Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 585
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Στρατηγική της έντασης ΣΕΛ.1
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ Μια «ενοχλητική» συλλογή ΣΕΛ. 2
ΕΛΕΝΗ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ Επιστροφή στην παιδική ηλικία ΣΕΛ. 3
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Για τον Στέφανο Ροζάνη ΣΕΛ. 4
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ Ανθρωπογεωγραφία ΣΕΛ. 4
ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Αnne Carson ΣΕΛ. 5
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ Φύλλα στον καιρό ΣΕΛ. 5
ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Απ’ τη σκοπιά της καθημερινότητας ΣΕΛ. 6
ΦΟΙΒΟΣ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ Διδάσκοντας λογοτεχνία ΣΕΛ. 7
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΟΣ Από τις Φυσικομαθηματικές επιστήμες ΣΕΛ. 8
Τα έργα προέρχονται από την έκθεση «Εκ νέου. Μια νέα γενιά Ελλήνων καλλιτεχνών», Επιμέλεια: Δάφνη Βιτάλη, Δάφνη Δραγώνα, Τίνα Πανδή, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Κτίριο Ωδείου Αθηνών, Βασ. Γεωργίου Β΄17 -19 & Ρηγίλλης. διάρκεια: μέχρι 2 Μαρτίου
Στρατηγική της έντασης Ο Μίκης Μάντακας ως επικαιρότητα; Στην Ιταλία, όπου έζησα δύο χρόνια, το σημειολογικό φορτίο του Έλληνα αριστερού, ανάμεσα σε ομοϊδεάτες του, έχει παράδοξες συχνά αναφορές. Οι περισσότερες είναι από την περίοδο της επταετίας - η χούντα υπήρξε σημειολογική κορυφή για την Ιταλία, κυρίως μέσα από το πηγαινέλα ανθρώπων ανάμεσα στην Αδριατική, στη ζέση και τη ζύμωση των ιταλικών Πανεπιστημίων κι όχι μόνο. Οι ιταλοί αριστεροί φροντίζουν να υπενθυμίζουν στον εΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
πισκέπτη τέτοιες μικροϊστορίες. Η κορυφαία αναφορά είναι βέβαια ο (πάντως όχι αριστερός) Αλέκος Παναγούλης - εθνικός ήρωας στην Ιταλία σχεδόν όσο και στην Ελλάδα, μέσα από το λατρεμένο και στις δύο χώρες βιβλίο Un Uomo (Ένας Άντρας) της σπουδαίας Oriana Fallaci, τον ριζοσπαστικό φεμινισμό της οποίας η αριστερά ένθεν κακείθεν δεν μπόρεσε να σώσει από όψιμες αντι-ισλαμικές κορώνες. Μία άλλη σημειολογική αναφορά είναι ο Κώστας Γεωργάκης, ο Κερκυραίος φοιτητής που αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα το ‘68, ως άλλος Jan Palach (Γιαν Πάλαχ), στη δραματικότερη και αποτελεσματικότερη (αλλ’ ίσως κι άγνωστη σήμερα) διαμαρτυρία κατά της χούντας στην Ελλάδα. Μία ακόμη είναι ο Κύπριος Γιώργος Τσικουρής κι η φίλη του Maria Angeloni, τραγικά θύματα κι εκείνοι, της ίδιας της βόμβας που τοποθέτησαν στην αμερικάνικη πρεσβεία της Αθήνας το 1970. Ο κατάλογος, για ιταλούς φιλίστορες, δεν έχει τέλος από τέτοιες μικροϊστορίες της περιόδου, σχετικά άγνωστες στο ελληνικό κοινό. Μία που ξεχωρίζει είναι, από την αντίστροφη, εκείνη ενός αφανούς «ήρωα» για την ελληνική και -κυρίως- την ιταλική ακροδεξιά: του Μίκη Μάντακα. Αξίζει να την θυμηθούμε, γιατί προσφέρει ένα πρίσμα ανάλυσης ιστορικών αντιθέσεων, όπως εκφράζονται μέσα στη συγκυρία του ριζοσπαστισμού. Τοίχοι στα περίχωρα της Ρώμης, τοίχοι σε δεξιές πόλεις όπως οι Lucca, η Verona, η Latina κοσμούνται με στένσιλ, γκραφίτι και συνθήματα που αναφέρονται στον Μίκη Μάντακα, και φυσικά τοίχοι στις Case
Pound ανά τη χώρα κοσμούνται με την αφίσα του. Το κείμενο που συνοδεύει την φωτογραφία του Μάντακα, ή απλά το όνομά του με λατινικούς χαρακτήρες, είναι είτε, λακωνικά, μία λέξη (PRESENTE, τουτέστιν: «παρών») είτε μικρές υμνητικές αναφορές. Το PRESENTE ή όποια άλλη κειμενική συνοδεία στη μυθική (κι απόλυτα αναγνωρίσιμη από αριστερούς αλλά κυρίως από νεοφασίστες Ιταλούς) μορφή του Μάντακα είναι πάντα στη χαρακτηριστικά φασιστική γραμματοσειρά Mostra Nuova (που γεννήθηκε
με την ιταλική art deco της δεκαετίας του ‘30 κι έχει μια απέριττη επιβλητική φινέτσα) που μαστόρικα μιμούνται οι «αυτόνομοι» της Forza Nuova, της Fiamma, της La Destra ή απλά οι θαμώνες των Case Pound. Μιλάμε εξάλλου για τη χώρα της εκλέπτυνσης και της γραφιστικής τελειότητας. Για το μη εξασκημένο μάτι, η αναφορά «Mikis Mantakas (1952-1975) - Presente» ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24
Η ΑΥΓΗ • 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
μπορεί να ξεγελάσει και να παρεξηγηθεί για αναφορά του αυτόνομου χώρου. Στην ουσία ο νεαρός Μάντακας, γόνος στρατιωτικών από του Παπάγου και φοιτητής στο Μιλάνο, υπήρξε, μία ατυχής στιγμή, το σταυροδρόμι όπου διασταυρώθηκαν χιαστί δύο φαινομενικά παράλληλες ατραποί: η ελληνική μεταπολίτευση και η ιταλική στρατηγική της έντασης. Ο φοιτητής Μάντακας οργανώθηκε, σαν καλός ακροδεξιός, στο MSI (Movimento Sociale Italiano). Η έννοια της Κοινωνικής Δημοκρατίας και της Τρίτης Θέσης (ας την πούμε, για την οικονομία του κειμένου: στρασσερισμό ή εθνικό σοσιαλισμό ή ρεπλίκα της Repubblica του Σαλό) ήταν ο οδηγός του Μάντακα, που εντάχθηκε -πιο συγκεκριμένα- στην FUAN, την φοιτητιώσα νεολαία του Τριτοθεσικού, νεοφασιστικού MSI. (Ιταλοί φασίστες μού εξήγησαν πως, στο πρόσωπο του Μάντακα, βλέπουν το πραγματικό MSI - την Ιδεολογία, συγκρίνοντας το ήθος του νεαρού θύματος με την ακηδία και ρεμούλα του Gianfranco Fini, που από νεοφασίστας ταγός του κόμματος «κατήντησε» πρόεδρος της Ιταλικής βουλής και κεντρώος...) Την εποχή που ακουγόταν στις αριστερίστικες πορείες το σύνθημα «Chiave 36 / Fascista dove sei?» («Κρατάμε κλειδίκάβουρα/ πού κρύβεσαι, φασίστα;») από κομουνιστές νεαρούς εργάτες της Autonomia, ο Μάντακας ήταν «ακτιβιστής της Δεξιάς» (φράση που χρησιμοποίησε πολλάκις ο Μάκης Βορίδης για να περιγράψει το παρελθόν του). Σε μια σύγκρουση, στις 24 Φεβρουαρίου 1975 (από τις πολλές, δυστυχώς πάντα βίαιες, αντεγκλήσεις ανάμεσα στους «μαύρους» και τους «κόκκινους»), ο Μίκης Μάντακας σκοτώθηκε από σφαίρα: το πιστόλι κρατούσε ο Alvaro Lojacono, νεαρός κομουνιστής κι έπειτα κοντά στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, που καταδικάστηκε σε 16ετή φυλάκιση. Ο Μάντακας υπήρξε σημαντική περίπτωση για την σύγχρονη ιταλική πολιτική ιστορία, διότι η δολοφονία του υπήρξε κομβική στιγμή στην ιταλική «στρατηγική της έντασης». Θεωρήθηκε άδικη κι άνανδρη από τους Ιταλούς φασίστες και όρισε την καμπή προς την ακόμη πιο έντονη και ολοένα κλιμακούμενη φασιστική βία, ως τις αρχές του 1980 (με κορυφαία κι αποτρόπαιη πράξη τους 85 νεκρούς και 200 τραυματίες του σταθμού της Bologna, εκείνη τη χρονιά). Οι αναφορές του ιταλικού φασισμού στον «Πολιτισμό» και στην «Ευρώπη» (κεντρική έννοια στο μουσολινικό όραμα η εξιδανίκευση της Europa, βλ. εξάλλου το εντυπωσιακό, φασιστικά κτισμένο προάστιο της Ρώμης ονόματι EUR), έδωσαν τελικά στον θρύλο Μάντακα τον τίτλο «ο μαχητής της Ευρώπης». Στη Ρώμη, στους φασιστικούς κύκλους, η Piazza Risorgimento άτυπα έχει μετονομαστεί σε Piazza Mantakas. Κάθε 28η Φεβρουαρίου, φασίστες συγκεντρώνονται μπροστά στο σημείο της δολοφονίας του, στην εν λόγω πλατεία: στις 7 το απόγευμα, κι ενώ χαιρετούν με τον γνωστό «ρωμαϊκό τρόπο», ένας ταγός δίνει το σήμα: ακούγεται η κραυγή «Mikis Mantakas», στην οποία εκατοντάδες απαντούν «Presente, Presente, Presente»!». Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία τού Μάντακα στην Ρώμη, πολλοί (ίσως και χιλιάδες) ιταλοί φασίστες συγκεντρώθηκαν για το πρώτο πολιτικό μνημόσυνο αφιερωμένο σε αυτόν και φώναξαν το σύνθημα: «Σκοτώσατε τον άνθρωπο, όχι την Ιδέα» - σύνθημα που έχει ανεγείρει ο ελληνικός νεοφασισμός, που έχει ξανά αναφορά και στην περίπτωση Μάντακα: τόσο η Χρυσή Αυγή όσο και, κυρίως, οι Εθνικοσοσιαλιστές Αυτόνομοι κύκλοι, όπως η ομάδα Μαύρος Κρίνος. Κάποια στιγμή, το 2009, περνώντας έξω από το Ιταλικό Ινστιτούτο, στη Θεσσαλονίκη, είδα νεαρούς να αναρτούν πανώ με αναφορές στον Μάντακα - μου έκανε εντύπωση η οργάνωση «αυτόνομων» νεοφασιστών στην πόλη. Μέσα στο γενικευμένο κλίμα ηθικής απαξίωσης του πολιτικού αντιπάλου και συχνά απόδοσής του χαρακτηριστικών μη σκεπτόμενου ανθρώπου (και συχνά: οιονεί μη-ανθρώπου), ξεχνάμε συχνά πως υπάρχουν (και) φασίστες που αξιώνουν ιστορικές αφηγήσεις και διεκδικήσεις - με ηρωολόγια και ιστολόγια. Υπάρχει ένας χώρος, με περιορισμένη ποσοτικά απήχηση αλλά με αυξημένη ποιοτικά αποτίμηση, στους ακροδεξιούς κύκλους, που ομνύει σε τέτοιες αναφορές και περιπτώσεις. Η γνώση του αντιπάλου ξεκινά με την κατανόηση αυτών των ιστορικών αναφορών - αλλά και με την κατανόηση των προσλήψεών τους, στη συγχρονία.
