Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 541
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑΣ Κοινοβουλευτισμός και οικονομική κρίση ΣΕΛ. 1
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Στους δρόμους της ποίησης ΣΕΛ. 2
ΞΕΝΙΑ ΜΗΤΟΥΣΗ Ένα ποίημα για τη Μάρθα ΣΕΛ. 2
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ Β. ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Για τον Τάκη Μενδράκο ΣΕΛ. 3
ΦΟΙΒΟΣ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ Για τα επιστημονικά συνέδρια ΣΕΛ. 4
Δ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Για τον γιατρό Λαμπράκη ΣΕΛ. 4
ΑΝΤΖΕΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ Εργασία και τέχνη ΣΕΛ. 5
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ Επιστρέφοντας στο Δυτ. Βερολίνο ΣΕΛ. 6
ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ Φρίξον ήλιε ΣΕΛ. 6
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ Ξαναδιαβάζοντας ΣΕΛ. 7
ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ Βορράς/Νότος και λογοτεχνία ΣΕΛ. 8
Ο ζωγράφος του μήνα: Αλέξανδρος Βέργης
Κοινοβουλευτισμός και οικονομική κρίση ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Δημοκρατική αρχή και κυβερνητική ευθύνη, εκδόσεις Σαββάλας, σελ. 309 Η μονογραφία της Ιφιγένειας Καμτσίδου μετέχει σε ένα σύγχρονο προβληματισμό γύρω από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και θέλει να εκφράσει διστακτικές και συγκρατημένες επιφυλάξεις για τον τρόπο με τον οποίο οι συνταγματικοί θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας εγκολπώνονται τις κοινωνικοπολιτικές δυσανεξίες ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ
των σύγχρονων δημοκρατιών. Γιατί συγκρατημένες επιφυλάξεις; Διότι είναι η μοίρα των συνταγματολόγων όταν ερμηνεύουν θεσμούς, όπως είναι τα κοινοβούλια, στους οποίους εγγράφονται μακρές ιστορικές παραδόσεις και αποτυπώνονται πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, να μην αναγνωρίζουν στον εαυτό του τις ελευθερίες του πολιτικού επιστήμονα, του οποίου η κριτική είναι συχνά ριζοσπαστική στο όνομα μιας ιδεώδους δημοκρατίας που είναι περισσότερο όραμα και στόχος παρά σύστημα κανόνων και διαδικασιών. Για τον συνταγματολόγο προέχει η εγγυητική λειτουργία και η ασφάλεια που παρέχει η πιστή τήρηση των κανόνων της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Όλα τα επιμέρους θέματα που θίγονται στο πλούσιο, από προβληματισμούς, βιβλίο διαπερνούνται από τη μέριμνα της συγγραφέως να επιβεβαιώσει την ασφάλεια των θεσμών και να επικυρώσει το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Αυτή η αμυντική στάση είναι προϊόν πικρής ιστορικής πείρας που απορρέει από μια στοιχειώδη αναδρομή στους πολιτειακούς θεσμούς που εγκαθιδρύθηκαν με την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Σε όλη την συνταγματική ιστορία του ελληνικού κράτους μέχρι την μεταπολίτευση είναι διάχυτη η αντίφαση μεταξύ ενός συνταγματικού πλαισίου συχνά περισσότερο προωθημένου από την εποχή του( π.χ πρώιμη καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής ήδη με το Σύνταγμα του 1864) και ηθών και νοοτροπιών καθηλωμένων σε προνεωτερικές μορφές πολιτικής συμπεριφοράς σε συνδυασμό με συνεχείς παραβιάσεις των συνταγματικών κανόνων και των διαδικασιών. Να γιατί οι ποιο προοδευτικοί συνταγματολόγοι μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο όπως ο Αρ. Μάνεσης ήταν έντονα θετικιστές.
Xωρίς τίτλο
Εντάσσοντας λοιπόν τον εαυτό της σε αυτή την παράδοση των συνταγματολόγων, δηλαδή των επιγόνων και μαθητών του Αρ. Μάνεση, η Ιφ. Καμτσίδου γνωρίζει και το επιβεβαιώνει με το βιβλίο της, πως ότι έχουμε κατορθώσει σε επίπεδο θεσμών πρέπει να το προστατεύσουμε και να το προχωρήσουμε. Να μην υποτιμήσουμε τις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, που τόσο λοιδωρείται εσχάτως, καθώς και τους αγώνες εκείνης της γενιάς που βίωσε μια πολιτική πραγματικότητα που ίσως για πρώτη φορά αντιστοιχούσε στις αρχές του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, όπως αποτυπώνονταν στο Σύνταγμα του 1975. Η επιλογή του κοινοβουλευτικού συστήματος, ως αντικείμενο μονογραφίας, είναι ιδιαίτερα εύστοχη, διότι στην εξέλιξη των αντιπροσωπευτικών θεσμών ήδη από την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας αποτυπώνεται η βούληση συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων να περιορίσουν την εξουσία του μονάρχη. H συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κοινοβουλευτισμό ως ένα ιστορικό φαινόμενο που σταδιακά εκνομικεύτηκε και τυποποιήθηκε συνταγματικά σε διάφορες μορφές ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες της κάθε δημοκρατίας. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα, ο αρχηγός του κράτους χάνει μεγάλο μέρος της πολιτικής του δύναμης, δύναμη η οποία μετατοπίζεται στην κυβέρνηση και κυρίως στον
πρωθυπουργό, ενώ αντίστοιχα το κοινοβούλιο αδυνατίζει. Ο πρωθυπουργός αναδεικνύεται σε μια προνομιακή θέση διότι εκφράζει το ενιαίο μπλοκ κυβέρνηση-κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά είναι και επικεφαλής του διοικητικού μηχανισμού του κράτους, ενώ εκπροσωπεί την χώρα στα διεθνή Συμβούλια των αρχηγών κρατών κυρίως της ευρωζώνης που λαμβάνονται οι κρισιμότερες αποφάσεις. Θεωρώ ότι αυτή η ευρωπαϊκή παράμετρος θα μπορούσε να τονιστεί περισσότερο με δεδομένο ότι ένας μεγάλος αριθμός κρίσιμων αποφάσεων λαμβάνεται στα συμβούλια της ευρωζώνης όπου ο ρόλος του πρωθυπουργού είναι καθοριστικός. Βέβαια οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η πολιτική ισχύς του πρωθυπουργού σε πολύ μικρό βαθμό οφείλεται στις συνταγματικές του αρμοδιότητες. Ο πρωθυπουργός αντλεί την ισχύ του από την θέση του στο κομματικό σύστημα ως αρχηγός του κόμματος που οδήγησε την παράταξη στην νίκη στις εκλογές, περιορίζοντας έτσι τον αρχηγό του κράτους σε ένα ρόλο συμβολικό. Ωστόσο, η συγγραφέας θεωρεί ότι ο ρόλος του πολιτικά ανεύθυνου, αρχηγού του κράτους παραμένει κρίσιμος, διότι οι ρυθμιστικές του αρμοδιότητες που συνίστανται στην περιφρούρηση των κοινοβουλευτικών θεσμών συμβάλλουν στην πραγμάτωση της δημοκρατικής αρχής. Κατά την Ιφ. Καμτσίδου, η αποστολή του αρχηγού του κράτους πραγμαΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
28 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
τώνεται με δύο τρόπους: αφενός με το να ελέγχει αν η ανάδειξη και η αποχώρηση της κυβέρνησης συντελούνται σύμφωνα με την θέληση του κοινοβουλίου και αφετέρου με το να εγγυάται ότι η δημοκρατική αντιπαράθεση ασκείται εντός συνταγματικών κανόνων. Το δεύτερο σημείο στο οποίο επικεντρώνεται η ανάλυση αφορά στην ανάδειξη της κυβέρνησης μέσω του διορισμού του πρωθυπουργού. Κατά το Σύνταγμά μας, ο διορισμός του πρωθυπουργού συνιστά ανάθεση μιας εντολής με θεσμική και πολιτική σημασία που κατά τη συγγραφέα θα πρέπει να είναι ένα πρόσωπο που θα υποδειχθεί από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της βουλής και όχι αναγκαστικά ο αρχηγός του πλειοψηφούντος κόμματος, ακόμα και αν δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, εφόσον παρέχει τα εχέγγυα ότι θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και μπορεί να εξασφαλίσει την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας. Ωστόσο, καθοριστικότερη και από την νομιμοποίηση αποδεικνύεται η πραγματική σχέση που εγκαθιδρύεται εντός του κομματικού και πολιτικού συστήματος και επιτρέπει στον μεν πρωθυπουργό να είναι εν δυνάμει κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στο δε ΠτΔ να εγγυάται και να διαφυλάττει τη συνταγματική νομιμότητα. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνεται στην έννοια της πολιτικής ευθύνης του ΠτΔ και της κυβέρνησης. Η συγγραφέας τονίζει ότι η συλλογική πολιτική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης είναι προϊόν μακροχρόνιας ιστορικής εξέλιξης και ταυτίζεται με την ιστορική πορεία προς την διαμόρφωση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η σταδιακή αποδέσμευση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη του μονάρχη και η εξάρτησή της από την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου συμβαδίζει με την καθιέρωση του πολιτικά ανεύθυνου του ανώτατου άρχοντα. Η Ιφ. Καμτσίδου δεν παραλείπει να θίξει τη σημασία των πολιτικών κομμάτων στη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών και ειδικότερα την κατάχρηση των κορυφαίων θεσμών απόδοσης της πολιτικής ευθύνης, όπως η πρόταση εμπιστοσύνης και η πρόταση μομφής για την επίλυση εσωκομματικών αμφισβητήσεων και την επιβεβαίωση της κυριαρχίας του πρωθυπουργού στο κομματικό παιχνίδι. Η συγγραφέας, σε αρκετά σημεία, τονίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουν οι πολίτες την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης αλλά και γενικότερα την λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος, διαμεσολαβείται από το επικοινωνιακό σύστημα και ιδιαίτερα τα ΜΜΕ που συχνά διεκδικούν να υποκαταστήσουν τους πολιτικούς θεσμούς, να αντιπροσωπεύσουν την κοινωνία και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Παρόλα αυτά, το σύγχρονο πρόβλημα που συνδέεται με την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης δεν αφορά τόσο τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και τις διάφορες μορφές του, ούτε την πρόταση εμπιστοσύνης και δυσπιστίας, όσο τη σημαντική μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, στο διεθνές επίπεδο, σε πολυεθνικούς φορείς όπως είναι η ΕΕ και η Ευρωζώνη και την διεκδίκηση αρμοδιοτήτων από περιφερειακούς και τοπικούς οργανισμούς αυτοδιοίκησης όπως και από ΝΠΔΔ ειδικού σκοπού και ανεξάρτητες αρχές που αυτονομούνται από την κεντρική εξουσία, στο εσωτερικό της χώρας. Έτσι η Κυβέρνηση καθίσταται υπόλογη για παραλείψεις, λάθη και δυσλειτουργίες θεσμών και για λήψη αποφάσεων που δεν ελέγχει και που βρίσκονται εκτός της κεντρικής διοικητικής οργάνωσης του κράτους. Αυτές οι εξελίξεις όπως τονίζεται εμφατικά, επιβάλλουν έναν επαναπροσδιορισμό της φύσης, της έκτασης και των συνεπειών της πολιτικής ευθύνης των υπουργών. Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι είναι μοιραίο για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και ιδίως της Ευρωζώνης να αντιμετωπίζουν με αμηχανία την πολιτική ευθύνη των κυβερνήσεων, διότι η Ευρωπαϊκή ένωση δεν έχει συγκροτηθεί ως πολιτικό σύστημα, ενώ είναι συγκροτημένη ως διοικητικός μηχανισμός παραγωγής νομικών κανόνων και οικονομικών μέτρων. Αυτό δημιουργεί μπλοκάρισμα στην απόδοση ευθυνών και στην λογοδοσία που αποτελούν θεμέλια για μια δημοκρατία. Η συγγραφέας καταλήγει ότι τα ελλείμματα και οι αντιφάσεις που εντοπίστηκαν είναι σύμφυτα με την ιστορική πορεία του κοινοβουλευτισμού και θα ήταν άδικο, ενόψει αυτών, να μηδενίσουμε την συμβολή του στην επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά τούτο, πιστεύω, ότι οι σημερινές ανατροπές στο πολιτικό σύστημα και η κρίση του δεν είναι τόσο αποτέλεσμα της κρίσης των συνταγματικά τυποποιημένων διαδικασιών, όσο είναι κρίση της συνάρθρωσης των κοινοβουλευτικών θεσμών με τις πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές και συμπεριφορές. Η αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης κρίσεων από το κράτος, η έντονη αμφισβήτηση του κοινοβουλίου, η κυριαρχία των αγορών που ανατρέπουν την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής έναντι της οικονομίας, η ανάπτυξη ολιγαρχικών-γραφειοκρατικών τάσεων στα πολιτικά κόμματα που κρατικοποιούνται και αποϊδεολογικοποιούνται, το αίσθημα αποξένωσης των πολιτών από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς είναι φαινόμενα που το βιβλίο της Ιφ. Καμτσίδου μας οδηγεί να τα σκεφτούμε σε βάθος και ενδεχομένως να διαμορφώσουμε και τις αντίστοιχες πολιτικές επιλογές.
