a11717

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΕΥΧΟΣ 546

2 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

(1863-1933)

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ, 3ο μέρος

Η Αραβική Αφύπνιση και ο ποιητής Προτού περάσω στο κυρίως θέμα μου που είναι οι απροσδόκητες και μάλλον αθέλητες συμπτώσεις της ποίησης του Καβάφη με την αφύπνιση του αραβικού εθνικισμού, ένα θέμα που φαίνεται ακραιφνώς πολιτικό, αλλά όπως θα δούμε δεν είναι, θα ήθελα να πω μερικά πράγματα για τις κυρίαρχες τάσεις της υποδοχής και της οικείωσης του έργου του Αλεξανδρινού στην Ελλάδα. Τάσεις που σε μεγάλο βαθμό συνδέθηκαν ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου με τις ιδεολογικές αντιθέσεις μα και τις αναπάντεχες συναινέσεις των διανοουμένων, πολλές φορές μάλιστα ανεξάρτητα από την κομμαΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

τική ή την ευρύτερα πολιτική τους θέση. Αξιοπερίεργο λόγου χάριν είναι ότι τη θεωρία του Τίμου Μαλάνου για την σεξουαλική ηδονή, ως βασικό κινητήριο στοιχείο στην καβαφική ποίηση, θεωρία την οποία υποστήριξε ολοκληρωμένα το 1933, τη χρονιά ακριβώς του θανάτου του ποιητή, στη μελέτη του Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης την αποδέχθηκαν και την αναδιαμόρφωσαν αμέσως αρκετοί λόγιοι της αριστεράς, εντάσσοντάς την στο δίπολο σχήμα πρόοδος-παρακμή: ανάμεσά τους ο Βάσος Βαρίκας, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Γιάννης Κορδάτος. Άλλοι, όπως ο Κώστας Βάρναλης, παρ’ ότι αναγνωρίζουν ότι τα πρόσωπα και τα γεγονότα που ανέστησε ο Καβάφης τα «έκανε σύμβολα της σκοτεινής ζωής που υπάρχει παντού και πάντα κατά ένα τρόπο, ανάλογο» θεωρούν πως «πιο πιθανό φαίνεται [...] τα συγκαιρινά του γεγονότα τα μετατόπιζε στα περασμένα». Ανοίγοντας ίσως έτσι την προοπτική της κριτικής επαναφοράς στην υλιστική θεώρηση του ιστορικού παρόντος, κάτι που επιχείρησε συστηματικά μέσω ενός μέρους της κα-

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑ / ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ David Hockney «Εικονογραφήσεις για Δεκατέσσερα Ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη» Από τη Συλλογή του British Council

Η προθήκη του καπνοπωλείου, 1966/67

βαφικής ποίησης ο Στρατής Τσίρκας στο Ο Καβάφης και η εποχή του (1958) και στον Πολιτικό Καβάφη (1971). Αν και θεωρήθηκαν οι ερμηνείες του Τίμου Μαλάνου και του Στρατή Τσίρκα (και είναι) διαμετρικά αντίθετες, κινούμενες από διαφορετικές κοσμοθεωρητικές θέσεις και αντιλήψεις, σε πολλά σημεία τους είναι παραταύτα συγκλίνουσες! Και πρώτα πρώτα, στο βασικότερο: στον έμμονο προσανατολισμό τους ώστε να ανευρεθεί ο αληθειακός πυρήνας της ποιητικής έμπνευσης και της μεταφοράς, ακόμα και όταν ο προσανατολισμός αυτός καταφεύγει σε πραγματολογικά, στοιχεία που απλώς εικάζονται! Το ένα άκρο βρίσκεται στην πεισματική επιμονή του Μαλάνου να ανάγει τα πά-

ντα στα σκοτεινά ψυχοπαθολογικά ελατήρια τα οποία βαρύνονταν από την ενοχή του ποιητή για την ομοφυλοφιλία του. Μα και το άλλο άκρο, του Τσίρκα, βρίσκεται σε μια άλλη εμμονή, εξίσου δογματική με την πρώτη. Και παρ’ ότι η ελλαδική κριτική έχει αποφύγει έως τώρα να εκφραστεί ρητά, αποδεχόμενη ή όχι την ύπαρξη ενός Καβάφη πολιτικά ορθού απέναντι σε έναν άλλο «συντηρητικό» ή δοσμένο στα πάθη του, πρόκειται και εδώ για μια αντίληψη που παραμορφώνει εσκεμμένα την παρουσία περισσότερων του ενός πεδίων στην ανάγνωση αυτής της ποίησης. Η ανασκαφή των ποιημάτων την οποία επιχείρησε εκτεταμένα ο Τσίρκας έχοντας ως καταληκτικό όριο το

