Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΕΥΧΟΣ 537
31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
1821 }
} ΑΦΙΕΡΩΜΑ β' μέρος
Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΡΘΑ ΠΥΛΙΑ Η περίπτωση της Πελοποννήσου ΣΕΛ.1-2
ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΕΛΟΣ Αδαμάντιος Κοραής ΣΕΛ. 3-4
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΘΗΣ Εθνική ή κοινωνική επανάσταση; ΣΕΛ. 4-5
Η ελληνική κοινότητα στο οθωμανικό κράτος Η περίπτωση της Πελοποννήσου Σύμφωνα με ένα έγγραφο γραμμένο στα ελληνικά, ο Μωάμεθ Πορθητής για να αποφύγει μαζική έξοδο Μοραϊτών προκρίτων, «απέστειλε ένα δίπλωμα υπέρ των κυριότερων οικογενειών της Πελοποννήσου, στο οποίο όριζε [...] ότι οι Έλληνες δεν θα υποστούν την παραμικρή προσωπική ή περιουσιακή αδικία και ότι τα συμφέροντά τους θα τύχουν μεγαλύτερης προστασίας υπό την ηγεμονία του απ’ ότι υπό τους προηγούμενους ηγεμόνες». [...]ο σουλτάνος όριζε ονομαστικά: «ο άρ-
222
ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΑΡΙΔΗΣ Για την κρίση ΣΕΛ. 6
ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ Πρωτογενές πλεόνασμα φαντασίας ΣΕΛ. 6
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ Ζώα στα σύννεφα ΣΕΛ. 7
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Στους δρόμους της ποίησης ΣΕΛ. 7
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΟΥΠΡΟΥ Η πόλη του (διήγημα) ΣΕΛ. 8
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Σεισάχθεια (ποίημα) ΣΕΛ. 8
Εικονογράφηση με έργα του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΛΙΟΥ
ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΠΥΛΙΑ
χων κυρ Σφαντζής με όλους τους εδικούς του, και κυρ Μανουήλ Ραούλ με όλους τους εδικούς του, και κυρ Σοφιανός με όλους τους εδικούς του, και Λάσκαρις κυρ Δημήτριος με όλους τους εδικούς του, και Διπλοβατζέοι, Παγομενέοι, Φραγκοπουλέοι και Σγουρομαλέοι και Μαυρόπαπας και Φιλανθρωπινέοι και Περουμπουιείοι και εις όσοι άλλοι θελήσουν ναρθούν» (Hammer, Histoire de l’Empire ottoman, τ.3). Παρόλα αυτά η μεγάλη πλειονότητα των αρχόντων προτίμησε να αναζητήσει καταφύγιο στη Δύση, με εξαίρεση τις οικογένειες Νοταρά, Κρεββατά και μερικές ακόμη. Το 1659 ο Γενικός Ναύαρχος Φραντσέσκο Μοροζίνι υιοθέτησε παρόμοια τακτική για να διασπάσει το εσωτερικό των Οθωμανών στον πόλεμο της Κρήτης. Με τον όρο ότι η περιφέρεια της Καλαμάτας θα «απελευθερωνόταν» στο όνομα της Βενετίας, υποσχέθηκε εδάφη, χωράφια, αμπελώνες και άλλα αγαθά στην οικογένεια Λογοθέτη, η οποία είχε συγκεντρώσει 70 στρατιώτες για το σκοπό αυτό??? η επιχείρηση απέτυχε και η οικογένεια καταστράφηκε. Ανταλλάσσεται μυστική αλληλογραφία μεταξύ των ενετικών αρχών και των Γερόντων των χωριών, οι οποίοι απαντούν με τη σειρά τους «à nome di tutto il popolo greco» (στο όνομα ολόκληρου του ελληνικού λαού). Ο ιδρυτής της μεγάλης οικογένειας Μπενάκη στην Καλαμάτα, Λυμπεράκης Γερακάρης, αποδεικνύεται ευφυέστερος. Ανακατεμένος στην πειρατεία και τη ληστεία, επωφελείται από τις μάχες μεταξύ Ενετών και Οθωμανών και περνάει δια-
δοχικά από το ένα στο άλλο στρατόπεδο. Αυτή η ριψοκίνδυνη τακτική του επιφυλάσσει περιπέτειες αλλά και αγαθά και τίτλους ευγενείας. Την ίδια εποχή τρεις πρόκριτοι της περιφέρειας της Καρύταινας, ο Χρονάς, ο Αθανάσης Κουλάς και ο Γέρων του Άκοβου, στέλνουν εκπροσώπους στον Φ. Μοροζίνι ομνύοντας πίστη στη Βενετία και ζητώντας την προστασία της. Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές οι Ενετοί αποζημιώνουν τους φίλους τους και μόλις καταλαμβάνουν τον Μοριά, παραχωρούν στον Γέροντα του Άκοβου τον τίτλο του sindici, δηλαδή του συμβούλου του κάστρου του. [...]Μετά την επανάκτηση της χώρας το 1715 οι Τούρκοι εγκαθιστούν ένα διευρυμένο κοινοτικό σύστημα, ταιριαστό με τη δική τους διοικητική ιεραρχία, η οποία έχει εγκατασταθεί στη χώρα. Ήδη το 1714 μια αποστολή Μοραϊτών προκρίτων στην κεντρική Ελλάδα σπεύδει να ενταχθεί στο στρατόπεδο των Τούρκων, στους οποίους υπόσχεται υποταγή και ευπείθεια. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Χρονάς, Α. Κουλάς και Σύντυχος περιλαμβάνονται εκ νέου μεταξύ εκείνων που ομνύουν υποταγή στον Σουλτάνο και προσφέρουν δώρα στους Οθω-
μανούς αξιωματούχους. Τελικά η Πελοπόννησος καταλαμβάνεται σε τρεις μήνες. Σε αντάλλαγμα, οι Τούρκοι παραχωρούν στους κατοίκους προνόμια που επιτρέπουν «μια δημοκρατική διακυβέρνηση» (σύμφωνα με την πολύ αισιόδοξη άποψη του Κανέλλου Δεληγιάννη), και απαγορεύουν στα οθωμανικά στελέχη κάθε ανάμιξη στις περιφερειακές υποθέσεις, αποκλειστικό φέουδο των χριστιανών προκρίτων. Στην πραγματικότητα, οι Τούρκοι δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις των χριστιανών, όσο οι τελευταίοι στήριζαν παθητικά το οθωμανικό καθεστώς και πλήρωναν κανονικά τους φόρους τους. Η Πελοπόννησος είχε μακρά παράδοση κοινοτικής διοίκησης υπό διάφορες εξουσίες. Ο πληθυσμός της στην πραγματικότητα υπέφερε από συνεχείς πολέμους μεταξύ επίδοξων κατακτητών και από την απληστία των κυριάρχων. Εντούτοις, παρά τη μόνιμη ανασφάλεια της συγκυρίας, οι εξέχουσες οικογένειες έκαναν από νωρίς όνομα στη χώρα και, κατά την άΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24
Η ΑΥΓΗ • 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Η περίπτωση της Πελοποννήσου ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
σκηση της τέχνης της διοίκησης των συμπατριωτών τους, έμαθαν να προσαρμόζο. νται αμέσως στα γεγονότα είναι η περίπτωση των οικογενειών «του Συντύχου στην Καρύταινα, του Νοταρά στην Κόρινθο, του Ζαΐμη στα Καλάβρυτα, του Μπενάκη στην Καλαμάτα, του Κρεββατά στη Σπάρτη και πολλών άλλων αλλού».
Η τοπική αριστοκρατία. Η γέννηση των μεγάλων χριστιανικών οικογενειών στον Μοριά Παρά την αναστάτωση που επήλθε με την οθωμανική κατάκτηση υπήρχαν, ακόμη και τις παραμονές του πολέμου της Ανεξαρτησίας, οικογένειες με κύρος που ανάγονταν στη βυζαντινή εποχή, όπως η οικογένεια Νοταρά στην Κόρινθο. Η ανάδειξη της οικογένειας Κρεββατά, προεστών της Λακωνίας, ανάγεται επίσης στη βυζαντινή περίοδο. Εξάλλου, λίγοι τοπικοί ηγέτες οι οποίοι, κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, διαπραγματεύονταν επιτυχώς άλλοτε με τους Ενετούς και άλλοτε με τους Τούρκους, δημιούργησαν ισχυρούς οίκους. [...] Οφείλουμε να προειδοποιήσουμε εδώ ότι μερικά κείμενα σχετικά με την ανάδειξη των διάσημων ελληνικών οικογενειών του Μοριά εξωραΐζουν την κατάσταση. Η σπάνις των πηγών σ’ αυτό το χώρο επέτρεψε στις ισχυρές χριστιανικές οικογένειες να φτιάξουν γενεαλογικά δέντρα, υπερηφανευόμενες για τη βυζαντινή τους καταγωγή και για διάφορες γενναίες πράξεις. Αλλά μόλις μετά την ελληνική επανάσταση ένιωσαν την ανάγκη να εξιδανικεύσουν το παρελθόν τους. Η καταγωγή της οικογένειας Δεληγιάννη, ισχυρότατης στον τόπο καταγωγής της τη Γορτυνία όπως και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, εμφανίζεται θολή. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, η οικογένεια κατάγεται από τους ευγενείς της Καμπανίας ή, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, διογκωμένη κι αυτή, προήλθε από . την κρητική ευγένεια μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες (824) κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Μακεδονία. Έξι αιώνες αργότερα, στην εκστρατεία του Μωάμεθ Β΄ στην Ελλάδα, ένας μορφωμένος απόγονος της κρητικής οικογένειας Λίτινα υπηρετούσε ως δραγουμάνος των επικεφαλής του τουρκικού στρατού και ακολούθησε τους κατακτητές στον Μοριά. Εγκαταστάθηκε λοιπόν στη Γορτυνία, όπου βρίσκονταν τα τιμάρια του Τούρκου προστάτη του. Χάρη στις σχέσεις, τις γνωριμίες και το γάμο του ρίζωσε εκεί και ίδρυσε τον περίφημο οίκο. [...]Το επόμενο παράδειγμα, από τα Απομνημονεύματα του Παναγιώτη Παπατσώνη, περιγράφει καθαρά τη βασιλική οδό από την οποία μπορούσε κανείς να δημιουργήσει περιουσία και να αναλάβει κοινοτικά αξιώματα. Ο ομώνυμος προπάππος του εγκαταλείπει το πατρικό χωριό του μετά τις ταραχές που ακολουθούν τη δολοφονία μερικών Τούρκων. Τελικά καταφεύγει στον πλούσιο μουσουλμάνο πρόκριτο της Ανδρούσσας, Μουσταφά, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο μετά την τουρκική επανάκτηση. Εν συνεχεία ο γιος του, παππούς του Παναγιώτη Παπατσώνη, χειροτονείται ιερέας (1761) και έκτοτε αρχίζει να συναναστρέφεται ισχυρούς Τούρκους. Ως ιερέας δίνει την ευλογία του,
την οποία οι άρρωστοι μουσουλμάνοι θεωρούν θαυματουργή και κερδίζει έτσι την εύνοια των Τούρκων («...τον εκάλουν και αι Τουρκίναι πολλάκις, ίνα τους διαβάζη τα παιδιά των πάσχοντα από διαφόρους ασθενεί. ας και ενίοτε εθεραπεύοντο τη θεία προνοία και ως εκ τούτου ευνοείτο περισσότερον, ώστε κατέστη είς εκ των προεστώτων της επαρχίας...», σ.28). Μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο, οι πρωταγωνιστές της μοραΐτικης εξέγερσης του 1770, που συγκλόνισε τη χερσόνησο, αυτοεξορίστηκαν και μεταξύ αυτών ο άρχοντας της Καλαμάτας Παναγιώτης Μπενάκης. Την περίοδο εκείνη ο Μουσαγάς, προστάτης του Παπατσώνη και αρχηγός της περιφέρειας, πέθανε χωρίς απογόνους και το τσιφλίκι του (44 χωριά σε τρεις περιοχές Ανδρούσσα, Καλαμάτα και Λεοντάρι) δημεύτηκε για λογαριασμό της Μπεϊχάν, αδελφής του Σελίμ Γ΄(1789-1807). Ο Παπατσώνης εκμεταλλεύεται πάλι την ευκαιρία: Απευθύνεται στον εκπρόσωπο (κεχαγιά) της Σουλτάνας και κατορθώνει να ονομαστεί πρόκριτος με φιρμάνι, το οποίο καθιερώνει τη διοικητική ένωση των χωριών αυτών με την ονομασία Emlâk-I Hümâyûn (ή Εμπλάκικα =αυτοκρατορική περιουσία). Η οικογένεια παρέμεινε κυρίαρχη έως τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Η λαμπρότερη επιτυχία της όμως είναι η ενοικίαση των εισοδημάτων του σουλτάνου. Σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα του εγγονού του, ο Παπατσώνης κατόρθωσε να εισπράξει το 1772, 68.800 πιάστρα έναντι των 15.000 . πιάστρων που όφειλε συνεπώς σε ένα χρόνο σχεδόν πενταπλασίασε το κεφάλαιό του. [...].
