Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 572
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Ανδρέας Εμπειρίκος Ακριβέστερον ηθέλομεν εκφράσει την ιδέαν ημών αν ελέγομεν «μεγάλοι ποιηταί», τούτο όμως εφαίνετο είδός τι πλεονασμού, ως ει ελέγομεν «υψηλός γίγας» Εμμανουήλ Ροΐδης Η έκδοση σε έναν τόμο της τριλογίας διηγημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου (Τα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων), όπως επίσης του βιβλίου του Δ. Καλοκύρη (Τα σύνεργα της πλοιαρχίας), μαζί με την αλληλογραφία Μάτσης Χατζηλαζάρου και Εμπειρίκου (Γράμματα από το Παρίσι), καθώς και του μελετήματος του ίδιου του Εμπειρίκου για τον Μ. Καραγάτση (Ο Σέργιος και Βάκχος), αποτελούν τη φετινή «σοΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
δειά» κειμένων που έρχονται να προστεθούν στον κατάλογο των βιβλίων που αφορούν τον Ανδρέα Εμπειρίκο, κατάλογος που κάθε χρονιά συνεχώς διευρύνεται, με την αδιάλειπτη φροντίδα και επιμονή των εκδόσεων «Άγρα», υποδειγματική στην υποστήριξη του σημαντικότερου νεοέλληνα συγγραφέα που διαθέτουν στον κατάλογό τους. Μια εκδοτική στάση ιδιαίτερης σημασίας, γιατί αυτή είναι που κρατάει ανοικτό τον «φάκελο» Εμπειρίκος, ως μια σημαντική «εκκρεμότητα» της λογοτεχνίας μας. Ας ευχηθούμε, η φετινή σοδειά να δώσει το έναυσμα για μια πιο αποστασιοποιημένη αποτίμηση του έργου του Εμπειρίκου, όχι μόνο του πεζογραφικού αλλά και του ποιητικού. Τουλάχιστον την ευκαιρία για κάποιες σκέψεις προς αυτή την κατεύθυνση. Και πρώτα απ’ όλα, είναι καιρός να αποδεχθούμε και να αντιμετωπίσουμε τις προφανείς διαπιστώσεις. Μονότροπος και μονόχορδος είναι ο ποιητικός και πεζογραφικός λόγος του Εμπειρίκου, το ίδιο και η καθαρεύουσά του. Μονοθεματικά τα ποιήματά του, αλλά και τα πεζά του, απελπιστικά περιοριστικό το λογοτεχνικό του σύμπαν. Αλλά πόσο εξωφρενικά ποικίλες και ευρηματικές είναι οι εικόνες του, σε κάθε στίχο, σε κάθε φράση των πεζών κειμένων του. Πόσο
Οι εικόνες του φύλλου προέρχονται από την έκθεση «ειδήσεις (metal images)» του Γιώργου Διβάρη 31 Οκτωβρίου - 7 Δεκεμβρίου 2013 γκαλερί Artis Causa, Θεσσαλονίκη
πλούσιο λεκτικό διαθέτει η γλώσσα του. Πόση ένταση, που μάλιστα διαρκεί αμείωτη σε χιλιάδες σελίδες. Μήπως αυτό ακριβώς είναι το επίτευγμά του; Με αυτή την αντίφαση καλούμαστε να συμβιώσουμε. κατ’ αρχήν να την αποδεχθούμε, αλλά και να κρίνουμε τις προκείμενές της. Να πάμε πέρα από την προφάνειά της. Ο καθ’ ημάς ποιητικός μοντερνισμός, στην κυρίαρχη αφήγησή του, ορίζεται από τις κορυφές του τριγώνου Σεφέρης-Ελύτης-Εμπειρίκος, με κυρίαρχο στοιχείο του, με ιδιοτυπία του, τον αυτοπεριορισμό του. Απουσιάζουν, π.χ., τα ρεύματα του εξπρεσιονισμού, του ντανταϊσμού ή του φουτουρισμού, καθώς και όλη εκείνη η αχανής περιοχή που ορίζεται από τις πολλαπλές επιδράσεις μοντερνιστικών κινημάτων, περιοχή που παράγει μια ατέλειωτη αλυσίδα εκδοχών και περιπτώσεων. Απουσιάζει επίσης η κινηματική διαδικασία, που αποτέλεσε όχι απλώς το «όχημα» των μοντερνιστικών εκδοχών αλλά προεξάρχον στοιχείο της θορυβώδους εμφάνισής τους. Απουσιάζουν δηλαδή τα βασικά ερείσματα που εμπέδωσαν τη μοντερνιστική πανσπερμία ως κοσμογονία. Εκτός τριγώνου κινείται η ποίηση του Εγγονόπουλου, αλλά και εκείνη του Ρίτσου, όπου ο πλούτος εκδοχών και προσλήψεων του μοντερνισμού διαπιστώνεται αβίαστα. Αυτοί οι δύο όμως πιστώνονται και προσλαμβάνονται ως «εξαιρετικές περιπτώσεις», και όχι ως τυπικοί εκπρόσωποι του καθ’ ημάς μοντερνισμού. Άλλωστε, φιλολογικά, αμφίβολη παραμένει η συμπερίληψή τους και η θέση τους στην κατασκευή «γενιά του ‘30». Για τόσες δεκαετίες μετά τη θρυλούμενη «τομή» του ‘30, η πορεία τού καθ’ ημάς μοντερνισμού συνιστά μια ακολουθία καθόδου και απίσχνασης, όμως τόσο ισχυρή και κεντρομόλα, που απορροφά και τις όποιες απόπειρες εμβάθυνσης, αλλά όχι ανοίγματος στο μοντερνιστικό σύμπαν, όπως π.χ. συμβαίνει με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη ή με τους πιο ενδιαφέροντες ζωγράφους. Η περιφραγμένη περιοχή που συνιστά το τρίγωνο Σεφέρης-Ελύτης-Εμπειρίκος αναδεικνύεται ως τόπος του δράματος του καθ’ ημάς μοντερνισμού. Η συνέχεια δεν εγγράφεται σε αυτόν τον «τόπο», ως φυσιολογική, αέναη διαδικασία αναζήτησης και ρήξεων, αλλά στις παρυφές του, ως επιγονική μιζέρια. Συνακόλουθα, η στιγμή του «μετά» δεν φαίνεται να προκύπτει ως αίτημα διερώτησης, αναστοχασμού και υπέρβασης μιας δημιουργικά εξαντλη-
Ουρανός, 2013, λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, λιωμένο βιομηχανικό πλαστικό 122Χ94εκ.
μένης περιοχής, αλλά συνήθως εμφανίζεται με την ίδια περιοριστική αυταρέσκεια, διεκδικώντας, εν τέλει, την απρόσκοπτη μεταβίβαση της σκυτάλης. Βεβαίως κι έχουν συμβεί τομές κατά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και γόνιμες εκβλαστήσεις, φυσικά και στο έδαφος του έργου του Εμπειρίκου, όμως αδυνατούν να εκβάλουν τη δυναμική τους, να εγγραφούν και να λειτουργήσουν ως συνέχεια, ακριβώς γιατί καλύπτονται από την αχλύ και προσκρούουν στις καθεστωτικές αγκυρώσεις της διαδικασίας που περιέγραψα, εξωθούμενες στην αφάνεια. Αν θέλουμε λοιπόν να αποδώσουμε στον Εμπειρίκο τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει, πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσοδοφόρα μεν και μικροαστικά ασφαλή, πλην έωλη και εν τέλει καταστροφική για τον ίδιο τον συγγραφέα Εμπειρίκο, καθεστωτική αφήγηση που τον περιέχει. Άλλωστε, η όλο και πιο ισχνή επίδρασή του στο έργο των νεοεμφανιζομένων τα τελευταία χρόνια, νομίζω πως αποδεικνύει του λόγου το αληθές, καθώς και το επείγον του διαβήματος. Υπάρχει λοιπόν ένα μείζον θέμα ανάγνωσης του Εμπειρίκου, ανάγνωσης κριτικής αλλά και λογοτεχνικής. Και αν η δεύτερη απόκειται στις διεργασίες των λογοτεχνικών α-
ναζητήσεων των νεωτέρων, η πρώτη, η οποία βέβαια ενδεχομένως θα προκαλέσει/ προάγει και τη δεύτερη, δείχνει να λιμνάζει και επί δεκαετίες να εκκρεμεί, μέσα σε άπειρες φιλολογικές υπαγωγές και επισημειώσεις. Ο Εμπειρίκος από τη μια κατέστη ένας συγγραφέας «ανακοινώσιμος» σε φιλολογικά συνέδρια, ενώ από την άλλη το διαρκές αναγνωστικό ενδιαφέρον για το έργο του επαφίεται στην αδιαμεσολάβητη αναγνωστική απόλαυση. Καιρός να θέσουμε το ερώτημα: Τι εκόμισε, και τι κομίζει σήμερα εις τέχνην, το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου; Ας τελειώνουμε κάποτε με τη θαυμαστική επίκληση τής, γιγαντιαίας έκτασης, ερωτικής μυθολογίας του. Όσο εντυπωσιακό κι αν είναι το κειμενικό εύρος αυτής της μυθολογίας, σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά μια θεματική. Όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν ερωτικό Καζαντζάκη, που απλώς αντικατέστησε το παραθετικό παλίμψηστο των ιδεών με ένα ανάλογο παλίμψηστο του ερωτισμού. Ο Εμπειρίκος υπάρχει ως συγγραφέας μέσω της δοκιμασίας στην οποία υπέβαλε τη γλώσσα, εκμαιεύοντας μοναδικούς και ανεπανάληπτους τροπισμούς της. Εκεί καταΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24
Η ΑΥΓΗ • 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
κτάται και αρθρώνεται το ύφος των κειμένων τού Εμπειρίκου, ποιητικών και πεζογραφικών, ακόμα και των δοκιμιακών. Μέσα βέβαια στην ερωτική θεματική, όχι εν κενώ. Όμως το ύφος του δεν ταυτίζεται με τη συγκεκριμένη θεματική. Για παράδειγμα, τα τρία διηγήματά του, «Αργώ», «Ζεμφύρα», «Βεατρίκη», που συνεκδίδονται τώρα στον τόμο «Τα χαϊμαλιά...». Το στόρι του καθενός απ’ αυτά δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά ακριβώς πάνω σε αυτές τις απλές και προβλέψιμες αφηγήσεις είναι που οργανώνει ο Εμπειρίκος το ύφος του, δίνοντάς μας τρία κομψοτεχνήματα. Παρ’ όλα αυτά, επί δεκαετίες βλέπουμε να εξελίσσεται μια ατελέσφορη προσπάθεια «αναγωγής» της εμπειρίκειας θεματολογίας, είτε με γενικεύσεις που δεν αντέχουν το βάρος μιας κοσμοθεωρίας, είτε με κουτοπόνηρες φιλολογικές υπομνήσεις, που υποδύονται κάποιες υπόρρητες συνάψεις με ευρύτερα «θέματα». Εν ολίγοις, είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε τον Εμπειρίκο με βάση τα αισθητικά αιτούμενα του σουρεαλισμού, δηλαδή με βάση την καταστροφική μανία του απέναντι στις συμβατικές και φθαρμένες, παραδεδομένες τεχνοτροπίες που συνέθεταν τη λογοτεχνία, και ευρύτερα την τέχνη των αρχών του 20ου αιώνα. Με βάση το αίτημά του για μια νέα τέχνη, η οποία θα αμφισβητούσε και θα καταρράκωνε όλες τις αυτονόητες προϋποθέσεις της συνθήκης «τέχνη». Κι εδώ είναι που ο συγγραφέας Εμπειρίκος διακρίνεται ουσιωδώς από τον συγγραφέα Σεφέρη και τον συγγραφέα Ελύτη. Επιπλέον, μόνο εδώ μπορεί και πρέπει να κριθεί. Αν λοιπόν κρίνουμε τον Εμπειρίκο ως