a11957

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 590

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

Έθνος και γυναικεία χειραφέτηση NIRA YUVAL-DAVIS, Κοινωνικό Φύλο και Έθνος, μτφρ. Σοφία Τρομάρα, University Studio Press, σελ. 316 Το βιβλίο της Nira Yuval-Davis γράφτηκε το 1997, τα θέματα όμως που ανακινεί είναι τέτοιας φύσης, που συνιστούν διαχρονικά σημεία αναφοράς και μελέτης, αλλά και δράσης. Έτσι άλλωστε εξηγούνται και οι συνεχείς ανατυπώσεις του (στα αγγλικά). Πράγματι, ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι διττός. Από τη μια συνιστά μια περιεκτική όσο και κριΤΗΣ ΡΕΝΑΣ ΔΟΥΡΟΥ

τική καταγραφή όλων των θεωριών που σχετίζονται με το κοινωνικό φύλο, και απ’ την άλλη αποτυπώνει την απόπειρα της συγγραφέως να παρουσιάσει τη δική της προσέγγιση, αναφορικά με τις διαδραστικές σχέσεις του κοινωνικού φύλου και του έθνους. Τους τρόπους δηλαδή με τους οποίους αλληλοεπηρεάζονται, και αλληλοδιαμορφώνονται, έθνος και κοινωνικό φύλο. Η βασική της θέση είναι ότι το ανδρικό και το γυναικείο φύλο συμβάλλουν στην κατασκευή του έθνους - όπως άλλωστε παρατηρεί η ίδια στη σελίδα 17, αναφερόμενη σε έναν παλιό της καθηγητή στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο: «το να μιλάς για τις γυναίκες χωρίς να αναφέρεις και τους άνδρες, είναι σαν να χειροκροτείς μόνο με το ένα χέρι». Για να προσθέσει παρακάτω: «Μία από τις κύριες θέσεις αυτής της μελέτης είναι ότι η εθνικότητα ως κατασκευή συνήθως εμπεριέχει και κάποιες συγκεκριμένες έννοιες, τόσο του ‘ανδρικού φύλου’ όσο και του ‘γυναικείου φύλου’». Στην πυκνή, με πολλά παραδείγματα, ανάλυσή της, η Nira Yuval-Davis αγγίζει τα φαινόμενα του εθνικισμού, του ρατσισμού, του φονταμενταλισμού, υπό το πρίσμα της πολιτότητας, των ταυτοτήτων, των σχέσεων του κοινωνικού φύλου, σε ευρωπαϊκές χώρες, στη Βρετανία, στο Ισραήλ, αλλά και σε διάφορες αποικιακές κοινωνίες - εξ ου και το γεγονός ότι το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες. Παρότι πρόκειται για ένα πανεπιστημιακού περιεχομένου σύγγραμμα, κινείται σε ένα εξόχως πολιτικό πεδίο, καθώς περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο, κατά καιρούς, θέματα που άπτονται του κοινωνικού φύλου γίνονται αντικείμενο πολιτικής αξιοποίησης ή εκμετάλλευσης, από κράτη, κυβερνήσεις, κόμματα, κινήματα. Το βιβλίο εξετάζει διεξοδικά τα ζητήματα των τρόπων με τους οποίους οι σχέσεις του κοινωνικού φύλου επηρεάζουν

Τα έργα του τεύχους είναι από την έκθεση της Μαρίας Σκουλά, «22 ΠΑΡΑ-ΜΥΘΟΙ», στη γκαλερί Titanium, Βασιλέως Κωνσταντίνου 44. Εγκαίνια: 26 Μαρτίου. Διάρκεια: Μέχρι 1 Απριλίου

ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ, 2010, πίνακας λάδι σε μουσαμά, 170x120, κατασκευή από ξύλο, χαρτί, πλαστικό, βελούδο, 110x110

αλλά και επηρεάζονται από τις παραμέτρους σύστασης του έθνους. Όμως δηλώνεται στο πρώτο κεφάλαιο, «Στόχος του συγκεκριμένου βιβλίου είναι να καταδειχθεί, ότι η ορθή κατανόηση των δύο εννοιών δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει τους τρόπους με τους οποίους οι δύο έννοιες αλληλοδιαμορφώνονται και αλληλοκατασκευάζονται» (σελ. 57). Η διαδικασία αυτή, που κατασκευάζει υποκειμενικότητες και κοινωνικές ζωές των ατόμων, ενώ επηρεάζει και τα κοινωνικά και πολιτικά σχέδια των εθνών και των κρατών, αναλύονται στα υπόλοιπα κεφάλαια, που επιγράφονται «Οι γυναίκες και η βιολογική αναπαραγωγή του έθνους», «Πολιτισμική αναπαραγωγή και σχέσεις κοινωνικού φύλου», «Πολιτότητα και δια-