Ο Παναγιώτης Μαντζούφας διδάσκει συνταγματικό δίκαιο στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ
Η ΑΥΓΗ • 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Xωρίς τίτλο
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Το δέος του μοντερνισμού ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ, Τα σκαλοπάτια της Οδησσού, εκδόσεις μικρή άρκτος, σελ. 64 Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από το «ανά», που δείχνει να τη στοιχειώνει, διαγράφοντας ένα όριο το οποίο βιώνεται είτε ως μια κατάσταση στάσιμη, στην οποία αντιστοιχεί ένας βηματισμός σημειωτόν, είτε ως μια στιγμή μετάβασης, η οποία απαιτεί ρήξεις και υπερβάσεις. Στο πεδίο των ιδεών αυτή η συνθήκη εκφράζεται ως αναστοχασμός, με τις δύο εκδοχές/απαντήσεις να συνυπάρχουν, ενίοτε και να συνεργάζονται, εμπεδώνοντας έτσι ένα ο-
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
λόκληρο «κλίμα». Στην ποίηση έχουμε πια ως συχνό φαινόμενο την αναβίωση παρελθόντων ποιητικών τρόπων, την ανακατασκευή ποιημάτων παλαιοτέρων ποιητών, την ανάσυρση παραμελημένων ή και απωθημένων γλωσσικών τύπων και ρυθμών. Το δε ποιητικό υποκείμενο δεν εμφανίζει καμιά αξίωση αυτάρκειας, αλλά, αντίθετα, εκθέτει χωρίς καμιά αναστολή τη συνομιλία του με προηγηθέντες, ομοτέχνους ή πρόσωπα ιστορικά, με το ποίημα συχνά να υπόκειται σε αυτή τη συνομιλία. Δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο. Εγώ ο ποιητής Φερνάντο Πεσσόα ονειρεύτηκα ότι είμαι όλοι οι άνθρωποι που υπήρξαν, είμαι τα μάτια της μητέρας μου σκεπασμένα με δάκρυα, είμαι οι χιλιάδες νεκροί του σεισμού της Λισσαβόνας και ένα άρρωστο σκυλί που τριγυρνά στα ερείπια. Είμαι ο Ρικάρντο Ρέις, ο Μπερνάντο Σουάρες και τόσοι ακόμα που τους ξεχνώ. Πώς όλα αυτά μεταφράζονται ως καλλιτεχνική στάση; Υπάρχουν δύο βασικές επιλογές. Η μετατροπή όλου του παρελθόντος σ’ ένα θεματολογικό παρόν, όπου καταργείται η εύτακτος ακολουθία του χρόνου ως γεγονοτολογική συνέχεια. Σε αυτή την περίπτωση, το ποιητικό υποκείμενο δείχνει να διασώζεται, «πιστώνοντας» την επιβίωσή του ως μια ακόμη στιγμή μέσα στο θεματολογικό άτακτο χάος. Η δεύτερη επιλογή είναι η εστίαση του ποιητικού βλέμματος και η μετάθεση της συνομιλίας στο πεδίο των τρόπων και των μορφών, σε εκείνο το χάος. Ο Σταμάτης Πολενάκης, ένας από τους πιο καλλιεργημένους αλλά και πολιτικοποιημένους νέους ποιητές μας, κάνει την πρώτη επιλογή. Σταχυολογώ μερικούς τίτλους των ποιημάτων του: «Η επιστροφή της Φόνισσας», «Ποίημα-ντοκουμέντο στο οποίο μοναδικός αφηγητής είναι ο Ηρακλής Ντούσιας, καφεπώλης από την Πρέβεζα», «Λένινγκραντ», «Η τελευταία επί του όρους ομιλία», «Ελε-
γεία, 1845», «Ασσίζη», «Ένα όνειρο του Φραντς Κάφκα», «Προς τη Θήβα». Ο όρος «ποίημα-ντοκουμέντο» νομίζω πως περιγράφει το σημείο, την κατάσταση του «ανά», αλλά περιγράφει και τον δισταγμό του Πολενάκη, να γενικεύσει τη συνομιλία του, να ανοίξει την ποιητική του στο χάος των ποιητικών τρόπων. Όλη αυτή η διαδικασία αποτυπώνει τη μεταβατικότητα της ιστορικής στιγμής που ζούμε, όπου οι «μεγάλες αφηγήσεις», και πρώτα απ’ όλα οι ποιητικές, έχουν εκπέσει από το βάθρο τους. Εδώ ακριβώς όμως φτιάχνεται το καινούριο δίλημμα: είτε διά της θεματολογικής ανάσυρσης του παρελθόντος θα επιχειρήσουμε να το ανασυστήσουμε σε ένα εύτακτο παζλ «μικροϊστορικών» εκφάνσεων, είτε θα συνθέσουμε νέες αφηγήσεις, επίσης μεγάλου εύρους, όμως με τρόπους, υλικά και χαρακτήρα που δεν θα αναπαραγάγουν τις προηγούμενες αλλά θα αποδέχονται την ήδη συντελεσμένη έκπτωσή τους. Θα υπόκεινται στην ανομοιογένεια, στην πολυφωνικότητα, στο μη ολοποιητικό τους πρόταγμα. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο στο πεδίο της μορφής, και πρώτα απ’ όλα στο πεδίο της γλώσσας. Έχω τη γνώμη πως αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Σταμάτης Πολενάκης, στο σημείο όπου βρίσκεται η ποιητική του. Η λογοτεχνική του παιδεία τού δίνει τη δυνατότητα να αναλάβει το ρίσκο της απάντησης.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
Επίσκεψη Στη Μάρθα
Έμεινε πίσω το άδειο σαλόνι Μετά που έφυγες Και πήρες μαζί σου Όλους τους επισκέπτες Ήταν παλιό και μαθημένο Να δέχεται βάρη και πτυχές Μα τη φυγή στην ερημιά Πώς να σηκώνει δεν έμαθε Τρίζουν οι αρθρώσεις αμηχανία Δίχως φίλους δεν ξέρει να ζει Ποιος τώρα να τους καλέσει; Τα μπράτσα και τα πόδια του σιγούν Σα σώμα ξένο, ανήσυχα Τρία ποτήρια αφημένα στο τραπέζι
Κομοτηνή. 2-1-2013 Ξένια Μητούση
Η ΑΥΓΗ • 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
29
3
Ο πλούτος του ελάχιστου ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, Τα τετράστιχα της πικρής βροχής, εκδόσεις Άγρα, 2001 Ατάκτως ερριμμένα, εκδόσεις Άγρα, 2012 Μετρημένες κουβέντες σε μικρές δόσεις. Τα ποιήματα του Τάκη Μενδράκου είναι αποστάγματα βίου τα οποία προσφέρονται στον αναγνώστη επεξεργασμένα στη ρητορική του ελάχιστου. Πρόκειται για ποίηση μινιμαλιστική που χωράει σε λίγο χώρο τη συσσωρευμένη δυναμική ενός συμπυκνωμένου νοήματος. Μάλλον σπάνιο δείγμα σε μια εποχή όπου συνήθως συμβαίνει το αντίθετο: κατάχρηση της γλώσσας, πλεόνασμα λόγου με ασήμαντη ποιητική αντήχηση. Μετά από πολύχρονη διαδρομή στη λογοτεχνική γραφή και στη ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ
λογοτεχνική μετάφραση, κρατώντας τα ψήγματα της εμπειρίας και της νοσταλγίας μιας άλλης εποχής και ενός άλλου ήθους, ο Μενδράκος θέλει να κλείσει τον κύκλο διακριτικά και ψιθυριστά. Ξέροντας σε ποιους μιλά, και σε ποια εποχή, νιώθει μιαν επιφύλαξη που περνά και στην ποιητική φράση. Σαν να θέλει να πει ότι «έρχομαι από άλλον τόπο και χρόνο, γι’ αυτό θα πω τα λιγοστά λόγια μου χωρίς να σας ενοχλήσω??? δεν είμαι αφελής, γνωρίζω ότι κοιτάτε αλλού και έχετε κλειστά αυτιά??? εγώ όμως θα αφήσω ένα ίχνος, κάτι σαν λογοτεχνική διαθήκη, για όσους θα με αναζητήσουν». Δεν τελειώνει όμως σε αυτή την οικονομία λόγου η ποιητική χειρονομία του. Στις δύο λακωνικές συλλογές που τις χωρίζει το χάσμα μιας δεκαετίας διαπιστώνει κανείς την αφομοίωση μιας μακράς παιδείας που περνά διακριτικά στο στημόνι της γραφής. Ξεμυτίζουν εδώ κι εκεί σήματα της διαδρομής, το κυριότερο όμως είναι ότι η θητεία στην ποιητική συντεχνία και η πείρα στην άσκηση της γλώσσας αποτυπώνονται συνολικά στον λόγο του Μενδράκου, συγκροτούν το σύμπαν μιας μοναχικής προσωπικής ποιητικής. Από τις πιο βαρύνουσες παρουσίες, υπό την έννοια ότι διατηρεί διαρκή διάλογο μαζί της, είναι εκείνη του Καβάφη: «Δεν είναι πως δε προσπαθήσαμε,/ ούτε η φωνή μας ήταν σαν των Τρώων. / ήταν ίσως λίγο παράτονη, λίγο εφηβική. / Αυτό έχει συμβεί κι άλλες φορές, / συμβαίνει πάντοτε με την απάθεια του χρόνου: Πλέον χωρίς εμάς! ... Ε, και λοιπόν;» Ακόμη και στις πιο λυρικές στιγμές του νιώθει να τον τρυπά η ματιά του Αλεξανδρινού και αμέσως επανακάμπτει στην επίγνωση ότι στην ιστορία ερχόμαστε πάντα αργά. Αυτό κάνει τις πιο εξομολογητικές στιγμές του ακραία, και κάποτε ειρωνικά, υπαινικτικές. Ένα άλλο προτέρημα του Μενδράκου είναι η έλλειψη ξιπασιάς. Θυμόσοφος και νηφάλιος δεν πέφτει στις σκοτεινές λακκούβες της ευκολίας και της πόζας. Διότι γι’ αυτόν ήταν πάντα έτσι. Πόσο μάλλον τώρα που από τη δύση του καιρού αναμετριέται πάλι με την αγάπη μιας ζωής: τη μάχη με τις λέξεις, ως δύσκολη συμβίωση και ως διαρκή αγωνία. Αν θα μπορούσε κανείς να πει κάτι καίρια συμπερασματικό για μια