Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 583
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗΣ Επαναστατικός βολονταρισμός ΣΕΛ.1
ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ Σπάνιες Γαίες ΣΕΛ. 2-3
ΜΠΡΟΥΝΟ ΛΑΤΟΥΡ
Συνέντευξη ΣΕΛ. 4-5
ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Βαϊμάρη ΣΕΛ. 6
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ Φύλλα στον καιρό ΣΕΛ. 6
SAUL NEWMAN Συλλογικά κινήματα ΣΕΛ. 7
ΠΑΝΟΣ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Η αισθητική της ανάγκης ΣΕΛ. 8
ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ζωγράφος του μήνα ΣΕΛ. 8
Έργα του Κορνήλιου Γραμμένου από την έκθεση σκουλπτούραemfatica, στην αίθουσα τέχνης «έκφραση – Γιάννα Γραμματοπουλου», Βαλαωρίτου 9α, Αθήνα, που διαρκεί μέχρι15 Φεβρουαρίου
Για έναν πραγματικό επαναστατικό βολονταρισμό! Η έκκληση αυτή επαναλαμβάνεται σήμερα από δημοφιλείς ριζοσπάστες θεωρητικούς, όπως ο Alain Badiou και ο Slavoj Zizek. Μας προτρέπουν να κάνουμε άμεσα πράξη μια εξισωτική δικαιοσύνη ενάντια στον κυρίαρχο «καπιταλο-κοινοβουλευτισμό», με μια πολιτική δράση που θα συνδυάζει αυστηρή συλλογική πειθαρχία, «συλλογική βία», με την έννοια της αυστηρής επιβολής ανατρεπτικών πολιτικών μέτρων, και βολονταρισμό, με την έννοια συλλογικών αποφάσεων που έρχονται σε ρήξη με την κρατούσα λογική της καπιταλιστικής «ανάπτυξης».1 Στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, ωστόσο, η αναφορά σε επαναστατικούς βολονταρισμούς είναι πιθανότερο να προέρχεται από γραφεία καθεστωτικής προπαγάνδας, που θέλουν να εξορκίσουν το φάντασμα μιας κυβέρνησης της αριστεράς με τον μπαμπούλα του «σοβιετικού» κινδύΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ
νου, από τραγελαφικές εκδοχές μιας παρωδίας της ένοπλης τρομοκρατίας ή από ρετρό περιθωριακά απομεινάρια μιας εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Κι όμως, είτε θέλουμε να εκφωνήσουμε αυτό το επικίνδυνο όνομα είτε όχι, ορισμένες εκδοχές επαναστατικού βολονταρισμού είναι εκ των ων ουκ άνευ στην Ελλάδα του 2014 και σε όσες κοινωνίες βρίσκονται σε ανάλογη μοίρα, αν θέλουμε να αλλάξουμε τον ρου των πραγμάτων, έστω και μόνον με την ανατροπή των μνημονιακών επιταγών. Η ισχυρή προβολή και πραγμάτωση μιας συλλογικής βούλησης, που θα πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και θα είναι αποφασισμένη να παλέψει με όλες της τις δυνάμεις για μια δημιουργική συλλογική αλλαγή, είναι αναγκαία σε συνθήκες όπου τα πλέγματα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας είναι συντριπτικά εναντίον κάθε τέτοιας αλλαγής, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Μόνον η πρόταξη μιας αποφασιστικής βούλησης ανατροπής, η οποία θα υποστηρίζεται από ανάλογα πολιτικά σχέδια και πολιτική οργάνωση, μπορεί να πείσει και τους ίδιους τους φορείς της και το κοινωνικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται, ότι αυτό που φαντάζει απίθανο, ανέφικτο, μη ρεαλιστικό στην παρούσα τάξη πραγμάτων, μπορεί να γίνει πραγματικότητα με τον πολιτικό μετασχηματισμό αυτής της τάξης από συλλογικά υποκείμενα. Μόνον έτσι, με άλλα λόγια, μπορούν να δημιουργηθούν οι καταστάσεις και οι πολιτικές που δεν υπάρχουν σήμερα, αλλά και να αναπτυχθούν τα, ισχνά σήμερα, πολιτικά υποκείμενα που θα τις οικοδομήσουν. Και, φυσικά, η βούληση δεν είναι επαρκής συνθήκη, και η επιτυχία της κάθε άλλο παρά εγγυημένη είναι, αλλά η βούληση είναι αναγκαία συνθήκη όταν το ζητούμενο είναι η ιστορική κατασκευή του καινούριου και διαφορετικού. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον επίπεδα σήμερα όπου η σκοπιμότητα του επαναστατικού βολονταρισμού γίνεται εντονότερα αισθητή, και μάλιστα ακριβώς με την πιο γόνιμη μορφή του - όχι δηλαδή ως υστερική άμετρη βία που είναι πολιτικά ατελέσφορη για την υπόθεση της ισοελευθερίας, αλλά ως αποφασιστική διάθεση οικοδόμησης του νέου, με πίστη, σχέδιο και συλλογική στράτευση. Το πρώτο αφορά την ευρωπαϊκή θέση της χώρας και ένα από τα επιτακτικότερα διλήμματα: πώς και αν είναι δυνατή η παραμονή στην Ευρωζώνη (ή και την ίδια την Ε.Ε.) αν ε-
Mama Alien, h60X72X43cm χαρτόνι, χρώμα 2012
πιδιώκουμε τη διάλυση των μνημονιακών και ευρύτερα νεοφιλελεύθερων δεσμών. Μια λογική που μοιάζει να πρυτανεύει, εκκινεί από την ορθή διάγνωση ότι η κοινωνική πλειοψηφία στην Ελλάδα είναι συντηρητική, ανασφαλής και φοβισμένη. Συνεπώς, ακόμη και αν η έξοδος από την Ευρωζώνη ήταν οικονομικά συμφέρουσα ή πολιτικά αναγκαία, η αναφορά σε αυτό το ενδεχόμενο, πόσο μάλλον η ρητή και συστηματική επεξεργασία ενός εναλλακτικού προγράμματος σε αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να αποφεύγεται, γιατί η ελληνική κοινωνία τρομάζει από τις πιθανές συνέπειες και τους απρόβλεπτους κινδύνους μιας τέτοιας εξέλιξης. Η αφετηριακή διάγνωση δεν είναι καθόλου εσφαλμένη. Αλλά το «ρεΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
Η ΑΥΓΗ • 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
24 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
αλιστικό» συμπέρασμα που απορρίπτει κάθε «βολονταρισμό» δεν είναι τόσο ρεαλιστικό όσο φαίνεται. Βασίζεται σε ένα ανοικτό στοίχημα που είναι πιθανό να χαθεί σε διάφορες φάσεις, πριν ή μετά από μια εκλογική νίκη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με δεδομένη την ισορροπία δυνάμεων στην ΕΕ, την εδραία ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και των πολιτικών λιτότητας στον πυρήνα της, την περιθωριακή θέση της Ελλάδας και την αποδεδειγμένη αδυναμία όλων των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων να προβάλουν την οποιαδήποτε επιτυχημένη «αντίσταση», ο ρεαλιστικός νους υποθέτει πολύ εύλογα ότι και οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση θα είναι ομοίως καταδικασμένη να υποκύψει, ελλείψει ενός ισχυρού διαπραγματευτικού χαρτιού. Ή, αν αντισταθεί μέχρι τέλους, θα οδηγήσει τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, και μάλιστα τυφλά και απροετοίμαστα, ελλείψει ενός γνωστού, επεξεργασμένου σχεδίου διάσωσης. Εν ολίγοις, ο ίδιος φοβισμένος συντηρητισμός που υποδεικνύει έναν συνετό πραγματισμό και την αποφυγή «υπερεπαναστατικών» εναλλακτικών προγραμμάτων, υποσκάπτει ρεαλιστικά και την υποστήριξη νέων κυβερνήσεων αντιπαράθεσης με τον μνημονιακό ζόφο. Αυτό καταγράφεται πολύ εύγλωττα και στη διαστρωμάτωση του εκλογικού σώματος. Τα πιο φοβικά και συντηρητικά στρώματα στήριξαν και εν πολλοίς στηρίζουν τη μνημονιακή παράταξη, όχι γιατί δέχονται με αγαλλίαση τις οικονομικές της επιθέσεις αλλά γιατί δεν μπορούν να διακρίνουν από την οπτική τους καμία ρεαλιστική εναλλακτική. Απεναντίας, ένας «επαναστατικός βολονταρισμός» που θα προτάσσει σταθερά και ξεκάθαρα τη βούληση της ρήξης και θα το κάνει αυτό στη βάση ενός διαρθρωμένου, δημόσιου εναλλακτικού σχεδιασμού, μπορεί να συμβάλλει στην ανάκτηση της χαμένης κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Μερίδες της ελληνικής κοινωνίας έχουν αντισταθεί και δημιουργήσει σε πολύ δυσχερέστερες συνθήκες στο εσωτερικό και διεθνώς. Μια κοινωνία με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, έμψυχο δυναμικό, υποδομές και φυσικούς πόρους, με τη δυνατότητα διατροφικής κυριαρχίας, μπορεί να σταθεί στα πόδια της, να παλέψει, να αυτοσυντηρηθεί και να βρει εποικοδομητικές λύσεις σε φαινομενικά αδιέξοδα. Για να γίνει αντι-ηγεμονική μια πολιτική δύναμη σήμερα δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να ποντάρει στον «φόβο των μαζών», τον οποίο ακριβώς καλλιεργεί και εκμεταλλεύεται το καθεστώς της εξουσίας. Καλείται να συγκροτήσει αυτό που δεν υπάρχει, ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, με αυτοπεποίθηση, με διάθεση και πρόγραμμα δράσης. Και δύσκολα θα σταθεί στο ύψος μιας τέτοιας πρόκλησης, αν στοιχηματίζει ως ένα σημείο στη δειλία της κοινωνίας, και βασίζει σε κενές διακηρύξεις την όποια επίκληση της θέλησής του για αλλαγή και τη βεβαιότητα ότι θα πετύχει. Αυτό είναι ο ορισμός του κακού βολονταρισμού: «θα γίνει, γιατί έτσι λέω και έτσι θέλω». Σε ένα άλλο επίπεδο, η πραγματική ριζοσπαστική βουλησιαρχία είναι ήδη εδώ, ως έργο μικρών και ανώνυμων αλλά δυναμικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Στα ποικίλα συνεργατικά εγχειρήματα και τις δομές της αλληλεγγύης που εξυφαίνονται σε όλη την επικράτεια τα τελευταία δύο-
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ τρία χρόνια, στα πλαίσια μιας αναδυόμενης κοινωνικής οικονομίας των αναγκών, των κοινών αγαθών και της συλλογικής αυτοδιαχείρισης, εντοπίζει κανείς την πραγματωμένη βούληση ατόμων και ομάδων να αντιταχθούν στις θεμελιώδεις συντεταγμένες της ιστορικής πραγματικότητας: στην κερδοσκοπική-εγωκεντρική λογική της αγοράς, στη γραφειοκρατική λογική του κράτους πρόνοιας, στο πελατειακό σύστημα και τη διαφθορά, στη δημοκρατία της ανάθεσης και της διοίκησης από τα πάνω, στις πλειοψηφικές διαθέσεις του φόβου, της ανασφάλειας, της αδράνειας και της υποταγής. Η βούληση αυτή κινείται ενάντια στο ρεύμα, όχι μόνον στα λόγια, σε διακηρύξεις και σε οργανώσεις προετοιμασίας μιας πολιτικής ανατροπής, αλλά γίνεται εν μέρει πράξη εδώ και τώρα, με τη συγκρότηση σχημάτων παροχής υπηρεσιών υγείας, παιδείας, κοινωνικής αρωγής, παραγωγής και διανομής προϊόντων που γίνονται με όρους κοινωνικών αναγκών, αυτοενδυνάμωσης και αμεσοδημοκρατικής διακυβέρνησης. Πρόκειται για ένα άλλο είδος και ήθος επαναστατικού βολονταρισμού, που με αγωνιστική ταπεινότητα και πειραματικές δοκιμές τείνει να απαλλαγεί από τις παθολογίες αυτής της πολιτικής στάσης στο παρελθόν: την αντίληψη της πεφωτισμένης πρωτοπορίας που κατέχει την αλήθεια για την επανάσταση και καθοδηγεί τις τυφλές μάζες, την πρόταξη μιας αρνητικότητας που καταστρέφει διά της άμετρης βίας το παρόν και τις δυνάμεις της αντίδρασης προκειμένου να εφαρμόσει εν συνεχεία πάνω στο καθαρμένο σώμα της κοινωνίας συνταγές κοινωνικής αναδιάταξης από τα πάνω. Εδώ, η έμφαση πέφτει αντιθέτως στη θετική δημιουργία στα χάσματα των κοινωνικών δομών και στις εξαρθρώσεις που γεννά η κρίση. Η αρνητικότητα της απόρριψης του κατεστημένου συνυφαίνεται εξ αρχής με την οικοδόμηση άλλων σχέσεων, δομών και υποκειμένων που μπορούν να συντηρήσουν την κοινωνία, να οικοδομήσουν συλλογικά σώματα αλληλοϋποστήριξης και πίστης, να χαράξουν δρόμους ευρύτερων μετασχηματισμών της κοινωνικότητας και να διαπαιδαγωγήσουν έμπρακτα νέους ανθρωπότυπους στη θέση των απαθών-παθητικών καταναλωτών. Η ενίσχυση και εξάπλωση ενός τέτοιου επαναστατικού βολονταρισμού μπορεί να δημιουργήσει, αργά αλλά σταθερά, τη λιτή ευδαιμονία μιας εξισωτικής δημοκρατίας που μας λείπει. Μόνο με τέτοιους όρους μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλαδή βγαίνοντας έξω από τη λογική του «πραγματιστικού» συντηρητικού εκβιασμού: αντιπαραθέτοντας πειστικά, τόσο τακτικά όσο και στρατηγικά, το αίτημα της χειραφέτησης απέναντι στις κυρίαρχες δομές της Ε.Ε. Μόνο έτσι, η όποια «διαπραγμάτευση με τους δανειστές» θα μπορούσε να είναι και αποτελεσματική: όταν υπάρχει η πολιτική βούληση, αποτυπωμένη σε κοινωνικό ρεύμα, για έξοδο από τη λογική τους και από τις δεσμεύσεις που αυτή επιβάλλει. Βλ. ενδεικτικά S. Zizek, 2008, In Defense of Lost Causes, Λονδίνο-Νέα Υόρκη: Verso, σ. 461.
