοτε κατοικίας) αποτελούν ένδειξη κατασκευής και μετάδοσης κάποιας μορφής «ιστορίας», όχι με την επιστημονική έννοια της λέξης αλλά πιθανότατα με την αντίστοιχη «επιστημονικότητα» της τέχνης. Είναι πολύ πιθανό η γνώση αυτής της ιστορίας και η δυνατότητα επιβεβαίωσής της να ήταν πηγή κύρους. Η σχέση του οικισμού με τη μνήμη είναι άλλωστε πολύ ισχυρή. Ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα στοιχεία του οικισμού είναι η πειθάρχηση όλων σε κανόνες χωρίς την επιβολή τους από κάποιον φορέα εξουσίας. Η αρχιτεκτονική αλλά και όλες σχεδόν οι πτυχές της καθημερινότητας ακολουθούν κοινές κατευθύνσεις σε οριζόντιο και κάθετο επίπεδο (με κάποιες αλλαγές να συμβαίνουν στα ανώτερα μόνο επίπεδα, πιθανότατα ακολουθώντας κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές). Η συμβολική αξία της διατήρησης της μνήμης είναι μάλλον μια βασική ρυθμιστική παράμετρος. Κατά τα άλλα, οι χτίστες ήταν κατά πάσα πιθανότητα γνώστες και άλλων μορφών και κατασκευαστικών τεχνικών, μέσω του εμπορίου ή της διάδοσης, που είναι πιθανό να μην ταίριαζαν με το «εποικοδόμημα». Αναφορικά με τις εισόδους, οι κάτοικοι κατείχαν την τεχνογνωσία για την κατασκευή ανοίγματος θύρας στο έδαφος, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται ως πρόσβαση στους αποθηκευτικούς χώρους. Μπορούμε λοιπόν να πούμε με βεβαιότητα ότι ο «ανορθόδοξος» τρόπος εισόδου στην κατοικία επιλέγεται συνειδητά, άσχετα με το αν μιμείται κάποιο προηγούμενο μοντέλο κατασκευής ή αν επινοείται εδώ. Ήδη αναλύσαμε τα αμυντικά πλεονεκτήματα που θεωρητικά προκύπτουν. Δεν υπάρχουν παρ’ όλα αυτά ενδείξεις ότι οι κάτοικοι απειλούνταν ή απειλήθηκαν ποτέ από εισβολείς. Άγνωστο είναι αν ο χειρισμός αυτός απαντά σε προβλήματα στατικότητας. Πρώτον διότι δεν υπάρχουν ευρήματα που να μας υποδεικνύουν ότι κάποια άλλη καασκευαστική μέθοδος προηγήθηκε και εγκαταλήφθηκε ως ανεπαρκής ή προβληματική, και δεύτερον διότι η τοιχοποιία δεν είναι φέρουσα. Είναι σαφές ότι μισό αιώνα πριν ήταν σχεδόν αδιανότητο πως μία νεολιθική κοινότητα μπορούσε να δημιουργήσει αγάλματα όπως αυτά στο Göbekli Tepe, ή ζωγραφική και μικροαντικείμενα όπως στο Çatal Hüyük (στο ίδιο άρθρο που ο Childe το 1950 ορίζει την «πόλη», φαίνεται να θεωρεί πως η τέχνη της Νεολιθικής περιορίζεται σε άτεχνα σύμβολα που δεν προσεγγίζουν ούτε καν το νατουραλισμό της Παλαιολιθικής329). Και ίσως τελικά οι προϊστορικοί πρόγονοί μας να είχαν δημιουργήσει ένα «σύμπαν» που δε μπορούμε ακόμα να αποκωδικοποιήσουμε γιατί ξεφεύγει από τα δικά μας αυτονόητα. Άλλωστε όπως είδαμε τα υλιστικά επιχειρήματα αποτυγχάνουν να τεκμηριώσουν δεδομένα της Νεολιθικής εποχής, όχι μόνο στη συγκεκριμένη τοποθεσία.