τέτοια ποιητική φωνή είναι η απλή διαπίστωση ότι ο αναγνώστης δεν θα χάσει τον χρόνο του, αντίθετα θα ακούσει ποίηση που λέει πολλά ξοδεύοντας λίγα. Η θεματική δεν είναι πρωτότυπη. Δεν είναι ποτέ πρωτότυπη. Για κανέναν ποιητή. Γενικά η πρωτοτυπία χάθηκε μια για πάντα με τον μοντερνισμό. Αυτό που μετρά είναι πως μιλάς μετά από αυτό το γεγονός. Ο Μενδράκος δεν επιχειρεί να ανοίξει καινούργιους δρόμους αλλά να μιλήσει με όσα σύνεργα διαθέτει χωρίς να εκτεθεί στον αναγνώστη του και χωρίς να τιμωρήσει την ποίηση. Δεν σταματά όμως σε αυτό. Με μια μικρή κίνηση αποδεικνύει ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω από τους ποιητές της σειράς που μας ταλαιπωρούν. Έτσι, μιλώντας για το αναπόφευκτα επερχόμενο τέλος θα πει: «Ο θάνατος συνήθως έρχεται σε δόσεις / και είναι μονάχα ο κεραυνός/ που η δύναμή μου /δεν προφταίνει να φθαρεί». Την ίδια στιγμή που η ποίηση σκοντάφτει στην απόλυτη αδυναμία, έχει το κουράγιο να αρθρώσει τον λόγο της αγάπης αλλά με την πικρή υπονόμευση ενός ερωτηματικού: «Αν επιτέλους το τολμήσω / πάνω στα κύματα να περπατήσω / άραγε η έγνοια σου / θα με κρατήσει στον αφρό;». Ο Μενδράκος πο-
λιορκεί τη μεταφυσική την ίδια στιγμή που την απαρνείται ή την υπονομεύει. Στην ίδια προοπτική βλέπουμε να προσεγγίζει και τη σχέση του με τον χρόνο και με αυτό που λέγεται ανθρώπινη ιστορία. Παραθέτω στη συνέχεια αποσπασματικά δείγματα για μπορέσει ο αναγνώστης να πάρει μια γεύση και όχι, όπως συνήθως γίνεται με τις βιβλιοκρισίες για ποιητικά έργα, να ακούσει μόνο το λόγο του παρουσιαστή, χωρίς ίχνος από το ίδιο το έργο. Ιδού λοιπόν: «Αξιώθηκα της μακροθυμίας σου, / Κύριε, / μου έλειψε όμως η οργή σου / κι ένιωσα τόσο μόνος!» «-Τι έγιναν τα κυπαρίσσια; / -Τά ‘κοψαν / γιατί το τοπίο / βρήκε άλλους τόπους να πενθεί» «Προφητικές γραφές, / κουρέλια όνειρα / στου ανέστιου / το ταπεινό ντουλάπι» «Ήθελες πάντα σου να είσαι / πλάι στην καρδιά των γεγονότων, / ώσπου οι παλμοί της Ιστορίας / κατάστρεψαν την ακοή σου» «Ταριχευμένα όνειρα, / νεκρές πυγολαμπίδες δίχως φως, / ορμή που πέτρωσε πριν ξεκινήσει: Μουσείο που δεν είναι για παιδιά» «Δεν θέλω πια να βλέπω, / ούτε ν’ ακούω, / όταν η αστραπή / γίνεται πυγολαμπίδα» «Αποδημητικό πουλί / ξέχασες να επιστρέψεις / κι ας ήρθε η Άνοιξη. / ή μήπως και δεν ήρθε;» «Αν βρείτε τα κομμάτια μου στο δρόμο σας, / παρακαλώ μαζέψτε τα / και φέρτε τα μου πίσω! / Ίσως, κάποια στιγμή, / να μην κατάλαβα σωστά / το νόημα εκείνων των εξαίσιων γραφών». Γράφοντας για τον Μενδράκο δεν έχω μόνο τη χαρά ότι γράφω για έναν φίλο που τον γνώρισα αργά αλλά έχω και την πεποίθηση ότι γράφω για έναν ποιητή που δεν με έκανε ούτε στιγμή να δυσφορήσω ούτε στιγμή να θυμηθώ τον φλύαρο χυλό της εποχής. Και αυτό λίγο δεν είναι...
Αργήσαμε Στον Τάκη Μενδράκο Μας κατέβασαν κάτω γυμνωμένους - έτσι απαιτούσαν οι κώδικες της καταστολής το μόνο που φορούσαμε ήταν το ηθικό μας. Μας υποδέχθηκε η φρουρά της ηρωικής υγρασίας. Ένα δοχείο στη γωνιά για τις ανάγκες μας. Ο νεανικός ενθουσιασμός επαιάνιζε θούρια «για ν’ ανέβεις πρέπει να κατέβεις», εψέλισε ο Ιορδάνης. Η νύχτα είχε έρθει όταν εγώ μετρούσα τα χρόνια μου ένα, δύο, τρία, δέκα, ... δεκαοχτώ. «Δεκαεννιά ο μήνας αύριο» πετάχτηκε ο Μιχάλης είναι η μέρα που περνάει η κλούβα με τον Γρηγόρη μελίρρυτο τον Τάκη ποιητικό ξημέρωσε γρήγορα, αλλά αργήσαμε να φύγουμε πιο πολύ, όμως, αργήσαμε να γυρίσουμε. Βάσος Χ. Κουτσογιαννόπουλος
Η ΑΥΓΗ • 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
30
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Καλύτερα λιγότερα, αλλά καλύτερα Όποιος ανοίξει τις σελίδες μιας εφημερίδας, ενός περιοδικού ή τις διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, κοιτάξει την ειδησεογραφία μικρών και μεγάλων πόλεων, ακούσει τα πολιτισμικά νέα από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, εύκολα θα αντιληφθεί ότι μια επιδημία απλώνεται γύρω μας: αυτή της οργάνωσης συνεδρίων, συμποσίων, ημερίδων για οποιοδήποτε θέμα και για κάθε περίπτωση. Κάποτε ήταν σύνηθες να γιορτάζονται με ένα συνέδριο τα εκατό, διακόσια, πεντακόσια χρόνια από τη γέννηση ή το θάνατο των πιο σημαντικών μορφών του παρελθόντος ή ιστορικές επετείους ενός έθνους, ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
κι αυτή η συνήθεια απεικόνιζε το χρώμα μιας κάποιας εποχής. Σήμερα, με την ανάπτυξη ενός βιομηχανοποιημένου πολιτισμικού καταναλωτισμού, κάθε περίσταση είναι χρήσιμη. Δεν αρκούν οι εκατονταετηρίδες, ούτε ακόμη και οι τμηματικές επέτειοι. Ίσως μη επετειακά συνέδρια να διατηρούν πιο εύκολα τη σοβαρότητά τους, γιατί υπαγορεύονται και από ερευνητική διάθεση. Πάντως, αν κάποιος θελήσει να μετρήσει τα συνέδρια που οργανώνονται και περιοριστεί στα σχετικά με τις ανθρωπιστικές επιστήμες -για τις θετικές δεν πρέπει να ισχύουν οι σκέψεις που αναπτύσσονται εδώ- μάλλον δεν θα του αρκούν τα δάκτυλα των άνω και
κάτω άκρων μαζί. Στα συνέδρια αυτά, παρατηρείται μια σπατάλη, κυρίως σε λόγια, που δεν «δολοφονούν» κανέναν, αλλά μπορούν να προκαλέσουν απέραντη πλήξη και, φυσικά, ξοδεύονται αρκετά χρήματα που αφαιρούνται από την καταταλαιπωρημένη στη χώρα μας έρευνα, χρήματα που διαλύονται στις «φιέστες» της ακαδημαϊκής, εκδοτικής, πολιτισμικής διανόησης. Τα σημάδια της κρίσης των συνεδρίων βρίσκονται βέβαια ακόμη πιο βαθιά: για παράδειγμα, σπάνια στη χώρα μας μοιράζονται έγκαιρα στους συνέδρους οι περιλήψεις των ανακοινώσεων, που σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να αποδειχθεί ικανό βήμα προβληματισμού και συζήτησης: έτσι, καταλήγουν στο θρίαμβο ενός ανώφελου λόγου, στενού συγγενή της άκαρπης ρητορικής. Παρατηρούμε μια επιστροφή στην πριν από τον Γουτεμβέργιο εποχή, όταν η επικοινωνία βασιζόταν στον προφορικό λόγο ή μέσα από την αργή διακίνηση των χειρογράφων. Σήμερα η ανθρωπότητα κινδυνεύει, για λόγους αρκετά σύνθετους και από τα αποτελέσματα της εισβολής των μέσων μαζικής ενημέρωσης, να τοποθετήσει σε δεύτερη μοίρα την ευεργετική παρουσία του εντύπου: μερικές από τις θεμελιώδεις κατακτήσεις του σύγχρονου κόσμου, όπως η μαζική υποχρεωτική κατώτερη και μέση εκπαίδευση, η διάδοση των στοιχείων πολιτισμού, η διακίνηση των ιδεών, βρίσκονται σε κρίση ή υποβαθμίζονται σε επιφανειακές παρουσίες. Βέβαια ο προφορικός λόγος ως εργαλείο έρευνας, δεν έχασε και δεν πρέπει να χάσει τις μη ρητορικές αρετές του, όπως όταν σε πανεπιστημιακό επίπεδο αμφισβητήθηκε, προς όφελος των σεμιναρίων, το μάθημα ex
«Εκάστην Τετάρτην 5-7 μμ, ο κ. Λαμπράκης δέχεται τους απόρους ΔΩΡΕΑΝ» ΠΑΝΟΣ ΤΡΙΓΑΖΗΣ, Ο Λαμπράκης και το κίνημα ειρήνης, Εκδόσεις Ταξιδευτής, σελ. 174 Το καινούργιο βιβλίο του Πάνου Τριγάζη, που ξεκινά με αναφορές στην προσωπική διαδρομή του συγγραφέα στο φιλειρηνικό κίνημα και τις πνευματικές και πολιτικές καταβολές του παγκόσμιου φιλειρηνικού κινήματος, διαθέτει δύο αξιοσημείωτα στοιχεία: πρώτον, περιέχει αυτοβιογραφικές σημειώσεις του Λαμπράκη που ξεκινούν από την εποχή που ήταν στη γενέτειρά του, την Κερασίτσα Αρκαδίας, και δεύτερον είναι το πρώτο βιβλίο που σκιαγραφεί την ιστορία του μεταπολεμικού ελληνικού φιλειρηνικού κινήματος κάνοντας τους απαραίτητους σταθμούς: η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη, το περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης», ο Σύνδεσμος Μπέρτραντ Ράσσελ και φυσικά, ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Πολύ ενδιαφέρον παρουσιά-