1
Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής διδάσκει Σύγχρονες πολιτικές θεωρίες στο ΑΠΘ
2
Ο Άγγλος Ασθενής ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Σπάνιες Γαίες. Редких земель, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 314 Το βιβλίο αναφέρεται σε μια πολύ κρίσιμη και αμφιλεγόμενη περίοδο της ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης, στις δεκαετίες ‘30-’60, περίοδος που έδινε, και συνεχίζει όπως φαίνεται να δίνει τροφή σε λογοτέχνες ανά την υφήλιο. Πρόκειται για τις σελίδες της ιστορίας που επιτρέπουν στη δημιουργική φαντασία να οργιάσει, μιας και τα ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
γεγονότα ξεπερνούν πολλές φορές κάθε φαντασία. Ειδικά όταν πρόκειται για την περίοδο του ψυχρού πολέμου, του ανταγωνισμού στον τομέα των πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ. Την περίοδο που οι Σοβιετικοί ανακάλυψαν τη σημασία των Σπάνιων Γαιών, αλλά και της δράσης της περίφημης «Πεντάδας του Κέμπριτζ», βρετανών κομμουνιστών στις ανώτερες βαθμίδες της Βρετανίας. Το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου αποτυπώνει τα απομνημονεύματα ενός κομμουνιστή, εδαφολόγου και κλόουν (σε ένα πρόσωπο) Πραβιέν (από τη λέξη «πράβντα», «αλήθεια») Σεργκέγιεβιτς Μακάρεφ, γιου ενός παλιού μπολσεβίκου, που ακολούθησε τη μοίρα των περισσότερων παλιών μπολσεβίκων, δηλαδή είχε συλληφθεί και εξαφανιστεί (μέχρι τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου) στα στρατόπεδα του καθεστώτος. Ο Μακάρεφ, γεννημένος στο Βορρά της Ρωσίας, αφού σπούδασε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ, πήγε να εργαστεί στο Τμήμα Σπάνιων Γαιών(;) στη Μόσχα, όπου ασχολήθηκε με την αναζήτηση των σπάνιων μετάλλων για τη χημική πολεμική βιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως κλόουν στο τσίρκο: σε κάθε πόλη όπου ο Πραβιέν πήγαινε με τη γεωλογική αποστολή για να βρει ένα από τα 17 σπάνια μέταλλα, έδινε απαραιτήτως και μια παράσταση ως guest star στο τοπικό τσίρκο. Κάποια στιγμή, κρίσιμη για τη ζωή του και για όλο το μυθιστόρημα, κι εφόσον έχει διαπράξει έγκλημα κατά της συνείδησής του, ο ήρωας της Σώτης Τριανταφύλλου θα φορέσει τη μάσκα και την περιβολή τού κλόουν, και όχι μόνο θα κυκλοφορεί έτσι στη Μόσχα της δεκαετίας του ‘50 επί πέντε χρόνια, αλλά και θα πηγαίνει στις γεωλογικές αποστολές, φορώντας τα παπούτσια Ν52... Όταν ένας συγγραφέας αποφασίζει να τοποθετήσει την αφήγηση σε μια ξένη χώρα, σε μια ιστορική στιγμή που απέχει κατά μισό αιώνα από τη δική του, πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος αυτός βρέθηκε ακρι-
βώς στη μέση του βιβλίου, στη σελ. 183, στο τσιτάτο που εγκαινιάζει το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος: «Η διαφορά ανάμεσα στο ναζισμό και στον κομμουνισμό είναι ότι ο κομμουνισμός προκαλεί, περιέργως, κάποια γέλια», Martin Amis, Koba the Dread. Ο Κόμπα (παρατσούκλι του Στάλιν) ο Τρομερός! Αλλά ο τίτλος του μυθιστορήματος του Amis έχει και δεύτερο σκέλος: Laughter and the Twenty Millions, δηλαδή, Το Γέλιο και τα 20 εκατομμύρια. Δηλαδή, οι 20 εκατομμύρια νεκροί. Σύμφωνα με τον αμερικανό συγγραφέα, ο οποίος ομολογεί ότι δεν είναι ειδικός στη σοβιετική ιστορία αλλά ένας παρατηρητής, μόνο με το γέλιο, με την ειρωνεία, θα μπορούσε να καταπολεμηθεί όλη η φρίκη της τότε καθημερινής ζωής στη Σοβιετική Ένωση. Ο ήρωας της Σώτης Τριανταφύλλου προέρχεται από αυτό ακριβώς το «φυτώριο» (εξ ου το τσίρκο και ο κλόουν), και η συγγραφέας, 10 χρόνια μετά τον Martin Amis, μας δίνει τη δική της εκδοχή πολέμου του γέλιου κατά του ολοκληρωτισμού. Μόνο που κανένα γέλιο δεν προκύπτει από το βιβλίο, και ο ολοκληρωτισμός δεν φαίνεται και τόσο ...τρομερός: προκαλεί μάλιστα ερωτήματα, πώς ένα μάτσο ηλιθίων γέρων γιατί κάπως έτσι παρουσιάζονται ο Κόμπα και όλο το Πολιτικό Γραφείο, μαζί με τους γυναίκες τους-, που μάταια καταστρώνουν στο Κρεμλίνο και στη ντάτσα τού ηγέτη σχέδια κατατρόπωσης της ειρηνικής και πολιτισμένης Δύσης, κατάφεραν να κρατούν επί δεκαετίες αλυσοδεμένο έναν ολόκληρο λαό. Κανένα γέλιο δεν προκύπτει, γιατί το βιβλίο στερείται και του στοιχειώδους χιούμορ: και τι χιούμορ μπορεί να κάνει ένας χλιαρός, ακαθόριστος χαρακτήρας, ο οποίος επί 319 σελίδες, και επί 35 ολόκληρα χρόνια, δεν εξελίσσεται, δεν μεταμορφώνεται, αλλά συμμετέχει στη -φανταστική όσο δεν πάει άλλο- ζωή, συμπτωματικά, από τύχη; Σε όλο το πρώτο μέρος, η συγγραφέας σαν να προσπαθεί να κρατηθεί στο θέμα, αναμένοντας τη στιγμή που θα βάλει στην αφήγηση έναν ήρωα απ’ την απέναντι όχθη, τον άγγλο κατάσκοπο, και υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, Γκάυ Μπέρτζες, ο οποίος καταβάλλει σε όλο το δεύτερο μέρος φιλότιμες προσπάθειες να κάνει φλεγματικό εγγλέζικο χιούμορ. Κατά τα άλλα, όσα ιστορικά στοιχεία αναφέρονται έχουν την εγκυρότητα και τη λογοτεχνικότητα της Βικιπαίδειας, όσον αφορά δε τις ρωσικές πόλεις, όλες μοιάζουν μεταξύ τους σαν άσχημα ανάπηρα δίδυμα: άχρωμα, θλιβερά, καταθλιπτικά, βουβά και τυφλά. Η περιγραφή ζωντανεύει, μόλις η συγγραφέας
Γείτονας, h235cm κράνος μοτοσυκλέτας, ατσαλόμαλλο, ανοξείδωτο, σίδηρος 2012
Η ΑΥΓΗ • 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25 3
στη Χώρα των Ηλιθίων Η καθημερινή ζωή στη Σοβιετική Ένωση -εκτός Βικιπαίδειαςείναι για τη Σώτη Τριανταφύλλου Σπάνια Γαία, ή μάλλον Γαία Άγνωστη! Με την ίδια επιτυχία, η ιστορία θα μπορούσε να ξετυλίγεται στη Νιγηρία, στη Νέα Ζηλανδία, ακόμα και στο φεγγάρι. Ο πιο απίστευτος χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Κόμπα ο Τρομερός, ο ίδιος ο Στάλιν, που ελάχιστα διαφέρει από τον διευθυντή του τσίρκου, όπως και το Κρεμλίνο από το αντίσκηνο του τσίρκου MEDRANO
πατάει στα γνώριμα εδάφη: εκεί που ο περιβόητος άγγλος κατάσκοπος παρομοιάζει τη ρωσική πόλη με σκωτσέζικο σαββατόβραδο, ή όταν γίνονται συζητήσεις γύρω από την αγγλόφωνη λογοτεχνία. Για να διευκολύνει τη ζωή τής συγγραφέως Τριανταφύλλου, ο ήρωας Πραβιέν Μακάρεφ, από τον πολικό Βορρά, εδαφολόγος και κλόουν, έχει ένα κρυφό χόμπι: τα αγγλικά και την αγγλική λογοτεχνία... Αλλιώς, πόσες σελίδες μπορείς να γεμίσεις με άνευ ουσίας διαλόγους; Παρόλο που η ιστορία ξετυλίγεται σε όλη σχεδόν την επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης -από το Μούρμανσκ, πόλη πέρα από τον Βόρειο Αρκτικό Κύκλο, έως την Κριμαία, και από το Λένινγκραντ και τη Μόσχα έως την Άπω Ανατολή-, δεν υπάρχει πουθενά κανένα αναγνωρίσιμο σημείο: το φόντο των γεγονότων σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος παραμένει μαύρο, αδιαφανές και αδιαπέραστο, σαν το Τετράγωνο του Μάλεβιτς. Αυτό το μαύρο ρουφάει τα πάντα, τους ανθρώπους -έτσι κι αλλιώς στερημένους ψυχικών και σωματικών γνωρισμάτων και χαρακτήρων-, το χρόνο, που αναγνωρίζεται μετά βίας από το ημερολόγιο του βασικού ήρωα, την ίδια την Ιστορία, που παραμορφώνεται και παθαίνει διαθλάσεις. Το μόνο που παραπέμπει στη Ρωσία -γιατί και η μυθοπλασία πρέπει να έχει τη λογική της, και το λογοτεχνικό γκροτέσκο οφείλει να χτίζεται πάνω σε κάποιες στέρεες βάσειςείναι οι ρωσικές λέξεις, γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες, που βρίσκουμε κάθε τόσο σκόρπιες στο κείμενο: έτσι, εκτός από τις κλασικές, «τσεκίστας», «ταβάρις», «να ζνταρόβια», περίοπτη θέση κατέχουν τρία συνώνυμα της λέξης «ομοφυλόφιλος» κι ένα για το «πρωκτικό σεξ» (εδώ οι συμβουλάτορες παραπλάνησαν τη συγγραφέα: στην πραγματικότητα, «μουζελόζεστβο» σημαίνει -για τέταρτη φορά!- ομοφυλοφιλία). Το ίδιο παράξενη είναι και η χρήση της γενικής πτώσης, Редких земель, στον τίτλο του βιβλίου, ενώ η ελληνική εκδοχή/μετάφρασή του είναι στην ονομαστική. Εκτός αν ο στόχος ήταν να γελάσουμε... Τότε, ουδέν σχόλιο. Γελάσαμε. Το θολό τοπίο του βιβλίου εξηγείται απλά. Γιατί τα χρώματα δεν είναι καν σκούρα. Είναι ανύπαρκτα. Αλμπίνο. Αυτή η θολούρα βοηθάει να καλυφθεί η ...άγνοια, η έλλειψη γνώσης του θέματος, του χώρου και του χρόνου. Οι ήρωες λειτουργούν στο κενό, δεν υπάρχει καμιά συνοχή με το περιβάλλον, γιατί αυτό το περιβάλλον είναι εμφανώς άγνωστο και ξένο στη συγγραφέα. Από την άγνοια προέρχονται και ατοπή-
