Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 550
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
7 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Απελπισία και φόβος νας λόγος δίχως πρώτα να αναζητηθεί το αντικείμενο της απεύθυνσής του, που δεν μπορεί παρά να είναι μια συγκροτημένη ή υπό συγκρότηση κοινωνική, ταξική συμμαχία, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη απόφανση δεν είναι τελείως αβάσιμη. Χρειάζεται, όμως, πρώτα, μια θεμελιακή κίνηση: η αριστερά οφείλει να αποφασίσει, και μάλιστα επειγόντως, να χαράξει τη διαχωριστική γραμμή, όχι ακολουθώντας ασθμαίνουσα τον αντίπαλο, αλλά παράγοντας η ίδια μια διάκριση.
Εν προκειμένω, η αριστερά δεν μπορεί παρά να υποδαυλίζει τη «φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία»(Θωμάς Γκόρπας). Ώστε αυτή από αντίπαλος να γίνει σύμμαχος, κι ο φόβος να αλλάξει στρατόπεδο. Οτιδήποτε λιγότερο είναι σχεδόν τίποτα. 1 Το Κεφάλαιο, τ. Α’, Σύγχρονη Εποχή, χχ, σ. 739 2 «‘Ρεαλιστές’ και ‘αιθεροβάμονες’», στο Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια. Ασκήσεις λογικής, Ύψιλον, Αθήνα 2002, σ. 35.
Το πρόσφατο, πολυσέλιδο αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», τώρα και σε βιβλίο
ÃÄ¢ÈÊÙ ÑÙ ÎÃÕËÍÀÙ ÍÃË ÏÑÐÖ½ÔÐ ÕÏËÑÙ ÎÎÊÐËÍÀÙ ÍÃË ÒÃÉÍÀ ÂÎÉÃÔÊÙ ÇÒËϽÎÇËà ÓÕÖÃÙ Ñ
Ï
λωση, ο φόνος μετά ληστείας, με δυο λόγια η βία. Στην ήπια όμως πολιτική οικονομία, επικρατεί ανέκαθεν το ειδύλλιο. Το δίκαιο και η ‘εργασία’ ήταν ανέκαθεν τα μοναδικά μέσα πλουτισμού, εξαιρώντας φυσικά κάθε φορά τον ‘φετινό χρόνο’» (Καρλ Μαρξ)1. Αυτή η φράση, που αξίζει όσο τα άπαντα όλων των καναδών δημοσιογράφων, επαληθεύεται διαρκώς μπροστά στα μάτια μας. Στη «Μεγάλη Χωματερή» (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος)2, ο κόσμος της εργασίας χάνει τη μια μάχη μετά την άλλη, τις κατακτήσεις δεκαετιών, όσα ψιχία δικαιωμάτων κατόρθωσαν να αποσπάσουν γενιές ολόκληρες. Και κάπως έτσι, διαβάζουμε στις εφημερίδες για την «νέα ανακάλυψη»: με ποιον τρόπο οι άνεργοι θα γίνουν αόρατοι από τις στατιστικές, αφού πρώτα απώλεσαν την ανθρώπινη υπόστασή τους και εξωθήθηκαν στην κοινωνική αφάνεια. Σε έναν τόπο όπου η τετράωρη εργασία μιας «εμφανίσιμης νέας» κυμαίνεται γύρω στα 220 ευρώ τον μήνα, πρόκειται να θεσμοθετηθεί η λεγόμενη «μικροεργασία» (mini job), στην οποία απασχολούνται σήμερα 7,8 εκατομμύρια γερμανοί, και η «εργασία του 1 ευρώ την ώρα» (1 euro job). Η «νέα ανακάλυψη» έχει πολλά «θετικά», διαβάζουμε. Καταρχάς, πέφτουν διαρκώς τα ποσοστά ανεργίας, αφού πλέον ακόμα και όσοι εργάζονται για 1 ευρώ την ώρα δεν θεωρούνται άνεργοι. Έπειτα, τα κρατικά κονδύλια δεν δίνονται πια στους ανέργους, μέσω του ΟΑΕΔ, αλλά στην «υγιή επιχειρηματικότητα», δημιουργούνται θέσεις εργασίας προσωρινής απασχόλησης (με εργαζομένους που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας), καθιερώνεται μισθός 350 ευρώ τον μήνα χωρίς φορολογία και χωρίς παράλληλα την καθιέρωση ανώτατου ορίου ωρών εργασίας την εβδομάδα, ενώ οι κανονικές δουλειές «σπάνε» σε δουλειές μερικής απασχόλησης, αφού οι εργοδότες, συν τοις άλλοις, πληρώνουν για τα mini-jobs αισθητά λιγότερες εισφορές (ή και καθόλου). Πέρα από την οικονομική εξαθλίωση υπάρχει και η φυσική υποδούλωση, εφόσον ο εργαζόμενος οφείλει να είναι πάντα στη διάθεση του εργοδότη του, να είναι διαθέσιμος και εκτός του «βασικού» ωραρίου, να εργάζεται παραπάνω όποτε τον χρειάζεται για υπερωρίες, με ωράριο που δεν καθορίζεται καν, αλλά «προκύπτει» από τις ανάγκες της αγοράς. Σαν να ηχούν οι καμπάνες των εργοστασίων μέσα στη νύχτα της βικτωριανής Αγγλίας, τις οποίες νομίζαμε πως είχαμε εξωθήσει για πάντα στη μακρινή Κίνα. Η εργασία «του ενός ευρώ», πάλι, προσφέρεται ιδίως σε μακροχρόνια ανέργους: πληρώνονται με 1 ευρώ την ώρα για εργασία έως 30 ώρες την εβδομάδα για διάστημα 6 μηνών, οι θέ-
