Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 589
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
αφιέρωμα
Β΄ΜΕΡΟΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΕΤΡΟΣ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗΣ
Η «τελική λύση» του φασισμού Αυτό που μένει από το Άουσβιτς Από τη σκοπιά του ιστορικού, λεπτομερώς, πώς εκτυλίχθηκε στο Άουσβιτς η τελική φάση της εξόντωσης, πώς οι εκτοπισμένοι οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων από μια ομάδα, τα μέλη της οποίας αποτελούσαν οι ίδιοι τους ΤΟΥ ΤΖΟΡΤΖΟ ΑΓΚΑΜΠΕΝ
οι σύντροφοι (την επονομαζόμενη Sonderkommando), η οποία φρόντιζε κατόπιν να βγάζει έξω τα πτώματα, να τα πλένει, να τους αφαιρεί τα χρυσά δόντια και τα μαλλιά, για να τα βάλει μετά στα κρεματόρια. Κι όμως, αυτά τα ίδια τα περιστατικά, τα οποία μπορούμε να τα περιγράψουμε και να τα τοποθετήσουμε σε μια χρονολογική σειρά, παραμένουν θολά αν προσπαθήσουμε πραγματικά να τα κατανοήσουμε. Ίσως κανείς δεν εξέθεσε με μεγαλύτερη αμεσότητα αυτό το κενό κι αυτή τη δυσφορία, όσο ο Σάλμεν Λέβενταλ, ένα μέλος του Sonderkommando, που εμπιστεύτηκε τη μαρτυρία του σε μερικά φύλλα χαρτί θαμμένα δίπλα στο κρεματόριο ΙΙΙ, τα οποία αναδύθηκαν στο φως δεκαεφτά χρόνια μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς.i «Το πώς ακριβώς», γράφει ο Λέβενταλ, με τα φτωχά του γίντις «συνέβησαν τα γεγονότα δεν μπορεί κανένα ανθρώπινο ον να το φανταστεί και, πράγματι, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι οι εμπειρίες μας μπορούν να αποτυπωθούν όπως ακριβώς συνέβησαν... εμείς -η μικρή ομάδα των σκοτεινών ανθρώπων που δεν θα δώσει πολύ δουλειά στους ιστορικούς». Προφανώς, εδώ δεν πρόκειται για τη δυσκολία που αισθανόμαστε κάθε φορά που προσπαθούμε να μεταδώσουμε σε άλλους τις πιο προσωπικές εμπειρίες μας. Το χάσμα αφορά την ίδια τη δομή της μαρτυρίας. Πράγματι, από τη μια μεριά, αυτό που συνέβη στα στρατόπεδα φαίνεται στους επιζώντες ως το μόνο πραγματικό και, ως τέτοιο, απολύτως αλησμόνητο. Από την άλλη μεριά, αυτή η αλήθεια είναι, στον ίδιο ακριβώς βαθμό, αδιανόητη, δηλαδή μη αναγώγιμη στα πραγματικά στοιχεία που τη συνθέτουν. Κάποια τόσο πραγματικά γεγονότα που, συγκριτικά με αυτά, τίποτα δεν είναι πιο αληθές. Μια πραγματικότητα τέτοια που υπερβαίνει αναγκαστικά τα πραγματολογικά της στοιχεία: αυτή είναι η απορία του Άουσβιτς. Όπως γράφουν τα φύλλα χαρτί του Λέβενταλ, «ολόκληρη η αλήθεια είναι πολύ πιο τραγική, ακόμα πιο τρομακτι-
Τα εικαστικά έργα είναι του ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ
κή...». Πιο τραγική, πιο τρομακτική από τι; Κι όμως, τουλάχιστον σε ένα σημείο, ο Λέβενταλ έκανε λάθος. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι εκείνη «η μικρή ομάδα των σκοτεινών ανθρώπων» (το επίθετο «σκοτεινή» πρέπει να το πάρουμε εδώ κατά λέξη: αόρατη, την οποία δεν καταφέρνουμε να την αντιληφθούμε), δεν θα πάψει να προσφέρει δουλειά στους ιστορικούς. Η απορία του Άουσβιτς είναι, πράγματι, η ίδια η απορία της ιστορικής γνώσης: η μη σύμπτωση μεταξύ γεγονότων και αλήθειας, μεταξύ παρατήρησης και κατανόησης. Μεταξύ της θέλησης να καταλάβει κανείς τα πάντα και υπερβολικά νωρίς, ίδιον όσων διαθέτουν εξηγήσεις για τα πάντα, και της άρνησης της κατανόησης, ίδιον όσων αγιοποιούν ανέξοδα, το να αργοπορήσουμε σε αυτό το κενό μας φάνηκε
ο μόνος σωστός δρόμος. Σε αυτή την δυσκολία προστίθεται άλλη μια, η οποία αφορά κυρίως όσους είναι συνηθισμένοι να ασχολούνται με λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα. Πολλές μαρτυρίες, είτε των θυτών, είτε των θυμάτων, προέρχονται από κοινούς ανθρώπους, όπως, άλλωστε, «σκοτεινοί άνθρωποι» ήταν προφανώς η μεγάλη πλειοψηφία όσων βρέθηκαν στα στρατόπεδα. Ένα από τα μαθήματα του Άουσβιτς είναι, ακριβώς, ότι το να καταλάβει κανείς τον τρόπο σκέψης ενός κοινού ανθρώπου είναι απείρως δυσκολότερο από το να καταλάβει τον τρόπο σκέψης του Σπινόζα ή του Δάντη (και υπό αυτή την έννοια μπορεί, επίσης, να κατανοηθεί η τόσο συχνά παρεξηγημένη δήλωση της Χάννα Άρεντ για την «κοινοτοπία του κακού»). Ίσως οι αναγνώστες να απογοητευθούν, βρίσκοντας σε αυτό το βιβλίο πολύ λίγα καινούρια πράγματα, σχετικά με τις μαρτυρίες των επιζώντων. Στη μορφή του το βιβλίο είναι, ούτως ειπείν, ένα είδος διαρκούς σχολίου στις μαρτυρίες. Όμως, επειδή, από ένα σημείο και μετά, μου φάνηκε προφανές ότι η μαρτυρία περιείχε, ως συστατικό της στοιχείο, ένα χάσμα, ότι δηλαδή οι επιζώντες μαρτυρούσαν για κάτι που δεν θα μπορούσε να μαρτυρηθεί, το να σχολιάζεις την μαρτυρία τους σημαίνει απαραιτήτως να ανακρίνεις αυτό το χάσμα ή, μάλλον, να προσπαθείς να το ακούς. Το να δίνεις προσοχή σε ένα χάσμα δεν αποδείχθηκε, για τον συγγραφέα, μια άχρηστη εργασία. Τον εξανάγκασε, πάνω απ’ όλα, να καθαρίσει το πεδίο από σχεδόν όλες τις θεωρίες που, μετά το Άουσβιτς, προέβαλλαν την αξίωση να προσδιορίζονται με το όνομα της ηθικής. Όπως θα δούμε, σχεδόν καμία από τις ηθικές αρχές τις οποίες η εποχή μας πίστεψε ότι θα μπορούσε να τις αναγνωρίσει ως έγκυρες, δεν άντεξε στην τελική δοκιμασία, αυτή μιας Ethica more Auschwitz demonstrata (Ηθική όπως αποδεικνύεται από το Άουσβιτς). Από τη μεριά του, ο συγγραφέας θα θεωρήσει ότι ο κόπος του ανταμείφθηκε αν, προσπαθώντας να ταυτοποιήσει τον τόπο και το υποκείμενο της μαρτυρίας, θα έχει καταφέρει, έστω, να φυτέψει εδώ κι εκεί κάποια σημαιάκια τα οποία θα μπορέσουν, ίσως, να κατευθύνουν τους μελλοντικούς χαρτογράφους μιας νέας ηθικής γης. Ή, επίσης, κι αν μονάχα καταφέρει, κάποιοι από τους όρους με τους οποίους έχει γραφτεί το αποφασιστικό μάθημα του αιώνα, να τροποποιηθούν, κάποιες λέξεις να απαλειφθούν, κάποιες άλλες να γίνουν κατανοητές διαφορετικά. Κι αυτός είναι ένας τρόπος -ή, μάλλον, ο μόνος δυνατός τρόπος- να ακούσουμε το ανείπωτο. [Από το βιβλίο του Qel che resta di Auschwitz. L’ archivio e il testimone, το οποίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Εξάρχεια».] ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Π.-Ι.ΣΤ.
i Salmen Lewental, Gedenkbuch, στο «Heſte von Auschwitz», 1, Oswiecim 1972.
