a11894

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 579

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5 IANOYAΡΙΟΥ 2014

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

Γ

ια έναν ακόμη χρόνο, οι «Αναγνώσεις» πορευθήκαμε στο πρωτόγνωρο τοπίο της κρίσης, επιμένοντας στην κριτική, τις ιδέες και τα επιχειρήματα, στο πεδίο του λόγου, της τέχνης και των επιστημών, στην κατατεθειμένη γνώση των βιβλίων, στη γόνιμη διαδικασία όσμωσης και αναστοχασμού, μέσα σε ένα ιδεολογικό και κοινωνικό κλίμα που συνεχώς αλλάζει, ελπιδοφόρα και ταυτόχρονα δραματικά. Με δεδομένη τη διάθεση συμμετοχής στο πνευματικό γίγνεσθαι ως πολίτες του ιστορικού παρόντος, με δεδομένη τη διάχυτη αμηχανία, ανάμικτη με την οργή, και παρά τις εντεινό-

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ Νόαμ Τσόμσκι ΣΕΛ.1

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ Έμιλι Ντίκινσον ΣΕΛ. 2

ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗΣ Λακωνικόν ημερολόγιον ΣΕΛ. 2

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Ο πιο φανατικός αναγνώστης ΣΕΛ. 3

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ Τουρκία ΣΕΛ. 4-5

ΛΑΟΚΡΑΤΗΣ ΒΑΣΣΗΣ Ποιήματα του Γράμμου ΣΕΛ. 6

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ Έτος Καβάφη ΣΕΛ. 7

RICHARD JF DAY NICK MONTGOMERY Ριζοσπαστική δημοκρατία και συλλογικά κινήματα ΣΕΛ. 8

Τα εικαστικά έργα τού τεύχους προέρχονται από την έκθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη, «Το κόκκινο και το μαύρο. Χαρακτική1963-2013», που διοργανώνει το ΜΙΕΤ, στο Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγ. Κωνσταντίνου 20 & Μενάνδρου. Διάρκεια: 5 Δεκεμβρίου 2013 - 31 Ιανουαρίου 2014

μενες «κοσμικότητες», οι συνεργάτες μας, αλλά και οι αναγνώστες μας, συνέβαλαν, και συμβάλλουν κάθε Κυριακή, στη συνθήκη διαλόγου και προβληματισμού που τόσο την έχουμε ανάγκη όλοι. [Ο κατάλογος των συνεργατών μας, το 2013, δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο μπλογκ των «Αναγνώσεων»] Ευχαριστούμε Η σύνταξη των «Αναγνώσεων»

Νόαμ Τσόμσκι Μια ματιά στη σκέψη του Πριν από λίγο κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα ακόμη βιβλίο του Noam Chomsky. Πρόκειται για το Πώς λειτουργεί ο κόσμος (2013) που περιλαμβάνει ομιλίες και συνεντεύξεις του διατυπωμένες σε «προσιτό και ευανάγνωστο» λόγο κατά τις δεκαετίες του ‘80 και κυρίως του ‘90 (μια ειδική αναφορά γίνεται στο Ανατ. Τιμόρ, το οποίο αποτέλεσε και θέμα διάλεξής του στη Μελβούρνη, στις 23 Ιανουαρίου 1995, μετά και τη σύμπραξη της Αυστραλίας στην εισβολή της Ινδονησίας και την αθρόα σφαγή των κατοίκων του· βλ. Στην αυγή του νέου ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

αιώνα, Αθήνα 2002, 234/235). Αν λάβουμε επίσης υπόψη και τη συνέντευξή του στην Αυγή (8.12.2013), στην οποία με σαφήνεια αναδιατυπώνει τις θέσεις του για τον «πραγματικά υπαρκτό καπιταλισμό», αλλά και τη συχνή μνεία των απόψεών του, μάλλον είναι χρήσιμο να αναχθούμε στους κύριους αρμούς της συλλογιστικής που είχε αρχικά αναπτύξει ο Αμερικανός διανοούμενος. Στις Ενωμένες Πολιτείες ο γαλλικός «Μάης» είχε προϋπάρξει. Μολονότι ουδέποτε παρατηρήθηκε η συντριβή της «άλλης» Αμερικής, ακόμη και στην περίοδο του McCarthy, η ριζοσπαστική παράδοση έβρισκε διαρκώς τρόπους για την αναζωογόνησή της. Εκτός από τα πολιτικά σχήματα της κοινωνικής αμφισβήτησης εμφανίσθηκαν νεωτερικοί πυρήνες πανεπι-στημιακών δασκάλων και φοιτητών/τριών (όπως η ομάδα που αναλαμβάνει το 1959 την έκδοση Studies on the Leſt), διαχύθηκε η εμπειρία της «beat Generation» και στη συνέχεια των «hippies», διασώθηκαν ακόμη και στην εποχή του ψυχρού πολέμου ομάδες «ειρηνιστών» (όπως οι «Peacemakers»), ανανεώθηκαν πρωτοβουλίες για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων που οδήγησαν στο κίνημα των Αφροαμερικανών, εκδιπλώθηκε ένα σφριγηλό κίνημα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και προφανώς όλες αυτές κινήσεις συνέκλιναν σε ό,τι θα μπορούσε να ονομασθεί «αμερικανικό ‘68». Έτσι στα αμερικανικά Πανεπιστήμια στοιχειοθετείται μια ακόμη εκδοχή του ριζοσπαστισμού των «διανοουμένων». Προφανώς έχει ανασυγκροτηθεί με νέους όρους ό,τι είχε οριοθετηθεί ως δικαίωμα άσκησης συλλογικής κοινωνικής κριτικής. Τούτο συντελείται ευκρινέστερα σε μια εποχή ριζικότερης ανασύνταξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, όταν δηλαδή μεγιστοποιούνται οι μορφές διανοητικής εργασίας και συναφώς πολλαπλασιάζονται οι ευκαιρίες, με το βιβλίο, το φυλλάδιο, το περιοδικό, την εφημερίδα, την αφίσα, τη φωτογραφία, το ραδιόφωνο και τις συγκεντρώσεις, και πρόσφατα με το Διαδίκτυο, για τη δημόσια διατύπωση της γνώμης, ακόμη και για θέματα στα οποία οι διανοούμενοι prima facie δεν είναι αρμόδιοι. Στην εκτύλιξη αυτής της προβληματοθεσίας, όπου μία μόνο πτυχή υπήρξε η διαμαρτυρία για την υπόθεση Dreyfus πριν από εκατό και πλέον χρόνια, διευ-

Ο βιομήχανος, 1967, Οξυγραφία και ακουατίντα

κρινίζεται τόσο ο ευρύς ορισμός των «διανοουμένων», που περιλαμβάνει ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία όσους εργάζονται διανοητικά, όσο και ο στενός ορισμός που καλύπτει αντίστοιχα τους ανθρώπους τω’ γραμμάτων και των τεχνών. Λόγω της συνάφειας των δύο προσεγγίσεων, ως προς τη δεύτερη περίπτωση ειδικότερα, οι καταξιωμένοι στο επιστημονικό ή στο καλλιτεχνικό τους πεδίο παρεμβαίνουν στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα με γνώμονα «αξίες» που την υπερβαίνουν. Στις Ενωμένες Πολιτείες και σε ορισμένη συστοίχηση με τις απαρχές του εγχώριου ‘68 εμφανίσθηκαν οι επεξεργασίες του C. Wright Mills (The Power Elite, 1956· The Sociological Imagination, 1959) με στόχο όσους νομιμοποιούν το status quo, ενώ ήδη είχε θεματοποιηθεί η «εσωτερική ανάγκη διείσδυσης και υπέρΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ


24 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

βασης του προπετάσματος της άμεσης και απτής εμπειρίας» που σφραγίζει την «ύπαρξη των διανοουμένων σε κάθε κοινωνία» (Ed. Shils, «The Intellectuals and the Powers», Comparative Studies in Society and History, 1, 1958/1959, 5-22). Τότε παρεμβαίνει και ο Chomsky, μετέχοντας κιόλας στο κίνημα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, με δύο κείμενα που σηματοδοτούν τη στροφή του προς την ανάλυση όσων διαδραματίζονται στους κόλπους του κοινωνικού σώματος και των πολιτικών θεσμών. Στο πρώτο εγκαλεί τους διανοουμένους της χώρας του για την απουσία τους από τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, και στο δεύτερο αποποιείται το «χρυσελεφάντινο πύργο» που βολεύει την αδράνεια των συναδέλφων του («Philosophers and Public Philosophy», Ethics, 79, 1968, 1-9). Ο Chomsky δεν έχει στραμμένο το ενδιαφέρον του μόνο στο εσωτερικό των Ενωμένων Πολιτειών, αλλά και προς την αμερικανική ηγεμονία, ιδίως κατά τη «μεταδιπολική» εποχή. Η συλλογιστική στα κείμενα αυτά εκδιπλώνεται με γνώμονα την απομύθευση της πολιτικής των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δηλαδή του τρόπου εφαρμογής της στη διεθνή πολιτική σκηνή. Από την ώρα που ο πρόεδρος Carter διακήρυξε ότι στα «human rights» βρίσκεται η «ψυχή της εξωτερικής μας πολιτικής», ο Chomsky αποπειράθηκε να δείξει πώς στήθηκε η «New World Order». Για τα δεδομένα των Ενωμένων Πολιτειών, όπου η κυρίαρχη πολιτική είναι αυτή που κάθε φορά υλοποιεί και εκλαϊκεύει το State Department, η όλη συμπεριφορά τού Chomsky -με το ηλεκτρονικό περιοδικό Ζ κινητοποιεί όσους/όσες δεν θα ήθελαν να επαναλαμβάνεται η ιστορία του Βιετνάμ- συχνά φαίνεται αμήχανη και αναποτελεσματική, μολονότι τελευταία ενισχύθηκε από κοινωνικά κινήματα που έχουν την πρόθεση να λειτουργήσουν ως εναλλακτικοί πυρήνες αντίστασης στη θεσμοποιημένη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής του αγοραφοβικού λόγου. Ακριβέστερα, η πολιτική εξουσία της χώρας του Chomsky γίνεται αντιληπτή ως πλανητική δύναμη με αρμοδιότητα την αστυνομικού τύπου επιτήρηση της εφαρμογής των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Στη διαπλοκή των διεθνών σχέσεων, η «μονοδιάστατη» ή «ενιαία» σκέψη συνεπικουρεί και εκλαϊκεύει την πρακτική μιας πολιτικής «προστασίας», με παραδείγματα τον «πόλεμο του Κόλπου», την «κρίση στο Κόσοβο», και πάλι τον «προληπτικό» και τον επιθετικό πόλεμο εναντίον του Ιράκ.

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Η ΑΥΓΗ • 5 IANOYAΡΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

2

Έμιλι Ντίκινσον EMILY DICKINSON, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά, Ποιήματα και επιστολές, Ανθολόγηση: Λιάνα Σακελλίου, Μετάφραση: Λιάνα Σακελλίου, Άρτεμις Γρίβα και Φρόσω Μαντά, Εκδόσεις Gutenberg - Γιώργος και Κώστας Δαρδανός, σελ. 578 Εκλιπαρούσε, ως γνωστόν, για μια δημοσίευση στίχων της. Φλεγόταν για μιαν έντιμη κριτική από τους επαΐοντες του χώρου. Αυτοεξόριστη στην κάμαρά της, προκαλούσε γνωστούς και φίλους για την εμμένειά της σ’ έναν καθαρά αναστοχαστικό, μονήρη βίο. Στο σπίτι της βρίσκονταν πάντα πρόχειρα δεκάδες αντίτυπα της Βίβλου. Χαλκέντερη αναγνώστρια. Στους πιστούς, προσιτούς ανά πάσα στιγμή πνευματικούς της συντρόφους συγκαταλέγονταν κυρίως οι Σαίξπηρ, Τζων Κητς, Τζων Ράσκιν, Τόμας Μπράουν, η Τζωρτζ Έλιοτ, η Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ και η συνονόματη Μπροντέ. Οι βιογράφοι αναφέρονται συστηματικά σ’ έναν χαλαρό ή μη δεσμό και σ’ έναν παρ’ ολίγον γάμο με κάποιον, το όνομα του οποίου μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ. Ο αγαπημένος της δεν άργησε να υποκατασταθεί, νοερώς, από μια πανταχού παρούσα, ζείδωρη και μυστηριακή ταυτοχρόνως συμπαντική ύλη. Η ποιήτρια νυμφεύεται συνεπώς το (μουσικό) Παν, όπως ο Ιησούς Χριστός την Εκκλησία. Στη ψυχολογικά αναπόφευκτη αυτή μετάβαση οφείλεται κατ΄ εξοχήν η εκστατική στιχουργική της. Όταν τη συνάντησε ο T. W. Higginson στο σπίτι της, για να μιλήσουν εκτενώς για τα κείμενά της, σχεδόν κατέρρευσε από την εκρηκτική ενέργεια, την οποία εξέπεμπε ασταμάτητα η εννοιολογικά απρόβλεπτη συνομιλήτριά του. Η έναρξη και η αιμοσταγής συνέχεια του εμφυλίου πολέμου στην πατρίδα της φαίνεται ότι την συγκλόνισε. Οι έριδες μεταξύ συντηρητικών θρησκευτικών κύκλων και των φιλελεύθερων έως ανατρεπτικών λογίων της εποχής της λέγεται ότι την έστρεψαν στην καλλιέργεια ενός αιτήματος ενότητας και διαλεκτικής συγκλήρωσης των αδελφοκτόνων αντιθέτων. Οι παρεμφερείς επισημάνσεις του Τεντ Χιουζ εδράζονται σε εξονυχιστική μελέτη του έργου της. Για τους επαρκείς γνώστες της μείζονος ευεργετικής συμβολής της αμερικανίδας Έμιλι [Ελίζαμπεθ] Ντίκινσον (1830-1886), στην όλη εξέλιξη της ποιητικής δημιουργίας, τόσο στη χώρα της όσο και στη Δύση γενικότερα, το παρόν βιβλίο, βραβευμένο ήδη -και δικαίως- από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας, συνιστά μια καλώς συγκερασμένη πρόταση επανεκτίμησής της από διάφορες σκοπιές. Για τους άλλους, οι οποίοι δεν έχουν για διάφορους λόγους εντρυφήσει στα χίλια οκτακόσια περίπου ποιήματα αυτής της λεκτικά τολμηρής δημιουργού, ο τόμος, ο οποίος φιλοξενεί και το σύνολο των επιστολών της, ως εκ των πραγ-

