a11705

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

19 ΜΑΪΟΥ 2013

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

(1863-1933)

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

ΓΡΑΦΟΥΝ Κώστας Βούλγαρης Τζέϊμς Μέρριλ/ Σάκης Σερέφας Στέφανος Ροζάνης Δημήτρης Δημηρούλης Σπύρος Βρεττός Ευτυχία Παναγιώτου Παναγιώτης Νούτσος

ΑΦΙΕΡΩΜΑ, 1ο μέρος

Ο «γέρων της Αλεξανδρείας» και η «εργολαβία» του μοντερνισμού

Το 1999, τη στιγμή που ο πόλεμος στο Κόσσοβο και η επέμβαση του ΝΑΤΟ δίχαζαν την καθ’ ημάς διανόηση και επαναπροσδιόριζαν τα «ιδεολογικά μέτωπα», από τις σελίδες της Αυγής (και άλλων εφημερίδων) διεξήχθη μια καθόλου άσχετη με όλα αυτά συζήτηση, έστω κι αν φαινόταν πως είχε αμιγώς λογοτεχνικό θέμα. Αφορμή υπήρξε η ανθολογία Σικελιανού από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ο οποίος ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑ/ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ Αικατερίνη Γεγησιάν Εμμανουήλ Μπιτσάκης Νίνα Παπακωνσταντίνου Δημήτρης Τάταρης Άννα Μπογκιγκιάν David Hockney

Τα εικαστικά έργα του αφιερώματος προέρχονται από την έκθεση «Περιμένοντας τους Βαρβάρους: Αναφορά στον Καβάφη» Kalfayan Galleries Χάρητος11, Κολωνάκι, Αθήνα Διάρκεια έκθεσης μέχρι1 Ιουνίου 2013 Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Σάββατο 10.00 -15.00 Τρίτη - Παρασκευή 10.00 - 20.00

στον πρόλογο αποφαινόταν: «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα». Ο καθείς μπορεί να φανταστεί την «πόλωση» της συζήτησης: Σικελιανός ή Καβάφης; Με όλα τα συμπαρομαρτούντα, περί ορθοδόξων αδελφών και «συνείδησης της φυλής» ή περί ανοιχτών κοινωνιών και οριζόντων, ενώ η συναίνεση των ευρωπαίων διανοουμένων στους βομβαρδισμούς δημιουργούσε μια πρώτη ρωγμή στα ιστορικά αυτονόητα. Ο καθείς επίσης μπορεί να εικάσει ποιος ήταν ο ποιητής υπέρ του οποίου επιχειρηματολογούσε η δικιά μου παρέμβαση... Έκτοτε, έχουν περάσει μόλις δεκατέσσερα χρόνια. Υφίσταται το ερώτημα Σικελιανός ή Καβάφης; Μάλλον θυμηδία θα προκαλούσε εάν ετίθετο. Παρ’ ότι σήμερα η συνείδηση της ευρωπαϊκότητας καταστρέφεται και αναδύονται πάλι εθνικές εμμονές, ο χρόνος έχει κυλήσει πολύ μακριά από το ελληνοκεντρικό κοσμοείδωλο. Θυμηδία επίσης θα προκαλούσε η φράση του Σεφέρη αν την εκστόμιζε κάποιος σήμερα: «ο Καβάφης είναι ένα τέλος, δεν είναι αρχή», εννοώντας ως «αρχή» τον Παλαμά. Ναι, αλλά (θα ρωτούσε κάποιος καλοπροαίρετος) τι εννοούσε ο Σεφέρης; Μέσα σε ποια συμφραζόμενα το είπε αυτό; «Με τον Παλαμά μπαίνει πια στον κανονικό της δρόμο η ελληνική λογοτεχνία. Από τις δυο παραδόσεις που συνεχίζουνται αδιάκοπα από την εποχή της πρώτης ‘κοινής’, η μια, η περίλαμπρη και η νεκρή, η λογία, βρίσκει το τέλος της στη ζωή της ποίησης με τον Καβάφη. η άλλη, η καταφρονεμένη και η ζωντανή, η λαϊκή παράδοση, αφού πήρε φωτιά από τα Τάρταρα και φως από τα Ηλύσια, ξέσπασε στον απάνω κόσμο με τον Παλαμά. Από τον Παλαμά και πέρα, ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια, για πρώτη φορά, η διπλή ελληνική παράδοση ενώνεται σε μια γραμμή». Μία ακόμα προσπάθεια μείωσης και υπονόμευσης του Καβάφη; Προφανώς. Αλλά το πεδίο της γλώσσας, καθαρεύουσας ή δημοτικής, που αποτελεί, όπως φαίνεται κι εδώ, μείζον κριτήριο για τον Σεφέρη, είναι απρόβλεπτο. Στο ως άνω παράθεμα ο Σεφέρης δείχνει βέβαιος, πως έχει βρει μια πολύ ισχυρή, οχυρωμένη θέση, μέσα σε εκείνη τη γλώσσα που πιστεύει ότι θα κυριαρχήσει στο μέλλον ως «κοινή», κι έτσι θεωρεί πως μπορεί, διά της γλώσσας, να σχετικοποιήσει τον Καβάφη. Αλλά η γλώσσα εκδικείται. Όχι μόνο γιατί η «μικτή» είναι αυτή που κυριαρχεί σήμερα, ιδιαίτερα ως γλώσσα της ποίησης, αλλά και γιατί εκείνο το «συνεχίζουνται» του Σεφέρη δεν μιλιέται πια. Όπως δεν διαβάζονται ούτε ο Παλαμάς (του), ούτε ο Σικελιανός του Λορεντζάτου. Ό,τι περισσεύει απ’ αυτούς τους δύο ποιητές, και περισσεύουν αρκετά, βρίσκεται υποφωτισμένο, σχεδόν καταχωνιασμένο μέσα στις εκφάνσεις του λυρισμού τους - όχι στην «εθνική» ή την «παιδευτική»

David Hockney, χαρακτικό από τη σειρά Δεκατέσσερα Ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, 1966, Ιδιωτική συλλογή

ή την «κανονιστική» τους χρηστικότητα. Και αν πάμε ακόμα πιο πέρα, στο λορεντζάτειο γλωσσικό ιδίωμα και στο συνακόλουθο κοσμοείδωλό του, θα δούμε, πολύ πιο ανάγλυφα απ’ ό,τι στον Σεφέρη, το πεποιημένο της γλώσσας των δύο «αποτιμητών», δηλαδή τον λαϊκισμό τους, καθώς και τις προφανείς ιδεο-

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ


24 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

λογικές στοχεύσεις και πολιτικές αξιώσεις μέσα από τον «δημοτικισμό» τους. Η ανηλεής αυτή μάχη (τέτοιες ήταν, και είναι πάντα, οι ουσιώδεις λογοτεχνικές αντιπαραθέσεις) διεξήχθη και διεξάγεται όχι απλώς στο πεδίο της υστεροφημίας και της ποιητικής κατίσχυσης, αλλά πρώτα απ’ όλα στο πεδίο της ιδεολογικής ηγεμονίας. Με ποιες ιδεολογικές και αισθητικές δεσπόζουσες θα οργανωθεί η νεοελληνική αφήγηση; Ποιος ποιητής θα χρισθεί σύμβολο της μετάβασης στη μοντέρνα εποχή; Και, ακόμα, σε ποιον ποιητή προστρέχουμε για να αναστοχαστούμε την ταυτότητά μας σήμερα, δηλαδή για να οριστούμε μέσα στο δύσκολο παρόν της μεταμοντέρνας εποχής; Ποιος ποιητής είναι περισσότερο συμβατός με τα ερωτήματα του καιρού μας; Και τι ιδεολογικές συνέπειες έχει, σήμερα, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα; Είναι μια ακολουθία διακυβευμάτων που περιγράφει ένα «παιχνίδι» εξουσίας. Ανηλεές και ανοιχτά πολιτικό. Που αρχίζει ακριβώς το 1922. Όταν ο Βάρναλης και ο Καρυωτάκης στήνουν οδοφράγματα στην παλαμική λεωφόρο της Μεγάλης Ιδέας και στις παρόδους της («Εγώ είμαι η τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων [...]/ Είμαι ‘η Φλογέρα’ εγώ ‘του Βασιλιά’/ και ‘το Πάσχα των Ελλήνων’», γράφει ο Βάρναλης στο Φως που καίει, κλείνοντας εν ταυτώ τους λογαριασμούς του με τον Παλαμά και τον Σικελιανό). Κι έτσι, Βάρναλης, και στη συνέχεια Καρυωτάκης (ενδεικτικό και κορυφαίο το ποίημά του για τις Δελφικές εορτές του Σικελιανού), περνούν τη νεοελληνική ποίηση οριστικά στην αστική εποχή, στις αντιθέσεις, τα διλήμματά της και τις αντιφάσεις της, ενώ ο Καβάφης κινείται κι αυτός μαζί τους προς το μέλλον, επιλέγοντας όμως να διανοίξει, ανεπαισθήτως, μια παρακαμπτήριο. Βάρναλης και Καρυωτάκης απωθήθηκαν, βιαίως, έξω από το καθεστωτικό μυθόπλασμα του νεοελληνικού μοντερνισμού, αλλά επίσης και ο Καβάφης. Ήδη το 1929, ο Θεοτοκάς, στο Ελεύθερο πνεύμα του, θέτει με πιο καθαρούς όρους το απαξιωτικό προς τον Καβάφη επιχείρημα: «Ο κ. Καβάφης είναι ένα τέλος κ’ η πρωτοπορεία είναι μια αρχή. Είναι δύο κόσμοι αντίθετοι και ασυμβίβαστοι. Η μόνο επίδραση που μπορεί να εξασκήσει ο κ. Καβάφης σε μια ζωντανή νέα γενιά είναι μια επίδραση αρνητική. Επιταχύνοντας το τέλος μιας εποχής των ελληνικών γραμμάτων βοηθεί ίσως τη γέννηση μιας νέας εποχής». Η απάντηση του Καβάφη ήρθε το 1932, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις και, με καβαφική αβρότητα, κάλεσε μέσω κοινού γνωστού τον νεοσσό Θεοτοκά, στο αθηναϊκό ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ» όπου διάμενε. «Είναι ρωμαντικοί! Ρωμαντικοί! Ρωμαντικοί!», είπε στον Θεοτοκά, για τους «ποιητάς των Αθηνών», διευκρινίζοντας πως περιλαμβάνει συλλήβδην τους πάντες, άρα, κατά καβαφική συνεκδοχικότητα, και τους νεόκοπους... (Δες την εργοβιογραφία Καβάφη, των Δασκαλόπουλου-Στασινοπούλου, εκδόσεις Μεταίχμιο). Ο Θεοτοκάς, ο Σεφέρης, ο Λορεντζάτος και η συντροφία επιχείρησαν λοιπόν συστηματικά να απαξιώσουν την ήδη συντελεσμένη μοντερνιστική τομή, διεκδικώντας για λογαριασμό τους, για λογαριασμό της ιδεολογίας τους και του πολιτικού τους χώρου, τη διαχείριση της αστικής εποχής, προσφέροντας στο λόγο τής εξουσίας τα κρίσιμα εργαλεία. Δεν δίστασαν να προβάλλουν, έναντι του Καβάφη, την ήδη παρωχημένη ποιητική του Παλαμά ή τού Σικελιανού, δηλαδή να «πετάνε τη μπάλα στην εξέδρα», να ακυρώνουν κάθε δυνατότητα σοβαρής συζήτησης, διεκδικώντας όμως έτσι την αποκλειστική αντιπροσωπεία του μοντέρνου, αλλά και της «ευρωπαϊκό-

