Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του κινήματος που ανέτρεψε τις δικτατορίες των Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι, Χόσνι Μουμπάρακ και Μουαμάρ Καντάφι, το κύμα αμφισβήτησης στον αραβικό κόσμο, το οποίο απειλείται από την ανάμειξη των ξένων δυνάμεων και τις θρησκευτικές διαιρέσεις, αναζητά μια δεύτερη πνοή. Ενώ η Συρία ζει το χειρότερο σενάριο, η Τυνησία, από την πλευρά της, επιβεβαιώνει ότι το όραμα των πολιτικών ελευθεριών και η αναζήτηση συμβιβασμών μπορούν να οδηγήσουν σε πραγματικά βήματα προόδου.
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Στη Συρία, ο πόλεμος προέκυψε μέσα από ένα κίνημα πολιτικής ανυπακοής που γρήγορα μετατράπηκε σε λαϊκό ξεσηκωμό μεγάλης κλίμακας. Η βάναυση αντίδραση του καθεστώτος στα πρώτα σημάδια αμφισβήτησης απέτυχε να φοβίσει τους διαδηλωτές, μάλιστα πυροδότησε έναν καταστροφικό κύκλο διαδηλώσεων και καταστολής. Μολονότι οι μηχανισμοί ασφαλείας του προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ γρήγορα εκμηδένισαν τις ελπίδες για μια ειρηνική επανάσταση, οι γεωπολιτικοί υπολογισμοί και τα θρησκευτικά διακυβεύματα που προστέθηκαν στη συνέχεια επιτάχυναν τη μετατροπή της εξέγερσης σε έναν φρικτό εμφύλιο πόλεμο: μέχρι σήμερα, 120.000 νεκροί, 2,5 εκατομμύρια πρόσφυγες και 4 εκατομμύρια εσωτερικοί μετανάστες. Από παλιά, η Συρία χαρακτηρίζεται από την ποικιλία των θρησκευτικών και κοινοτικών παραδόσεών της. Αξιοποιώντας τις εσωτερικές εντάσεις, οι ξένες δυνάμεις έσπασαν το εύθραυστο αυτό μωσαϊκό. Η χώρα αποκτά κρίσιμη σημασία σε μια Μέση Ανατολή όπου συγκρούονται τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, της Ιορδανίας, της Τουρκίας και του Ιράν. Η παμπάλαια διαίρεση αυτής της γωνιάς του κόσμου μεταξύ των δύο αντίπαλων τάσεων του ισλάμ, τους σουνίτες και τους σιίτες, οξύνθηκε από τις ξένες δυνάμεις, που φιλοδοξούν να ενισχύσουν την επιρροή τους στην περιοχή. Η κοινότητα των Αλαουϊτών, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του καθεστώτος Άσαντ, θεωρείται μέρος ενός σιιτικού τόξου που ξεκινά από το Ιράν και εκτείνεται μέχρι τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, ενώ οι ομάδες των εξεγερμένων
Σ
* O Hicham Ben Abdallah El-Alaoui είναι ερευνητής, συνεργάτης του Freeman Spogli Institute for International Studies, στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ (Καλιφόρνια). Συγγραφέας του βιβλίου «Journal d’un prince banni», που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο από τις εκδόσεις Grasset.