Όρθιο γυμνό, 1965, Ξυλογραφία

μάτων τους προσφέρει έναν εύχρηστο οδηγό πλοήγησης στο κειμενικό αρχιπέλαγος των συνειρμών, των απρόβλεπτων συμβολοποιήσεων, των ρηξικέλευθων μεταφορών, των πολλαπλών σκοτεινών αινιγμάτων, που θα ζήλευαν ακόμη και οι κινέζοι του είδους. Το εμφανές ζεύγμα Θεός ή Φύση, το οποίο απηχεί την κρίσιμη ρήση Deus sive Natura, την καθιστά αναμφιβόλως την πλέον σπινοζική ποιήτρια των δύο τελευταίων αιώνων. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Ο Ευρώτας και η σωτηρία του ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 2014, εκδόσεις Ιδιομορφή, Σπάρτη, σελ. 256 Πιστό στην παράδοση που το ίδιο έχει δημιουργήσει, κυκλοφορεί και φέτος, με την φροντίδα του Γιώργου Κώτσου, της Σοφίας Αντωνάκου και των εκδόσεων Ιδιομορφή, το Λακωνικόν Ημερολόγιον, αφιερωμένο αυτή τη φορά στον Ευρώτα, το ποτάμι που διασχίζει τη Λακωνία, αφυδατωμένο πλέον τα καλοκαίρια, εξαιτίας συνεχών ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Έχοντας πίσω του 16 τόμους, αφιερωμένους κάθε χρόνο σε ένα ξεχωριστό θέμα που αφορά την περιοχή, το Ημερολόγιον, που κυκλοφορεί αδιαλείπτως από το 1998, συγκροτεί πλέον ένα σώμα λακωνολογικών επετηρίδων, με άψογη τυπογραφική εμφάνιση, το ενδιαφέρον των οποίων υπερβαίνει τα τοπικά όρια. Η φετινή επιλογή του ποταμού Ευρώτα έγινε, όπως ομολογείται προλογικά, «από φόβο». Φόβο «μήπως και στον ορυμαγδό της κρίσης τον χάσουμε από κινήσεις αλόγιστες». Κινήσεις για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των

οποίων η εγρήγορση των περισσοτέρων, στο όνομα της «ανάπτυξης», έχει ατονήσει... Δείγμα χαρακτηριστικό η τσιμεντένια γέφυρα μήκους 185 μ. που σχεδιάζεται να χτιστεί μέσα στην κοίτη του ποταμού, ως τμήμα της νέας εισόδου στην πόλη της Σπάρτης. Πρόκειται, όπως σημειώνεται στις σελίδες του Ημερολογίου, όχι για έναν απλό δρόμο «αλλά για την ανόρθωση ενός φαραωνικού τείχους από τσιμέντο, άσφαλτο και μπάζα, μήκους ενός χιλιομέτρου, ύψους μέχρι 7 μέτρων και πλάτους άνω των 30, το οποίο κυριολεκτικά θα κόψει κάθετα όλη την περιοχή του Ευρώτα». Επιδιώκοντας λοιπόν να συμβάλουν στην ευαισθητοποίηση για την επαπειλούμενη υποβάθμιση ενός ευαίσθητου οικοσυστήματος, οι συντάκτες του Ημερολογίου, με τα κείμενά τους, συγκροτούν μια σφαιρική παρουσίαση του ρόλου και των απεικονίσεων του Ευρώτα μέσα από αρχαιολογικά τεκμήρια, ιστορικές μαρτυρίες, περιδιάβαση στα παρόχθια μνημεία, όπως επίσης λογοτεχνικές και εικαστικές καταγραφές και σύγχρονες οικολογικές προσεγγίσεις.

Ανάμεσα στα κείμενα που ανθολογούνται περιλαμβάνονται τα ονόματα των Σατωβριάνδου, Εντμόν Αμπού, Πωλ Μπουρζέ, Γκουστάβ Φλωμπέρ, αλλά και των Παναγιώτη Σούτσου, Μιχαήλ Μητσάκη, Κ. Πασαγιάννη, Φώτη Κόντογλου, Στρατή Μυριβήλη, Νίκου Καζαντζάκη, Γιάννη Ρίτσου κ.ά. Η έκδοση εικονογραφείται με ζωγραφικούς πίνακες (συγκρατούμε ανάμεσα στους δημιουργούς τον Κωνσταντίνο Μαλέα), γκραβούρες, παλαιούς χάρτες, σπάνιες φωτογραφίες (όπως τη μοναδική που διασώζει την εικόνα του μονότοξου γεφυριού του Κόπανου, πριν γκρεμιστεί στα 1902) κ.ά. Η ύλη του αφιερώματος στο ιστορικό ποτάμι της Πελοποννήσου συμπληρώνεται με μια λεπτομερή ανάλυση και κριτική παρουσίαση της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του σχεδιαζόμενου έργου στον Ευρώτα, καθώς και τις αντιπροτάσεις του Οικολογικού Συνδέσμου Λακωνίας για την προστασία και διαχείρισή του ως μνημείου της φύσης και της ιστορίας. ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗΣ


Η ΑΥΓΗ • 5 IANOYAΡΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

25

3

Ο πιο φανατικός αναγνώστης Η αμοιβαία και αρμονική σχέση του με τον (συγ)γραφέα Το ερώτημα, «ποιος ακριβώς μας διαβάζει;», αλλά και το συναφές, «πώς ακριβώς μας διαβάζει;», απασχολεί όλους τους συγγραφείς, όλους όσοι έχουν γραπτό δημόσιο λόγο. Ας μου επιτραπεί λοιπόν, μέσα στο κατανυκτικό κλίμα των εορτών, ο προσωπικός τόνος, αφού υπάρχει πια ένα πλήθος τεκμηρίων, τα οποία πιστοποιούν ποιός είναι ο πιο φανατικός αναγνώστης μου. Πρόκειται για τον κ. Νάσο Βαγενά, ο οποίος με σειρά κειμένων του τα τελευταία χρόνια, στο «Βήμα», σε λογοτεχνικά περιοδικά και σε βιβλία του, έχει αποδείξει πως παρακολουθεί με αξιοθαύμαστη συστηματικότητα κάθε τι που γράφω. Προσφάτως μάλιστα, αυτό το τιμητικό ενδιαφέρον για τις απόψεις μου άγγιξε τα όρια της υπερβολής, και πρέπει να ομολογήσω πως μου δημιούργησε μια κάποια αμηχανία. Γράφοντας ο κ. Βαγενάς την Εισαγωγή στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Τσβετάν Τοντόροφ, «Η λοΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

γοτεχνία σε κίνδυνο», δεν έπραξε αυτό που θα έπραττε ο καθένας μας, δηλαδή δεν κατέθεσε τις δικές του θεωρητικές απόψεις επί του βιβλίου, απεμπολώντας έτσι την τιμή να συστήσει ο ίδιος το βιβλίο στο ελληνικό κοινό. Παραμέρισε λοιπόν ευγενικά, και προτίμησε να ανασύρει μια συνέντευξη, εδώ στις «Αναγνώσεις», που είχα πάρει προ επταετίας από τον Παναγιώτη Μουλλά, με αφορμή το βιβλίο τού Τοντόροφ, όταν αυτό είχε κυκλοφορήσει στα γαλλικά. Μάλιστα, ο κ. Βαγενάς, στην Εισαγωγή του, σχολίασε επισταμένως και ομοιοτρόπως, όχι μόνο τις απαντήσεις του Μουλλά αλλά και τις δικές μου ερωτήσεις, επιδεικνύοντας, επιπλέον, μια δημοκρατικότητα δυσεύρετη πια στις μέρες μας. Έτσι, νομίζω πως δεν χωρά αμφιβολία, ότι είναι εύλογη μια απόφαση που έχω πάρει εδώ και χρόνια: έχω πάψει να κρατώ αρχείο των κειμένων που δημοσιεύω, αφού, όντας κάπως αμελής στα γραφειοκρατικά θέματα και εντελώς ξένος προς τη χειροπρακτική αυτεπάρκεια, είναι σίγουρο πως όλο και κάτι θα μου ξεφύγει, ενώ όταν ένας έγκριτος καθηγητής Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με αποδελτιώνει τόσο συστηματικά, και τόσο τιμητικά, έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Πρέπει βέβαια να ομολογήσω, ότι ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Βαγενάς αποκόπτει και παραθέτει αποσπάσματα κειμένων μου, με βάζει σε ορισμένες σκέψεις και μου δημιουργεί μια κάποια ανησυχία για την επιμέλειά του επί του νοήματος των κειμένων μου, αλλά, ακόμα κι έτσι, προέχουν άλλα πράγματα, από το να ταξινομώ δημοσιεύματα. Ως εκ τούτου, ομολογώ πως δεν έχω αποδελτιώσει ούτε και τα μύρια όσα δημοσιεύματα του κ. Βαγενά τα οποία ασχολούνται με το έργο μου. Είμαι όμως σίγουρος ότι θα τα έχει ταξινομήσει και αυτά∙ άλλωστε αρκετά περιλαμβάνονται στα βιβλία που έχει εκδώσει τα τελευταία χρόνια. Μέχρις εδώ, λοιπόν, η σχέση μας με τον κ. Βαγενά προκύπτει αρμονική και αμοιβαία: εγώ γράφω, απελευθερωμένος από τις έγνοιες της αρχειοθέτησης, κι εκείνος με αποδελτιώνει και με σχολιάζει. Όμως, παραμονές Χριστουγέννων, ένα κείμενό του στο «Βήμα», υπό τον τίτλο «Παρανοϊκή κριτική», ήρθε να σκιάσει, ευτυχώς φευγαλέα, την υποδειγματική σχέση μας. Στο εν λόγω κείμενο, ο κ. Βαγενάς δεν σχολίασε απλώς κάποιο δημοσίευμά μου, αλλά επιχείρησε να περιγράψει και τη μέθοδο με την οποία κρίνω τα λογοτεχνικά κείμενα. Προτίμησε, δε, να μην ορίσει τη μέθοδό μου ευθέως, αλλά κατέφυγε σε μια ιδιότυπη «περιφραστική σπουδή»: κατέθεσε την πεποίθησή του ότι ακολουθώ τη γνωστή μέθοδο του μεγάλου σουρεαλιστή ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί, η οποία μάλιστα μέθοδος θρυλείται πως αξιοποιήθηκε θεωρητικά από τον επίσης μεγάλο, της ψυχανάλυσης, Ζακ Λακάν. Παρ’ ότι με συμπάθεια, και μια κάποια αμηχανία, αντιμετωπίζω τον θαυμασμό προς το πρόσωπό μου, εκ μέρους