ζει η περιγραφή της Πορείας Ειρήνης του Ολντερμάστον, τον Απρίλη του ‘63, στην οποία ο Λαμπράκης, που περιγράφει, εκπροσώπησε μαζί με άλλους ΕΔΑΐτες το ελληνικό κίνημα. Ακολουθεί η περιγραφή της 1ης Πορείας Ειρήνης (1963) την οποία ο Λαμπράκης έκανε ουσιαστικά μόνος του, μιας και η κυβέρνηση Καραμανλή είχε απαγορεύσει ην Πορεία με αποτέλεσμα να συλλάβει χιλιάδες πολίτες που προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν την Πορεία, καθώς και η περιγραφή της δολοφονίας του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη και του λαϊκού και διεθνούς ξεσηκωμού που προκάλεσε. Το βιβλίο κλείνει με το χρονικό του ελληνικού κινήματος από το 1945 μέχρι το 1992. Εκείνο ωστόσο που ίσως αξίζει να θυμόμαστε από το Λαμπράκη, εκτός από τη μαρτυρική του θυσία στο βωμό του παγκόσμιου αγώνα για την Ειρήνη, είναι αυτό που μας πληροφορεί ο τίτλος του σύντομου αυτού άρθρου. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
cathedra. Εξάλλου πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο άνθρωπος έχασε σταδιακά την ικανότητα της απαραίτητης αυτοσυγκέντρωσης για να ακούσει ένα προφορικό μάθημα, ικανότητα που είχε ένα «μαθητούδι» στον Μεσαίωνα. Τις τελευταίες δεκαετίες ίσως αυτή η διαδικασία να επιταχύνθηκε από το γεγονός ότι στα σπίτια μας συνηθίζεται να υπάρχει η ηχώ της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Αναμφίβολα, όλο και περισσότερο, σε όλες τις συνεδριάσεις, από τη Βουλή ως τα αμφιθέατρα των επιστημονικών συνεδρίων, η «απροσεξία» των ακροατών μεγαλώνει αισθητά. Αν μάλιστα ένα συνέδριο διαρκεί αρκετές μέρες, τότε η λογική του ακολουθία χάνεται ανάμεσα στην αίθουσα συνεδριάσεων, τους διαδρόμους, τα γεύματα και τις δεξιώσεις. Για τους λόγους αυτούς η επιλογή του γραπτού λόγου είναι απόλυτα σωστή και θετική. Αν ενδιαφέρει ο Όμηρος ή ο Δάντης, οι Παλαιολόγοι ή οι προ-σωκρατικοί φιλόσοφοι, είναι πολύ πιο αποδοτικό να διαβάσεις με την ησυχία σου αυτά που επεξεργάζονται οι διάφοροι μελετητές, επικεντρώνοντας την προσοχή σου εκεί που η κρίση τους χρειάζεται επιβεβαίωση ή είναι αναγκαίος ένας βαθύτερος προβληματισμός. Δεν ωφελεί ν’ ακούς να απαγγέλουν το μάθημά τους. Μ’ άλλα λόγια, θα πρέπει να αποβάλουμε την ψευδαίσθηση ότι τα συμπόσια, ειδικά όσα είναι ανοικτά για το κοινό, είναι και ένδειξη δημοκρατίας. Αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι παραδείγματα μιας άνωθεν παρεχόμενης γνώσης. Στοιχεία δημοκρατίας στον πολιτισμό αποτελούν μια καλή σχολική και πανεπιστημιακή οργάνωση, ένα σωστό και λειτουργικό σύστημα βιβλιοθηκών, μια πολιτική χαμη-
λού κόστους για τα βιβλία και τα επιστημονικά περιοδικά: δομικές συνθήκες οι τελευταίες όπου οι πολιτικές επιλογές πρέπει να δώσουν αποτελέσματα και όχι να δημιουργήσουν εντυπώσεις, και εδώ φαίνεται η βούληση και η ικανότητα της κάθε πολιτικής εξουσίας. Θα ήταν παράλληλα αποπροσανατολιστικό να κατηγορήσουμε τα συνέδρια για τις μεγάλες ελλείψεις στον τομέα οργάνωσης των σπουδών: οι ευθύνες βρίσκονται αλλού. Όμως τα συνέδρια είναι δείκτης αυτών των ελλείψεων και δημιουργούν σε πολλούς ψευδαισθήσεις για το επίπεδο της πολιτισμικής μας στάθμης, μέσα από την καταμέτρηση της εφήμερης συρροής μελετητών γύρω από ένα θέμα που γρήγορα καταναλώνεται. Φυσικά, ο γράφων δεν είναι αναμάρτητος: πολλές φορές έχει πάρει μέρος σε συνέδρια, σε μερικά από αυτά μίλησε κιόλας. Όμως, κάθε τόσο αναρωτιέται αν χρειάζεται περισσότερο μέτρο. Συνέδρια θα πρέπει να γίνονται, κατά προτίμηση όχι επετειακά ή πρόσκαιρα, αλλά όχι τόσα πολλά. Σ’ αυτή την περίπτωση έχει απόλυτο δίκαιο αυτός που κάποτε είπε: «Καλύτερα λιγότερα, αλλά καλύτερα». ΥΓ.: Φέτος συμπληρώνονται 700 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα Βοκκάκιου. Μπορεί να μην καταφέρουμε στην Ελλάδα να οργανώσουμε ένα Συνέδριο αφιερωμένο στο έργο του, αλλά σε ένα από τα επόμενα φύλλα της Κυριακάτικης Αυγής θα τιμήσουμε το όνομά του και την παγκόσμια ακτινοβολία του.
Ο Φοίβος Γκικόπουλος διδάσκει Ιστορία της Ιταλικής Λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ
Η ΑΥΓΗ • 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σχολιάζοντας την τέχνη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο αμερικανός ιστορικός Hal Foster σημειώνει την άνοδο «ενός νέου παραδείγματος» το οποίο ταυτίζεται με τον μεταμοντερνισμό και ορίζεται «από μια στροφή από το υποκείμενο των οικονομικών σχέσεων [της νεωτερικότητας] προς το υποκείμενο της πολιτισμικής ταυτότητας». O Foster αναφέρεται στο υποκείμενο που διαμορφώθηκε μέσα από τις πολιτικές τής ταυτότητας και το οποίο ταυτίστηκε με έ-
43
5
Εργασία και τέχνη την εποχή του παγκόσμιου κεφαλαίου
ΤΗΣ ΑΝΤΖΕΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ
ναν μεταμοντερνισμό που περιθωριοποίησε το ταξικό υποκείμενο. Η ανάγνωση της σύγχρονης τέχνης που επιχειρώ εδώ εξετάζει πώς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, μέσα από το έργο τέχνης, αποσταθεροποιείται η ιδεολογική κυριαρχία του μεταμοντερνισμού. Η στροφή της τέχνης στο οικονομικό υποκείμενο σήμερα συμπίπτει με μία κατά μέτωπο σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, η οποία σχολιάζεται ως «κρίση». Αυτό δικαιολογεί και την έμφαση της σύγχρονης τέχνης στις συνθήκες παραγωγής, ενώ πρωτύτερα, στον μεταμοντερνισμό, οι κριτικές θέσεις στρέφονταν κυρίως ενάντια στην εμπορευματοποίηση του έργου τέχνης, δηλαδή στις συνθήκες κατανάλωσης του τελευταίου. Ειδικότερα, από το 2000 και εξής, παρατηρούμε μια κατακόρυφη αύξηση των εκθέσεων, των συνεδρίων, των ερευνητικών πονημάτων με θέμα την εργασία και το πώς παράγουμε, είτε εντός της τέχνης είτε σ’ έναν ευρύτερο χώρο. Η πρόσφατη στροφή στο οικονομικό υποκείμενο δεν νοείται ως μια «επιστροφή» στη νεωτερικότητα. Την απόσταση μεταξύ του παρελθόντος και του τωρινού οικονομικού υποκειμένου επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, και σύγχρονες θεωρήσεις της παγκοσμιοποίησης. Τέτοιες θεωρήσεις διαπιστώνουν έναν μετασχηματισμό της εργασίας, με τρόπο που να τίθεται υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη μιας παραδοσιακής εργατικής τάξης. Η Αυτοκρατορία των Hardt και Negri είναι το πιο γνωστό παράδειγμα μιας τέτοιας προσέγγισης, και αυτό που απαντάται συχνότατα πλέον στη θεωρία της σύγχρονης τέχνης. Το παραδοσιακό διεθνές προλεταριάτο αντικαθίσταται από την ανοιχτή υπερεθνική τάξη του «πλήθους», μιας ανομοιογενούς παγκόσμιας παραγωγικής τάξης, που δύναται να περιλαμβάνει από τον οικονομικό μετανάστη έως τον εικαστικό, καθώς και οι δύο μετακινούνται ως εργασιακά υποκείμενα σ’ έναν παγκόσμιο χώρο παραγωγής. Η ανάδειξη του «πλήθους» συνοδεύεται από την έμφαση των συγγραφέων στην (ποιοτική παρά ποσοτική) ηγεμονία της «άυλης» εργασίας στην παγκοσμιοποίηση. Ωστόσο, αν (και πώς) η σύγχρονη τέχνη συνδέεται με την άυλη εργασία παραμένει ένα ερώτημα, καθώς η υλική, ή έστω χειρωνακτική, εργασία κάθε άλλο παρά απούσα είναι από τις πρακτικές που υιοθετούν οι σύγχρονοι καλλιτέχνες. Τα παραδείγματα που αναφέρονται παρακάτω αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα της εμπλοκής τής τέχνης με το πεδίο της εργασίας, χωρίς να εκπροσωπούν την εξαιρετική ποικιλία πρακτικών της σύγχρονης τέχνης που συλλογικά αποδίδει τα νέα εργασιακά υποκείμενα.
