Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 539
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΤΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ Από το κράτος πρόνοιας στο κράτος φιλανθρωπίας ΣΕΛ.1
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΙΤΖΗΣ Στον αστερισμό του θετικισμού ΣΕΛ. 2
ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗΣ Ελλάδα - Γαλλία ΣΕΛ. 2
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Στους δρόμους της ποίησης ΣΕΛ. 3
ΠΑΝΟΣ ΤΡΙΓΑΖΗΣ Λόρδος Βύρωνας ΣΕΛ. 3
ΜΑΡΙΑ ΜΟΙΡΑ Πόλη και κινηματογράφος ΣΕΛ. 4
ΦΟΙΒΟΣ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ Μετάφραση και μη-μετάφραση ΣΕΛ. 5
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΥΚΕΣΑΣ Απ’ τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς ΣΕΛ. 5
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Το ημερολόγιο των Μάγια ΣΕΛ. 6
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ Τρούλος (ποίημα) ΣΕΛ. 6
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΡΥΣΗΣ O Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, του Καρλ Μαρξ ΣΕΛ. 7
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ Φτάνοντας στο Τόκιο (διήγημα) ΣΕΛ. 8
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΣΕΤΙΔΗΣ Ναυαγός (σκίτσο) ΣΕΛ. 8
Ο ζωγράφος του μήνα: Αλέξανδρος Βέργης
Από το κράτος πρόνοιας στο κράτος φιλανθρωπίας ΣΑΒΒΑΣ ΡΟΜΠΟΛΗΣ, Οικονομική κρίση και κοινωνικό κράτος: από το κράτος πρόνοιας στο κράτος φιλανθρωπίας, Θεσσαλονίκη 2012, Εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 248 Το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε για μερικές δεκαετίες ένα πρότυπο, υλοποιημένο ή επιθυμητό, για τις καπιταλιστικές κοινωνίες όλου του πλανήτη. Οι παραλλαγές του, που άνθησαν στην Ευρώπη κατά την περίοδο μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, υλοποιούσαν ή υποσχόταν να υλοποιήσουν έναν «υπαρκτό καπιταλισμό» όπου το «κοινωνικό ζήτημα» του 19ου αιώνα έχει πλέον επιλυθεί, με τη σταθερή απασχόληση, τη χαμηλή ανεργία, αλλά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα για όλους, όπως και τα δικαιώματα στην περίθαλψη και ένα σύΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΛΙΝΑΡΔΟΥ-ΡΥΛΜΟΝ
νολο κοινωνικών υπηρεσιών. Το γεγονός μάλιστα ότι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» εφάρμοσε μια δική του παραλλαγή κοινωνικού κράτους, λιγότερο αποδοτικού αν και περισσότερο εξισωτικού (με εξαιρέσεις για κάποιες κοινωνικές κατηγορίες), έκανε ώστε να αποτελούν όλα αυτά τα δικαιώματα έναν κοινωνικό πολιτισμό αξιοθαύμαστο και θεωρούμενο αξεπέραστο από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, στην Ευρώπη αλλά και στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου όπου υπήρχε -όλο και περισσότερο- πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες ζωής στον αναπτυγμένο κόσμο. Η δεσπόζουσα αυτή θέση του κοινωνικού κράτους στην αντίληψη των ευρωπαϊκών κοινωνιών για το παρόν και το μέλλον τους, είναι κατά πάσα πιθανότητα μία από τις αιτίες που η σταδιακή και συστηματική υπονόμευση αυτών των κατακτήσεων κατά τα τελευταία 35 με 40 χρόνια, στο σύνολο του αναπτυγμένου αλλά και του αναπτυσσόμενου κόσμου, δεν θεωρήθηκε ισχυρή ένδειξη της αλλαγής υποδείγματος από τον ίδιο τον καπιταλισμό και επομένως της ανάγκης εξεύρεσης νέου οράματος και νέας στρατηγικής για τη διαφύλαξη του συστήματος εγγύησης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης, στο τελευταίο του βιβλίο, η ένταξη του κοινωνικού κράτους στην καπιταλιστική διαδικασία αποτέλεσε τη βασική προϋπόθεση της αποδυνάμωσής του. Πράγματι, η προσπάθεια από τη δεκαετία του ‘80 στην Ελλάδα, συγκρότησης ενός κοινωνικού κράτους συμπίπτει με την πρώτη περίοδο επικράτησης των θεωριών και πρα-
Ημερολόγια Βιτρίνας, στον «Ίκαρο»
κτικών που αμφισβήτησαν στο σύνολο της Ευρώπης το ρόλο και την ενίσχυση του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών πολιτικών, και επομένως ο συμβιβασμός της επέκτασης του κοινωνικού κράτους και της συνέχισης της καπιταλιστικής ανάπτυξης πραγματοποιήθηκε σε βάρος του πρώτου και συνέβαλε μάλιστα στο ξέσπασμα του κρίσης χρέους στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Ο Σάββας Ρομπόλης εξηγεί συστηματικά και λεπτομερειακά στο βιβλίο του την εξέλιξη που οδήγησε στην κρίση, αλλά και τη δραματική επιτάχυνση της επίθεσης στο κοινωνικό κράτος κατά τα χρόνια των μνημονίων, που διαμορφώνει πλέον το κράτος φιλανθρωπίας, δηλαδή της ανεπαρκούς και επιλεκτικής κάλυψης κοινωνικών αναγκών, που συνδυάζεται με την προοπτική της ανάπτυξης του τομέα των ιδιωτικών υπηρεσιών. Αυτό που βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας αλλαγής υποδείγματος, η καταστροφή δηλαδή του κοινωνικού κράτους όπως το ξέραμε. Και αυτή η νέα εκδοχή της αντιμετώπισης του «κοινωνικού ζητήματος» διαμορφώνεται την ίδια στιγμή που η ελληνική οικονομία, και οι οικονομίες της νότιας Ευρώπης ευρύτερα, έχουν εισέλθει σε μια περίοδο ύφεσης, ενώ η πλέον «αισιόδοξη» πρόβλεψη είναι αυτή μιας «άνεργης ανάπτυξης», σύμφωνα με την διατύπωση που χρησιμοποιεί ο Ρομπόλης, η οποία θα μονιμοποιήσει την οξύτητα των κοινωνι-
κών προβλημάτων. Η αναγκαιότητα που υποστηρίζει ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας, είναι αυτή μια ανασύστασης της παραγωγικής και κοινωνικής βάσης της οικονομίας, με ένα πρότυπο «οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της οικονομίας της αλληλεγγύης, [που] θα εγκαθιδρύσει θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας και θα αναπτύξει πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος (δημόσιος πόλος), πολιτικές κοινωνικής αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας (κοινωνικός πόλος) και πολιτικές δυναμικής ανάπτυξης και διασύνδεσης των οικονομικών και κοινωνικο-πολιτικών λειτουργιών (αναπτυξιακός πόλος)». «Βέβαια -προσθέτει- η μετάβαση αυτή, από τη διανόηση της κρίσης και την οικονομία της αγοράς, στη διανόηση της εναλλακτικής προοπτικής και την οικονομία των δημόσιων πολιτικών και της αλληλεγγύης, που αποτελεί το γρήγορο άλμα πριν τη φθορά, προϋποθέτει, στο πλαίσιο της δομικής διασύνδεσης του ‘οικονομικού’, του ‘κοινωνικού’ και του ‘πολιτικού’ στοιχείου του νέου τύπου οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, ικανούς και υπεύθυνους πολιτικούς σχηματισμούς, ισχυρά και ανεξάρτητα συνδικάτα, αξιόπιστα και δυναμικά κοινωνικά κινήματα, καθώς και δυναμικές και καινοτομικές επιχειρήσεις ανεξαρτήτως του μεγέθους τους». Το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα της ανάλυσης του Σάββα Ρομπόλη σχετικά με την εξέλιξη του κοινωνικού κράτους, είναι το προϊόν μιας πολύχρονης επιστημονικής αλλά και πρακτικής ενασχόλησης με το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, και μιας πλούσιας εμπειρίας σε ό,τι αφορά τη συγκριτική παρακολούθηση των αντίστοιχων συστημάτων στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συγχρόνως όμως, η διατύπωση των προτάσεών του σχετικά με τα χαρακτηριστικά ενός εναλλακτικού οικονομικού και κοινωνικού προσανατολισμού για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, είναι το προϊόν μιας σωρευτικής συνθετικής δουλειάς, κατά τη διάρκεια μιας εικοσαετίας, του επιστημονικού διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, του θεσμού εκείνου δηλαδή που αποτέλεσε στην Ελλάδα τη μόνη μη συστημική και έγκυρη πηγή επιστημονικών αναλύσεων, σχετικά με τις επιπτώσεις των οικονομικών, κοινωνικών και θεσμικών εξελίξεων σε ότι αφορά τον κόσμο της εργασίας.
