Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 543
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
12 ΜΑΪΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Ξαναδιαβάζοντας
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ Διανοούμενοι και Εξουσία ΣΕΛ.1
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Κική Δημουλά ΣΕΛ. 2
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΟΣ Κρίση χρέους στην Ευρώπη ΣΕΛ. 3
ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Ανακατασκευάζοντας (εικαστικά) αρχεία ΣΕΛ. 4
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Ένας αγνοημένος διανοούμενος ΣΕΛ. 5
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ Στην κλίνη του Προκρούστη ΣΕΛ. 5
ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Για την τέχνη και τη ζωή ΣΕΛ. 6
ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Ο οργανικός διανοούμενος του συστήματος ΣΕΛ. 7
ΜΑΡΙΑ ΜΟΙΡΑ Ελέφαντες και μυρμήγκια ΣΕΛ. 7
ΤΑΣΟΣ ΧΟΒΑΡΔΑΣ David Harvey, Εξεγερμένες Πόλεις ΣΕΛ. 8
Η ζωγράφος του μήνα: Σταυρούλα Πανάγου-Παπαδάκη
κλασικά βιβλία
Edward W. Said Διανοούμενοι και Εξουσία Όσο βαθαίνει η κρίση που βίαια βιώνουμε και μετεξελίσσεται από κρίση χρέους σε κρίση οικονομικών επιλογών, πολιτικών θεσμών και αξιακών προταγμάτων, τόσο εντείνεται και μια διάχυτη συζήτηση περί ευθύνης ή σιωπής των διανοουμένων απέναντί της ή ακόμη εντονότερα της καταγγελίας ότι όσοι από αυτούς μιλούν, εκφράζονται ως «πολύτιμοι υπηρέτες» της εξουσίας. Πρόκει-
Xωρίς τίτλο
ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
ται για μια συζήτηση και ένα Λόγο που επανέρχεται σε κάθε εποχή κρίσης και ο οποίος εμπεριέχει ένα ιδιότυπο κράμα κρυφής γοητείας και απόρριψης, θαυμασμού και λοιδορίας, προς μια υπαρκτή ή αναμενόμενη δύναμη, αυτής της ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας πολιτών, από την οποία απαιτούμε ένα Λόγο κριτικής αμφισβήτησης. Το ποιους ακριβώς εγκαλεί αυτός ο Λόγος και ποιος είναι ο ιδιαίτερος Ρόλος τους στη σύγχρονη εποχή μας βοηθά να κατανοήσουμε ο Παλαιστίνιος καθηγητής τού Columbia, Edward W. Said -που έφυγε από τη ζωή το 2003- στο βιβλίο του «Διανοούμενοι και εξουσία» εκδόσεις SCRIPTA, Αθήνα 1999, το οποίο αξίζει να ξαναδιαβάσουμε κάτω από το φώς των τελευταίων εξελίξεων. Πρόκειται για μια σειρά ομιλιών-αναλύσεων, που έδωσε στα 1993 στη γνωστή ραδιοφωνική εκπομπή Reith του BBC, την οποία είχε εγκαινιάσει στα 1948 ο Μπέρτραντ Ράσελ. Τα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοση, έχω την αίσθηση ότι διόλου δεν στερούν το τελικό δοκίμιο από την επικαιρότητά του στο σήμερα το αντίθετο μάλιστα. Δεν ξέρω βέβαια αν μπορεί να θεωρηθεί κλασσικός ο Σαΐντ και το συγκεκριμένο του δοκίμιο. Το θέμα όμως που διαπραγματεύεται είναι κλασσικό και απασχολεί την Πολιτική Θεωρία και Πράξη εδώ και πάνω από έναν αιώνα, συγκροτώντας ένα τεράστιο βιβλιογραφικό corpus. Όπως και η λέξη διανοούμενος, που ως νεολογισμός ήρθε να υπερβεί την λέξη λόγιος από την εποχή της υπόθεσης του άδικα καταδικασμένου γαλλοεβραίου λοχαγού Άλφρεντ Ντρέυφους και το «Μανιφέστο των Διανοουμένων» στα 1897, όταν μετά το δριμύ «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά συνυπογράφουν, αλληλέγγυοι με αυτόν, μια σειρά ηχηρά ονόματα της πολιτιστικής δημιουργίας και της πολιτικής ζωής της Γαλλίας (ανάμεσα
τους οι: Ανατόλ Φράνς, Μαρσέλ Προυστ, Ζαν Ζωρές, Λέον Μπλούμ, Ζυλιέν Μπεντά, Κλεμανσώ και ο δικός μας Γιάννης Ψυχάρης). Ένα Μανιφέστο το οποίο αντιστρέφοντας τα επιχειρήματα των υπερασπιστών της κρατικής σκοπιμότητας, ότι εκμεταλλεύονται την όποια επιστημονική, πολιτική ή καλλιτεχνική εγκυρότητά τους και αναμειγνύονται σε υποθέσεις για τις οποίες δεν έχουν καμιά αρμοδιότητα, καθιερώνει μια νέα μαχητική ταυτότητα, αυτή του Διανοούμενου. Μια ταυτότητα ενός Δημόσιου Λόγου που θεωρεί χρέος και ευθύνη την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς και την κριτική όλων των εξουσιαστικών Θεσμών. Η οποία σύμφωνα με μια παλιότερη σκέψη του Μαρξ «αναλαμβάνει μια ανελέητη κριτική του υπάρχοντος, ανελέητη με την έννοια ότι η κριτική δεν ορρωδεί ούτε μπροστά στα ίδια της τα συμπεράσματα, ούτε μπροστά στις συγκρούσεις της με την οποιαδήποτε εξουσία» Πιστός σ’ αυτή την γενεσιουργό ταυτότητα της κατηγορίας Διανοούμενοι ο Σαΐντ επιχειρεί με ένα αυστηρά μεθοδολογικό τρόπο και πλήθος εντυπωσιακά παραδείγματα από την κλασσική λογοτεχνία -απόρροια της επαγγελματικής του σχέσης με την συγκριτική φιλολογία- να δει όχι απλά το ποιοι εντάσσονται σε αυτήν, αλλά κυρίως το ποιοι την υπηρετούν συνειδητά, σε αρμονία με τον γενεσι-
ουργό λόγο δημιουργίας της και ποιος ο κοινωνικός τους ρόλος στο σύγχρονο κόσμο. Αναλύοντας πρωταρχικά τις δυο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις, εκείνη του Αντόνιο Γκράμσι κι εκείνη του Ζυλιέν Μπεντά. Σύμφωνα με τον πρώτο, «Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι ωστόσο δεν λειτουργούν όλοι ως διανοούμενοι μέσα στην κοινωνία». Στο άλλο άκρο ο Μπεντά ορίζει τους διανοούμενους ως μια μικρή ελιτίστικη ομάδα χαρισματικών και ηθικά προικισμένων φιλοσόφων-βασιλιάδων που αποτελούν τη συνείδηση του ανθρώπινου γένους. Είναι σαφές ότι ο Σαΐντ απορρίπτει τις αριστοκρατικές, βαθιά συντηρητικές αντιλήψεις του Μπεντά -όσο και αν θεωρεί την εικόνα που πλάθουν ελκυστική και επιβλητική- αναδεικνύοντας επαγωγικά τις αντιφάσεις που περικλείουν, ιδιαίτερα στις δυναμικές πραγματικότητες του σημερινού κόσμου. Αντίθετα με τον διορατικό ορισμό του Γκράμσι, σύμφωνα με τον οποίο όλοι όσοι εργάζονται σε κάποιο τομέα που συνδέεται με την παραγωγή ή την κατανομή της γνώσης είναι διανοούμενοι - τον οποίο βλέπει να επιβεβαιώνεται στο σήμερα με τα πάμπολλα νέα επαγγέλματα, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών παραγωγών, πανεπιστημιακών, ειδικών πληροφορικής, συμβούλων διοίκησης επιχειρήσεων, πολιτικών εμπειρογνωμόνων, κυβερνητικών συμβούλων, συντακτών εξειδικευμένων εκθέσεων αγοράς και ουσιαστικά όλο το φάσμα της μαζικής σύγχρονης δημοσιογραφίας. Γεγονός που αναδεικνύει την πρωτοποριακή γκραμσιανή σύλληψη στα Τετράδια της Φυλακής, η οποία απέδιδε στους διανοούμενους, και όχι στις κοινωνικές τάξεις, κεντρική θέση στις λειτουργίες των σύγχρονων κοινωνιών. Ακριβώς δε από αυτή την παραδοχή συγκρούεται με τις αρνητικές παραδηλώσεις της έννοιας διανοούμενοι και διανόηση που κυριαρχούν στην αγγλοσαξονική κουλτούρα και όχι μόνο, προσθέτουμε εμείς- όπως και με τις απόψεις -κυνικές και υβριστικές τις χαρακτηρίζει- οι οποίες θεωρούν ότι δεν υπάρχει κλίση για τη διανόηση και πανηγυρίζουν μάλιστα γι’ αυτό. «Διαφωνώ -γράφει- όχι μόνο επειδή μπορεί όντως να διατυπωθεί μια συνεκτική περιγραφή της εν λόγω κλίσης, αλλά επειδή πλέον ο κόσμος βρίθει όσο ποτέ άλλοτε από επαγΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
26 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
γελματίες, ειδήμονες, συμβούλους - εν ολίγοις από διανοούμενους που ο κυριότερος ρόλος τους είναι να παρέχουν την αυθεντία τους, αποκομίζοντας σημαντικότατα κέρδη». Άλλωστε «στη νεώτερη ιστορία δεν έχει υπάρξει μεγάλη επανάσταση χωρίς τη συμμετοχή διανοουμένων κατ’ αντίστροφο τρόπο δεν έχει υπάρξει ποτέ αντεπαναστατικό κίνημα χωρίς τη συμμετοχή διανοουμένων»! Και από την συνειδητοποίηση της ιστορικής αυτής πραγματικότητας, αντιπαλεύει τις λεγόμενες μεταμοντέρνες αντιλήψεις για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων χειραφέτησης και διαφωτισμού και των οικουμενικών αξιών, τάση μετατροπής του διανοούμενου σε ένα απλό υπέρ-εξειδικευμένο απρόσωπο επαγγελματία ή επιτήδειο ειδικό, που το μόνο που τον απασχολεί στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι να κάνει καλά τη δουλεία του. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο διανοούμενος έχει «έναν πολύ συγκεκριμένο δημόσιο ρόλο ... κεντρικό σημείο (του οποίου) είναι η ικανότητα αναπαράστασης, ενσάρκωσης και άρθρωσης ενός μηνύματος, ενός οράματος, μιας στάσης, μιας φιλοσοφίας, ή μιας άποψης, που πραγματοποιούνται ενώπιον, αλλά και εκ μέρους, ενός κοινού ... του οποίου αποτελεί τον εκπρόσωπο, μα όχι τον τιμητή. Οι κομματικοί δεσμοί, το εθνικό πλαίσιο και η πρωταρχική αίσθηση νομιμοφροσύνης δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποσκελίζουν το κριτήριο της αλήθειας σχετικά με την ανθρώπινη δυστυχία και καταπίεση. Κανένα άλλο στοιχείο δεν παραμορφώνει το δημόσιο πρόσωπο του διανοουμένου, περισσότερο από τη λοξοδρομία, την επιφυλακτική σιωπή τον πατριωτικό φανφαρονισμό, τη μελοδραματική αναδρομική αποστασία. Γι’ αυτό και αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό ρόλο του διανοούμενο ως «ξένου», «ερασιτέχνη», και ανατροπέα του όποιου status quo. Ως άνθρωπο που αρνείται να αφομοιωθεί, ο οποίος λόγω της θέσης του, οφείλει να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα σε δημόσιο επίπεδο, να αντιπαρατίθεται στην ορθοδοξία και τον δογματισμό -και όχι να αποτελεί την πηγή τους- να αντιστέκεται στη στρατολόγησή του από διάφορες κυβερνήσεις ή τις μεγάλες επιχειρήσεις και αφ’ ετέρου ο λόγος της ύπαρξής του είναι η εκπροσώπηση των ανθρώπων και των θεμάτων που κατά κανόνα τείνουν να λησμονούνται ή αντιμετωπίζονται σαν να μην υπάρχουν». Από την σκοπιά αυτού του κοινωνικού ρόλου, του είναι «ειλικρινά απωθητική ... η μακάρια αμεριμνησία των διανοουμένων που βρίσκονται στην εξουσία», ενώ το «χάσμα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων μεγαλώνει μέρα με την μέρα» ή εκείνο των «διαφόρων ψυχρών πραγματιστών και ρεαλιστών που επινόησαν τερατώδη μυθεύματα όπως η Νέα Παγκόσμια Τάξη και η σύγκρουση των πολιτισμών» σε ένα κόσμο που «οι πολιτισμοί έχουν σε μεγάλο βαθμό αναμειχθεί και η αλληλεξάρτηση που χαρακτηρίζουν τις ιστορικές διαδρομές τους είναι τόσο έντονες, που αποκλείουν