329
[Childe, G. (1950), σ. 15]
100
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Γιατί να μην υποθέσουμε πως ο τρόπος δόμησης μπορεί να σχετίζεται με τη συνειδητή δημιουργία του δημόσιου χώρου; Η εγκυρότητα της υπόθεσης αυτής θα σήμαινε πως οι κάτοικοι του Çatal Hüyük αντιλαμβάνονταν το δημόσιο χώρο με έναν τρόπο πολύ πιο σύνθετο απ’ ότι οι περισσότερες από τις μεταγενέστερες κοινωνίες. Όχι ως ένα περισσευούμενο κενό ανάμεσα από ιδιοκτησίες ή μερικά αναγκαία ευθύργαμμα τμήματα από πόρτα σε πόρτα, αλλά ως ένα πεδίο κατασκευασμένο από όσους και για όσους το χρησιμοποιούν. Ένα χώρο που αυξομοιώνει το μέγεθός του όσο αυξομοιώνεται ο πληθυσμός που καλείται να εξυπηρετήσει, που συμβολικά και ρεαλιστικά στέκεται ένα επίπεδο πάνω από τους «ιδιωτικούς» χώρους αλλά πάντα χάρη σε αυτούς. Κάθε αρχιτεκτονική έκφραση, αποτυπωμένη ή όχι σε χαρτί, αναγνώσιμη ή μη, αποτελεί τη «στέγη» μίας ανάγκης που προηγείται. Ίσως γι’ αυτό εμμένουμε να ελπίζουμε ότι αποκωδικοποιώντας μία από τις δύο θα φτάσουμε τελικώς στην άλλη. Ο αρχιτέκτονας του εκάστοτε παρόντος σχεδιάζει αυτό που θα «αναστηθεί» από τον αρχαιολόγο του εκάστοτε μέλλοντος, και υπό αυτή την έννοια και οι δύο καλούνται να στοχαστούν επάνω σε κοινές φόρμες, σε κοινούς χρήστες, σε κοινές ανάγκες. Τα μελλοντικά ευρήματα, η μελλοντική έρευνα, ο επαναστοχασμός, θα έρχονται ξανά και ξανά να επιβεβαιώνουν ή να διαψεύδουν τα παρόντα συμπεράσματα.
Βιβλιογραφία
101
Βιβλιογραφία Acemoglu, D. & Robinson, J. (2009, Oct.). Foundations of Societal Inequality. Science, New Series, Vol. 326, number 5953, p. 678-680 Atalay, S. & Hastorf, C. (2006, Apr.). Food, Meals and Daily Activities: Food habitus at Neolithic Catalhoyuk. American Antiquity, v.71 number 2, p. 283-319 Aydin, C. & Cinar, K. (2011). An Analysis of cultural and Geographical lasting characteristics through the use of local materials in Anatolia: dwellings in the Konya plain, Turkey. Global Built Environment Review, v.7, p. 31-47 Barstow, A. (1978, Oct.). The Uses of Archeology for Women’s History: James Mellaart’s Work on the Neolithic Goddess at Çatal Hüyük. Feminist Studies, v. 4, n. 3, p. 7-18 Cauvin, J. (1997). Γέννηση των θεοτήτων, Γέννηση της γεωργίας, Η Επανάσταση των Συμβόλων στη Νεολιθική Εποχή. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Childe, G. (1936). Man Makes Himself. London: Watts & Co Childe, G. (1950, Apr.). The Urban Revolution. The Town Planning Review, Vol. 21, No. 1, p. 3-17 Diamond, J. (1987, May). The Worst Mistake in the History of the Human Race. Discover magazine May 1st, 1987 Fagan, B. (1996). The Oxford Companion To Archaeology. New York: Oxford University Press Fairbrain, A. et al. (2007, Sept.). Wild Plant seed storage at Neolithic Çatalhöyük East, Turkey. Vegetation History and Archaeobotany, v. 16 number 6, p. 467-479 Haddow, S. (ed) (2014). Çatalhöyük 2014 Archive Report by members of the Çatalhöyük Research Project Haldorsen, S. et al. (2011, Jul.). The climate of the Younger Dryas as a boundary for Einkorn domestication. Vegetation History and Archaeobotany, v. 20 number 4, p. 305-318 Helbaek, H. (1964). First Impressions of the Çatal Hüyük Plant Husbandry. Anatolian Studies, v.14, p. 121-123 Hodder, I. (ed) (2005). Inhabiting Çatalhöyük, reports from the 1995-99 seasons (volume 4). London: British Institute of Archaeology at Ankara Hodder, I. (ed) (2005). Çatalhöyük perspectives, reports from the 1995-99 seasons (volume 6). London: British Institute of Archaeology at Ankara Hodder, I. (2006). Çatalhöyük, The Leopard’s Tale. London: Thames & Hudson Ltd Hodder, I. (ed.) (2010). Religion in the Emergence of Civilization, Çatalhöyük as a case study. New York: Cambridge University Press