Ο Πέτρος Λινάρδος - Ρυλμόν είναι οικονομολόγος, επιστημονικός σύμβουλος στο Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ
Η ΑΥΓΗ • 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
26
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Στον αστερισμό του θετικισμού ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΔΑΓΚΛΗΣ, Φυσική επιστήμη και πραγματικότητα. Η επιστημολογία του P. Duhem και ο Λογικός Εμπειρισμός, εκδόσεις Νήσος, σελ. 353
Ημερολόγια Βιτρίνας, στον «Ίκαρο»
Το βιβλίο του Δημοσθένη Δαγκλή με τίτλο «Φυσική Επιστήμη και Πραγματικότητα» διερευνά τη σχέση του έργου του γάλλου φιλοσόφου της επιστήμης Ντυέμ (Duhem) με το φιλοσοφικό κίνημα του λογικού θετικισμού -γνωστού και ως κύκλος της Βιέννης- το οποίο σφράγισε καθοριστικά την αναλυτική φιλοσοφία και τον κλάδο της φιλοσοφίας της επιστήμης. Στο πρώτο μέρος το βιβλίο παρουσιάζει τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις του Ντυέμ αναφορικά με κομβικά ζητήματα της φιλοσοφίας της επιστήμης, όπως η σχέση επιστήμη και μεταφυσικής, η φύση των επιστημονικών θεωριών, των φυσιΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΙΤΖΗ
κών νόμων και των μοντέλων. Επίσης, ο συγγραφέας πραγματεύεται την περίφημη ολιστική «θέση Ντυέμ» αναφορικά με τη σχέση παρατήρησης και θεωρίας, αλλά και τις «μυστήριες» ως προς τη σαφήνειά τους έννοιες-κλειδιά στο έργο του Ντυέμ, όπως η έννοια του «κοινού νου», της «ορθοκρισίας» και της «λεπτότητας». Στο δεύτερο μέρος το βιβλίο αποτελείται από 8 κεφάλαια όπου ανασυγκροτείται επισκοπικά η φιλοσοφική συμβολή των βασικών εκπροσώπων του λογικού θετικισμού στην ανάπτυξη του εν λόγω ρεύματος. Ο κατάλογος των ονομάτων περιλαμβάνει πρόσωπα που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του εν λόγω ρεύματος όπως οι Μαχ (Mach), Σλικ (Schlick), Φρανκ (Frank) και Νόιρατ (Neurath), φιλοσόφους που εξέλιξαν πτυχές του προγράμματος προς νέες κατευθύνσεις όπως ο Βάισμαν (Waismann) με τον γλωσσοαναλυτικό προσανατολισμό και ο Ράιχενμπαχ (Reichenbach) με τον πιθανοκρατικό προσανατολισμό, αλλά και φιλοσόφους που απέκτησαν πολύ μεγαλύτερη φήμη και επιρροή, διαμορφώνοντας καταλυτικά την ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης στον αγγλοσαξωνικό χώρο, όπως οι Κάρναπ (Carnap) και Χέμπελ (Hempel). Το εν λόγω βιβλίο προσφέρει στο γενικό αναγνωστικό κοινό με φιλοσοφικές αναζητήσεις αναφορικά με το φαινόμενο της επιστήμης, ή σε φοιτητές και φοιτήτριες που η πορεία των σπουδών τους περιλαμβάνει στοιχεία φιλοσοφίας της επιστήμης, τη δυνατότητα συνοπτικής και συστηματικής γνωριμίας με ένα από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά κινήματα σχετικά με το φαινόμενο των επιστημών, αλλά και την αναλυτική εξέταση του έργου του Ντυέμ, ο οποίος επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο κατανόησης της επιστήμης στην αυγή του κλάδου της φιλοσοφίας της επιστήμης. Όμως, το βιβλίο του Δημοσθένη Δαγκλή αποτελεί σημαντική συμβολή και για ένα πιο εξειδικευμένο κοινό μελετητών, στο πεδίο της φιλοσοφίας της επιστήμης αλλά και της ιστορίας του εν λόγω κλάδου. Και τούτο διότι το βιβλίο αναπτύσσει όχι μια γενική επισκόπηση των απόψεων των φιλοσόφων που πραγματεύεται αλλά επιχειρεί να προσδιορίσει τη διαλεκτική ανάμεσα σε διαφορετικές πτυχές του φιλοσοφικού έργου του Ντυέμ και της ιστορικής εξέλιξης του λογικού θετικισμού μέσα από την προσπάθεια υπέρβασης προβλημάτων και δυσκολιών κατά την ανάπτυξη του προγράμματός του από τους βασικούς εκφραστές του.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΣ - CHRISTOPHE FARNAUD, Ελλάδα και Γαλλία τον 19ο αιώνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2012, σ. 376 Μπορεί η «πατρίδα των Φώτων», η επαναστατική Γαλλία, να αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους πρωτεργάτες του νεοελληνικού Διαφωτισμού και ο στρατός του Ναπολέοντα ελπίδα για τους Έλληνες τα χρό-
Η σύζευξη της ανάπτυξης και μετασχηματισμού του προγράμματος του λογικού εμπειρισμού με διαφορετικές πτυχές του έργου του Ντυέμ καταφέρνει να φωτίσει αυτά τα δύο γενέθλια για τη φιλοσοφία της επιστήμης θεωρητικά εγχειρήματα, με έναν τρόπο που αμβλύνει τις κυρίαρχες και εν πολλοίς απλουστευτικές ερμηνείες για αυτά. Από τη μια, στην παρουσίαση του έργου του Ντυέμ στο πρώτο μέρος του βιβλίου δίνεται έμφαση στα ιστορικιστικά και ρεαλιστικά στοιχεία της σκέψης του, τα οποία αμβλύνουν την επικρατούσα αίσθηση ότι ο Ντυέμ είναι σκληρός συμβατιστής, εργαλειοκράτης και θετικιστής. Ο Ντυέμ δίνει εξέχουσα σημασία στην εργαλειοκρατική ερμηνεία των επιστημονικών θεωριών, προτάσσοντας την περιγραφική δεινότητα έναντι της εξηγητικής ισχύος και τονίζοντας τον συμβατικό χαρακτήρα τους έναντι μιας μεταφυσικής θεμελίωσής τους. Επίσης, τονίζει πράγματι την αναγκαιότητα διατήρησης μιας αντιμεταφυσικής στάσης στην κατανόηση της επιστημονικής μεθοδολογίας και δομής των επιστημονικών θεωριών. Ωστόσο, όπως αναδεικνύεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η αντίληψή του αυτή για τις επιστημονικές θεωρίες δεν τον οδηγεί στην απαξίωση μεταφυσικών υποθέσεων ως απαραίτητα στοιχεία της πλαισίωσης της φιλοσοφικής κατανόησης του επιστημονικού φαινομένου. Η ολοκληρωμένη κατανόηση του επιστημονικού φαινομένου οφείλει να περιλαμβάνει -αλλά και να πραγματεύεται φιλοσοφικά- το εν λόγω φαινόμενο ως ένα εγχείρημα που σχετίζεται με τη γνωσιμότητα του ανεξάρτητου από εμάς κόσμου (πρόβλημα του ρεαλισμού) και τη φύση του ως εγγενώς ιστορικο-κοινωνικής διαδικασίας. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται όπως εί-
παμε τα βασικά σημεία της σκέψης των πρωταγωνιστών του κινήματος του λογικού θετικισμού, υπό το πρίσμα μιας διαλεκτικής σχέσης με τη σκέψη του Ντυέμ. Όπως γίνεται εμφανές από τη μεθοδολογία παρουσίασης του έργου των βασικών πρωταγωνιστών του λογικού θετικισμού, στην πορεία ανάπτυξης του λογικού θετικισμού σε ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων παρατηρείται μια τάση φιλελευθεροποίησης του προγράμματός του και χαλάρωσης των εμπειριστικών και εργαλειοκρατικών/συμβατικών κριτηρίων. Όταν ο λογικός θετικισμός φιλελευθεροποιείται χωρίς να ανατρέπει τη βασική θετικιστική προσέγγιση, τότε συναντάει γόνιμα τις πτυχές του έργου του Ντυέμ στις οποίες δίνει έμφαση ο συγγραφέας, τις πτυχές εκείνες που ενισχύουν τη ρεαλιστική διάσταση του έργου του. Όταν εξετάσουμε τον λογικό θετικισμό ως ένα πολύμορφο, σύνθετο και όχι μονοδιάστατο και στεγνό θεωρητικό κίνημα, τότε η σχέση του με τον Ντυέμ γίνεται ακόμη πιο έντονη και δημιουργική από την επιφανειακή σχέση που δίνει έμφαση στην εργαλειοκρατική/συμβατική διάσταση των εν λόγω προσεγγίσεων. Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι ο λογικός θετικισμός προσέλαβε τον Ντουέμ ως πολύτιμο σύμμαχο στο μεθοδολογικό πεδίο στη βάση του θετικισμού και του συμβατισμού. Όμως, όπως καταφέρνει να αναδείξει ο Δημοσθένης Δαγκλής στο βιβλίο του, τελικά στην πορεία του ο λογικός θετικισμός τροποποιήθηκε δημιουργικά και από τις αντιθετικιστικές ιδέες του Ντυέμ, ιδίως στην προσπάθειά του να υπερβεί αδιέξοδα και προβλήματα που γέννησε εσωτερικά το ίδιο το ερευνητικό του πρόγραμμα.
Ο Ανδρέας Καρίτζης είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας
Ελλάδα - Γαλλία νια πριν την Επανάσταση, όμως οι ελληνογαλλικές σχέσεις συνέχισαν να παραμένουν στενές και η επιρροή που ασκούσε στο νεαρό κράτος πολύμορφη. Οι πτυχές αυτών των σχέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, κυρίως στις διάφορες εκφάνσεις του πνευματικού πεδίου, φωτίζονται πολύπλευ-
ρα μέσα από τις εισηγήσεις που κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια του ελληνογαλλικού συνεδρίου «Ελλάδα και Γαλλία τον 19ο αιώνα», που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής και το Γαλλικό Ινστιτούτο το 2011, και κυκλοφορούν σήμερα στον ομώνυμο δίγλωσσο τόμο πρακτικών, με επιμέλεια του ο-
μότιμου καθηγητή Ευ. Χρυσού και του πρώην πρέσβη στην Αθήνα Ch. Farnaud. Στις σελίδες του τόμου, Έλληνες και Γάλλοι ειδικοί εξετάζουν θέματα από την γαλλική πολιτική απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες ή το εκκλησιαστικό ζήτημα μέχρι τη γαλλική επίδραση στη συνταγματική και νομοθετική συγκρότηση του νεαρού βασιλείου, την εκπαίδευση, τις τέχνες και τα γράμματα, την ψυχιατρική κ.ά. ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗΣ
Η ΑΥΓΗ • 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Λόρδος Βύρωνας
27
3
Αντιρατσιστικά μηνύματα στην ποίηση και τη δράση του
«Ω πρόληψη φανατική, σ’ όποια μορφή κι αν τύχεις, άγιος κι αν γένεις, είδωλο, παρθένος ή προφήτης Κι αν γένεις μισοφέγγαρο, μα και σταυρός ακόμα, όποιο κι αν δίνεις σύμβολο στον κόσμο για λατρεία, κάνεις κακό και οι κληρικοί είναι που θησαυρίζουν, όπου σ’ εκμεταλλεύονται». (Τσάιλντ Χάρολντ, Κάντο 2)
ντρέξω τους Έλληνες πρόσφυγες στην Ιθάκη και για να συντηρήσω μια Μοραΐτικη οικογένεια που βρισκόταν σε μεγάλη χρεία». Και από το Μεσολόγγι στις 21-2-2824 έγραφε στον φίλο του Douglas Kinaird: «έπεισα τους Έλληνες να απελευθερώσουν 28 Τούρκους αιχμαλώτους, άνδρες γυναίκες και παιδιά τους οποίους έστειλα στην Πάτρα και στην Πρέβεζα με δικές μου δαπάνες». Επίσης από το Μεσολόγγι έγραφε στις 6-31824 στο Sir Frederick Stoven, Βρετανό διοικητή της Ζακύνθου: «μερικοί Έλληνες μου ζήτησαν να προσπαθήσω να κινήσω το ενδιαφέρον σας για τους συγγενείς τους που αιχμαλωτίσθηκαν επιβαίνοντες σε επτανησιακό σκάφος και κατελήφθησαν στην Πάτρα. Θα ήταν πράξη φιλανθρωπίας αν μπορούσε να επιτευχθεί η απελευθέρωση αυτών των δυστυχών ή τουλάχιστον η σωτηρία της ζωής τους». «Θα ήταν επίσης προς το συμφέρον και των δύο πλευρών -συνέχιζε- αν πείθονταν να συμπεριφέρονται με κάποιο σεβασμό προς τους νόμους του πολέμου - ή οποιουσδήποτε νόμους».
