Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 547
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Οι διανοούμενοι είναι εδώ; ΣΕΛ.1
ΜΑΡΙΑ ΜΟΙΡΑ Οι νεκροί της πόλης ΣΕΛ. 2
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ Πλατεία Ταξίμ ΣΕΛ. 2
Οι διανοούμενοι είναι εδώ; Εδώ είναι, στην αριστερά, κ. Ψυχάρη... «Οι διανοούμενοι είναι εδώ;». Αυτό αναρωτιόταν σε σχόλιό του στο Βήμα πριν λίγες μέρες ο κ. Σταύρος Ψυχάρης, με αφορμή την επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη στον Σαμαρά, χαρακτηρίζοντάς την «ένα ηχηρό μήνυμα προς όλους». Ποιους όλους; Φαντάζομαι, και προς τα αφεντικά των μεγάλων ΜΜΕ. Τα οποία, βέβαια, με τη στάση τους όχι μόνο έχουν εξαφανίσει από το κάδρο του δημόσιου λόγου τούς διανοούμενους, «τη μάχη των ιδεών», που τώρα τη θυμήθηκε ο κ. Ψυχάρης, ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΟΣ Ένα Σύμπαν από το Τίποτε ΣΕΛ. 3
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΜΗΤΑΣ Μαρκούζε και διαλεκτική ΣΕΛ. 4
ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ Η κρίση, η αριστερά, η εξουσία ΣΕΛ. 5
ΤΑΣΟΣ ΤΡΙΚΚΑΣ Θανάση Βακαλιού: Έγινα αυτός που είμαι ΣΕΛ. 6
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗΣ Με τον Κώστα Ταχτσή ΣΕΛ. 7
ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ Βοράς - Νότος ΣΕΛ. 8
αλλά και μετατρέπουν τους όποιους πρόθυμους, που εντάσσονται ως φτωχοί συγγενείς στην καθεστωτική και εξόχως απλουστευτική ρητορική των μεγάλων ΜΜΕ, σε καρικατούρες τής πάλαι ποτέ ένδοξης κοινωνικής κατηγορίας των διανοουμένων. Το ερώτημα, «Οι διανοούμενοι είναι εδώ;», ηχεί σαν να απευθύνεται προς τους υφισταμένους του κ. Ψυχάρη, π.χ. τον κ. Πρετεντέρη, ο οποίος για πολλά χρόνια (νομίζω και τώρα) «επιμελείται» τις σελίδες ιδεών του Βήματος, δηλαδή τις 1 έως 2 μίζερες σελίδες που φέρουν την ένδειξη «Νέες Εποχές» και είναι απλώς ένα φάντασμα των παλαιότερων, ομώνυμων σελίδων του Βήματος που αποτελούσαν ένα ολόκληρο ένθετο ιδεών, και βέβαια παρέπεμπαν στις ένδοξες μεταπολεμικές Εποχές, τις οποίες επιμελείτο ο συντηρητικός μεν αλλά διανοούμενος Άγγελος Τερζάκης, με βασικό συνεργάτη του τον Τάκη Σινόπουλο, και τόσους άλλους. Τη «μάχη των ιδεών» ο Νάνος Βαλαωρίτης τη δίνει αδιαλείπτως, με τα ποιήματά του, τα πεζά του, τα δοκίμιά του, δηλαδή με τα κείμενά του και τα βιβλία του, τα οποία συστηματικά παρωδείτε κ. Ψυχάρη, γιατί μόνο ως φάρσα οι σχετικές σελίδες της εφημερίδας σας μπορούν να θεωρηθούν σελίδες ιδεών, και οι διπλανές τους σελίδες βιβλίων, που αυτόχρημα θα υποδεχθούν και θα αναδεχθούν τον λόγο του Βαλαωρίτη ή όποιου άλλου. Ναι, αλλά, παρ’ όλα αυτά, τώρα οι στιγμές είναι κρίσιμες. Λόγω της Χρυσής Αυγής, οι πνευματικοί άνθρωποι «οφείλουν να βγουν μπροστά και να δώσουν τη μάχη των ιδεών απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα», όπως σημειώνετε. Μα για «να βγουν μπροστά», κ. Ψυχάρη, δηλαδή για να παρέμβουν ουσιαστικά στον δημόσιο χώρο, θα πρέπει να τους σεβαστείτε, αντί να τους διασύρετε, όπως κάνετε, περιφέροντας, ως δείγμα και ανάμνηση διανοουμένων, τις φιγούρες κάποιων καθεστωτικών λακέδων. Όπως για παράδειγμα τη γραφική φιγούρα του «διανοούμενου υπηρεσίας» Γ. Βέλτσου, ο οποίος έ-
γραφε προχθές στην καθημερινή του στήλη στην εφημερίδα σας: «Ανιχνεύεται από την ηλεκτρονική πύλη της Βουλής το ολλανδικής προελεύσεως χάπι που ‘ενοχοποιείται’ για την αχαλίνωτη σεξουαλική διέγερση των γυναικών;» Για να τιμήσουν με το λόγο τους τις σελίδες της εφημερίδας σας οι όντως διανοούμενοι, θα πρέπει να αποδεχθείτε ότι αυτός ο λόγος θα είναι κριτικός ή και αντιπαραθετικός απέναντι στην εξουσία. Απέναντι και στη δικιά σας εξουσία. Μόνο έτσι οι διανοούμενοι θα εμφανισθούν στο οπτικό σας πεδίο, δηλαδή και «εκεί», στις σελίδες του Βήματος. Εσείς, όμως, κ. Ψυχάρη, στην έκκληση που απευθύνει το κείμενό σας, σπεύσατε ήδη να τους υποδείξετε πώς θα πρέπει να λειτουργήσουν. Μάλιστα χρησιμοποιήσατε το ρήμα «οφείλουν». Αν κάτι οφείλουν οι διανοούμενοι είναι να μην οφείλουν τίποτα. Ούτε να σεβαστούν την εξουσία (σας), ούτε να δεχθούν υποδείξεις (σας), ούτε να παρέμβουν «πιο συντεταγμένα και πιο αποφασιστικά» (γιατί όχι «άναρχα», με τρόπο απρόβλεπτο, με φαντασία;), ούτε, κυρίως, να δεχθούν ότι οφείλουν την ύπαρξή τους στην όποια εύνοιά σας, ακόμα και στην περίπτωση που τους ανοίγατε διάπλατα τις σελίδες του Βήματος. Αν ακόμα υφίσταται, και με ποιους όρους, η κοινωνική κατηγορία «διανοούμενοι», είναι ήδη ένα ερώτημα, ένα θεωρητικό διακύβευμα, εις των ιδεών την πόλιν. Αν μπορεί, και με ποιους όρους, να «επανιδρυθεί» ως διακριτή κοινωνική κατηγορία και διακριτή λειτουργία στον δημόσιο χώρο η έννοια «διανοούμενοι», είναι ένα ζητούμενο που αφορά μείζονα θέματα και σύνθετες διαδικασίες. Όμως, κ. Ψυχάρη, η κοινοτοπία την οποία παρέχετε συστηματικά στους αναγνώστες από τις σελίδες της εφημερίδας σας, ιδιαίτερα από αυτές «των ιδεών» και «των βιβλίων», είναι το καλύτερο υλικό για να αναπτυχθούν εκείνες οι κοινωνικές αντιλήψεις που ευνοούν την άνοδο της
Χρυσής Αυγής. Το λένε αυτό τακτικά οι διανοούμενοι, αυτοί που όντως συνεχίζουν να υπάρχουν, και το λένε μέσα από τις σελίδες μας, με πάμπολλα κείμενα που έχουν δημοσιευθεί, ιδιαίτερα το τελευταίο έτος. Για παράδειγμα, ένα από αυτά: «Η καταιγιστική δύναμη των Mέσων και η πανίσχυρη υποκινητική ισχύ τους είναι η μορφοποιούσα αρχή της κοινοτοπίας του φασισμού, η οποία εξαργυρώνεται μέσα στην κοινωνική σφαίρα, άλλοτε με ορμή και άλλοτε κατευναστικά, σε μια τάξη πραγμάτων όπου το ξεθώριασμα των αξιακών κλιμάκων είναι πλέον το προαπαιτούμενο της ‘εξασφάλισης’ του ατόμου και της προσχώρησής του στον τύπο και στον τρόπο ζωής που τα Μέσα επινοούν, κατασκευάζουν και επικυρώνουν ως το αυτονόητο της ανθρώπινης ύπαρξης» (Στέφανος Ροζάνης, Η κοινοτοπία του φασισμού, «Αναγνώσεις», τχ. 515, 4/11/2012). Κείμενα που μάλιστα διαλέγονται με τις ιδέες άλλων διανοουμένων. π.χ. το προηγούμενο παραπέμπει στις επεξεργασίες για το φασισμό των Stanley G. Payne, Horkheimer, Adorno, Paul Connerton, Hannah Arendt, Edgar Morin, Herbert Marcuse, δημιουργώντας έτσι μια ολόκληρη «πόλιν ιδεών», ένα ουσιώδες εφαλτήριο για να αντιμετωπιστεί ο φασισμός. Επιπλέον, οι διανοούμενοι δεν εντάσσονται σε πρόσκαιρα παιχνίδια εξουσίας, δεν τους ενδιαφέρει αν τώρα θέλετε να «κοντύνετε» κάπως τον Σαμαρά, που ανοικτά και συστηματικά στηρίζετε, και του οποίου οι κοινοτοπίες (που προσφέρει ως «ανακουφιστική αφήγηση» στο καθημαγμένο κοινωνικό σώμα) αποτελούν το ιδανικό υπόστρωμα για τον λόγο της Χρυσής Αυγής. Ο οποίος λόγος, η ρητορική της, «δεν χρειάζεται άλλωστε πρωτοτυπία. απεναντίας, με το τετριμμένο δουλεύει αποδοτικότερα, με ό,τι δεν προβληματίζει και δεν εγείρει απαιτήσεις προβληματισμού» (Μάκης Κουζέλης, Ο φασιστικός λόγος, «Αναγνώσεις», ό.π.).
26 Κείμενα: Σάκης Σερέφας Φωτογραφίες: Πάρις Πετρίδης, ΕΔΩ, Τόποι βίας στη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Άγρα, σελ. 128 «Οι τόποι είναι αποσπασματικές και αναδιπλωμένες ιστορίες, παρελθόντα κλεμμένα από τη δυνατότητα να διαβαστούν από τον άλλον, στοιβαγμένοι χρόνοι που μπορεί να ξετυλιχτούν, αλλά βρίσκονται εκεί περισσότερο σαν αφηγήσεις εν αναμονή, παραμένοντας σε γριφώδη κατάσταση» γράφει ο Μισέλ Ντε Σερτώ για τους βιωμένους τόπους. ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
Εκείνους τους τόπους της πόλης που εμποτίστηκαν κάποτε από την αγωνία και την οδύνη των σωμάτων και τώρα κατοικούνται από την αόρατη παρουσία των νεκρών. Ο Σάκης Σερέφας και ο Πάρις Πετρίδης στο ενδιαφέρον λεύκωμα των εκδόσεων Άγρα επιχειρώντας μια διαφορετική χαρτογράφηση της Θεσσαλονίκης φτιάχνουν μια ιδιότυπη αστική αφήγηση βασισμένη στους τόπους βίας. Επιλέγοντας να παρουσιάσουν μία άλλη εκδοχή του «αξιόμνηστου» της σύγχρονης πόλης προτείνουν μια περιπλάνηση στους στοιχειωμένους τόπους της σημερινής Θεσσαλονίκης. Αναζητώντας την αόρατη ταυτότητα του ορατού και την αντίστιξη των απροσδόκητων πρακτικών του χώρου και της οικοδομικής ευταξίας, ξεναγούν τον αναγνώστη στα οικεία μέρη της πόλης της Θεσσαλονίκης που κατοικούνται από πολλά και διαφορετικά σιωπηλά πνεύματα. Στα πρότυπα αυτά οδοιπορικά στα οποία καταγράφονται οι αστικοί χώροι που υπήρξαν κάποτε σκηνικά εγκλημάτων, ο πρώτος επιλέγει και ενορχηστρώνει τα κείμενα που μιλούν για τα γεγονότα διαμορφώνοντας ένα σύντομο πληροφοριακό υλικό και ο δεύτερος με μια ατμοσφαιρική φωτογράφηση
Η ΑΥΓΗ • 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Οι νεκροί της πόλης Μονάχα στοιχειωμένους τόπους κατοικούμε...