κάθε προσπάθεια να διαχωριστούν ριζικά σε μεγάλες ιδεολογικές αντιθέσεις ‘Ανατολή’ και ‘Δύση’» Αντίθετα ο διανοούμενος έχοντας πλήρη επίγνωση της αλληλεπίδρασης τοπικού, υποκειμενικού και του εδώ και τώρα, οφείλει να δρα στηριζόμενος σε αρχές οικουμενικές: όλοι οι άνθρωποι σ’ όποιο έθνος και αν ανήκουν, δικαιούνται να αντιμετωπίζονται από τις κοσμικές εξουσίες βάσει ορισμένων στοιχειωδών κανόνων ελευθερίας και δικαιοσύνης, οι σκοπιμότητες ή οι εξ αμελείας παραβιάσεις αυτών των κανόνων πρέπει να καταμαρτυρούνται και να καταπολεμούνται με γενναιότητα»! Με αυτή την αντίληψη για το δημόσιο ρόλο του διανοουμένου υποστηρίζει ότι παράλληλα δεν υπάρχει ιδιωτεύων διανοούμενος αλλά τα άτομα που χαρακτηρίζονται από αυτή την κλίση »ασχέτως αν αυτή λέγεται ομιλία, συγγραφή, διδασκαλία ή τηλεοπτική εμφάνιση- από τη στιγμή που προχωρούν σ’ αυτή, εισέρχονται αυτόματα στη δημόσια σφαίρα ... Ούτε όμως υπάρχει μόνο ‘δημόσιος’ διανοούμενος που να χρησιμεύει σαν σημαιοφόρος, εκπρόσωπος ή σύμβολο ενός αγώνα, ενός κινήματος ή μιας άποψης. Ενυπάρχει πάντοτε η προσωπική απόχρωση και η ατομική ευαισθησία στοιχεία που δίνουν νόημα σ’ όλα όσα λέει ή γράφει ... Πάνω απ’ όλα σκοπός του διανοούμενου ... είναι να ενοχλεί, να αντιλέγει ή και να δυσαρεστεί ακόμη». Έχει ταυτόχρονα πλήρη επίγνωση ότι αυτός ο κοινωνικός ρόλος οδηγεί τον διανοούμενο «πολλές φορές να αισθάνεται ανίσχυρος απέναντι στο ισχυρό δίκτυο των κοινωνικών εξουσιών ... να μην έχει την δυνατότητα να πραγματοποιήσει άμεσες αλλαγές και ορισμένες φορές να περιορίζεται στο ρόλο του μάρτυρα κάποιων δραματικών γεγονότων τα οποία διαφορετικά θα αποκρύπτονταν». Κάτι καθόλου όμως αμελητέο! Βέβαια αυτή η συμπεριφορά ούτε φιλίες με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ούτε επίσημες τιμές εξασφαλίζει: «Η θέση αυτή είναι μοναχική, αυτό είναι σίγουρο, μα αξίζει πάντα πολύ περισσότερο από την αγελαία ανοχή της ισχύουσας κατάστασης των πραγμάτων». Και αυτό, τον αμφισβητησιακό κοινωνικό ρόλο όσο απομακρυνόμαστε από την κεντρική πολιτικό-πολιτισμική κεντρική σκηνή, το συναντάμε στη διευρυνόμενη νέα κοινωνική δυναμική. Αρκεί να απαλλαγούμε -πράγμα όχι τόσο εύκολο- από την αναπαραγωγή των «επωνύμων» προσώπων τού κυρίαρχου δικτύου δημοσίων σχέσεων, της Αριστεράς μη εξαιρουμένης. Αρκεί να απαλλαγούμε από τα αρνητικά σύνδρομα για τους δικούς μας οργανικούς διανοούμενους και την δυσφορία που γεννά η κριτική τους. Και να ανοίξουμε διόδους παρουσίασης των δημιουργικών τους σκέψεων και στάσεων αποδεχόμενοι τον κεντρικό τους ρόλο σύμφωνα με την Γκραμσιανή ανάλυση!
Η ΑΥΓΗ • 12 ΜΑΪΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Κική Δημουλά Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που σας ενοχλούν τα λεγόμενά της, σας αρέσει η ποίησή της, αγαπητοί αναγνώστες Οι πρόσφατες αποστροφές του λόγου της Κικής Δημουλά ενόχλησαν, εκφερόμενες σε συμφραζόμενα Κυψέλης, αλλά η ποιήτρια δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να μεταφέρει, σε μια προφορική ομιλία και ανεπεξέργαστους, τους κοινούς τόπους της σκέψης της. Μια σκέψη απλοϊκή, ουσιωδώς ανεπεξέργαστη, αλλά γλωσσικά διακοσμημένη και διακοσμητική. Επειδή όμως, αγαπητοί αναγνώστες, η κοινή γλωσσική καλλιέργεια έχει προ πολλού υπερβεί το επίπεδο της παραδοσιακής καλλιλογίας, αυτός ο λόγος δεν σας θυμίζει σε τίποτα εκείνα που ξέρατε κάποτε, και ακόΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
μα αναγνωρίζετε, ως καλλιλογία. Είναι λόγος σύγχρονος, αντιστοιχεί στη σημερινή αφαιρετικότητα της γλώσσας, ενώ η εικονοποιία του συνάδει με τη φαντασία και τις εικονοποιητικές προσλήψεις ενός κοινού ανθρώπου της εποχής μας. είναι η σύγχρονη καλλιλογία. Διακόπτοντας τη συνέχεια ενός ποιητικού λόγου κατάφορτου ιδεών, αξιοποιώντας την περιρρέουσα κόπωση του πολιτικού στοιχείου, ακόμη και του γυναικείου κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, η Δημουλά εξέφρασε την ύστερη περίοδο της Μεταπολίτευσης, με ένα μεταπολιτικό/απολιτικό, και δεόντως προσωπικό/ατομικό ιδίωμα, απαραιτήτως συγκινημένο/συγκινησιακό, συμβατό με τα κυρίαρχα στερεότυπα της ανέμελης δεκαετίας του 1990. Ακόμα κι αν οι πολιτικές σας αναφορές ήταν δεόντως ριζοσπαστικές, αυτό το ιδίωμα αναγνωρίζατε ως ποιητικότητα. Είναι δε βέβαιο, ότι θα συνεχίσετε να διαβάζετε Δημουλά, έστω και κάποιοι/ες εξ υμών χωρίς την πριν ζέση, χωρίς την άνευ όρων ταύτιση. Και θα το κάνετε, γιατί αυτή η ποίηση είναι συμβατή με την αισθητική σας. Μην εγκαλείτε λοιπόν την Δημουλά. Δεν έκανε τίποτα άλλο από το να εκθέσει, ίσως λίγο αδέξια, την αισθητική της, δηλαδή αυτά που συνέχουν την ιδεολογία της, το κοσμοείδωλό της, τον τρόπο θέασης και βίωσης του κόσμου που μας παρέχει ο ποιητικός της λόγος, με προεξάρχουσα την «ουδέτερη» μικροκλίμακα της καθημερινότητας (ακριβώς γι’ αυτό μίλησε για το παγκάκι της πλατείας Κυψέλης, όπου δεν μπορεί να καθίσει μια ηλικιωμένη γυναίκα, κλπ κλπ). Είναι δε μάταιο να προσπαθήσετε να τη διαβάσετε, τώρα πια, «αποστασιοποιημένοι», «υποψιασμένες», κλπ κλπ. Δεν υπάρχει «τώρα πια», μετά από μια δημόσια αστοχία. Αυτή η αστοχία, το πολύ πολύ να βλάψει την κοινωνική αποδοχή της ποίησης της Δημουλά, στις κοινωνικές/πολιτισμικές κατηγορίες στις οποίες ανήκετε. Δεν αλλάζει όμως, με ένα τυχαίο γεγονός, η δική σας αισθητική καλλιέργεια και παιδεία. Προ δεκαπενταετίας, όταν όλα τα μορφωμένα κοινωνικά στρώματα, όπως επίσης και οι νεότευκτες κοινωνικές κατηγορίες τού θεάματος και της showbiz, παραληρούσαν με τη χάρη του λόγου της Δημουλά, η ποιήτρια έκανε ένα «θεματολογικό άνοιγμα» στην ποίησή της, προς την αντίθετη κατεύθυνση: περιλαμβάνοντας, με την ίδια αδεξιότητα, κοινωνικές ευαισθησίες και οικολογικές νότες, με λυπημένες νύξεις για τα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής και ελεγειακούς τόνους για την τραγική μοίρα του αμνού που ψήνεται στον φούρνο κάθε Κυριακή... Ακριβώς τότε, λοιπόν, κατέθεσα, σε γνωστά περιοδικά (Πλανόδιον, Πολίτης), τις πρώτες νομίζω επιφυλάξεις για την αισθητική τής Δημουλά. Αλλά ακόμα κι αν κάποιοι από εσάς τις διαβά-
Xωρίς τίτλο
σατε, είναι βέβαιο πως δεν λειτούργησαν. Όπως δεν θα λειτουργήσει και τούτο εδώ το σχόλιο, και όσα άλλα παρόμοια κι αν γραφούν. Η αισθητική παιδεία και καλλιέργεια δεν φτιάχνεται με ανάγνωση σχολίων. Ούτε με σχόλια «αποκαθηλώνεται» η Δημουλά και η ποιητική της διαδρομή. Όσα σημαίνει, όσα περισσεύουν μέσα απ’ όλα τούτα, είναι υπαρκτά και σημαντικά. Μα αυτή είναι μια άλλη, κυριολεκτικά άλλη συζήτηση. Βεβαίως και μπορούμε να την κάνουμε αυτή τη συζήτηση, και μάλιστα «ανοιχτά και δημοκρατικά», όμως με μία προϋπόθεση: να διαβάσετε στα σοβαρά την Δημουλά, και εν γένει να πάρετε στα σοβαρά την ποίηση. Τα ανέμελα πολιτισμικά δεδομένα της δεκαετίας του 1990 δεν επαρκούν, ούτε στην Δημουλά ούτε σε κανέναν μας, για να υπάρξουμε μέσα στην κρίση. Φυσικά, όλα τα παραπάνω ισχύουν και για όσους έσπευσαν να υπερασπιστούν την Δημουλά. Είναι δε χαρακτηριστικά τα επιχειρήματα με τα οποία την υπερασπίστηκε, πριν από λίγα χρόνια, σε μια άλλη, δημόσια αλλά πάντως λογοτεχνική αντιπαράθεση, μια αριστερόστροφη πεζογράφος, την οποία επίσης διαβάζετε μαζικά, αγαπητοί αναγνώστες: «H Δημουλά πουλάει και αγαπιέται γιατί τρύπωσε στις πιο μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που παιδεύονται σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον φθαρμένων τύπων σχέσεων και βάλλονται στην καθημερινότητα της πίεσης, του ανταγωνισμού, των αδιεξόδων, της γενικευμένης φθίνουσας επικοινωνίας». Ακριβώς αυτά τα στερεότυπα «κοινώνησε» η Δημουλά στην ομιλία της στην Κυψέλη. Γιατί εκπλαγήκατε, αγαπητοί αναγνώστες;
Η ΑΥΓΗ • 12 ΜΑΪΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
27
3
Κρίση χρέους στην Ευρώπη The Political Economy of Public Debt & Austerity in the EU, Edited by: Elena Papadopoulou and Gabriel Sakellaridis, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2012
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα είναι τα επιμελημένα πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου για την Κρίση Χρέους στην Ευρώπη, που συνδιοργανώθηκε στην Αθήνα το τριήμερο 10-12 Μαρτίου του 2011 από το transform!europe, το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και το Συνασπισμό. Και είναι πολλαπλώς ωφέλιμη η έκδοσή του στο μέτρο που μας δίνει την ευκαιρία να αναστοχαστούμε μετά από δύο χρόνια -πολύς καιΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ
ρός σε αυτήν την ιστορικά πυκνωμένη περίοδο- τον τρόπο που αντιλαμβανόμασταν τα πράγματα στην αρχή σχεδόν της μνημονιακής περιπέτειας. Ας το πω, λοιπόν, προκαταβολικά. Ο απολογισμός που μας δίνει την δυνατότητα να κάνουμε αυτός ο τόμος είναι εξαιρετικά θετικός σε ό,τι αφορά τόσο την ανάλυση της κατάστασης όσο και τη διερεύνηση λύσεων ριζοσπαστικά ρεαλιστικών. Πράγμα που, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώνει και τον ισχυρισμό μας, ως ριζοσπαστικής Αριστεράς, πως ένας από τους λόγους της πολιτικής εκτίναξης του ΣΥΡΙΖΑ την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, κανείς δεν φαντάζονταν το Μάρτιο του 2011, λίγους μόλις μήνες μετά τις ιδιαίτερα τραυματικές αυτοδιοικητικές εκλογές- ήταν η σωστή ανάλυση, που έδινε, μαζί με άλλα, τη δυνατότητα να πορευθούμε πολιτικά με καλό τρόπο. Ο τόμος ξεκινάει με μια ιδιαίτερα περιεκτική και ουσιαστική εισαγωγή των επιμελητών, της Έλενας Παπαδοπούλου και του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, δύο από τους καλύτερους νέους αριστερούς οικονομολόγους, που διαθέτουμε -δύο μόνο από μια πολύ ευρύτερη και δυναμική ομάδα. Η εισαγωγή μάς παρουσιάζει ευσύνοπτα την κρίση, εδώ και διεθνώς, με τη ματιά του τέλους του 2012 και συνδέει αυτήν την εικόνα με τις εργασίες που παρουσιάστηκαν δύο χρόνια πριν, στο Συνέδριο.