24
Η ΑΥΓΗ • 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
O Αγκάμπεν και το Άουσβιτς Η μαρτυρία του Primo Levi εντοπίζει τη «γκρίζα ζώνη» της ηθικής των στρατοπέδων στην ασφυκτική φούγκα του θανάτου, στην οποία η γλώσσα των εκτελεστών παρεισφρύει στα λεγόμενα των θυμάτων και οι εκτελεστές των θαλάμων αερίων, οι Sonderkommando, το «δαιμονικότερο έγκλημα του εθνικοσοσιαλισμού», απαρτίζονται από εβραίους κρατούμενους που «δεν εξαιρούνταν από το κοινό πεπρωμένο». Το κυριότερο όμως εμπόδιο για κάθε μεταπολεμική ηθική θεώρηση συνοψίζεται στην οριακή φιγούρα του «μουσουλμάνου», «μια[ς] ύπαρξη[ς] από την οποία ο εξευτελισμός, ο τρόμος και ο φόβος είχαν αποκόψει κάθε συνείδηση και κάθε προσωπικότητα, οδηγώντας τη στην πλέον απόλυτη απάθεια». Ο όρος ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ
«μουσουλμάνος» στα πλαίσια οριενταλιστικών προκαταλήψεων της εποχής χαρακτήριζε εκείνους τους κρατούμενους των στρατοπέδων οι οποίοι, παραδομένοι στη μοίρα, έφθασαν σε ένα τέτοιο επίπεδο φυσικής εξαθλίωσης και συναισθηματικής απογύμνωσης, που «διστάζει κανείς να τους ονομάσει ζωντανούς: διστάζει να ονομάσει θάνατο το θάνατό τους». Για τον Agamben, ο «μουσουλμάνος» αποτελεί την ακραία, παραδειγματική μορφή της γυμνής ζωής, τη μορφή στην οποία στην αποκαλυπτικη συνθήκη του Άουσβιτς η ιδιοσυστασία του άνθρωπου ως όντος δυνητικού φαίνεται πλήρως ανηρημένη, το ρήγμα που έχει χαραχθεί στην ανθρώπινη ζωή φθάνει το βαθύτατό του σημείο. Μπροστά στη γκρίζα ζώνη και τον «μουσουλμάνο» οι περισσότερες ηθικές θεωρίες της μεταπολεμικής εποχής αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Πρώτα απ΄ όλα οι θεωρίες που βασίζονται σε έννοιες που κατάγονται από ή έχουν συνδιαμορφωθεί με τη δικαιϊκή σφαίρα και διέπονται από τη λογική της κανονιστικότητας. Και σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι θεωρίες της ευθύνης ή της αξιοπρέπειας, όπως δείχνει ο Agamben αναπτύσσοντας συνοπτικά τις γενεολογίες των αντίστοιχων εννοιών. Πώς μπορεί να κρίνει κανείς ένα μέλος των Sonderkommando, να του καταλογίσει ανευθυνότητα ή έλλειψη αξιοπρέπειας; Ποιός μπορεί να καταδικάσει ηθικά έναν κρατούμενο του Άουσβιτς που έκλεψε ένα κομμάτι ψωμί; Και πώς μπορεί να σταθεί μπροστά στον «μουσουλμάνο» η ηθική της επικοινωνίας του Habermas (πώς είναι δυνατό να απαιτήσουμε από τον «μουσουλμάνο» τη διαθεσιμότητά του ως συνομιλητή), το «Είναι-προς-Θάνατο» της χαϊντεγκεριανής ηθικής (τα όρια ζωής-θανάτου στην περίπτωση του «μουσουλμάνου» καθίστανται δυσδιάκριτα), όπως και κάθε θεώρηση του «μουσουλμάνου» ως κάποιου που έχει απολέσει μέχρι τέλους την ανθρώπινή του υπόσταση (θεώρηση η οποία βρίσκεται άθελά της σε σύμπνοια με την αντίστοιχη χειρονομία των SS); Ποιά ηθική προσέγγιση μπορεί λοιπόν να ανταπεξέλθει σε μια τέτοια μαρτυρία; Εδώ ο Agamben θεωρεί ότι η μόνη πιθανή διέξοδος όλων αυτών των αποριών δεν πρέπει να αναζητηθεί σε μία κανονιστικότητα ή/και σε μια υπερβατολογική αρχή που θεμελιώνει αρνητικά την ηθική σφαίρα αλλά στη μαρτυρία την ίδια. Και ο Primo Levi είναι αυτός που συνιστά τον επιζήσαντα που διέπεται παραδειγματικά από την ηθική προσταγή της μαρτυρίας, του να μην επιβεβαιωθεί η επιθυμία των ναζί, αυτό που συνέβη στα στρατόπεδα να μείνει άδηλο στην ιστορική μνήμη. Όμως, και η μαρτυρία δεν είναι απαλλαγμένη από τη δική της θεμελιακή απορία. Με τα λόγια του Levi: «εμείς οι επιζώντες δεν είμαστε οι αυθεντικοί μάρτυρες[,] είμαστε αυτοί οι οποίοι, από παράβαση ή επιδεξιότητα ή τύχη δεν έφτασαν στον πάτο. Επειδή αυτός που άγγιξε τον πάτο, αυτός που αντίκρισε τη Μέδουσα δεν επέστρεψε για να διηγηθεί ή επέστρεψε άφωνος· αλλά είναι αυτοί, οι ‘μουσουλμάνοι’, αυτοί που βούλιαξαν οι αυθεντικοί μάρτυρες». Στην καρδιά της δομής της μαρτυρίας εντοπίζεται έτσι μια βαθιά οπή, όπου συνατούνται η αδυνατότητα της μαρτυρίας του «πλήρους μάρτυρα», αυτού που βίωσε την συνθήκη του στρατοπέδου μέχρι τέλους αλλά αδυνατεί να μιλήσει γι’ αυτήν, και η αδυνατότητα του επιζήσαντα, ο οποίος μπορεί να μιλήσει αλλά δεν βίωσε την εμπειρία στην έσχατη εκδοχή της.
Και ο Agamben, πιστός στην αξίωση της οικουμενικότητας οποιασδήποτε ηθικής θεωρίας, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τον «μουσουλμάνο», επιχειρεί να διερευνήσει αυτό το ρήγμα σε βάθος, μέχρι το σημείο στο οποίο η μαρτυρία του στρατοπέδου συναντάται με την ίδια την θεωρία του για το ανθρώπινο υποκειμένο. Ακολουθώντας τη σκέψη του γάλλου γλωσσολόγου Émile Benveniste, θεωρεί ότι η ανθρώπινη συνείδηση παράγεται «στο συμβάν της ομιλίας» και υπόκειται σε μία χασματική λειτουργία υποκειμενοποίησης και εν ταυτώ αποϋποκειμενοποίησης. Η εκφορά της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ» που εγκαθιδρύει το υποκείμενο αναφέρεται όχι στο ψυχοσωματικό ον που την εκφέρει αλλά στο ίδιο το συμβάν της ομιλίας, στην ίδια την «οικειοποίηση» του λόγου από το ομιλούν υποκείμενο, που συνεπάγεται ταυτόχρονα την άρνηση του εμπειρικού όντος μέσα από το περάσμα σε μια καθαρά ρηματική πραγματικότητα. Συνεπώς, ο χώρος στον οποίο κατοικεί ο άνθρωπος δεν είναι άλλος από αυτό το ρήγμα μεταξύ του εμβίου και του ομιλούντος όντος. Αντίστοιχα, η καταστατική συναισθητική τροπικότητα του υποκειμένου είναι η ντροπή, η αιδώς, η οποία δεν ανάγεται στην ενοχή ή στην υπαιτιότητα αλλά χαρακτηρίζεται και αυτή από μια διπλή κίνηση υποκειμενοποίησης/αποϋποκειμενοποίησης. Όπως υποστηρίζει ο Agamben, ερμηνεύοντας τον Emmanuel Levinas: όταν νιώθουμε ντροπή «η ασυγκράτητη ορμή να δραπετεύσει κανείς από τον εαυτό του αντιμετωπίζει μια εξίσου βέβαια αδυνατότητα διαφυγής». Σε μία τέτοια τροπικότητα ανάγεται η αιδώς που ένιωθαν οι επιζήσαντες και όχι σε κάποια παράλειψη σε σχέση με τους συγκρατούμενούς τους ή σε κάποιο αίσθημα υπαιτιότητας ότι αυτοί «επέζησ[αν] στη θέση κάποιου άλλου» (Levi). Η αιδώς, υπερβαίνοντας τα όρια ενός υποστασιακού υποκειμένου, συνοδευόταν από την προτροπή της μαρτυρίας της ίδιας της αποϋποκειμενοποίησης. Στον χώρο, ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο, στο ομιλούν και το έμβιο ον, στην υποκειμενοποίηση και αποϋπο-
κειμενοποίηση, αναδεικνύεται λοιπόν η μαρτυρία ως αυτό που επιβιώνει της διαδικασίας αποϋποκειμενοποίησης, ως η διάταξη υπό την οποία οι πολικότητες που έχει θέσει σε λειτουργία η δυτική μεταφυσική μηχανή αγγίζουν η μία την άλλη σε μια ζώνη αδιαφορίας και καθίστανται ανενεργές. Η μαρτυρία αποδεικνύει ότι η γυμνή ζωή, το μη ανθρώπινο στον άνθρωπο δεν είναι εφικτό να απομονωθεί πλήρως. Η μαρτυρία είναι αυτό που παραμένει από το Άουσβιτς, όχι ως μια ελάχιστη ανθρώπινη υπόσταση αλλά ως «λείμμα», ως αυτό που επιβιώνει από την προσπάθεια των ναζί να καταστρέψουν ολοκληρωτικά τον άνθρωπο, και άγεται μέσω μιας νέας ριζοσπαστικότερης υποκειμενοποίησης, που περιλαμβάνει και τον επιζήσαντα και τον «μουσουλμάνο» πέρα από τη μεταφυσική του υποκειμένου. Και για να είναι συνεπής δεν μπορεί να φέρεται μέσω μιας γλώσσας την οποία οι βαθιά χαραγμένες ρωγμές της μεταφυσικής παράδοσης καθιστούν σε τελική ανάλυση αλληλέγγυα με το πεδίο δυνατότητας του Άουσβιτς. Η γλώσσα της μαρτυρίας οφείλει να «είναι η γλώσσα των ‘σκοτεινών σκιών’, που ο Levi άκουσε να αναδύεται στις σελίδες του Celan σαν μια ‘υπόκωφη βοή’ και η μη-γλώσσα του Ούρμπινεκ», του παιδιού του Άουσβιτς που εγκλεισμένο στο στρατόπεδο από τη βρεφική ηλικία δεν είχε αναπτύξει την ικανότητα της ομιλίας και επαναλάμβανε συνεχώς μία λέξη: «mass-klo, matisklo;», την οποία ουδείς ήταν σε θέση να κατανοήσει. Και όπως γράφει ο Primo Levi: «Ο Ούρμπινεκ πέθανε τις πρώτες μέρες του Μάρτη του ’45, ελεύθερος αλλά όχι λυτρωμένος. Δεν μένει τίποτε από αυτόν. Ο Ούρμπινεκ καταθέτει τη μαρτυρία του μέσα από τις δικές μου λέξεις».
222 Πέρα από τα όρια του κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που είναι διαμορφωμένος με εν πολλοίς πολιτικά και εξωλογοτεχνικά κριτήρια, και σε πείσμα μιας ούτως ή άλλως φτωχής πεζογραφικής παράδοσης, ξεχωριστή θέση κατέχει ένα μοναδικό έργο που θα μπορούσε να στέκει με αξιώσεις στο διεθνές πεδίο της λεγόμενης λογοτεχνίας του ολοκαυτώματος. Πρόκειται για το ΣΤΑΛΑΓΚ VI C (1960) του Όμηρου Πέλλα (1921-1962), του έλληνα επιζήσαντος των στρατοπέδων, που το ελληνικό εμφυλιοπολεμικό κράτος «τίμησε» με να τον στείλει εξόριστο στην Ικαρία και στην Μακρόνησο. Η σημασία του μοναδικού αυτού έργου δεν εξαντλείται στις σημαντικές λογοτεχνικές αρετές του, στον συγκλονιστικό εξπρεσσιονισμό των περιγραφών των ακραίων επεισοδίων της φρίκης των στρατοπέδων και των βομβαρδισμών τους που βίωσε ο Όμηρος Πέλλας, στα ευρηματικά flash-back που σπάνε τη γραμμικότητα της αφήγησης και φανερώνουν μια μακρινή αλλά και απρόσμενη αλληλεγγύη με την ίδια την Μπενγιαμινική και Αγκαμπενική μέθοδο, ούτε βέβαια στην όποια πρωτοτυπία της γραφής του μυθιστορήματος στη μορφή ημερολογιακών σημειώσεων. Το καθοριστικό στοιχείο είναι άλλο: Ο Όμηρος Πέλλας γνωρίζει ότι για να καταστεί η μαρτυρία δυνατή, η αφήγησή του πρέπει να λάβει χώρα με τη φωνή αυτού που δεν μπορεί να αφηγηθεί, του συγκρατούμενου STALAG VI C. No 114.003, που δεν κατάφερε να επιζήσει του στρατοπέδου και επιβιώνει μόνο μέσα από αυτή την αποτρόπαιη ονοματοδοσία, αυτή την απάνθρωπη εγγραφή της ναζιστικής φονικής μηχανής. Το βιωματικό υλικό που στοιχειοθετεί τις αφηγούμενες εμπειρίες είναι βέβαια αυτό του Όμηρου Πέλλα «αλλά μόνο αυτουνού την αφήγηση περιλαμβάνει στο ‘βιβλίο’ του» (Βούλγαρης). Άλλωστε, «το κείμενο δεν έχει άλλο φως παρά εκείνο -το θαμπόπου ακτινοβολεί από τη μαρτυρία αυτής της απουσίας» (Agamben). Και μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί ο STALAG VI C. No 114.003, όπως το θέτει ο Όμηρος Πέλλας με μια αποστροφή της αφήγησης του συντρόφου του προς τον ίδιο τον αναγνώστη, να «συμπληρώ[σ]ει τη μνήμη του κόσμου». Το κείμενο, στην πλήρη μορφή του, μαζί και με τις βιβλιογραφικές παραπομπές, δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο blog των «Αναγνώσεων».