1911, πραγματοποιήθηκε βάσει μιας απολύτως a priori κοινωνιολογικής άποψης ότι ο Καβάφης χρησιμοποιεί τα ιστορικά-μυθολογικά του παραδείγματα από τον ελληνιστικό κόσμο για να ανατάμει εμμέσως τον ταξικό χαρακτήρα της μικρής κοινωνίας του παροικιακού ελληνισμού στην Αλεξάνδρεια, να δείξει την αμέριστη συμπάθειά του στους γηγενείς Αιγύπτιους και να υποδηλώσει την σταθερή εχθρότητά του στους Άγγλους αποικιοκράτες! Υποθέσεις εργασίας που ο χρόνος και η πληρέστερη πια αρχειακή έρευνα, έδειξαν ότι δεν ευσταθούν. Τα δύο άκρα, ο Μαλάνος και ο Τσίρκας, παρακάμπτουν όχι μόνο αυτή την ίδια την ποίηση του Καβάφη αλλά και την πραγματικότητα που εκείνη μας ορίζει. Και δεν το υπογραμμίζω αυτό από κάποια δήθεν εμμονή αυστηρής προσήλωσης του μοντερνιστικού βλέμματος στο γράμμα και στα όρια του κειμένου, έστω και αν ο ίδιος ο ποιητής, όπως αναφέρει ο προσεκτικός και ιδιαίτερα ακριβής Γιάννης Σαρεγιάννης, «δεν ήθελε τα ποιήματά του να φαίνονται δεμένα με κάποια συγκεκριμένη [προποιητική] πραγματικότητα», όσο το συνδυάζω με τον ανοιχτό και πολύ σύγχρονο κατά τη γνώμη μου σχολιασμό του Γιώργου Σεφέρη, πάνω στην γνωστή, επίμαχη ερμηνεία τού «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Ότι πέρα από την εσφαλμένη επιχειρηματολογία του για την πηγή εμπνεύσεως του ποιήματος, κατά τα λοιπά το ποίημα «Δεν είναι [...] μήτε οπτασιακή αναπόληση, μήτε μνεία μιας ακαθόριστης μυθολογίας [...] είναι μέσα μας, τώρα˙ μπορεί να είναι σεις και εγώ και όλοι όσοι έχουν κάποια συνείδηση του κακού και της συμφοράς». Αυτό το «τώρα» είναι που μάς ενδιαφέρει στην ποίηση, γιατί μέσα από το ρευστό «τώρα» αποκαθηλώνεται κάθε αποκλειστική, άκαμπτη πραγματικότητα που απαιτούν οι ανά τις εποχές δογματικές αναγνώσεις της λογοτεχνίας. Και, κυρίως, δίνοντας μια διάσταση απεριόριστη στο παρόν, δηλαδή σε ό,τι καθρεφτίζει μέσα από εμάς το ποίημα, ως τωρινή του εκδοχή, πράγμα που επιβεβαιώνει εξάλλου και την αντοχή του, δηλαδή τη δυνατότητα ή μη του παροντικού του διαλόγου. ΑυΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ


26

Η ΑΥΓΗ • 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

2

ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

τό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται ένα οποιοδήποτε έργο, ποιητικό ή πεζογραφικό, να εγκιβωτίζει στην ταυτότητά του, πέρα από τα αισθητικά ή τα γλωσσικά του χαρακτηριστικά, σκοπιμότητες, ιδεολογικές θέσεις, αντιθέσεις, προτιμήσεις και αποκλεισμούς. Κάθε άλλο. Το θέμα δεν βρίσκεται εκεί, όσο στον τρόπο που ο κριτικός έλεγχος και ο διάλογος μ’ αυτό θα ντυθούν τη λεοντή της πολιτικής ορθότητας, η οποία έτσι αποκτά ex officio τη δυνατότητα να γυρεύει κατ’ αποκλειστικότητα τη δική της αλήθεια, σπρώχνοντας στη γωνία τις αλήθειες του λογοτεχνικού κειμένου. Έτσι, μπορεί κάποιοι από εμάς να εκπλαγούμε από την αφέλεια μιας προτροπής, όπως η ακόλουθη του Έντουαρντ Σαΐντ, «Ερμηνεύοντας κανείς ένα κείμενο, πρέπει να επεκτείνεται τόσο σε ό,τι περιλαμβάνει όσο και σε ό,τι ο συγγραφέας του απέκλεισε. Κάθε πολιτιστικό έργο είναι η θεώρηση μιας ιστορικής στιγμής και πρέπει να αντιπαραβάλουμε τη θεώρηση αυτή με τις διάφορες αναθεωρήσεις που αυτό αργότερα προκάλεσε», αλλά κάθε επίκληση του απόλυτου δεν προδίδει κατά κάποιο τρόπο την αδυναμία της αφέλειας να ξεπεράσει τον εαυτό της και να γίνει συνείδηση; Δεν είναι λίγοι αυτοί που διαπίστωσαν ότι οι λογοτεχνικές σπουδές, ιδίως αυτές που ονομάζονται «Από τα κάτω», προσπαθώντας να αποφύγουν τη στερεοτυπική πρόσληψη της ιστορίας και των ιδεών μέσω των εθνικών αναγνώσεων, κατέληξαν να δέχονται απείρως περισσότερα αποδομικά στερεότυπα. Ανάλογα, η προσκόλληση στην αληθειακή/μονολιθική αναγωγή στο απόλυτο, είτε μέσω της μεθόδου της εκ των προτέρων απόδειξης του Σ. Τσίρκα, είτε μέσω της σεξουαλικής παθογένειας που διάλεξε ως μοναδικό κλειδί για την ανάγνωση και πρόσληψη της καβαφικής ποίησης ο Μαλάνος, συγκλίνει ουσιαστικά στο ένα και το αυτό πρωθύστερο: στον διαμελισμό (ή μήπως στην αποδόμηση;) της ενότητας του έργου. Και συνεπώς, στο να προσφέρει σε βάθος χρόνου στη Θεωρία τις διάφορες επιμέρους θεολογικές μικροαφηγήσεις που της ταιριάζουν: όπως του δήθεν στρατευμένου στην αντιαποικιακή πολιτική ή του ομοφυλόφιλου / Queer Καβάφη! «Ο Καβάφης», γράφει ο Ρόμπερτ Λίντελ, με αφορμή το ποίημα «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες», «απεικόνιζε την ήττα της Αχαϊκής Συμπολιτείας με προοπτική χρόνου και χώρου, όπως είχε κάνει και με τη Μάχη του Μαραθώνα. Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων από τη θέση του παρατηρητή χαρίζει στα ποιήματά του μια καθολικότητα που δίνει στον αναγνώστη το δικαίωμα να τα συσχετίσει ακόμα και με γεγονότα που συνέβησαν μετά το θάνατό του». Μια τέτοια συσχέτιση, ενός άλλου ποιήματός του, από τα τελευταία που έγραψε, του «Ας φρόντιζαν», συνδέει το φιλικό του περιβάλλον, τον ίδιο και την εποχή του, αν και όχι με τον τρόπο της προποιητικής διάγνωσης που επιχείρησε ο Τσίρκας, χαραμίζοντας πολλές φορές αρχειακές έρευνες και ευρήματα που θα μπορούσαν με μια άλλη, ανοιχτή στα πραγματολογικά της διευθέτηση, να συνθέσουν την πρώτη επαρκή μονογραφία του Αλεξανδρινού. Έχοντας υπ’ όψη το χρονικό όριο του 1911, που ο Τσίρκας το θεωρεί, αν και χωρίς πειστικές εξηγήσεις, ως το σημείο της ιδεολογικής, πολιτικής και ηθικής μεταστροφής του, διαπιστώνουμε από την ενδιαφέρουσα αλληλογραφία Καβάφη και Ε. Μ. Φόρστερ, Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση (2009), ότι ο ποι-