αυτό που είναι, δηλαδή ως σουρεαλιστή, θα πρέπει κατ’ αρχήν να απαντήσουμε το ερώτημα της «συνέπειάς» του στην παροιμιώδη, και εξόχως αντιφατική, πειθαρχία του σουρεαλιστικού κινήματος. Πόσο συνεπής υπήρξε στις κατά καιρούς διακηρυσσόμενες, και αλληλοαναιρούμενες, δεσμεύσεις τού κινήματος; Ποιον αφορά πλέον αυτό το ερώτημα; Μόνο τους ανιστόρητους γραμματολόγους, που επιχειρούν να υποκαταστήσουν την ιστορική αφήγηση της λογοτεχνίας με τα «συνδικαλιστικά» πυροτεχνήματα των εκάστοτε κινημάτων, δηλαδή με την αυτο-σκηνοθεσία τους ως κινημάτων. Αυτό ισχύει ακόμα και για τον σουρεαλισμό, ή μάλλον ισχύει πρωτίστως γι’ αυτόν, ακριβώς γιατί προγραμματικά διεκδίκησε, δηλαδή ισχυρίστηκε, πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια τεχνοτροπία. Πως είναι ένα κίνημα που θα άλλαζε τον κόσμο και τη ζωή. Όμως αυτό, ως αίτημα, δεν αφορούσε ένα καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά τον αναστοχασμό του όλου μοντερνισμού, την ώρα που γεννιόταν και βρισκόταν στο απόγειό του, αναστοχασμό που ελάχιστοι, μη ταυτισμένοι περιοριστικά με ένα κίνημα, κατάφεραν να τον αποτυπώσουν, όπως ο Νικόλαος Κάλας. Έτσι, το χρονικό της «σουρεαλιστικής επανάστασης», με όλη τη σχετική ανεκδοτολογία, που απλώνεται αυτάρεσκα σε εκατοντάδες τόμους, δεν αφορά τον σουρεαλισμό ως καλλιτεχνικό ρεύμα, που τελικά ήταν. Δεν αφορά κάποια «δικιά του» ήττα και τη ρομαντική «πτώση» του. Αφορά μόνο τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία της αισθητικής του. Αν θέλετε, αφορά τις προϋποτιθέμενες εμμονές των ίδιων των σουρεαλιστών καλλιτεχνών, μέσα στην αχλύ των οποίων εμμονών δημιούργησαν τη σημαντικότερη ίσως, και σίγουρα την κοινωνικά δραστικότερη στον 20ό αιώνα, αλλαγή του τρόπου που βλέπουμε και ασκούμε την τέχνη. Αυτό κομίζει στη νεοελληνική τέχνη ο Εμπειρίκος. Όχι τη φαντασίωση μιας παγκόσμιας παρτούζας, όχι κάποιον οργιαστικό ελευθεριακό κοινοτισμό, αλλά, π.χ., την άρση του βλαχοδημαρχικού σχίσματος της γλώσσας μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας, δηλαδή την υπέρβαση του ανεκδιήγητου, και τυπικά βαλκάνιου, κοινωνικού φαντασιακού, που υποδύεται ακόμη και σήμερα τον «συγχρονισμό» του με την εκδημοκρατισμένη (κοινωνικά, πολιτισμικά, βεβαίως και γλωσσικά) συνθήκη της Εσπερίας. Έτσι ο Εμπειρίκος καταφέρνει και οικειοποιείται τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, και πρώτα απ’ όλα τον Ροΐδη, ενώ ταυτόχρονα «στήνει στα πόδια του» τον Παλαμά, αποκαθάροντας την ποιητική του από τις γλωσσικές και εθνικές δεσμεύσεις που την κατάτρεχαν. Εν ολίγοις, η τόσο επίμονη ερωτική θεματολογία του Εμπειρίκου δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να προβοκάρει τη βαλκάνια μακαριότητά μας, την οποία όμως ο ποιητής επιχείρησε να διεμβολίσει, ουσιωδώς, διά της τέχνης του. Μήπως είναι καιρός να ψαύσουμε αυτές τις χαίνουσες τομές στο σώμα της λογοτεχνίας μας, στο σώμα της ίδιας της νεοελληνικής συνθήκης, τις οποίες επέφερε μέσω της προκλητικά ανοικειωτικής γλώσσας και εικονοποιίας του, ενώ ταυτόχρονα διαύγαζε τις πιο μύχιες, τις πιο κοινότοπες και ποταπές ερωτικές παρορμήσεις, μεταλλάσσοντάς τες από καθημερινά στιγμιότυπα σε καλλιτεχνικά συμβάντα; Το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου αξίζει καλύτερης τύχης. Τα κείμενά του είναι εκεί, φροντισμένα εκδοτικά και φιλολογικά, και περιμένουν.
Living Room 1, 2012, λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, 70Χ30εκ.
Η εικόνα στις«ειδήσεις» του Γιώργου Διβάρη Εδώ και κάποια χρόνια, στα έργα του Γιώργου Διβάρη επιστρέφει η εικόνα. Επιστρέφει ως ευδιάκριτο Gestalt μετά από μια μακρά απουσία: Ο καλλιτέχνης διένυσε ως εδώ μια πορεία μελέτης της σχέσης του με τα υλικά, προσπαθώντας να μείνει πιστός στην παράδοση της ζωγραφικής ως σύνθεσης και ανάμειξης οργανικών και ανόργανων στερεών, υγρών και παχύρρευστων, με στόχο μια αυτόνομη και ιδανική υπόθεση εργασίας που να ιστορεί αλλά και να υπερβαίνει την προέλευσή της. Κατέληξε πριν από περίπου μια δεκαετία στα κομμάτια βιομηχανικών παραπροϊόντων, σε διάΤΗΣ ΛΙΑΣ ΓΥΙΟΚΑ
φορα σχήματα και χρώματα, για να μιλήσει μια γλώσσα που πάντοτε αναφερόταν σε κινήματα όπως η arte povera της δεκαετίας του ‘60 από τη μια, η art sociologique της δεκαετίας του ‘70 από την άλλη, δηλαδή σε καλλιτέχνες και ομάδες που συνειδητά αρνούνταν το άμεσα ελκυστικό αισθητικό αποτέλεσμα και την εύκολα ευανάγνωστη πρόταση, από δικαιολογημένο τρόμο μην τους καταπιεί η νοσηρή σαγήνη της διαφήμισης. Πολλά προηγούμενα έργα του ήγειραν την αξίωση να ερμηνευθούν με βιβλιογραφία: Η κρυπτικότητα, η αναφορά σε προηγούμενα έργα, η καταφυγή στους κώδικες του επαγγέλματος, ήταν άλλωστε από τα λίγα αμυντικά όπλα της «καλλιτεχνικής κατηγορίας» ενάντια στην άνευρη και άτακτη νοητική καταβρόχθιση των σημείων που προσφέρει ο πολιτισμός της δοξολόγησης των εμπορευμάτων. Έως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η δουλειά του έφτανε στους θεατές με τη μορφή μιας περίτεχνης υποσημείωσης στην ιστορία των σύγχρονων καλλιτεχνικών πρακτικών και κατάφερνε ό,τι μπορούσε να καταφέρει μια ενδιαφέρουσα ατομική έκθεση: Βουβές, επιβλητικές παρουσίες, άβολες μέσα στις γκαλερί, ενίοτε δύσκολες στο μάτι, μαρτυρούσαν μία συγκεκριμένη νεοελληνική αμηχανία, γνώριμη σε πολλούς: Αμηχανία γιατί ο δημιουργός αναφέρεται σε συλλογικότητες (σε όλα τα μεταπολεμικά μανιφέστα και από κοινού εγχειρήματα) αλλά είναι μόνος. Αμηχανία γιατί πορεύεται ανάμεσα σε μεταφρασμένα τεχνοκριτικά κείμενα και μικρές ασπρόμαυρες αναπαραγωγές. Αμηχανία γιατί από την Καλών Τεχνών έως τον εκθεσιακό θεσμό είναι ανιαρός ο επαρχιακός μονόδρομος. Είναι ειρωνεία της ιστορίας ότι την ίδια αμηχανία νιώθει κάθε ευαίσθητος κάτοικος του μητροπολιτικού δικτύου, αφού το «επίκεντρο» των γεγονότων είναι πάντα φαντασιακό και ειδικά οι θεσμοί της τέχνης (οι πιο ακραία και αυθαίρετα εμπορευματικοί, με την έννοια ότι οφείλουν να παραγάγουν συνεχώς νέα και ολοένα ανανεούμενη αξία, αλλά και οι πιο έντονα φορτισμένοι με την ελπίδα να υπερβούν το εμπόρευμα) είναι πάντοτε θε-
σμοί που θα αντλούν τη ζωτικότητά τους από ένα λαμπρότερο πριν, ένα λαμπρότερο μετά, πάντως ένα λαμπρότερο αλλού. Ο ίδιος εγγράφει ανέκαθεν τη δουλειά του σε μία παράδοση αναμέτρησης με το readymade, ένα είδος αντικειμένου που γεννήθηκε μαζί με έναν στοχασμό σχετικά με τον βραχύ κύκλο της ζωής του ευτελούς εμπορεύματος: Ένα βιομηχανικό προϊόν καθημερινής χρήσης, τη στιγμή που έχει πλέον καταστεί άχρηστο, δεν έχει κάποια επιπλέον αρχαιολογική, αισθητική, θρησκευτική αξία, οπότε η καλλιτεχνική του εμβάπτιση καλείται να καταδείξει την αντίφαση της λατρευτικής αξίας της τέχνης στον καπιταλισμό. Μια κοινωνία που λατρεύει θρησκευτικά τα εμπορεύματα, τα αντικαθιστά βιαστικά και ανέμελα για να λατρέψει τα επόμενα. Το readymade φέρει επίσης εντός του και τη συναίσθηση του μαζικού αποβλήτου - όλων των παραπροϊόντων και των μεταπροϊόντων της βιομηχανικής παραγωγής με βαρέα μέταλλα, τεράστιες μηχανές που καταβροχθίζουν νερό, γη, φωτιά και αέρα, ζωντανή εργασία που απονεκρώνεται μόλις κρυσταλλωθεί σε ένα αντικείμενο με ημερομηνία λήξεως. Η διπλή αυτή αρχαιολογία του βιομηχανικού αποβλήτου και του ακυρωμένου εμπορεύματος, κυριαρχούσε στα μέχρι τώρα έργα του Διβάρη. Στη σημερινή του δουλειά (που φαίνεται να ξεκινά από το 2002 ή σίγουρα από το 2006, χρονιές προηγούμενων ατομικών του εκθέσεων) έχει φύγει μεγάλο μέρος από αυτό το βάρος. Η πραγμάτευση του μέσου και η ιστορική σκιά του readymade έχουν μεταβολιστεί, δεν αποτελούν πια εμπόδια στην αναπαράσταση. Η εικόνα ξανάρχεται, τυπωμένη πάνω στις λαμαρίνες για να θυμίσει την εξάρτηση της οθόνης από την εξόρυξη και τη σχέση της μεταλλείας με τον μαζικό πόλεμο που εμφανίζεται στην εικόνα ως το «περιεχόμενό» της. Το design για το καθιστικό της καθημερινής εργονομίας προέρχεται απευθείας από τα γραφεία σχεδιασμού των πολεμικών αεροπλάνων και της επίπλωσης των πυραύλων. Φαίνεται πως ο Διβάρης όλ’ αυτά τα χρόνια έκανε τις δοκιμές του για να μπορεί πλέον να μιλά ενδοαφηγηματικά: Οι λευκές σκιές στην επιφάνεια του αλουμινόφυλλου μπλέκονται με την αναπαράσταση του τοξικού νέφους. Πρόκειται για άλμα στην εύρεση της δικής του γλώσσας: Η εκφραστική όσμωση του θέματος της εικόνας από τη μια με την επιτυχημένη λειτουργία ενός φέροντος υλικού ως οθόνης από την άλλη, προβάλλει πλεονεκτικά και ενισχύει το νόημα της εικόνας: Ο καναπές του νέου διαδραστικού τηλεθεατή εμφανίζεται πιο στιλπνός και η πρώτη στιγμή της πυρηνικής έκρηξης φωτίζεται με το καλύτερο μεταλλικό φόντο.