ματα του τύπου: «Δεν ήμουν σίγουρος [λέει ο ήρωας της Σώτης Τριανταφύλλου] ότι ο Τσέχοφ επιτρεπόταν - μερικοί έλεγαν πως ήταν μικροαστός και πως πέθανε στη Γερμανία πριν από τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση: έγραφε, όπως έμαθα αργότερα, για τα υπαρξιακά προβλήματα των ευγενών της νότιας Ρωσίας». Απαγορευμένος στη σταλινική Ρωσία ήταν ο Ντοστογιέφσκι, αλλά ο Τσέχοφ, ως γνωστόν, ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας του Στάλιν. Το βιβλίο κατοικείται αποκλειστικά από γελοία υποκείμενα, που μιλάνε σαν τα σοβιετικά πλακάτ - νέοι και γέροι, κομματόσκυλα και μη. Κι αυτό συμβαίνει, ώσπου εμφανίζεται ο Γκάυ Μπέρτζες: «Ταβάρις, νομίζω, ότι δεν έχεις αντιληφθεί ότι είσαι πολίτης του μεγαλύτερου έθνους στον κόσμο», λέει ο υπεύθυνος προπαγάνδας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ, απευθυνόμενος στον μονίμως τρομαγμένο ήρωα. «Ό,τι αγγίζουμε γίνεται χρυσάφι! Ακόμα και το πτίτσιο μολοκό [τούρτα «Του πουλιού το γάλα»] θεωρείται παγκόσμιο αριστούργημα της ζαχαροπλαστικής! Είμαστε πρώτοι και στη ζαχαροπλαστική!» (Μια μικρή πληροφορία: την τούρτα «Του πουλιού το γάλα» την επινόησε το 1974 ο σεφ του εστιατορίου Πράγα στη Μόσχα, τα δε σοκολατάκια μ’ αυτή την ονομασία κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά το 1967, ενώ το ημερολόγιο του ήρωα, που τα περιλαμβάνει, γράφεται το 1963...) Αλλά να ήταν μόνο αυτά τα σοκολατάκια! Η καθημερινή ζωή στη Σοβιετική Ένωση -εκτός Βικιπαίδειας- είναι για τη Σώτη Τριανταφύλλου Σπάνια Γαία, ή μάλλον Γαία Άγνωστη! Με την ίδια επιτυχία, η ιστορία θα μπορούσε να ξετυλίγεται στη Νιγηρία, στη Νέα Ζηλανδία, ακόμα και στο φεγγάρι. Ο πιο απίστευτος χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Κόμπα ο Τρομερός, ο ίδιος ο Στάλιν, που ελάχιστα διαφέρει από τον διευθυντή του τσίρκου, όπως και το Κρεμλίνο από το αντίσκηνο του τσίρκου MEDRANO: «Κάποτε ήμασταν μια παρέα [εξομολογείται ο Στάλιν στον ήρωά μας, τον οποίον κάλεσε στα γενέθλιά του για να κάνει ως κλόουν τα κόλπα του μπροστά στους καλεσμένους], μέναμε όλοι στο Κρεμλίνο μαζί με τα παιδιά μας και τα κατοικίδια ζώα: μαϊμούδες, αρκούδες, είχαμε ακόμα και μια τρελή κατσίκα...» Ένα μεγάλο τσίρκο, αλλά και η Κιβωτός ταυτόχρονα... Εξίσου βαθυστόχαστα είναι όλα τα φιλοσοφήματα του ηγέτη: «Η Γερμανία είναι η χώρα των πατέρων κι εμείς είμαστε η χώρα των μανάδων. Πίσω απ’ τα παλικάρια της επανάστασης και του πολέμου, σύντροφε, υπάρχει πάντα μια ηρωική μάνα». Είπαμε, ο κομμουνισμός προκαλεί κάποιο γέλιο, αλλά να μην ξεκαρδι-
στούμε κιόλας. Ο Στάλιν εμφανίζεται στο μυθιστόρημα μόνο για να δώσει την πάσα στον ήρωα, να τον οδηγήσει στη γνωριμία με τον άγγλο κατάσκοπο, μοναδικό άνθρωπο με σάρκα και οστά στο βιβλίο. Είναι και ο μόνος που μιλά κατανοητά, επειδή μόνο μαζί του μπορεί να συνεννοηθεί η συγγραφέας: για τις αγγλικές λέξεις και φράσεις σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, η συγγραφέας και οι αναγνώστες πρέπει να κάθονται από την ίδια πλευρά των κερκίδων του τσίρκου. Ο Γκάυ Μπέρτζες είναι ομοφιλόφυλος και πότης, αλλά τουλάχιστον δεν είναι εξωγήινος, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Όπως ο συγκάτοικός του Μπέρτζες στη Μόσχα, ο Τόλια «εραστής και οικονόμος, πρώην ανθρακωρύχος, νυν ηλεκτρολόγος και υδραυλικός στα μπαλέτα - ίσως ασφαλιστής». Στις Σπάνιες Γαίες όλοι οι Ρώσοι έχουν ένα σωρό ιδιότητες, σαν τις μπαμπούσκες, όλοι είναι μέλη του ΚΚΣΕ και του ρωσικού τσίρκου, και μόνο ο Γκάυ Μπέρτζες έχει μόνο δύο ιδιότητες, ομοφυλόφιλος και κατάσκοπος, που στην τελική τελική είναι το ίδιο: «Μέχρι να γνωρίσω τον Γκάυ Μπέρτζες [ομολογεί ο Πραβιέν Μακάρεφ], δεν ήξερα, τι σήμαινε να είσαι πάρα πολύ ομοφυλόφιλος: είχα συναντήσει θηλυπρεπείς άντρες, αλλά ο Γκάυ δεν ήταν θηλυπρεπής, ήταν ένα διαφορετικό είδος πέντρικ [ένα από τα συνώνυμα ομοφυλόφιλου]- του άρεσε να λέει πως όταν ήταν μικρός κατάπινε πεταλούδες, και ότι αυτή η συνήθεια τον είχε κάνει αυτό που τον έχει κάνει». Είναι σίγουρο πως η Σώτη Τριανταφύλλου έχει δει την βρετανική ταινία An Englishman Abroad, σε σενάριο του Alan Bennett, τηλεκωμωδία αφιερωμένη στη ζωή στη Μόσχα του Γκάυ Μπέρτζες, που έσπασε τα ταμεία το 1983, απ’ την οποία είναι παρμένα ολόκληρα κομμάτια, όπως π.χ. η μεγάλη σκηνή, όπου ο Γκάυ Μπέρτζες κάνει εμετό στο καμαρίνι της Κόραλ Μπράουν, βρετανίδας ηθοποιού που ήρθε το 1958 στη Μόσχα με το θέατρο Old Vic... Πέρα όμως από την εικονική πραγματικότητα της σταλινικής και της χρουτσοφικής Ρωσίας και της φθαρμένης πραγματικότητας του Γκάυ Μπέρτζες, το θέμα των Σπάνιων Γαιών έχει πολύ ψωμί. Οι Ρώσοι και ρωσομαθείς φίλοι της Σώτης Τρανταφύλλου, που έπαιζαν μαζί της μπιλιάρδο στη Ρωσία και τη βοηθούσαν να συμπληρώσει το Γλωσσάρι (όχι πάντα επιτυχημένα), θα μπορούσαν να στρέψουν την προσοχή της στο γεγονός ότι η ρωσική κυβέρνηση, σήμερα, προσανατολίζεται στην αναγέννηση της βιομηχανίας σπάνιων μετάλλων, η οποία διαλύθηκε με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Το πρόγραμμα της επανεκκίνησης αυτού του είδους μεταλλουργίας χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση της Ρωσίας με το ποσόν των 145 δισ. ρουβλίων, δηλαδή κάπου 4 δισ. ευρώ, και υπολογίζεται ότι το 2020 η εξόρυξη των σπανίων μετάλλων θα υπερκαλύψει κατά 20 φορές τις ανάγκες της χώρας. Ο ψυχρός πόλεμος τελείωσε... Γιατί άραγε αναζητούμε ξανά τις Σπάνιες Γαίες;
Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος
Νεαροί εραστές 89X18X3cm ξύλο, χρώμα 2012 Young Lovers. Wood, paint
26
Η ΑΥΓΗ • 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Μπρούνο Λατούρ: Ο μοντερνισμός δεν απέτυχε, γιατί δεν υπήρξε ποτέ. Δεν αποκολληθήκαμε ποτέ από τη θρησκεία, την οικογένεια, τη μυθολογία. Η χειραφέτηση του μοντερνιστικού οράματος έτεινε στην απόσπασή μας από τη γη και τους περιορισμούς της, απέβλεπε στην αποσύνδεσή μας από τη μυθολογία και τη θρησκεία. έτσι θα γινόμασταν μοντέρνοι, ελεύθεροι, χειραφετημένοι. Αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο: όσο περισσότερο προχωράμε, τόσο περισσότερο συνδεόμαστε, με άλλους ανθρώπους, άλλες οικονομίες, με τις συνέπειες των δράσεών μας, ενώ η αφήγηση της χειραφέτησης διαρκώς διαψεύδεται
Στις 8 Ιανουαρίου, ο Γάλλος ανθρωπολόγος Bruno Latour, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους και επιδραστικούς διανοητές των τελευταίων δεκαετιών, βρέθηκε στην Αθήνα ως φιλοξενούμενος του προγράμματος διαλέξεων «Τι να Κάνουμε;», το οποίο επιμελείται η ιστορικός τέχνης Μαρίνα Βρανοπούλου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ο Latour διδάσκει στο Sciences Po Paris και το London School of Economics, και έχει ασχοληθεί από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 με την ανθρωπολογική επανεξέταση της τεχνολογίας, της επιστήμης και του μοντερνισμού. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή στην τέχνη με την παραγωγή δύο εκθέσεων τις οποίες συνεπιμελήθηκε με τον Peter Weibel, στο κέντρο ZKM της Καρλσρούης, και υπήρξαν καθοριστικές για τις σύγχρονες εννοιολογήσεις του καλλιτεχνικού πεδίου. Κύρια συμβολή του αποτελεί η θεωρία τού Δράστη-Δικτύου (Αctor-Network Theory), η οποία επανερμηνεύει τις σχέσεις και το πλέγμα εμπρόθετων δράσεων μεταξύ ετερογενών υλικών (ανθρώπινων και μηανθρώπινων) και εισηγείται τον συμμετρικό μεταξύ τους συσχετισμό. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΛΕΔΑΚΗ
Στο βιβλίο σας «Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι» περιγράφετε την κατηγορία του σχεδόν-αντικειμένου (του αντικειμένου με ποιότητες υποκειμένου). Η κατηγορία αυτή εμπίπτει στο πλαίσιο της θεωρίας τoυ queer; Πέρα από αυτό το παράδειγμα, είναι πολλές ακόμα οι ιδέες σας που τονίζουν τις ενδιάμεσες ταυτότητες των πραγμάτων και των οντοτήτων. Ορίζετε τον εαυτό σας ως θεωρητικό του queer ή ως οντολόγο του queer;
Ο καπιταλισμός περιγράφει σχέσεις. Είναι μια λέξη που έχει χρησιμοποιηθεί για να συστηματοποιήσει σχέσεις οι οποίες δεν είναι τόσο συστηματικές και οι οποίες γίνονται πιο συστηματικές όταν τις συγκεντρώνεις κάτω από μια μεγάλη επενέργεια, στην οποία αποδίδεις μια επιπλέον ενέργεια που διατρέχει όλη την ιστορία από τις παλιές μέρες, από τον 17ο αιώνα.
