a11757

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 552

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ Ποίηση μέσα στην εποχή της ΣΕΛ. 2

ΠΑΝΟΣ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΣ Ο Γιάννης Βαρβέρης της Κύπρου ΣΕΛ. 3

ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

Για τον Νίκο Καχτίτση

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ Το ανθρώπινα ανοίκειο στον Εξώστη ΣΕΛ. 4-5

ΚΑΤΕΡΙΝΑ Δ. ΣΧΟΙΝΑ Μαθήματα λογοτεχνίας δι’ αλληλογραφίας ΣΕΛ. 6-7

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ Το σονέτο στη νεοελληνική ποίηση ΣΕΛ. 8

ΑΡΕΤΗ ΓΚΑΝΙΔΟΥ Το πολυκέφαλο τέρας (ποίημα) ΣΕΛ. 8

σεις από ιστορήσεις και ιστορήματα που κρατούν ακόμη ζωντανή την ελληνική κοινωνία. Μοιραία τότε θα είναι και η παλινδρόμηση σε κάθε λογής τοπικισμούς, που ενώ κλείνουν τους ορίζοντες, θα θεωρηθούν (ως να μην τέλειωσε η τουρκοκρατία) σανίδα σωτηρίας για τον λαό. Οι ιθύνοντες αδιαφορούν για την αποδυνάμωση του κοινωνικού δεσμού, συμπεριλαμβανομένου κι αυτού των κοινοτήτων του απόδημου ελληνισμού, στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, οι οποίες -ποιος θα το έλεγε;- καλούνται να δεξιωθούν το νέο κύμα μεταναστών από το αναξιοποίητο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό της χώρας. Η κυβέρνηση αντί να σώσει τους θεσμούς που διασφαλίζουν τον κοινωνικό δεσμό των πολιτών εντός και εκτός Ελλάδος καταργεί δημόσιους οργανισμούς που τους ενσαρκώνουν. Έτσι, παρά την παραβίαση κάθε νομιμότητας με την οποία καταργήθηκε η ΕΡΤ, όλα δείχνουν ότι δεν κατανοήθηκε τι σημαίνει δημόσια ενημέρωση και τι η παύση της. Διαφορετικά, θα είχαν έντονα αντιδράσει, εκτός από την ελληνική κοινωνία, και οι κοινωνίες των χωρών της ΕΕ. Γιατί μέσα στο δίκτυο διασυνδέσεων των χωρών της ΕΕ, όσο κι αν δεν είναι ακόμη σαφές, το πλήγμα αφορά όλες τις χώρες-μέλη της. Αντί του αναμενόμενου αντίκτυπου, η ησυχία που επικράτησε αναδεικνύει ακόμη πιο έντονα το σκοτάδι και τη σιωπή όπου βύθισε την χώρα μας, η κατάργηση, εν μια νυκτί, της δημόσιας εκφοράς του λόγου, οικουμενική κατάκτηση που αναγνωρίζουν και προστατεύουν τα Συντάγματα των χωρών. Καμιά χώρα στον κόσμο, ακόμη και στη χειρότερη οικονομική κρίση, δεν τόλμησε να καταργήσει την δημόσια κοινοποίηση πληροφοριών, γνώσεων, νοημάτων, τον δημόσιο διάλογο για τα δρώμενα ή πεπραγμένα και για τις απόψεις γύρω από αυτά, το δημόσιο φαίνεσθαι των έργων και των πράξεων που την ωφελούν ή την βλάπτουν. Δεν υπάρχει χειρότερο πλήγμα για τη δημοκρατία, γιατί Λόγος δεν είναι τα λόγια της διαφήμισης ή της συγκάλυψης (λέξεις παραπειστικές,

μεροληπτικές ή κενές), αλλά η έκφραση διεργασιών σκέψης και γλώσσας που κατορθώνουν και συντονίζονται με τα ίδια τα πράγματα ώστε να τα κατανοούμε, και να τα κρίνουμε πράγμα που είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς την ελευθερία με την οποία ο λόγος εναντιώνεται σε κάθε λογής παραποίηση.

222 Τη δημόσια εκφορά του ελεύθερου λόγου, οι διαφωτιστές του τέλους του 18ου αιώνα την συνέδεσαν με τον διαφωτισμό, ως αναγκαίο αντίδοτο στη συσκότιση, στην αμάθεια, στην προκατάληψη, στην ευτέλεια των εκβαρβαρισμένων ηθών, την απανθρωπία, εντέλει. Φιλόσοφοι όπως ο Καντ ταύτισαν τον διαφωτισμό με τη διανοητική και πνευματική ωρίμανση των λαών της Ευρώπης, που ήταν αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς την δημόσια άσκηση του ελεύθερου λόγου από δημόσιους λειτουργούς, διανοούμενους, συγγραφείς, μουσικούς, εικαστικούς, ποιητές, φιλοσόφους, κριτικούς, σχολιαστές ή αναλυτές των δρώμενων εντός και εκτός κάθε χώρας, αλλά και επαγγελματίες ή πολίτες ανεξαρτήτως ιδιότητας, που δικαιούνται να καταθέσουν την κρίση τους για το κοινό συμφέρον,

αρκεί να μπορούν να αίρονται πάνω από το ίδιον συμφέρον, διευρύνοντας τις οπτικές τους γωνίες ώστε να κοινοποιούν, κατά το δυνατόν αντικειμενικά και αμερόληπτα, έργα, απόψεις, εκτιμήσεις, και αξιολογήσεις για το τι πρέπει να κάνουν ως άτομα και ως μέλη συνόλων, πώς πρέπει να σκεφτούμε, τι μπορούμε να ελπίσουμε και εντέλει τι και ποιοι είμαστε. Αυτά τα ερωτήματα ξανάφερε στο προσκήνιο, λίγο πριν και στην διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, ο Καντ, συμβάλλοντας με τον προβληματισμό του στην διασφάλιση του δικαιώματος των πολιτών να δημοσιοποιούν πράξεις και έργα που αξίζουν να μείνουν στη μνήμη, μεταδίδοντας το νόημά τους, και θέτοντας κρίσεις και απόψεις γύρω από αυτά ως αντικείμενο ευρύτερου διαλόγου μεταξύ πολιτών ή κρατών. Όλα αυτά ξεπερνούν την μέριμνα της ιδιωτικοποιημένης κρατικής ραδιο-τηλεόρασης. Με μοναδική βλέψη το κέρδος που διαχέει την ευτέλεια και την συσκότιση, τα ιδιωτικά ή ιδιωτικοκρατικοποιημένα ΜΜΕ, ακόμη κι αν γνώριζαν τι είναι δημόσια εκφορά του ελεύθερου λόγου, θα

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

Το πρόσφατο, πολυσέλιδο αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», τώρα και σε βιβλίο

ÃÄ¢ÈÊÙ ÔÐÑÙ ÎÃÕËÍÀÙ ÍÃË ÏÑÐÖ½ ÕÏËÑÙ ÍÀ ÃÉ Ë Ò Íà ÀÙ ÐËÍ ÎÎÊ ÇÒËϽÎÇËà ÓÕÖÃÙ

ÑÂÎÉÃÔÊÙ

Ä È

ΣΕΛ.1

Με την παύση της ΕΡΤ, έγινε φανερό και στους πιο τυφλούς ότι έχουμε μπει, καιρό τώρα, στην φάση συσκότισης που διευκολύνει τη διάλυση. Σε τέτοιες φάσεις, τίποτα θετικό δεν μπορεί να γίνει χωρίς διαφώτιση η χώρα αποδιαρθρώνεται. Ο κρατικός μηχανισμός που διασφαλίζει την λειτουργία νευραλγικών δημόσιων υπηρεσιών (Παιδεία, Περίθαλψη, Ενημέρωση) ιδιωτικοποιείται ή καταρρέει, η παρουσία της Πολιτείας αποδυναμώνεται. Αποτέλεσμα είναι η υπονόμευση του κοινωνικού ιστού, ώστε να μην αργεί η στιγμή που το αξίωμα της ζούγκλας, «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», σβήσει από την μνήμη μας εμβληματικές φρά-

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ Δημόσιος Λόγος και ΕΡΤ

Δημόσιος Λόγος και ΕΡΤ

SRHPD ÇÍÆÀÕÇËÙ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ÒÂÔÑÙ ÔÇÖÖÀÙ ÓÕÖÃÙ ÑÂÎÉÃÔÊÙ ×ÊТ ÑÉËÃÖÜÀÉÎÑÛ ÃÔ¿Ã ÑÂÔÕÊ ÔÃÙ Ù ¾ νÌÊ ÊÙ ÊϾÖÔÊÙ ÊÏÊÔÑÂÎ Ù £ÑÂÖÕÑÙ ÊÎË¢Ù ÃÐÃÉËÓÖÊ ÔÑÙ ÌÃÐÆ Î½ Ê ÔËÎ ¨Ü½ËÏÙ ½Ô É¿ÑÛ ÂÊ ÔÑÂÕÃÎ ÓÕÖÃÙ ÃÒÃÉÇØÔ Û ÓÖÑ ÐÃÉË Ã ÛÖÛÚ¿Ã ÃÕ¿ÎÊÙ ¦ÑÂÄÃÎÊÙ Ù ¢ÐÊ ¦ÑÜ ÐÑÙ ¯ÎÍÊÙ ¦¾ÉÑÙ Ö½Èà ÑÂÎà ¨ÕÑÂÒÔÑÛ Ù ¨ÕÃÎÃÒ¢ÖÊÙ ÖÃÛÔ ¢ÍÊÙ ÇÔ½ÈÃÙ ØÏ¢ ¾ ÃÔ¿Ã ¢ÚÑÛ ÃÔ¿Ã ®ÃÖÜÊÉËÃÍÑÛÏ x ÈËÎÑÎÑÉËÍ¢

SRHPD ÇÍÆÀÕÇËÙ

ΓΡΑΦΟΥΝ: Αθηνά Βογιατζόγλου, Κώστας Βούλγαρης, Σπύρος Λ. Βρεττός, Δημήτρης Δημηρούλης, Αλέξης Ζήρας, Μαρία Κούρση, Τζέιμς Μέρριλ, Αλέξανδρος Μηλιάς, Παναγιώτης Νούτσος, Ευτυχία Παναγιώτου, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εύη Προύσαλη, Άλκης Ρήγος, Στέφανος Ροζάνης, Βασίλης Ρούβαλης, Σάκης Σερέφας, Θωμάς Τσαλαπάτης, Σταυρούλα Τσούπρου, Μαρία Χατζηγιακουμή, Μαρία Ψάχου Εκδόσεις (.poema..) editor@e-poema.eu | www.e-poema.eu ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ για όλη την Ελλάδα και την Κύπρο: Βιβλιοπωλείο «Λεμόνι», Ηρακλειδών 22, Θησείο, τηλ. 2103451390


Η ΑΥΓΗ • 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

24

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

2

ΣΥΝΕΧΕΙΑAΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

έσπευδαν να την καταστήσουν εμπορεύσιμη ή χειραγωγήσιμη κι επομένως μη δημόσια. Γι’ αυτό και με την παύση της ΕΡΤ, εκτός των άλλων, μια κατ’ εξοχήν δημόσια λειτουργία όπως είναι το αθανατίζειν, η εγγραφή, δηλαδή, έργων και γεγονότων που αξίζει να μείνουν στην ιστορική μνήμη, υποκαθίσταται από τη διαφήμιση αντιηλιακών κλπ. Με ανυπολόγιστες οικονομικές, ηθικές και πολιτικές συνέπειες, όχι μόνον γιατί το αθανατίζειν βοηθά τον εγκεφαλικό και κοινωνικο-πολιτισμικό μηχανισμό να διαμορφώσει τα πολυ-λογισμικά με τα οποία πορευόμαστε, αλλά και γιατί όσα επιχειρήθηκαν στον τομέα της παιδείας με κόπους και θυσίες, προς όφελος, υποτίθεται, της καλής λειτουργίας των νόμων, των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, των παραγωγικών δομών, των ελεγκτικών μηχανισμών, με την κατάργηση του δημόσιου λόγου, αποδεικνύεται πως ήταν άσκοπα κι επομένως, παραδοτέα στη λήθη.