Η Λία Γυιόκα είναι ιστορικός τέχνης
Η ΑΥΓΗ • 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
3
25
Το ΠΑΣΟΚ Από δίαυλος ριζοσπαστικοποίησης σε κόμμα του κράτους, ...και από εκεί σε «εχθρό της κοινωνίας»; ΚΩΣΤΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ - ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΤΑΤΣΗΣ, ΠΑΣΟΚ: Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, εκδόσεις Σαββάλας, σελ. 229 Αν υπάρχει ένα κόμμα το οποίο σφράγισε με τον πιο βαθύ και καθοριστικό τρόπο την Μεταπολίτευση, τότε αυτό είναι το ΠΑΣΟΚ. Υπ’ αυτή την έννοια, ακόμα και αν δύσει οριστικά ο πράσινος ήλιος στις επόμενες εκλογές, φαίνεται πως ούτε μπορούμε ούτε και πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε μαζί του. Σε τούτο το πλαίσιο, μια φρέσκια ματιά στο «φαινόμενο ΠΑΣΟΚ» έρχεται να τη δώσει η σύντομη, πλην εξαιρετική, μελέτη των Κ. Ελευθερίου και Χ. Τάση. Οι δύο πολιτικοί επιστήμονες, εκπρόσωποι μιας νεότερης γενιάς, αντλούν από τη σύγχρονη θεωρία των κομμάτων για να προσφέρουν μια συνολική θεώρηση των οργανωτικών χαρακτηριστικών και μετασχηματισμών του ΠΑΣΟΚ, από την ίδρυσή του μέΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ
χρι και σήμερα. Κινούμενοι με άνεση και σε διάλογο με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, και αντλώντας προσεκτικά από μια πληθώρα πρωτογενών πηγών, μας προσφέρουν ένα ενιαίο αφηγηματικό σχήμα, το οποίο μας επιτρέπει να αναζητήσουμε τις σημερινές παθογένειες, όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ αλλά και του πολιτικού συστήματος εν γένει, αρκετά πίσω στο χρόνο. Ανασυνθέτουν, με άλλα λόγια, με τρόπο ευσύνοπτο και τεκμηριωμένο, την πορεία του ΠΑΣΟΚ από εκφραστή ενός αιτήματος ρήξης/αλλαγής σε ένα «κόμμα του κράτους» (cartel party), εκφραστή των οικονομικών του «αναγκαιοτήτων». Ένα από τα βασικά εννοιολογικά εργαλεία που επιστρατεύουν οι δύο συγγραφείς είναι η έννοια του «ηγεμονικού κόμματος», αντλώντας από τις γνωστές επεξεργασίες του Γκράμσι και του Πέρυ Άντερσον. Με τούτη την έννοια, οι συγγραφείς σκιαγραφούν το ρόλο του ΠΑΣΟΚ ως εκείνου του κόμματος που λειτούργησε ως οργανωτικό πρότυπο για τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, που κατάφερε να επιβάλλει την ατζέντα του στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού και που εδραίωσε την εικόνα του ως «κατάλληλου διαχειριστή» των κρατικών υποθέσεων, στο βαθμό μάλιστα που βασικές του θέσεις εδραιώθηκαν ως υπερκομματικά «αυτονόητα» στη δημόσια σφαίρα (σ. 27-28). Οι συγγραφείς παρακολουθούν βήμα-βήμα την εξέλιξη και εδραίωση του ΠΑΣΟΚ, διακρίνοντας τρεις διαδοχικές περιόδους: (α) Μεταξύ 1974-1981, οπότε το ΠΑΣΟΚ λειτουργεί ως βασικός δίαυλος για την πολιτική έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών, εκφράζει «το διάχυτο αίτημα για μαζική συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική» και ενσαρκώνει την προοπτική της «Αλλαγής» (σ. 47). (β) Μεταξύ 1981-1989, οπότε το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να ανταποκριθεί στα κοινωνικά αιτήματα που τροφοδοτούν τη δυναμική του,
ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται από αυτά, εποικίζοντας το κράτος και επιδεικνύοντας τα πρώτα σημάδια «τεχνοκρατισμού». Ο κοινωνικός ριζοσπαστιμός απορροφάται στις «κυβερνητικές ανάγκες», «ο ‘έλλογος δημοκρατικός πολίτης’ της δεκαετίας του 1970 εξελίσσεται σε ‘κομματικό οπαδό’ και με τη σειρά της η κομματική οργάνωση [...] ‘μετεξελίσσεται από οργάνωση αντιπολιτευόμενου κόμματος σε οργάνωση εξουσίας’» (σ. 72). (γ) Τέλος, μεταξύ 1990-2004, οπότε το ΠΑΣΟΚ ανασυγκροτεί την ταυτότητά του, σε ρήξη με το παρελθόν του, υιοθετώντας το πρόταγμα του «εκσυγχρονισμού» και δένοντας σχεδόν μονοσήμαντα τη μοίρα της χώρας με την περίφημη «σύγκλιση» και έπειτα την είσοδο στην ΟΝΕ. Έχοντας εγκαταλείψει κάθε αναφορά στο «πρόταγμα της κοινωνικής αλλαγής» (σ. 97) και με το κόμμα απορροφημένο πρακτικά στο κράτος (σ. 89), ύψιστος σκοπός της «εκσυγχρονιστικής» ηγεσίας καθίσταται η ανάδειξη του «ΠΑΣΟΚ σε κατεξοχήν διαχειριστή της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας» (σ. 88). Η παραπάνω νοερή χορογραφία δεν ήταν ούτε γραμμική ούτε χωρίς αναταράξεις και αντιφάσεις. Η εμπέδωση ωστόσο της μακράς ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ μέσω της ικανότητάς του να ξεπερνά ακριβώς τις αντιφάσεις και ανακολουθίες του, πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο με τον οποίο επιτύγχανε κάθε φορά να αναπροσανατολίζει τις κοινωνικές του εγκλήσεις, ανάλογα με τις τακτικές ή στρατηγικές του στοχεύσεις, ανανεώνοντας το ακροατήριό του. Έτσι, μέσω του αρχικού καλέσματος της 3ης Σεπτεμβρίου ο Ανδρέας Παπανδρέου θα εγκαλέσει στο λόγο του μια ευρεία διαταξική κοινωνική συμμαχία, υπό το όνομα των «μη προνομιούχων Ελλήνων», ενώ η συνάρθρωση της «Εθνικής Λαϊκής Ενότητας» θα πατήσει γερά πάνω στα αντιεξαρτησιακά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας και θα επιτελέσει ταυτόχρονα μια κρίσιμη λειτουργία συμπερίληψης στην πολιτική σφαίρα μέχρι τότε μη εκπροσωπούμενων μαζών (σ. 124-126). Η εικόνα αυτή αργότερα θα ανατραπεί, όταν κατά την «εκσυγχρονιστική» οχταετία η προηγούμενη περίοδος (1981-1989) θα αποκηρυχτεί και θα στιγματιστεί από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ως «λαϊκιστική» και «πελατειοκρατική». Ο ιδιότυπος αντιλαϊκισμός του εκσυγχρονισμού θα μετατρέπει πλέον «στη δημόσια συζήτηση κάθε λαϊκό-κοινωνικό αίτημα, στο βαθμό που αυτό δε συμβαδίζει με τις ανάγκες της ευρωπαϊκής σύγκλισης, σε συντεχνιακό», απονομιμοποιώντας το με συνοπτικό τρόπο (σ. 128). Το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ, έχοντας αλλάξει πολιτικές στοχεύσεις, και κινούμενο όλο και πιο κοντά στη νεο-φιλελεύθερη ορθοδοξία των καιρών, θα μεταβάλει την απεύθυνσή του και θα εγκαλέσει τώρα τα «δυναμικά στρώματα της κοινωνίας», αναγνωρίζοντας «την αξία της οικονομίας της αγοράς, την ιδιωτικής πρωτοβουλίας και δημιουργικότητας», κατά την τριτοδρομική πεπατημένη (σ. 132). Έτσι, θα σπάσει σταδιακά τους δεσμούς εμπιστοσύνης με τα κοινωνικά στρώματα που τροφοδότησαν κάποτε την καλπάζουσα δυναμική του και θα υιοθετήσει μια όλο και πιο κεντρώα θέση, όλο και πιο κοντά στα «αυτονόητα» της αγοράς και τις
Υπεροψία 2, 2009 Εγκατάσταση στο πλαίσιο της Biennale:2 της Θεσσαλονίκης με θέμα ΠΡΑΞΙΣ: ΤΕΧΝΗ ΣΕ ΑΒΕΒΑΙΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
. «νομοτέλειες» της οικονομίας με τις αντιδεξιές κορώνες να επανέρχονται ανά διαστήματα, με έναν τρόπο πλέον καθαρά εργαλειακό (σ. 144). Ακολουθώντας τούτη τη σχηματική αφήγηση, είναι πιο εύκολο να κατανοήσουμε και την πορεία του ΠΑΣΟΚ επί Γιώργου Παπανδρέου και τη μετέπειτα διαχείριση της κρίσης από μέρους του. Η οργανωτική αποδιοργάνωση του ΠΑΣΟΚ μεταξύ 2004-2009, η περαιτέρω ενίσχυση του προέδρου, η επίταση του τεχνοκρατισμού και η ακόμα μεγαλύτερη απομάκρυνση από την κοινωνία θα εκφραστούν με τον πιο δραματικό τρόπο και στη διαχείριση της κρίσης μετά τις εκλογές του 2009. Οι πρωτοβουλίες «εικονικής» (όπως αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος) συμμετοχής, «ανοιχτότητας» και «αξιοκρατίας» μέσω διαύλων συμμετοχής των πολιτών, όπως το opengov ή η πλήρωση θέσεων σε δημόσιους οργανισμούς μέσω ανοιχτής αποστολής βιογραφικών, αποδείχτηκαν κενές περιεχομένου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση οδήγησαν σε μια παραλυτική ακινησία του κρατικού μηχανισμού στη χειρότερη δυνατή συγκυρία (σ. 169-171). Επιπλέον, μετά το 2010, η επίταση της κρίσης δεν θα αφήσει κανένα περιθώριο έκφρασης στο ΠΑΣΟΚ ως κόμμα και ειδικά στους βουλευτές του, αφού πλέον «κάθε ψηφοφορία σε νομοσχέδιο αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση» και η κάθε διαφωνία τιμωρείται με διαγραφή (σ. 174). Το κόμμα, σε συνθήκες «έκτακτης ανάγκης», υποβιβάζεται σε επικυρωτικό μηχανισμό ήδη ειλημμένων αποφάσεων της κυβέρνησης, χωρίς κανένα περιθώριο διαλόγου, διαφωνίας ή κριτικής (σ. 195). Όπως και με την οργανωτική ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ, έτσι και με τη διαχείριση της κρίσης, η ηγετική ομάδα Παπανδρέου φαίνεται πως προχώρησε χωρίς «κοινωνικό έρμα». Με τον κομματικό μηχανισμό παροπλισμένο και με πολιτικές βάναυσα αντικοινωνικές, οι δεσμοί εμπιστοσύνης με το ακροατήριό του ήταν μοιραίο να διαρραγούν οριστικά??? πόσω μάλλον που η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 2009 είχε επιτευχθεί μέσω της σύναψης ενός οιονεί νέου «συμβολαίου με το λαό», με την προώθηση μιας φιλολαϊκής ατζέντας και την επίδειξη μιας νέας αναδιανεμητικής μέριμνας. Ενός
«συμβολαίου» που έσπασε με παταγώδη τρόπο. Στρεφόμενο ενάντια στην κοινωνία και, ακόμα περισσότερο, ενάντια στην ίδια του την ιστορική κοινωνική βάση, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε να «αναπαράγει πρότερες και πλέον κενές νοήματος κοινωνικές εγκλήσεις, οι οποίες απευθύνονται σε ένα χαμένο για το Κίνημα κοινωνικό ακροατήριο» (σ. 198). Σημαίνουν άραγε όλα αυτά ότι το ΠΑΣΟΚ «έχει τελειώσει»; Στην πολιτική είναι ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο να βγάζουμε τελικά πορίσματα, ωστόσο στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε μια δυναμική επάνοδο. Πόσω μάλλον που η σημερινή του ηγεσία επιλέγει την όλο και πιο στενή πρόσδεση στην πιο δεξιά και συντηρητική Ν.Δ. της μεταπολίτευσης, και μάλιστα σε ένα πλαίσιο που δεν θυμίζει καθόλου σχέση αμοιβαίου σεβασμού, αλλά μάλλον σχέση υποταγής (η στάση μπροστά στην κατάργηση του νόμου περί ιθαγένειας από τη Ν.Δ., αλλά και η υποχώρηση απέναντι στο κλείσιμο της ΕΡΤ, είναι ενδεικτικά τούτης της σχέσης). Από την άλλη, η διαφαινόμενη περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ δεν δικαιολογεί μια υπέρμετρη αισιοδοξία και εφησυχασμό από μέρους της Αριστεράς. Είτε μας αρέσει είτε όχι, ένα σημαντικότατο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας κινείται σταθερά προς την ακροδεξιά και σε στάσεις φοβικού συντηρητισμού. Η πολιτική ως ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση γύρω από εναλλακτικά προτάγματα έχει σίγουρα επιστρέψει, όπως και η διαίρεση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. έστω με τρόπο άγαρμπο και συχνά βίαιο. Το διακύβευμα μιας «νέας Μεταπολίτευσης», της αναζωογόνησης της δημοκρατίας και μιας δεύτερης «εισόδου των μαζών» στην πολιτική διαδικασία -αποφεύγοντας τις παθογένειες του παρελθόντος- παραμένει μείζον. Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη της πορείας του ΠΑΣΟΚ, από την ηγεμονία στην παρακμή, μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που φιλοδοξούν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση νέα κοινωνικο-πολιτική διευθέτηση, ειδικά μάλιστα για την Αριστερά.
Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ
26
Η ΑΥΓΗ • 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Ο Καβάφης και η ιδεολόγηση τού Η συμμετοχή σε μια συζήτηση περιορίζει το εύρος της διαπραγμάτευσης του ζητήματος και αποδυναμώνει τον ορίζοντα της εμβάθυνσης στη γενεαλογία του. Ωστόσο, υπηρετεί μιαν άλλην ανάγκη: εκείνη που θέλει να επισημάνει, να προειδοποιήσει, να προετοιμάσει το έδαφος. Είναι σαν να στέλνει κανείς σύντομα μηνύματα, να κάνει νοήματα προειδοποίησης, να τοποθετεί οδοδείκτες, να θέτει ερωτήματα. Τα τελευταία με ενδιαφέρουν περισσότερο, και σε αυτά θα ήθελα να περιοριστώ, με την ελπίδα, ότι τώρα, που ένα ακόμη έτος Καβάφη φτάνει στο τέλος του, η εποχή θα μπορέσει να βρει ορισμένα σημεία εκκίνησης για να συζητήσει εκ νέου το καβαφικό έργο. Ερώτημα πρώτο: Δεν χρειάζεται να επαναφέρουμε στο προσκήνιο την παλιά διαμάχη για τη σχέση της βιογραφίας του συγγραφέα με το έργο του. Δεν έχει πια πολλούς υποστηρικτές η άποψη που εξετάζει το δεύτερο καταφεύγοντας στην πρώτη. Είναι αλήθεια ότι πολλά παλικάρια της φιλολογίας και της κριτικής έχουν σφαγεί στην ποδιά της αιτιοκρατικής σχέσης ανάμεσα στα δύο: μια άσκοπη θυσία που άφησε μόνο γραφικές πληροφορίες και νόστιμα ανέκδοτα να συνωστίζονται στις παρυφές του έργου. Η βιογραφία, ωστόσο, που πεΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ
ριλαμβάνει και στοιχεία για την εποχή του συγγραφέα, την προσωπικότητά του και τη διαχείριση της δημιουργίας του, επηρεάζει με άλλους τρόπους την ερμηνεία, ακόμη και όταν αυτή προσεγγίζει τα κείμενα από διαφορετικά μονοπάτια, μακριά από τις μυθοπλασίες για τον συγγραφικό βίο. Αυτό συμβαίνει γιατί η ερμηνεία, η ανάγνωση, η κριτική, η ανάλυση δεν είναι ποτέ ουδέτερες, απομονωμένες και απόλυτα αυτοσύνειδες πράξεις. Ακόμη και όταν δεν στηρίζονται στο βιογραφικό υλικό, αυτό έχει διαποτίσει το ιστορικό έδαφος κι έτσι, συχνά, υπεισέρχεται στις προϋποθέσεις σαν αυτονόητη συνθήκη του ίδιου του έργου. Στην περίπτωση του Καβάφη επομένως: σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο η βιογραφία επηρεάζει το έργο της κριτικής, σε σημείο μάλιστα που αυτά τα δύο να συντηρούνται σε κατάσταση διαρκούς αλληλοπεριχώρησης; Πόσο πρέπει, μια τέτοια αθόρυβη ανάμειξη, να την καταστήσουμε αντικείμενο της αναγνωστικής αυτογνωσίας; Ερώτημα δεύτερο: Ανάμεσα σε άλλες σημαντικές καβαφικές θεματικές, η θεματική του ερωτισμού κατέχει κεντρική θέση. Ενέχεται σε αυτή μια ιδιωματική θεώρηση του σώματος που με τη σειρά της επεκτείνεται στις ανάγκες της σάρκας όπως μετασχηματίζονται στη γλώσσα της επιθυμίας. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Ο ποιητής έχει καταστήσει την υπόθεση του «ερωτικού» σημαντική για την ποίησή του και δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγομε την αναμέτρηση μαζί της. Αναμφίβολα γύρω από αυτή την υπόθεση περιστρέφεται ένα λεξιλόγιο, μια ρητορική, που δεν ταυτίζεται με την αντίστοιχη της εποχής μας. Κάτι τέτοιο είναι αυτονόητο για καθετί που έρχεται από το παρελθόν, γι’ αυτό μετά τον Νίτσε, και με τη μεσολάβηση του Φουκώ, έχουμε μάθει ότι μόνο με τη διαμόρφωση μιας γενεαλογίας των εννοιών και των όρων που διέπουν έναν λόγο (discours) μπορούμε να αναδείξουμε το ίχνος του χρόνου, όπως αναγνωρίζεται από τη δική μας εποχή, κι έτσι να αποκαταστήσουμε αναλογίες, να αναδείξουμε συσχετισμούς και να προχωρήσουμε σε μια διάγνωση-πρόταση. Έχει γίνει αυτό με τον Καβάφη ή μήπως η κατεστημένη καβαφική συνεχίζει να πιστεύει ότι ανάμεσα σε μας και στον ποιητή δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά η απόλυτη αδιαμεσολάβητη διαφάνεια και η αχρονία της εφησυχασμένης ανάγνωσης; Με άλλα λόγια: με ποιο λεξιλόγιο, με ποια επίγνωση της ιστορικότητας του λόγου, με ποια ερμηνευτική ρητορική, ασχολούμαστε με το ερωτικό στον Καβάφη; Είναι δυνατόν αυτό να γίνει με τα παλιά σύνεργα της εμπειρικής φιλολογίας και της ευφημιστικής κριτικής που ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι η συγκρότηση μιας γενεαλογίας δεν έχει να κάνει μόνο με το οικογενειακό δέντρο; Ερώτημα τρίτο: Από τα προηγούμενα καταλήγουμε αναπόφευκτα στη διαπίστωση ότι, από τη στιγμή που ο ποιητής επέλεξε την ποίηση για να διαπραγματευτεί το ερωτικό, εί-
Στιγμιότυπα από τα βίντεο των ειδήσεων με τους τηλεκατευθυνό
μαστε υποχρεωμένοι να μην αντιμετωπίσουμε τον λόγο του σαν λόγο μιας απλής δήλωσης ή μιας κοινωνικής θέσης ή μιας πολιτικής στάσης. Αυτά μπορεί να είναι υπαρκτά αλλά μόνο μέσα από τη δραστικότητα της ποιητικής γραφής, δηλαδή μέσα από μια περίπλοκη και επεξεργασμένη διατύπωση που επιδιώκει πρωτίστως να καταστήσει το θέμα λογοτεχνικό έργο. Το γεγονός όμως ότι ο Καβάφης επέλεξε να μην σιωπήσει γι’ αυτή την πλευρά της υπόστασής του (όπως έχουν κάνει πολλοί άλλοι) αλλά να διακινδυνεύσει την ίδια τη θέση του στην ποίηση, σημαίνει ότι γι’ αυτόν η διαπραγμάτευση του ερωτικού ξεκινούσε από μια τόσο ισχυρή ανάγκη που δεν μπορούσε να την αποτρέψει. Ο διπλωμάτης, κρυψίνους, υπολογιστής και επιφυλακτικός Καβάφης θα περιμέναμε να παραμείνει ιστορικός, διδακτικός, οικονομικός, πολιτικός, σχολικός ή ό,τι άλλο επιθυμείτε (όλα έχουν δοκιμαστεί), αυτός όμως, σε εποχή δύσκολη και εύθικτη, επέλεξε να εκτεθεί εκεί που ήταν πιο ευάλωτος: στην ποίησή του. Πώς λογαριάζουμε σήμερα αυτό το τόλμημα, Πώς διαβάζουμε τον ποιητικό του λόγο όταν διαπραγματεύεται το ερωτικό; Έχουμε διαμορφώσει μια θεώρηση που να το περιλαμβάνει; Έχουμε να προτείνουμε μια προσέγγιση που να έχει τον δικό της συγκροτημένο λόγο έναντι της καβαφικής πρότασης; Ή μήπως μας αρκούν τα στερεότυπα, και αυτά δυστυχώς έχουν εμφιλοχωρήσει παντού, ακόμη και σε αυτούς που πιστεύουν ότι το πρώτο και κύριο μέλημα είναι να απομονώσουν τον Καβάφη ομοφυλόφιλο, ακριβώς γιατί υποκύπτουν στο είδος εκείνο της οικειοποίησης που αρνούνται σθεναρά σε άλλους; Ερώτημα τέταρτο: Η ποίηση δεν είναι μια απλή άσκηση υφολογίας ούτε αισθητική έκφραση εν κενώ. Πάντα απευθύνεται, πάντα υπάρχει εν αναμονή της ανάγνωσης. Επιστρέφει έτσι την ιδιωτική διαπραγμάτευση στη γλώσσα της τέχνης εκεί που ανήκει: στον κοινωνικό χώρο και στη δημόσια έκθεση. Υπό αυτή την έννοια επομένως η διαπραγμάτευση του «ερωτικού» στον Καβάφη έχει την ιστορία και την κοινωνία ως υποδοχή. Η διαπραγμάτευση αυτή (όπως και η αντίστοιχη του «ελληνικού»), μεταφέρει ένα μήνυμα που περιμένει από μας να το επεξεργαστούμε και να το κατανοήσουμε. Μπορεί να μην υπάρχουν όρια σε αυτή την αποδοχή. Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο: όποια και αν είναι η κατανόηση, όπως και αν αποκωδικοποιήσουμε το μήνυμα, παραμένει πάντα μέσα στα όρια του ποιητικού λόγου. Χωρίς μια άποψη/θεώρηση/προσέγγιση για τον λόγο της ποίησης, κάθε οικειοποίηση, είτε διεκδικεί τον ιστορικό, είτε τον ελληνικό, είτε τον οικουμενικό, είτε τον ομοφυλόφιλο Καβάφη, πέφτει στη ίδια
Ο Καβάφης δεν είναι κτήμα ούτε κεκτημένο. Έναντι της θεσμικής τυποποίησης του Καβάφη υπάρχει βέβαια πάντα διαθέσιμη η προοπτική της αναθεώρησης, χωρίς όμως τη δογματική ορθοδοξία που επιδιώκει να μας πείσει ότι πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στον «πολιτικό», «κοινωνικό», «ιστορικό», «φιλόσοφο», «ερωτικό» ή «ομοφυλόφιλο» Καβάφη. Το μονοσήμαντο, το μονόπλευρο, το μονογαμικό δεν ήταν ποτέ γνωρίσματα του ποιητικού λόγου ούτε εν γένει της λογοτεχνίας
παγίδα: αξιοποιεί τον ποιητή πολιτικά και ιδεολογικά, για τους δικούς της στόχους και για τα δικά της συμφέροντα. Το ερώτημα έγκειται στο εξής: Αν έτσι έχουν τα πράγματα, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι υπάρχουν ερμηνείες που δεν είναι πολιτικές και ιδεολογικές; Και αν ναι, ποιες είναι αυτές; Μήπως θεωρούμε ως πιο «φυσικές» τις ερμηνείες που έχουμε συνηθίσει, αυτές που έχουμε αφομοιώσει, και, δυστυχώς, θεωρούμε ακίνδυνες, αντικειμενικές και αθώες; Ερώτημα πέμπτο: Ξέρουμε ότι το πιο συνηθισμένο ολίσθημα επαναστατών, εξεγερμένων, περιθωριακών, εναλλακτικών (κ. ά) είναι να επαναλαμβάνουν τη συμπεριφορά και να υιοθετούν την τακτική του συστήματος που θέλουν να υπονομεύσουν ή να ανατρέψουν. Το επιχείρημα είναι γνωστό: χωρίς παρόμοια στρατηγική δεν καταγράφεται η αντίδραση στον κοινωνικό χάρτη, χωρίς τη διεκδίκηση της διαφοράς κανένα πρόβλημα δεν γίνεται ορατό. Το ερώτημα όμως είναι απλό: Πώς ανατρέπεται μια άποψη, ιδεολογία, προκατάληψη,
Η ΑΥΓΗ • 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
5
φύλου
1
Αποτύπωση προφορικής εισήγησης με αφορμή τη συνάντηση για τον «ομοφυλόφιλο» Καβάφη που έγινε στο Γαλλικό Ινστιτούτο στις 19 Νοεμβρίου 2013. 1
Οι (.poema..) εκδόσεις σας προσκαλούν την Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου στις 8.00 μ.μ. στον καλαίσθητο χώρο τού Πόλις Art Cafè (Στοά του Βιβλίου) για την παρουσίαση του αφιερωματικού τόμου, στο πλαίσιο του επετειακού Έτους Κ. Π. Καβάφη