γεμάτη αινίγματα, σκιές και απουσίες απεικονίζει τους τόπους κατασκευάζοντας ένα ξεχωριστό αρχείο. Ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας με μια ανακλητική και φιλέρευνη διάθεση αναζητά τους αστικούς θρύλους των τόπων και τις ξεχασμένες ιστορίες ζόφου και αίματος. Υποδεικνύει τον τόπο που διαπράχθηκε η βίαιη ενέργεια και δίνει μια σύντομη περιγραφή της ξεκινώντας στερεοτυπικά με το εμφατικό τοπικό επίρρημα «ΕΔΩ» που δίνει και τον τίτλο στο λεύκωμα: «Συγγρού 22, ΕΔΩ έπεσε νεκρός ο καπνεργάτης Τάσος Τούσης, ένα από τα πολλά θύματα κατά τη διαδήλωση της γενικής απεργίας των εργατών, στις 9.5.1936», ή «Συμβολή οδών Σπανδωνή-ΒενιζέλουΕρμού, ΕΔΩ δέχτηκε δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς ο βουλευτής Γρ. Λαμπράκης στις 22.5.1963. Ξεψύχησε ύστερα από πέντε μέρες». Στη συνέχεια συνθέτει ένα σύνολο παραθεμάτων από ποικίλες πηγές και αρχεία. Αντλεί αποσπάσματα από κείμενα ιστορικών, περιηγητών και χρονικογράφων, δημοσιεύσεις εφημερίδων και συνεντεύξεις των εμπλεκομένων προσώπων, αναφορές κρατικών λειτουργών, μαρτυρίες συγγενών και καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων δημιουργώντας ένα κολάζ ερμηνειών, μια αφήγηση από ετερόκλητα θραύσματα σημασιολογικών τόπων. Η παρουσίαση των πενήντα δύο αστικών χώρων γίνεται με χρονολογική σειρά παρακολουθώντας την ιστορική συνέχεια της πόλης από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα. Από τη σφαγή των Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο (σήμερα Πλατεία Ιπποδρομίου) από τη φρουρά του αυτοκράτορα Θεοδοσίου την άνοιξη του 390,
μέχρι τη δολοφονία μιας νέας κοπέλας στην πλατεία Άθωνος την πρωτοχρονιά του 2011. Και καθώς η βία μετασχηματίζεται μέσα στο χρόνο το λεύκωμα περνά από την ανώνυμη γενικευμένη βία των εισβολέων και των κατακτητών του 17ου-18ου αιώνα που επιζητούσαν την άλωση της πόλης, τις σφαγές, τους απαγχονισμούς, τους θανάτους από ασιτία, τα παλουκώματα παραδειγματισμού, στις εθνικιστικές εκκαθαρίσεις από τους κατακτητές και τα τάγματα ασφαλείας και κατόπιν στη σκοτεινή κρατική βία των πολιτικών αντιπαλοτήτων και της μισαλλοδοξίας, στους βασανισμούς, στις εκτελέσεις και στις πολιτικές δολοφονίες από παρακρατικούς και παράλληλα στα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών στο χώρο του υποκόσμου, στις μονομαχίες, τις βρεφοκτονίες, τις αυτοκτονίες και τα εγκλήματα τιμής, στους φόνους πάθους, παραφοράς και άρρωστου ψυχισμού. Οι φωτογραφίες του Πάρι Πετρίδη, αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της έκδοσης, συλλειτουργούν με τα κείμενα. Δεν θέλουν να αυτονομηθούν, να επινοήσουν τρόπους να σχολιάσουν φανερά ή να υπογραμμίσουν κρυφά τις σκηνές βίας και αίματος που διαδραματίστηκαν στους χώρους της σύγχρονης πόλης που αποτυπώνουν. Δεν είναι σκηνοθετημένες και δεν έχουν την πρόθεση να εντυπωσιάσουν ή να εκμαιεύσουν τη συγκινησιακή φόρτιση του θεατή. Φωτογραφίες εωθινές, μεταιχμιακές που αιωρούνται ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Νεκρές φύσεις με κορεσμένα χρώματα σχεδόν μαυρόασπρες, χωρίς την παρουσία των σημερινών κατοίκων, ανοικτές στο διάλογο, τους συνειρμούς και τα σχόλια των
Στην Πλατεία Ταξίμ κε ο ασκητής, καθώς είδε την αγαπημένη του φίλη να βγαίνει από το Ορτάκιοϊ, την όμορφη γειτονιά δίπλα στη θάλασσα. Κρατούσε γάζες και καθαρό οινόπνευμα για τις πληγές των ανθρώπων. Ξέρω τι σκέφτεσαι, του είπε. Ο ασκητής περπατούσε πάνω στα παλιά τείχη της Πόλης για να δει αυτό που γινόταν. Θυμήθηκε τις ματωμένες πρωτομαγιές του Ταξίμ και ρίγησε όταν άκουσε το σύνθημα «Αντίσταση στο Ταξίμ αντίσταση παντού». Η αγαπημένη του φίλη άρχισε να τραγουδά Χικμέτ: «Δεν έχω να σου δώσω τίποτε άλλο, πάρεξ ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου». Και λες πως τούτοι οι στίχοι διαπερνούσαν όλο εκείνο το πλήθος, λες και οι ποιητές είχαν βγει σεργιάνι στην Πόλη, λες και η σκιά του Χαν Ντικρ ήταν εκεί παρούσα. Όλα αυτά για λίγα δέντρα κι ένα ποτήρι ρακί, όλα αυτά για την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου στην κάθε μέρα μας. Χαϊρλίδικη να ‘ναι η εξέγερση, είπε η αγαπημένη του φίλη, κι ένοιωσε μέσα του μια ευλογία μυστική για όλα αυτά που αξιώθηκε να δει και να ζήσει. Ο ασκητής κίνησε για την μονή της Χώρας, ν’ ανάψει ένα κερί γι’ αυτούς που έφυγαν στην εξέγερση, να πει μια προσευχή σ’ αυτούς που συνεχίζουν. Η αγαπημένη του
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας.
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ φίλη είχε σταθεί απέναντι σε μια αντλία νερού και χαμογελούσε. Είχε μείνει γυμνή από τη μέση και πάνω και ήξερε πως είχε νικήσει τους κανόνες της θρησκείας. Κατά βάθος, ο ασκητής ήξερε πως το νερό ήταν αδύ-
ISBN 978-960-044340-0 | ΣΕΛ. 224 | ΤΙΜΗ 12.50 A
Ο ασκητής βρέθηκε για μιαν ακόμη φορά στην πλατεία Ταξίμ. Ανάμεσα στις χιλιάδες λαού άκουγε τον άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς να λέει ότι είναι συνεργάτες τρομοκρατών. Έβλεπε να τα ματωμένα σώματα και ανέπνεε δύσκολα από τον όγκο χημικών. Οι μπάτσοι έριχναν κανονιές με νερό, μα λες και όλα αυτά αντί να τρομοκρατούν τον κόσμο τον θύμωναν περισσότερο. Γη και Ελευθερία ζητούσαν οι Τούρκοι αδελφοί, οι χαμένοι της ιστορίας της μεγάλης ανάπτυξης. «Οι θρησκευτικοί κανόνες είναι οι υπέρτατοι» είπε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και αμέσως τα μπουκάλια με το Γενί Ρακί άνοιξαν στην πλατεία και το «γιασασίν» ακούγονταν μέχρι την Άγκυρα. Ο ασκητής σαν να είναι είδε το πρόσωπο του Ναζίμ Χικμέτ, αυτό το σκαμμένο πρόσωπο να απαγγέλει πάλι τους στίχους για το νερό και τον αέρα της Ινσταμπούλ. Η εξουσία και η αλαζονεία σκιάζουν το πρόσωπο του Ερντογάν, σκέφτηκε ο ασκητής και πήρε το δρόμο κατά το κονάκι των αλεβιτών που ζητούν σεβασμό στην ταυτότητα. Γέφυρα του Σελίμ είπε ο Ερντογάν, και οι μνήμες του αίματος ξύπνησαν πάλι. Δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο μεγαλεία, σκέφτη-
γκράφιτι, τον καταιγισμό των διαφημιστικών μηνυμάτων, τη ρητορεία των συνθημάτων, το συνωστισμό των σημάνσεων, των συμβόλων και των σκουπιδιών. Φωτογραφίες χαμηλόφωνες και υποφωτισμένες που καταγράφουν τον παρόντα χρόνο της πόλης τονίζοντας την απουσία παρά την παρουσία ενδείξεων, ιχνών και αποτυπωμάτων όσων τρομερών και αποτρόπαιων συνέβησαν κάποτε εκεί. Κείμενα και φωτογραφίες αποτελούν μαρτυρίες του παλίμψηστου μεταλλασσόμενου χαρακτήρα της πόλης καθώς μνημειώνουν λησμονημένες πράξεις αγριότητας, πόνου και βίας, απόγνωσης και εξευτελισμού που εξακολουθούν να υπάρχουν σκεπασμένες κάτω από την αστική ιλύ και ενταφιασμένες στη λήθη. Ακονίζουν τη μνήμη και υποκινούν τον αναστοχασμό, υποδεικνύοντας θραύσματα αστικών και περιαστικών τόπων διάστικτων από την αύρα όσων έχασαν βίαια τη ζωή τους. Θυμίζουν εγκλήματα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο και ανώνυμες ιστορίες. Φέρνουν στο προσκήνιο αναγνωρίσιμα τοπόσημα και άγνωστα, αδιάφορα και κοινότοπα σημεία της πόλης. Πίσω από τα εγκαταλειμμένα κτίρια που υπήρξαν κάποτε στρατόπεδα, φυλακές, χώροι απομόνωσης εγκλεισμού και βασανιστηρίων, τις απρόσωπες πλατείες, τις νεωτερικές προσόψεις, τα έρημα σταυροδρόμια, τα ανώνυμα δρομάκια, τα βρώμικα πεζοδρόμια, τις απόκρυφες γωνιές των συνοικιών, τα απομεινάρια των τειχών, τα λείψανα των πυλών των προμαχώνων και των ακροπόλεων, τη μελαγχολική προκυμαία, τα άλση και τις άγνωστες αλάνες με τα ξερόχορτα της πόλης καμουφλάρεται ο θάνατος. Κοιμάται ένα άγνωστο εξόριστο παρελθόν φόβου και παραβατικότητας, οδύνης και εγκληματικότητας, φρίκης και αποτροπιασμού.