222 Το βιβλίο χωρίζεται θεματικά σε πέντε τμήματα. Στο πρώτο από αυτά, με τίτλο Understanding the European Debt Crisis in a Global Perspective, οι Γιώργος Σταθάκης, Μπριγκίτε Ούνγκερ, Ευκλείδης Τσακαλώτος και Δημήτρης Σωτηρόπουλος, στις ξεχωριστές παρεμβάσεις τους, επιχειρούν να αναλύσουν το πρόβλημα του Δημοσίου Χρέους στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια διάστασή του συνδέοντας, ταυτοχρόνως, αυτήν την ανάλυση με τη διερεύνηση των πραγματικών αιτιών του. Στις οποίες, όπως αποδεικνύουν, περιλαμβάνεται η ίδια η νεοφιλελεύθερη τροπή που πήρε ο παγκόσμιος καπιταλισμός μετά από την μεγάλη καπιταλιστική κρίση του ‘70. Έτσι, τόσο ο παροξυσμός των ανισοτήτων όσο και η χρηματοπιστωτική έκρηξη, από λύσεις στο πρόβλημα του αναπτυγμένου καπιταλισμού, προϊόντος του χρόνου, μετατράπηκαν σε αιτίες παραγωγής τεράστιων αδιεξόδων. Ειδικά στην περίπτωση της Ευρώπης, η νομισματική ενο-
ποίηση, με τον τρόπο που εξελίχθηκε έγινε ένας επιπλέον και πολύ βασικός παράγοντας της παρούσας κρίσης. Το δεύτερο τμήμα -The Management of the Debt Crisis by the EU and the European Elites- αφιερώνεται στον τρόπο με τον οποίο έγινε -και συνεχίζει να γίνεται- η διαχείριση της κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Μαρίκα Φραγκάκη μας προσφέρει ένα πολύ χρήσιμο ιστορικό των αντιδράσεων των ευρωπαϊκών ελίτ τόσο στην τραπεζική όσο και στη δημοσιονομική κρίση και προτείνει εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης, ενώ ο Jan Toporowski αναλύει το φαινόμενο των κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αγοράς χρέους σε ένα πολύ σύντομο και κατατοπιστικό κείμενο. Ο Ricardo Bellofiore εντάσσει την ευρωπαϊκή κρίση στα παγκόσμια σγκείμενα, δίνοντας και μια ενδιαφέρουσα θεωρητική νότα στα συναφή ζητήματα και επιλέγοντας το έργο του Hyman Minsky ως το πιο γόνιμο για τη μελέτη των κρίσεων αυτού του είδους. Με το τρίτο τμήμα -Facets of the Social and Political Consequences of the Crisis in Europeεισερχόμαστε στην ανάλυση των επιπτώσεων της κρίσης στην κοινωνία και τη δημοκρατία και ίσως δεν είναι τυχαίο πως αποτελείται αποκλειστικά από συμβολές γυναικών. Η Μαρία Καραμεσίνη, αφού διερευνήσει το ερώτημα «Πόσο Παγκόσμια είναι η Παγκόσμια Κρίση;», καθώς και τις επιπτώσεις στην «πραγματική» οικονομία των χωρών της ΕΕ, εστιάζει ιδιαίτερα στα ζητήματα της απασχόλησης και καταλήγει με μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση για το ζήτημα της οικονομικής κυριαρχίας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Giovanna Vertova αφιερώνει το κείμενό της, με τίτλο Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης: η έμφυλη διάσταση της κρίσης, στις ιδιαίτερες -και πολύ βαρύτερες- συνέπειες που έχει η κρίση στο γυναικείο πληθυσμό δίνοντας το βάρος που του αξίζει σε ένα θέμα, που, ως συνήθως, είναι εξαιρετικά παραμελημένο στη διεξαγόμενη συζήτηση μέχρι σήμερα. Η Vertova, απορρίπτοντας και τους δύο συνήθεις τύπους αναλύσεων -«gender-withoutclass» όσο και «class-without-gender»- μας θυμίζει τη θεμελιώδη φεμινιστική προβληματική αναφορικά με τα ζητήματα της παραγωγικής και αναπαραγωγικής εργασίας, ενώ, επιπλέον, τη συνδέει με τη σημερινή ανάλυση της κρίσης. Η Elisabeth Gauthier, τέλος, αναπτύσσει μια πολύ καλή αποτίμηση των σχέσεων αγοράς και δημοκρατίας εξετάζοντας, ταυτόχρονα, τις προοπτικές εξέγερσης ή παθητικοποίησης των ευρωπαϊκών λαών. Το τέταρτο τμήμα -The PIGS as (Scape)goatsαφιερώνεται εξ ολοκλήρου στη μελέτη των «γουρουνιών» ένα προς ένα. Ο Javier Navascues αναλύει την ισπανική περίπτωση μετατροπής του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, τις επιπτώσεις της λιτότητας και των πολιτικών εξελίξεων στην Ισπανία, ενώ η Mariana Mortagua παρέχει μια πλούσια ανάλυση της κατάστασης στην Πορτογαλία που δεν αρκείται στα δημοσιονομικά θέματα ή σε αυτά του χρέους, αλλά επεκτείνεται και σε αυτά της εισοδηματικής διανομής, του εργασιακού κόστους, της εργασιακής παραγωγικότητας, του πληθωρισμού ή του επιπέδου φτώχειας. Αποδομεί έτσι τους κοινούς και σε εμάς τόπους πως «ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας» ή «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα πα-
ράγουμε». Ο Daniel Finn μας δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την ιρλανδική περίπτωση, που έχοντας πολύ λίγες ομοιότητες με αυτές των υπόλοιπων PIGS επιτρέπει να κατανοήσουμε πόσο αυτό που μετράει δεν είναι η ιδιαιτερότητα, της Ιρλανδίας εν προκειμένω, αλλά ο παγκόσμιος χαρακτήρας της κρίσης του 2008. Για την Ελλάδα έχει ενδιαφέρον πως μας πληροφορεί όχι ένας Έλληνας ή μια Ελληνίδα, αλλά ο Eric Toussaint, πρόεδρος της CATDM (Committee for the Cancelation of the Debt in the Third World). Ο Toussaint αναλύει την εξέλιξη και τη δομή του ελληνικού δημόσιου χρέους διατυπώνοντας επιχειρήματα που υποστηρίζουν πως ένα σημαντικό μέρος του είναι στην πραγματικότητα παράνομο. Στην τελευταία συμβολή του τμήματος αυτού ο Tamas Morva μας ενημερώνει για το εξωτερικό χρέος και το ρόλο του ΔΝΤ και της ΕΕ στην περίπτωση της Ουγγαρίας, η οποία, ως γνωστόν προηγήθηκε των PIGS στην επιβολή της ακραίας λιτότητας. Στο πέμπτο τμήμα -Overcoming the Crisis: The Imperative for Alternative Proposals- οι Γιάννης Δραγασάκης, Kunibert Raffer, Pedro Paez Perez, Νίκος Χουντής, Γιάννης Βαρουφάκης προτείνουν εναλλακτικές λύσεις για την υπέρβαση της κρίσης και των τρομακτικών συνεπειών τους για τις κατώτερες τάξεις και στρώματα στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδιαίτερα θα πρέπει να σημειωθεί η συνεισφορά του Paez, ο οποίος, αφού δώσει μια συνολική ερμηνεία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και συγκρίνει την κατά-
σταση στην Ευρώπη σήμερα με αυτήν της Λατινικής Αμερικής τριάντα χρόνια πριν, απορρίπτει την ιδέα πως η έξοδος των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου από το κοινό νόμισμα θα μπορούσε να δώσει λύση και εντοπίζει τις προτάσεις του στην απαίτηση να προκριθεί υπό την πίεση των εργαζομένων και των κινημάτων- μια ευρωπαϊκή απάντηση. Ο τόμος κλείνει με τις ομιλίες του προέδρου και του αντιπροέδρου του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, Pierre Laurent και Αλέξη Τσίπρα, που προτείνουν εναλλακτικές από την οπτική της Αριστεράς, κυρίως, όμως, επιχειρηματολογούν για την ίδια την Αριστερά ως εναλλακτική, η οποία, μέσα από το διεθνιστικό της αγώνα, μπορεί να επιτύχει τον αναγκαίο ριζικό μετασχηματισμό.
222 Νομίζω πως το βιβλίο θα άξιζε να εκδοθεί και στην ελληνική γλώσσα στο μέτρο που αποτελεί ένα εξαιρετικό βοήθημα πολιτικής παρέμβασης και, επιπλέον, μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά στα ήδη υπάρχοντα, που έχουν εκδοθεί από ανθρώπους της δικής μας Αριστεράς, όπως του Μηλιού και του Σωτηρόπουλου, του Τσακαλώτου, του Δραγασάκη και του Τόλιου, μεταξύ άλλων. Οι αγγλομαθείς, πάντως σπεύσετε να το προμηθευτείτε.