ÎÃÕËÍÀÙ
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ - ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
ÃÄ¢ÈÊÙ
Διότι τα πρώτα δεν έχουν να πουν ή να αποκρύψουν τίποτα περισσότερο από όσα ήταν από καιρό γνωστά (ή, μάλλον, που θα έπρεπε να είναι γνωστά): «Στην πραγματική ιστορία, τον πρώτο ρόλο τον παίζουν η κατάκτηση, η υποδού-
σεις εργασίας υπενοικιάζονται σε εταιρείες-εργολάβους (οι συνήθεις ΜΚΟ) που προωθούν τους εργαζόμενους σε θέσεις εργασίας «κοινωφελούς σημασίας», οι οποίες δεν καλύπτουν «κανονικά» αμειβόμενες θέσεις. Στην Ευρώπη, ο άνεργος δεν έχει καν το δικαίωμα να αρνηθεί τη θέση «εργασίας», αφού κινδυνεύει να χάσει μέρος του επιδόματος ανεργίας (το οποίο δίνεται ως συμπλήρωμα μισθού) ή άλλα προνομιακά επιδόματα. Αλλά, βέβαια, όταν στη Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων φτάνει το 70%, δύσκολα φαντάζεται κανείς αρνήσεις. Κι «εμείς»; Πολύς λόγος γίνεται, τώρα τελευταία, για μια «απουσία», ή για μια έλλειψη: λέγεται πως η αριστερά δεν έχει ένα «αφήγημα» ή μια «αφήγηση» να αντιπαραβάλλει στους τρέχοντες κοινούς τόπους του μνημονιακού στρατοπέδου, και ότι, ακριβώς εξαιτίας αυτού του κενού, η αριστερά δεν πείθει, δεν συνεγείρει, δεν σαγηνεύει. Αφήνοντας κατά μέρος το λογικό (και πολιτικό) άλμα που προϋποθέτει η συγκεκριμένη απόφανση, το γεγονός δηλαδή ότι αιτείται έ-
PD ÇÍÆÀÕÇËÙ
Ο πιο ισχυρός αντίπαλος της αριστεράς δεν είναι ούτε τα μέσα μαζικής εξαπάτησης ούτε οι κάθε λογής μνημονιακές μονταζιέρες, αλλά η διάχυτη απελπισία.
ΓΡΑΦΟΥΝ: Αθηνά Βογιατζόγλου, Κώστας Βούλγαρης, Σπύρος Λ. Βρεττός, Δημήτρης Δημηρούλης, Αλέξης Ζήρας, Μαρία Κούρση, Τζέιμς Μέρριλ, Αλέξανδρος Μηλιάς, Παναγιώτης Νούτσος, Ευτυχία Παναγιώτου, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εύη Προύσαλη, Άλκης Ρήγος, Στέφανος Ροζάνης, Βασίλης Ρούβαλης, Σάκης Σερέφας, Θωμάς Τσαλαπάτης, Σταυρούλα Τσούπρου, Μαρία Χατζηγιακουμή, Μαρία Ψάχου Εκδόσεις (.poema..) editor@e-poema.eu | www.e-poema.eu
ÒÂÔÑÙ ÔÇÖÖÀÙ ÓÕÖÃÙ ÑÂÎÉÃÔÊÙ ×ÊТ ÑÉËÃÖÜÀÉÎÑÛ ÃÔ¿Ã ÑÂÔÕÊ Ù ¾Ôà ٠½ÌÊ Î ÊÙ ÊϾÖÔÊÙ ÊÏÊÔÑÂÎ ÖÊÙ £ÑÂÖÕÑÙ ÉËÓ ÃÐà ٠ÎË¢ Ê ÐÆÔÑÙ ¨Ü½ËÏÙ ½ÔÔËΠνÌà ÂÊ ÔÑÂÕÃÎÊ Û É¿Ñ ÇØÔ ÓÕÖÃÙ ÃÒÃÉ ÄÃÎÊÙ ÛÖÛÚ¿Ã ÃÐÃÉËÓÖÑÛ ¦Ñ ÊÙ Õ¿Î ÐÑÙ ¦ÑÜ¢ÐÊÙ Ã ¯ÎÍÊÙ ¦¾ÉÑÙ Ö½Èà ÔÑÂÎà ¨ÕÑÂÒÔÑÛ ÖÃÛ Ù ¢ÖÊ ÎÃÒ ¨Õà ¢Ù ¢ÍÊÙ ÇÔ½ÈÃÙ ØÏ Ï¾ ÃÔ¿Ã ¢ÚÑÛ ÃÔ¿Ã ®ÃÖÜÊÉËÃÍÑÛ
ÆÀ
Ù x ÈËÎÑÎÑÉËÍ¢
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ για όλη την Ελλάδα και την Κύπρο: Βιβλιοπωλείο «Λεμόνι», Ηρακλειδών 22, Θησείο, τηλ. 210-3451390
Η ΑΥΓΗ • 7 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013
26
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Γράφοντας αναζητεί ερείσματα γραφής... ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, Το ωραίο ατύχημα, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 220
μες του αφηγητή. Οι 22 «ιστορίες» του βιβλίου συντίθενται και οργανώνονται λεκτικά κατά τη διάρκεια της γραφής τους και καθ’ υπαγόρευσιν της γλώσσας, η οποία αφηγείται και, συγχρόνως, καταθέτει την αγωνία της να ανταποκριθεί στις αφηγηματικές προθέσεις του αφηγητή· πράγμα ιδιαιτέρως περίπλοκο -παρά την επικρατούσα επιφανειακή αταραξία-, αν σκεφτεί κανείς ότι, συχνά, τα κεντρικά πρόσωπα των ιστοριών του Γουδέλη είναι ο «άλλος» που γίνεται αφηγούμενος ο ίδιος ο αφηγητής. Πρόσωπα, σε τελευταία ανάλυση, πλασμένα από υλικά παλιών και νέων «παλίμψηστων» αφηγήσεων. Προσεγγισμένα έτσι, που να δημιουργείται στον αναγνώστη η ψευδαίσθηση ενός ακένωτου βάθους, ενώ στην πραγματικότητα δεν φωτίζονται παρά μόνο κάτι φευγαλέες και, με την επισφάλεια του ονείρου, επιφανειακές εκφάνσεις σκέψεων και αισθημάτων τους. Όπως έχει αποδείξει στην εικοσιπεντάχρονη