222 Είμαστε, λοιπόν, η μόνη χώρα στον κόσμο που της αφαιρέθηκε η δυνατότητα να δημοσιοποιεί όσα γίνονται και δεν γίνονται, ορθώνοντας αντίλογο στις προπαγανδιστικές ή παρελκυστικές πρακτικές συσκότισής τους, που θα εμποδίζουν μιαν αντικειμενική και αμερόληπτη κατά το δυνατόν διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Το μόνο που έμεινε για δημοσιοποίηση είναι οι στατιστικές μετρήσεις της κοινής γνώμης, κύριο μέλημα τελικά όσων ασκούν εξουσία. Οι δημοσκοπήσεις μετρούν, αλλά δεν απηχούν την κοινή γνώμη που διαμορφώνεται μέσα από δημοσιοποιούμενες κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές διεργασίες, ούτε μπορούν, φυσικά, να αποδώσουν το κοινό αίσθημα που τρέφει τις συνειδήσεις μικρών ή μεγάλων κοινωνικών συνόλων. Το κοινό αίσθημα (αλήθειας, δικαιοσύνης, ελευθερίας κλπ.) που μετατρέπει μια ζούγκλα σε ανθρώπινη κοινωνία αποκρυσταλλώνεται σε ιδέες-αξίες που μεταφέρουν την ιστορική μνήμη των μελών της για να συστήνουν σημεία αναφοράς και γνώμονες για την πλεύση της. Η δυνατότητα έκφρασης και μετάδοσης του κοινού αισθήματος και των ιδεών-αξιών που το αποκρυσταλλώνουν είναι συνυφασμένη με τον δημόσιο λόγο, χωρίς τον οποίο η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει ως συναρθρωμένη ολότητα. Η ύβρις του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος, που το οδήγησε στην δομική κρίση που διέρχεται, έγκειται στην βάρβαρη υποκατάσταση του κοινού αισθήματος που συμπυκνώνει τη μνήμη των λαών του πλανήτη με το ακοινώνητο αίσθημα της απληστίας που τρέφει ως άλλο μινώταυρο την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου.

222 Το πολύτιμο αρχείο ιστορικής μνήμης της ΕΡΤ μου θύμισε το Αισθημα ιλίγγου του W.J.Sebald. Γραμμένο τη 10ετία του ‘90, το έργο αφηγείται τρεις ιστορίες, μια στα 1813, ένα χρόνο πριν από τη μάχη του Βατερλώ, μια δεύτερη, το 1913, ένα χρόνο πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, και μια τρίτη, το 2013, μια μοιραία για τον συγγραφέα χρονιά, πριν από την ύστατη ώρα του αφανισμού για τη Δύση. Ταυτίζοντας τον αφανισμό της Δύσης με τον αφανισμό της μνήμης της, ο Ζέμπαλντ αποδεικνύεται προφητικός: το 2013, η υπόθεση αφανισμού της μνήμης των λαών της Δύσης, δοκιμάζεται πειραματικά στην Ελλάδα και οφείλουμε με κάθε τρόπο να την διαψεύσουμε.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ

Νίκος Ποδιάς, Κρύπτη. Από την ομαδική έκθεση επιτόπιων έργων Refuge Project, στο πολεμικό καταφύγιο του Αδάμαντα της Μήλου, 5 Ιουλίου 30 Αυγούστου 2013

Ποίηση μέσα στην εποχή της ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ, Εκεί έξω, Κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 64 Οι γραφιάδες δημιουργούν στην εποχή τους. Κρατούμενο πρώτο, αυτονόητο. Οι γραφιάδες δημιουργούν για την εποχή τους; Ερώτημα πρώτο, συνηθισμένο. Οι γραφιάδες δημιουργούν από την εποχή τους; Ερώτημα δεύτερο, ασφαλές. Οι γραφιάδες δημιουργούν υπό την εποχή τους. Κρατούμενο δεύτερο, υπό αίρεση. Μια διαρκής συζήτηση των τελευταίων χρόνων είναι τα δεδομένα και τα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω. Αναφαίνεται, και λόγω της περιώνυμης κρίσης, ένα ακόμα ζήτημα: τι είδους λογοτεχνία θα είναι αυτή εάν τα «κρατούμενα» ισχύουν και αν τα «ερωτήματα» απαντηθούν καταφατικά; Οι απόψεις που κατατίθενται χωρίζονται, μέσες-άκρες, σε δύο κατηγορίες: σ’ εκείνες που αφορμώνται ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΗΝΑΚΗ

από τη στρατευμένη (εντός ή εκτός εισαγωγικών) τέχνη και σ’ εκείνες που δέχονται την τέχνη ως πούρο αισθητικό εργαλείο/μέσο κ.ο.κ. Φτάνουν αυτοί οι διαχωρισμοί; Είναι επαρκείς για να βρούμε έναν κάποιον μπούσουλα για τη λογοτεχνική παραγωγή; Καταχρηστικά, προτείνω να δεχτούμε ότι επαρκούν ως γενικές παρατηρήσεις και όχι ως απόλυτες και εντελείς παραδοχές. Ο Ντίνος Σιώτης ανήκει στους ποιητές που θολώνουν τα νερά της κριτικής και της θεωρίας. Η ποίησή του, παρότι δεν φεύγει απ’ το εκάστοτε παρόν ούτε κατά ένα χιλιοστό, απευθύνεται στη λογοτεχνική διαχρονία. Κι εδώ είναι που μπερδεύονται τα «κρατούμενα» και τα «ερωτήματα». Δικαίως ή αδίκως, ο ποιητής έχει καλά χωνεμένη την αμφισβήτηση, έχοντας όμως παραδεχτεί (εν είδει συμβιβασμού), καταπώς φαίνεται, το σχήμα «αδυναμία-λύση-εκκίνηση» σε κυκλική μορφή. Αυτό, αφ’ εαυτού του, τον οδηγεί σε μια ποιητική δημιουργία όπου ο άκρατος σαρκασμός αποτελεί βαρύ οπλοστάσιο της καθημερινότητας και τα επιθετικά μετόπισθεν της διηνεκούς μελαγχολίας των καιρών - των δικών μας και των άλλων. Ειδικά στην πρόσφατη συλλογή του, στο «εκεί έξω», η άμυνα στη λαίλαπα του καθημερινού βγαίνει ολόφωτη στο προσκήνιο, ενώ δημιουργεί παράλληλα ένα κλίμα «συνδρόμου της καμήλας»: αποθηκεύω σαρκασμό για να ‘χω για το μέλλον: περίμενα να μου ταχυ-// δρομήσεις το γράμμα που σου έγραψα/ περίμενα συνωστισμό επιστολών στο/ ηλεκτρονικό μου γραμματοκιβώτιο// όμως είχα ξεχάσει τον κωδικό και/ δεν μπορούσα να το ελέγξω

ανέβαλα/ βγήκα εκεί έξω ήταν αργά τα τελευταία// ποτά είχαν σερβιριστεί στην πλατεία/ παιζόταν ένα έργο με κακοφωτισμένα/ μυστικά ή μήπως δεν κάνω λάθος; («δεν κάνω λάθος;») Ο σαρκασμός όμως του Ντίνου Σιώτη κατευθύνεται μοιραία προς τον υπερρεαλιστικό οίστρο. Άλλη μια άμυνα, απ’ ό,τι φαίνεται, στη σοβαροφάνεια των ημερών (του) και, ίσως, άλλος ένας τρόπος να εξηγηθεί το παράλογο, που μας καλεί να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια του τα όπλα. Ο ποιητής ωστόσο δεν τραβάει από τα μαλλιά τα, έτσι κι αλλιώς, αποδεδειγμένα του χαρίσματα λοξοκοιτάζει τον κόσμο, ως ποιητής που είναι, και θέτει εαυτόν εντός του κόσμου τούτου, ως τέτοιος ποιητής που είναι. Από την άλλη, η έλλειψη στίξης και η συνεχόμενη αφήγηση -διόλου παραληρηματική-, ίδια του Σιώτη, εξωραΐζουν τη μέσα μελαγχολία για το «εκεί έξω», δίχως να υποπίπτουν σε μελοδράματα, αφυδατωμένες περιγραφές και υποσχέσεις για επίγειους παραδείσους. Ο ποιητής εξάλλου δεν καταθέτει μελλοντολογικό όραμα και δεν τον αφορά η μετά μελαγχολίαν ζωή ανήκει στην κάστα των δημιουργών που το παρόν τούς τρώει τα σωθικά και, την ίδια στιγμή, τους τροφοδοτεί: καραδοκώ σημαίνει περιμένω// να κάνω το καλό να ρίξω το πηγάδι/ στην πέτρα ν’ αναπολώ το μέλλον/ μέσα από εικόνες που δεν ήρθαν// κι ας έχω χάσει την πίστη μου κι/ ας μη με προστατεύει άλλο η όρασή/ μου ή νοσταλγία ή το σύννεφο («ένωση») Ο Ντίνος Σιώτης έχει χαρακτηριστεί πολίτης του κόσμου, με ποίηση που δεν μένει στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν υπάρχει λόγος ν’ αρχίσουμε τους τεμενάδες και τους λιβανωτούς. Μπορούμε όμως να επιστρέψουμε στα αρχικά «κρατούμενα» και «ερωτήματα» και να επιβεβαιώσουμε ότι παραμένουν ως έχουν, δίχως να μετακινηθούν. Άλλωστε, ο ποιητής ποτέ δεν έμενε σε ησυχία, σε δόγματα και σε δεδομένα, εκτός κι αν τα παραδεχόταν ως αδυναμίες δικές του, πρώτα απ’ όλα, και των άλλων. Το «εκεί έξω» είναι μια συλλογή που συμμαζεύει τ’ ασυμμάζευτα της πανταχού παρούσας παράνοιας της εποχής και του κόσμου του ποιητή. Και περιορίζομαι στο κτητική σχήμα «του ποιητή», γιατί ο Ντίνος Σιώτης δεν χαρίζεται εύκολα στη θεωρία όπως και να ‘χει, δεν σχηματοποιείται εύκολα από τις παραδοχές των γύρω. Καλό ή κακό, λίγη σημασία έχει αυτό που, ίσως, κυριαρχεί στα πάντα διαβάζοντάς τον είναι η μία, τελικά, και μόνη εικόνα: «γερό σφίξιμο σε ό,τι χαλάρωσε από / πάνω μέχρι κάτω για να μπορούμε / να λύνουμε και να δένουμε ξανά» («γενική προσώπου»).

Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ποιητής


Η ΑΥΓΗ • 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

25

3

Ο Γιάννης Βαρβέρης της Κύπρου Ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσο κοινά προβλήματα με την Κύπρο. Με τη θηλιά της ΕΚΤ και του ΔΝΤ να μας σφίγγει. Με τον «σωτήριο» μανδύα των μνημονίων να μας περιβάλει, πλησιάσαμε ξανά ο ένας τον άλλον μέσα στην τέλεια απόγνωση και τον φόβο για το μέλλον που μας επιφυλάσσεται. Τέτοιες στιγμές, γυρνάμε πίσω λοιπόν. Σ’ αυτά που μας ενώνουν. Σ’ αυτά που μας γέννησαν. Τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την κοινή μας κληρονομιά. Η σχέση μου με την Κύπρο είναι οι παραστάσεις που έχω δώσει εκεί, οι κύπριοι φίλοι μου από τα φοιτητικά χρόνια στην ΑΣΟΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΥ

ΕΕ και από το θέατρο, και ακόμα ένας ελλαδίτης που αγάπησε πολύ την Κύπρο και τους ανθρώπους της. Γιάννης Βαρβέρης. Ο ποιητής, ο μεταφραστής και κριτικός θεάτρου που συνδέθηκε με την Κύπρο όσο λίγοι «καλαμαράδες». Είναι ο ακριβός φίλος που ξανάρχεται στη σκέψη μου, αυτές τις μέρες που ζούμε ξανά... ημέρες ‘74. Ο Βαρβέρης, φορέας ζηλευτής παιδείας και καλλιέργειας, διακόνησε την Ποίηση και το Θέατρο. Στην πρώτη τον οδήγησε η ψυχή του και στο δεύτερο η ίδια η ζωή. Ανιψιός των ηθοποιών Δήμου και Νίνας Σταρένιου, μεγαλώνοντας μαζί τους, έζησε τις παραστάσεις που έπαιζαν, τις κουίντες και τα καμαρίνια. Εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, είκοσι μεταφραστικές εργασίες, επτά τόμους θεατρικής κριτικής, βιβλία με δοκίμια, ένα πεζό, και μία ποιητική ανθολογία του εικοστού αιώνα. Μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, ενώ βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, το περιοδικό «Διαβάζω» κι ακόμα του απονεμήθηκαν το βραβείο Καβάφη και το κρατικό βραβείο Κριτικής-Δοκιμίου. Η φιλία μου με τον Βαρβέρη ξεκινά πριν από την ενασχόλησή μου με το θέατρο, και πριν αυτός αρχίσει να γράφει γι’ αυτό. Κρατήσαμε μια φιλία ακριβή και μοιρασθήκαμε τη ζωή μας με τις καθημερινές χαρές, αλλά και τις λύπες, μέχρι τις 25 Μαΐου του 2011 που μας αποχαιρέτισε... Θυμάμαι τη λαχτάρα του και την ευτυχία του, κάθε φορά που ετοιμαζόταν να κατέβει στη μεγαλόνησο. «Μιλούσε για την Κύπρο και βούρκωνε...» μου εξομολογείται ο επιστήθιος φίλος του ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος. «...Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, στο καταθέτω, στην ανάπαυση των γονέων μου», συμπληρώνει. Πολλοί οι Kύπριοι φίλοι του Βαρβέρη. Δημήτρης Ποταμίτης, Εύης Γαβριηλήδης, Τζένη Γαϊτανοπούλου, Θεόδοτος Θεοδότου, Άντης Παρτζίλης, Σάββας Παύλου, Μιχάλης Πιερής, Δημήτρης Πιερίδης. Ξεχωριστά να αναφέρω τον Λεύκιο Ζαφειρίου και να σημειώσω τη μεγάλη χαρά τού Γιάννη για την επιτυχία του Ζαφειρίου να ανακαλύψει την χαμένη ωδή του Κάλβου. Πρωταγωνιστούσε σε πνευματικές εκδηλώσεις για την Κύπρο, εδώ στην Ελλάδα. Ποιητικές εκδηλώσεις στο θέατρο του Δημήτρη Ποταμίτη, ομιλίες στο «Σπίτι της Κύπρου», για τον Κλείτο Κύρου, τον Μιχάλη Πιερή, τον Μένανδρο και τον Αριστοφάνη. Σημαντική όμως και η παρουσία του σε αυτό το επίπε-

δο και στην Κύπρο. Ετοίμαζε τις διαλέξεις, που θα έδινε στην Κύπρο, με ξεχωριστή φροντίδα. Σαν τα καλούδια που ετοιμάζεις να πας σε αγαπημένους συγγενείς που πρόκειται να επισκεφθείς. Ομιλίες γύρω από το θέατρο και την ποίηση (για την κριτική τού θεάτρου, τον Αριστοφάνη, τον Κάρολο Κουν, για τα δικά του ποιήματα), καλεσμένος του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, του Πανεπιστημίου Κύπρου, του περιοδικού «Ακτή», του ΑΚΕΛ. Όταν η «Ακτή» τύπωσε ένα δεκαεξασέλιδο με ποιήματά του, η ευτυχία του ήταν μεγάλη. Ο ποιητής, και συγγραφέας τουλάχιστον τριάντα εκδόσεων από σημαντικούς εκδοτικούς οίκους, σε ιδιαίτερες για τον ίδιο περιπτώσεις, της έκανε δώρο αυτό το ταπεινό δεκαεξασέλιδο. Ήταν γι’ αυτόν ακριβό, κι αγαπημένο. Αυτό που είναι, όμως, περισσότερο γνωστό ίσως είναι οι μεταφράσεις του, που ανέβηκαν από τον ΘΟΚ. Κορυφαία, η «Σαμία» του Μένανδρου στην αξεπέραστη παράσταση του Εύη Γαβριηλίδη (1993). Ανεπανάληπτη επιτυχία στην Επίδαυρο! Χριστοδουλίδης μουσική, και υπέροχοι ηθοποιοί (Κώστας Δημητρίου, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Σπύρος Σταυρινίδης, Σταύρος Λούρας, κ.α.). Πάλι στην Επίδαυρο, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη με σκηνοθεσία Γαβριηλίδη, και «Ειρήνη» με σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου (1994), «Επιτρέποντες» του Μένανδρου ξανά με Γαβριηλίδη (με Ονήσιμο τον Δημήτρη Πιατά το 2003). Η μεταφραστική εργασία του στον Μένανδρο δεν είναι απλώς μία μεταφορά του αρχαίου κειμένου στην νεοελληνική. Είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση, μια παρτιτούρα ανεβάσματος του Μενάνδρου. Αυτού του εκπροσώπου της «Νέας Κωμωδίας» που έγραψε σε εποχές ήττας και παρακμής. Που δεν διαθέτει τη δύναμη και την τέχνη του Αριστοφάνη, αλλά με τον τρόπο του Γιάννη Βαρβέρη έγινε λαμπερός, ευειδής, και άκρως ενδιαφέρων θεατρικά. Ο Βαρβέρης δεν ήταν μόνο «Ελλαδίτης» της Κύπρου, αλλά και «Κύπριος» στην Ελλάδα. Με καλούς του φίλους από το νησί, ανέβασαν παραστάσεις στην Ελλάδα, με το άρωμα και την υψηλή αισθητική, της θεατρικής μεγαλονήσου. Το 1996, με το Δη.Πε.Θε. Καλαμάτας, και επί διευθύνσεως Νίκου Χα-

ραλάμπους, ανέβηκαν για το «Φεστιβάλ Αθηνών» στο Ηρώδειο και σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, οι «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου. Όλη η κυπριακή «παλιοπαρέα» παρούσα: Ε. Γαβριηλήδης (σκηνοθεσία), Α. Παρτζίλης (σκηνικά κοστούμια), Γ. Θεοφάνους (μουσική) και ο -πολιτογραφημένος Κύπριος κι αυτός- Ι. Σιδέρης (χορογραφίες). Είχα την χαρά να παίζω τον κεντρικό ρόλο του «Ονήσιμου». Μεγάλο σχολείο για μένα! Χαρά να εκφέρεις το κείμενο, μεταφρασμένο και ανασκευασμένο από τον Γιάννη. Σε απίστευτα κέφια ο Γαβριηλίδης! Ο γλυκύτατος Άντης, ο Ισίδωρος, όλοι οι αγαπημένοι φίλοι από την Κύπρο, συνέτειναν ώστε να γίνει εκείνο το καλοκαίρι μια μεγάλη επιτυχία. Τελευταία του συνεργασία ήταν «Το ταξίδι του έρωτα και της τύχης» (2008-9) στο «Θέατρο Τέχνης». Γαβριηλίδης κι εδώ και Νίκος Χαραλάμπους πρωταγωνιστής. Ψάχνω να ανακαλύψω, τι ήταν αυτό που συνέδεσε τον Γιάννη με τους κύπριους φίλους του. Τι ήταν αυτό, που από τους αν-

θρώπους πέρασε στον τόπο, αλλά και το αντίστροφο. Κατ’ αρχήν, ο κοσμοπολιτισμός των Κυπρίων ταίριαζε στις αντιλήψεις του Γιάννη και δημιουργούσε πρόσφορο έδαφος συνεννόησης και συνεργασίας. Μιλώντας με τον γιο του, τον Νίκο Βαρβέρη, αναδείχθηκαν και άλλες, σοβαρές πτυχές αυτής της όσμωσης. Ο Νίκος τοποθετεί τη γλώσσα, με τα εμφανέστατα αρχαϊκά της στοιχεία, στο κέντρο αυτής της προσέγγισης. Η Κύπρος κατά τον πατέρα του ήταν γνησίως Ελλάδα, και λιγότερο αλλοτριωμένη, παρ’ όλη την σχέση της με την αγγλική κουλτούρα, λόγω πρόσφατης κατοχής. Το νησί της Αφροδίτης έχει εν τέλει τον τρόπο να μαγεύει τους ποιητές. Από τον μέγιστο Γιώργο Σεφέρη έως τον Γιάννη Βαρβέρη, των ημερών μας. Με την αναχώρησή του, η Κύπρος έχασε έναν ακριβό φίλο. Εμείς εδώ χάσαμε τον φίλο μας, που ήταν ταυτόχρονα και ένας πολύτιμος πρεσβευτής του κυπριακού πολιτισμού στην Ελλάδα. Είχε ακόμα πολλά να δώσει. Δυστυχώς, έμειναν στη μέση. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Κέδρος» στην Αθήνα, τα κατάλοιπα ποιήματά του. Τίτλος «Ζώα στα σύννεφα». Η Αυγή είχε την τιμή να προδημοσιεύσει κάποια από αυτά, στις «Αναγνώσεις», 31 Μαρτίου 2013. Από τα σύννεφα της ελληνικής γλώσσας όπου θα μας ατενίζει τώρα ο Γιάννης Βαρβέρης, είμαι σίγουρος πως η ψυχή του θα βουρκώνει με τα κοινά μας βάσανα. Ας είναι βέβαιος όμως πως και η Ελλάδα και η Κύπρος, η αγαπημένη του, θα βγούμε ξανά στο ξέφωτο, όπως κάναμε τόσες φορές στην κοινή, μακραίωνη ιστορία του ελληνισμού. Μαθημένα άλλωστε τα βουνά από τα χιόνια... Γιάννη, θα είσαι πάντα εδώ. Στη Λάρνακα, την Αθήνα, τη Λευκωσία, την Κρήτη, τη Θεσσαλονίκη, θα είσαι παντού...

Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης


26

Η ΑΥΓΗ • 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Νίκος Καχτίτσης: Το ανθρώπινα Ο Εξώστης, αυτό το πολυειδές, όπως θα το χαρακτήριζα, αφήγημα του Νίκου Καχτίτση, πολυειδές με την έννοια του υβριδικού και πολύτροπου της μυθοπλασίας του, η οποία σύμφωνα με τα δικά του λόγια δεν είναι μυθιστορηματική, αρχίζει με μία από τις κοινότοπες συμβάσεις. Ο ανώνυμος εκδότης στο προοίμιό του μας ειδοποιεί ότι το αρχικό χειρόγραφο του βιβλίου το βρήκε τυχαία στα υπόγεια ενός βιβλιοπωλείου και το έσωσε, εκεί που θα το πετούσαν με άλλα άχρηστα χαρτιά. Λέει επί λέξει: «τις σελίδες που ακολουθούν τις βρήκα, νοτισμένες από μια τροπική μούχλα,[...] στο υπόγειο ενός βιβλιοπωλείου, όπου δούλευα κάποτε ως ταξινομητής». Κι έτσι δεν προεικονίζει απλώς την ιστορία που θα ακολουθήσει και που πράγματι στο μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται στους τροπικούς. Ταυτίζεται απολύτως με αυτήν, γίνεται ένα βλέμμα πρωθύστερό της, υποτίθεται εξωκειμενικό αλλά στην ουσία ενδοκειμενικό, αφού με όσα αναφέρει μας επιβάλλει ως αντικειμενική την πλασματική αλήθεια: ότι πρόκειται για ιστορία ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