Η ΑΥΓΗ • 19 ΜΑΪΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ τητας» (εξορίζοντας, φυσικά, από το κάδρο τον ευρωπαίο, και όχι μεταπράτη «ευρωπαϊστή», συγγραφέα της Πάπισσας, Εμμανουήλ Ροΐδη), κλπ, κλπ. Κι αν η εγχώρια αστική τάξη χρησιμοποίησε τελικά τα εργαλεία που της προσέφεραν απλώς για να αναπαραγάγει τον παρασιτισμό της, με αυτή πάντως τη διαδικασία ορίστηκε μέχρι σήμερα το λογοτεχνικό πεδίο, καθώς κι εκείνο της εκπαίδευσης, με βάση αυτή την αφήγηση, στην οποία ομνύει και το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου αριστεράς. (Η στάση της οποίας απέναντι στον Καβάφη δεν υπήρξε ιδιαίτερα θετική: θυμίζω τη θυελλώδη συζήτηση το 1955 στην Επιθεώρηση Τέχνης, όπου και το εξόχως διορατικό κείμενο του Μανόλη Λαμπρίδη, «Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης...»). Η καθεστωτική αφήγηση/κατασκευή της ιστορίας του νεοελληνικού μοντερνισμού διαθέτει ακόμα τεράστια ισχύ. Για παράδειγμα, πριν από ένα μήνα, σε μία από τις δύο νεοφιλελεύθερες, και λογοτεχνικά «μεταμοντέρνες» (τρομάρα τους) αθηναϊκές επιθεωρήσεις βιβλίου, γνωστός νεοελληνιστής του εξωτερικού άρχιζε έτσι, με απίστευτη φιλολογική αυταρέσκεια, ένα κείμενό του για τον Καβάφη: «Το 1935 ήταν μια κρίσιμη χρονιά για την ελληνική λογοτεχνία. γεννήθηκ[ε] ο μοντερνισμός -αν μου επιτρέπεται αυτή η κάπως θετικιστική απλούστευση- με το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη». Οι καθεστωτικές αφηγήσεις διαρκούν πολύ...

222 Πριν από λίγες μέρες, εκδόθηκε (από τον Ίκαρο) η αλληλογραφία του Ε. Μ. Forster με τον Καβάφη (1916-1932), ένα μοναδικό τεκμήριο, όπου βλέπουμε έναν χειραφετημένο νεοέλληνα ποιητή, ο οποίος αντιμετωπίζει με αφοπλιστική ευγένεια, αλλά και καβαφικά υπόρρητη ειρωνεία, τον ίδιο τον Forster (που μάλιστα μεσολαβεί για τη δημοσίευση ποιημάτων τού Καβάφη σε περιοδικά και προσφέρεται για την έκδοσή τους σε βιβλίο στην Βρετανία), τον Τ. Σ. Έλιοτ και το περιοδικό του Kritirion (που δημοσίευσε κάποια ποιήματα του Καβάφη), κ.λπ., κ.λπ... Όλα αυτά συνιστούν μια εικόνα του Καβάφη που απέχει πολύ από εκείνη που μας παρέδωσε η κατεστημένη φιλολογία. Βεβαιώνουν ακόμα και την πραγματολογική γνώση του επί των τεκταινομένων του μοντερνισμού, πέρα από την πασιφανή, χειραφετημένη και όχι μεταπρατική, δηλαδή ισότιμη ποιητική του συμμετοχή σ’ αυτή την καλλιτεχνική κοσμογονία. Ο καθένας επιλέγει με ποια εικόνα του Καβάφη και της ποίησής μας ταυτίζεται, σε ποια εικόνα του εαυτού του προσβλέπει, σε ποια ταυτότητα ομνύει, πώς πορεύεται σε τούτη τη ζωή. Πάντως, τα παιχνίδια εξουσίας, οι γραμματολογικές μανούβρες και οι πρόσκαιρες επιτυχίες παλιώνουν γρήγορα. αυτό που διαρκεί είναι το κατορθωμένο έργο, όπως το γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον ο Καβάφης, αφήνοντάς μας ένα διαρκές μέτρο των πραγμάτων. Κι αυτό το έργο δεν έχει καμιά σημασία αν αντιστοιχεί ή όχι στην έκτακτη εικόνα του Εμπειρίκου, ότι «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου», αν και η καβαφική ποίηση σίγουρα αντιστοιχεί στην ουσία τού εμπειρίκειου ορισμού: «Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. [...] Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος». Ετούτο έχει να μας προσφέρει, ο τόσο οικείος πια, αλλά διαρκώς τόσο απόμακρος Καβάφης, και στη σημερινή, δύσκολη ιστορική στιγμή, μέσα στην κρίση. Δηλαδή, ό,τι πιο μείζον και ανθεκτικό. Γι’ αυτό και το παρόν αφιέρωμα, ογδόντα χρόνια από τον θάνατό του και εκατόν πενήντα από τη γέννησή του. Γιατί, όπως το είπε ο ίδιος, «Ο Καβάφης, κατά την γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών».

2

Δημήτρης Τάταρης, Περιμένοντας τους Βαρβάρους, 2013, μελάνι σε χαρτί, 65 x 50 εκ

Τζέιμς Μέρριλ

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ Γιατί ο Ανατέλλων Ήλιος πεταρίζει πάνω σε δέκα χιλιάδες ιστούς; Είναι οι Γιαπωνέζοι να φθάσουν σήμερα. Και γιατί οι γερουσιαστές μας, αυτοί οι εργατικοί τερμίτες ρεμβάζουν έτσι αντί να συστήσουν καμιά νέα υποεπιτροπή; Γιατί οι Γιαπωνέζοι θα φτάσουν σήμερα. Σύντομα το Κογκρέσο θα υπάγεται στη Βουλή τους. Τι τον έπιασε τον Πρόεδρο και σαχλαμαρίζει με τους δημοσιογράφους κοιτάζοντας να ξεβρομίσει τη λερωμένη του φωλιά; Πώς θα μπορέσουν να τον κρίνουν οι μέλλουσες γενιές; Ε, καλά, οι Γιαπωνέζοι που είναι να φθάσουν σήμερα έχουν τα δικά τους σκάνδαλα. Εκεινού μπορούμε να τα ξεχάσουμε. Γιατί η προκυμαία έχει πλημμυρίσει με όλους αυτούς τους κακοντυμένους μαθητευόμενους; Γιατί στον δρόμο με τις μπουτίκ αντηχούν τα γελάκια από τόσους πουδραρισμένους γυναικορούχητους; Γιατί οι Γιαπωνέζοι θα φθάσουν σήμερα φέρνοντας όλα εκείνα τα μαγικά σύνεργα για το σούσι καθώς και τους καλύτερους υποκριτές γυναικείων ρόλων. Μα που είναι οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς μας; Μοιάζει αστείο, τους φανταζόμασταν ότι θα τρέχαν να χαιρετήσουν τα πατριωτάκια του Utamaro και της Lady Murasaki. Δεν πρόκειται, πάντως, να λείψουν σε κανέναν. Στους σημερινούς Γιαπωνέζους αρέσουν τα καυτά κόμικς με διαστημοπειρατές και ο Βαν Γκογκ. Κι όλας μεσάνυχτα; Η Times Square είναι ο παράδεισος του σημειολόγου: Mitsubishi, Sony, Suntory, Toshiba, Kirin, Benihana... Μα τι φρίκη! Μεγάλα φτερά κρύβουν τη σελήνη. Ώστε είναι αλήθεια αυτό που μεταδίδουν οι ειδικοί πως οι Γιαπωνέζοι μάς αγνοούν και συνεχίζουν για τις ακτές τού Τέλει-Αγκοράσει-Gucci; Ο ήλιος έχει ανατείλει τώρα στη Ρώμη. Μέχρι να βραδιάσει δεν θα ‘χει απομείνει εκεί πέρα ούτε ένα ζευγάρι παντοφλέ παπούτσια από δέρμα ερπετού που να μην το έχουν αρπάξει. Μα πού μας παρατούν έτσι πασαλειμμένους με αυγά και τυρί σόγιας; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια χρυσή ευκαιρία, όμως εμείς τη χαραμίσαμε.

Το ποίημα του James Merrill (Νέα Υόρκη, 1926 - 1995) δημοσιεύθηκε το 1990 στο The New York Review of Books υπο τον τίτλο Aſter Cavafy . Απόδοση στα ελληνικά Σάκης Σερέφας (Θεσσαλονίκη, 1960 ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας)


Η ΑΥΓΗ • 19 ΜΑΪΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

25

3

Η «αποξένωση» του Καβάφη Ο Γιώργος Σαραντάρης έγραφε: «Ο Βαρίκας σα μόνο πρόδρομο του [Ζήση] Οικονόμου στη νεοελληνική ποίηση αναφέρει τον Καβάφη. Αλλ’ αν ο Καβάφης έβλαψε τη νεοελληνική γλώσσα στην ενότητά της, δημιουργώντας ναι μεν ύφος προσωπικό, αλλά όχι ομιλία που να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας, ο Οικονόμου απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από το πάτριο έδαφος, γιατί δεν υπακούει μήτε καν σε κάποια λόγια παράδοση της γης του, όπως συμβαίνει με τον Καβάφη». Από τη διατύπωση του Σαραντάρη μένει σαφώς το «προσωπικό ύφος» και η ομιλία που δεν «συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας», παρ’ όλο που «υπακούει σε κάποια λόγια παράδοση», κάθε φορά που το έργο του Καβάφη επιχειρεί να εισχωρήσει στα νεοελληνικά μας με την αναμφισβήτητη αύρα του, κάπως ασταθή μεν αλλά αναμφισβήτητη ως προς την υφολογία του την προσωπική, μακριά από τη γλώσσα της νεοελληνικής ποιητικής. Ο Γιώργος Σεφέρης έλεγε πως ο Καβάφης -και ο Σολωμός ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