www.kedros.gr facebook.com/kedros.gr twitter.com/ekdoseis_kedros
ναμο μπροστά της, πως η καταστολή ήταν πια αδύναμη απέναντι στις ψυχές των ανθρώπων που πίστεψαν ότι μπορούν. Γιασασίν αρκαντάς, είπε, και ξαναγύρισε στο Ταξίμ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
¨¢ÕÑÙ ÑÛƽÎÊÙ
7¥ ¡¦ ¥ ¨® ¨Ã ÆËÊɾÏÃÖà ÖÊÙ ÕÛÎÎÑɾ٠ÃÈÊÉÑÂÐÖÃË ÏÇ ÖÑÐ ÖÔÀÒÑ ÖÑÛÙ ´ÏËÍÔ½Ù ËÕÖÑÔ¿ÇÙµ ÑË ÑÒÑ¿ÇÙ ÇÒËÚÇËÔÑÂÐ Ðà ÃÒÑÆÓÕÑÛÐ ÇÎÎÇËÒÖËÍ¢ ÚØÔ¿Ù ¢ÕÍÑÒÇÙ ÒÇÔËÉÔÃÈËÍÀÖÊÖÇÙ ÒÇÔ¿ÒÑÛ ´ÏÇÖ½ØÔÇÙµ ÍÃÖÃÕÖ¢ÕÇËÙ ¨Ñ ÒÑËÊÖËÍÀ ÜÊÖÑÂÏÇÐÑ ÍÛÔËÃÔÚÇ¿ ϽÕà ÕÇ ÖÀÐÑÛÙ ÏËÐËÏÃÎËÕÖËÍÑÂÙ ÍÃË ÕÍÊÐËÍ¢ ÀÒÑÛ Ê ÎÇÒÖÑϽÔÇËà ÏÇÉÇ×ÂÐÇÖÃË ÃÐÊÕÛÚÊÖËÍ¢ ¾ ÇËÔØÐËÍ¢ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Η ΑΥΓΗ • 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
27 3
Τα πάντα από το τίποτε LOWRENCE M. KRAUSS, Ένα Σύμπαν από το Τίποτε, μτφρ. Νίκος Αποστολόπουλος, εκδόσεις Τραυλός, σελ. 254 Υπάρχουν πράγματα γνωστά. δηλαδή, πράγματα που γνωρίζουμε ότι τα γνωρίζουμε. Υπάρχουν, επίσης, άγνωστα πράγματα. Δηλαδή, πράγματα που γνωρίζουμε ότι δεν τα γνωρίζουμε. Όμως, υπάρχουν και άγνωστα άγνωστα: δηλαδή, πράγματα που δεν γνωρίζουμε ότι δεν γνωρίζουμε ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΡΑΜΣΦΕΛΝΤ Το βιβλίο του Κράους αναμετριέται με θέματα ερεθιστικά ακόμη και για όσους λίγο ενδιαφέρονται για τις φυσικομαθηματικές επιστήμες. Ποιος, άραγε, έστω για μια φορά δεν αναρωτήθηκε «τι είναι αυτό εκεί πάνω», ποιος δεν συγκλονίστηκε, όπως και ο Καντ, με το θαύμα του έναστρου ουρανού; Ποιος δεν συνέδεσε την αγωνιώδη υπαρξιακή του απορία με τον σύμπαντα κόσμο, έστω κι αν ελάχιστα κατανοεί από όσα αφορούν τον τελευταίο; Ο συγγραφέας σε τέτοιες απορίες απαντάει διαπραγματευόμενος το ζήτημα της «δημιουργίας». Έστω κι αν πολλές φο-
λοιπόν, δεν είναι «σχεδόν άδειο». Είναι απολύτως κενό. Ένα απόλυτο κενό, ό,τι καλύτερο ως αντιπρόσωπος του Τίποτε, πλήρες, ωστόσο, ενέργειας. Πλήρες και κενό ταυτόχρονα. Και, όπως δείχνει η σύγχρονη Φυσική, χωρίς αυτό να συνιστά κανενός είδους αντίφαση. Γιατί δεν πρόκειται για «κάτι» με την έννοια που είναι «κάτι» η συνηθισμένη υλοενέργεια του Σύμπαντος. Η ριζική δε αλλότητα αυτού του «κάτι» που είναι το «τίποτε», το απόλυτο και πρωταρχικό κενό εύκολα γίνεται αντιληπτή αν σημειώσουμε πως η ενεργειακή πυκνότητα αυτού του τίποτε παραμένει σταθερή μ’ όλο που το Σύμπαν διαστέλλεται. Για σκεφτείτε: «κάτι» που διαστέλλεται χωρίς να αραιώνει! Προφανώς αυτό το «κάτι» είναι εντελώς άλλο από όσα μέχρι τώρα γνωρίζουμε. Στην πραγματικότητα, είναι τίποτε. Όπως χαρακτηριστικά το θέτει το θέτει ο Κράους, «η ενεργειακή πυκνότητα στον κενό χώρο παραμένει σταθερή, επειδή [...] στον κενό χώρο δεν υπάρχει το παραμικρό για να αραιωθεί!». Αυτό το «κάτι», που δεν είναι τίποτε, ακόμη καλύτερα που
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ
ρές επιδεικνύει ένα αφόρητο επιστημονισμό, υποτιμώντας ασύγγνωστα ό,τι δεν είναι επιστήμη -και πρώτα από όλα τη φιλοσοφική σκέψη, που ελάχιστα εκτιμά- το τελικό αποτέλεσμα, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο του, είναι πολύ ενδιαφέρον. Ίσως γιατί, παρόλα όσα διατείνεται, διαπράττει και ο ίδιος φιλοσοφία και μάλιστα υψηλού επιπέδου. Όπως, άλλωστε, αρμόζει σε ένα επιστήμονα του επιπέδου του. Ο Κράους δεν είναι ένας ανάμεσα στους πολλούς επιστήμονες του καιρού μας. Η ιδέα του φυσικού κόσμου, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια, του οφείλει πολλά. Η έρευνά του πάνω στα ζητήματα της σκοτεινής ύλης και της σκοτεινής ενέργειας, που χωρίς αμφιβολία πλέον αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος, συνέβαλλε καθοριστικά σε μια κοσμολογική εικόνα, που παρουσιάζει πολύ μεγάλες διαφορές από όσα ο περισσότερος κόσμος θεωρεί βάσιμη γνώση για το σύμπαν. Στο Ένα Σύμπαν από το τίποτε αυτό που επιχειρεί είναι να αποδείξει πως, στην περίπτωση του Σύμπαντος, η δημιουργία δεν απαιτεί δημιουργό. Να αποδομήσει, δηλαδή, την κυρίαρχη άποψη πως ex nihilo nihil, πως από το μηδέν το μόνο που μπορεί να γεννηθεί είναι το μηδέν. Η ιδέα πως δεν είναι δυνατό να μην υπάρχει δημιουργός, η ιδέα του Πρώτου Αιτίου αντιστοιχεί σε μια προφανή ανάγκη και είναι εξαιρετικά ισχυρή. Κι αυτό παρ’ όλο που η ερώτηση «ποιος δημιούργησε το δημιουργό» είναι καθόλα βάσιμη στο μέτρο που, όπως το θέτει ο Κράους, δεν υπάρχει καμιά διαφορά «ανάμεσα στο να υποστηρίζεις την ύπαρξη ενός αιώνιου δημιουργού και στο να υποστηρίζεις την ύπαρξη ενός αιώνιου Σύμπαντος χωρίς δημιουργό». Ο δημιουργός, επομένως, όχι μόνο δεν αποτελεί κανενός είδους απάντηση στο «μεγάλο ερώτημα», αλλά θα έπρεπε να απορρίπτεται και εξαιτίας του ξυραφιού του Όκαμ, εφόσον η συμπερίληψή του μειώνει την οικονομία της ερμηνείας. Αυτά, βέβαια, είναι παλιά συζήτηση και τα επιχειρήματα στο φιλοσοφικό πεδίο έχουν αναπτυχθεί εξαντλητικά για χιλιάδες χρόνια. Υπάρχει κάτι καινούργιο, που συνεισφέρει το βιβλίο του Κράους; Η απάντηση είναι θετική. Στο Ένα Σύμπαν από το Τίποτε μέσα από μια συναρπαστική εξιστόρηση των εξελίξεων στην Μαθηματική Φυσική, την Κβαντική Μηχανική, τη Γενική Σχετικότητα και την Κοσμολογία -και με το σχετικό κόπο- αφομοιώνουμε το δεδομένο πως το μεγαλύτερο μέρος της συμπαντικής ενέργειας βρίσκεται συγκεντρωμένο στο κενό. Το κενό, όμως, εδώ δεν είναι ο «χώρος ανάμεσα στα πράγματα», αλλά το πρωταρχικό εκείνο «στοιχείο» από το οποίο προέκυψαν τα πάντα και από το οποίο προκύπτουν τα πάντα, εφόσον είναι δυνατά - ή, μήπως, κι όταν ακόμη δεν είναι; Το κενό,
Με ένα λυγμό θα τελειώσει το Σύμπαν. Πράγμα με μεγάλες επιπτώσεις στον τρόπο που επιτρέπεται να αντιλαμβανόμαστε όλα εκείνα τα ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τη θέση μας στον κόσμο και στο χρόνο, και με όλα όσα άπτονται του νοήματος, αυτής της τόσο ανθρωποκεντρικής ιδέας, που θεωρεί δεδομένη τη μεγάλη μας αξία για το ίδιο το σύμπαν. Ιδέα θρησκευτική εν τέλει, ελάχιστα υποστηριζόμενη από τις σημερινές μας γνώσεις για το σύμπαν και τη ζωή
είναι το ίδιο το τίποτε, είναι «προορισμένο», χωρίς κανένα σχέδιο και χωρίς καμία σκοπιμότητα, να παραγάγει όλα όσα παράχθηκαν και όλα όσα θα παραχθούν. Όσα, πάντως, σήμερα παρατηρούμε παράχθηκαν από μια κβαντική διακύμανση του κενού, απολύτως αστάθμητη κι άσκοπη, που ακολουθήθηκε από μια πληθωριστική διαστολή, στην οποία ο χώρος, που δημιουργήθηκε με τη διακύμανση επεκτάθηκε με υπερφωτεινές ταχύτητες. Γιατί, αν τίποτε δεν μπορεί να κινηθεί στον χώρο ταχύτερα από το φως, «ο ίδιος ο χώρος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». Και «κάνοντας αυτό που ήθελε», διαστελλόμενος, δηλαδή, κατά ένα παράγοντα μεγαλύτερο από 1028 μέσα σε ένα ελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου έγινε όσο απίθανα επίπεδος τον βλέπουμε να είναι σήμερα. Ας προσέξουμε! Η ιδέα πως το Σύμπαν δημιουργήθηκε από το τίποτε έχει γίνει εξαιρετικά ισχυρή, στο μέτρο που «η παραδοχή ότι το Σύμπαν προέκυψε από το τίποτε οδηγεί ακριβώς στην πρόβλεψη ενός επίπεδου σύμπαντος, ενός σύμπαντος όπου όλα τα σώματα έχουν μηδενική ολική νευτώνεια βαρυτική ενέργεια». Γιατί, «[σ]ε ένα επίπεδο και μόνο σε ένα επίπεδο σύμπαν, η ολική μέση νευτώνεια βαρυτική ενέργεια κάθε σώματος που κινείται με τη διαστολή, ισούται ακριβώς με μηδέν!». Ένα επίπεδο Σύμπαν, το απολύτως απίθανο με γενικούς όρους, αλλά χωρίς αμφιβολία αυτό στο οποίο ζούμε, προβλέπεται επακριβώς εάν και μόνον εάν προϋποθέσουμε πως το Σύμπαν δημιουργήθηκε από το τίποτε. Δεν είναι καταπληκτικό; Εκτός των άλλων, όμως, τα προηγούμενα οδηγούν και σε μια πρόβλεψη για το μέλλον του σύμπαντος πολύ διαφορετική από αυτήν που μέχρι πρόσφατα είχαμε. Όπως σημειώνει ένα μότο, που αναφέρει κάποια στιγμή ο συγγραφέας: το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν. Σήμερα, λοιπόν, μπορούμε να απαντήσουμε στο πανάρχαιο -ή, τουλάχιστον, τόσο παλιό όσο ο Τ. Σ. Έλιοτ- ερώτημα: Πώς θα τελειώσει το Σύμπαν; Με μια έκρηξη ή με ένα λυγμό; Με ένα λυγμό θα τελειώσει το Σύμπαν, όπως πολύ πειστικά μας εξηγεί ο Κράους. Πράγμα με μεγάλες επιπτώσεις στον τρόπο που επιτρέπεται να αντιλαμβανόμαστε όλα εκείνα τα ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τη θέση μας στον κόσμο και στο χρόνο, και με όλα όσα άπτονται του νοήματος, αυτής της τόσο ανθρωποκεντρικής ιδέας, που θεωρεί δεδομένη τη μεγάλη μας αξία για το ίδιο το σύμπαν. Ιδέα θρησκευτική εν τέλει, ελάχιστα υποστηριζόμενη από τις σημερινές μας γνώσεις για το σύμπαν και τη ζωή. Όπως σημειώνει καταληκτικά ο Κράους: «[Α]ν ζούμε σε ένα σύμπαν που η ενέργειά του κυριαρχείται από την ενέργεια του τίποτε, το μέλλον διαγράφεται πράγματι ζοφερό [...] Σε ό,τι αφορά το μέλλον της ζωής, ένα σύμπαν που κυριαρχείται από την ενέργεια του κενού είναι το χειρότερο απ’ όλα τα σύμπαντα. Είναι βέβαιο ότι σε ένα τέτοιο σύμπαν οποιοσδήποτε πολιτισμός θα εξαφανιστεί, αφού θα εκλείψει η ενέργεια που χρειάζεται για να επιβιώσει. Μετά από μια αδιανόητα μεγάλη περίοδο, κάποια κβαντική διακύμανση ή κάποια θερμική διαταραχή μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία μιας τοπικής περιοχής στην οποία η ζωή θα μπορέσει και πάλι να εξελιχθεί και να ακμάσει. Αλλά κι αυτή θα είναι εφήμερη. Το μέλλον θα κυριαρχείται από ένα σύμπαν το οποίο δεν θα περιέχει τίποτε για να εκτιμήσει το τεράστιο μυστήριό του. Αν, μάλιστα, η ύλη από την οποία απαρτιζόμαστε δημιουργήθηκε όταν ξεκίνησε ο χρόνος μέσω κβαντικών διαδικασιών, [...], είναι σχεδόν βέβαιο ότι κι αυτή επίσης θα εξαφανιστεί [...] Στο πολύ, πολύ μακρινό μέλλον, τα πρωτόνια και τα νετρόνια θα διασπαστούν και το Σύμπαν θα προσεγγίσει μια κατάσταση μέγιστης απλότητας και συμμετρίας. Μαθηματικά όμορφο, ίσως, αλλά χωρίς ουσία [...] [Κι αν, μάλιστα, ισχύουν όσα θεωρητικοί των χορδών ισχυρίζονται], ένα σύμπαν σαν το δικό μας, με θετική ενέργεια στον κενό χώρο, δεν μπορεί να είναι ευσταθές. Τελικά, πρέπει να μεταπέσει σε μια κατάσταση στην οποία η ενέργεια του χώρου θα είναι αρνητική [...] [Κι έτσι], το Σύμπαν μας θα εξαφανιστεί τόσο απότομα όσο πιθανότατα ξεκίνησε».
