Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 559
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Μικρά Ασία
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΠΑΥΛΗ Μικρά Ασία Ιδεολογικές διαδρομές εθνικές ταυτότητες ΣΕΛ.1-2
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ Η αυθαιρεσία του «καινού» έναντι της «εξέλιξης» στη λογοτεχνία ΣΕΛ. 3
ΠΕΡΣΑ ΚΟΜΟΥΤΣΗ Σύγχρονη Αραβική Λογοτεχνία και η απήχησή της στον Δυτικό κόσμο ΣΕΛ. 4-5
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΥΚΕΣΑΣ Μινώταυρος στο Σούνιο (ποίημα) ΣΕΛ. 6
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ταξίδια στα Βαλκάνια ΣΕΛ. 6-7
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ Αυτοσχόλια, ποιητή και πολίτη ΣΕΛ. 8
Ιδεολογικές διαδρομές - εθνικές ταυτότητες Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και προχώρησε στην ενδοχώρα για να την κατακτήσει ως «αείποτε ελληνική», βάδισε επάνω σε μια γη που εσώκλειε στρώματα ιστορίας που η εθνική ιδεολογία παρέβλεπε. τους πολιτισμούς πριν και μετά τον ελληνικό αποικισμό, τη διαφορετικότητα της προ-εθνικής οργάνωσης της εξουσίας και των τρόπων παραγωγής, και το επισφαλές της απόδοσης ακέραιων φυλετικών και τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών μετά από τις προΤΗΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΠΑΥΛΗ
σμίξεις που οι αδιάκοπες ανθρώπινες παλίρροιες είχαν διαμορφώσει. Η Μεγάλη Ιδέα υποχρέωσε στην αναπαραγωγή ενός εθνικού αφηγήματος που δεν διέγραφε μόνο την παρουσία των σύγχρονων μικρασιατικών πληθυσμών: στην αναζήτηση της «χαμένης» γεωγραφίας του έθνους, μέσα από την κατανομή των αρχαίων τεχνέργων του, διέγραφε και τη συμβολή των άλλων αρχαίων λαών στο μικρασιατικό παλίμψηστο. Παρά τη δυσκολία να μελετά κάποιος το ημιφεουδαρχικό χτες από την πλεονεκτική θέση του μεταβιομηχανικού σήμερα, χάρη στις άφθονες πηγές της περιόδου είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως, κι αν αρχαίοι λαοί μετατρέπονταν σε «επουσιώδεις» γείτονες και αδρανείς φορείς του ελληνικού πολιτισμού, ώστε να επανεγγράφονται ως «ομογενείς», οι γνώσεις ήταν κιόλας πολλές στην αυγή του 20ού αιώνα, όπως και οι καταγεγραμμένες ενστάσεις απέναντι στις καθιερωμένες προσεγγίσεις. Ανατολιστές είχαν δημοσιεύσει πολύμοχθες μελέτες για τους προελληνικούς πολιτισμούς και για όσους στη συνέχεια συγχρωτίσθηκαν με τον ελληνικό, με το συγγραφικό έργο τους γνώριμο στην ελληνική επιστημονική κοινότητα, αφού στην πλειοψηφία τους ήταν μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών. Κι ας παραβλέπονταν οι απόψεις τους ως επιζήμιες για το εθνικό ζήτημα, ήταν πια κοινός τόπος πως στην αλληλόδραση των λαών της Μικράς Ασίας οφειλόταν το ότι τα ελληνικά φύλα επέζησαν στον πολυεθνοτικό μερκαντιλισμό: μια «φυσική επιλογή» από μέρους τους, στη συγχώνευση και τη διαμόρφωση εκείνων των στοιχείων που συνέβαλαν στην εξέλιξη της σκέψης και του καλλιτεχνικού αισθητηρίου, που, με σκηνικό τα πολύβουα παράλια, εξέφρασαν οι κάτοικοί της. Ούτε οι μανιχαϊστικές προσεγγίσεις της Δύσης εξηγούν την εμμονή των ελλήνων λογίων
σε ιδεοληψίες. Ο τριψήφιος αριθμός μελετών του 19ου αιώνα από Δυτικούςμαρτυρά την ειλικρινή αγάπη τους για το «φως» που είχε γεννηθεί στους υδραυλικούς πολιτισμούς της Ανατολής - προτού έρθει και την καταδικάσει σε στασιμότητα το «σκοτεινό Βυζάντιο» και ο «βάρβαρος» Σουλτάνος, ο κάποτε αυθέντης «Μέγας Τούρκος» των βενετσιάνικων αρχείων. Αναγνώριζαν πως η Ανατολή αποτέλεσε μέρος ενός ιδιαίτερα διευρυμένου κοινωνικοπολιτικού εργαστηρίου, στο οποίο η εθνικότητα υπήρξε μια συνεχής διαδικασία επιλογών -κι ας μην είχαν χρησιμοποιήσει αυτούς τους όρους για να το περιγράψουν- και είχαν γράψει για τις σύνθετες πνευματικές και καλλιτεχνικές τάσεις, που μαρτυρούσαν συνύπαρξη των πληθυσμών, που εμπορεύονταν από την Βαβυλώνα έως το Αιγαίο. Αναμφίβολα, ο προσδιορισμός «ελληνικό» από ένα σημείο και μετά αποτέλεσε μια υπερκείμενη πολιτιστική αξία που ξεπέρασε σημασιολογικά κατά πολύ τη γλωσσική αντίστιξη με τους Κάρες που έδινε ο Όμηρος, και ως τέτοια αξία διατηρήθηκε έως την αυγή των βυζαντινών χρόνων. Αλλά δεν συνιστά μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία ανάλογη υπερκείμενη πολιτιστική αξία είχε επί δεκάδες αιώνες και ο όρος «Βαβυλώνιος». Και αναμφίβολα οι ξένοι, που με τις πολλές μελέτες καταδείκνυαν πως οι
Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι συντελεστές της ανατολιακής ιστορίας, δεν εμπλέκονταν εθνοπολιτικά με την Ανατολή, σε αντίθεση με τους Έλληνες, που έβλεπαν στα αρχαία υλικά κατάλοιπα την αδιάσπαστη πολιτική συνέχεια του έθνους τους, άρα την εμπρόθετη δράση των αρχαίων μαστόρων για συνειδητή επέκταση της «ελληνικότητας». Δεν αμφισβητείται πως η Ανατολή είχε υπάρξει και των Ελλήνων ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με την περιγραφή του Αθανάσιου Σουλιώτη-Νικολαΐδη, που όταν τη σκεφτόταν του έρχονταν στο νου «οι τόσοι αρχαίοι Έλληνες που πηγαινοήρχοντο στον Μεγάλο Βασιλέα [Πέρση], οι επιγραφές των Βυζαντινών, οι τόσοι χριστιανογέννητοι Μ. Βεζίρηδες, οι Γενίτσαροι, και τόσα άλλα όμοια»1. Αλλά το εθνικό αφήγημα δεν είχε διάθεση να αναμετρηθεί με τους επιστημονικούς κανόνες. Η Μεγάλη Ιδέα, η κιβωτός του εθνικού κράτους που παρείχε το ιδεολογικό οπλοστάσιο για τον θρίαμβο της επέκτασής του, υποχρέωσε τους έλληνες αρχαιολόγους να καταφθάσουν στη Μικρά Ασία για να προσδιορίσουν, μέσα από τα ευρήματα, την υπέρ των Ελλήνων διαφορά το αντίθετο θα σήμαινε έκπτωση του αείποτε ηγεμονικού ρόλου της Ελλάδας και των δικαιΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
ωμάτων της στη χάραξη νέων συνόρων. Κι όσο πιο έντονη ήταν η αντίθεση ανάμεσα στον μύθο και το παρόν, στο ιδεατό και το πραγματικό, στην απαίτηση και στη δυνατότητα υλοποίησής της, τόσο πιο βάρβαροι ήσαν οι Οθωμανοί, πιο δίκαιη η εκστρατεία και πιο επιθετικά τα ιδεολογήματα που συλλήβδην εξελλήνιζαν την Ανατολή, περιορίζοντας στα καθ’ ημάς την ιστορική ανατομία της. Με πρωτοστατούσες τις «πνευματικές κορυφές», την Εκκλησία, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και την Ακαδημία, έως τις δυο Αρχαιολογικές Εταιρείες και τους Φιλολογικούς Συλλόγους, που με αβαθείς αναλύσεις προπαγάνδιζαν την πανάρχαια ύπαρξη ενός ελληνικού μικρασιατικού κράτους που εχθροί ανά τους αιώνες σφετερίζονταν. Να προστεθεί και ο μεγάλος ανακατασκευαστής της ιστορίας, ο αμεσότερος στη διάχυση ιδεολογιών, και γι’ αυτό ο καταλυτικότερος στο πεδίο αναπαραγωγής εθνικών και κοινωνικών στερεοτύπων, ο αστικός Τύπος. Που εξαντλούσε την πληροφόρησή του στο πόσο μακριά είχε φτάσει ο ελληνικός στρατός. Απόλυτα εμπρηστικός όταν επρόκειτο για τον «εθνικό εχθρό», αλλά καθησυχαστικός και ανούσιος για τις πολιτικές εξελίξεις, με την επιστημονικοφανή γραφίδα που είχε επισύρει το ειρωνικό σχόλιο του Σεραφείμ Μάξιμου: «Βδομάδες ολόκληρες προχωρούσε ο ελληνικός στρατός [...] σε έδαφος ξένο και εχθρικό, που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των Ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε πως όχι μονάχα ήτανε, μα και είναι ελληνικό»2. Ακόμα και στρατιωτικοί θα παραδεχτούν, όταν όλα έχουν τελειώσει, πως το ιστορικό και το αρχαιολογικό κριτήριο, το άλλοθι της προέλασης, είχε υπάρξει ανεπαρκές: «κι αν κάποτε Έλληνες είχαν κατοικήσει εδώ, αφού τις τελευταίες χιλιετίες κατοικούν άλλοι λαοί αυτοί έχουν αποκτήσει εθνικά δικαιώματα αλλιώς ας διεκδικούσαμε τον Καύκασο και την Κολχίδα από όπου οι πρωτο-έλληνες εξόρμησαν πριν από χιλιετίες. Γιατί στα βάθη της Φρυγίας, στον τομέα Σεϊντή-Γαζή που είχε στρατοπεδεύσει η μεραρχία, Έλληνες δεν κατοικούσαν πια. Όσο για τα σπασμένα μάρμαρα με ελληνικάς επιγραφάς, ναοί ηρειπωμένοι [...] αυτά ήσαν αι μόναι εκ πρώτης αντιλήψεως δια τον μαχόμενον ελληνικόν λαόν, ασθενείς δικαιολογίαι του συνεχιζομένου πολέμου»3. Η αστική ιστοριογραφία εγκλώβισε έκτοτε την πολυπλοκότητα της φύσης του μικρασιατικού εγχειρήματος στη λέξη «καταστροφή» και στην αναπαραγωγή του «εθνικού τραύματος», με όλες τις μονόπλευρες συνδηλώσεις του. Υπήρχε κι εκείνο το επίμονο επιχείρημα, πως οι Μικρασιάτες επί αιώνες τε-
Η ΑΥΓΗ • 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ λούσαν υπό καθεστώς τυραννικό και ανέμεναν τη διάσωσή τους. Ξεφυλλίζοντας όμως το χρονικό της περιοδείας του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη στην Μικρά Ασία, τον βρίσκουμε να κάνει μια στάση στο Σουσούζκιοϊ, στο μικρό καφενεδάκι που «εκρατούσαν συντροφικά εντός μικράς καλύβης τούρκος εντόπιος χωρικός και ξένος χριστιανός γνωστός μόνον με το όνομά του Κυριάκος»4. Αναρωτιέται κανείς πώς αντιλαμβανόταν ο Κυριάκος την «τουρκική τυραννία», του μητροπολίτη Χρυσοστόμου5, τον «κτηνώδη τουρκικό λαό», του Σπύρου Μελά6, τον «αγριώτερον δυνάστην τον οποίον εγνώρισε ποτέ η ανθρωπότης», του στρατηγού Δαγκλή7, το «αιμοβόρο θηρίο», του επιχειρηματικού κόσμου8. Τα ιδεολογήματα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ελίτ, αυθαίρετα και υπεροπτικά, χτίζονταν στα ανήλιαγα αναγνωστήρια και στα σαλόνια των διασκέψεων, που κράταγαν απ’ έξω την καθημερινότητα όπου πραγματικά δοκιμάζονταν οι ανθρώπινες σχέσεις. Έτσι όμως αναφαίνονταν οι αντινομίες της ελληνικής εθνικής συγκρότησης και ο βαθμός της επινόησής της. Γιατί η συνιστορία των λαών της Μικράς Ασίας ακύρωνε τη βεβαιότητα του διαρκούς μίσους ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, για το οποίο κορυβαντιούσαν οι πολιτικοί, ο Κλήρος, ο αστικός Τύπος. Πλήθος πηγών αποκαλύπτουν πως γενικότερα στις προ-εθνικές κοινωνίες δεν υπήρξε η δυαδική τομή που διακινεί ο εθνικός λόγος από τα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα που ύψωσε το 717 τέμενος -»μαγίσδιον»- στην Κωνσταντινούπολη για τους
1 «Γράμματα από τα βουνά - Σημειωματάριον» (1905-15), στο Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, Μεταίχμιο 2008, 207. 2 Σ. Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία; Στοχαστής 1930 19. 3 Δ. Αμπελάς, Συνταγμ/ρχης Πυροβολικού, Η Κάθοδος των Νεώτερων Μυρίων, 401π.Χ., 1922 μ.Χ., Ιστορικαί Εκδόσεις (1937)3 1967, 45-6. 4 Κ. Κουρουνιώτης, «Αρχαιολογικόν Ταξείδι εις Μ. Ασίαν», Σιδέρης-Εστία 1924, 404. 5 Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, ΜΙΕΤ 2000, 128. 6 Στο Σ. Σκαλιέρης, Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, Τύπος 1922, 97. 7 Αναμνήσεις-Έγγραφα-Αλληλογραφία, Το Αρχείον του, Βαγιονάκη 1965,427 8 Η Διεύθυνσις, στο Πανελλήνιον Λεύκωμα, Τόμος Α΄- Οικονομολογικά, 1921, 5. 9 Η. Dwight, Constantinople Old And New, Longmans, Green & Co. 1915, 332. 10 Μ. Μερακλής «Ελληνοτουρκικά της Μικράς Ασίας», Η Λέξη, 1992, 709. 11 Μπομόν, «Οι Τούρκοι της Σμύρνης», Daily Telegraph 11.8.21 (Γρ. Τύπου ΥπΕξ. 1921, 26).