και ο Κάλβος- δεν ήξερε ελληνικά. Άρα, δεχόταν την αναμφισβήτητη αύρα του Καβάφη, τον απέκλειε όμως, ομοίως, αν και με εντελώς διαφορετική προοπτική από εκείνη του Σαραντάρη, από τα έργα και τις ημέρες της νεοελληνικής γλώσσας που συγκροτεί το σώμα της νεοελληνικής ποιητικής. Έκτοτε, μεσολάβησαν πολλά ρεύματα και κινήματα ποιητικά, μοντερνιστικά, ή, προσφάτως, και μεταμοντερνικά. Σε όλα αυτά, η αύρα του καβαφικού έργου οπωσδήποτε εξακολούθησε να πλανάται μέσα στην ασφυκτική της καβαφολογία, ο Καβάφης όμως έμεινε «εκτός γλώσσης», ανοικονόμητος και χωρίς να μεταβολίζεται στο σώμα της νεοελληνικής ποιητικής, απροσάρμοστος στην ορθοδοξία της ποιητικής, έστω και αν οι γλώσσες οι ποιητικές όχι λίγες φορές επεδίωκαν την ανορθοδοξία, πάντα ωστόσο εντός της «λαλιάς» που «λαλούσε» η ελληνική γλώσσα την οποία ο Καβάφης δεν ομιλούσε, παρά την υπακοή του «σε κάποια λόγια παράδοση». Ο Βύρων Λεοντάρης έχει γράψει: «... δεν θα έπρεπε να αποδίδεται μια ‘ιστορική αίσθηση’ ή ένα ‘αίσθημα χρονικού συνταυτισμού’ στον Καβάφη, αφού σίγουρα είναι καθηλωμένος σε μια καθηλωμένη στον εαυτό της ιστορική περίοδο, χωρίς την αίσθηση και εποπτεία του ιστορικού γίγνεσθαι [...]. Το ματαιωμένο παρελθόν καθώς θαλασσοδέρνει το σώμα του έγκλειστου το κάνει να ηχεί τη φωνή του. Ο έγκλειστος μιλάει με όλο του το σώμα. Γιατί δεν έχει άλλον εαυτό. Γιατί το σώμα του δεν έχει άλλον τρόπο επιβεβαίωσης». Από την εξαιρετικά διεισδυτική διατύπωση του Λεοντάρη μένει σαφώς η καθήλωση του Καβάφη σε «μια καθηλωμένη στον εαυτό της ιστορική περίοδο» και επιπλέον το καβαφικό σώμα, άρα και η ποίηση η καβαφική, που «ηχεί τη φωνή του». Θα προσέθετα ασφαλώς «και μόνο τη φωνή του», θέλοντας να τονίσω ότι η καβαφική ποίηση ακούει πράγματι μόνο τη φωνή της, καθηλωμένη στον χρόνο και στον εαυτό της. Από εδώ μάλιστα προκύπτει και η αγωνία του Σαραντάρη, όταν τον Καβάφη θέλει να τον πολιορκήσει με τις δικές του ποιητικές συνηχήσεις: Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη; Ο Αντώνιος της ποίησής σου η Αλεξάνδρεια. Δικαιούμαι λοιπόν να πω: ο Καβάφης θέλησε να είναι μόνος -γλωσσικά, υφολογικά, ποιητικά, ιστορικά. Και επιπλέον θέλησε να ηχεί την καθήλωσή του, που σημαίνει ότι αντιστάθηκε στην αποκαθήλωση, που θα έκανε την αναμφισβήτητη αύρα του να βρει τουλάχιστον κάποιες ρηγματώδεις διαδρομές μέσα στο νεοελληνικό ποιητικό σώμα. Ωστόσο, αυτό είναι ένα πρώτο συμπέρασμα που μου φαίνεται κάπως επιδερμικό μέσα στο προφανές. Μπορεί πράγματι ο Καβάφης να μην αγάπησε ποτέ του μια Ρωξάνη. Και μπορεί ο Αντώνιος της ποίησής του να ήταν πράγματι η καθήλωσή του στην Αλεξάνδρεια, που και αυτή ήταν καθηλωμένη στον εαυτό της. Όμως αυτός δεν είναι ο λόγος του αποκλεισμού του από το νεοελληνικό ποιητικό σώμα: ο «έκλειστος» δεν σημαίνει κατά κανέναν τρόπο «αποκλεισμένος» - η ποίηση που ακούει μόνο τη φωνή της δεν σημαίνει ότι δεν ηχεί μέσα σε άλλους ήχους, δεν σημαίνει

David Hockney, 10 Rue Lepsius, 1966, φέρει χειρόγραφο κείμενο: "Cavafy always in the shade to hide his wrinkles", μελάνι σε χαρτί, 32 x 25.5 cm, Ιδιωτική συλλογή

Μπορεί πράγματι ο Καβάφης να μην αγάπησε ποτέ του μια Ρωξάνη. Και μπορεί ο Αντώνιος της ποίησής του να ήταν πράγματι η καθήλωσή του στην Αλεξάνδρεια, που και αυτή ήταν καθηλωμένη στον εαυτό της. Όμως αυτός δεν είναι ο λόγος του αποκλεισμού του από το νεοελληνικό ποιητικό σώμα: ο «έκλειστος» δεν σημαίνει κατά κανέναν τρόπο «αποκλεισμένος» - η ποίηση που ακούει μόνο τη φωνή της δεν σημαίνει ότι δεν ηχεί μέσα σε άλλους ήχους, δεν σημαίνει ότι αποξενώνεται από τους άλλους ήχους

ότι αποξενώνεται από τους άλλους ήχους. Σκέφτομαι ότι ο πραγματικός λόγος του αποκλεισμού και της αποξένωσης του Καβάφη (παρά την συντριπτική υπεροχή της ποιητικής του αύρας) είναι ότι η ποιητική του φωνή δεν «συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά» των νεοελληνικών μας, άρα και των ποιητικών μας τροπισμών, και επιτέλους ότι δεν ξέρει τα ελληνικά του Σεφέρη, δηλαδή τα ελληνικά που θεωρήθηκαν ο προνομιακός και μοναδικός τόπος ανάπτυξης των ποιητικών (μας) γλωσσών και εξακολουθούν να θεωρούνται με αυτόν τον τρόπο. Κατά συνέπεια, η «αποκαθήλωση» της «κα-

θηλωμένης» γλώσσας δεν αφορά τον ίδιο τον Καβάφη, αλλά πιθανώς τη νεοελληνική μας ιδεοληψία και καθήλωση στη λαλιά που συμβαδίζει αυτονοήτως με τη διαμορφωμένη, αν όχι κατασκευασμένη, λαλιά της κυριαρχούσης ποιητικής γλώσσας. Ο Τέλος Άγρας έχει διατυπώσει διαφορετικά το ερώτημα: «Ο Καβάφης», αποφαίνεται, «δεν είναι ο κατεχόμενος από την ιερή μανία, που θέλει ιδιαίτερη μύηση για την κατανόηση των χρησμών της και που μεταχειρίζεται τη σκληρή εκείνη ποιητική διάλεκτο. η ποίησή του είναι μόλις λίγη έξαρση απάνω από την καθημερινή ομιλία. Χωρίς πίστη, γεμάτη αμφιβολία, σκεπτικισμό, πεσιμισμό -στερείται φυσικά τη μεγαλόφωνη διατύπωση, που εμπνέει η πεποίθηση και η κατηγορηματική πίστη προς το ιδανικό». Μήπως εντέλει, η «αποξένωση» του Καβάφη από τα νεοελληνικά μας οφείλεται στην από μέρους του ανυπαρξία ποιητικής διαλέκτου αντίστοιχης προς την κρατούσα ποιητική διάλεκτο, ή εν πάση περιπτώσει προς τη «μανία» του με την οποία οι επίγονοι επεχείρησαν και κατά κανόνα επιχειρούν να διαμορφώσουν μια γλώσσα ποιητική μέσα στην οποία ασφαλώς η «καθημερινότητα» του Καβάφη δεν χωρούσε στην «καθημερινότητα» αυτής της ποιητικής γλώσσας; Ας επιχειρήσω έναν σύγχρονό του, τουλάχιστον, ποιητικό παραλληλισμό, χωρίς καμιά απολύτως συγκριτική πρόθεση, ούτε αξιολογικά ούτε υφολογικά, προς την καβαφική ποιητική. Θα μπορούσα να αναρωτηθώ χωρίς μεγάλη δυσκολία και εξ αφορμής της καβαφικής «αποξένωσης», μήπως ανάλογα στοιχεία δεν βρίσκουμε αίφνης στην αποξένωση του Τάκη Παπατσώνη από το corpus της νεοελληνικής μοντερνικής ποιητικής γλώσσας, από την ποιητική διάλεκτο του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου κ.λπ.; Με την ίδια ευκολία που ο Καβάφης δεν διάβηκε καν το κατώφλι των ποιητών, ο Τάκης Παπατσώνης παρέμεινε «άγνωστος» για τη γραφίδα των επιγόνων (του) και εξακολουθεί να αποτελεί μια «ιδιαίτερη» γραφή «προσωπικού ύφους» και τίποτε περισσότερο. Μάλιστα, ο Νίκος Φωκάς, μιλώντας για τη γλωσσική ιδιαιτερότητα του Παπατσώνη, τον συνδέει ουσιαστικά με την ποιητική διάλεκτο του Καβάφη. Γράφει: «Μιξοκαθαρευουσιάνικη γλώσσα -με πολλή θυμοσοφία πολύ συχνά- όπου συνυπάρχουν, όπως και στον Καβάφη, πολλά ταυτόχρονα παραδοσιακά ιδιώματα, συμφιλιωμένα, και καθόλου ξένα το ένα προς το άλλο, μέσα σε μια καινούργια γλωσσική σύμβαση κι ευταξία...». Η γλωσσική σύμβαση και ευταξία του Καβάφη, ανάρμοστη με τη γλωσσική σύμβαση του σώματος της νεοελληνικής μοντερνικής ποιητικής γλώσσας, είναι που αποξένωσε τον Καβάφη από το νεοελληνικό ποιητικό γλωσσικό συν-κείμενο, και αποδυνάμωσε, μέχρις εξαφανίσεως, τη δύναμη της εισχώρησής του στους τρόπους και στους τροπισμούς των ποιητικών επιδόσεων των μεταγενεστέρων. Αυτό, ωστόσο, σημαίνει ασφαλώς και αποδυνάμωση του ποιητικού κέντρου, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται το ποιητικό μας σώμα και η ποιητική μας φωνή. Υπάρχει βέβαια και το πρόβλημα της γλωσσικής νοοτροπίας, όπως το έθεσαν για τον Καβάφη κάποιοι παλαιότεροι, και κυρίως ο Τέλος Άγρας και ακολούθως ο Κλέων Παράσχος. Για τον Άγρα, οι λέξεις του Καβάφη «εξαντλούν διαθέσεις, όχι συναισθήματα». Είναι ίσως αυτή η νοοτροπία που κάνει τη γλώσσα του Καβάφη περιεχόμενο της ποίησής του, έτσι που να προκαλεί, αν μη τι άλλο, την αμηχανία των επιγόνων. Πώς είναι δυνατόν η γλώσσα όχι να περιβάλλει την ποιητική ιδέα, αλλά αυτή η ίδια να είναι η ποιητική ιδέα; Αυτό φαίνεται ανυπόστατο, αλλά συγχρόνως και ανεπίτρεπτο για το ποιητικό ιδίωμα που πασχίζει να δημιουργήσει μια γλώσσα και που, κατά κάποιον τρόπο, «χρησιμοποιεί» τη γλώσσα ως όχημα. Πιστεύω ότι τέτοιο όχημα δεν μπορεί να βρεθεί στην καβαφική γλώσσα. Διότι η καβαφική γλώσσα είναι πράγματι ένα «petit fatalisme» και αυτό ακριβώς είναι και η ποίησή του, ένας petit fatalisme. Η ποίηση -η φωνή- του Καβάφη δεν εδραιώνει παρά μόνο τη γλώσσα του, και αντιστρόφως, η γλώσσα του Καβάφη δεν εδραιώνει παρά μόνο την ποίησή του. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος της «αποξένωσής» του, ένας ίσως μοιραίος λόγος για το δικό μας πλέον ποιητικό σώμα, για τη δική μας ποιητική φωνή.