Ο Θοδωρής Ρακόπουλος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος
Μια «ενοχλητική» συλλογή ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ, Καυσοκαλύβης, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 176 Πρόκειται πράγματι για μια συλλογή κοφτερή μέχρι το κόκαλο και άκρως αποκαλυπτική μες στην άγρια γύμνια της. Τι είναι αυτό που αποκαλύπτει; Την αλήθεια του σύγχρονου τρόπου ζωής, μέσα από μύχιες σκέψεις και συναισθήματα ή τις πάμπολλες μάσκες και δοκιμές της καθημερινότητας, σε ένα ακόρντο ειλικρίνειας όλο ένταση, σε αναλογία με το Tristan chord του Wagner.
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
Μακριά από το ομιχλώδες τοπίο του συγκαταβατικού, ο «Καυσοκαλύβης» δεν είναι ένα αμιγώς ποιητικό, δοκιμιακό ή αποφθεγματικό βιβλίο. Είναι όλα μαζί και τίποτε από αυτά συγχρόνως. Ο Ζέρβας περιφρονεί τη φόρμα, δυναμιτίζει το γνωστό έδαφος και λοιδορεί τους συναισθηματισμούς, παραδίδει όμως αλήθεια, καυστικότητα και ατόφιο συναίσθημα. Όχι πως έχει τον αναγνώστη κατά νου, καθόλου. Είναι σαφές ότι επικοινωνεί εν κενώ, σαν να μιλά στον εαυτό του. Ούτε ισχύει πως δεν του έχει μείνει στάλα ζεστασιάς. Είναι που «στην εποχή του θεωρούσαν αισχρό να επαναλαμβάνουν τους κοινούς τόπους για να μένουν στην επικαιρότητα», όπως ο ίδιος ο Ζέρβας έχει δηλώσει, τασσόμενος κατά της διαιώνισης της αυταρέσκειας στον γραπτό λόγο. Είναι που πίστεψε στον William Butler Yeates, ο οποίος το 1936 είχε πει ότι η ποίηση του μέλλοντος θα είναι η περιγραφή του βιώματος και της στιγμής. Είναι, τέλος, που περιφρονεί τον λυρισμό, πράγμα άκρως ειρωνικό, αφού με την ένταση με την οποία επικοινωνεί τους εσωτερικούς του διαλόγους και τις βαθιές του διαπιστώσεις, καταλήγει να πλησιάζει στον ορισμό του λυρισμού περισσότερο από οποιονδήποτε δηλώνει θεράπων του, αποδεικνύοντας ότι η λυρική συνείδηση δεν είναι τελικά παρά ένα αιματώδες ερώτημα πάνω στις
ασύμβατη σχέση μεταξύ ατομικού και συλλογικού, απόλυτου και σχετικού. Ο Ζέρβας πειραματίζεται, καινοτομεί, ξεδιαλέγει, δεν φοβάται: δεν φοβάται να ψάξει, να βγει έξω από τα όρια, να κοιτάξει πίσω από τα φαινόμενα, να αναλύσει τις αναμνήσεις και τις διαπιστώσεις του μέσα από μια απρόσμενη εναλλαγή ενσταντανέ, συναισθημάτων, ενστίκτων, έλξεων και έξεων. Παραδόξως, μέσα σε όλα αυτά συναντάμε τον εαυτό μας ή, πιο καλά, τη νεοελληνική συνιστώσα της ταυτότητάς μας: σαν τον Καυσοκαλύβη, τον ασκητή Μάξιμο του 14ου αιώνα, έτσι κι εμείς εμφανιζόμαστε να καίμε και να ξανακαίμε τις εστίες μας, όχι για να υπηρετήσουμε κάποιο υψηλό ιδεώδες, αλλά από ανικανότητα, επιπολαιότητα και μια ροπή προς την ανοησία. Η συλλογή είναι προϊόν προσεκτικής σκηνοθεσίας. Παρότι δομείται σε ενότητες, καθετί κληροδοτεί την ηχώ του στα επόμενα και συνυφαίνεται μαζί τους, την ίδια στιγμή που καινούρια θέματα κάνουν θορυβώδη είσοδο και μπλέκονται στον καμβά, συνθέτοντας ένα πικρό ενίοτε, περιπαικτικό άλλοτε, εξαιρετικό πάντως αποτέλεσμα που προβληματίζει. Η επανάληψη των θεμάτων, η επίσκεψή τους ξανά και ξανά, ολοένα εμβαθύνοντας, καθώς και το κοίταγμά τους από διαφορετικές οπτικές γωνίες που όμως πάντα καταλήγουν σε τρεις-τέσσερις κοινούς παρονομαστές (τη μοναχικότητα, το γήρας, την ασίγαστη επιθυμία, τον θάνατο), παράγουν έναν υπόκωφο ρυθμό που σφυροκοπά τον νου και εντυπώνεται εκεί με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Προτείνω να διαβάσετε τον «Καυσοκαλύβη». Μην αντιδράσετε αμέσως στον ιονισμό, παραδοθείτε του για λίγο. Αφήστε τον να σας ποτίσει. Η λογοτεχνία επιτάσσει έκθεση στον κίνδυνο και η ανάγνωσή της μπορεί να εξελιχθεί σε πεδίο μάχης ανάμεσα σε ό,τι γνωρίζουμε και στο νέο νόημα. Είναι όμως μια μάχη κόντρα στη βιομηχανία έτοιμων αισθημάτων και, γι’ αυτό, εξαιρετικά σημαντική.
Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι φιλόλογος, επιμελήτρια κειμένων και μεταφράστρια
Η ΑΥΓΗ • 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
Επιστροφή στην παιδική ηλικία ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ, Ο Μικρός Έλληνας, εκδόσεις Εξάντας, σελ. 309 «Ο Μικρός Έλληνας» είναι το ποίημα που έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ και απέδωσε στα ελληνικά ο Κωστής Παλαμάς με τον τίτλο «το Ελληνόπουλο». «Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα. Η Χίο, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα [...] Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες» και το μικρό Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι ζητά βόλια και μπαρούτι. Είναι η εποχή που η Ελλάδα προσλαμβάνεται από την Ευρώπη μέσα από την Επανάσταση του 1821 και ο Ντελακρουά δημιουργεί τη Σφαγή της Χίου. Ένας σύγχρονος Μικρός Έλληνας είναι μόνιμα εγκατεστημένος στη ζωή και τη φαντασία του συγγραφέα. Ένα παιδί, που γεννήθηκε στην αποθήκη μιας μονοκατοικίας στην Καλλιθέα, έζησε εκεί μέχρι τα 14 χρόνια του και δεν ενηλικιώθηκε ποτέ, διαφυλάττοντας με τη ζωντανή του ύπαρξη την πραγΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ
ματική πατρίδα του Βασίλη Αλεξάκη: την παιδική ηλικία και τις αναμνήσεις που τυλίγουν, όπως η ομίχλη ή η υγρασία, όλα τα τοπία της ενήλικης ζωής. Ο συγγραφέας κυκλοφορεί μέσα στο σύννεφο της καταγωγής του, θυμάται και δημιουργεί σημερινούς κόσμους, ενώ η ιεροτελεστία της γραφής του -ένα ξύλινο μολύβι, το κρεβάτι, τα γόνατα που εκτελούν χρέη αναλογίου και η πίπα- παραπέμπουν σε άλλη εποχή. Σκέφτομαι ότι υπάρχουν ακόμα συγγραφείς, οι οποίοι γράφουν κρυφά όπως τα παιδιά κι ενδεχομένως διαβάζουν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, και παύω να αισθάνομαι παρείσακτη στον κόσμο των υπολογιστών και των κινητών τηλεφώνων. Όταν στο «Μικρό Έλληνα» η καμαριέρα του ξενοδοχείου Περέβ παρατηρεί «Θα προχωρούσατε πολύ πιο γρήγορα αν χρησιμοποιούσατε υπολογιστή», εκείνος απαντά «Δεν θέλω να προχωρήσω γρήγορα». Ο Βασίλης Αλεξάκης κατοικεί ομοιότροπα και παράλληλα σε 4 σύμπαντα που αλληλοδιεισδύουν το ένα στο άλλο. Το πρώτο είναι το σπίτι στην Καλλιθέα με τον κήπο και την αποθήκη - ένας μαγικός χώρος, θα το ονομάζαμε δωμάτιο του μελλοντικού συγγραφέα. Στον κήπο υπάρχουν δύο ακακίες, μια ροδιά και μια μανταρινιά. Ένα κιγκλίδωμα χώριζε την πλακόστρωτη αυλή που έπαιζε μπάσκετ με τον αδελφό του από τον κήπο. Γράφει: «Ούτε η μητέρα μου που λάτρευε το μυθιστόρημα, ούτε ο πατέρας μου, που δε ζούσε παρά για το θέατρο, δεν καλοήξεραν πού τελείωνε η πραγματικότητα και πού άρχιζε ο κόσμος της φαντασίας, ούτε καν αν υπήρχε διαχωριστική γραμμή». Στην αποθήκη ο Μικρός Έλληνας ο νεότερος, με το όνομα Βασίλης, συγκατοικούσε με τους ήρωές του, στους οποίους πολλά παιδιά, όπως κι εγώ, ακουμπήσαμε την παιδική μας ηλικία. Τι φέρνει κοντά στον Ντ’ Αρτανιάν και τους Τρεις Σωματοφύλακες, τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον Γιάννη Αγιάννη, τον Δον Κιχώτη, τον Ρομπέν των Δασών; Τι ενώνει την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, τον Μιχαήλ Στρογκώφ, την Τζέιν Έιρ, τον Όλιβερ Τουΐστ, τον Ταρζάν, τον Φιλέα Φογκ, τον Δεκαπενταετή Πλοίαρχο και τον Κόμη Μοντεχρίστο ; Όποιος δεν πέρασε μερόνυχτα αγκαλιά με βιβλία, συχνά δανεισμένα και σειρές από Κλασικά Εικονογραφημένα, μέσα σε χώρους κατάλληλους γι’ αυτές τις αναγνώσεις -τέτοιοι χώροι δεν θα γίνουν ποτέ τα σημερινά καθιστικά με τις τηλεοράσεις- δεν έχει απάντηση. Είναι σαν να μη βυθίστηκε ποτέ στην ταραχή των αισθήσεων, των μυστηρίων, των ταυτίσεων, των ηρωικών πράξεων και των κρυφών ερώτων.
ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ
Το δεύτερο σύμπαν του συγγραφέα είναι το νοσοκομείο Αιξ, όπου εγχειρίστηκε από ένα anévrysme -το οποίο και διερεύνησε γλωσσικά- ευτυχώς εγκαίρως, ώστε να σωθεί από το μοιραίο και να ξαναβάλει, μόλις συνήλθε από τη νάρκωση, σε αργή κίνηση τη φαντασία του. Σαν γνήσιος συγγραφέας και πολυλογάς γράφει: «Δεν μου αρκεί να ξαναζώ την εγχείρισή μου, θέλω και να τη διηγούμαι». Θέλει τη συμπόνια, δηλαδή το ενδιαφέρον των άλλων. Σύντομα εγκατέλειψε την Αιξ, όπου είχε πάει για μια διάλεξη, και αντί του αμφιθεάτρου βρέθηκε στο χειρουργείο, για να εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο Περέβ. Ήταν ένας μεταβατικός χώρος ανάρρωσης, αφού η κατοικία του στον 5ο όροφο της οδού Ζυζ 52, στο Παρίσι, δεν ήταν κατάλληλη να φιλοξενήσει έναν συγγραφέα με δεκανίκια, ή μια «μαριονέτα με δεκανίκια», όπως θα πει αργότερα, όταν θα διεισδύσει για τα καλά σ’ ένα κόσμο όπου όλα τα πλάσματα είναι κούκλες. «Ο κήπος του Λουξεμβούργου έγινε η νέα μου πατρίδα», γράφει. Έτσι, ένα τρίτο σύμπαν δημιουργήθηκε με υλικά της πραγματικότητας και της φαντασίας, στο οποίο ο συγγραφέας μετακόμισε και το πρώτο σύμπαν της καταγωγής του - την αποθήκη της Καλλιθέας. Στο νέο του περιβάλλον και με τη βοήθεια της Οντίλ, που συναντούσε στο Πανδοχείο των Μαριονετών, θα διεισδύσει στο χώρο που δρουν οι μαριονετίστες. Η γυναίκα αυτή είναι η ψυχή του θεάτρου Γκινιόλ, οικογενειακής επιχείρησης την οποία ίδρυσε ο παππούς της το 1933 και διηύθυνε ο πατέρας της ως το 1987. Όλο το διάστημα της διαμονής του στο ξενοδοχείο Περέβ ο συγγραφέας θα συγκατοικήσει με τις μαριονέττες - εκεί που συγκεντρώνονται, εκεί όπου κατασκευάζονται, εκεί που παί-
ζουν. Οι κήποι και το παλάτι του Λουξεμβούργου είναι μια ευκαιρία κατάδυσης στην αχλύ του μύθου και της ιστορίας. Από τη Μαρία των Μεδίκων και τον Ναπολέοντα με την Ιωσηφίνα μέχρι την εποχή που ο συγγραφέας επισκέπτεται το παλάτι, το έχουν ήδη κατοικήσει πολλοί. Τα ιστορικά πρόσωπα αλλά και οι θαμώνες του πανδοχείου, οι διαβάτες του κήπου, οι μαριονετίστες και οι δημιουργοί αυτών των εξαίσιων μαγικών πλασμάτων είναι οι νέοι συγκάτοικοί του. «Νομίζω» γράφει ο συγγραφέας «ότι κάτι έσπασε στο Αιξ, ότι η εγχείριση άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα. Εξακολουθώ να την κοιτάζω προσεχτικά, αλλά όπως επισκέπτεται κανείς μια έκθεση... Ταυτόχρονα η πραγματικότητα έγινε πιο απόμακρη. Ενώ την παρατηρώ συνειδητοποιώ την απόσταση μου με χωρίζει από αυτήν». Δεν αντιλαμβάνομαι τόσο μέσα από το μυθιστόρημα αυτή τη μεταβολή, όμως η ενότητα του χρόνου και η μείξη του παρελθόντος και του παρόντος χρόνου είναι εξόφθαλμη. Συμβαίνει, πιστεύω, στους ανθρώπους όσο περνούν τα χρόνια, η διάκριση παρελθόν-παρόν να ξεθωριάζει και το παρελθόν να ζει κολλημένο στο παρόν, να εισχωρεί μέσα του χωρίς περιορισμούς. Αυτή η διάσταση του χρόνου σμιλεύεται πολλαπλά στον «Μικρό Έλληνα». Στο τρίτο σύμπαν του ξενοδοχείου, όπου γράφεται το βιβλίο, φαντασία και πραγματικότητα συνυπάρχουν συγκεχυμένα, ακριβώς όπως συγχέονται οι χρόνοι. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό «Το δωμάτιο που νοικιάζω στο ξενοδοχείο Περέβ βρίσκεται στον πέμπτο όροφο, όπως η γκαρσονιέρα μου της οδού Ζυζ, και έχει τον αριθμό 52. Σήμερα το πρωί, ανοίγοντας τα μάτια μου, αντίκρισα με κατάπληξη στην προέκταση του κρεβατιού ένα θεόρατο χοντρό κουνέλι, όχι λιγότερο παχύ από την καμαριέρα που μου φέρνει το πρωινό μου. Κουνηθείτε, μου είπε, η βασίλισσα δεν ανέχεται να περιμένει. Είναι ικανή να μας κόψει το κεφάλι αν δεν παρουσιαστούμε μπροστά της την ώρα που μας υπέδειξε. Μα δεν μπορώ να κάνω γρήγορα, διαμαρτυρήθηκα. Τα τραύματά μου δεν έχουν ακόμη επουλωθεί εντελώς. Χρειάζομαι μισή ώρα για να κάνω ένα ντους και είκοσι λεπτά για να χτενιστώ. Είκοσι λεπτά για να χτενιστείτε; σάστισε. Μα έχετε ελάχιστα μαλλιά. Ναι, αλλά δεν έχω χτένι. Είμαι αναγκασμένος να τα τακτοποιώ με το χέρι μου. Περνάω τα δάχτυλά μου μέσα στα μαλλιά μου, αν με καταλαβαίνετε». Αυτός είναι ο συγγραφέας στη χώρα των θαυμάτων, συχνά αυτοσαρκαζόμενος, εκτιθέμενος και υποσκάπτων τη σοβαροφάνεια. Σε κάποια σημεία του βιβλίου μπορούμε να γελάσουμε αυθόρμητα και δυνατά. Το τέταρτο σύμπαν είναι το καβούκι του, μια γκαρσονιέρα τόσο μικρή ώστε τίποτα και κανείς να μην τον αποσπά από την εσωτερική του ζωή, δηλαδή την τέχνη της γραφής. Αυτή η συνθήκη λέγεται και μοναξιά. Γράφει «θα μεταφερθώ σ’ ένα χώρο που δεν ανήκει σε κανένα τόπο, που στερείται διεύθυνσης, που επιπλέει στην επιφάνεια του χρόνου - όπως ο κήπος της Καλλιθέας». Ο Βασίλης Αλεξάκης έχει δύο πατρίδες, την Ελλάδα και τη Γαλλία, ενωμένες σε μία, την παιδική του ηλικία. «Ο Μικρός Έλληνας» είναι, επίσης, ο Μικρός Ήρωας των παιδικών χρόνων : ο ατρόμητος Γιώργος Θαλάσσης, που 13 χρονών μπήκε στην Αντίσταση και πολέμησε τους Γερμανούς μαζί με την αγαπημένη του Κατερίνα, και τον αχόρταγο Σπίθα. Οι μέρες που ζούμε είναι χλωμές και αντιηρωϊκές. Η Κατερίνα έχει μεταναστεύσει στη Γερμανία, δεν έχει πια δυνατή μνήμη και ο Σπίθας έγινε εργολάβος. Ο Γιώργος Θαλάσσης, όμως, διατρέχει τον χρόνο και θα συναντήσουμε την αύρα του στα νέα παιδιά των δρόμων και τους «αγανακτισμένους» της πλατείας Συντάγματος.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
ΝΙΚΟΣ Α. ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΣ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΙΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η Σ ,
Α γ ί α ς
ΜΙΚΡΕΣ ΜΠΟΥΚΙΕΣ
Ε ι ρ ή ν η ς
1 7 ,
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΟΥΡΙΔΑΚΗΣ
τ η λ .
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΟΔΙΑ ΣΕ ΑΝΔΡΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ (ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ) 2 1 0
3 2 2 8 8 3 9
Η ΑΥΓΗ • 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
26
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Αποσπάσματα ενός μύθου ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ, Διαλέξεις για τον Ρομαντισμό, εκδόσεις Εξάρχεια, σελ. 90 Αρχίζω να διαβάζω κείμενα του Στέφανου Ροζάνη στη μεταπολίτευση, όταν, νέος της εποχής, μετέχων του ριζοσπαστισμού της, αναζητώ ερείσματα για τη διάχυτη, και προσωπικά έντονη διάθεσή μου, για μια στάση που θα αποτύπωνε την ενότητα της θεωρίας και της πράξης, με τους όρους βέβαια που τότε κατανοούσαμε αυτές τις έννοιες. Έτσι, εντρυφώ στο περιοδικό «Σημειώσεις», βρίσκοντας όλα τα τεύχη του, ακόμα και το εναρκτήριο τού 1973, καταχωΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
νιασμένα και σκονισμένα σε απίθανα ράφια των βιβλιοπωλείων της Αθήνας. Μαζί με το περιοδικό αναζητώ και όλα τα βιβλία των συντελεστών του, καθώς και των εκδόσεων Έρασμος. Θα πρέπει να παρατηρήσω, ότι η ύλη του περιοδικού, καθώς και όλων αυτών των βιβλίων, αφορά αποκλειστικά δύο περιοχές: την ποίηση και το δοκίμιο. Να, λοιπόν, μια έμπρακτη αποτύπωση του διπόλου που έψαχνα, δηλαδή «θεωρίας» και «πράξης», το οποίο δίπολο μάλιστα εφαρμόζεται και αντιστρόφως: είτε ως ποίηση και δοκίμιο, είτε ως δοκίμιο και ποίηση. Άλλωστε, η ποίηση του Ροζάνη, του Λεοντάρη, του Λυκιαρδόπουλου, του Πορφύρη, του Μαρκίδη, είναι ποίηση κατόφορτη ιδεών, εμπεδώνοντας αυτό τον δυισμό στο εσωτερικό της. Αντίστοιχα, τα δοκίμιά τους για θέματα λογοτεχνικά, έχουν ως δεσπόζουσα τη φιλοσοφική σκέψη. Πρόκειται για το δίπολο, για τον δυισμό που αντιστοιχεί στο μείζον αιτούμενο του ρομαντισμού, όπως το διατυπώνει ο Ροζάνης εισαγωγικά και στο παρόν βιβλίο: «Κυρίως, πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι ο ρομαντισμός είναι η ενότητα του στοχασμού και της πράξης??? είναι η ενότητα του υποκειμένου που σκέπτεται τον κόσμο και του υποκειμένου που πράττει για να μεταβάλει τον κόσμο??? και τέλος, η ακύρωση του διαχωρισμού υποκειμένου και αντικειμένου, δηλαδή η ενότητα μεταξύ της υποκειμενικής μας ζωής και της πραγματικότητας η οποία καθορίζει την υποκειμενική μας ζωή». Θεωρώ πως η επικαιρότητα της σκέψης και του έργου του Ροζάνη, καθώς και των υπολοίπων της παρέας των «Σημειώσεων», επικαιρότητα που τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται με πλήθος αναφορών νεωτέρων, ποιητών και δοκιμιο-
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΡΜΠΑΣ, Η Βικτώρια δεν υπάρχει, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 61 Η ιστορία ξεδιπλώνεται γύρω από τη γνωριμία του κεντρικού ήρωα, ενός κάτοικου της Αθήνας, με έναν εκφασισμένο συμπολίτη του. Η σταδιακή εξομολόγηση του δεύτερου σχετικά με τις πολιτικές και κοινωνικές του πεποιθήσεις εκτυλίσσεται σε έΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗ
να ταξίδι με το τρένο με τελικό προορισμό την πλατεία Αττικής. Ο ήρωας εμφανίζεται να αδυνατεί να συλλάβει την εμπειρία του συνομιλητή του και έτσι την αφήγηση της σταδιακής αλλαγής του ανθρώπινου μωσαϊκού και του τοπίου πέριξ της πλατείας Βικτωρίας τη συνοδεύει η ιστορία του άγχους, της απώθησης και της αποστροφής που του προκαλεί τόσο ο φασισμός όσο και η κοινωνική υποβάθμιση της ιστορικής γειτονιάς του κέντρου. Κάθε φορά που ο αποτροπιασμός του ήρωα κορυφώνεται, ο συγγραφέας
Φωτογραφία: Νίκος Βούλγαρης