Ο Γιώργος Καχριμάνης είναι υπ. διδάκτωρ ΜΙΘΕ
21
Μαρτίου Ποιητικές Συλλογές
Π ΑΓΚΟΣΜΙΑ Η ΜΕΡΑ Π ΟΙΗΣΗΣ Οι εκδόσεις G utenberg -Τυπωθήτω, , σειρά λάλον δωρ Π Α Ρ ΟΥ Σ Ι A Ζ ΟΥ Ν Τ ΟΥ Σ :
Α. Αραμπατζή, Ε. Αρσενίου, Τ. Γαλάτη, Γ. Δάλλα, Φρ. Καλαβάση, Ε. Καρασαββίδου, Γ. Κεντρωτή, Κ. Κεφαλέα, Τ. Κοβαλένκο, Α. Κορρέ, Θ. Λάμπρου, Τ. Μαρκόπουλο, Α. Παπαλεξάνδρου, Μ. Πρατικάκη, Χ. Σαρλικιώτη, Λ. Σεϊζάνη, Ν. Σταματέλου, Κ. Τοπούζη
Παρασκευή, 21 Μαρτίου 2014, ώρα: 7:00 μ.μ. Πολυχώρος Μουσικής Βιβλιοθήκης Συλλόγου "Οι Φίλοι της Μουσικής" Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη, Αθήνα) ΟΜΙΛΗΤEΣ:
Δημήτρης Αρμάος (ποιητής-κριτικός), Γιώργος Βαρθαλίτης (ποιητής-κριτικός), Νίκος Δήμου (ποιητής), Κώστας Κουτσουρέλης (ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Νέο Πλανόδιον») ΣΥΝΤΟΝΙΖΕΙ:
η Ειρήνη Δάγλα Την εκδήλωση πλαισιώνουν μουσικά:
Πέτρος Χρηστίδης (βιολί), Ορέστης Ζαφειρόπουλος (βιολοντσέλο)
ΤΙΤΛΟΙ
GUTENBERG
26 Είναι διαδεδομένη η αντίληψη πως την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εβραϊκοί πληθυσμοί των κατεχόμενων ευρωπαϊκών χωρών οδηγήθηκαν σαν «πρόβατα επί σφαγή» στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, χωρίς να αντιδράσουν. Πρόκειται για μια σχηματική αντίληψη που, δικαιολογημένα, προέκυψε και προκύπτει εξαιτίας της «βαριάς» σκιάς του Ολοκαυτώματος, στην ιστοριογραφία, τη συλλογική μνήμη και το δημόσιο λόγο. Αγνοείται μάλλον ευρύτατα το γεγονός, πως χιλιάδες Εβραίοι αντιστάθηκαν δυναμικά στην τραγική μοίρα που τους επιφύλασσε το φυλετικό μίσος των Ναζί, προσχώρησαν σε αντιστασιακές οργανώσεις και δίκτυα, πολέμησαν με το όπλο στο χέρι ή εξεγέρθηκαν στα γκέττο, ακόμα και στα ίδια τα στρατόπεδα του θανάτου. Η αντίσταση των Εβραίων κατά των Ναζί είναι δύο ειδών: Πρώτον, η αμιγώς «εβραϊκή αντίσταση», δηλαδή η ανάληψη δράσης από τα ίδια τα μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων, που ένιωθαν σταδιακά να παγιδεύονται στο πλέγμα του ναζιστικού διωγμού. Πρωταγωνιστές ήταν κατά κύριο λόγο νεαροί Εβραίοι, με προσβάσεις σε κοινωνικά δίκτυα και ιδεολογικές αΤΟΥ ΙΑΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ
ναφορές σε κόμματα ή πολιτικοθρησκευτικά κινήματα νεολαίας, τα οποία είχαν επανενεργοποιηθεί την περίοδο του Πολέμου. Η εγγύτητα του θανάτου και η τραγική μοίρα των ομοθρήσκων -συγγενών, φίλων και γειτόνων- ωρίμαζε την ιδέα της συλλογικής εκδίκησης. Στην ανατολική Ευρώπη, όπου το Ολοκαύτωμα προσέλαβε τις πλήρεις γενοκτονικές του διαστάσεις, καταγράφηκαν στιγμές απίστευτης γενναιότητας. Κορυφαία στιγμή ήταν ασφαλώς η ηρωική εξέγερση στο Γκέττο της Βαρσοβίας (Απρίλιος-Μάιος 1943), ωστόσο δεν ήταν η μόνη. Στην ανατολική Πολωνία, την Λιθουανία και την Λευκορωσία, σημειώθηκαν εξεγέρσεις με εκατοντάδες νεκρούς, σε 20 μεγάλα και μικρά γκέττο και 23 στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των χειρότερων στρατοπέδων της βιομηχανικής εξόντωσης, όπως η Τρεμπλίνκα (Αύγουστος 1943), το Σομπιμπόρ (Οκτώβριος 1943), ακόμα και το Άουσβιτς-Μπίρκεναου (Οκτώβριος 1944). Στο Κόβνο, το Μπιάλιστοκ, τη Βίλνα και το Μινσκ, χιλιάδες Εβραίοι διέφυγαν τον θανάσιμο κλοιό χάρη σε ισχυρές αντιστασιακές ομάδες ομοθρήσκων τους. Δεύτερη μορφή ήταν η ένταξη στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της κάθε χώρας. Τον Φεβρουάριο του 1941, οι Εβραίοι του Άμστερνταμ είχαν οργανώσει ομάδες αυτοάμυνας, που μαζί με κομμουνιστές εργάτες συγκρούονταν στους δρόμους με ολλανδούς Ναζί. Το καλοκαίρι του 1941, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας στρατολόγησε δεκάδες νεαρούς Εβραίους, κυρίως μετανάστες από άλλες χώρες, για τις ομάδες που θα πραγματοποιούσαν βομβιστικές ενέργειες εναντίον γερμανικών στόχων και δολοφονίες Γερμανών στρατιωτικών. Η συμμετοχή συστηματοποιήθηκε μέσα από τις γραμμές του FTP-MOI (Francs-Tireurs et Partisans / Main d’ Oeuvre Immigrée), της ειδικής οργάνωσης που συντόνιζε ένοπλες ομάδες στα κατεχόμενα αστικά κέντρα (Παρίσι, Λυών, Μασσαλία, Τουλούζη). Η επιλογή της μάχης αντικατοπτρίζεται και στις περιπτώσεις των περίπου 30.000 Εβραίων που πολέμησαν στους παρτιζάνικους στρατούς της Σοβιετικής Ένωσης, της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας.
Η ΑΥΓΗ • 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Η εβραϊκή αντίσταση Το ΕΑΜ και οι Έλληνες Εβραίοι Αν και στην περίπτωση των Ελλήνων Εβραίων η αντίσταση συνδέθηκε κυρίως με την προσπάθεια διαφυγής από το ναζιστικό διωγμό, η ένταξη σε αντιστασιακές οργανώσεις όπως και σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας- προϋπήρχε. Στα πλαίσια της πατριωτικής έξαρσης της Κατοχής, αρκετοί Εβραίοι αναμίχθηκαν από την αρχή της Κατοχής σε μορφές αντίστασης στα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τις γειτονιές τους. Όσοι ήταν προπολεμικά μέλη ή συμπαθούντες του ΚΚΕ, ιδίως στην Θεσσαλονίκη, συνέχισαν τις παράνομες επαφές τους. Στον Βόλο, την Λάρισα και τα Ιωάννινα, η συμμετοχή στο ΕΑΜ Νέων και αργότερα την ΕΠΟΝ υπήρξε έντονη. Από τις αρχές του 1943, νεαροί Εβραίοι φοιτητές του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου στην Αθήνα είχαν συγκροτήσει έναν άτυπο πυρήνα νεολαίας, που συνδεόταν οριζόντια με την ΕΠΟΝ. Μέλη ήταν ο φοιτητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ, Δανέλος Αλχανάτης, τα αδέλφια Μωϋσής και Ιάκωβος Γιουσουρούμ, οι Ζακίνος Κοέν, Ροβέρτος Γιακάρ, Σίμος Βαλενστάιν και άλλοι. Στην πρωτοπόρα αυτή ομάδα πιθανότατα ανήκε και ο πρώτος νεκρός Εβραίος αντιστασιακούς (και ένας από τους πρώτους της Αντίστασης). Ήταν ο φοιτητής
Σεπτέμβριος 1944. Οι Εβραίοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, Δαβίδ Μπρούδο και Λούι Κοέν ποζάρουν μπροστά από ένα γερμανικό αεροσκάφος που καταρρίφθηκε από τα πυρά των ανταρτών στον κάμπο της Λοκρίδας, σε μια από τις πιο συμβολικές φωτογραφίες της εποχής (Φωτ. Αρχείο Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος).
H προπαγανδιστική «Κόκκινη Αφίσα» (L’ affiche rouge) με τα πρόσωπα των συλληφθέντων Εβραίων μαχητών του FTP-MOI στο Παρίσι. Κυκλοφόρησε από τους Γερμανούς μετά την εκτέλεσή τους στις 21 Φεβρουαρίου 1944.