26 Ο Κωνσταντίνος Καβάφης ανήκει στους κλασικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μοναδικό επίτευγμα για έλληνα ποιητή της παλαιάς, μεταιχμιακής διασποράς, εκείνης που γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 18ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα, και μετά κατέρρευσε, για να την διαδεχθεί, η μετεμφυλιακή μετανάστευση. Για τον «κλασικό» Καβάφη αποφάσισε ανέκκλητα η Ιστορία κατά τρόπο που μειώνει, και ενίοτε ακυρώνει, την αντίθετη γνώμη ή την παρεκκλίνουσα αξιολόγηση. Η αύρα του «κλασικού» και το μέγεθος της αποδοχής καθιστούν το έργο του, θεωρητικά, απρόσβλητο στην πολιορκία του χρόνου. Όπως συμβαίνει με όΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ

λους τους συγγραφείς του δυτικού κανόνα, κάθε απόπειρα αποτίμησης βαρύνεται, αν δεν υπονομεύεται, εξαρχής, από τη θεσμική σύμβαση της «μεγάλης λογοτεχνίας». Αναπόφευκτα κάθε ανάγνωση του Καβάφη έχει να αντιμετωπίσει, ανάμεσα στα πολλά άλλα, και δύο αδυσώπητα ερωτήματα: «τι άλλο μπορεί να ειπωθεί που δεν περιέχεται ήδη στην τεράστια ύλη γύρω από το καβαφικό έργο;» και, σε παραλλαγή, «τι καινούργιο προσκομίζει στο σώμα της ακάθεκτης καβαφικής βιβλιογραφίας κάθε νεόκοπη προσέγγισή του;». Είναι δύο ερωτήματα που δεν εννοούν πάντα αυτό που ερωτούν. Συχνά μάλιστα γίνονται η πρόφαση για να παραμείνει η «καβαφολογία» στα ίδια διαχειριστικά χέρια. Επιχειρώ να κατανοήσω τον κόσμο και τον λόγο του Καβάφη σημαίνει ότι δέχομαι την αναμέτρηση με την παράδοση, δηλαδή με το παρελθόν, ως παρουσία στον σημερινό χρόνο, και αναγνωρίζω ότι ο ποιητής που φέρει αυτό το όνομα δεν υπήρξε ποτέ ως κάτι δεδομένο αλλά, όπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, πάντα υπό διεκδίκηση. Επιπροσθέτως, έχει κανείς να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ιδιοκτησίας: είναι τόσοι εκείνοι που επένδυσαν την επαγγελματική και κοινωνική (ακόμη και οικονομική) σταδιοδρομία τους σε οτιδήποτε καβαφικό, ώστε να καθίσταται ματαιοπονία η απομάκρυνσή τους από το πεδίο όπου δρουν με αυθεντία κτήτορα, σαν να έχουν εξασφαλίσει για πάντα τη διαχείριση του ονόματος και του έργου. Το πρώτο ξεκίνημα, για να κρατήσει κανείς την απόστασή του από αυτούς τους δραστήριους καταχραστές, δεν μπορεί παρά να είναι η επανένταξη του ζητήματος στην ιστορική του απροσδιοριστία, ξέροντας ότι ποτέ κανείς δεν προσέρχεται στο παιχνίδι αυτό αθώος. Με τη διαρκή μάλιστα επανεξέταση των όρων «αιτία-αποτέλεσμα» είναι φανερό ότι έχουμε ήδη συναντήσει έναν άλλο Καβάφη. Πού καταλήγουμε με τέτοιες διαπιστώσεις; Στον εντοπισμό δύο γνωρισμάτων τα οποία αναφέρονται σε ό,τι ονομάζουμε «καβαφικό έργο»: το πρώτο έχει να κάνει με την ένταξη στον κανόνα, δηλαδή με την κατάκτηση της κορυφής που ονομάζεται, στα μέτρα του δυτικού πολιτισμού, «κλασικό», και το δεύτερο

* Το κείμενο αυτό προέρχεται από την «Εισαγωγή» στην επικείμενη έκδοση Κ.Π. Καβάφης, Άπαντα τα Ποιήματα [Δημοσιευμένα Αδημοσίευτα - Αποκηρυγμένα].

Η ΑΥΓΗ • 19 ΜΑΪΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Ο Καβάφης ως κλασικός με την προσχηματική ανάγνωση που εμφανίζεται ως απόρροια της κατανόησης του έργου, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι το καβαφικό έργο είναι ήδη βουλιαγμένο στην «πολλή ερμηνεία» και η δήθεν αντικειμενική ή επιστημονική προσέγγιση δεν είναι τίποτε άλλο από κριτική βυθισμένη σε ιδεολογίες, πολιτικές, θεωρίες, απόψεις, και γενικά ανθρώπινη περίσταση. Δεν προβλέπεται κάποιο αρχιμήδειο σημείο απ’ όπου μπορεί να συναντήσει τον Καβάφη «γυμνό», χωρίς όλα αυτά τα «βάρη» του χρόνου και της ανάγκης. Τέτοιος Καβάφης δεν υπάρχει, γιατί το να γίνεις «κλασικός» σημαίνει ότι απολαμβάνεις τα αγαθά του κανόνα, δηλαδή τη γενική αναγνώριση και τον καθολικό θαυμασμό, αλλά συνάμα πληρώνεις και το αντίτιμο της θεσμοποίησης που, σε ακραίες περιπτώσεις, ισοδυναμεί με την ακύρωση του έργου και την επιβίωσή του ως συμβατικής σοφίας ή καλαισθησίας. Αυτή η μοίρα όμως είναι κοινή, για όλους τους συγγραφείς του κανόνα, και δεν αφορά μόνο τον Καβάφη. Ο αναγνώστης κάθε εποχής καλείται συνεπώς να συναντηθεί με τον «Καβάφη», τα πολλά προσωπεία που απορρέουν από τη διαχρονία, και μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο να αναζητήσει τη δική του διαδρομή. Σε αντίθετη περίπτωση, πιθανώς έχοντας την ψευδαίσθηση ότι καινοτομεί, να αναμασήσει έναν από τους πολλούς Καβάφηδες που προσβάλλουν την αισθητική μας και ταλαιπωρούν τη σκέψη μας, το πρόσωπο με άλλα λόγια που έχει καθιερωθεί στην κοινή κλίμακα και επιβάλλει, κάθε φορά που έχουμε μεταφυσικά προβλήματα ή μακιαβελικά αδιέξοδα να επικαλούμαστε την «Ιθάκη», όταν αμπελοφιλοσοφούμε να μνημονεύουμε την «Πόλι», και όταν πυροβολούμε στο κενό της ιστορίας ή του πολιτισμού να παραθέτουμε κομμάτια από το «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Κλασικός σημαίνει να είσαι πάντα πρόχειρα παραθέσιμος. Αυτό είναι μια κατάκτηση αλλά και μια καταδίκη. Καλός αναγνώστης είναι εκείνος που μέσα στον ο-

ρυμαγδό της καβαφικής ερμηνείας έχει τους λόγους του να ψάχνει το απάτητο μονοπάτι, με την επίγνωση ότι ο «Καβάφης» δεν υπάρχει αλλά πρέπει να τον ανακαλύψει για μια ακόμη φορά. Ο Καβάφης όμως δεν είναι μόνο κλασικός, είναι και μοντέρνος. Για την ακρίβεια ένας κλασικός του μοντερνισμού. Όπως και άλλοι συγγραφείς του μοντερνισμού κατάγεται από τον 19ο αιώνα και μάλιστα όχι από τις εκβολές του στον 20ό αλλά από πιο μακριά και πιο βαθιά. Άργησε να βρει το δρόμο του γιατί δεν είχε να αναμετρηθεί μόνο με τις αισθητικές αναζητήσεις του συμβολισμού και του παρνασσισμού, δεν είχε μόνο να αντιμετωπίσει τις σειρήνες του αισθητισμού, έπρεπε, πάνω απ’ όλα, να απαρνηθεί έναν ολόκληρο τρόπο γραφής, μια ποιητική παράδοση, κυρίαρχη στον ελληνικό κόσμο (αυτόχθονα ή ετερόχθονα) της εποχής του, που συνδύαζε την άχαρη καθαρεύουσα με τον ανώδυνο λυρισμό, με έναν δηλαδή μαραμένο και ξεχαρβαλωμένο ρομαντισμό που φύτρωσε αφθόνως τότε αλλά μετά ξεχάστηκε για πάντα. Ο Καβάφης ήταν υποψήφιος για να υποστεί τη σκληρή αυτή λήθη. Τα περισσότερα που έγραψε και δημοσίευσε έως τα τέλη του 19ου αιώνα δεν συνιστούν στο παραμικρό παρακαταθήκη για το μέλλον. Είχε κατορθώσει βέβαια να ολοκληρώσει και ορισμένα σημαντικά ποιήματα αλλά μόνα τους δεν θα επαρκούσαν για να τον διασώσουν. Το σύνολο του έργου του έως τότε δείχνει έναν εστέτ ποιητή της σειράς, ο οποίος ούτε τον δρόμο του στην ποίηση είχε βρει ούτε φωνή δική του στη γλώσσα είχε αποκτήσει. Θα μπορούσε βέβαια να ενταχθεί στις γραμμές της γενιάς του ‘80, όπως έκαμαν άλλοι ποιητές του έξω ελληνισμού, και να συναντήσει τον 20ό αιώνα στο ίδιο καράβι με τον Παλαμά. Τελικά δεν αποφάσισε τίποτε από τα δύο. Ούτε με τους καθαρεύοντες της αθηναϊκής σχολής συμπορεύτηκε ούτε με τη γενιά του Παλαμά συμβιβάστηκε. Διάλεξε τη δική του διεστραμμένη παράκαμψη, με επιμονή και προ-

Άννα Μπογκιγκιάν, Χωρίς τίτλο (σειρά «Καβάφης»), 2009, μικτή τεχνική σε χαρτί, 29 x 42 εκ.

σήλωση. Αυτό έγινε σε σχετικά ώριμη ηλικία και σηματοδότησε την πιο εκπληκτική αλλαγή πορείας στην ελληνική γραμματεία. Ο Καβάφης εισέρχεται στον 20ό αιώνα θέλοντας να γίνει ποιητής του μοντερνισμού, ενώ γνωρίζει ότι όλη η λογοτεχνική αγωγή του τον προετοίμαζε για κάτι τελείως διαφορετικό. Το κατάφερε αυτό ανατρέποντας όλα τα δεδομένα σε τρεις κρίσιμους τομείς: την ποιητική, τη θεματική και τη διανομή. Και στα τρία υπήρξε καινοτόμος, καθιερώνοντας τη δική του αποκλειστική ταυτότητα. Στην ποιητική αναζήτησε και κατέκτησε έναν ιδιογενή τρόπο γραφής. τον αναγνωρίζει κανείς από μακριά, όπως αναγνωρίζει έναν πίνακα του Πικάσο ή τη φωνή της Κάλας. Στη θεματική συγκρότησε ένα μικρό σύμπαν από πρόσωπα, γεγονότα, αισθήματα, στάσεις και σύμβολα που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα του λόγου. Στη δημοσιοποίηση των κειμένων επινόησε κάτι μοναδικό στο πεδίο του ευρωπαϊκού μοντερνισμού: την ιδιωτική ρύθμιση της διανομής των ποιημάτων του και την άρνηση να ακολουθήσει την καθιερωμένη οδό της έκδοσης βιβλίου, και μάλιστα υπό την αιγίδα κάποιου εκδοτικού οίκου περιωπής στο εθνικό κέντρο, δηλαδή στην Αθήνα. Σε όλα αυτά, και σε πολλά άλλα συναφή και παρεμφερή, υπήρξε σταθερά ανορθόδοξος. Στη μετάβαση από τον 19ο στο 20ό αιώνα ο Καβάφης σμίλευσε το ποιητικό πρόσωπό του μεθοδικά στο πλευρό της καινοτομίας και προσανατόλισε τις καλλιτεχνικές του ζητήσεις προς την κατεύθυνση της πειραματικής πρωτοπορίας. Ενώ μοιάζει παλαιός και συμβατικός, άνθρωπος άλλης εποχής, με όλους τους ακκισμούς τού αισθητή και τις τσιριμόνιες τού ξεπεσμένου αριστοκράτη, τελικά διοχέτευσε το σκηνικό τού εξεζητημένου βίου του στην υπηρέτηση ενός έργου που όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και περισσότερο ξεμάκραινε από τον ρητορικό λυρισμό του Παλαμά ή του Σικελιανού και άρχισε να συνομιλεί, έμμεσα αλλά δυναμικά, με τον χώρο του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Ο Καβάφης υπήρξε μοντέρνος με δύο τρόπους. Ο ένας τον συσχετίζει με το ιστορικό πεδίο που ορίζει το συγκεκριμένο λογοτεχνικό κίνημα στις αρχές του 20ού αιώνα. Ηλικιακά και αισθητικά μπορεί να μην ανήκει σε αυτό, η ετυμηγορία ωστόσο της ιστορίας είναι σαφής: η καβαφική γραφή είναι μια γραφή του ελληνικού και ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Ο άλλος τον θεωρεί μοντέρνο ανεξάρτητα από κινήματα, ρεύματα και τάσεις, θεωρώντας ότι ο ποιητικός του λόγος είναι εκ γενετής μοντέρνος, γιατί υπερασπίζεται μια τέχνη που τίθεται απέναντι στα καθιερωμένα με τη μορφή της διαφοράς και με τη διακινδύνευση της αιρετικής στάσης. Όπως και αν έχει το πράγμα ήδη, στην τελευταία περίοδο της ζωής του, πρόλαβε και είδε διάφορους εκπροσώπους των νέων τάσεων να ασχολούνται σοβαρά μαζί του, έστω και αν οι κρίσεις δεν ήταν πάντα ευνοϊκές. Στην ευρωπαϊκή σκηνή καθοριστική υπήρξε, ήδη από το 1919, η μεσολάβηση του Ε.Μ. Φόρστερ που τον προώθησε στον κύκλο του Μπλούμσμπερι και τον τοποθέτησε στο πεδίο της προσοχής του Τ.Σ. Έλιοτ. Στην


Η ΑΥΓΗ • 19 ΜΑΪΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

5

και ως μοντέρνος

Νίνα Παπακωνσταντίνου, Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, Τα Ατελή, 2013, αποτύπωμα καρμπόν σε χαρτί, 38.5 x 29 εκ.