γραμμένη σε χώρα των τροπικών. Αλλιώς, πώς ένας εκδότης, υποτίθεται άλλου τόπου και χρόνου, δέχεται την πληροφορία που του δίνει ο άγνωστος συγγραφέας του χειρογράφου, ότι τα αλλοιωμένα χαρτιά έχουν αυτή την προέλευση; Όπως συμβαίνει σε όλα τα πεζά του Καχτίτση, οι ρόλοι που έχει μοιράσει στα κύρια πρόσωπά του - παραλλαγές το ένα του άλλου- είναι υπονομευμένοι εξαρχής. Ο Εξώστης (1964), ένα αφηγηματικό δίπτυχο με τον Ήρωα της Γάνδης (1967), με κοινό πυρήνα την πόλη της Γάνδης, μας προσφέρει κάμποσες ευκαιρίες να διαπιστώσουμε πόσο ο συγγραφέας του εκ προθέσεως μπερδεύει τα πρόσωπα και τους ρόλους τους, σε σημείο που να τα αφήνει να μεταπηδούν το ένα στη θέση του άλλου. Παρ’ ότι με αυτή την καταστασιακή, ψυχική τους ρευστότητα, που αντλεί στοιχεία από την ταυτότητα του συγγραφέα, κινδυνεύουν διαρκώς να χάσουν την αυτονομία της κειμενικής τους αυτάρκειας. Μας οδηγούν έτσι στην υπόθεση ότι όχι μόνο αποτελούν μάσκες του ίδιου του συγγραφέα (αυτό λίγο ως πολύ είναι μια κοινοτοπία), αλλά και με το να είναι ομότροπα και ομόφρονα στον τρόπο σκέψης και τις συμπεριφορές τους, γίνονται εκδοχές τού ενός και μόνο συνεχώς αυτοαναλυόμενου χαρακτήρα που μετοικεί με υδραργυρική ευκολία από ιστορία σε ιστορία. Στον Εξώστη κεντρικό πρόσωπο (το μόνο που τείνει προς την ολοκλήρωση, χωρίς να φτάνει ποτέ σ’ αυτήν) είναι ο Σ.Π., ο Στοππάκιους Παπένγκους, γνώριμη νευρωσική μορφή και σε άλλα πεζά του Καχτίτση. Είναι μια αφήγηση αλληλένδετων αλλά όχι σε παράταξη συνειρμικών επεισοδίων, που αναπτύσσονται ακατάστατα, ως δομές κρίσιμων ψυχικών καταστάσεων, χωρίς να δεσμεύονται με τη πειθαρχημένη ροή του «τώρα-τότε» ή με χρονικές συμβατικές δεσμεύσεις αρχής, μέσης και τέλους κλπ. Η κίνηση εντός χώρου στα επεισόδια αυτά είναι μηδαμινή, οι άλλες μορφές εκτός του Π. μοιάζουν καμωμένες βιαστικά, ενώ η αεικίνητη ροή της φαντασίας και των αναμνήσεων του αφηγητή και πρωταγωνιστή γεμίζει κάθε κενό της πιεστικής βραδύτητας η οποία επικρατεί στο περιβάλλον. Μιας βραδύτητας που ευνοεί ως δομική αντίστιξη τη μεγάλη κινητικότητα του εσωτερικού, ψυχικού χρόνου. Από εκεί και η τάση παλαιότερα να εντάσσουμε το βιβλίο στη χορεία των αφηγήσεων του εσωτερικού μονολόγου, καθώς η γραφή του μοιάζει πολύ με τη συνειρμική γραφή του ομολογημένου από τον ίδιο τον Καχτίτση δασκάλου του, Ν. Γ. Πεντζίκη, λ.χ. στα πεζά Ίωνας Νεόπουλος (1958) και Βοροφρύνη (1959). Όπως η περσόνα του Πεντζίκη, έτσι και αυτή του Σ.Π. αλωνίζει πέρα δώθε, σε όλα τα χρονολογημένα και αχρονολόγητα σημεία τής έως τώρα επινοημένης ζωής του. Σύμφωνα με τον «παρόντα» χρόνο του χειρογράφου, ζει σε μια αποικία αφρικανική, γιατί όχι στο Καμερούν, που ο Καχτίτσης το γνώριζε, έχοντας ζήσει για μια διετία στη Ντουάλα, στέλνοντας από εκεί σειρά ανταποκρίσεών του στην Ελευθερία, ίσως με παρέμβαση κάποιου από τους συνεργάτες της εφημερίδας (Ρένο Αποστολίδη, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο ή Πέτρο Χάρη), αν και την εκεί ζωή

Γιάννης Κολιός, Νίκος Καχτίτσης

Η επιλογή (ή η αδυναμία) του Καχτίτση να μη φτιάξει αυτόνομα πρόσωπα στα πεζά του, δημιουργώντας αντιθέτως σκιώδεις χαρακτήρες με διογκωμένες στο έπακρο τις ψυχικές τους καταστάσεις, συγκοινωνεί άμεσα με τον τρόπο που συνθέτει τις ιστορίες του. Ενίοτε, οι μυθοπλασίες που δημιουργεί μοιάζουν βιαστικά στημένες, είναι ευάλωτες αν τις δούμε ως αποτυπώσεις κάποιου αφηγηματικού του προγραμματισμού. Με τα χάσματα και τα ασύνδετα που έχουν θα ήταν δυνατό να μας απογοητεύσουν. Κι όμως, συμβαίνει το αντίθετο! Ο «ερασιτεχνισμός» τους, η «παιδική» παραμυθητική τους ματιά μάς θέλγουν.

του, στην τροπική Ντουάλα, την περιέγραφε με τα χειρότερα λόγια σε επιστολές προς φίλους του. Σύμφωνα με τον «παρελθόντα» χρόνο, άλλοτε, στη διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου πόλεμου, ο Π. ζούσε εύπορος και ευυπόληπτος στη βελγική Γάνδη, αρχαιοπώλης και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων. Αλλά με τη λήξη του πολέμου αποφασίζει να το σκάσει, χρηματίζοντας τους πάντες, φοβούμενος τη δίωξη και σύλληψή του, κυρίως όμως καταδιωκόμενος από ενοχές και τύψεις για παραβατικές στον πόλεμο πράξεις του (συνεργάτης των γερμανικών αρχών κατοχής), πράξεις που κόστισαν το θάνατο σε πολλούς, κι ανάμεσά τους σε μια φτωχή κοπέλα, με την οποία φαίνεται πως είχε μια ακαθόριστη ερωτική σχέση. Ο Π. μετανιωμένος, όχι τόσο για το θάνατό της όσο για το ρόλο του σ’ αυτόν, τη θυμάται μ’ ένα απόμακρο συναίσθημα ευγενικής θλίψης. Ανακαλεί τη μορφή της χωρίς εκείνη την οδύνη από την απώλεια της αισθησιακής νεανικής έξαρσης. Κατά τα λοιπά, όλα κυλούν σκεπασμένα από μια σταχτιά ατμόσφαιρα πένθους: η φευγαλέα διαδρομή του ως τα παράλια της βελγικής Βόρειας Θάλασσας, οι εικόνες των γκρεμισμένων από τους κανονιοβολισμούς σπιτιών, η ομίχλη που εν τέλει συναντιέται με τη διαβρωτική υγρασία της ερμητικά κλειστής αφρικανικής έπαυλής του, κάτω από τον καυτό ήλιο, στη ζέστη των τροπικών. Όσο προχωρεί η μνημονική αναδρομή στη ζωή του, απώτερη και τωρινή, αυτά που ανασύρει μαζεύονται σε ένα μητόπο, σ’ ένα πεδίο α-τοπικού ονείρου που συχνά γίνεται εφιάλτης: παραισθητικές εμμονές, ιδεοπληξίες, φαντασιώσεις, τερατογενέσεις, απιθανότητες. Σκηνοθετημένα σ’ ένα αφηγηματικό σύμπαν αμφίσημο, όπου συμφύρονται στοιχεία «εποχής» με τα οποία είχε πάθος ο Καχτίτσης (κυρίες με σκιάδια, μεγάλα καπέλα, γάντια και μακριές εσθήτες, ιππήλατες άμαξες), και στοιχεία σκοτεινών ιστοριών τρόμου, όπως της παραίσθησης που αρχίζει να τον καταδιώκει μια μέρα, ενώ κάθεται στον εξώστη του ξενοδοχείου Atlantic, ότι κάτι αόρατο για το ανθρώπινο μάτι επιβουλεύεται την ύπαρξή του! Ή, ακόμα, η σχεδόν τσιρκολάνικη περιγραφή μιας δήθεν θανάσιμης πάλης με ζώα της ζούγκλας, την οποία αναλαμβάνει ένας απόστρατος στρατιωτικός, με συνεχείς ανατροπές, αυτοδιακωμωδήσεις, ψέμματα-αλήθειες, μια πλάγια περιγραφή που κάνει διάτρητο τον ενδιάθετο λόγο του Π., αφού τον υπονομεύει εκ των έσω. Και τέλος την περιγραφή του αρωματοπωλείου της κυρίας Γκερέν (ή Guerlain;) που είναι γεμάτο με βάζα, αλλόκοτα φυτά, φιάλες και φιαλίδια, χτισμένο στην καρδιά ενός δάσους από αρτόδεντρα, όπου ο Π. πηγαίνει με την Ευδώρα, την κόρη του συνταγματάρχη. Και αυτά, όπως είπαμε, αφηγημένα με μια γλώσσα υποβλητική, ασταθή, αναλυτική έως φλυαρίας, με ενσωματωμένες ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις από τον τόπο καταγωγής του συγγραφέα, την Αμαλιάδα και γενικότερα την Ηλεία, όπως έχει παρατηρήσει ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. Με συγκολλήσεις εκτενών παρενθετικών προτάσεων, με παρεκβάσεις που χαλαρώνουν την αγρύπνια της λογικής και επιτείνουν την αίσθηση της ρευστότητας που έχει το όνειρο και το όραμα: Πολλές φορές τη νύχτα, όπως παραληρώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αισθάνομαι μέσα στο σκοτάδι την κορυφή της κωνικής κουνουπιέρας μου να με καλεί, σα να πρόκειται να πετάξει αυτό που είναι μέσα μου, και να μείνει το σώμα μου αδειανό στο στρώμα. Η επιλογή (ή η αδυναμία) του Καχτίτση να μη φτιάξει αυτόνομα πρόσωπα στα πεζά του, δημιουργώντας αντιθέτως σκιώδεις χαρακτήρες με διογκωμένες στο έπακρο τις ψυχικές τους καταστάσεις, συγκοινωνεί άμεσα με τον τρόπο που συνθέτει τις ιστορίες του. Ενίοτε, οι μυθοπλασίες που δημιουργεί μοιάζουν βιαστικά στημένες, είναι ευάλωτες αν τις δούμε ως αποτυπώσεις κάποιου αφηγηματικού του προγραμματισμού. Με τα χάσματα και τα ασύνδετα που έχουν θα ήταν δυνατό να μας απογοητεύσουν. Κι όμως, συμβαίνει το αντίθετο! Ο «ερασιτεχνισμός» τους, η «παιδική» παραμυθητική τους ματιά μάς θέλγουν. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στη λογοτεχνία του φανταστικού ή της «γοτθικής» παράδοσης, ο Καχτίτσης περνάει από τον κατ’ επίφαση ρεαλισμό στο όνειρο και στη φαντασίωση, με το αλλόκοτο και το δυνάμει λογικό να εισδύουν το ένα στο άλλο, συνυφασμένα. Το χάρισμα όμως που κυρίως τον διακρίνει και που επιτείνεται πολύ περισσότερο με την ιδιό-