φορετικότητα», «Έμφυλοι στρατοί, έμφυλοι πόλεμοι», «Γυναίκες, εθνισμός και απόκτηση εξουσίας: προς μια εγκάρσια πολιτική». Η «εγκάρσια πολιτική» εξετάζει το κοινωνικό φύλο, το έθνος και την πολιτική που στοχεύει στη γυναικεία ενδυνάμωση. Κι έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς, ότι υπό αυτό το πρίσμα εξετάζεται η σχέση (συνεργασίας ή αντίστασης) των γυναικών με τους εθνικιστικούς αγώνες, αλλά και η διεθνής φεμινιστική πολιτική. Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρείται η ανάπτυξη ενός «μοντέλου κάθετης πολιτικής, μιας μεθόδου πολιτικής συνεργασίας, μέσα στην οποία θα αναγνωρίζονται οι διαφορετικές θέσεις των εμπλεκόμενων ατόμων και ομάδων, όπως επίσης θα αναγνωρίζονται και τα αξιακά συστήματα, τα οποία αποτελούν τη βάση των αγώνων τους» (σελ. 64). Πρόκειται για μία προσέγγιση στην οποία καταλήγει με έμφαση η Nira Yuval-Davis, μετά από την κριτική θεώρηση των απόψεων για το κοινωνικό φύλο. Ο πυρήνας αυτής της προσέγγισης έγκειται σε έναν ιδιότυπο «διάλογο» μεταξύ δύο κινήσεων: «προέλευσης» και «μετατόπισης». «Η κύρια ιδέα είναι ότι κάθε γυναίκα που συμμετέχει στο διάλογο φέρει μαζί της την ιδιότητα του μέλους και την ταυτότητά της που έχουν κάποια προέλευση· ταυτόχρονα όμως προσπαθεί να μετατοπισθεί, με σκοπό να θέσει τον εαυτό της σε θέση ανταλλαγής με τις γυναίκες που έχουν διαφορετική ιδιότητα μέλους και ταυτότητα» (σελ. 264). Μπορεί μια τέτοια θεώρηση να είναι φιλόδοξη, ωστόσο, πιστεύω ότι συνιστά το πιο αδύναμο σημείο του βιβλίου. Και τούτο γιατί η ίδια η συγγραφέας αναγνωρίζει ότι η ορθή πολιτική δράση δεν μπορεί να στηριχθεί σε πολιτικές των ταυτοτήτων, φεμινιστικών, εθνικιστικών, αντιρατσιστικών (αναφέρεται άλλωστε στις «παγίδες των ταυτοτήτων»), οι οποίες λειτουργούν κατακερματίζοντας, αλλά σε κοινές αξίες. Πρόκειται για μια αντίφαση που ουσιαστικά αναιρεί την εγκάρσια οπτική. Άλλωστε, και η ίδια η συγγραφέας το παραδέχεται: «η εγκάρσια πολιτική δεν είναι πάντα εφικτή, καθώς τα αντικρουόμενα συμφέροντα των ανθρώπων που βρίσκονται σε συγκεκριμένες θέσεις δεν μπορούν πάντοτε να συμβιβαστούν» (σελ. 265). Για να προσθέσει ωστόσο ότι «το εγκάρσιο μονοπάτι μπορεί να είναι γεμάτο με αγκάθια, αλλά τουλάχιστον οδηγεί προς τη σωστή κατεύθυνση». Το γεγονός ότι η κατεύθυνση αυτή υπονομεύεται εκ των προτέρων λόγω της προηγούμενης παρατήρησης (περί των πολιτικών των ταυτοτήτων), ακυρώνει τη συνεισφορά του βιβλίου της Nira Yuval-Davis; Αναμφισβήτητα, όχι. Η ανάγνωσή του και, το κυριότερο, η απόπειρα χρήσης του ως εργαλείου, μπορεί σίγουρα να βοηθήσει στον αέναο αγώνα για μια λιγότερο σεξιστική, λιγότερο ρατσιστική και περισσότερο δημοκρατική κοινωνία. Ένα ζητούμενο, ούτως ή άλλως, εξαιρετικά επίκαιρο σε πάρα πολλές γωνιές του κόσμου σήμερα, όπου οι γυναίκες βρίσκονται αντιμέτωπες με καταπιεστικές, υποτιμητικές, απαξιωτικές συμπεριφορές, στο όνομα της υπεράσπισης, προστασίας και ανάδειξης ενός έθνους που λειτουργεί αποκλείοντάς τες από τη δημόσια σφαίρα.