Πόλη
Η βίντεο-εγκατάσταση του βέλγου Francis Alÿs, με τίτλο «Όταν η πίστη κινεί βουνά» (2002), που καταγράφει τη συμβολική, αν και υλική, πράξη κατά την οποία πεντακόσιοι άνθρωποι μετακινούν κατά μερικά εκατοστά έναν πελώριο αμμόλοφο, σε μια οικονομικά καταβεβλημένη περιοχή της Νότιας Αμερικής, ανήκει στη συλλογή του Μουσείου Guggenheim. Πριν την ένταξή του στο Guggenheim, το έργο ήταν μια χωρικά καθορισμένη [site-specific], συνεργατική δημόσια πράξη «που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της τρίτης Μπιενάλε της Λίμα, σε ένα ρημαγμένο τοπίο στις παρυφές της περουβιανής πρωτεύουσας», όπως εξηγεί η ιστοσελίδα του μουσείου. Ο μουσειακός λόγος θεωρεί άρα ως αίτιο ενός γεγονότος την αφήγηση που μελλοντικά θα αποδώσει το γεγονός προάγοντας σαφώς το ρηματικό παρά το υλικό πεδίο, τη στιγμή που αυτή η προτίμηση για το ρηματικό υπήρξε σήμα κατατεθέν της μεταμοντέρνας σκέψης. Για να υπάρξει ωστόσο αυτή η «μεταφορά για την ανθρώπινη θέληση», χρειάστηκε πεντακόσιοι άνθρωποι να εκτελέσουν εθελοντική, δηλαδή απλήρωτη, χειρωνακτική εργασία. Το ότι οι άνθρωποι αυτοί (φοιτητές οι οποίοι καλούνται να παίξουν το ρόλο της απούσας εργατικής τάξης) είναι εθελοντές, ουδόλως εξασφαλίζει την απουσία εκμετάλλευσης ή την εξαίρεση της εργασίας τους από τους κύκλους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η εθελοντική εργασία είναι δομικό στοιχείο της υλικής και άυλης εργασίας στον σύγχρονο καπιταλισμό. Η χειρωνακτική εργασία βαφτίζεται «ηρωική», από τη στιγμή που το προϊόν της, η «μετακίνηση» του λόφου, υποτίθεται ότι υφίσταται εκτός του κύκλου των καπιταλιστικών οικονομικών ανταλλαγών. Και όμως, η χειρωνακτική εργασία, μαζί με την εργασία του καλλιτέχνη, παρήγαγε τελικά ένα προϊόν που διακινήθηκε στη διεθνή αγορά τέχνης. Η «μάταιη πράξη» (χειρωνακτικής εργασίας) θεωρήθηκε, από το μουσείο, ότι γιόρτασε ένα αφηρημένο ανθρώπινο πνεύμα που
δρα αλτρουιστικά για να πραγματοποιήσει κάτι άυλο: να ανανεώσει την πίστη στην κοινότητα, αναιρώντας προσωρινά την πικρή πραγματικότητα της ανέχειας, της ανεργίας, της σύγκρουσης και της εκτόπισης πληθυσμών που βασανίζει τη νοτιοαμερικάνικη περιοχή. Η δυνατότητα θεαματοποίησης της χειρωνακτικής εργασίας, και μέσω αυτής της υλικής εργασίας, εξηγεί την ενθουσιώδη υποδοχή του έργου από μια μουσειακή κουλτούρα που ανταγωνίζεται τα ΜΜΕ για τον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο του κοινού. Αν τα ΜΜΕ ειδικεύονται στην άμεση μετατροπή σε θέαμα της κάθε εκρηκτικής καταστροφής, το μουσείο έχει το προνόμιο να μετατρέπει σε εξίσου θεαματική εικόνα πιο αργές και δυσνόητες ιστορικές διεργασίες. Έχοντας παραχθεί ακριβώς όταν η υλική εργασία χαρακτηρίστηκε μη ηγεμονική, το «Όταν η πίστη κινεί βουνά» είναι ένα ανυπέρβλητο ντοκουμέντο των ιδεολογιών που πλαισιώνουν την άνοδο του οικονομικού υποκειμένου στην τέχνη σήμερα. Πάνω απ’ όλα, καταδεικνύει την περίπλοκη σχέση χειρωνακτικής και άυλης εργασίας στους παραγωγικούς τόπους της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι περιλαμβάνουν τους αμμόλοφους της Λίμα όσο και μια μπιενάλε κι ένα μουσείο. Ο βρετανός Jeremy Deller πραγματοποιεί τη «Μάχη του Όργκρεϊβ» το καλοκαίρι του 2001. Ο Deller πέρασε ένα χρόνο ερευνώντας in situ τα γεγονότα που οδήγησαν στη βίαιη αναμέτρηση μεταξύ της μικρής κοινότητας των ανθρακωρύχων της αγγλικής κωμόπολης Όργκρεϊβ και της θατσερικής αστυνομίας στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Η ήττα των βρετανών ανθρακωρύχων δεν νοηματοδοτείται αποκλειστικά εντός της βρετανικής εργασιακής ιστορίας, αλλά υπήρξε ενδεικτική μεταβολών στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Και ακριβώς για το λόγο αυτό η «μάχη» αναβιώνει μόνο αφού έχουν πια καταστεί απόλυτα ορατές οι αλλαγές αυτές (ιδιαίτερα στη Δύση) και η εργατική τάξη υφίσταται ως «ιστορικό παρελθόν».
Το πρόβλημα της «Μάχης του Όργκρεϊβ» είναι ότι η επιταγή της παραγωγής ενός ντοκουμέντου τίθεται από χώρους και ομάδες με διαφορετικά, ίσως και αντικρουόμενα, συμφέροντα. Αφενός, η επιταγή αυτή τίθεται από την τοπική εργατική τάξη που επιθυμεί να πάρει την ιστορία «της» στα χέρια της. Γνωρίζουμε ότι αυτού του είδους η επιταγή ανήκει στο βασικό παιδαγωγικό εγχείρημα που έχει αναλάβει η σύγχρονη τέχνη (όπου ένας καλλιτέχνης βοηθά μια κοινότητα να συνδεθεί με την ιστορία του τόπου της). Αφετέρου, η επιταγή παραγωγής ντοκουμέντου τίθεται από τη μηχανή της τέχνης και της οπτικής κουλτούρας και έχει κατά βάθος κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Το ντοκουμέντο μιας εφήμερης δράσης είναι η συνθήκη βάσει της οποίας η τέχνη που έχει αποδιώξει το «αντικείμενο» μπορεί να μετέχει στους διαπλεκόμενους θεσμικούς χώρους όπου κυκλοφορεί η κουλτούρα. Η εγγραφή του εργασιακού υποκειμένου σε μορφές τέχνης που ενσωματώνονται πλέον με χαρακτηριστική ευκολία σε τέτοια θεσμικά περιβάλλοντα ενδέχεται να σημαίνει ότι μια πλέον «απαρχαιωμένη», «χειρωνακτική» εργατική τάξη αποκτά τώρα νέα χρησιμότητα στους παραγωγικούς χώρους της Αυτοκρατορίας. Το κεντρικό ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι: η άυλη εργασία ανάγεται σε ηγεμονική τη στιγμή που οι θεσμοί του σύγχρονου καπιταλισμού οικειοποιούνται τη βιοπολιτική παραγωγή του «κοινού πλούτου», όπου υλική και άυλη εργασία είναι πιο δύσκολο να διαχωριστούν; Και μήπως αυτή η διά των θεσμών οδός, μεταβάλλοντας διαρκώς την κοινωνική εμπειρία σε θέαμα, τελικά συγκαλύπτει τους εργασιακούς χώρους ως, πρώτον, χώρους συγκρούσεων και, δεύτερον, χώρους πάλης; Οι έντονα συλλογικές και συνεργατικές πλευρές των παραπάνω εγχειρημάτων συνιστούν μια «υπεραξία» της παραγωγής, που κατά κανόνα παραμένει αθέατη. Αυτή είναι η «κοινή εμπειρία» που διαμεσολαβεί ο καλλιτέχνης όταν επανενταχτεί στο σύνθετα παραγωγικό πλήθος. Η δράση του καλλιτέχνη καθιστά προφανή την πραγματικότητα ενός άνισου παγκόσμιου χώρου, όχι μόνο όσον αφορά το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και σχετικά με την επιθυμία ή δυνατότητα για αντίσταση. Ό,τι όμως και να επιτυγχάνει αυτή η καλλιτεχνική εργασία, σίγουρα δεν παράγει άμεσα διαθέσιμη γνώση για το αν (και πώς) το πέρασμα του καλλιτέχνη μέσα από τις γεωγραφίες του παγκόσμιου κεφαλαίου συνιστά μια ρήξη με, ή έστω μια απόκλιση από, τις κυρίαρχες δομές παραγωγής. Η ανάδυση μιας τέτοιας γνώσης παραμένει μια γενικότερη πρόκληση για τη ρηξικέλευθη τέχνη και θεωρία της παγκοσμιοποίησης.
Η Άντζελα Δημητρακάκη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Το βιβλίο της Τέχνη και Παγκοσμιοποίηση: Από το μεταμοντέρνο σημείο στη βιοπολιτική αρένα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα ομιλίας που διοργάνωσε το Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της ΑΣΚΤ, και παρατίθεται ολόκληρο στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο blog των «Αναγνώσεων».
Η ΑΥΓΗ • 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
44
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Επιστρέφοντας στο Δυτ. Βερολίνο και στον φοιτητικό ριζοσπαστισμό Η ταινία μικρού μήκους, ως «ντοκιμαντέρ», συνιστά κινηματογραφική εργασία τεκμηρίωσης, στην οποία αναμένεται να είναι ευδιάκριτο το σύνολο των σχέσεων «μερών» και «όλου» που θα την απαρτίζουν. Μ’ αυτήν ακριβώς την πρόθεση και με ομόλογο αποτέλεσμα στοιχειοθετήθηκε η ταινία του Παναγιώτη Κράββαρη: «Μια μέρα από τη ζωή του Θάνου Λίποβατς» που εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο 15ο «Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης» τον περασμένο Μάρτιο. Λόγω της θεματικής της η εικονοποιΐα υποβοηθεί και δεν κατατροπώνει ή δεν υποκαθιστά το λόγο, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η μαρτυρία ενός πανεπιστηΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
μιακού δασκάλου ως διανοουμένου της εποχής μας. Από την τριάδα των πόλεων αναφοράς της σταδιοδρομίας του (Βερολίνο, Παρίσι, Αθήνα) εδώ θα περιορισθώ στην πόλη των μεταπτυχιακών μου σπουδών, στην οποία είχα συναντηθεί με τον «πρωταγωνιστή» του ντοκιμαντέρ. Στη φάση εμφάνισης της πολιτικής πρακτικής μορφών εναλλακτικής σκέψης ήταν πρόσφατη η απόπειρα δολοφονίας του Rudi Dutschke και ο Herbert Marcuse μπορούσε στον τόπο της καταγωγής του να εκλαϊκεύει, σε πολυπληθή φοιτητικά ακροατήρια, τις επισημάνσεις του για τον «μονοδιάστατο άνθρωπο» ορίζοντας ως «ουτοπία» ό,τι εμποδίζεται να γεννηθεί από την «εξουσία των κατεστημένων κοινωνιών». Μάλιστα και στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Δυτ. Βερολίνου αλλοδαπός μεταπτυχιακός φοιτητής αυτονόητα πραγματευόταν, σε Φροντιστήριο του καθηγητή Fr. Rapp, την «ουτοπία μιας Τεχνικής χωρίς καταπίεση». Σε κάθε περίπτωση ήταν διάχυτη η απόρριψη των μεγάλων ιδεολογικών αφηγήσεων, ο σκεπτικισμός για την επιστημονική πρόσβαση των κοινωνικών νομοτελειών, η αξίωση να απομακρυνθεί ο υπό διάθεση χρόνος από τα καταναλωτικά πρότυπα, η καταγγελία του κατακερμα-