ΚΥΡΙΑΚΗ 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014 TEYXOΣ 58
diplomatique
Του Hicham Ben Abdallah El-Alaoui* τις απαρχές της η «αραβική άνοιξη» τίναξε στον αέρα τις δυτικές προκαταλήψεις. Κλόνισε τα στερεότυπα του οριενταλισμού για τη δήθεν έμφυτη ανικανότητα των Αράβων να επινοήσουν ένα δημοκρατικό σύστημα και διέλυσε την πεποίθηση ότι δεν άξιζαν παρά να τους κυβερνούν διάφοροι δεσπότες. Τρία χρόνια μετά, το τοπίο έχει σκοτεινιάσει. Οι αβεβαιότητες παραμένουν στο ακέραιο όσον αφορά την έκβαση της διαδικασίας, η οποία μπαίνει στην τέταρτη φάση της. Στο πρώτο στάδιο, που ολοκληρώθηκε το 2011, ένα γιγάντιο κύμα διεκδικήσεων που σχετιζόταν με την αξιοπρέπεια και την ιδιότητα του πολίτη εκδηλώθηκε με μαζικές και αυθόρμητες κινητοποιήσεις. Το επόμενο στάδιο, το 2012, ήταν η αναδίπλωση των αγώνων στο τοπικό τους πλαίσιο και η προσαρμογή τους στην ιστορική κληρονομιά της κάθε χώρας. Παράλληλα, διάφορες εξωτερικές δυνάμεις άρχισαν να ωθούν τις συγκρούσεις σε πιο επικίνδυνες κατευθύνσεις οδηγώντας τους λαούς στην κατάσταση που αντιμετωπίζουν σήμερα. Την περσινή χρονιά, λοιπόν, η διαδικασία πέρασε σε μια τρίτη φάση, η οποία σημαδεύτηκε από τη διεθνοποίηση και την όλο και πιο επιθετική ανάμιξη των περιφερειακών και δυτικών δυνάμεων. Η πρωτοκαθεδρία των συγκρούσεων μεταξύ σουνιτών και σιιτών γενικεύτηκε σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, εξωθώντας κάθε κράτος και κάθε κοινωνία να πολωθεί γύρω από τον άξονα της θρησκευτικής ταυτότητας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ ισλαμισμού και κοσμικής προσέγγισης κλιμακώθηκε. Ο κίνδυνος προέρχεται από το ότι οι γεωπολιτικές αντιπαλότητες και οι θρησκευτικές εντάσεις υπερισχύουν σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και φαίνεται να μετατρέπουν τους τοπικούς πολιτικούς παίκτες σε μαριονέτες στα χέρια των ξένων δυνάμεων.
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Η «αραβική άνοιξη» δεν έχει πει την τελευταία της λέξη Η σύγκριση ανάμεσα στη Συρία, το Μπαχρέιν, την Αίγυπτο και την Τυνησία αποκαλύπτει ένα πολύχρωμο φάσμα διεθνών επιρροών. Στις δύο πρώτες χώρες, οι εξωτερικές επεμβάσεις υποδαύλισαν τον εμφύλιο πόλεμο και ενίσχυσαν τις πιο ακραίες μερίδες των εξεγερμένων. Στην Αίγυπτο, η δυτική υποστήριξη στην αυταρχική πολιτική του νέου καθεστώτος παραμέρισε τα αρχικά δημοκρατικά κίνητρα. Μόνο η Τυνησία φαίνεται να έχει πάρει έναν δρόμο που υπόσχεται πρόοδο, στο μέτρο που παραμένει σχετικά μακριά από τις γεωπολιτικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές
αντιπαραθέσεις που έχουν σαρώσει την περιοχή. Σε καθεμία από τις χώρες αυτές, πάντως, η «αραβική άνοιξη» έχει αφήσει το ανεξίτηλο αποτύπωμα μιας λαϊκής κινητοποίησης μέσα από την οποία οι πολίτες συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους. Έχει ανοίξει πεδία αμφισβήτησης που το κράτος δεν μπορεί πια να κλείσει παρά με καταστολή και βαρύ πολιτικό τίμημα. Όσο αβέβαιο κι αν είναι το μέλλον, η σιδηρά πυγμή που επικρατούσε μέχρι το ξέσπασμα των κινημάτων έχει απλούστατα καταρρεύσει.
ανήκουν κυρίως στο σουνιτικό στρατόπεδο. Ο ανταγωνισμός αυτός, όμως, κρύβει μια πιο περίπλοκη διάταξη δυνάμεων. Ακριβώς όπως οι Αφγανοί μουτζαχεντίν τη δεκαετία του 1980, η συριακή αντιπολίτευση χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη συνοχής. Οι εκπρόσωποί της στο εξωτερικό γνωρίζουν ελάχιστα ή και καθόλου τις ένοπλες ομάδες που πολεμούν στα πεδία των μαχών. Ομάδες που θα αναζητήσουν αλλού τα στηρίγματά τους: στο βόρειο τμήμα της χώρας γενικά στηρίζονται στη βοήθεια της Τουρκίας και του Κατάρ, ενώ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 2