γράφων, και διαπιστώνεται μάλιστα σε ποιήματα και δοκίμια, αφορά μια σημερινή αναζήτηση, ανάλογη με εκείνη της μεταπολίτευσης: μέσα στην προωθητική αύρα του περιρρέοντος ριζοσπαστισμού, προκύπτει διακριτή η ανάγκη για ουσιώδεις και βαθιές τομές, που θα υπερβαίνουν τον ορίζοντα της διάχυτης ραθυμίας τής προηγούμενης εποχής. Το γενικευμένο αίτημα της χειραφέτησης, που επικαλύπτει
και νοηματοδοτεί όλες τις επιμέρους εκδοχές του, αποτελεί την κινούσα διαδικασία, καθώς και τη δεσπόζουσα, σε αυτή τη νέα συνάντηση. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται στον κατάλογο των εκδόσεων «Εξάρχεια», όπου εντάσσεται το βιβλίο του Ροζάνη, αλλά και στον χώρο αναφοράς αυτών των εκδόσεων. Μα η ενότητα του χειρεφετητικού προτάγματος, όπως σηματοδοτείται από την αρθρογραφία του Ροζάνη στις σελίδες των «Αναγνώσεων» αλλά και από τα βιβλία του στις εκδόσεις «Εξάρχεια», είναι μια ενότητα που εμπεδώνει επίσης το ρομαντικό πρόταγμα. Το πρόσημο αυτής της συνάντησης δεν είναι η νοσταλγία, που τελικά μάλλον θα οδηγούσε σε έναν κάποιο κοινοτισμό, είτε της μορφής του αναχωρητισμού, είτε εκείνης της ανιστόρητου βολονταρισμού. Ο Ροζάνης είναι γνήσιο τέκνο του 20ού αιώνα, τέκνο του μοντερνισμού, και με αυτούς τους όρους προσεγγίζει, ανακαλεί και επικαιροποιεί τον ρομαντισμό. Τι σημαίνει όμως αυτό σήμερα, στη μεταμοντέρνα συνθήκη που ζούμε; Ο Ροζάνης είναι απ’ τους ελάχιστους που κατανοεί την κρίση του μοντερνισμού, και μάλιστα κατανοεί ότι αυτή η κρίση συνιστά από μόνη της μια μεγάλη διάρκεια. Η στάση του αφορά την πραγματικότητα του κατακερματισμού του κόσμου, ως επιθυμία εξέγερσης απέναντί του, με αίτημα όχι όμως την επανασύστασή του ως ομογενούς και αρραγούς, αλλά την αποδοχή του κατακερματισμού, ως στοιχείο της μακράς διάρκειας της κρίσης, και την υπέρβασή της μέσα από τη χειραφέτηση απ’ το επίπεδο του κατακερματισμού στο χώρο της σκέψης. Διαδικασία που δεν νοείται χωρίς το πρόταγμα της ουτοπίας, όπως το όρισε ο Νοβάλις, και το αποτυπώνει ο Ροζάνης, «το όνειρο να ανυψωθεί εκθετικά σε πρωταρχική πηγή και κατευθυντήρια γραμμή της δημιουργικής σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο του». Μια διαδικασία που προσβλέπει στην σύνθεση νέων μεγάλων αφηγήσεων, μέσα από την αποδόμηση των ιστορικά «κουρασμένων» αφηγήσεων του ακμαίου μοντερνισμού, μέσα από την αποδοχή, αυτής της κόπωσης και της ήδη/πάλι οργάνωσης της πραγματικότητας ως πεδίου σπαραγμάτων, αλλά με στόχευση τη σύνθεση που θα υπερβαίνει το άχθος του ιστορικού παρόντος. Ας τελειώσω με λίγους στίχους του Στέφανου Ροζάνη, από τη συλλογή του Αποσπάσματα ενός μύθου: Τι να κάνω με τόσες λέξεις ανήμπορες Τόσα φράγματα ανίκανα να σταματήσουν έναν λυγμό Σαν λησμονιά η σιωπή απλώνει
Ανθρωπογεωγραφία παραβάλει και άλλη μια μικρή ανθρώπινη ιστορία με την οποία προσπαθεί να συμπληρώσει την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Έτσι, ο τελικός χάρτης περιλαμβάνει ανθρώπινες εικόνες της νύχτας της, του πολιτικού και ερωτικού περιθωρίου, των κλειστών επαγγελματικών επιλογών και της μικροπαραβατικότητας, όψεις και αυτές του καθημερινού τοπίου της Βικτώριας. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να εκφράσει τη σκέψη του είναι τολμηρή και περίεργα «ιθαγενής». Δεν προσπαθεί να εξαγνιστεί μέσα από χειρισμούς που θα καθαγίαζαν ένα γλωσσικό σύμπαν εκ των πραγμάτων «βρώμικο». Αλλά, ταυτόχρονα, δεν προσπαθεί να υπερβάλλει ως προς την λαϊκότητα ή την περιθωριακότητά της. Δεν ξέρω αν στα ψιλικατζίδικα γύρω από την οδό
Φυλής οι περίοικοι και οι γείτονες μιλάνε όπως οι ήρωες της Βικτώριας, εγώ πάντως σίγουρα πείστηκα επ’ αυτού. Το βιβλίο του Τσίρμπα αποτελεί μια αναπαράσταση του φασισμού στην ελληνική κοινωνία, όπως αυτός αρθρώνεται ως αστικό, δηλαδή γεωγραφικά προσδιορισμένο στον αστικό χώρο, φαινόμενο. Προσπαθεί μέσα από ατομικές αφηγήσεις να ξεχωρίσει τη δημοσιογραφική αναπαράσταση της «κατάληψης» του κέντρου από την «εισβολή» των μεταναστών, από την πραγματικότητα της κινούμενης και ανισομερούς δυναμικής του Αθηναϊκού τοπίου και τη βιωμένη χωρική υποβάθμιση, συνθήκη που δυναμιτίζει τον κοινωνικό ιστό και κάνει τις πλέον παράλογες σκέψεις, όπως η φασιστική φαντασίωση της μαζικής εξολόθρευσης των μεταναστών, να ανθίζουν. Ταυτόχρονα, ιχνηλατεί
τους ομόκεντρους κύκλους που διαγράφουν οι πορείες των προσφύγων γύρω από τους χώρους της εσωτερικής μετανάστευσης, που τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 άγαρμπα δόμησαν την σημερινή Αθήνα. Ο φασισμός στον Τσίρμπα όμως δεν αναπαρίσταται ως ατομικό φαινόμενο. Δεν φωλιάζει στην ψυχή του κακού φασίστα συνομιλητή του ήρωα. Αντίθετα, είναι διατομικό φαινόμενο. Ακμάζει στα όρια της επαφής τους. Στο σημείο που εφάπτονται η απώλεια της αίσθησης της τοπικότητας, η αλλοτρίωση του αστικού τοπίου, η κατάρρευσης της γνωστής κοινότητας του «φασίστα» με την απώθηση, την αδιαφορία και τον κομφορμισμό του «κανονικού». Όσο η αφήγηση εκτυλίσσεται, τόσο παρατηρούμε τον ήρωα να βυθίζεται με ψυχαναγκασμό στην οθόνη του κινητού του και στα διαφημίστηκα banners και mail που έρχονται στο τάμπλετ του. Νομίζω πως υπάρχουν πολλοί λόγοι για να διαβάσει κανείς με ενδιαφέρον το βιβλίο.
Ο Μιχάλης Νικολακάκης είναι δρ Ιστορίας
Η ΑΥΓΗ • 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
5
Εξανθρωπίζοντας το μεταμοντέρνο ANNE CARSON, Λίγα λόγια, εισαγωγή-μετάφραση Χάρης Βλαβιανός, δίγλωσση έκδοση, Πατάκης, σ. 112 Καθώς αναζητώ να λύσω το γρίφο των αινιγματικών καρσονικών ποιημάτων, παρακολουθώ την απαρχή μιας εντυπωσιακής και διαρκώς φρέσκιας ποιητικής περιπέτειας, όπως αποτυπώνεται στο πρώτο βιβλίο ποίησής της Λίγα λόγια (Short Talks, 1992). Το βιβλίο μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τον Χάρη Βλαβιανό και περιλαμβάνει μια περιεκτική επισκόπηση σε όλα τα έργα της. ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Καταγράφω τι βλέπω: 1. Ετερόκλητο υλικό (Μπριζίτ Μπαρντό, Βαν Γκογκ, Παρμενίδης, ορχιδέες, ηδονισμός, Μπροντέ, πέστροφα, αίσθηση απογείωσης, αδιάβροχη φύση των πραγμάτων, βασιλιάς, ανάγνωση, καταναγκαστικά έργα κ.ά.): Σύμφωνα με τον παιγνιώδη πρόλογο της Κάρσον, έναν «οδηγό» ποιητικής, τα ποιήματα προκύπτουν επειδή κάποιες λέξεις, γεγονότα, ή πρόσωπα χάθηκαν από το υλικό των διηγήσεων. 2. Νέες συσχετίσεις ανάμεσα στα υλικά-γεγονότα, νέοι αρμοί: Εφόσον αυτή είναι η αναγκαία σχέση μας με το προσωπικό και ιστορικό παρελθόν κι εφόσον η ποίηση θέλει συγχρόνως να μάθει κάτι από τη δεξαμενή του, με άλλα λόγια «να θυμηθεί», το ποιητικό υποκείμενο της Κάρσον προβαίνει σε παράδοξους συνδυασμούς με ό,τι μνήμες έχει. Τοποθετεί τον Οβίδιο σ’ ένα δωμάτιο με ραδιόφωνο. Αυτός ο Οβίδιος κλαίει. Το υποκείμενο προβαίνει και σε νέες φιλοσοφικές υποθέσεις προσαρμόζοντας τις προκείμενες στα δήθεν ελλιπή γνωστικά του δεδομένα. Έτσι διευρύνει τα όρια των στενών λογικών συλλογισμών του και μετατοπίζεται στο πεδίο της ποιητικής πραγματικότητας: «Αν, για παράδειγμα, κάθε φορά που έλεγε «πόλεις» εννοούσε «αυταπάτη»;» μας ρωτά στο τέλος ενός ποιήματος. Η ποιητική λειτουργία αναπληρώνει τα κενά του παρελθόντος με τη φαντασία, εκκινεί από το σημείο όπου βρίσκεται. Το σήμερα. Προχωρά μπροστά ρωτώντας δίχως να ενδίδει στη νοσταλγία ή την απώλεια. Η ποιητική μνήμη είναι με το μέρος της ζωής. 3. Παραγωγή πρωτότυπου στοχασμού, νέου συμπεράσματος για τον κόσμο στηριγμένου σε όσα δεδομένα διασώθηκαν: Ο νέος αυτός στοχασμός μοιάζει να έχει προκύψει από κάποιο ολίσθημα της σκέψης. Από ένα lapsus, ένα σφάλμα, με την αριστοτελική σημασία της λέξης. Αλλά και με την μπεκετική: «Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα». Το «τυχαίο λάθος» του συλλογισμού είναι μάλλον η γενεσιουργός αιτία της ποίησης της Aνν Κάρσον (γενν. 1950). Τα Λίγα λόγια μοιάζουν με «αποτυχημένες» μικρές διαλέ-
Οι φλογισμένοι στίχοι ανακαλούν τον αρχέγονο πόθο. Αυτόν που κατακλύζει τους ανθρώπους. Και στ’ αλήθεια στους καιόμενους καιρούς αυτός ο αρχέγονος πόθος αποκαλύπτεται, έκνομα, παθιασμένα, για να πληρώσει την «εκτός νόμου» αλληλεγγύη των σωμάτων. Όταν συνειδητοποιείς τη δύναμη του πόθου, τη δύναμη του εξεγερμένου κορμιού, εκεί στο μεταίχμιο, λίγο πριν η επανάσταση γίνει καθεστώς, εκεί διακυβεύεται η ουσία της ελευθερίας. Κι ύστερα οι συμβάσεις. Ο γάμος, η «ηθική» του σώματος, η χαλιναγώγηση του πάθους, οι νόρμες. Μια κοινωνία που αρνείται, που κρύβεται από τα παθιασμένα βλέμματα. Γιατί υπάρχει ο φόβος, ο φόβος απέναντι στο ενδεχόμενο της λυτρωτικής «κατάρρευσης»