του Πολυτεχνείου και μέλος της ΕΠΟΝ, Εδμόνδος Τορόν από την Λάρισα, που σκοτώθηκε στην οδό Τοσίτσα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης διαδήλωσης της 5ης Μαρτίου 1943, κατά της πολιτικής επιστράτευσης εργατών για τα ναζιστικά εργοστάσια. Αν και τα στοιχεία που διαθέτουμε παραμένουν αποσπασματικά, υπολογίζεται πως περίπου 650 άνδρες και γυναίκες, από όλες σχεδόν τις εβραϊκές κοινότητες της χώρας, εντάχθηκαν σε διάφορες οργανώσεις ή πολέμησαν ως αντάρτες, από την έναρξη της Κατοχής έως την Απελευθέρωση. Ο αριθμός είναι μεγαλύτερος, καθώς δεν περιλαμβάνει όσους ανήκαν στην Αντίσταση, ωστόσο δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τον εκτοπισμό και την εξόντωση. Η συντριπτική πλειοψηφία εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), το ένοπλο τμήμα του, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), που στο τέλος της Κατοχής έφτασε να αριθμεί 50.000 αντάρτες, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ) και την «Εθνική Αλληλεγγύη», το παρακλάδι του ΕΑΜ το οποίο λειτουργούσε ως δίκτυο αλληλεγγύης σε ομήρους, κρατουμένους και καταδιωκόμενους. Αυτή η ένταξη δεν ήταν τυχαία. Εκτός του ότι δρούσε σε όλη την ελληνική επικράτεια, το ΕΑΜ ήταν η μόνη οργάνωση που απευθυνόταν μαζικά σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και η πρώτη που ασχολήθηκε με το θέμα του αντιεβραϊκού διωγμού. Όταν ξεκίνησαν οι εκτοπισμοί της Θεσσαλονίκης (Μάρτιος 1943), η Εθνική Αλληλεγγύη Αθήνας κυκλοφόρησε μια σπάνια προκήρυξη (φυλάσσεται σήμερα στο αρχείο του ΚΚΕ), η οποία καλούσε τον κόσμο να διαμαρτυρηθεί για τους μαζικούς εκτοπισμούς ανυπεράσπιστων οικογενειών, παιδιών και ηλικιωμένων: «Τον πόνο της κατατρεγμένης φυλής τον νοιώθουμε σαν πόνο δικό μας. Κάθε Έλληνας πρέπει να διαμαρτυρηθεί για τα μαρτύρια των Εβραίων γιατί είναι ένα μέρος από τα δεινά που σωρεύει ο κατακτητής σ’ όλο το λαό που κατοικεί στη γη της Ελλάδας. Είναι ένα μέρος της φασιστικής κτηνωδίας που χτυπά τον ένα ή τον άλλο κι όλους μαζύ». Για τα δεδομένα της εποχής, ήταν ένα τολμηρό κάλεσμα, που αντιπάλευε όχι μόνο την παθητικότητα αλλά και λανθάνουσες αντισημιτικές και εν γένει ρατσιστικές αντιλήψεις. Στα μέσα του 1943, το ΕΑΜ Αθήνας φάνηκε πρόθυμο να βοηθήσει τις πρωτοβουλίες επιφανών παραγόντων της εβραϊκής κοινοτικής ζωής και σιωνιστικών οργανώσεων να οργανώσουν δίκτυα διαφυγής. Οι συντονισμένες δράσεις προλείαναν το έδαφος για τη σωτηρία, όταν οι Γερμανοί προπάθησαν να επαναλάβουν και στην Αθήνα την καταστροφή της Θεσσαλονίκης. Ο αρχιραββίνος Αθηνών Ηλίας Μπαρζιλάι εγκατέλειψε την Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου, με τη βοήθεια του ΕΑΜ, και φυγαδεύτηκε στον Παρνασσό κι από εκεί στο Κεράσοβο Ευρυτανίας, έδρα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Στη διαφυγή του πρωτοστάτησαν ο Ασέρ Μωϋσής, ο δημοσιογράφος Μπαρούχ Σιμπή από την Θεσσαλονίκη που καθοδηγούσε έναν άτυπο «Εβραϊκό Τομέα» του ΕΑΜ. Αργότερα, χάρη στις συνδυασμένες ενέργειες της ηγεσίας του ΕΑΜ, των Βρετανών, της Χαγκανά και του Εβραϊκού Πρακτορείου στην Κωνσταντινούπολη, οργανώθηκε ένα μεγάλο δίκτυο διαφυγής από την ανατολική ακτή της Εύβοιας προς τα τουρκικά παράλια. Περίπου 1.500 ψυχές σώθηκαν με αυτό τον τρόπο.
Πολεμώντας ως αντάρτες Το γεγονός πως το ΕΑΜ ήταν η μόνη οργάνωση που συμμετείχε, προπαγανδιστικά και επιχειρησιακά, στην οργάνω-
Η ΑΥΓΗ • 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
κατά των Ναζί
Ομαδική φωτογραφία Θεσσαλονικιών Εβραίων με χριστιανούς συναγωνιστές τους στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας το 1943: 1. Σαμπετάι Βαρσάνο, 2. Φανή Φλωρεντίν, νοσοκόμα, 3. Λεών Ματαλόν, 4. Ματθίλδη Μασαράνο, 5. Μάρκος Καράσσο (Αρχείο Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδας).
ση δικτύων διάσωσης, εξηγεί την κατοπινή, μαζική ένταξη των Εβραίων στις γραμμές του. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων πολέμησαν ως αντάρτες, αφορά τον ΕΛΑΣ. Η ένταξη στο αντάρτικο χωρίζεται σε δύο φάσεις, που αντιστοιχούν στις φάσεις του διωγμού. Τα πρώτα όπλα ακούστηκαν εκεί που χτύπησε πρώτα η ναζιστική λαίλαπα. Από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 1943, περίπου 250-300 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης διέφυγαν, με μεγάλες δυσκολίες και πάντοτε με τη βοήθεια συνδέσμων του ΕΑΜ, στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας. Ήταν κυρίως νεαροί που εγκατέλειπαν την γκεττοποιημένη πόλη ή δραπέτευαν ατομικά από τα διάφορα εργοτάξια καταναγκαστικής εργασίας, στα οποία είχαν επιστρατευτεί από το καλοκαίρι του 1942 (Λεπτοκαρυά, Τέμπη, Καρυά Λοκρίδας, Στρατόπεδο Θηβών). Πρέπει να ειπωθεί σε αυτό το σημείο πως η ένταξη στο αντάρτικο δεν ήταν αναγκαστική επιλογή αλλά συνειδητή. Ως αστικοί πληθυσμοί, οι Εβραίοι έπρεπε να προσαρμοστούν σε έναν ξένο τρόπο ζωής στην ύπαιθρο, με ατελείωτες πορείες και κακουχίες, είχαν επίσης να διαχειριστούν το βάρος της απώλειας των οικογενειών τους. Όχι μόνο δεν διαφοροποιούνται ως προς τα κίνητρά τους, από τους άλλους εθελοντές του αντάρτικου, αλλά συνιστούν ένα ξεχωριστά συνειδητό κομμάτι του. Ας μην ξεχνάμε πως η απόφαση για το βουνό απαιτούσε σωματική και ψυχική αντοχή και κυρίως «επαναστατική» συνείδηση, στοιχεία κοινά για όλους όσοι ήθελαν να πυκνώσουν τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Η παρακάτω μαρτυρία ανήκει στον Ιωσήφ Μάτσα από τα Ιωάννινα, που ενώθηκε με τους αντάρτες στο Βέρμιο τον Απρίλιο του 1943: «Οι πρώτοι δύο μήνες στάθηκαν το πύρινο καμίνι που μας ατσάλωσαν. Οι κακουχίες ήταν τρομερές. Μας έλειπαν τα πάντα: τρο-
φή, στέγη, ύπνος, εφόδια· είχαμε μόνο ένα ύψιστο αγαθό: την ελευθερία. Για να σκορπίσουμε το αίσθημα της πείνας και του κρύου, το ρίχναμε στο τραγούδι. Τραγουδούσαμε και ονειρευόμασταν την αυριανή λευτεριά, τον αυριανό κόσμο που θα ήταν απαλλαγμένος από στερήσεις, διωγμούς και φυλετικές διακρίσεις. Έτσι αντέξαμε στις δοκιμασίες. Κι ύστερα από περιπετειώδεις νυχτερινές πορείες, μέσω των βουνών Τζένας, Καϊμακτσαλάν και Σινιάτσικο, φθάσαμε στα τέλη του Μάη στην Ελεύθερη Ελλάδα στην Δυτική Μακεδονία, όπου ανεφοδιαστήκαμε από τις ρίψεις και σχηματίσαμε πραγματικά στρατιωτικά τμήματα». Η ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943) οριοθετεί τη δεύτερη φάση, αρκετά διαφορετική από την πρώτη. Ο αντίκτυπος των δραματικών γεγονότων στην βόρεια Ελλάδα ισχυροποιούσε τη θέληση αντίδρασης στην επερχόμενη καταστροφή, ενώ η άνοδος του αντιστασιακού κινήματος δημιουργούσε ευνοϊκότερες προϋποθέσεις. Εκτός από την Αθήνα που είδαμε παραπάνω, στις αρχές Οκτωβρίου του 1943 εκατοντάδες Εβραίοι των Τρικάλων, της Καρδίτσας, του Βόλου, της Λάρισας, του Αγρινίου, της Χαλκίδας και της Πάτρας, ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα, διασκορπίστηκαν με την προστασία του ΕΑΜ σε χωριά του Πηλίου, του Κισσάβου, του Ολύμπου, στα Άγραφα, την ορεινή Εύβοια και τα βουνά της Αχαΐας. Εκατοντάδες Αθηναίοι ακολούθησαν το παράδειγμα του Μπαρζιλάι και κατέφυγαν στην ορεινή Στερεά Ελλάδα. Στην Ήπειρο, ελάχιστοι νεαροί Γιαννιώτες τόλμησαν να φύγουν από την παγιδευμένη κοινότητα για να ενωθούν με τους αντάρτες, ενώ αρκετοί, κυρίως Αρτινοί, εντάχθηκαν στον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα, που δρούσε αποκλειστικά στην Ήπειρο. Η γεωγραφία των κοινοτήτων και της διάσωσής τους είχε σαν αποτέλεσμα, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις Εβραί-
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ
ΑΝΑΜΝΕΖΑ
ΚΥΜΑ ΑΛΜΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η Σ ,
39
5