24

Η ΑΥΓΗ • 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

2

1. Αρχίζω παραθέτοντας από δύο αγγλικά μυθιστορήματα του 18ου αιώνα: στο πρώτο, συναντάμε την ακόλουθη αποστροφή: «Ω εσείς φτωχοί γραφιάδες που γράφετε για να τρώτε!»1 Στο δεύτερο συναντάμε την εξής διαπίστωση: «για κάθε συγγραφέα που πετυχαίνει, εκατό άλλοι αποτυγχάνουν. Δεν μπορούν να ζήσουν από το επάγγελμά τους. Είναι λοιπόν αδιάφορο το πόσο γρήγορα πεθαίνει το έργο τους, αρκεί να μπορούν αυτοί οι ίδιοι να ζήσουν».2 Τα παραθέματα αυτά οδηγούν στη σκέψη πως είναι αδύνατον να μιλήσουμε για τον συγγραφέα «σε περιβάλλον κρίσης» χωρίς να ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

60x60 λάδι σε μουσαμά, άμμος

Αφανείς ήρωες της καθημερινότητας ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, 360, νουβέλα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 62 «Το ταξί δεν σταμάτησε στη διάβαση πεζών. Το σώμα δέχτηκε το χτύπημα στη δεξιά κνήμη, απογειώθηκε, έφερε μιάμιση περιστροφή στον αέρα [...] τσακίστηκε στη στέγη του οχήματος που στο μεταξύ είχε ακινητοποιηθεί στριγκλίζοντας, και προσεδαφίστηκε με το κεφάλι ανοιγμένο νεκρώσιμα και το ένα γόνατο τελεσιδίκως γυρισμένο». Το στρίγκλισμα του αυτοκινήτου, η εκτίναξη και η προσεδάφιση ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

στη στέγη του ενός άγνωστου άντρα και ο ακαριαίος θάνατός του αποτελούν, εν προκειμένω, την αφετηρία εκκίνησης και το σημείο επιστροφής επάλληλων ομόκεντρων αφηγηματικών κύκλων, καθένας από τους οποίους συμβάλλει στην ύφανση μιας ενιαίας, κατακερματισμένης, ωστόσο, ιστορίας, όπως κατακερματισμένες είναι και οι ζωές των προσώπων και των σκιών που κινούνται στους κόλπους της. Θα έλεγε κανείς ότι το σκηνικό ενός εντελώς συμπτωματικού συμβάντος, όπως το παραπάνω, αποτέλεσε την πηγή ανάδυσης των ηρώων και του προκαθορισμένου ρόλου που θα υποδυόταν ο καθένας σε ένα περιορισμένο κι ωστόσο ευρύχωρο αφηγηματικό πλαίσιο. Θα έλεγε, καλύτερα, ότι ο συνοδευτικός του θανατηφόρου συμβάντος ήχος, το στρίγκλισμα του αυτοκινήτου, ενεργοποίησε τον έμπειρο στιλίστα πεζογράφο, ωθώντας τον στην επιλογή και στο επιδέξιο στήσιμο των μελών μιας «ετερόκλητης ορχήστρας», πρόσφορης, παρ’ όλ’ αυτά, για την πιστή ερμηνεία και απόδοση της περιρρέουσας, εκκωφαντικά σιωπηλής, μουσικής μιας μουντής και βυθισμένης στο τέλμα της κοινοτοπίας πραγματικότητας. Κυρίως, όμως, συνέβαλλε στην αφύπνιση του χρόνου, στην ανάδευση της ναρκωμένης επιφάνειας μιας τελετουργικά, δια της επαναλήψεως, φθειρόμενης καθημερινότητας, και στον φωτισμό πτυχών της ζωής ανθρώπων συνηθισμένων, που δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο μέσω άλλων ανθρώπων, επιλεγμένων -ή επιβαλλόμενων- από το στενό οικογενειακό ή κοινωνικό τους περιβάλλον, όπως για παράδειγμα ενός μουσικού-συγγραφέα που υποδύεται τον ντεντέκτιβ, μιας γυναίκας που υποπτεύεται ότι ο άντρας της την απατά, μιας σερβιτόρας που ο ταξιτζής σύζυγός της επιτίθεται σε μετανάστες, μιας παγιδευμένης στα περασμένα ηλικιωμένης γυναίκας κλπ. Όλοι τους είναι αφανείς ήρωες μιας ακατάπαυστα και χωρίς ιδιαί. τερες εξάρσεις επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας άνθρωποι της «διπλανής πόρτας», που, αν και στο κέντρο της πόλης, μοιάζει να βρίσκονται στις παρυφές της, και υποστασιοποιούνται αναμοχλεύοντας τις μικρότητες και τα προσωπικά τους πάθη, ενώ οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους, παρά το ισχνό ή ανύπαρκτο εκτόπισμά τους, είναι ικανές να τους δημιουργούν την ψευδαίσθηση της ύπαρξης. Στο μεταξύ η μουσική, χωρίς να «διαδραματίζεται» ως έκφραση, εξυπονοείται και διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο στη σκηνικά κατανεμημένη