Οι Μοραΐτες μουσουλμάνοι πρόκριτοι
[...]Οι Τούρκοι, αφού έδιωξαν τους Ενετούς το 1715, επανασύστησαν το προηγούμενο καθεστώς. Επαναπατρίστηκαν οι παλαιοί γαιοκτήμονες και, σύμφωνα με την οθωμανική συνήθεια, τα χέρσα χωράφια καθώς και τα υπόλοιπα εύφορα εδάφη μοιράστηκαν στους σπαχήδες που είχαν μετάσχει στον κατακτητικό πόλεμο. Την περίοδο αυτή, επτά ευγενείς οικογένειες οι αρχηγοί των οποίων φέρουν το όνομα μπιμπασής (στρατηγός χιλίων ανδρών) και οι οποίες εγκαθίστανται στο Μοριά, αναλαμβάνουν την πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση της επαρχίας. Οι εν λόγω αξιωματικοί, παρά τη σημασία του στρατιωτικού τους ρόλου, διοικούν συνήθως σώματα μόλις 200-400 ανδρών και, σύμφωνα με το νόμο, οφείλουν υπακοή στους τοπικούς κυβερνήτες (βοεβόδες) και στον ανώτερό τους, τον Πασά του Μοριά. Μεταξύ αυτών, οι οίκοι του Απντίμ Μπέη στην Κόρινθο, του Αρναούτογλου στην Τριπολιτσά και του Μεχμέτ Μπέη στην Κορώνη παρέμειναν επιφανείς έως τη λήξη της τουρκοκρατίας. Αντιθέτως, οι οίκοι του Οτομάν στην Ήλιδα, του Αχμέτ Αγά στην Πάτρα, του Νουρί Αγά στη Λακωνία και του Απδαγά στη Μονεμβασία, καθώς και ο οίκος του Μουσαγά, προστάτη του Παπατσώνη και προκρίτου της Μεσσηνίας, δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την επιρροή τους καθ’ όλη τη Β΄ τουρκική κατοχή του Μοριά (1715-1821). Όμως οι Αρναούτογλου, από τις επιφανέστερες οικογένειες έως τις παραμονές της Ανεξαρτησίας, προήλθαν, από την πρώτη κατάκτηση, από ένα μέτριο τομέα του οποίου η εύνοια του πασά είχε αυξήσει την επιρροή και την περιουσία, σύμφωνα με ένα σχήμα που επαναλήφθηκε πολλές φορές
από τους Οθωμανούς. [...]Όπως φαίνεται, οι μουσουλμάνοι προεστοί διεκδικούσαν δημόσιες θέσεις και προσπαθούσαν να ελέγχουν τη διοίκηση της Τριπολιτσάς. Στην πραγματικότητα, παράλληλα με την οικονομική τους κυριαρχία, την οποία όφειλαν στις τεράστιες περιουσίες τους που αυξάνονταν περισσότερο με τη συσσώρευση αξιωμάτων, επέβαλλαν την εξουσία τους στους πληθυσμούς και, επειδή συνήθως εκμίσθωναν τα αυτοκρατορικά έσοδα των επαρχιών, ονομάζονταν βοεβόδες. Είναι η περίπτωση του Μουσταφάμπεη, βοεβόδα του Πύργου, μέλος της οικογένειας των Οτομάν και του Σουλεϊμάν Αγά Αρναούτογλου, βοεβόδα της Καλαμάτας. [...] Μολαταύτα, με εξαίρεση την οικογένεια του Καμίλπμεη, του Αρναούτογλου και των Οτομάν-ζάντε, οι αγιάνηδες, ενώ αναλάμβαναν διοικητικά αξιώματα, φαίνεται ότι δεν μπορούσαν εύκολα να εξασφαλίσουν κληρονομική θέση στην τοπική ιεραρχία, πόσο μάλλον που η κυβέρνηση δεν δίσταζε, ευκαιρίας δοθείσης, να τους αντικαθιστά, δηλ. να τους σκοτώνει. Είναι πασίγνωστο εξάλλου ότι το οθωμανικό σύστημα ήταν εχθρικό απέναντι στη δημιουργία κληρονομικής αριστοκρατίας. Όμως ο Ι.Φιλίμων προσθέτει ότι ήταν προτιμότερο να διοικούνται οι επαρχίες από τοπικούς μουσουλμάνους άρχοντες, δεδομένου ότι οι τελευταίοι ως φορο-εισπράκτορες και μεγαλο-γαιοκτήμονες, αποδεικνύονταν επιεικέστεροι από τους προσωρινούς πασάδες. Οι οικογένειες των χριστιανών προκρίτων, παρά τους σταθερούς κινδύνους, εμφανίζονται μερικές φορές πιο ευκατάστατες χάρη στην υποταγή, την ευπείθεια στα συστήματα προστασίας και την υποχρεωτικά δευτερεύουσα θέση τους. Βλέπουμε ότι οι μεγάλες χριστιανικές οικογένειες διατηρούνται ακόμη και μετά τη δήμευση των υπαρχόντων τους και την εκτέλεση των κεφαλών τους, διότι γνωρίζουν την τέχνη της πολιτικής επιβίωσης. Το παράδειγμα της οικογένειας Μπενάκη αλλά και των οικογενειών Δεληγιάννη και Παπατσώνη είναι χαρακτηριστικό. Πράγματι, οι Μοραΐτες μουσουλμάνοι προεστοί, αξιομνημόνευτοι περισσότερο για τον πλούτο παρά για τη στρατιωτική τους δύναμη, αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα. Η αριθμητική αδυ-
Παπαφλέσας
ναμία του μουσουλμανικού πληθυσμού στο Μοριά υποχρέωνε τους αγιάνηδες να συνεργάζονται με τους χριστιανούς προκρίτους, «υποδεέστερους» βέβαια αλλά σχετικά πολυάριθμους. Η δημογραφική υπεροχή των χριστιανών συνιστούσε στέρεο πλεονέκτημα, αφού η κεντρική εξουσία δεν θα διακινδύνευε, για λόγους φορολογικής και πολιτικής τάξης, να προκαλέσει τη μαζική δυσαρέσκεια των ραγιάδων. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Μοριά κατά τη διάρκεια του ρωσο-τουρκικού πολέμου (1770) οι Μοραΐτες αγιάνηδες, «ξένοι προς τη στρατιωτική τέχνη», δεν κατόρθωσαν να στρατολογήσουν παρά μόνο αλβανικά σώματα τα οποία ερήμωσαν τη χώρα, προκειμένου να επαναφέρουν την τάξη. Η κυβέρνηση, για να καταστείλει την εξέγερση, αναγκάστηκε να απευθυνθεί στους αγιάνηδες της Μακεδονίας και της Ανατολίας, οι οποίοι εισέβαλαν στη μοραΐτικη επικράτεια επικεφαλής 6.500 μισθοφόρων, στρατολογημένων εξόδοις των εν λόγω αγιάνηδων. Οι μουσουλμάνοι προεστοί της Πελοποννήσου, οι οποίοι αντλούσαν τη δύναμή τους από την απαλλοτρίωση εσόδων και γαιών αλλά στερούνταν αξιόλογων στρατιωτικών δυνάμεων, εξαρτιόνταν συνεχώς από την Πύλη και δεν μπόρεσαν να φτάσουν το ύψος επιρροής των διάσημων συγχρόνων τους αγιάνηδων της Ανατολίας.