ων αντιστασιακών να παρατηρούνται στην Δυτική Μακεδονία, την Κεντρική και Ανατολική Στερεά και σε όλη την περιοχή της Θεσσαλίας. Στην Ελεύθερη Ελλάδα, όλοι αξιοποιήθηκαν με ποικίλους τρόπους. Οι βετεράνοι του ελληνοϊταλικού πολέμου και αρκετοί νεαροί -άντρες και γυναίκες- εντάχθηκαν στις αντάρτικες μονάδες. Χάρη στο μορφωτικό τους επίπεδο, πολλοί Εβραίοι ξεχώρισαν σε επιτελικές θέσεις και γραφεία μεραρχιών, στην Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ), στις οργανώσεις της ΕΠΟΝ στα χωριά, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις που οργανώνονταν στο βουνό, και στις υγειονομικές υπηρεσίες. Σε έναν μακρύ κατάλογο ονομάτων, ξεχωρίζουν οι γιατροί Μανώλης Αρούχ και Αλβέρτος Κοέν («Βλαδίμηρος») στην Παρνασσίδα, ο υπεύθυνος της ΕΤΑ για όλη την Θεσσαλία, Λάζαρος Αζαριά από την Βέροια, ο επιτελής της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, Ίντο Σίμσι («Μακαμπής») από την Θεσσαλονίκη, ο υπεύθυνος επιμελητείας στην Ομάδα Μεραρχιών Στερεάς (ΟΜΣ), Μωϋσής Ματαθίας από τον Βόλο. Η συμμετοχή γυναικών ήταν αναλογικά αξιοσημείωτη, ως νοσοκόμες ή αντάρτισσες, όπως η Ντόρα Μπουρλά («Ταρζάν») στο Βέρμιο και η εμβληματική Σάρα Γεσουά («Σαρίκα») στην Εύβοια. Κάποιοι αναδείχθηκαν και σε πολιτικά αξιώματα, όπως η Αλέγγρα Φελούς-Καπέτα από τα Τρίκαλα, προπολεμικό στέλεχος του ΚΚΕ, με σημαντική δράση και στον Εμφύλιο. Ορισμένοι αναδείχθηκαν σε διοικητές, όπως ο καπετάνιος λόχου, Ισαάκ Μωυσής («Κίτσος») από την Θεσσαλονίκη και ο ανθυπολοχαγός Σαμουέλ Εσκινατζής από την Λάρισα, ο οποίος σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά ως διοικητής λόχου. Τον Οκτώβριο του 1944, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) προήγαγε μετά θάνατον πεσόντες αξιωματικούς και αντάρτες που είχαν επιδείξει «υπέροχην ανδρεία, έξοχο ψυχικό θάρρος, διοικητικήν ικανότητα, αποφασιστικότητα και υπέροχο πνεύμα αυτοθυσίας που ξεπερνούν τα όρια του καλώς εννοούμενου καθήκοντος». Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν την ιστορία: 63 Εβραίοι σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν ως μέλη της Αντίστασης (το 1/10 του συνολικού αριθμού), ενώ περισσότεροι από 90 δολοφονήθηκαν σε εκτελέσεις αντιποίνων ή κατά τη διάρκεια γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Στην Αντίσταση έγινε πραγματικότητα κάποιου είδους έμπρακτης υπέρβασης του αντισημιτισμού. Γραπτές και προφορικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν πως, παρά την αγραμματοσύνη και τις προκαταλήψεις που επιβίωναν στον αγροτικό κόσμο της υπαίθρου, κυριαρχούσε ένα πνεύμα αγωνιστικής αλληλεγγύης που ενσωμάτωνε τους καταδιωκόμενους και ακύρωνε αποκλεισμούς που ήταν βαθιά ριζωμένοι στις συνειδήσεις. Σε μια πρόσφατη αφήγησή του που καταγράφηκε από το Εβραϊκό Μουσείο, ο Θεσσαλονικιός Μωρίς Φλωρεντίν, που υπηρέτησε δύο χρόνια στο 16ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, θυμάται πως «δεν άκουσα ποτέ τη λέξη Εβραίος εκεί επάνω. Ποτέ! Μου κάνει εντύπωση, ακόμα και σήμερα». Σύμφωνα με μια άλλη προφορική αφήγηση, ο νεαρός Κερκυραίος Εβραίος Ιάκωβος Μπαλέστρα θυμόταν πως κάποιος από το λόχο του (στην περιοχή Ηγουμενίτσας) τον αποκάλεσε «παλιοεβραίο». Αμέσως ο διοικητής του τμήματος, Παράσχος, συγκάλεσε συνέλευση και εξήγησε στους αντάρτες πως στον ΕΛΑΣ διακρίσεις γίνονταν μόνο ανάμεσα σε αυτούς που πολεμούν και σε αυτούς που δεν πολεμούν. Η ιστορία των Εβραίων μαχητών της Αντίστασης αποδεικνύει πως το αντιφασιστικό φρόνημα αναπροσδιόριζε τις κοινωνικές σχέσεις, καταργώντας παλιότερες διακρίσεις με βάση τη θρησκεία ή το φύλο. Η κοινωνική δυναμική που αναπτύχθηκε την περίοδο της Κατοχής αξίωσε και σχεδόν κατέστησε ορατό έναν κόσμο χωρίς διαχωρισμούς. Κι αυτό ένα μήνυμα που οφείλουμε να κρατήσουμε από αυτή την ξεχασμένη σελίδα της νεότερης ιστορίας μας.
Ο Ιάσων Χανδρινός είναι ιστορικός
ΝΙΚΟΣ ΕΡΗΝΑΚΗΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΟΣΑ ΠΕΦΤΕΙ Η ΣΚΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Α γ ί α ς
Ε ι ρ ή ν η ς
1 7 ,
τ η λ .
ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΟΚΟΣ
ΣΟΥΙΝΓΚ ΜΕ Τ᾽ ΑΣΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
2 1 0
3 2 2 8 8 3 9
40
Η ΑΥΓΗ • 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Το Γεγονός και η Μνήμη του Με καθυστέρηση μιας 60ετίας αρχίσαμε ως κοινωνία να ασχολούμαστε με το Γεγονός, ενώ η συμβολή της πανεπιστημιακής κοινότητας εξαντλήθηκε σε μία και μόνο ημερίδα που διοργάνωσε το 2005 το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου. Είχε προηγηθεί βέβαια το 2004 η αναγνώριση από την Βουλή της 27ης Ιανουαρίου -ημέρα απελευθέρωσης από τα σοβιετικά στρατεύματα το 1945 των κρατουμένων του στρατοπέδου του Άουσβιτς- ως ημέρα μνήμης της εξόντωσης των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς του Γ’ Ράιχ. Βέβαια και στην υπόλοιπη Ευρώπη το Γεγονός αναγνωρίστηκε μόλις το 2002, ενώ η ευρύτερη συζήτηση ξεκίνησε μόλις το 1995. Ακόμη και το κράτος του Ισραήλ αναγνώρισε το Γεγονός μόλις στα ...1985. Το γιατί το «ανείπωτο» αυτό Γεγονός -που ονοματίστηκε μάλ-
κολλα των Σοφών της Σιών»- δημιούργησαν σε όλη την Ευρώπη. Ρεύματος το οποίο πήρε ακραίες μορφές από το τέλος του 19ου αιώνα, για να παροξυνθεί με τη μορφή οργανωμένης και συστηματικής πια γενοκτονίας, από το ναζιστικό καθεστώς. Όπως αντίθετοι οφείλουμε να είμαστε, τόσο στην απόκρυψη του γεγονότος ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πρωτοχρησιμοποιήθηκαν ενάντια στους κομμουνιστές αντιπάλους του ναζισμού, όσο και στο να ξεχαστεί ότι σε αυτά έχασαν τη ζωή τους και πάνω από ένα εκατομμύριο Ρομά, ομοφυλόφιλοι, χιλιάδες πολιτικοί αντίπαλοι του φασισμού, αιχμάλωτοι πολέμου, από κάθε γωνιά της Ευρώπης. Κανένας συμψηφισμός, με άλλες μορφές ολοκληρωτικών συμπεριφορών, χτεσινών για σημερινών -δυστυχώς υπάρχουν και σήμερα ανάλογα φαινόμενα, με πιο κραυγαλέο εκείνο του Γκουαντάναμο- καμιά αριθμητική «αναθεωρητική»
ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
λον αδόκιμα από τους αμερικανούς προτεστάντες αναγνώστες της Βίβλου «Ολοκαύτωμα»-, τυλίχτηκε για χρόνια σε μια εντυπωσιακή σιωπή, καλούμαστε να αποτιμήσουμε, κατανοώντας πρωταρχικά τους διαφορετικούς λόγους που επέβαλαν αυτή τη σιωπή, τελείως διαφορετική για τα θύματα απ’ ό,τι για τους ενόχους. Ας σημειώσουμε ότι ακόμη και η δική μας Αριστερά, που διεκδικεί την κληρονομιά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, δεν αναφέρεται στη μεγάλη συμβολή τους στη διάσωση 3.000 Ελλήνων Εβραίων, καθώς και του αρχιραβίνου των Αθηνών και του αρχείου τής Κοινότητας στην Ορεινή Δωρίδα, όπως δεν τιμά και τους εκατοντάδες Εβραίους μαχητές του ΕΛΑΣ και της Αντίστασης. Μόλις πέρσι διοργανώθηκε από το Εβραϊκό Μουσείο μια εντυπωσιακή έκθεση καταγραφής αυτής της συμβολής. Έκθεση που λειτουργεί μέχρι και τις 25 Απριλίου φέτος, ενώ μια ωραία ελληνοαγγλική έκδοση με τίτλο «Συναγωνιστής» την τεκμηριώνει. Κυρίως όμως καλούμαστε να διερευνήσουμε τις σημερινές χρήσεις του, αλλά και τις προσπάθειες απαξίωσης ή μυθοποίησής του, να το ανασυγκροτήσουμε σ’ όλες τις πολλαπλές και πολλές φορές αντιφατικές του όψεις, χωρίς άλλες πια αποσιωπήσεις ή σχετικοποιήσεις. Να αναστοχαστούμε το ιστορικά οριακό Γεγονός, που συμπυκνώνεται στη λέξη κλειδί Άουσβιτς. Λέξη που υπερβαίνει, ως αναφορά, ένα σημείο στο χάρτη της Πολωνίας με το όνομα Οσβιεκέμ, όπου βρίσκονταν ένα ακόμη συγκρότημα στρατοπέδων συγκέντρωσης και ανάγεται, ορθότερα οφείλει να αναχθεί, όπως τονίζει και η Οντέτ Βαρών-Βασάρ «σε συμβολική μνήμη ενάντια σε κάθε προκατάληψη, κάθε ξενοφοβία, κάθε ρατσισμό. Η μνήμη του Άουσβιτς δεν προσβάλλεται, όταν γίνεται εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού. Αντίθετα, μόνο τότε βρίσκει το πλήρες νόημά της και τιμάται πραγματικά.» Αρκεί όμως να μην ξεχνάμε, σ’ αυτή την ορθή ιστορικό-πολιτικά γενίκευση, ότι και μόνο σ’ αυτό το συγκρότημα στρατοπέδων βιομηχανοποιημένης μαζικής γενοκτονίας, έχασαν τη ζωή τους από πείνα, κακουχίες, και κυρίως από καύση σε θαλάμους αερίων, γύρω στο ένα εκατομμύριο ευρωπαίοι Εβραίοι, από τα πεντέμισι με έξι ομοεθνών τους, που χάθηκαν με την περίφημη «τελική λύση» της «Νέας Τάξης» -σύμφωνα με την ορολογία που πρώτος χρησιμοποίησε ο ναζισμός και σήμερα αναπαράγουν ανιστόρητα οι φορείς της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης- ή το σχεδόν άγνωστο στους πολλούς «πανηγύρι της σοδειάς», σε ένα άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το Μάιντανεκ, όπου εκτελέστηκαν σε μια και μόνη μέρα ...δεκαεπτά χιλιάδες Εβραίοι. Καμιά αντίθεση με την πολιτική του κράτους του Ισραήλ που άλλωστε το αντιμάχονται, μέσα και έξω από το Ισραήλ, χιλιάδες Εβραίοι- δεν επιτρέπεται να λειτουργεί σήμερα ως πρόσχημα, για την αναβίωση και εδραίωση εκ νέου ενός διάχυτου στην ήπειρο μας, παμπάλαιου αντιεβραϊσμού. Αυτού του ισχυρού ρεύματος που μια αντι-ιστορική φανατική ανάγνωση αιώνων χριστιανικού δόγματος, καθώς και διάφορες υπόγειες και ανυπόστατες λαϊκιστικές προπαγάνδες, -όπως τα περίφημα κατασκευάσματα της Τσαρικής Οχράνα «πρωτό-