2
μουσουλμάνους της, έως την Τραπεζούντα του 1900 που οι Κούρδοι χόρευαν για την Ανάσταση γεμίζοντας χρώμα κίτρινο και κόκκινο τον αέρα9. Η γερόντισσα Κωνσταντινιά, από το χωριό Εσμές κοντά στη Νικομήδεια, θυμόταν που «με τους Τούρκους ήμασταν σαν αδέλφια»: στους γάμους, στα βαφτίσια και σ’ όλες τις ελληνικές γιορτές ήταν πάντα μαζί μας, γλεντώντας και κερνώντας, και σκορπώντας λεφτά. Το ίδιο έκαναν οι Έλληνες στις τουρκικές χαρές10. Ο πολεμικός ανταποκριτής Μπομόν, που εκδήλωνε με κάθε ευκαιρία την περιφρόνησή του για την «τουρκική φυλή», διαπίστωνε πως στην Σμύρνη η «πλειοψηφία των Τούρκων ζη άριστα μετά των Ελλήνων και Αρμενίων, ενασχολούμενη με μικροεργασίας με τους όνους και καμήλους της»11. Ο στρατιώτης Λευτέρης Παρασκευαΐδης είχε παρατηρήσει στη Μανταμάδο πως «Τούρκοι κι Έλληνες περνούν πολύ αγαπημένα, είναι καλοδεχτικοί, πρόσχαροι και πολύ χουβαρντάδες»12 και ο προσκεκλημένος του ΥΠΕΞ, ως φωτογράφος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, Ανρί-Πωλ Μπουασονά, γοητεύεται στην Κωνσταντινούπολη από τις «παράδοξες καταστάσεις. Έλληνες και Τούρκοι πιασμένοι αλά μπρατσέτα. Έλληνες από αντίθετες παρατάξεις. Γάλλοι που αγνοούν τους Έλληνες»13. Ο Αναστάς Ήλογλου, από την Φιλαδέλφεια, θυμάται, φτάνοντας στην Σμύρνη για να αναχωρήσει με ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο την Μεγάλη Τρίτη του 1923, πως ένας από τους «Τούρκους συνοδούς μας -λοχίας- με αγκάλιασε και με φίλησε: ‘Εύχομαι καλό ταξίδι’»14. Οι Καππαδόκες είχαν
ζήσει τόσο αρμονικά, ώστε χριστιανοί και μουσουλμάνοι να τελούν τις λατρείες τους διαδοχικά στην ίδια εκκλησία, τη λαξευτή του αγίου Μάμα, στην Μαμασό, κι αν πιστέψουμε μια μαρτυρία, κάποιες φορές οι λειτουργίες γινόντουσαν συγχρόνως15. Και η Φιλιώ Χαϊδεμένου, από τα Βουρλά, είχε σχολιάσει πως «εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας»16. Στην πραγματικότητα, λίγα πράγματα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε για τη σκέψη όσων κατοικούσαν έξω από τα αστικά κέντρα αφού, μάλιστα, σε ημερολόγια και επιστολές αυτοπροσδιορίζονταν συνήθως θρησκευτικά και όχι εθνικά. Όπως η πρόσφυγας Τσίνγκου-Αϊβαλιώτου, ακόμα και μετά 30 χρόνια παραμονής στην Ελλάδα: «Βρίσκω έναν Τούρκο, ο οποίος είχε μεγάλη γνωριμία με έναν Χριστιανό [...] Με παίρνει και πάμε σ’ ένα σπίτι Χριστιανικό» «έπλενε ένας στρατιώτης χριστιανός τα ρούχα του» «όταν ξημέρωσε, έρχονται οι Τούρκοι στρατιώτες» «Δεν μπορούμε να πούμε και το άδικο. Είχε Τούρκους καλύτερους από Χριστιανούς» «Τι καλά υποδεχόμαστε μια μέρα τον Ελληνικό Στρατό! Πήραμε τόση χαρά χωρίς να ξέρουμε τι θα μας τρέξει» «σκοτωμένοι χιλιάδες και αγνοούμενοι. Κι από τους Χριστιανούς το ίδιο, νεκρούς και αγνοούμενους»17. Όπως είναι αδύνατο να απαρτίσουμε μια αναλυτική εικόνα τού πώς οι Μικρασιάτες αντιλαμβάνονταν την Ελληνική Διοίκηση και τι προσδοκούσαν από αυτήν, καθώς συ-
12 23.7.1920, στο Λ. Παρασκευαΐδης, Αδελφή στρατιώτου», Ημερολόγιο και αλληλογραφία ενός Φαντάρου της Μικρασιατικής Εκστρατείας, University Studio Press 2006, 71. 13 Κων/πολη 26.7.1921, στο H-P Boissonnas, Μικρά Ασία 1921, Μπενάκη - ΙΜΕ 2002, 281. 14 Ήλογλου, Ηλιάδης, «Απομνημονεύματα του παππού μας», στο Σμύρνη. Η ζωή και το τέλος της πόλης των «Γκιαούρηδων»», Τεγόπουλος 2009, 178. 15 Ο τελευταίος ελληνισμός της Μικράς Ασίας, ΚΜΣ 1974, 44. 16 Φ. Χαϊδεμένου, συνέντευξη στο «1822-2002, 80 χρόνων μνήμης», Εκπαιδευτήριο Μάνεση, μνήμη Αντώνη & Κωνσταντίνας Πικριδά, 2002. 17 Τσίνγκου-Αϊβαλιώτου 1941-1954, φωτοτ. χειρόγραφο. 18 Φ. Χαϊδεμένου, συνέντευξη στο «1822-2002, 80 χρόνων μνήμης», Εκπαιδευτήριο Μάνεση, μνήμη Αντώνη & Κωνσταντίνας Πικριδά, 2002. 19 Μπομόν, «Μετά την νίκην», Daily Telegraph 31.7.21 (Γρ. Τύπου ΥπΕξ. 1921, 17-8). 20 Έκθεσις Πεπραγμένων της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης Κων/πόλεως, Κων/πολη 23.4.22 (Αρχείο Βενιζέλου-Μπενάκη).