ÃÄ¢ÈÙ ÊÙ ÎÃÕËÍÀÙ ÍÃË ÏÑÐÖ½ÔÐÑ ÏËÑÙ ÎÎÊÐËÍÀÙ ÍÃË ÒÃÉÍÀÕ ÇÒËϽÎÇËà ÓÕÖÃÙ
ÃÄ¢ÈÊÙ
αντίδραση όταν χρησιμοποιείς τα ίδια μέσα; Γιατί να υποκαταστήσουμε μια παλαιά διεκδίκηση εξουσίας με μια καινούργια; Επιπλέον: Όταν προσκαλούμε κάποιους σε μια συνάντηση με τον τίτλο «ο ομοφυλόφιλος Καβάφης», τι θέλουμε να περάσουμε ως μήνυμα; Ελάτε να μιλήσουμε για τον ομοφυλόφιλο Καβάφη ως άνθρωπο; Ως άνθρωπο και ποιητή; Ως κάτι που είναι υπό συζήτηση; Τι απαντά κανείς σε όσους δολίως διαδίδουν ότι η συνάντηση γίνεται από ομοφυλόφιλους που θέλουν να οικειοποιηθούν τον Καβάφη για τη δική τους υπόθεση; Λίγοι, φαντάζομαι, θα σκεφτούν ότι μπορεί να είναι ένας προκλητικός τρόπος να τεθεί ξανά η ποιητική διαπραγμάτευση του ερωτικού από τον Καβάφη. Αν συμφωνήσουμε ότι ο Καβάφης ως πολίτης ήταν ομοφυλόφιλος (με όποιες επιφυλάξεις για την ιστορία και την κοινωνία θέλετε, ακόμη και για τη γλωσσική εκφορά της υπόθεσης), υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μιλήσουμε γι’ αυτό; Προσωπικά με ενδιαφέρει η συζήτηση για τη διαπραγμάτευση του ερωτικού, και αυτό είναι κάτι που μου το επιβάλλει ο ίδιος ο ποιητής. Δεν ανήκει στη διακριτική μου ευχέρεια. Ο Καβάφης απαιτεί να τοποθετηθούμε απέναντι στη δική του αντισυμβατική στάση. Μας καλεί να τον διαβάσουμε σαν έναν ποιητή που θέλει να μιλήσει με τη δική του γλώσσα, για τον πόθο, τη λαγνεία, την ηδονή, την επιθυμία, το σεξ, το έγκλημα, το περιθώριο. Τι έχουμε εμείς σήμερα να πούμε για όλα αυτά; Τι έχει να πει η Φιλοσοφική Αθηνών και, φευ, η Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης και, τρις φευ, οι επίλοιπες Φιλοσοφικές για το ζήτημα αυτό; Ερώτημα έκτο: Αφού έτσι τίθενται τα ερωτήματα, αξίζει να τα διερευνήσουμε περαιτέρω ορίζοντας τις κύριες θεματικές: α) Καβάφης και ομοφυλοφιλία. β) Ποίηση και έρωτας. γ) Έρωτας και σεξ. δ) Τι σημαίνει μιλώ για τον έρωτά μου; ε) Πόσο δύσκολη είναι η αποδοχή της διαφοράς; στ) Το γεγονός ότι ο Καβάφης καταφεύγει, συνήθως, στη μνήμη και στη φαντασία, καθιστά ανύπαρκτη τη διαπραγμάτευση του ερωτικού, η οποία συγκεκριμενοποιείται με την απόλαυση που περιγράφει ότι εκλύεται από τη συνεύρεση ανδρών; ζ) Αν το δεχτούμε αυτό, τι μας εμποδίζει να οικειοποιηθούμε τον λόγο του Καβάφη για τον δικό μας έρωτα (όποιος και αν είναι αυτός); Υπάρχει γενικά κάποια απαγόρευση στην προσοικείωση του μηνύματος; Μήπως, αν προσυπογράψουμε την απαγόρευση, καταστρέφουμε το σημαντικότερο κεκτημένο της ποίησης: την πολυσημία της;
Ερώτημα έβδομο: Αφού έχουν τεθεί όλα αυτά τα ερωτήματα φτάνουμε σε ένα τελευταίο και κρίσιμο: Όποιος συμμετέχει σε μια συζήτηση για τον «ομοφυλόφιλο» Καβάφη σημαίνει ότι έχει ήδη προσχωρήσει σε μια συγκεκριμένη θεώρηση ή τάση (ελληνική ή διεθνή); Σημαίνει ότι έχει ήδη εκχωρήσει κάποια δικαιώματα αντιπροσώπευσης και κατηγοριοποίησης; Μήπως σημαίνει ότι έχει φορέσει, εκών άκων, ένα καπέλο που τον εμποδίζει να αντιδράσει, να διαφωνήσει, να διαφοροποιηθεί, εφόσον και αν θέλει; Σαν να έχει ενδώσει σε ένα είδος πολιτισμικού εκφοβισμού; Ερώτημα όγδοο: Προφανώς κάτι παρόμοιο θα είχε κατά νου η συντάκτρια του σημειώματος «Ο γκέι Καβάφης», (Κυριακάτικο Βήμα, 17 Νοεμ. 2013): «Τα όρια του γελοίου αγγίζει η εμμονική προσκόλληση φορέων και μερίδας μελετητών στην ομοφυλοφιλία του Καβάφη. Το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών διοργανώνει στις 19 Νοεμβρίου βραδιά για τον ομοφυλόφιλο Καβάφη διότι «η ερωτική του αναζήτηση ήταν στην καρδιά της ποίησής του». Χαρακτηρίζει μάλιστα την προσέγγιση αυτή «πρωτότυπη οπτική». Καθόλου πρωτότυπη και εντελώς κοινότοπη. Προφανώς όμως ο γκέι Καβάφης «πουλάει» επικοινωνιακά. Είναι ζήτημα αν οι προσεγγίσεις αυτές είναι ιστορικές ή ανιστόρητες, δεδομένου ότι προβάλλονται στην ομοφυλοφιλία του Καβάφη θέσεις του δυτικού, και ακριβέστερα αγγλοσαξονικού, έμφυλου λόγου των τελευταίων δεκαετιών. Ισχύουν άραγε για την ομοφυλοφιλία στην αλεξανδρινή κοινωνία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα; Το ουσιαστικότερο όμως είναι αν η ομοφυλοφιλία του Καβάφη έχει όντως κεντρική θέση στην ερμηνεία της ποίησής του. Με επιτιμητικό τόνο και σαρωτική διάθεση η εφημερίδα θεωρεί δεδομένες τις απόψεις των συμμετεχόντων πριν τις ακούσει, με προφητική βεβαιότητα περιγράφει το θεωρητικό πλαίσιο της συζήτησης και με δημοσιογραφική άνεση μετατρέπει τον «ομοφυλόφιλο» Καβάφη σε «γκέι». Δυσανάλογη αντίδραση και δυσεξήγητη προπέτεια στην ανακοίνωση μιας ακόμη συνάντησης για τον Καβάφη. Δεν ενημερώνει απλώς τον αναγνώστη της για την εκδήλωση, ως θα όφειλε, αλλά επιχειρεί να τον επηρεάσει αρνητικά εκ των προτέρων καθοδηγώντας την κρίση και τη γνώμη του. Πολλά τα ερωτήματα εδώ. Για παράδειγμα: Πώς θα μελετήσουμε αν το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας στην ποίηση του Καβάφη έχει κεντρική θέση; Αποφεύγοντάς το ευσχήμως; Θέλουμε έναν Καβάφη «καθαρό», χωρίς «ακατάλληλες» πλευρές, αφήνοντας στη σκιά ό,τι δεν υπηρετεί τη συμβατική θέση του στην ιστορία της λογοτεχνίας; Γιατί δεν μας ενοχλεί η κατεστημένη θεώρηση του Καβάφη που τον θέλει ή θυμόσοφο γέροντα της ανθρώπινης κατάστασης ή ιστορικό ποιητή της πατριδογνωσίας ή ερωτικό ποιητή ενός αφηρημένου, ουδέτερου ανέραστου ερωτισμού; Γιατί η αντίδραση είναι χλιαρή ή ανύπαρκτη όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που βασανίζουν τον κόσμο αλλά και τον ποιητή με την επανάληψη κοινών τόπων ή για επιτροπές/συνέδρια/επίσημες εκδηλώσεις με μηδενική απόδοση στη μελέτη του καβαφικού έργου αλλά μεγάλο εκτόπισμα στα μέσα επικοινωνίας; Δίδαγμα: Ο Καβάφης δεν είναι κτήμα ούτε κεκτημένο. Το όνομα συνοψίζει ένα έργο που σε κάθε εποχή τίθεται υπό διαπραγμάτευση για να υπηρετήσει επιθυμίες, ανάγκες και νοήματα. Όταν παρεμβαίνουν ιδεολογήσεις, που ευνοούνται εν μέρει από το ίδιο το έργο, τότε υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ολισθήσει κανείς σε στρατεύσεις και υπερερμηνείες. Έναντι της θεσμικής τυποποίησης του Καβάφη υπάρχει βέβαια πάντα διαθέσιμη η προοπτική της αναθεώρησης, χωρίς όμως τη δογματική ορθοδοξία που επιδιώκει να μας πείσει ότι πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στον «πολιτικό», «κοινωνικό». «ιστορικό», «φιλόσοφο», «ερωτικό» ή «ομοφυλόφιλο» Καβάφη. Το μονοσήμαντο, το μονόπλευρο, το μονογαμικό δεν ήταν ποτέ γνωρίσματα του ποιητικού λόγου ούτε εν γένει της λογοτεχνίας. Γι’ αυτό εξάλλου συνεχίζουμε να διαβάζουμε Καβάφη διαφωνώντας διεκδικητικά.
HPD ÇÍÆÀÕÇËÙ
μενους βομβαρδισμούς.Από την εικαστική εγκατάσταση Υπεροψία (2006)
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ
ÑÂÎÉÃÔÊÙ
ÔÑÙ ÔÇÖÖÀÙ ÓÕÖÃÙ ÑÂÎÉÃÔÊÙ Ò ÑÂÔÕÊ ×ÊТ ÑÉËÃÖÜÀÉÎÑÛ Î½ÌÊÙ ¾ÔÃÙ ÃÔ¿Ã ÊϾÖÔÊÙ ÊÏÊÔÑÂÎÊÙ ÖÊÙ £ÑÂÖÕÑÙ ÃÉËÓ ÃÐ ÆÔÑÙ ÊÎË¢Ù ½ÌÃÐ Î Î ½ÔÔË ÏÙ ¨Ü½Ë ÂÊ ÔÑÂÕÃÎÊ ÕÖÃÙ ÃÒÃÉÇØÔÉ¿ÑÛ ÛÖÛÚ¿Ã ÃÐÃÉËÓÖÑÛ Ó ÂÄÃÎÊÙ Ù ¦ÑÜ¢ÐÊÙ ÃÕ¿ÎÊÙ ¦Ñ ÈÃÐÑ Ö½ ¾ÉÑÙ ÊÙ ¦ ¯ÎÍ ¨ÕÑÂÒÔÑÛ ¨ÕÃÎÃÒ¢ÖÊÙ ÖÃÛÔÑÂÎà ¢ÍÊÙ ÇÔ½ÈÃÙ ØÏ¢Ù ¢ÚÑÛ ÃÔ¿Ã ÃÔ¿Ã ®ÃÖÜÊÉËÃÍÑÛϾ
¢
ÇÍÆÀÕÇËÙ x ÈËÎÑÎÑÉËÍ
Διαβάζουν αποσπάσματα από το έργο του: Αντιόπη Αθανασιάδου, Σπύρος Βρεττός, Γιώργος Γώτης, Βασίλης Ζηλάκος, Κώστας Καναβούρης, Μαρία Κούρση, Πόλυ Μαμακάκη, Γιώργος Μαρκόπουλος, Αλέξανδρος Μηλιάς, Παυλίνα Παμπούδη, Γιώργος Παναγιωτίδης, Φάνης Παπαγεωργίου, Έλενα Πολυγένη, Βασίλης Ρούβαλης, Θωμάς Τσαλαπάτης, Γιώργος Ψάλτης Για τον ποιητή θα μιλήσουν ο φιλόλογος Δημήτρης Δημηρούλης ο ποιητής Στέφανος Ροζάνης www.poema.gr
Την επόμενη Κυριακή
Άντον Τσέχοφ αφιέρωμα Γράφουν: Κωνσταντίνος Κυριακός, Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Ελευθερία Ράπτου, Γιώργος Ρωμανός Σχέδια: Γιάννης Κολιός
Η ΑΥΓΗ • 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
40
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Η επικαιρότητα του Πουλαντζά ΧΑΡΗΣ ΓΟΛΕΜΗΣ - ΗΡΑΚΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (επιμ.), Ο Πουλαντζάς σήμερα, εκδόσεις νήσος, σελ. 406 Παρότι συχνά, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, τα εγκωμιαστικά σχόλια, για όσους δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας αλλά και για το έργο τους, διατηρούν χαρακτήρα αναμενόμενης τυπικής εκφραστικής αβρότητας, σε ό,τι αφορά τον Νίκο Πουλαντζά και τη θεωρητική-πολιτική συμβολή του η αναγνώριση έρχεται ως αυθόρμητη ανταπόκριση στην ποιότητα του ανθρώπου και την κομβικότητα της συνεισφοράς του στην υπόθεση της μαρξιστικής θεωρίας και της σοσιαλιστικής στρατηγικής. Υπ’ αυτό το πρίσμα άλλωστε επιλέχθηκε ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΑ
και η κυκλοφορία αυτού του συλλογικού τόμου, ως εκδοτική αποτύπωση των όσων διατυπώθηκαν και διαπιστώθηκαν στο ομότιτλο διεθνές διήμερο συνέδριο που διοργανώθηκε μεταξύ 18 και 19 Δεκεμβρίου 2009 από το «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς».