συγγραφική του παρουσία, ο Τάσος Γουδέλης είναι λάτρης της σκιάς και του φευγαλέου· σχεδόν απεχθάνεται τη συγκεκριμενοποίηση του όποιου υλικού τον κινητοποιεί αφηγηματικά. Το συγκεκριμένο είναι κάτι που τον φοβίζει, καθώς μόνο μέσα και χάρη στο «μετέωρο» μπορεί και κινείται με σχετική ασφάλεια στο πεδίο της αφήγησης. Μοιάζει να αισθάνεται, να φοβάται μάλλον, ότι ακολουθώντας την ευθεία οδό θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη φθορά της πραγματικότητας, οπότε προτιμά να κινηθεί και να δράσει αφηγηματικά «μέσα στο αδιάσειστο της φαντασίας». Εκεί που τα πρόσωπα, τα πράγματα και οι καταστάσεις περιβάλλονται από την αχλή απροσδιόριστων ψιθύρων ή μιας ομιλούσας σιωπής, απροσπέλαστης και ακατανόητης από τους ανυποψίαστους, τους συνηθισμένους στην ευθεία αναγνωστική πορεία, από αυτούς που προτάσσουν την κατανόηση της αναγνωστικής ηδονής. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα συγγραφέα μονίμως αλλά με σύνεση τηρώντας τους κανόνες του λογοτεχνικού παιχνιδιού- πειραματιζόμενο -με έναν συγγραφέα που ακόμη και γράφοντας αναζητεί ερείσματα γραφής.
Η ιδιοτυπία του διηγηματογράφου Τάσου Γουδέλη οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στον διπλό ρόλο που διαδραματίζει η γλώσσα στις ιστορίες του, αφενός υποδυόμενη το υπάκουο στους κανόνες του συντακτικού και της γραμματικής μέσο της αφήγησης και αφετέρου στρεβλώνοντας το νόημα ή συμβάλλοντας στη διάχυσή του, παρά το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές ο εναυσματικός βιωματικός-θεματικός πυρήνας παραμένει απρόσβλητος. Μπορεί πειθήνια να τίθεται στη διάθεση του αφηγητή, επίβουλα προσφέροντάς του τις πλέον εύκαμπτες, ενίοτε σαγηνευτικά παραπλανητιΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
κές, περισπαστικές εκδοχές της, δεν παύει ωστόσο να επιδεικνύει με ναρκισσιστική νωχέλεια και την ικανότητά της να διατηρεί τη νοηματική της αυτάρκεια και ταυτόχρονα να ιστορεί ή να υπαινίσσεται, σχεδόν ανταγωνιστικά, τις περιπέτειές της στην τύρβη της καθημερινότητας και στους σκοτεινούς διαδρόμους του ονείρου και του υποσυνείδητου. Πρόκειται για μία γλώσσα πρόσφορη για τη συστηματικά και με την επιστράτευση μεθόδων του μαγικού ρεαλισμού- επιδιωκόμενη από τον αφηγητή απόδοση μετέωρων καταστάσεων, καθώς και για τη σύλληψη και ακινητοποίηση παράδοξων και φευγαλέων, στην πλειονότητά τους, εκδοχών της πραγματικότητας. Πρόσφορη, ακόμα, για τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας, στα στρώματα της οποίας μεγιστοποιείται το ενδεχόμενο της υποβολής, το παράδοξο γίνεται οικείο και, κυρίως, λύνονται ή εξευμενίζονται οι «κόμποι» της τρέχουσας παλιάς ή νεωτερικής- αφηγηματικής λογικής, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για προφανείς αλλά και για αδιόρατους συνειρμούς· για συνειρμούς που είναι απόρροια μιας αδιατάρακτης σύζευξης -συνειδητής ή ασυνειδητοποίητης αδιάφορο- πραγματικών και αναγνωστικών βιωμάτων που, σε τελευταία ανάλυση, δεν διαφέρουν, αφού τα πρώτα μοιάζει να είναι διαπερασμένα από μνήμες αναγνωστικές και τα δεύτερα δρουν εμπλουτισμένα από ατομικές και συλλογικές μνή-
ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΜΑΖΗΣ, Μεταθεωρητική κριτική διεθνών σχέσεων και γεωπολιτικής: Το νεοθετικιστικό πλαίσιο, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 895 Είναι οι Διεθνείς Σχέσεις επιστήμη; Μπορεί να υπάρξει Θεωρία Διεθνών Σχέσεων; Κατά πόσον οι διεθνολόγοι «νομιμοποιούνται» επιστημονικά να κάνουν προβλέψεις για την εξέλιξη των διεθνών δρώμενων; Πόσο νόημα από επιστημολογικής άΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΡΙΒΑ
ποψης έχει η συζήτηση περί της ορθότητας των «ρεαλιστικών» ή των «ιδεαλιστικών», «φιλελεύθερων» ή όποιων άλλων θεωριών περί διεθνών σχέσεων; Σε αυτά και σε πολλά άλλα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει με το νέο του βιβλίο ο καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ι. Θ. Μάζης. Ο συγγραφέας επιχειρεί μια τόσο σύνθετη και de profundis προσέγγιση αναφορικά με τη ίδια τη δομή και τη φιλοσοφία κατασκευής των γνωστικών εργαλείων με τα οποία η διεθνολογική κοινότητα προσπαθεί
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Διεθνείς σχέσεις να αναγνώσει τη λειτουργία του παγκόσμιου συστήματος. Ο Ι. Θ. Μάζης συγκροτεί συστηματικά τα θεμέλια του έργου του, ξεκινώντας από τη διεξοδική ανάλυση της ίδιας της φιλοσοφίας της επιστήμης και της σημασιολογικής και επιστημολογικής οντολογίας του όρου της «Θεωρίας» και οργανώνει την κριτική του στο πεδίο του μεταθετικισμού. Μέσα από τη φιλοσοφία της επιστήμης ο Μάζης καταδεικνύει την κατάχρηση από τους διαφόρους θύλακες της επιστημονικής διεθνολογικής κοινότητας της εννοίας της «Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων», της εννοίας του κουνιανού «Παραδείγματος», επιχειρηματολογεί για την οντολογική αστοχία της αντίστοιχης «Γενικής Θεωρίας» και αποδομεί το σύνολο των τρεχουσών αντιλήψεων περί «επιστημονικής» εφαρμογής των διαφόρων διεθνολογικών θεωριών. Με βάση το ποπεριανό αξίωμα ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει επιστημονική θεωρία χωρίς το κριτήριο της διαψευσιμότητας ο συγγραφέας προβάλει την ανάγκη της προβλεπτικότητας, από κάθε διεθνολογική έρευνα που θέλει να αυτοχαρακτηρίζεται ως επιστημονική. Η λογική αυτή καταρρίπτει την μέχρι
σήμερα πρακτική των κέντρων παραγωγής διεθνολογικού στοχασμού η οποία χαρακτηρίζεται από τη βολική συνήθεια παράθεσης πολλαπλών -και αντικρουομένων συνήθως, μεταξύ τους- «σεναρίων» με πολυσυλλεκτικό και επιστημολογικά εκλεκτικιστικό χαρακτήρα. Εκλεκτικισμό, ο οποίος αποτελλεί μία θεμελιώδη θεωρητική αδυναμία οπιασδήποτε επιστημονικής μεθόδου. Στο βιβλίο προτείνεται η χρήση των επιστημολογικών κριτηρίων του ώριμου ποπεριανισμού και της λακατιανής ορθολογικής λειτουργικότητας. Έτσι επιχειρείται να υπάρξει η δυνότητα προβλεψημότητας στις θεωρίς των διεθνών σχέσεων. Ο Μάζης συγκροτώντας την μορφοτυπική συστημική γεωπολιτική ανάλυση πάνω σε Λακατοσιανά πρότυπα προχωρεί σε προτάσεις μέσω του αναλυτικού εργαλείου της σύγχρονης γεωπολιτικής ανάλυσης. . Η προσέγγιση του Μάζη δεν είναι ασαφώς θεωρητική. Αντιθέτως, προτείνει ως βασικό εργαλείο ανάλυσης την Ασαφή Λογική (fuzzy logic), ορίζει τύπο ποσοτικού υπολογισμού της γεωπολιτικής ισχύος και προσδιορίζει την έννοια των γεωπολιτικών δεικτών και
της χρησιμότητάς τους στην ανάλυση των διεθνών φαινομένων. Πάνω σε αυτά τα ποσοτικά θεμέλια στηρίζει τη δική του μορφοτυπική μεθοδολογία προσέγγισης, ερμηνείας και πρόβλεψης των διεθνών εξελίξεων. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με Παράρτημα δικών του θεωρητικών κειμένων περί διάκρισης μεταξύ γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής, όπως και μιας κριτικής της λεγόμενης «κριτικής σχολής της γεωπολιτικής» αλλά και απαιτητικά μεταφρασμένων θεμελιωδών επιστημολογικών κειμένων του Τομας Κούν, του ‘Ιμρε Λάκατος, του Κένεθ Γουώλτς, του Τζόν Βάσκεζ, του Μπάρκνταλ, κ.λπ. με την επιστημονική επιμέλεια και τον σχολιασμό του ίδιου του συγγραφέα. Ο Πρόλογος του Ομότιμου Καθηγητή της Φιλοσοφίας του ΕΜΠ και πρώην Υπουργού Πολιτισμού στην Οικουμενική Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Δημήτρη Νιάνια (δασκάλου του συγγραφέα στη Φιλοσοφία και την Ιστορία των Ιδεών στο ΕΜΠ), είναι ένα έργο τέχνης του λόγου και της πλατωνικής σκέψης. Τιμά τον μαθητή ο οποίος τίμησε τον Δάσκαλο αφιερώνοντάς του το ογκώδες και σημαντικό τούτο πόνημα.