Η ΑΥΓΗ • 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
Εθνική ή κοινωνική επανάσταση; Η φετινή επέτειος της 25ης Μαρτίου έφερε για άλλη μια φορά στο προσκήνιο διαφορετικές και αντιπαρατιθέμενες αναγνώσεις του Εικοσιένα: η Χρυσή Αυγή, με τα «Μαθήματα ελληνικής ιστορίας» που οργάνωσε σε κεντρικό ξενοδοχείο, διατράνωσε τον εθνικό χαρακτήρα της επανάστασης, ενώ οι εκπαιδευτικοί του ΠΑΜΕ, με μια ανοιχτή επιστολή στους μαθητές, διάβασαν το Εικοσιένα ως λαϊκή κοινωνική επανάσταση με πρωτοπόρα την αστική τάξη. Κοινά στοιχεία και στις δύο αναγνώσεις είναι η εγκατάσταση ευθέων, αλλά ανιστορικών, αναλογιών του τότε με το σήμερα και, συνακόλουθα, ο απροκάλυπτα πολιτικός χαρακτήρας τους: και οι δύο ερμηνείες εκπορεύονται άμεσα από τις πολιτικές ιδεολογίες και τους συγκυριακούς στόχους των δύο κομμάτων, εξοβελίζοντας εκ προοιμίου τη σχετική ακαδημαϊκή γνώση ως εξίσου ιδεολογική. Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα του βαθμού εγκυρότητας ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΘΗ
των δύο προσεγγίσεων στο μέτρο που αυτές δεν εκφέρονται από ειδικούς επιστήμονες, θέλω να επισημάνω ότι οι δύο κομματικές αναγνώσεις επαναφέρουν στη δημόσια συζήτηση μια αντιπαράθεση που ταλάνισε την ελληνική ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα: το Εικοσιένα ήταν εθνική ή κοινωνική επανάσταση; Πρόκειται για μια αντιπαράθεση που συνδέθηκε άμεσα με τις συγκρούσεις της εμφύλιας και της μετεμφυλιακής περιόδου, κατά την οποία οι διαφορετικές αναγνώσεις της ελληνικής ιστορίας συνεπάγονταν δηλώσεις νομιμοφροσύνης ή ανταρσίας στο καθεστώς. Και τούτο μολονότι οι πιο διαδεδομένες εκδοχές της αριστερής ιστοριογραφίας ενσωμάτωσαν βαθμιαία την εθνική οπτική, διολισθαίνοντας σε ένα εθνικολαϊκό μοντέλο προσέγγισης του Εικοσιένα. Στην πραγματικότητα το ψευδοδίλημμα «εθνική versus κοινωνική» επανάσταση συναρτάται με διαφορετικές εννοιολογήσεις του έθνους και της επανάστασης. Στην πρώτη περίπτωση το έθνος νοείται ως προαιώνια ύπαρξη και η επανάσταση έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη η γέννηση του έθνους συνδέεται με οικονομικοπολιτικές ιστορικές εξελίξεις, και η επανάσταση, εκτός από τη χρήση βίας και την αλλαγή πολιτικού καθεστώτος, προϋποθέτει ευρεία λαϊκή συμμετοχή και επιδίωξη -και επίτευξη ως κάποιο τουλάχιστον βαθμό- καταστατικών αλλαγών στους θεσμούς, την οικονομικοκοινωνική δομή, τις πολιτισμικές αξίες. Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η τάση ενός κύκλου αγγλοσαξόνων ιστορικών στη δεκαετία του 1970 (R. Clogg, D. Dakin, J. Petropoulos κ.ά.) να προσδιορίζουν το Εικοσιένα όχι ως επανάσταση αλλά ως «πόλεμο της ανεξαρτησίας», θεωρώντας ότι δεν επέφερε ρήξεις και ουσιαστικές αλλαγές στις κοινωνικές ιεραρχίες, τις πολιτικές πρακτικές, τις οικονομικές δομές και τις νοοτροπίες. Ωστόσο, ακριβώς σε αυτά διαφέρει το Εικοσιένα από άλλες βίαιες κινήσεις που οδήγησαν ή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απόσχιση εδαφών από την οθωμανική αυτοκρατορία, όπως η σέρβικη εξέγερση του 1804 ή η ανταρσία του Αλή πασά το 1820. Οι εξεγέρσεις αυτές δεν σκόπευαν να αλλάξουν την κοινωνικοπολιτική δομή στις περιοχές που συνέβησαν. Εντάσσονται σε παραδοσιακού τύπου εξεγέρσεις που περιορίζονταν στην αλλαγή ηγεμόνα. Αντίστοιχα κινήματα είχαν λάβει χώρα και στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας: στόχευαν στην απόσχιση εδαφών από τη σουλτανική κυριαρχία και στην υπαγωγή τους στην επικράτεια χριστιανού βασιλιά. Αντίθετα, το κίνημα του 1821 προκάλεσε άμεσα ή καλλιέργησε το έδαφος για επαναστατικές αλλαγές στην πολιτική δομή και την κρατική οργάνωση, τις συλλογικές ταυτότητες, τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, τις οικονομικές σχέσεις. Οι επαναστάτες, αποτελούμενοι από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, δεν είχαν τα ίδια κίνητρα συμμετοχής στην επανάσταση, ούτε τα ίδια συμφέροντα, στόχους και πολιτικούς σχεδιασμούς και, συνακόλουθα, ούτε τους ίδιους οραματισμούς για τη μορφή και την οργάνωση της νέας κοινωνίας και του νέου κράτους. Ωστόσο, ο κυ-
ρίαρχος προσανατολισμός της επανάστασης, αυτός που καταγράφηκε στα συντάγματα και τους νόμους, που εφαρμόστηκε στα πολιτεύματα, που βγήκε νικητής στους εμφυλίους, δεν στρεφόταν πρωτίστως εναντίον των μουσουλμάνων αλλά εναντίον του παραδοσιακού οθωμανικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος, ενός συστήματος που εν πολλοίς γινόταν αντιληπτό ως ανάλογο με το «παλαιό καθεστώς» των ευρωπαϊκών κρατών, το οποίο άρχισε να ανατρέπεται με τη Γαλλική επανάσταση από την οποία εμπνεόταν και η ελληνική. Ενδεικτικό στοιχείο της φιλελεύθερης ιδεολογίας της επανάστασης είναι ότι συμμετείχε και μικρός αριθμός μουσουλμάνων. Μάλιστα, ορισμένοι από αυτούς συνέστησαν αργότερα την «οθωμανική εκατονταρχία», ενταγμένη στις χιλιαρχίες που οργάνωσε ο Καποδίστριας. Ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως «Τούρκος την θρησκείαν, το γένος Αλβανός, αλλά πολίτης Έλλην» Μπαϊράμης Λιάπης, με αίτηση του το 1828, ζητά οικονομική ενίσχυση από τον Καποδίστρια επειδή δεν αγάπησε την «οθωμανικήν τυραννίαν» και αγωνίστηκε «με τους Έλληνας, υπέρ ελευθερίας». Τα συντάγματα του Αγώνα επιτρέπουν την πολιτογράφηση ξένων εάν έχουν επιδείξει «μεγάλα ανδραγαθήματα» και σημαντικές «εκδουλεύσεις» ή εάν έχουν υπηρετήσει δύο χρόνια στα επαναστατικά στρατεύματα, χωρίς ρητό περιορισμό θρησκεύματος. Άλλωστε η εθνική ταυτότητα ήταν ακόμη ζητούμενο τόσο ως προς το περιεχόμενο της όσο και ως προς την οικείωση της από το ευρύτερο σώμα των επαναστατών. Η μετάβαση από τον ορθόδοξο Ρωμιό στον Έλληνα συνιστά μια αργή διαδικασία που η ίδια η επανάσταση προκαλεί. Η προτεραιότητα της εθνικής έναντι άλλων συλλογικών ταυτοτήτων ή ατομικών συμφερόντων δεν ήταν δεδομένη αξία. Η αλλαγή στρατοπέδου και το προσκύνημα στην Πύλη δεν ήταν σπάνια, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια του αγώνα. Ο ισχυρότερος προεπαναστατικά αρματολός της Αιτωολοακαρνανίας, ο Γ. Βαρνακιώτης, προσκύνησε στα τέλη του 1822 και παρέμεινε στο οθωμανικό στρατόπεδο μέχρι τα τέλη του 1828. Οι τοπικισμοί διασπούσαν την εθνική αλληλεγγύη. Μο-
Μπότσαρης
λονότι μετά την ήττα του Δράμαλη (1822) και μέχρι την έλευση του Ιμπραήμ (1825) ο Μοριάς δεν αντιμετώπισε οθωμανική εισβολή, ελάχιστοι Πελοποννήσιοι (κυρίως επαγγελματίες στρατιωτικοί) συνέδραμαν τους Ρουμελιώτες που αντιμετώπιζαν οθωμανικές εκστρατείες. Στον Β΄ εμφύλιο η κυβέρνηση του υδραίου Γ. Κουντουριώτη μίσθωσε Ρουμελιώτες και Σουλιώτες για να χτυπήσει τους αντιπάλους της πελοποννήσιους προεστούς και οπλαρχηγούς. Προεστοί και καπεταναίοι θεωρούσαν ότι στις επαρχίες τους είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα τα οποία περιόριζε η κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή μια ξένη προς τον τόπο τους διοίκηση. Από την άλλη μεριά, η ιστορία της επανάστασης συνιστά μια πορεία σταδιακής αποδυνάμωσης των τοπικισμών και ενίσχυσης της ενιαίας ελληνικής ταυτότητας: η επανάσταση προκάλεσε μια πρωτοφανή κινητικότητα στο χώρο, διόγκωση των επαφών και ανάγκη συνεργασίας ανθρώπων από μακρινές περιοχές. Η νίκη στις μάχες αλλά και η ζωή των πολεμιστών εξαρτιόταν από τη συνεργασία και την αλληλεγγύη με άγνωστους συμπολεμιστές από άλλες περιοχές. Οι πρόσφυγες από τις περιοχές που ηττήθηκε η επανάσταση χρειάζονταν την περίθαλψη των γηγενών για να επιβιώσουν. Στις εθνοσυνελεύσεις συνέπρατταν εκπρόσωποι από όλες τις επαναστατημένες περιφέρειες αλλά και μορφωμένοι που ήλθαν από άλλες οθωμανικές περιοχές, τα Επτάνησα και τις παροικίες. Πολλοί ετερόχθονες διορίστηκαν στην κεντρική και την επαρχιακή διοίκηση. Όλα τούτα οδηγούσαν βαθμιαία σε σύσφιξη των δεσμών μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και σε εθνική ομογενοποίηση. Παράλληλα, η επανάσταση συνιστά σταθμό στην αποκρυστάλλωση των στοιχείων της εθνικής ταυτότητας. Καθώς στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν μειονότητα, η οποία, σχεδόν στο σύνολο της, κατείχε τις ανώτερες θέσεις στην κοινωνική και διοικητική ιεραρχία ή επάνδρωνε τον οθωμανικό στρατό, η κοινωνική αντιπαράθεση μπορούσε εύκολα να προβληθεί στην εθνική και να ταυτιστεί με τους δύο πόλους της πολεμικής αναμέτρησης. Έτσι στα συντάγματα του Αγώνα έμοιαζε αυτονόητος ο ορισμός του Έλληνα ως του αυτόχθονα χριστιανού. Συνακόλουθα, η νεωτερική εθνική ταυτότητα ενσωμάτωνε ομαλά την παραδοσιακή θρησκευτική. Η σημαντικότερη ρήξη με το προεπαναστατικό καθεστώς ήταν η θέσπιση ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους με φιλελεύθερους αστικούς θεσμούς και νομιμοποίηση της εξουσίας στη βούληση του έθνους, σε αντίθεση με τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όπου η εξουσία θεωρούνταν θεόθεν εντεταλμένη στον μονάρχη. «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού», διακηρυσσόταν στο σύνταγμα της Τροιζήνας. Τα κυριότερα στοιχεία αυτού του ρηξικέλευθου πολιτικού προγράμματος ήταν τα εξής: θέσπιση συντάγματος