Η ΑΥΓΗ • 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Προδημοσίευση από το βιβλίο: Εις το όνομα του Πολιτισμού: η αρχαιολογία στην υπηρεσία της πολιτικής, στην Μικρά Ασία, επί ελληνικής κατοχής (191922), που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα
Η Καλλιόπη Παυλή είναι δρ Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών
Η αυθαιρεσία του «καινού» έναντι της «εξέλιξης» στη λογοτεχνία
Σε παρέες συζητιούνται, όλο και συχνότερα, τα ονόματα της τρέχουσας λογοτεχνικής επικαιρότητας. Ποιος είναι, πώς φαίνεται, τι είπε, τι χλεύασε και τι ειρωνεύτηκε, τι εντύπωση δημιούργησε, πώς αύξησε τη διαδικτυακή φήμη του, γιατί και πώς τα κατάφερε όλα τα ανωτέρω. Άλλο τόσο απουσιάζει από το πνεύμα της συζήτησης η καλλιτεχνική αξία, η βάσανος και η δοκιμή της δημιουργίας υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, η συγκινησιακή αποτίμηση του έργου, η θέση του γράφοντος έναντι του αναγνώστη αλλά και η γραμματολογική του επάρκεια. Εύκολα εξηγήσιμο, ως εκ τούτου, το επείγον - η σκιαγράφηση του προσώπου και το μέγεθος της αποδοχής του απαιτούν την άΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
μεση διαλεύκανση και τη σίγουρη τοποθέτησή του στο εφαλτήριο προς την καταξίωση ή την αποπομπή του. (Η ενημέρωση καλπάζει μέσα από οθόνες και συσκευές με γρήγορες «συνδέσεις», με μόνη απαίτηση την εγρήγορση του χρήστη και την ενεργό καθήλωσή του στα λογής τσιτάτα, τις ανακοινώσεις, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα, τα έξυπνα-πονηρά σχόλια στον δαιδαλώδη μικρόκοσμο των κοινωνικών δικτύων). Επ’ ουδενί όμως δεν υφίσταται το κριτήριο της αποσκόπησης, απουσιάζει η επιμέρους εκτίμηση που αφορά την επάρκεια, τις φιλότιμες εκφραστικές αφετηρίες κι αναζητήσεις, την ολότητα της συγγραφικής προσφοράς, την απόλαυση είτε ακόμη τα τρωτά, αδύναμα σημεία της γραφής ενός εκάστου δημιουργού. Όλα μοιάζουν να είναι λυμένα, κατά μαγικό τρόπο, επιμελώς τακτοποιημένα υπέρ μιας «σύνολης εικόνας», ενός φαντασιακού περιτυλίγματος που αναδεικνύει το προϊόν στη βιτρίνα του κόσμου των τεχνών και του πνεύματος. Ο χρόνος του έργου δεν ταυτίζεται με την τρέχουσα στιγμή θέασής του. Ανάμεσα στα «επίκαιρα ονόματα» της λογοτεχνίας, ετούτο το αξίωμα αποσιωπάται, παραμένει ανερμήνευτο και σίγουρα δεν εμπλέκεται -ως στοιχείο αδιέξοδης ενόχλησης- σε όλη αυτή τη δίνη προβολής, προώθησης, πολλαπλής συνδιαλλαγής. Σ’ αυτό το αλισβερίσι κατάκτησης της κοινής γνώμης με περιθώριο συγκεκριμένο χρονικά, έχουν προεξάρχουσα θέση, «ιεραρχούν» τα μίντια (τα παραδοσιακά με την ελλειπτική αντίληψη περί «νεοεμφανιζόμενου» αλλά και τα νεόκοπα «φριπρες» και τα ηλεκτρονικά που πάσχουν από αξιακές υποδομές) όσο και οι αυτόκλητοι μέντορες των πρωταγωνιστών, όπως εκδότες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς-παράγοντες, διευθυντές περιοδικών, βιβλιοπώλες. Πίσω από την επιλήψιμη άνθηση του φαινομένου υποκρύπτεται η ανάγκη ανατροπής της πρότερης λαγνείας περί παλαιού ίσον έγκυρου κι ευάρεστου. Το παλαιό δεν είναι νέο πια, απομυζήθηκε αρκούντως αλλά παράλληλα δεν προετοίμασε το επόμενο παλαιό που θα εξυπηρετούσε τη συνέχεια... Συμβαίνει ωστόσο οι όροι να αντιστρέφονται ταχύτατα, εδώ και τώρα, αφού σημασία έχει το «πλασάρισμα» στην κονίστρα του ειδέσθαι. Το
τι γράφει κανείς μπορεί εύκολα να οροθετηθεί κατασκευάζοντας ένα ψεύτικο, βολικό καλούπι (συνήθως, για λόγους ευκολίας, αποκαλείται μεταμοντέρνο). Η αντίληψη της λογοτεχνίας ως μέσου έκφρασης υποβιβάζεται για να αναδειχθεί, αντιστρόφως ανάλογα, σε πεδίο εναλλασσόμενης παρέμβασης στο γίγνεσθαι της δημόσιας σφαίρας. Το στοίχημα μπαίνει στ’ όνομα του «νέου». Από την άλλη πλευρά, γίνεται φανερό ότι ο λόγος κατακερματίζεται από μιαν πολυφωνία που θεωρητικοί ωσάν τον Γιούργκεν Χάμπερμας επιδιώκουν να εγκιβωτίσουν σε μια νέα τάξη πραγμάτων, μη εποπτευόμενων τελικά από τον σύγχρονο άνθρωπο. Η καλοδεχούμενη τεχνολογική διευκόλυνση επέτεινε -αντί του αντιθέτου: δεν συμμόρφωσε- την αναπόφευκτη κρίση των πολιτισμικών αξιών στη διάρκεια του 20ού αιώνα, σίγουρα δε, ανέδειξε τη μάζα της θρασύτατης ευκολίας που κάποιοι εκπρόσωποί της δοκιμάζουν να υπερφαλαγγίσουν νήματα ηθικής, αναχώματα στοχασμού, ποικιλότητα και ποιότητα συμπεριφορών, διάφορων από τη λογική της εμπορευματοποίησης. Η συζήτηση μπορεί να εκταθεί. Δεν είναι πρωτότυπη ιστορικά η εμμονή στο κάτοπτρο απ’ ό,τι όφειλε στο είδωλο, στο στεγνό πρόσωπο κι όχι στο εκπέμπον φως έργο. Ούτε βεβαίως πρέπει να μείνει ασχολίαστη η κανονιστική πρακτική των προηγούμενων λογοτεχνικών «γενεών» - μόνον που τώρα, σε σύγκριση με τότε, εκλείπει ο πήχυς της γνώσης, της προόδου και της συνείδησης του συγγραφέα για το ίδιο το περίγραμμά του. Ανάμεσα σ’ αυτά τα αντιφατικά δεδομένα, σή-
μερα, βρίσκουν χώρο οι αυτοαναγωγές και οι αυτοκρισίες, οι παραστάσεις δυνατών κι αδυνάμων, όλα όσα αποτυπώνονται στον «γυάλινο κόσμο» των βραβεύσεων, των εκδηλώσεων, των εκδόσεων, των αναγορεύσεων, των δηλώσεων και των συνεντεύξεων, των ομαδοποιήσεων, των προκηρύξεων... Συνδυάζοντας αυτές τις σκέψεις με την αισιόδοξη εμπειρία της πνευματικής δημιουργίας στους αιώνες, μπορεί να υποστηριχθεί η ελευθερία μετά τον περιορισμό που προξενεί αυτή η κατάσταση: Όποιος δεν «παίζει» στο σύστημα, το οποίο δομείται και νομιμοποιείται από τους ίδιους τους παίκτες του, είναι καταδικασμένος στη σιωπή και την παρασιώπηση. Ε, όχι λοιπόν... Υπάρχει η άλλη όψη της πραγματικότητας που υποστηρίζει ότι η κατάσταση ετούτη είναι μια φούσκα, όπως ακριβώς οι χρηματιστηριακές, που μέλλει να σπάσει. Είναι κατάσταση κι όχι εξέλιξη˙ αυθαιρεσία κι όχι κυρίαρχο γεγονός. Το σημαντικότερο: δεν εισδύει, δεν επηρεάζει τη διανοητική διαδικασία και τη λογοτεχνική ζωή, και άρα επιτρέπεται εκ νέου στη σιωπή να γίνει φωνή. Εάν επικρατήσει αυτή η τελευταία άποψη, θα σημαίνει ότι πάλι επιβεβαιώνεται η α λα Μπόρχες απλή λογοτεχνική πράξη: πίστη στη φαντασία και θράσος της έκφρασης. Η τέχνη του λόγου θα οδεύει σταθερά στον δρόμο της και θα προσφέρει πολλές, ανάλογες και χρήσιμες εμπειρίες. Γιατί όχι άλλωστε;
Ο Βασίλης Ρούβαλης είναι ποιητής, δημοσιογράφος κι εκδότης του περιοδικού (.poema..)
Το πρόσφατο, πολυσέλιδο αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», τώρα και σε βιβλίο
ÃÄ¢ÈÊÙ ½ÔÐÑÙ ÎÃÕËÍÀÙ ÍÃË ÏÑÐÖ ÕÏËÑÙ ÍÀ ÃÉ Ë Ò Íà ÎÎÊÐËÍÀÙ ÇÒËϽÎÇËà ÓÕÖÃÙ
SRHPD ÇÍÆÀÕÇ Ù
νήθως αντιμετωπίζονται ως «ενιαίος χώρος» από τους ερευνητές. Κι ενώ δεν αποτέλεσαν ένα ομοιογενές σύνολο, ο σχηματικός τρόπος παρουσίασής τους απαλείφει την ύπαρξη των ενδιάμεσων καταστάσεων, που διαφοροποιούσε και την από μέρους τους πρόσληψη των γεγονότων. Γιατί πέρα από τις ιδεοληπτικές φλυαρίες των λογίων και των οικονομικά ισχυρών της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, που κόμπαζαν πως αποτελούν απευθείας απογόνους μιας ιστορικής ελίτ, οι αγρότες και μικροέμποροι της Ιωνίας, που ήταν και οι πολυπληθέστεροι, το πιθανότερο είναι να απέβλεπαν πρωτίστως στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους στο σουλτανικό φεουδαρχικό καθεστώς. Αλλά κι αυτή τη βελτίωση την ήθελαν με τους δικούς τους όρους, αφού σε αντίθεση με τα εύσημα που αποδίδονταν στα εκσυγχρονιστικά μέτρα της Αρμοστείας, υπήρχαν κι εκείνοι που δυσαρεστούνταν. «Όμως εγώ θέλω να σας πω για τα χρόνια αυτά που ζούσαμε με την ελληνική διοίκηση [...] Θέλανε άλλους νόμους, θέλανε άλλους τρόπους ζωής, δηλαδή δεν μας θέλανε να είμαστε έτσι όπως ήμαστε αφελείς, αγαπημένοι με τους Τούρκους, αγαπημένοι μεταξύ μας. [...] Τις ντομάτες που φυτεύαμε στα κτήματα μας μάς τη μετρούσαν και τη φορολογούσαν, ενώ τι συνέβαινε με τους Τούρκους: Αλωνίζαμε το αλεύρι, το σιτάρι και αφού το τελειώναμε έπρεπε να πάρουν οι Τούρκοι -αφού ήμαστε στο τουρκικό κράτος- τους φόρους [...]. Και αφού τελειώναμε το σιτάρι, επί παραδείγματι τον αλωνισμό και κάναμε τις σωρούς, φωνάζαμε τον Οσουρτζή [...]. Παίρναμε όσο παίρναμε, όσο μας άρεσε και το βάζαμε σε μια άκρη με τα τσουβάλια. Μετά ερχόταν ο Οσουρτζής [...] το μετρούσε εκείνο που έβλεπε [...] Και χώριζε το δικό του εκείνη την ώρα, αυτό που θάπαιρνε το κράτος το’ βανε σ’ ένα τσουβάλι και το άφηνε εκεί και το πηγαίναμε εμείς, ο κάθε ένας με το ζώο του. Εκείνο που του έδειχνες, εκείνο μετρούσε. Ποτέ δε ρώτησε, ακόμη κι αν έβλεπε κι άλλα τσουβάλια, ποιανού ήταν αυτά. Αντίθετα, οι Έλληνες ήθελαν να μας πάρουν φόρο από τις ντομάτες»18. Εγγράμματοι και προεστοί που μιλούσαν για λογαριασμό τους, διαφορετικά αντιλαμβάνονταν τα όσα συνέβαιναν, όπως επίσης πέρα από τους μουσουλμάνους που στελέχωναν τον κεμαλικό στρατό υπήρχαν και οι αδιάφοροι για τον πόλεμο, σε σχέση με τα ζωτικότερα προβλήματα της επιβίωσής τους: στο Ουσάκ ήταν «ρακένδυτοι, χαρακτηριστική απόδειξις της πτωχείας των. [...] Παντού πτωχεία, ελεεινότης και ένδεια. Ελαχίστην προσοχήν αποδίδουσιν εις τον Κεμαλικόν πόλεμον και τον Αρχηγόν αυτών»19. Και μόνο σκόρπιες αναφορές μάς βοηθούν να υποπτευθούμε τις σκέψεις για την εξελισσόμενη τραγωδία εκείνων που δεν έπεφτε επάνω τους ο προβολέας της Ιστορίας. Όπως του «απλού χωρικού του Αδραμυτίου», που στην ερώτηση του Πατριάρχη «περί της γνώμης των Μικρασιατών εν τη παρούσα κρισίμω στιγμή απήντησεν: Εις ημάς, Παναγιώτατε, δεν τίθεται ζήτημα ζωής ή θανάτου αλλά ζήτημα εκλογής είδους θανάτου»20...