Ελλάδα αναμετρήθηκε μαζί του, με άνισα αποτελέσματα και αντιφατικές θεωρήσεις, η ομάδα της γενιάς του ‘30, ο πιο μαχητικός πυρήνας του ελληνικού μοντερνισμού. Για παράδειγμα, γίνεται αντικείμενο σφοδρής επίθεσης από τον Θεοτοκά το 1929 και, μετά θάνατον, υποβάλλεται σε εξαντλητική ανάλυση από τον Γιώργο Σεφέρη, που αντιμετώπιζε στο πρόσωπο του Καβάφη τον πιο επίφοβο αντίπαλο εν γένει στην ποίηση, ιδιαίτερα όμως στη διεκδίκηση των πρωτείων στη μοντέρνα γραφή. Από τότε και μετά η σύνδεσή του με τον μοντερνισμό είναι διαρκής, με εμφανή πύκνωση την τελευταία πεντηκονταετία, όταν η φήμη του εξαπλώνεται ραγδαία και προσελκύει την προσοχή σπουδαίων νέων συγγραφέων (π.χ. Ιωσήφ Μπρόντσκι) αλλά και

σημαντικών κριτικών ή θεωρητικών της λογοτεχνίας (π.χ. Ρόμαν Γιάκομπσον). Την ανάδειξη αυτή του Καβάφη σε ξεχωριστή μορφή τού ευρωπαϊκού μοντερνισμού (και όχι μόνο του ελληνικού), παρακάμπτοντας τυπικούς περιορισμούς και γραμματολογικές ενστάσεις,1 τη βεβαιώνει η αδιάκοπη συσχέτισή του με εκπροσώπους του κινήματος σε όλον τον κόσμο. Να θυμίσω ενδεικτικά τον παραλληλισμό του με τον Έλιοτ από τον Σεφέρη, με τον Μπρεχτ από τον Γ. Π. Σαββίδη, με τον Μπόρχες από τον Ευγένιο Αρανίτση ή τη συμπαράταξή του με τον Πεσσόα, από πολλούς και σε διάφορες εκδοχές, τα τελευταία χρόνια. Ακόμη και στο περιβάλλον της μεταμοντέρνας κατάστασης, η σταδιοδρομία του καβαφικού έργου όχι μόνο δεν κάμπτεται αλλά

συνεχίζει την ανοδική της πορεία. Τώρα πια δεν είναι μόνο το τεράστιο πολιτισμικό κεφάλαιο που εκπροσωπεί αυτό το έργο ως τέτοιο, αλλά και η ίδια η μορφή τού καλλιτέχνη που διακινείται ως προσοδοφόρο πολιτισμικό αγαθό παγκοσμίως και στις πιο απίθανες περιστάσεις. Ο Καβάφης είναι ένας μοντέρνος ποιητής με τεράστια παρουσία στον ελληνικό μοντερνισμό (να ένας ακόμη λόγος που καθιστά ανεπαρκή την ταύτιση του κινήματος στην Ελλάδα με την παρέα της γενιάς του ‘30) και με σημαντική, και διαρκώς διευρυνόμενη, παρουσία σε αυτό που σήμερα καλείται οξυμώρως «παράδοση του μοντερνισμού». Με τα πρόσημα του κλασικού και του μοντέρνου, δηλαδή με τα διαπιστευτήρια ενός κλασικού τού μοντερνισμού (και χωρίς τα δεκανίκια του Νόμπελ) ο Καβάφης θεωρείται σήμερα ως ο πιο γνωστός έλληνας συγγραφέας εκτός Ελλάδας. Στην κορυφή αυτή βρίσκεται εδώ και πολλές δεκαετίες, παρέα με τον Καζαντζάκη, και δεν φαίνεται ότι θα εκτοπιστούν εύκολα από τη θέση τους ή ότι θα έχουν και άλλη συντροφιά σύντομα. Για ορισμένους, η απήχηση του Καβάφη, δεν είναι υπόθεση χωρίς παρενεργήματα.2 Όπως ισχυρίζονται, με επιτιμητική συχνά δυσφορία, η αποδοχή του από το μεγάλο κοινό επί τόσες δεκαετίες επέβαλε συνθήκες καταναλωτικής συνήθειας και επιπόλαιης μόδας. Τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Θα προτιμούσαν μια πιο μετρημένη αντίδραση και μια πιο επιφυλακτική αντιμετώπιση. Ο Καβάφης του συρμού, σύμφωνα με μια παρεμφερή άποψη, είναι διαφορετικός από τον «αληθινό» Καβάφη, από τον Καβάφη της υψηλής τέχνης. Το επιχείρημα δεν είναι καινούργιο: η κριτική πάντα παρακολουθούσε αμήχανα, αν όχι περιφρονητικά, την επαφή του μεγάλου κοινού με τα κορυφαία, ιδιαίτερα τα δύσκολα, έργα της λογοτεχνίας. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, η «πολλή ερμηνεία» δεν ισοδυναμεί με ένα «ανοιχτό έργο». Αντίθετα, ο όγκος του σχολιασμού και το πλήθος της ανάλυσης το σκεπάζουν με πληροφορίες, εξηγήσεις και μετρήσεις, οι οποίες περιορίζουν δυναστικά τον ορίζοντα της αναθεώρησης, δηλαδή τη γονιμοποιό διαθεσιμότητα των κειμένων. Όπως, όμως, συμβαίνει με όλους τους σύγχρονους κλασικούς, τα κείμενα βρίσκουν πάλι τον δρόμο τους στην ανθρώπινη πραγματικότητα όταν έχουν την τύχη να αναζωογονηθούν με απρόσμενες οικειοποιήσεις, που όχι μόνο ξεχωρίζουν από το σωρό αλλά και αναπροσδιορίζουν το αντικείμενό τους. Η διάρκεια της μνήμης στην περίπτωση του κλασικού έργου χρειάζεται και τα δύο: και την ακατάσχετη βιομηχανία λόγου για να καλυφθούν οι θεσμικές ανάγκες, και τη σπάνια αναπαρθένεψη της εκλεκτής ερμηνείας. Επομένως, κάθε σήμερα πρέπει να τοποθετηθεί απέναντι σε έναν Καβάφη ήδη κλασικό και ήδη βυθισμένο στον ωκεανό της κριτικής και της φιλολογίας. Θαμμένο στα σχόλια. Μια τέτοια διαπίστωση μάς οδηγεί μοιραία στην περιοχή του Ερμή, όπου όλα είναι επισφαλή, δίβουλα και αμφίσημα. Στην περιοχή αυτή αναφύονται τα δύσκολα ερωτήματα για τη φύση της ερμηνείας και τον ρόλο της κατανόησης. Συχνά ερμηνεύουμε τον Καβάφη πριν συναναστραφούμε τον λό-

39 γο του και εξοικειωθούμε με τον κόσμο του. Θα έπρεπε να είναι βέβαια αυτονόητο ότι η ερμηνεία αναιρεί τον ίδιο της τον εαυτό, εάν αποκοπεί από τον ορίζοντα του έργου ή εάν, επιπλέον, αγνοήσει τις συνθήκες παραγωγής του και παρακάμψει τα ίχνη της διαδρομής του στον χρόνο. Ερμηνεύω σημαίνει στρατεύομαι στην κατανόηση χωρίς να την κατακτώ ποτέ. Είναι μια διαρκής μάχη χαρακωμάτων στην οποία δεν προβλέπεται νικητής και δεν υπάρχει τέλος. Μόνο προσωρινές κατακτήσεις. Είναι μελαγχολικό το θέαμα να βλέπει κανείς φιλολόγους, κριτικούς και, εν γένει, ανθρώπους του πνεύματος να προσδοκούν ή να ευαγγελίζονται τη μία και μοναδική, την έσχατη ερμηνεία. Πρόκειται ουσιαστικά για επιθετική υπεκφυγή που εργάζεται για να υποσκάψει ισχυρές αναγνώσεις, οι οποίες απειλούν κατεστημένες κυριαρχίες στη διεκδίκηση του νοήματος. Με την ίδια ακριβώς λογική απαιτείται να προκύψει κάποτε η μία και μοναδική έκδοση του ποιητή για να κλείσει ο κύκλος των μνηστήρων με τη δήθεν επιστροφή στην απόλυτη νομιμότητα, δηλαδή στην τελική και τέλεια έκδοση. Είναι σχεδόν αδύνατο να πείσεις ανθρώπους, που έζησαν με την πεποίθηση ότι όλα αποδεικνύονται αντικειμενικά, πως μια τέτοια διαδικασία είναι εξωγενής και δεν εξαντλεί το περιεχόμενο του έργου ούτε απορρέει αιτιοκρατικά από αυτό. Δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι απαραίτητο να αντιστρέψουμε την προοπτική και να στραφούμε σε μια κατανόηση που προϋποθέτει το νόημα του έργου ως κάτι ουσιαστικά ανέφικτο αλλά διαρκώς παρόν και ασκεί την ερμηνεία ως ρύθμιση περιστάσεων και διαπραγμάτευση συγκυριών. Σε αυτό το περιβάλλον μπορεί κανείς να προσμένει ότι είναι εφικτή η ανανεωτική ανάδυση του λογοτεχνικού έργου από εποχή σε εποχή και πάντα με την εκκρεμότητα του νοήματος ανοιχτή. Η αλλαγή της προοπτικής επιβάλλει επίσης να περιγράψουμε το τοπίο του κειμένου και να κατασκηνώσουμε στη γλώσσα του. Τότε μόνο ο λόγος του αναδεικνύεται στο ξέφωτο της άλλης ματιάς, εκεί που ακόμη και η πιο ιδιωματική καταγραφή συναντάται με το sensus communis. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την προσέγγιση του ζητήματος τα δεδομένα δεν αμφισβητούνται. Ο Καβάφης είναι ένας κλασικός της ελληνικής λογοτεχνίας με διεθνή ακτινοβολία. ένας ποιητής του κανόνα που ενδιαφέρει και συγκινεί το μεγάλο κοινό. ένας απαιτητικός συγγραφέας του μοντερνισμού που υπόκειται στην πολυμορφία της πρόσληψης και ανάλωσής του. 1 Είναι εντυπωσιακό ότι οι περισσότεροι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού μοντερνισμού έχουν γεννηθεί στη δεκαετία 1880-1890. Πιο κοντά στον Καβάφη (1863) είναι ο Yeats (1865) και κατόπιν ο Proust (1871), ο Valéry (1871), ο Rilke (1875) και ο Wallace Stevens (1875). 2 Βλ. Δημήτρης Δημηρούλης, «Το άστρο του Καβάφη», περ. Το Δέντρο, 145-146 (Νοέμ. 2005 - Ιαν. 2006), σσ. 47-54.

Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Ιστορία και Θεωρία της Λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


40

Η ΑΥΓΗ • 19 ΜΑΪΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

Ιστορία, πολιτική και σώμα στον Καβάφη Το ότι ο Καβάφης είναι ιστορικός ποιητής είναι κοινός τόπος. Δεν μοιάζει όμως να είναι κοινός τόπος η πολιτική συνείδηση του Καβάφη. Φαίνεται πως και ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει την όποια πολιτική διάσταση στα ποιήματά του κι έτσι η καταφυγή στο ιστορικό παρελθόν έκρυβε πιθανόν και απέκλειε την όποια συγχρονική διάσταση της ποίησής του. Ιστορικό παρόν για τον Καβάφη μοιάζει καταρχάς να είναι το σώμα του και αυτό φαίνεται να του αρκεί ως σύγχρονη ιστορία. Ένα σώμα όμως αρκετά ενοχικό και «παρακμιακό» κάποιες φορές, που μοιάζει να βγαίνει και αυτό από ένα ανάλογο ιστορικό παρελθόν, από το οποίο αντλούνταν τα ιστοριΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ Λ. ΒΡΕΤΤΟΥ

κά του ποιήματα. Όποια λοιπόν ιστορία κι αν κινεί ο ποιητής, είτε αυτή του παρελθόντος, είτε αυτή του παρόντος (σώμα), φαίνεται να βρίσκεται σε ανάλογη ποιητική κατάσταση, όπου «επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κ’ έρχεται». Ώστε παρόν και παρελθόν πάνε μαζί και χέρι χέρι στην ποίηση του Καβάφη, γι’ αυτό και το σώμα, ως σύγχρονη ιστορία, επίμονα και τακτικά παρεισφρέει ως ιντερμέδιο σε κάποια από τα ιστορικά ποιήματα, θυμίζοντάς μας ίσως και την συγχρονική διάσταση των ποιημάτων αυτών. Αν όμως θέλαμε να εξηγήσουμε γιατί θεωρούμε πως μια πλειάδα ποιημάτων του Καβάφη είναι ή και μπορούν να διαβαστούν ως πολιτικά ποιήματα, θα προχωρούσαμε σε άλλα, λιγότερο «σωματικά» επιχειρήματα. α) Αν τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη ήταν γραμμένα στην εποχή στην οποία αναφέρονται, θα ήταν οπωσδήποτε ποιήματα πολιτικά, αφού σε όλα υπάρχει μια συγκεκριμένη θέαση πραγμάτων και προσώπων και μια συνακόλουθη θέση του ποιητή απέναντι στη διαχείριση της εξουσίας και στα πρόσωπα που τη λυμαίνονται. β) Διαλέγοντας σταθερά ο ποιητής ως πλαίσιο των ιστορικών του ποιημάτων εποχές κρίσης και παρακμής, όπου η εξουσία και τα πρόσωπά της δοκιμάζονται, δεν κάνει νομίζω τίποτε άλλο από τα να καταδεικνύει μια διαρκή ιστορική και πολιτική κρίση που φθάνει μέχρι και τις ημέρες που ο ίδιος γράφει. γ) Κάποια από τα ποιήματα αυτά μοιάζει να αφορούν σε τρέχουσες πολιτικές καταστάσεις και πρόσωπα και μάλιστα να τα φωτογραφίζουν. δεν θα μπορούσε δε να συμβεί το τελευταίο εάν δεν συνέτρεχαν τα δύο πρώτα επιχειρήματα. δ) Η ειρωνεία με την οποία μπαίνει εξ αρχής ο Καβάφης σε αρκετά ιστορικά ποιήματα μοιάζει να συνιστά περισσότερο πολιτική θέαση των πραγμάτων και λιγότερο ιστορική «πόζα». Βέβαια, στην ποίηση του Καβάφη δεν θα συναντήσουμε κατά τρόπο φανερό το ιστορικό παρόν, δηλαδή το σύγχρονο με αυτόν γεγονός, και αυτός είναι ο βασικός λόγος που μας κάνει προφανώς να αμφιβάλλουμε ή και να αρνούμαστε την πολιτικότητά του, αφού πολιτικό ποίημα θεωρούμε μάλλον αυτό το οποίο αντλεί ζωή από το ιστορικό παρόν και δεν αποφεύγεται σε αυτό η όποια πολιτική διακύβευση. Όμως ο σοφός Καβάφης μοιάζει να μας λέει πως μπορεί το ποίημα να μιλάει για το παρελθόν και να κάνει πολιτική, χωρίς μάλιστα να ελλοχεύει ο κίνδυνος το σύγχρονο περιστατικό και γεγονός να «επικαιροποιήσει» το ποίημα και να το κάνει να λειτουργεί σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και μόνο. Αν μάλιστα δεχθούμε, όπως έχει καταδειχθεί, πως όντως ο Καβάφης άντλησε υλικό και από την εποχή του, δηλαδή και από το ιστορικό παρόν, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια μυθοποιητική λειτουργία της ποίησής του, όπου κάποιες φορές το σύγχρονο γεγονός μετουσιώνεται σε ιστορικό παρελθόν που προβάλλεται μυθοποιημένο στο εκάστοτε αναγνωστικό παρόν. Αυτή όμως είναι η λειτουργία της ιστορικής ποίησης του Καβάφη, είτε υπάρχει πίσω της συγκεκριμένο γεγονός είτε όχι,

αφού και το, απευθείας από τις ιστορικές πηγές προερχόμενο, ιστορικό παρελθόν συμπεριφέρεται ποιητικά ως μύθος του παρόντος. Ο Ε. Μ. Forster που συναναστράφηκε τον Καβάφη στην Αλεξάνδρεια, θα μας πει (στο κείμενό του με τίτλο «Η ποίηση του Κ. Π. Καβάφη», γραμμένο το 1919) ότι ο ποιητής, παρότι τα είχε δοκιμάσει και τα δύο, δεν μπορούσε να απαντήσει για το τι είναι καλύτερο: η πολιτεία ή η μοναξιά; Για να καταλήξει: «Αλλά τουλάχιστον είναι βέβαιος (ο ποιητής) για ένα πράγμα - η ζωή προϋποθέτει θάρρος, διαφορετικά παύει να είναι ζωή». Ενώ λίγο νωρίτερα έχει πει ο Forster: «Ένας τέτοιος ποιητής ποτέ δεν μπορεί να είναι δημοφιλής. Πετάει αργά και συγχρόνως πολύ υψηλά. Είτε υποκειμενικός είτε αντικειμενικός στον τρόπο του, απέχει εξ ίσου από τον στίβο της ‘επικαιρότητος’ - ποτέ του δεν θα συνθέσει ένα Βασιλικόν ή ένα Βενιζελικόν ύμνο». Αν κρίναμε με σημερινά κριτήρια και επιφανειακά, τότε με

Ο Καβάφης με την ιστορική του ποίηση συμπεριφέρεται και πολιτικά. Αλλά ακόμα κι όταν στην ποίησή του μιλάει το «σώμα», σαν ετερότητα μιλάει. Η ποιητική ερωτική του τόλμη ασκεί και αυτή την πολιτική της. Διεκδικεί την ύπαρξη και τη δικαίωση του διαφορετικού.

βάση την παραπάνω δυσκολία του Καβάφη να διαλέξει ανάμεσα στην πολιτεία (με την έννοια της ενασχόλησης με τα κοινά και συνακόλουθα με την έννοια της πολιτικής) και τη μοναξιά (αποτράβηγμα, ιδιώτευση), θα καταλήγαμε εύκολα ίσως στο συμπέρασμα πως ο Καβάφης δεν ήταν πολιτικό ον και συνακόλουθα πολιτικός ποιητής. Γιατί αν ήταν δεν θα δυσκολευόταν να απαντήσει. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως είναι ανώτερος πολιτικά αυτός που μπορεί και να «πολιτεύεται», αλλά και να αποτραβιέται, όταν φθάσει η στιγμή, στη μοναξιά του; Και πόσο χρειάζεται να βρίσκεται κάποιος στην πολιτεία, αν είναι να συμπεριφέρεται, όπως μας έχει καταδείξει ο Καβάφης στο (μεταγενέστερο από το κείμενο του Forster) ποίημά του «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» (1928), σαν τον ηγεμόνα αυτό, σαν ένας δηλαδή τυχαίος και αστείος άνθρωπος που προσπαθεί να ξεγελάσει τον λαό φερόμενος «επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας» και «μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά»; Όταν ένας τέτοιος ηγεμόνας περιορίζεται σε λίγες λέξεις για να μην προδοθεί και τον πάρει ο λαός «στο ψιλό» και πλήττει συνακόλουθα από τις στοιβαγμένες μέσα του και ανέκφραστες κουβέντες, δεν είναι προτιμότερο από το να βιώνει την πολιτική ως αφόρητη πλήξη και μοναξιά λόγω έλλειψης επικοινωνίας, να αποσύρεται; Ή τι να κάνει ο ποιητής Καβάφης σε μια πολιτεία που «σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του», αλλά «αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα», όπως μας λέει στο ποίημά του «Δημητρίου Σωτήρος (162150 π.Χ.)», γραμμένο το 1919, την ίδια δηλαδή χρονιά με το κείμενο του Forster; Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης μιλάει για έναν άνθρωπο που παραγκωνισμένος από το θρόνο της Συρίας επιστρέφει σ’ αυτήν με μεγάλες προσδοκίες για να την κάνει «πάλι κράτος δυνατό». Όμως έχει να συναντήσει εκεί τον τυχοδιώκτη διεκδικητή του θρόνου Βάλα που τον προωθεί στο θρόνο ο Ηρακλείδης. Προσπαθεί για 12 χρόνια να επιτύχει τους αγαθούς σκοπούς του («...θ’ αγωνισθεί, θα κάμει, θ’ ανυψώσει... όλην την ορμήν αυτή θα μεταδώσει στον λαό») για να νικηθεί τελικά και να σκοτωθεί στη μάχη που έδωσε με τον Βάλα το 150 π.Χ. Όταν λοιπόν ο Καβάφης δεν μπορεί εύκολα να απαντήσει στην ερώτηση του Forster, είναι γιατί και μέσω της ενασχόλησής του με την ιστορία, αλλά και μέσω της ποίησής του, έχει ήδη αποκτήσει συνείδηση ιστορικοπολιτική και έχει μάθει καλά τι σημαίνει πολιτεία και τι σημαίνει μοναξιά. Έχει καταλάβει ότι και μέσα στην έννοια της πολιτείας υπάρχει πολλή μοναξιά. Συνεπώς, πώς να απαντήσει εύκολα σε μια ερώτηση σαν αυτή; Σε ποια από τις δύο μοναξιές να γείρει; Και μοιάζει να μας λέει: Αν είναι να μπω στην πολιτεία για να συνθέσω ύμνο βασιλικό ή βενιζελικό, ας μου λείπει. Άλλο ήρθα για να κάνω με την ποίησή μου. Αλλά κι εκείνη η μόνη βεβαιότητα που εξέφρασε καταληκτικά ο Καβάφης στον Forster, ότι δηλαδή «η ζωή προϋποθέτει θάρρος, διαφορετικά παύει να είναι ζωή», μοιάζει να βγαίνει κατευθείαν από το ποίημα αυτό και να συνιστά υπαρξιακή και πολιτική θέση. Ο Καβάφης λοιπόν με την ιστορική του ποίηση συμπεριφέρεται και πολιτικά. Αλλά ακόμα κι όταν στην ποίησή του μιλάει το «σώμα», σαν ετερότητα μιλάει. Η ποιητική ερωτική του τόλμη ασκεί και αυτή την πολιτική της. Διεκδικεί την ύπαρξη και τη δικαίωση του διαφορετικού. Και δεν διστάζει, για το σκοπό αυτό, να συμπεριφερθεί ενίοτε με πολιτική διπλωματία και να βαπτίσει το ερωτικό του σώμα και μέσα σε κάποιο ιστορικό ποίημα, όπου εκείνο το ιστορικοπολιτικό «όμνυε» πως «θ’ αγωνισθεί, θα κάμει, θ’ ανυψώσει» συναντάει τον ίδιο στην ουσία του στίχο «Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή» από το ερωτικό του ποίημα «Ομνύει». Το κείμενο, στην ολοκληρωμένη μορφή του, δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο μπλογκ των «Αναγνώσεων»

Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Χωρίς τίτλο, 2008-2011, λάδι και ακρυλικά σε ξύλο και χαρτόνι, 21 x 15 εκ.