τισμού της γνώσης που γεννά τον Fachidiot και τον εξουσιαστή των ανθρωπίνων αναγκών, και τέλος η αποδοκιμασία του πατερναλισμού που προσδιορίζει τις σχέσεις των δύο φύλων. Ακριβώς αυτή η αίσθηση των πραγμάτων είχε διαχυθεί με το φοιτητικό ριζοσπαστισμό στον περίβολο των δύο Πανεπιστήμιων του Δυτ. Βερολίνου, ιδίως στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο (Free Universität) που είχε ιδρυθεί το 1948 ως αντίπαλο δέος στο Humboldt Universität που δύο χρόνια νωρίτερα είχε ανασυσταθεί στο πλαίσιο των θεσμικών προδιαγραφών του νέου καθεστώτος. Στο Δυτ. Βερολίνο του 1973 το F.U. συγκέντρωνε τους περισσότερους έλληνες μεταπτυχιακούς φοιτητές, στο πεδίο των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών, καθώς και πλειάδα διδασκόντων συμπατριωτών τους. Με επίκεντρο τον χώρο των ελλήνων φοιτητών και δευτερευόντως των εργατών είχαν ευκρινώς σχηματοποιηθεί οι επιμέρους πολιτικές ομάδες. Από τους κόλπους των «Φίλων της ΕΔΑ» διαχωρίζονται, μετά το 1968, οι «κολιγιαννικοί» από τους «παρτσαλιδικούς» ή οι «εξωτερικοί» από τους «εσωτερικούς», που ανανεώνονται αντίστοιχα με μέλη της νεολαίας της «Αντι-ΕΦΕΕ» και του «Ρήγα Φεραίου». Κάποια σκόρπια φύλλα της Πανσπουδαστικής και σειρά τευχών της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης και του Διαλόγου αποτύπωναν την ιδιοσυστασία των ιδεολογικών στάσεων του ΚΚΕ και του ΚΚΕ (εσωτ.). Από το τελευταίο είχε ήδη διαφοροποιηθεί ο Μίκης Θεοδωράκης εξασφαλίζοντας στο μεγαλεπήβολο «Κίνημα Νέας Ελληνικής Αριστεράς» ορισμένα ερείσματα που επικοινωνούσαν με τους πολυπληθέστερους συντρόφους τους στην Ιταλία ή στη Σουηδία. Στο πλαίσιο των «μαρξιστών-λενινιστών» δραστηριοποιούνται στελέχη του ΑΜΕΕ που διακινούν τη Λαϊκή Ενότητα. Όμως, ήδη από το 1970, είχε συσταθεί το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας» (ΕΚΚΕ), με αύξουσα επιρροή -μέσω της ΑΑΣΠΕ- στο φοιτητικό σύλλογο (μόλις είχαν συλληφθεί στην
Το φασιστικό, δολοφονικό, ύπουλο και μαφιόζικο χτύπημα κατά αλλοδαπών εργατών γης στην Μανωλάδα πρόσφατα, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου της παθογένειας μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Το ίδιο το παγόβουνο παραμένει βαθιά ριζωμένο μέσα μας, παγωμένο, κρυμμένο και σκοτεινό και που λιώνει πολύ αργά. Με πρόφαση την κρίση που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια, ο πήχης κοινωνικής προστασίας και ανεκτικότητας έχει πάει πολύ χαμηλά, τόσο χαμηλά που σε λίγο θα σκάβουμε για να τον δούμε. «Η Ελλάδα είναι ένας τόπος σκληρός για τους Έλληνες», είχε πει σε μία συνέντευξή του ο άγγλος συγγραφέας Τζον Φόουλς πριν από πολλά χρόνια. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να εξετάσουμε αν είμαστε κι εμείς σκληροί με τη χώρα μας, την πατρίδα μας, τον τόπο μας, το έθνος μας το ανάδελφο; Όπως πάνε τα πράγματα σε λίγο δεν θα γνωρίζουμε και δεν θα αναγνωρίζουμε τίποτα. Θα είμαστε όλοι ξένοι. Θα είμαστε όλοι σαν ξένοι. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Θα παίρνει ο ένας τη δουλειά του άλλου, τα δικαιώματα ο ένας του άλλου. Θες η ταχύτητα με την οποία καλπάζει η φτώχεια και η εφιαλτική ανερ-
Xωρίς τίτλο
Ελλάδα οι ηγέτες του Χρίστος Μπίστης και Πέτρος Στάγκος) και με έντυπα τον Κομμουνιστή και την Εργατική Ταξική Αλληλεγγύη (με υπεύθυνη την Άννα Φιλίνη). Από την ομάδα της «Σοσιαλιστικής Λέσχης» θα προκύψουν, τέλος, με κοινή αναφορά το SPD και τα εργατικά συνδικάτα, τόσο οι σοσιαλιστές της Ένωσης Κέντρου και του ΚΟΔΗΣΟ (με όργανο τη Δημοκρατία) όσο και οι «Φίλοι του ΠΑΚ». Στις κινητοποιήσεις των ομάδων αυτών και στις γενικές συνελεύσεις του φοιτητικού συλλόγου ήταν πρόδηλες οι διαφοροποιήσεις, μέσα από έντονους διαξιφισμούς της επιχειρηματολογίας των στελεχών της καθεμιάς. Μάλιστα όταν προήδρευσε στις γενικές συνελεύσεις ο Μηνάς, ο Παναγιώτης, που εκτελούσε χρέη γραμματέα, έριχνε στα κλεφτά μια ματιά στον Ηριδανό, στη δίμηνη έκδοση ενημέρωσης και προβληματισμού που εξέδιδε στην Αθήνα ο Αλέκος Παπακώστας. Ξεφυλλίζοντας το τεύχος του Ιαν.-Απρ. 1973 είχε εστιάσει το ενδιαφέρον του σε άρθρο του Ernst Fischer, όπου είχε περιληφθεί η διαπίστωση ότι η «διονυσιακή διαμαρτυρία ενάντια στο κύρος της εξουσίας και στην
Φρίξον ήλιε γία, θες ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η παγκοσμιοποίηση, θες η έλλειψη της δικής μας κρίσης να αντιληφθούμε την κρίση που ζούμε, δίνοντας μεγάλη σημασία στα υποπροϊόντα μιας τεχνητής φούσκας-ευμάρειας, στα χρόνια που έρχονται, ακόμα και το να περπατάμε στο κέντρο της Αθήνας για τις πιο τετριμμένες μας δουλειές θα είναι μια δοκιμασία. Η ελληνική κοινωνία έχει αλωθεί και έχει αλλοιωθεί. Έχει αλωθεί από έναν ληξιπρόθεσμο καταναλωτισμό ακραίας μορφής ο οποίος εν τέλει αλλοίωσε την κάποτε άδολη και ευγενή ελληνική ψυχή, εκείνη του 19ου αιώνα για την οποία έγραψαν και ύμνησαν οι Μπάιρον και Γκαίτε. Όμορφο το ευρωπαϊκό κουστούμι το οποίο μας φόρεσε (με επιλογή μας) η ΕΟΚ το 1980, αλλά μήπως μας το χάρισαν χωρίς ούτε μία πρόβα, με συνέπεια να μας στενεύει στον καβάλο; Μήπως, τότε, δεν ήμασταν έτοιμοι για τη βουτιά αυτή στα βαθιά νερά της Δύσης; Μήπως δεν ήμασταν καθόλου, μα καθόλου έτοιμοι για την Ευρωζώνη και το ευρώ; Και μήπως ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε πια να ζούμε χωρίς δανεισμούς και δα-
παράδοση» συνιστά μια εκδοχή της «αξίωσης της νέας γενιάς για μια ολοκληρωτική αλλαγή» καθώς και η προτροπή ότι ανήκει στη «λειτουργία του Beat να επικυρώσει τον καινούριο ρυθμό της ζωής. Είναι αποστολή των κριτικά σκεφτόμενων μαθητών να μην τον καταναλώνουν μόνο σαν συναίσθημα, αλλά να μετατρέψουν τον καινούριο ρυθμό ζωής σε κοινωνική δραστηριότητα». Βέβαια τον τόνο της διδαχής μετρίαζε η διάγνωση του Sartre, λίγες σελίδες παραπάνω, ότι «καμιά κοινωνία δεν μπορεί να παραπονεθεί για τους διανοούμενούς της χωρίς να κατηγορήσει τον εαυτό της, γιατί δεν έχει παρά τους διανοούμενους που αυτή η ίδια φτιάχνει». Μ’ αυτήν τη θυμόσοφη απόφανση συμφωνούσε κι ο Αλέκος, ανεψιός του Νίκου Πλουμπίδη, που σαράντα τόσα χρόνια στο Βερολίνο μετέτρεπε το πικρό χαμόγελο της αναγκαστικής ξενιτιάς σε αδιόρατο καλωσόρισμα μιας μελλοντικής κοινωνίας με ανθρώπινο πρόσωπο.
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
νεικά οφείλεται στην οριστική μας εσωτερική πτώχευση ως ανθρώπινες μονάδες και ως κοινωνία εν γένει που δεν έχει κοινωνική συνοχή; Δεν λέω ότι φταίμε μόνο εμείς για τη δεινή κατάσταση στην οποία έχομε περιέλθει και ότι δεν έπαιξε -και δεν εξακολουθεί να παίζει- το ρόλο του ο ξένος παράγων. Μετά τις συνεχείς και αδιάλειπτες επιτηρούμενες αποτυχίες των τριών μνημονίων, τα παράλογα μέτρα λιτότητας και την θηριώδη βουλιμία τραπεζών και αγορών, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η μείωση μισθών και συντάξεων, το μάδημα του εισοδήματος της μεσαίας τάξης, το ξήλωμα του κοινωνικού ιστού με την κατάργηση κάθε έννοιας κοινωνικής προστασίας, δεν φέρνουν νέες δουλειές, δεν φέρνουν επενδύσεις, δεν φέρνουν ανάπτυξη, δεν φέρνουν πιο κοντά το τούνελ απ’ όπου ελπίζουμε κάποια μέρα να δούμε μια χαραμάδα φωτός. Κι εγώ δεν θέλω να παριστάνω τον απαισιόδοξο. Αλλά, για να είμαι συμβατός με τις άγιες μέρες του Πάσχα που έρχονται, Φρίξον ήλιε θα έλεγα για τα όσα χειρότερα μας περιμένουν στη γωνία, για τον υπάρχοντα γύρω μας κόσμο που καταρρέει και για την επερχόμενη κατάντια του τόπου μας... ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ
Η ΑΥΓΗ • 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
45
7
Ξαναδιαβάζοντας
κλασικά βιβλία