Υπάρχει ενός είδους διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανθρωπολογία του μοντέρνου και την ανθρωπολογία του χρόνου, τη φεμινιστική θεωρία και τη θεωρία του queer. Με την έννοια ότι η τελευταία περιστρέφεται γύρω από τον επανορισμό του σώματος και του υποκειμένου. Υποθέτω ότι συνδέονται μέσα από το έργο της Donna Haraway. Η δική μου δουλειά σχετίζεται με την τεχνολογία και τον χρόνο. Το σύνορο με την θεωρία του queer είναι η βιολογία, τα αναπαραγόμενα σώματα, οι τεχνολογίες αναπαραγωγής και τα ζητήματα της ταυτότητας. Όμως εμένα με αφορά κυρίως το πώς μπορούμε να εξάγουμε την εμπρόθετη δράση από το σύστημα των αντικειμένων και το πώς μπορούμε να παρακάμψουμε τον συσχετισμό υποκειμένου-αντικειμένου.
Λέτε λοιπόν ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει όταν τοποθετούμε την οικονομία κάτω από την έννοια-ομπρέλα του καπιταλισμού;
Θα υπήρχε ο καπιταλισμός δίχως την oικονομική θεωρία; Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι έχει υποστηρίξει την κυριαρχία του παρόντος συστήματος με τον ίδιο τρόπο που το πεδίο της ιστορίας τροφοδότησε τους εθνικισμούς; Πολύ ενδιαφέρον, καλή ερώτηση. Εννοείτε με τον ίδιο τρόπο που η ιστορία ως πειθαρχικό πεδίο έχει λειτουργήσει βοηθητικά για τον εθνικισμό; Αυτό ίσχυε περισσότερο στο παρελθόν υποθέτω, δε νομίζω ότι ο μηχανισμός αυτός έχει την ίδια ισχύ σήμερα. Κατά πόσο λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί η οικονομία ως αντίστοιχος διαμορφωτικός μηχανισμός ως προς τον καπιταλισμό, δηλαδή ουσιαστικά τις αγορές; Η έννοια του καπιταλισμού είναι δηκτική, υποδηλώνει μια κριτική στάση, δηλαδή μια αρνητική κριτική του συστήματος. Μερικές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί θετικά, ωστόσο συνήθως είναι αρνητικά προσδιορισμένος όρος. Στην Ευρώπη δεν δηλώνει κανείς δημόσια καπιταλιστής, θεωρείται αρνητικός χαρακτηρισμός. Στην Αμερική είναι λίγο διαφορετικά. εκεί το δηλώνεις με μεγαλύτερη άνεση και γίνεσαι αντιληπτός ως νεοφιλελεύθερος, δίχως να έχει αρνητική χροιά. Οπότε το επιχείρημα αφορά περισσότερο στο κατά πόσο η οικονομία ως πειθαρχικό πεδίο -η λογιστική, το μάρκετινγκ, οι επιχειρήσεις και όλα τα πρακτικά ζητήματα- διαμορφώνει στην πραγματικότητα την Οικονομία με κεφαλαίο Όμικρον. Δηλαδή για παράδειγμα κατά πόσο μια οικονομία όπως αυτή της Ελλάδας έχει πράγματι επηρεάσει την Οικονομία; Με αυτή την έννοια μιλάμε για το πώς η Οικονομία, ως ουσία, έχει υπαχθεί στο έργο της οικονομίας ως λογιστικής, διοίκησης, χρηματοοικονομικών. Δίχως αυτά τα επιμέρους δεν θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε τη σχέση μας με τα αγαθά, κ.λπ. Βεβαίως η έννοια της οικονομικής ανταπόδοσης αναφέρεται σε πιο πολύμορφους τρόπους, όπως αυτοί που ανακαλύφθηκαν ή υπογραμμίστηκαν από την ανθρωπολογία. Όσον αφορά πάντως στην οικονομία ως επιστήμη, το επιχειρείν και την πολιτική της σχέσης μας με τα αγαθά, ναι, η ερώτησή σας είναι σωστή. Πέρα από τις πρακτικές που διαμορφώνουν την Οικονομία με κεφαλαίο όμικρον, οι οποίες συνίσταται στο δίκτυο των δραστηριοτήτων που περιγράφετε, ποιες είναι οι ιδέες, οι αφηρημένες έννοιες, οι ιδεολογίες που λειτουργούν ως υπόβαθρο; Πίσω από τον καπιταλισμό;
Πίσω από τον καπιταλισμό, ναι. Οι αντιδράσεις και οι εννοιολογήσεις σχετικά με τον καπιταλισμό μπορεί να είναι διαφορετικές στην Ευρώπη και την Αμερική, όμως η ιδεολογία είναι εκεί, παρούσα σε όλες τις ηπείρους.
Αυτή είναι μια εμμονή που μοιράζονται η αριστερά και η δεξιά, οι οποίες συναγωνίζονται ως προς τους τρόπους συστηματοποίησης του καπιταλισμού. Και κάνουν τον καπιταλισμό πιο συστηματικό από ό,τι είναι. Μπορείς να επαναπροσδιορίσεις και να περιγράψεις εκ νέου τον καπιταλισμό με πολλούς τρόπους, οι οποίοι δεν είναι συστηματικοί και συμπαγείς και αποτελούν ανορθολογικές συναθροίσεις που μπορούν να καταπολεμηθούν, να τροποποιηθούν. Εξακολουθεί παρόλα αυτά να αποτελεί μια επίμονη ενέργεια, ένα πνεύμα της ύλης, μια μηχανή. Επιπλέον, διευκολύνει και τις δύο πλευρές. Είναι καλός για την δεξιά, γιατί προωθεί τους στόχους της, και είναι πολύ καλός για την αριστερά, καθότι δεν μπορεί να ηττηθεί. Και τα δύο μέρη εμμένουν να κάνουν τον καπιταλισμό συνεπή. η δεξιά για το λόγο ότι όσο περισσότερο συστηματικός είναι τόσο δυσκολότερα θα υποχωρήσει, και η αριστερά επειδή αν το σύστημα υπονομευθεί, θα πρέπει να το αντιπαλέψει και να το ξεπεράσει, και εκεί θα αποτύχει. Οπότε, τελικά μένει με την πρόθεση και κομίζει την ικανοποίηση που προσφέρει η κριτική και η πεποίθηση ότι αποτυγχάνει, παρόλο που είναι σωστή και έχει δίκιο. Ο καπιταλισμός είναι κάτι το οποίοι οι άνθρωποι αγαπούν να μισούν. Η ψυχαναλυτική ματιά θα μπορούσε πιθανώς να προσθέσει μια ενδιαφέρουσα προοπτική στο επιχείρημά σας. Περιγράφεται τον καπιταλισμό με όρους έλξηςαπώθησης. Το θέμα με τον καπιταλισμό είναι ότι δεν έχει συσταθεί για να ηττηθεί. Συνιστά ένα πλήρες, ολοκληρωμένο σύστημα. Δεν είναι κάτι το οποίο θα μπορέσουμε να υπερβούμε αν το αντιπαλέψουμε. Πώς μπορείτε να το προεξοφλείτε αυτό; Εννοείτε ότι θα ξεπεραστεί μέσα από μια διαδικασία κοινωνικής μετάβασης η οποία επιτελείται με ιστορικούς όρους και ότι η ανθρώπινη επενέργεια στο παρόν δεν έχει σημασία; Πολλοί άνθρωποι βάζουν ενέργεια στην καταπολέμηση του καπιταλισμού, πιστεύοντας ότι μπορεί να ηττηθεί. Πρόκειται ωστόσο για ένα σύστημα υπερβολικά μεγάλο???δεν θα ξεπεραστεί μέσα από μια τέτοια διαδικασία. Η διαδικασία θα είναι διαλεκτική. Θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε το επιχείρημα που συζητήσαμε πιο πάνω σχετικά με την λειτουργία που επιτέλεσαν τα πειθαρχικά πεδία της ιστορίας και την οικονομίας στη διαμόρφωση και την αναπαραγωγή του εθνικισμού και του καπιταλισμού, και να εξετάσουμε την περίπτωση της ανθρωπολογίας (ίσως και της ψυχανάλυσης) ως δομικών στοιχείων του μοντερνισμού; Θα αναφερθώ στην ανθρωπολογία, την οποία γνωρίζω καλύτερα. Η διαφορετικότητα ή ο κόσμος ανακαλύφθηκε τον 19ο αιώνα από την ανθρωπολογία. Πρώτα ήρθε η κατάκτηση και μετά οι αποστολές, και ακολούθησε η ανθρωπολογία. Οπότε η ανθρωπολογία, ναι, ανέλαβε τον εκμοντερνισμό του κόσμου, του δικτύου των ανθρώπων που έγιναν αντιληπτοί ως πολιτισμός. Ύστερα όμως άρχισε να λειτουργεί αντίστροφα και διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στον απο-μοντερνισμό του κόσμου. Και οι μετα-αποικιακές σπουδές αυτό έκαναν. Υποθέτω πως και εδώ στην Ελλάδα έχουν γίνει τέτοιες μετα-αποικιακές σπουδές. Σημειώθηκε συνολικά μια
Η ΑΥΓΗ • 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39 5
Ουδέποτε υπήρξαμε πραγματικά μοντέρνοι διαδικασία ανθρωπολογοποίησης και επαρχιοποίησης της Ευρώπης. Αρχίσαμε να μιλάμε μονίμως για την ηθική (ethics) και η ανθρωπολογία έγινε τοπική.