Ο Σπύρος Λ. Βρεττός (Λευκάδα, 1960) είναι ποιητής


Η ΑΥΓΗ • 19 ΜΑΪΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

41

7

Ο Καβάφης, στο σχολείο και στην ποίηση Όταν πρωτοάρχισα να καταστρώνω ποιήματα -γιατί και πώς και κάτω από ποιες συνθήκες κανείς δεν γνωρίζει, κι αυτό είναι το ωραίο-, ο καβαφικός Θεόκριτος ενσάρκωνε τον πόθο μου να συναντήσω τον ιδανικό δάσκαλο. Ήθελα κάποιον να μου πει αν λοξοδρόμησα, αν έπρεπε να συνεχίσω στην ίδια τροχιά ή να του στρίψω. ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

«... Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει να ‘σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος. Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι. τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα. Κι αυτό ακόμα το σκαλί το πρώτο πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει. Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο πρέπει με το δικαίωμά σου να ‘σαι πολίτης εις των ιδεών την πόλι ...» Αυτά μου είπε. Τόσα πρέπει μόνο σε ένα καβαφικό -κυρίως ψευδοϊστορικό- ποίημα χωράνε και πουθενά αλλού. Γι’ αυτό μάλλον τον αγαπούσαμε τον Καβάφη στο σχολείο και τον ακούγαμε, παρότι ήταν κι εκείνος δάσκαλος που μιλούσε για τα πολύ παλιά, για όσα συνέβησαν προτού κανείς διανοηθεί την εποχή που γεννηθήκαμε. Τότε, ό,τι ερχόταν απ’ το παρελθόν μάς ήταν ξένο, άψυχο, τρομακτικό κι όσοι μάς το επέβαλλαν φαίνονταν κενολόγοι, άκαρδοι και δαίμονες. Τα πρέπει μύριζαν διδακτισμό. δεν θέλαμε να σκύψουμε. Θυμάμαι έναν ξερακιανό στο έδρανο που αγόρευε κι εμάς που γράφαμε κρυφά σε ραβασάκια στίχους για «το μεγάλο Ναι» και «το μεγάλο το Όχι» (που πλέον έγιναν κοινό τραγούδι) και γι’ άλλα διάφορα, για ταξίδια και «Ιθάκες», για την έκθεση στην «καθημερινήν ανοησία» και τις συναναστροφές. Ήταν τα λόγια του γέρου σοφού από τα βάθη. Ήταν τα λόγια του όπως τα νιώσαμε στην εφηβεία. Τώρα στη μνήμη άλλος ένας καθηγητής ξεπηδά, που αποστρεφόταν σφόδρα τον Καβάφη αλλά επέμενε να τον διαβάζουμε: επιλεκτικά. Σπέρνοντας ανέμους, θέριζε όμως και θύελλες, γιατί κάποιοι καταλάβαιναν. Μέχρι και τα παιδιά που τόσο «φανατικά για γράμματα» δεν ήταν, ούτε πρόωρα ωριμασμένα και λυπημένα, έβρισκαν φιλόξενους τους στίχους του, συναντούσαν εκεί τη χαμένη τιμή της Νεότητας. Μια εύθραυστη, καταπώς την αντιλαμβάνομαι τώρα, υπερηφάνεια. Αλλιώτικη από τις άλλες τις εθνικές. Εκείνα τα καβαφικά «τουλάχιστον», τα «όσο μπορείς» με πείθαν όμως περισσότερο. Επεφύλασσαν επιείκεια. μια καλοσύνη. Σαν να μας έλεγε ο γέροντας χτυπώντας μας τον ώμο φιλικά να ζήσουμε όπως θέλουμε αλλά να έχουμε το νου μας. Όχι για τιμωρίες που θέριευσαν σε απολιθώματα του χρόνου και για ηθικολογίες που δεν σκαμπάζαμε, μα για τον κίνδυνο να γίνουμε εχθροί του εαυτού μας από αμέλεια. Η ελευθερία που ποθούσαμε φύλαγε κινδύνους ωρολογιακής βόμ-

βας. Δεν μας εξέθετε, θέλω να πω, ποτέ ο δάσκαλος Καβάφης. Σεβόταν την ευάλωτη κι ευέξαπτη ηλικία μας, τα τρυφερά αισθήματα. Γι’ άλλους προγόνους έγραφε που τύχαινε και να μας μοιάζουν. στην ψυχολογία, στα φερσίματα. Κι ενώ δεν έφερναν σε ήρωες (όπως τους φανταστήκαμε ή όπως τους είχαμε μάθει με κάτι νά μεγάλα σώβρακα), μπήκαν σε ποιήματα, αφύσικες καρικατούρες, κι έπειτα θα ζούσαν για πάντα. Για πάντα. Σαν πρόσωπα μιας χορωδίας με πατριωτικά τραγούδια που τα τσαλακώσανε, που οι παραφωνίες τους σήκωσαν μπαϊράκι σε σιδερωμένες παρτιτούρες. Δεν ήταν ανυπότακτοι, μονάχα αδέξιοι. Κι ο Καβάφης τούς καλούσε στο προσκήνιο, τους χάρισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τους αγάπησε. Έτσι παρηκμασμένοι και ωραίοι, δεν ήταν ίδιοι με κανέναν. Ήταν ερωτικοί, μαζί και τραγικοί. Όπως η αλήθεια. Στις λέξεις του Καβάφη, οι υπό διωγμόν έρωτες απελευθερώνονταν με μια συναίσθηση των ορίων τους τραγική. Η ελευθερία τους πήγαζε από μια σπάνια δεξαμενή αξιών που κάποιοι δεν άντεχαν ούτε σαν εικόνα να φέρουν στο μυαλό τους. «Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ’ ετρέμανε μες στην φωνή - και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε ...» Όσο πιο απαγορευμένος και «άτυχος» ο έρωτας, πιο έρωτας. Όσο πιο ανέφικτος, πάνω στη σελί. δα γίνεται σάρκα ακόμη πιο έρωτας. «... Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν, μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες εκείνες σαν να δόθηκες - πώς γυάλιζαν, θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν. πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα». Μα ας μην προτρέχω. Αυτά θα τα μαθαίναμε αργότερα: ένα «Σύνταγμα της ηδονής», για παράδειγμα, δεν γινόταν ποτέ να αντικαταστήσει την εθνογραφημένη μας ποίηση. Οι «ανδρείοι της ηδονής» δεν έπρεπε να αποτελέσουν πρότυπα μίμησης των νέων. Όμως ο χρόνος παρελαύνει με ριγμένες τις μάσκες του και σκληρά πολύ μας προσπερνάει. Δεν έχουν θέση στο σχολείο οι επιθυμίες των παιδιών, γιατί; Μέσα μας, κι εκεί έξω, φλεγόταν κάποιο ιδανικό. έπρεπε να το κατακτήσουμε. Κι επειδή δεν ξέραμε πολλά από επαναστάσεις αλλά μας στένευαν κι οι νόρμες, ο ήρεμος Καβάφης με δίδασκε πώς να βγαίνω στα κλεφτά απ’ το δωμάτιο του «λόγου», ή, όποτε τα έβρισκα κομμάτι σκούρα, τα γνωστικά και θλιμμένα του μάτια μού ένευαν να κοιτάξω σε ένα πελώριο παράθυρο με παρτέρια. Με έναν ιδεαλισμό, είν’ α-

Δημήτρης Τάταρης, Χωρίς τίτλο, 2012, μελάνι σε χαρτί, 65 x 50 εκ.

λήθεια: με εκείνη την αθώα ξεροκεφαλιά που και τώρα δεν μου είναι ξένη. Το είχε πει ο Καβάφης: έπρεπε να είμαστε διαφορετικοί αν αυτό ήμαστε. Η ξεροκεφαλιά είχε και πόνο. Και τύψεις. Και κλάματα πολλά. Τίποτε δεν είναι εύκολο ενόσω ενηλικιώνεσαι. Ήταν η απαρχή μιας κακοτράχαλης ανάβασης που δεν πρόλαβε να το σκεφτεί, αφουγκράστηκε μονάχα στίχους: «... Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν. Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης ...» Είναι πολλοί οι «Νομοθέτες». (Κι οι «τυχοδιώχτες» πολλοί, μα ας τους κλείσω σε καβαφική παρένθεση.) Ανάμεσα σε προσωπεία δεν ξεχωρίζεις τους καλούς, και πια δεν κακίζω όσους μετρούσαν με τα δάχτυλα και τα κουνούσαν. Εννοώ πως είναι ακόμα δύσκολο για μια ελληνίδα ποιήτρια να «πολιτογραφηθεί» αβίαστα ή αναίμακτα. Κι αν «πολιτογραφηθεί», ενδέχεται κι ίδια καχύποπτη να γίνει απέναντι στους «Νομοθέτες» της. κι απέναντι στον εαυτό της.

222 Πώς κεντρώνεται λοιπόν το περιθώριο και η διαφορετικότητα σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία; Πώς μεσουρανεί ένας ποιητής με τη μιγάδα του γλώσσα, τους αμήχανους παρηκμασμένους «ελληνικούς» ήρωές του και τη σημαία τού ομοερωτικού πόθου προβεβλημένη στις αρχές του 20ού αιώνα; Υποψιάζομαι πως ο στυλίστας ο Καβάφης μελέτησε πολύ, μα δεν καταδέχτηκε να μιμηθεί ό,τι του ήταν «φορτικό» και «ξένο», και πως

το απόλυτα οικείο του το προστάτευσε, προβάλλοντάς το σε μάσκες που, μονολογώντας τάχατες, μας μιλούσαν δραματικά. Αποκάλυπτε κι έκρυβε το πρόσωπό του με ποιητικά τεχνάσματα. Άλλα δικά του, άλλα όχι. Το αδηφάγο μάτι μας δεν μπόρεσε έτσι να τον βρει. Κι έγιναν όλα σταδιακά αποδεκτά: κυρίως η ειρωνεία. Κι ο Κωνσταντίνος, «απών», δεν πρόδωσε κανέναν: μήτε τους δασκάλους του τού γαλλικού συμβολισμού, του αγγλικού ρομαντισμού και του αισθητισμού, μήτε τη ζωή του, που δεν έτρεξε πριν από τα ποιήματα, μήτε κάποιους αναγνώστες του που έβλεπαν επιτέλους την ψυχρή μητροπολιτική Ιστορία υπό το πρίσμα του κοσμοπολιτισμού της περιφέρειας. Μήτε τους ποιητές που τον θαύμασαν πρόδωσε. Γιατί η ποίηση δεν είναι μονάχα μαθητεία. Είναι και επινόηση σε γερά (πολύ προσωπικά και βιωμένα) κρατήματα. Και μας προειδοποιεί: να φυλάτε τα νώτα σας. Τιμώ αυτό τον σοφό που, όντας αμίμητος, με δίδαξε πολλά. Αν γινόμουν ένας Ιασής, ένας Καισαρίωνας, ο Αντώνιος, ο Δαρείος, ή οποιοσδήποτε αντιήρωας της μυθιστορίας του, θα υπέφερα μες στις παράκαιρες και παράταιρες παρενδυσίες. Και πώς θα αναπαριστούσα τα τρυφερά αυτά πρόσωπα, τα «δικά του», που αχνοφέγγουν μες στα χαλάσματα; Στα ποιήματά σου, Καβάφη, ούτε μία γυναίκα που να ανακουφίζει. Η Άννα, βέβαια, έγραφε: απέδρασε απ’ το Κακό με λέξεις. Δεν φτάνει να το σκάμε απ’ την έξοδο κινδύνου. Να φεύγουμε απ’ την κύρια είσοδο, ούτε λόγος. Απόδραση απ’ το παράθυρο. Για εκείνο το παράθυρο.