25
3
ÑÂÎÉÃÔÊÙ
ÖÖÀÙ ÊÙ ÒÂÔÑÙ ÔÇ ÓÕÖÃÙ ÑÂÎÉÃÔ ×ÊТ ÑÉËÃÖÜÀÉÎÑÛ ÃÔ¿Ã ÑÂÔÕÊ ÎÊ٠νÌÊÙ ¾ÔÃÙ ÔÑ ÊÏÊ ÑÙ ÊÙ ÂÖÕ ¾ÖÔ £Ñ ÖÊÙ ÊÏ ÃÐÃÉËÓ ½ÌÃÐÆÔÑÙ ÊÎË¢Ù Ê ÔÑÂÕÃÎÊ ¨Ü½ËÏÙ ½ÔÔËÎ Î ÃÒÃÉÇØÔÉ¿ÑÛ Â Ù ÕÖÃ Ó ÑÛ ËÓÖ ¿ÎÊÙ ¦ÑÂÄÃÎÊÙ ÛÖÛÚ¿Ã ÃÐÃÉ ÃÐÑÙ ¦ÑÜ¢ÐÊÙ ÃÕ ÔÑÛ ¯ÎÍÊÙ ¦¾ÉÑÙ Ö½È ÖÃÛÔÑÂÎà ¨ÕÑÂÒ Ï¢Ù ¨ÕÃÎÃÒ¢ÖÊÙ ¢ÍÊÙ ÇÔ½ÈÃÙ Ø ÛϾ ÃÔ¿Ã ¢ÚÑÛ ËÃÍÑ ÜÊÉ ®ÃÖ Ô¿Ã Ã x ÈËÎÑÎÑÉËÍ¢
SRHPD ÇÍÆÀÕÇËÙ
ΓΡΑΦΟΥΝ: Αθηνά Βογιατζόγλου, Κώστας Βούλγαρης, Σπύρος Λ. Βρεττός, Δημήτρης Δημηρούλης, Αλέξης Ζήρας, Μαρία Κούρση, Τζέιμς Μέρριλ, Αλέξανδρος Μηλιάς, Παναγιώτης Νούτσος, Ευτυχία Παναγιώτου, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εύη Προύσαλη, Άλκης Ρήγος, Στέφανος Ροζάνης, Βασίλης Ρούβαλης, Σάκης Σερέφας, Θωμάς Τσαλαπάτης, Σταυρούλα Τσούπρου, Μαρία Χατζηγιακουμή, Μαρία Ψάχου
Εκδόσεις (.poema..) editor@epoema.eu | www.e-poema.eu ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ για όλη την Ελλάδα και την Κύπρο: Βιβλιοπωλείο «Λεμόνι», Ηρακλειδών 22, Θησείο, τηλ. 210-3451390
26
Η ΑΥΓΗ • 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Σύγχρονη Αραβική Λογοτεχνία Η Αραβική Λογοτεχνία δεν διαχωρίζεται, και δεν πρέπει να διαχωρίζεται, από την παγκόσμια λογοτεχνία. Αλλά αν είναι να μιλήσουμε για την Αραβική Λογοτεχνία ως μέσο διάδοσης των ιδιαιτεροτήτων ενός πολιτισμού, του αραβικού πολιτισμού, και την απήχησή της στον Δυτικό κόσμο, τότε θα μπορούσαμε να πούμε με κάθε βεβαιότητα -άλλωστε είναι πια κοινός τόποςότι η Αραβική Λογοτεχνία ανέκαθεν αποτελούσε ένα τεράστιο κεφάλαιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με φανατικούς αναγνώστες, όχι μόνο στον αραβικό αλλά και στον Δυτικό κόσμο. Η απήχησή της μάλιστα στη Δύση, κυρίως, τα τελευταία χρόνια, ξεπερνά κάθε προηγούμενο.
ΤΗΣ ΠΕΡΣΑΣ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ
Η σύγχρονη Αραβική Λογοτεχνία -εκτός ολίγων εξαιρέσεων- άρχισε ουσιαστικά να γίνεται ευρύτερα γνωστή στην Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Μέχρι τότε, ελάχιστα δείγματα γαλλόφωνης αραβικής λογοτεχνίας είχαν εμφανιστεί στη Δυτική αγορά, ενώ ο εξωτισμός και η ιδιαιτερότητα των θεμάτων που άπτονταν του γεωγραφικού αυτού χώρου αποτελούσαν τα κύρια κριτήρια για την επιλογή των τίτλων, και ο αραβικός κόσμος απεικονιζόταν μέσα από τη ματιά και τα βιβλία δυτικών λογοτεχνών, όπως του Π. Μπόλους, του Τζ. Όρτον, του Μπάρουζ, του Ντάρελ, του Τσίρκα, και άλλων. Στη μεταστροφή αυτή του ενδιαφέροντος και της θέασης της Αραβικής Λογοτεχνίας και της σύγχρονης κουλτούρας της από τους Δυτικούς, συνέβαλε τα μέγιστα, κατά τη γνώμη μου, το βιβλίο του Παλαιστίνιου κριτικού της λογοτεχνίας και στοχαστή Έντουαρντ Σαΐντ, με τίτλο «Οριενταλισμός» -ίσως το πιο σημαντικό και διάσημο από τα βιβλία τουπου εκδόθηκε το 1978 και μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες. Το βιβλίο αποτέλεσε αφετηρία ευρύτατων συζητήσεων σε διεθνές επίπεδο, καθώς στην ουσία ήταν μια κριτική μελέτη της Δυτικής αντίληψης για τον «εξωτισμό» της Ανατολής, και αποδομούσε εκ βάθρων τη γνώση και την προκατάληψή μας για τη σύγχρονη κουλτούρα της Ανατολής, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τη στενή σχέση αυτής της γνώσης με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατική εμπειρία. Η επιρροή τού έργου αυτού στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες ήταν τεράστια, ενώ ο απόηχός της συνέβαλε αποτελεσματικά στο να στραφούν τα βλέμματα και το αυθεντικό ενδιαφέρον του Δυτικού αναγνώστη στη σύγχρονη αραβική σκέψη, και κατά συνέπεια στη λογοτεχνία και τους σημαντικούς εκπροσώπους της. Μέχρι τότε, λίγοι, γνώριζαν, για παράδειγμα, το έργο του μεγάλου στοχαστή Ταχά Χουσέιν, του Εχσάν Αμπντ ελ Κοντούς, του Ταουφίκ αλ Χακίμ, του Γιέγια Χάκι, Γιούσεφ Ιντρίς, και άλλων μεγάλων μεγεθών της αραβικής διανόησης, που έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης Αραβικής Λογοτεχνίας. Η μεταστροφή του ενδιαφέροντος κορυφώθηκε τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90 -με τις ίδιες περίπου χρονολογικές αναλογίες θα
έλεγα ότι συνέβη και στην Ελλάδα- κυρίως με τις μεταφράσεις του νομπελίστα συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ, που ακολούθησαν με καταιγιστικούς ρυθμούς μετά τη βράβευσή του. Χρειάστηκε ένα Νόμπελ λογοτεχνίας, για να αφυπνιστεί εντελώς η Δύση από τον λήθαργό της και τις προκαταλήψεις της και να στραφεί και πάλι με ανανεωμένο και αυθεντικό ενδιαφέρον στη λογοτεχνία της Ανατολής, να προσλάβει το μέγεθος και την παγκόσμια διάστασή της. Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο οποίος κατά γενική ομολογία είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός, ο πιο χαρακτηριστικός συγγραφέας, όχι μόνο της Αιγύπτου αλλά και μιας συναρπαστικής Ανατολής που η μαγεία της αργοσβήνει, λόγω κυρίως των κοινωνικών και πολιτικών μεταβολών, «εισήγαγε» την οικουμενικότητα της αραβικής λογοτεχνίας κυρίως στη Δύση. Γιατί μετά απ’ αυτόν, τα προβλήματα του μέσου Αιγύπτιου, που αντικατοπτρίζουν εκείνα του Άραβα, έγιναν διεθνή, ενώ το Κάιρο, όπου συναντάμε τον πυρήνα της αιγυπτιακής κοινωνίας, μέσα στις μικρές και μεγάλες γειτονιές του, έγινε μια παγκόσμια γειτονιά, όπου ακόμα και ο κάτοικος στης Δύσης άρχιζε να αναγνωρίζει σε αυτή εκφάνσεις της δικής του ζωής. Ο Δυτικός αναγνώστης άρχισε να περιπλανιέται σε μονοπάτια ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, αναγνωρίζοντας ότι είναι όλες συνηθισμένες και γνώριμες κινήσεις του βίου. Ο Μαχφούζ υπήρξε μελετητής της ίδιας της ανθρώπινης κατάστασης, της υπαρξιακής
απελπισίας του ανθρώπου, εξαίροντας τις ζώσες αξίες της ζωής και θυμίζοντας ότι η αποσάθρωση ροκανίζει τις αξίες της, τις ψυχές μας, και όχι τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή φύλου. Κηρύσσοντας την ίδια στιγμή ότι ο ευτυχισμένος άνθρωπος είναι δημιούργημα του ίδιου του ανθρώπου και ότι η μεγαλύτερη δυστυχία του είναι η αποδοχή της δυστυχίας. Σε όλο του το έργο, μας θυμίζει ξεκάθαρα την παντοτινή αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στη φύση του και τους τρόπους ζωής που ο ίδιος δημιούργησε, αλλά και στον εαυτό του με τον οποίο δύσκολα καταφέρνει να συνεννοηθεί, καθώς, όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους συγγραφείς, ο αιγύπτιος συγγραφέας τα συνήθη τα αναδεικνύει σε σημαδιακά, και τα φαινομενικά τιποτένια, σε κρίσιμα και ζωτικά. Ακόμα και οι συμβολισμοί του πήραν κι αυτοί παγκόσμια διάσταση, ενώ τα ντόπια σύμβολα έγιναν οικουμενικά και πανανθρώπινα, και συνεπώς αναγνωρίσιμα στον δυτικό αναγνώστη. Για παράδειγμα, ο μιναρές για τον Μαχφούζ συμβολίζει την ψυχική και πνευματική απομόνωση του ανθρώπου, όπου γης. Το τζαμί αποτελεί το καταφύγιό του από τους φόβους και τις αδυναμίες του. Ακόμα και η θρησκεία αναφέρεται σαν ένα οικουμενικό, πανανθρώπινο δόγμα κι αυτό αργότερα δημιούργησε σχολή. Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί άραβες συγγραφείς. Στη διαφορετική πρόσληψη της σύγχρονης αραβικής λογο-