ξεις για διάφορα επιστημονικά και μη θέματα. Αναβάλλουν διαρκώς το κυριολεκτικό νόημα των συμβάντων ή εστιάζουν σ’ ένα άλλο νόημα, εκείνο των ευρηματικών συσχετίσεων/συνειρμών. Τα ποιήματα επιμένουν να ολισθαίνουν προς μια ελλειπτική παραδοξότητα που δεν επιδιώκει, μάλλον αρνείται, να γίνει αντικείμενο ερμηνείας. Λίγα λόγια για το τέλος Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο φως και τον φωτισμό; Υπάρχει μια χαλκογραφία του Ρέμπραντ που τη λένε Οι τρεις σταυροί. Απεικονίζει τη γη και τον ουρανό και τον Γολγοθά. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη η πλάκα σκοτεινιάζει. Σκοτεινιάζει. Ο Ρέμπραντ σε ξυπνάει τη στιγμή ακριβώς που βλέπεις την ύλη να βγαίνει παραπατώντας απ’ τις μορφές της. Λίγα λόγια για το να περπατάς προς τα πίσω Η μητέρα μου μας απαγόρευε να περπατάμε προς τα πίσω. Έτσι περπατούν οι νεκροί, έλεγε. Από πού της κατέβηκε μια τέτοια ιδέα; Ίσως από μια κακή μετάφραση. Οι νεκροί εξάλλου δεν περπατούν προς τα πίσω, περπατούν πίσω μας. Δεν έχουν πνευμόνια και δεν μπορούν να μας φωνάξουν αλλά πολύ θα το ‘θελαν να γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε. Είναι θύματα του έρωτα, πολλοί απ’ αυτούς. Τα ποιήματα κάνουν σωστά λάθη· είναι υφολογικές ανασκευές της απώλειας, ενόσω μας ανακουφίζουν από το προφανές, το προβλέψιμο, το στατικό. Από την παθητικότητα της νεκρής γνώσης. Από τη γνώση που δεν ξέρουμε τι νόημα έχει ή δεν έχουμε ιδέα πώς θα την αξιοποιήσουμε. Από τη διανοητική πλήξη κι από το μάκρος των αφηγήσεων που έχουν ξεχάσει το λόγο για τον οποίο πρέπει να τις αφηγηθούμε. «Θα κάνω τα πάντα για ν’ αποφύγω την πλήξη. Είναι έργο ζωής. Δεν μπορείς ποτέ να γνωρίζεις αρκετά, να εργάζεσαι αρκετά, να χρησιμοποιείς τα απαρέμφατα και τις μετοχές αρκετά παράδοξα, να ανακόπτεις τον ρυθμό αρκετά βίαια, να βγαίνεις από το μυαλό σου αρκετά γρήγορα», γράφει η Κάρσον. Το βιβλίο Λίγα λόγια είναι μόνο η εισαγωγή σε όσα έγραψε και εξακολουθεί να γράφει. Μ’ ένα δήθεν αδέξιο και αφελές διανοητικό ύφος, ευρισκόμενη σε διαρκή φιλοσοφική α-πορία, φαίνεται να «αποδεικνύει» με όρους (πνευματικής) απόλαυσης γιατί είναι προτιμότερο να παίζει κανείς με όσα μαθαίνει, γιατί έχει σημασία να κάνει δικούς του συνειρμούς και γιατί είναι γονιμότερο τα ποιήματα που στηρίζονται στο γνωστικό παρελθόν να το ανατρέπουν χωρίς τη γλωσσική ή πραγματολογική παραμόρφωσή του. Η κλασική παιδεία της Κάρσον δεν συντέλεσε λίγο
στη διαμόρφωση του στοχαστικού πυρήνα των ποιημάτωνδοκιμίων της, αλλά κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για ποιήματα ακαδημαϊκά ούτε για ποιήματα που υπόκεινται στο μακρινό παρελθόν τους. Τα ποιήματά της, μικρές σπαζοκεφαλιές, ταλαντεύονται ανάμεσα σε αυτό που υπήρχε και σ’ εκείνο που μπορεί να γίνει μέσα στο μυαλό μας. Φαντάζομαι την Καναδή ποιήτρια να αιωρείται ανάμεσα σε δύο πόλους έλξης (διαβάζω πως δουλεύει σε δύο γραφεία ταυτοχρόνως): από τη μια το ακαδημαϊκό υλικό, από την άλλη η ποίηση. Είδη και εποχές θα υφαίνονται με μια αβίαστη φυσικότητα, θα φιλτράρονται από την ενοποιητική κοσμοθεωρία της, με μια «αρμονική τυχαιότητα», όπως την ονόμασα. Συνεκτικός δεσμός είναι μάλλον η συγχρονία της σκέψης. Αλλά ο συγχρονισμός επιτυγχάνεται με τη γλώσσα. Την απλή και πνευματώδη ποιητική της γλώσσα. Η Κάρσον ξέρει τι γράφει και γιατί. Κατασκευάζει την «τυχαιότητα», είναι το παιχνίδι της ενάντια στην πλήξη. Είναι η απάντησή της στην απώλεια. Είναι ένας τρόπος να φτιάχνει γέφυρες με τον αναγνώστη της (που τον αποκαλεί στο πρόσφατο βιβλίο της Red Doc> «randomizer»). Σε αντίθεση με ό,τι συχνά λέγεται για τον μεταμοντερνισμό, η ποιήτρια δεν εγκαταλείπει τους αναγνώστες μόνους και αβοήθητους στα θραύσματα του νου της. Στο πλούσιο και αινιγματικό τοπίο της ποίησής της, ειδικά το μεταγενέστερο, μπορούμε, ναι, να λύσουμε μερικούς απ’ τους υπαρξιακούς μας γρίφους. H Ανν Κάρσον παρουσίασε πρόσφατα στο Κολέγιο Αθηνών ένα θεατρικό δρώμενο (αντίστοιχο υπάρχει και στο διαδίκτυο, h t t p : / / w w w. y o u t u b e . c o m / watch?v=BEfJKjOg3ZU) του έργου της Antigonick. Πρόκειται για μια γενναία «μεταγραφία» τής σοφόκλειας Αντιγόνης. Στο εξώφυλλο της εικονογραφημένης έκδοσης, το όνομα του αρχαίου τραγωδού κλείνεται σε παρένθεση. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ «Νερό πολύ δεν μπορεί να σβήσει την αγάπη» Άσμα Ασμάτων (8,7) των βεβαιοτήτων, ή αλλιώς της «ασφάλειας» του οίκου. Αλλά πόσο ασφαλής είναι ο οίκος που εξορίζει τον αρχέγονο πόθο, και ό,τι αυτός γεννάει; Κι αυτός ο φόβος για το πάθος και τον πόθο γίνεται ιδεολογία πολιτική, θρησκευτική, γίνεται ιδεολογία του μέσου ανθρώπου, του μέσου τρομαγμένου ανθρώπου, αυτού που μπορεί με τρόπο κτηνώδη να τσακίσει άλλη ζωή, γιατί δεν μπορεί να αγαπήσει τον εξορισμένο πόθο του. Πόση κούραση προξενούν αυτές οι τακτοποιημένες χριστιανικές αστικές οικογένειες. Αυτός ο οδοστρωτήρας της εξέγερσης του
σώματος. Και το δηλητήριο που αυτές εκπέμπουν σε κάθε διάφορο κοίταγμα, σε κάθε εκστατικό βλέμμα που υπενθυμίζει την ύπαρξη του πόθου. Αυτά γυρνούν στο μυαλό όταν μετράμε τις ήττες του σώματος. Τις ήττες που μέσα στο χρόνο γίνονται αναμνήσεις θολές, μικρές νησίδες εξέγερσης, που χάθηκε γιατί «έπρεπε να χαθεί». Μα η εξέγερση των γυμνών σωμάτων, ο εόρτιος πόθος θα είναι πάντα εδώ, όσα επίπλαστα ιδεολογήματα κι αν εφευρεθούν για να τον τιθασεύουν. Φαντάζομαι να διαβάζω μεγαλόφωνα το «Άσμα Ασμάτων» σε μια πλα-
Η Ευτυχία Παναγιώτου είναι ποιήτρια
τεία και οι στίχοι του να γοητεύουν τους ηττημένους ανθρώπους, να τους ωθούν να θυμηθούν εκείνα τα βλέμματα που δείχνουν ζωή, που δείχνουν έρωτα, που δείχνουν ελευθερία. Γιατί η εξέγερση του σώματος φέρνει κι άλλες εξεγέρσεις. Κι η εξουσία μπορεί να χαθεί/κερδηθεί μέσα σε μια νύχτα, όταν οι άνθρωποι καταλάβουν την δύναμη των εξεγερμένων σωμάτων τους, των παθιασμένων σωμάτων, αυτών που θέλουν να ανιχνεύσουν και να ανιχνευθούν, των βλεμμάτων που γεμίζουν από πάθος ανειρήνευτο. Πόσο επικίνδυνα είναι όλα αυτά για την εξουσία, πόσο εχθρικά, πόσο στ’ αλήθεια τρομώδη. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
40
Η ΑΥΓΗ • 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Απ’ τη σκοπιά της καθημερινότητας ΜΑΡΙΑ ΧΑΪΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΡΥΧΕΑ, Για τη σημασία της καθημερινότητας, εκδόσεις νήσος, σελ. 96 Στη θεωρητική και βιβλιογραφική παραγωγή της χώρας μας το «καθημερινό» δεν έχει ακόμη αποκτήσει μια θέση ανάλογη με αυτή που έχει στην Εσπερία, όπου, από τις αρχές του 20ού αιώνα, και κυρίως στο β’ μισό του, η «καθημερινή ζωή» και η «καθημερινότητα» έχουν καταστεί σημαίνοντες όροι σε όλα τα επίπεδα της θεωρίας, ώστε κάποιοι να μιλάνε ακόμα και για ένα νέο παράδειγμα, για στροφή της θεωρίας στην καθημερινή ζωή. Με λίγα λόγια, φαίΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
νεται ότι μεγάλο, και αυξάνον, μέρος της «δυτικής» θεωρητικής παραγωγής αφορά πια την καθημερινή ζωή και τη σκοπιά της. Ωστόσο, αυτό το τελευταίο δεν είναι τόσο δεδομένο. Θεωρώ, δηλαδή, ότι το να γράφεις για την καθημερινή ζωή δεν εγγυάται και την επιτυχία στο δεύτερο εγχείρημα, που είναι να προσπαθείς να δείξεις ότι η καθημερινή ζωή μπορεί ακριβώς να συστήσει σκοπιά, και πολύ περισσότερο δεν εγγυάται ότι αντιλαμβάνεται κανείς με γόνιμο τρόπο αυτή τη σκοπιά. Αυτό είναι το πιο δύσκολο, αλλά και το πιο καίριο, γιατί είναι απαραίτητο προκειμένου να δικαιολογηθεί το ενδιαφέρον για την καθημερινή ζωή, να δειχθεί ότι η τελευταία ως αντικείμενο της σκέψης μπορεί να κομίσει κάτι νέο. Το βιβλίο που συζητάμε, έχει σημασία για τη σκέψη πάνω στην καθημερινότητα εδώ στα καθ’ ημάς, όχι μόνο γιατί, όπως είπα, είναι πενιχρή η συναφής βιβλιογραφική παραγωγή, αλλά και γιατί, παρά τη μικρή του έκταση, προσπαθεί να ανταποκριθεί και στα δύο επίπεδα που διέκρινα, δηλαδή δεν μιλάει μόνο για την καθημερινή ζωή, αλλά παράλληλα προσπαθεί να την αναδείξει ως σκοπιά, ως πρίσμα από το οποίο μπορούμε να αρθρώσουμε λόγο, και δη διαφορετικό λόγο, για το σύνολο της πραγματικότητας. Ακριβέστερα, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει για την καθημερινή ζωή συναρθρώνεται με το δεύτερο και πιο δύσκολο, εγχείρημα. Η κατανόηση και η ανάδειξη της καθημερινής ζωής, ως σκοπιάς τώρα, η οποία περνά οπωσδήποτε μέσα από την ανάδειξη της διαφορετικότητας και της ιδιαιτερότητας που έχει αυτή ως αντικείμενο της προσοχής και της σκέψης, θεωρώ ότι έχει να κάνει με
δύο θεμελιώδεις παραμέτρους, που επισημαίνονται εξάλλου και από τη συγγραφέα. Η μία είναι ότι αυτή διέπεται από καθολικότητα, και αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι αναφέρεται σε κάτι από το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί κανένας άνθρωπος. Το άλλο είναι ότι, όπως κι αν την ορίσουμε, αυτή οπωσδήποτε παραπέμπει στο βιωμένο, άρα και σε κάτι που αντιδιαστέλλεται εξ ορισμού στη σκέψη και στη θεωρία. Από αυτές τις θεμελιώδεις, τις καταστατικές παραμέτρους, θεωρώ ότι απορρέουν οι εξής συνέπειες όσον αφορά το ομιλείν για την καθημερινή ζωή, οι οποίες μπορούν να εκληφθούν και ως δείκτες της ανάδειξής της ως μιας διαφορετικής σκοπιάς, δείκτες που ανιχνεύονται στο κείμενο που συζητάμε. Πρώτον, η καθημερινή ζωή, περισσότερο από οποιοδήποτε αντικείμενο της προσοχής, της ανάλυσης, της θεωρίας, προσκαλεί και προκαλεί το υποκείμενο που διενεργεί τα παραπάνω σε έναν αναστοχασμό, ή σε έναν στοχασμό πάνω στη σχέση ανάμεσα στον δικό του λόγο και στο δικό του βίωμα. Έτσι, θεωρώ ότι έχει τη σημασία του, τη θεωρητική σημασία του, ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας επιλέγει να γράψει την αφιέρωση του κειμένου της: το αφιερώνει σε ανθρώπους οι οποίοι «αποτελούν», λέει, «το κυριότερο κομμάτι μιας καθημερινότητας που μου έδωσε τη δυνατότητα να
Διάλεξη του Τudor Dinu για το Βουκουρέστι των Φαναριωτών Την Τρίτη 18 Φεβρουαρίου και ώρα 18.30 (προσκεκλημένος του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Αθηνών και στην ειδίκευση Ιστορία του Νέου Ελληνισμού) θα δώσει διάλεξη ο αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Tudor Dinu με θέμα «Περιδιαβάζοντας στο Βουκουρέστι των Φαναριωτών». Η διάλεξη θα δοθεί στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Σκουφά 45).