ποτελούν αντιδραστικές τάσεις που προσανατολίζονται στο παρελθόν παρά στο μέλλον. Συνοψίζοντας, ποιοι πιστεύεται ότι είναι οι λόγοι που απέτυχε ο μοντερνισμός;
δε συνιστά καλό αναλυτικό εργαλείο για να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Ο μοντερνισμός θεωρεί ότι όλα αυτά θα έπρεπε να είναι διαχωρισμένα.
Αυτό το επιχείρημα ανήκει στη συνολικότερη αντίληψη την οποία εκθέτετε στο βιβλίο σας «Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι»; Δηλαδή ότι δεν έχουμε ουσιαστικά περάσει ακόμα στη νεωτερικότητα, ότι δεν είμαστε μοντέρνοι;
Ο μοντερνισμός δεν απέτυχε, γιατί δεν υπήρξε ποτέ. Δεν αποκολληθήκαμε ποτέ από τη θρησκεία, την οικογένεια, τη μυθολογία. Η χειραφέτηση του μοντερνιστικού οράματος έτεινε στην απόσπασή μας από τη γη και τους περιορισμούς της, απέβλεπε στην αποσύνδεσή μας από τη μυθολογία και τη θρησκεία. έτσι θα γινόμασταν μοντέρνοι, ελεύθεροι, χειραφετημένοι. Όμως, φυσικά, ποτέ δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο: όσο περισσότερο προχωράμε, τόσο περισσότερο συνδεόμαστε. Συνδεόμαστε με άλλους ανθρώπους, άλλες οικονομίες, με τις συνέπειες των δράσεών μας, ενώ η αφήγηση της χειραφέτησης διαρκώς αντιπαρατίθεται και διαψεύδεται.
Ο μοντερνισμός πρόκρινε ως βασικό διακύβευμα την επέμβαση του ανθρώπου πάνω στη φύση και την υποχώρηση της κυριαρχίας της φύσης. Αυτό το ζήτημα συνιστά ένα ενδιαφέρον πεδίο έντασης σήμερα.
Στο «Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι» αναλύονται πολλές πλευρές του ζητήματος. Μεταξύ αυτών κατέχει ιδιαίτερη θέση το ότι ποτέ δεν υπήρξαμε τεχνικοί, δεν έχει συντελεστεί επί της ουσίας η αναθεώρηση της λεγόμενης Ελληνικής κληρονομιάς. Επίσης, σημασία έχει ότι η οικονομία δεν είναι ορθολογική. Είναι απλώς ένας τρόπος να χειριζόμαστε και να ορίζουμε τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και αγαθών. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Μιλάμε για τον εκμοντερνισμό της Κίνας, εννοώντας ότι μοντερνισμός σημαίνει να χρησιμοποιούμε το ίντερνετ και να πίνουμε coca-cola. Την ίδια στιγμή σήμερα σημειώνεται μια κρίσιμη οπισθοχώρηση. Κοιτάζουμε πίσω στο παρελθόν, διευρύνεται η προσκόλληση στο χώμα. Αναπτύσσεται και εμπεδώνεται αυτό που ονομάζουμε οικολογία. Στην Ελλάδα είμαι πεπεισμένη πως δεν βιώνουμε μια εκ νέου οπισθοχώρηση με αυτήν την έννοια. Διότι εδώ διαρκώς υποφέραμε από αυτό το επίμονο κοίταγμα προς τα πίσω. Βεβαίως, όχι με την έννοια της πρόσκλησης στη φύση, αλλά με την προσήλωση που δείξαμε σε αυτό που θεωρήθηκε ως η εθνική παρακαταθήκη μας, δηλαδή η αρχαία ελληνική κληρονομιά. Ναι, στην Ελλάδα τώρα με την κρίση και την τρόικα έχει γίνει ακόμα επιτακτικότερο το αίτημα του εκμοντερνισμού της χώρας. Είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν έχει διέλθει από τη διαδικασία του εκμοντερνισμού με επάρκεια. Ανεξάρτητα όμως από τα παραδείγματα της περιφέρειας του μοντερνισμού, όπου παρέμειναν πάντοτε ισχυρές οι τοπικές συνήθειες και τα συστήματα ηθικής, παρατηρείται τώρα η εγκαθίδρυση μιας αντιδραστικής λογικής, η οποία επαναφέρει την προσκόλληση στο χώμα, το τοπίο, το πώς ο άνθρωπος χερσώνεται σε μια εδαφική περιοχή. όλα αυτά τα θέματα α-
Στην Ελλάδα, τώρα με την κρίση και την τρόικα, έχει γίνει ακόμα επιτακτικότερο το αίτημα του εκμοντερνισμού της χώρας. Είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν έχει διέλθει από τη διαδικασία του εκμοντερνισμού με επάρκεια. Ανεξάρτητα όμως από τα παραδείγματα της περιφέρειας του μοντερνισμού, όπου παρέμειναν πάντοτε ισχυρές οι τοπικές συνήθειες και τα συστήματα ηθικής, παρατηρείται τώρα η εγκαθίδρυση μιας αντιδραστικής λογικής, η οποία επαναφέρει την προσκόλληση στο χώμα, το τοπίο, το πώς ο άνθρωπος χερσώνεται σε μια εδαφική περιοχή. όλα αυτά τα θέματα αποτελούν αντιδραστικές τάσεις που προσανατολίζονται στο παρελθόν παρά στο μέλλον
Με τη θεωρία σας τού δράστη-δικτύου περιγράφετε αυτό ακριβώς το πλέγμα συνδεσιμοτήτας το οποίο λειτουργεί στον αντίποδα του μοντερνισμού; Δεν βρίσκεται στον αντίποδα, είναι απλώς μια θεωρία η οποία εγγράφει τη σύγχυση ανάμεσα στις οντότητες. Για παράδειγμα, λένε οι άνθρωποι: «Ο χρόνος και η πολιτική είναι πολύ διαφορετικά πράγματα». Το να μην αναμειγνύεται ο χρόνος, η μυθολογία και η πολιτική είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο επικαλείται ο μοντερνισμός. Ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, ο οποίος δεν έχει επιτευχθεί αποτελεσματικά στην Ελλάδα, υπάγεται στη σχέση στην οποία αναφέρεστε; Αυτό είναι μια άλλη ιστορία, γιατί αφορά στη θρησκεία και το κράτος, ενώ εγώ αναφέρομαι στη μυθολογία και τον χρόνο ή την πολιτική. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα, ωστόσο θα μπορούσε να συσχετισθεί ίσως. Όσο εκμοντερνίζεται μια κοινωνία τόσο λιγότερη θρησκεία υπάρχει. Δεν έχει υπάρξει ποτέ περισσότερο θόλωμα μεταξύ της θρησκείας και της πολιτικής, απ’ ό,τι στην εποχή μας. Επίσης, μεταξύ του χρόνου και της πολιτικής, που επίσης θα ήταν αναμενόμενο να διαχωρίζονται όσο προχωράμε. Τώρα όμως βρισκόμαστε στο σημείο όπου η σύνδεση μεταξύ χρόνου, τεχνολογίας, νόμου, ηθικής, αγορών είναι πολύ στενή. Γι’ αυτό ο μοντερνισμός
Ναι, αποτελεί σημαντικό κομμάτι του μοντερνισμού ο έλεγχος της φύσης από το άνθρωπο. Για παράδειγμα, σήμερα η φύση, η γη, η βιόσφαιρα δεν παράγει ικανή ποσότητα αζώτου ώστε να καλλιεργήσουμε. Το άζωτο παράγεται στα εργοστάσια για να χρησιμοποιηθεί ως λιπαντικό. Οπότε είμαστε σε αμφιθυμία σχετικά με το κατά πόσο το άζωτο είναι ανθρώπινο προϊόν ή φυσικό. Οι άνθρωποι υπολογίζουν τη φύση ως μέρος του κόσμου τους πλέον, όχι ως κάτι εξωτερικό. Το παράδοξο είναι πως εκείνη τη στιγμή που διατυπώθηκε από τον μοντερνισμό η ιδέα ότι η φύση και η ανθρώπινη δραστηριότητα θα έπρεπε να είναι εντελώς διαχωρισμένες μεταξύ τους, ακριβώς τότε έκανε η ίδια η βιομηχανική επανάσταση τη σύνδεση πιο συμπαγή. Ο μοντερνισμός υποσχέθηκε τη χειραφέτηση από την εξουσία της φύσης και τελικά μέσα από την εκβιομηχάνιση βρεθήκαμε παγιδευμένοι στις συνέπειες των πράξεών μας, υπόλογοι στην κριτική της λεγόμενης οικολογίας. Όλες αυτές οι προθέσεις έμειναν σαν πρόταγμα το οποίο όμως δεν εμπεδώθηκε, διατήρησε μια στάση συστολής, σχεδόν κρυβόταν. Κι όμως, αν οι άνθρωποι είχαν καταλάβει νωρίτερα, στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης, το μέγεθος και την επίδραση που θα είχε στο μέλλον η μόλυνση από την βιομηχανική παραγωγή, τι θα είχαν κάνει; Βεβαίως από τότε υπήρχαν φωνές που έθεσαν τέτοιου είδους προβληματισμούς, μα δεν δόθηκε σημασία. Τι θα συνέβαινε λοιπόν αν είχε γίνει από τότε κατανοητή η καταστροφική επίδραση της βιομηχανίας στο περιβάλλον; Θα είχαν ανακόψει τη βιομηχανική επανάσταση και θα είχαν βρει άλλη λύση; Οι μοντέρνοι επέλεξαν να αγνοήσουν τις συνέπειες, και είπαν, «Ας επινοήσουμε, ας προχωρήσουμε!». Τώρα οπισθοχωρούμε από αυτή τη χειραφέτηση και υποκύπτουμε στους περιορισμούς των συνεπειών.