αλχημεία, δικαιολόγησης ή και δικαίωσης εκείνης της βαρβαρότητας δεν μπορεί να απαλείψει τη σκληρή αυτή, και για πρώτη φορά οργανωμένη γενοκτονία -άλλωστε γι’ αυτήν γεννήθηκε ο συγκεκριμένος όρος στα 1944- να τη σχετικοποιήσει, να την καταστήσει τελικά ανενεργή ως μνήμη. Η επιγραμματική φράση του Αντόρνο «...μετά το Άουσβιτς δε μπορεί να υπάρξει Ποίηση», αναδεικνύει θαρρώ καλύτερα από κάθε άλλο λόγο το «ανείπωτο» που δημιούργησε εκείνη η οριακή ιστορική εμπειρία, απέναντι στις βεβαιότητες της όλης ουμανιστικής και ορθολογιστικής παράδοσης της νεωτερικότητας. Βέβαια και ποίηση υπήρξε έκτοτε, και κάθε είδους δημιουργία αναπτύχθηκε, και συγκλονιστικές καταγραφές της βιωμένης εμπειρίας είδαν το φως της δημοσιότητας. Με πρώτη εκείνη τη συγκλονιστική του Πρίμο Λέβι: «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος», που με δυσκολίες είδε το φως της δημοσιότητας σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων στα 1947, και για τα καθ’ ημάς την άγνωστη στους πολλούς και αγνοημένη ακόμη και από τους ειδικούς, του κρατούμενου των στρατοπέδων, όχι μόνο του Γ’ Ράιχ αλλά και μετά του δικού μας της Μακρονήσου, Όμηρου Πέλλα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Γιαννόπουλου) μόλις στα 1962, «Stalag VI C - Ημερολόγιο μιας ομηρίας». Και μόλις στα 1990 την μετάφραση και στα ελληνικά
του «Ανθρώπινου είδους» του γάλλου Αντέλμ και στα 2003 την μαρτυρία του συγκρατούμενου του Πέλλα, Χρήστου Σαμουηλίδη, «Στα ναζιστικά στρατόπεδα». Όπως και την ανεπανάληπτη, και ίσως για κάποιους αιρετική έως «βλάσφημη» γραφή του ούγγρου νομπελίστα Ιμρε Κέρτες. Ενώ ταυτόχρονα ένας νεορατστιστικός λόγος, αναζωπυρώνεται, βασισμένος στις ίδιες παραμέτρους πολύπλευρης κρίσης, κοινωνικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας που είχε δημιουργήσει το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, παράλληλα, όπως και τότε, με μια «νέα εβραιοφοβία», όπως διεισδυτικά αναλύει ο Ταγκυέφ. Μια εβραιοφοβία που στο όνομα ενός ακαθόριστου «αντισιωνισμού» και της καταδίκης της επιθετικής πολιτικής του κράτους του Ισραήλ, επαναφέρει στο προσκήνιο δογματικά όλο το απόθεμα παλιών στερεοτύπων, απλουστεύσεων και δαιμονιακών μυθικών αντιλήψεων περί των Εβραίων -έτσι ενιαία και αδιαφοροποίητα- σε μεγάλα τμήματα των κοινωνιών και όλου του φάσματος της πολιτικής σκηνής, παντού του κόσμου. Η έκδοση στα ελληνικά των έργων του Taguieff, «Ο μύθος των ‘Σοφων της Σιών’» και «Η νέα εβραιοφοβία», με το ενδιαφέρον επίμετρο του Ανδρέα Πανταζόπουλου, καθώς και του έργου του Alain Finkielkraut, «Στο όνομα του Άλλου», όπως και το συλλογικό «Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του» (επιμ. Β Γεωργιάδου, Α. Ρήγος), αποτελούν μοναδικές συμβολές στην ανάλυση αυτού του νέου φαινομένου, το οποίο αποδεικνύει, πέραν όλων των άλλων, την αντοχή που έχουν οι παλιές ιδεοληπτικές δοξασίες και συνωμοσιολογίες, στο ιστορικό υποσυνείδητο. Τα οποία εκμεταλλεύεται παντού της Ευρώπης η επανεμφάνιση νεοναζιστικών μορφωμάτων, ιδίως η δική μας ανοικτά ναζιστική «Χρυσή Αυγή». Με αυτά τα τελευταία και ανησυχητικά, οφείλουμε να αναμετρηθούμε, να συγκρουστούμε, ως ενεργοί πολίτες. Γιατί έχουμε την ικανότητα να κατανοούμε πια, ότι η επιλεκτική χρήση του χθες, η ηθελημένη αμνησία γεγονότων, η μυστικιστική αντίληψη περί του ιστορικού γίγνεσθαι, οδηγούν τελικά σε κοινωνική και πολιτική ακρισία, σακατεύουν την αυτογνωσία της κοινωνίας, την πολιτική της ύπαρξη, τα συλλογικά της οράματα, την αναγκαία αυτογνωσία της στο σήμερα. Καταλήγουν σ’ αυτό που οι ψυχολόγοι ονοματίζουν ως «απώθηση». Γι’ αυτό και η ενεργή μνήμη -αυτό το όπλο των ελεύθερων ανθρώπων ενάντια στη λήθη της εξουσίας, της όποιας εξουσίας,- η συγκεκριμένη «παραδειγματική μνήμη του Άουσβιτς», όπως την χαρακτηρίζει ο Τοντόροφ, οφείλει να λειτουργεί ως συνειδησιακός καταλύτης αντίστασης και πολιτικής ανυπακοής, απέναντι σε κάθε μορφή ανελευθερίας, ξενοφοβίας και πολιτισμικού ρατσισμού, όπου και αν εμφανίζεται, να μετατρέπεται σε διαρκές σύμβολο αγώνων για μια καλύτερη και κοινωνικά δικαιότερη κοινωνία. Η μνήμη στο κάτω-κάτω, όπως και η ιστορία, δεν είναι ουδέτερη δεξαμενή πληροφοριών, ευαισθησιών και απόψεων, αλλά μια ζωντανή και συνεχώς μεταβαλλόμενη οντότητα. Δεν έχει καμιά σχέση με τη μνήμη του προσωπικού μας υπολογιστή. Μοιάζει -μας το δίνει αυτό θαρρώ ωραιότατα η Ρίκυ Βαν Μπουσχότεν- «πολύ περισσότερο μ’ ένα αεικίνητο ποτάμι, το οποίο έχει σαν σταθερά σημεία την κοίτη (νοητικό υπόστρωμα), την πηγή (αρχική εμπειρία), και την εκβολή (αφήγηση), αλλά το νερό ανανεώνεται συνεχώς από εισροές ποικίλης προέλευσης και διοχετεύεται σε πλήθος διακλαδώσεων και παραποτάμων». Και όλα αυτά συντελούνται ταυτόχρονα μέσα στο χώρο και τον χρόνο. Όσο βέβαια τα μηνύματα που εκπέμπει ταιριάζουν στα νοητικά μας σχήματα, όσο πιο συγκροτημένη και πλήρης καθίσταται η γνώση και η εμπειρία μας, τόσο και πιο οργανωμένη παρουσιάζεται η μνήμη. Τόσο η επικοινωνία καθίσταται πραγματική, η μνήμη ενεργός τρόπος ύπαρξης και όχι απλά γνώσης του χθες. Και όσο δυστυχώς το αίτημα-σύνθημα με το οποίο οι λαοί υποδέχτηκαν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, «ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια πόλεμος», επαναποκτά δυστυχώς μια εκπλήσσουσα και οδυνηρή επικαιρότητα, τόσο αυτή την ενεργό μνήμη την έχουμε άμεση ανάγκη. Γιατί μόνο έτσι δεν θα επιτρέψουμε να βρικολακιάζουν τα χθεσινά.
Η ΑΥΓΗ • 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
41
7
Από τη σκοπιά του μέλλοντος «Το πραγματικό πρόβλημα του Άουσβιτς είναι ότι συνέβη και ότι το γεγονός αυτό δεν αλλάζει ούτε και με τις καλύτερες, αλλά ούτε και με τις χειρότερες προθέσεις.» Λόγια της μαρτυρίας του Ουγγροεβραίου και μεγάλου συγγραφέα Ίμρε Κέρτες που μόλις δεκαπεντάχρονος στάλθηκε στο Άουσβιτς, μετά στο Μπούχενβαλντ κι επέζησε. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. Κανείς/δεν μαρτυρεί για τον/ μάρτυρα προειδοποιούσε ένας άλλος επιζών και μέγας κι αυτός ποιητής της γραφής, ο Ρουμανοεβραίος Πάουλ Τσέλαν. Το πραγματικό πρόβλημα του Άουσβιτς είναι ότι συνέβη. Τελεία και παύλα. Συνέβη. Το στρατόπεδο εκμηδένισης, σημείο αναφοράς όλης της Καταστροφής των Εβραίων της Ευρώπης από τους Ναζί, το μαύρο σύμβολο της Σοά χαραγμένο στο μπράτσο της ανθρωπότητας, είναι ανεξίτηλο, ανεξαγόραστο, ατιμώρητο, ανοιχτό τραύμα και τετελε-
ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ
σμένο της Ιστορίας. Ό,τι κι αν λένε οι «αρνητές» του, οι δικολάβοι του Ναζισμού κι οι νοσταλγοί των κρεματορίων, τότε και σήμερα, από την Ουκρανία ως την Ουγγαρία και την Ελλάδα κι ακόμα παραπέρα. Ή αυτοί, σε Αμερική κι Ευρώπη, που το «θυμήθηκαν» δεκαετίες μετά, και το «θυμούνται» μόνον όταν κι όπως τους συμφέρει, όσοι επιχείρησαν να το μετατρέψουν σε θέαμα για τους βολεμένους στο μοντέρνο Κολοσσαίο, σε αβλαβές (για τους κρατούντες) εικόνισμα ή και σε raison d’ Etat. Ας προσέξουμε την μαρτυρία του μάρτυρα Κέρτες όταν τον «βράβευαν» για την καταγραμμένη οδύνη του: «Δεν επιχείρησα ποτέ να αντιμετωπίσω τον κύκλο των προβλημάτων που λέγεται Ολοκαύτωμα σαν μια άλυτη σύγκρουση μεταξύ Γερμανών και Εβραίων??? δεν πίστεψα ποτέ ότι πρόκειται για το πιο πρόσφατο κεφάλαιο της ιστορίας των εβραϊκών παθών, το οποίο ακολούθησε λογικά τις προηγούμενες δοκιμασίες τους??? δεν το είδα ποτέ σαν μια λεγόμενη μοναδική εκτροπή της Ιστορίας, σαν ένα πογκρόμ που με τις διαστάσεις του ξεπερνά όλα τα προηγούμενα, σαν μια προϋπόθεση για τη δημιουργία του εβραϊκού κράτους. Με το Ολοκαύτωμα συνειδητοποίησα την κατάσταση του ανθρώπου, τον τελευταίο σταθμό της μεγάλης περιπέτειας στην οποία περιήλθε ο άνθρωπος της Ευρώπης μετά από δύο χιλιάδες χρόνια ηθικής και πολιτισμικής ιστορίας[...] Το συμπέρασμα που βγάζει ο Κέρτες είναι απροσδόκητο: «Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, εκείνο που εκφράστηκε με την Τελική Λύση και με το ‘σύμπαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης’ δεν είναι δυνατόν να παρερμηνευτεί, και η μοναδική δυνατότητα που έχουμε για να επιζήσουμε και να αντλήσουμε δημιουργική δύναμη είναι να αναγνωρίσουμε αυτό το σημείο μηδέν [...] όταν αναλογίζομαι το Άουσβιτς, σκέφτομαι κατά παράδοξο τρόπο μάλλον το μέλλον παρά το παρελθόν» Το Άουσβιτς, σημείο μηδέν. Κατανοητό, μέχρι ένα βαθμό. Αλλά πώς μπορεί να είναι και σημείο αναφοράς του μέλλοντος; Το επισημάναμε άλλοτε: αν για τον Αριστοτέλη και την ελληνική σκέψη το όν λέγεται πολλαχώς, για την εβραϊκή παράδοση είναι το μη όν
που επιδέχεται πολλαπλά ονόματα και νοήματα. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Θυμίζει συνομιλία μεταξύ Σοφών του Ταλμούδ, αν και πρόκειται για άθρησκους. Τρεις επιζώντες Εβραίοι λογοτέχνες μιλούν για την Εκμηδένιση και τα ναυάγια της ερμηνευτικής σκέψης, καθώς προσκρούει στον ύφαλο της μαζικής Εβραιοκτονίας στον 20ό αιώνα. Ο Ζαν Αμερύ ονομάζει το Άουσβιτς «ζοφερό αίνιγμα», ο Πρίμο Λέβι «μαύρη τρύπα», ενώ ο Ίμρε Κέρτες αναφωνεί σαν τον Αρχιμήδη: «Εύρηκα!- το Μέλλον αρχίζει αναγνωρίζοντας το σημείο Μηδέν». Και οι τρεις για το Μηδέν μιλούν. Οι δύο πρώτοι αυτοκτόνησαν. Κάθε ορθολογιστής απελπίζεται μπροστά στο Μηδέν και κάθε ανορθολογιστής το μυθοποιεί και το προσκυνά. Μόνον όποιος έζησε το Μηδέν και μπορεί να το δει από την σκοπιά του Μέλλοντος, αντέχοντας την βασανιστική δοκιμασία του αρνητικού, την αντίφαση, αυτός θα ζήσει. Πώς να εξηγήσεις ότι μια γιγάντια γραφειοκρατική -τεχνοκρατική μηχανή στήθηκε, με τον μέγιστο ορθολογισμό, βιομηχανική οργάνωση κι αποτελεσματικότητα, για τον πιο εξωφρενικό σκοπό, την εξολόθρευση πληθυσμών, μια παράνοια που ονομάστηκε «πράξη βιολογικής υγιεινής της Αρίας Φυλής»; Η επάνοδος της φασιστικής Δεξιάς, στις μέρες μας, επαναφέρει, ιδιαίτερα στους μαρξιστικούς κύκλους, τις παρωχημένες και πάντα άστοχες παρερμηνείες, που βλέπουν στο Άουσβιτς είτε τον θρίαμβο του ανορθολογισμού είτε την ενοχή του Διαφωτισμού. Στην πρώτη περίπτωση, ακολουθούν τον Λούκατς στην ατυχέστερη ίσως στιγμή του, στο έργο Η Καταστροφή του Ορθού Λόγου, όπου η διαμάχη ορθολογισμού/ανορθολογισμού υποκαθιστά την ζωντανή σύγκρουση ασυμβίβαστων μεταξύ τους κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Η αντιφασιστική πάλη, έτσι, ανάγεται σε μια προπαγανδιστική πάλη διαφώτισης των παραπλανημένων, καταφεύγοντας στην αστική ορθολογιστική μέθοδο και παράδοση, προπομπό μιας πολιτικής «λαϊκομετωπικής» συμμαχίας με τους αστούς δημοκράτες. Στην αντίθετη περίπτωση, επαναλαμβάνονται οι μύδροι του
Χορκχάιμερ και του Αντόρνο κατά του Διαφωτισμού, που καταλήγουν στον ιστορικό πεσιμισμό και την πολιτική αδράνεια. Άλλοτε πάλι, μαζί με τον Μαντέλ, ενώ η ερμηνεία προσανατολίζεται σωστά στην ανίχνευση της υλικής ιστορικής βάσης του φαινομένου, στο έδαφος του όψιμου καπιταλισμού, εντοπίζει τελικά μόνο τον φονικό συνδυασμό του «μερικού ορθολογισμού» στα μέσα με τον «ολικό ανορθολογισμό» στον σκοπό. Αλλά ο συνδυασμός αυτός είναι μόνον η μορφή. Ποιο είναι το ιστορικό περιεχόμενο; Τι καθιστά το Άουσβιτς το Σημείο Μηδέν όχι απλώς του όψιμου καπιταλισμού αλλά του αστικού πολιτισμού συνολικά; Πώς; Και γιατί; Η λογική της εκμηδένισης. Ποια είναι η διαλεκτική σύνδεση, η μέσα από αντιφάσεις μετάβαση από την λογική του κεφαλαίου στην λογική της Τελικής Λύσης, στην ορθολογικά σχεδιασμένη οριστική εξολόθρευση αυτών που υπήρξαν μόνιμα, σε κάθε περίοδο κρίσης, τόσο «χρήσιμοι» σαν αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα πιο διαφορετικά κοινωνικά συστήματα και πολιτικά καθεστώτα; Ποια η ανάγκη να εξαφανίσουν, μια για πάντα, τον εβραϊκό λαό, τον κατεξοχήν αποδιοπομπαίο τράγο με το άστρο του Δαβίδ στο μέτωπο; Απαντήσεις δεν μπορεί να δώσει ένας «μαρξισμός» που έχει εκπέσει σε οικονομικό αναγωγισμό ούτε που εξαερώνεται σε μια ενατενιστική «κριτική θεωρία», η οποία αρνείται να γίνει υλική δύναμη μέσα στις μάζες για να μετατραπεί «το όπλο της κριτικής σε κριτική των όπλων». Ο εξελικτικός «μαρξισμός» της Δεύτερης Διεθνούς, ο αυστρομαρξισμός του Όττο Μπάουερ, η «ορθοδοξία» του Κάουτσκυ και των σταλινικών εγχειριδίων, με την γραμμική τους αντίληψη της ιστορικής προόδου, προέβλεπαν ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, στην πορεία της, θα εξαφάνιζε μεσαιωνικούς αναχρονισμούς και ιουδαιοφοβίες, φέρνοντας την αφομοίωση των Εβραίων. Το Άουσβιτς σκόρπισε στον καπνό των κρεματορίων του τέτοιες φενάκες - παρόλο που επανήλθαν μεταπολεμικά, ιδιαίτερα σε
Αμερική και Δυτική Ευρώπη, και καλλιεργούνται πάντοτε συστηματικά σαν οπιούχες παπαρούνες. Μέχρι να έρθουν, στις μέρες μας, να ταράξουν την νάρκη τα τάγματα εφόδου της ελληνικής «Χρυσής Αυγής» και του ουγγρικού Γιόμπικ και, τώρα, η ναζιστική Σβομπόντα και οι φονιάδες του «Δεξιού Τομέα» που δρουν στην Ουκρανία, με την πλήρη στήριξη κι υποκίνηση της «δημοκρατικής» ΕΕ, των ΕΠΑ και του ΝΑΤΟ. Η λογική της εκμηδένισης μπορεί να κρύβει τις ρίζες της κάτω από το καπιταλιστικό έδαφος, αλλά αυτές ρουφούν τους χυμούς τους από το ίδιο το κεφάλαιο και την λογική των αντιφάσεών του. Η απομύζηση της υπεραξίας από το κεφάλαιο-βαμπίρ(Μαρξ), με την κυριαρχία της νεκρής, αφηρημένης εργασίας πάνω στην ζωντανή συγκεκριμένη εργασία, απαιτεί την προσαρμογή όλων των πιέσεων της ζωής στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, γεγονός που δίνει στην μοντέρνα εξουσία τον χαρακτήρα βιοεξουσίας (Φουκώ). Κι ο Ναζισμός ως μορφή της βιοεξουσίας σε κρίση είναι, όπως έλεγε κι ο Γκαίμπελς, «εφαρμοσμένη βιολογία» - για την ακρίβεια μια βιο-πολιτική γενοκτονίας, στο όνομα μιας ρατσιστικής ψευτοβιολογίας, αποκυήματος των γάμων του μοντέρνου θετικισμού με την σαρακοφαγωμένη αρχαϊκή μυθολογία. «Ο αστικός πολιτισμός μηρυκάζει την άπεπτη βαρβαρότητα», έγραφε ο Τρότσκυ, το μοιραίο έτος 1933, περιγράφοντας τον θριαμβεύοντα Ναζισμό. Το 1938, ο εξόριστος επαναστάτης είναι ο πρώτος που προβλέπει την επικείμενη Εβραιοκτονία κι ορίζει τον μοντέρνο αντισημιτισμό ως «τον τρομερό ιστορικό σπασμό του καπιταλισμού στην παρακμή του» Το 1940, θα δώσει την χαριστική βολή στην «ορθόδοξη» αντίληψη, που βλέπει στον μοντέρνο αντισημιτισμό την επιβίωση μιας αρχαϊκής ιδεολογίας, τονίζοντας ότι είναι «το χημικά καθαρό απόσταγμα της ιμπεριαλιστικής κουλτούρας». Το Σημείο Μηδέν, όπως θα έλεγε κι ο Κέρτες. Ο τελευταίος σταθμός του πολιτισμού, εάν δεν ανατραπεί ο παρακμασμένος καπιταλισμός από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Εκμηδένιση της εκμηδένισης. Ο ύμνος της Διεθνούς, στο γαλλικό πρωτότυπο, βάζει στο στόμα των προλεταρίων, των κολασμένων της γης, τα λόγια: είμαστε το τίποτα, ας γίνουμε το παν εμείς! Βλέπει το τίποτα χωρίς να παραλύει, αναγνωρίζει το Μηδέν από την σκοπιά του μέλλοντος, sub specie futuri. Δεν ζητάει να βελτιώσει, να μεταρρυθμίσει αυτό που υπάρχει, ένα καπιταλιστικό κόσμο σε επιθανάτια αγωνία, αλλά να τον ανατρέψει εκ θεμελίων για να γεννηθεί ό,τι δεν υπάρχει ακόμα, ο πανανθρώπινος ελευθεριακός κομμουνισμός. Για να παραφράσουμε τον Μαρξ, οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το Άουσβιτς, το ζήτημα, όμως, είναι να αλλάξουμε τον κόσμο που το γέννησε και το γεννά, να ανατρέψουμε τα τετελεσμένα της Ιστορίας και εν τέλει να ζήσουμε. Οι βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο blog των «Αναγνώσεων».