Ζακ Λακάν και Σαλβαντόρ Νταλί

τού πιο φανατικού αναγνώστη/αρχειοθέτη μου, κ. Βαγενά, ομολογώ ότι μια τέτοια τιμητική συσχέτιση, της δικιάς μου ταπεινής μεθόδου, με την «παρανοϊκοκριτική μέθοδο» του Νταλί, δεν μπορώ να τη δεχθώ. Μάλιστα, για μια στιγμή μου πέρασε απ’ το νου η φευγαλέα σκέψη πως αυτός ο συσχετισμός ίσως να ενέχει και κάποια υποτιμητική διάθεση. Κάτι όμως το αναμφισβήτητο μέγεθος του Νταλί, κάτι η θρυλούμενη εμπλοκή του Λακάν, με καθησύχασαν. Παρ’ όλα αυτά, ένα ελάχιστο ίχνος έμενε ως σκιά, ως «αγωνία της επίδρασης». Σπεύδω λοιπόν και ρίχνω μια ματιά στο ηλεκτρονικό αρχείο του «Βήματος», ώστε να δω και άλλα κείμενα του κ. Βαγενά, και έτσι να κατανοήσω πώς έφθασε -με δεδομένες τις καλές προθέσεις του, καθώς και την επιμέλειά του- σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, και αν όντως υπάρχει, έστω, η παραμικρή υποψία υποτιμητικής διάθεσης. Στέκομαι τυχερός. Βρίσκω ένα άλλο κείμενο του κ. Βαγενά περί λογοτεχνικής θεωρίας, το οποίο αναφέρεται στο διάσημο δοκίμιο τού Ρολάν Μπαρτ, «Ο θάνατος του συγγραφέα». Εκεί, ο κ. Βαγενάς αναμετράται, ευθαρσώς, με τον γάλλο θεωρητικό της λογοτεχνίας, και δηλώνει, επί λέξει, πως οι θεωρητικές θέσεις που διατυπώνονται στο εν λόγω δοκίμιο είναι «ανόητες». Συνεχίζει δε, επιχειρώντας να ερμηνεύσει, με όρους μάλλον ψυχαναλυτικούς, πώς προέκυψαν οι εν λόγω θέσεις τού Μπαρτ, και δηλώνει, πάλι ευθαρσώς: «οι θέσεις αυτές είναι ανόητες [...], το κείμενο στο οποίο βρίσκονται θα πρέπει να είχε γραφεί από έναν άνθρωπο σε κατάσταση θεωρητικής μέθης». Εκπλήσσομαι. Πώς φθάνει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, το οποίο ανατρέπει σχεδόν όλη τη θεωρία της λογοτεχνίας των τελευταίων δεκαετιών, η οποία θεωρία βασίζεται εν πολλοίς πάνω στο εν λόγω δοκίμιο του Μπαρτ; Μήπως αγνοώ κάποια ανατρεπτική θεωρητική τομή που ήδη έχει κάνει ο κ. Βαγενάς στις λογοτεχνικές σπουδές; Πώς μου διέφυγε κάτι τέτοιο; Αρχίζω να νιώθω ενοχές. Άλλωστε του οφείλω χάριτες, για το χρόνο και τον κόπο που έχει αφιερώσει επί των κειμένων μου. Έτσι, αποφασίζω να ασχοληθώ κι εγώ λίγο με τα κείμενά του. Διαβάζω λοιπόν και άλλο Βαγενά, στο ηλεκτρονικό αρχείο του «Βήματος». Και τι ανακαλύπτω; Μια

επίσης ενδιαφέρουσα, επεξηγητική θεωρητική θέση του: «Ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε, βέβαια, ότι ‘η κριτική πρέπει να παραληρεί’ [...] η άποψη αυτή μας λέει λιγότερα για την κριτική και περισσότερα για τον ίδιο τον Ρολάν Μπαρτ». Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αφήνω έναν στεναγμό ανακούφισης. Και η τελευταία αμφιβολία μου, ότι ενδεχομένως η προσπάθεια του κ. Βαγενά να ορίσει το θεωρητικό μου στίγμα ενέχει κάποιο ίχνος απαξίωσης, εξανεμίζεται. Ο συσχετισμός της δικιάς μου κριτικής μεθόδου με την «παρανοϊκοκριτική» του Νταλί, έγινε πάνω στο θεωρητικό υπόβαθρο μιας ερμηνείας του κ. Βαγενά για την μέθοδο του Ρολάν Μπαρτ, την οποία την ερμηνεύει ως «παραληρηματική». Άρα, να με τιμήσει ήθελε ο άνθρωπος, εντάσσοντας τις απόψεις μου και την κριτική μου μέθοδο σε τέτοια συμφραζόμενα, έστω κι αν υπερέβαλε. Τελικά, απ’ ότι φαίνεται, παρά την κρίση, δεν ζούμε σε μια «κοινωνία ομοιωμάτων». Η πνευματική μας ζωή δεν έχει ευτελιστεί, δεν αναλώνεται σε ασήμαντα πράγματα και φιλολογικές ανθυπολεπτομέρειες, το δε ύφος και οι πρακτικές τού «διαμορφωτή της κοινής γνώμης» κ. Πρετεντέρη δεν ευδοκιμούν στο πνευματικό πεδίο, ούτε καν στις φιλολογικές σελίδες του «Βήματος», των οποίων προΐσταται. Αντίθετα, εις των ιδεών την πόλιν, ακόμα κι αν ενίοτε εμφιλοχωρούν εμπάθειες και μικρότητες, ακόμα κι αν δεν έχει εγκαταλειφθεί ολοσχερώς η γνωστή πρακτική της κοπτοραπτικής διαστρέβλωσης των κειμένων, ακόμα κι αν καμιά φορά οι προς σχολιασμό παρατιθέμενες φράσεις είναι αλλοιωμένες, συνήθως ο καθείς γράφει μόνο για έργα και πρόσωπα που τα θεωρεί σημαντικά, και γράφει ευθαρσώς, καλλιεργώντας μάλιστα και προάγοντας τη λογοτεχνική θεωρία, υπερβαίνοντας έτσι τον ορίζοντα της συγκυρίας, τον μίζερο ορίζοντα της κρίσης. Είναι μια παρήγορη διαπίστωση, μέσα στο ζόφο των ημερών. Ως εκ τούτου, οφείλω κι εγώ μια κίνηση ανταπόδοσης. Δεν είναι σωστό ο κ. Βαγενάς να προστρέχει στα βιβλιοπωλεία και να αγοράζει τα βιβλία μου, ώστε να γράψει γι’ αυτά στο «Βήμα», όπως έκανε με το τελευταίο μου βιβλίο, που έχει τον τίτλο «Οι εστέτ», απ’ το οποίο μάλιστα παρέθεσε κι ένα απόσπασμα, συμβάλλοντας έτσι στη διάδοση των ιδεών μου, ενδεχομένως δε και στην εμπορική επιτυχία τού βιβλίου. Έτσι, δεσμεύομαι δημοσίως, ότι το επόμενο βιβλίο που θα εκδώσω, θα το αποστείλω στον κ. Βαγενά, ως οφείλω, με την εξής ιδιόχειρη αφιέρωση: «Στον πιο φανατικό αναγνώστη μου». Άλλωστε, η σημασία τής σχέσης μας με τον κ. Βαγενά δεν εξαντλείται στο φιλολογικό πεδίο αλλά έχει και εξόχως πολιτικό ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, στο προαναφερθέν κείμενό του στο «Βήμα», ο κ. Βαγενάς με αναγορεύει σε «επίσημο εκφραστή των περί λογοτεχνίας θέσεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Λυπάμαι, αλλά ούτε αυτή τη φιλοφρόνηση μπορώ να τη δεχθώ, ακόμα και από κάποιον που δηλώνει, ευθαρσώς, «και αριστερός», γιατί η κουλτούρα της αριστεράς δεν επιτρέπει τέτοιες αβρότητες. Αλλά μια τέτοια μικρή αβλεψία θα πρέπει να τη συγχωρήσουμε στον κ. Βαγενά, γιατί, παρά τα όσα κοινά μας συνδέουν, έχουμε και διαφορές. Αυτός, δηλώνει «και αριστερός και μνημονιακός», ενώ εγώ προφανώς δεν εμπίπτω σε αυτή την εννοιολογική κατηγορία, ας πούμε για λόγους αισθητικούς. Δεν πειράζει όμως, ας ανεχθούμε την, έστω ελάχιστη, διαφορετικότητα των αναγνωστών μας, πόσω μάλλον των φανατικών, όταν αυτή είναι ειλικρινής και πηγάζει από την αγωνία τους για το μέλλον της χώρας. Για παράδειγμα, ο κ. Βαγενάς έχει δηλώσει προσφάτως: «Ο Πάγκαλος έχει πει πολλά άτοπα, αλλά σε αυτό, ώς έναν βαθμό, έχει δίκιο. Μαζί την κάναμε τη ζημιά...», σπεύδοντας μάλιστα να συμπληρώσει: «Με τρομάζει η ανευθυνότητα του ΣΥΡΙΖΑ»... Χρόνια μας πολλά, υγεία και μακροημέρευση, ακόμη και για όλους εκείνους που «μαζί την έκαναν τη ζημιά».


26

Η ΑΥΓΗ • 5 IANOYAΡΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Από την Κεμαλική δεσποτική κυριαρχία ΝΙΚΟΣ ΜΟΥΔΟΥΡΟΣ, Ο Μετασχηματισμός της Τουρκίας. Από την Κεμαλική κυριαρχία στον «ισλαμικό» νεοφιλελευθερισμό, πρόλογος Σία Αναγνωστοπούλου, επίμετρο Σταύρος Τομπάζος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 463 Σπάνια η έκδοση ενός βιβλίου έρχεται να φωτίσει όσα ακολούθησαν ένα χρόνο μετά στην κοινωνία και την πολιτική μιας χώρας. Στις σπάνιες αυτές περιπτώσεις εντάσσεται το βιβλίο του Μούδουρου, καθόσον σε στιγμή μέγιστου αναβρασμού, που εκδηλώθηκε με ένταση με αφορμή το Πάρκο Γκεζί στο Τακσίμ αλλά παίρνει ένα μεγάλο βάθος με το ρήγμα το ενδο-ισλαμικό στην Τουρκία με όλη την οσμή των σκανδάλων όπου εμπλέκονται υπουργοί και άλλοι πολλοί παράγοντες - και την αντιμετώπισή τους στα πλαίσια θεωριών συνωμοσίας (από το ΤακΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ

σίμ μέχρι σήμερα). Δεν είναι διόλου απλή η ερμηνεία πολυσύνθετων φαινομένων και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην ανάλυσή τους, όταν μάλιστα εμπλέκονται και διεθνείς παράγοντες, όπως το τετράπτυχο των σχέσεων Τουρκίας-Ιράν-ΗΠΑ-Ισραήλ και φυσικά το Λαβυρινθώδες Κουρδικό· όταν ακόμη έχει προηγηθεί μια παρατεταμένη περίοδος σύγκρουσης με το αυταρχικό στρατοκρατικό Κεμαλικό κατεστημένο και η πάταξη φαινομένων διαφθοράς για να υποκατασταθούν με μια αναδυόμενη νέα αυταρχική εξουσία, με τη δική της σοβαρή εμπλοκή σε σκάνδαλα και τις απόπειρες συγκάλυψής τους (παρεμβάσεις σε αστυνομία και δικαιοσύνη). Το βιβλίο πιάνει το νήμα της διαπλοκής στην σχέση Ισλάμ και Πολιτικής σε όλη την διάρκεια του 20ού αιώνα από την ίδρυση του Τουρκικού Έθνους-Κράτους. -- Το βιβλίο του Μούδουρου είναι απόρροια ουσιαστικής έρευνας σε τουρκικά αρχεία και τουρκικές πρωτογενείς πηγές (κομματικά έγγραφα, εκθέσεις επιχειρηματικών συνδέσμων, μελέτες ερευνητικών κέντρων, κρατικών υπηρεσιών). Ακόμη, βασίζεται στον τουρκικό και τουρκο-κυπριακό Τύπο, όπως επίσης και σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών. Η σημασία του εγχειρήματος έγκειται, καταρχήν, στη μελέτη της οπτικής (ή μάλλον ακριβέστερα των οπτικών) του «Άλλου» -όπως συνηθίσαμε να λέμε τα τελευταία χρόνια- στις ποικίλες κοινωνικές συνιστώσες του: σημασία πολιτική, επιχειρηματική, ακαδημαϊκή και δημοσιογραφική. Ο μετασχηματισμός της Τουρκίας, οι εκ των ένδον προσλήψεις του, και οι περίπου 1300 υποσημειώσεις πείθουν όχι μόνο ή τόσο για την ακαδημαϊκή φύση της πειθαρχημένης επεξεργασίας, αλλά κυρίως για την οργανική σχέση των αναφερόμενων τουρκικών πηγών με τον κυρίως κορμό της μελέτης. Εδώ, συνίσταται και η πρώτη ουσιαστική συμβολή, καθόσον συνεχίζουν να λείπουν στην ελληνική βιβλιογραφία επεξεργασίες που να στηρίζονται κυρίως στην τουρκόγλωσση βιβλιογραφία. -- Οι όροι και οι κυρίαρχοι συνδυασμοί