Ο Χρήστος Λάσκος είναι εκπαιδευτικός
28
Η ΑΥΓΗ • 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Συζητώντας για τη διαλεκτική ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΜΑΡΚΟΥΖΕ, Περί διαλεκτικής. Τρία δοκίμια, μτφρ.-επιμ. Κ. Ράντης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 93 Για όσους έχουν θητεύσει σε μια κάποια εκδοχή πολιτικής αριστεράς, σίγουρα είναι οικεία η εικόνα του στοχαστικού, γεμάτου αυτοπεποίθηση, συντρόφου που, όταν πια έχει πάρει λάθος τροπή η κουβέντα (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό), θα παρέμβει με την εξής επωδό: «σύντροφοι, πρέπει να σκεφτόμαστε διαλεκτικά...». Ο διαλεκτικός σύντροφος του παραδείγματός μας, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν θα εξηγήσει βεβαίως τι εννοεί με αυτό. Ούτε το νόημα θα προκύψει εκ του συλλογισμού ή έστω θα υπονοηθεί από τη συνάφεια των λεγομένων. ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΜΗΤΑ
Θα αναγνώριζε άραγε κανείς, εδώ, την εφαρμογή ενός τύπου επιχειρήματος με σαφείς προκείμενες και απτές συνέπειες ή μάλλον αυτό που ο ιστορικός των φιλοσοφικών ιδεών Κολακόφσκι αποκαλεί «αξιοθρήνητη χρήση της λέξης ‘διαλεκτική’»; Ένα υποτίθεται ακαταμάχητο «επιχείρημα» που επιτρέπει στο χρήστη του να παρακάμπτει το οτιδήποτε, λέγοντας ότι μπορεί τυπικά τα πράγματα να έχουν έτσι, αλλά διαλεκτικά να έχουν αλλιώς. Και πάντα υπό την αιθαλώδη αίγλη μιας «ειδικής, βαθιάς και αλάνθαστης μεθόδου παρατήρησης και κατανόησης του κόσμου». Στοχαστικός δε πανικός γεννάται αμέσως μόλις κανείς, αναζητώντας να διασαφήσει το νόημα ή έστω τις χρήσεις της διαλεκτικής, γενικά ή ειδικά στο μαρξισμό, περιδιαβεί στη μαρξιστική γραμματεία. Οι πηγές ενδομαρξιστικής ασάφειας που ο αναλυτικός μαρξιστής Γιον Έλστερ εντοπίζει στον κακοχωνεμένο εγεαλιανισμό και σε μια τάση διαβεβαίωσης αντί επιχειρήματος βρίσκουν στο ζήτημα της διαλεκτικής τη χαρακτηριστική τους έκφραση. Ο γράφων απέχει από το να είναι βαθύς γνώστης τής, ας την αποκαλέσουμε έτσι, «διαλεκτικής γραμματείας». Ασπάζεται, εντούτοις, την καντιανή προειδοποίηση ότι δίχως καθαρά ακονισμένες έννοιες, ορθά συγκροτημένες αρχές και ασκημένη εμπειρική εποπτεία δεν μπορείς να στοχάζεσαι αποτελεσματικά, όχι μόνο από τη σκοπιά του μαρξισμού, αλλά και γενικώς. Χρήσιμο είναι να έχουμε κατά νου την εξής διάκριση, που αν όχι σε ταξινόμηση με αναλυτικές αξιώσεις, βοηθάει σίγουρα σε μια προκαταρκτική διερεύνηση: Ο λόγος, για τη διαλεκτική πριν τον Μαρξ, στον Μαρξ και μετά τον Μαρξ. Ξεχνάμε συχνά ότι η γενεαλογία της διαλεκτικής ενέχει στιγμές (λ.χ. η πλατωνική τέχνη του διαλέγεσθαι, τα διαλεκτικά επιχειρήματα στον Αριστοτέλη, τα παράδοξα του Ζήνωνα, οι αντινομίες του καθαρού Λόγου στον Καντ) που δύσκολα θα μπαίνανε σε μια ενιαία, έστω καταγωγική, γραμμή. Θα πρέπει στη συνέχεια να επιμείνουμε στο ότι ο Μαρξ κάνει αποκλειστικά και μόνο λόγο για διαλεκτική μέθοδο και τη χειρίζεται επιστημολογικά: ένα προνομιακό υπόδειγμα για την ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων. Καλό είναι να διαφοροποιείται η διαλεκτική ως μέθοδος και η διαλεκτική ως διαδικασία, ένας τρόπος δηλαδή με τον οποίο κατανοούνται τα πράγματα και ένας τρόπος, ίσως, με τον οποίο βαίνουν τα πράγματα, έστω κι αν για πολλές σχολές διαλεκτικής τα δύο αυτά συμπλέουν, αλληλοπροϋποτίθενται ή υπόκεινται στην ίδια λογική. Κατά την άποψή μας και εάν θέλουμε να κινούμαστε εκτός Χέγκελ (στον οποίο υπάρχει αδιαίρετη ενότητα λογικής-οντολογίας), είναι προβληματική η συσκότιση αυτής της διάκρισης. Ενέχει, δηλαδή, νόημα η απόφανση ότι η διαλεκτική έκθεση των οικονομικών εννοιών στον Μαρξ επιτρέπει να δούμε πτυχές της καπιταλιστικής πραγματικότητας που αλλιώς θα μέναν αφανείς. Η τάξη έκθεσης των κοινωνικών φαινομένων, μας προτείνει ο Μαρξ στην ουσία, δεν είναι η τάξη της εμπειρικής παρατήρησης. Θα πρέπει να μπορούμε να βλέπουμε το επιμέρους ως συνιστώσα ενός όλου, το οποίο με τη
σειρά του αποτελεί ένα σύστημα μεταβαλλόμενο και υπό άρση. Είναι μετά βίας, όμως, εννοήσιμο τι σημαίνει το να υποστηρίζει κανείς ότι η ίδια η σκέψη μας εργάζεται με αντιφάσεις επειδή και τα ίδια τα πράγματα υπόκεινται σε αντιφάσεις. Ή ότι οι έννοιες έχουν κάποια προσίδια διαλεκτική (αυτο)ανάπτυξη οι ίδιες. Με τον Ένγκελς, βέβαια, η διαλεκτική στέφεται ως mathesis universalis που αφορά το σύνολο των μορφών κίνησης στη σκέψη, την ανθρώπινη ιστορία και τη φύση. Δεν είναι δύσκολο να διαβαστεί, με λιγότερη ή περισσότερη έκπληξη, στον «ορθόδοξο μαρξισμό» του Ένγκελς ο κυρίαρχος «αστικός» θετικισμός της εποχής του. Για τον ίδιο, υπάρχουν νόμοι της διαλεκτικής που αγκαλιάζουν, συνενώνοντάς τις εντέλει, τη φυσική και την ανθρώπινη ιστορία. Οι νόμοι είναι, ως γνωστόν, τρεις: η μεταβολή της ποσότητας σε ποιότητα, η αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων και ο νόμος της άρνησης της άρνησης. Επικαλείται δε ένα σωρό παραδείγματα που όχι μόνο εντυ-
Έργο του Κορνήλιου Γραμμένου, από τη διπλή έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής, με τον Γιάννη Σπυρόπουλο Bach, στην Titanium Yiayiannos Gallery
πωσιάζουν με τον ευτράπελό τους χαρακτήρα, αλλά και συσκοτίζουν το (όποιο) νόημα των «νόμων». Δεν θα ήταν δύσκολο, σε κάθε περίπτωση, να δεχθούμε ότι υπάρχουν πολλές κοινωνικές (ή και φυσικές) διαδικασίες που επιδεικνύουν χαρακτηριστικά έντασης ή ασυνέχειας. Όχι όμως ότι υπάρχει κάποια ειδικά διαλεκτική λογική σε αυτές ή μια υποτιθέμενη οντολογική φόρμα μεταβολής. Το βιβλίο που αποτέλεσε αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις είναι οι πρόσφατα μεταφρασμένες στα ελληνικά διαλέξεις Περί διαλεκτικής του Χέρμπερτ Μαρκούζε (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση και επίμετρο Κωνσταντίνου Ράντη). Ίσως να μη συμβάλλει στην οριστική άρση των αποριών «περί διαλεκτικής» του ανειδίκευτου αναγνώστη. Παρά την επιμέρους απαιτητική φιλοσοφική ιδιόλεκτο, σε κάθε περίπτωση - λόγω και του προφορικού του ύφους - επιδεικνύει διαύγεια στις έννοιες και συνοχή στην επιχειρηματολογία. Κρατάει απόσταση, δηλαδή, από τις δύο πηγές ενδομαρξιστικής ασάφειας που επισημάναμε στην αρχή του κειμένου. Ως ανάγνωσμα δε είναι άκρως χρήσιμο, για δύο τουλάχιστον λόγους. Ο πρώτος είναι ότι εστιάζει γόνιμα στην προμαρξική γενεαλογία της διαλεκτικής, περιλαμβάνοντας μια πλούσια αρχική διάλεξη «περί της ιστορίας της διαλεκτικής» (βλ. το πρώτο δοκίμιο του τομιδίου). Και ο δεύτερος είναι ότι αναδεικνύει ένα ορισμένο διαλεκτικό επιχείρημα που και διαυγές είναι και, σύμφωνα με τον γράφοντα, απολύτως καίριο, τόσο για την επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών όσο και για τη χειραφετητική πράξη: ο λόγος, για τη διαλεκτική αναγκαιότητας και ελευθερίας (βλ. τρίτη διάλεξη του βιβλίου), το να αντιλαμβάνομαστε δηλαδή το αντικείμενο αναφοράς των κοινωνικών μας εννοιών ως ευρισκόμενο σε διαρκή μετάβαση από μια μηχανική κατάσταση (άρσης των δυνατοτήτων ελευθερίας που περικλείει) προς μια κατάσταση πραγμάτωσης των δυνατοτήτων. Αξίζει να αναφερθεί, σε αυτή τη συνάφεια, ότι οι απαρχές ενός τέτοιου διαλεκτικού επιχειρήματος, ήδη πριν τον Χέγκελ, βρίσκονται στον Καντ και στην Τρίτη Κριτική του (βλ. διάκριση ανάμεσα σε μηχανιστική και τελολογική εξήγηση) και ότι περιεκτική ανάπτυξή του στο ελληνόφωνο φιλοσοφικό στοχασμό έχει γίνει με το έργο του Κοσμά Ψυχοπαίδη. Ως ειδική συμβολή του Μαρκούζε, θα πρέπει να αναγνωρισθεί η έμφαση που δίνει, άπο άποψη κριτικής τού σύγχρονου πολιτισμού, στην πολλαπλασίαση των τεχνητών αναγκών υπό μία ψευδο-επίκληση ελευθερίας, που στην ουσία αποτελεί διατράνωση ετερονομίας. Είτε οι ψευδώνυμες αυτές ανάγκες είναι μαζικά θεραπεύσιμες όπως στην εποχή συγγραφής του βιβλίου («κράτος ευημερίας»), είτε ευρέως απωθημένες όπως στην παρούσα «περίοδο κρίσης», δεν παύουν να αποτελούν «εισβολή του βασιλείου της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας» (σ. 65). Ενώ, από την άλλη, η εφικτή και αναγκαία κάλυψη των ουσιωδών, βιοτικών και πνευματικών, ανθρώπινων αναγκών αποτελεί «δυνατή διείσδυση του βασιλείου της ελευθερίας στο βασίλειο της αναγκαιότητας» (σ. 66). Και ο Μαρκούζε δεν διστάζει να το αποκαλέσει αυτό, επιλογίζοντας, ως «δυνατότητα σοσιαλισμού» (σ. 70). Το οικείο φιλοσοφικό επιχείρημα διατρανώνεται ακόμη περισσότερο, εάν ενταχθεί συστηματικά το μικρό αυτό βιβλίο του Μαρκούζε στην ευρύτερη σχολή σκέψης που αυτός ανήκει (βλ. κριτική θεωρία της Φρανκφούρτης). Σε κάτι τέτοιο συμβάλλει εξόχως το μεστό επίμετρο του Κ. Ράντη. Ο εμπειρισμός και ο θετικισμός, επέμεναν οι κλασικοί της πρώτης φρανκφουρτιανής γενιάς, δεν συνιστούν άρνηση της κριτικοδιαλεκτικής φιλοσοφίας, αλλά της φιλοσοφίας ενγένει. Ενώ ένας διαλεκτικός τύπος επιχειρήματος, με την παραπάνω έννοια, διασώζει την κριτική ένταση ανάμεσα σε μια ημαρτημένη εμπειρική πραγματικότητα, «ως έχει», και την αξιακή δυνατότητα ανόρθωσης που η ίδια εμμενώς φέρει (βλ. σσ. 84-85 του επιμέτρου).