Ο Χρήστος Λάσκος είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ
28
Η ΑΥΓΗ • 12 ΜΑΪΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Ανακατασκευάζοντας αρχεία Ήταν το 1981 όταν η Τζούλια Δημακοπούλου, προλογίζοντας τον πρώτο από τους συνολικά τέσσερις τόμους στους οποίους η Ελένη Βακαλό επιχειρούσε να ανιχνεύσει τη Φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα (εκδ. Κέδρος), έθετε μια σειρά από στόχους που έμελε να πραγματοποιηθούν στα επόμενα χρόνια από την ίδια και τους συνεργάτες της. Ανάμεσα στους στόχους αυτούς, ο αναγνώστης αναγνώριζε την πρόσθεση για τη «δημιουργία ενός αρχείου», το οποίο «θα κρατηθεί στη διάθεση ενός μελλοντικού κέντρου ερευνών», σχετικού με τον τίτλο του εγχειρήματος της Βακαλό. Στα τριάντα και πλέον χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του προλόγου, ο στόχος αυτός πραγματοποιήθηκε. Η γκαλερί Νέες Μορφές μετατράπηκε σε έναν διαφορετικού τύπου θεσμό, που φέρει πια το όνομα Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης. Στον ίδιο ακριβώς χώρο που λειτούργησε η εν λόγω γκαλερί τα τελευταία ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
χρόνια, φιλοξενώντας τα έργα μιας μεγάλης σειράς σημαντικών μεταπολεμικών καλλιτεχνών, στεγάζονται εφεξής όλα εκείνα που μπορούν να χαρτογραφήσουν το καλλιτεχνικό εικαστικό πεδίο από το 1945 μέχρι σήμερα. Κατάλογοι εκθέσεων, άρθρα από εφημερίδες και περιοδικά, βιβλία, σχετικό οπτικοακουστικό και άλλο υλικό βρίσκονται ήδη στη διάθεση του κοινού και των ερευνητών μέσα από μια ψηφιακή πλατφόρμα, μέρος της οποίας είναι πλέον προσβάσιμο στο διαδίκτυο. Με την ολοκλήρωση της τεκμηρίωσης του αρχείου, το Ινστιτούτο θα καταστεί ένας βασικός θεσμικός πυλώνας της ελληνικής τέχνης, καλύπτοντας μιαν έλλειψη, η οποία δεν σχετίζεται μόνο με τη συγκέντρωση στοιχείων που καταγράφουν με συστηματικότητα το παρελθόν, όσο με την ποιότητα της παραπάνω «πρόσβασης» και «διάθεσης» στον εκάστοτε μελετητή της. Το στοίχημα, μάλιστα, θα λέγαμε πως εκεί ακριβώς θα κερδηθεί. Η όλη προσπάθεια συμπληρώνεται και από τη διοργάνωση ομιλιών και συμποσίων, καθώς και από εικαστικές εκθέσεις. Πράγματι, τα ίδια τα εικαστικά έργα δεν λείπουν από ΙΣΕΤ. Αυτές τις ημέρες πραγματοποιείται η έκθεση «Τι θα έλεγα αν είχα φωνή;» σε επιμέλεια της Ελπίδας Καραμπά. Είναι η πρώτη μιας σειράς εκθέσεων που εντάσσονται στον κύκλο με τον τίτλο Δικαίωμα Αρχείου και συμμετέχουν οι καλλιτέχνες Νίκος Αρβανίτης, Μαίρη Ζυγούρη και Γιώτα Ιωαννίδου. Ο εν λόγω κύκλος βάζει στο κέντρο του τη δυνατότητα παραγωγής εικαστικών έργων με αφορμή, αλλά και με αντικείμενο, το ίδιο το αρχείο. Σύγχρονοι καλλιτέχνες το μελετούν και αναφέρονται σε αυτό, προσδίδοντάς του τη δυναμική που λείπει από τη στατικότητα της πληροφορίας, άλλοτε αναδεικνύοντας ή καλύπτοντας τα κενά του και άλλοτε προτείνοντας μια ανασύνθεσή του ανοίγοντάς το σε διαφορετικές και πολλαπλές αναγνώσεις. Οι διαθέσεις αυτές βρίσκουν την έκφρασή τους στα έργα της έκθεσης. Ο Νίκος Αρβανίτης απομονώνει κάποιες χρονικές περιόδους και αναζητά την (αν)αντιστοιχία ανάμεσα στα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκειά τους και τον αντίστοιχο λόγο περί τέχνης, όπως από κοινού αποτυπώνονται με τον κωδικό εγγραφής τους στο αρχείο του ΙΣΕΤ. Μεγάλες εκτυπώσεις εμφανίζουν μιαν οριζόντια κυματομορφή που χωρίζει τους κωδικούς αυτούς, η οποία καταγράφει μιαν αλληλουχία από «σιωπές». Πρόκειται για μια συρραφή των κενών ανάμεσα στις ηχογραφημένες λέξεις και φράσεις του σχετικού με τις συγκεκριμένες περιόδους οπτικοακουστικού υλικού, το οποίο συγκεντρώνεται αυτούσιο σε μικρά ξύλινα κουτιά στο χώρο μπροστά από τις εκτυπώσεις, συνοδευόμενο από φωτοαντίγραφα του αρχείου. Οι συραμμένες σιωπές ηχούν στον επισκέπτη της έκθεσης που προσαρμόζει στα αυτιά του τα ακουμπισμένα στα κουτιά ακουστικά αγωνιώδεις, μοιάζοντας με τις συγκοπτόμενες αναπνοές μιας απόκοσμης ερωτικής πράξης. Είναι αυτό το κενό, η απόσταση ανάμεσα στη ροή των γεγονότων και την ποιητική μετουσίωσή τους, αυτή
η αδυνατότητα μιας συνολικής καταγραφής της πραγματικότητας που θεματοποιείται από τον Αρβανίτη. Και είναι το ίδιο κενό στο οποίο επεμβαίνει καλλιτεχνικά η Μαίρη Ζυγούρη. Έχοντας αφιερώσει μεγάλο μέρος της πρόσφατης δραστηριότητάς της στην επανασύσταση του κατεστραμμένου σε πυρκαγιά του 1996 αρχείου της Μαρίας Καραβέλα, μιας πολύ σημαντικής καλλιτεχνικής προσωπικότητας, της οποίας το έργο δεν συνάντησε την ανταπόκριση που ενδεχομένως θα άξιζε και που μόλις πριν από λίγους μήνες έφυγε από τη ζωή, η Ζυγούρη επανασυνθέτει κάποια εναπομείναντα βιντεοσκοπημένα κομμάτια, εμπλουτίζοντάς τα με δικές τις επεμβάσεις, αυτές που τελικά ζωογονούν τα «νεκρά» και -ενίοτε ασύνδετα- ντοκουμέντα. Η ίδια η καλλιτεχνική πράξη εδώ είναι αυτή που επιχειρεί να καλύψει το κενό, αυτό που δεν αναπαρίσταται στο εκάστοτε αρχειακό υλικό. Μια τέτοια αίσθηση αγωνίας για την κατάληψη μερών ενός πραγματικού, που αντιστέκεται στην αναπαράστασή του, συνόδευε πάντοτε την καλλιτεχνική πρακτική. Η πλήρωση των κενών στην αναπαράσταση της πραγματικότητας είναι καταδικασμένη στην αποτυχία. Εντούτοις, η αναγνώριση αυτής της «αποτυχίας» συνιστά μιαν εξόχως απελευθερωτική στιγμή για την τέχνη και τα έργα της, καθότι επιτρέπει τη διαρκή ανασημασιοδότηση, τις πολλαπλές αναγνώσεις, την μη καθήλωση σε οριστικές και απαρέγκλιτες αποτιμήσεις. «Το αρχείο γίνεται το σημείο συρραφής ανολοκλήρωτων αιτημάτων και μοχλός συσπείρωσης για δράση στο παρόν και στο μέλλον» γράφει η Καραμπά με αφορμή το τρίτο έργο της έκθεσης, αυτό της Γιώτας Ιωαννίδου. Η καλλιτέχνης ανασύρει από το αρχείο υλικό που αφορά τον τερματισμό εικαστικών εκθέσεων και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων κατά τα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα. Αν και πάλι κάτι λείπει από τα συλλεχθέντα αυτά αρχειακά αποσπάσματα, τούτο δεν είναι άλ-
λο από τα φωνήματα που θα τα καταστήσουν ενεργά, ως μέρη μιας άλλης αφήγησης που θα αφορμάται από αυτά για να εντοπίσει τις διαφορετικές εκείνες αλήθειες, οι οποίες κατοικούν ανάμεσά τους. Η καλλιτέχνης, στο πλαίσιο μιας «επιτελεστικής ανάγνωσης», ξαναδιαβάζει κάποια σημεία τους, συμπληρώνοντάς τα κάποιες φορές με άλλα που έχει συντάξει η ίδια ή και με πληροφορίες φαινομενικά ασύνδετες με το περιεχόμενό τους. Έχουμε εδώ λοιπόν να κάνουμε με μιαν ανακατασκευή του αρχείου. Το πρόθεμα «ανά» συνοδεύει συχνά το στοχασμό πίσω από τα σύγχρονα έργα. Η αναδιατύπωση, η αναθεώρηση και ο αναστοχασμός διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της τέχνης στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η επιμελήτρια της έκθεσης γράφει και πάλι στο εισαγωγικό κείμενό της: «Η ιδέα μιας ιστορίας που γράφεται σε χρόνο ενεστώτα με συμμετοχικό τρόπο και αφουγκράζεται τις μεγάλες αλλά και τις μικρότερες διεκδικήσεις χαρακτήρισε την μετά-το-τείχος εποχή, το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και την ανάγκη ενίσχυσης και επανατοποθέτησης των δημοκρατικών αρχών». Σε τούτη τη συνθήκη, κάθε είδους αρχείο, αφηγούμενο στιγμιότυπα του παρελθόντος που πρέπει να αναθεωρηθεί και, τελικά, να ανακατασκευαστεί, εξακολουθεί να διατηρεί τη δυναμική του ως αφορμή ανάδειξης μιας νεώτερης περισσότερο πολυφωνικής δημοκρατικής εποχής. Στο σημείο αυτό οι αποκεντρωμένες καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις, επανοικειοποιήσεις και επαναδραματοποιήσεις έχουν σίγουρα κάτι καινούριο να κομίσουν.
Η έκθεση «Τι θα Έλεγα αν Είχα Φωνή» φιλοξενείται στο ΙΣΕΤ (Βαλαωρίτου 9 Α) στην Αθήνα και ολοκληρώνεται στις 18 Μαΐου.
Η ΑΥΓΗ • 12 ΜΑΪΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
45
5
Ένας αγνοημένος διανοούμενος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ, Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό. Ποιήματα Μεταφράσεις - Μελέτες και Άρθρατου Γιάννη Μηλιάδη (1895-1975), Έκδοση Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2012
Ο Γιάννης Μηλιάδης υπήρξε αρχαιολόγος και κριτικός της σύγχρονης τέχνης. Ύστερα από καλές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βιέννης, του Μονάχου και του Βερολίνου ανέλαβε διάφορες διοικητικές θέσεις σε αρχαιολογικές υπηρεσίας και μουσεία, συνδέοντας το όνομά του ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
με το Εθνικό Μουσείο και, κυρίως, με το Μουσείο της Ακρόπολης, του οποίου διετέλεσε διευθυντής περί την εικοσαετία. Ως μέλος της διοικητικής επιτροπής του Εκπαιδευτικού Ομίλου προώθησε την υπόθεση του δημοτικισμού, ενώ από την εφηβική του ακόμα ηλικία είχε δείξει ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, διευθύνοντας -ή συνεργαζόμενος με- λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής. Αυτά είναι μέσες άκρες όσα μπορεί να ξέρει σήμερα κάποιος για τον Γιάννη Μηλιάδη, αγνοώντας περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές πτυχές της πολυσχιδούς πνευματικής του δραστηριότητας. Αγνοώντας, θα ήταν το σωστότερο να πω, τους πνευματικούς και τους κοινωνικούς αρμούς που τον συνέδεαν με το επιστημονικό, το λογοτεχνικό, το καλλιτεχνικό και το ευρύτερα νοούμενο πολιτισμικό γίγνεσθαι της εποχής του.
Αυτό το έλλειμμα έρχεται να καλύψει ο καθηγητής Γιάννης Παπακώστας, φέρνοντας στο φως και αποκαλύπτοντας την αθέατη και κάθε άλλο παρά αμελητέα πλευρά της δραστηριότητας ενός καταξιωμένου επιστήμονα: του Γιάννη Μηλιάδη, ο οποίος δεν περιορίστηκε στο -ούτως ή άλλως ευρύτατο όσο και απαιτητικό- πεδίο της αρχαιολογίας και της κριτικής της τέχνης, αλλά διαδραμάτισε -αν όχι σημαίνοντα-, πάντως, ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτο ρόλο σε ποικίλους τομείς: Πρώτα στην ποίηση??? συμμετέχοντας από έφηβος ακόμη σε εκδοτικές ομάδες νεανικών λογοτεχνικών περιοδικών (Ανεμώνη, Ανθών, Σήμερα κ.ά.) και δημοσιεύοντας ποιήματα που, όσο κι αν ακολουθούν πεπατημένους δρόμους, όσο κι αν μαρτυρούν επιρροές από διαβάσματα συμβολιστών και ρομαντικών ποιητών, διολισθαίνοντας προς τον ρομαντισμό και την εξιδανίκευση, συμβάλλουν στην ολοκλήρωση του πορτρέτου ενός αισθαντικού και με ενδιάθετες τάσεις προς το ωραίο και το υψηλό νέου (συναφής προς την ποιητική ενασχόληση του Μηλιάδη ας θεωρηθεί, εν προκειμένω, και η μεταφραστική του δραστηριότητα, στο πλαίσιο της οποίας μετέφρασε ποιήματα των Alfred de Musset και Baudelaire, Ειδύλλια του Θεοκρίτου, ένα απόσπασμα από τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη και αρχαία ερωτικά επιγράμματα). Στο δεύτερο, εκτενέστατο και κύριο κεφάλαιο του τόμου περιλαμβάνονται κείμενα κοινωνικού προβληματισμού, ποικίλης θεματολογίας, αναφερόμενα στην εκπαίδευση, στο γλωσσικό ζήτημα, στο θέατρο και στον ρόλο του στη μύηση του κοινού στην αρχαία τραγωδία, μελέτες γύρω από γενικά ή ειδικά ει-
Από ποιες ειδικότητες διδάσκεται ένα γνωστικό αντικείμενο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Με ποια εκπαιδευτικά κριτήρια ορίζεται η έννοια της ανάθεσης; Με ποιες επιστημονικές αρχές διακρίνεται η πρώτη από τη δεύτερη ανάθεση; Ποιες άλλες παράμετροι, πέρα από την επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση, μπορεί να υπεισέρχονται σε αυτή τη διαδικασία; Η περίπτωση της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι άκρως αποκαλυπτική. Το μάθημα, που διδάσκεται σε όλες τις τάξεις του γυμνασίου και του λυκείου, αποβλέπει στη γνωριμία του μαθητή με τη λογοτεχνία μέσα από την εντρύφησή του σε κείμενα νεοελλήνων συγγραφέων ή ξένων δημιουργών μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα και μέχρι τώρα διδασκόταν (όπως διδάσκονταν) από φιλολόγους, αλλά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις από τη νέα σχολική χρονιά θα διδάσκεται ως δεύτερη ανάθεση και από εκπαιδευτικούς ξένων γλωσσών. Έχουν προηγηθεί τα μαθήματα της ιστορίας και της φιλοσοφίας που διδάσκονται ήδη και από άλλες ειδικότητες, έστω κι αν από άποψη επιστημονικού πεδίου από μηδανιμή ως ελάχιστη σχέση διατηρούν με αυτά, αλλά ειδικά ως προς τη νεοελληνική λογοτεχνία το έδαφος προετοιμάστηκε με μια δήλωση της Χριστοφιλοπούλου το 2011 και πιο πρόσφατα με τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών ξένων γλωσσών σε επιμορφωτικά σεμινάρια β’ επιπέδου για τη διδασκαλία φιλολογικών μαθημάτων με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και το τελευταίο διάστημα με τις εικονικές δοκιμές που, όπως γράφτηκε στον τύπο, πραγματοποίησε το Υπουργείο Παιδείας με θέμα την αύξηση του ωραρίου.