Face Control, 1998, Λινόλεουμ

H συνάρθρωση δυτικού εκσυγχρονισμού και δυτικού πολιτισμού, με τους θεσμούς (τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, τις ελευθερίες), με τον τουρκικό καπιταλισμό, την τοπική κουλτούρα και θρησκεία του Ισλάμ τους, έτσι όπως εμφανίζονται με τη μέγιστη συχνότητα στους τίτλους των κεφαλαίων που επικυρώνονται και στο κυρίως κείμενο, υποδεικνύουν ιδεολογίες και διαδικασίες: κρατικισμός, εθνικισμός, κεμαλισμός και αντικεμαλισμός, ή αλλού εκτουρκισμός, εκσυγχρονισμός (ή και εκμοντερνισμός), καπιταλισμός, στρατιωτικά πραξικοπήματα, δημοκρατία, νεοφιλελευθερισμός, Πολιτικό Ισλάμ. Ακόμη, καταγράφονται με εξίσου μεγάλη συχνότητα όροι που παραπέμπουν σε κοινωνικές τάξεις και εθνοτικές-»μεταπρατικές» ομάδες: Χριστιανικές (Έλληνες, Αρμένιοι) και η Εβραϊκή. Η ως άνω συστοιχία εννοιών συμπλέκεται, μετά το πρώτο 1/5 του βιβλίου, με τα προσδιοριστικά παράγωγα του Ισλάμ (του κοινωνικο-πολιτικού Ισλάμ και όχι ως θρησκεία): «ισλαμική» περιφέρεια, τουρκικό «ισλαμικό» κεφάλαιο, «ισλαμική» αστική τάξη, «ισλαμική αρετή», «ισλαμικός» νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός της Τουρκίας νομιμοποιημένος από το Κοράνι. Συνθετικά και συνοπτικά, το νήμα της κυρίαρχης προβληματικής που δένει το βιβλίο είναι ο διαδοχικός μεταπολεμικός ισλαμικοκαπιταλιστικός μετασχηματισμός της Τουρκίας. Ως εκ τούτου, μπορεί κανείς αβίαστα να συμπεράνει τη μεθοδολογία, τις ιδεολογικές και θεωρητικές κατευθύνσεις της έρευνας. -- Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι σε μεγάλο βαθμό μια επισκόπηση και ανασύνθεση των ιδεών που έχουν βιβλιογραφικά κατατεθεί για την πρώτη κεμαλική περίοδο και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οργανικής ενσωμάτωσης της Τουρκίας και προσαρμογής της οικονομίας της στη Δύση (ΟΟΣΑ, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, IBRD -Διεθνής Τράπεζα, Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ). Ευρώπη, Τουρκία και Ισλάμ: αναδύεται μια εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολη σχέση. Tο 1999, με τη Σύνοδο Κορυφής του Helsinki, τίθεται αποφασιστικά στο επίκεντρο της εσωτερικής

Τουρκικής πολιτικής η διαδικασία ένταξης και σαν μοχλός πίεσης για τις αναγκαίες θεσμικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Η όλο και πιο οργανική συσσωμάτωση της Τουρκίας -πλέον και της Ανατολίας στον Ευρωπαϊκό χώρο- οδηγεί συνάμα σε όξυνση των ανισοτήτων εισοδημάτων και πλούτου. Συνάμα, παρακολουθεί τους μετασχηματισμούς της πολιτικής έκφρασης του Ισλάμ (συνεχείς μετονομασίες κομματικών ονομάτων κάτω από στρατιωτικο-δικαστική πίεση). Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, στο οποίο θα σταθώ στη συνέχεια, αποτελεί και την κυρίως πρωτογενή έρευνα: Το δικό μου ενδιαφέρον πύκνωνε όσο προχωρούσα στην ανάγνωση του βιβλίου, ιδιαίτερα στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Σχηματικά, λοιπόν, στο επίκεντρο βρίσκεται η συνάρθρωση δυτικού εκσυγχρονισμού και δυτικού πολιτισμού με τους θεσμούς (τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, τις ελευθερίες) με τον τουρκικό καπιταλισμό, την τοπική κουλτούρα και θρησκεία του Ισλάμ (σ. 276-278). Ο Μούδουρος παρακολουθεί μετά προσοχής τις οργανωτικές εξελίξεις και τις ιδεολογικές διεργασίες στον χώρο του Πολιτικού Ισλάμ, εκ παραλλήλου με τη δυναμική στα πεδία του κεφαλαίου και της κοινωνίας: Σύνδεσμος Νέων Επιχειρηματιών Ανατολίας (AGIAD), [Ισλαμικός] Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Επιχειρηματιών & Βιομηχάνων (MUSIAD), Οικονομικοί κλάδοι που αναπτύσσονται με τη δυναμική παρέμβαση των ισλαμικών δικτύων (κατασκευαστικός συνδεόμενος με τα Φαραωνικά σχέδια Ερντογκάν και τον ξεσηκωμό στο Τακσίμ-, οικοδομικών υλικών, υφαντουργία, επεξεργασία δέρματος, βιομηχανία τροφίμων). Οι θρησκευτικές αδελφότητες και τα ισλαμικά τάγματα, με μέγιστη ισχυροποίηση της κοινότητας Φετουλάχ Γκιουλέν, η οποία αφού διστακτικά στήριξε τον Ερντογάν στην άνοδό του στην εξουσία, σήμερα βρίσκεται σε

τροχιά ρήξης, θα δώσουν μια «θρησκευτική αποστολή», ένα κοινωνικό «όραμα», μιας που μετατρέπεται η όλη διαδικασία σε «εξισλαμισμένη» συσσώρευση πλούτου. Ένα τεράστιο ισλαμι[στι]κό δίκτυο με πολιτιστικές οργανώσεις, τράπεζες, στην πορεία ισχυρότατοι «ισλαμικοί όμιλοι εταιρειών», φιλανθρωπικές ενώσεις, ιδιωτικά ισλαμικά ΜΜΕ, σχολεία και ιεροδιδασκαλεία, ισλαμική διανόηση· σημείο αναφοράς για όλα είναι η αγορά και η κατανάλωση. Συνάμα, επεκτείνεται η δικτύωσή τους διεθνώς με την χρηματοδοτική στήριξη του Γκιουλέν (τουρκόφωνες, ισλαμικές περιοχές της Κεντρικής Ασίας, τουρκική διασπορά μεταναστών, κυρίως στην Ευρώπη (Γερμανία) αλλά και στις ΗΠΑ. Το νέο τουρκο-μουσουλμανικό μοντέλο, η «νέα σύνθεση» θα αφομοιώσει τον καταναλωτισμό σε τέτοιο βαθμό που, όπως αναφέρει ο συγγραφέας παραπέμποντας σε Τούρκους αναλυτές, «οι μουσουλμάνοι επιχειρηματίες [θα αποκτήσουν μεταξύ άλλων πολλών δραστηριοτήτων] εξοχικές βίλες, κέντρα ομορφιάς και αισθητικής, ιδιωτικά σχολεία, ψυχαγωγικά κέντρα και μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα (σ. 207 και σ. 395 υποσ. 116). Σεΐχης αδελφότητας μετατρέπεται μιντιακά σε «κήρυκα της κερδοφορίας» (σ. 208), ενώ καθιερώνεται ακόμη και η εορτή του Αγ. Βαλεντίνου! Η ενσωμάτωση των μουσουλμανικών πληθυσμών στην καταναλωτική κουλτούρα είναι πλήρης1. Ανάγλυφα αναδύεται στο βιβλίο η πολιτική αλληλοδιαδοχή κομμάτων ισλαμιστικών -από τον Νετζμετίν Ερμπακάν και με κατάληξη τον σημερινό πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν-, μετά από απαγορεύσεις, διώξεις, συλλήψεις, κατάργηση κομμάτων (Κόμμα της Ευημερίας, Κόμμα της Αρετής, Κόμμα της Δικαιοσύνης κ.ά.) και μετά από σειρά στρατιωτικών τελεσιγράφων και πραξικοπημάτων (ή εκβιαστικών απειλών) από το κεμαλικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο. Πολιτικός «σεισμός» αποδείχτηκαν οι δημοτικές εκλογές του 1994 και «πολιτικό τσουνάμι» η αυτοδύναμη εκλογή του Ερντογάν, το 2002, που έφεραν «τα πάνω κάτω» μετά από 80 χρόνια κεμαλικής αυταρχικής μονοκρατορίας2. -- Για την κατανόηση των πρόσφατων εξελίξεων, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκατό τελευταίες σελίδες του βιβλίου, που διερευνούν τη δεκαετία 2002-2011. Είναι η φάση εκδημοκρατισμού και πολιτικού φιλελευθερισμού, στο επίπεδο των θεσμών και των δικαιωμάτων, αλλά είναι, ταυτόχρονα και αντιφατικά, φάση πολιτισμικο-θρησκευτικής συντηρητικοποίησης -πριν καταλήξει στον σημερινό ακραίο αυταρχισμό. Το ενδιαφέρον έγκειται στη μετατόπιση της Τουρκίας από το δυτικο-ευρωπαϊκό πρότυπο δημοκρατίας στη διαμόρφωση ενός τουρκοισλαμικού μοντέλου δημοκρατίας, ενός εναλλακτικού εκσυγχρονισμού εξαγώγιμου στις άλλες μουσουλμανικές χώρες, το οποίο ακυρώνεται με τα σημερινά τεκταινόμενα. Η συζήτηση ανοίγει στον χώρο των πολιτικών, των δημοσιογράφων και της διανόησης, ως προς τη σχέση εκσυγχρονισμού, εξευρωπαϊσμού, δημοκρατίας και Ισλάμ· υπεισέρχονται θεματικές, όπως η ισλαμική μαντίλα, η παρουσία τζαμιών στις ευρωπαϊκές πόλεις ως στοιχεία ταυτότητας. Οι έννοιες «ελευθερία»,


Η ΑΥΓΗ • 5 IANOYAΡΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

39

5

στον «ισλαμικό» Αυταρχισμό «ισότητα», «δικαιοσύνη», «δικαιώματα» τίθενται επί τάπητος, συγκριτικά με την Ευρώπη. Η επίσημη αντίδραση στη γραμμική αντίληψη περί ανωτερότητας πολιτισμών («from Plato to Nato») και σύγκρουσής τους με «κατώτερους» πολιτισμούς (Bernard Lewis, Samuel Huntington) διατυπώνεται δια μέσου της αντίληψης για «πολιτισμικές δεξαμενές» του Υπουργού Εξωτερικών (Αχμέτ Νταβούτογλου), αλλά και συναφείς αντιλήψεις άλλων Τούρκων διανοουμένων. Στο προ-τελευταίο κεφάλαιο, άξονας της ορολογίας είναι ο προτασσόμενος τίτλος του βιβλίου: «αντι-κεμαλικός νεοφιλελευθερισμός» του μετριοπαθούς Ισλάμ· ο καπιταλισμός πλέον νομιμοποιείται από το Κοράνι («ισλαμικός προτεσταντισμός»). Έχουμε όλοι γίνει κοινωνοί των κατά τα άλλα προσεκτικά σκηνοθετημένων σίριαλ, τα οποία έχουν σπάσει τα ρεκόρ θεαματικότητας σε Τουρκία, Ελλάδα και Βαλκάνια· αναπαράγουν εκσυγχρονισμένες τουρκο-μπαρόκ χλιδάτες δυναστείες (πρωταγωνιστεί η Πόλη με τη βραχονησίδα του Λεάνδρου, η υπερ-σύγχρονη γέφυρα Κεμάλ Ατατούρκ (μην και ξεχαστεί), Malls, μεγάλες γαμήλιες δεξιώσεις (και στρατηγικές). Αναμφίβολα, προ 20ετίας δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν τέτοιες παραγωγές. Έχει σημασία να γίνει αντιληπτό πως η Νέα Ισλαμική Επιχειρηματική τάξη, στο όνομα της ελεύθερης αγοράς, του ιδιωτικού τομέα και των φιλελεύθερων αξιών θα καταπολεμήσει τον κεμαλικό κρατισμό -στη διοίκηση και την οικονομία- και τις πλέον ακραίες μορφές στρατιωτικών κινημάτων (π.χ. 2007). Με υπόβαθρο αυτή την ιδεολογία, ο Ερντογάν θα προωθήσει ορισμένες θεωρούμενες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις -στο δημόσιο με τους τουλάχιστον κατ’ όνομα ανεξάρτητους θεσμούς ελέγχου-, στις τράπεζες, στην ενέργεια, τα ΜΜΕ. Λόγω οικονομικής κρίσης, θα επιβληθεί με βάση τις υποδείξεις της ΕΕ και του ΔΝΤ η δημοσιονομική πειθαρχία, οι ιδιωτικοποιήσεις και η περαιτέρω ενίσχυση των ροών ξένου επενδυτικού κεφαλαίου· μέσα σε δύο χρόνια, πτώση μισθών κατά 21%, εξωτερικό χρέος 72,4 % του ΑΕΠ. Μετά την εμπειρία μας στην Ελλάδα την τελευταία τετραετία, οι προτασσόμενες πολιτικές και οι επιπτώσεις τους, με όλες τις αναγκαίες κατά περίπτωση προσαρμογές, μοιάζουν απαράλλαχτες σε γενικές γραμμές, εδώ και 50 χρόνια. Στη δεκαετία του 1990, παρατηρείται τεράστια μετακίνηση της οικονομικής ισχύος από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, με ιδιαίτερη ενδυνάμωση της βιομηχανίας στην Ανατολία, με επίκεντρο την Καισάρεια (οι λεγόμενες «Τίγρεις της Ανατολίας»). Ιδιωτικό κεφάλαιο, σημαίνει πρώτιστα την δυναμική παρουσία των ισλαμιστών επιχειρηματιών. Η κερδοφορία θα συνδεθεί με εταιρεία έκδοσης εντύπων και εφημερίδων (π.χ. Zaman), εταιρείες προώθησης ποικίλων αγροτικών προϊόντων. Κατατίθεται το λεχθέν προέδρου μεγάλου ισλαμικού επιχειρηματικού ομίλου ότι «κανείς δεν θυμάται τη Γερμανία για τους Φιλοσόφους της, αλλά για τις Mercedes της» (σ. 304). Αναλύεται πειστικά η διαδεδομένη «φιλανθρωπική» δραστηριότητα, η οποία συνειδητά και προγραμματικά αναλαμβάνει την ευθύνη της πρόνοιας (και για τον λόγο τούτο απαλλάσ-