Ο Στέργιος Μήτας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Δικαίου
Η ΑΥΓΗ • 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
45 5
Πρόκληση για πολιτικό διάλογο ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΤΙΝΟΥ, Η μεγάλη πρόκληση. Η κρίση, η αριστερά, η εξουσία, εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 175 Η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Π. Παπακωνσταντίνου προσφέρει από τη μια πλευρά εξαιρετικά γόνιμες επισημάνσεις για την άσκηση της πολιτικής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία του κοινωνικού ολέθρου, και από την άλλη πλευρά δίνει την ευκαιρία για την προαγωγή ενός αναγκαίου δημοκρατικού διαλόγου σχετικά με επίδικα ζητήματα όπως η λειτουργία της Ευρωζώνης αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για χρήσιμες προσεγγίσεις τόσο στα ζητήματα της μνημονιακής τριετίας, όσο και στα θέματα της τακτικής
γνωσίας η ίδια η κοινωνική σύνθεση των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, διαπιστώνοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ ιστορικά αποτέλεσε ένα αμάλγαμα εργατικών στρωμάτων και κυρίως μερίδων των νέων μισθωτών μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Άλλωστε και το ΚΚΕ, παρά την ακατάσχετη φιλολογία του περί του «κόμματος της εργατικής τάξης», συντίθεται εξίσου από παραδοσιακά τμήματα της μισθωτής εργασίας, με την παράλληλη έντονη παρουσία μερίδων των παραδοσιακών μικροαστικών τάξεων, και μάλιστα με την ηγεμονία των δεύτερων επί των πρώτων. Αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρόλη την αναφορά της στην κομμουνιστική υποκειμενικότητα, φυσιογνωμία και προοπτική, εντούτοις απαρτίζεται εξίσου αποκλειστικά από τμήματα της νέας
ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για την συμπαράταξη όλων των πολιτικών δυνάμεων από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία μέχρι την άκρα Αριστερά, σ’ αυτή τη λογική του ενιαίου μετώπου δεν ανταποκρίνονταν; Ας σκεφτεί κανείς πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εδώ και έναν χρόνο αν οι άλλες αριστερές δυνάμεις προσέρχονταν σε διάλογο και κοινή δράση γι’ αυτή την αριστερή συμπαράταξη, με διαφορετικές προφανώς οπτικές και θέσεις, με κριτήριο ωστόσο την υπαρκτή κατάσταση οικονομικής καταστροφής και των εκφρασμένων λαϊκών διαθεσιμοτήτων. Τέλος η επικέντρωση στο ζήτημα του μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος μιας αριστερής διακυβέρνησης, αντιπροσωπεύει ένα εξίσου σημαντικό κομβικό ζήτημα που αναδεικνύεται από τον συγγραφέα. Η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συ-
ΤΟΥ ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
και της μεσοπρόθεσμης παρέμβασης του ελληνικού αριστερού και εργατικού κινήματος : Έτσι εκτιμάται ότι η εκτίναξη της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαίου - Ιουνίου 2012, αποτέλεσε την εκλογική έκφραση εργατικών και λαϊκών δυνάμεων που είχαν συμμετάσχει στο πανεργατικό απεργιακό κίνημα της πρώτης μνημονιακής διετίας (2010 - 12), και σε καμία περίπτωση δεν λειτούργησε ως «ανάχωμα» του αστικού συστήματος για την αναχαίτιση της ριζοσπαστικοποίησης των εργαζομένων, ή μορφή αναγέννησης ενός «νέου ΠΑΣΟΚ», όπως αρέσκονται να παρουσιάζουν το ζήτημα το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άλλωστε, και οι δύο αυτοί σχηματισμοί της ελληνικής Αριστεράς θα μπορούσαν να δουν τα εκλογικά τους ποσοστά να αυξάνονται, και να διαμορφωθούν διαφορετικοί συσχετισμοί στο ελληνικό αριστερό κίνημα, αν πολιτεύονταν με όρους γείωσης στην υπαρκτή συγκυρία και στο συγκεκριμένο κοινωνικό κίνημα, αντί να λειτουργούν με όρους περιχαράκωσης και απογείωσης (ιδεολογικός υποκειμενισμός και διακηρυκτισμός). Παράλληλα διαπιστώνεται ο εύστοχος χαρακτήρας της αναφοράς της Ριζοσπαστικής Αριστερής στην προοπτική της «αριστερής διακυβέρνησης» ως διεξόδου στον προϊόντα κοινωνικό όλεθρο που επέφερε η καπιταλιστική κρίση και η πολιτική των μνημονίων, σε αντίθεση με τη στάση του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που αρνούνταν να αντιμετωπίσουν μια τέτοια προοπτική ως «μορφή ενσωμάτωσης» στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Αναγνωρίζεται δηλαδή ότι σε μια τέτοια περίπτωση κοινοβουλευτικής επικράτησης της Αριστεράς, χωρίς την διαμεσολάβηση μιας επαναστατικής έκρηξης για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας ή της εργατικής δημοκρατίας, είναι δυνατή η ανατροπή βασικών παραμέτρων της αστικής πολιτικής (λ.χ. ακύρωση μνημονίων, εθνικοποίηση τραπεζών, αναίρεση της λειτουργίας του απολυταρχικού κράτους της καταστολής), και η δρομολόγηση μιας διαδικασίας βαθέματος της ριζοσπαστικής κυβερνητικής πολιτικής. Διερευνάται με όρους ουσιαστικής αυτο-
Έργο του Γιάννη Σπυρόπουλου Μπαχ, από τη διπλή έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής, με τον Κορνήλιου Γραμμένο, στην Titanium Yiayiannos Gallery
μισθωτής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας, που αντιμετωπίζουν σήμερα δυσμενέστατους όρους κοινωνικής ενσωμάτωσης, και ουδόλως από στρώματα της εργατικής τάξης. Σε κάθε περίπτωση η σημερινή μαζική Ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί παρά να αντιπροσωπεύει ένα ανοιχτό πολιτικό πλαίσιο συμμαχίας, σύνθεσης, αντιθέσεων ανάμεσα στον εργατικό και τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό, με ανοιχτό το ζήτημα της δημοκρατικής ηγεμονίας στους κόλπους της. Εξαιρετικά σημαντική αναδεικνύεται στο βιβλίο η αναφορά στην αντίληψη του «ενιαίου εργατικού μετώπου» που είχε αναδειχθεί στην ύστερη περίοδο της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς, με χαρακτηριστικά τα ιστορικά παραδείγματα του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, της δημοκρατικής αριστερής συμμαχίας στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, και του εγχειρήματος σοσιαλιστικής μετάβασης από την χιλιανή Λαϊκή Ενότητα. Ακριβώς η πολιτική συμμαχική πρόταση του
στήματος, η επαναφορά όλων των αποκρατικοποιημένων ΔΕΚΟ στην δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο, η προώθηση μορφών συνεταιριστικής παραγωγικής οργάνωσης και δραστικού εργατικού ελέγχου κλπ., πραγματικά αντιπροσωπεύουν τους αναγκαίους βηματισμούς που λειτουργούν ως «γέφυρα» ανάμεσα στην σημερινή ζοφερή για τις λαϊκές τάξεις πραγματικότητα και στην αναγκαία στρατηγική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Άλλωστε ο βαθμός ανταπόκρισης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ σ’ αυτή την πρόκληση είναι συνάρτηση του ίδιου του επιπέδου παρέμβασης και ενεργοποίησης του λαϊκού εργατικού κινήματος, των υπαρκτών ταξικών συσχετισμών και της ίδιας της πολιτικής αποφασιστικότητας του κόσμου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κι’ όχι των υποκειμενικών προθέσεων των όποιων ηγετικών πολιτικών κλιμακίων. Από την άλλη πλευρά αναδεικνύεται με έντονο τρόπο η αναγκαιότητα ρήξης με το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και προοπτικά με
την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Εντούτοις ορθότατα μεθοδολογικά δεν τοποθετείται το «κάρο μπροστά από το άλογο»: Αναγνωρίζεται η προτεραιότητα της ανάδειξης ενός κυβερνητικού πολιτικού ριζοσπαστισμού και κρίνεται ότι αυτός προκειμένου να υλοποιηθεί δεν μπορεί παρά να έρθει σε αντιπαράθεση με τις ισχύουσες δημοσιονομικές, οικονομικές και νομισματικές ρυθμίσεις της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σε διαφοροποίηση με άλλες αριστερές τοποθετήσεις που θέτουν στο επίκεντρο και στην θέση της πρωταρχικής πολιτικής προτεραιότητας την αναγκαιότητα αφετηριακής αποχώρησης από το κοινό νόμισμα και την ευρωπαϊκή διεθνική ολοκλήρωση, ως προαπαιτούμενο οποιασδήποτε κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Παρόλα αυτά αναδεικνύονται αντιλήψεις για την σημερινή κατάσταση πραγμάτων σε σχέση μ’ αυτά τα ζητήματα, που απαιτούν έναν βαθύτερο και εκτενή πολιτικό διάλογο. Ο ελληνικός καπιταλισμός αντιμετωπίζεται ως οικονομικός σχηματισμός με «πήλινα πόδια», φορέας μιας σχεδόν «στρεβλής» και «ανεπαρκούς» ανάπτυξης, στερημένος από μια «στιβαρή» και εθνοκεντρική αστική τάξη, και η σημερινή κρίση αναλύεται, σ’ όσο βαθμό γίνεται αυτό στο βιβλίο, ως οφειλόμενη σε «εξωγενείς» οικονομικούς παράγοντες και συγκεκριμένα στην εξωτερική επίδραση των μηχανισμών, ρυθμίσεων και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Ωστόσο η ίδια η οικονομική ανάλυση της εξέλιξης του ελληνικού καπιταλισμού (τριάντα χρόνια στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και μια δεκαετία με το ευρώ) καταδεικνύει εντελώς διαφορετικά πράγματα. Στην πρώτη εικοσαετία ένταξης της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1981 - 2000), ο ελληνικός καπιταλισμός όχι μόνον δεν στάθηκε «ατροφικός», «υπανάπτυκτος», «στρεβλός», «εξαρτημένος», αλλά απεναντίας κατέγραψε μια φαντασμαγορική ανάπτυξη, συσσώρευση και κερδοφορία: Στην δεκαπενταετία 1986 - 2000 το ενεργητικό των επιχειρήσεων του συνολικού εταιρικού τομέα εκτινάχθηκε από τα 13.395 δισεκατ. δρχ. στα 88.746 δισεκατ. δρχ., τα καθαρά κέρδη από τα 83 δισεκατ. δρχ. στα 4.322 δισεκατ. δρχ., και η απόδοση του κεφαλαίου έφτασε τα 18,5%. Και αντίστοιχα στην περίοδο ένταξης στην ΟΝΕ και στο κοινό νόμισμα (2001-2010), ο ελληνικός καπιταλισμός κατέγραψε μια σταθεροποιημένη ανάπτυξη, συσσώρευση και συγκεντροποίηση με το ενεργητικό του συνόλου των 22.500 επιχειρήσεων να διπλασιάζεται από τα 334 δισεκατ. ευρώ στα 634 δισεκατ. ευρώ, με μια κερδοφορία να παραμένει επί μια δεκαετία σταθερά στο ύψος των 11 δισεκατ. ευρώ ετησίως, και η αποδοτικότητα του κεφαλαίου στο 11%. [σχετικές μας οικονομικές αναλύσεις στην Αυγή της 5 και 29-Μαρτίου-2013]. Το πρωταρχικό δηλαδή ζήτημα είναι η έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου (2008 - 13) από τις ενδογενείς του τάσεις και αντιφάσεις, κι’ όχι η αναζήτηση των «ξενικών» επιδράσεων και αλλοιώσεων.