Η ΑΥΓΗ • 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

39

5

ανοίκειο στον «Εξώστη» τυπη, μοναδική γλώσσα του, είναι ο από την αρχή έως το τέλος αινιγματικός χαρακτήρας των παλαιϊκών του ιστοριών, το ότι ιδρύουν το ανοίκειο παντού και το λατρεύουν με μυστικιστική αθωότητα. Όχι το εύκολο ανθρωπολογικό και ηθικό ζητούμενο της αγωνίας, του άγχους, του κοινωνικού αδιεξόδου, που δέχονται πολλοί κριτικοί ως ερμηνεία της παραδοξότητας των πεζών του. Αν εξαιρέσουμε τα πεζά του Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία αμφιβάλλω πολύ αν γνώριζε ο Καχτίτσης, αυτά του Γιάννη Σκαρίμπα και του Ε. Χ. Γονατά, τα στοιχεία που αναφέραμε ήδη υπάρχουν και σε άλλους της ελληνικής πεζογραφίας του 20ού αιώνα, στον Δημοσθένη Βουτυρά, στον Κώστα Χατζηαργύρη, στον Τριαντάφυλλο Πίττα, στον Πέτρο Αμπατζόγλου. Αλλά το «παραξένισμα» που αισθάνεται ο σύγχρονος αναγνώστης με αυτά δεν είναι της ίδιας έντασης με εκείνο που του προκαλεί ο Καχτίτσης. Φτάνουμε στο σημείο να αφηνόμαστε στο αναμφισβήτητο χάρισμα της δαιμονικής ποιητικής του έμπνευσης, χωρίς να μας νοιάζουν τα λάθη και οι ανακρίβειες μέσα στον αμφίσημο κόσμο του, λάθη και ανακρίβειες που ενδεχομένως να ήταν καταδικαστικές σε έναν άλλο πεζογράφο. Ή, διαφορετικά, το αληθοφανές χάνει εδώ τη θεμελιώδη σημασία που έχει, ακόμα και σε εμβληματικά μυθιστορήματα της πρώτης εποχής του μοντερνισμού, όπως της Βιρτζίνια Γουλφ, του Μαρσέλ Προυστ ή του Τζέημς Τζόϋς. Παρ’ ότι, όπως έλεγε ο Ε. Χ. Γονατάς, μεμφόμενος σ’ αυτό τον Καχτίτση, η πλασματική αλήθειά του συχνά δεν καλύπτει και τις ανακολουθίες που εμφανίζονται μέσα της, ο κόσμος του Εξώστη έχει αυτή τη χαρακτηριστική εξωτική ανοικειότητα, που θέλγει και μας κάνει συνάμα να νιώθουμε απέναντί της αφύλακτοι˙ ως κόσμος μάς είναι ξένος, όπως και στον Π. Ο Καχτίτσης γράφει για να εξορκίσει τους ενδόμυχους ή τους εμφανείς φόβους του, και, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω, ο βασικός κανόνας της αφηγηματικής του τέχνης δεν είναι άλλος από τη δημιουργία μιας απόστασης από τον άλλο πανικόβλητο εαυτό του. Δεν έχει τόσο σημασία εδώ η εμμονή μας στο πόσο ο κόσμος του Εξώστη ή του Ήρωα της Γάνδης είναι επινοημένος: ο συγγραφέας τους φτιάχνει μια αφήγηση για να κλείσει μέσα της το μαύρο που τον καταδιώκει, έχοντας κυριευθεί από το παιδικό δέος του μεσαιωνικού ανθρώπου. Ωστόσο, αν θέλουμε να απαντήσουμε οπωσδήποτε στο ερώτημα που συνήθως απασχολεί την κριτική, αν ο κόσμος του ήταν εξολοκλήρου επινοημένος ή εν μέρει, τα πράγματα δεν έχουν μια και μόνη εξήγηση. Η κυρίαρχη έως τώρα άποψη για τη σχέση φαντασίας και πραγματικότητας στον Καχτίτση κατέληγε και έδενε στο εξής πασίγνωστο για τους μελετητές απόσπασμα από άρθρο του διά βίου φίλου του, Γιώργη Παυλόπουλου, δημοσιευμένο στο αφιέρωμα της λέξης (Δεκ. 1985): «Το παιχνίδι λοιπόν είναι η Γάνδη, πόλη φανταστική, διηνεκώς πολιορκημένη, ουδεμίαν σχέση έχουσα με τη γνωστή ομώνυμη πόλη του Βελγίου, την οποία άλλωστε ο Καχτίτσης ουδέποτε θέλησε να επισκεφθεί». Άποψη που από ό,τι φαίνεται είναι σωστή μόνο στο δεύτερο σκέλος της, το ότι για τους δικούς του λόγους δεν «θέλησε να [την] επισκεφθεί», τουλάχιστον από όσα γνωρίζουμε. Η απάντηση πάντως που μάς προσφέρει μια καινούργια προοπτική ήταν κάτω από τη μύτη μας και δεν τη βλέπαμε. Την είδε ο Φλαμανδός ελληνιστής Γκούνναρ ντε Μπόελ (de Boel) στο κριτικό του κείμενο «Η πόλη της Γάνδης ως φανταστικός τόπος του Ήρωα της Γάνδης του Καχτίτση», αποδεικνύοντας με τα απλούστερα των δεδομένων πως ο ισχυρισμός του Παυλόπουλου (και όχι μόνο) ότι η λογοτεχνική Γάνδη είναι απλώς ένα ομώνυμο σχήμα της πραγματικής, δεν είναι ακριβής. Παραπέμποντας στις τέσσερεις επιστολές που έστειλε ο Καχτίτσης το 1968 και 1969 στον Μιχάλη Βουδούρη, κάτοικο τότε της Γάνδης, δημοσιευμένες αργότερα από τον παραλήπτη τους στα Νέα Σύνορα του Δημήτρη Βαλασκαντζή (τχ. 63, 1977), μας καλεί να προσέξουμε τις εξής αποκαλυπτικές αναφορές: πρώτα, την πληροφορία ότι ο συγγραφέας είχε στείλει στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης ένα αντίτυπο του Εξώστη, με την ακόλουθη αφιέρωση στα φλαμανδικά/ολλανδικά: «Κύριοι, όπως δείχνει ο τίτλος του βιβλίου, η ιστορία αυτή λαμβάνει χώρα στην πόλη σας. Σας αποστέλλω ένα αντίτυπο, με τους καλύτερους χαιρετισμούς μου. Μόντρεαλ, 11 Ιανουαρίου 1968. Νικόλας Καχτίτσης». Έπειτα, το σχόλιό του προς τον

Βουδούρη πως είχε προβληματιστεί έντονα, καθώς η εντύπωση που είχε, γράφοντας το βιβλίο και χωρίς να γνωρίζει την πόλη, ότι το παράθυρο του γραφείου του πλασματικού πρωταγωνιστή, του Βανίλια, στον Ήρωα της Γάνδης, έβλεπε σ’ ένα κανάλι, επιβεβαιώθηκε πλήρως αργότερα, όταν έπεσε στα χέρια του ένας παλιός τουριστικός οδηγός του Βελγίου! Με αφορμή μάλιστα αυτή την αλλόκοτη σύμπτωση, παρακάλεσε τον Βουδούρη να τον ενημερώσει αν υπήρχαν και άλλες ο-

Το χάρισμα που κυρίως τον διακρίνει και που επιτείνεται πολύ περισσότερο με την ιδιότυπη, μοναδική γλώσσα του, είναι ο από την αρχή έως το τέλος αινιγματικός χαρακτήρας των παλαιϊκών του ιστοριών, το ότι ιδρύουν το ανοίκειο παντού και το λατρεύουν με μυστικιστική αθωότητα. Φτάνουμε στο σημείο να αφηνόμαστε στο αναμφισβήτητο χάρισμα της δαιμονικής ποιητικής του έμπνευσης, χωρίς να μας νοιάζουν τα λάθη και οι ανακρίβειες μέσα στον αμφίσημο κόσμο του, λάθη και ανακρίβειες που ενδεχομένως να ήταν καταδικαστικές σε έναν άλλο πεζογράφο. Ή, διαφορετικά, το αληθοφανές χάνει εδώ τη θεμελιώδη σημασία που έχει, ακόμα και σε εμβληματικά μυθιστορήματα της πρώτης εποχής του μοντερνισμού, όπως της Βιρτζίνια Γουλφ, του Μαρσέλ Προυστ ή του Τζέημς Τζόυς.

μοιότητες ανάμεσα στο βιβλίο και στην πραγματικότητα: Θα με υποχρεώνατε πολύ, αν αφού διαβάσετε το βιβλίο, μού γράφατε κατά πόσον υπάρχει η παραμικρή συνέπεια μεταξύ των όσων γράφονται στο βιβλίο και της πραγματικότητας - στη μυστηριώδη αυτή πόλη, στην οποία, παρ’ όλο που βρέθηκα επανειλημμένως κοντά της, δεν πήγα, για να μη φθαρεί η φανταστική εικόνα της, που με κατατρέχει από πολλά χρόνια. Και τέλος, δύο ακόμα δεδομένα: αφ’ ενός το αίτημα του Καχτίτση προς τον Μιχ. Βουδούρη, να πάει και να θάψει ένα αντίτυπο του βιβλίου στο πιο κοντινό κοιμητήριο της Γάνδης, αλλά και η πληροφορία (επινοημένη ή όχι) που του μετέφερε, ότι σύμφωνα με τα όσα του είπαν κάποιος παρισινός εκδότης πρόκειται να του ζητήσει την άδεια να δημοσιεύσει μια γαλλική μετάφραση του Ήρωα της Γάνδης, αλλά σε αυτή την περίπτωση ήθελε οπωσδήποτε να ξέρει τι κατά τη γνώμη του θα έλεγαν οι κάτοικοι της πόλης διαβάζοντάς το! Μια πράγματι αινιγματική έως και παράλογη απορία, που ίσως μας δείχνει ότι ο Καχτίτσης στην πραγματική του ζωή όσο και σ’ εκείνη του δημιουργού ήταν απολύτως εξαρτημένος από ένα πλέγμα εικασιών, ερωτημάτων, υποθέσεων, το οποίο προεξέτεινε σε κάθε κατεύθυνση του επιστητού του, αναιρώντας όμως διαρκώς τις ως ελάχιστα πριν βεβαιότητές του, λόγω του ότι, όπως το alter ego του ο Π., έλεγε: «Θα παραθέσω όλες τις λεπτομέρειες, όχι για τίποτ’ άλλο, παρά για να πείσω τον εαυτό μου γι’ αυτά που έγραψα». Και όλη αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση της πραγματολογικής βάσης γίνεται χωρίς να αναιρείται διόλου η αποδοχή από αυτόν ότι ο κόσμος του είναι μοιραία διασαλευμένος. Η δίψα για το πραγματολογικό, ο αγώνας να βρεθεί ένα πέρασμα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, δείχνουν παράλληλα πόσο τον απασχολούσε η γειτνίαση ή η ταύτιση της επινόησης με την εξ αντικειμένου αλήθεια. Σε σημείο που ένας συγγραφέας που η ζωή του κινήθηκε μέσα ή στα όρια της νευρωσικής διασάλευσης, να την γυρεύει ακόμα και μέσω της βασκανίας. Γιατί, τι άλλο σημαίνει ο εξορκισμός που προτείνει με το θαμμένο αντίτυπο του Ήρωα της Γάνδης; Φθάνω έτσι στο σημείο να υποθέσω ότι το ομόκεντρο όλων των ιστοριών του, αλλά και το ομότροπό τους, δεν μπορεί να μην είχαν βαθύτερη σχέση με μια ορισμένη αντίληψη για το νόημα της αφηγηματικής του τέχνης: ότι οι επάλληλες ιστορίες του έπαιζαν το ρόλο των πεδίων μεταφοράς και μεταμόρφωσης των δικών του ψυχικών φορτίων.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας Ελένη Λύρα, Μαζί με την Ελένη την Χρυσώ και την Ελευθερία... Από την ομαδική έκθεση επιτόπιων έργων Refuge Project, στο πολεμικό καταφύγιο του Αδάμαντα της Μήλου, 5 Ιουλίου - 30 Αυγούστου 2013


40

Η ΑΥΓΗ • 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

Νίκος Καχτίτσης: μαθήματα Η «συνοροπληξία» του επιστολογράφου Νίκου Καχτίτση Ο «μανιώδης συνορόπληκτος»1 Νίκος Καχτίτσης, επιδιδόμενος σε διαρκείς μετακινήσεις, και των διανοητικών συμπεριλαμβανομένων, διέγραψε στο σύντομο 44χρονο βίο του έναν ευρύ γεωγραφικό κύκλο, εντός του οποίου έκλεισε ένα επίσης ευρύ λογοτεχνικό έργο. Η «περιπλανώμενη γραφή»2 του μετέρχεται κυρίως την πρόζα και δημιουργεί κείμενα λογοτεχνίας ενίοτε ενθυλακωμένα σε σχοινοτενείς επιστολές προς ευάριθΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ Δ. ΣΧΟΙΝΑ