Ρωτούσε για την ποιότητα, 1966/67

ητής στα χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου πόλεμου, εκτός από τον ευρύ κύκλο των λογίων της ομογένειας στην Αλεξάνδρεια, έκανε παρέα και με τον στενό κύκλο της ελεγχόμενης από τους Άγγλους Υπηρεσίας Λογοκρισίας του Τύπου: τον διευθυντή της Ρόμπερτ Φέρνες (Furness), γνώστη της αρχαίας ελληνικής, τον παλιό οικογενειακό του φίλο, Περικλή Αναστασιάδη, καθώς και τον Τζορτζ Αντόνιους (Antonius), έναν άραβα λιβανικής καταγωγής, αλλά με απώτερες οικογενειακές ρίζες στην ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα της Συρίας, ο οποίος στα αμέσως επόμενα χρόνια θα βρισκόταν στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Αν εξαιρέσουμε τον Περικλή Αναστασιάδη, κοινό στοιχείο όλων (και του Φόρστερ, όπως και του δικηγόρου Γιώργου Βαλασόπουλου, φίλου παρομοίως του Καβάφη και μεταφραστή πολλών ποιημάτων του με τα οποία έγινε γνωστός για πρώτη φορά στο βρετανικό κοινό) το ότι ήταν απόφοιτοι του King’s College του Καίμπριτζ. Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους ερευνητές, όπως ο Μάϊκλ Χάαγκ (Haag), τον Καβάφη γνώρισε στον Φόρστερ το 1916 ο Αντόνιους, έχοντας επιστρέψει μετά τις σπουδές τού μηχανικού το 1913 στην Αλεξάνδρεια, ενώ από τη δημοσιευμένη επιστολογραφία του Φόρστερ πληροφορούμαστε ότι από τα τέλη του 1915, όταν ήρθε στην Αίγυπτο ως συνεργάτης του Ερυθρού Σταυρού, ο Αντόνιους ήταν ο έμπιστος και συνοδοιπόρος του στις αραβικές συνοικίες της πόλης, βοηθώντας τον πολύ στην άντληση στοιχείων και ιστορικών πληροφοριών για το βιβλίο του Αλεξάνδρεια. Ιστορία και Οδηγός (1921). Στην αλληλογραφία ΦόρστερΚαβάφη το όνομά του εμφανίζεται τέσσερεις φορές από το 1917 έως το 1926, τρεις από τον Καβάφη και μία από τον Φόρστερ. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε η αναφορά του να δείχνει κάποια οικειότητα ή και φιλική σχέση, κυρίως από τον ποιητή, με δεδομένο ότι ο Αντόνιους μετά το 1918 ζούσε στην Ιερουσαλήμ και ερχόταν στην Αίγυπτο αν το επέ-

βαλλαν οι πολιτικές του επαφές. Ο Τζορτζ Αντόνιους, γεννημένος στο Νταϊρ αλ-Καμάρ του Λιβάνου το 1891, ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας, με τον πατέρα του να ασχολείται επικερδώς με την καλλιέργεια και το εμπόριο του βαμβακιού και του αψεντιού. Ήρθε σε πολύ μικρή ηλικία στην Αλεξάνδρεια, αυτός και τα τέσσερα αδέλφια του, και φοίτησε αριστεύοντας στο Κολλέγιο Βικτώρια (1902-1910), ένα σχολείο όπου γίνονταν δεκτά μόνο παιδιά εύπορων οικογενειών με φιλοβρετανικά φρονήματα! Αυτός που καθόρισε ως ένα σημαντικό βαθμό τον μετέπειτα τρόπο της πολιτικής του σκέψης, όπως γράφει η Σούζαν Σίλζμπυ (Silsby) ήταν ο σφόδρα αντιϊδεαλιστής καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Καίμπριτζ, Τζορτζ Εντ. Μουρ (Moore), φίλος του Μπέρτραντ Ράσελ και ένα από τα πρότυπα του Λούντβιχ Βιττγκενστάιν. Μολονότι φίλος του Ε. Μ. Φόρστερ και από τους ελάχιστους που γνώρισαν από τις πρώτες του σελίδες το μυθιστόρημα του τελευταίου Ένα πέρασμα στην Ινδία, καθώς ήταν παρών στην ανάγνωση του χειρογράφου, φαίνεται ότι οι σαφείς πολιτικές αιχμές του Φόρστερ εναντίον της βρετανικής διοίκησης στην Ινδία δεν τον επηρέασαν. Ή πάντως δεν τον επηρέασαν τόσο ώστε να βγει από τον ρόλο του bon viveur της εποχής εκείνης. Ωστόσο, αν δούμε την ανάμειξή του στα πολιτικά πράγματα της Μέσης Ανατολής αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι η υπαλληλική θητεία του στην Υπηρεσία Λογοκρισίας τον βοήθησε να γνωρίσει από κοντά τους μηχανισμούς της βρετανικής πολιτικής απέναντι στους Άραβες, αλλάζοντας τώρα στρατόπεδο, αν και όχι στο βαθμό που να δημιουργηθούν τετελεσμένα και αγεφύρωτα χάσματα με την αγγλική διπλωματία και διοίκηση. Ωστόσο, η ριζοσπαστικοποίησή του είναι αλήθεια ότι δεν υπήρξε ποτέ των άκρων, και τούτο, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η ισραηλινή ιστορικός Λιόρα Λούκιτς (Lukitz), διότι εκπροσωπούσε μια γενιά μετριοπαθών