Η Ευτυχία Παναγιώτου (Λευκωσία, 1980) είναι ποιήτρια


Η ΑΥΓΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2013

42

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

Κ.Π. Καβάφης και Γεώργιος Σκληρός Μόνον ως ιστορικός των ιδεών θα κινηθώ για να ολοκληρώσω έναν κύκλο από τον ποιητή στον μελετητή του και στη συνέχεια στις θεωρητικές τους αντιλήψεις για την ιστορία που και οι δύο προϋποθέτουν, για να διεκπεραιώσω όμως και την αντίστροφη πορεία με σημείο προσανατολισμού το ίδιο το ποιητικό κείμενο.

Για την «ανατίμηση» περιόδων του ιστορικού παρελθόντος Συχνά η καβαφική βιβλιογραφία επιχειρούσε να συσχετίσει τις αναφορές στον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» με την αρθρογραφία του ποιητή, ιδίως των ετών 1891 και 1892, για το ΒυΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

ζάντιο. Πώς μπορούμε να κάνουμε λόγο για «ανατίμηση» της «μεσαιωνικής ιστορίας» χωρίς να εστιάζουμε το ερευνητικό μας ενδιαφέρον στην απόπειρα άρσης της οικείας «υποτίμησης»; Έρχομαι κατευθείαν στο κείμενο του Δημητρίου Βικέλα: Περί Βυζαντινών μελέτη (Λονδίνο 1874). Ακριβέστερα, πρόκειται για τρεις διαλέξεις που πραγματοποιήθηκαν το 1873 «ενώπιον του εν Μασσαλία Ελληνικού Συλλόγου» και οι οποίες δημοσιεύθηκαν αυτοτελώς στο Λονδίνο το επόμενο έτος. Η δηλωμένη intentio auctoris συνίσταται στη «διάδοσιν ορθοτέρας τινός και δικαιοτέρας εκτιμήσεως του Βυζαντινού κόσμου» (1874: 5). Τούτο ανταποκρίνεται προς το motto του εξωφύλλου. Δηλαδή, στη διατύπωση του Κ. Παπαρρηγόπουλου, στον οποίο άλλωστε ο Βικέλας παραπέμπει συχνά, για την ανάγκη να «επιλάμψη ανέφελος ο ήλιος της επιστημονικής ακριβείας» «επί της μεσαιωνικής ημών ιστορίας», εφόσον τη διατρέχουμε «εν νυκτί ή εν τω μέσω πυκνοτάτης ομίχλης». Η εστίαση του ενδιαφέροντος του Βικέλα αφορά «εις γενικά τινα συμπεράσματα» με στόχο να επανεξετασθεί «πώς εδιδάχθημεν μέχρι τούδε να φανταζώμεθα την Βυζαντινήν εποχήν» ως «αυτοκρατορίαν της παρακμής».Αν, αντίθετα, στη «σειρά της καθόλου ιστορίας» εκτιμηθεί ότι ο «προορισμός» του Βυζαντίου υπήρξε η «διάσωσις και διατήρησις του πολιτισμού», τότε δεν μπορεί να υποτιμηθεί το γεγονός ότι την «αποστολήν ταύτην εξεπλήρωσεν επ’ αγαθώ της αναγεννωμένης Ευρώπης».

Στους κόλπους του «Εκπαιδευτικού Ομίλου της Αιγύπτου» Ο Τίμος Μαλάνος στα «καβαφικά του τετράδια» έχει καταγράψει μια στιχομυθία, έτους 1927, στο βιβλιοπωλείο «Γράμματα», του ποιητή με τον Σ. Γιαννακάκη που υποστήριζε με «παραδείγματα» ότι «όλα τα ιστορικά γεγονότα εξηγούνται με οικονομικά δεδομένα». Ξαφνικά ο Καβάφης ρωτά: «Δεν νομίζεις, Σακελλάριε, ότι υπάρχουν και άλλα στοιχεία, όπως λ.χ. το θρησκευτικό αίσθημα, που ημπορούν να επηρεάσουν την ιστορική εξέλιξη;». Με κοφτή την απάντηση: «Όχι, Κύριε Καβάφη». Αλλά και με ακαριαία την ανταπάντηση: «Τότε, πώς εξηγείς εσύ το γεγονός, ότι το 600 μ.Χ. ο μισός πληθυσμός της Αιγύπτου πήγε στα μοναστήρια, σημαντικώτατο γεγονός, και μη με διακόπτεις! (κανένας ωστόσο δεν τον διέκοπτε) και δεν ήσαν μόνο οι πτωχοί που επήγαν, αλλά κι απ’όλες τες τάξεις της κοινωνίας». Για να προσθέσει ο Μαλάνος: «Φυσικά, ο Γιαννακάκης δεν αποκρίθηκε. Άλλωστε, η επιβολή του Καβάφη στη συζήτηση ήταν συνήθως τέτοια, που κανείς δε μπορούσε να του αμφισβητήσει την ακρίβεια του γεγονότος, της χρονολογίας, ή και της έκτασης του γεγονότος που ανάφερε». Ο Σακελλάρης Γιαννακάκης ήταν Καλύμνιος δάσκαλος που αρχικά σταδιοδρόμησε στην Κων/πολη (όπου είχε έλθει σε επαφή με το «Σοσιαλιστικό Κέντρο», το οποίο μετονομάσθηκε σε «Ομάδα Κοινωνικών Μελετών») και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια, όπου πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της «Δημοτικιστικής Ομάδας» (1916) και στα πολιτιστικά της δρώμενα. Για παράδειγμα, δημοσιεύοντας την εργασία του: «Η σημερινή τέχνη» για να επιτεθεί στον Μαλάνο, ο οποίος ικανοποι-

Άννα Μπογκιγκιάν, Χωρίς τίτλο (σειρά «Καβάφης»), 2009, μικτή τεχνική σε χαρτί, 29 x 42 εκ.

είται μ’ εκείνα τα έργα τέχνης που «δε μας δίδουνε καμιά εξήγηση για όσα βλέπομε γύρω μας». Υπήρξε κοινός φίλος του Καβάφη (και το 1924 συνυπέγραψε κείμενο υπεράσπισής του) και του Σκληρού, όταν η συμπύκνωση βέβαια των διαδικασιών του ιδεολογικού αναπροσανατολισμού των Αιγυπτιωτών διανοουμένων, που κατά το Σκληρό θεωρήθηκαν ότι είναι ικανοί «προς πρακτικάς ιδέας και θετικήν δράσιν», αναδεικνύεται κατά τη δεύτερη περίοδο του αλεξανδρινού περιοδικού Γράμματα που εγκαινιάζεται το καλοκαίρι του 1920 με αρχισυντάκτη το Μιχάλη Περίδη, συνιδρυτή του «Ομίλου Κοινωνικών Μελετών» που επισημαίνει τα κενά και τα σημεία απόκλισης του ύστερου Σκληρού από τη σκέψη του Marx.

Καΐρου. Στα αμέσως επόμενα έτη ο Καβάφης παρακολουθεί τις ομιλίες του Σκληρού που οργάνωσαν στην Αλεξάνδρεια τα περιοδικά Νέα Ζωή και Γράμματα, μία από τις οποίες -με θέμα τη ζωή και τη σκέψη του Τολστόι- μνημονεύει επαινετικά ο ίδιος ο ποιητής. Μετά το 1917, οι δεσμοί φαίνεται ότι ισχυροποιούνται, με την κοινή πλαισίωση του εκδοτικού εγχειρήματος των Γραμμάτων (σε σημείωμα του Καβάφη, μάλλον του 1919 και προφανώς όχι του 1911), για τη συγκρότηση της «Κριτικής Ομάδας» του περιοδικού καταγράφεται ότι «στην Κοινωνιολογία βάλαμε» τον Σκληρό και τον ίδιο τον ποιητή στη «λαογραφία και την ιστορία») και με το κοινό ενδιαφέρον για την εδραίωση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου της Αιγύπτου».

Στο εντευκτήριο του περιοδικού Γράμματα

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Ανάμεσα στον Καβάφη και την Αλεξάνδρεια παρεμβαίνει κάποτε ο Σκληρός και ιδίως πλειάδα σοσιαλιστών διανοουμένων που επικοινωνούν μεταξύ τους συνθέτοντας έτσι το πλήρες τοπίο της πνευματικής ζωής των Αιγυπτιωτών, στους κόλπους ενός αγγλικού «προτεκτοράτου» που είχε επιβάλει ξανά λογοκρισία. Ως προς το ποιητικό έργο του Κ.Π. Καβάφη, ο Σκληρός υπήρξε και καίριος υπομνηματιστής των ποιημάτων του (όπως για παράδειγμα του «Περιμένοντας τους βαρβάρους» που κατά την επισήμανσή του «υποθέτει μια τέτοια κατάστασι κοινωνική», δηλαδή η «κοινωνία φθάνει σ’ ένα βαθμό πολυτελείας», όπου «απελπισμένη από την θέσι εις την οποίαν δε βρίσκει διόρθωσι συμβιβαστική με τον συνηθισμένο της βίο, αποφασίζει να φέρη μια ριζική αλλαγή...». βλ. Σαββίδης 2.9.1991). Πριν προχωρήσω στο κυρίως θέμα της ανακοίνωσής μου θα συνοψίσω τα πορίσματα των ερευνών που αφορούν στις σχέσεις του Καβάφη με τον Σκληρό. Η ζωντανή γνωριμία μεταξύ τους χρονολογείται το Δεκέμβριο του 1913, όταν το περιοδικό Γράμματα εγκαινιάζει το εντευκτήριό του. Ώς το τέλος του επομένου έτους, οπότε θα εμπεδωθεί στο λόγιο κοινό των Αιγυπτιωτών η εικόνα του μαρξιστή Σκληρού, τόσο με τις διαλέξεις του όσο και με τη συνεργασία του στα Γράμματα, αυτός θα έχει παραλάβει το σύνολο των δημοσιευμένων ποιημάτων του Καβάφη, σύμφωνα με τους καταλόγους διανομής των εκδόσεων του τελευταίου. Στον ενδιάμεσο χώρο κινείται ο κοινός τους φίλος Παύλος Πετρίδης και σε μικρότερο βαθμό ο αδελφός του Γιώργος Πετρίδης, ιδρυτικό μέλος του «Εντευκτηρίου» (1915) και της «Δημοτικιστικής Ομάδας» (1916)

Την επόμενη Κυριακή ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, Η αφύπνιση του αραβικού εθνικισμού και ο Καβάφης ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ, Μνημόσυνο Καβάφη, επί χούντας, από τον παπα-Πυρουνάκη ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Καβάφης: Η μνήμη και το σώμα ΑΘΗΝΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ, Ο Καβάφης του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΑΡΙΑ ΨΑΧΟΥ, Ο Καβάφης και η ποίηση της γενιάς του ’70 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ, Για ποιον Καβάφη; ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ, Καβαφικά επιτύμβια ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΟΥΠΡΟΥ, Καβάφης και δημοτικό τραγούδι ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗΓΙΑΚΟΥΜΗ, Καβάφης και η «ποιητική ιδέα» ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΣ, Ο Καβάφης και οι σκιές: η ρευστότητα της ιστορίας και η ρευστότητα των νοημάτων


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.