Η Ευαγγελία Λεδάκη είναι ανθρωπολόγος και επιμελήτρια εκθέσεων
Το χαμόγελο της Τζιοκόντας h95Χ75X2cm ξύλο, μπρουτζόσυρμα, χρώμα 2013
Η ΑΥΓΗ • 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
40
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Αίμα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης JOSEPH ROTH, Ο ιστός της αράχνης, Εκδόσεις Κριτική, μτφρ. Τούλα Σιετή, σελ. 186 Πώς φτάνει ένας άνθρωπος να σηκώσει το τσεκούρι στον αέρα και να σπάσει το κρανίο του συμπολίτη του; Πώς οδηγείται μια κοινωνία στη μισαλλοδοξία και τον φασισμό; Αυτά τα ερωτήματα θέτει ο Γιόζεφ Ροτ, ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, που αποτύπωσε με τα μυθιστορήματά του το πνευματικό κλίμα της κεντρικής Ευρώπης, την εποχή της πτώσης της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Γεννημένος από Εβραίους γονείς στη Γαλικία, το ανατολικό της άκρο, ξεκίνησε ως αντιμοναρχικός και σοσιαλιστής υπογράφοντας άρθρα με το ψευδώνυμο «Κόκκινος Γιόζεφ», αλλά είχε πάντα συμπάθειες στη μεγαλοαστική τάξη. Ενθουσιάστηκε από την «Ομάδα 25», στην οποία ανήκαν ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Άλφρεντ Ντέμπλιν, γρήγορα όμως απομακρύνθηκε από αυτή. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου περιπλανήθηκε ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής των εφημερίδων κυρίως στη Βιέννη, το Βερολίνο και το Παρίσι. Στα σαράντα πέντε του, και αφού γράψει τον «Θρύλο του Αγίου Πότη», το αλκοόλ θα του δώσει τη χαριστική βολή πεθαίνοντας από κίρρωση ήπατος. Η νουβέλα «Ο ιστός της αράχνης», στην οποία για πρώτη φορά αναφέρεται με το όνομά του ο Χίτλερ, δημοσιεύτηκε από τις 7 Οκτωβρίου έως τις 6 Νοεμβρίου του 1923 σε συνέχειες στην Arbeiter-Zeitung, επίσημο όργανο των σοσιαλιστών της Αυστρίας. Στις 8 Νοεμβρίου η πραγματικότητα θα επικυρώσει τη μυθοπλασία με την πρώτη απόπειρα του Χίτλερ για την κατάληψη της εξουσίας, γνωστής και ως «Πραξικόπημα της μπιραρίας», (για την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση λίγων μηνών. Ο Τέοντορ Λόζε, κεντρικός ήρωας της νουβέλας, εκφράζει το κλίμα του καιρού του. Ενσαρκώνει τον άνθρωπο της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου «στα κοινοβούλια επιπόλαια άτομα έβγαζαν λόγους... Γυρολόγοι εθνικιστές ρήτορες εμπορεύονταν ηχηρές φράσεις. Οι ξένες γλώσσες ήταν μισητές. Ξένοι φτύνονταν», σε μια Ευρώπη με τα χάρτινα
Μακέτα για ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, h45X26X18cm χαρτόνι, ξύλο, τσόχα 2013
λόγια που «βρομούσε και σάπιζε». Ο εθνικιστής, δουλικός αλλά φιλόδοξος ήρωας, δειλός και κτηνώδης ταυτόχρονα μέσα στην ασημαντότητά του, θα γίνει χαφιές και μέλος παρακρατικών οργανώσεων που είχαν στόχο την κατάληψη της εξουσίας. Ο άπληστος Τέοντορ είναι η «νεαρή Ευρώπη», μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που προσπαθεί να αποκαταστήσει την πληγωμένη
περηφάνια της. Άνεργος, περιφρονημένος από την οικογένειά του γιατί δεν έπεσε στο πεδίο της μάχης, είναι αναγκασμένος να κάνει μαθήματα στο γιο του πλούσιου Εβραίου κοσμηματοπώλη Εφρούσι για να επιβιώσει. Χωρίς όνειρα και με καύσιμο την απογοήτευση, το μίσος για τους Εβραίους και την προσωπική του φιλοδοξία θα διεισδύσει στους κόλπους μιας μυστικής οργάνωσης.
Παρελαύνει στους δρόμους και τις πλατείες με τις δικές του ομάδες, προδίδει φίλους και εχθρούς, καταστέλλει απεργίες εργαζομένων, σηκώνει το τσεκούρι στον αέρα για να χτυπήσει τον συνεργάτη του και το αίμα κόκκινο, πηχτό, κολλώδες θα καλύψει τη ζωή του. Στο τέλος ο Τέοντορ Λόζε θα ανέλθει κοινωνικά, θα κερδίσει την εξουσία και τον πλούτο που αναζητούσε, αλλά θα διαπιστώσει ότι είναι παγιδευμένος στον ιστό της αράχνης που ετοίμαζε για τους άλλους. Ο Ροτ δείχνει τα χαρίσματα του ταλέντου του από το πρώτο του βιβλίο. Εντυπωσιάζει με τη δύναμη της περιγραφής, με την ακρίβεια στη λεπτομέρεια. Όπως έγραψε και ο ίδιος σε ένα άρθρο «μόνο τα μικρά πράγματα στη ζωή είναι σημαντικά». Αναδεικνύει το καίριο με τον αποφθεγματικό χαρακτήρα της γραφής του: «η πείνα προελαύνει εναντίον του κόρου», γράφει για τη σύγκρουση μιας διαδήλωσης εξαθλιωμένων εργατών στους δρόμους του Βερολίνου με τις δυνάμεις του παρακρατικού μηχανισμού, από καλοθρεμμένους φοιτητές με τσιτωμένα μάγουλα και ρόπαλα στα χέρια. Ωστόσο, στην έκβαση διακρίνουμε μια μυθοπλαστική αμηχανία στη διαχείριση της πλοκής. Επίσης, ο κεντρικός ήρωας Τέοντορ που σηκώνει στους ώμους του όλο το βάρος, μας δίνεται εξαρχής δεδομένος και μονοδιάστατος χωρίς ιδιαίτερη εξέλιξη στην πορεία της αφήγησης. Παρ’ όλα αυτά η γοητευτική νουβέλα προδιαγράφει τον μεγάλο πεζογράφο που θα ακολουθήσει με τον «Ιώβ» και «Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ». Πώς αντιμετωπίζει ο μυθιστοριογράφος μια μεγάλη κρίση του καιρού του; Οι περισσότεροι περιμένουν πολλά χρόνια, ώστε να κατακαθίσει ο ορυμαγδός πριν εμποτίσουν την πένα τους στη θολή μελάνη των γεγονότων. Αρκετοί δεν διστάζουν να ακουμπήσουν το χέρι τους στην καυτή ύλη της σημερινής πραγματικότητας. Ήδη βρισκόμαστε μπροστά σε μια σε μια μεγάλη καμπή της ελληνικής λογοτεχνίας. Στη στροφή από τον μικρόκοσμο της καθημερινότητας και του εγώ που πλήττει, σε μια ατομικότητα που συνθλίβεται σε συνθήκες κρίσης. Οι μεγάλοι πεζογράφοι, όπως ο Μπαλζάκ με τους «Χωριάτες» και ο Γιόζεφ Ροτ, μας έδειξαν ότι προηγούνται της εποχής τους.
Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ Πάλι στα ιερά κείμενα, στα ευαγγελικά. Με τις παλιές απορίες να επανέρχονται. Και οι ερωτήσεις προς τον Ιησού να παραμένουν. Μέρες που είναι, η λέξη «διακονία» πιέζει εκ νέου. Ξαναγυρνά σε κείμενα που για χρόνια είχε εγκαταλείψει. Άλλωστε, οι μεγάλες αγάπες δεν θάβονται ποτέ. Και δεν σε διακονήσαμε, δεν σε υπηρετήσαμε; Άραγε, ποια κρίση αυτοκριτικής καταβάλΛει τους «χριστιανούς» που κυβερνούν τη χώρα και θέτουν το ερώτημα: Δεν σε υπηρετήσαμε; Εσένα τον φτωχό, τον άνεργο, τον μετανάστη, τον εξόριστο, δεν σε υπηρετήσαμε; Αλλά από τη στιγμή που θέτουν το ερώτημα, δείχνουν να έχουν καταλάβει το «λάθος» τους; Πάντα όμως συμπληρώνουν και μία λέξη: δεν σε διακονήσαμε «αρκετά». Κάτω από αυτό το πρίσμα, το ερώτημα δεν απευθύνεται στους εξόριστους, στους μετανάστες, στους ανέργους, στους φτωχούς. Αντίθετα, α-
«Kαι ου διακονήσαμεν σοι;» πευθύνεται στους φίλους τους. Στους διακορευτές της χώρας. Γι’ αυτό είναι τόσο δυνατές οι κραυγές τους για την άθεη αριστερά. Την αριστερά που διακονεί αυτούς που έχουν ανάγκη, την αριστερά που προσφέρει και προσφέρεται. Αν η συζήτηση πάει εκεί, δηλαδή στον Λόγο και στην Πράξη, τότε αυτές οι παράταιρες κραυγές θα είναι πιότερο παράταιρες, πιότερο αστείες αλλά και συνάμα επικίνδυνες. Γιατί το ζήτημα τελικά
είναι ποιον επιλέγεις να διακονήσεις. Για τον «εξόριστο» των γραφών αυτό είναι λυμένο, αλλά εκείνοι διαλέγουν τη διαστροφή των εννοιών. Γιατί δεν μπορούν να αναμετρηθούν με την ουσία τους. Αλλά η αρχαία φράση επιμένει, χωρίς προσθήκες: «Και ου διακονήσαμεν σοι;». Ο όλος χρόνος συναντά όχι το μέρος του ανθρώπου αλλά τον όλο άνθρωπο, τον καιόμενο άνθρωπο. Αυτόν που ζητά επίμονα την απάντηση στο ερώτημα του τίτλου. Τα μάτια αυτού του ανθρώπου έχουν αρχίσει να κουράζονται. Η αιθαλομίχλη τον εμποδίζει να δει πιο καθαρά μπροστά του. Κλείνει το βιβλίο με τα παλιά κείμενα και αφήνει τις λέξεις να κυλήσουν μέσα του. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Η ΑΥΓΗ • 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
41 7
αφιέρωμα
Ριζοσπαστική δημοκρατία και συλλογικά κινήματα σήμερα
Προδημοσίευση από τον τόμο που θα εκδοθεί τον Ιούνιο του 2014 από τις εκδόσεις Ashgate, στα αγγλικά, με την επιμέλεια των Αλ. Κιουπκιολή και Γ. Κατσαμπέκη. Κάθε Κυριακή δημοσιεύουμε ένα μεταφρασμένο απόσπασμα από κείμενο του τόμου.