Αράβων με ευρωπαϊκή παιδεία, μελών όμως μιας κοσμοπολίτικης ελίτ, που υιοθετούσαν μεν την υπόθεση της στήριξης των αραβικών εθνικισμών με ταυτόχρονη επιδίωξη τον εκσυγχρονισμό των κοινωνιών της Μέσης Ανατολής πάνω στα πρότυπα των δυτικών θεσμών. Προσφέροντας τις υπηρεσίες του από τη θέση του βοηθού Διευθυντή Εκπαίδευσης στη Διοίκηση της Παλαιστίνης, την οποία μετά το 1920 θεωρούσε ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά και ενεργώντας συχνά ως διαμεσολαβητής στις διενέξεις μεταξύ Αράβων και Αγγλογάλλων, ο Αντόνιους προσπάθησε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, να συμβιβάσει τα δύο αντιμαχόμενα μέρη της ίδιας της ταυτότητάς του. Είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός ο αυτοπροσδιορισμός του σε επιστολή του, στις 28 Μαίου 1937, στο αμερικανικό ίδρυμα ICWA με το οποίο συνεργαζόταν ως μορφωτικός ερευνητής: Η ιδιαίτερη εκπαίδευσή μου και η ηθική μου διαμόρφωση με έκαναν να είμαι πάνω απ’ όλα γέφυρα ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς και μεσάζων ως προς την παρουσίαση του ενός προς τον άλλο. Νιώθω ότι αυτή η ικανότητά μου με καθιστά χρήσιμο για την μελέτη και την κατανόηση των δυνάμεων που υπάρχουν στη Μέση Ανατολή, θέτοντας στην υπηρεσία τους τις γνώσεις και την κατανόησή μου, είτε ως συμμέτοχος είτε ως διαμεσολαβητής. Αυτή αισθάνομαι ότι είναι η αληθινή μου αποστολή στη ζωή. Μετά το 1930, όταν αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να παραιτηθεί από τη θέση του, εκφράζοντας έτσι τη διαμαρτυρία του για την ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στο παλαιστινιακό πρόβλημα, ήταν παρών σε όλες τις διεθνείς συναντήσεις και τις διπλωματικές κινήσεις που έγιναν για να ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Πήρε μέρος, ως αντίπαλος τώρα των Άγγλων και εκπρόσωπος των Αράβων στη Διεθνή Σύσκεψη για το μέλλον της Παλαιστίνης, και, κυρίως, εξέδωσε ένα χρόνο νωρίτερα, το 1938, το βιβλίο του Η Αφύπνιση των Αράβων, όπου αποκαλυπτόταν διεθνώς η απόλυτη αντινομία μεταξύ των υποσχέσεων και των αποφάσεων της βρετανικής πολιτικής, με βάση τις ανεκτέλεστες συμφωνίες ανάμεσα στον Χένρυ ΜακΜαόν και στον Εμίρη Αμπντουλάχ ιμπν Χουσσέιν. Ωστόσο, όπως γράφει ο Βρετανός, αραβικής καταγωγής ιστορικός, Άλμπερτ Χουράνι (Hourani) οι διαρκείς παλινδρομήσεις και οι ιδεολογικές μεταστροφές του Αντόνιους, τον έκαναν να μοιάζει αφερέγγυος και στις δυο πλευρές, παρά τη σημαντική του παρουσία και τη συμβολή του στην επαναπροσέγγιση και συνεννόηση Ευρωπαίων και Αράβων. Έτσι, για ένα μεγάλο διάστημα μετά το θάνατό του, το 1942, Η Αφύπνιση των Αράβων δεν εκτιμήθηκε σωστά, ακολουθώντας την δυσπιστία που δημιούργησε ο συγγραφέας της με την πολιτική δράση του, και μοιάζοντας σ’ αυτό, όπως συνεχίζει ο Χουράνι, με την περσόνα του Σύριου πολυπρόσωπου πατριώτη που εμφανίζεται στο ποίημα «Ας φρόντιζαν», του νεανικού φίλου τού Τζορτζ Αντόνιους, Κωνσταντίνου Καβάφη: Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα, κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει, θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό. Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει, πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό. Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις. Οι σημειώσεις και οι βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου δημοσιεύονται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο blog των «Αναγνώσεων»


Η ΑΥΓΗ • 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

39

3

Ο Καβάφης και οι σκιές Η ρευστότητα της ιστορίας και η ρευστότητα των νοημάτων

Στο κομβικό του δοκίμιο «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ, Παράλληλοι», ο Γιώργος Σεφέρης ανάμεσα σε άλλα συμπεράσματα καταλήγει και στην διαπίστωση πως «από μία στιγμή και πέρα -τη στιγμή αυτή την τοποθετώ στα 1910 περίπου - το καβαφικό έργο πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω- ένα ‘work in progress’, όπως θα έλεγε ο James Joyce- που τερματίζει ο θάνατος. Ο Καβάφης είναι, νομίζω, ο ‘δυσκολότερος’ ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα όταν τον διαβάζουμε με