Ένας μεγάλος ποιητής που εμπνεόταν από τις ιδέες της Ελληνικής Επανάστασης και αγωνίστηκε για την ελευθερία σ’ όλο τον κόσμο, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί και αντιρατσιστής. Αυτό μαρτυρεί τόσο η ποίηση όσο και η δράση του Λόρδου Βύρωνα κατά των διακρίσεων. «Θα ξεσηκώσω, αν μπορέσω, και τις πέτρες ακόμα, ενάντια στους τυράννους της γης», γράφει στο ποίημά του «Δον Ζουάν», ο Λόρδος Βύρων, ενώ στο ποίημα «Η Εποχή του Ορειχάλκου» γεφυρώνει τον Ατλαντικό μιλώντας για τις επαναστάσεις στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική: Μύρια στήθη συνενώνει μία ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΤΡΙΓΑΖΗ
Καρμπονάρος
και κοινή αιτία/ Δυτικοί κι ανατολίτες επαναστατούν με βία./ Πάνω στις κορφές του Άθω και στις Άνδεις κυματίζει/ Λάβαρο που ναι το ίδιο και δύο κόσμους χαιρετίζει. Το μαρτυρούν και οι επιστολές που έγραψε ο Μπάιρον προς τη μητέρα του και φιλικά του πρόσωπα από την Ελλάδα. «Αισθάνομαι πολίτης του Κόσμου», έγραφε ο Μπάιρον στη μητέρα του από την Αθήνα τo 1810. Σε άλλο γράμμα του από την Κωνσταντινούπολη (23 Ιουνίου 1810) στον λογοτεχνικό του πράκτορα R.C. Dallas έγραφε ότι «Όλα τα κλίματα και όλα τα έθνη έχουν το ίδιο ενδιαφέρον για μένα», και συνέχιζε: «Όσο πιο πολύ ξεμακραίνω από την πατρίδα σας τόσο λιγότερο λυπάμαι που την άφησα» και ότι «το μόνο πλεονέκτημα που έχετε απέναντι στην υπόλοιπη ανθρωπότητα είναι η θάλασσα που σας χωρίζει από τους εχθρούς σας, τα άλλα σημεία υπεροχών σας είναι φανταστικά». Ούτε ο ίδιος ένοιωθε κανένα αίσθημα υπεροχής: «Δεν απογοητεύτηκα ούτε ένοιωσα αποστροφή, έζησα με τους τρανότερους και τους ταπεινότερους», έγραφε σε άλλη επιστολή προς τη μητέρα του.
Πολέμιος της κοινωνικής αδικίας Στη Βουλή των Λόρδων ο Μπάιρον δεν έκανε πολλές ομιλίες. Η πρώτη ήταν στις 27-2-1812, εναντίον νομοσχεδίου
της κυβέρνησης που προέβλεπε την θανατική ποινή για τους εξεγερμένους κλωστοϋφαντουργούς του Νότιγχαμ, οι οποίοι κατέστρεφαν τους νέους αργαλειούς που τους οδηγούσαν στην ανεργία και στην εξαθλίωση, «ανθρώπους προφανώς ενόχους για το θανάσιμο αμάρτημα της φτώχειας», όπως είπε ο Μπάιρον. Ο Μπάιρον κατήγγειλε το νομοσχέδιο και το καταψήφισε, ερχόμενος αντιμέτωπος με το τότε Βρετανικό κατεστημένο. Η δεύτερη ομιλία του Μπάιρον στη Βουλή των Λόρδων ήταν κατά των διακρίσεων που εφάρμοζαν τα περίφημα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, ζητώντας από τους καθολικούς να ασπαστούν το αγγλικανικό δόγμα για την εισαγωγή τους. Η δράση του Μπάιρον υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίστηκε και όταν ήρθε στην Ελλάδα για να πολεμήσει υπέρ της ανεξαρτησία της. Ιδού τι γράφει σε γράμμα του από την Κεφαλονιά προς τον φίλο Τζον Χομπχάουζ στις 119-1823: «ξόδεψα επίσης γύρω στα εκατό τάλιρα για να συ-
Ας θυμηθούμε ότι πριν έρθει στην επαναστατημένη Ελλάδα, το 1823, για να πολεμήσει υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, ο Μπάιρον είχε δράσει επί έξι χρόνια μέσα από το επαναστατικό κίνημα των Ιταλών Καρμπονάρων. Με άλλα λόγια, ο Λόρδος Βύρων υπήρξε ένας μεγάλος διεθνιστής. Κι αν είναι κανείς διεθνιστής δεν μπορεί να δέχεται διακρίσεις με βάση την εθνική καταγωγή, τη φυλή, το χρώμα ή τη θρησκεία. Ο Μπάιρον άφησε την τελευταία πνοή στο Μεσολόγγι στις 19 Απριλίου 1824 και δεν πρόλαβε να ζήσει το όνειρο της απελευθέρωσης της Ελλάδας. Δεν πρόλαβε, όμως, να κάνει πράξη και ένα άλλο σχέδιο του: όταν θα απελευθερωνόταν ή Ελλάδα «φανταζόταν κιόλας τον εαυτό του αρχηγό ενός στρατεύματος και προστάτη των αδικημένων σ’ ολόκληρο τον κόσμο», γράφει ο Γάλλος συγγραφέας και ακαδημαϊκός Αντρέ Μορουά, ένας από τους κορυφαίους βιογράφους του Λόρδου Βύρωνα. Δεν έχουν άδικο, λοιπόν, όσοι υποστηρίζουν ότι ο Μπάιρον ήταν ένας Τσε Γκεβάρα της εποχής του.
Ο Πάνος Τριγάζης είναι πρόεδρος του Συνδέσμου «Μπάιρον» για τον Φιλελληνισμό και τον Πολιτισμό
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Η ποίηση και οι εικόνες της ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ, Μικτή τεχνική, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 59 Από τις πλέον χαρακτηριστικές ποιήτριες «του ‘70» η Μαρία Λαϊνά, συνεχίζει με δεδομένες και ισχύουσες τις σταθερές τής ποιητικής της, όπως διαμορφώθηκαν στη γόνιμη συνομιλία με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, με προεξάρχουσα την αναζήτηση μιας μινιμαλιστικής φόρμας: ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
η μέρα εκτυφλωτική ο ήλιος, η σκιά της και μέσα μου δεν έχω τίποτα Η αμεσότητα είναι επίσης μια στόχευση βασική, με την αφαιρετικότητα του λόγου να αξιοποιείται και να εντάσσεται σε μια δραστική συνειρμικότητα εικόνων και αισθη-
μάτων. Επιλέγοντας μάλιστα, ως μια απολύτως φυσιολογική κίνηση, το μονοτονικό, το οποίο δείχνουν να «σνομπάρουν» στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ομότεχνοί της, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως η εικόνα των λέξεών τους δεν έχει καμιά σχέση με το ύφος των ποιημάτων τους... Στη συλλογή της Λαϊνά απουσιάζει και το κεφαλαίο γράμμα στην αρχή του ποιήματος, και κατ’ αναλογία η τελεία στο τέλος, κατά μινιμαλιστική οικονομία χρησιμοποιείται η όλη στίξη, εμπεδώνοντας μια μορφή που συνάδει, με φυσικό τρόπο, και αρδεύεται από μια συνεχή ροή του λόγου: ράθυμος ήλιος μαραμένες γυναίκες παρήγορο φως απ’ το μικρό τετράγωνο τζάμι τα σκεβρωμένα δέντρα
παράξενη η περασμένη νιότη ασυλλόγιστη Στην ανά χείρας συλλογή, η Λαϊνά αναζητά το «πέραν της ποιήσεως», δείχνοντας έτσι να συμμετέχει στη γενικευμένη συζήτηση για τα όρια και την υφή της κειμενικής πραγματικότητας. Τι άλλο θα μπορούσε, λοιπόν, να «περιέχει» η ποίηση, πέρα από λέξεις, στίχους, ποιήματα; Εικόνα, απαντά η Λαϊνά. Εικόνα ποιητική; Βεβαίως, απαντά και πάλι. Μόνο που αυτή η εικόνα θα είναι μια κειμενική εικόνα. Με λέξεις θα φτιάχνεται, και μάλιστα ούτε καν με τον τρόπο της «οπτικής ποίησης», όπου οι λέξεις, οι στίχοι, τα ποιήματα, ως αποτύπωμα στο χαρτί, συνθέτουν ταυτόχρονα και εικόνες. Η απάντηση της Λαϊνά είναι μια τυπικά μοντερνιστική απάντηση, αφού μας υποδεικνύει την επάρκεια του λόγου να παράγει εικόνες, στην ακραία του μάλιστα
μορφή να ονομάζει εικόνες τα ποιήματα, τα οποία όμως έχουν ήδη δομηθεί ως πίνακες-εικόνες, και επαναφωτίζονται ως οιονεί εικαστικά έργα από τη «σημείωση», εν είδει λεζάντας, που υπάρχει κάτω από κάθε ποίημα, η οποία δηλώνει την «τεχνική» με την οποία «ζωγραφίστηκε» το ποίημαπίνακας: τα αντικείμενα που βλέπετε εδώ δεν έχουνε καμιά αξία δείχνουν απλώς πώς ζούσαν οι άνθρωποι πώς έσουρνε επίτηδες τα πόδια του ένα παιδί κι αυτή τη στιγμή τα δάχτυλά του φυτρώνουν στο χώμα Λάδι σε μουσαμά
Η ΑΥΓΗ • 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
28
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Πόλη και κινηματογράφος Μια συναρπαστική και γόνιμη συνάντηση Πόλη και κινηματογράφος: Θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις, επιμέλεια: Ειρήνη Σηφάκη, Άννα Πούπου, Αφροδίτη Νικολαΐδου, εκδόσεις Νήσος, σελ. 196 Το άστυ εμπνέει τον κινηματογράφο και εμπνέεται από αυτόν σε μια ατέρμονη διαδικασία ωσμώσεων και αλληλεπιδράσεων. Ο κινηματογράφος σαν μια κατεξοχήν αστική τέχνη που γεννιέται μέσα στο χώρο των νεωτερικών αναζητήσεων και αλλαγών, συμπορεύεται με απρόσμενους και ανατρεπτικούς τρόπους με την πόλη, τόσο ως ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