Ο Κώστας Γρίβας είναι δρ Γεωπολιτικής
Η ΑΥΓΗ • 7 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
47
3
Εικόνες ποιητικές ΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Στίχοι στο Καβαλέτο. Ζωγραφική και ποιήματα, εκδ. Τέχνης Οίστρος, σελ. 300 Ποιήματα προορισμένα, εκμεταλλευόμενα την κρυπτικότητά τους, να λειτουργούν πολυεπίπεδα, σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένα να υποκύψουν στην «ερμηνεία» ενός ζωγράφου και να ενσαρκωθούν, αποκτώντας οπτική αποτύπωση; Ασχέτως της καταδεκτικότητάς τους να ξεδιπλώσουν πτυχές του είναι τους, ο ζωγράφος Νίκος Οικονομίδης τα υιοθετεί και τα οδηγεί στοργικά σ’ έναν νέο κόσμο, σεβόμενος την ελευθερία και την αναπνοή τους, χωρίς να προξενεί ασφυξία περιχαρακώνοντάς τα. Βαρβέρης, Δαββέτας, Ελευθερίου, Κοντός, ΚουΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΡΟΥΜΠΑ
τσούνης, Μαρκόπουλος, Νιάρχος, Πασχάλης και Φωστιέρης εμπιστεύονται ποιήματά τους στο καβαλέτο του Οικονομίδη, συνδημιουργώντας το πολύτιμο λεύκωμα «Στίχοι στο Καβαλέτο». Το άπλωμα των ποιημάτων στον ζωγραφικό καμβά ίσως απειλεί να εγκλωβίσει την άυλη σκέψη σε δύο διαστάσεις. Τούτο όμως δεν συμβαίνει διόλου με τις «αναγνώσεις» του Οικονομίδη. Η αποτύπωση στη δισδιάστατη επιφάνεια συνυπάρχει με τη διάθεση του τελικού ζωγραφικού αποτελέσματος να ξεκολλήσει απ’ τον καμβά, να σηκωθεί, να γίνει τρισδιάστατο. Κι η τάση αυτή δεν σχετίζεται με ζωγραφικές τεχνικές απόδοσης των τριών διαστάσεων, όπως της προοπτικής· κάθε άλλο. Σχετίζεται με τη θεματολογία των πινάκων, μα και με τα ζωγραφικά υλικά του Οικονομίδη, που καθιστούν το έργο του ανάγλυφο. Την ίδια λειτουργία υπηρετεί και η απόδοση του ζωγραφικού θέματος σε περισσότερους από έναν καμβάδες, που στέκονται συμπληρωματικά ο ένας πλάι στον άλλο και γεμίζουν τον χώρο. Αν για τον χαρακτηρισμό πολλών καλλιτεχνημάτων του Οικονομίδη επιστρατευόταν ο όρος «τρίγλυφα», δεν θα ‘πρεπε να προσλαμβάνεται σε καμία περίπτωση μεταφορικά: κυριολεκτεί απολύτως. Οι ανάγλυφες αποτυπώσεις του Οικονομίδη δεν επιτυγχάνονται μόνο χάρη στα «τρίγλυφά» του, μα και χάρη στα υλικά που χρησιμοποιεί. Κομμάτια χαρτί τίθενται το ένα πάνω στο άλλο προσδίδοντας όγκο στο ζωγραφικό έργο, υπηρετώντας ταυτόχρονα και το περιεχόμενο των οπτικοποιημένων ποιημάτων. Τα αλλεπάλληλα επιθέματα του Οικονομίδη στον πίνακα που εμπνέεται από το ποίημα «Υποψίες περί τα όργανα της τάξεως» του Γιάννη Βαρβέρη, συνθέτουν συμβολικά τη μηχανή των συνεργαζόμενων ζωτικών οργάνων του ανθρώπινου οργανισμού. Αλλού το «κυματιστό» γκοφρέ χαρτόνι αξιοποιείται προς μια ευρηματική αποτύπωση υδάτινων -και όχι μόνο- αντανακλάσεων. Ακόμη και οι ζωγραφικές επιλογές του Οικονομίδη συμβάλλουν στην εντύπωση του ανάγλυφου έργου. Ο καπνός του βαποριού, καθώς αποκολλείται από το σχεδιαστικό του πλαίσιο, δραπετεύει προς την τρίτη διάσταση του ύψους. Η εικαστική αποτύπωση της ποιητικής αίσθησης, μέσα από την αφαίρεση με την οποία επιχειρείται, κατορθώνει, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, να κρατιέται κοντά στην ποιητική πρόθεση, εφόσον δεν περιορίζει την πολυσημία των ποιημάτων. Οι συχνά απροσδιόριστες μορφές του Οικονομίδη υπηρετούν την πολυεπίπεδη εκπομπή μηνυμάτων. Ανακαλούν όμως και μια παιδικότητα, μια αθωότητα, θυμίζοντας παιδικές ζωγραφιές που αδυνατούν να αποτυπώσουν με ακρίβεια το θέμα τους, και το θολώνουν σαν να κυλιούνται στις λάσπες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Οι ποιητικοί προβληματισμοί ενσαρκώνονται μέσω ποικίλων ιδεών αποτύπωσης. Η πνιγηρή πόλη αναλύεται στις ασαφείς μορφές και τις γκρίζες κλίμακες της ασφάλτου και του νέφους. Ο μαραζωμένος ψυχισμός περιφέρεται, θαρρείς, στον ασπρόμαυρο εφιάλτη παλιάς κινηματογραφικής ταινίας τρόμου. Το δελτίο εξαφάνισης επιχειρεί να χαρτογραφήσει την απώλεια σε παράλληλες γραμμές, οριζόντιες και κάθετες, οι οποίες θυμίζουν γεωγραφικούς μεσημβρινούς και παραλλήλους, ταγμένους στην απόπειρα του εντοπισμού. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Οικονομίδη δεν εξαντλείται