46
Η ΑΥΓΗ • 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Φύλλα πορείας ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΚΑΛΙΟΣ, Έγινα αυτός που είμαι, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 352 Ένα ακόμη βιβλίο ήρθε να προστεθεί στη μακρά σειρά του πλούσιου συγγραφικού έργου του Θανάση Βακαλιού. «Μια ζωή, ένας ολόκληρος κόσμος», όπως συμπληρώνει ο υπότιτλος: βιβλίο ξεχωριστό, ανάμεσα στα άλλα έργα του (22 τον αριθμό!). Παρ’ όλο που ο ίδιος επιμένει στον «μνημονικό» -όχι μνημονιακό, προς Θεού!χαρακτήρα του, συνυπάρχει με τον στοχαΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΤΡΙΚΚΑ
σμό για διαχρονικά ανθρώπινα προβλήματα, στοχασμό που κινεί τη σκέψη του αναγνώστη, έστω και αν εμφανίζεται με συμπυκνωμένες παρατηρήσεις, διαπιστώσεις ή ερωτήματα, που αποτελούν όμως διανοητικά ερεθίσματα για ένα διάβασμα που ωθεί στη δημιουργική, συμμετοχική θα έλεγα, επεξεργασία στη συνείδηση του δέκτη των ερεθισμάτων αυτών. Παράλληλα με την αυτοβιογραφική αφήγηση, ο αναγνώστης αντλεί, από «πρώτο χέρι», πολύτιμες πληροφορίες για τα ιστορικά γεγονότα του εμφυλίου, αλλά και για τη ζωή, αργότερα, των αγωνιστών του Δ.Σ. στην υπερορία. Μια δεύτερη κατηγορία πληροφοριών ανοίγει, μέσα από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, ένα παράθυρο θέασης μιας ιδιαίτερης πτυχής των καθεστώτων του ανατολικού συνασπισμού, του ουγγρικού «υπαρκτού σοσιαλισμού», με τις σημαντικές ιδιαιτερότητές του, στις οποίες συνέβαλε και το γόνιμο θεωρητικό έργο της λεγόμενης «σχολής της Βουδαπέστης» με κορυφαίο πυλώνα της τον Γκιόργκι Λούκατς. Στο κλίμα της σχολής αυτής σπούδασε και εργάστηκε και ο Θ.Β., η επιστημονική καταξίωση και αναγνώριση του οποίου τον οδήγησε στο κατώφλι της θέσης του διευθυντή του φιλοσοφικού ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών της χώρας που τον φιλοξενούσε, θέσης εξαιρετικά σημαντικής. Τα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα του Θ.Β., που αναπτύχθηκαν στα χρόνια των σπουδών του, αναμετριούνται στο βιβλίο του αναδρομικά με τις εμπειρίες του στο δεύτερο αντάρτικο. Βγήκε στο βουνό έφηβος, καταδιωκόμενος για τη συμμετοχή του στον ΕΠΟΝ από το μεταβαρκιζιανό κράτος και τις παρακρατικές συμμορίες. Τη στράτευσή του στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης προετοίμασε το παράδειγμα του κομμουνιστή πατέρα του, που πέρασε από τον Ακροναυπλία και που συμμετείχε ενεργά, σε όλη του τη ζωή, στους λαϊκούς αγώνες. Αλλά καθοριστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Θ.Β. -και αυτό αναδεικνύεται στο βιβλίο- υπήρξε ο παράγοντας της εργασίας, της σκληρής προσπάθειας του ανθρώπου, του αγρότη συγκεκριμένα, να μετασχηματίσει τη φύση και να εξασφαλίσει την επιβίωση και την πρόοδό του. Ο Θ.Β. δουλεύει από τα τέσσερά του χρόνια, όσο και αν αυτό φαίνεται απίστευτο για τα σημερινά δεδομένα της χώρας μας, ακόμη και στο πλαίσιο της δεινής
κρίσης που μαστίζει σήμερα τον λαό μας. Στα καπνοχώραφα του χωριού του, στην Ανατολική Μακεδονία, παίρνει μέρος από πάρα πολύ νωρίς, μαζί με όλη την οικογένειά του, στη διαδικασία του φυτέματος, της συγκομιδής, του βελονιάσματος, του πολύτιμου -και μοναδικού- προϊόντος της περιοχής. Από τη εφηβεία του έρχεται σε επαφή με τα πνευματικά ρεύματα της εποχής του, που διεισδύουν ακόμη και στο απρόσφορο περιβάλλον του χωριού του, όπως δείχνει ο καθυστερημένος στην Ελλάδα απόηχος του Νιτσεϊσμού, που προσωποποιεί στο βιβλίο τού Θ.Β. ο τύπος του «Βασίλη του Μηδενιστή», που περιγράφει. Ο Νιτσεϊσμός αυτός στην ελληνική του εκδοχή συνυφαί-
πολλούς στην Ουγγαρία». Είναι η περίοδος που κυοφορούνται τα γεγονότα του 1956. Ταυτόχρονα, τον Βακαλιό απασχολεί στις μελέτες του -σύμπτωση άραγε;- το πρόβλημα της συνείδησης της θνητότητας του ανθρώπου. Έχει απομακρυνθεί από την οιονεί θρησκευτική, σωτηριολογική αντίληψη της σταλινικής εκδοχής του κομμουνισμού, που απορροφά το άτομο στη χοάνη ενός οικουμενικού χιλιαστικού μέλλοντος. Ο Θ.Β. περνά μια βαθιά κρίση. «Ξαφνικά», γράφει, «αισθάνεται να τον εγκαταλείπει το ενδιαφέρον για τη ζωή, να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του». Εγκύπτει στη φιλοσοφία του Επίκουρου, που μαζί με τη θερμή συμπαράσταση της άξιας συντρόφου του, της γυναίκας του, Χαρίκλειας, τον βοηθούν
Μια φιλοσοφική ενδοσκόπηση ενός ανθρώπου που με αφετηρία το ελάχιστο επιδίωξε το μέγιστο, την κατάκτηση υψηλών στόχων που νοηματοδοτούν τη ζωή
νονταν με την επίδραση του γερμανικού ρομαντισμού, έκδηλη στο κίνημα του δημοτικισμού κατά τον μεσοπόλεμο και στο έργο της Γενιάς του ‘30. Δεν ξέρουμε αν ο «επαναστατικός ρομαντισμός», κατά τη διατύπωση του ίδιου του Θ.Β., που εκδηλώνει ο συγγραφέας στην εφηβεία του, σχετίζεται με αυτό το στοιχείο. Ίσως να πρόκειται πιο πολύ για τον ρομαντισμό της νιότης, που εμπνέει και παρακολουθεί τους επαναστάτες αγωνιστές, άλλους περισσότερο και άλλους λιγότερο, σε όλη τη διαδρομή της ζωής τους. Ο έφηβος Θανάσης, που έγραφε ποιήματα και εμψύχωνε με τις απαγγελίες του τους συμμαχητές του στον ΔΣΕ, διατήρησε την πνοή του ρομαντισμού και στα δύσκολα χρόνια της υπερορίας, πνοή που χρωματίζει και το επιστημονικό του έργο στον τομέα της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Στο επίκεντρο της προσοχής του βρίσκεται ο άνθρωπος ως «αιτία και δημιουργός του εαυτού του», σύλληψη που η φιλοσοφική θεμελίωσή της εκτείνεται πέρα από το αυστηρό πεδίο της επιστημονικής έρευνας και γνώσης, στον αχανή ορίζοντα των βαθύτερων προβλημάτων της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι υπαρξιακές ανησυχίες του Θ.Β. αναδύονται, καθώς γράφει ο ίδιος, σε μια ιστορική στιγμή όπου «οράματα και ιδεολογικές καταστάσεις στη συνείδησή του είχαν αρχίσει να αμφισβητούνται έντονα από
να ανακάμψει. Σταθμό στη ζωή του Βακαλιού θα αποτελέσουν τα γεγονότα του 1956. Οι κομματικές προδιαγραφές τον είχαν οδηγήσει, στην τελευταία φάση της προσφυγιάς του, στην Ουγγαρία. Οι ιδιαιτερότητες του ουγγρικού υπαρκτού σοσιαλισμού και το κλίμα στον πανεπιστημιακό χώρο, ιδίως στον τομέα της κοινωνιολογικής και φιλοσοφικής έρευνας και του πολιτισμού, είχαν αποτελέσει το πιο κατάλληλο έδαφος για τη διαμόρφωση του μαρξιστή διανοητή Βακαλιού. Παρ’ όλη τη σχετική αποδογματοποίηση της σκέψης του στο ακαδημαϊκό περιβάλλον της Βουδαπέστης, ο Βακαλιός δεν ήταν έτοιμος να δεχτεί την κατάρρευση του «υπαρκτού», που η εξέγερση του 1956 προμήνυε την έναρξή της. Η εσωτερικευμένη, μέχρι του σημείου να αποτελεί την ηθική, υπαρξιακή αναγκαιότητα, απόλυτη προσήλωση στα ιδανικά ενός ιδεότυπου του σοσιαλισμού που ενσαρκώνονταν στα ανατολικά καθεστώτα, ρηγματωνόταν στη συνείδηση του Βακαλιού, όπως και πολλών άλλων κομμουνιστών στην Ανατολή και τη Δύση. Ο Βακαλιός είχε πιστέψει σε μια ιδανική εικόνα αυτού του σοσιαλισμού, που η λαϊκή αποξένωση του καθεστώτος ξαφνικά διέψευδε. Δυσκολεύεται, στην αρχή τουλάχιστον, να κατανοήσει στην πληρότητά της, τη σημασία της εξέγερσης. Αναζητεί διέξοδο και, όπως γράφει
ο ίδιος, «ταυτίζεται κριτικά με τον σοσιαλισμό τού Κάνταρ» και με το εγχείρημα του Ούγγρου ηγέτη να διασώσει, με αρκετές αναθεωρητικές ιδιοτυπίες, το καθεστώς. Ο Θ.Β. χωρίς να εγκαταλείψει το επιστημονικό του έργο συμμετέχει ενεργά στα πολιτικά δρώμενα, στη χώρα της διαμονής του, συγκρούεται με τους υπέρμαχους του δογματισμού στον ακαδημαϊκό χώρο και με τα κυκλώματα της νομενκλατούρας. Αισθάνεται ωστόσο «απροσάρμοστος», όπως γράφει. Οι έως τότε εμπειρίες του τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι γενικότερα υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον επιστήμονα και τον πολιτικό και ότι για τον εαυτό του το βάρος πέφτει στην πλευρά του πρώτου. Θεωρεί ότι σε αυτό οφείλονται σε ορισμένο βαθμό οι «δυσκολίες προσαρμογής» στις πρακτικές που επικρατούν στην ακαδημαϊκή κοινότητα της Βουδαπέστης. Οι ίδιες δυσκολίες θα ανακύψουν κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα με την οικογένειά του, τον Μάρτη του 1978. «Ο ρομαντισμός μας δεν επέτρεπε να σκεφτούμε ρεαλιστικά», θα γράψει αργότερα ο Θ.Β. Αλλιώς φαντάζονταν την Ελλάδα που βρήκαν. Η κοινωνική πραγματικότητα, η κουλτούρα, η καθημερινότητα, πολύ διαφορετική από ότι την περίμεναν, τους είναι ξένη. Η οικογένεια αντιμετωπίζει και προβλήματα βιοπορισμού. Ο ίδιος ρομαντισμός χαρακτηρίζει και τις προσδοκίες του Θ.Β. για την προσφορά του στην υπόθεση της Αριστεράς στην Ελλάδα. Έχει ήδη προσχωρήσει στις δυνάμεις της ανανέωσης και είναι μέλος του ΚΚΕ Εσωτερικού. Στη συνείδησή του έχει τοποθετήσει πολύ ψηλά το κόμμα της κομμουνιστικής ανανέωσης και τα στελέχη του που έχουν αναδειχτεί στο έδαφος της ελλαδικής πραγματικότητας. Περίμενε να είναι τα στελέχη αυτά στον αντίποδα των κομματικών ηγετών της υπερορίας. Προσδοκία υπερβολική - και υποτίμηση της αργόσυρτης, σταδιακής, με διαφορετικές ταχύτητες, «ωρίμανσής» τους. Η συμβολή του Θ.Β. στον ιδεολογικό τομέα της ανανεωτικής προσπάθειας θα μπορούσε να είναι πολύτιμη. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κέντρου Μαρξιστικών Σπουδών που είχε ιδρύσει το ΚΚΕ Εσωτερικού. Έχει εκλεγεί στην ηγεσία του κόμματος την Εκτελεστική Γραμματεία του. Όμως, άθελα και ανεπίγνωστα, εμπλέκεται στη σύγκρουση των «δύο ψυχών» που από τότε εμφώλευαν στο κόμμα της ανανέωσης. Γίνεται θύμα, χωρίς να έχει ο ίδιος προσωπική ανάμειξη, της αντιπαράθεσης της δεξιάς και της αριστερής γραμμής στους κόλπους της ηγετικής ομάδας. Οδηγείται σε παραίτηση από τη θέση του διευθυντή του ΚΜΑΣ και από την Κ.Ε. του ΚΚΕ Εσωτερικού. Χωρίς να εγκαταλείψει το μετερίζι της Αριστεράς, από τότε επιδίδεται στο διδακτικό και συγγραφικό έργου του, που γίνεται ευρύτερα γνωστό. Το βιβλίο του Θ.Β. είναι μια κατάθεση ψυχής. Μια φιλοσοφική ενδοσκόπηση ενός ανθρώπου που με αφετηρία το ελάχιστο την παιδική εργασία στα καπνοχώραφα- επιδίωξε το μέγιστο, την κατάκτηση υψηλών στόχων που νοηματοδοτούν τη ζωή.