τρόπος καταγραφής και θέασης του αστικού τοπίου, όσο και ως πολιτισμική πρακτική που καθορίζεται από μια προνομιούχα σχέση με τον αστικό χώρο. «Ήρθε κάποτε η μέρα που ο κινηματογράφος ανταποκρίθηκε σε μια νέα και επείγουσα ανάγκη ερεθισμάτων», θα πει προφητικά ο Benjamin. Η κινηματογραφική προβολή, ο φιλμικός λόγος, παραλληλίζεται από τον φιλόσοφο της εμπειρίας της νεωτερικότητας με έναν «δυναμίτη», ο οποίος σαν από μηχανής θεός έρχεται να απελευθερώσει τον κάτοικο από τα ασφυκτικά δεσμά της νεωτερικής μητρόπολης, προσφέροντάς του μια ανέλπιστη και πρωτόγνωρη απόδραση μέσα από την περιπλάνηση ενός νέου κινούμενου βλέμματος. Εξασφαλίζοντάς του τη διαφυγή μέσα από τις πολύτροπες θεάσεις και ανακατασκευές του αστικού χώρου. Μέσα από τις εικόνες και τα αφηγηματικά σχήματα των κινηματογραφικών ταινιών, τα οποία δημιουργούν αυτόνομες γεωγραφίες και πρότυπα μοντέλα διαβίωσης, αστικής συμπεριφοράς και κατοίκησης. Τα κείμενα από τη διεθνή βιβλιογραφία που παρουσιάζονται στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή συλλογική έκδοση, η οποία απευθύνεται ως δοκίμιο στην ευρεία επιστημονική κοινότητα και ως απολαυστικό ανάγνωσμα στους πολλούς και φανατικούς λάτρεις της μεγάλης οθόνης, προσεγγίζουν πολυπρισματικά τη σχέση της πόλης με τον κινηματογράφο. Στον παρόντα τόμο οι τρεις επιμελήτριες, η Ειρήνη Σηφάκη, η Άννα Πούπου και η Αφροδίτη Νικολαΐδου, ανθολογούν, συγγράφουν και επιμελούνται μια σύνθεση επιστημονικών άρθρων, θεωρητικών κειμένων και μεθοδολογικών προτάσεων, επιχειρώντας την ιχνηλάτηση του διεπιστημονικού θεματικού πεδίου που προκύπτει από τη συνάντηση της ιστορίας της τέχνης, των επιστημών του αστικού χώρου, (της αρχιτεκτονικής, της γεωγραφίας, της αστικής κοινωνιολογίας) και των κινηματογραφικών σπουδών. Όπως κατατοπιστικά γράφουν στον πρόλογο του βιβλίου, συλλέγουν και παρουσιάζουν δειγματοληπτικά ένα σύνθετο υλικό, το οποίο οργανώνεται υποδειγματικά σε τρεις θεματικές ενότητες, αναφορικά με την εικονογραφία της κινηματογραφημένης πόλης, τη μετατροπή του αστικού χώρου σε
κινηματογραφικό ντεκόρ κατά τη διάρκεια παραγωγής μιας ταινίας, τη γενεαλογία και δημιουργία της νοηματικής συστοιχίας «πόλη, κινηματογράφος, νεωτερικότητα», την ιστορική πορεία της κινηματογραφικής αίθουσας ως σημείο συνάντησης της πόλης και του κινηματογράφου κ.ά. Η πρώτη ενότητα διερευνά τη σχέση της κινηματογραφημένης πόλης με την αστική γεωγραφία της νεωτερικότητας όπως αυτή διαμορφώνεται στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, η δεύτερη εξετάζει το θέμα της αναπαράστασης της πόλης στον κινηματογράφο και η τρίτη αναζητά την αλληλεπίδραση πόλης και κινηματογράφου εστιάζοντας στην ιστορική εξέλιξη της κινηματογραφικής αίθουσας και των κινηματογραφικών φεστιβάλ. Στο κείμενο της Νίας Περιβολαροπούλου γίνεται μια αναλυτική και τεκμηριωμένη παρουσίαση των θέσεων του Siegfried Kracauer για την κινηματογραφική πόλη, μέσα από μια ανασύνθεση των απόψεων και των σκέψεων του πολύπλευρου αυτού διανοητή, (κοινωνιολόγου, ιστορικού, δημοσιογράφου, θεωρητικού και κριτικού του κινηματογράφου) για την κινηματογραφημένη μεγαλούπολη της νεωτερικότητας. Στο άρθρο της Giuliana Bruno επιχειρείται μια πανοραμική σύνθεση της σχέσης του κινηματογράφου με την αστική νεωτερική γεωγραφία μέσα από μια σύγκριση της κιναισθησιακής εμπειρίας της πόλης και της αντίστοιχης κινηματογραφικής εμπειρίας. Εξετάζεται ο κινηματογράφος ως ένας τρόπος θέασης της πόλης που αναδύεται μέσα από τον οπτικό πολιτισμό της νεωτερικότητας, καθώς η γέννηση του κινηματογράφου σηματοδοτεί την ανάπτυξη «ενός νέου κινούμενου βλέμματος μέσα στην πόλη». Η Άννα Πούπου εστιάζει στο άρθρο της στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του αστικού χώρου με αφετηρία τις εισαγωγικές σεκάνς οι οποίες διατυπώνουν συχνά έναν πυκνό
Xωρίς τίτλο
και ενδιαφέροντα λόγο για την πόλη. Οι κινηματογραφικές τεχνικές όπως το πανοραμίκ, το τράβελιγκ, το voice over, η εναέρια λήψη κ.ά. διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη τυπολογία επαναλαμβανόμενων «ρητορικών σχημάτων» που εκφράζουν έναν συγκεκριμένο λόγο για την πόλη και υπαγορεύονται από το χαρακτήρα της. Το κείμενο της Paula J. Massood μελετά το είδος των ταινιών που κάνουν την εμφάνισή τους στο τέλος της δεκαετίας του 1980-αρχές 1990 και ονομάζονται «ταινίες γειτονιάς». Αναγνωρίσιμα αφρικανοαμερικανικά αστικά τοπία, αναφορές στη σύγχρονη δημοφιλή κουλτούρα, γνωστά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα συγκροτούν διακριτούς «χρονοτόπους» που κινητοποιούν τον αφροαμερικάνικο κινηματογράφο με επίκεντρο τη γειτονιά (hood). H Αφροδίτη Νικολαΐδου συνδέει τους κινηματογραφικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για την αφήγηση του αστικού χώρου με το ευρύτερο πλαίσιο της κινηματογραφικής παραγωγής μιας ταινίας και τις ιδιαίτερες πτυχές μιας πόλης, καθώς τα πολεοδομικά, θεσμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του αστικού χώρου εμπλέκονται στην παραγωγή και την κινηματογράφηση της. Ο συσχετισμός της κινηματογραφικής τεχνολογίας, των συνθηκών παραγωγής και της πόλης ιστορικοποιεί τη σχέση πόλης και κινηματογράφου, με την έννοια ότι την εντάσσει σε μια συγκεκριμένη κινηματογραφία σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Στο κείμενο της Ειρήνης Σηφάκη αναζητείται ο ρόλος της κινηματογραφικής αίθουσας στην κινηματογραφική πρόσληψη και θέαση στα διάφορα χωροχρονικά και πολιτισμικά πλαίσια αλλά και η σχέση της με την εμπειρία, τη διαφύλαξη μιας συλλογικής μνήμης και τη συγκρότηση κοινών αναφορών που σηματοδοτούν την αστική ζωή. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η προβληματική του Laurent Creton ο οποίος εξετάζει την εξέλι-
ξη του δικτύου αιθουσών στη Γαλλία ως προς τη χωροθέτηση και την τυπολογία τους. Μέσα από μια ιστορική αναδρομή της πορείας των αιθουσών στο χρόνο και της θέσης τους στο χώρο αναλύονται οι αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές παράμετροι, οι πολιτισμικές πρακτικές, οι κοινωνικές χρήσεις, οι ιδιωτικές στρατηγικές και η δημόσια πολιτική του κράτους και καταστρώνονται τέσσερα ενδιαφέροντα σενάρια για το μέλλον της κινηματογραφικής αίθουσας σε μια πόλη σε εξέλιξη. Τέλος, το κείμενο του Julian Stringer προσεγγίζει με έναν διαφορετικό τρόπο τη σύζευξη πόλης και κινηματογράφου εστιάζοντας στα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Εξετάζει τις πολιτισμικές, τουριστικές, πολιτικές και οικονομικές διαστάσεις τους οι οποίες συνδιαμορφώνουν ένα «πολιτισμικό πλέγμα» ικανό να επιδράσει στο χαρακτήρα και την ταυτότητα των πόλεων. Όπως είναι φανερό, ο συλλογικός αυτός τόμος επιχειρεί να συμβάλλει με εποικοδομητικό τρόπο στη συζήτηση για τις αμφίδρομες σχέσεις, ροές και συζεύξεις που διαπιστώνονται ανάμεσα στην πόλη που κατοικούμε και στον κινηματογράφο που αγαπάμε. Να στοχαστεί καλειδοσκοπικά σε ένα διεπιστημονικό πλαίσιο όχι μόνο για τον τρόπο που ο κινηματογράφος αντλεί έμπνευση από τον αστικό χώρο αναπαριστώντας τον και ανακατασκευάζοντάς τον στις ποικίλες φιλμικές εκδοχές, αλλά και για το πώς είναι δυνατόν να εμπλουτιστεί η αντίληψή μας για τον υπό συνεχή διαπραγμάτευση διαρκώς μεταβαλλόμενο αστικό χώρο, περιβάλλον και λίκνο της ανθρώπινης κατοίκησης, μέσα από τις πολύσημες θεάσεις, αφηγήσεις και αναπαραστάσεις της κινηματογραφικής δημιουργίας.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Η ΑΥΓΗ • 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
45
5