μους επιστολογράφους. Επιπλέον, η «συνοροπληξία» του συγγραφέα μπορεί να υπαινίσσεται γενικώς τη μετέωρη θέση του, την ερωτοτροπία του με την παράδοση και τη νεωτερικότητα, την έλξη και απώθηση προς την πατρίδα που τον εξώθησε στον εκπατρισμό και στη συνακόλουθη νοσταλγία, αλλά και τη διαρκή αιώρηση μεταξύ πραγματικού και φασματικού, η οποία αποτελεί κομβικό σημείο και του επιστολικού του λόγου. Η 15χρονη (1952-1967) γραπτή επικοινωνία του συγγραφέα με τον ομότεχνο, συντοπίτη και φίλο Γιώργη Παυλόπουλο αποκαλύπτει μια δυνατή σχέση και συμπίπτει χρονικά με την κύρια λογοτεχνική παραγωγή του καχτίτσειου έργου. Υπό τη διπλή αυτή οπτική, οι απόψεις περί λογοτεχνίας που διατυπώνει ο επιστολογράφος Καχτίτσης στην εξ αποστάσεως λογοτεχνική επιστολική συζήτηση με τον αλληλογράφο του δεν μπορούν παρά να ενδιαφέρουν τον αναγνώστη του ευρύτερου έργου του: πρώτα, γιατί το τελευταίο γράφεται παράλληλα με τις συγκεκριμένες επιστολές· έπειτα, γιατί ο παραλήπτης των επιστολών εκμαιεύει, εκών άκων, μια σειρά θέσεων που συναιρούμενες συνιστούν σχεδόν ένα λογοτεχνικό μανιφέστο. Οι επιστολές του Καχτίτση διαβάζονται, λοιπόν, και ως κείμενα ποιητικής, που αναπτύσσουν τη λογοτεχνική τους θεωρία έργω και λόγω. Διατυπώνουν, με άλλα λόγια, απόψεις και κανόνες περί λογοτεχνικής γραφής είτε με ευθείες υποδείξεις προς τον αποδέκτη των επιστολών είτε με αυτούσιες λογοτεχνικές ασκήσεις που προσπαθούν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του, αλλά και να τον προετοιμάσουν για τα κυοφορούμενα έργα του συγγραφέα. Επιπλέον, διαβεβαιώνουν (και τον σύγχρονο) αναγνώστη ότι στη μεγάλη λογοτεχνία δεν υπάρχουν μεγαλοφυείς συλλήψεις ή «παιδιά θαύματα», αλλά μόνον πολύ σκληρή δουλειά.3

Το «αποφασιστικό ξελάσπωμα» και οι δυσκολίες του Κεντρική θέση σε αυτή τη λογοτεχνική θεωρία κατέχει ό,τι σημαντικότερο μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξη: «τρώμε, ζούμε, αλλά το κυριότερο δεν επιτελείται- το γενναίο αποταμίευμα, για αποφασιστικό ξελάσπωμα»·4 η γραφή. Αυτή φαίνεται να είναι η μόνη σωτηρία και λόγος ύπαρξης, «ο μεγάλος μας έρωτας». Είναι, ωστόσο, και βάσανος, πληγή, πηγή μελαγχολίας, μία δημιουργία σημείων που καθιστούν εναργέστερη τη σκιά του θανάτου. Πυρήνας της γραφής είναι το θέμα,

Οι επιστολές του Καχτίτση διαβάζονται και ως κείμενα ποιητικής, που αναπτύσσουν τη λογοτεχνική τους θεωρία έργω και λόγω. Διατυπώνουν απόψεις και κανόνες περί λογοτεχνικής γραφής, είτε με ευθείες υποδείξεις προς τον αποδέκτη των επιστολών είτε με αυτούσιες λογοτεχνικές ασκήσεις που προσπαθούν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του, αλλά και να τον προετοιμάσουν για τα κυοφορούμενα έργα του συγγραφέα. Επιπλέον, διαβεβαιώνουν (και τον σύγχρονο) αναγνώστη ότι στη μεγάλη λογοτεχνία δεν υπάρχουν μεγαλοφυείς συλλήψεις ή «παιδιά θαύματα», αλλά μόνον πολύ σκληρή δουλειά

συχνά ένα και μοναδικό σε μια εμμονικά μονοθεματική λογοτεχνία, αφού «ένα θέμα δεν έχει εξαντληθεί ποτέ και δεν θα εξαντληθεί μέχρι καταβολής κόσμου». Ακολουθεί η σύλληψη των χαρακτήρων που, όταν αποκτήσουν τη δική τους ζωή, επισείουν την απόλυτη προσήλωση του συγγραφέα. Η ενδεδειγμένη ηλικία να επιδοθεί κανείς στη λογοτεχνική παραγωγή δεν είναι η νεανική, καθώς «τι είδους οξύτητα μπορεί να έχει ένα μάτι 21 έτους;», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος, αν η αναβλητικότητα του επίδοξου συγγραφέα είναι μεγάλη, να καταλήξει η γραφή «εις τας Ελληνικάς καλένδας». Η αργή κυοφορία του λογοτεχνικού κειμένου εγγυάται κατά κανόνα ωριμότητα, η οποία προκύπτει από άοκνη και καθημερινή άσκηση, που συμπεριλαμβάνει τις επαναγραφές, διορθώσεις, προσθαφαιρέσεις, επανειλημμένες επεξεργασίες. Όταν, όμως, τα γραπτά έχουν ολοκληρωθεί και παραμένουν αδημοσίευτα, τότε «μουχλιάζουν» ξεχασμένα στο συρτάρι του συγγραφέα, απαιτώντας έτσι την άμεση δημοσίευσή τους. Παρεμπιπτόντως, το συρτάρι αυτό φιλοξενείται στο λιτό εργαστήριο του συγγραφέα, το οποίο δεν απαιτεί πολλά: αρκεί «μια γωνία ή ένα δωματιάκι, αφιερωμένο αποκλειστικά στη λογοτεχνία». Ακόμα καλύτερα, όταν στην εικόνα προστίθεται ένα

παραδεισένιο περιβάλλον. Ο παράδεισος του Καχτίτση έχει σαφή περιγράμματα: τοποθετείται στην Κυλλήνη, κοντά στη θάλασσα, συντροφιά με αγαπημένα πρόσωπα, «ένα κοινόβιο για πραγματικούς χειριστές του καλάμου»,5 γεμάτο από μέρες που περνούν «γράφοντας, ζωγραφίζοντας, διαβάζοντας, και λέγοντας τα εξωφρενικά μας αστεία». Το ιδανικό θα ήταν γενικώς η απρόσκοπτη ενασχόληση με τη λογοτεχνία, καθώς η βασανιστική καταπόνηση με πάσης φύσεως βδελυρούς περισπασμούς, αλλά και «εκπορνεύσεις της πέννας», καθιστά την προσπάθεια του συγγραφέα άγονη. Στον αγώνα του βιοπορισμού, η ενασχόληση ενός λογοτέχνη με τη δημοσιογραφία μπορεί να φαίνεται πλησιέστερη στη λογοτεχνία, ωστόσο αντενδείκνυται ρητά, γιατί η δημοσιογραφία παραπλανά και αποπροσανατολίζει, βαυκαλίζοντας τον λογοτέχνη «με τις δάφνες που (αυτός) δρέπει ως δημοσιογράφος», απομακρυνόμενος εν τέλει από το ζητούμενο, τη λογοτεχνική γραφή. Η τελευταία αξιώνει, επομένως, αληθινή αφοσίωση και επίμοχθη εργασία. Ο Καχτίτσης αποστρέφεται γενικώς τις ευκολίες, γι’ αυτό και απεχθάνεται τόσο τις «μανιέρες» όσο και τον εύκολο, επί της ουσίας, «ανεξέλεγκτο παραλογισμό», (και όχι τον «υγιή, εδώ κι’ εκεί»). Επιπλέον, το λογοτεχνικό κείμενο

δεν πρέπει να είναι περιγραφικό, αλλά «να έχει ξερά τα γεγονότα», χωρίς εκείνο τον στείρο εντυπωσιασμό που λειτουργεί τελικώς εις βάρος της ποιότητας. Και το προφανές στηλιτεύεται από το συγγραφέα, καθώς ο ίδιος προκρίνει τους υπαινιγμούς, τους «κρυψώνες» που βρίσκονται στα κείμενα.6 Στην πραγματικότητα, το ιδανικότερο ύφος είναι το «μη ύφος», τόσο διακριτικό «που είναι σα μυστικός ψίθυρος στ’ αυτί του αναγνώστη», «επιφανειακά παραμελημένο και αφελές», δυνατό, παρόλα αυτά, να συνυπάρχει με την «εκρηκτικότητα». Για τη διακριτικότητα της γραφής ο Καχτίτσης έχει κι αλλού διατυπώσει παρόμοιες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι ο καλός συγγραφέας πρέπει να μένει αφανής.7 Γνώμονας στις υφολογικές επιλογές του συγγραφέα πρέπει να είναι και ο προφορικός λόγος. Από την άλλη, όμως, πλευρά δεν μπορεί να αγνοείται ο αστείρευτος και αξιοποιήσιμος πλούτος της ελληνικής γλώσσας. Συμβαίνει συχνά, μάλιστα, η εκταφή σπάνιων λέξεων από το παλίμψηστο της ελληνικής γλώσσας να οδηγεί στην ανάσυρση «φρικαλέων», δηλαδή συγκλονιστικών, λέξεων. Παθιασμένος φιλαναγνώστης, ο Καχτίτσης σχεδόν δεν διαχωρίζει τη γραφή από την ανάγνωση. Εξάλλου, υποστηρίζει αλλού πως τα «λυσσώδη διαβάσματα» (πρωτίστως των κλασικών) τού παρέχουν «πολύτιμη τροφή» για τη δική του λογοτεχνική παραγωγή, λειτουργούν, όμως, και αντίστροφα, καθώς οι όποιες συγκρίσεις τού προκαλούν αισθήματα μειονεξίας, τον κάνουν να αισθάνεται «κατωτερικός».8 Γι’ αυτό έχει ανάγκη από τα ενθαρρυντικά λόγια των ανθρώπων που εκτιμά, όπως είναι και ο Παυλόπουλος, καθώς έτσι μπορεί να πειστεί «ότι δεν ματαιοπονεί». Εξάλλου, ο συγγραφέας γράφει πάντα έχοντας κατά νου έναν δυνητικό αναγνώστη, που, στην περίπτωση του Καχτίτση, είναι και πάλι ο Παυλόπουλος. Οι συγγραφικές εμψυχώσεις είναι απαραίτητες. Και μόνη η δημοσίευση ενός κειμένου είναι διεγερτική για κάθε συγγραφέα. Ο Καχτίτσης τολμά, επιπλέον, να παραδεχθεί ότι ενθουσιάζεται με κάθε επαινετική κριτική για το έργο του, γράφοντας χαρακτηριστικά: «δεν παραλείπω να πω ότι γλείφομαι για την τελευταία κολακεία κριτικού της τελευταίας δεκάρας!». Στην πραγματικότητα, όμως, μόνον η «ευσυνείδητη» κριτική μπορεί να βοηθήσει το λογοτέχνη, όταν σ’ αυτήν ισχύουν κάποιες προϋποθέσεις: μακροθυμία και αποστασιοποίηση του κριτικού από κάθε είδους μικρότητες και εμπάθειες, δύναμη ανάσυρσης του ανώνυμου ποιοτικού έργου από τα προβεβλημένα έργα των επίσης προβεβλημένων λογοτεχνικών υπογραφών, απόσταση από τη μικρόνοια, το διασυρμό και την αδικία. Ευθέως ανάλογη της χαράς που προκαλεί στο συγγραφέα κάθε θετική κριτική για το έργο του είναι η ικανοποίηση και η επιβεβαίωση που προσφέρουν οι υψηλές πωλήσεις των βιβλίων του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας μπορεί να προσδοκά την κάλυψη των βιοποριστικών του αναγκών από τις πωλήσεις των βιβλίων του, αφού «απ’το συγγραφιλίκι δε βγαίνει ψωμί». Αν, ωστόσο, θέλει κανείς να ζήσει από τη λογοτεχνία, θα πρέπει να


Η ΑΥΓΗ • 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

41

7

λογοτεχνίας δι’ αλληλογραφίας καλλιεργήσει τις δημόσιες σχέσεις του, να αξιοποιήσει τις γνωριμίες του, ώστε να διευρύνει τον κύκλο των συνδρομητών στα έντυπα που ενδεχομένως εκδίδει (βλ. για παράδειγμα το Παλίμψηστον του Καχτίτση) και να αποκτήσει έτσι κάποιο σταθερό εισόδημα· «μόνο με αποφασιστικά βήματα μπορεί κανείς να κάνει προκοπή». Από την άλλη, για να έχει αποδοχή το έργο του, «ο συγγραφέας δεν πρέπει να χάνει επαφή με τους αναγνώστες του για μεγάλα χρονικά διαστήματα».9 Για να συμβεί αυτό, απαιτείται αδιάλειπτη λογοτεχνική παραγωγή. «Η ξενητειά και το ταξίδι», παρά το βαρύ τους τίμημα, κινητοποιούν τη δημιουργικότητα του λογοτέχνη, φέρνουν το «ανακάτωμα εκείνο που χρειάζεται» ο κάθε συγγραφέας για να γράψει.