ως υπέρτατης αρχής του πολιτεύματος, αντιπροσωπευτικοί κοινοβουλευτικοί θεσμοί, διάκριση των τριών εξουσιών, κράτος δικαίου με ορθολογικό νομικό πλαίσιο, ισότητα των πολιτών απέναντι στους νόμους, κοσμικό κράτος με εθνική Εκκλησία ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο και υποκείμενη στους νόμους, κεντρικά ελεγχόμενη και ιεραρχημένη γραφειοκρατία με αξιοκρατία στο διορισμό των αξιωμάτων, κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών, εθνικός τακτικός στρατός, υποχρέωση της πολιτείας να παράσχει εκπαίδευση τη δημιουργία σύγχρονου σχολικού συστήματος. Βασική επιδίωξη ήταν η μετάβαση από το οθωμανικό κράτος των υπηκόων στο ελληνικό κράτος των πολιτών. Τα περισσότερα από τα παραπάνω συνιστούσαν ρήξεις που προσέκρουαν στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των παραδοσιακών ηγετικών ομάδων (προεστών, καπεταναίων, ανώτερου κλήρου) και στις κατεστημένες νοοτροπίες. Οι τοπικές ελίτ επιδίωκαν να διατηρήσουν τις παραδοσιακές εξουσιαστικές δομές που διακρίνονταν από τα εξής στοιχεία: ισχυρές αποκεντρωμένες τοπικές εξουσίες με κληρονομική διαχείριση από τις πατροπαράδοτες τοπικές αυθεντίες που περιορίζονταν σε μικρό αριθμό οικογενειών, άσκηση της πολιτικής στη βάση πατερναλιστικών προτύπων και πελατειακών δικτύων, ισχυρό παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας στο δημόσιο βίο, άτακτα στραΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
26 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
τεύματα υπό τον έλεγχο των επαρχιακών ελίτ, συλλογή των φόρων από τους τοπικούς προύχοντες με το σύστημα της προαγοράς που τους επέτρεπε σημαντικό βαθμό αυθαιρεσίας και ιδιοποίησης του αγροτικού πλεονάσματος, πρόσληψη των αξιωμάτων ως πηγών προσωπικού πλουτισμού και όχι ως υπηρεσίας στο έθνος ή κοινωνικού λειτουργήματος και, συνακόλουθα, διορισμό στα αξιώματα βάσει προσωπικής ισχύος και όχι προσόντων. Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις, η σημαντικότερη ρήξη με το οθωμανικό παρελθόν ήταν η καθιέρωση του ρωμαϊκού δικαίου στο καθεστώς της γης, που κατοχύρωνε αποκλειστικά την πλήρη ιδιοκτησία, σε αντίθεση με το οθωμανικό δίκαιο των επάλληλων δικαιωμάτων κράτους - τσιφλικούχου - καλλιεργητή. Το νέο καθεστώς δυνητικά μετέτρεπε τη γη σε εμπόρευμα, επιτρέποντας την εισαγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία. Με απόφαση επίσης των επαναστατικών αρχών, οι γαίες που κατείχαν οι μουσουλμάνοι πέρασαν στην ιδιοκτησία του δημοσίου και ονομάστηκαν εθνικές. Αποφεύχθηκε έτσι η εκποίηση τους, όπως απαιτούσαν οι παραδοσιακές αρχηγεσίες, και η συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων ισχυρών. Αντίθετα, έγινε δυνατή η ενοικίασή τους στους ακτήμονες και η διανομή τους το 1871 έναντι σχετικά μικρού τιμήματος. Έτσι στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κυριάρχησε η μικρή και μεσαία αγροτική ιδιοκτησία. Η κατίσχυση αυτού του φιλελεύθερου -και σε μεγάλο βαθμό δημοκρατικού- πολιτικού προγράμματος δεν επιτεύχθηκε ομαλά: χρειάστηκαν αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις. Στηρίχτηκε από μια πολιτική συμμαχία σπουδαγμένων στην Ευρώπη επαγγελματιών (κυρίως λογίων, δασκάλων, εμπόρων, γιατρών, στελεχών της Διοίκησης κλπ.), Φαναριωτών, εμποροκαραβοκυραίων των νησιών, λίγων μορφωμένων προεστών, καθώς και μεσαίων και μικρών οπλαρχηγών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους ισχυρούς καπεταναίους, προσέβλεπαν σε μια ισχυρή εθνική διοίκηση για βαθμούς και μισθούς. Στο ιδεολογικό πεδίο, η εμφύλια αντιπαράθεση προσλήφθηκε ακόμη και με εθνικούς όρους: ο πολιτικός αντίπαλος εκλαμβάνεται ως δυνάστης και μετατρέπεται σε ξένο, ενώ, σε ακραίες διατυπώσεις, ταυτίζεται με τον Τούρκο. Για τη φιλελεύθερη παράταξη, που επιδίωκε την επαναστατική ρήξη με το παρελθόν, οι αντίπαλοι της ήταν τουρκόφρονες, τουρκοκοτζαμπάσηδες, εχθροί του έθνους, οπαδοί της τυραννίας. Για τις παραδοσιακές αρχηγεσίες, που επιδίωκαν τη διατήρηση των βασικών προεπαναστατικών κοινωνικών δομών, οι αντίπαλοι τους ήταν ξένοι που ήλθαν στον τόπο τους να αμφισβητήσουν τα πατροπαράδοτα δίκαια τους. Τα πλατιά αγροτικά στρώματα, γερά εξαρτημένα από τις τοπικές ελίτ, σπάνια έχουν αυτόνομη φωνή ή πολιτική δράση στην επανάσταση. Ευελπιστώντας σε μείωση φόρων και απόκτηση χωραφιών, στήριξαν στις αρχές του Αγώνα στο Μοριά τους οπλαρχηγούς ως αντιπάλους των προεστών. Ήλπιζαν σε μια δίκαιη διακυβέρνηση από έναν φιλόπτωχο ηγεμόνα που θα κυριαρχούσε στους τοπικούς προύχοντες. Για τούτο είχαν λαϊκή απήχηση ο φαναριώτης πρίγκηψ Δ. Υψηλάντης στις αρχές του Αγώνα και ο κερκυραίος ευγενής Ι. Καποδίστριας στο τέλος του. Η συμμετοχή των αγροτών ως αυτόνομου συλλογικού σώματος στις κεντρικές πολιτικές διαμάχες ήταν έξω από τους πολιτισμικούς ορίζοντες τους. Συνοψίζοντας, η επαναστατική τομή του Εικοσιένα δεν ήταν η ανεξαρτητοποίηση μιας περιφέρειας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατοικούμενης, μετά την εκδίωξη των μουσουλμάνων, από χριστιανούς, ελληνόφωνους ως επί το πλείστον. Τομή, διόλου αυτονόητη, ήταν η με επαναστατικό τρόπο μετάβαση από το παραδοσιακό, μεσαιωνικών καταβολών, οθωμανικό κράτος στο σύγχρονο αστικό κράτος και η δημιουργία των προϋποθέσεων για τη μετατροπή μιας παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας σε μια σύγχρονη καπιταλιστική. Ιδεολογική έκφραση αυτής της μετάβασης ήταν ο φιλελεύθερος εθνικισμός. Αντίπαλοι στο εύρος αυτής της επαναστατικής μεταβολής κατά τη διάρκεια του Αγώνα στάθηκαν σημαντικά τμήματα των ντόπιων παραδοσιακών χριστιανικών ελίτ, που αποτελούσαν όμως μέλη τού υπό διαμόρφωση ελληνικού έθνους. Με αυτήν την έννοια το Εικοσιένα εντάσσεται οργανικά στη χορεία των αστικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων της εποχής. Μολονότι κάποιες από τις κατακτήσεις της επανάστασης υποχώρησαν στη διάρκεια της καποδιστριακής και της πρώτης οθωνικής περιόδου, αποκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό με το κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη 1843. Η βιβλιογραφία του κειμένου δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο μπλογκ των «Αναγνώσεων»
Η ΑΥΓΗ • 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Αδαμάντιος Κοραής: Από τον θάνατό του ως τις μέρες μας πολλοί μελετητές συνηθίζουν να εντάσσουν τον Κοραή στο πλαίσιο της «αφύπνισης» της νεοελληνικής ταυτότητας πριν την Επανάσταση, δίνοντας έμφαση στη συμβολή του στο γλωσσικό ζήτημα, ενίοτε με την υποβόσκουσα ειρωνεία για το άτοπο (ή και ουτοπικό) της πρότασής του για τη «μέση οδό». Είναι άραγε το όλο θέμα της ταυτότητας αυτής του γλωσσολόγου αρκετό για να συλλάβουμε την προσωπικότητα του οραματιστή Κοραή ως «απόληξη» του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ειδικά κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, στα πρόθυρα της Επανάστασης και λίγο μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους; Ο Κοραής επιστήμονας ξεκίνησε από την ιατρική και τη διατριβή του, κυρίως για να ασκήσει το πνεύμα του και να καΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
ταφέρει να μπει καλύτερα στο πνεύμα του Διαφωτισμού που προέβαλε την επιστήμη, αλλά τα κείμενα του Ιπποκράτη τον οδήγησαν στην συνειδητοποίηση της ανάγκης για την ανάπτυξη της κρίσης ως βασικού εργαλείου στην κατάκτηση της γνώσης. Ο φιλόλογος και θαυμαστής της αρχαιότητας κατάλαβε ότι τα κείμενα που μας σώθηκαν αποτελούσαν το απαραίτητο εργαλείο για το μεγάλο βήμα προς το μέλλον, αν φυσικά συνδυαζόταν με τις «νεοτερικές» θεωρίες του Διαφωτισμού. Έτσι, ξεκινά το πραγματικά γιγάντιο επιστημονικό και συνάμα πρακτικό νεοτερικό εγχείρημά του, την Ελληνική Βιβλιοθήκη, με σκοπό τον «φωτισμό» του «γένους». Παρόλο που λόγω και αυτού του έργου παρουσιάζεται συνήθως ως ένα από τα βασικά πρόσωπα που οδήγησαν στην Επανάσταση, η απλούστευση αυτή δεν μπορεί να σταθεί αν λάβουμε υπόψη το όλο εγχείρημα, δίχως να απομονώνουμε φράσεις ή ενέργειές του. Και μόνο το γεγονός της αποδοχής της νίκης των «Νεωτέρων», δίχως όμως να απορρίπτει την επαφή με τους «Αρχαίους», ειδικά για έναν λαό όπως τον ελληνικό και μια γλώσσα που καθορίζει την ταυτότητα όντας άμεσος απόγονος της Αρχαίας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το όραμά του στόχευε στο μέλλον, με το παρελθόν ως εργαλείο για να διδάξει ή να διαμορφώσει τη νεότευκτη ταυτότητα του Νεοέλληνα. Ο νεοτερικός άνθρωπος βρίσκεται, κατά τη γνώμη του, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Η περίφημη «μέση οδός» στη γλώσσα δεν είναι μια άνωθεν επιβεβλημένη πορεία, αλλά μια πρόταση την οποία ο Κοραής γνωρίζει ότι θα επιλέξει ή θα απορρίψει ο λαός. Κάνει δηλαδή μια επιστημονική πρόταση, που σήμερα φαίνεται πολύ ακραία ως προς τη διόρθωση που προτείνει, αλλά δεν παύει να είναι πρόταση την οποία ξέρει ότι δεν μπορεί να επιβάλλει. Παράλληλα, το μίσος του για το «ερμαφρόδιτον ύφος» των Βυζαντινών δεν έχει μόνο ή τόσο λεκτική βάση, αλλά εν γένει πολιτισμική, εφόσον η γλώσσα είναι φορέας της εθνικής ταυτότητας, όπως παρατηρεί ταυτίζοντας τη γλώσσα με το έθνος. Πρέπει, ωστόσο, να καταλάβουμε ότι με τη λέξη γλώσσα εννοεί ένα μόρφωμα πολύ ευρύτερο από τη στενή γραμματική ή/και συντακτική πλευρά, προς την κατεύθυνση της αποτύπωσης της πραγματικότητας στο αποθετήριο γνώσεων ενός λαού (ή και πολλών λαών), που είναι η ίδια του η Ιστορία. Τα μάλλον γιββωνικά (και όχι μόνο) κατάλοιπα αντανακλούν στην ουσία τον αντικληρικαλισμό του, το οποίο μοιράζεται με όλους τους διαφωτιστές. Στρέφεται, συνεπώς, εναντίον μιας άρχουσας συντηρητικής τάξης που από θρησκευτική μετατράπηκε σε πολιτική (των ιερωμένων, αλλά και των υψηλά ισταμένων προεστών). Έτσι, στα έργα του δεν βλέπουμε τόσο ή μόνο μια επίθεση στον δυνάστη Σουλτάνο, όσο ενάντια στον συντηρητισμό και την καταπίεση που οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί υφίστανται από ακριβώς αυτές τις τάξεις, πνευματικά από τον ανώτερο κλήρο και υλικά από τους προεστούς. Ο σχολαστικισμός είναι η πρώτη κατηγορία που προσάπτει στους πρώτους μέσω του γνωστού μας (μυθοπλαστικού) Παπατρέχα αλλά και ευθέως στις «Επιστολές στους Σμυρναίους». Είναι ορκισμένος εχθρός της δεισιδαιμονίας, που πιστεύει ότι την εκμεταλλεύονται για δικό