καστικά ζητήματα, καθώς και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής και δοκίμια ενδεικτικά της ευαισθησίας, της ευρυμάθειας και της ομολογουμένως εντυπωσιακής γραμματολογικής εποπτείας του και αποδεικτικά της θεωρητικής του κατάρτισης??? της γνώσης του των ρευμάτων, των τάσεων και των τεχνοτροπιών -των προγενέστερων αλλά και της εποχής του. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι μελέτες του για τον Ιωάννη Γρυπάρη (η επισήμανση του τρόπου με τον οποίο γίνεται η μετάβαση του ποιητή από τον παρνασσισμό στον συμβολισμό και πώς αυτά τα ρεύματα συνυπάρχουν στο έργο του), για τον Καβάφη, τον Σικελιανό (επισημαίνοντας τη διαφορά του ρόλου που διαδραματίζει η φύση στην ποίηση του ενός και του άλλου), ενώ ο θάνατος του Δροσίνη του προσφέρει την ευκαιρία να αναφερθεί στη γενιά του 1880 και να εξάρει τη συμβολή της στην επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Σε όλα αυτά τα κείμενα (άρθρα, επιφυλλίδες, κριτικές, δοκίμια, μελέτες) αναδεικνύονται η ακράδαντη πίστη του και ο σεβασμός του στην πνευματική ελευθερία του ατόμου ως δημιουργικής μονάδας πολιτισμού, ο πνευματικός θετικισμός του, οι ενδοιασμοί του μπροστά στον υποκειμενικό ενθουσιασμό, στη φαντασία που δεν υπακούει σε αισθητικούς κανόνες και η διακριτική πλην ευδιάκριτη κοινωνιστική του προοπτική. Στο τρίτο, τέλος, κεφάλαιο, βασισμένος στη φιλολογική του ιδιότητα και ενισχυμένος με τους καρπούς της αδιάρρηκτης σχέσης του με τη ζωντανή λαϊκή παράδοση -τα μνημεία της οποίας δεν θεωρούσε ως απλή εθνική κληρονομιά αλλά ως εθνική παρακαταθήκηεπιχειρεί να συνδέσει τα έμμετρα ερωτικά ιπ-
Στην κλίνη του Προκρούστη ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ
Γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Η προωθούμενη αλλαγή είναι μια ακόμη συνέπεια των μέτρων, που εφαρμόζονται στην εκπαίδευση ύστερα από την αύξηση του διδακτικού ωραρίου και το αναμενόμενο πλεόνασμα των χιλίων περίπου εκπαιδευτικών ξένων γλωσσών. Αφού λοιπόν η εκπαιδευτική πραγματικότητα επιμένει να μη συμμορφώνεται με τις περικοπές και να διαψεύδει τους σχεδιασμούς του Υπουργείου Παιδείας, τόσο το χειρότερο για την ορθολογική διαχείριση του διδακτικού προσωπικού, έστω κι αν από παιδαγωγική και επιστημονική άποψη τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: όσες περισσότερες γίνονται οι υποδιαιρέσεις των αναθέσεων τόσο πιο αδύναμο καταλήγει το κριτήριο της επιστημονικής κατάρτισης και τόσο πιο αμφίβολη καθίσταται η απόδοση του διδακτικού έργου. Στην περίπτωση της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας αυτό δεν έχει να κάνει με την επιστημονική ανεπάρκεια των εκπαιδευτικών ξένων γλωσσών, που διδάσκονται ανάλυση κειμένου, στοιχεία αφηγηματολογίας, ιστορία και θεωρία της λογοτεχνίας -ίσως μάλιστα καλύτερα απ’ ό,τι σε ορισμένα τμήματα της Φιλοσοφικής- αλλά με την έμπρακτη κατάργηση ενός από τους πιο βασικούς σκοπούς του λογοτεχνικού μαθήματος: την καλλιέργεια δηλαδή του γλωσσικού αισθητηρίου
ποτικά μυθιστορήματα του 13ου αιώνα (εστιάζοντας στο έργο Βέλθανδρος και Χρυσάντζα) με τις πηγές της νεοελληνικής συνείδησης??? να συσχετίσει τα τυπολογικά χαρακτηριστικά τους με το λαϊκό αίσθημα των δημοτικών τραγουδιών, επισημαίνοντας παράλληλα τις ειδοποιούς διαφορές του ελληνικού μεσαίωνα, τον οποίο υπερασπίζεται έναντι του ευρωπαϊκού κι ακόμη, επιχειρώντας έναν ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα γραμματολογικό συσχετισμό-προσέγγιση του ελληνιστικού μυθιστορήματος με τα Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου, παραλληλίζοντας με τόλμη τα ελληνιστικά μυθιστορήματα με τις σύγχρονες ερωτικές συναισθηματικές ταινίες. Σκοπός του Γιάννη Παπακώστα ήταν να φωτίσει και να κάνει γνωστή την αθέατη πλευρά των δραστηριοτήτων ενός σημαντικού πνευματικού ανθρώπου, του Γιάννη Μηλιάδη, πέραν εκείνης του αρχαιολόγου και του αισθητικού της τέχνης. Για την πραγματοποίησή του ενεργοποίησε για μια ακόμη φορά τις γνωστές και από άλλες παρεμφερείς περιπτώσεις αρετές του (φιλέρευνο πνεύμα, φιλολογική ευαισθησία, σταθερή προσήλωση στο αντικείμενο της έρευνάς του, οργάνωση και σύνθεση του διαθέσιμου υλικού κ.λπ.), καταφεύγοντας σε αυτοτελείς εκδόσεις, σε δυσεύρετες εφημερίδες και περιοδικά, καταφέρνοντας εντέλει όχι απλώς να ζωντανέψει μια επιβλητική προσωπικότητα, αλλά και να την τοποθετήσει-συσχετίσει με τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συγκυρίες της εποχής της.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
και τη βαθύτερη βίωση της ελληνικής γλώσσας, πράγμα που πέρα απ’ όλα τα άλλα αφήνει το λογοτεχνικό κείμενο ορφανό από το κύριο αισθητικό συστατικό του, για να επαναφέρει την ξεπερασμένη διάκριση μεταξύ περιεχομένου και μορφής και να θέσει σε προτεραιότητα τη μελέτη του σημαινόμενου έναντι του σημαίνοντος, σε πείσμα όσων διδάσκει η σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας. Γιατί η λογοτεχνική γλώσσα -και εννοώ το ύφος, τον τόνο, τα εκφραστικά μέσα, τα σχήματα λόγου, τα μορφολογικά και συντακτικά χαρακτηριστικά της φράσης- δεν αποτελεί απλό φορέα του λογοτεχνικού νοήματος αλλά είναι η ίδια η ουσία, η ποιότητα και η διαφορά του από οποιοδήποτε άλλο νόημα, άρα η ανάλυσή της όχι μόνο δεν μπορεί να διαχωρίζεται ή να υποτιμάται, αλλά ίσα ίσα πρέπει να αποτελεί τον κατεξοχήν μηχανισμό της αναγνωστικής προσέγγισης. Ασφαλώς ό,τι πάει να συμβεί με το μάθημα είναι ένα υποδεέστερο σε σχέση με την εκατόμβη των αναπληρωτών, τις χαμένες οργανικές και τους περιφερόμενους εκπαιδευτικούς αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα τού πώς εννοείται η αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος σε καιρούς μνημονίου: μια προσχηματική διδασκαλία σε ένα διαλυμένο σχολείο από απαξιωμένους εκπαιδευτικούς, που με το φόβο της αξιολόγησης θα υποχρεώνονται να επιτελούν πάσης φύσεως διδακτικά και υπηρεσιακά καθήκοντα με χαμένους πρωτίστως τους μαθητές αλλά στην προκειμένη περίπτωση και τη λογοτεχνία.
Ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης είναι πεζογράφος και φιλόλογος/εκπαιδευτικός
46
Η ΑΥΓΗ • 12 ΜΑΪΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Για την τέχνη και τη ζωή ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΖΟΥΡΑΚΗΣ, Τάξη στο χάος, Ζωγραφική, Θέατρο, Κινηματογράφος, εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, σελ. 336 Ο Κυριάκος Κατζουράκης είναι μια σύνθετη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Υπηρετεί εδώ και χρόνια διαφορετικές μορφές της έκφρασης και αναζητά μέσα από τις εκλεκτικές τους συγγένειες, τους δεσμούς της τέχνης με την κοινωνία, του -μαχόμενου- ανθρώπου με τον -αντισυμβατικό- δημιουργό, του προσωπικού ιδιώματος με το δημόσιο και το κοινό. Ταυτόχρονα με την αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, εκδόθηκε το βιβλίο του «Τάξη στο Χάος». Είναι μια «κατάθεση ψυχής» για μια συΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
νειδητή στάση ζωής. Εμπεριέχει το σύνολο της δράσης του ως καλλιτέχνη και αριστερού ανθρώπου. Συνοψίζει το λόγο του σε μια φράση που ανακάλυψα στη σελίδα 62: «Ο καλλιτέχνης ψάχνει διαρκώς το θέμα και τη φόρμα του στον κοινωνικό χώρο και τον κοινωνικό κόσμο». «Αυτό ως σκέψη», μας είπε ο Κατζουράκης, «έχει διατυπωθεί τα χρόνια του Βίλχελμ Ράιχ και του Βάλτερ Μπένγιαμιν και είναι αντικείμενο μελέτης πολλών καλλιτεχνών. Δεν είμαι θεωρητικός και μόνον εμπειρικά μπορώ να υπερασπιστώ διάφορες ιδέες και ισχυρισμούς. Κάτι που όμως γνωρίζω είναι ότι σ’ όλη μου τη διαδρομή το υλικό που χρησιμοποιούσα ερχόταν απ’ τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά η έρευνα της φόρμας πάντα ήταν σε σύγκρουση μαζί του. Όποτε ο καλλιτέχνης νομίζει ότι κατέκτησε τη φόρμα του, αναδεικνύει έναν ψεύτικο μέρος του εαυτού του, αυτό που προσαρμόζεται στους κανόνες και τους νόμους της πραγματικότητας. Ίσως η φύση των πραγμάτων να είναι έτσι, ίσως η τέχνη να στέκεται απέναντι από τα προϊόντα του κοινωνικού συμβιβασμού. Από την άλλη, υπάρχει το μεγάλο ζήτημα της ‘πνευματικής επιβίωσης’, κάτι που αυτά τα παράξενα σκληρά χρόνια που ζούμε, επιδρά παντού, στην έκφραση, στους τρόπους επικοινωνίας, στον επαναπροσδιορισμό κοινωνικών αυτονόητων. Η άνοδος του νεοναζισμού στη χώρα μας δεν είναι μόδα, δεν είναι κάτι που περνά με ασπιρίνες, είναι βαθιά νόσος που τις ρίζες της ακόμα δεν τολμούμε να διακρίνουμε. Το lifestyle μας αγκαλιάζει εδώ και πολύ καιρό και τα χρόνια της δήθεν ευεξίας στιγμάτισαν δυο και τρεις γενιές που σήμερα ασκούν πολιτική εξουσία. Εκεί μέσα κατοικούσε και κατοικεί ο φασισμός, ο ρατσισμός, ο αντιφεμινισμός, η απαξίωση του ανθρωπισμού, η αδιαφορία, η αδράνεια, ο ραγιαδισμός, το σύμπλεγμα του τιμωρημένου, το μίσος. Ο λόγος του σημερινού καλλιτέχνη είναι απέναντι σ’ αυτήν την πολιτική εξουσία». Έχω την αίσθηση ότι προσπαθεί, στη συγκεκριμένη συγκυρία, να βάλει μια «Τάξη στο χάος», το εσωτερικό, το κοινωνικό, το πολιτικό. Έτσι όπως ανέκαθεν το πράττουν οι καλλιτέχνες σε περιόδους κρίσης. Ο Κατζουράκης όμως ανατρέπει το σκεπτικό μου:
«Η σύμπτωση με την κρίση», δηλώνει, «δεν είναι και τόσο χρήσιμη, ούτε όταν ζωγραφίζεις ούτε όταν γράφεις, μάλλον το αντίθετο. Η ψυχική ηρεμία είναι πολύτιμη όταν προσπαθείς να είσαι εξωστρεφής και ειλικρινής μαζί. Ψυχική ηρεμία δεν υπάρχει πουθενά, το χάος βασιλεύει με τη μορφή κάποιου ασυγκράτητου κτήνους. Το ωραιοποιούσαμε ονομάζοντας την αδράνεια απέναντί του: Δόγμα του σοκ. Το χάος είναι στοιχείο που αλλάζει όψεις από στιγμή σε στιγμή, πότε εμφανίζεται με σταυρό και λιβανιστήρι και μαζεύει όλη την άρρωστη πλευρά μας, πότε ανατρέπει κανόνες βασανιστικούς και πότε βασανίζει χωρίς κανόνες. Δεν μπαίνει τάξη στο χάος, αυτό είναι το νόημα της φράσης μου. Είναι κάτι σαν το ταξίδι για το ταξίδι, σαν κάποιον που ονειρεύεται τη γαλήνη ταξιδεύοντας μέσα σε τρικυμιώδεις θάλασσες. Όλοι φαντασιώνουμε μια ήρεμη Ευρώπη να ταξιδεύει και αγνοούμε τον καλπάζοντα ταύρο από κάτω της. Πως να μπει τάξη σε κάτι που μόλις πάρει μορφή διαλύεται την επόμενη στιγμή; Όλοι φαντασιώνουμε τη δημοκρατία στην Ευρώπη των λαών την ίδια στιγμή που βιώνουμε το αντίστροφο. Όλοι γνωρίζουμε το θάνατο, το έγκλημα, τη φρίκη αυτού του νέου πολέμου που ξεκίνησε και φαντασιώνουμε κάποια μικρή νίκη μας. Αρκούμαστε σε περιφερειακές αψιμαχίες και αποφεύγουμε την σύγκρουση και τη ρήξη. Ονειρευόμαστε την κανονικότητα ως μάννα εξ ουρανού. Και ποιός δε θέλει την κανονικότητα; Ποιός δεν επιθυμεί την Τάξη; Μόνο ο ταξικός εχθρός, ο οποίος έχει ανάγκη την αταξία, γιατί έτσι κερδοσκοπεί, κλέβει και δολοφονεί ατιμωρητί. Και αυτός ο εχθρός έχει όνομα, επίθετο, τηλέφωνο και διεύθυνση, εφημερίδες, κανάλια, τράπεζες και φυσικά άφθονο διαχειριστικό χρήμα. Σκληρό υλικό για σκληρή τέχνη. Σκληρό απ’ έξω αλλά απαλό και ζεστό μέσα, γεμάτο μνήμη, προσδοκία, ευχές για την επιβίωση του καλού. Ο ποιητής είναι γυμνασμένος να είναι σκληρός, επειδή γνωρίζει το ρόλο του, αλλά η αδράνεια μπορεί να τον κάνει πλαδαρό και εύκολο θύμα». Η πορεία του Κατζουράκη αποτυπώνεται ως ένας διαρκής πειραματισμός με τα υλικά, τις φόρμες, τις διαφορετικές μορφές της τέχνης: Ζωγραφική, Θέατρο, Σινεμά. Στο βιβλίο μιλάει για τις ειδοποιούς διαφορές τους. Και αυτόματα τίθεται το ερώτημα για το ποια είναι εν τέλει τα σημεία επαφής που προκαλούν την όσμωση. Το ερώτημα, έχει, για τον Κατζουράκη, και ιστορικό ενδιαφέρον: «Όταν ξεκινήσαμε τους Νέους Ρεαλιστές είχαμε τη χούντα και την προδοσία της Κύπρου. Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Εκείνα τα χρόνια κάποιες μικρές ομάδες σαν τη δική μας, από ένστικτο κυρίως, κάπως αντέδρασαν. Σήμερα αυτές οι ομάδες είναι πολύ περισσότερες, πιο ψαγμένες, και έχουν εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης - όπως τα μικρά θεατρικά σχήματα και οι εναλλακτικές σκηνές που απειλούνται με εξόντωση. Αισθάνομαι ότι δεν άλλαξε τίποτα, μόνο που μεσολάβησαν κάποια χρόνια εκμετάλλευσης των ιδεών της αριστεράς από τους επαγγελματίες της εξουσίας. Τέλειωσαν τόσο γρήγορα, όσο γρήγορα ήρθαν. Οι πολίτες είναι απροστάτευτοι από τα κελεύσματα του νεοφασιστικού λόγου. Δεν θέλει
και πολύ ένας άνεργος που εξόρισαν το παιδί του από τη γνώση, που του πήραν το σπίτι, που άφησαν τους παππούδες του χωρίς περίθαλψη, να σκύψει και να δηλώσει υποταγή σε οτιδήποτε του υπόσχεται εκδίκηση. Αυτά κι άλλα πολλά είναι τα υλικά που γεννούν την όσμωση των τεχνών. Πάντα προσπαθώ να βγάλω κάποια δυνατή εικόνα με λίγα μέσα, είτε ζωγραφίζοντας, είτε κάνοντας σινεμά. Με κάποιο περίεργο τρόπο δημιουργείται φυσικότητα στη σχέση των τεχνών, όταν περιστρέφονται γύρω από συγκεκριμένα θέματα και η αξιοποίηση αυτής της φυσικότητας απαιτεί μελέτη στη φόρμα. Αυτό που ισχυρίζομαι στο βιβλίο είναι ότι δεν είναι πολυτέλεια ο φορμαλισμός, ότι μόνο η φόρμα μπορεί να ολοκληρώσει το έργο κι όχι η πρόθεση του. Παρ’ όλο που έγραψα αυτό το βιβλίο, εξακολουθώ να πιστεύω ότι ένα μεγάλο μέρος στην τέχνη μένει ανεξήγητο, δεν μπορεί να εξηγηθεί, αν δεν παρεξηγηθεί. Ακούγεται, και ίσως είναι, ιδεαλιστικό ή μεταφυσικό. Αλλά μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η διαχρονική δύναμη του Μπέκετ, μέσα στην ιστορικότητα που γράφτηκε και που αφορά το δικό μας χρονικό διάνυσμα. Ίσως είναι ανεξήγητο το πως συγγενεύουν διαφορετικοί τρόποι έκφρασης, ίσως να μην χρειάζεται να εξηγηθεί. Υπάρχουν πολλών ειδών καλλιτέχνες, πολλών ειδών εμμονές. Ποτέ δεν είναι καλύτερη μια εμμονή από την άλλη. Ένας απλός στίχος μπορεί να περιλαμβάνει ένα μέρος του εσωτερικού ανθρώπου, ένας άλλος μπορεί να δημιουργεί προϋποθέσεις κι ένα τρίτος μια ιστορικότητα. Ο καλλιτέχνης δεν είναι μόνος του, έχει καλή παρέα και αισθήσεις να την αντιλαμβάνεται». Διακρίνω στη σκέψη του το δίλημμα «Μοντερνισμός και Ελληνικότητα» που ακόμα διχάζει. Αναγνωρίζω τις γέφυρες που στήνει στο «Δρόμο προς τη Δύση». Αναρωτιέμαι πού μας οδηγεί. Παραθέτω την προσωπική του κατάθεση, μια κατάθεση ψυχής για μια στάση ζωής: «Το δίλημμα μοντερνισμός ή ελληνικότητα αφορά τους κανόνες ενός παιχνιδιού πρόχειρα σχεδιασμένου. Δεν υφίσταται ως πρόβλημα. Το να γράφει κάποιος στη γλώσσα του δεν τον κάνει εχθρό του μοντερνισμού, είναι τουλάχιστον γελοίο να το φαντάζεται κανείς. Στη δουλειά μου αναφέρομαι στον Θεόφιλο αγκαλιασμένο με τον Βελάσκεθ, γιατί θεωρώ τον Θεόφιλο αυθόρμητο αλλά και σπουδαίο τεχνίτη. Κατάφερνε να σχεδιάζει με το χρώμα μέσα σε ολόλαμπρο ηλιακό φως, διατηρώντας το τοπικό χρώμα και κατασκεύαζε ιμπρεσιονιστικούς χώρους
χωρίς ιμπρεσιονισμό, κάτι τόσο χαρακτηριστικό στον Βελάσκεθ. Αναφέρομαι στον Τσαρούχη δίπλα στον Ματίς για τη συγγένεια που έχουν με την επιπεδική αντίληψη του χρώματος, αλλά και για την αγάπη τους στο μοντέλο. Η ανθρώπινη φιγούρα στη δουλειά τους είναι σχεδόν πάντα παρούσα και οι δύο είναι λάτρεις της παραδοσιακής αρμονίας. Αυτή η αρμονία σε σχέση με την Τάξη είναι το ζήτημα που με απασχολεί. Υπάρχει αρμονία στη διαδικασία μιας αλλαγής; Τι είναι ένας αρμονικός ήχος; Τι σημαίνει ισορροπία σε μια σύνθεση; Πώς μια σύνθεση χωρίς τόνο, χωρίς βάθος, χωρίς ευκολίες, μπορεί να δημιουργεί προϋποθέσεις; Αυτό δεν είναι εθνικό ομοσπονδιακό ή κεντροαμερικάνικο δίλημμα, απλά μέρος μιας έρευνας που κάθε τοπική κοινωνία εκφράζει διαφορετικά. Άλλο το Ελληνικό ζεϊμπέκικο άλλο το Τούρκικο, αλλά και τα δυο εκφράζουν όμοια αισθήματα και συγγενικές πολιτιστικές ανάγκες. Ο μοντερνισμός απομακρυσμένος από την επανάσταση κινδυνεύει να μετατρέπεται στο αντίστροφό του: σε κοινωνικό αυτονόητο, μιας αμνήμονος κοινωνίας που τιθασεύει τις διαφορετικότητες για να τις ελέγχει πιο αποτελεσματικά. Η ιστορία κι ο μύθος λένε ότι πηγαίνοντας ο Κολόμβος προς την Ινδία της ανατολής ανακάλυψε τις Δυτικές Ινδίες στη Δύση». Το βιβλίο παρουσιάζεται την Παρασκευή, 17 Μαΐου, στις 7 μ.μ., στο Τελλόγλειο Ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη. Θα μιλήσουν: Αλεξάνδρα Βουτυρά, Δημήτρης Ναζίρης, Γιάννης Φωκάς, Δημήτρης Ζουρούδης, Κυριάκος Κατζουράκης