γράψω αυτό το κείμενο». Πολύ περισσότερο δε, σημαντικός σε αυτή τη συνάφεια είναι ο τρόπος με τον οποίον εξηγεί εισαγωγικά το ενδιαφέρον της για το θέμα της καθημερινότητας. Η τελευταία έπαψε να είναι κάτι δεδομένο, ανάξιο λόγου, και θεματοποιήθηκε από εκείνη, επειδή η δική της καθημερινότητα, σε ένα βιωμένο πλέγμα έντονης και καταφανούς διαφορετικότητας, αλλά και διαδικασίας κανονικοποίησης αυτής της διαφορετικότητας, έγινε, όπως λέει, πηγή «κατάρριψης βεβαιοτήτων» και σκέψεων τόσο πάνω στα επιμέρους ζητήματα που την απασχόλησαν στην τότε μελέτη της, όσο και πάνω στην ίδια την καθημερινότητα ως σύνολο, ως θέμα που ενδιαφέρει αυτό καθεαυτό. Δεύτερον, η καθημερινή ζωή, όταν γίνεται αντικείμενο στοχασμού, δεν θέτει απλώς προβλήματα ή ερωτήματα γι’ αυτόν, όπως κάνει κάθε αντικείμενο, αλλά θέτει ένα μείζον πρόβλημα στον στοχασμόν αυτόν καθεαυτόν, επερωτά τους τρόπους, τις μορφές και την αξία του. Έτσι, θα λέγαμε ότι η καθημερινή ζωή, ως σκοπιά, αποτελεί έναν δαίμονα για τη θεωρία, καθώς την καλεί να αναστοχαστεί τον εαυτό της συνολικά, ως στάση απέναντι στον κόσμο αλλά και ως συγκεκριμένη κοινωνική πρακτική, πρακτική η οποία είναι διαφορετική ή και διαχωρισμένη τόσο από την καθημερινή ζωή στο σύνολό της όσο και από άλλες επιμέρους πρακτικές, όπως είναι η επιστήμη ή η τέχνη. Ωστόσο, από τον λόγο για την καθημερινή ζωή εντός μεγάλου μέρους της θεωρητικής παραγωγής, και αναφέρομαι εδώ κυρίως στον χώρο των λεγόμενων «πολιτισμικών σπουδών», η σκοπιά της καθημερινής ζωής, στον βαθμό που επιχειρείται να αναδειχθεί, αναδεικνύεται όχι απλώς ως δαίμονας, αλλά τρόπον τινα ως ο νεκροθάφτης της θεωρίας. Με μια συλλογιστική εμπειριστικού ή μεταμοντέρνου τύπου επιλέγεται μάλλον η εύκολη, συχνά αυτο-αναιρούμενη, και γι’ αυτό εσφαλμένη λύση: η θεωρία, και κυρίως η φιλοσοφία, εν γένει ταυτίζεται με τις μεγάλες αφηγήσεις, που καλό είναι να αποπεμ-
φθούν ως απολιθώματα, ενώ η καθημερινή ζωή καταξιώνεται γιατί από τη σκοπιά της θα κερδίσει τα πρωτεία του το μερικό, το συγκεκριμένο, το ετερογενές. Στο κείμενο που συζητάμε δεν γίνεται ανάλυση των μειζόνων μεθοδολογικών θεμάτων που εμπλέκονται εδώ, αλλά κατά τη γνώμη μου, διακρίνονται ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές για μια ορθή κατανόηση του ζητήματος. Έτσι, και με όσα ανοιχτά θέματα υπάρχουν γύρω από το ζήτημα της θεωρητικής αφαίρεσης και γύρω από τη σχέση του Διαφωτισμού με την αφαίρεση, την οποία θίγει, οπωσδήποτε δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με τη βασική της διαπίστωση, η οποία εξάλλου υπόκειται σε όλες σχεδόν τις μείζονες θεωρήσεις για την καθημερινή ζωή, ότι «ένας από τους λόγους που η καθημερινότητα υποτιμήθηκε από μεγάλο μέρος της δυτικής σκέψης είναι ότι, όντας ιδιαίτερα ρευστή, ...δεν ερμηνεύεται εύκολα με αφαιρετικά σχήματα». Ωστόσο, οπωσδήποτε αυτή η ρευστότητα και η συνακόλουθη αδυναμία της θεωρίας να συλλάβει εξαντλητικά το αντικείμενο «καθημερινή ζωή», δεν οδηγεί τη συγγραφέα να υιοθετήσει την του συρμού αντι-θεωρητική στάση ούτε την εγκατάλειψη του γενικού σε όφελος του μερικού. Όπως το θέτει προς το τέλος του κειμένου της, «νομίζω ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο μερικό, δηλαδή ξεκινώντας από την ιδιαιτερότητα του μερικού να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε και να ξανασυγκροτήσουμε το γενικό -και όχι να εκλαμβάνουμε το μερικό ως προέκταση του γενικού». Και ακόμα, «η επιστροφή στη μικρή κλίμακα πρέπει να γίνει για να καταλάβουμε την πολυπλοκότητα της μεγάλης και όχι για να αρνηθούμε την ύπαρξή της». Και, θα πρόσθετα, η ίδια η δική της η διαδρομή προς το κείμενο αυτό, όπου θα θέσει με πιο «αφηρημένο» τρόπο το ζήτημα της καθημερινής ζωής, δηλαδή θα περάσει σε μια υψηλότερη βαθμίδα αφαίρεσης εν σχέσει με την αρχική της μελέτη πάνω σε συγκεκριμένα και επιμέρους θέματα εντός της καθημερινής ζωής, -δηλαδή τους χρο-
Η ΑΥΓΗ • 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
7
41
Διδάσκοντας λογοτεχνία νοχώρους, όπως το ονομάζει, του βγαίνω- έξω στην Αθήνα και στην πόλη του Μεξικούείναι με μια έννοια μια πορεία από τη μικρή κλίμακα στη μεγάλη, ή από το μερικό στο γενικό, που υποδηλώνει στην πράξη ότι η επιστροφή στη μικρή κλίμακα, αν είναι να προκύψει γόνιμη, χρειάζεται να περάσει από τους δρόμους της αφαίρεσης. Εξάλλου, και για να αναφερθώ σε κάποια πιο πολιτικά χρωματισμένα σημεία αυτής της συζήτησης, ο όρος «καπιταλισμός», απολίθωμα μεταφυσικών θεωρητικών κατασκευών για αρκετούς σήμερα, ονομάζεται στο κείμενό της, ως τέτοιος, «καπιταλισμός», ο οποίος μάλιστα, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, ανοίγοντας κατά τη γνώμη μου μια πολύ μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία έχει συμβάλει τα μάλα ο Ανρί Λεφέβρ «στηρίζει την αποδοχή και την αντοχή του ακριβώς στη σημασία που έχει δώσει στην καθημερινότητα». Από την άλλη πλευρά, όμως, όπως είπα, αυτό που συνεπάγεται η καθημερινή ζωή ως σκοπιά είναι ότι αποτελεί οπωσδήποτε έναν δαίμονα εντός της θεωρίας. Όσον αφορά δε ειδικότερα την κριτική κοινωνική θεωρία, θα προσέθετα, παραφράζοντας τα λόγια του Ραούλ Βάινεγκεμ, εάν αυτός ο δαίμονας απουσιάζει ως θέμα και ως σκέψη, τότε αυτή, όταν μιλάει για καπιταλισμό, ταξική πάλη και τα τοιαύτα, «έχει ένα πτώμα στο στόμα της». Η επίγνωση αυτή θεωρώ ότι διαποτίζει όλο το κείμενο της Χαϊδοπούλου-Βρυχέα, και ίσως συνοψίζει και τη βασική της ιδέα, αφού μια επιμέρους πλευρά της επίγνωσης αυτής είναι κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα που, όπως λέει η ίδια εισαγωγικά, της παρουσιάστηκε όταν έγραφε τη διδακτορική της διατριβή και της έδωσε και την ιδέα για το δοκίμιο που παρουσιάζουμε σήμερα: «Τι νόημα έχει να μιλάς για την καθημερινότητα, αν ο λόγος σου, αυτά που λες, είναι ακατανόητα, και άρα άχρηστα, για τα άτομα που τη ζουν;». Το ερώτημα αυτό είναι λέει μάλιστα «πρόβλημα ουσίας», τουλάχιστον για εκείνη, αλλά εγώ θα πρόσθετα ότι είναι ουσίας, από θεωρητική και πρακτική πλευρά, για όλους όσους κατανοούν ότι η καθημερινότητα δεν είναι απλώς μια σκοπιά πλάι σε άλλες, αλλά αυτή από την οποία αναγκαστικά περνάει το οποιοδήποτε χειραφετησιακό εγχείρημα. Είναι ένα ερώτημα σημαντικό, τόσο για τη θεωρία όσο και για την καθημερινότητά μας, και γι’ αυτό και επώδυνο. Το βιβλίο συνεισφέρει ως προς αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα, όχι μόνο γιατί θέτει εξαρχής αυτόν τον προβληματισμό και μάλιστα τον βάζει να υπόκειται της όλης της ανάλυσής της αλλά και, θετικά, γιατί στον τρόπο με τον οποίο τελικά μιλάει για την καθημερινότητα προσπαθεί να αρθρώσει έναν λόγο απλό, κατανοητό, γλαφυρό, διαφωτιστικό, με τη χρήση συχνών και εύστοχων παραδειγμάτων, αλλά συνάμα περιεκτικό -εφόσον χειρίζεται πολλά επιμέρους θέματα γύρω από την έννοια της καθημερινότητας- όπως και θεωρητικά ενημερωμένο και υποψιασμένο.