σεται φορολογικά) ενώ συγχρόνως απαλλάσσει... το κράτος από τις συναφείς δημόσιες δαπάνες, αναλαμβάνοντας την αντιμετώπιση των προβλημάτων φτώχειας. Η «φιλανθρωπική» δραστηριότητα ασκείται από επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς και δήμους. Κατάληξη, τα σκάνδαλα υπεξαίρεσης κατά το 1/3 των εσόδων ισχυρών συναφών ισλαμικών οργανώσεων (σ. 306-314), προανάκρουσμα του τι έμελλε να συμβεί σήμερα. -- 2006-2007: μέσα σε ένα χρόνο εκδηλώνεται σειρά τεσσάρων δολοφονιών: καθολικοί ιεραπόστολοι και ιερείς, δικαστικός, και ο αρμένιος δημοσιογράφος Hrant Dink. Όλες οι δολοφονίες αποδίδονται στις προθέσεις του Πολιτικού Ισλάμ να πλήξει την κοσμικότητα, ενόσω αντιθέτως στην πορεία προέκυψε πως ήταν απόρροια παρακρατικών δράσεων για την αποσταθεροποίηση του Ερντογάν. Η στάση τού τελευταίου ήταν αποφασιστική, όταν απειλήθηκε διαδικτυακό πραξικόπημα. Πρόωρες εκλογές, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, εκλογή προέδρου (Γκιούλ) από την νέα κοινωνική συμμαχία: φιλελεύθεροι διανοούμενοι, οι περισσότεροι ισλαμιστές επιχειρηματίες υποστηρικτές της ευρωπαϊκής προοπτικής, Αλεβίτες και Κούρδοι - ιδιαίτερα μετά τη λήψη σειράς μέτρων στην κατεύθυνση αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους στα γλωσσικά, εκπαιδευτικά, πολιτισμικά πεδία που όμως είναι μακριά από την επίλυσή τους. Η διελκυστίνδα συνεχίζεται με ένταση. Η κυβέρνηση Ερντογάν θα καταλήξει στην καταγγελία και την παραπομπή σε δίκη, με στόχο την εξουδετέρωση του παρακρατικού δικτύου Ergenekon το οποίο είχε επιδοθεί σε δολοπλοκίες, παραπληροφόρηση, απειλές, εκβιασμούς. Το βιβλίο μετατρέπεται σε ανάγνωσμα-σενάριο ως background για αστυνομικό μυθιστόρημα. Το προ-τελευταίο κεφάλαιο φτάνει χρονικά

στο καλοκαίρι του 2011, οπότε και επικυρώνεται εκλογικά για τρίτη διαδοχική φορά η ηγεμονία του Πολιτικού Ισλάμ και η κυριαρχία Ερντογάν. Σήμερα όμως έχουμε την απονομιμοποίησή του, την έκταση της οποίας δεν θα ξέρουμε πριν τις δημοτικές εκλογές της άνοιξης. -- Εν κατακλείδι: Ο Μούδουρος με διεισδυτικότητα παρακολουθεί, μέσα από μια πολιτικο-ιδεολογική και οικονομική ανάλυση, με πρόσθετες κοινωνιολογικές και ιστορικές πινελιές, τη διαδοχική επιστροφή του Πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και τη σταδιακή επιχειρηματική ενσωμάτωσή του -βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Ανατολίας- στην περιφερειακή και, εν μέρει, παγκοσμιοποιημένη διαδικασία αναπαραγωγής (ανάληψη βιομηχανικών υπερ-εργολαβιών για πολυεθνικές). Σε ένα επίπεδο θεώρησης, η μελέτη αναιρεί τα σχήματα «κέντρου-περιφέρειας» εντός Τουρκίας, τονίζοντας το ειδικό βάρος πλέον της Ανατολίας. Η οργάνωση του ισλαμικού κεφαλαίου διεκδικεί να εκφράσει τις «πραγματικές ‘εθνικές αξίες’» μιας «πραγματικής αστικής τάξης» (σ. 376). Η πολιτικοθρησκευτική ισλαμική αλληλεγγύη εργαζομένου-εργοδότη θα αντικαταστήσει τα εργατικά δικαιώματα. Μπορούμε, ίσως, διστακτικά να μιλήσουμε για εκδημοκρατισμό και πολιτική φιλελευθεροποίηση. Αλλά, συνάμα, εμβάθυνση του συντηρητισμού με αβέβαιη και ασαφή τη δημοκρατική πορεία. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τουρκικό αλλά και ελληνικό και ευρωπαϊκό και παγκόσμιο: diktat των αγορών, διάβρωση πολλαπλή της δημοκρατίας. Επιστημολογικά, η μελέτη του Μούδουρου αποτελεί ένα κράμα σύγχρονης συμβαντολογικής περιγραφικής αφήγησης και νεομαρξιστικών εννοιολογήσεων. Αν και τα εργαλεία είναι από ατσάλι -ηχητικά επαναλαμβανόμενο beat-techno- πρόκειται, αναμ-

Οι θρησκευτικές αδελφότητες και τα ισλαμικά τάγματα, με μέγιστη ισχυροποίηση της κοινότητας Φετουλάχ Γκιουλέν, η οποία αφού διστακτικά στήριξε τον Ερντογάν στην άνοδό του στην εξουσία, σήμερα βρίσκεται σε τροχιά ρήξης, θα δώσουν μια «θρησκευτική αποστολή», ένα κοινωνικό «όραμα», μιας που μετατρέπεται η όλη διαδικασία σε «εξισλαμισμένη» συσσώρευση πλούτου

Διαδήλωση, 1965, Λιθογραφία

φίβολα για μια παραγωγική ευρηματογραφική σύνθεση. Ο «νεο-φιλελευθερισμός» ως όρος είναι σήμερα ο συνηθέστερος Κοινός Τόπος· συνδυαστικά δε με το ένα και μοναδικό υπαρκτό οικονομικό σύστημα, το καπιταλιστικό - δεν χρειάζεται να αναφέρεται με τέτοια συχνότητα και πυκνότητα. Ισχύει και το αντίστροφο: δεν μπορεί να περιπίπτουν στη λήθη τα υλικά θεμέλια και το ιδεολογικό «εποικοδόμημα», εντός του οποίου όλοι αναπνέουμε και δρούμε. Πολύ θα ήθελα, όμως, να ξέρω ποιες είναι σήμερα οι επιπτώσεις στην Τουρκία του νεοφιλελεύθερου κυκλώνα που θερίζει όλο τον κόσμο σε ένα άλλο επίπεδο: Ενδιαφέρουν πιο συγκεκριμένα ερωτήματα όπως: Η νεο-φιλελεύθερη ευδαιμονία επισωρεύεται στην ισλαμική ευδαιμονία (πιστωτικές κάρτες, τραπεζικά σχήματα κ.ά.); Επίκειται στην Τουρκία, όπως ακούγεται, οικοδομική φούσκα; Ακόμη, πολύ θα ήθελα να ξέρω τις επιπτώσεις στην τουρκική νεολαία - στις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και τις πρακτικές της: Αδιαφορία; Αποξένωση; Ο ξεσηκωμός στο πάρκο Γκέζι και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας ίσως να δείχνουν και σε άλλες κατευθύνσεις εγρήγορσης της νεολαίας. Εκσυγχρονισμένο ισλαμικό life style με τα τατουάζ και το διάτρητο από μεταλλικά μικρο-αντικείμενα σώμα; Γιαπισμός; Κενότητα στη διασκέδαση; Δεξιός καταναλωτισμός αφομοιωτικός κάθε ιδεολογίας, ισλαμιστικής ή αριστερής; Χειραγωγούμενη και στην Τουρκία από μεγαλο-παράγοντες ποδοσφαιρομιντιακή αποχαύνωση - το νέο όπιον των λαών; Μπορούμε να μιλήσουμε για ιδέες και «ιδεολογίες» στο παρόν και το μέλλον της νεολαίας; Ή τι; Τα ερωτήματα τίθενται με αφορμή το βιβλίο ενός νεότατου ερευνητή που βρίσκεται ηλικιακά δίπλα στη νεολαία. Προσωπικά, διαβάζοντας το βιβλίο του Νίκου Μούδουρου, έμαθα πολλά αναγκαία για την κατανόηση της σύγχρονης Τουρκίας και ειδικότερα την διαπλοκή στην Τουρκία Ισλάμ και πολιτικής.

Ο Στέφανος Πεσμαζόγλου διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου και είναι συνεκδότης της επιθεώρησης Σύγχρονα Θέματα 1. Στο EYUP, με θέα στον Κεράτιο κόλπο, το πρώτο τζαμί μετά την Άλωση της Πόλης, κοντοστάθηκα προ 15ετίας στην εξής σκηνή: μια νέα κοπέλα, με τη μπούργκα να καλύπτει πλήρως το πρόσωπο της, χειριζόταν επιδέξια όχι ένα αλλά ταυτόχρονα δύο κινητά! 2. Δεν θα ξεχάσω τον Απρίλιο του 1994, ένα μήνα προ των δημοτικών εκλογών, σε αντίθεση με τη θέρμη που είχα παρατηρήσει σε όλα τα Τουρκικά παράλια του Αιγαίου και της Μεσογείου - το σύγκρυο που μας προκάλεσε το κλίμα που μας επεφύλασσαν ως Yunan στα ενδότερα των ένδον της Ανατολίας (Ικόνιο-Καισάρεια) -μίγμα φανατισμού του ανερχόμενου Ισλαμιστικού και Εθνικιστικού κινήματος (Γκρίζοι Λύκοι). Σε συνέδριο που οργάνωνε στην Antalya ακριβώς τον χρόνο εκείνο το Γαλλικό Ερευνητικό Κέντρο (CNRS), οι τούρκοι συνάδελφοι, προσπαθούσαν να μας αποτρέψουν να πάμε στην Καππαδοκία, θεωρώντας την επίφοβη· τόσο, που μας δώσανε cartes de visite για να τους τηλεφωνήσουμε σε περίπτωση ανάγκης, επίθεσης ή σύλληψης· ανάγκη η οποία δεν προέκυψε.