Το συνέδριο Το Συνέδριο φιλοξένησε πληθώρα εισηγήσεων μελών διαφόρων βαθμίδων της ακαδημαϊκής κοινότητας, από την Ελλάδα και το εξωτερικό, στο πλαίσιο μίας προσπάθειας διεπιστημονικής προσέγγισης του έργου του Πουλαντζά. Μάλιστα, πέραν των αναγνωρισμένης αξίας και διεθνούς εμβέλειας, στις περισσότερες των περιπτώσεων, συμμετεχόντων στα πάνελ του συνεδρίου άρα και στις σελίδες του συλλογικού εκδοτικού εγχειρήματος, αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία επιστημόνων της νεότερης γενιάς, που με τις εισηγήσεις τους αποπειράθηκαν να σηματοδοτήσουν και τον εμπλουτισμό της ανάγνωσης του σχετικού έργου.
Το βιβλίο Το βιβλίο συντίθεται από έξι θεματικές ενότητες, οι οποίες περιέχουν με τη σειρά τους τέσσερις ή πέντε παρεμβάσεις, με καθεμία από αυτές να επικεντρώνεται σε κάποιο από τα επιμέρους ζητήματα που σχετίζονται με τη ζωή και το έργο του μαρξιστή διανοούμενου. Η πρώτη ενότητα τιτλοφορείται «Μαρξιστική θεωρία - Πηγές και επιδράσεις», η δεύτερη «Κοινωνικές τάξεις και κοινωνικά κινήματα», η τρίτη «Πολιτική εξουσία και όψεις του κράτους», η τέταρτη «Πολιτική οικονομία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης», η πέμπτη «Σοσιαλιστικός μετασχηματισμός και στρατηγική», ενώ η έκτη, σ’ έναν πιο προσωπικό τόνο, καθώς περιλαμβάνει κι ένα κείμενο του Άγγελου Ελεφάντη, δημοσιευμένο στην Αυγή λίγες μόνο ημέρες μετά την αυτοκτονία του Πουλαντζά, «Ο άνθρωπος, ο διανοούμενος, η συγκυρία». Τα κείμενα, δεδομένου του εύρους των ενοτήτων, αλλά και της ποικιλίας των επιστημονικών ενδιαφερόντων των συμμετεχόντων, εάν ιδωθούν μεμονωμένα δεν διακρίνονται από την εκκίνηση από κοινή αφετηρία ούτε από τον ίδιο βαθμό σχολαστικής επικέντρωσης σε πτυχές του πουλαντζιανού έργου, όμως, τοποθετημένα με αυτόν τον τρόπο στο βιβλίο, αποκτούν ένα συμπληρωματικό χαρακτήρα τόσο από τη σκοπιά του ότι συγκροτούν ένα αρμονικό, αν και όχι ομοιογενές, σύνολο, όσο και από εκείνη του ότι κατά κάποιο τρόπο, αυθόρμητα, στοιχεία τους δρουν θεωρητικά υποστηρικτικά προς άλλα.
Η αναγνώριση Στο εν λόγω συνέδριο, κατά συνέπεια και στο βιβλίο που ακολούθησε, ο Πουλαντζάς αναγνωρίζεται ως ένα σημείοσταθμός για τη μαρξιστική παράδοση, της οποίας υπήρξε εκ των πλέον σημαντικών κι αναγνωρισμένων συνεχιστών και ανανεωτών στα μεταπολεμικά χρόνια. Το έργο του αποτιμάται ως κορυφαίου επιπέδου όχι γιατί ασφαλώς δεν εγείρει διαφωνίες, δεν κινητοποιεί διαφοροποιήσεις ή δεν προκαλεί ενστάσεις, μα γιατί ομόθυμα, θα λέγαμε, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα διαχρονικής αξίας. Αντίστοιχα, η πολιτική προ-
Υπεροψία , 2006, (έργο από το τμήμα της εγκατάστασης) λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, κατεστραμμένο ψυγείο κινητήρα, οθόνη 6 ιντσών σε λειτουργία (βίντεο των ειδήσεων από τους τηλεκατευθυνόμενους βομβαρδισμούς). 180Χ60εκ.
σωπικότητα του Πουλαντζά προσεγγίζεται ως αυξημένης ηθικής βαρύτητας όχι γιατί ο ίδιος υπήρξε αλάνθαστος στις πολιτικές εκτιμήσεις του, μα επειδή στιγμή δε σταμάτησε να δρα στη συγκυρία ως μαρξιστής θεωρητικός κι ως πολίτης στρατευμένος στη σοσιαλιστική προοπτική. Έτσι λοιπόν, η επιστημονική-μεθοδολογική συνέπειά του, στο πέρασμα του χρόνου και στην εξέλιξη των δικών του θεωρητικών παραδοχών, καθώς και η πολιτική προσήλωσή του στη στρατηγική του σοσιαλισμού μ’ ελευθερία και δημοκρατία, είναι δύο στοιχεία που διαρκώς αναδεικνύονται στο βιβλίο αυτό των εκδόσεων Νήσος.
Η διαχρονικότητα Οι αναγνώσεις του έργου του Νίκου Πουλαντζά ή ορθότερα πτυχών αυτού στην εν λόγω έκδοση, γίνεται με τρόπο που ευδιάκριτα απέχει από αφυδατωμένες προσεγγίσεις που μοιάζουν να διαπραγματεύονται «μουσειακές» θεωρίες. Άλλωστε η διαχρονικότητα του έργου του έγκειται όχι μόνο στην επικαιρότητα των πρωτότυπων αναλύσεών του, αλλά και στο ότι στο πλαίσιο της βαθειά αντιδογματικής διαχείρισης που επεφύλασσε ο ίδιος στις θεωρητικές αναζητήσεις του, αυτές παραμένουν καταστατικά δεκτικές στη δημιουργική αναδιαπραγμάτευσή τους. Μακριά από ανέξοδους εκθειασμούς ή εμμονικές αντικρούσεις, οι συμμετέχοντες στη συλλογική έκδοση επιχειρούν να καταπιαστούν με διαστάσεις του έργου του Πουλαντζά παρουσιάζοντας τις αρετές του, ενίοτε καταδεικνύοντας τις θεωρούμενες ως αδυναμίες του, ακόμη και προτείνοντας καινοτόμες ερμηνείες του στο φως της θεωρητικής παραγωγής και της πολιτικής εξέλιξης των τελευταίων τριάντα χρόνων.
Η διαρκής θεωρητική και πολιτική παρουσία Το κράτος, οι κοινωνικές τάξεις, η άμεση και η αντιπροσωπευτική εκδοχή της δημοκρατίας, οι αυταρχικές μορφές οργάνωσης, το φασιστικό φαινόμενο, ο ιμπεριαλισμός, η οργάνωση των πολιτικών κομμάτων, η στρατηγική για το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία είναι ορισμένες μόνο από τις θεματικές που απασχόλησαν τον Νίκο Πουλαντζά και κάποιες επιμέρους πτυχές αυτών έδωσαν το έναυσμα για τις παρεμβάσεις που περιέχονται στη συλλογική αυτή έκδοση. Παρά τη μάλλον κοινή παραδοχή περί το θεωρητικά επιζήμιο, πολιτικά και ακαδημαϊκά όμως ερμηνεύσιμο παραγκωνισμό του έργου του Πουλαντζά μετά το θάνατό του και για δύο περίπου δεκαετίες, όλοι ανεξαιρέτως οι συμμετέχοντες αποπειρώνται να καταδείξουν ότι σήμερα, που αυτό έχει επανέλθει στο προσκήνιο, ακόμη και οι κρινόμενες ως αδυναμίες του συνιστούν παρακαταθήκη προς αξιοποίηση τόσο γιατί φέρουν εγγεγραμμένη τη θεωρητική-μεθοδολογική πρωτοτυπία όσο και γιατί, με τα λόγια του Άγγελου Ελεφάντη, «[ο Πουλαντζάς] είπε και έκανε τα σωστά ή τα λάθη, ποτέ όμως σπίτι του, ποτέ από πίσω». Όπως αναφέρει ο Μάκης Καβουριάρης για τον Πουλαντζά, παραπέμποντας στον τελευταίο, πάντα «γράφει [...] κάτω από
‘την πιεστική ανάγκη’ των πολιτικών καταστάσεων και των γεγονότων», γι’ αυτό ίσως και με τα λόγια του Στάθη Κουβελάκη, ο Πουλαντζάς, παρότι ο στρατηγικός στόχος του παρέμεινε μη εκπληρωμένος, εξακολουθεί να είναι επίκαιρος, ακριβώς ως «υπόθεση των ανθρώπων που επιμένουν στο εγχείρημα της αλλαγής του κόσμου [...] κεντρική αναφορά στη μοναδική άξια λόγου -σήμερα όπως και όταν ζούσε- πρόκληση για τη δράση και τη σκέψη: τη νίκη της επανάστασης και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας». Ο Πουλαντζάς στοχάστηκε, έγραψε και έδρασε εντός ενός ορισμένου συγκυριακού πλαισίου, συμπυκνώνοντας με ξεχωριστό τρόπο τις δυνατότητες, τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις που αναδεικνύονταν. Όπως γράφει ο Ελεφάντης, το έργο του «χρονολογείται και χρονολογεί» ως αποτύπωμα ενός «παιδι[ού] της εποχής του». Βεβαίως, παρότι πάντα επεδίωκε να ενώσει το νήμα της εξελισσόμενης θεωρίας με τις ανάγκες της εποχής ώστε να είναι δυνατή και η πολιτικά αποτελεσματική παρέμβαση στη συγκυρία, το έργο του πάλλεται από τη διαχρονικά υπερσυγκυριακή «ζωντάνια» που αντανακλά τη θεωρητική διαύγεια και τη μεθοδολογική εκλέπτυνση. Δίχως ποτέ στη σύντομη ζωή του να γίνει «ακαδημαϊκός του γραφείου» αρνούμενος τη στρατευμένη πολιτική ανάμιξη, μας αφήνει ως ανεκτίμητο σημείο εκκίνησης, όπως καταγράφει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ότι «η θεωρία ως στρατηγικό πεδίο είναι αναγκαία προϋπόθεση για να είναι δυνατό σήμερα πια να αντιμετωπίζουμε με αρτιότητα τα εξαιρετικά περίπλοκα αντιφατικά σημάδια που μας περιτριγυρίζουν».
Πιάνοντας το νήμα Την εποχή διεξαγωγής του συνεδρίου, το 2009, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα ορατά σημάδια της συνεχιζόμενης μέχρι και σήμερα κρίσης, ενώ τον καιρό της έκδοσης του βιβλίου, το 2012, είχαν ήδη διαμορφωθεί πρωτόγνωρες για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα συνθήκες. Τότε, αναγνωριζόταν η αναλυτική και πολιτική αξία του έργου του Νίκου Πουλαντζά. Σήμερα, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, η επικαιρότητα των θέσεων του σε μία περίοδο φαινομένων δομικής κρίσης, ριζικών πολιτικών ανακατατάξεων, βίαιων κοινωνικών αναπροσαρμογών, δυσανάγνωστων ιδεολογικών ζυμώσεων, αυταρχικής κρατικής ανασυγκρότησης, έξαρσης ποικίλων ενδοευρωπαϊκών και όχι μόνο ανταγωνισμών, αναζωπύρωσης φαινομενικά ξεχασμένων στη λήθη φασιστικών πρακτικών κ.ά. μοιάζει αυτονόητη. Ως εκ τούτου, το βιβλίο αυτό των εκδόσεων Νήσος, παρά την προφανή προσπάθεια που χρειάζεται να καταβληθεί από το μη μυημένο αναγνώστη για την κατανόηση τόσο της θεωρητικής ιδιολέκτου που μεταχειρίζονται οι περισσότεροι των συμμετεχόντων όσο και της αντικειμενικής συνθετότητας των θεωρητικών σχεδιασμών, μπορεί να αποτελέσει μία καλή αφετηρία για το στοχασμό αλλά και την πρακτική παρέμβαση στη συγκυρία.