Η ΑΥΓΗ • 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
47 7
Ο Κώστας, εγώ και ο Ταχτσής Προδημοσίευση
από το ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Πολυχρονίδη, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Οδυσσέας» Την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα, όχι που γνωριστήκαμε αλλά που μιλήσαμε κάπως παραπάνω, πήρε έναν πολύ όμορφο νεαρό, του είπε να περιμένει στη ρεσεψιόν και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω επάνω. Ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα του ξενοδοχείου, που έτριζε όσο προσεχτικά κι αν πάταγες. Φτάσαμε στο δωμάτιό του, στο δεύτερο όροφο, εκεί όπου δεχόταν τους «πελάτες». Ακολουθούσα, αλλά πρέπει να ήμουν ολόκληρος ένα ερωτηματικό. Τι διάολο θέλει αυτός... αυτή, ό,τι τέλος πάντων ήταν. Μπήκαμε στο δωμάτιό του, κάτι πήγα να πω αλλά μου έκανε νόημα να μη μιλάω, με πέρασε στο μπαλκόνι. «Περίμενε εδώ», μου είπε συνωμοτικά, «και μην κάνεις φασαρία». Έκλεισε τα παντζούρια προσεκτικά, αφήνοντας όμως μια χαραμάδα, έτσι ώστε από την έξω μεριά να βλέπω στο δωμάτιο και το κρεβάτι, μου ξαναείπε να περιμένω και να μην κάνω φασαρία. Τι διάολο θα συμβεί, γιατί όλα αυτά; Περίμενα, έτσι κι αλλιώς δεν κινδύνευα από κάτι. Σε λίγο ανεβήκανε με το νεαρό, κοίταξε προς το μέρος μου, βεβαιώθηκε ότι ήμουν εκεί, και άρχισαν να γδύνονται. Ο νεαρός τα έβγαλε όλα, αυτός τα απαραίτητα, από τη μέση και πάνω, έβγαλε το μπλουζάκι με το βαθύ ντεκολτέ και την κιλότα, χωρίς να βγάλει τη μίνι φούστα. Αν και κάπως σκοτεινά, το στήθος «της» διαγραφόταν κανονικά, δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτ’ άλλο. Από μπροστά δεν μπορούσα να δω, την περισσότερη ώρα μου είχε γυρισμένη την πλάτη. Από το λίγο που έβλεπα, δεν μπορούσα να καταλάβω, είχε ή δεν είχε κάνει εγχείρηση, δε φαινόταν πάντως τίποτα. Ο νεαρός ξάπλωσε ανάσκελα κι αυτός τον καβάλησε από πάνω. Αρχίσανε παθιασμένα φιλά, όχι σαν πουτάνα με πελάτη, αλλά σαν εραστές που είχαν καιρό να ιδωθούν. «Η πουτάνα», όπως γράφει κι ο Ταχτσής στο Φοβερό Βήμα, κάνοντας μπανιστήρι σ’ ένα μπουρδέλο, την περίοδο που έμενε στο Σίδνεϊ, «όταν κάποιος πήγαινε να τη χαϊδέψει κάτω, έκλεινε τα σκέλια σαν στρείδι, αν πήγαινε να τη φιλήσει στο στόμα ή το λαιμό, τραβιόταν μ’ ένα μορφασμό αηδίας». Εδώ δεν είχε τέτοια. Πάθος, φιλιά, αναστεναγμοί, χαμός. Την έβρισκαν κι οι δυο, το ήθελε και ο νεαρός και η «πουτάνα». Αυτό το συμβάν στο Σίδνεϊ, το μπανιστήρι στις πουτάνες δηλαδή, πιστεύω ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του Κώστα και σημάδεψε τη ζωή του. Γιατί άλλο να είσαι ομοφυλόφιλος και να έχεις κάποιες επαφές κατά καιρούς, κι άλλο να «ντύνεσαι» και να πηγαίνεις με είκοσι ή και τριάντα πελάτες τη βραδιά. Οι νεαροί όμως, που κι αυτός ήθελε να πάρει και δεν του έδιναν σημασία, ήταν εξίσου ευάλωτοι, κι ίσως ακόμα πιο χαζοί από τους άλλους. Πιο πολύ καβαλούσαν την ιδέα της γυναίκας, παρά την ίδια τη
γυναίκα, και αν δεν υπήρχε φως μέσα στο δωμάτιο, θα μπορούσες να πιάσεις αυτό το περήφανο αλλά θεόστραβο κομμάτι σάρκας που ‘χανε στα σκέλια τους και να το βάλεις σ’ οποιαδήποτε ζεστή, γλοιώδη τρύπα - τα υπόλοιπα ήταν θέμα υποβολής. Αν λοιπόν ντυνόταν γυναίκα σε κάποιο σκοτεινό σκηνικό, όχι μόνο θα έπαιρνε αυτούς που του άρεσαν, αλλά κι εκείνοι θα ήταν πιο απελευθερωμένοι μαζί του. Δοκίμασε, και τα «κατάφερε» μια χαρά. Μικρός, στην Κατοχή ακόμα, κι ενώ χτυπούσε συναγερμός, όταν διαισθάνθηκε ότι κάποια μεγαλύτερα παιδιά κάτι θα έκαναν, τους παρακολούθησε, μπήκε στη σκοτεινή αποθηκούλα κι άκουσε τους φαλαγγίτες που πηδιούνταν. Τον πήραν χαμπάρι και όπως γράφει στο Φοβερό Βήμα, τον έδιωξαν: «Δε σου ‘παμε ρε συ να φύγεις; Μπρος! Πάρε δρόμο μη φας κάνα βρομόξυλο! Δεν είναι τίποτα». Έτσι ήταν ο Κώστας. Αν υπήρχε ερωτική ατμόσφαιρα γύρω του έπρεπε πάση θυσία να πάρει μέρος. Έτσι -ίσως κάπως άτσαλα στην αρχή, σιγά σιγά όμως βελτιώνοντας τη φωνή, την κίνηση και τους τρόπους- από ομοφυλόφιλος πέρασε στον τραβεστισμό. Άρχισε να βγάζει και λεφτά, πολλά μάλιστα! Στο Φοβερό Βήμα γράφει: «...αυτό που είχε αρχίσει σαν παιχνίδι, -κι ήταν πάντα ένα παιχνίδι, το πιο μεθυστικό απ’ όσα ή-
ξερα - είχε γίνει και κερδοφόρο, ήταν μάλιστα υποχρεωτικά κερδοφόρο... Ήταν ένα παιχνίδι σαν την πόκα: αρχίζεις να το παίζεις με φασόλια, ύστερα με δεκάρες, για να καταλήξεις να παίζεις το εργοστάσιο, το σπίτι, τη γυναίκα σου, μόνο που στην περίπτωση αυτή ήμουν και ο παίχτης και η γυναίκα μου, μια ντάμα που στο παιχνίδι αυτό είναι πάντα μπαγιαντέρ, και θες δε θες κερδίζεις στο τέλος, αν συμβαίνει να μην έχεις άλλους πόρους γίνεται και βιοποριστικό». Ας γυρίσουμε στον Ταχτσή με το νεαρό στο
ξενοδοχείο κι εμένα να παρακολουθώ απορημένος απ’ τη χαραμάδα. Ο νεαρός περνούσε υπέροχα - πουτάνα και να τη βρίσκει έτσι μαζί του; Όλους τους άντρες τους κολακεύει αν τους γουστάρει πουτάνα. Κατά διαστήματα ο Κώστας τραβιόταν από πάνω του δείχνοντάς μου το «περήφανο» εργαλείο του νεαρού, θα ήταν είκοσι με είκοσι δύο πόντους, ενώ συνέχιζε να φιλάει το νεαρό έτσι που να κόβει το οπτικό του πεδίο προς εμένα και να βλέπω χωρίς να με βλέπει. Ούτε ερεθίστηκα ούτε τίποτα. Το μπανιστήρι χάνει την αξία του αν το ξέρει έστω και ένας ότι παρακολουθείς. Τα ερωτήματα πλήθαιναν. Τι ήθελε από μένα; Και γιατί μου έδειχνε αυτά τα πράγματα; Τι ανωμαλία κι αυτή! Τότε βέβαια δεν ήξερα ποιος είναι, νόμιζα ότι είναι μια τραβεστί όπως τόσες άλλες που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Μάλλον θα την έβρισκε να τη βλέπουν, σκέφτηκα. Έχω κάποιες ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις του Κώστα από εκείνη την περίοδο, όπου αναφέρεται στη γνωριμία μας και σε πολλά άλλα. Παραλείποντας κάποια, διαβάστε τι έλεγε ο ίδιος: 14 Ιουνίου ‘75 Ό,τι επιβάλλεται σαν «αντικειμενικά» ορθό ή δέον είναι τυραννία. Κάθε κατεστημένο είναι δεξιό - κάθε κατεστημένο, ασχέτως ιδεολογίας. Έχουν δίκιο - η αγάπη κουνάει και βουνά ακόμα. Η λίγη, μα πολύ λίγη αγάπη που ‘νιωσα από χτες βράδυ γι’ αυτό το παιδί, με κάνει σήμερα, παρόλο το ξενύχτι, να πλύνω τα συσσωρευμένα εδώ και μια βδομάδα πιάτα, να σκεφτώ ότι ίσως να ‘χει λίγο δίκαιο η αδερφή μου να παραπονιέται -όχι για τα συγκεκριμένα πράγματα που παραπονιέται, όχι όταν με κατηγορεί ότι δεν «ήθελα» να πάρει «καλύτερο» σπίτι, αλλά για παραλείψεις μου, όπως η άρνησή μου να τη βοηθήσω στη δουλειά της- η λίγη αυτή αγάπη που ‘νιωσα από χτες βράδυ μου δίνει τη δύναμη να τα κάνω όλ’ αυτά, ακόμα και να γράφω, και μάλιστα αδιαφορώντας πώς το γράφω. Ο χρόνος μεγαλώνει τρώγοντας τις σάρκες μας. Κοινότοπο ίσως, αλλά πρώτη φορά το νιώθω τόσο καθαρά, κοιτάζοντας τις σχεδόν οστεώδεις πια κνήμες μου. Κυκλοφόρησε: ότι πήγαινα στο ΕΙΡΤ ντυμένος γυναίκα! Τι θαύμα! Μακάρι να ‘χα το κουράγιο να το ‘χα κάνει. Πόσες γενιές «ευγενών» δούλεψαν για να γράψει ο Lampedusa το Γατόπαρδο! Πόσες γενιές «άσημων» για να γράψω το Τρίτο Στεφάνι!