40

Η ΑΥΓΗ • 5 IANOYAΡΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

Για τους νεκρούς συμμαχητές του Γράμμου ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΤΣΙΟΣ, Ελεγεία και άλλα ποιήματα, εκδόσεις Γρηγόρη Το πώς περνάει ο Εμφύλιος στην ποίηση όχι ενός δημιουργού που τον προσλαμβάνει από μακριά, αλλά που συμμετέχει ο ίδιος ως μαχητής του «Δημοκρατικού Στρατού» στο δράμα, αμετάθετα πεπεισμένος για το δίκαιο του αγώνα του, είναι ένα θέμα που καίει. Ένα θέμα με ματωμένες, πονεμένες και πολύ δύσκολες διαστάσεις. Ο Γιάννης Μότσιος, υπερβαίνοντας με την αισθητική λειτουργία της ποίησής του αυτές τις εγγενείς δυσκολίες, το ότι δηλαδή έχει απέναντί του και μέσα του τον «Ετεοκλή» και τον «Πολυνείκη», δικαιώνει με τη ματιά στο αύριο την κοινή αξιακή βάση και της αγωνιστικής του ένταξης και της ποιητικής του δημιουργίας. Κάτι που επικυρώνεται με τον αισθητικό εξαγνισμό που μας χαρίζουν τα ηρωικά του μοιρολόγια για τους νεκρούς συμμαχητές του. Από τις τρεις αλληλοπροσδιοριζόμενες διαστάσεις της προσωπικότητάς του, την αγωνιστική, που έχει ως αφετηρία της την εμφυλιοπολεμική δοκιμασία ως μαχητής του «Δημοκρατικού Στρατού» στον Γράμμο, την επιστημονική, καθώς είναι ΤΟΥ ΛΑΟΚΡΑΤΗ ΒΑΣΣΗ

έγκριτος και χαλκέντερος νεοελληνιστής φιλόλογος με γόνιμη θητεία πανεπιστημιακού δασκάλου στην Κρήτη και τα Γιάννενα, θα σταθώ στην τρίτη, την ποιητική δηλαδή, που είναι η κατά βάθος προσδιοριστική της πνευματικής του ταυτότητας. Γιατί ο Γιάννης είναι πάνω από όλα ποιητής, και πολύ ιδιαίτερα, όπως ήδη τον έχω χαρακτηρίσει παλιότερα, ο ποιητής του Γράμμου. Δεν ξέρω αν κι ο ίδιος, όπως εγώ νομίζω, νιώθει να είναι πάνω από όλα ποιητής και πολύ ιδιαίτερα ποιητής του Γράμμου, χωρίς, εννοείται, αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτηρισμός να λειτουργεί εις βάρος της άλλης ποιητικής του δημιουργίας. Προσωπικά, έχοντας μελετήσει και χαρεί το ποιητικό του έργο, ιδίως τις συλλογές του, Στην άκρη του μπλε και αυτή που παρουσιάζω εδώ, αλλά και αδημοσίευτα ποιήματά του, μπορώ να επιμείνω στου λόγου μου του αληθές. Θα προσπαθήσω μάλιστα, όσο γίνεται, να αγγίξω τον εσωτερικό πυρήνα αυτής ακριβώς της διάστασης της ποίησής του, με όλες της τις αισθητικές συμπυκνώσεις, μια μοναδικά ελεγειακής λιτότητας ποίηση, όπου ο βαθύς πόνος και ο ηρωικός τόνος, με την ισόρροπη αλληλοσυμπλήρωσή τους, μας περιάγουν στην υψηλή σφαίρα της αισθητικής κάθαρσης, με τα μάτια του ποιητή να κοιτάζουν: «προς του μέλλοντος τους άγιους τόπους», όπως οραματικά σηματοδοτεί τον αμετάθετο προσανατολισμό του. Όπως ήδη σας έχω προϊδεάσει με τα εισαγωγικά μου λόγια, εκτιμώ πως, πέραν ενός Θουκυδίδειου στοχασμού, που μπορεί να «φωτίσει» τη σκοτεινή πλευρά τους, μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να συναντηθεί, δια της αισθητικής της λειτουργίας, λυτρωτικά με τους εμφύλιους σπαραγμούς και το τραγικό τους βάθος. Γι’ αυτό και διαπιστώνω, συχνά με συγκλονισμό, απ’ τους «διαλόγους» με τους νεκρούς συμμαχητές του, πως η ποίηση του Γιάννη Μότσιου, ακριβώς γιατί είναι αληθινή, χαρίζει την ανεκτίμητη αισθητική λύτρωση αμφοτέρωθεν. Όσο κι αν με την πρώτη πρόσληψη σε υποδέχεται ως «ηρωική ελεγεία» της μιας και μόνο πλευράς. Κι ούτε θα μπορούσα να προσπεράσω το «αμφοτέρωθεν», όταν, ας πούμε, τον βρίσκω να κλείνει τα μάτια τού σκοτωμένου αντάρτη απ’ τη μια μεριά και του στρατιώτη απ’ την άλλη, στο εξαιρετικό ποίημά του: «Εκείνοι κείτονται στο χώμα», όπου και διαβάζουμε: «Με το δεξί μου χέρι σφάλισα τα μάτια τα ανοιχτά του αντάρτη / Σύρθηκα πάνω του και με το αριστερό σφάλισα του στρατιώτη» (Στην άκρη του μπλε). Ο ζωντανός μαχητής, που είναι ο ίδιος ο ποιητής, κλείνει ως αδερφός τα μάτια των (αλληλο)σκοτωμένων, του αντάρτη και του στρατιώτη. Ένα κλείσιμο όμως ματιών στο οποίο, εξ αντικειμένου, ο ποιητικός λόγος προσδίδει εξαγνιστικό συμβολισμό συμφιλίωσης των σύγχρονων «Ετεοκλήδων» και «Πολυνείκηδων». Κι αυτό ούτε με υποψία έκπτωσης στα υψηλά εκείνα που τον έβγαλαν στο βουνό με όλη την οικο-

Face Control, 1998, Λινόλεουμ

γένειά του. Κάπου όμως στα ενδότερα της ποιητικής του συνείδησης, που αυτή τον συνδέει με τα μύχια της συλλογικής συνείδησης, πολύ πέραν των ιδεολογικών «συρματοπλεγμάτων», εκτυλίσσεται ένας εσώτατος διάλογος, ίσως και ασύνειδος, για την κοινή μοίρα του «Ετεοκλή» και του «Πολυνείκη», στον οποίο ο Γιάννης Μότσιος, ενώνοντας αδιάσπαστα τον μαχητή και τον ποιητή, συμμετέχει με ένα άλμα προς το μέλλον: «΄Αιντε κι η ώρα η καλή, κι αντάμωση / σίγουρη στου μέλλοντος τον κόσμο των τρανών ονείρων μας» ή «Ελάτε να κουβεντιάσουμε, όχι για τα παλιά, αλλά για τους καινούργιους χρόνους». Αλλά κι ακόμα πιο υπαινικτικά: «Ελάτε να καθαρίσουμε τα επιστρώματα της σκόνης / από μορφές και καταστάσεις». Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πολλά γι’ αυτό το «άλμα», που μπορεί και να μην αναγνωστεί ως «άλμα». Σε κάθε όμως περίπτωση, κάπου εκεί, όπου δεν φτάνουν τα «πετροβολήματα», υψώνει και μεταθέτει ο μαχητής του ΔΣΕ Γιάννης Μότσιος δικαιωμένο το ιδεολογικό του όραμα «καθαρισμένο απ’ τα επιστρώματα της σκόνης». Αλλά και κάπου εκεί, όπου επίσης δεν φτάνουν τα «πετροβολήματα», μεταθέτει ο ποιητής Γιάννης Μότσιος τον αισθητικό εξαγνισμό του «Γράμμου», της ανείπωτης εμφύλιας τραγωδίας μας. Γιατί, μα την αλήθεια, είσαι αλλιώτικος μετά το καλό διάβασμα της ποίησής του για τον «Γράμμο». Κι είσαι αλλιώτικος κυρίως όταν διαβάσεις αυτό το δικό του «άσμα ηρωικό και πένθιμο» για τα τρία παλικάρια του «Δημοκρατικού Στρατού», που για να μην πιαστούν αιχμάλωτα, όταν ξόδεψαν και την τελευταία σφαίρα, «φτερούγισαν... στον κακοτράχαλο γκρεμό», που μόνο τυχαία δεν τον λένε «Χάρο». Είναι ένα αντρίκιο μοιρολόι, όπως αυτά που αναφέρονται στα κλέφτικα τραγούδια μας. Σίγουρα, πρέπει κι ο χρόνος να κάνει τον κύκλο του για να απο-συμβολοποιηθεί ο «Γράμμος» απ’ αυτά που τον «αγριεύουν» στην ψυχή μας και που δεν είναι ανεξάρτητα απ’ το κυρίαρχο μέσα στον καθένα μας «στίγμα» του. Κι η ποίηση

πρωτίστως συμβάλλει με την αισθητική της λειτουργία όχι μόνο στην απο-συμβολοποίησή του απ’ αυτά που μας «αγριεύουν», απ’ το να είναι, ας πούμε, σύμβολο μίσους, αλλά και στην ανα-συμβολοποίησή του, μ’ αυτά που μας «ημερώνουν». Γιατί είναι η ποίηση, όπως αυτή του Γιάννη Μότσιου, που αναδεικνύει τον Γράμμο: -Ως βουνό-πατέρα, που κρατάει στην αγκαλιά του τους δικούς μας «Ετεοκλήδες» και «Πολυνείκηδες», τον «Παύλο» και τον «Νικολιό» του Μίκη Θεοδωράκη, τον «αντάρτη» και τον «στρατιώτη» του Γιάννη Μότσιου, με τους τρεις «αετούς του Χάρου» ανάμεσά τους, που μόνο έτσι θα γαληνέψει η άσπιλη ψυχή τους. -Ως αλλιώτικα -με ό,τι κρατάει στην αγκαλιά του- όμορφο βουνό, με το οποίο τόσο βαθιά «διαλέγεται» ο δικός του ποιητής, ο Γιάννης Μότσιος, ως γιός του που επέζησε σ’ εκείνον τον μεγάλο χαλασμό κι όλο ψάχνει εκεί κάνοντας προσκλητήριο στους χαμένους του συντρόφους: «Ελάτε να πορπατήσουμε μαζί στις τόσες ομορφιές του Γράμμου». Αλλά κι όλο εύχεται να ζήσει για να ιδεί «τα κλωσοπούλια που θα βγάλει η λεχώνα... η λευτεριά». -Τέλος, ως αισθητικά αποκαθαρμένο, καθαγιασμένο και «ήμερο» βουνό, χωρίς «φαντάσματα» στις πλαγιές του, με «τρεις σταυραετούς να σεργιανούν στην κορφή του». Δεν μπορώ, κλείνοντας, να μην σας αφήσω την εικόνα με την οποία είναι ταυτισμένος στο μυαλό μου ο Γιάννης Μότσιος, αφότου διάβασα, αδημοσίευτο ακόμα, το ποίημά του: «Και να τους ανεβάσω ψηλά». Τον βλέπω εκεί στην πάνω Αρένα, στην πιο ψηλή κορφή, να έχει μαζέψει σε ένα ξέφωτο όλους τους λύκους του Γράμμου, να τους έχει καθίσει κυκλικά γύρω του και να τους έχει βάλει «προς όλες να θρηνούν των προσανατολισμών τις μεριές», κι «Απ’ τ’ άγνωστα τα μνήματα να βγαίνουν/ οι νεκροί, γυναίκες κι άντρες και να χειροκροτούν», καθώς: «παρόμοιο μοιρολόι για του Γράμμου τους νεκρούς κανένας/ δεν ματάκουσε / Οι λύκοι μονάχα θρηνούν τη λεβεντιά των λεύτερων παιδιών/ στων ανταρτών τις στράτες».


Η ΑΥΓΗ • 5 IANOYAΡΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

41

7

Πώς ο Καβάφης έγινε από συγγραφέας πεδίο

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ

ρίως φιλολογική. Γίνονταν πρώτες δημοσιεύσεις, αποκαλύπτονταν πλευρές της ζωής του, προτείνονταν νέες αναλύσεις των ποιημάτων. Το 2013 δεν έγινε τίποτε από αυτά. Για να το πούμε χονδροειδώς, δεν μάθαμε σχεδόν τίποτε καινούργιο για τον Καβάφη τον άνθρωπο, το έργο, την εποχή. Τότε, τι αφορούσαν οι εκδηλώσεις που γίνονταν κάθε μέρα ανά τον κόσμο; Το συναρπαστικό γεγονός είναι πως εδώ και χρόνια ο Καβάφης έπαψε να είναι Συγγραφέας κι έγινε πεδίο. Ο άνθρωπος και τα γραφτά του ξεπεράστηκαν. Φυσικά, πάντα θα μαθαίνουμε κάτι καινούργιο για τη ζωή, τα χειρόγραφα και την εποχή του. Αλλά η σημαντική αλλαγή στην πρόσληψή του, που έγινε σαφέστατη στον εορτασμό του 2013, είναι πως «Καβάφης» ονομάζεται πλέον ένα πεδίο πολιτιστικής δράσης που φτάνει από το θέατρο στη ζωγραφική, από το χορό στο σχολείο κι από τη συναυλία στη δημοσιογραφία. Δεν είναι κάποιος που επιδιώκουμε να αναλύσουμε, είναι κάτι που θέλουμε να επεξεργαστούμε και να χρησιμοποιήσουμε. Για να κάνουμε μια βέβηλη σύγκριση, θυμηθείτε τον Σαίξπηρ. Πάντα κάποιοι σχολιαστές θα αναρωτιούνται (και καλά θα κάνουν) ποιός ήταν, τι έκανε κι αν όντως έγραψε όσα έργα φέρουν το όνομά του, αλλά αυτό έχει περιθωριακή σημασία. Τώρα πια δεν υπάρχει Σαίξπηρ, υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο «Σαίξπηρ», όπου τέχνες, ιδέες, αξίες, ανθολογίες, επιστήμες και εταιρίες αλληλοεπιδρούν. Πέρσι λοιπόν φάνηκε καθαρά πως δεν υπάρχει Καβάφης αλλά ένα παγκόσμιο και διαρκώς διευρυνόμενο πεδίο. Ο Καβάφης έχει γίνει ντίβα, απόθεμα, κεφάλαιο, προϊόν, μάρκα, brand, copyright. Ο «Καβάφης» δεν πουλιέται, πουλάει. Παράγεται, καταναλώνεται, επιτελείται, συντελείται. Τον κατεβάσαμε από το βάθρο και τον κάναμε χώρο διαθέσιμο σε οικειοποίηση, αποδόμηση, συναρμολόγηση. Η καινούργια πραγματικότητα του Καβαφικού έργου είναι το γεγονός ότι υπεύθυνοι δημιουργοί (αλλά και αγράμματοι και τσαρλατάνοι) από πάμπολλους χώρους/κλάδους διαλέγονται με αυτό επιλεκτικά και απρόβλεπτα (και συχνά θρασύτατα). Αυτό είναι αναμενόμενο, αφού είμαστε όλοι μετα-μοντέρνοι, ακόμα και όσοι επιμένουν πως είναι μοντέρνοι, ελληνορθόδοξοι, ετερόφυλοι, εκσυγχρονιστές ή αριστεροί. Όταν το 2000 δώσαμε το όνομα του Καβάφη στη Νεοελληνική Έδρα του Μίσιγκαν, διαβλέψαμε πως τα Καβαφικά πράγματα άλ-