στη συνομιλία με τα έργα των ποιητών του. Οι ζωγραφικοί πρόγονοι είναι παρόντες, μα όχι στην απλή στείρα μίμηση των τεχνικών τους, παρά σε ουσιώδη διάλογο. Οι κυβιστικές επιδράσεις, κυρίως από τον Πικάσο, στοχεύουν στην ανάδειξη θεμάτων μέσα από τον χωρισμό του πίνακα σε τομείς. Ο άντρας που ατενίζει τον ορίζοντα στεκόμενος στο μεταίχμιο του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου ενός σπιτιού (Μάνος Ελευθερίου, «Σε λυπήθηκαν τα πράγματα»), τοποθετημένος ο μισός πίσω από τον εξωτερικό τοίχο της οικίας κι ο άλλος μισός μπροστά του, σχολιάζει τη μεταιχμιακή ύπαρξη, μοιάζοντας να κατάγεται από πίνακες του Μαγκρίτ που φιλοσοφούν επί υπαρξιακών πιθανοτήτων. Διάφανη αποτυπώνεται η ανθρώπινη μορφή κι όταν, σε φασματική κατάσταση, ορίζει ως προορισμό της τον Αχέροντα. Οι ζωγραφικές ενσαρκώσεις του Οικονομίδη όμως δεν επιθυμούν να περιχαρακώσουν ούτε τη ματιά του θεατή τους ούτε τα ποιήματα. Αν μέχρι ενός σημείου υλοποιούν τις ποιητικές ιδέες, από το ίδιο σημείο κι εξής τις προεκτείνουν. «Η μνήμη φωτογραφίζει ασπρόμαυρα» (Αντώνης Φωστιέρης), μα ο ζωγράφος έγχρωμα. Το χέρι που καλείται να κόψει το φρούτο (Γιάννης ΚοΈργο του Νίκου Οικονομίδη ντός, «Τα φρούτα και ο άνθρωπος») μπορεί και ν’ απλωθεί σαν σκιάχτρο προστατευτικό της καλλιέργειας. Η σχέση ποιήματος-ζωγραφικού πίνακα μεταστρέφεται. Το ποίημα παύει να είναι η αφορμή για τον πίνακα. Ο πίνακας παρέχει πλέον την αφορμή για νέα ποιήματα. Η εξαΰλωση της ζωγραφικής σε ι-
δέα συνιστά την εξέλιξη της τέχνης του Οικονομίδη σε αναστάσιμη.
Ο Γιάννης Στρούμπας είναι φιλόλογος
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
της απεργιακής κινητοποίησης βρέχει συνέχεια βρέχει και δε μπορούμε μια απεργία της προκοπής χωρίς ομπρέλες και βραχνούς τηλεβόες συνέχεια βρέχει σκυφτοί να μην μπαίνουν σταγόνες στα μάτια μην πουν πως δακρύσαμε λυγίσαμε κι ακόμα δεν άρχισε το πάρτυ στους δρόμους κάθε μέρα πιο πολλοί μ’ ότι έχουμε από σκεπάσματα χαρτόκουτα κι ένα ποτήρι για ψιλά όπως και να γραφτεί το ΠΕΙΝΑΟ φοβόμαστε κι ούτε μια απεργία η μάνα μου λέει μας κοστίζει φαΐ για τρεις μέρες ο πατέρας παλιός δεξιός πού να τρέχει συνέχεια βρέχει πονάει η φωνή μας τη χρωματίσαμε να δυναμώσει μα εκείνη τίποτα ψελλίζει μόνο τελευταία φωνήεντα σε συνθήματα έτοιμα
ούτε που τα πιστεύει πια έτσι για τη συνήθεια για την εκτόνωση και πάλι μέσα σαν τελετουργικό παλιό εκκλησιασμός την Κυριακή άοπλοι δον κιχώτες και προφανώς ο βασιλιάς είναι γυμνός και ΠΕΙΝΑΟ τόσο αλήθεια που άγονη πια και βρέχει συνέχεια βρέχει αν είχε ήλιο τουλάχιστο θα κάναμε τη βόλτα μας θα βλέπαμε και φίλους τα εργοστάσια έκλεισαν ποια απεργία η πόλη κοιμάται σιγά με τους κρότους σας τώρα που συνηθίσαμε τους πόνους απεργούμε απ’ τη ζωή κι όλο βρέχει Κατερίνα Ζησάκη
48
Η ΑΥΓΗ 7 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Λόγος και Θεωρία ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ, Καβουρηδόν και παραδρόμως. Μικρές σπουδές για το άθλημα της γραφής, Τόπος, Αθήνα 2013, σ. 349.