Ο Παναγιώτης Σκευοφύλακας είναι πολιτικός επιστήμονας
Η ΑΥΓΗ • 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
41
7
Οπλαρχηγοί και αντάρτες του Ζέρβα ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΖΟΥΚΑΣ, Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο 1942-44. Τοπικότητα και πολιτική ένταξη, εκδόσεις Εστία, σελ. 257 Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, από τις εκδόσεις Εστία, η μελέτη του Βαγγέλη Τζούκα για τους οπλαρχηγούς του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμός), της αντιστασιακής οργάνωσης με επικεφαλής τον απότακτο αντισυνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα. Πρόκειται για επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διαΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ
τριβής του συγγραφέα στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Στο βιβλίο παραλείπονται τα αποσπάσματα που αφορούν την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, που ευελπιστούμε να μας παρουσιάσει ο συγγραφέας σε χωριστή μελέτη. Η κυκλοφορία ενός βιβλίου «για τον ΕΔΕΣ» αφυπνίζει τα αντανακλαστικά των ασχολούμενων με την ταραγμένη δεκαετία του 1940 και επαναφέρει τα κεντρικά ερωτήματα που συνοδεύουν αυτήν την οργάνωση: Έκανε αντίσταση ο ΕΔΕΣ; Ποιος ευθύνεται για τις συγκρούσεις ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ τον Οκτώβριο του 1943; Ποια η σχέση του Ζέρβα με τους Άγγλους και με τους Γερμανούς; Τελικά, ο συγγραφέας πώς τοποθετείται; Είναι υπέρ ή κατά του ΕΔΕΣ; Η μελέτη του Βαγγέλη Τζούκα όμως δεν είναι «για τον ΕΔΕΣ», η οργάνωση αυτή -και συγκεκριμένα η ένοπλη εκδοχή της- είναι η μελετούμενη περίπτωση για την κατανόηση ενός ευρύτερου φαινομένου, των διεργασιών ένταξης των παραδοσιακών κοινοτήτων στο νεωτερικό εθνικό κράτος μέσα από τα κατακλυσμιαία γεγονότα της δεκαετίας του 1940 στην Ελλάδα. Πώς δηλαδή, στην περίπτωσή μας, λειτούργησε ο ΕΔΕΣ ως μηχανισμός μετασχηματισμού παραδοσιακών νοοτροπιών και πρακτικών σε νεωτερικά πολιτικά προτάγματα: στην ταυτότητα του «εδεσίτη αντάρτη» και από εκεί στην παράταξη της Δεξιάς.
Ο συγγραφέας «ξαναδιαβάζει» την ιστορία της περιόδου, με τη σκευή τόσο του κοινωνιολόγου όσο και του ιστορικού, δίνοντας βάρος στις «από τα κάτω» διεργασίες. Εκεί όπου οι κεντρικές πολιτικές αποφάσεις, δηλαδή του Ζέρβα και των Βρετανών για ένοπλη Αντίσταση, υλοποιούνται μέσα από τη συνάντησή τους με τις τοπικές νοοτροπίες, τις πραγματικές και πλασματικές σχέσεις συγγένειας, τη ληστεία και τη ζωοκλοπή, την κουλτούρα ανυπακοής στην κεντρική εξουσία και την οικονομία της βίας. Όλα τα παραπάνω δεν είναι αποστειρωμένα και αποκομμένα από τη γενική ιστορία της περιόδου. Το πρώτο κεφάλαιο είναι μια ευσύνοπτη εισαγωγή στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο με βάση τη βιβλιογραφία και τη βαθιά γνώση του συγγραφέα. Σε σαράντα πέντε σελίδες παρουσιάζεται η διαδικασία ίδρυσης του ΕΔΕΣ και ο τρόπος που ο Ζέρβας μεταβαίνει στην Ήπειρο, οι σχέσεις της οργάνωσης με το ΕΑΜ, με τον βρετανικό παράγοντα και η πολιτική στροφή του Ζέρβα, οι τοπικές συμμαχίες και η ματιά στις μεταπολεμικές εξελίξεις, η κρίσιμη σύγκρουση ΕΛΑΣ-ΕΟΕΑ (Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών, η στρατιωτική μορφή του ΕΔΕΣ) τον Οκτώβριο του 1943, η αντιστασιακή δράση του ΕΔΕΣ και οι ενδείξεις για επαφές Ζέρβα-Γερμανών και τέλος η κατάσταση στην Ήπειρο κατά τα Δεκεμβριανά και ως τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το κυρίως μέρος του βιβλίου αποτελείται από τα υπόλοιπα τέσσερα κεφάλαια, που παρουσιάζουν τις διαδικασίες σχηματισμού ένοπλων σωμάτων του ΕΔΕΣ αντίστοιχα στις περιοχές Ξηροβουνίου, Λάκκας Σουλίου, Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων. Οι περιοχές αυτές, παρά τις διαφορές τους (π.χ. τα Τζουμέρκα είναι πιο ανεπτυγμένα οικονομικά και κοινωνικά), έχουν κοινά πολιτισμικά στοιχεία, που οφείλονται τόσο σε γεωφυσικούς παράγοντες όσο και στην ιστορία ένταξής τους στο ελληνικό κράτος. Σε μεγάλο βαθμό παραμένουν βαθιά παραδοσιακές κοινωνίες, με τις αντίστοιχες σχέσεις με την αγορά και το κράτος, έντονη τοπική ταυτότητα και ανάλογη οργάνωση και κουλτούρα. Είναι σε μεγάλο βαθμό
Design - έκρηξη, 2010 λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, λιωμένο πλαστικό
υπανάπτυκτοι κοινωνικοί χώροι, όπου κυριαρχεί η πατριαρχία, ο αναλφαβητισμός, η οικονομία αυτοκατανάλωσης αλλά και η ληστεία. Σε αυτούς τους χώρους θα αναγκαστεί ο Ζέρβας να οικοδομήσει την οργάνωσή του. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρουσίαση αυτής της διαδικασίας, όπου συναντιέται η τοπική αυτονομία με την οργάνωση ενός σχηματισμού με νεωτερικά πολιτικά προτάγματα. Σε μεγάλο βαθμό η συνάντηση γίνεται στο παραδοσιακό περιβάλλον, π.χ. με ένα «δυαδικό συμβόλαιο» αμοιβαιότητας μεταξύ του επικεφαλής της οργάνωσης και του τοπικού οπλαρχηγού, μια συμφωνία που στηρίζεται στο «λόγο», στη «μπέσα» (σελ. 179). Στο σημείο αυτό συναντούμε τον τίτλο του βιβλίου και γνωρίζουμε τους τοπικούς οπλαρχηγούς, τον Αλέκο Παπαδόπουλο, τους Κολιοδημητραίους, τον Καραμπίνα και τον Βόιδαρο και τους υπόλοιπους. Δεν είναι σαφές στον μη ειδικό αναγνώστη αλλά τα σώματα αυτά δεν είναι μια περιφερειακή δύναμη του ένοπλου ΕΔΕΣ, των ΕΟΕΑ, αλλά οι βασικές και μαχητικότερες δυνάμεις του. Η διαδικασία συγκρότησης τους και ένταξή τους στον ΕΔΕΣ είναι, σε κάθε περίπτωση, μια επιβεβαίωση και εμπλουτισμός του σχήματος του συγγραφέα για τη σχέση τοπικότητας και πολιτικής ένταξης. Οι αναπόφευκτες επαναλήψεις στην περιγραφή αυτής της διαδικασίας, λόγω της δομής του βιβλίου, μας βοηθούν να εμπεδώσουμε και να συμμεριστούμε τα πορίσματα του συγγραφέα. Εδώ θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι οι διαδικασίες αυτές, αγκιστρωμένες στο πολιτισμικό περιβάλλον των οπλαρχηγών και των σωμάτων τους, οδηγούν στη συγκρότηση αρχικά ενός αντάρτικου «του Ζέρβα» και όχι τόσο «του ΕΔΕΣ». Και αυτό, ως ένα σημείο φαίνεται να οφείλεται σε αντικειμενικούς παράγοντες αλλά από κει και πέρα σε μια επιλογή του ίδιου του αρχηγού, για λόγους που άπτονταν τόσο των κατοχικών όσο και των μεταπολεμικών εξελίξεων. Στη σελίδα 183 περιγράφεται με σαφήνεια η δομή του στρατιωτικού σκέλους του ΕΔΕΣ. Η δομή αυτή ήταν «αυστηρά προσωποπαγής», καθώς ο Ζέρβας προσωπικά επικοινωνούσε με τους «ο-
πλαρχηγούς» του και τους ενίσχυε οικονομικά. Οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, ήταν υπεύθυνοι για την τροφοδοσία και την κινητοποίηση των ένοπλων ομάδων τους. Συμβολικά, ο όρκος δινόταν ενίοτε προς τον αρχηγό και όχι προς την οργάνωση του ΕΔΕΣ, με τα συχνά ακατανόητα προτάγματά της. Ένα άλλο σημείο που επανέρχεται σε κάθε κεφάλαιο αλλά δεν αναδεικνύεται μέσα από τη συγκεκριμένη προβληματική, είναι ο οικονομικός παράγοντας. Η οικονομική ενίσχυση, τα «ωφελήματα», οι λίρες είναι σε τελική ανάλυση ο δεσμός με τον οποίο ο Ζέρβας συνδέεται με τους τοπικούς παράγοντες και αυτοί με τους ένοπλους τους. Και είναι επίσης το σημείο που συνδέει την τοπική αυτή ιστορία με τις ευρύτερες εξελίξεις, δηλαδή τη βούληση της Μεγάλης Βρετανίας να συντηρήσει ένα αντάρτικο σε αντίθεση με τον κυρίαρχο στην Ελλάδα ΕΛΑΣ. Το βιβλίο του Βαγγέλη Τζούκα μας προσφέρει μια πρωτότυπη βάση, πάνω στην οποία μπορούμε να ξαναδούμε πιο στέρεα τη «μεγάλη ιστορία», που συνήθως περιορίζεται στην αναζήτηση υποκειμενικών πρωτοβουλιών, λαθών, εξωτερικών εξαναγκασμών και μέχρι πρόσφατα της «χρήσης βίας». Μιας ιστορίας όπου απουσιάζει η κοινωνία και οι δυνατότητες και όρια που εκείνη κάθε φορά έχει. Όπως κάθε εποικοδομητικό έργο, ανοίγει νέα πεδία, όπως η συμπλήρωση της ιστορίας του ΕΔΕΣ «από τα πάνω», μια ανάλογη προβληματική για άλλες περιοχές της Ελλάδας και κυρίως για τη συγκρότηση του ΕΛΑΣ και επίσης μια συγκριτική προσέγγιση μεταξύ τους, τα μεταπολεμικά αποτελέσματα αυτής της ενσωμάτωσης των παραδοσιακών κοινωνιών στο εθνικό κράτος διαμέσου της Αντίστασης και των ταυτοτήτων που συγκροτεί. Η κυκλοφορία του βιβλίου του Βαγγέλη Τζούκα, σε συνέχεια άλλων πρόσφατων για τη δεκαετία του 1940, είναι άλλο ένα βήμα γόνιμης απαγκίστρωσης από μια προηγούμενη περίοδο, θορυβωδώς συγκρουσιακή και ελάχιστα παραγωγική.
Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι ιστορικός
Η ΑΥΓΗ Η ΑΥΓΗ • 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
42
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Απ’ την Περσία στην ποίηση ΓΡΗΓΟΡΗ ΧΑΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Το ταξίδι του Φερεϋντούν, εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, σελ. 44 Ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος μας αφηγείται την ιστορία ενός αγοριού, πρόσφυγα από το Ιράν, που φτάνει στην Ελλάδα και την κάνει δεύτερη πατρίδα του. Ο μικρός Φερεϋντούν ζούσε ευτυχισμένος στο Χοραμσάρ της μακρινής Περσίας πετώντας το χαρταετό του παρέα με τους φίλους του. Όμως μια μέρα ένα τεράστιο μαύρο πουλί σκόρπισε βόμβες πάνω από την πόλη τους, γκρέμισε το σπίτι του και σκότωσε τους γονείς του. Ένας ακόμη πόλεμος ξεσπούσε. Γεμάτος θλίψη και τρόμο φεύγει μακριά από τη ρημαγμένη πόλη του. Ολομόναχος στην ερημιά, βλέπει απρόσμενα τον χαρταετό του «ψηλά στον ουρανό... πετούσε μόνος του... δίχως να τον καΤΗΣ ΠΡΟΝΟΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΔΟΥ
τευθύνει κάποιος» και τον ακολουθεί πιστά. «Αυτός διέσχιζε τα ουράνια κι εγώ τη γη». Σ’ αυτή τη μοναδική εμπειρία τον συντροφεύουν η προτροπή της μάνας του, «Ν’ αγαπάς το φως, την ομορφιά και τη γνώση», και «Το ταξίδι της ζωής», ένα μικρό βιβλίο με λευκές σελίδες που του είχε δωρίσει ο πατέρας του την προηγούμενη από το θάνατό του μέρα. Ο αόρατος για τους άλλους χαρταετός του θα γίνει ο οδηγός του, το αστέρι του, στη δύσκολη πορεία του, στη δική του Κάθοδο προς τη θάλασσα. Μ’ αυτόν οδηγό «πέρασα βουνά, πεδιάδες, οροπέδια, ποτάμια, λίμνες... πόλεις, χωριά, καταυλισμούς, βοσκούς, νομάδες... γνώρισα ανθρώπους καλούς... υπήρξαν βέβαια και κάποιοι κακοί». Κουράζεται, δειλιάζει, φοβάται κι αναρωτιέται: «Γιατί να συμβαίνει σε μένα αυτό;» «Υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο που τρέχουν ολομόναχα σαν και σένα»... Ο Φερεϋντούν αποφασίζει να διασχίσει το Αιγαίο «με μια φουσκωτή βάρκα μαζί με κάποιους άλλους ανθρώπους που κι αυτοί δεν είχαν χαρτιά». Η τύχη θα τον φέρει στη Σά-
Ο ζωγράφος του Δεκεμβρίου είναι ο Ιβάν Μαστερόπουλος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μόσχα. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών (1998-2004) ως υπότροφος του Υπουργείου Εξωτερικών. Παρακολούθησε ως ακροατής στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (2002-2003) μαθήματα αγιογραφίας στο εργαστήριο του Παύλου Σάμιου. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (2004-2009) ζωγραφική με δάσκαλο το Γιάννη Ψυχοπαίδη και φωτογραφία με δάσκαλο το Μανώλη Μπαμπούση. Έχει παρουσιάσει το έργο του σε δύο ατομικές εκθέσεις, στην «Άγιον Όρος-μεταξύ ουρανού και γης», στον Πολυχώρο Χάρτα, στο Βόλο, στο Πνευματικό Κέντρο Γιαννιτσών και στο Δημαρχείο Βέροιας, και στην «Orfeu Negro-Foreign Artists in Greece», στην Αθήνα (2010). Συμμετείχε σε ποικίλες ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως η «Pixel Dance», στον εκθεσιακό χώρο Κόδρα του Δήμου Καλαμαριάς (2005), η «Διαδρομές/Ομαδική Έκθεση 17 Νέων Καλλιτεχνών», στον Εκθεσιακό Χώρο Μύλων Αγίου Γεωργίου, στην Πάτρα και η «Byzantine Art», στο Palace Ελσίνκι της Φινλανδίας (2006), η «Αυτή τη φορά να μην ξεχάσουμε μια καμμένη έκθεση» με την ομάδα Ορίζοντας, στην Αθήνα, Πάτρα, Αίγιο, Ελασσόνα, Βόλο και Παρίσι, και η «Σμάλτο. Χρώμα στο Χρόνο»,
μο, όπου θα γνωρίσει «έναν άλλο σπουδαίο δάσκαλο, που τον έλεγαν Γιάννη Ρίτσο» και ο οποίος θα τον βοηθήσει να μάθει Αρχαία και Νέα Ελληνικά, κι έπειτα άλλους σπουδαίους ανθρώπους, που «με αγάπησαν και με βοήθησαν να ονομαστώ Έλληνας στα χαρτιά, γιατί στην καρδιά και στο πνεύμα ήμουν πάντα». Λοιδορούμενος και κυνηγημένος ακόμη από το επίσημο κράτος, χωρίς χαρτιά, ήταν όμως «ευτυχισμένος, γιατί ζούσε στη χώρα του γενάρχη των Περσών, του Πέρση», περήφανος «που είμαι Πέρσης. Όταν όμως έλεγα πως είμαι Έλληνας, αισθανόμουν καλύτερα». Γιατί, όπως του έμαθε ο Γιάννης Ρίτσος, « Έλληνας είναι ο άνθρωπος εκείνος που αγαπά την ειρήνη, τα γράμματα, τους ανθρώπους και, πάνω απ’ όλα σέβεται την ιστορία και τη θρησκεία του κάθε λαού». Στην Ελλάδα, την πατρίδα της καρδιάς του, συντροφιά με τους καινούριους φίλους του, θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του. Άρρωστος βαριά πια από τις κακουχίες που πέρασε, χωρίς τον χαρταετό του, βλέποντας πως ήρθε η ώρα να φύγει, μας αφήνει φυλαχτό το βιβλιαράκι που έγραψε στη μεγάλη διαδρομή του, ολομόναχος στην ερημιά, με το αίμα από τις πληγές του, «βουτώντας στο μελανοδοχείο του κορμιού του», κληροδοτώντας μας όχι «ένα απλό ημερολόγιο», αλλά την «ποίησή μου... γιατί το ταξίδι της ζωής είναι η πιο σπουδαία ποίηση». Η πίστη στον άνθρωπο και στην αξία της ζωής, ο σεβασμός του άλλου και η δύναμη της γνώσης, η σημασία της τέχνης και η ομορφιά της ποίησης αποτελούν βασικούς άξονες της πρωτοπρόσωπης αφήγησης σ’ αυτό το «Ταξίδι», που μας προσφέρεται σε γλώσσα απλή και απέριττη, σε τόνο ζεστό και οικείο, με ευγένεια φυσική, προκαλώντας συγκίνηση βαθειά και ειλικρινή, πειστικά, διακριτικά, χωρίς μελοδραματισμούς. Την προσοχή του βιβλιόφιλου κερδίζει το σώμα του βιβλίου σε μέγεθος μεγάλου τετραδίου. Το σκληρό εξώφυλλό του στο χρώμα του ουρανού, με τις απαραίτητες πληροφορίες σε διαφορετικές γραμματοσειρές και χρώματα, κοσμεί ένας χαρταετός ψηλά κι ένα ζευγάρι φθαρμένα μποτάκια κάτω, χαρακτηριστικά στοιχεία
της ωραίας εικονογράφησης από τη Φιρουζέ Αχλαγί. Οι εξαιρετικά καλαίσθητες «φόδρες» του προεκτείνουν την ιστορία πέρα από την κύρια αφήγηση. Ο Γρ. Χαλιακόπουλος στη σελίδα του τίτλου μάς πληροφορεί ότι αφορμή γι’ αυτό το έργο του στάθηκε η γνωριμία του με τον πέρση ποιητή, μεταφραστή και συγγραφέα παιδικών βιβλίων Φερεϋντούν Φαριάντ (Χοραμσάρ, 1949 - Αθήνα, 2012). Ο Φ. Φαριάντ έχοντας κάνει πανεπιστημιακές σπουδές στην Τεχεράνη ήλθε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1980. Αποφασιστικής σημασίας για τη ζωή του στάθηκε η γνωριμία του με τον Γιάννη Ρίτσο. Από το 1985 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία και Αρχαία Ελληνικά. Μετέφρασε στα Περσικά πολλούς έλληνες ποιητές (Ρίτσο, Ελύτη, Σαμαράκη, Πατρίκιο, Λειβαδίτη, Βρεττάκο, Σινόπουλο, Δημουλά κ.ά.) και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και στην Περσία. Στο επίμετρο του βιβλίου παρατίθεται ένα ενδιαφέρον βιογραφικό σημείωμα με χαρακτηριστικές φωτογραφίες από τη ζωή του πέρση ποιητή, που στην Ελλάδα τον «αγάπησαν και τον υπερασπίστηκαν οι ποιητές. Γιατί γνώριζαν και κείνοι πως η ζωή είναι το πιο όμορφο ποίημα, το πιο όμορφο ταξίδι». «Το Ταξίδι» είναι μια αληθινή «ιστορία που μοιάζει λίγο με παραμύθι» και απευθύνεται σε παιδιά δέκα και πλέον χρόνων. Είναι μια βαθιά ανθρώπινη «ιστορία για τον κάθε Φερεϊντούν που αναζητεί έναν καλύτερο κόσμο» με διαχρονικά μηνύματα και θυμόσοφη διάθεση για αισιόδοξη αντιμετώπιση της ζωής, μια ιστορία φωτεινή στις γκρίζες μέρες της μισαλλοδοξίας και της απόγνωσης που βιώνουμε μικροί και μεγάλοι, που μπορεί να στηρίξει την ελπίδα μας στην αλληλεγγύη και τον αλληλοσεβασμό, να θωρακίσει τις δυνάμεις μας απέναντι σε αυτούς που ασκούνται για να μακελέψουν ανθρώπους καπηλευόμενοι θρησκείες και σημαίες.
Η Προνόη Θεολογίδου είναι φιλόλογος
O ζωγράφος του μήνα στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας (2007), η «Το ημερολόγιο της Φωτιάς», στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα», η «Biennale νέων δημιουργών Καλών Τεχνών Ελλάδας», στο Σταθμό Συντάγματος του Μετρό και το Φεστιβάλ «Animation Animasyros», στη Σύρο (2008), η «Med I Krv», στο Βάλιεβο της Σερβίας (2009), η «Εικαστική Εκδήλωση για Άστεγους της Αθήνας», στην Τεχνόπολι του Δήμου Αθηναίων,
η «Διπολικότητα και Τέχνη» που συνδιοργάνωσε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής και η ΑΣΚΤ της Αθήνας, η «Med I Krv-exhibition3», στην ArtKlinika του Novi Sad, στη Σερβία, η «Αφιέρωμα στον Κινηματογράφο», στο Mary Alexiou-Athens Art-Space, στην Αθήνα (2010) και η «Ανοίγοντας φτερά», στην ΤΙΩ ΕΙΛΑΡ, στην Αθήνα (2013). Ο Ιβάν Μαστερόπουλος ζωγραφίζει τόσο τα
τοπία του όσο και τις φιγούρες του με μια «παστώδη» και καθαρά εξπρεσιονιστική πινελιά που αναδεικνύει σε φορέα της συναισθηματικής φόρτισης των υποκειμένων του. Η έντονη γλώσσα που χρησιμοποιεί φτιάχνεται με συμπληρωματικά χρώματα και μας θυμίζει κατ’ αρχήν έργα των γερμανών πρωτοπόρων της «Γέφυρας» των αρχών του 20ού αιώνα, όπως ο Έρνστ Κίρχνερ. Οι ζεστές αποχρώσεις της ώχρας και του κόκκινου, η μετωπική προβολή των προσώπων του φανερώνουν ωστόσο και επιρροές από τη βυζαντινή αγιογραφία. Ενώ το σώμα αντιμετωπίζεται ως μια αδρή και σουρεαλιστική αποτύπωση της κίνησης που μας παραπέμπει στις επίπεδες φιγούρες του Ματίς και στις τραγικά παραποιημένες μορφές του Φράνσις Μπέικον. «Η έκφραση», σημειώνει ο Ματίς «βρίσκεται σε ολόκληρη τη διάταξη του πίνακα: η θέση που καταλαμβάνουν τα σώματα, τα κενά που υπάρχουν γύρω τους, οι αναλογίες, όλα συμβάλλουν στο τελικό αποτέλεσμα.» Και θεωρώ ότι οι «γεροί άξονες» του σχεδίου είναι αυτοί που κρατούν τις ισορροπίες στις συνθέσεις του Μαστερόπουλου και δεν αφήνουν το χρώμα να μεταβληθεί σε μια ασαφή μάζα. Η συνειδητοποίηση των διαφορετικών μορφοπλαστικών διατυπώσεών του ανοίγει το δρόμο στην πολυσύνθετη και συναρπαστική αλήθεια της εικαστικής μαρτυρίας. ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