Ασκήσεις επί χάρτου Ο Καχτίτσης των επιστολών μεταφέρει, επιπλέον, στον αλληλογράφο του εξονυχιστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, μεταξύ παραληρηματικού εσωτερικού μονολόγου και επίμονης εξαίτησης προσοχής· γράφει ως επί το πλείστον με μια γραφή συχνά πυρετώδη, που προδίδει έναν ψυχισμό διαρκώς κυμαινόμενο και στις τελευταίες επιστολές οριστικά εξουθενωμένο. Μεταμορφώνεται συχνά σε πρωταγωνιστικό ήρωα επεισοδίων, τα οποία διεκδικούν ειρωνικά την αξίωση της φιλαλήθειας, απολαμβάνοντας, στην πραγματικότητα, στην αφηγηματική τους πραγμάτωση, τα προνόμια της μυθοπλαστικής ελευθερίας· γι’ αυτό με τις άφθονες πληροφορίες για την εξωκειμενική πραγματικότητα (κυρίως πληροφορίες για την καθημερινότητα και τις δυσκολίες της) συνυπάρχει η ενδοκειμενική και εσωτερική πραγματικότητα, «η υπονόμευση του πραγματικού, η γραφή».10 Επεισόδια ζωής, ονειροφαντασίες, ενύπνια, συνομιλίες, απρόσμενες συναντήσεις και ασυνήθιστες συμπτώσεις συμπαρασύρουν τον αναγνώστη σε μια αιώρηση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μια ειρωνική συνδήλωση που μεταμφιέζει την αλήθεια ή που απλώς δεν διεκδικεί αξιώσεις αλήθειας, σε μια ζωή που είναι «αλυσίδα από φαντασιώσεις» και σε ένα παρελθόν του οποίου οι αναμνήσεις είναι περισσότερο «φαν-αναμνήσεις», δηλαδή «φανταστικές αναμνήσεις» και μάλιστα τόσο ζωντανές, ώστε να καταλήγουν «κανονικές αναμνήσεις».11 Έτσι, οι επιστολιμαίες ιστορίες του Καχτίτση φαίνονται αποκυήματα μιας επινοητικής φαντασίας και μιας δημιουργικής γραφής: για παράδειγμα, οι ευφάνταστες επιστολές από το Λονδίνο του 1956 είναι στην πραγματικότητα σελίδες καθαρής λογοτεχνίας, τόσο που ο Παυλόπουλος ζήτησε από τον Καχτίτση την άδειά του να συρράψει τις λονδρέζικες επιστολές και να τις δημοσιεύσει «ως αυτοτελές πεζογράφημα». Αν θέλει, λοιπόν, κανείς να διατυπώσει πληρέστερα την επιστολική λογοτεχνική θεωρία του Καχτίτση, θα πρέπει να συνεξετάσει και εκείνο το μέρος της θεωρίας που παρουσιάζεται έργω, μέσω των λογοτεχνικών ασκήσεων επί χάρτου που επιχειρούνται σε πολλές από τις παραπάνω επιστολές. Σε αυτές ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να ε-

κτιμήσει τη ροπή του συγγραφέα προς το φανταστικό, το μυστηριώδες, το φασματικό, είτε πρόκειται για την ομιχλώδη ατμόσφαιρα ονείρου που δημιουργεί πολύ συχνά, όταν βρίσκονται «όλα κάτω από ένα αμυδρό φως, και ορώμενα πλαγίως κάπως, και όχι κατευθείαν», είτε για τα αινιγματικά πρόσωπα που περνούν σχεδόν αθέατα μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη είτε για την εκκρεμότητα που μεταφράζεται σε αδυναμία του τελευταίου να αποκρυπτογραφήσει τις λεπτομέρειες των διαμειβομένων και να διακρίνει την αλήθεια από την απομίμησή της. Ταυτοχρόνως ή και συνακολούθως, ο αφηγητής και ήρωας βασανίζεται στην εξπρεσιονιστική δυστοπία των εμφανώς επινοημένων και, κατά κανόνα, ημιτελών επιστολικών του ιστοριών, οι οποίες βαρύνονται από γριφώδεις λεπτομέρειες και αινιγματικές υπεκφυγές, πολιορκούμενος από τα φαντάσματα που δημιούργησε ο ίδιος. Με όλα αυτά αποδεικνύεται και εμπράκτως ο οριακός χαρακτήρας μιας «συνορόπληκτης» γραφής, μιας γραφής των ορίων, ευθέως ανάλογης μιας ζωής που βιώνεται ως μυθιστόρημα ή ενός μυθιστορήματος που εκλαμβάνεται ως αληθινή ζωή.

Αξιόπιστες εξομολογήσεις; Διαπιστώνεται πως η λογοτεχνική θεωρία που ο συγγραφέας συνθέτει από επιστολή σε επιστολή βρίσκει εν πολλοίς τις εφαρμογές

της στις επιστολικές του ιστορίες. Έτσι, οι αφηγήσεις των επιστολών εμμένουν πεισματικά στο ίδιο θέμα της ασφυκτικής πολιορκίας και της εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ της αλήθειας και του φάσματός της· οι υπαινιγμοί και οι «κρυψώνες» των κειμένων πιστοποιούν την απέχθεια του συγγραφέα για τις ευκολίες· επιπλέον, δικαιολογούν την αργή κυοφορία των έργων όπου η τελειομανία του συντάκτη τους διατρέχει κάθε λέξη και οδηγεί σε τέτοια επεξεργασία του ύφους, ώστε το τελευταίο να φτάνει στο ιδανικό του Καχτίτση, στο «μη ύφος» που ο ίδιος θαύμαζε σε πολλά από τα «λυσσώδη διαβάσματά» του· βοηθούσης της προφορικότητας που χαρακτηρίζει εν γένει τον επιστολικό λόγο, η γραφή του Καχτίτση καταλήγει συχνά στο στυλιστικό του ιδανικό, στο «επιφανειακά παραμελημένο και αφελές» ύφος που θα χαρακτηρίσει και τα καθαρά λογοτεχνικά του έργα. Τέλος, «η ξενητειά και το ταξίδι» δείχνουν να του προσφέρουν τα απαραίτητα εκείνα «ανακατώματα» που απαιτούνται για τη λογοτεχνική δημιουργία, η οποία χρειάζεται, ωστόσο, την εμψύχωση που θα προσφέρουν τα ενθαρρυντικά λόγια κάθε αξιόπιστης κριτικής πηγής, όπως είναι εν προκειμένω ο Γιώργης Παυλόπουλος. Έτσι, ο επιστολογράφος Καχτίτσης δε φαίνεται να είναι ο φερόμενος ως «αναξιόπιστος εξομολογούμενος»,12 εφόσον εφαρμόζει στο

Στον αγώνα του βιοπορισμού, η ενασχόληση ενός λογοτέχνη με τη δημοσιογραφία μπορεί να φαίνεται πλησιέστερη στη λογοτεχνία, ωστόσο αντενδείκνυται ρητά, γιατί η δημοσιογραφία παραπλανά και αποπροσανατολίζει, βαυκαλίζοντας τον λογοτέχνη «με τις δάφνες που (αυτός) δρέπει ως δημοσιογράφος», απομακρυνόμενος εν τέλει από το ζητούμενο, τη λογοτεχνική γραφή, που αξιώνει αληθινή αφοσίωση και επίμοχθη εργασία

μεγαλύτερο μέρος της τη λογοτεχνική του θεωρία που διατυπώνεται στις επιστολές του. Είναι αξιόπιστος στις εξομολογήσεις του προς τον φίλο Παυλόπουλο, ακριβώς γιατί η αιώρηση μεταξύ της αλήθειας και των ειδώλων της που αποτυπώνεται στο επιστολικό χαρτί είναι η πιο αυθεντική πλευρά του Καχτίτση ανθρώπου και συγγραφέα. Αυτό, λοιπόν, που μπορεί να εκλαμβάνεται ως αναξιοπιστία του λόγου του είναι τελικώς η πιο αξιόπιστη απόδειξη της ειλικρινούς του «συνοροπληξίας», της μοναχικής του αυτοεξορίας στο μεταίχμιο μεταξύ της αλήθειας και της επινόησής της, δηλαδή στο ίδιο οριακό σημείο όπου τοποθετείται και ο λόγος των επιστολών προς τον Γιώργη Παυλόπουλο. Μέσω της εμμονικής του αφοσίωσης στη γραφή, ο Καχτίτσης προσπαθεί εναγωνίως να λύσει τον πολιορκητικό κλοιό του κόσμου, γνωρίζοντας οπωσδήποτε το αδύνατο ενός τέτοιου εγχειρήματος. Γι’ αυτό και το ατελέσφορο της γραφής είναι ίσως το κομβικό σημείο όλης της λογοτεχνικής θεωρίας και πράξης του συγγραφέα. 1. Αυτοχαρακτηρισμός του Καχτίτση (Νίκος Καχτίτσης, «Τρία γράμματα στον Ε. Χ. Γονατά», πρόλογος, επιμέλεια Χρ. Αστερίου, Ν. Εστία, τχ. 1755, σ. 541). 2. Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Επαρχιακές επιλογές: οι άλλοι δρόμοι» στο Πίσω μπρος, στιγμή, Αθήνα 1986, σ. 256. 3. Ν. Καχτίτσης, Η περιπέτεια ενός βιβλίου, στιγμή, Αθήνα 1985, σ. 22. 4. Οι λέξεις και φράσεις εντός εισαγωγικών προέρχονται από το επιστολικό σώμα των 135 επιστολών στο Τα γράμματα του Νίκου Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο (19521967), επιμ. Αυγή-Άννα Μάγγελ, Σοκόλης, Αθήνα 2001. Για τη γραφή ως φάρμακον στον Καχτίτση, βλ. το κείμενο της Σοφίας Βούλγαρη «Ο ναυαγός και η σανίδα» (the books’ journal, τχ. 24, σ. 72-75). 5. Ν. Καχτίτσης, Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 30. 6. Αυτά υποστηρίζει ο Καχτίτσης σε επιστολή του της 9/7/69 προς τον Γ. Δανιήλ (Ο λεπιδοπτερολόγος της αγωνίας Νίκος Καχτίτσης, Νεφέλη, Αθήνα 1981, σ. 134). 7. Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 89. 8. Αυτό το σύμπλεγμα προκύπτει ειδικά από τη σύγκρισή του με τους κλασικούς (Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 23). 9. Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 23. 10. Π. Μουλλάς, «Από το ‘Ημερολόγιο της αυτοβιογραφίας’», Εντευκτήριο, αφιέρωμα στον αυτοβιογραφικό λόγο, τχ. 28-29, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1994, σ. 96. 11. Ο Νίκος Καχτίτσης ομολογεί σε επιστολή του προς τον Νάνο Βαλαωρίτη ότι διαμορφώνει και τέτοιου είδους φανταστικές αναμνήσεις («Γράμμα στον Νάνο Βαλαωρίτη», 7/10/69, περ. η λέξη, τχ. 50, Δεκέμβρης ‘85, σ. 984) 12. Βλ. τον τίτλο «Ο αναξιόπιστος εξομολογούμενος» που δίνει ο Γιάννης Δημητρακάκης στο θαυμάσιο κείμενο που κοσμεί το επίμετρο της τελευταίας έκδοσης του Εξώστη (Κίχλη, Αθήνα 2012, σ.143).