Η παρουσία του Δ. Δημηρούλη από τη δεκαετία του ‘80 και εξής έχει αφήσει ένα στίγμα χαρακτηριστικό, όπως χαρακτηριστική και η συνέπεια με την οποία θίγει με τόλμη συγκεκριμένα θέματα κομβικής σημασίας για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία και Φιλολογία. Στον παρόντα τόμο συμπεριλαμβάνονται ενδιαφέρουσες μελέτες, βιβλιοκρισίες, βιωματικά κείμενα, κείμενα πολεμικής, ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
γραμμένα την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, εκτός των «δύο από το μακρινό παρελθόν», όπως ο ίδιος παρατηρεί. Η συνύπαρξη αυτή, δίχως να αναιρεί την αξία του καθενός κειμένου ξεχωριστά ή του συνόλου, αφήνει να φανεί το προαναφερθέν στίγμα. Οι μελέτες δομούνται σε θεματικές ενότητες: Γλώσσα, Πεζογραφία, Ποίηση, Δοκίμιο-Κριτική και Θεωρία της Λογοτεχνίας. Στην πρώτη ενότητα ο συγγραφέας, ορμώμενος από μια μελέτη των εκδόσεων του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, θα αναφερθεί στον κομβικό ρόλο της γλώσσας στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και τον ρόλο της στη χάραξη πολιτικής από διάφορες ομάδες ή κόμματα. Αφού παραθέσει τα γνωρίσματα που συγκρότησαν το «ιδεολογικό υπέδαφος των συγκρούσεων» για τη γλώσσα, προχωράει με ειρωνικό τόνο στον γενικό σχολιασμό της όλης πολιτικής ιδεολογία που κρύβει ο σχολιασμός του θέματος της «ελληνικότητας». Συναφές με το θέμα είναι και το θέμα της μεταγλώττισης παλαιότερων κειμένων σε δημοτική ή παλαιότερων κειμένων σε δημοτική προς την καθομιλουμένη. Δεν υποστηρίζει την άποψη να μη γίνονται καθόλου μεταφράσεις, αλλά ούτε και να μεταφράζονται τα πάντα και δίχως το κείμενο να διατηρεί την ιδιαιτερότητά του. Για τον λόγο αυτό περισσότερο θέτει ερωτήματα. Η ανίχνευση του τριπτύχου Ροΐδης - Καβάφης - Σεφέρης σε σχέση με τη γλώσσα περικλείει όλη την περιπέτεια του σχετικού ζητήματος. Για τον πρώτο συνοψίζονται τα ήδη γνωστά περί εμμονών του Ροΐδη, στη μέθοδο και το ύφος, εκτός από τη γλώσσα με μια υποβόσκουσα αρνητική γνώμη για τον δογματισμό του. Σημαντική είναι η προβολή της διάκρισης που επιχειρεί ο Ροΐδης ανάμεσα στη Γραμματική και τη Ρητορική, η οποία θα μπορούσε (αν υπήρχε περισσότερος χώρος) να οδηγήσει τους μελετητές στην α-
ντίθετη εικόνα του Ροΐδη από αυτή που συνήθως παρουσιάζεται, περιλαμβανομένης και της παρούσας ανάγνωσης, του θετικιστή ταινικού στη μέθοδο. Η παρόμοια κατάσταση του Καβάφη και η σύγκριση με τον Ροΐδη είναι πολύ ενδιαφέρουσα αφού έχουμε συγκεκριμένες αναφορές οι οποίες θα μπορούσαν να είναι και περισσότερες. Η σύγκριση του Καβάφη με τον Ροΐδη μπορεί σίγουρα να δώσει πολλά χρήσιμα συμπεράσματα, κατά τη γνώμη του γράφοντος, ίσως περισσότερα από εκείνα της σύγκρισης του πρώτου με τον Παλαμά, όπως έκανε ο Beaton στην Εισαγωγή του. Για τον Σεφέρη και την στάση του απέναντι στους άλλους δύο της ομάδας, ο Δημηρούλης είναι από τους πλέον αρμόδιους να μιλήσει, αφού το έχει πράξει και άλλοτε με καίριο τρόπο. Ωστόσο, η εικόνα που αποκομίζει ο αναγνώστης για τον Σεφέρη είναι θετικότερη από εκείνες για τους άλλους. Η ενότητα για την πεζογραφία αρχίζει με μια ενδιαφέρουσα μελέτη περί μυθιστορήματος από τον 19ο αιώνα, με την επικράτηση του και την εμπορική μορφή, ως τον 20ό και τη «μαζική» μορφή του, ανιχνεύοντας επίσης και τη σχέση του με την τηλεοπτική παραγωγή. Στις επόμενες μελέτες εξετάζει την ταυτότητα (ή τον λεγόμενο «θάνατο») του συγγραφέα, τις τεχνικές της νεοτερικότητας και της μετανεοτερικότητας σε είδη (π.χ. ημερολόγιο και μυθιστόρημα) ή συγγραφείς, Έλληνες και ξένους (π.χ. Πίντσον, Πάνου, Βιζυηνός κ.λπ.). Η ενότητα για την ποίηση ξεκινά με την αμφισβήτηση της «βαριάς σκιάς» του Παλαμά, ένα ερώτημα (ή μάλλον ερωτήματα) για τους παγιωμένους μύθους της Ιστορίας της Λογοτεχνίας και της Κριτικής μας, αλλά και τον τρόπο αξιολόγησης των έργων μέσω του μύθου παρά ως έργα καθαυτά. Μετά το σχήμα του Δημαρά θίγεται και η σαββιδική αποκατάσταση του Ρίτσου με εξωλογοτεχνικά περισσότερο κριτήρια. Κάτι ανάλογο εντοπίζει και σε παλιότερους κριτικούς, όπως ο Μητσάκης, που αντέδρασαν στη δημιουργία των «μύθων» εν τη γενέσει τους και θα μπορούσαν σήμερα να αναγνωστούν ως