Απ’ τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ, Γιουντίν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Άγκυρα, σελ. 411 Η ιστορική μνήμη είναι υπόθεση των ιστορικών, πότε και μέχρι ποιού σημείου δικαιούνται οι λογοτέχνες να αφηγούνται την δική τους εκδοχή των γεγονότων; Αν το ερώτημα συζητιέται -και θα συζητιέται- φιλολογικά για πολλά ακόμη χρόνια, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, η απάντηση μπορεί να δοθεί με ευκολία που τρομάζει. Το καταχώνιασμα της μνήμης ήταν τέτοιων διαστάσεων που το κενό το οποίο άφηναν οι ιστορικοί έσπευσαν να καλύψουν -από τα χρόνια του Γιώργου Ιωάννου- οι λογοτέχνες. Αναλόγως με την αίσθηση προσωπικής ευθύνης του καθενός απέναντι στην ιστορία. Την «αληθινή» ιστορία, την μικροϊστορία ή την αποσιωπημένη ιστορία. Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ρωμανού κυκλοφόρησε συΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΥΚΕΣΑ
μπτωματικά τις μέρες που εντασσόταν η Θεσσαλονίκη -24 Οκτωβρίου του 2012- στο Εθνικό Δίκτυο των Μαρτυρικών Πόλεων, με καθυστέρηση που δεν χρήζει καν σχολιασμού, και εβδομήντα χρόνια μετά τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας. Οπότε ο Ρωμανός μας έδωσε άλλο ένα βιβλίο για το ολοκαύτωμα; Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Η Αντζέλ, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, είναι Εβραία και αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της, που αρχίζει πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και φτάνει ως τη δεκαετία του 1990.Η οικογένεια, πριν από τον αφανισμό της κοινότητας, διατηρεί φιλικές σχέσεις με μία άλλη, Χριστιανών. Η υπόθεση του μυθιστορήματος τοποθετείται στην εποχή της σύγχρονης κοινωνικοοικονομικής κρίσης, στην Κατοχή και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι γυναίκες ηρωίδες και οι ψυχολογικές τους μεταπτώσεις, η συντριβή τους κάτω από τα βιβλικής διάστασης γεγονότα είναι σε πρώτο πλάνο. Μέσα στο κάδρο εξέλιξης του εφιάλτη, οι εβραίοι και χριστιανοί ήρωες αποκαλύπτονται ως καιροσκόποι, προδότες, ή επώνυμοι δωσίλογοι. Μέσα από τις δύο οικογένειες θα γεννηθούν δυο μεγάλοι έρωτες, ένας ιδεατός και ένας παθιασμένος. Η Λέα, θα βιώσει την κορύφωση του ξυστά στο θάνατο. Με ιδεοληπτική εμμονή θα περιπλανιέται στις γωνίες του μυαλού της, αφού έχει γευθεί τον παγωμένο αέρα του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Ο ίλιγγος του φόβου θα θρυμματίσει τη ζωή της και θα μεταγγιστεί ως απόγνωση κι απελπισία στη Λόρυ, την κόρη της ως βίωμα νοσηρό και αδιέξοδο, ποτισμένο με ψυχοφάρμακα και θα εκτονώνεται ως ασθματικός μονόλογος πάνω σε κρεβάτια
(Λίγες σκέψεις για την ατυχία του να είσαι μεταφραστής) Θα ήθελα ν’ αρχίσω μάλλον παράδοξα, υποδεικνύοντας ανάμεσα στους διάφορους τρόπους και τύπους μετάφρασης που είναι πολλοί και καθόλου εύκολης κατάταξης- ως πρώτη κατηγορία, εκείνη που θα μπορούσε, με μια φευγαλέα ματιά, να θεωρηθεί ως η άρνηση της ίδιας της μετάφρασης. Αναφέρομαι σ’ εκείνη τη μετάφραση που δεν είναι ακριβώς μετάφραση, αλλά παρουσιάζεται ως τέτοια. Αναφέρομαι σ’ εκείνη την παραποίηση που δημιουργείται στη βάση ενός κειμένου που δεν υπάρχει, δηλαδή εκείνη τη μετάφραση που καταλήγει να είναι ένα υπολογισμένα αποδιδόμενο ψέμα, από τη στιγμή που παρουσιάζεται ως μια απλή μεταφορά, όταν είναι μια ελεύθερη και ξε-
Xωρίς τίτλο
ψυχαναλυτικών συνεδριών στον παρόντα χρόνο. Σε αυτόν το χρόνο, ο συγγραφέας παρακολουθεί το εύφλεκτο υλικό που συγκεντρώνει ο σκηνοθέτης Ελιάν κι η Λόρυ, για μια ταινία μικρού μήκους που προορίζεται για το Φεστιβάλ της Δράμας, με θέμα τα δεινά των Εβραίων της Μακεδονίας, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι μικρές ιστορίες των ασήμαντων ανθρώπων σε μετωπική σύγκρουση με την Μεγάλη Ιστορία. Η Θεσσαλονίκη μιας άλλης εποχής οικεία μα και άγνωστη
με τους «σκελετούς» στην ντουλάπα. Το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα. Το Μediterrane. Το κοσμικό Όλυμπος Νάουσα στην παραλία και το Roi Georges. Τα αναψυκτήρια δίπλα στον Λευκό Πύργο. Τα «κέντρα» της εποχής, το Αστόρια και το Λουξεμβούργο. Η μόδα, οι τέχνες, η κοινωνική διαστρωμάτωση. Τα στεγανά. Οι επιτήδειοι μεσεγγυούχοι που καρπώθηκαν τις εβραϊκές περιουσίες, οι φασίστες Τριεψιλίτες, ο Πούλος και ο Δάγκουλας, τα Τάγματα Ασφαλείας και ο Μέρτενς (σημ: ο Μέρτενς, μεταπολεμικά αναγνωρίστηκε στη Θεσσαλονίκη από διασωθέντα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και συνελήφθη σε ένα δραματικό επεισόδιο και όχι με παρέμβαση του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αυτό ακολούθησε). Ο Ρωμανός κάνοντας χρήση ντοκουμέντων και μυθοπλασίας καταγράφει κρυμμένα μυστικά της πόλης, τους θύτες που εμφανίστηκαν μετά τον Μεγάλο Πόλεμο ως πατριώτες. Η έρευνά του για το Εβραϊκό ζήτημα στη Θεσσαλονίκη συμπλέκεται με την επινοημένη αναπαράσταση για να αναδείξει τους ανθρώπους στις αληθινές, διόλου μυθιστορηματικές διαστάσεις τους. Ο συγγραφέας μετέρχεται τριών αφηγηματικών τρόπων. Ο λογοτεχνικός μύθος, η ιστορική έρευνα με παράθεση εξωδιηγητικών στοιχείων (φωτογραφίες, έγγραφα, ντοκουμέντα αρχείων, τεκμήρια της εποχής) και τα ποιητικά -εμβόλιμα- όνειρα. Εμφανής στόχος του η ψυχολογική προσέγγιση της λογοτεχνίας, στην τομή της με την ιστορία. Η ικανότητα του Ρωμανού του δίνει την δυνατότητα και την ελευθερία να κινηθεί πέρα από τις βεβαιότητες, για αθώους κι ενόχους ,θύτες και θύματα. Ο ιστορικός και ο λογοτεχνικός ρεαλισμός, εκτυλίσσονται με κινηματογραφική σχεδόν ροή. Ο Ρωμανός δεν κρύβει την αγωνία του να φωνάξει το μέχρι πρότινος άφωνο, να ξύσει το δεδομένο κι επίσημο, να το ανατρέψει μέσα από εικόνες με έντονα χρώματα, τον αισθησιασμό της ζωγραφικής αλλά και κοπιώδεις αναζητήσεις που αποδεικνύουν την άλλη όψη της αλήθειας, την πικρή. Για την εγκληματική αμέλεια, την-έστω- αστοχία μιας κοινωνίας να προστατεύσει τους πολίτες της από τη θηριωδία του φασισμού. Ο Ρωμανός μοχθεί για την ιστορική έρευνα αλλά πρώτα «νοιάζεται για τις λέξεις». Προσπάθησε να ενώσει την ιστορία με την λογοτεχνία αλλά ευτυχώς η λογοτεχνία κατάπιε την διάθεσή του να πει πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί ή εσκεμμένα έχουν αποσιωπηθεί. Έτσι αν και ηττημένες, συχνά πέρα από τα όρια της συντριβής οι γυναίκες του βιβλίου είναι οι νικήτριες στην αναμέτρησή τους με την Ιστορία καθώς αναδεικνύεται η αγωνία αναζήτησής νοήματος της ζωής μετά το Auschwitz.
Ο Απόστολος Λυκεσάς είναι συγγραφέας
Μετάφραση και μη-μετάφραση διάντροπη επινόηση. Στην πραγματικότητα αυτή η μη-μετάφραση, που είναι μια ψευδο-μετάφραση, μας βοηθά να καταλάβουμε αμέσως πως ο μηχανισμός της αληθινής μετάφρασης βρίσκεται πάντα στο γεγονός ότι κάποιος, εδώ, μιλά με το στόμα κάποιου άλλου, είτε αυτός είναι ανώνυμος είτε επώνυμος. Κάποιος -και αυτό είναι το σημαντικό- εκφράζεται μέσα από μεταμορφώσεις και αυτή η διαδικασία είναι μια μετάφραση. Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα του μεταφραστή, θα αντιδράσουμε λέγοντας ότι ο μεταφραστής είναι, αντίθετα, εκείνος που ανατρέπει τελείως αυτή τη διαδικασία. Και θα παρατηρήσουμε πως, ως κα-
θαρός γλωσσικός μεσάζων, τείνει να καταστεί διάφανο γυαλί, να εκμηδενιστεί ολοκληρωτικά στο λόγο του «άλλου». Και δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μέσον, ένα medium. Και σ’ αυτόν μιλά ο άλλος. Και ελπίζει και θέλει να είναι, με τρόπο απόλυτο, ένας διερμηνέας, τίποτε περισσότερο από ένας διερμηνέας. Όμως, μοιραία, πέφτει πάνω στο γνωστό ιταλικό calembour: traduttore = traditore (μεταφραστής = προδότης). Και από διάφανο γυαλί καταλήγει σε παραμορφωτικό φακό ή, καλύτερα, σ’ έναν βρόμικο καθρέφτη που μας παραπέμπει σε αποκρυσταλλωμένους τύπους, σε αναξιόπιστα είδωλα του πρωτότυπου.