Στο πληκτικό χωριό, 1966/67

ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗ

το συναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου. Αυτή η ενότητα είναι η χάρη του, και μ’ αυτό τον τρόπο θα τον αντικρίσω». Στη διαπίστωση βέβαια αυτή, είχαν καταλήξει και άλλοι πρώιμοι μελετητές του καβαφικού έργου πριν από τον Σεφέρη, για διαφορετικούς ίσως λόγους και με διαφορετικές προθέσεις, όπως π.χ. ο Νικήτας Ράντος, ο Τέλος Άγρας, ο Γιώργος Βρισιμιτζάκης και ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης. Η διαφορά της διαπίστωσης του Σεφέρη είναι πως παράλληλα με την περιγραφή του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού, προβαίνει στην ένταξη του Καβάφη σε μια παραλληλία με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό (στην πραγματικότητα τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό του Τζόυς και του Έλιοτ), της δίνει άρα ιστορικότητα, συγγενείς και ομοίους και της εξασφαλίζει ένα καταφύγιο μέσα σε έναν δεδομένο χρόνο. Η διαπίστωση αυτή -η οποία σε μεγάλο βαθμό έγινε κοινός τόπος μετά την διατύπωσή της - γίνεται ο κανόνας ανάγνωσης του καβαφικού έργου και με βάση αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε συμπεράσματα και αστοχίες, παρανοήσεις και παραδοχές.

Μια κοινή αίσθηση Ποια είναι σήμερα η αίσθησή μας για το καβαφικό έργο; Η επανάληψη ενός ονόματος σε τετριμμένες φράσεις και κοινότοπες κουβέντες, η αναγνωρισιμότητα του πορτραίτου του ποιητή στις εικονικές επιφάνειες της καθημερινότητας, λίγοι στίχοι και λίγα ποιήματα που μέσα στην εύκολη χρήση τους κατέληξαν να θυμίζουν παροιμίες, δημιουργούν μια πλαστή αίσθηση οικειότητας με την ποίηση του Καβάφη. Η αίσθηση αυτή στην πραγματικότητα μας μεταφέρει μακριά από την κυριολεξία του έργου στα σύνορα της άγνοιας. Η τύχη του καβαφικού έργου και η δύσβατη πορεία αναγνώρισής του, η διάδοση του έργου στο εξωτερικό, τα ελάχιστα βιογραφικά του ποιητή, ο εξωτισμός της Αλεξάνδρειας και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά, μας κάνει συχνά να εμμένουμε στο επιμέρους αδιαφορώντας για το σύνολο (όπως το περιγράφει ο Σεφέρης), ανίκανοι να κατευθυνθούμε προς τον πυρήνα. Βιώνουμε λοιπόν ένα παράδοξο: ο Καβάφης σήμερα είναι και πάλι παραγνωρισμένος, ακριβώς λόγο του υπερθετικού τής (στρεβλής) αναγνώρισης του. Σε αυτό συνέβαλλαν κατά την άποψή μου άλλα δύο γεγονότα. Ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης άπλωσε τη σκιά της επιρροής του στην μετέ-

πειτα ελληνική ποίηση και η πολλαπλή ρευστότητα σε μια σειρά από επιλογές και στοιχεία της ποίησης του.

Η κατακερματισμένη επίδραση Η επίδραση του Καβάφη, προκύπτει και αυτή κατακερματισμένη. Από τη στιγμή που ο Καβάφης εκδόθηκε στην Ελλάδα και καθιερώθηκε σαν μέγεθος άσκησε μια επιρροή σχεδόν καθολική στην επίδρασή της αλλά ταυτόχρονα δύσκολα αναγνωρίσιμη. Δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε συνεχιστές του καβαφικού έργου και σίγουρα δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σχολή. Αν θέλαμε να εντοπίσουμε άμεσες επιδράσεις θα αναφέραμε μια αρκετά μικρή συγκομιδή: κάποια από τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου από το Ευθύτης Οδών (όπου τα καβαφίζοντα προσωπεία χρησιμοποιούνται με μια έντονη δόση πολιτικής ειρωνίας), κάποια ποιήματα από το Κατά Σαδδουκαίων του Μιχάλη Κατσαρού (που συχνά παίρνουν μια μαγιακοφσκική χροιά σε ένα τόσο ενδιαφέρον αποτέλεσμα) κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και ίσως μερικές ακόμη περιπτώσεις. Αντίθετα, τα επί μέρους χαρακτηριστικά του καβαφικού έργου μοιάζουν διάσπαρτα στο σύνολο της ελληνικής ποίησης. Η σκηνοθεσία και η δραματικότητα μπορούν να γίνουν εμ-

φανείς σε ποιητές τελείως διαφορετικούς, από τον Ρίτσο μέχρι τον Σαχτούρη, η προφορικότητα παραμένει ζητούμενο για ποιητές μέχρι και την πιο νεόκοπη γενιά. Η υπαινικτικότατα, η χαμηλότονη μουσική και οι γλωσσικές μίξεις δημοτικής και καθαρεύουσας συναντιούνται στους στίχους και τις στροφές όλο και περισσότερων ποιητών. Η κληρονομιά του Καβάφη θυμίζει τους Επιγόνους των αλεξανδρινών κτήσεων. Κληρονόμους μιας έκτασης τόσο μεγάλης, δοσμένης σε επί μέρους βασίλεια. Μια κληρονομιά κατακερματισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Καβάφης αποτελεί στην πραγματικότητα και τον τελευταίο καβαφικό ποιητή.