τεχνίας και στην κορύφωση του ενδιαφέροντος των ξένων εκδοτών, αλλά και της απήχησής της στο αναγνωστικό κοινό, συνέβαλαν κι άλλοι λόγοι από τους οποίους ξεχωρίζω τους εξής: Ο πρώτος έχει να κάνει με το ότι τα έργα της πιο πρόσφατης αραβόφωνης πεζογραφίας, τις τελευταίες δεκαετίες δεν περιορίζονται πια στη ρεαλιστική αποτύπωση της αραβικής παραδοσιακής κοινωνίας και των ανθρώπινων τύπων της, ούτε στη στερεότυπη θεματολογία του εξωτισμού, όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά άρχισαν να ξεφεύγουν, σταδιακά στην αρχή κι έπειτα εντονότερα, από τα γεωγραφικά όρια της Ανατολής, ενώ ο πάλαι ποτέ ποιητικός ρεαλισμός αντικαθίσταται τώρα από τον νατουραλιστικό ρεαλισμό, την πολιτική αλληγορία. Πρωτότυπα ως προς το θέμα τους και ως ένα βαθμό ριζοσπαστικά έργα άρχισαν να γράφονται, με νέες αφηγηματικές τεχνικές κι ελλειπτικότητα στους διαλόγους, δίνοντας έμφαση στα θέματα που τρέφουν και δίνουν αφορμές για στοχασμούς. Οι παραδοσιακοί τρόποι αφήγησης έδωσαν τόπο σε νέους τρόπους γλωσσικής έκφρασης. Οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές, η χειραφέτηση της γυναίκας, η αυτεξουσιότητα των κρατών που βγήκαν από την εποχή της αποικιοκρατίας, το Παλαιστινιακό, ο πόλεμος στο Ιράκ αλλά και η μαζική μετανάστευση μιας μεγάλης μερίδας νέων -συχνά αυτοεξόριστων- δημιουργών στην Ευρώπη δημιούργησαν καινούρια θέματα για μια νέα γε-
Η ΑΥΓΗ • 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
5
και η απήχησή της στον Δυτικό κόσμο νιά συγγραφέων που ανταγωνίζονται επάξια τους δυτικούς συναδέλφους τους. Έτσι, η τάση της εσωστρέφειας και της υπαινικτικής γραφής, που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του παρελθόντος, στα σύγχρονα βιβλία έχει εντελώς εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από την αμεσότητα του λόγου, την ευκρίνεια και την καθαρότητα της αφήγησης, όχι μόνο ως προς τις περιγραφές αλλά κυρίως ως προς τις ιδέες που προβάλλονται και τη γλώσσα που χρησιμοποιείται. Η στοχαστική διάθεση είναι πλέον εμφανής, η αυστηρή ματιά των δημιουργών απέναντι σε κάθε τι παλιό ή παρωχημένο έχει επαναπροσδιορίσει τη σύγχρονη αραβική λογοτεχνία, καθιστώντας την ομόλογη εκείνης των σύγχρονων Δυτικών. Κάτι που ασφαλώς έχει άμεση σχέση με το ότι η σύγχρονη Αραβική Λογοτεχνία, ακόμα και η ποίηση, τα τελευταία χρόνια αλλάζει συνολικά τον παραδοσιακό της χαρακτήρα, θέλοντας πλέον να ικανοποιήσει ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό έξω από τα όρια της και να εξομοιωθεί με τις υπόλοιπες λογοτεχνίες του κόσμου. Η Αραβική Λογοτεχνία έγινε μία από τις «παγκόσμιες γλώσσες», μια γλώσσα οικουμενική με σημαντική απήχηση στον Δυτικό κόσμο. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την εμφάνιση μιας νέας γενιάς μεταφραστών από τα αραβικά, που ενδυνάμωσαν, εμπλούτισαν και ενθάρρυναν τη μεταφραστική κίνηση από τα αραβικά στην Ευρώπη, καθώς, έχοντας διαβάσει το πρωτότυπο, μπορούν πια να κατανοήσουν σε βάθος και να αξιολογήσουν τις σκέψεις, τους ανθρώπινους χαρακτήρες και τις κοινωνικές καταστάσεις ενός κόσμου ίδιου μεν και την ίδια στιγμή πολύ διαφορετικού απ’ ότι τον γνωρίζαμε έως τώρα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, αρκετά είναι τα βιβλία που μεταφράστηκαν απευθείας από τα αραβικά σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, προβάλλοντας και αναδεικνύοντας το ξεκάθαρο στίγμα της Αραβικής Λογοτεχνίας και όλα αυτά τα νέα χαρακτηριστικά που ανέφερα πιο πάνω, και που τη διακρίνουν από τη «Δυτικόμιμη» ή την καθαυτό Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία- κυρίως όμως όσον αφορά την οικουμενικότητα των θεμάτων που πραγματεύεται.
Εκτός από τους παράγοντες που αφορούν στη σημασιολογία και το ύφος των κειμένων, ο μεταφραστής έχει να αντιμετωπίσει τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη σπουδαιότερη κατάκτηση των σύγχρονων αράβων λογοτεχνών, που δεν είναι άλλη από τον χειρισμό μιας νέας, πιο καίριας γλώσσας, πιο ανεπιτήδευτης, καθημερινής, με τους ιδιωματισμούς και τις εκφράσεις της, μιας γλώσσας που καθρεφτίζει τις αλλαγές στα ήθη, στις νοοτροπίες και στις αντιλήψεις των αράβων δημι-
ουργών. Η απήχηση της σύγχρονης αραβικής λογοτεχνίας έγινε εντονότερη, όταν τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ανάγκη διαλόγου, επικοινωνίας, και γενικότερα ενός «ανοίγματος» προς τη Δύση έγινε πιο επιτακτική, παρότι υπήρξε πάντα θέμα μείζονος σημασίας στην ανθρώπινη ιστορία. Η μαζική μετανάστευση των πληθυσμών από τις λιγότερο προνομιούχες χώρες της Ασίας και της Αφρικής στις πιο προνομιακές της Ευρώπης, για αναζήτηση καλύτερων συνθηκών
ζωής, έχουν μετατρέψει τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες, ιδίως στις αστικές περιοχές, σε πολυπολιτισμικές, πολυθρησκευτικές και πολυφυλετικές κοινωνίες ή, αν θέλετε, φυλετικά μη αμιγείς. Μετά το ‘90, λόγω της ραγδαίας μεταμόρφωσης του κοινωνικού ορίζοντα, ο οποίος σ’ ένα βαθμό κάποτε αντανακλάται στις λογοτεχνικές εκφράσεις, υπάρχει στη λογοτεχνία μια ξεκάθαρη στροφή ή τάση στην έννοια της διαπολιτισμικότητας και της προώθησης της διαφορετικότητας. Τέλος, η αραβική άνοιξη συνεχίζει να φέρνει στο προσκήνιο την «αραβική παγκοσμιοποίηση», την αραβική ανθρωπογεωγραφία, την αραβική γλώσσα και τους τόπους της, αναπροσδιορισμένους, αναγεννημένους σχεδόν, μέσα από τη στάχτη που άφησαν οι πρόσφατες εξεγέρσεις. Η φτώχια, η ανεργία, η αναξιοκρατία, ο νεποτισμός, η εκμετάλλευση από τη μεριά του κράτους, η εξαντλητική γραφειοκρατία, η διαφθορά της αστυνομίας, οι μικρές εξουσίες που γίνονται μεγάλες, η υπερκατανάλωση, όλα αυτά συνθέτουν μια εξαιρετικά τολμηρή για τα αραβικά δεδομένα θεματολογία. Πιο σωστά, αρχίζουν να διαμορφώνουν σιγά-σιγά ένα νέο τοπίο, το οποίο καθορίζει νέες συντεταγμένες και προδιαγράφει ίσως νέες τάσεις σε ότι αφορά την τέχνη, ειδικά τη λογοτεχνία. Οι κοσμοϊστορικές αλλαγές που προκλήθηκαν μετά την εξέγερση των απελπισμένων πολιτών είχαν άμεση και ουσιαστική επίδραση στη θεματολογία, ειδικά της πεζογραφίας, αλλά και σε μεγάλο βαθμό της ποίησης. Ιδιαίτερα η ποίηση έπαιξε τον τελευταίο καιρό ένα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση της αραβικής λογοτεχνίας, θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι είναι αυτή που στήριξε και στηρίζει ουσιαστικά την πραγματική αραβική άνοιξη, κατά συνέπεια επηρέασε την πρόσληψη και την απήχησή της στη Δύση. Τα ερωτικά θέματα, που κυριαρχούσαν στο παρελθόν, αντικαθίστανται πλέον από τους υπαρξιακούς προβληματισμούς, τον πολιτικό στοχασμό, την πολιτική σκέψη.