βοηθητικά εργαλεία για την απομυθοποίηση των συγγραφέων όπως ο Παλαμάς. Το τρίτο κείμενο είναι το μόνο που αφορά ξένο συγγραφέα και μάλιστα θεωρητικό, τον Χ. Μπλουμ, επαναφέροντας στο προσκήνιο όχι τόσο ή μόνο το έργο του θεωρητικού που προκάλεσε, αλλά και τη διαμάχη που είχε ο Δημηρούλης για τη μετάφραση του έργου τη δεκαετία του ‘80. Το κείμενο για τον Σεφέρη και τον Καρυωτάκη είναι σχετικό με τη θεωρία αυτή, λόγω της αναφοράς στην τάση των ποιητών να αποδεσμευτούν από τους προκατόχους τους παραμορφώνοντάς τους, αλλά ο βασικός στόχος είναι ο τρόπος με τον οποίο το φιλολογικό κατεστημένο διαιωνίζει «μύθους». Ο Δ. Δημηρούλης συνεχίζει έτσι και εδώ την προαναφερθείσα διαμάχη. Αξιοπρόσεκτα είναι και τα κείμενα σχετικά με την ίδια την υπόσταση της ποίησης στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Με αφορμή δύο συλλογές του Αρανίτση γίνεται αναφορά στη σχέση ποίησης και νέων τεχνολογιών, και την γενικότερη αλλαγή στην ίδια την υπόσταση της γραφής και της διάδοσής της, θέμα που θίγει και σε άλλες ενότητες του βιβλίου. Αναλόγως κινείται και στον ροϊδίζοντα δεκάλογο για την ποίηση. Η ενότητα για την κριτική αποτελείται από μικρά κείμενα ενίοτε παιγνιώδη, που αφορούν στην έννοια της κριτικής και του τρόπου εξάσκησής της. Εξαιρετικά μεστή, παρόλο το σύντομο χαρακτήρα της, είναι η παρουσίαση της «γραφής» του Ροΐδη, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει εξαιρετική εισαγωγή στον Ροΐδη, για κάποιον που δεν τον ξέρει καλά. Εξίσου σημαντική για τη σχέση της κριτικής με τη θεωρία μπορεί να χαρακτηριστεί και η εισαγωγή στη ρητορική του Νίτσε. Η τελευταία ενότητα, πιο εκτεταμένη από τις άλλες, περιέχει δύο αρκετά μεγάλες μελέτες πολύ παλιές (1982 και 1986), αλλά πάντα με ενδιαφέρουσες σκέψεις για το είδος της θεωρητικής σκευής που τότε ήταν πρωτοπόρο. Η θεωρία του Wittgenstein για τη γλώσσα αποτέλεσε βασικό εργαλείο για τους θεωρητικούς, όπως και οι θεωρίες του Auerbach, του Heidegger, του De Man και
του Derrida, για τις οποίες έχουμε συνοπτικές, αλλά καίριες στις παρατηρήσεις τους παρουσιάσεις. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει το πέρασμα από τη νεοτερικότητα στη μετανεοτερικότητα με τρόπο «ψηλαφητό», που θα έλεγε και ο Ροΐδης. Τα κείμενα Γ’ και Η’ αφορούν στην τύχη που είχε η θεωρία της λογοτεχνίας ως μεθοδολογικό εργαλείο στην Ελλάδα και θίγουν καίρια τα ζητήματα της φοβίας για αυτή, της καχυποψίας για τους «χρήστες» της, αλλά και την εν τέλει τυπική ενσωμάτωση κάποιων όρων από τη θεωρία στο λεξιλόγιο μιας κατά τα άλλα παραδοσιακής και στεγνής κριτικής αντιμετώπισης του λογοτεχνικού φαινομένου. Κάτι ανάλογο διαπιστώνει και για την κανονικοποίηση του υπερρεαλισμού (κείμενο Θ’) μετά την περίοδο αμηχανίας μετά την εμφάνισή του. Τα υπόλοιπα κείμενα αφορούν την πλευρά του αποδέκτη στο επικοινωνιακό πλαίσιο, είτε με πιο «παραδοσιακό» θεωρητικό τρόπο, δηλαδή η σύντομη περιγραφή του έργου των δύο βασικών θεωρητικών της πρόσληψης (Jauss και Iser) και η αναφορά στην έννοια της ανάγνωσης ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Το τελευταίο μάλιστα κείμενο, παιγνιωδέστερο ειδολογικά, ανήκει στην ειδολογική κατηγορία των «αποσημειωμάτων», αγαπημένη σε συγγραφείς πολύ παλαιότερων εποχών -π.χ. της πρώιμης νεοτερικότητας, όπως ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος. Αυτή η ταυτότητα δηλώνει ότι και το περιεχόμενο τη διαφορά της παλαιάς μορφής, τόσο της ανάγνωσης όσο και της καταγραφής των σκέψεων του αναγνώστη, από τη νέα μορφή της ψηφιακής εποχής. Τέλος, τα δύο κείμενα για την ψηφιακή εποχή και το διαδίκτυο θίγουν για άλλη μία φορά τον τρόπο ύπαρξης ή/και διάδοσης της λογοτεχνίας, με άξονα την έννοια της ανάγνωσης. Οι «σημειώσεις ενός ερασιτέχνη» (κείμενο Ζ’) είναι το ανανεωμένο ειδολογικό αντίστοιχο των αποσημειώσεων, ως προς ταυτότητα του αντικειμένου (λογοτεχνίας) σε σχέση με τον αναγνώστη, με βασική τη διάκριση σε γόνιμα σκεπτόμενους πολίτες (citizens) και ομογενοποιημένους σκηνίτες (netizens). Το σημαντικότερο κείμενο και συνάμα μεστά συνοπτικό είναι εκείνο για τον αναγνώστη της ψηφιακής εποχής, όπου απλά δηλώνεται ότι η μετάβαση στην «ψηφιακή εποχή» μας εισάγει αργά αλλά σταθερά στον νέο πολιτισμό (μετά την τυπογραφία) διάδοσης της λογοτεχνίας και της γνώσης εν γένει, παρατηρώντας ότι χρειάζεται ψυχραιμία στην καταδίκη ή υπεράσπιση των νέων μέσων. Όλα καθορίζονται από τη χρήση και η έκβαση είναι ακόμα νωρίς να προβλεφθεί. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως ο συγγραφέας ακολουθεί σταθερή πορεία στην θεωρητική και κριτική του σκέψη, δίχως να χαρίζεται σε κανέναν. Συγκρούεται με κατεστημένες ιδέες και ομάδες, επιχειρεί την αναδιατύπωση ή επανεξέταση δεδομένων που άπτονται τόσο της ιστορίας όσο και της θεωρίας της λογοτεχνίας στη χώρα μας και όχι μόνο. Ανοίγεται και σε γενικότερα θέματα για τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό, πάντα με μεθοδολογική συνέπεια και εξαιρετικά προσεγμένο στιβαρό λόγο.