Κάθε μετάφραση, είτε το θέλουμε είτε όχι, «καίει» το κείμενο χωρίς ν’ αφήνει ίχνη, έτσι, είναι μάταιο ν’ αναρωτιόμαστε αν πρόκειται για αληθινή μετάφραση ή για ψευδομεταγραφή. Όλες οι πραγματικές μεταφράσεις είναι πλαστές μαρτυρίες, τόσο πιο αληθινές όσο πιο πλαστές, που γεννήθηκαν για να κοροϊδέψουν τη «λογοτεχνική αστυνομία». Και μια μάσκα είναι μια μάσκα και, εξ ορισμού, δεν υπάρχει μάσκα που να είναι πιο αληθινή ή πιο ψεύτικη από μια άλλη. Η αλήθεια του πλαστού μάς αποκαλύπτει την αλήθεια της μετάφρασης. Κάθε μετάφραση είναι ένα ατελές φιλολογικό αντίγραφο απόκρυφο. Εξάλλου, όπως κάθε απόκρυφο, έτσι και κάθε μετάφραση δεν είναι άλλο από μια απλή μεταγραφή. ΦΟΙΒΟΣ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΑΥΓΗ • 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
46
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Η ασύλληπτη τρομοκρατία τού είναι ΒΙΚΤΩΡ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜΕΛΚΙΑΔΕΣ, Το ημερολόγιο των Μάγια, εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 62 Θα ξεκινήσω με μια μικρή παρατήρηση, την οποία θεωρώ κομβικής σημασίας για αυτό που λέμε «ανάγνωση» ενός έργου: Από ποιόν γράφεται. Αν δηλ. αυτός που γράφει το έργο είναι το ίδιο πραγματικά πρόσωπο με αυτόν που ζει και κυκλοφορεί και εκτός βιβλίου. Οι λόγοι για τους οποίους γράφουμε είναι κατά τεκμήριο δυο: Ή για να αποκρυσταλλώσουμε αυτό που είμαστε ή για να γίνουμε αυτό που δεν είμαστε. Πολλά έργα, πεζογραφικά ή ποιητικά, ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία, χάνοντας έτσι το πολύτιμο διαπιστευΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
τήριο της ταυτότητας. Και δεν εννοώ, φυσικά την απόσταση του έργου από τον δημιουργό του - αυτή ούτως ή άλλως υπάρχει αλλά την απόσταση του δημιουργού από το έργο του, γεγονός που μπορεί να καταστήσει απολύτως ψευδές και αίολο ένα δημιούργημα. Το φαινόμενο αυτό το συναντάμε συχνά σε πολλές ποιητικές συλλογές, όπου ο ποιητής «μεταμφιεσμένος» σε έναν άλλον - όχι βέβαια με τον τρόπο που το εννοεί ο Σάρτρ αποπειράται να παρουσιάσει κάτι που δεν του ανήκει, κάτι που δεν περιέχει. Η περίπτωση του «Ημερολογίου των Μάγια» είναι από αυτές που ο άνθρωπος που έγραψε το βιβλίο ταυτίζεται απολύτως με τον άνθρωπο που ζει, δρα και πορεύεται, και εκτός σελίδων, στον κόσμο: Όλοι μας μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε πίσω από τις συνδηλώσεις τη φιγούρα του Βίκτωρα Αναγνωστόπουλου. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό, ξέρω όμως ότι προσωπικά μου αρέσει. Το θεωρώ έντιμο, και αποτελεί, σίγουρα, ένα πρώτο αναγνωστικό δέλεαρ. Πριν από την κατάκτηση του Μεξικού από τους Ισπανούς αποικιοκράτες, η φυλή των Μάγια, ένας λαός Ινδιάνων της Κεντρικής Αμερικής, που απέκτησε, συν τω χρόνω, ιερές διαστάσεις, είχε αναπτύξει τον λαμπρότερο πολιτισμό του Δυτικού Ημισφαιρίου. Οι ρίζες του φτάνουν βαθιά στην προϊστορία, στο 2000 π.Χ. Γιατί όμως, «Το ημερολόγιο των Μάγια»; Ο συμβολισμός του τίτλου παραπέμπει, μάλλον, στην εξαφάνιση ενός πολιτισμού. Όπως τότε οι Μάγια χτυπήθηκαν σκληρά από τους Ισπανούς κατακτητές και άρχισαν σιγά σιγά να εξαφανίζονται, έτσι και σήμερα, η «κλειστή φυλή» του μαχόμενου ανθρώπου με αξιακό σύστημα, στέρεα ιδανικά και πολιτισμό (όλων των επιπέδων) πλήττεται μέχρι εξαφανίσεως από την «Ιερά Εξέταση» ενός αδηφάγου και διαρκώς μεταλλασσόμενου καπιταλισμού. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια αναγγελία τέλους. Η ποίηση σήμερα έχει έναν επιπλέον λόγο ύπαρξης: Προσπαθεί να περιφράξει έναν μικρό (και συχνά λεηλατημένο) χώρο -ο Παζολίνι τον ονόμασε κάποτε Καταφύγιο άγριων θηραμάτων- που μπορεί να αναγορευθεί σε λυσσασμένη εστία αντίστασης, γνωμοδοτώντας εν κινήσει για τα πεπραγμένα. Σε αυτή την ποίηση ο αναγνώστης , αποκτά, χωρίς να το θέλει, και την ιδιότητα του εν δυνάμει αγωνιστή. Δεν χρειάζεται μια αναπαράστα-
Xωρίς τίτλο
ση του πραγματικού για να πράξει, ούτε καν την εστέτ ανία του διανοούμενου, αλλά βλέπει, διαβάζει, μετέχει της πραγματικής πραγματικότητας ενός στίχου-βέλους στην καρδιά μιας υποκριτικής Τέχνης, χωρίς παραμυθητικά τεχνάσματα και ποιητικίζουζες φιοριτούρες για την ύπαρξη. Είναι τέτοια η ποίηση του Βίκτωρα Αναγνωστόπουλου, της καρδιάς - γιατί, να μην ξεχνάμε, ο πιο σκληρός μυς είναι η καρδιά. «Το ημερολόγιο των Μάγια» έχει ένα εμφανέστατο πολιτικό κέλυφος, έναν σκληρό πυρήνα πάγιων πολιτικών επιλογών, τις οποίες δεν είμαι, ίσως, ο καταλληλότερος να σχολιάσω. Θα χρησιμοποιούσα, εντελώς απλοϊκά, τον όρο, ποιήματα της αντικρατικής συνείδησης, ή ποιήματα μιας διαλεκτικής αντίστασης, που γράφτηκαν σαν με Καλάσνικοφ, αν και είμαι σίγουρος ότι αδικεί τον χαρακτήρα τους, την προέλευση, και την αιτία από την οποία πηγάζουν. Είναι μια συστράτευση σε κάποιους παλαιούς κώδικες, ξεχασμένους, αλλά πάντα σωτήριους, σε ότι αφορά την παγκόσμια καταστροφή που συντελείται. Θα αρκεστώ σε αυτό που ενδημεί κάτω από το κέλυφος. Σε ό,τι αχνοφαίνεται και βράζει στο υπέδαφος του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από έναν διαρκή έρωτα (για την ζωή, για την τέχνη του ζειν επικινδύνως, για την αιώνια επαναστατική νεότητα και την φλόγα της αλλαγής). Εδώ ο έρωτας, ως αναπόφευκτο ρίσκο, εμφιλοχωρεί και την αναγκαιότητα της θυσίας, της «απώλειας δέρματος» - για να φανούν όλα τα έσω, για να γίνεις εσύ ο άλλος, και κατόπιν μέρος μιας παγκόσμιας αλυσίδας σωμάτων. Διαβάζω από την σελ. 55, «Τα τραχιά του Έρωτα αίματα»: Ναι, είπα, θυμάμαι. Διαρκώς ονειρευόμουν το ίδιο επαναλαμβανόμενο όνειρο. Ήμουν ιερέας Μάγια. Ψηλά, στην κορυφή μιας πυραμίδας γινόταν μια τελετή. Μια ανθρωποθυσία. Εγώ, ως πρωθιερέας, αποκεφάλιζα έναν άλλο ιερέα. Κι αφού πηδούσαν σα φίδια στον αέρα τα αίματα και χάνονταν στη μαύρη γη, μετά, μ’ ένα κοντό μαχαίρι αποκολλούσα το δέρμα του και ντυνόμουν με αυτό. Το αίμα του έρωτα, διακρίνεται καθαρά και
στο ποίημα της σελίδας 54, «Πόσο δυνατά όταν κοιμάσαι», όπου η έννοια της ήττας, της συντριβής, μένει σαν τατουάζ οδυνηρό αλλά και έμπλεο σεβασμού, και αποδίδεται με δυο απλές λέξεις παραδοχής (βυθισμένος στόλος). Στο ποίημα της σελ. 35, «Μέρες γιορτής», βρισκόμαστε μπροστά σε ένα συγγενές αίμα: αυτό της πορείας, με αυτό του κρεβατιού. Η διαδήλωση των δρόμων μετεξελίσσεται σε διαδήλωση του έρωτα, το ξεγύμνωμα του μπάτσου αναπαρίσταται ανάγλυφα -και διαδραστικά- με το ξεγύμνωμα της ψυχής των σωμάτων, η λάμψη της Μολότοφ μετακομίζει στα μάτια των εραστών. Επάνω στο κρεβάτι θα είσαι επικίνδυνα γυμνή
με μάτια κάρβουνο καθώς το φεγγαρόφωτο έξω απ’ τις γρίλιες θα γλιστράει γρήγορα. Αλλού, στο ποίημα της σελ. 34, «Ξέχνα την», το υψωμένο χέρι, πάλι σε διαδήλωση, γεννά την μεταφορά μιας «άκαμπτης στύσης». Έχουμε παντού ένα θεμελιώδη οδικό χάρτη, ένα ιδιόμορφο αμάλγαμα έρωτα και επανάστασης, μια ακρογωνιαία ταύτιση της επικινδυνότητας ενός σώματος σε μια πορεία, με την επικινδυνότητα του σώματος κατά την ερωτική πράξη - πράξη καθολικά αντικαθεστωτική, γιατί ξεκλειδώνει την φαντασία και ταΐζει τα ένστικτα. Τα ποιήματα του «Ημερολογίου των Μάγια» μοιάζουν με κτερίσματα που απέθεσε ένας ήδη νεκρός στον τάφο του: Μια συλλογή πολύτιμων αντικειμένων που καθόρισαν τη ζωή του μες στην απόλαυση. Είμαι βέβαιος ότι όσοι απολαμβάνουν αυτά τα ποιήματα είναι ακριβώς γιατί έχουν γραφτεί μες στην απόλαυση. Ο σπουδαίος γάλλος θεωρητικός Ρολάν Μπαρτ έχει ένα χαρακτηριστικό, γι’ αυτό, απόσπασμα: «Το μπρίο του κειμένου (χωρίς αυτό δεν υπάρχει, στην ουσία, κείμενο) είναι η θέλησή του για ηδονή: εκεί ακριβώς όπου το κείμενο υπερβαίνει τη ζήτηση, ξεπερνάει τα σαλιαρίσματα, και επιχειρεί να υπερφαλαγγίσει, να παραβιάσει την κυριαρχία των επιθέτων - που είναι οι πόρτες εκείνες της γλώσσας απ’ όπου μπουκάρουν σαν χείμαρρος η ιδεολογία και η φαντασία». Αυτή η «θέληση για ηδονή» είναι, εν τέλει, η αποφασιστική χειρονομία που επιβεβαιώνει στην πράξη τον τελικό στίχο του Πάμπλο Νερούντα: «Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να έρθει».
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι συγγραφέας
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΤΡΟΥΛΟΣ Μιλούν την καληνύχτα τους από συνήθεια αλλά αυτό τους προστατεύει όταν και πάλι ήσυχο το φως πλένει το βότανο μέσα τους Είναι η νύχτα ένα απάγκιο ένα σοκάκι στις λεωφόρους της ημέρας με το όνειρο μάγμα στα δύο ημισφαίρια Δυο κουνέλια γκρίζα με μια θηλιά κοιτούν λάσπη και σύννεφα Από τον ουρανό ξεκρεμούν τον πίνακα Ποιοι είναι στα πράγματα; Είναι οι αόρατοι άνθρωποι είπαν οι μεταφυσικοί Είναι τα κουνέλια αντείπαν οι ονειρικοί του χρόνου πίσω από την ύλη Τα κουνέλια θυμήθηκαν τι θηλιά
άβουλοι και αντί πινακίου φακής τους φόρεσαν στο χρόνο που στρίβει το κεφάλι Να είσαι στα πράγματα εδώ Να ξεκρεμάς τον πίνακα από τον ουρανό Κανείς πλούσιος Ιακώβ δεν φέρνει την καληνύχτα την αλήθεια τη συνήθεια όταν έξω διάπυρη κάνει την τύχη του κόσμου που παλεύει χωρίς διαλέξεις στα πανεπιστήμια δρόμους Και τα οικόσιτα βγήκαν ξανά στη λάσπη με τα σύννεφα απαλά ενώ θα έσκαγε ο ψεύτης ήλιος ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ
Η ΑΥΓΗ • 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
47
7
Ξαναδιαβάζοντας
κλασικά βιβλία
Kαρλ Μαρξ
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία Το «περιεχόμενο» και η «μορφή» Τα δύο προσχέδια και η τελική εκδοχή της συγγραφής του Karl Marx Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία διαμορφώθηκαν εν πολλοίς το Μάιο του 1871. Στις 30 Μαΐου 1871, λίγες μέρες μετά την οριστική κατάρρευση της παρισινής Κομμούνας, το Γενικό Συμβούλιο της «Διεθνούς Ένωσης ΕργαΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΧΡΥΣΗ
τών», της γνωστής μας Α’ Διεθνούς, ενέκρινε το κείμενο του Εμφύλιου πολέμου στη Γαλλία, το οποίο και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο περί τα μέσα Ιουνίου 1871. Ο πραγματικός αποδέκτης του έργου, που κυκλοφόρησε ευρύτερα και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες από την επομένη της δημοσίευσής του, ήταν οι εργατικές τάξεις της Ευρώπης, και όχι μόνο, δεδομένου ότι ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία δημοσιεύτηκε την ίδια περίοδο και στις ΗΠΑ.