Η Πέρσα Κουμούτση είναι συγγραφέας και μεταφράστρια
Σε εκείνους που είναι πιο σκληροί και από τους τυράννους Ω Πύργοι! Ήλθε πια ο καιρός, να εγκαταλείψετε το απανθρακωμένο σώμα. Αρκετούς νεκρούς δεν έχετε ξεθάψει, σ’ αυτή τη γη στεναγμών έτσι όπως συνεχίζετε να σέρνετε πίσω σας τις συνωμοσίες και τα σάπια πρωινά σας; Είναι πια καιρός να γεμίσουν οι κουρασμένες φλέβες μου με όλα όσα άγγιξαν την ερειπωμένη μου καρδιά που εγκαταλείφθηκε στο ναό του Βαυαρών. Σαν το φεγγάρι που κρύφτηκε πίσω από την περαστική ομίχλη. Ω Πύργοι, Τίποτα δε με θωρακίζει πια Εκτός από τη σιωπή μου. Φύγετε ή κάντε με ό,τι θέλετε. Βάλτε με στο μάτι του κυκλώνα Σκορπίστε τη χαρά μου Στον χάρτη των συννέφων
και της συκοφαντίας. Πείτε ότι πέρασε από εδώ ή έμεινε εδώ. Στη συνείδησή της ουρλιάζουν τα φαντάσματα. Εκεί που υγραίνει τα χείλη της είναι τα όρια της Ουρούκ και το μυστήριο της Ακκάδ. Στο σώμα της κρύβονται οι δακρυσμένοι κήποι της ιστορίας και της τραγωδίας της Πείτε ακόμα Δεν ήταν παρά ένα στολίδι στο στέμμα του Σαργών μια ιέρεια του ολέθρου Φωνάξτε και μην ξεχνάτε να χαράξετε (πάνω) στα καταραμένα μνημεία σας Ότι η καρδιά της Eνεντουάνα Ήταν μεγαλύτερη από όλα τα Ευαγγέλια των τυράννων. Αμάλ ελ Τζουμπούρι
40
Ενόσω οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των συνασπισμένων βαλκάνιων στον Α΄ πόλεμο σε άλλα μέτωπα είχαν επιτυχή έκβαση και σε άλλα επικρατούσε στασιμότητα, οι διπλωματικές διασκέψεις στα ευρωπαϊκά fora αναλάμβαναν την υλοποίηση της «διανομής» των κατακτημένων εδαφών, με βάση δύο αρκετά γενικές «αρχές», «της Βαλκανικής ισορροπίας» και «των εθνοτήτων»: Τόσο η «βαλκανική ισορροπία», που εξαρτιόταν από την ευρωπαϊκή, όσο και οι εν τω γίγνεσθαι τότε «εθνότητες», αντί να αποτελέσουν εγγύηση των νέων συνόρων, νομιμοποιούσαν μάλΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
λον την επικράτηση των συμφερόντων των ισχυρότερων ευρωπαϊκών/ βαλκανικών πολιτικών δυνάμεων. Δεν είχε άραγε αποδειχθεί ότι κάθε προσπάθεια εθνικοποίησης πληθυσμών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας ετίθετο πάραυτα υπό αίρεση και ότι, τελικά, μέσα στο οθωμανικό πλαίσιο καμιά διανομή δεν μπορούσε να θεωρηθεί «ακριβοδίκαιη» κι ακόμα πως (για να θυμηθούμε πάλι τον Χ. Τρικούπη) όποιος θα έπαιρνε τη Μακεδονία, θα μπορούσε να την εθνικοποιήσει; Στην παρατεινόμενη αναμονή της παύσης του πολέμου, ενώ τα διεθνή γεωπολιτικά διακυβεύματα περιπλέκονταν, «η εκδηλωθείσα θέλησις της Ρουμανίας, όπως παίξη του λοιπού ρόλον βαλκανικόν και να τον παίξη από συμφώνου μετά των Ελλήνων, Σέρβων και των Μαυροβουνίων εδημιούργησαν εν τη Ανατολή νέαν κατάστασιν». Η Ρουμανία είχε τηρήσει ουδετερότητα στον Α’ πόλεμο συντασσόμενη με την υπόλοιπη Ευρώπη· αυτή ωστόσο η επιλογή της δεν την απάλλαξε από τις πιέσεις της Αυστροουγγαρίας, που φοβόταν την προσχώρηση της Ρουμανίας στη Βαλκανική συμμαχία, και της Ρωσίας, που έβλεπε με τρόμο τη Βουλγαρία να πλησιάζει την Κωνσταντινούπολη και αντίστοιχα επιζητούσε ένα βαλκανικό αντίβαρο. Θέλοντας ωστόσο να επωφεληθεί από τις λεπτές ισορροπίες, η Ρουμανία ήγειρε διεκδικήσεις στο νότο δεν γινόταν βέβαια λόγος για απελευθέρωση των ομοεθνών της στα αυστροουγγρικά και ρωσικά εδάφη: Έτσι, ανακαλύπτοντας τώρα το βαλκανικό της χαρακτήρα, ζητούσε να ικανοποιηθούν διεκδικήσεις της στη βουλγαρική Δοβρουτσά, βάσει ιστορικών της δικαίων. Στο μεταξύ, ενώ οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διασκέπτονταν στο Λονδίνο για τη «διανομή» των κατακτημένων εδαφών, η Τετραπλή βαλκανική συμμαχία προήλαυνε ή είχε καθηλωθεί, όπως ο βουλγαρικός στρατός, από το Νοέμβριο, στην Τσατάλτζα, «κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης», όπως τότε έγραφε ο Φερδινάνδος ντυμένος με «βυζαντινόν μανδύα», απορρίπτοντας πρόταση για ανακωχή, με την ελπίδα πως σύντομα θα έμπαινε στην Αγία Σοφία ντυμένος ως βυζαντινός αυτοκράτορας. Ενώ εκκρεμούσε λοιπόν η έκβαση των επιχειρήσεων στο θρακικό μέτωπο, ο Ρουμάνος υπουργός Τ. Ιωνέσκο απαίτησε να δηλώσει «από τώρα» η Βουλγαρία, εάν η μόνη εκκρεμότητα για να προβεί στις εδαφικές παραχωρήσεις προς τη Ρουμανία ήταν η κα-
Η ΑΥΓΗ • 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
τάκτηση της πολιορκούμενης Αδριανούπολης. Επειδή ωστόσο και τα δύο μέρη επιδείκνυαν «ζωηράν επιμονήν και αντίστασιν», η πάνοπλη Ρουμανία χωρίς καθυστέρηση, έδωσε «προμηνύματα νέου πολέμου» κάνοντας και επιστράτευση· ταυτόχρονα έθετε το γνωστό από το 19ο αι. «Κουτσολαχικό» ζήτημα στη Βουλγαρία όπως και στην Ελλάδα και τη Σερβία. Έτσι, κάθε μια από τις σύμμαχες χώρες αναγκαζόταν τώρα να αναπροσδιορίσει τη θέση της τόσο απέναντι στη Ρουμανία όσο και στη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα η συνοχή της Συμμαχίας να δοκιμάζεται όλο και περισσότερο. Καθώς οι διαφορές ανάμεσα στους Ρουμάνους συντηρητικούς και φιλελεύθερους, ως προς το εθνικό θέμα, ήσαν ασήμαντες, οι διαφωνίες περιστράφηκαν μόνο γύρω από τη μέθοδο επίλυσής του: Ενώ ο πρωθυπουργός Τίτου Μαγιορέσκου και ο υπουργός Εσωτερικών Τάκε Ιωνέσκο συνέχισαν τις διπλωματικές επαφές με Σέρβους και Έλληνες, ο υπουργός Γεωργίας Νικολάε Φιλιπέσκου στράφηκε στην Πύλη για πολεμική συμμαχία, στη συγκυρία της πολεμικής στασιμότητας αλλά και της όξυνσης που προκαλούσε το ενδεχόμενο μιας «ατιμωτικής ειρήνης»· εδώ την πολεμική έξαψη του πλήθους κανοναρχούσε, εκτός από τους ουλεμάδες, και το Κομιτάτο που επανέκαμπτε τώρα, από τον Ιούλιο του 1912. Συνεπώς η στιγμή προοιώνιζε αίσια έκβαση στο ταξίδι τού Ρουμάνου εκπροσώπου της φιλοπόλεμης μερίδας: Ο ρωμαντικός υπουργός, ενώ αρχικά αρνιόταν τον πολιτικό χαρακτήρα του ταξιδιού του, αναχωρώντας δεν δίστασε να κάνει «απειλητικές», δηλαδή πολεμικές δηλώσεις. Τις ίδιες μέρες ο ελληνικός τύπος, ιδιαίτερα ο βενιζελικός (από τον οποίο αντλούμε την ανταπόκριση και τις δηλώσεις του υπουργού), ταυτισμένος για ευνόητους λόγους με τη Ρουμανία, γνωστοποιεί επιπλέον και τα ρουμανικά ιστορικά δίκαια (το «Κουτσοβλαχικό» δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτά) στο αναγνωστικό του κοινό, προετοιμάζοντάς το, έτσι, ψυχολογικά για την «αδύνατη» ειρήνη και τον «δυνατό» πόλεμο (Όχι η αδύνατος ειρήνη αλλ’ ο δυνατός πόλεμος, Ακρόπολις 3-1-1913). Μόνο που ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος -κι όσοι θα ακολουθήσουν- θα κρατήσει υποθηκευμένη την πολιτική και την κοινωνική θέση όλων των βαλκάνιων. Το σύνολο των παραπάνω διεθνών κατευθυντήριων «αρχών», δηλαδή της «βαλκανικής ισορροπίας», των «εθνοτήτων» και του «Ευρωπαϊκού πατριωτισμού» του πρωθυπουργού της Γαλλίας Ρ. Πουανκαρέ, εξαιρετικά ασαφείς ώστε να αποτελέσουν εγγύηση των νέων συνόρων, παραπέμπουν σε σημερινές ανάλογες αρχές, όπως των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», που εγκαινιάστηκαν στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία, των «εθνοτικών» και λοιπών «ταυτότητων», των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» με την επιλεκτική τους εφαρμογή, του ευρωπαϊκού «συνταγματικού πατριωτισμού» του Χάμπερμας κ.ά.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
6
Ταξίδια στα
Εις παραμονάς εκρήξεως του
Ο εικονογραφημένος Παρνασσός, 13 Ιανουαρίου 1913
Ρουμάνος υπουργός στην Κωνσταντινούπολη, Ιανουάριος 1913 ΑΧ. ΚΑΛ[ΕΥΡΑΣ], Η Ρουμανοβουλγαρική έντασις και αι τουρκορουμανικαί τρυφερότητες. Η αποστολή του κ. Φιλιπέσκου εις Κωνσταντινούπολιν Ιδιαιτέρα υπηρεσία. Πέραν 30 Δεκεμβρίου. Ο κ. Φιλιπέσκου, υπουργός της Γεωργίας εν Ρουμανία, φιλοξενείται ως γνωστόν από τριών ημερών εν τη πρωτευούση μας. Τις ο σκοπός τού εις Κωνσταντινούπολιν ταξειδίου του εκλεκτού τούτου μέλους του Ρουμανικού υπουργείου και ισχυροτάτου παράγοντος του συντηρητικού κόμματος εν τω Παραδουναβείω Βασιλείω; Ο Ρουμάνος υπουργός εξέφρασε βαθυτάτην έκπληξιν διότι τινές δημοσιογράφοι απέδωσαν εις την επίσκεψιν αυτού πολιτικήν σημασίαν, ισχυρισθέντες, μάλιστα, ότι πρόκειται περί Τουρκορουμανικής διπλωματικής συμπράξεως εις τας παρούσας λίαν ανωμάλους περιστάσεις. Αλλ’ ο κ. Φιλιπέσκου, εις τους δημοσιογράφους οίτινες επεσκέφθησαν αυτόν σήμερον, εδήλωσεν ότι ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν ως απλούς περιηγητής, ως απλούς διλλετάντης των ωραίων δύσεων και υμνητής του ηλίου και του φωτός, ως συλλέκτης τέ-