Της κρίσης ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΒΑΝΤΙΔΗΣ, Μέρισμα ευθύνης, Ποιήματα, εκδόσεις Αρμός, σελ. 89 Εκκινώντας από μια ανάγκη συμμετοχής απέναντι σε όσα, θλιβερά, συμβαίνουν γύρω μας, αναγνωρίζοντας το μερίδιο ευθύνης που έχει ο ίδιος, ως δημιουργικό υποκείμενο, ο Β. Λεβαντίδης επιλέγει, με αυτήν την τρίτη του ποιητική συλλογή, να καταφύγει στην «τέχνη της ποιήσεως». Όχι σε ένα καταφύγιο που αποκλείει, που κλείνει έξω από τους φανταστικούς του τοίχους την εποχή της κρίσης (ο συγγραφέας άλλωστε είναι μάχιμος δημοσιογράφος) αλλά προκειμένου από το εφήμερο να οδηγηθεί στο διαρκές, στη διαχρονία, μέσα από την καταβύθιση στη μνήμη, μνήμη προσωπική και συλλογική, που αποτελεί, όπως λέει και ο ίδιος, την «τελευταία γραμμή άμυνας». Έτσι μέσα από τα 75 ποιήματα της παρούσας συλλογής, ο Λεβαντίδης αναλαμβάνει απέναντι στο παρελθόν τη δική του ευθύνη, εκείνη που του αναλογεί, προκειμένου να στοχεύσει στο μέλλον, αναζητώντας χαμηλόφωνα «την αφετηρία/ μιας συνείδησης που αχνοφέγγει/ στο θολό περιτύλιγμα/ της φυγόμαχης εποχής»... ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗΣ
48
Η ΑΥΓΗ 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
ΒΟΡΡΑΣ - ΝΟΤΟΣ, ΙΙ
Η Δαιμονοποίηση συνεχίζεται: Ιταλία Στις πτυχώσεις της επίσημης Ιστορίας κρύβεται το σκάνδαλο. Εκεί, γονιμοποιείται η Τραγωδία. Το αδιέξοδο στην Τραγωδία του Άμλετ δεν οφείλεται στην «ψυχοσύνθεση» ή την αναποφασιστικότητα του μελαγχολικού Πρίγκιπα. Οφείλεται στην αντιθετική λειτουργία της αιτιότητας και του χρόνου που συντάσσεται αντίστοιχα στο δίπολο Ιστορία/Τραγωδία. Ο Άμλετ πατήρ, πρωταγωνιστής της ιστορικής σκηνής, ζητά από τον Πρίγκιπα εκδίκηση για την αρπαγή του Στέμματος. Για το φάντασμα, το επίδικο δεν είναι ηθικό, δηλαδή το σκάνδαλο του δόλιου φόνου και της συζυγικής απάτης, αλλά πολιτικό. Είναι ο σφετερισμός του στέμματος, η διατάραξη της νόμιμης διαδοχής στο θρόνο, οι εδαφικές κατακτήσεις από το Νορβηγό που κινδυνεύουν τώρα να χαθούν. Η
τοεικόνα της Αγγλίας και συνεπικουρούσε τις Αρχές στο έργο διάδοσης και αποδοχής από τα λαϊκά στρώματα της κρατικής διπλωματίας, συνηθέστερη απόληξη της οποίας ήταν η πολεμική σύρραξη. Έτσι, η «εξαγωγή» των εγχώριων σκανδάλων στο Νότο ήταν από κάθε άποψη μια επικερδής επιχείρηση: ενέπνεε στους Άγγλους πολίτες την εθνική υπερηφάνεια, ενίσχυε τo πολεμικό τους ήθος, ο «πολεμικός φόρος» γέμιζε τα κρατικά ταμεία με χρήμα, και η προσοχή των λαϊκών στρωμάτων στρεφόταν από την πολιτική διαμαρτυρία στην ψυχαγωγία του θεάματος. Επιπλέον, πρόσφερε στους δραματουργούς μιαν «έξοδο κινδύνου» από την κατηγορία του Scandalum Magnatum και τα δόκανα της ανελέητης Λογοκρισίας. Όμως, παρά τον αυ-
ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ
βίαιη διακοπή της εύτακτης ροής του ιστορικού χρόνου και της πολιτικής τάξης πρέπει άμεσα να αποκατασταθεί. Σ’ αντίθεση, ο Άμλετ, φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Βυτεμβέργης, με καθηγητή τον Λουθηρανό Μελάγχθωνα,i όντας πρωταγωνιστής της τραγωδίας εμπλέκεται ως υποκείμενο ευθύνης στο δίχτυ της ηθικής του σκανδάλου. Στην πτύχωση αυτή, το επίδικο δεν είναι το στέμμα. Είναι ο φόνος, η δολοπλοκία και η συζυγική απάτη όπου πρωταγωνιστεί και το μητρικό αντικείμενο του πόθου: η Γερτρούδη. Έτσι, το αδιέξοδο στην πλοκή προέρχεται από την αμφισημία του ρόλου που πρέπει να αναλάβει ο Πρίγκιπας: αν δράσει ως πρόσωπο της Ιστορίας, τότε δεν μπορεί να υπάρξει τραγωδία. Αν δράσει ως πρόσωπο της τραγωδίας, ακυρώνει την Ιστορία. Στις κρυφές πτυχώσεις της Ιστορίας όπου παρεισφρέει η Τραγωδία, το βήμα του χρόνου παραμένει μετέωρο. Η λύση θα προέλθει όταν εμφανιστεί στη σκηνή με το στρατό του ο Νορβηγός νικητής και ο ιστορικός χρόνος επανακτήσει την ισχύ του. Τότε, το Φάντασμα ησυχάζει. Όταν το μπάσταρδο της Τραγωδίας, ο Άμλετ και η θλιβερή του ιστορία, μετατραπεί σε μυθιστορία την οποία ο πιστός φίλος του Οράτιος είναι πρόθυμος να αφηγηθεί και ο νικητής της Ιστορίας Φόρτινμπρας ανυπόμονος να ακούσει: «Ας σπεύσουμε να την ακούσουμε και ας προσκαλέσουμε τους πιο υψηλόφρονες να την ακροαστούν μαζί μας» (V.ii.397-8). Η «συμβολική τάξη του Πατρός» πάντα σπεύδει να αποκαταστήσει τη διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και το ως εάν της μυθοπλασίας. Σε αντίθεση, η μυθοπλασία έρχεται να απομυθοποιήσει το ως εάν της «πραγματικότητας» που κατασκευάζει η Ηγεμονία και ν’ ανοίξει τη δίοδο για την ανατρεπτική εμφάνιση του πραγματικού. Παράδειγμα, τα λόγια του Μεγάλου Δούκα, στο Όπως σας αρέσει του Σαίξπηρ, που οδηγούν την αξιωματική διάκριση της Ηγεμονίας στην άβυσσο του αντικατοπτρισμού: Αυτό το οικουμενικό, τεράστιο θέατρο, Παρουσιάζει φαντασμαγορίες πολύ πιο θλιβερές από ετούτη Τη σκηνή εδώ όπου υποκρινόμαστε εμείς (III.vii. 136-8).
Ο κατ’ εξοχήν τρόπος «διαφυγής» της λογοτεχνίας από το Νόμο, ήταν η γεωγραφική μετατόπιση των εγχώριων σκανδάλων και των ενεχομένων Μεγιστάνων «στα ξένα». Διόλου τυχαία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η μήτρα της Διαφθοράς εντοπίστηκε από τη λογοτεχνία στον ευρωπαϊκό Νότο
Αυτή την παγκοσμιοποίηση του Θεάτρου, όπου οι Αρχές συγγράφουν το Έργο, το σκηνοθετούν και μοιράζουν τους ρόλους κατά βούληση, μετατρέποντας έτσι τους πολίτες σε παθητικούς υποκριτές, ενώ οι Αρχές παρακολουθούν από τα θεωρεία την παράσταση ως θεατές, η εντόπια θεατρική σκηνή, ως τόπος του πραγματικού, έρχεται να την υποσκάψει και να στρέψει το βλέμμα των θεατών από το θλιβερό, φαντασμαγορικό θέαμα της υποδούλωσης, στη θέαση της ελευθερίας τους: «Κρίνω τον κόσμο αυτό θέατρο αλγεινό, αφού εντός του παίζω ένα ρόλο αντίθετο στη θέλησή μου», δηλώνει η Δούκισσα του Μάλφι.ii Η παραπάνω παρέκβαση κρίθηκε πως ίσως δεν είναι άσχετη ως προς το κυρίως θέμα μας. Γατί, σε τελευταία ανάλυση, η «δαιμονοποίηση του Νότου» εντάσσεται στη στρατηγική εκείνη που υιοθέτησε η Ηγεμονία ώστε το αυταπόδεικτο της διάκρισης πραγματικότητα/μυθοπλασία να μην τίθεται σε αμφιβολία, και οι διαβιούντες εντός του «οικουμενικού θεάτρου», να συμμετέχουν ανίδεοι στις «θλιβερές φαντασμαγορίες» της Ιστορίας. Ωστόσο, πέρα από την ιδεολογική διαχείριση της «αλήθειας», που καθόριζε τα όρια μεταξύ του «συμπεριλαμβανομένου» και του «αποκλεισμένου», αυτή η «αλήθεια» για την αλήθεια δεν αρκούσε ώστε να επιφέ-
ρει τα επιθυμητά αποτελέσματα παραδοχής. Χρειάστηκε να υποστηριχθεί και από ποινικά μέτρα εναντίον των τολμηρών εκείνων που τυχόν θα αμφισβητούσαν και θα παραβίαζαν τα θέσφατα. Ένα τέτοιο μέτρο, που αποφασίστηκε από το αγγλικό Δίκαιο, ήταν το αδίκημα του Scandalum Magnatum (Σκάνδαλο Μεγιστάνων). Αυτό, αφορούσε στη διάδοση σκανδάλων και τη συκοφαντία διακεκριμένων μελών της εξουσίας. Λόγια ή γραπτά που αμαύρωναν την υπόληψη Λόρδων, Δικαστών, Επισκόπων, Συμβούλων και Κυριών της Αυλής, επέσυραν ανελέητες ποινές για τον παραβάτη που είχε την τόλμη να εισδύσει ως θεατής στις πτυχώσεις του απαγορευμένου θεάματος. Η σύσταση αδίστακτων Αρχών Λογοκρισίας ήταν ένα άλλο μέτρο που φρόντιζε για την υπακοή. Όπως ήδη είδαμε, ο κατ’ εξοχήν τρόπος «διαφυγής» της λογοτεχνίας από το Νόμο, ήταν η γεωγραφική μετατόπιση των εγχώριων σκανδάλων και των ενεχομένων Μεγιστάνων «στα ξένα». Διόλου τυχαία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η μήτρα της Διαφθοράς εντοπίστηκε από τη Λογοτεχνία στον ευρωπαϊκό Νότο. Το γεγονός ότι η γεωγραφική αυτή επιλογή τύγχανε της απόλυτης έγκρισης των Αρχών, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: η «μετατόπιση» αυτή ενδυνάμωνε τη αυ-
στηρό ιδεολογικό και ποινικό έλεγχο, από την νόμιμη αυτή «έξοδο» κατάφερναν να διαφεύγουν ανατρεπτικά μηνύματα! Πέρα από την κρατική διαχείριση και τον έλεγχο του θέματος και του θεάματος, η επιλογή των συγκεκριμένων χωρών του Νότου από τους θεατρικούς συγγραφείς δεν ήταν, όπως προαναφέραμε, διόλου αυθαίρετη και τυχαία. Προϋπέθετε ένα ιστορικό υπόβαθρο πραγματικών σκανδάλων που διαδραματίζονταν στις πτυχώσεις της αγγλικής ιστορίας. Έτσι, στην περίπτωση της Ιταλίας, όπως αφήνει να εννοηθεί η Ιστορία, αν ο Πάπας είχε τη θεσμική δυνατότητα, ή ακόμα τη διπλωματική ευστροφία να αναζητήσει περισσότερα «παραθυράκια» προκειμένου να ικανοποιήσει τα σκανδαλώδη διαζύγια που του ζητούσε ο Ερρίκος ο 8ος και δεν τον είχε αφορίσει, είναι πολύ πιθανό η Αγγλία να είχε παραμείνει πιστή στον Καθολικισμό, η Ιταλία να μην είχε ποτέ επιλεγεί ως το διεφθαρμένο άλλο της άσπιλης, προτεσταντικής Αγγλίας και ο Σαίξπηρ να μην είχε γράψει ποτέ την Διάσημη Ιστορία της Ζωής του Βασιλιά Ερρίκου του Όγδοου! Η Ιταλία, αν και δεν πρωταγωνιστούσε πια στην πολιτική ζωή της Αγγλίας, συνέχισε να προσφέρεται ως ηθική αλληγορία του γεωγραφικού χώρου στην Τραγωδία. Η Ιστορία, ωστόσο, φρόντισε ώστε να εμφανιστεί στη σκηνή της μια νέα, κολάσιμη πρωταγωνίστρια του Νότου: η Ισπανία. Θα συνεχίσω τη μεθεπόμενη Κυριακή i Βλέπε: Τζίνα Πολίτη, «Liber Mundi-Theatrum Mundi», Ο Πολίτης, Τεύχος 93, Οκτώβριος 2001. ii John Webster, The Duchess of Malfi, IV, i.