Το Occupy και η αυτόνομη πολιτική ζωή Τα κινήματα των καταλήψεων που ανέκυψαν πρόσφατα -από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, που έριξε τη δικτατορία του Μουμπάρακ, μέχρι το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στρητ» (Occupy Wall Street) στη Νέα Υόρκη και άλλα χρηματοπιστωτικά κέντρα ανά τον κόσμο- ενσαρκώνουν μια νέα
ΤΟΥ SAUL NEWMAN
μορφή πολιτικής, η οποία ενέχει τη δημιουργία αυτόνομων χώρων και σχέσεων, αντί της αντιπροσώπευσης ταυτοτήτων από την εξουσία. Το πραγματικά εντυπωσιακό σε τούτα τα κινήματα ήταν η απόρριψη των δομών ηγεσίας και η απουσία πολιτικών αιτημάτων και συγκεκριμένης ατζέντας. Αντ’ αυτού, η πρωτοτυπία τους εντοπίζεται στις συλλογικές μορφές πολιτικής ζωής που γέννησαν. Αν και αυτό οδήγησε πολλούς, τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά, στο να τα απορρίψουν ως αντι-πολιτικά, ασυνάρτητα και ανοργάνωτα, τέτοιες κριτικές απλώς αντανακλούν μια αδυναμία εξοικείωσης με ένα νέο παράδειγμα πολιτικής -το οποίο θα χαρακτήριζα με την παραδοξολογική διατύπωση της πολιτικής της αντι-πολιτικής- το οποίο αναδεικνύει τις δυνατότητες των αυτόνομων κοινωνικών σχέσεων και της πολιτικής ζωής, πέραν του χρεωκοπημένου δεσποτισμού του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη μηδενιστική παρωδία της κοινοβουλευτικής πολιτικής. Εδώ, θα ήθελα να διερευνήσω αυτό το νέο πολιτικό πεδίο, το οποίο θα περιέγραφα ως αναρχικό και αυτόνομο. Θα προτείνω πως μια τέτοια διερεύνηση απαιτεί νέα θεωρητικά εργαλεία και έννοιες, ενώ δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε μέσα από τις αντιτιθέμενες μορφές του Λαού και του Πλήθους. Ενώ η τελευταία κατηγορία (το Πλήθος), όπως έχει αναπτυχθεί από τους Μάικλ Χαρντ και Αντόνιο Νέγκρι, αποτυπώνει ίσως με καλύτερο τρόπο την πολιτική του Occupy σε σχέση
με την πρώτη, οι όροι τούτης της αντιπαράθεσης πρέπει, ωστόσο, να μετασχηματιστούν ουσιωδώς. Είναι βέβαιο πως σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε πλέον να αναγνωρίσουμε τη φιγούρα του Λαού που προσμένει έναν Ηγέτη, ούτε ένα ηγεμονικό σχέδιο προσανατολισμένο στην εξουσία και την πολιτική αντιπροσώπευση, με τους όρους που προτείνουν οι Λακλάου και Μουφ. Η έννοια του «λαού» δεσμεύει τους πολιτικούς αγώνες σε μια λογική της εξουσίας και σε ένα εγχείρημα που αποσκοπεί στην κατάληψη του κράτους. Η πρότασή μου εδώ είναι ότι η πολιτική του Occupy τοποθετείται σε ένα διαφορετικό πεδίο -όχι αυτό του κυρίαρχου κράτους, το οποίο όλο και περισσότερο μοιάζει με σπασμένο και άδειο κέλυφος- αλλά αυτό της αυτόνομης ζωής. Έτσι, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα εναλλακτικό θεωρητικό οπλοστάσιο, το οποίο θα σκιαγραφήσω μέσα από τις μορφές της εξόδου και της εξέγερσης ως ανάκτησης του εαυτού. Αυτές οι έννοιες συνεπάγονται μια επανατοποθέτηση της πολιτικής σχέσης πέραν του κράτους και των τυπικών αντιπροσωπευτικών του θεσμών και προσανατολισμένη προς τα κινήματα της αυτονομίας που όλο και περισσότερο το υπερβαίνουν. Οφείλουμε να στρέψουμε λοιπόν το βλέμμα μας από τη μορφή του κυρίαρχου προς τις κατασκηνώσεις που αναφύονται στις πύλες της πόλης και αθόρυβα και με χαρά πολιορκούν την εξουσία. Με την επίκληση σε τούτο τον ορίζοντα της αυτόνομης πολιτικής μπορούμε να επιστήσουμε την προσοχή σε μια σειρά από πρόσφατα συμβάντα και φαινόμενα, τα οποία για πολλούς ίσως να φαίνονται ανόμοια: η πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο -κάτι το οποίο απέκτησε στη φαντασία μας το ίδιο συμβολικό βάρος με την εισβολή στη Βαστίλη το 1789- οι Αγανακτισμένοι της Πουέρτα ντελ Σολ στη Μαδρίτη, το κίνημα Καταλάβετε τη Γουόλ Στρητ στο πάρκο Ζουκότι, το κίνημα Καταλάβετε τον Άγιο Παύλο (Occupy St Paul’s) στο Λονδίνο, όπως και ο αποκλεισμός των αποβάθρων στο Όκλαντ της Καλι-
φόρνια και η κατάληψη των δικαστηρίων από εργάτες στο Γουισκόνσιν. Ωστόσο, τα γεγονότα αυτά, με το εντυπωσιακό θράσος τους, ήταν απλώς τα πιο ορατά και εντυπωσιακά σύμβολα ενός ευρύτερου και μάλλον υφέρποντος κινήματος - ενδεικτικά, οι πολυάριθμες καταλήψεις εργοστασίων και χώρων εργασίας στην Ευρώπη, όπως και οι καταλήψεις πανεπιστημίων, χρηματιστηρίων και επιχειρήσεων. Πράγματι, το Occupy δεν πρέπει να ιδωθεί απλώς ως ένα διακριτό/συγκεκριμένο κίνημα, αλλά περισσότερο ως μια τακτική, ένα είδος πρακτικής, ένας τρόπος οργάνωσης και ριζωματικής κινητοποίησης, που εξαπλώνεται αυθόρμητα στα νευρικά κέντρα των καπιταλιστικών κοινωνιών και ενέχει την κατάληψη και τον μετασχηματισμό των φυσικών, συμβολικών και κοινωνικών χώρων. Εδώ, θα μπορούσαμε επίσης να μιλήσουμε για καταλήψεις και στον κυβερνοχώρο - από το Wikileaks έως τον hacktivism. Η πολιτική θεωρία, νομίζω, έχει ακόμα διαδρομή να διανύσει όσον αφορά αυτό το πεδίο. Η τελευταία, συνήθως αναζητά ορατές, αντιπροσωπευτικές ταυτότητες που εντοπίζονται σε ένα οντολογικό πεδίο το οποίο οργανώνεται από την κυρίαρχη εξουσία??? καταπιάνεται με το πώς κυβερνιόμαστε ή με τις κανονιστικές αρχές ή καταστατικές λογικές στις οποίες βασίζεται η πολιτική εξουσία. Ωστόσο, στα κινήματα των Καταλήψεων, έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική δυναμική, στο πλαίσιο της οποίας η ταυτότητα και η αντιπροσώπευσή της δεν είναι πλέον λειτουργική ή σημαντική. Αντί της δημιουργίας ταυτοτήτων και συμφερόντων -σε σχέση με την τάξη, το φύλλο, την εθνικότητα, τη σεξουαλικότητα, κλπ.- που να καθίστανται ορατά από την εξουσία μέσω της συνάρθρωσης αιτημάτων, αυτό που βλέπουμε είναι η σύγκλιση ανθρώπων που δεν ταυτίζονται πλέον με συγκεκριμένους τρόπους, αλλά συναντιούνται ως ενικότητες??? που συναντιούνται, όπως θα το έθετε ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, «εντελώς ανώνυμα» και «έξω από
οποιαδήποτε αντιπροσωπεύσιμη προϋπόθεση του ανήκειν».1 Ίσως έτσι να εξηγείται και η διαδεδομένη χρήση μασκών σε τέτοιες συγκεντρώσεις: αυτό δεν είναι μόνο ένας τρόπος παράκαμψης της πανταχού παρούσας αστυνομικής επιτήρησης, αλλά και μια χειρονομία μηαντιπροσωπευσιμότητας, μιας άρνησης των υποκειμένων να ταυτιστούν και να αντιπροσωπευτούν με τους συνήθεις τρόπους. Πράγματι, είναι ένα σημάδι ότι το μέσω της πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης έχει διαρραγεί ανεπανόρθωτα. Αυτό που φαίνεται να αναδύεται εδώ είναι η δυνατότητα για ένα διαφορετικό είδος του ανήκειν ή της σχέσης/συγγένειας που δεν βασίζεται πλέον σε παγιωμένες ταυτότητες και υποκειμενικότητες. 1 Giorgio Agamben, The Coming Community, MN: University of Minnesota Press 1993, σ. 85.
Ο Saul Newman είναι καθηγητής πολιτικής θεωρίας στο Goldsmiths University του Λονδίνου
Αγάπη, h180X18X10cm ξύλο, χρώμα 2012
Είμαστε όλοι μας μπουφόνοι Ψεύτες πολιτικοί μερικές φορές καλούνται θεατρίνοι. Τι γίνεται όμως όταν οι θεατρίνοι κάνουν τους ψεύτες πολιτικούς; Στη σκηνή του Θεάτρου Μπρόντγουαιη, στο τέλος μίας μακρόστενης αίθουσας κόκκινων καθισμάτων, ξαναζωντανεύει ένα αυθεντικό μπουφόνικο θέαμα. Ο τίτλος του, «Διαγώνισμα Ευρωπαϊκής Υστερίας». Το έργο, γραμμένο από τη Βίλη Σωτηροπούλου, ενσαρκώνει με κεντρικό πρόσωπο την ίδια, την σύγχρονη Ελλάδα, που εξετάζεται στο μάθημα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, που συμμετέχουν ντυμένοι ως άστεγοι, απωθητικοί -και συμπαθητικοί συγχρόνως- παραμορφωμένοι αλήτες, δημιουργούν ένα θέαμα ανατρεπτικής αντι-ευρωπαϊκής ευφράδειας, ρητορικής και κινησιακής. Το έργο, καρναβαλικό και κριτικό απέναντι σε κάθε κατασταλτική αποικιοκρατική δύναμη, είναι καταρχήν σατιρικό, ένα αυθεντικά λαϊκό θέαμα με στόχους εγερτικούς και στοχαστικούς. Η ιστορική διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας παρακολουθείται γραμμικά κατά τα φαινόμενα, στην ουσία όμως επιλεκτικά και ερμηνευτικά. Άλλωστε, η ίδια
ιστορία επαναλαμβάνεται και η μητέρα Ελλάδα έχει πάρει το μάθημά της και καλείται ακόμα μία φορά να διαγωνιστεί σε αυτό. Με τις τυπικά κωμικές Μεγάλες Δυνάμεις να καθορίζουν την ύπαρξή της, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα μια φορά ενώπιον εντολών να που την ωθούν σε μία προκαθορισμένη από τρίτους μοίρα. Η Γερμανία στην εκπληκτική κωμικά ναζιστική της μεταμφίεση, η Γαλλία στην σεξουαλικά εμφαντική της ανωτερότητα, η Αγγλία, με τον νανισμό κάθε συμπόνιας απέναντι στις αποικίες, η μεσογειακή Ιταλία στην κρυφο-φασιστική της εξάρτηση, η Ρωσία στην αρκτική της χωριατιά, η φαινομενικά ανεγκέφαλη γουεστερνική ΗΠΑ, εκτίθενται σε όλη τους την αστεία δολιότητα και περιβάλλουν μια Ελλάδα καταβεβλημένη, αλλά πονηρή και αυτοσαρκαστική. Και όμως, το ΔΕΥ δεν είναι επιθεώρηση, αλλά ένα θέαμα απολύτως αντι-τηλεοπτικό, ενοχλητικό και οικείο. Αξίζει να το δούμε για να καταλάβουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, όπως καταλαβαίνουμε την αλήθειά μας όταν βλέπουμε τον εαυτό μας στους καθρέφτες του τσίρκου. Ε.Α.