λος εκλεκτών ταπήτων, δι’ ούς έχει ιδιαιτέραν ψύχωσιν... Μού είπον ότι ο κ. Φιλιπέσκου είνε ισχυράς θελήσεως άνθρωπος, δυνατού πνεύματος και διπλωμάτης επιδέξιος. Ατυχώς δι’ αυτόν αι δικαιολογίαι του δεν εφάνησαν πολύ πιστευταί, εις τους θέλοντας να εμβαθύνωσιν εις πάντα. Φαντασθήτε ολίγον τον Ρουμάνον υπουργόν ερχόμενον εν πλήρει χειμώνι εις Κωνσταντινούπολιν διά να εντρυφήση εις το κάλλος του ουρανού μας και εις την γοητείαν του ηλίου μας... Η Κωνσταντινούπολις εις τοιαύτην εποχήν είνε αληθής κόλασις. Βροχαί, θύελλαι, ψύχος, χιών και λάσπη... Πού τα κάλλη της εαρινής φύσεως ή η γοητευτική θωπεία του φθινοπωρινού ηλίου μας. Διερχόμεθα την εποχήν των μελαγχολικωτέρων ημερών. Και ήλθεν ο κ. Φιλιπέσκου διά ν’ απολαύση σπαργώσαν φύσιν και ζωογόνον φως... Ή ήλθε διά ν’ αγοράση Περσικούς τάπητας... Οπωσδήποτε ο κ. Φιλιπέσκου, και αν πιστεύσωμεν ότι ως υμνητής των φυσικών ωραιοτήτων και του μεγάλου Ηλίου ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, επωφελήθη της ευκαιρίας διά να επισκεφθή επανειλημμένως τον Μεγάλον Βεζύρην, τον υπουργόν των Εξω-
Η ΑΥΓΗ • 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Βαλκάνια (5)
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
Βαλκανικού ηφαιστείου (1911 - 1912) τερικών και τον στρατηγόν Ναζήμ πασάν. Παρά τω τελευταίω μάλιστα τούτω ο Ρουμάνος υπουργός παρέμεινεν επί δίωρον. Αγνοώ τώρα εάν από το κονάκιον του Κιαμήλ πασά εθαύμασεν ο Ρουμάνος υπουργός χειμερινά τοπεία ή εις το μέγαρον του Ναζήμ πασά ανεύρε πολυτίμους Περσικούς τάπητας διά την συλλογήν του. Γλώσσαι όμως τινές, μη συγχωρούσαι την ηρεμίαν και αυτών των περιηγητών υπουργών, βεβαιούσιν ότι αι τελευταίαι μακραί συνομιλίαι του κ. Φιλιπέσκου μετά του Μ. Βεζύρου και των λοιπών υπουργών αφιερώθησαν αποκλειστικώς εις το ζήτημα της ειρήνης και των Ρουμανικών αξιώσεων. Εάν δε πιστεύσωμεν και εις τους ισχυρισμούς Ευρωπαίων ανταποκριτών ο ρωμαντικός του Βουκουρεστίου υπουργός μέχρι μυελού οστέων ρεαλιστής, συνδιαλέχθη μετά των Τούρκων Κυβερνητών και περί στρατιωτικών τινών ζητημάτων ουχί, βεβαίως, ασχέτων προς την ενεστώσαν κατάστασιν. Δηλονότι προς την ενδεχομένην -κατά την προσωπικήν μου γνώμιν πολύ απίθανον- επανάληψιν των εχθροπραξιών. Υπό τινων μάλιστα εβεβαιούτο απόψε ότι εις την Ρουμανικήν πρεσβείαν χθες την νύκτα ολίγα λεπτά μετά την άφιξιν του Νουραδουνγκιάν εφένδη εθεάθη εισερχόμενος και ο πρεσβευτής της Αυστροουγγαρίας μαρκή-
σιος Παλλαβιτσίνι. Τι εκόμιζε; Κλάδον ελαίας; Ή λόγχης; Οπωσδήποτε η συνδιάλεξις των τριών ανδρών υπήρξε μακρά, αμφιβάλλω δε ολίγον ότι η συνομιλία των περιεστράφη αποκλειστικώς περί τα χειμερινάς γοητείας του Βοσπόρου μας -τι άχαρι ποίημα- ή περί των εν Κωνσταντινουπόλει Περσικών ταπήτων. Τι είνε όλα αυτά; Ρουμανικόν υπό μελέτην πραξικόπημα; Σήμερον το ενταύθα όργανον της Γερμανικής πρεσβείας έγραφεν απροκαλύπτως, σχολιάζον το ταξείδιον ενταύθα του Ρουμάνου υπουργού. «Η υπομονή του Ρουμανικού λαού έχει τα όριά της. Καλά θα κάμουν οι Βούλγαροι να μη χάσουν καιρόν. Θα είνε πολύ αργά όταν το τηλεβόλον επανακροτήση εις Τσατάλτζαν και τα Ρουμανικά στρατεύματα εισβάλωσιν εις το Βουλγαρικόν έδαφος». Ο Φιλιπέσκου συνεδείπνησεν απόψε μετά Αυστριακών και Γερμανών διπλωματών. Αργά θα προσήρχοντο και κυβερνητικοί παράγοντες. Θ’ ανταλλάξωσι πολλάς τρυφερότητας, αλλά δεν πιστεύω όλα αυτά να είνε προμηνύματα νέου πολέμου. Ελπίζω να θριαμβεύση η αρχή του «Ευρωπαϊκού πατριωτισμού» του κ. Ποανκαρέ. Ούτως ή άλλως όμως δυσχεραίνει πολύ την Ρουμανοβουλ-
Λέον Τρότσκι, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί πόλεμοι 19121913, μετάφραση, εισαγωγή Π. Ματάλας, Θεμέλιο, Αθήνα 1993, κεφ. 13ο, σ. 403 κ.ε. ΤΟ ΤΕΛΟΣ (;) ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ Η ειρήνη του Βουκουρεστίου Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, αναμένεται από ώρα σε ώρα η υπογραφή της συνθήκης που θα μείνει στη βαλκανική ιστορία ως η Ειρήνη του Βουκουρεστίου του 1913. [...] Πρέπει λοιπόν να πούμε για τις νέες συνοριακές γραμμές της Βαλκανικής Χερσονήσου πως, ανεξάρτητα με το πόσο θα κρατήσουν, έχουν χαραχτεί πάνω στα καταξεσκισμένα, αφαιμαγμένα και εξουθενωμένα ζωντανά κορμιά των εθνών. Ούτε ένα απ’ αυτά τα βαλκανικά έθνη δεν κατόρθωσε να συμμαζέψει όλα τα σκορπισμένα κομμάτια του. Και ταυτόχρονα όλα τους, συμπεριλαμβανομένης και της Ρουμανίας, περιέχουν τώρα στην επικράτειά τους μια συμπαγή εχθρική μειονότητα. Αυτοί είναι οι καρποί ενός πολέμου που καταβρόχθισε -σε σκοτωμένους, τραυματίες και θύματα της αρρώστιαςπάνω από μισό εκατομμύριο άνδρες. Ούτε ένα από τα βασικά προβλήματα της βαλκανικής ανάπτυξης δεν επιλύθηκε. Η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί μια τελωνειακή ένωση ως πρώτο βήμα προς μια ομοσπονδία όλων των βαλκανικών κρατών. Κι αντί αυτού βλέπουμε την εχθρότητα του καθενός εναντίον όλων, κι όλων εναντίον του καθενός. Τα βαλκανικά κράτη τρέφουν το αμοιβαίο
41
7
γαρικήν κατάστασιν η έλλειψις ενός Κίνδερλεν Βαίχτερ και αποστέρησις του Κάιζερ τοιούτου συμβούλου προκειμένου περί των Ρουμανικών πραγμάτων. (Ακρόπολις 4-1-1913, 1 και 4). Απειλητικαί δηλώσεις του κ. Φιλιπέσκου διά την Βουλγαρίαν Ιδιαιτέρα υπηρεσία. Κωνσταντινούπολις 5. Ο Ρουμάνος υπουργός κ. Φιλιπέσκου κατά την αναχώρησίν του, επανακάμπτων εις Βουκουρέστιον μέσω Κωνστάντζας, είπε τα εξής εις τους δημοσιογράφους: «Ήλθον, είδον, απέρχομαι. Πανταχού ησθάνθην απηχήσεις πολεμικών εν τη Σταμπούλ σαλπισμάτων. Δεν πιστεύω εις δεύτερον πόλεμον· τοσούτω μάλλον όσω εύχομαι να επιτευχθώσιν ειρηνικαί επιλύσεις όλων των ζητημάτων. Αλλ’ εάν η Τουρκία αποδυθή εις δευτέραν εκστρατείαν, η Ρουμανία την φοράν ταύτην δεν θα σταυρώση τας χείρας, διότι έχει υποχρεώσεις ιεράς έναντι των τέκνων της. Δεν θα επιτρέψη την δημιουργίαν Μ[εγάλης] Βουλγαρίας εκ της οποίας διηνεκώς θα κινδυνεύη η ησυχία της. Και γνωρίζομεν τι σημαίνουσι Βούλγαροι ισχυροί· θ’ αποτελώσι διηνεκή κίνδυνον δι’ όλους τους λαούς της Βαλκανικής. (Ακρόπολις 7-1-1913, 1)
μίσος· και το ίδιο φοβερό μίσος αισθάνονται και τα κομμάτια των εθνών που είναι παγιδευμένα μέσα στα χωριστά κράτη. Οι υλικοί πόροι της χερσονήσου εξαντλήθηκαν για ένα μεγάλο διάστημα και οι εθνικο-πολιτικές σχέσεις έγιναν πιο συγκεχυμένες από ό,τι ήταν πριν τον πόλεμο. Δεν είναι όμως αυτό το χειρότερο: ακόμα και από εξωτερική, καθαρά διπλωματική άποψη, οι βαλκανικές σχέσεις δεν έχουν διευθετηθεί ακόμα. Το ζήτημα των σερβο-ελληνικών συνόρων δεν έχει ξεκαθαρίσει εντελώς, οι σχέσεις Σερβίας-Μαυροβουνίου προκαλούν επιφυλακή και η τύχη της Θράκης επικρεμάται σαν ένα απειλητικό ερωτηματικό πάνω από τη χερσόνησο. Η Ειρήνη του Βουκουρεστίου έχει φτιαχτεί από υπεκφυγές και ψέματα. Είναι το αντάξιο επιστέγασμα ενός πολέμου απληστίας και επιπολαιότητας. Μα ενώ επιστεγάζει αυτόν τον πόλεμο, δεν τον τελειώνει. Έχοντας σταματήσει λόγω της απόλυτης εξουθένωσης, ο πόλεμος θα επαναληφθεί όταν φρέσκο αίμα κυλήσει στις αρτηρίες. Στη δεξίωση που πρόκειται να δοθεί το Σάββατο στο βασιλικό παλάτι, προς τιμήν των πληρεξουσίων, πολλά θα ειπωθούν, χάριν των τύπων, για τη μεγάλη σπουδαιότητα της Διάσκεψης του Βουκουρεστίου. Τι αποκρουστική κοροϊδία των όσων υπέστησαν οι λαοί θα είναι αυτοί οι λόγοι! Κι όμως το αίμα των σκοτωμένων κραυγάζει πως χύθηκε άδικα. Τίποτα δεν επιτεύχθηκε, τίποτα δεν επιλύθηκε... Το Ανατολικό Ζήτημα καίει ακόμα, σαν μια απαίσια πληγή που χύνει δηλητήριο μέσα στο σώμα της καπιταλιστικής Ευρώπης.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Κιέβσκαϊα Μυσλ [=Σκέψη του Κιέβου], τχ. 206, 8/21 Ιουλίου 1913 (σ. 403 και 408-9).