τους όφελος, και πρόμαχος του «φωτισμού» με την έννοια της εκπαίδευσης πρώτα και μετά της κατ’ εξοχήν πολιτικής και στρατιωτικής μορφής της Επανάστασης. Άσχετα αν τελικά βοήθησε στην Επανάσταση όταν αυτή ξέσπασε, γιατί άραγε επιθυμούσε να γίνει μία γενιά αργότερα; Ο Κοραής με τον Παπατρέχα καταθέτει το σχέδιό του για το νέο ελληνικό κράτος υποδεικνύοντας τον τρόπο του φωτισμού που σε βάθος χρόνου και με κάποιο σύστημα θα οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας νεοτερικής κοινωνίας (πολιτικά, πολιτιστικά, πνευματικά, κοινωνικά και υλικά). Είναι γεγονός ότι δεν θα μπορέσει να κρύψει την απογοήτευσή του από την πορεία του νεοσύστατου κράτους λίγο πριν τον θάνατό του (1833). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Κοραής έχει βιώσει ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, τη Γαλλική Επανάσταση, την οποία ως δεινός επιστολογράφος και μάρτυρας αφηγείται στον φίλο του πρωτοψάλτη Σμύρνης, και γενικότερα στους Σμυρναίους, εν είδει ανταπόκρισης. Γνωρίζει τα θετικά και τα αρνητικά του νεοτερικού τρόπου διάρθρωσης ενός κράτους, όπως το γαλλικό κατόπιν της Επανάστασης, και αναδεικνύει τις παρασπονδίες των επαναστατών, ενώ αργότερα βλέπει με απογοήτευση την πορεία που θα πάρει η διακυβέρνηση της χώρας από τον Ναπολέοντα. Έτσι, δεν θα διστάσει να προβάλλει ως πρότυπο το αμερικάνικο κράτος, όντας
Αδαμάντιος Κοραής
Η ΑΥΓΗ • 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
5
η ενσυνείδητη ταυτότητα παράλληλα σε επαφή (μέσω επιστολών) με τον Th. Jefferson. Θέλει, συνεπώς, και για εμάς ένα κράτος με κοινοβουλευτική δημοκρατία, Σύνταγμα που κατοχυρώνει τις ελευθερίες, μια μεσαία τάξη ως βάση του κοινωνικού ιστού και ανάπτυξη, μέσω της σωστά διαρθρωμένες παιδείας, όλων των τομέων που στηρίζουν την κρατική υπόσταση (του εμπορίου, της ναυτιλίας, της βιοτεχνίας κλπ.), στα φιλελεύθερα πλαίσια που ανέδειξε ο Διαφωτισμός. Η αναφορά μας στην έννοια της νεοτερικότητας δεν είναι τυχαία, καθώς ο Κοραής ξεκάθαρα και ενσυνείδητα προβάλλει αυτή την ταυτότητα ως χαρακτηριστικό του αρχόμενου 19ου αιώνα, διαβλέποντας παράλληλα πως αυτή η νέα εποχή θα φτάσει στην ωριμότητά της τον 20ό, όπως και έγινε στην πραγματικότητα. Χαρακτηριστική είναι η νηφαλιότητα και η εξαιρετική διορατικότητα με την οποία διαγράφει την όλη αργή μετάβαση του ανθρώπινου πνεύματος από την Αρχαία στη Νεότερη φάση του («Επιστολή προς τους εκδότας του Λογίου Ερμού»). Μέσα σε λίγες γραμμές βλέπουμε να σκιαγραφείται η πορεία του ανθρωπίνου πνεύματος, από τον Καρτέσιο και τους φιλοσόφους του 17ου αιώνα, στη Διαμάχη Αρχαίων και Νεοτέρων στο τέλος του και τις αρχές του 18ου, τον Διαφωτισμό κατόπιν ως τις αρχές του 19ου αιώνα, οπόταν και βλέπει την αρχή της διαμόρφωσης της νεοτερικής εποχής και τη σταδιακή της ωρίμανση ως τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε και θα καθιερωθεί. Σαν να ήξερε ο Κοραής τον ρόλο του Χέγκελ στην αρχή της διαμόρφωσης της νεοτερικότητας και σαν να διέβλεπε την τελική καθιέρωσή της με τα νεοτερικά κινήματα της πρωτοπορίας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, με κυρίαρχο τον Μοντερνισμό. Ακριβώς αυτή η ιδεολογία τον οδήγησε, ενδεχομένως και δίχως να συλλάβει το βαθμό καινοτομίας του έργου του, να επιχειρήσει να εκδόσει όχι μόνο ή τόσο τον γραμματειακό «κανόνα» των έργων στα ελληνικά («Ελληνική Βιβλιοθήκη»), αλλά και να τολμήσει να νεοτερίσει στη θεωρία και την πράξη της λογοτεχνικής παραγωγής. Η νεοτερική συνείδηση στην ιδεολογία, τον οδήγησε να λειτουργήσει ως λογοτέχνης και θεωρητικός κατά τρόπο που διαδόθηκε ευρέως τον 20ό αιώνα.
Το εναρκτήριο λάκτισμα των εκδόσεων, όλες καμωμένες με τη συνείδηση του επιστήμονα φιλολόγου, δίνεται με έναν παιγνιώδη (ήτοι κοντινό στη λογοτεχνία) τρόπο. Αντί του καθαρά και ξηρά επιστημονικού praefatio, ο Κοραής σκηνοθετεί (έστω πρωτογενώς) την ίδια του τη δουλειά, προτάσσοντας του κειμένου την περίφημη «Επιστολή προς Αλέξανδρον Βασιλείου», όπου συνδυάζει την Ιστορία, τη Θεωρία και την Κριτική, τα τρία βασικά εργαλεία του φιλολόγου ακόμα και σήμερα, κατά τρόπο θαυμαστό. Παράλληλα, η επιστολική μορφή δίνει μια αμεσότητα που ελκύει τον αναγνώστη περισσότερο από το ύφος ενός τριτοπρόσωπου επιστημονικού (ήτοι καθαρά επικοινωνιακού) κειμένου. Αυτό το πείραμα το εξελίσσει και αργότερα σε άλλες εκδόσεις, όπου υιοθετεί προσωπεία (Ζ.Λ. ή ο εκδότης του Ομήρου) και με τον Παπατρέχα στήνει μυθοπλαστικά τη δουλειά του, εν είδει mise en abyme. Φυσικά, είναι πολύ πρώιμο για να μιλήσουμε για μια τέτοια τεχνική ως ενσυνείδητη πράξη. Παρόλα αυτά, μάλλον πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψή μας για την ταυτότητα του αφηγήματος. Πρόκειται για ένα καθαρά παιγνιώδες μυθοπλαστικό έργο σε επιστολική μορφή και σε συνέχειες, που θεματοποιεί την δουλειά του φιλολόγου, εγκιβωτίζοντας το μεγάλο έπος του παρελθόντος, την Ιλιάδα του Ομήρου, πατέρα των Ελλήνων όπως τον ονομάζει. Παράλληλα, εγκιβωτίζονται τα σχόλια του ήρωα παπά, που επίσης «διαμορφώνεται» ως συγγραφέας. Ακόμα και η εκδοτική τακτική του εν λόγω αφηγήματος πρέπει να αναθεωρηθεί για να αναδείξουμε καλύτερα το νεοτερικό του εγχειρήματος. Αν κάποιος ήθελε να το εκδόσει όπως πραγματικά εμφανίστηκε, δεν θα πρέπει να μας δώσει το όλο εγχείρημα ως εναλλαγή επιστολών και ραψωδιών, δηλαδή ως αφήγημα που εγκιβωτίσει αυτούσιο ένα άλλο αφήγημα (γνωστό), όπως το έκανε ο Pierre Menard του Μπόρχες; Ο Κοραής, εξάλλου, διαβλέπει και την επικράτηση του πεζού λόγου, προτρέποντας τους Έλληνες να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν δική τους παραγωγή και δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα (τόσο με τους Μύθους του Ζ.Λ. όσο και με τον Παπατρέχα). Από όλα τα παραπάνω, τα οποία μόνο συνοπτικά και σχεδόν ελλιπώς αναπτύξαμε, καθίσταται φανερό ότι πρόκειται
για έναν λόγιο με την ευρεία και απόλυτα θετική έννοια του όρου, ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει ότι η νεοτερική στροφή του πνεύματος πρέπει να διαμορφώσει όλους τους τομείς της νεοελληνικής ταυτότητας, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο της νεοτερικής φάσης, δηλαδή σε συνάρτηση με τα τεκταινόμενα στον υπόλοιπο κόσμο και όχι στο στενό πλαίσιο ενός ξενόφοβου κράτους ή μιας απομονωμένης στο ευκλεές της παρελθόν κοινωνίας. Ιδεολογία, κρατικοί θεσμοί, κοινωνία, παιδεία, εμπόριο, θρησκεία, ναυτιλία, γεωργία, και εν γένει όλοι οι τομείς του πολιτισμού (υλικοί και πνευματικοί) πρέπει να αντανακλούν για τον Κοραή το όραμα για το μέλλον. Πρώτα, και πάνω απ’ όλα, θα λέγαμε ότι ο Κοραής υπήρξε ένας συνειδητοποιημένος νεοτερικός άνθρωπος, σχεδόν την ίδια εποχή που αυτή η ιδεολογία θα θεμελιωθεί φιλοσοφικά από τον Χέγκελ. Επιπλέον, υπήρξε Νεοέλληνας που δεν έχει αγκυλώσεις ούτε παρελθοντοφοβίας ή παρελθοντολαγνείας, αλλά ούτε και ξενοφοβίας ή ξενομανίας. Το όραμά του για ένα ολοκληρωμένο και διαμορφωμένο σε γερές βάσεις κράτος, όπως και εκείνο του Ρήγα για ένα βλακανικό κράτος εκτός εθνικών ορίων και ταυτοτήτων, θα μείνει στα χαρτιά του. Παρόλα αυτά θα αποδείξει έμπρακτα την αγάπη του για τον τόπο με την οικονομική βοήθεια που εξασφάλισε στον Αγώνα και με την πνευματική βοήθεια που προσπάθησε να δώσει μέσω των εκδόσεών του. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Π. Νούτσος, ο Κοραής είναι δυσαρεστημένος από την οργάνωση και λειτουργία του νέου κράτους και, στο τέλος της πρώτης δεκαετίας μετά την Eπανάσταση, προειδοποιεί ότι «η ταλαίπωρος Ελλάς δεν ανεστήθη αληθώς, αλλά τάφον μόνον ήλλαξε, και επέρασεν από των νεκροθαπτών Τούρκων χείρας εις χριστιανούς νεκροθάπτας». Το κείμενο, στην πλήρη μορφή του, μαζί με τις βιβλιογραφικές παραπομπές, δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο μπλογκ των «Αναγνώσεων» Την επόμενη Κυριακή Παναγιώτης Νούτσος, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός». Μελετώντας τρόπους μελέτης του