Αλέξης Σεβαστάκης, Ταξίδι εργασίας Προεικονίζοντας τη σύγκρουση: Το στοίχημα της «ανάπτυξης» και ο ρόλος του ξένου Ο «ξένος» και το εννοιολογικό και υλικό αποτύπωμά του στο χώρο, δοκιμάζουν ποικιλοτρόπως την ελληνική κοινωνία. Ο ξένος δεν είναι μόνο ο εξαθλιωμένος μετανάστης, ο οικονομικός ή πολιτικός πρόσφυγας που έρχεται στη χώρα μας και συνηθέστατα εγκλωβίζεται σε αυτήν. Είναι ο «επενδυτής» που στοχεύει στην εκμετάλλευση γαιών και δομών, είναι ο οικονομικός και πολιτικός τοποτηρητής, που επιβάλλει νέα πλαίσια οικονομικής, πολιτικής και αναπόδραστα πολιτιστικής διαχείρισης του τόπου. Είναι όμως και ο οικείος, που απο-οικειοποιείται και συχνά γίνεται ανταγωνιστής και εχθρός. Σε κάθε περίπτωση ο «ξένος», ο «άλλος», είναι πάντα μια ρωγμή και μια απειλή στο υποθετικά ομοιογεΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΡΑΠΤΟΥ
νές «εγώ», μια απειλή στη συμπαγή δικαϊκά και εθιμικά προσδιορισμένη τάξη. Η ύπαρξη του ξένου, του σύγχρονου νομάδα που εγκαθίσταται σε δεδομένο χώρο, είτε ως ικέτης είτε ως αποικιοκράτης, επιδρά στο αστικό τοπίο και στο ύπαιθρο, οδηγώντας σε χωρικές αναμορφώσεις, διευθετήσεις και αναχρήσεις. Με τη γραμματική της νέας αγοράς παρατηρείται η απολύτως συντεταγμένη επιχειρησιακή απόπειρα ανασημασιοδότησης και ανακαθορισμού των συνόρων, των ορίων, των χρήσεων γης. Με την υφαρπαγή της γης και τη χρήση κάθε νομοθετικού τεχνάσματος, η κατοχή και η διαχείριση του χώρου, τόσο στην πόλη όσο και στο ύπαιθρο, αποκτά καθοριστική σημασία. Ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος πουριτανισμός, ως παράθλαση και έκπτωση του μοντέρνου, με την υπερσυστηματική, θρησκευτική σχεδόν δομή του, επιχειρεί μια μονοσήμαντη εδαφικότητα σβήνοντας κάθε προηγούμενο παραγωγικό και μνημονικό ίχνος. Εισάγει μια μετρική του χώρου χωρίς γεωμετρία, μια μετρική συμβολικής ισχύος. Σε αυτό το ιδιαίτερα φορτισμένο και κρίσιμο πεδίο διαδράσεων, όπου η αβεβαιότητα της επιβίωσης και η ευκαιριακή χρησιμότητα της εργασίας τείνουν να γίνουν καθεστώς, η εγκατεστημένη αίσθηση του ανήκειν σε ένα δεδομένο, σταθερό και συνεκτικό όλο, αποδυναμώνεται δραματικά.1 Η ευκαιριακή λογική, διατρέχει το σύνολο των σχέσεων, οι οποίες οργανώνονται ως τυχαίες συνάψεις σε ένα υπερεθνικό χωροδικτύωμα. Στο δίπρακτο έργο Ταξίδι Εργασίας του Αλέξη Δ. Σεβαστάκη, γραμμένο το 1978, το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης, το 1979, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή (και αργότερα σε σκηνοθεσία Λ. Βαρδαρού, το 1986 -Εταιρικός Θίασος Σ.Ε.Η.), εκφράζεται με πυκνότητα και δραματική ένταση η διαδικασία πολλαπλών μετασχηματισμών που υπέστη η ελληνική κοινωνία από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι και την δεκαετία του 1970, τότε που ένα μεγάλο κύμα ελλήνων μεταναστών διασκορπίζονταν ανά την υφήλιο. Στο ίδιο έργο, σαν σκηνή από το μέλλον, προεικονίζεται με ενάργεια η σημερινή συνθήκη περιηγητικής κατοίκησης και κατάχρησης του τόπου, όπως και η νέα πολυπολιτισμική ροή, με όποιες επιπτώσεις τη συνοδεύουν. Το δράμα εκτυλίσσεται σε ένα αγροτόσπιτο, από αυτά των υγρών ημιορεινών περιοχών στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ο μεγάλος αδελφός Τζίμης φτάνει μαζί με δύο αμερικάνους συνεργάτες του στην πατρίδα και η υπόλοιπη πολυμελής οικογένεια τον περιμένει ανυπόμονα και ανήσυχα: Ο παραδοσιακός, δυναστικός και μικροϊδιοτελής πατέρας. Ο προσγειωμένος Μανώλης, ο δεύτερος αδελφός που έχει δουλέψει και έχει συμπλακεί συναισθηματικά και ηθικά με την παραγωγική γαιοκτησία αλλά κυρίως με την Γη, ως φυσικό και ως εννοιολογικό απόθεμα. Η γεροντοκόρη αδελφή Κατερίνα, ένα είδος αρχείου συντετμημένων πολιτιστικών παραδοχών και κρυσταλλώσεων. Η άλλη αδερφή, η Αγγέλα, που ονειρεύ-
εται τη μεγάλη ζωή και ο μικρός αδελφός Γιάννης που θέλει να σπουδάσει. Όλοι μαζί συστήνουν ένα πολύπλοκο σύστημα σχέσεων, μια μικρογραφία της ελληνικής αντιφατικής κοινωνίας, μια μικρογραφία της πολιτικής και πολιτιστικής νεοελληνικής παθογένειας. Ο Τζίμης, που έφυγε με την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αμερική, επιστρέφει ως φορέας προόδου και εκσυγχρονισμού στην πατρίδα, που θεωρεί ότι τον έδιωξε, για να τη μεταχειριστεί στη συνέχεια και με τη βοήθεια του ξένου κεφαλαίου ως διεκδικητικός και στο βάθος πατροκτονικός αποικιοκράτης. Ο μετανάστης, που ανακαθόρισε τις ορίζουσες της ιθαγένειας και ο εκμεταλλευτής ως φορέας μιας νέας ισχύος, είναι εδώ οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Η συγκυρία θα φωτίσει πότε τη μια και πότε την άλλη πλευρά. Στην ουσία αυτός που επιστρέφει παραμένει ανέστιος και πλάνης, ένας ξενιστής στο σώμα της πατρώας γης. Έτσι, η σχέση με την πατρίδα είναι σχέση χρηματιστική, αξιακά ακηδής. Το έργο του Αλέξη Σεβαστάκη αποτελεί παραβολή μιας ι-
δεολογικής αναστροφής. Πρόκειται για την εκκρεμή ιδεολογική στάση που ταλαιπωρεί την Ελλάδα πολλές δεκαετίες και στην οποία το αναπτυξιακό όραμα υπερτίθεται έναντι των κοινωνικών ζητημάτων γενικά και του τρόπου κατοίκησης και παραγωγικής αλλά και πολιτιστικής διαχείρισης του χώρου ειδικά. Στο Ταξίδι Εργασίας η μετέωρη θέση του υποκειμένου (δομικά ξένου προς τα χαρακτηριστικά που το συγκροτούν) φωτίζεται μέσα από το λαβύρινθο των διαπροσωπικών σχέσεων και αναγιγνώσκεται με πολιτικούς όρους, στο βαθμό που το υποκείμενο αυτοσημαίνεται ως πολιτικό ον. Το δράμα λειτουργεί ως αιρετικός και αναιρετικός προβολέας των ηθικών και κοινωνικών προταγμάτων, των ταυτοτήτων και των συμβόλων που χρησιμοποιεί ο νεοέλληνας για να επανανομιμοποιηθεί ιστορικά και να σχετιστεί με τον Άλλο, τον Έτερο. Στο έργο σταθερά τα πάντα μετασχηματίζονται, οι θεωρησιακές μεταβάσεις είναι συνεχείς. Ο μετανάστης αδελφός αποδεικνύεται θλιβερά αναξιόπιστος, οι ξένοι φίλοι και χρηματοδότες είναι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, ο πατέρας είναι δυνάστης, η Αγγέλα είναι άβουλη, που ακουσίως εκπορνεύεται πολιτιστικά στους ηγεμονεύοντες «ξένους». Ο μόνος που αντιστέκεται σθεναρά είναι ο μεγάλος αδελφός Μανώλης. Δομείται και εγκλείεται σε ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, που ενσωματώνει τις ανάγκες του τόπου και της οικογένειας και το οποίο συγκεφαλαιώνει το παραγωγικό τοπίο και τα μνημονικά πολιτισμικά ίχνη που αυτό φέρει. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη γιατί είναι αποκλίνουσες οι θεωρήσεις. Η κατάληξη είναι ο φόνος. Ένας φόνος συμβολικός και μια ολοκληρωτική χωρική κατίσχυση έναντι του διαμαρτυρόμενου, εκείνου που αντιστέκεται... Ο Αλέξης Σεβαστάκης διατυπώνει με γλωσσική ακρίβεια και ένταση, αλλά και με την στάση του διανοούμενου πολιτικού, το νεωτερικό πρόταγμα (στην ελληνική παραφθορά του) για πρόοδο, για μετασχηματισμό, για «δυτικοποίηση» των δομών της κοινωνίας, που συγχρόνως θα έχει το χαρακτήρα της ιστορικής υπέρβασης, του άλματος πάνω από την μοίρα. Η πολιτική ευλυγισία, η τυχοδιωκτική, μικροσκοπική εκδοχή του πολιτικού, γίνονται βασική συνιστώσα του οικονομικού, αυτορυθμιστικού και αυτοσχεδιαστικού, εργοληπτικού μοντέλου το οποίο συγκροτεί έναν εξαιρετικά θνησιγενή οικονομικό σχεδιασμό και διανέμει άνισα τα ισχνά παραγωγικά αποτελέσματά του. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στην «αδήριτη ανάγκη» πρόσδεσης του νεοελληνικού κράτους στην πειρατική εκδοχή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και όχι στο πολυσύνθετο δικτύωμα του υπερχρονικού ανθρωπισμού. Στο παραγωγικό και πολιτιστικό σύστημα εγκαθίσταται μοχλευτικά και ασεβώς ένα υπέρτερο σύστημα παραγωγικής, εκτατικής και εντατικής επιτάχυνσης, που πολύ λίγο συνεισφέρει στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Για ακόμη μια φορά η νομή και η κατοχή της γης, του κλήρου, η διαχείριση του χώρου είναι το βασικό σημείο της δραματουργικής, της υπαρκτικής, της πολιτικής και πολιτιστικής σύγκρουσης. Ο Σεβαστάκης, αφήνοντας τη νοητή έκβαση του δράματος στην ευχέρεια του θεατή, τον εγκαλεί να δώσει την πολιτική ερμηνεία, να δώσει τη λύση που θεωρεί ως την πλέον συνεπή στο μύθο, και επιτέλους να οργανώσει μια εξατομικευμένη δραματική έξοδο προς τη συλλογική ευθύνη του πραγματικού. 1 Για τα νέα ερμηνευτικά σχήματα που έχουν αναδυθεί από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και την «κίνηση» των υποκειμένων στα νέα και προσωρινά νοηματικά και χωρικά πλαίσια, βλέπε στο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η Επινόηση της Ετερότητας. Ταυτότητες και διαφορές στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010, σ.28-33. * Το Ταξίδι Εργασίας περιλαμβάνεται στο Αλέξης Σεβαστάκης, Πολιορκίες. Θέατρο, Δίτομη έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000.