Μινώταυρος στο Σούνιο έκοβε βόλτες κι έπαιρνε κεφάλια πάνω στις στρωμένες κουρελούδες επιτάφιοι νόμοι χαχάνιζαν, μπρούκληδες ανέμελοι με σιδερωμένη χαιρεκακία έβγαινε φτηνά η χρονιά, αραίωναν οι διπλανοί ξαπλάρωναν στο πυρίτιο της συνθήκης, σπονδυλικές χελώνες περίμεναν λευκό πανί, απ’ τον Μαλέα κιόλας, τα μελτεμάκια ροδάνι η γλώσσα των πλαγίαυλων προπέλα ή ερπύστρια; οπόταν, γιόμιζε το φεγγάρι φρύγανα απ’ τ’ αρμενάκια έκαναν και οι χειμώνες τη δουλειά του κοβάλτιου όπως τα λάφια στην Ρόδο νύχιαζαν τα φίδια τα τέρας χασκογελούσε ιεροφάντης της ασφάλειας τα είδα όσα διηγούμαι, εμφύλιος λιόσπορος τα ρετιρέ κάρφωναν στους αποκάτω ορόφους βλέννες πριν τους δείξουν κι αυτούς οι γύψινες μονοκατοικίες του ξανθωπούς βλεφάριζαν οι μελαχρινοί στην αστροφεγγιά στεριανούς οι νησιώτες για τους στριμμένους δίφθογγους οι κομμώτριες τους γραφείς για ένα κινέζικο αμφιθέατρο ψευδοσάνταλα έβρισκαν οι αρτεργάτες στους γεωγράφους ψυχρά οι γυμναστές τους εικαστικούς, καθότι ανήφορος επέμεναν οι άρχοντες, είναι φτηνός ο Τάλως η αιχμαλωσία μια κουμαριά πριν δεις Τριπολιτσά τζάμπα το παιχνίδι στον Λαβύρινθο για τα τέκνα πήδαγαν στα γκρέμια αυτοβούλως οι εύπιστοι στο αλάτι με πλάτες στο ναό πετούσαν χαρταετούς εξισώσεις και πεταλίδες μ’ αφρόδιχτα μάζευε η αμνησία τους χίλιες φορές όρτσαρε από μπροστά τους με το καΐκι ο Παπαδιαμάντης κάμνοντας τον σταυρό του αδύνατο να καταλάβουν. Σταλαγμίτες. Φαντάσου προτιμώ να μην κλαίω καθόλου μη βρεθώ μπροστά τους με ξανάστροφο δάκρυ. Απόστολος Λυκεσάς
Η ΑΥΓΗ 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
42
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Αυτοσχόλια, ποιητή και πολίτη Θα ήθελα να σας δώσω πολύ σύντομα, να περιγράψω, το υπόβαθρο, το χρόνο και το χώρο, όπου τα ποιήματα και τα γραφτά μου βρήκαν έδαφος για να φανερωθούν. Και βέβαια όλα αυτά, που θα περιγράψω, δεν προσπαθούν να δικαιολογήσουν τίποτε, μόνο να σημάνουν κάτι. Λοιπόν. Γέννηση Σεπτέμβρης του 1935, οι γονείς από τη Μικρά Ασία, η οικογένεια του πατέρα από την Υοσγάτη της ΚαππαΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ
δοκίας, η οικογένεια της μητέρας από την Τραπεζούντα και την Σαμψούντα του Πόντου. Μέσα στην οικογένεια μιλιούνται διάφορες γλώσσες Ελληνικά, Τούρκικα, Αρμένικα και μια διάλεκτος του Καυκάσου. 1940 Πόλεμος, στη συνέχεια Κατοχή. Στην Καβάλα, στην Ανατολική Μακεδονία διπλή κατοχή, Γερμανική και Βουλγαρική, τα εδάφη προσαρτώνται στο Βουλγαρικό κράτος, εγκατάσταση αποίκων για την αλλοίωση του πληθυσμού, ενθάρρυνση των μειονοτήτων, δεν υπάρχει Ελληνικό Δημόσιο, στην προσπάθεια να εξαφανισθεί οτιδήποτε το ελληνικό κλείνουν τα σχολεία, δεν λειτουργούν ελληνικά σχολεία σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, με κρύβουν για να μην πάω σε Βουλγαρικό σχολείο, μια γειτόνισσα και η μητέρα μου κρυφά μου μάθαιναν να διαβάζω. Πείνα, κρύο, θάνατοι, φόβος, αλλά νομίζω, πως ποτέ παιδιά δεν έζησαν τέτοια ασυδοσία ελευθερίας όσο τότε εμείς. Από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου τρέχαμε σε βουνά, σε θάλασσες, σε αλάνες, όμως γνωρίζαμε καλά και είχαμε συνείδηση τι σημαίνει πόλεμος και τι αντίσταση στον εχθρό. Σεπτέμβρης του 1944 ο ΕΛΑΣ μπαίνει στην Καβάλα, αυτοδιοίκηση, τραυματίζομαι από γερμανική χειροβομβίδα, ανοίγουν τα σχολεία, τα παιδιά της ηλικίας μου δεν γνωρίζουν καθόλου γράμματα, πηδώντας τις τάξεις μέσα σε τρεις μήνες φτάνω στην τετάρτη Δημοτικού, Φλεβάρης του 1945 η συμφωνία της Βάρκιζας, κλείνουν και πάλι τα σχολεία τέλος Μαρτίου, σε λίγο αρχίζουν να καταφθάνουν οι Εγγλέζοι και μαζί τους Ινδοί, Αυστραλοί, Νοτιοαφρικανοί και από πίσω το επίσημο Ελληνικό Κράτος, ανοίγουν και πάλι τα σχολεία το φθινόπωρο. Φοβερές ελλείψεις, δύσκολα χρόνια, χρόνια μίσους. Στη συνέχεια ο Εμφύλιος.
222 Η Καβάλα σχεδόν για έναν αιώνα, από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1950 υπήρξε το μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας καπνού. Με αυξομειώσεις είχε 15000 καπνεργάτες σε πληθυσμό περίπου 42000. Όμως αφού κατά παράδοση οι καπνεργάτες ήταν σχεδόν όλοι αριστεροί αυτό σήμαινε δρακόντεια μέτρα, σήμαινε τρομοκρατία. Γι’ αυτό μετά τον Εμφύλιο γίνεται προσπάθεια αλλοίωσης του πληθυσμού, μια δεκαετία με σκληρούς αγώνες και απεργίες κλονίζουν την πόλη, εκ των υστέρων σκέφτεσαι αυτοί οι άνθρωποι πώς σήκωσαν τέτοια βάρη. Έτσι το 1953 με τον περίφημο νόμο Γονή διαλύεται το καπνεργατικό επάγγελμα και κορυφώνεται η κρίση το 1958-1960, τότε που γενικεύεται η επεξεργασία των καπνών με μηχανές. Η Καβάλα μετά το 1960 δεν υπάρχει πλέον, η ανεργία και η μετανάστευση συρρικνώνουν κάθε ικμάδα. Στην συνέχεια δημιούργησαν μιαν άλλη πόλη.
222 Δύσκολη και στεγνή Εποχή. Δεν υπάρχουν βιβλία, δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες, η μόνη επαφή με καλλιτεχνικά έργα είναι κάποιες κινηματογραφικές ταινίες, αλλά και ο κινηματογράφος είναι απαγορευμένος, ο παιδονόμος γυρίζει και καταγράφει: 7.30 πρέπει να κλειστούμε στο σπίτι. Τα μοναδικά
βιβλία βρίσκονται στο Κατηχητικό, στο Βρετανικό Συμβούλιο και στη βιβλιοθήκη του Κέντρου της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ήμασταν στερημένοι από τα πάντα. Το 1953 τελείωσα το Γυμνάσιο, 1954-1958 βρίσκομαι στην Αθήνα, σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, διαμονή σε φοιτητική στέγη, δυσκολίες και στερήσεις, αλλά για πρώτη φορά υπάρχει μια τεράστια βιβλιοθήκη για διάβασμα, για άπληστο διάβασμα. Το 1955 ο ποιητής Γ.Ξ.Στογιαννίδης με φέρνει σε επαφή με τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Μίλτου Σαχτούρη, η συνάντηση ήταν καθοριστική. Το 1956 σύνδεση με την Αριστερά. Το 1958 αναγκαστική επιστροφή στην Καβάλα.
222 Ζώντας αυτά που σας περιέγραψα, μετά από δέκα χρόνων πειραματισμών κι αναζητήσεων, δημοσίευσα για πρώτη φορά ποίημά μου στην εφημερίδα ΕΡΕΥΝΑ της Καβάλας, τον Αύγουστο του 1958, με το ψευδώνυμο Π. Χ. Μαρτάκος. Σκέφτομαι πως ο συγγραφέας, όπως όλοι οι άνθρωποι, ζει κι αυτός τον Ιστορικό χρόνο αλλά και τον υποκειμενικό του χρόνο. Οι δύο χρόνοι συγχωνεύονται μέσα στον λόγο του συγγραφέα σε προσωπικό μύθο. Γιατί η μνήμη μετατρέπει την πραγματικότητα σε Μύθο καθώς την μπολιάζει με το περιεχόμενο του χρόνου. Έτσι, το βιωματικό υλικό, φιλτραρισμένο μέσα από το υλικό σώμα του συγγραφέα, αναδύεται και πάλι σαν γλώσσα. Μια γλώσσα που συνθέτει, σημαίνει και αφηγείται μύθους που ερμηνεύουν τον κόσμο. Το 1959 αρχίζω εργασία σε μεγάλη εξαγωγική εταιρεία καπνών, εκεί πια στην πράξη και όχι στη θεωρία αποδεικνύεται τι σημαίνει διεθνές κεφάλαιο, ελληνικό κεφάλαιο και εξαρτημένη εργασία. Το 1962 εκδίδω, σε ιδιωτική έκδοση, τα πρώτα μου ποιήματα, σε μικρή πλακέτα, με τίτλο Έγκλειστοι με την ενθάρρυνση του ποιητή Γ. Ξ. Στογιαννίδη και στο εξώφυλλο ένα σχέδιο με κάρβουνο δικό μου.
222 Να κλείσω με μια ανακεφαλαίωση: Ανήκω στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, με συμβατικούς προσδιορισμούς, σ’ αυτούς που γεννήθηκαν κάπου μεταξύ 1930-1940 και πρωτοδημοσίευσαν κάπου μεταξύ 1951-1967, χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις. Τους ποιητές της γενιάς μου προσδιορίζει ο πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, αλλά η ωρίμανση αρχίζει μέσα στη μισαλλόδοξη περίοδο του μετεμφυλιακού κράτους που εδραιώνεται μετά την ήττα της Αριστεράς. Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας ακόμη εκεί έχει της ρίζες της. Οι ποιητές της γενιάς μου αναγκάσθηκαν, από τις συνθήκες, σε μια αναδίπλωση για να επιβιώσουν ακόμη και βιολογικά μέσα στην καθημαγμένη εποχή, μέσα στην ερήμωση, γι’ αυτό και δεν ομαδοποιήθηκαν, δεν δημιούργησαν κοινά εκφραστικά μέσα, κοινούς χώρους. Υπάρχουν σαν μοναχικές φωνές. Κοινό τους χαρακτηριστικό η στέρηση για τα πράγματα της ζωής, ένα αίσθημα μόνωσης, η τραγική αντίληψη του κόσμου. Δεν είχαν ποτέ το αίσθημα του κορεσμού, της σπατάλης, την πολυτέλεια του περιττού, δεν είχαν τίποτε δικό τους, ή είχαν πολύ αργά για να το απορρίψουν. Σε μια εποχή διάψευσης προσδοκιών και οραμάτων, θέλοντας να μείνουν πιστοί στον εαυτό τους, αρνήθηκαν την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα με γνώση και δεν πήραν μέρος στην κοινωνική διαρπαγή της καινούργιας Εποχής. Ήταν λοιπόν μια εποχή με στερήσεις και αφανισμούς. Πλούσια όμως σε γεγονότα, σε ανθρώπινα αισθήματα και οράματα. Πλούσια σε συντροφικά βιώματα. Οι ποιητές της γενιάς μου σήκωσαν τις φτωχές τους λέξεις και πορεύτηκαν
στην έρημο της Εποχής. Ακόμη πορεύονται.
222 Γράφοντας λοιπόν κατέληξα πως έπρεπε να δέσω το ιδιωτικό με το δημόσιο, το υπαρξιακό με το κοινωνικό, γιατί έτσι θα μπορούσα να μιλήσω για τον κόσμο και μιλώντας για τους άλλους ίσως θα τολμούσα να βρω τον τρόπο να μιλήσω και για τον εαυτό μου.
Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ Η ψυχή μας καρφωμένο τομάρι στην τάβλα. Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους κύκλους του, ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε, ταξιδέψαμε ακίνητοι κι οι ρίζες μας πέσανε σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά, ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο, δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο. Η ψυχή μας τομάρι στην τάβλα, με καρφιά και γάντζους, κάθε μέρα στα χέρια των κερδοσκόπων.
[Το κείμενο αυτό διαβάστηκε σε εκδήλωση που οργάνωσε το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Καλαμαριάς και το περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ του Γιώργου Κορδομενίδη για τον συγγραφέα Πρόδρομο Χ. Μάρκογλου]