Η ΑΥΓΗ 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
42
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Η αισθητική της ανάγκης Στην εικοσαετία 1955-75 καταγράφεται στην Ελλάδα μια πυκνότατη ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, με τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής αλλά και την κατασκευή κτιρίων γραφείων, ξενοδοχείων ή εργοστασίων - ο ρόλος της οικοδομικής «βιομηχανίας» στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μετά τον πόλεμο έχει αναλυθεί πολλαπλά, ώστε να μη χρειάζεται εδώ κάποια ευρύτερη αναφορά. Εξίσου πυκνή είναι την ίδια περίοδο η δραστηριότητα του δημόσιου τομέα στην παραγωγή αρχιτεκτονικής, μέσω κυρίως της προκήρυξης αρχιτεκτονικών διαγωνισμών αλλά και μέσω των
ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Τεχνικών Υπηρεσιών Υπουργείων και Οργανισμών. Στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας, της διοίκησης, της υγείας, της εκπαίδευσης, του τουρισμού, του πολιτισμού, σχεδιάζεται και υλοποιείται ένας σημαντικός όγκος αρχιτεκτονικού έργου, από αξιόλογους αρχιτέκτονες και γραφεία που χρησιμοποιούν ανεπιφύλακτα τη διεθνή φονξιοναλιστική σύνταξη. Η έρευνα, η καταγραφή και η ανάλυση αυτού του έργου παραμένει εν πολλοίς ανοιχτή - αν είναι γνωστό το έργο του Κωνσταντινίδη στον ΕΟΤ και στον ΟΕΚ, όπως και κάποια πανεπιστημιακά συγκροτήματα και κτίρια πολιτισμού, γνωρίζουμε ακόμη ελάχιστα για τη «λειτουργική» αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου, όταν δεν έχουν τεθεί από αυτήν αισθητικά/ιδεολογικά αιτούμενα. Στην οικοδόμηση των πολυκατοικιών και των κτιρίων γραφείων, η κοινωνική κριτική
μετά τη μεταπολίτευση καταλόγισε τις ευθύνες για την «τσιμεντοποίηση» της πρωτεύουσας, αγνοώντας σε πολλές περιπτώσεις τις τεχνικές και αρχιτεκτονικές τους αρετές (λειτουργικός και δομικός κάνναβος, μορφολογική αφαίρεση, κατασκευαστική ποιότητα, οικονομία κατασκευής) αλλά και τον κομβικό πολεοδομικό τους ρόλο, και παρακάμπτοντας τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνιστώσες της αστικοποίησης (ανάπτυξη βασισμένη στην εκμετάλλευση της αστικής γης, υψηλοί συντελεστές δόμησης, οικοδομικοί κανονισμοί του 1955 και του 1973) που καθόρισαν τις ασφυκτικές πυκνότητες του αστικού ιστού στο εμπορικό κέντρο και τις περιοχές κατοικίας, και μορφοποίησαν, εν πολλοίς, την αρχιτεκτονική ογκοπλασία. Ο ελληνικός φονξιοναλισμός (και ιδιαίτερα η πρώιμη περίοδός του, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘50) απαξιώθηκε παράλληλα από την ιστοριογραφία και αγνοήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος του στις ανθολογήσεις αρχιτεκτονικού Έργου. Ο επώνυμος μεταπολεμικός μοντερνισμός κινήθηκε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, κυρίως προς δύο κατευθύνσεις με έντονο αισθητικό αίτημα: τον κλασικιστικό μισβαντεροϊκό αφαιρετισμό (που εν πολλοίς εφαρμόστηκε σε μονοκατοικίες υψηλών εισοδημάτων, το μέγεθος και ο προϋπολογισμός των οποίων επέτρεπαν τις στυλιστικές αναζητήσεις) και τον πλαστικό μπρουταλισμό, κατευθύνσεις που υιοθέτησε και η αρχιτεκτονική κριτική, υποτιμώντας στην πράξη πολλές, επώνυμες ή μη, πραγματοποιήσεις πολυκατοικιών και κτιρίων γραφείων στην Αθήνα και τον Πειραιά. Αν, στην περίοδο
Ο ζωγράφος του Φεβρουαρίου είναι ο Νίκος Παπαδόπουλος. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Το 1991 πήρε το πτυχίο του εκπαιδευτικού τεχνολόγου, ηλεκτρολόγου - μηχανικού. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (2007-2013) γλυπτική με δάσκαλο το Γιώργο Λάππα. Έλαβε μέρος στο Rèsidence Delphus Project «από τον πραγματικό στον εικονικό χώρο», στους Δελφούς (2010). Φοίτησε στο Universitè Paris 8 (2011), στον Τομέα των Πλαστικών Τεχνών. Από το 2013 κάνει το μεταπτυχιακό του στην ΑΣΚΤ της Αθήνας με αντικείμενο «Τέχνη, Εικονική Πραγματικότητα και Πολυχρηστικά Συστήματα Καλλιτεχνικής Έκφρασης. Έχει συμμετάσχει σε ποικίλες ομαδικές εκθέσεις και δράσεις, όπως η «etsi όλοι μαζί», στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, η «μεγάλη καραμέλα», στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και η «ηγέτες, ζώα και εργαλεία», στην αίθουσα τέχνης Καππάτος (2011), «ο θάνατος του δημιουργού», στη Beton7 και η «Α3», στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (2012), η «Της θάλασσας εικόνες», στο Εργοστάσιο της ΑΣΚΤ της Αθήνας (2014). Έχει παρουσιάσει το έργο του σε μια ατομική έκθεση «thesis», Γεώργιος Καραϊσκάκης, στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (2013). Ο Παπαδόπουλος πειραματίζεται με διαφορετικές μορφές της έκφρασης, σύγχρονα και παραδοσιακά εργαλεία και υλικά. Κινείται από το πραγματικό στο εικονικό και τανάπαλιν με σταθερές τη γλυπτική αλλά και τη ζωγραφική. Στήνει τρισδιάστατες κατασκευές» με μια κάμερα και με καταγραφές από τηλεοπτικά προγράμματα, αναζητώντας το νόημα των λέξεων όπως το «εγώ. Ζωγραφίζει αφηρημένες και ρυθμικές χρωματικές συνθέσεις χρησιμοποιώντας έναν εκπαιδευτικό ρομποτικό βραχίονα διαχείρισης πυρηνικών αποβλήτων, που
1957-1967, οι παρουσιάσεις πολυκατοικιών και κτιρίων γραφείων είναι συχνές στο περιοδικό Αρχιτεκτονική, είναι χαρακτηριστική η πλημμελής δημοσίευση υλοποιημένων παραδειγμάτων αστικής πολυκατοικίας στις διαδοχικές εκδόσεις των Αρχιτεκτονικών Θεμάτων και των Θεμάτων Χώρου+Τεχνών, μέχρι το 1980. Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι η λειτουργική, κατασκευαστική και αισθητική ποιότητα της μέσης αθηναϊκής πολυκατοικίας στις αναπτυσσόμενες μεσοαστικές συνοικίες είναι αρκετά υψηλή, αν υπολογίσει κανείς τα οικονομικά και τεχνικά δεδομένα (παράγοντας μάλιστα και ένα αυτόχθον μοντερνιστικό ύφος), ενώ είναι αξιοσημείωτη στις περιοχές υψηλότερων εισοδημάτων, όπως ο Λυκαβηττός και το Κολωνάκι. Ελλείψει άλλωστε ενός ευρύτερου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας από την πλευρά του κράτους μετά τον πόλεμο, η πολυκατοικία του ‘60 αποτελεί αναγκαστικά το ελληνικό μοντέλο αστικής ανοικοδόμησης. Ο Δεκαβάλλας τονίζει την ικανότητα και την ευρηματικότητα των κατασκευαστών αλλά και την ποιότητα των συνεργείων στα χρόνια της ανοικοδόμησης, τουλάχιστον στις κατασκευές στις μεσοαστικές συνοικίες της Αθήνας, επισημαίνοντας ότι είχαν αφομοιώσει την κατασκευαστική εμπειρία της μεσοπολεμικής πολυκατοικίας. Αντίστοιχα, ο Κώστας Φινές αναφέρεται στις οικογένειες Μυτιληνιών μαστόρων, «τελευταίους φορείς της τέχνης και της παράδοσης», που, διωγμένοι από τα χωριά τους μετά τον Εμφύλιο, κατέφυγαν στην Αθήνα, ιδρύοντας συνοικισμό
Ο ζωγράφος του μήνα
ελέγχεται με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, δύο αισθητήρες και λογισμικό, ένα ζωγραφικό πινέλο και μελάνια. Η τελική εγκατάσταση θυμίζει τις φτιαγμένες με κομμάτια από μηχανές ειρωνικές εικόνες όπως αυτή της «ερωτικής πα-
στα Τουρκοβούνια («όπως ακριβώς παλιότερα οι Αναφιώτες μάστορες που εγκαταστάθηκαν στις βόρειες κλιτύες της Ακρόπολης»), όπου μετέφεραν την οικοδομική τους εμπειρία στην πολυκατοικία της αντιπαροχής και στα νέα δημόσια κτίρια. Στη συνεργασία αυτών των μαστόρων και εργολάβων με τους αρχιτέκτονες, και κατά ένα μέρος στη δική τους συνεισφορά, οφείλεται η επεξεργασία ενός κατασκευαστικού κώδικα (υλικά και οικοδομικές λεπτομέρειες) που θα διαδοθεί και σε υλοποιήσεις κατοικιών και πολυκατοικιών χαμηλότερων προδιαγραφών, συνιστώντας ένα νέο ελληνικό «ανώνυμο» (vernacular) ύφος, αντίστοιχο με αυτό που αναπτύχθηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στις ελληνικές πόλεις ως «λαϊκός νεοκλασικισμός». Εντούτοις, όπως επισημαίνω στο τρίτο μέρος αυτού του κειμένου, υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο βιβλιογραφικό κενό στη μελέτη της αρχιτεκτονικής αυτής της περιόδου, που είναι ακόμα μεγαλύτερο όσον αφορά την εξέλιξη των κατασκευαστικών τεχνικών και την κωδικοποίηση των κατασκευαστικών λεπτομερειών, χωρίς να παραβλέπει κανείς το γεγονός ότι κοινό χαρακτηριστικό στους περισσότερους αρχιτέκτονες που εργάζονται στη δεκαπενταετία της ανοικοδόμησης είναι η εξαιρετικά εκτεταμένη εργογραφία, που πολλές φορές οδηγεί αναπόφευκτα ακόμα και καταξιωμένους δημιουργούς σε προχειρότητα. Από το βιβλίο Αναγνώσεις της ελληνικής μεταπολεμικής Αρχιτεκτονικής, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο
ρέλασης» του ντανταϊστή Πικαμπιά. Πλάθει τον γνωστό έφιππο ανδριάντα του Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Ζάππειο, που φιλοτεχνήθηκε στο πνεύμα του ακαδημαϊσμού από το Μιχαήλ Τόμπρο τη δεκαετία του ‘60, εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες που του δίνουν τα νέα πολυμέσα. Στο τρισδιάστατο βίντεο η μορφή του αγωνιστή του ‘21 μεταλλάσσεται σταδιακά επαναλαμβανόμενη ή στιγμιαία. Η ύλη της μοιάζει να υπόκειται στη φθορά του χρόνου: Καλύπτεται με μια πατίνα που σβήνει τα χαρακτηριστικά της, διατηρεί όμως το κέλυφος του σχεδίου της και την ορμητικότητα της κίνησής της. Τεμαχίζεται, σαν από μια βίαια επέμβαση, που αφήνει τα μέλη της, να δείξουν μέσα από το θραύσμα τη δύναμη της σμίλης και των μυώνων, όπως στα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Ογκίστ Ροντέν. Καταβροχθίζεται, όπως στα αφηρημένα γλυπτά του Τζιακομέττι. Γίνεται μια αιωρούμενη μάζα από σωματίδια. Τοποθετείται μέσα σ’ ένα τοπίο ονειρικό ή εφιαλτικό, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες του θεατή, φτιαγμένο με γαλαζογκρίζους ουρανούς, σύννεφα κι αφηρημένες εξωπραγματικές αλλά και οργανικές μορφές που μας οδηγούν στους πίνακες των σουρεαλιστών Τανγκί και Νταλί. Ο Νίκος Παπαδόπουλος ερευνά, θα έλεγα, με τη βοήθεια των μέσων της τεχνολογίας, χωρίς να διακατέχεται από αυτά, τις πτυχές και τα όρια της ανθρώπινης έκφρασης. Αποδομεί και δομεί σύμφωνα με την αρχή του εκφραστή της άμορφης τέχνης Ζαν Φωτριέ, «Η ζωγραφική δεν μπορεί διαφορετικά. Πρέπει να καταστρέφεται, για να ανανεώνεται ξανά και ξανά». ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