222 Στην εποχή μας, που, πίσω από τις λεγόμενες εθνικές κυβερνήσεις, αλλά και τις γραφειοκρατικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων διεθνών οργανισμών, διακρίνεται ολοένα και ευκρινέστερα η ταξική ταυτότητα των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών και των ασκούμενων πολιτικών σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, θεωρώ ότι ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία καλύπτει με δραματική ένταση και ιλιγγιώδη ταχύτητα την απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο αναγνώστη από την εποχή της Κομμούνας. Υποστηρίζω, πιο συγκεκριμένα, ότι στους δικούς μας καιρούς της παρατεταμένης συστημικής κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, μια σειρά λόγων, ορισμένους των οποίων ενδεικτικά, αλλά όχι τυχαία, θα επισημάνω ή θα υπαινιχθώ στη συνέχεια, καθιστούν και επίκαιρη και επιβεβλημένη την επαναφορά του κριτικά σκεπτόμενου πολίτη στη μελέτη του συγκεκριμένου έργου.
222 Στρέφοντας το βλέμμα προς τις εργατικές τάξεις του καιρού του, ο Karl Marx συνέγραψε «εν θερμώ» ένα κείμενο στρατηγικής σημασίας, αποτυπώνοντας τη «γενική τάση της πάλης» για την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ανέδειξε με τη δύναμη της σκέψης και του λόγου του κρίσιμα ζητήματα, που έθεσαν επί τάπητος οι ίδιοι οι εξεγερμένοι του Παρισιού, και τα διαπραγματεύτηκε μέσα από το πρίσμα ενός κομμουνιστικού σχεδίου δράσης του ευρωπαϊκού προλεταριάτου. Σε τελική ανάλυση, ο μαρξικός Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, μια διεθνιστικού ορίζοντα συγγραφή με επαναστατικό δημοκρατικό περιεχόμενο, αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί υπόδειγμα θεωρητικής και μάχιμης παρέμβασης και συμβολής στους αγώνες του διεθνούς προλεταριάτου για μια κομμουνιστική κοινωνία, μια κοινωνία χωρίς τάξεις και κράτος. Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία εμπεριέχει τρόπον τινά την ιστορική διόρθωση που επέφεραν στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος οι επαναστατημένοι εργάτες της γαλλικής πρωτεύουσας. Το ομολογούν στον πρόλογό τους στη γερμανική έκδοση του Μανιφέστου οι ίδιοι οι δημιουργοί του, ο Marx και ο Engels, όταν, ένα περίπου χρόνο μετά τα γεγονότα του Παρισιού, διατυπώνουν τη θέση ότι η Κομμούνα έφερε στην επιφάνεια ένα από τα σημεία, στα οποία το πρόγραμμα του Μανιφέστου έχει παλιώσει, καθώς απέδειξε ότι δεν αρκεί η εργατική τάξη «να πάρει στα χέρια της την κρατι-
κή μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς». Η παρισινή Κομμούνα απέδειξε στην πράξη ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης και αυτός καθαυτός ο στρατηγικός στόχος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί με μόνη την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Για έναν τέτοιο σκοπό, απαιτείται και προϋποτίθεται η καταστροφή, το «τσάκισμα» του αστικού κράτους και των μηχανισμών του. Προδιαγράφεται, εν προκειμένω, η διαχρονικής σημασίας ριζική διαφοροποίηση μιας μαρξιστικής πολιτικής θεωρίας και πράξης από τις κατά καιρούς σοσιαλδημοκρατικές και σοσιαλφιλεύθερες αναθεωρήσεις της. Την ίδια στιγμή, η παρισινή Κομμούνα υλοποίησε στο βραχύ βίο της τη διακηρυγμένη στα καταστατικά κείμενα της Α’ Διεθνούς αρχή της αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης. Στο πρώτο σχεδίασμα του Εμφύλιου πολέμου στη Γαλλία, ο Marx σημείωνε χαρακτηριστικά: «[Η Κομμούνα] δεν είναι η πολιτική αυτοδιακυβέρνηση της χώρας διαμέσου μιας ολιγαρχικής λέσχης και της ανάγνωσης της εφημερίδας The Times. Είναι η δράση του λαού για τον εαυτό του και διαμέσου του εαυτού του». Σε κάθε περίπτωση, η ανάγνωση της παρισινής Κομμούνας, όπως την καταθέτει ο Marx στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, υπογραμμίζει με το σαφέστερο τρόπο την αντίθεσή του προς
κάθε ρεύμα ρεφορμιστικής ή αριστερίστικης κατεύθυνσης, που ευνοούσε την υποκατάσταση της εργατικής τάξης στην επαναστατική δράση της από κάποιες «φωτισμένες μειοψηφίες». Η Κομμούνα, «αυτή η Σφίγγα που τόσο ταλανίζει το αστικό πνεύμα», αποκάλυψε εν τέλει το μυστικό της: «Ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, η πολιτική μορφή που ανακαλύφθηκε τελικά, [και] με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας». Αλλά στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, το ζήτημα της μορφής δεν είναι δευτερεύον σε σχέση με το περιεχόμενο. Η μορφή δεν επενδύει, δε συνοδεύει παθητικά το περιεχόμενο, αλλά το αναδεικνύει και προσδιορίζει την ίδια την εμβέλειά του. Από την άποψη, λοιπόν, της οργάνωσης και της λειτουργίας της, η Κομμούνα ως πολιτική μορφή, χωρίς να ενδίδει σε αφελείς όρκους πίστης στην άμεση δημοκρατία, αποτελεί ταυτοχρόνως τη θεσμική απάντηση του εξεγερμένου προλεταριάτου στη αστική φενάκη του κοινοβουλευτισμού. Η παρισινή Κομμούνα, «ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα, όχι κοινοβουλευτικό», συνδυάζει το καθολικό εκλογικό δικαίωμα και την αντιπροσώπευση με τη λογοδοσία και την ανακλητότητα των εντολοδόχων από τους εντολείς τους, από τον ίδιο το λαό ως συλλογικό υποκείμενο. Με τον τρόπο αυτό, και ας επιμένουμε πολλές φορές να το υποτιμούμε ή και να το αγνοούμε, η δημοκρατία, η «κοινωνική δημοκρατία», όπως την υποστήριξε ο Marx, συνεχιστής, ως ένα βαθμό, της ρουσωικής παράδοσης, διαχωρίστηκε ριζικά από τον κοινοβουλευτισμό.
222 Ξαναδιαβάζοντας σήμερα τον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, θα συνειδητοποιήσουμε, εκτιμώ, βαθύτερα την απουσία της συλλογικής πολιτικής δράσης από την καθημερινότητά μας, αλλά και τη σημασία της για ένα ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό. ένα μετασχηματισμό, που θα παραμένει ου-τοπία, όσο εξακολουθεί να κυριαρχεί στις συνειδήσεις και τις πρακτικές μας η ταύτιση της πολιτικής με τη «διά ψήφου» ανάθεση σε κάποια «αριστερή» κυβέρνηση να λύσει δομικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Ας μη λησμονούμε, εξάλλου, ότι η ίδια η στρατηγική επιδίωξη της συντριβής του αστικού κράτους, με την εκπόρθηση των τριών βασικών θεσμικών οχυρών του, του μόνιμου στρατού, της γραφειοκρατίας και της κεντρικής τράπεζας -σε συνδυασμό με την αντικατάσταση του κοινοβουλευτισμού από μια κοινωνική δημοκρατία, που δομείται και λειτουργεί με κανονιστικό κριτήριο τον αυτοπροσδιορισμό του λαού- απαιτεί τη ριζοσπαστική αναβάθμιση του περιεχομένου και των μορφών της εργατικής πολιτικής και σε επίπεδο τρέχουσας τακτικής. Συνοψίζω: η σύλληψη της πολιτικής με όρους ενός νέου πολιτισμού, όχι δηλαδή ως συνάντησης κορυφών, όχι ως προνομίου κάποιων «σοφών» κυβερνώντων, αλλά ως κίνησης μαζών και, σε τελική ανάλυση, ως τρόπου συγκρότησης ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων που συσκέπτονται, συναποφασίζουν και συμπράττουν στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη διαμόρφωση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, είναι το λεπτό κόκκινο νήμα που θα μπορούσε να συνδέσει το δικό μας μέλλον με το μέλλον που πρόβαλε πρακτικά ως ανθρωπολογική, εν τέλει, δυνατότητα η παρισινή Κομμούνα και εξέφρασε θεωρητικά ο μαρξικός Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία.