Η καβαφική ρευστότητα Πάντα αντιλαμβανόμαστε το ιστορικό παρόν μας ως ρευστό, ως μετάβαση του χθες στο αύριο. Έτσι κάθε εποχή -στις περιγραφές του εαυτού της- γίνεται κομβική εποχή. Η ρευστότητα του παρόντος (του κάθε παρόντος) αδυνατεί να περιγράψει το τώρα ως κάτι το στατικό (ακόμη και αν τίποτα δεν συμβαίνει). Ο Καβάφης επιλέγει να τοποθετήσει ως κέντρο του ιστορικού του σύμπαντος μια όντως ρευστή και μεταιχμιακή εποχή, τα ελληνιστικά χρόνια. Μια εποχή όπου τα σύνορα των βασιλείων ήταν φτιαγμένα όχι από πέτρα αλλά α-

πό σκόνη, εκτεθειμένα στις διαθέσεις των ανέμων της ιστορίας. Μια εποχή όπου σχολές φιλοσοφίας αλληλοκαλύπτονταν και αναιρούνταν, θρησκείες συνυπήρχαν και περιπλέκονταν, ήθη άλλαζαν και αλληλοσυμπληρώνονταν. Ο Καβάφης δεν επιλέγει την καθαρότητα των μορφών και την αρμονία της κλασσικής εποχής, αλλά μια ποικιλία σε έναν κόσμο ανακατατάξεων, σ’ έναν κόσμο ψηφιδωτό και συνεχώς εν κινήσει. Με την επιλογή του να περιγράψει δράσεις και καταστάσεις σε ένα κόσμο ρευστό, ο Καβάφης καταφέρνει να περιγράψει το παρόν, το κάθε δικό μας παρόν. Τη ρευστότητα αυτή μπορούμε να τη συναντήσουμε ακόμη και στα ερωτικά του ποιήματα. Στα ποιήματα αυτά, το αντικείμενο της επιθυμίας δεν κινείται ποτέ στον ενεστώτα, το ποθούμενο σώμα βιώνεται ως ανάμνηση ή ως επιθυμία (πολύ συχνά και ως ανάμνηση μιας επιθυμίας). Η πράξη δεν πράττει, μένει θολή, ενώ τα χρώματα πλέκονται κάτω από τις σκιές της θύμησης. Συχνά ειπώθηκε πως ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της καβαφικής ποίησης είναι η ειρωνεία. Μια ειρωνεία πολλαπλή, που συναντούμε στη γλώσσα, στις πλάνες των ηρώων και στην απόσταση ανάμεσα σε αυτό που δηλώνεται στην επιφάνεια και στο βάθος του ποιήματος. Μέρος αυτής της ειρωνίας (άρα και της καβαφικής ουσίας) χάνεται άμα δεν δούμε το έργο του Καβάφη ως συμπαγές σύνολο. Και κυρίως η ρευστότητα των νοημάτων. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Στο ποίημα «Στα 200 π.Χ.» ο καταληκτικός στίχος («Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!») μιλά ξεκάθαρα με απαξία απέναντι στους Σπαρτιάτες. Αντίθετα, ποιήματα όπως οι «Θερμοπύλες» ή το «Εν Σπάρτη» («το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός/ να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός») μας περιγράφουν ακριβώς την αντίθετη θέση. Όμοια, η πόλη θα περιγραφεί ως τόπος εγκλωβισμού αλλά και ως καταφύγιο, η ηδονή ως κατάρα και ως σημαντικότερο ζητούμενο του βίου. Το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη, όχι σε μια διαδικασία ευθείας επικοινωνίας αλλά σε μια διαδρομή μόνιμα μεταβλητή. Η πολλαπλή αυτή αναίρεση δεν περιγράφει ένας συμπαγές σύστημα αρχών και θέσεων αλλά ένα σύνολο σε διαρκή συνομιλία. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα και μόνο ποίημα (για να γυρίσουμε στον Σεφέρη). Κάθε συμπέρασμα και κάθε συναίσθημα προκύπτει όχι από τα επί μέρους ποιήματα, αλλά από τη μεταξύ τους σχέση. Η ίδια η φύση της καβαφικής ποίηση μας αποτρέπει από ασφαλή συμπεράσματα. Ας μην μιλούμε λοιπόν με σιγουριά. Ο αριθμός και η ποικιλία των ερμηνειών σε σχέση με το καβαφικό έργο είναι τόσες ώστε να αναιρούν την όποια βεβαιότητα ερμηνείας. Κάθε αναμέτρηση με το έργο του Καβάφη, -ένα έργο που παραμένει πεισματικά ανοιχτό σαν γκρεμός νοημάτων χλευάζοντας τις αποκωδικοποιήσεις- γίνεται αναμέτρηση πρωτίστως με τον εαυτό μας.