102
Çatal Hüyük, από την καθημερινότητα στην ιστορία
Kramer, F. (1967, Jan.). Eduard Hahn and the End of the “Three Stages of Man”. Geographical Review, Vol. 57, No. 1 p. 73-89 Matthews, R. (ed) (1998). Ancient Anatolia, Fifty Years’ Work by the British Institute of Archaeology at Ankara. London: British Institue of Archaeology at Ankara Mazar, Α. (1990). Archaeology of the Land of the Bible, 10,000-586 B.C.E. New York: Doubleday Mellaart, J. (1961). Early Cultures of the South Anatolian Plateau. Anatolian Studies, v.11, p. 159184 Mellaart, J. (1962). Excavations at Çatal hüyük: First Preliminary Report, 1961. Anatolian Studies, v.12, p. 41-65 Mellaart, J. (1963). Excavations at Çatal hüyük: Second Preliminary Report, 1962. Anatolian Studies, v.13, p. 43-103 Mellaart, J. (1964). Excavations at Çatal hüyük: Third Preliminary Report, 1963. Anatolian Studies, v.14, p. 39-119 Mellaart, J. (1966). Excavations at Çatal hüyük: Fourth Preliminary Report, 1965. Anatolian Studies, v.16, p. 165--191 Mellaart, J. (1967). Çatal hüyük, A Neolithic Town in Anatolia. New York: McGraw-Hill Book Company Μπούρας, Χ. (1999). Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, Πρώτος Τόμος. Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία Pringle, H. (1998, Nov.). The Slow Birth of Agriculture. Science, New Series, v. 282, No 5293, p. 14461450 Renfew, C. (2008). Prehistory: The Making Of The Human Mind. New York: Modern Library Russell, N. (2012). Social Zooarchaeology: humans and animals in Prehistory. Cambridge: Cambridge University Press Schmidt, K. (2000). Göbekli Tepe, Southeastern Turkey: A Preliminary Report on the 1995-1999 Excavations. Paléorient, Vol. 26, No. 1, p. 45-54 Schmitt, A.K. et al. (2014, Jan.). Identifying the Volcanic Eruption Depicted in a Neolithic Painting at Çatalhöyük, Central Anatolia, Turkey: PLoS ONE (http://www.plosone.org) Sprague, R. (2005). Burial Terminology: A Guide for Researchers. Oxford: AltaMira Press Taylor, B. (ed.) (2005). Encyclopedia of Religion & Nature, Vol. I. London: Continuum Twiss, K. et al. (2009, Dec.). Plants and Animals Together: Interpreting Organic Remains from Building 52 at Çatalhöyük, Current Anthropology, v. 50 number 6, p. 885-895 Λοιπές Πηγές Göbekli Tepe, Lost Civilizations Series Ep.1 (2012). Παραγωγή για τα National Geographic Channels Hodder, I. (2013). ‘The leopard changes its spots: recent work on societal change at Çatalhöyük’. [Alan Hall Memorial Lecture in London]. Διάλεξη του Ian Hodder διαθέσιμη στο κανάλι “British Institute
Βιβλιογραφία
103
at Ankara” του Βρετανικού Ινστιτούτου στην Άγκυρα από 13/1/2014 στον ιστότοπο youtube.com, προσπελάστηκε 15/1/2015 Mann, C. (2011, Jun.). The Birth of Religion. Δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2011 στην ιστοσελίδα του National Geographic και προσπελάστηκε 4/5/2015 (http://ngm.nationalgeographic.com/2011/06/ gobekli-tepe/mann-text)