Ομιλία του Carlo Ginzburg στην Αθήνα με τίτλο:«Disattributing an early XVIIIth Century Text. A Reflection on Disprovals, and their implications» «Αμφισβητώντας την πατρότητα ενός κειμένου των αρχών του 18ου αιώνα. Ένας στοχασμός περί των διαψεύσεων και των επιπτώσεών τους» Τετάρτη, 3 Απριλίου, 2013, Ώρα: 19.00 Auditorium Ιταλικoύ Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών, Πατησίων 47. Η ομιλία θα γίνει στα Αγγλικά. Διοργάνωση του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία», και της Oμάδας εργασίας για τη μελέτη της Φιλοσοφίας των Κοινωνικών Επιστημών, σε συνεργασία με το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών. Ο Carlo Ginzburg (Τορίνο 1939) είναι ένας από τους σημαντικότερους, πρωτότυπους και πολυδιαβασμένους ιστορικούς της εποχής μας. Δίδαξε για πολλά χρόνια ιστορία στη Μπολόνια, στο Χάρβαρντ, το Πρίνστον και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Λος Άντζελες (UCLA), ενώ από το 2006 ως το 2010 κατείχε την έδρα της Ιστορίας των Ευρωπαϊκών πολιτισμών στην Scuola Normale Superiore της Πίζας. Ερευνώντας τα δικαστικά αρχεία της Ιερής Εξέτασης στην Ιταλία, έγραψε για τις μάγισσες και τη μαγεία, για τους αιρετικούς και τη λαϊκή κουλτούρα, για την ιστορία και την τέχνη. Η πρωτοτυπία του έργου του δεν έγκειται μόνον στην πρωτοτυπία του αντικειμένου του αλλά και στην ανάδειξη ενός εναλλακτικού τρόπου παρατήρησης (αλλαγή κλίμακας, έγνοια για το μικρό και το αδιόρατο) και παρουσίασης του υλικού (εν είδη αστυνομικής έρευνας, ακολουθώντας ίχνη, δοκιμάζοντας και, συ-
χνά, διαψεύδοντας τα αρχικά πορίσματά του). Πέρα από το πολύπλευρο έργο του ως ιστορικού, η συνεισφορά του στην μεθοδολογία της ιστορικής έρευνας και γραφής, καθώς και η επαναφορά, στη σύγχρονη επιστημολογική συζήτηση, της σχέσης της αρχαίας (ελληνικής και λατινικής) Ρητορικής με την Ιστορία τον κατατάσσει στους κορυφαίους θεωρητικούς της ιστοριογραφίας της εποχής μας. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Στα ελληνικά κυκλοφορούν οι μελέτες του: - Ξύλινα μάτια: Εννέα στοχασμοί για την απόσταση (μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2006) - Ο δικαστής και ο ιστορικός: Σκέψεις στο περιθώριο της δίκης Σόφρι (μετάφραση Χαρά Σαρλικιώτη, Αθήνα, Νεφέλη, 2003) - Το τυρί και τα σκουλήκια: Ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα (μετάφραση Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1994) - «Οι φωνές των άλλων», Τα Ιστορικά, 22 (Ιούνιος 1995), σ. 3-222 - «Σημάδια. Ρίζες ενός ενδεικτικού παραδείγματος», Τοπικά Β΄. Περί κατασκευής, (Αθήνα, ΕΜΕΑ-Νήσος 1996), σ. 55-88. Την επόμενη Κυριακή, για τον Carlo Ginzburg και τη μικροϊστορία, γράφει ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης
Η ΑΥΓΗ • 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013
40
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Για την κρίση ΝΙΚΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ, Μιλώ για την κρίση με το παιδί: εμπιστευτική επιστολή σε μεγάλους που σκέφτονται, εκδόσεις Μεταίχμιο Πρόκειται για ένα βιβλίο που απευθύνεται σε γονείς, εκπαιδευτικούς κ.λπ. και αναφέρεται στο πώς μιλάμε περί της κρίσης σε ένα παιδί. Εκτός αυτού, εμπεριέχει ένα δεύτερο πλαίσιο ανάγνωσης και επιχειρηματολογίας, ένα βιβλίομέσα-στο-βιβλίο, με αναφορά στους ψυχολογικούς μηχανισμούς της κρίσης, που, χωρίς ανάλογό του στο δημόσιο διάλογο, είναι αναγκαίο ως υποστήριξη του ειδικότερου θέματος «προστασία του παιδιού από τις επιπτώσεις της κρίσης». Είναι όμως και αυτοτελώς ένα αφυπνιστικό δοκίμιο για τους ψυχικούς μηχανισμούς της κρίσης και τις μείζονες πηγές απορίας και αμηχανίας, που οδηγούν σε στάσεις μουδιασμέΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΑΡΙΔΗ
νες, ατελέσφορες, σε εμπλοκή της ίδια της σκέψης. Από την άποψη αυτή, ενδιαφέρει όχι μόνο τους γονείς-παιδαγωγούς αλλά και καθένα που αξιώνει να διαμορφώσει μια έγκυρη παράσταση και γόνιμη στάση απέναντι στην κρίση. Μπορεί μάλιστα και επιζητεί να συμβάλει στην ιδεολογικοπολιτική διαμάχη που διεξάγεται υπό τον καταιγισμό των ιδεολογημάτων που νομιμοποιούν την «πολιτική πυγμής» και την στείρωση της πολιτικής αυτονομίας, όχι υπό το κράτος των συγκυριακών πιέσεων αλλά σύμφωνα με την αξίωσή μας να σκεφτόμαστε έλλογα αλλά και με τις ευαισθησίες που προσιδιάζουν στην εδραία αριστερή μας παράδοση σκέψης και πράξης. Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν περιγραφές συνθηκών ή ένα αφήγημα εξελίξεων που δεν είναι αναγώγιμες στον τυραννικό και (επιτέλους και κυριολεκτικά) ανυπόφορο πολιτικό λόγο, όπου όλα εκδιπλώνονται ως έμπνευση και χάρισμα ηγετών, ως αποτέλεσμα προγραμμάτων ή ως υλοποίηση σκοτεινών συνομωσιών. Όπως εξηγείται, το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα, ως πλαίσιο νοηματοδότησης και με «καθοδηγητικές» εξ ορισμού
Το ενδεχόμενο για ένα «καλόν καγαθόν» μέλλον δεν μπορεί να τελεί υπό την απελπισία του παρόντος, ούτε εντός των ασυνάρτητων απειλών που ποδηγετούν τη σκέψη. Έγκυρος λόγος για την ιστορία και την προσδοκία, αποκατάσταση του νοήματος των λέξεων και της σημασίας των πραγμάτων, σημαίνει ασυμφιλίωτη πολιτική σύγκρουση, έγερση της υποκειμενικότητας και του κοινωνικού ενάντια στην ύβρι των ισχυρών
λειτουργίες, ποδηγετεί την πολιτικοποίηση του βιώματος, περιορίζει τη σημασιολογία του καθημερινού, απαγορεύει και ποινικοποιεί τη σκέψη επί των συσχετίσεων ιστορίας και μνήμης, συγκυρίας και βιώματος, ενός κάποιου μέλλοντος και προσδοκίας. Τρεις σημαίνουσες πυκνώσεις της ιστορίας: «Η κατάλυση της νοήματος των λέξεων», με παραδειγματική αναφορά το «έξω οι βάσεις του θανάτου», δηλαδή «μένουν για πάντα οι βάσεις», ενώ το «έξω» αφορά αποκλειστικά οποιαδήποτε αναφοράς σε αυτές. «Η διαστρέβλωση του νοήματος των πραγμάτων», όπου η διαφθορά, αντί της αξίωσης για νομιμότητα, οδηγεί στην ενοχοποίηση των πάντων. Το έσχατο παπανδρεϊκο-σαμαρικό κατάντημα «αν και όλοι ξέρουμε το κακό, αν δεν συμπεριφερθείτε ως πολιτικά κορόιδα, θα χαθείτε», ει-
κονογραφεί το εύρος των καταναγκασμών υπό τους οποίους τελούν τα κοινωνικά υποκείμενα: Εάν «το Μνημόνιο είναι κακό», καθώς σημαίνει απώλειες σε πολλαπλά επίπεδα, «η αντίσταση σε αυτό είναι χειρότερη», καθώς οι δεδομένες απώλειες αναδιπλασιάζονται από απροσδιόριστες απειλές που καλλιεργούν τα κατεστημένα, οπότε «ούτε που να το σκέφτεσαι», αφήνοντας τον τόπο της εξουσίας ή της «διόρθωσης» σε αυτούς που οδήγησαν στα σημερινά μας χάλια. Στη σημερινή συγκυρία, όπου η απόκρουση των επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου που ευνουχίζουν την πολιτική σκέψη, η συμβολή τέτοιων αναλύσεων μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά, καθώς αποσυναρμολογεί τους μηχανισμούς του φόβου, της απελπισίας και της αδράνειας, που συνοδεύουν τα Μνημόνια, αποδομεί πλήρως στερεότυπα και ιδεολογήματα, που προβάλλονται ως αυτονόητα από καθεστωτικούς διανοούμενους και συστήματα προπαγάνδας. Το βιβλίο του Ν.Σιδέρη αναφέρεται στα παράδοξα και τους διπλούς δεσμούς που εγκλωβίζουν τη σκέψη, οδηγούν στο μούδιασμα και την απόγνωση. Και περιγράφει τους όρους για την επεξεργασία μιας εφικτής προσωπικής στάσης, που θα επιτρέψει την υπεράσπιση του νηφάλιου λογισμού, της προσωπικής και συλλογικής αξιοπρέπειας, την έμπρακτη αντίσταση και τη διεκδίκηση της ιστορικής πράξης με διακριτούς όρους και τρόπους από τον ξετσίπωτο καταναλωτισμό, τα συστήματα συνενοχών, το αδιαφοροποίητο των ευθυνών. Με άλλα λόγια, το ενδεχόμενο για ένα «καλόν καγαθόν» μέλλον δεν μπορεί να τελεί υπό την απελπισία του παρόντος, ούτε εντός των ασυνάρτητων απειλών που ποδηγετούν τη σκέψη. Έγκυρος λόγος για την ιστορία και την προσδοκία, αποκατάσταση του νοήματος των λέξεων και της σημασίας των πραγμάτων, σημαίνει ασυμφιλίωτη πολιτική σύγκρουση, έγερση της υποκειμενικότητας και του κοινωνικού ενάντια στην ύβρι των ισχυρών. Και δεν είναι μόνο οι γονείς για τους οποίους επείγει η επανατοποθέτηση έναντι της εξουσίας, του κυρίαρχου λόγου περί της συγκυρίας και της ιστορίας...
Ο Νίκος Κοταρίδης είναι ιστορικός
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Στη θάλασσα της ιστορίας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΩΣΤΑΙΝΗΣ, Η προσευχή των λόφων, εκδόσεις Πλανόδιον, σελ. 64 Ρέων ο λόγος των ποιημάτων, από την πρώτη στιγμή δείχνει τις οφειλές και τις συνομιλίες του με την ποιητική παράδοση, σε μια πανδαισία αναφορών σε όλη τη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης, καθώς ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
και με επιλεγμένες εστίες τού ευρωπαϊκού ποιητικού χάρτη. Όμως αυτή η πανδαισία δεν φωνάζει την ευωχία της, παρά εμπιστεύεται τον ελευθερωμένο ρυθμό να επωμισθεί το βάρος των λέξεων μιας τέχνης με διάρκεια και πολλαπλές διόδους επικοινωνίας με τον ανθρώπινο πολιτισμό.
που προτιμούν τα σύμφωνα.
Και είναι μονάχα δάκρυ.