42
Η ΑΥΓΗ 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Ζωγραφική μεθερμηνεία (σημειώσεις πάνω στο εβραϊκό Ολοκαύτωμα) Το κείμενο μεταχειρίζεται ως αναφορά, ένα ζωγραφικό μου έργο, που συμπαραθέτω. Στην ζωγραφιά συντίθενται σκηνές προσφύγων, κρατουμένων σε στρατόπεδα, νεκρών, δηλητηρίων, δολοφόνων. Κύρια πηγή είναι φωτογραφίες δημοσιευμέΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ
νες σε ιστορικά δοκίμια, μελέτες και λευκώματα. Οι αφηγηματικές πληροφορίες, σκηνές και πρόσωπα με γραφίτη, αναπτύσσονται στην περιφέρεια της σύνθεσης. Κέντρο της είναι η μαύρη κηλίδα, διαμελισμένη από το κείμενο. Το συνθετικό Κενό, κατειλημμένο από το γραπτό. Holocaust. Ελληνική λέξη, αγγλική γραφή. Στις ζωγραφικές αποτιμήσεις η ίδια η ζωγραφική προσπαθεί να αποκτήσει τα συγκεφαλαιωτικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητας. «Ο Μεσσιανικός κόσμος» λέει ο Ραββί Israel de Rizhin, «θα είναι ένα κόσμος δίχως εικόνα, όπου δε θα υπάρχει πλέον σύγκριση μεταξύ εικόνας και αυτού που αναπαριστά». Αυτό αναμφίβολα σημαίνει πως ο νέος τρόπος ύπαρξης των μεσσιανικών καιρών δεν θα ανέχεται πλέον την απεικονιστική αναπαράσταση, επιβεβαιώνει ο G. Scholem. Το ερώτημα είναι αν η αναπαράσταση από ένα σημείο και μετά, από μια ηθική κλίμακα και πάνω, είναι δυνατή ή όχι. Εάν η μεσσιανική υποκατάσταση της πραγματικότητας καθιστά την αναπαράσταση ως ισοδύναμό της ή εάν μεταποιεί την ίδια τη πραγματικότητα σε αναπαράσταση του εαυτού της. Και ένα συνακόλουθο ερώτημα, εάν η απεικονιστική έκρηξη που συντελείται στην Ποπ συνθήκη, στην συνθήκη της εκτενούς και εκτεινόμενης εικόνας, του αρχείου, στην πολιτική συνθήκη της μεταδημοκρατίας, αποτελεί ένα είδος Μεσσιανικού υποστρώματος, πρωτοκόλλου, παρουσιαστική τελείωση, διηνεκούς ειδώλου χωρίς αρχέτυπο. Την αποσταθεροποίηση της σχέσης πραγματικού, μεσολαβητικού εργαλείου( δηλαδή γλώσσας, πλαστικού κώδικα), έργου, λήπτη, την έχουν διαπραγματευτεί πολλοί και αποκλίνοντες: «Το αληθινό μήνυμα που μεταδίδουν τα μέσα, αυτό που αποκωδικοποιείται και καταναλώνεται ασύνειδα και βαθιά, δεν είναι το έκδηλο περιεχόμενο των ήχων και των εικόνων αλλά το εξαναγκαστικό σχήμα που συνδέεται με την τεχνική ουσία αυτών των μέσων, της αποσυναρμολόγησης του πραγματικού σε διαδοχικά και ισοδύναμα σημεία: είναι η φυσιολογική προγραμματισμένη μετάβαση από τον πόλεμο του Βιετνάμ στο music hall, πάνω στην βάση της πλήρους αφαίρεσης του ενός και του άλλου» λέει ο Μποντριγιάρ προσπαθώντας να ενισχύσει την γνωστή θέση τουMcLuhan ότι, το «Μήνυμα είναι το Μέσον». Ο μεσολαβητικός μηχανισμός γίνεται επιτρεπτικός μηχανισμός, μέσα από την διαρκή αναγωγή σε σημεία, ακυρώνοντας το γεγονός απ το οποίο εκκινεί, εγκαθιστάμενος πάνω του ως υπέρτερο και ανταγωνιστικό σύ-
στημα. Μια αντιστροφή σαν αυτή που περιγράφει ο Λόουζυ στον «Υπηρέτη» του. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να προσδιορίσω λίγο καλύτερα τις νοηματικές και τεχνικές διαστρώσεις που συναρμολογούν το έργο, το παράθεμα του Μπαρτ, στο οποίο αναρωτούσε: «Μήπως το κάθε κείμενο δεν μπορεί να προσδιορίζεται από τον αριθμό των ετερόκλητων αντικειμένων (γνώσης, αισθησιασμού) που τα σκηνοθετεί με απλούς τύπους συνάφειας (μετωνυμίες και ασύνδετα); Ως εγκυκλοπαίδεια εξαντλεί ένα κατάλογο ετερόκλητων αντικειμένων και αυτός ο κατάλογος είναι η αντιδομή του έργου, η σκοτεινή και τρελή πολυγραφία του». Η ίδια η πολιτισμική συνθήκη φαίνεται να συγκροτεί μια θεμελιώδη διάνοιξη, φαίνεται ότι οδηγεί τη δήλωση, την απεικόνιση, από αναπαράσταση σε αποπαράσταση. Κάθε απόπειρα να εκφράσει κανείς το ισοδύναμο (μια προσωπική και εξατομικευμένη ισοδυναμία) του ιστορικού γεγονότος και της γλώσσας (της φόρμας, της ζωγραφικής ανακωδικοποίησης) είναι για άλλους μάταια για άλλους επισφαλής. Η γλώσσα μόνο ως παραποίηση ή ως κάρπωση μπορεί να λειτουργήσει αφού η ίδια είναι ιστορικό γεγονός, είναι δηλαδή έγκλειστη σε μια επιχειρησιακή θνησιγένεια. «Δεν υπάρχει άχρονος λόγος δηλαδή δεν εκφέρεται μια πρόταση χωρίς να έχει συνδηλωθεί η χρονικότητά της». Στην τακτοποιημένη σχέση που πρότεινε το μοντέρνο και που διαχειρίζονται οι σημειολόγοι και οι στρουκτουραλιστές, θα υπομνηματίσω μια ενδιαφέρουσα, παραβατική πρόταση. Ο Δ. Κοκκινίδης έχει προτείνει μια έξυπνη ανάλυση του έργου του Anselm Kiefer «Dein goldenes Haar, Margarethe» του 1981, ως παραβολή του ποιήματος «Νεκρή Φούγκα» του εβραίου ποιητή Paoul Celan, γραμμένου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1945. Ο Kiefer, κατά την ανάλυση, μέσα από παραβιάσεις του μοντέρνου υποδείγματος και τις ελευθερίες του μεταντανταϊσμού και της Arte Povera, προχωρά στην ενσωμάτωση στο συγκεκριμένο έργο, γραπτών φράσεων και υλών, στοιχείων που δεν είναι εκφραστικής τάξης επιθέματα, αλλά πειθαρχημένες συμβολοποιήσεις. Πάνω στο σώμα του πίνακα, παρεμβάλλονται αντιστικτικά δύο κύρια δραματικά πρόσωπα του ποιήματος (τα χρυσά μαλλιά της Μαργαρίτας, τα σταχτερά μαλλιά της Σουλαμιντ-της Εβραίας κρατουμένης) όχι ως εικονογραφική παραχώρηση αλλά αφηρημένα ως ύλη και συνθετική θέση. Η παράσταση έτσι στο έργο του Kiefer που αναλύει ο Κοκκινίδης, γίνεται διακείμενο- δέντρο, που καθιστά ζωγραφικό γεγονός όχι μόνο τα πλαστικά, υλικά, χειρονομιακά και απεικονιστικά στοιχεία του, αλλά την ίδια την δικτύωσή του με ένα εξαιρετικά κρυπτικό σύστημα σημασιοδοτήσεων. Ο κριτικός αναγνώστης του έργου, μεταστρέφεται σε πλοηγό, σε ιχνηλάτη. Η απόσταση γλώσσας και πραγματικότητας δεν βρίσκεται σε μια ανοχή, σε ένα ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ κυριολεξίας- ακυρολεξίας. Μεταξύ γεγονότος (ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ) και απεικόνισης (Ζωγραφιά). Αλλά μεταξύ του γεγονότος και των ηθικών δυνατο-
Δημητρης Σεβαστακης, Ολοκαυτωμα, 2012
τήτων του παραλήπτη. Το ζήτημα από θέμα αναγνωστικής τεχνικής ή πρωτοκόλλων και εργαλείων πρόσληψης, τίθεται στο αν υπάρχει η πολιτισμική ανοχή που αφομοιώνει τις νοηματικές προτεραιότητες τις οποίες συντάσσει η απόφαση φυλετικής εκκαθάρισης. Που σημαίνει όχι μόνο αν υπάρχει ερώτημα για τη φύση και τη σύσταση αυτής την ενδιάμεσης μεσολαβητικής στρώσης από γλώσσες κώδικες και κτισμένες ευαισθησίες (εντός των οποίων συστήνεται το προσληπτικό γεγονός) αλλά το αν υπάρχει μια οντότητα, ένας ηθικός πόλος σαφής και περιγεγραμμένος που εντός του να μπορεί να αισθητοποιηθεί το εκκαθαριστικό συμβάν. Το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να αποδοθεί ζωγραφικά αλλά η ίδια η ζωγραφική μπορεί να ολοποιηθεί μέσα στην αναφορά του, ως οργανικό στοιχείο όχι του αφηγήματος, αλλά του διαβήματος. Το Ολοκαύτωμα ως παραδοχή μπορεί να δικαιώσει την ζωγραφική. Ιδρύει μια γενική συνθήκη αισθητικοαναλυτικών ρημάτων. «(...) Tο γκρέμισμα του Ρεαλισμού που παρατηρείται στην μοντέρνα λογοτεχνία, δεν πρέπει να εκληφθεί ως αντίδραση σε μια μεταβαλλόμενη πραγματικότητα ή ως συνέπεια της ανάδυσης νέων πραγματικοτήτων. Η αιτία βρίσκεται μάλλον σε μια τάση την οποία θα μπορούσαμε μαζί
(...) με τον Iser, να ονομάσουμε «παράσταση της δυναμικής του απραγματοποίητου». Μ’ αυτή την έννοια η ζωγραφική απόδοση και διερμηνεία του Ολοκαυτώματος προσπαθεί να θεμελιωθεί σε ένα διαφορετικό ρεαλισμό από την συνεκδοχή μιας πραγματικότητας. Ο W. Preisendanz: «η όλη ιστορία της Ποιητικής και της Θεωρίας της Λογοτεχνίας (σ. σ.: Τέχνης) στρέφεται βασικά γύρω από τις σχέσεις απομίμησης και δημιουργίας, mimesis και poiesis, αντικατοπτρισμού και φαντασίας, γύρω από το πρόβλημα του τι πράγματι αντικειμενοποιείται μέσω της Λογοτεχνίας (σ.σ.: Τέχνης)».
Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης, είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ dsevastakis@arch. ntua. gr
Την επόμενη Κυριακή, το Γ’ μέρος 4 Εικόνες στρατοπέδων Πρίμο Λέβι, Μπέττυ Βακαλοπούλου, Νίκη Τρουλλινού