Ο Θωμάς Τσαλαπάτης (Αθήνα, 1984) είναι ποιητής http://tsalapatis.blogspot.gr/


Η ΑΥΓΗ • 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013

Η ΑΥΓΗ 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013

40

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Ένα διαφορετικό μνημόσυνο Πρωινό πρώτης Κυριακής ενός Μάη πριν ...40 χρόνια. Στο δρόμο που οδηγεί από το σταθμό του τραίνου στον Αγ. Στέφανο προς τις φυλακές Μπογιατίου, ανταμώνουν παρέες φοιτητών και φοιτητριών, οδεύοντας προς μια εκκλησιά στα ζερβά του μέσου της διαδρομής. Όλα γύρω μοσχοβολούν Άνοιξη. Τα φωτεινά τους αγουροξυπνημένα πρόσωπα κι ο μαγιάτικος ήλιος δείχνουν να αναβλύζουν μέσα τους ελπίδες κι όνειρα μιας ουσιαστικής λευτεριάς, κι ας ήταν ...1973! Χρονιά που η χούντα των συνταγματαρχών έκλεινε ήδη 6χρόνια βίαιης νομής της εξουσίας. Κι όμως, εκεί σ’ αυτή την εκκλησιά διασταυρώνονταν οι ελευθεριακές αναζητήσεις ενός μέρους του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, με ένα εξόριστο παπά της Ελευσίνας. ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Τον παπα-Γιώργη Πυρουνάκη, αυτόν τον ακούραστο μαχητή της «Ελευθερίας» -όπως έγραφε σταυρωτά ο Σταυρός που φόραγε πάντα στο στήθος του- και η οποία δεν ορίζεται, γιατί ο ορισμός της σημαίνει περιορισμό της όπως έλεγε, και κάθε πρώτη Κυριακή τού μήνα είχε καθιερώσει μια δεύτερη λειτουργία, στις 11.30, ειδικά για τους νέους. Και ήταν εντυπωσιακό να βλέπει κανείς νέους που δεν είχαν και την καλύτερη των σχέσεων με την εκκλησία και τις λειτουργίες της, ούτε με το πρωινό ξύπνημα βέβαια, ν’ ανηφορίζουν στην άλλη άκρη της Αττικής, για να τον ακούσουν, και μετά, στο μικρό του κελί, να πίνουν κονιάκ και να συζητούν επί ώρες, ή να φεύγουν παρέα για κάποιο φιλόξενο σπίτι, όπου η συζήτηση συνεχίζονταν με κρασί και τραγούδι. Και είχε πράγματι τόσο γλυκιά φωνή...! Και ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν να βλέπει κανείς τους άνδρες του «Σπουδαστικού» της Ασφάλειας, να καταγράφουν την προσέλευση των ήδη γνωστών ή να παίρνουν τις ταυτότητες αυτών που πρώτη φορά εμφανίζονταν να παρακολουθήσουν την... «Θεία Λειτουρ-

Αλεξάνδρεια, αρχές του 20ού αιώνα. Στους πολυσύχναστους και πολύβουους δρόμους, ένας μεσήλικας, «βαθιά μελαχρινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρο μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολή Αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότητα και με φυσιογνωμίαν συμπαθή» (Ξενόπουλος) στέκει «σε ελαφριάν απόκλιση προς το σύμπαν» (Forster). «O Καβάφης!». Ναι, είναι ο Καβάφης, που πηγαίνει είτε από το σπίτι στο γραφείο, είτε από το γραφείο στο σπίτι. Υπάλληλος της Εταιρείας Αρδεύσεων από το 1892 έως το 1922. Κάπου-κάπου σταματά να χαιρετίσει κάποιο γνωστό, κάποιο φίλο. Η ομιλία του ζωηρή, σχεδόν στομφώδης, οι τρόποι του αβροί. Τα μάτια του σπιθοβολούν προδίδοντας άνθρωπο ευρείας σκέψης και καλλιτεχνικής ιδιοφυίας. Περιπλανιέται στην πόλη που αγάπησε, την Αλεξάνδρεια, στην «πόλη που τον ακολουθεί», στις «συνοικίας που βλέπω κι όπου περπατώ χρόνια και χρόνια/… μες σε χαρά και μες σε λύπες/ με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.» Μπαινοβγαίνει σε εμπορικά μικρομάγαζα, σε καφενεία, σε καπηλειά. Ανασαίνει την ευωδιά των νιάτων, που κανένα βοτάνι «κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων» δε μπορεί πια να επαναφέρει. Παρατηρεί τους διαβάτες, το αρχαίο κάλλος της μορφής τους, την άρτια ομορφιά, τον «υψηλό και τέλεια ω-

ριπτώσεων να πεισθεί ή να κλονισθεί η ενάντια του πεποίθησις. Έγία», αυτού του παυμένου από τη Χούντα καθηγητή Γυμνασίου, τσι και εις διάφορα άλλα κοινωνικά ζητήματα και εις μερικά που ως «επικινδυνότερου των κομμουνιστών»! κυρίως απαιτείται Πράξις... τα πολλά μου τα λόγια -εμού του δειΤούτη όμως η Κυριακή είχε κάτι το ιδιαίτερο. Στη μέση του λού- θα τον ευκολύνουν την ενέργειαν. Καθαρίζουν το έδαφος» . ναού, σε ένα τραπέζι σκεπασμένο με ένα κόκκινο βελούδο, υΑυτόν τον λόγο του Ποιητή ως διαχρονικό Λόγο Ζωής και πήρχε ένα αναμμένο κερί, ένα βιβλίο ποιημάτων κι ένα κλαΠράξης, σε όποιους καιρούς, μας κατέθεσε κείνο το μαγιάτιδί πασχαλιάς. Ήταν ένα μνημόσυνο χωρίς κόλλυβα, με ποιήκο πρωινό του ‘73 αυτός ο δάσκαλος αγώνα και ήθους. Και όματα και λίγα ζεστά λόγια για τα σαραντάχρονα από το θάνασο δεν σβήνει στο χρόνο, σημαίνει το και τα 110 από τη γένεση του Ποιητή Κωνσταντίνου Καότι μέσα μας, πραγματικά, καθαβάφη. Μια που γέννηση και θάνατος ήρθαν για τον ωραίο Αρίζει το έδαφος. λεξανδρινό την ίδια μέρα, 29η Απριλίου. Η μνήμη αναπαράγει έντονα την αίσθηση των εικόνων και των ανάμεικτων μυρωδιών, άνοιξης, λιβανιού και κεριών, χάνει όμως κάποια από τα λιγοστά λόγια του παπα-Γιώργη κι εκείνο το πρώιμο ποίημα του Καβάφη για τον επαναστάτη πρωτομάρτυρα Στέφανο. Θυμάται όμως αμυδρά τη φράση τού Ποιητή «η τέχνη είναι η μεγαλύτερη Κερά του κόσμου», και ένα κείμενο του, που μας το διάβασε ο παπα-Γιώργης με μια ένταση της φωνής σε δύο λέξεις: τον Λόγο και την Πράξη. Ψάχνοντας για τις ανάγκες της μικρής συμβολής σε τούτο το αφιέρωμα βρήκα το σχετικό απόσπασμα, γραμμένο στα 1902: «Συχνά παρατηρώ τι λίγη σπουδαιότητα που δίδουν οι άνθρωποι στο λόγο. Ας εξηγηθώ. Ένας απλούς άνθρωπος (με απλούς δεν εννοώ βλάξ, αλλά όχι διακεκριμένος) έχει μιαν ιδέα, κατακρίνει έναν θεσμόν ή μιαν γενικήν γνώμην, ξεύρει ότι η μεγάλη πλειοψηφία σκέπτεται αντιθέτως προς αυτή, ως εκ τούτου σιωπά, θαρρώντας πως δεν ωφελεί να ομιλήσει, στέκοντας που με την ομιλία του δεν θ’ αλλάξει τίποτε. Είναι ένα μεγάλο λάθος. Εγώ πράττω αλλέως.. Αδιάφορον εάν δεν συμφωνεί κανένας μαζί μου. Ο λόγος μου δεν πάγει χαμένος. Θα τον επαναλάβει ίσως κανείς και μπορεί να πάγει σε αυτιά που να τον ακούσουν και να ενθαρρυνθούν. Μπορεί από τους μη συμφωνούντες τώρα, να τον θυμηθεί κανένας -εις ευνοϊκήν περίστασιν- εις το μέλλον και με την συγκυρίαν άλλων πεΚατά τις συνταγές των αρχαίων μάγων, 1966/67