Τούτο μου ‘ρθε στο νου καθώς το βλέμμα μου έπεσε τυχαία (;) στη λέξη Auschwitz. Η «νόθα αστικοποίηση», όπως ονομάστηκε από την κοινωνιολογία, δεν αποτελεί ταμπού και επαρχιώτικη νεύρωση, αλλά απομυθοποιείται με κάθε φυσικότητα, μπαίνοντας απλώς στη θέση που της αναλογεί, ώστε να προκύψει αβίαστη και πλήρης η εικόνα, ως κίνηση διηνεκής. Έτσι προκύπτει μια ποίηση χυμώδης, που δεν ντρέπεται τις οφειλές και την καταγωγή της, που δεν «εκπολιτίζεται» αλλά ευγενίζει και αναστοχάζεται τα πράγματα, τις μεγάλες διάρκειες που ορίζουν και συνέχουν την ύπαρξή μας, ως έλλογα, κοινωνικά όντα, ιστορικά προσδιορισμένα.
Δάκρυ βουβό που κίνησε να πάει νά ‘βρει το ρυθμό του κόσμου που το γέννησε.
Ο σκελετός των λέξεων «Οι λέξεις με φωνήεντα πολλά μιλάνε για λαούς στην παιδική τους ηλικία».
Του καθενός το δάκρυ Πάλι κυματίζουν τα μαλλιά σου όταν κλαίω Paul Celan
Λένε, γέροι σοφοί
Άλλοτε μοιάζει προσευχή και άλλοτε τραγούδι, η ποίηση.
Δάκρυ διαμάντι δίκοπο δικό σου και δικό μου. Φθάνοντας έτσι στη δυνατότητα να χειρίζεται και τις πιο άμεσες καταστάσεις, τα πιο φθαρμένα πράγματα, με μια άνεση αφοπλιστική, όπως για παράδειγμα το πασοκικό θυμικό της δεκαετίας του ‘80, που συμπυκνώθηκε στη φράση «Εδώ και τώρα», την οποία τολμά και την ενσωματώνει αυτούσια, για να την αντιπαραθέσει ήρεμα με την εδραία κρίση «Παντού και πάντα». Πολύ ενδιαφέρουσα η κίνηση από το δημοτικό τραγούδι προς τον Όμηρο, αξιοποιώντας π.χ. τα ακρογιάλια του Γεράσιμου Στέρη και πλήθος άλλων μεσολαβήσεων, όχι ως μνημειωμένες εικονογραφίες αλλά ως ρευστούς πυρήνες ευαισθησίας, σκέψης, μορφής και ιστορικού φορτίου. Και τα καράβια πάλι θα καούν πριν βγουν στο πέλαγος. Κι η μάνα με τους δυο της γιους
στάχτη θα ρίξει στο κεφάλι. Κι οι σφαίρες που περίσσεψαν χάντρες θα γίνουν κομπολόι στα χέρια που μετρούν σιωπή. Ο Αλέξανδρος Φωσταίνης έχει να αναμετρηθεί με το όριο που συνιστά η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, αλλά το αποφεύγει, χωρίς να το παρακάμπτει, ανοίγοντας την ποίησή του στα πριν και τα μετά, αδιακρίτως και αδιάκριτα, μιλώντας μας, με πάσα φυσικότητα, για όλα αυτά που συγκινούν τους φιλολόγους, κάνοντάς τα όμως να μιλούν αντί να μιζερεύουν, απλώς γιατί εμπιστεύεται την ποίηση πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μια επαγγελματική διαστροφή. Στον Αχελώο, τι θυμήθηκες! Το κόκκινο πουκάμισο του Νέσσου. Μπορεί να φταίει το δειλινό είπες. Πιο πέρα ρέει ο Αχέροντας. Εκεί να δεις ποτάμι. Άδειο πουκάμισο δεν ήταν η ζωή. Γέμισαν φως, γαλάζιο φως τα μάτια τα θλιμμένα.
Η ΑΥΓΗ • 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
41
7
«Ζώα στα σύννεφα»
Προδημοσίευση από τη δεύτερη, και τελευταία, μεταθανάτια συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Είναι συνήθως τ’ άλογα θλιμμένα κανένας τη βαθιάν αιτίαν δεν ξέρει. Μόνο στον ιδιοκτήτη τους τήν εξομολογούνται πριν πεθάνουν: θα ‘θελαν έστω μια φορά να ‘χανε γίνει ξύλινα μια μέρα μόνο επάνω τους ένα παιδί να παίξει.
222 - Είμαι βοσκός αιτήματα δεν έχω λέω να στείλω τα πρόβατα απ’ τα χειμαδιά
Η συλλογή ποιημάτων του Βαρβέρη (1955-2011), θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Κέδρος». Η δωδέκατη αθροιστικά, σε ένα ποιητικό έργο ολκής και στιλπνής ευφράδειας, που ξεκίνησε το 1975 με τη συλλογή «Εν φαντασία και λόγω». Να θυμίσουμε ότι μετά τον θάνατό του είχε κυκλοφορήσει η συλλογή «Βαθέος γήρατος», με γεγονικό αίτιο τη μητέρα του που μόλις είχε φύγει από τη ζωή, το γήρας, το ανεπίστρεπτο του χρόνου. Δεν ήταν μια συλλογή καμωμένη από παρελθόν∙ ήταν μια συλλογή καμωμένη από λυπημένο μέλλον. Και τώρα τα «Ζώα στα σύννεφα». Με την ευγενική φροντίδα τής γυναίκας του Αλίκης και του γιού του Νίκου. Αυτή τη φορά, μια συλλογή καμωμένη από μειδίαμα. Που πίσω του βρίσκεται ένα ακόμα μειδίαμα... κι άλλο... κι άλλο. Έτσι ως υπόμνηση ότι το αντίο δεν είναι στιγμή αλλά διάρκεια. Μικρό δείγμα τα έξι ποιήματα που προδημοσιεύουμε σήμερα. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ
μέχρι την εθνική οδό θα διακόψουν τήν κυκλοφορία τα πρόβατά μου θα διακόψουν τήν κυκλοφορία άλλα αιτήματα δεν έχω.
222 κάθε Πάσχα τα θύματα των σαρκοφάγων πριν από το γεύμα τούς προσφέρουν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
όλων αυτών η ανεργία καλπάζει και η ανάπτυξη κάπου αλλού είχε ραντεβού και μας έστησε. Όσον αφορά την πραγματική οικονομία ακόμα ψάχνεται, κοιτώντας το ρολόι της, ανάμεσα Βρυξέλες και Ουάσινγκτον, ήτοι μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ. Τα πολύ δυσάρεστα είναι ότι η ανεργία βρίσκεται στα ύψη, δυστυχώς με ρυθμούς ανοδικούς. Οι προβλέψεις είναι ότι οι άνευ εργασίας θα ξεπεράσουν τα δύο εκατομμύρια εφέτος. Είναι πράγματι ένα δράμα το να μην έχεις δουλειά, μια τραγική και απελπιστική κατάσταση. Δεν λέω ότι δεν βάζουν όλοι τα δυνατά τους για την πάταξη της ανεργίας, όμως όταν είσαι καθηλωμένος ν’ ακολουθείς ένα μνημόνιο που δεν σε βγάζει από το τούνελ
που ενθαρρύνει τα μυρμήγκια στο μόχθο του καλοκαιριού είναι των τζιτζικιών το τραγούδι.
222 Τα σκυλιά βρίσκουν πάντοτε το δρόμο της επιστροφής. Όμως να, χάθηκε για πάντα κι απελπισμένο τριγυρίζει στις ηπείρους εκείνο το δαλματικό σκυλί, το ένα που δε χωρούσε στην ταινία.
222
Όπως και να πεθαίνουν όμως εκείνη τη στιγμή από τα πέρατα της γης ακούγονται ανακατεμένα νιαουρίσματα, ουρλιαχτά, κελαηδισμοί γαυγίσματα, κρωξίματα και βρυχηθμοί όλα μαζί σε αρμονία υπερουράνιας μουσικής τελείως ακατάληπτης για τους ανθρώπους.
Μόνον την Κυριακή του Πάσχα
ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΣΙΩΤΗ
Η μόνη μουσική
Πώς να πεθαίνουν άραγε τα ζώα; Άρρωστα στο κρεββάτι προφανώς από κατάθλιψη ή από γηρατειά ή τέλος στο στομάχι πιο μεγάλων ζώων.
έτσι για αλλαγή
Δεν έχουν περάσει ούτε τρεις μήνες από την ημέρα που ο υπουργός Εργασίας κήρυξε τον πόλεμο κατά της ανεργίας. Για την ακρίβεια τον κήρυξε ο ίδιος ο πρωθυπουργός από το Μέγαρο Μαξίμου. Μέσες άκρες, είχε πει ότι προτεραιότητα της κυβέρνησής του είναι να παταχθεί η ανεργία, να βρουν δουλειά οι νέοι, να έρθει η ανάπτυξη, να ξεκινήσει η πραγματική οικονομία. Αντί
222
Πρωτογενές πλεόνασμα φαντασίας και δεν κάνεις τίποτα για να το αλλάξεις, επόμενο είναι να έρθουν ακόμη χειρότερες μέρες. Για την παγκόσμια ύφεση φταίει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λένε τώρα απ’ την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Και ο πρόεδρος Ομπάμα κάτι, λένε, ετοιμάζει. Φανταστείτε, η κρίση ξεκίνησε το 2008 απ’ την Αμερική, τη μητρόπολη του καπιταλισμού με την πιο νεοφιλελεύθερη οικονομία και τώρα περιμένουμε την έξοδο από εκεί! Ασφαλώς από εκεί, αφού εδώ, στην Ευρώπη, όλοι σφάζονται ως προς το ποιος είναι πιο νεοφιλελεύθερος απ’ τον άλλον! Πρώτα τα αυτοαποκαλούμενα σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία αναμετρόνται με τα δεξιά σε αυτοθυσίες νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής! Στο μεταξύ εδώ η ακρίβεια καλπάζει. Έχομε την ακριβότερη βενζίνη στην Ευρώπη και είμαστε η έκτη διεθνώς ακριβότερη χώρα στα καύσιμα. Αν και τα νοίκια έχουν πέσει και οι μισθοί έχουν μειωθεί, η τιμή του ψωμιού δεν λέει να πέσει, ο τιμάριθμος δεν λυγάει στους
ρυθμούς που λυγάνε οι συντάξεις. Ακρίβεια και των γονέων! Ένα λαός στραγγισμένος που δεν έχει να πληρώσει λογαριασμούς, χαράτσια και έξοδα του νοικοκυριού του, σχηματίζει ουρές ανεργίας στον ΟΑΕΔ, ενώ επιδεικτικά εκείνοι που έχουν να πληρώσουν δεν πληρώνουν για να μη θιγούν οι φοροφυγάδες. Πρωτογενές πλεόνασμα φαντασίας πλέον χρειάζεται κανείς για να τα βγάλει πέρα. Τους πέντε άρτους της παραβολής του Ιησού πρέπει να έχει στο νου του για να γεμίζει το στομάχι του: να τρώει ένα πιατάκι και να φαντάζεται ότι έφαγε τον περίδρομο. Μόνο με τη φαντασία θα επιζήσουμε, μόνο η φαντασία θα επιζήσει. Να και η δική μου παραβολή: αν ρίξεις φελλούς και πριονίδια στο νερό, επιπλέουν. Αν ρίξεις πολύτιμους λίθους, διαμάντια και ζαφείρια, πάνε στον πάτο. Κάπως έτσι είναι και με το καλό και το κακό. Για να βρεις ό,τι πήγε στο βυθό χρειάζεται προσπάθεια και κόπος και πρέπει να κάνεις βουτιά. Για να μαζέψεις ό,τι επιπλέει σου αρκεί μια απόχη και δεν
χρειάζεται να βγάλεις ούτε καν τα παπούτσια. Έτσι κι εμείς εδώ: έχομε μια κυβέρνηση που δεν ξέρει τι σημαίνει αυτοθυσία. Μιλάνε εκ του ασφαλούς αλλά δεν θέλουν να βρέξουν το ποδαράκι τους! Συμπέρασμα: το κακό υπήρχε και θα υπάρχει, το καλό και η σοφία είναι πάντα υπό αναζήτηση.