Η Χρυσούλα Μητσοπούλου είναι δρ. Φιλοσοφίας, εκπαιδευτικός
Α. Το να διδάσκεις λογοτεχνία, σημαίνει να βρίσκεσαι σ’ ένα πλατύ επικοινωνιακό κύκλωμα. Οι αποδέκτες των ακαδημαϊκών μαθημάτων θα βρεθούν μια μέρα -αν τους συντρέξει η τύχη- καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από εδώ, νέες φουρνιές αποδεκτών θα μετακομίσουν στις ακαδημαϊκές αίθουσες. Η μεταδιδόμενη «γνώση», μέσα από κυκλώματα που κάνουν μερικά χρόνια για να ολοκληρωθούν, επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο στην αρχική της θέση. Μ’ αυτές τις φουρνιές -άρα και με τον εαυτό του- πρέπει να αναμετρηθεί ο δάσκαλος. Β. Η λογοτεχνία δεν είναι μόνον ένας τρόπος/τόπος επικοινωνίας: είναι επίσης κι ένας τύπος γνώσης. Κι αναρωτιόμαστε αν αξίζει τον κόπο ν’ ασχοληθούμε μαζί της σε διδακτικό επίπεδο. Πιστεύω ότι αν έχει νόημα η μελέτη άλλων τύπων γνώσης, για παράδειγμα τα μαθη-
ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
ματικά και η φιλοσοφία, έχει ένα νόημα και η μελέτη της λογοτεχνίας. Μια άρνησή της ως αντικείμενο μελέτης θα ήταν θεμιτή μόνον με τη λογική της ολικής άρνησης του συστήματος κουλτούρας όπου οι εμπειρίες συσσωρεύονται και οργανώνονται. Βέβαια η κουλτούρα -μνήμη μιας συλλογικότητας- δεν είναι μια αθώα συσσώρευση πληροφοριών. Κουλτούρα είναι επίσης τα μέσα που οργανώνουν και αποθηκεύουν την πληροφορία. Κι αν λειτουργούν μηχανισμοί διατήρησης, πρέπει αναγκαστικά να ενεργοποιούνται και μηχανισμοί αποκλεισμού. Έτσι ώστε η κουλτούρα, όπως μεταδίδεται από τα πανεπιστήμιά μας, ως μνήμη μιας συλλογικότητας που ταυτίζεται με τις προνομιούχες τάξεις, αποκλείει τις εμπειρίες άλλων ομάδων. Έτσι και η λογοτεχνία θα είναι μια ταξική λογοτεχνία. Τότε όμως δημιουργούνται δύο προβλήματα: - είναι αναγκαίο να αντικρούσουμε tout court αυτή την επιλεγμένη λογοτεχνική κληρονομιά, αυτή την πολιτισμική αυθαιρεσία; Το ν’ αρνηθείς κάτι αφού το γνωρίσεις, μπορεί να είναι μια επιλογή, να το αρνηθείς a priori είναι μια αυτοκαταστροφική και παιδαριώδης συμπεριφορά, - αν δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στα ενδιαφέροντα και τα προγράμματα των προνομιούχων ομάδων, θα πρέπει αναγκαστικά να αντικαταστήσουμε συνολικά, ως αντικείμενο μελέτης, την αυθαιρεσία της άρχουσας τάξης με την αυθαιρεσία των κατώτερων τάξεων; Αυτό θα σήμαινε ως επιλογή μελέτης μια κουλτούρα ανέκαθεν καταπιεσμένη και καταδικασμένη σ’ έναν ελάχιστο και ασφυκτικό χώρο, μια λογοτεχνία ισχνή και ακατάστατη, θα σήμαινε να πλησιάζεις γνώσεις και εμπειρίες μονοδιάστατες, ευνουχισμένες, ακρωτηριασμένες, κείμενα χωρίς εκείνες τις υγιείς ασάφειες που ευδοκιμούν μόνον σε ευρύχωρες και ανοικτές περιοχές. Μια τέτοια μελέτη έχει βέβαια κοινωνιολογικό ενδιαφέρον -και θα πρέπει γι’ αυτό να τη λάβουμε υπόψη μας- αλλά δεν θα βοηθήσει στο να διευρυνθεί ο ζωτικός χώρος μιας κουλτούρας που περιορίζεται στις στενές ζώνες της υπο-κουλτούρας. Μέχρι τη στιγμή που η ιστορία δεν αλλάξει τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στις τάξεις, δίνοντας τη σκυτάλη σε μια πραγματικά εναλλακτική κουλτούρα, θα είναι ανώφελο οι δάσκαλοι -στην πλειοψηφία τους αστοί διανοούμενοι- να έχουν την αξίωση να διδάξουν στους προλετάριους την ίδια τους την κουλτούρα. Καθήκον του αστού -καλόπιστου δάσκαλου- που αποδέχτηκε τα συμφέροντα των κατωτέρων τάξεων, δεν μπορεί να είναι, για την ώρα, παρά εκείνο της οργάνωσης μιας πορείας απομυθοποίησης και απογύμνωσης από την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα. Και δεν θα το κάνει προτείνοντας την άρνηση της «μεγάλης αστικής κουλτούρας», αλλά πιέζοντας ν’ αλλάξει η παραδοσιακή προσέγγιση σ’ αυτή την ασαφή και πλούσια παράδοση. Γ. Θα πρέπει να εξηγήσουμε για άλλη μια φορά ότι η μελέτη της λογοτεχνίας, όπως και κάθε άλλη μορφή γνώσης, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη. Η προσέγγιση που αναπαράγεται μέσα στο αστικό σχολικό/πανεπιστημιακό σύστημα, ενώ παρουσιάζεται φυσιολογική και αθώα, στην πράξη εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας τάξης που την ενδιαφέρει η εκπαίδευση ατόμων στη μη-αντίληψη και στην συγκατάθεση. Αφού συνειδητοποιήσουμε την αυθαιρεσία του παραδοσιακού τρόπου γνώσης, αφού καταγγείλουμε την κοινωνική πρακτική που τον καθορίζει, θα μπορέσουμε να περάσουμε στην επιλογή των προσεγγίσεων στο «λογοτεχνικό», που δεν θα υπηρετούν πια τα παλιά γνωστά συμφέροντα. Όλη αυτή η σειρά πράξεων -συνειδητή άρνηση των παλαιών τρό-
πων γνώσης και εντοπισμός καινούριων, που θα βασίζονται σε μια διαφορετική πρακτική- θα έχει στο κέντρο της τη μεγάλη επιχείρηση επανάκτησης του κειμένου. Αυτό που προέχει είναι η ανάκτηση της κριτικής ικανότητας, στην πιο πλατιά της έννοια. Δεν αρκεί ο φοιτητής/μαθητής να είναι σε θέση να καταλάβει τα λόγια του δάσκαλου. Προϋπόθεση εξάλλου κάθε επικοινωνίας είναι η κοινή γλώσσα πομπού και δέκτη. Αλλά, για να μην μείνει η επανεμφάνιση του κειμένου στη σχολική σκηνή μια απλή θεατρική παράσταση του δάσκαλου, θα πρέπει να δοθούν στους δέκτες οι αναγκαίοι για την ερμηνεία κώδικες. Ο φοιτητής/μαθητής, σε θέση να προχωρήσει αυτόνομα στην αποκωδικοποίηση, θα αποβάλει το ρόλο του ακροατή και θα μπορέσει να ενεργοποιήσει τη φυσιολογική ανάγκη κάθε ατόμου, δηλαδή το λόγο. Και το ερώτημα που μπαίνει: η πρόταση νέων τρόπων γνώσης, νέων μεθόδων, απομακρύνει τον κίνδυνο να πέσουμε στην ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητας; Θα πρότεινα λοιπόν, πριν ακόμη από το ίδιο το αντικείμενο μελέτης, να προσδιορίσουμε την ιστορικότητα και να συσχετίσουμε τα εργαλεία με τα οποία ετοιμαζόμαστε να το γνωρίσουμε. Ίσως αυτή να είναι η καλύτερη μέθοδος, όπου αυτός που διδάσκει λογοτεχνία θα συμβάλει στη δημιουργία ιστορικής συνείδησης στους αποδέκτες του. Όταν θα έχουμε επανακτήσει τα κείμενα, όταν θα αισθανθούμε την ικανοποίηση ότι διατρέξαμε, κι ακόμη ότι αναμετρηθήκαμε μ’ έναν μεγάλο αριθμό από αυτά, θα μπορέσουμε στο τέλος να αφεθούμε στην αναζήτηση της εμπειρίας.
Η ΑΥΓΗ 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
42
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Νέες απαντήσεις στα έσχατα ερωτήματα STEVEN HAWKING και LEONARD MLODINOW, Το Μεγάλο Σχέδιο, Μετάφραση: Κώστας Σίμος, Εκδόσεις Κάτοπτρο, σελ. 250 Μια θεωρία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο απλή, όχι όμως απλούστερη ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΪΝ Το Μεγάλο Σχέδιο είναι ένα βιβλίο, το οποίο γράφτηκε θέτοντας πολύ μεγάλες απαιτήσεις στους συγγραφείς του. Ούτε λίγο ούτε πολύ επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό που οι Χόκινγκ και Μλοντίνοου ονομάζουν «έσχατο ερώτημα της Ζωής, του Σύ-
νοούν την θέση τους στη μακρά ιστορία της συστηματικής Φιλοσοφίας.