«Επιθυμίες κ’ αισθήσεις εκόμισα εις την Τέχνην» ΤΗΣ ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ

ραίο έφηβο/ με τη χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια,/με τ΄ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά» και «σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια/ που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά». Αυτός, ο γιος του μεγαλέμπορου βαμβακιού απ’ το Φανάρι, Πέτρου Καβάφη, και της Χαρίκλειας Φωτιάδη, γεννημένος το 1863, που μεγάλωσε σ’ ένα διώροφο αστικό σπίτι με υπηρέτες, νταντά και αμαξά, που στα 9 του χρόνια μεταναστεύει για έξι χρόνια στην Αγγλία (Λονδίνο, Λίβερπουλ), που στα 15 του καταπιάνεται με τη συγγραφή ενός ιστορικού λεξικού, στα 18 του εγκαθίστανται μαζί με την οικογένειά του για τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, ο νέος αυτός, που διαβάζει βιβλία δανεισμένα από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που μιλά τέσσερις γλώσσες, αυτός ο έλληνας του παροικιακού ελληνισμού, που ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλία του πολύ νωρίς κι «αφήνεται κι ενδίδει», αυτός έμελλε να γίνει ο ποιητής που κατεξοχήν «συντηρεί την παράδοση» και συνάμα θεωρείται «γενάρχης της πρωτοπορίας» (Δάλλας).

Κατά την ομολογία του, «είμαι Ελληνικός, προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός», αποποιείται την Αγγλική υπηκοότητα των αποικιοκρατών και παίρνει την ελληνική. Σε πεζά κείμενά του το 1891 ζητά να γυρίσουν πίσω τα Ελγίνεια Μάρμαρα και το 1893 ζητά να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα. Ο Καβάφης αισθάνεται τον παλμό του διηνεκούς ελληνισμού να κτυπά μέσα του: «κι απ’ την θαυμάσιαν πανελλήνιαν εκστρατεία/... βγήκαμ’ εμείς/ ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας.» Το έργο του βγαίνει μέσα από την ατμόσφαιρα των ελληνικών κοινοτήτων της Μ. Ανατολής, όπου ενηλικιώθηκε και συγκροτήθηκε πνευματικά, σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία ακμή και παρακμή συνυπήρχαν και αλληλοσυμπλέκονταν. Αθήνα, 1932. Ο Κ. Π. Καβάφης άρρωστος πια -πάσχει από καρκίνο του λάρυγγα- υποβάλλεται σε τραχειοτομία στον Ερυθρό Σταυρό, η οποία του στερεί τη φωνή του. Λίγες μέρες αργότερα εγκαταλείπει το αναρρωτήριο όπου φιλοξενούνταν στην Κηφισιά για να κατέβει στην Ομόνοια. «Στη φύση πλήττω» θα ε-

ξομολογηθεί. Ένα απόγευμα, που κάποιοι φίλοι είχαν πάει να τον επισκεφτούν κι ενώ ήταν μαζεμένοι γύρω του και συζητούσαν, εκείνος τους ζήτησε «συγγνώμη», σηκώθηκε από το κρεβάτι του και έφυγε. Ένας απ’ τους φίλους του τον είδε «να μπαίνει και να βγαίνει στην οδό Αθηνάς, στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου και στους γύρω δρόμους. Περπατούσε βιαστικά, με το κεφάλι μισογερμένο δεξιά και προς τα πάνω, με τα μεγάλα δάκτυλα των χεριών του μισοχωμένα στις μασχάλες του γιλέκου. Έμοιαζε προχωρώντας να αναπνέει με ηδονή τη σκόνη και τις μυρωδιές της πόλης, που την ώρα εκείνη άρχιζε να πρωτανάβει τα νυχτερινά της φώτα»(Σαρεγιάννης). Η πόλη παραμένει μέχρι το τέλος το καταφύγιό του, το απάγκιο του «βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον/ ολίγη αγαπημένη πολιτεία». Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Δεν πέρασε πολύς καιρός και «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος» αποχαιρέτησε, για πάντα, την «Αλεξάνδρειά» του. Τι ειρωνεία όμως. Ο μάστορας τής ειρωνείας, έσβησε στις 29 Απριλίου 1933, ανήμερα των γενεθλίων του! Το κείμενο, στην ολοκληρωμένη μορφή του, δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο blog των «Αναγνώσεων»


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.