λαζαν τροχιά. Έτσι, αντί να αρχίσουμε να συλλέγουμε σπάνιο υλικό, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε καταστάσεις και περιβάλλοντα που θα έβαζαν τον συγγραφέα σε ένα ευρύ πολιτιστικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, δώδεκα ολόκληρα χρόνια πριν το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης συνδυάσει Καβαφικά ποιήματα και αρχαία αντικείμενα στην τρέχουσα έκθεσή του, το 2001 η Έδρα Καβάφη έκανε μιαν απολύτως παρόμοια έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Μίσιγκαν, σε συνεργασία με το Αρχείο Καβάφη/Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, το Ίδρυμα Ωνάση και το Ε.Λ.Ι.Α., και εξέδωσε έναν μοναδικό εικονογραφημένο κατάλογο όλων των εκθεμάτων. Το 2005 αρχίσαμε την ιστοσελίδα «C.P. Cavafy Forum», όπου αναρτούμε τακτικά πρωτότυπες, αδημοσίευτες εργασίες. Και το 2011, δυο χρόνια πριν το Έτος Καβάφη, συνεργαστήκαμε με το θυγατρικό του Ωνασείου στη Νέα Υόρκη και δημιουργήσαμε ένα ρεσιτάλ Καβαφικών τραγουδιών, από 18 συνθέτες σε πέντε γλώσσες, το οποίο έχει δοθεί δώδεκα φορές στην Ευρώπη και στη Βόρεια και Νότια Αμερική. Για την Έδρα Καβάφη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ο «Καβάφης» είναι ένα πεδίο μουσειακό, διαδικτυακό, μουσικό, διδακτικό και πολλά άλλα. Η χρονιά που μόλις πέρασε έδειξε, με τις άπειρες ανά τον κόσμο εκδηλώσεις της, πως ο «Καβάφης» γίνεται όλο και περισσότερο διαθέσιμος, ως χώρος πολιτισμικής, επιστημονικής, ιδεολογικής, καλλιτεχνικής δράσης. Ανήκει σε όλους και σε κανέναν. Αυτό δεν έχει συμβεί με κανέναν άλλο Έλληνα συγγραφέα. Ούτε ο Σολωμός ούτε ο Καζαντζάκης ούτε ο Σεφέρης ούτε κανείς άλλος έγιναν συνονθύλευμα, σύμφυρμα, συμπίλημα. Μόνο ο Καβάφης διαχύθηκε παντού. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως πως το κατάφερε ο ίδιος. Κάθε άλλο. Το καταφέραμε εμείς, τα ζωηρά παιδιά της Σιδώνος που, όταν ακούμε Καβαφικούς στίχους να τονίζονται υπέρ το δέον, πεταγόμαστε και τα βάζουμε με τον ίδιο τον ποιητή. Όλοι εμείς που περισσότερο Καβαφίζουμε παρά Καβαφολογούμε. Το καταφέραμε εσείς που με διαβάζετε, ο Παντελής Πολυχρονίδης, εγώ και άλλοι πολλοί. Ταυτόχρονα αξίζει να συζητηθεί ένα περίεργο φαινόμενο, που ο φετινός πανηγυρικός εορτασμός δεν επηρέασε καθόλου. Από τη μια μεριά, ο Καβάφης έχει μια μείζονα παγκόσμια παρουσία, μεταξύ συγγραφέων, καλλιτεχνών και μέσων μαζικής ενημέρωσης. Από την άλλη, έχει μια ασήμαντη παγκόσμια παρουσία, μεταξύ επιστημόνων που ασχολούνται με τα καίρια θέματα που έθεσε. Εδώ και δεκαετίες ο Καβάφης απουσιάζει από τη μη ελληνόγλωσση επιστημονική βιβλιογραφία. Το παγκόσμιο ερευνητικό ενδιαφέρον για το έργο του παραμένει περιθωριακό. Ακόμα και η επιστημονική συγκομιδή τού περσινού εορταστικού έτους ήταν πολύ περιορισμένη. Αυτό είναι ένα ανησυχητικό θέμα, που κανείς Καβαφολόγος δεν τόλμησε ποτέ να συζητήσει. Ο Καβάφης συνιστά ένα ευρύτατο πολιτιστικό πεδίο, αλλά δυστυχώς χωρίς επιστημονικό βάθος, κι αυτό είναι προβληματικό. Τι αποθαρρύνει επιφανείς καθηγητές να ασχοληθούν με τον συγγραφέα; Γιατί μόνον ελάχιστοι ξένοι ερευνητές ενδιαφέρονται για το έργο του; Γιατί το Αρχείο Κα-

βάφη προσελκύει μόνο Αθηναϊκά λεωφορεία και όχι παγκόσμια πανεπιστήμια; Το πνευματικό τίμημα της εκλαΐκευσης είναι υψηλό, και κάποτε ανεπανόρθωτο. Πάντως, αναμφίβολα, έχουμε να κάνουμε με μια καινούργια κατάσταση. Ο Καβάφης έχει γίνει συγγραφέας του 21ου αιώνα, ακριβώς επειδή δεν είναι πανανθρώπινος. Ας είμαστε ειλικρινείς, οι λεγόμενοι πανανθρώπινοι δημιουργοί μάς τελείωσαν την δεκαετία του 1930. Ήδη πριν τον δεύτερο πόλεμο, κάθε τι πανανθρώπινο είχε χρεοκοπήσει. Ο Καβάφης είναι οικουμενικός, κι είναι οικουμενικός επειδή είναι απαράμιλλα επιτόπιος. Ο νέος της Σιδώνος και ο νέος της παραλίας δεν θα πεταγόταν και δεν θα γδυνόταν πουθενά αλλού, παρά μόνο σε εκείνο το μοναδικό μέρος. Κι αυτό είναι μια βασική διάσταση του μεταμοντέρνου «εξαίφνης» που λέει - αυτή τη στιγμή δεν θα ήθελα να ήμουν πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ μαζί σου. Αυτό το «εξαίφνης» σού αποκαλύπτεται χωρίς να αποκαλύπτει τίποτε, επειδή δεν υπάρχει τίποτε να αποκαλύψει. Δεν υπάρχει κάτι πέραν, μόνο η επιτόπια έκρηξη του απόλυτου παρόντος. Αυτό δεν σημαίνει πως ο καθένας μας παράγει τον Καβάφη που του αρέσει. Κάθε άλλο. Όλοι λειτουργούμε μέσα σε κώδικες και σε κανόνες. Έχω διαβάσει, έχω δει, έχω ακούσει πολλές Καβαφίζουσες δημιουργίες που θεώρησα απαράδεκτες και με εξόργισαν. Αλλά δεν ξεχνώ πως τα κριτήριά μου δεν έχουν να κάνουν με το ποιός ήταν ο Καβάφης ή τι λένε τα γραφτά του. Αναφέρονται σε προσωπικά μου τελείως άσχετα συμφραζόμενα, όπως ο Άλφρεντ Μπρέντελ, o Βλαντιμίρ Λένσκυ, ο Νικόλαος Κάλας, οι Joy Division, ο Ανδρέας Μυλωνάς, ο Πάουντ, ο

Μάλερ, ο Γρηγόρης Τζουσδάνης, το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», ο Φουκώ, ο Ντον Κάρλο του Βέρντι και υπεράνω όλων η Άρτεμις Λεοντή. Φυσικά και έχω φανατικές απόψεις για το ποιά Καβαφική ερμηνεία αξίζει και ποιά είναι για πέταμα, και την εκφράζω με πεποίθηση στον καθένα, όμως ξέρω καλά πως αυτές οι απόψεις μου δεν βασίζονται ούτε στον «Καβάφη» ούτε στον εαυτό μου. Βασίζονται στο υποκείμενο «Βασίλης Λαμπρόπουλος», το οποίο είναι κατασκεύασμα διαφόρων λόγων εξουσίας, βίας, έρωτα, εξέγερσης, ταυτότητας, φιλίας, επιστήμης. Εγώ φτιάχνω τον «Καβάφη» μου, όπως άλλοι φτιάχνουν τον «Λαμπρόπουλό» τους, που με τη σειρά του φτιάχνει έναν άλλο «Καβάφη». Τελειώνω, τονίζοντας πως αυτό το άρθρο δεν προτείνει απολύτως τίποτε καινούργιο. Δεν πρωτοτυπεί. Απλώς περιγράφει κάτι που έχει ήδη συμβεί. Κάνει έναν απολογισμό του Έτους Καβάφη, συνοψίζοντας κάποιες μείζονες τάσεις της καινούργιας προσέγγισης στον ποιητή. Ο εορτασμός του 2013 έδειξε πως ο Καβάφης του 21ου αιώνα γίνεται όλο και περισσότερο πεδίο και πολύ λιγότερο Συγγραφέας. Το κέρδος είναι πως τώρα δεν ανήκει σε κανέναν. Το διακύβευμα είναι πως τον διεκδικούν όλοι. Φροντίσετε λοιπόν κι εσείς να τον διεκδικήσετε για λογαριασμό σας. Μην αφήσετε να τον κάνουν έργο, φύλο, αριστούργημα, έθνος, σύμβολο, δίδαγμα, πρόσωπο, Αρχείο.

Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος κατέχει την Νεοελληνική Έδρα Κ.Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου διδάσκει στα Τμήματα Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας

Το πρόσφατο, πολυσέλιδο αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», τώρα και σε βιβλίο

ÈÊÙ ÃÄ¢ ½ÔÐÑÙ ÎÃÕËÍÀÙ ÍÃË ÏÑÐÖ ÍÀÕÏËÑÙ ÎÎÊÐËÍÀÙ ÍÃË ÒÃÉ ÇÒËϽÎÇËà ÓÕÖÃÙ

SRHPD ÇÍÆÀÕ Ù

Το 2013 γιορτάστηκε σε όλο τον κόσμο το Έτος Καβάφη. Ο εορτασμός ήταν ο πλουσιότερος που έχει τιμήσει ποτέ τον συγγραφέα. Κάλυψε πολλές χώρες και γλώσσες, και περιλάμβανε τα πάντα, από ένθετα και συναυλίες μέχρι παραστάσεις κι εγκαταστάσεις. Όλες οι τέχνες, πάμπολλα πολυμέσα και πολλές επιστήμες τίμησαν την επέτειο. Όμως ο περσινός εορτασμός δεν ήταν μόνο ποσοτικά εντυπωσιακός. Ήταν και ποιοτικά πρωτοφανής. Σε προηγούμενους Καβαφικούς εορτασμούς η συγκομιδή ήταν κυ-

ÑÂÎÉÃÔÊÙ

ÔÇÖÖÀÙ ÉÃÔÊÙ ÒÂÔÑÙ ÎÑÛ ÓÕÖÃÙ ÑÂÎ ÂÔÕÊ ×ÊТ ÑÉËÃÖÜÀÉ Ù ¾ÔÃÙ ÃÔ¿Ã Ñ ½ÌÊ Î ÎÊÙ ÔÑ ÑÙ ÊϾÖÔÊÙ ÊÏÊ ÃÐÃÉËÓÖÊÙ £ÑÂÖÕ ½ÌÃÐÆÔÑÙ ÊÎË¢Ù ÔÑÂÕÃÎÊ ¨Ü½ËÏÙ ½ÔÔËÎ Î ÒÃÉÇØÔÉ¿ÑÛ ÂÊ ÑÛ ÓÕÖÃÙ Ã ËÓÖ ÎÊÙ ÐÃÉ ÂÄà à ¦Ñ ÛÚ¿Ã ¿ÎÊÙ ÛÖ ÃÐÑÙ ¦ÑÜ¢ÐÊÙ ÃÕ ÔÑÛ ¯ÎÍÊÙ ¦¾ÉÑÙ Ö½È ÖÃÛÔÑÂÎà ¨ÕÑÂÒ Ï¢Ù ¨ÕÃÎÃÒ¢ÖÊÙ ¢ÍÊÙ ÇÔ½ÈÃÙ Ø ¢ÚÑÛ ÃÔ¿Ã ÛϾ ÃÔ¿Ã ®ÃÖÜÊÉËÃÍÑ x ÈËÎÑÎÑÉËÍ¢

SRHPD ÇÍÆÀÕÇËÙ

ΓΡΑΦΟΥΝ: Αθηνά Βογιατζόγλου, Κώστας Βούλγαρης, Σπύρος Λ. Βρεττός, Δημήτρης Δημηρούλης, Αλέξης Ζήρας, Μαρία Κούρση, Τζέιμς Μέρριλ, Αλέξανδρος Μηλιάς, Παναγιώτης Νούτσος, Ευτυχία Παναγιώτου, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εύη Προύσαλη, Άλκης Ρήγος, Στέφανος Ροζάνης, Βασίλης Ρούβαλης, Σάκης Σερέφας, Θωμάς Τσαλαπάτης, Σταυρούλα Τσούπρου, Μαρία Χατζηγιακουμή, Μαρία Ψάχου

Εκδόσεις (.poema..) editor@epoema.eu | www.e-poema.eu ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ για όλη την Ελλάδα και την Κύπρο: Βιβλιοπωλείο «Λεμόνι», Ηρακλειδών 22, Θησείο, τηλ. 2103451390


Η ΑΥΓΗ 5 IANOYAΡΙΟΥ 2014

42 α αφιέρωμ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

Ριζοσπαστική δημοκρατία και συλλογικά κινήματα σήμερα

Προδημοσίευση από τον τόμο που θα εκδοθεί τον Ιούνιο του 2014 από τις εκδόσεις Ashgate, στα αγγλικά, με την επιμέλεια των Αλ. Κιουπκιολή και Γ. Κατσαμπέκη. Κάθε Κυριακή δημοσιεύουμε ένα μεταφρασμένο απόσπασμα από κείμενο του τόμου.