Η Ελευθερία Ράπτου είναι θεατρολόγος
Η ΑΥΓΗ 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
46
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Βορράς/Νότος
8
Μια σχέση άπωσης/έλξης και η συμβολή της Λογοτεχνίας σε αυτή i
Η « Δαιμονοποίηση» του Νότου Στη σημαντική του μελέτη «Πάνω στη Μεταγλώσσα μιας Τυπολογικής Περιγραφής της Κουλτούρας», ο Yuri Lotman επισημαίνει ότι συλλαμβάνουμε τον κόσμο στη βάση μιας χωρικής δομής όπου ουσιαστικό ρόλο παίζει η έννοια του ορίου. Κάθε κουλτούρα τέμνει τον κόσμο στον «δικό της» εσωτερικό χώρο και στον «δικό τους» εξωτερικό χώρο. Ως αποτέλεσμα αυτής της δυαδικής διαίρεσης, ο κόσμος που μας περιβάλλει αποκτά σημειωτική αξία. Τόσο ο εσωτερικός όσο ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ
και ο εξωτερικός χώρος μπορούν να αξιολογηθούν είτε θετικά είτε αρνητικά μέσω αντιθετικών σημασιολογικών, ιδεολογικών και ηθικών όρων. Στη βάση αυτής της αντίθεσης εσωτερικού/εξωτερικού χώρου κάθε κουλτούρα συντάσσει μια πολιτισμική εικονογραφία «αυτοεικόνων» και «ετερο-εικόνων» που καταλήγουν σε ανθεκτικά στερεότυπα. Αυτά, εμφανίζουν τη δική τους «γεωγραφική» λογική και καθορίζουν το « νοερό χάρτη» της. Έτσι, π.χ., τα αντιθετικά, γεωγραφικά σημεία αναφοράς Βορράς/Νότος, Δύση/Ανατολή φορτίζονται ιδεολογικά, επενδύονται με ηθικές έννοιες και διαμορφώνουν στερεότυπα πάνω στα οποία προβάλλονται διαφορετικές εθνικές και πολιτισμικές ταυτότητες.ii Ιστορικά, η αντίθεση Βορρά/Νότου δεν περιορίστηκε μόνο στον εσωτερικό/εξωτερικό χώρο. Μετά το 17ο Αιώνα σηματοδότησε διχαστικές πολιτισμικές διαφορές ακόμα και εντός του ίδιου του «εσωτερικού» χώρου. Στην Αμερική, οι αντιθέσεις έφτασαν μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο, ενώ στην Αγγλία, ήδη από την πρώιμη εποχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι ανθρωπιστικές και αισθητικές αξίες του αγροτικού Νότου αντιπαρατέθηκαν στον υλισμό της εμπορευματικής πλουτοκρατίας και τη διαφθορά των αφιλόξενων, αστικών πόλεων. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, αν και οι παραδοσιακές αξίες του αγροτικού Νότου αντιπαρατέθηκαν στη σατανική τοπογραφία των βιομηχανουπόλεων του Βορρά, σύντομα έμελλε να στοιχειώσουν τους τόπους της μνήμης και της νοσταλγίας. Η εσωτερική αντίθεση Βορρά/Νότου επιμένει ακόμα και στις μέρες μας: η «Λέγκα του Βορρά» στην Ιταλία το επιβεβαιώνει. Αν και στη εποχή της παγκοσμιοποίησης που διανύουμε, η ιδεολογία της «πολυπολιτισμικότητας» και της «υβριδικότητας» αμφισβήτησε την έννοια του ορίου, σήμερα βιώνουμε επιτακτικά την επιστροφή του απωθημένου: την αναβίωση παλαιότερων φαντασιακών μορφών γεωγραφικών αντιθέσεων και ορίων. Έτσι, είναι πράγματι εντυπωσιακή η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται στον γραπτό και προφορικό λόγο η αντίθεση Βορράς/Νότος και το σύστημα αξιών που τη στηρίζει ως μέσο αντίληψης και ερμηνείας της σημερινής ευρωπαϊκής «πραγματικότητας». Εντυπωσιακή είναι επίσης η συχνότητα της παράδοξης διαπίστωσης ότι η φορά του ιστορικού χρόνου έχει πλήρως αναστραφεί: η Ευρώπη «οπισθοδρομεί» σε παρελθούσες μορφές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης ακυρώνοντας έτσι την όποια πρόοδο είχε επιτευχθεί. Οι ευρωπαϊκοί λαοί οδηγούνται πίσω στην ταραχώδη εκείνη εποχή του πρώιμου καπιταλισμού, της γένεσης του έθνους-κράτους, και των θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων. Τα εργατικά δικαιώματα καταργούνται, οι εθνικισμοί φουντώνουν, η άτεγκτη ηθική του Προτεσταντισμού επιβάλλει τις νόρμες της. Εξ ου και η αναβίωση των πολιτισμικών εδαφικών αντιθέσεων, η σύλληψη των οποίων προήλθε φυσικά εκ της Δύσεως, από την πρωτοπόρα Αγγλία. Εκεί, με σημείο έναρξης το 16ο αιώνα, δρομολογήθηκε η συγκρότηση δαιμονοποίησης του Νότου και η μετατροπή της γεωγραφικής κατάταξης χωρών σε «κλάδο της ηθικής».
222 Το 1570 δημοσιεύτηκε στην Αγγλία η πραγματεία του λόγιου Roger Ascham Ο Διδάσκαλος (The Schoolmaster). Στόχος
Xωρίς τίτλο
του διδακτικού αυτού βιβλίου ήταν ο τρόπος εκμάθησης των γόνων της αριστοκρατίας της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας και μέσω αυτών της ουμανιστικής παιδείας. Στο παιδαγωγικό μέρος της πραγματείας, ο λόγιος επεσήμανε τους κινδύνους που περιείχε για την πνευματική και ψυχική αγωγή των νεαρών αριστοκρατών η «μόδα», που τότε κυριαρχούσε, της περιήγησης στην Ιταλία. Εκεί, όντας θύματα στα θέλγητρα όχι μιας μόνο «Κύρκης» αλλά περισσοτέρων, αυτό που τελικά εισήγαγαν οι μεταμορφωμένοι νεαροί ταξιδιώτες από την Ιταλία στην Αγγλία ήταν: η Ματαιοδοξία και η Διαφθορά, η σεξουαλική διαστροφή, ο Παπισμός στη θρησκεία και ο Φατριασμός στην πολιτική. Ο Διδάσκαλος κατέλειπε στις επερχόμενες γενεές των συμπατριωτών του ένα αξέχαστο απόφθεγμα: An Englishman Italianate is a Devil Incarnate (Άγγλος Ιταλομαθημένος είναι Διάβολος Ενσαρκωμένος). Στην ιδεολογική βάση αυτού του αποφθέγματος στηρίχτηκε και το πρώτο αγγλικό πικαρέσκο μυθιστόρημα, Ο Ατυχής Ταξιδιώτης, ή ο βίος του Τζακ Ουίλτον του Thomas Nashe (1594). Εδώ, ωστόσο, θύμα της Κύρκης δεν ήταν ο Λόρδος αλλά ο λακές που τον συνόδευε. Τα όσα ζει και βλέπει στην Ιταλία ξεπερνούν κάθε φαντασία: άγριες μάχες, απάνθρωπα βασανιστήρια, ομαδικούς φόνους και βιασμούς, βάρβαρες αντεκδικήσεις, διεφθαρμένους, αιμοδιψείς πολιτικούς, ιερόσυλους κληρικούς, ξετσίπωτες πόρνες, ξεφωνημένους σοδομιστές. Ο ίδιος, μόλις που γλυτώνει την κρεμάλα και τον κίνδυνο να τον τεμαχίσουν σε κομματάκια σε μια ζωντανή επίδειξη ανατομίας! Ωστόσο, αν στο επίπεδο της πλοκής ο αντιηρωικός αυτός «κατεργάρης» (picaroon) πέφτει θύμα της εκφαυλισμένης Ιταλίας και σώζεται όταν επιστρέφει επιτέλους στην άσπιλη Αγγλία, μια ανάλυση του αφηγηματικού λόγου και ύφους ο-
δηγεί στο συμπέρασμα ότι το κατεξοχήν θύμα αυτού του μυθιστορήματος δεν είναι ο ταξιδιώτης αλλά ο Διδάσκαλος και η ηθικοπλαστική πραγματεία του! Ο υπερθετικός βαθμός στην περιγραφή των βιαιοτήτων, η σεξουαλική κωδικοποίηση του χώρου, ο ασεβής σαρκασμός, τα υπονοούμενα και τα λεγόμενα κατ’ ιδίαν του αφηγητή, μεταστρέφουν εντέλει την τερατώδη «ετεροεικόνα» της Ιταλίας σε παρωδία η οποία, δια της πλαγίας οδού, αποδομεί και την «αυτοεικόνα» της Αγγλίας! Εδώ, δεν θα ήταν άστοχο αν σημειώναμε ότι και η πραγματικότητα διέψευδε την ιδεολογική αμαύρωση της Ιταλίας. Οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών είχαν ήδη αρχίσει από το 13ο αιώνα, από δε τις αρχές του 15ου η παρουσία και συμμετοχή Ιταλών εμπόρων, τραπεζιτών και επισκεπτών στην καθημερινότητα της Αγγλίας ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο. Επιπλέον, καθώς το ιδεολογικό πεδίο δεν είναι ποτέ ομοιογενές και αρραγές, την εποχή εκείνη συνυπήρχαν στο πολιτισμικό «χάρτη» της Αγγλίας δύο αντιθετικές συγκροτήσεις του Νότου: στο αποκρουστικό, ιταλικό υπόδειγμα του Διδασκάλου, αντιπαρατίθετο ο Αυλικός του Castiglione.iii Εκεί, προβαλλόταν ως πρότυπο ο Ιταλός Αυλικός, χαρισματικές ιδιότητες του οποίου ήταν: το ελεύθερο πνεύμα, η θαρραλέα ανάληψη «ρίσκου» (sprezzatura), η ρητορική μαεστρία και η αφοσίωση στο ιδεώδες του νεοπλατωνικού έρωτα, γνωστό ως Petrarchismo. Το πρότυπο αυτό, που αφορούσε αποκλειστικά στα ήθη της Αυλής και την ποιητική παραγωγή που την εκπροσωπούσε, σύντομα θα ενταφιαζόταν από την Ιστορία. Η συγκρότηση της ταυτότητας της ανερχόμενης αστικής τάξης στη βάση του προτεσταντικού ήθους και του εθνοκεντρισμού, καθιστούσε απαραίτητη την κατασκευή ενός εξωτερικού άλλου. Οι γεωγραφικές, πολιτισμικές αντιθέσεις, όπως αναφέρθηκε, δημιουργούν «ανθεκτικά στερεότυπα». Το 1559, Ο Καρδινάλιος Reginald Pole, αποδεχόμενος τον Παπικό Πίνακα Απαγορευμένων Βιβλίων, είχε αποφανθεί πως Ο Ηγεμόνας είχε γραφτεί «από το δάχτυλο του Σατανά». Έτσι, το κατεξοχήν στερεότυπο του «κακού» που κυριάρχησε ως υπόδειγμα φαύλης εξουσίας και ηδονής στο κρίμα, ήταν ο Μακιαβέλι, το όνομα του οποίου λειτούργησε ( λειτουργεί ακόμα!) ως παρωνύμιο. Ο μακιαβελικός χαρακτήρας, σύντομα εμφανίστηκε στη δραματουργία και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Ενδεικτικά, αναφέρω δύο παραδείγματα: Στο έργο του Μάρλοου, Ο Εβραίος της Μάλτας, το προοίμιο εκφέρεται από την ψυχή του Μακιαβέλι! Η φωνή πληροφορεί το κοινό ότι εισέρχεται και ενδημεί στο σώμα πολλών Ηγεμόνων. Κυρίως, εκθέτει την υποκρισία εκείνων που βλασφημούν το Μακιαβέλι, ενώ τον θαυμάζουν υπέρμετρα, κι εκείνων που αποκηρύσσουν τα βιβλία του, ενώ τα καταβροχθίζουν στα κρυφά! Ο μακιαβελικός αχρείος, Χριστιανός, Εβραίος, Μαλτέζος ή Εγγλέζος, δεν κάνει διαφορά. Στον Σαίξπηρ, ο κατεξοχήν μακιαβελικός ήρωας είναι ο Ριχάρδος ο 3ος. Στον περίφημο μονόλογο που εκφέρει, πριν κατακτήσει την εξουσία, αφού παραθέσει όλες τις «ικανότητες» που διαθέτει για να κατακτήσει το στέμμα, καταλήγει κομπάζοντας: «Εγώ, θα δώσω ένα μάθημα στο φονικό Μακιαβέλι».iv Ο «μακιαβελισμός» προσφέρθηκε από τον Σαίξπηρ στο λαϊκό κοινό ως εργαλείο «ανάγνωσης» της πραγματικότητας στην οποία ζούσε: στον «μακιαβελικό» Ριχάρδο, μπορούσε να διακρίνει τον καμπούρη, δολοπλόκο Υπουργό της Ελισσάβετ Σερ Ρόμπερτ Σέσιλ. Έτσι, η Λογοτεχνία υπέσκαπτε την πολιτισμική αντίθεση Βορρά /Νότου. Έδειχνε πως ο «Μακιαβελισμός» ενδημεί στους ιδεολογικούς, εξουσιαστικούς μηχανισμούς ανεξαρτήτως «γεωγραφίας»! i Εργασία εν προόδω. ii Semiotica 14 (2) 1975, σς. 97-123. iii Μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1561. iv Ερρίκος VI (Τρίτο Μέρος), ΙΙΙ, ii, 193.
Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του ΑΠΘ