222 Το Μεγάλο Σχέδιο είναι μια περιεκτική παρουσίαση των εξελίξεων στη σύγχρονη Φυσική στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα του γιατί. Οι συγγραφείς του διαθέτουν το μεγάλο πλεονέκτημα πως μπορούν να εκθέτουν τον παράδοξο κόσμο της κβαντομηχανικής, των σωματιδιακών θεωριών ή της κοσμολογίας με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο. Και μας ειδοποιούν ήδη από την αρχή πως ένα είδος Τελικής Θεωρίας βρίσκεται στα σκαριά υποσχόμενοι μια «πλήρη θεωρία
σματα ορισμένων τύπων ταλαντώσεων αυτών των πρωταρχικών χορδών. Οι οποίες, επιπλέον, στην τωρινή εκδοχή της θεωρίας, μπορεί να μην είναι μόνο χορδές, αλλά σημειακά σωματίδια, δισδιάστατες μεμβράνες, τρισδιάστατες φούσκες και, γενικότερα, pβράνες, που μπορούν να απλώνονται μέχρι και σε 9 διαστάσεις. Ο κόσμος της θεωρίας Μ, άλλωστε, είναι ένας κόσμος 11 χωροχρονικών διαστάσεων. Γιατί, όμως, αν είναι έτσι τα πράγματα, εμείς είναι σαν να ζούμε σε ένα τετραδιάστατο κόσμο -με τρεις «χωρικές» και μια «χρονική» διάσταση; Η απάντηση της θεωρίας είναι απλή. Οι υπόλοιπες διαστάσεις, απλώς, πε-
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ
μπαντος και των Πάντων». Όπως σημειώνουν οι ίδιοι: «Αν θέλουμε να κατανοήσουμε το Σύμπαν μέχρι και τα βαθύτερα επίπεδά του, δεν αρκεί να γνωρίσουμε μόνο το πώς συμπεριφέρεται, αλλά και το γιατί. Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα; Γιατί υπάρχουμε εμείς; Γιατί αυτό το σύνολο νόμων και όχι κάποιο άλλο;» Αυτό το ερώτημα, λοιπόν, το ερώτημα του γιατί, επιχειρεί να απαντήσει το βιβλίο. Ένα ερώτημα κατεξοχήν φιλοσοφικό, μ’ όλο που οι συγγραφείς σε μια, θα έλεγα, ασύγγνωστα υπερβολική απόφανση, από την αρχή κιόλας του κειμένου, ισχυρίζονται πως «[η] φιλοσοφία έχει πεθάνει». Η πεποίθησή τους αυτή θα μπορούσε να λειτουργεί εντελώς υπονομευτικά. Αλήθεια, πώς μπορεί κάποιος να διεξέρχεται δημιουργικά τα βαθύτερα φιλοσοφικά ερωτήματα, όταν, σε μια επίδειξη, θα τολμούσα να πω, αφελούς επιστημονισμού, θεωρεί πως η φιλοσοφία έχει πεθάνει; Ή, όταν, σε πολλά σημεία της πραγμάτευσής του δείχνει πόσο αυτή του η καταδικαστική απόφανση συνοδεύεται από πλημμελή σχέση με την αληθινή ιστορία της φιλοσοφίας - η παρουσίαση του Αριστοτέλη (σελ. 34) τον κάνει πραγματικά αγνώριστο, ενώ, στην περίπτωση του Επίκουρου (σελ. 31), έχουμε μια απίστευτη αναστροφή, όταν οι συγγραφείς ισχυρίζονται πως ο φιλόσοφος «αντιτάχθηκε στην ατομική θεωρία»(!!!). Το παράδοξο είναι πως όλα αυτά τα μειονεκτήματα -κι άλλα τόσα- δεν οδηγούν, ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, σε ναυάγιο. Κάθε άλλο, μάλιστα. Η εξήγηση, νομίζω, βρίσκεται στο γεγονός πως ενώ, κατά τη γνωστή θέση του Πλάτωνα, κανείς αγεωμέτρητος δεν είναι κατάλληλος για τη φιλοσοφική σκέψη, οι «αφιλοσόφητοι» μπορεί και να τα καταφέρνουν. Θέλω να πω πως οι Χόκινγκ και Μλοντίνοου είναι τόσο σημαντικοί φυσικοί1 και η σημερινή Φυσική είναι τόσο πολύ φιλοσοφική δραστηριότητα αφεαυτής, που, μπορούν, τελικά, να επεξεργάζονται τα «έσχατα ερωτήματα» ακόμη κι όταν δεν κατα-
Ο ζωγράφος του Φεβρουαρίου είναι ο Νίκος Παπαδόπουλος
του Σύμπαντος», που θα μπορέσει να απαντήσει σε όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα. Πρόκειται για τη περιβόητη θεωρία Μ, που συγκροτεί το μοντέλο ενός σύμπαντος το οποίο δημιουργεί τον εαυτό του. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, «[σ]ώματα όπως τα άστρα ή οι μαύρες τρύπες δεν μπορούν να εμφανιστούν από το πουθενά. Ένα ολόκληρο σύμπαν, όμως, μπορεί» (σελ. 221). Η θεωρία Μ, λοιπόν, είναι η προτεινόμενη θεωρία αυτού του σύμπαντος που αυτοδημιουργείται, του σύμπαντος που εμφανίζεται από το πουθενά. Ενός κόσμου που δεν απαιτεί κανενός είδους θεϊκή παρέμβαση για να υπάρξει και, επομένως, κατά μια πολύ ισχυρή έννοια, παρακάμπτει, αν δεν ακυρώνει, το ερώτημα περί του κάτι και του τίποτα. Σύμφωνα με την θεωρία Μ, το σύμπαν μας είναι ένα ανάμεσα σε αμέτρητα, τα οποία στο σύνολό τους δημιουργήθηκαν από το τίποτε. Η παρουσία τους δεν προϋποθέτει τον «Ευφυή Σχεδιαστή» στο μέτρο που προκύπτουν «αυθόρμητα», με φυσικό τρόπο, σύμφωνα με τους νόμους της Φύσης. Καθένα τους έχει πολλές δυνατές ιστορίες με πολλές δυνατές εκβάσεις, οι περισσότερες κατά πολύ διαφορετικές από ό,τι έτυχε εμείς να παρατηρούμε. Η θεωρία Μ είναι μια πολύ βελτιωμένη εκδοχή της θεωρίας χορδών, σύμφωνα με την οποία τα ελάχιστα συστατικά, που συγκροτούν τον κόσμο, δεν είναι στοιχειώδη σωμάτια, αλλά χορδές. Όσα αντιλαμβανόμαστε και μετρούμε ως ιδιότητες των «στοιχειωδών σωματίων» δεν είναι παρά αποτελέ-
ριελίσσονται στο εσωτερικό ενός ελάχιστου, για τις δικές μας αντιληπτικές δυνατότητες, χώρου, ώστε καθίστανται απολύτως «αόρατες». Και αυτό που λέγεται εδώ, αν ξεφύγουμε από την πρώτη εντύπωση, είναι εξαιρετικά απλό. Φανταστείτε μόνο ένα -προφανώς τρισδιάστατο, στην πραγματικότητα- σωλήνα ποτίσματος- που τον παρατηρείτε από μεγάλη απόσταση: η εντύπωσή σας είναι πως βλέπετε ένα μονοδιάστατο αντικείμενο, μια γεωμετρική «γραμμή» χωρίς πλάτος και ύψος. Δεδομένου τώρα πως οι τρόποι περιέλιξης των μη εμφανιζόμενων διαστάσεων είναι μαθηματικά πολλοί και ποικίλοι, η θεωρία Μ αφήνει περιθώρια για 10500 διαφορετικούς κόσμους2, τον καθένα με τους δικούς του νόμους. Δεν είναι, όμως, μόνο πως είναι απειράριθμοι οι κόσμοι. Είναι, επιπλέον, πως η κβαντική θεωρία, μας αναγκάζει να σκεφτόμαστε τον κόσμο ως υπέρθεση πολλών διαφορετικών δυνατοτήτων, ως άθροισμα ιστοριών, καθεμιά με τη δική της πιθανότητα να υλοποιηθεί. Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο σε αυτό αν και, νομίζω, πως αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του βιβλίου, κυρίως γιατί δίνει μια εξαιρετική περιγραφή της «καρδιάς» της κβαντικής θεωρίας αξονίζοντας στην ερμηνεία του περίφημου πειράματος των δύο σχισμών από τον Φέυνμαν. Το δικό μας «σύμπαν» είναι ένα μέσα σε αυτήν την ασύλληπτη πληθώρα κόσμων που αναδύονται από το μηδέν.
Εντοπίζοντας, στο έκτο από τα συνολικά οκτώ κεφάλαια, την προσοχή τους στο δικό μας «σύμπαν», οι συγγραφείς μας δίνουν την ευκαιρία να ενημερωθούμε για τις εξελίξεις στη σύγχρονη κοσμολογία, η οποία είναι, μαζί με την κβαντομηχανική, ο κατεξοχήν «τόπος» της φιλοσοφικής αναζήτησης, ακόμη και για όσους δεν αντιλαμβάνονται πως κάνουν φιλοσοφία. Οι Χόκινγκ και Μλοντίνοου είναι, όπως είπα από την αρχή, από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανθρώπων που δεν ξέρουν πως λειτουργούν «αντικειμενικά» ως φιλόσοφοι, στο μέτρο που θεωρούν πως η φιλοσοφία, καλώς μάλιστα, είναι προ πολλού νεκρή. Δίνω ένα δείγμα γραφής αυτής της ασύνειδης δραστηριότητάς τους, που νομίζω δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό: «Η διαπίστωση ότι ο χρόνος μπορεί να συμπεριφερθεί ως μία ακόμη διάσταση του χώρου σημαίνει ότι μπορούμε να απαλλαγούμε από το πρόβλημα της αρχής του χρόνου [ακόμη κι αν αποδεχτούμε μια πεπερασμένη ηλικία του «σύμπαντος»] με τον ίδιο τρόπο που απαλλαγήκαμε και από την ιδέα της άκρης του κόσμου μας. Ας παρομοιάσουμε την Αρχή του Σύμπαντος με το Νότιο Πόλο της Γης και την αύξηση του γεωγραφικού πλάτους με τη ροή του χρόνου. Κινούμενοι προς βορρά, οι κύκλοι του γεωγραφικού πλάτους, που θα αντιστοιχούν στο μέγεθος του Σύμπαντος, θα διαστέλλονται. Το Σύμπαν έχει ως σημείο αφετηρίας το Νότιο Πόλο, αλλά ο Νότιος Πόλος μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο σημείο. Το ερώτημα τι συνέβαινε πριν από την απαρχή του Σύμπαντος είναι άνευ νοήματος, καθώς δεν υπάρχει τίποτε νοτιότερα του Νότιου Πόλου. Σύμφωνα με την οπτική αυτή, ο χωροχρόνος δεν έχει άκρες, δεν έχει όρια: οι ίδιοι νόμοι της Φύσης που ισχύουν για τον Νότιο Πόλο ισχύουν και για τα άλλα μέρη. Κατά έναν ανάλογο τρόπο, αν συνδυάσουμε τη γενική θεωρία της σχετικότητας με την κβαντική θεωρία, το ερώτημα τι συνέβαινε πριν από την απαρχή του Σύμπαντος δεν έχει νόημα».
222 Είναι γνωστό στους φίλους της επιστημονικής φαντασίας πως ο Ντάγκλας Άνταμς, στο εμβληματικό Γυρίστε το Γαλαξία με ωτοστόπ, στο έσχατο ερώτημα της Ζωής, του Σύμπαντος και των Πάντων δίνει την απάντηση «42». Οι Χόκινγκ και Μλοντίνοου ισχυρίζονται πως η θεωρία Μ, με όλες τις βελτιώσεις που επιδέχεται, αποτελεί μια πολύ καλύτερη απάντηση. 1 Με την ευκαιρία, θα ήθελα να επισημάνω πόσο εσφαλμένη, κατά τη γνώμη μου, είναι η επιλογή, στον τίτλο του βιβλίου, το όνομα του σταρ Χόκινγκ να γράφεται με διπλάσιου μεγέθους γράμματα από αυτό του Μλοντίνοου. Δεν ξέρω αν αυτό έχει εμπορικό αποτέλεσμα -δεν νομίζω- αλλά σίγουρα είναι αντιαισθητικό. 2 106 σημαίνει 1000000, δηλαδή το 1 ακολουθούμενο από 6 μηδενικά. 10500 σημαίνει 100000...0, όπου τα ακολουθούντα το 1 μηδενικά είναι 500!!!