Ο Αλέξανδρος Χρύσης διδάσκει Φιλοσοφία της Ιστορίας & Ιστορία των Ιδεών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
48
Η ΑΥΓΗ 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Φτάνοντας στο Τόκιο «Τα μάτια του έλαμπαν από την ανυπομονησία και την ενεργητικότητα του ανθρώπου που φεύγει ταξίδι». Γιούκιο Μισίμα, Δίψα για έρωτα Η πρώτη επαφή ανέδειξε αμέσως μια ποικιλία συγκροτημένων μηνυμάτων. Ασφαλώς τα συνέδεε ένας μίτος διακριτικής σκοπιμότητας. Έδειχναν κατ’ αρχήν μάλλον προσβάσιμα. Η ανάδυσή τους στο ευρύτερο περιβάλλον συνέπιπτε με την ανάδυση μου στην ιαπωνική ταυτότητα. Ένα μέρος τους αποτυπώθηκε το 1999, στο τρίτο κεφάλαιο του ημερολογίου των προσανατολισμών μου με τίτλο Ασία, Ασία. Ήταν μια εύλογη κίνηση ονοματοθεσίας. Ολοφάνερο ότι σκόπευε να ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
βάλει από την αρχή κιόλας ορισμένες άμεσες εκτιμήσεις μου στο πρώτο, το παραγεμισμένο ράφι των αναγκαίων δεικτών πρόσληψης. Διέκρινα, μεταξύ άλλων, τότε τα εξής: «Τα σύννεφα του γιαπωνέζικου Οκτώβρη κατάγονται ασφαλώς κατ’ ευθείαν γραμμή από την ποίηση του αρχιμάστορα του χάικου, του Μπασό: μινιατούρες από αιθάλη κι επιθυμίες, ρευστά όντα, ομιλητικά, που μιμούνται χαρακτήρες. Κοίταξα στο βάθος των υπερβολικών διαδρόμων. Μπορεί οι άνθρωποι να ήταν κάποτε μέλισσες. Για μια στιγμή πίστεψα ότι οι χώροι αυτοί αντιγράφουν το ύφος του αεροδρομίου του Ντίσελντορφ». Εννοείται ότι κύριο μέλημα ενός φιλότιμου αναλυτή να συγκρατεί αμέσως τους κλειδάριθμους των συμπαραδηλώσεων. Τα μυστήρια των λογής επαμφοτερισμών μπορούν να περιμένουν στη σειρά τους για τις όποιες μεταγενέστερες κρίσεις. Τον Δεκέμβριο του 2004 ανανεώνω στο αεροδρόμιο της Ναρίτα την επαφή μου με τους κώδικές της. Εκδοχή φιλικών νευμάτων, προσήνεια δομών, αναγνώριση ιδιοτήτων και παραλλαγών συμπεριφοράς: διαπιστώνω ότι οι χώροι προφανώς με αναγνωρίζουν. Με υπολογίζουν τώρα μάλλον σαν τον επισκέπτη συνειδήσεων κι όχι σαν τον τυπικό τουρίστα, ο οποίος δυσκολεύεται στην αρχή να κατανοήσει πλήρως την ελκυστική τελεολογία που τους συνέχει. Η δειλή στην αρχή, πάντως όχι ακυρώσιμη εξοικείωση με τους τρόπους, τα αυστηρά σήματα των Ιαπώνων, αρχίζει ακριβώς εδώ: στο χείλος των πρώτων βιωμάτων. Ήδη ξεχωρίζω κιόλας απλές οδηγίες, λεπτομέρειες χειρισμών και αυτονόητες σχεδόν κατευθύνσεις. Επικοινωνώ με ένα διακριτό σύνολο πρώτων, αλλά καθοριστικών δεικτών. Η διεκπεραίωση των ταξιδιωτικών υποθέσεων παρακολουθεί με συνέπεια τη μπαγκέτα ενός αόρατου διευθυντή ορχήστρας. Στον κοχλία του αυτιού μου φτάνει ένας ήχος περίπου καλοσυνάτος. Γειώνομαι χωρίς καθυστέρηση στα φωνήεντα που προ(σ)φέρουν ο ένας μετά τον άλλο οι αερολιμενικοί υπάλληλοι. Είναι αυτοί που μας υποδέχονται με μια τυπικότητα, που νομίζω ότι αποπνέει κάτι σαν στοργή. Το δώρο της άφιξης: ο νεοσύλλεκτος των ιαπωνικών περιστάσεων προσεγγίζει από πολύ νωρίς ποι-
Δημήτρης Πετσετίδης, «Ναυαγός»
ότητες χωρίς καμιά σχεδόν προετοιμασία. Το πεδίο των πνευματικών διεισδύσεων είναι από την αρχή ανοικτό. Πιστεύω εν ολίγοις ότι τώρα ακουμπώ στερεότητες. Στον διεθνή αερολιμένα του Τόκιο αυτή τη φορά διολισθαίνω σε ένα απάνεμο παρόν αμυδρής, αλλά βέβαιης παρόλα αυτά επίγνωσης. Η κατάλληλη στιγμή αποτελεί εξ ορισμού την τροφό, τη συνεργό πιθανώς ορθών πορισμάτων. Η διάχυτη ελπίδα ότι δεν θα συγκρουσθώ μετωπικά ούτε αυτή τη φορά με τις Σφίγγες του τοπίου. Συλλέγω ό, τι θεωρώ πως με αφορά σχεδόν αποκλειστικά. Πως αρμόζει στο θεματολόγιο των εμμονών μου για το δεδομένο τοπίο. Όσο διαρκεί η αναμονή μου εδώ, διατηρώ νοερά έναν πίνακα επιτελεσμάτων του ομιλητικότατου περιβάλλοντος. Κάθε διακριτό ηχόχρωμα θα πρέπει να το διασωθεί. Το αεροδρόμιο ως ανοικτό λεξικό: με την πρώτη ευκαιρία αδράχνω προσφορές των σημείων. Με το δίχτυ της αυθορμησίας εκείνης που δεν με πρόδωσε ποτέ, που με έκανε μάλιστα να διακρίνω εύκολα τις κακοτοπιές της απάθειας, τις παγίδες της αυτάρεσκης απομόνωσης στις προκαταλήψεις, επιμένω: συλλέγω πιθανές λύσεις γρίφων. Αυτοσχεδιάζοντας, συγκεντρώνομαι σε κάτοπτρα μάθησης. Δεν ξεχνώ ποτέ άλλωστε: «κάθε ταξινόμηση είναι ανώτερη από το χάος». Η επισήμανση του Κλωντ Λεβί Στρως θα δικαιώνει συνεχώς την αλληλουχία των σημειώσεων, την πολιτική αποθήκευσης νοημάτων, την αποθησαύριση κλίσεων του σώματος, στροφών του γλωσσικού οχήματος και τομών της χειρο-επικοινωνίας. «Ας πάρουμε εκείνα τα δυο γλυκά, που δεν είναι ακριβώς γλυκά. Τα βρίσκεις μόνον εδώ», μου εξηγεί η σύντροφός μου, που έχει από παλιά συναναστραφεί αυτές τις συνισταμένες του πλανήτη. «Δεν έχουν δηλαδή ζάχαρη; Τι γλυκά είναι τότε;». Ίσως η ερώτησή μου προδίδει μιαν απρόσμενη αφέλεια: ξεχνώ φαίνεται ότι εδώ τα φαινόμενα έχουν διαφορετική καταγωγή και διαφορετικό προορισμό. Η απάντηση ήταν επόμενο να επαυξήσει το ενδιαφέρον μου. Γινόμουν παι-
δί, μια προσωποποίηση της άδολης αφέλειας. «Πώς να στο εξηγήσω; Μας λένε ότι είναι γλυκίσματα, τα προσφέρουν, τα πουλάνε ειδικά εδώ ως γλυκίσματα, αλλά δεν είναι ακριβώς γλυκά. Τρώγονται στο μεταξύ γλυκών και μη γεύσης». Στο μεταίχμιο, σκέφτηκα, της απόλαυσης και της επιθυμίας της. Ή μάλλον στο μεταίχμιο της ιδέας του (σχεδόν) σημαίνοντος και του πιθανολογούμενου σημαινομένου του. Ο πειρασμός της ανάλυσης είναι ισχυρότερος τελικά από τον πειρασμό της βρώσης. Η δομική γλωσσολογία, όπως την διδάσκουν στην άλλη μεριά του κόσμου, μπορεί να κάνει άραγε αυτά τα άπω γλυκίσματα αλήθειες; Αναπόφευκτος κόμπος της αλυσίδας των εν νοουμένων: σκέφτηκα, πόσο δίκιο έχει ο μακαρίτης ο φίλος μου, ο ποιητής Μάριος Μαρκίδης: «ο πλήρης Λόγος είναι ό, τι κάθε λόγος, εγκατάλειψη της γεύσης για τη στοχαστική περιγραφή της». Παραιτούμαι, προς το παρόν από τον ενδεχο-
μένως «πλήρη Λόγο» και σπεύδω να δοκιμάσω το άγλυκο έδεσμα, προτού έρθουν να μας πάρουν οι φίλοι μας από το χέρι να μας οδηγήσουν στο κέντρο του Τόκιο, όπου κατοικούν από την γέννησή τους. Διαλέγω μια τάρτα. Δηλαδή κάτι που φαίνεται μακρινός συγγενής της τάρτας με φρούτα ενός τυπικού ζαχαροπλαστείου του Παλαιού Φαλήρου. Αναγνωρίζω με ασφάλεια όμως το χρώμα: ένα αχνό πράσινο. Προέρχεται μάλλον από έναν πίνακα του Σεζάν, όπου τα φρούτα τρώγονται. Ή μπορεί αυτή η συγκεκριμένη ανταύγεια του πράσινου να φτάνει ως εδώ από μια λιμνούλα με νούφαρα και λωτούς. Με την πρώτη μικρή μπουκιά αντιλαμβάνομαι ότι η στοματική μου κοιλότητα υποδέχεται με εύλογη περιέργεια την ανάλαφρη μάζα του τίποτε, του ίσως τίποτε, αφήνοντας τους αισθητικούς πόρους ανοικτούς, έτοιμους να συλλάβουν ό, τι πιστεύεται ότι συνιστά όντως ηδύ. Με την δεύτερη δοκιμή φρονώ πλέον ότι το γλυκό είναι νοητό. Σαν τον Ήλιο της Δικαιοσύνης του ημετέρου Οδυσσέα Ελύτη. Και σταματώ να αναρωτιέμαι και να ψάχνω ονόματα εκεί που πιθανώς να μην υπάρχουν ως ονόματα αλλά ως σκιές ερεθισμάτων, ως προβολές πόθων οι δικές τους λέξεις. Αργότερα θα διαπίστωνα ότι κάπως έτσι θα μάθαινα Ιαπωνία: όχι με το λεξικό στο χέρι, αλλά με το ορμέμφυτο συντονισμένο διαρκώς στον τόπο ή και στις φαντασίες των γηγενών. Υπήρχε μήπως άλλη ατραπός; Μπαίνοντας στο εσωτερικό του ψυχικού ταξί, που θα με κυκλοφορούσε στην αληθινή πρωτεύουσα της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, θα εύρισκα αργότερα την καρδιά του Άλλου, το πρόσωπο, το ακριβές της Άλλης. Η τρίτη και η τέταρτη και τελευταία μπουκιά ήταν από καινούργιες εκπλήξεις: με το σάλιο μετάλλαζαν σε θωπεία ουρανίσκου. [Γράμματα από την Ιαπωνία]
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
Εκδήλωση για τον Αλέξη Ζήρα Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται 45 χρόνια από τότε που ο Αλέξης Ζήρας άρχισε να δημοσιεύει κριτικά κείμενα στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη». Το Public σε μια πρώτη επισήμανση αυτού του γεγονότος, θέλησε να αναδείξει τη συμβολή του κριτικού Αλέξη Ζήρα στην υποδοχή της λογοτεχνίας, των ιδεών και των πολιτικών φαινομένων της χώρας μας στο διάστημα αυτό. Γι’ αυτό και κάλεσε τη Δευτέρα, 15 Απριλίου, στις 7.00 μ.μ. Καραγεώργη Σερβίας 1, Σύνταγμα πέντε γνωστούς συγγραφείς και μελετητές της λογοτεχνίας μας, τους Κώστα Βούλγαρη, Δημήτρη Δασκαλόπουλο, Γιώργο Παγανό, Νικήτα Παρίση και Βαγγέλη Ραπτόπουλο, για μια πρώτη αποτίμηση αυτής της συμβολής. Η παρουσίαση γίνεται με τη συνεργασία της Εταιρείας Συγγραφέων, της οποίας ο Αλέξης Ζήρας ήταν πρόεδρος την τελευταία τετραετία