Η Κατερίνα Δ. Σχοινά είναι διδάκτωρ Φιλολογίας


Η ΑΥΓΗ 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

42

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

Το σονέτο

στη νεοελληνική ποίηση ΜΑΡΙΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Το ελληνικό σονέτο (1895-1936) : Μια μελέτη ποιητικής, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, σελ. 384 Η διερεύνηση του ποιητικού πεδίου έχει δείξει ότι η ύπαρξη του ελληνόγλωσσου σονέτου ανιχνεύεται ήδη κατά τον 16ο αιώνα. Οι ρίζες του σονέτου ως είδους βρίσκονται στα εύφορα εδάφη της ιταλικής και της αγγλικής ποίησης, αλλά η αξιοποίηση του σονέτου στη γαλλική ποίηση περί τα μέσα του 19ου αιώνα, η οποία ενεγράφη γόνιμα και γενικότερα στον ευρωπαϊκό πολιτισμικό χώρο, επηρέασε δημιουργικά και την ελληνική σονετογραφία. Η μεΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΟΡΗ

λέτη της Μαρίας Αθανασοπούλου, η οποία εγκρίθηκε ως διδακτορική διατριβή το 1999 από το Πανεπιστήμιο του Cambridge και στην παρούσα έκδοση παρουσιάζεται σε ελαφρώς επεξεργασμένη μορφή, αναλύει τις ιστορικές, θεματικές και τεχνοτροπικές πτυχές του ελληνικού σονέτου στο εξελικτικό άνυσμα τεσσάρων δεκαετιών, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως την ύστερη μεσοπολεμική περίοδο. Στην «Εισαγωγή» (σ. 13-62) η μελέτη αυτοπροσδιορίζεται ως «άσκηση λογοτεχνικής ιστοριογραφίας», που στοχεύει σε επαναταξινομήσεις και επαναξιολογήσεις της νεοελληνικής ποίησης. Η σύνθετη μέθοδος της Αθανασοπούλου περιλαμβάνει ως βασικές (όχι όμως ως αποκλειστικές) συνιστώσες την ψυχολογικής στόφας πρόταση του Harold Bloom, στο πλαίσιο της οποίας κάθε λογοτεχνική γενιά εκλαμβάνεται συμβολικά ως δυνάμει πατροκτόνος, καθώς και τη διακειμενική συσχέτιση και αλληλεπίδραση. Επίσης, σκιαγραφείται η παρουσία του σονέτου στην ελληνική ποίηση πριν από την εξεταζόμενη χρονική περίοδο. Εδώ, ας σημειωθεί ότι η βιβλιογραφία ως προς την έναρξη της ελληνόγλωσσης σονετογραφίας έχει εμπλουτιστεί (βλ. ενδεικτικά, M. Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας, 2003, σ. 33, Γ. Κεχαγιόγλου, μικρο-φιλολογικά, τχ. 16, 2004, σ. 9-10, κ.ά.). Ανάμεσα στη βιβλιογραφική επέκταση (και στις ενδεχόμενες αναθεωρήσεις, που από αυτήν θα απέρρεαν) και στην αποκρυστάλλωση μιας φάσης «της έρευνας γύρω από την ελληνική σονετογραφία στο γύρισμα της δεκαετίας του 2000», προτιμήθηκε η δεύτερη (σ. 11). Επιπρόσθετα, στην «Εισαγωγή» του βιβλίου εγκαινιάζεται ο διάλογος της συγγραφέως με την ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία για το σονέτο, ο οποίος διεξάγεται (και σωστά) σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου, ώστε να επαναπροσδιοριστούν ή και να αναιρεθούν παλαιότερες περί του θέματος απόψεις. Στο Πρώτο Κεφάλαιο της μελέτης (σ. 63-133) προσεγγίζονται τα σονέτα του Κωστή Παλαμά και κυρίως εκείνα που συγκρότησαν τους ποιητικούς κύκλους «Πατρίδες» και «Δεκατετράστιχα». Η ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία της Αθανασοπούλου τείνει να καταδείξει τα ποιήματα, ιδίως των «Πατρίδων», ως ηθελημένη ποιητική αλληγορία που σχετίζεται με τη δημιουργία του ιδεώδους κράτους για το γένος των Ελλήνων, γεγονός φυσικό, εάν θυμηθούμε ότι ο Κωστής Παλαμάς (βλ. Βεν. Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεμέλιο, 1992) υπήρξε από τους βασικούς συντελεστές της παγίωσης των μορφωμάτων της εθνικής ψυχής και της συνέχειας της ελληνικής φυλής μέσα στον ιστορικό χρόνο. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο (σ. 135-188), η εξέταση της Αθανασοπούλου αποκολλά τα σονέτα του Άγγελου Σικελιανού από το ισχυρό ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας, εκλαμβάνοντάς τα ως δείγματα ενός στενότερου τοπικισμού και ως απόρροιες ενός κοινοτικού - ομοσπονδιακού ιδεώδους. Η

μελέτη της πνευματικής πορείας και του ευρύτερου ποιητικού έργου του Σικελιανού υποδεικνύει, κατά τη γνώμη μας, ως απότοκη του καλλιτεχνικού - βιοθεωρητικού του προτάγματος περί αρμονικής συνύπαρξης και αντιθετικών στην αφετηρία τους οριζουσών, την ανίχνευση τόσο μεγαλοϊδεατικών όσο και κοινοτικών παραμέτρων στο σικελιάνειο σονετογραφικό και ποιητικό corpus. Εμφανείς επιδράσεις από τη φεμινιστική - ψυχαναλυτική οπτική (Julia Kristeva) και από τη γιγάντωση των Gender Studies, ιδίως στην άλω των αγγλόφωνων πολιτισμικών σπουδών, οδήγησαν την Αθανασοπούλου στο να μελετήσει σε ξεχωριστά κεφάλαια τη σονετογραφία των αρρένων ποιητών της γενιάς του 1920 (Τρίτο Κεφάλαιο : σ. 189-266) και την αντίστοιχη παραγωγή των ποιητριών της συγκεκριμένης γενιάς (Τέταρτο Κεφάλαιο: σ. 267-332). Η αλλαγή θεματικής ορθά θεωρείται και ως ένα είδος αντίδρασης στην παλαιότερη εθνική και μεγαλοϊδεατική ρητορική. Το τοπίο του άστεως αρχίζει να εμφιλοχωρεί στο σονετογραφικό πεδίο, εκτοπίζοντας βαθμιαία την ηθογραφίζουσα λάμψη της υπαίθρου ως βασικής πολιτισμικής πηγής, ενώ αρχίζει να θεμελιώνεται μία πρώιμη νεωτερικότητα (με κυριότερο εισηγητή τον Κ. Γ. Καρυωτάκη), εστιασμένη στην εκ των ένδον διασάλευση του αυστηρού έμμετρου ρυθμού και στη σαρκαστική αντιμετώπιση παραδεδομένων αξιών. Στη συγγραφική παραγωγή του μεσοπολεμικού νεοσυμβολισμού περιλαμβάνεται και το έργο της Μαρίας Πολυδούρη, της Ελένης Λάμαρη, της Μυρτιώτισσας, της Μελισσάνθης και αρκετών ακόμη ποιητριών. Η Αθανασοπούλου συμπεραίνει ότι «η γυναικεία σονετογραφία απόλαυσε μια πλούσια και πλουραλιστική άνθηση στην Ελλάδα, στο βαθμό που λειτούργησε ως φορέας πρωτοφεμινιστικής κριτικής» (σ. 332). Είναι γεγονός, πάντως, ότι οι ποιήτριες του Μεσοπολέμου δεν κέρδισαν μέχρι τώρα το στοίχημα με το χρόνο: δεν διαβάστηκαν ιδιαίτερα μετά τον Μεσοπόλεμο, δεν ερέθισαν υψηλόβαθμα το φιλολογικό και κριτικό ενδιαφέρον, ούτε, βέβαια, κατάφεραν με τη συγγραφική παρουσία τους να επηρεάσουν δραστικά ομότεχνες και ομοτέχνους. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν, φυσικά, ότι η σημερινή φιλολογική έρευνα πρέπει να αγνοήσει ή να παρασιωπήσει το έργο τους. Ανιχνεύονται «οι απόπειρές τους [...] να «διεισδύσουν» στην ανδροκρατούμενη λογοτεχνική σφαίρα διά του σονέτου» (σ. 267), αλλά πρόκειται για απόπειρες που δεν δικαίωσαν τις αφετηριακές προσδοκίες των ποιητριών, εάν υποθέσουμε ότι οι συγκεκριμένες προσδοκίες είχαν προθετικά οικοδομηθεί. Η συμπυκνωμένη παράθεση των ενδιαφερόντων «Συμπερασμάτων» της μελέτης (σ. 333-361) διανθίζεται με την προσέγγιση καβαφικών ποιημάτων, των οποίων τα στιχουργικά και στροφικά χαρακτηριστικά στοιχειοθετούν εγγύτητα προς τη φόρμα του σονέτου και σκιαγραφούν μορφολογικές και διακειμενικές σχέσεις της καβαφικής ποίησης με τη σονετογραφία. Ενδιαφέρουσα, χρήσιμη, ευκρινώς δομημένη και επιστημονικώς λειτουργική η δουλειά της Αθανασοπούλου, χαρτογραφεί με μορφολογικές, ιστορικές, ιδεολογικές και διακειμενικές λεπτομέρειες μία εξέχουσα περιοχή του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Εμπλουτίζει ως συνεισφορά τη μελέτη της ποίησής μας και επειδή διαθέτει σε υψηλό βαθμό ανασκευαστική οπτική και πεποίθηση γνώμης, παρέχει και ερεθίσματα για δημιουργικό διάλογο.

Ο Δημήτρης Κόκορης διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ

Το πολυκέφαλο τέρας Ποιος είναι αυτός που πέρα απ’ το φεγγάρι κάθεται; που έχει απαλή αγκαλιά; Η ράχη μου στο στέρνο του όταν μου δείχνει πίσω μπρος τη γη Ποιος είσαι συ που με μαυλίζεις και φυσάει αυγή στο στόμα; που με διαφθείρεις δείχνοντας τη γη review και forward και pause; Όταν με αφήνεις ή σου φεύγω ψάχνω τη σάρκα και τα κόκαλά μου Χωρίς αυτά πώς να σε εννοήσω και να σε μαρτυρήσω; _Εσύ είμαι, ακούω Ποιος είναι εκείνος που στα δόντια του την παγωμένη νύχτα θρυμματίζει κι αργοκυλούν τα θρύψαλα ερπύστριες στον ύπνο του δικαίου; κι ο άλλος πλάι; που ανυπεράσπιστος στη μουσική οργώνει με τα δάχτυλα το ψέμα; _Εσύ είναι, ακούω Ποιος είναι αυτός που δάμασε τον τρόμο από μέσα και δίνει απ’ το πνευμόνι του αέρα στο σήμερα που εξόκειλε; _Εσύ είναι, ακούω Κι εκείνος που εκτρέπει της Στύγας τα Νερά στο δέλτα του ύπνου και πλημμυρίζουν Άδη τα χαράματα; που επιβάλλει και στον ουρανό ρυμοτομία χαλώντας τους δρόμους των ονείρων και τις κατεβασιές τους; Ποιος είναι; Πες μου, ποιος; _Εσύ είναι, ακούω Α! Όχι Δεν είμαι τέρας πολυκέφαλο εγώ

_Κι όμως Για κοίτα στη σκιά σου το σχήμα της σιωπής σου Τσιμουδιά εγώ εσύ αυτός

222 Όποιος κι αν είσαι -ξένος ή εαυτόςέλα και πάρε με ξανά στο σπίτι πέρα απ’ το φεγγάρι

2

Αρετή Γκανίδου

«Ο ζωγράφος του μήνα» από το φθινόπωρο θα συνεχίσει στην τελευταία σελίδα των Αναγνώσεων. Την ευθύνη θα την έχει η Λήδα Καζαντζάκη.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.