Παρουσίαση Σταύρος Ζαφειρίου ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ μια πολεμική ιστορία Τρίτη, 2 Απριλίου 2013 στις 20.30 στο booze cooperativa (Κολοκοτρώνη 57, Μοναστηράκι) Ένας ποιητικός διάλογος με την ιστορία και τον μύθο, όπου ο πόλεμος, ο φόβος, το μίσος, το πεπρωμένο της φυλής και του αίματος ορίζουν την κατεύθυνση ενός πολιτισμού που βεβηλώνεται διαρκώς.
42
Η ΑΥΓΗ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Η πόλη του Πάνω στις γραμμές, τις εντυπωμένες βαθιά στην προαιώνια λάσπη, ξανά και ξανά. Ξανά και ξανά περνούσε, πίεζε, βυθιζόταν, σε ένα αδυσώπητο πήγαινε-έλα η πίσω ρόδα του ποδηλάτου, κρατώντας το βάρος της, συν το βάρος τής μπροστινής ρόδας, που υψωνόταν όρθια πάνω από το έδαφος, συν το βάρος του ποδηλάτη, που έκανε επιτόπιες σούζες, επανερχόμενος συνεχώς στις ίδιες γραμμές, στις ίδιες ροδιές, πάνω κάτω, πάνω κάτω. Αυτές οι ροδιές, αυτή η σκέψη τυραννούσε το μυαλό τού ανθρώπου ώρες τώρα. Το ίδιο ανελέητο νοητικό πλέγμα είχε αγκιστρωθεί στον νου του, είχε σκεπάσει με την ομίχλη του τους περισσότερους δρόμους, κεντρικούς και περιφερειακούς, του εγκεφάλου του. Σε αυτή την πυκνοκατοικημένη πόλη τού νου του, βασίλευε τώρα η συννεφιά??? το φως, σκλαβωμένο, είχε εκδιωχθεί σε σημεία απρόσιτα. ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κατ’ αρχάς, η πόλη δεν υπήρχε ανέκαθεν εκεί. Λίγες δεκαετίες πριν, στην ίδια θέση υπήρχε ένας αχανής χερσότοπος. Η καλλιέργεια είχε αρχίσει, βέβαια, αρκετά νωρίς, ήδη από την σκοτεινή μήτρα. Τον πρώτο καιρό, είχε την καλή τύχη να καλλιεργεί δέντρα και ανθόκηπους, σκέψεις αισιόδοξες και όνειρα ρόδινα για ένα ευχάριστο, απροσδιόριστο μέλλον. Σιγά σιγά τα πρώτα κτίρια έκαναν την εμφάνισή τους. Ισόγεια σπιτάκια στην αρχή, με περιφραγμένα περιβόλια, γελαστά παράθυρα και κεραμιδένιες σκεπές, που τα έδεναν αρμονικά με την γη. Νοητική ανάπτυξη με μέτρο και σύνεση, συντρόφισσα με την φύση και συνοδοιπόρος με την φαντασία, που είχε στην διάθεσή της τον δικό της απέραντο χώρο, πάνω από τις σκεπές και κάτω από τον ουρανό, χώρος άπειρος και πεπερασμένος ταυτόχρονα. Ο κάθε άνθρωπος έχει την δική του φαντασία, την δική του φανταστική ικανότητα που δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Ήρθαν, ωστόσο, χρόνοι δίσεκτοι. Ο χώρος της φαντασίας που έδινε φτερά στα χαμογελαστά σπιτάκια, σηκώνοντάς τα σαν ανέμελα ξεμαλλιασμένους χαρταετούς στον ουρανό, άρχισε να μικραίνει όλο και περισσότερο. Το τελευταίο διάστημα είχε περιοριστεί στα τούνελ και τις υπόγειες διαβάσεις, που είναι πάντα αυστηρά οριοθετημένα. Έπρεπε να δοθεί συγκεκριμένο θέμα, σε συγκεκριμένη ώρα και συγκεκριμένο τόπο όπως και η αντίστοιχη άδεια ή ευκαιρία ή και εντολή ή οδηγία για να αναπτυχθεί η φαντασία, να καταλάβει πάλι λίγο από τον χώρο της πόλης, αλλά πάντα τελούσα υπό επιτήρηση, λιγότερο ή περισσότερο αυστηρή. Στο μεταξύ στην πόλη τα κτίρια είχαν αυξηθεί και σε αριθμό και σε μέγεθος και σε πληθυσμό. Υψώνονταν πολυώροφα και γεμάτα από ολοένα συσσωρευόμενους κατοίκους, το καθένα με το δικό του όνομα και χρώμα και σχήμα. Άλλοτε οι συλλογισμοί αυτοί αφορούσαν έναν άλλον άνθρωπο, άλλοτε μια ιδέα, άλλοτε έναν συγκεκριμένο σκοπό. Τα τελευταία αυτά κτίρια ήταν και τα πιο «γεροδεμένα», με την έννοια ότι οι αρμοί τους ήταν κατασκευασμένοι έπειτα από περίσκεψη και σοβαρά μελετημένο σχεδιασμό. Οι κάτοικοί τους ήταν πάντα πολυάσχολοι και το ωράριο εργασίας ήταν κάποτε εξαντλητικό. Αλλά οι ικανοποιήσεις που απολάμβανε ολόκληρη η πόλη και οι γιορτές που διοργάνωνε προέρχονταν συχνά από τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας, γι’ αυτό και οι συγκεκριμένοι κάτοικοι έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης. Κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει έναν σκοπό στη ζωή του για τον οποίο να μοχθεί. Ο σκοπός, δε, κάλλιστα μπορεί να περιλαμβάνει τόσο άλλους ανθρώπους όσο και αφηρημένες ιδέες, που σχεδόν πάντα, ωστόσο, καταλήγουν να έχουν σχέση και πά-
λι με τους ανθρώπους. Αλλά στις πόλεις, όπως σε όλες τις συναθροίσεις, υπάρχουν και οι ταραξίες. Ακόμη χειρότερα, υπάρχουν απόβλητα, ηθικοί κίνδυνοι που απειλούν και, αναλόγως της περίπτωσης, καταφέρνουν ή όχι να επιβληθούν και να εμποδίσουν την σωστή λειτουργία των δομών. Σε μια ευνομούμενη πόλη παρόμοιοι κίνδυνοι συλλαμβάνονται και φυλακίζονται αλλά, φυσικά, τίποτε δεν μπορεί να αποτρέψει εφ’ όρου ζωής την δραπέτευση και εκ νέου δραστηριοποίησή τους. Περιέργως, ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσλειτουργία δεν προκαλείται από τους ηθικούς κινδύνους. Ο δυσκολότερα αντιμετωπίσιμος εχθρός ελλοχεύει, τις περισσότερες φορές, σε δυσπρόσιτα μέρη του εγκεφάλου, χωμένα στα θεμέλια των κτιρίων ή στην λάσπη των χωραφιών. Είναι ένα εχθρός που γεννήθηκε πριν την πόλη, γι’ αυτό και μπορεί να υπονομεύσει την λειτουργία της τόσο αποτελεσματικά. Κι ακόμα, είναι ένας εχθρός ιδιαίτερος για την κάθε πόλη και ταυτόχρονα λανθάνων, εμφανιζόμενος και εξαφανιζόμενος κατά βούληση και κατ’ επιλογή. Είναι ο προσωπικός κακός δαίμονας του καθενός. Ο δικός του κακός δαίμων, του ανθρώπου με τον ποδηλάτη μέσα στο μυαλό, ήταν το κόλλημα της ρόδας στην λάσπη. Η αδυναμία να απαγκιστρωθεί από το εκάστοτε πλέγμα που ακινητοποιούσε μερικώς αλλά σε βάθος χρόνου τις λειτουργίες τού εγκεφάλου του. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, ο ποδηλάτης κολλούσε όλο και συχνότερα, οι αιτίες που τον εξανάγκαζαν σε αυτό πλήθαιναν, η λάσπη γινόταν παχύτερη και το φως του ήλιου που θα την ξέραινε και θα διέλυε την ομίχλη χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερα διαστήματα για να απελευθερωθεί. Βλέπετε, τα ψηλά κτίρια της σκέψης έριχναν σκιές μακριές και απειλητικές στο έδαφος και εξόριζαν την διαύγεια και την ξεγνοιασιά. Στον ποδηλάτη δεν έτεινε χείρα βοηθείας κανείς, οι πολυάσχολοι κάτοικοι των ψηλών κτιρίων ήταν εξουθενωμένοι και κοιμώνταν έναν ύπνο λειψό και ταραγμένο. Κι εκείνος να προσπαθεί ανέλπιδα να ξεκολλήσει την πίσω ρόδα του για να προχωρήσει, κρατώντας, ωστόσο, την μπροστινή ανέπαφη, να δείχνει τον δρόμο, τον δρόμο προς τον ουρανό, τον δρόμο προς την πάλαι ποτέ ελεύθερη φαντασία, τον δρόμο έξω και μακριά από τα κτίρια. Και οι ροδιές να γίνονται πιο βαθιές, να τον ζυμώνουν και να τον δένουν στην ίδια σκέψη, στο ίδιο αδιέξοδο, στην ίδια στενοχώρια, στην ίδια συννεφιά. Έγερνε ήδη επικίνδυνα προς τα πίσω, η πλάτη του λίγο ακόμα και θα ακουμπούσε στο λασπωμένο έδαφος και τότε πια, σαν πολύποδο έντομο, με ρόδες και άκρα ανάσκελα θα ήταν καταδικασμένος να περιμένει έναν από μηχανής θεό, ένα δάχτυλο να αρπαχτεί, όπως οι βρεφικές χουφτίτσες απ’ τον λειχανό του ενήλικου, ένα φύλλο ν’ αγκιστρωθεί, όπως το σκαθάρι που έχει γυρίσει ανάποδα και καλεί σε βοήθεια με βουβή απελπισία, ένα μπράτσο να στηριχτεί, όπως τα ρυτιδιασμένα χέρια τού γέρου που σκόνταψε και ψαχουλεύει στα τυφλά την βακτηρία του. Αλλά αυτός δεν είναι ούτε γέρος, ούτε σκαθάρι, ούτε βρέφος - είναι ένας ποδηλάτης στο δίχτυ τής ταχύτητας και των κακόβουλων επιθέσεων και έπρεπε να προσέχει. Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων της Σταυρούλας Τσούρπου, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις «Γρηγόρη», υπό τον τίτλο Σε κοιτούν.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
Σεισάχθεια Έτσι καθώς έσκαβα μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα φιλόσοφο και ποιητή και φραπεδιά στο χέρι «Κοίτα» μου λέει « νεαρέ πλήρης σεισάχθεια χρεών και προπαντός ρε συ πλήρης σεισάχθεια της λέξης» «Κοίτα» του λέω «Σόλωνα... χλωμό Αν ήσουν μάγκας και σωστός δεν θα ‘χαμε Πεισίστρατο δεν θα ‘χαμε Κλεισθένη Και για τις λέξεις... δυστυχώς ... Πρώτα κουβαλώ και μετά γράφω» Λευκωσία, Μάρτης 2013 Παναγιώτης Νικολαΐδης