Όλοι έχουν δίκιο ότι όλοι έχουν άδικο

ΤΩΝ RICHARD JF DAY & NICK MONTGOMERY

Η ιστορία μάς έχει δείξει πως οι Επαναστάσεις ενέχουν πάντοτε την επιστροφή στην κυριαρχία όταν κατακαθίσει η σκόνη, ενώ οι Μεταρρυθμίσεις ποτέ δεν αποσταθεροποιούν την κυριαρχία σε πρώτο επίπεδο. Ως εκ τούτου, οι αντι-ηγεμονικοί στοχαστές έχουν δίκιο όταν λένε πως αυτές οι μέθοδοι δεν λειτουργούν. Η ιστορία, ωστόσο, δείχνει επίσης πως τόσο η Δημιουργία Εναλλακτικών όσο και η Μεταρρύθμιση δεν είναι ποτέ αρκετές για να φέρουν το είδος της στιγμιαίας ή συνολικής αλλαγής με τον τρόπο που την οραματίζονται οι Επαναστάτες. Από τη δική τους σκοπιά, οι υποστηρικτές της Μεταρρύθμισης δεν έχουν καθόλου δίκιο, ότι τόσο η Επανάσταση όσο και η Δημιουργία Εναλλακτικών προκύπτουν μόνο υπό πολύ ιδιόμορφες περιστάσεις, και ως εκ τούτου δε μπορούμε να περιμένουμε πως θα λειτουργήσουν στις «κανονικές» συνθήκες της καθημερινότητας στην Αυτοκρατορία. Κανείς μπορεί να ακολουθήσει μια σεχταριστική λογική, ή να παραδεχτεί, τελικά, ότι όλοι έχουμε δίκιο όταν λέμε πως οι άλλοι έχουν άδικο. Ίσως εκείνοι που βυθίζονται στην απάθεια και τον πολιτικό κυνισμό να είναι οι πιο συνεπείς, θεωρητικά και ιστορικά! Εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε ως εκεί, όχι ακόμα τουλάχιστον. Όπως θα είναι σίγουρα σαφές, ότι ενώ στηρίζουμε το έργο όσων εμπλέκονται σε Επαναστατικά και Μεταρρυθμιστικά σχέδια, μας ενδιαφέρει περισσότερο η δημιουργία βιώσιμων, μη ηγεμονικών εναλλακτικών λύσεων απέναντι στη σημερινή κυρίαρχη τάξη (order). Θα μας υποδειχθεί πιθανότατα εδώ ότι η στάση που παίρνουμε ενέχει μια επιτελεστική αντίφαση. Από τη μια μαχόμαστε για μια άλλη θεωρία, πιο προσγειωμένη, που θα μας λέει περισσότερα για τους βιωμένους αγώνες και πρακτικές. Από την άλλη, εκφράζουμε αυτό το κάλεσμα μέσα σε ένα βιβλίο το οποίο αναπτύσσεται ως επί το πλείστον σε ένα μετα-θεωρητικό επίπεδο και θα διαβαστεί μόνο από επαγγελματίες διανοούμενους (και εκείνους που φιλοδοξούν να γίνουν επαγγελματίες διανοούμενοι), αν και, φυσικά, πολλοί άνθρωποι με τέτοιες φιλοδοξίες εμπλέκονται και σε μη-ακαδημαϊκές δραστηριότητες. Ίσως αυτή η θέση να γίνει ευκολότερα κατανοητή, αν ξεκαθαρίσουμε ακόμα περισσότερο τη θέση μας γύρω από το είδος της ισορροπίας που επιχειρήσαμε να κρατήσουμε σε όλη αυτή την παρέμβαση. Δεν υποστηρίζουμε την πλήρη εγκατάλειψη της μετα-θεωρίας, αλλά μάλλον μια πιο εκλεπτυσμέ-

νη διαδικασία επιλογής των θεμάτων του μετα-θεωρητικού στοχασμού, η οποία θα περιλαμβάνει τη σαφή αιτιολόγηση της σημασίας που έχουν οι εκάστοτε διερευνήσεις για τους ανθρώπους που εργάζονται στην πραγματικότητα ώστε να αλλάξουν τους κόσμους τους. Τι είναι χρήσιμο να συζητάμε, τι είναι επικίνδυνο, τι μπορεί να μεταφραστεί από τη μετα-θεωρία σε θεωρία και πράξη, και τι δεν μπορεί; Αν ένα επιχείρημα δεν μπορεί να μεταφραστεί με αυτό τον τρόπο, τότε αυτό είναι ένα σημάδι ότι κανείς, πέρα από τους επαγγελματίες στοχαστές, δεν θα το χρησιμοποιήσει, και κάτι τέτοιο θα πρέπει να μας βάλει σε πολλή σκέψη για την χρησιμότητα της ανάπτυξής του. Παίρνουμε τούτη τη μετα-θεωρητική θέση λόγω των δυνατοτήτων που ανοίγει σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο. Στις μετα-θεωρητικές συζητήσεις […] οι αναφορές σε πρακτικές συχνά λειτουργούν κυρίως ως ένα μέσο κατάκτησης της ηγεμονίας της θεωρίας κάποιου, ανάμεσα σε άλλους θεωρητικούς. Αυτό που αντιπροτείνουμε είναι ότι οι υπαρκτές πρακτικές θα έπρεπε να λειτουργούν ως σημεία εκκίνησης και ως όρια, ως στοιχεία οριοθέτησης, για το τι μπορεί να αναλυθεί με χρήσιμο τρόπο σε (μετα)θεωρητικό επίπεδο. Σε σχέση με τη θέση του Πλήθους, αυτό σημαίνει πως πρέπει να υπερασπιστούμε τα δίκτυα για την ριζική κοινωνική αλλαγή, τα οποία αποτελούνται από συγκεκριμένους δρώντες που προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες, ως δίκτυα άπειρα στην έκτασή τους και διαρκώς μεταβαλλόμενα στις διασυνδέσεις τους. Στο βαθμό που οι υπάρχουσες ταυτότητες διατηρούν τις παραδόσεις τους και/ή τις ανανεώνουν με τρόπο δημιουργικό, πρέπει να τους παρέχεται η δυνατότητα να προχωράνε με όποιους τρόπους αυτές θεωρούν κατάλληλους, και άρα να αναπτύσσουν ταυτίσεις πέραν από αυτή με το Πλήθος. Αν το Πλήθος επιτύχει τη δημιουργία μιας βιοπολιτικής ολότητας μέσω της κατάργησης όλων των συνόρων και των ταυτίσεων, τότε για πολλούς από εμάς θα έχει απλώς πάρει τη θέση της μορφής του κράτους και του καπιταλισμού, ως εξωτερικών επιβολών που δεν λαμβάνουν υπόψη τις τοπικές πολιτικές θεωρίες, φιλοσοφίες και πρακτικές. Με δεδομένα τα ηγεμονικά ρεύματα που διατρέχουν το Πλήθος, το τελευταίο διακινδυνεύει να χάσει πολλούς από τους συμμάχους του. Το να χάσει όλους εκείνους που δεν προτίθενται να αποποιηθούν την ταυτότητά τους, ίσως θεωρηθεί μικρό πρόβλημα -ίσως και κάτι καλό-, μόνο που είναι δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς πως πολλοί από τους ανθρώπους που στην πράξη αγωνίζονται ενάντια στην Αυτοκρατορία και δημιουργούν εναλλακτικές προς αυτή, λειτουργούν βασισμένοι στη διατήρηση της ταυτότητας και της αυτονομίας τους. Και το κάνουν αυτό όχι για να διατηρήσουν το Είναι τους ως στάση, αλλά για να είναι σε θέση να διατηρούν τη δυνατότητα να καθορίζουν το ίδιο τους το Γίγνεσθαι όσο το δυνατό περισσότερο. Έτσι, αν τόσοι πολλοί από εμάς επιθυμούμε να υπάρχουμε ως ιδιαιτερότητες, και όλοι έχουν δίκιο πως όλοι έχουν άδικο, ίσως αυτό που χρειάζεται πραγματικά να εγκαταλείψουμε είναι η φαντασίωση ότι υπάρχει ένας μόνο σωστός τρόπος για την επιδίωξη της κοινωνικής αλλαγής, και να αναγνωρίσουμε ότι όλες οι μέθοδοι που γνωρίζουμε έχουν πετύχει σε ορισμένο βαθμό. Όσο αιματηρές και αν είναι συνήθως, οι Επαναστάσεις ανοίγουν ορισμένες φορές δυνατότητες που πριν δεν θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε στο πλαίσιο της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, καθώς μετασχηματίζουν την ίδια τη φύση της. Όσο βαρετά και περιορισμένα και αν είναι συνήθως, τα Μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα, είναι πολλές φορές ικανά να βελτιώσουν τις τύχες ορισμένων ανθρώπων, σε ορισμένα μέρη, ορισμένες φορές. Και, παρότι είναι σχεδόν πάντα περιθωριακά, και επομένως αναποτελεσματικά ως μέσα για την επίτευξη της αλλαγής στο εσωτερικό της κυρίαρ-

χης τάξης, τα εγχειρήματα που ενέχουν τη Δημιουργία Εναλλακτικών δεν αλλάζουν απλώς τα πράγματα, εδώ και τώρα, για εκείνους που συμμετέχουν σε αυτά, αλλά αποτελούν και εργαστήρια για την αλλαγή που επιδιώκεται και με τις άλλες μεθόδους. Αυτή η μορφή επιχειρηματολογίας προτείνει πως αντί να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τον καλύτερο τρόπο για να επιτύχουμε τη ριζική κοινωνική αλλαγή και το καταλληλότερο υποκείμενο για να αναλάβει να τη φέρει σε πέρας, πρέπει να έχουμε όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους που να την επιδιώκουν, με όσο το δυνατό περισσότερα μέσα, ενώ ταυτόχρονα θα σέβονται τους ιδιαίτερους κινδύνους και τις δυνατότητες της κάθε εναλλακτικής γραμμής. Τα πλήθη και οι λαοί, στον πληθυντικό, και πολλοί άλλοι σχηματισμοί πέραν αυτών, είναι ίσως ό,τι καλύτερο μπορούμε να ελπίζουμε, όσοι από εμάς επιθυμούμε τη δημιουργία εναλλακτικών προς την Αυτοκρατορία, γιατί πρέπει να υπάρχει πάντα χώρος και για εκείνους που δεν θέλουν να χάσουν τους εαυτούς τους μέσα στο όνειρο μιας υπερβατικής ολότητας κάποιων άλλων… στη Νέα Αυτοκρατορία κάποιων άλλων.

Ο Richard JF Day είναι καθηγητής κοινωνιολογίας, πολιτισμικών σπουδών και παγκόσμιας ανάπτυξης στο πανεπιστήμιο Queen του Οντάριο στον Καναδά. Ο Nick Montgomery είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτισμικών σπουδών στο ίδιο πανεπιστήμιο

Ο Ζωγράφος του Ιανουαρίου, Ζαχαρίας Πολυχρονάκης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.