Η ΑΥΓΗ • 12 ΜΑΪΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
47
7
Ο οργανικός διανοούμενος του συστήματος ΝΤΟΝ ΝΤΕΛΙΛΛΟ, Σημείο Ωμέγα, μτφρ. Ελένη Γιαννακάκη, Εκδόσεις της Εστίας, σελ. 122 Είναι, ίσως, από τους πιο πολιτικούς συγγραφείς. Τη στιγμή που το ελληνικό μυθιστόρημα πολιορκούσε το «εγώ» απ’ όλες τις πλευρές, ο Ντον Ντελίλλο, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους μυθιστοριογράφους, επέμενε να διερευνά την εικόνα της Αμερικής, να ελέγχει τις μυθολογίες και τις πίσω όψεις της. Με τον «Υπόγειο ΚόΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
σμο» έκανε το πορτρέτο της την εποχή του ψυχρού πολέμου. Με το «Κοσμόπολις», που εκδόθηκε το 2003, τοποθετούσε κάτω από τον φακό του το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τον κόσμο του, πολύ πριν το ανακαλύψει το Occupy Wall Street, ενώ το «Άνθρωπος σε πτώση» γράφτηκε στον απόηχο της τρομοκρατικής επίθεσης στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης Στο «Σημείο Ωμέγα», το δέκατο πέμπτο μυθιστόρημά του, ο Ντελίλλο θέτει γενικότερα προβλήματα όπως είναι ο χρόνος και η απώλεια. Ο Ρίτσαρντ Έλστερ, πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι ένας λόγιος του πο-
λέμου στο Ιράκ, που καθόταν στα τραπέζια του Πενταγώνου. Ένας πολεμιστής της πολυθρόνας που σχεδίαζε πίσω από τις κλειστές αίθουσες τον αφηρημένο πόλεμο πάνω στους χάρτες, μακριά από την οσμή της καμένης σάρκας του πεδίου των μαχών. Ο διανοούμενος που είχε ως έργο να εισηγείται μια μορφή πολέμου σύντομου και αποτελεσματικού όπως ένα Χαϊκού. Να επιλέγει λέξεις που χρησιμοποιούνται για τον βασανισμό κρατουμένων και να τις στιλβώνει με ολόκληρα δοκίμια ώστε να αποκτούν διεπιστημονικότητα, φρεσκάδα και ρομαντισμό. Να δημιουργούν μια επινοημένη πραγματικότητα που απομνημονεύεται εύκολα από τις μάζες. Ο Τζιμ Φίνλυ, ένας νεαρός κινηματογραφιστής, επιλέγει αυτόν τον άνθρωπο προκειμένου να γυρίσει μια ταινία για τον πόλεμο του Ιράκ. Ένας άνδρας, ο Έλστερ, πρέπει να σταθεί μπροστά σε έναν τοίχο και να αφηγηθεί από την αρχή ως το τέλος, χωρίς διακοπή την εμπειρία του. Στην έρημο Σονορέιν, όπου βρίσκονται, ο Φίνλευ περνάει τις μέρες του προσπαθώντας να τον πείσει να κάνουν την ταινία. Μαζί τους η Τζέσι, η εικοσιπεντάχρονη κόρη του Έλστερ. Η ξαφνική εξαφάνιση της αποδεικνύεται ένα άλυτο μυστήριο που τείνει να μετατρέψει την ιστορία σε θρίλερ και τελικά θα αναστείλει τη
ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, Χορεύουν οι ελέφαντες, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 340 Το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου συμπλέκει αριστοτεχνικά την πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ και της καταδίκης ενός αθώου σε μια δίκη παρωδία, με την καθημερινότητα ενός μέχρι χθες άριστου μαθητή, τελειόφοιτου λυκείου, που αρνείται να δώσει Πανελλήνιες. Η συγγραφέας τοποθετεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης τα δύο νήματα της αφήγησης συναρθρώνοντας την ιστορία με τη μυθοπλασία. Μ’ έναν ρυθμικό βηματισμό εναλλάσσει τον ιστορικό χρόνο με τη ζέουσα επικαιρότητα καθώς πηγαινοέρχεται από το εμφυλιακό αστικό τοπίο βίας και τρομοκρατίας του 1948-49 στην ατμόσφαιρα αποσύνθεσης του 2011, δημιουργώντας ένα ιστό αναλογιών ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Επιστρατεύοντας μια πλειάδα αφηγητών αποτυπώνει καλειδοσκοπικά τα ιστορικά γεγονότα. Παραθέτοντας και μυθοποιώντας τις μαρτυρίες των εμπλεκομένων προσώπων φέρνει στο προσκήνιο τις διαχρονικές παθογένειες του πολιτικού συστήματος και τις δόλιες μεθοδεύσεις των διεφθαρμένων λειτουργών του κρατικού μηχανισμού και ανασύρει τις ομοιότητες και τις συγγένειες της παραδομένης στα πολιτικά πάθη, τις μισαλλόδοξες συγκρούσεις και τις μηχανορραφίες της κεντρικής εξουσίας πόλης του χθες, με την απορρυθμισμένη από την διαλυτική πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση πόλη του σήμερα. Κεντρικό πρόσωπο στον ένα πόλο της αφήγησης είναι ο Μηνάς. Ένας ανήσυχος έφηβος που αντιμάχεται το ηγεμονικό, συμβολικό και ρυθμιστικό ιδεώδες που επιβάλλει τη συμμετοχή στις πανελλήνιες εξετάσεις και την επιτυχία στο πανεπιστήμιο. Ένας ευφυής νέος που ενώ από οικογενειακή παράδοση ξέρει να εκτιμά την αξία της γνώσης, αποποιείται την κανονικότητα των αποφάσεων και των πράξεων που διασφαλίζει την ομαλή κοινωνική ένταξη, υπερασπιζόμενος πεισματικά τη διαφορετικότητά του. Με την υπόδει-
δημιουργία της ταινίας. Αυτός ο αδιάβροχος θεωρητικός, που στέλνει τα παιδιά των άλλων να γίνουν ανόργανη ύλη στις μυλόπετρες του πολέμου, θα καταλάβει τι σημαίνει απώλεια του δικού σου ανθρώπου. Ο Έλστερ είναι οπαδός του Teilhard de Chardin, ενός Γάλλου Ιησουίτη και φιλοσόφου, που θεωρούσε ότι η εξέλιξη είναι μια διαδικασία αυξανόμενης πολυπλοκότητας που οδηγεί σε ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης, υπέρτατο όριο της οποίας είναι το «Σημείο Ωμέγα». Ωστόσο, απαρηγόρητα ανθρώπινος, θα ανακαλύψει το δικό του «Σημείο Ωμέγα». Ο προσωπικός πόνος θα κονιορτοποιήσει όλες τις θεωρίες του και θα τον κατατάξει οριστικά στην πλευρά των ηττημένων. Η πρόσφατη νουβέλα του Ντελίλλο διαφέρει από τα προηγούμενα έργα του. Το σκηνικό της δεν είναι η ρεαλιστική καθημερινότητα της αμερικανικής μητρόπολης. Οι χαρακτήρες του μοιάζουν επίπεδοι. Η γλώσσα του επιμένει σε γενικότερα θέματα όπως αυτό του χρόνου και της τέχνης. Η κυρίως ιστορία μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Φίνλυ είναι παρένθετη ανάμεσα σε ένα προλογικό και ένα επιλογικό μέρος. Εκεί ένας ανώνυμος χαρακτήρας που βρίσκεται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης παρατηρεί, σε βιντεοπροβολή και σε εξαιρετικά αργό ρυθμό, το «Ψυχώ»
Ελέφαντες και μυρμήγκια ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ξη του εκλεκτού των καθηγητών του, του εμπνευσμένου καθηγητή της ιστορίας, θα διερευνήσει την κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες πολιτική δολοφονία του Τζορτζ Πολκ και τη στημένη δίκη που ακολούθησε συγκλονίζοντας τη Θεσσαλονίκη και το πανελλήνιο πριν από εβδομήντα και πλέον χρόνια. Με μοχλό τη σχολική αυτή εργασία-δοκιμασία αφύπνισης θα ανακαλύψει, όχι βέβαια τον αληθινό ένοχο της ανεξιχνίαστης εκτέλεσης του ενοχλητικού και φιλόδοξου Αμερικανού ανταποκριτή του CBS που αναζητούσε τον Μάρκο Βαφειάδη για να του πάρει συνέντευξη, αλλά την πολυπρισματικότητα της αλήθειας και τους άδηλους δεσμούς και τους απρόσμενους συσχετισμούς του παρελθόντος με το παρόν. Θα κατορθώσει μέσα από την εξοικείωση με τα τεκμήρια της ιστορικής δίκης να περάσει από την άρνηση και την απραξία σε μια ενεργητική και στοχαστική στάση που θα του δώσει τη δυνατότητα να κατανοήσει το ρόλο των άλλων, να διαρρήξει τα όρια του μικρόκοσμού του και να βρει τη δική του μάχιμη θέση στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στον άλλο αφηγηματικό πόλο εξελίσσεται η ιστορία του Γρηγόρη Στακτόπουλου και της οικογένειάς του. Του εξιλαστήριου θύματος μιας διαφορετικής πολιτικής βίας, θεσμοθετημένης και με απολογητές. Του βολικού αποδιοπομπαίου τράγου που σήκωσε το σταυρό της ανικανότητας και της ενδοτικότητας των συντελεστών της εξουσίας που προκειμένου να διασφαλίσουν τον εξευμενισμό των Αμερικανών και τον στιγματισμό της αριστεράς, μεθόδευσαν το εσπευσμένο κλείσιμο της υπόθεσης με διαβλητές και παράτυπες διαδικασίες. Των ευυπόληπτων πολιτικών, των κρατικών αξιωματούχων και των έγκριτων νομικών που συνέργησαν ώστε
του Χίτσκοκ. Μέσα από τη βραδύτητα της εναλλαγής των πλάνων, θρυμματίζοντας τον χρόνο σε μικρούς κόκκους, προσπαθεί να απαλλαγεί από ρηχή συνήθεια του βλέμματος που κοιτάει αλλά δεν βλέπει. Επιχειρεί να αδράξει το πάντα διαφεύγον ολισθηρό νόημα της αληθινής ζωής, που δεν μπορεί να χωρέσει σε λέξεις. Όλα αυτά, παρ’ όλο που ίσως ξενίσουν τον παραδοσιακό αναγνώστη, συνιστούν μια συγγραφική επιλογή. Δημιουργούν έναν άλλο ορίζοντα ανάγνωσης σε φιλοσοφικό επίπεδο. Σκηνοθετώντας την ιστορία του στην έρημο και διαστέλλοντας τον χρόνο ρίχνει έναν απόκοσμο φωτισμό. Η λοξή του ματιά αποτελεί έναν προβληματισμό για την πορεία της ανθρωπότητας. «Κάτι έρχεται» λέει. Ο πόλεμος, το κλίμα, η πείνα; Έχουμε το γονίδιο της αυτοκαταστροφής. Η ανθρώπινη συνείδηση θέλει να βγει από τη βιολογία της. Να ξαναγίνουμε πέτρες σε ένα χωράφι. Ο ανήσυχος Ντον Ντελίλλο δεν ακολουθεί την πεπατημένη των προηγούμενων έργων του, δεν επαναπαύεται στις τεχνικές που έχει κατακτήσει, αλλά διερευνά συνεχώς καινούριους τρόπους για τη γλώσσα και το μυθιστόρημα.
Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος
ένας άνθρωπος να βρεθεί στη φυλακή χωρίς αδιάσειστες αποδείξεις και η υπόθεση παρά τις χαλκευμένες κατηγορίες και την κραυγαλέα κακοδικία να μην ανοιχτεί ποτέ μέχρι σήμερα. Η συγγραφέας αναπαριστά με άνεση και γνώση εξαιτίας των προσωπικών της εμπειριών και βιωμάτων την κεντρική αφηγηματική σκηνή του μυθιστορήματος, το χώρο του σχολείου. Με πειστικότητα αποτυπώνει τον παλμό και τους κραδασμούς στο σώμα της μαθητικής κοινότητας και ψυχογραφεί τα μέλη της οικογένειας του ήρωα, -τον υπερδραστήριο καλών προθέσεων δημοσιογράφο πατέρα, την ανεπάγγελτη φιλόλογο μητέρα, την συνταξιούχο επίσης φιλόλογο γιαγιά, αποδίδοντας τις πιέσεις, τις αγωνίες, τις ανασφάλειες και τους πειθαναγκασμούς που ταλανίζουν και περιπλέκουν τις οικογενειακές σχέσεις και ισορροπίες. Το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου με τη διπολική αφήγηση ρέει και παρασύρει τον αναγνώστη στο παιχνίδι των αντιστίξεων και των συγκρίσεων, στην διελκυστίνδα της μνήμης και της λήθης. Ένας έφηβος που ψάχνει την ταυτότητά του σ’ ένα κρίσιμο ηλικιακό και κοινωνικοπολιτικό μεταίχμιο στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μια πολιτική δολοφονία πριν μισό αιώνα που δεν διαλευκάνθηκε ποτέ και ένας αθώος που σπιλώθηκε και φυλακίστηκε στο βωμό του εθνικού σκοπού είναι το ενδιαφέρον αφηγηματικό υλικό του μυθιστορήματος που συνθέτοντας ιστορικά γεγονότα και επινοήσεις συνδέει σε δίκτυο πρόσωπα, καταστάσεις και τόπους του χθες και του σήμερα. Το δε μότο της οικογένειας του Μηνά χορεύουν οι ελέφαντες και πάντα την πληρώνουν τα μυρμήγκια, που δίνει τον αινιγματικό τίτλο στο μυθιστόρημα, έρχεται να επαληθευτεί επίκαιρα και πανηγυρικά από τις επιλογές των κέντρων εξουσίας που για μια ακόμη φορά με το πρόσχημα της αδήριτης αναγκαιότητας επιβάλλουν σκληρές θυσίες. Μόνο για τους άλλους: Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
48
Η ΑΥΓΗ 12 ΜΑΪΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Στις πόλεις αναμετριόμαστε με τις ζωές μας DAVID HARVEY, Εξεγερμένες Πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, Μετάφραση: Κατερίνα Χαλμούκου, Εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 308 Σε όλες τις αναλύσεις για την κρίση του 2008 υποδεικνύεται ως αφετηρία η αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ. Τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια και η διάθεσή τους στη δευτερογενή αγορά επέτρεψαν τη διοχέτευση των πλεοναζουσών αποταμιεύσεων, την αύξηση της μόχλευσης και την πτώση των επιτοκίων, ενώ αποτέλεσαν μια απόπειρα διαχείρισης της διακινδύνευσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Μια απόπειρα αΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΧΟΒΑΡΔΑ
τελέσφορη, όπως τελικά αποδείχθηκε. Η επέκταση του δανεισμού σε μειονοτικούς πληθυσμούς, σε μονογονεϊκές οικογένειες, σε κοινωνικές ομάδες με χαμηλό εισόδημα, σε συνδυασμό με την εργασιακή επισφάλεια και την συρρίκνωση των προνοιακών πολιτικών οδήγησε σε μια περιδίνηση καθόδου με ταχύτητα μεγαλύτερη από εκείνη της ανόδου που προηγήθηκε. Η αγορά ακινήτων προϋποθέτει βέβαια την κατασκευή των ακινήτων, σε πολλές περιπτώσεις ολόκληρων συνοικιών ή και προαστίων, καθώς και την κατασκευή υποδομών πρόσβασης. Ο David Harvey συζητά την αστικοποίηση ως βασικό μέσο απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου και συνδέει τόσο την πρόσφατη όσο και προηγούμενες κρίσεις με την «ανάπτυξη» των πόλεων. Η «ανάπτυξη» αυτή μπαίνει σε εισαγωγικά επειδή αφορά την καπιταλιστική συσσώρευση από τη μία πλευρά, και από την άλλη, την επιδίωξη του κεφαλαίου για οργάνωση κοινωνικής συναίνεσης με άξονα τη στέγη. Για τον συγγραφέα, η πόλη είναι που καθοδηγεί την παραγωγική διαδικασία και διατάσσει τις δυνάμεις του κεφαλαίου απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας. Ο Harvey παραθέτει μια σειρά από παραδείγματα για να δείξει την τάξη μεγέθους της αστικοποίησης: Αναφέρεται στο Παρίσι που μετατρέπεται μετά το 1853 σε Πόλη του Φωτός από τον Georges Eugéne Haussmann με τις μεγάλες λεωφόρους και τη συνοικία Les Halles, στην μητροπολιτική περιοχή της Νέας Υόρκης όπου λαμβάνει χώρα μια πρωτοφανής προαστικοποίηση μετά το 1945 υπό τον Robert Moses, και στην Κίνα όπου οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτιναχθεί, ενώ είναι σε εξέλιξη ένα σχέδιο οικοδόμησης 36 εκατομμυρίων σπιτιών από το 2010. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η αστικοποίηση στην Κίνα σήμερα θυμίζει την ανάπτυξη στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνο που το εύρος αυτής της διαδικασίας είναι τώρα πολλαπλάσιο. Πριν από συστημικές κρίσεις καταγράφεται μια ραγδαία άνοδος και πτώση του κατασκευαστικού τομέα, όπως το 1929 και το 1973. Η αστικοποίηση απλά μεταθέτει το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης που υποτίθεται ότι επιχειρεί να αντιμετωπίσει. Παρά την εμμονή της κυρίαρχης ιδεολογίας να αντιμετωπίζει τις κρίσεις ως εξαιρέσεις, και το παρελθόν και το παρόν δείχνουν ότι οι κρίσεις είναι δομικό και αναπόσπαστο στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και μια νέα ευκαιρία για το κεφάλαιο να εντείνει την ταξική εκμετάλλευση αφού επιλύσει τις κρίσεις σε βάρος του κόσμου της εργασίας. Το βασικό ερώτημα που θέτει ο Harvey είναι, τι έχει να μας προσφέρει η επικέντρωση στην πόλη ως κοινωνικό και ιστορικό συγκείμενο της ταξικής πάλης; Ο συγγραφέας περιγράφει την αρπαγή γης στη Βομβάη και το Ρίο από κατοίκους που δεν έχουν τίτλους ιδιοκτησίας και μένουν σε παραγκουπόλεις. Αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η ανάδειξη παγκόσμιων οικονομικών κέντρων στον Τρίτο Κόσμο συνεπάγεται τον εκτοπισμό εξαθλιωμένων πληθυσμών. Μας μεταφέρει στην Κοτσαμπάμπα, όπου οι κάτοικοι διώχνουν τις εταιρείες Bechtel και Suez και ανακόπτουν την ιδιωτικοποίηση του νερού, και το Ελ Άλτο, όπου ιθαγενείς, αγρότες και βιομηχανικοί εργάτες οργανώνονται στις γειτονιές και προκαλούν προεδρική εναλλαγή και τον ερχομό του Μοράλες. Δίπλα σε κάθε καταστροφή γεννιέται μια ελπίδα, από τις ρωγμές του συστήμα-
τος μπορούμε να δούμε αυτό τον άλλον κόσμο που είναι εφικτός. Για το πάλεμα αυτό ανάμεσα στην καταστροφή και την ελπίδα ο Harvey παραπέμπει σε κινηματογραφικές ταινίες που διασυνδέουν το παρόν με το παρελθόν, τον Τρίτο Κόσμο με τον Πρώτο Κόσμο. «Το αλάτι της γης» (1954, Biberman) διηγείται τις κινητοποιήσεις Μεξικανο-αμερικάνων εργατών σε ένα ορυχείο ψευδαργύρου που ζητούν ίση μεταχείριση με τους λευκούς εργάτες. Στην ταινία «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν» (1967, Godard), παρακολουθούμε στιγμές της καθημερινής ζωής στο Παρίσι λίγο πριν τον Μάη του ‘68, με την οικονομική ανάγκη και την ανία να οδηγούν στην πορνεία. «Η πόλη του θεού» (2002, Meirelles) αναφέρεται στον πόλεμο συμμοριών σε μια συνοικία στο Ρίο κατά τις δεκαετίες του ‘60 και ‘70. Για τον πρώτο κόσμο, ο συγγραφέας σημειώνει ότι το τέλος των κορπορατιστικών ρυθμίσεων αποκαλύπτει έναν κατακερματισμένο κόσμο της εργασίας, όπου οι ταυτότητες δεν παράγονται μόνο στο εργοστάσιο. Άνεργοι σε καθεστώς μόνιμης και σταθερής ανεργίας, μικροεπαγγελματίες χωρίς επίδομα ανεργίας, επισφαλώς εργαζόμενοι, εργαζόμενοι σε 2 και 3 δουλειές, μετανάστες απλήρωτοι, όλοι εμείς συγκροτούμε ένα πρεκαριάτο όπου η αδυναμία ενιαίας έκφρασης είναι πρόδηλη. Μπορεί να είμαστε 99 τοις εκατό αλλά πρέπει να το δείξουμε. Μια τέτοια δυνατότητα ενιαίας έκφρασης προσέφεραν οι πλατείες που προσέδωσαν κεντρικότητα και ενοποίησαν τις εξεγέρσεις στην Αραβική Άνοιξη και τις κινητοποιήσεις των αόρατων στα αστικά κέντρα του Ευρωπαϊκού Νότου. Ο Harvey στην ανάλυσή του χρησιμοποιεί δύο έννοιες που δανείζεται από τον Henri Lefebvre. Η «κραυγή» είναι η αγανάκτηση, η απόγνωση, ο θυμός. Το «αίτημα» είναι η πρόταση, η κατάφαση, η εναλλακτική ζωή που ονειρευόμαστε. Το δικαίωμα στην πόλη είναι η διεκδίκηση των ζωών μας, κάθε στιγμής της καθημερινότητας, είναι η αντίσταση στην αστικοποίηση ως μέσο καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι η ανάκτηση της πόλης. Τα κινήματα πόλης είναι ταξικά κινήματα γιατί συναρθρώνουν την κραυγή και το αίτημα του πρεκαριάτου, όπως συνέβη στο Παρίσι το 1871 και το 1968, στο Σιάτλ το 1999, στην Αθήνα το 2008 και το 2011. Διεκδικούμε την πόλη ως συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο, ως συλλογικό πολιτικό σώμα, ως ανοιχτή δημοκρατική διαδικασία.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Για τον συγγραφέα ο χώρος δεν είναι δοσμένος ούτε ως μορφή ούτε ως αναπαράσταση. Αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά στις ελληνικές πόλεις που διαμορφώθηκαν από την αντιπαροχή. Οι συνειδήσεις του κόσμου που μετανάστευσε εσωτερικά διαμεσολαβήθηκαν από τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο. Το όνειρο για ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης στοίβαξε εκατομμύρια κόσμο σε μερικά τετραγωνικά μέτρα. Επειδή όμως ο χώρος αποτελεί προϊόν κοινωνικών πρακτικών, και επειδή η πόλη συγκεντρώνει αντιφάσεις και ανισότητες που δεν μπορούν να κρυφτούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επανέρχεται η αντίθεση ανάμεσα στην ταξική εκμετάλλευση και την καταστολή, από τη μια πλευρά, την «κραυγή» και το «αίτημα» από την άλλη. Συζητώντας τη λεφεβριανή διαλεκτική ισοτοπίας-ετεροτοπίας, ο Harvey αντιπαραθέτει την ομοιογένεια με την ετερογένεια, την υπακοή με την ανυπακοή, τον νόμο με τη χειραφέτηση. Στους ομοιογενείς ισοτοπικούς χώρους εμπεδώνονται κατεστημένες πρακτικές βασισμένες σε ένα σχέδιο που δεν είναι επερωτήσιμο και μέσα από διαδικασίες κλειστές. Η κυρίαρχη πολιτική οικοδομεί την ισοτοπία με την εξάλειψη της αντίστασης, η οποία μέσα από τον νεοναζιστικό της θύλακα φτάνει ως τη φυσική εξόντωση του Άλλου. Η ετεροτοπία παράγει και αναπαράγει την ετερογένεια ως αναγκαία συνθήκη ανάδυσής της, προωθεί την αυτονομία με ποικίλους πειραματισμούς και ανοιχτές διαδικασίες που προϋποθέτουν την επερώτηση κάθε θέσης. Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για εμάς σήμερα; Στον λόγο της Αριστεράς πρέπει να αντιμετωπίσουμε την αγωνία ενάμιση εκατομμυρίου ανέργων που δεν είναι δυνατόν να αναμένουν το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η αυτοδιοίκηση πρέπει να συμβάλει στον σχεδιασμό ενός σχεδίου κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ικανού να κρατήσει την κοινωνία όρθια. Οι πόλεις, οι γειτονιές, οι πλατείες μπορεί να αποτελέσουν τους ετεροτοπικούς χώρους όπου θα κληθούμε να αναμετρηθούμε με τις ζωές μας. Να διεκδικήσουμε τα δημόσια αγαθά ως σχέση. Να γράψουμε παντού το στιχάκι που διαβάσαμε στην Ιερισσό: Μη φοβάστε - Νικάμε.
Ο Τάσος Χοβαρδάς διδάσκει Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ
Κ. Π. Καβάφης (1863-1933)
Κλασικός και μοντέρνος ελληνικός και παγκόσμιος 3 Ο «γέρων της Αλεξανδρείας» και η «ποιητική μας παράδοση» 3 Η αφύπνιση του αραβικού εθνικισμού και ο Καβάφης 3 Η ιστορική αίσθηση στο έργο του Καβάφη 3 Ο Καβάφης του Εγγονόπουλου 3 Ο Καβάφης και οι νεώτεροι ποιητές ΓΡΑΦΟΥΝ: Αθηνά Βογιατζόγλου Κώστας Βούλγαρης Σπύρος Βρεττός Δημήτρης Δημηρούλης Αλέξης Ζήρας Μαρία Κούρση Αλέξανδρος Μηλιάς Παναγιώτης Νούτσος
Ευτυχία Παναγιώτου Κώστας Γ. Παπαγεωργίου Άλκης Ρήγος Στέφανος Ροζάνης Βασίλης Ρούβαλης Σάκης Σερέφας Θωμάς Τσαλαπάτης Μαρία Χατζηγιακουμή Μαρία Ψάχου
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑ / ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ: Αικατερίνη Γεγησιάν Εμμανουήλ Μπιτσάκης Νίνα Παπακωνσταντίνου
Δημήτρης Τάταρης Anna Boghiguian David Hockney