ροή της αφήγησης, η οποία, σαν μεγεθυντικός φακός, χωρίς να πλησιάζει πρόσωπα και πράγματα -απεναντίας, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας απ’ αυτά-, κατορθώνει και μεγεθύνει πτυχές τους, φωτίζοντάς τες όσο χρειάζεται, προκειμένου να καλυφθεί το φυσικό και οικείο από τη χροιά του παράδοξου και ανοίκειου. Κι αυτό συντελείται με τη συνδρομή μιας γλώσσας που, σαν από μιαν έντονη μουσική παρόρμηση ενεργοποιημένη, διατηρώντας ανέπαφες και ενεργές τις μουσικές της ιδιότητες-δυνατότητες, συμβάλλει στο στήσιμο μιας σταθερής κι ωστόσο εντέχνως τρικλίζουσας πραγματικότητας, δημιουργημένης από τρέχοντα, κοινόχρηστα υλικά, πλην όμως εμβαπτισμένα στην ατμόσφαιρα των εν ύπνω και των εν εγρηγόρσει συνθεμένων ονείρων.

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ

Ανοιξιάτικη αριθμητική Την άνοιξη γεννιέται το χάος παίρνει σάρκα και οστά ξεσπούν οι λάσπες καθώς η καρδιά του τήκεται, οι χορτολιβαδικές εκτάσεις βούλιαξαν αυξάνονται οι χρήσεις της ημέρας και τα σώματα γίνονται έκδοχα φωτός γλιστρούν οι τοίχοι στο πέρασμα τους Οι μυρωδιές στους τόνους τους υφαίνουν τους χάρτες των χρωμάτων τοκίζονται και απλώνονται στα μεσοστρώματα του αέρα κυριαρχούν μέχρι τον ουρανό, μέχρι τα ρείθρα της κολάσεως που καίγεται λίπος η άνοιξη πέφτει ξανά και ξανά τι να το κάνει το αλεξίπτωτο πηγαίνει για εκλογές ψηφίζεται το εύρος του ανθρώπου ήταν Μάρτης μήνας σαθρός καιρός περιμέναμε τη Λαμπρή Φάνης Παπαγεωργίου

λάβουμε υπόψη μας τις υλικές συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης του έργου του. Κι από την άποψη αυτή, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο «συγγραφέας»,ο οποίος δεν διέθετε ίδιους πόρους, λειτουργούσε ανέκαθεν σε «συνθήκες κρίσης». Σε προηγούμενους αιώνες, οι συνθήκες λογοτεχνικής γραφής αλλά και παραγωγής του έργου εξαρτιόταν από κάποιο Πάτρωνα, η δε κατανάλωση από μια λίγο πολύ γνωστή κοινότητα αναγνωστών. Εξ ου και οι κολακευτικές αφιερώσεις στον Πάτρωνα στο περικείμενο του βιβλίου, στο δε εσωτερικό του κειμένου οι κολακευτικές αποστροφές του αφηγητή προς στους αναγνώστες του. Αργότερα, με την άνοδο της αστικής τάξης, όταν άρχισε να λειτουργεί η εκδοτική «αγορά» και η «εμπορευματοποίηση» του ελεύθερου χρόνου, η απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και τους αναγνώστες του άρχισε να διευρύνεται. Νέες συνθήκες καθόριζαν τώρα την υλική παραγωγή και κατανάλωση του έργου: οι εκδότες που επέλεγαν το συγγραφέα και το έργο, οι βιβλιοπώλες που το διαφήμιζαν, καθώς και η νεόκοπη εμφάνιση της δημοσιογραφικής κριτικής στον τότε ημερήσιο και περιοδικό τύπο, η οποία διαμόρφωνε την «κοινή γνώμη» και επηρέαζε τις πωλήσεις. Οι νέες αυτές συνθήκες, που συνδέονταν άμεσα με την αγορά, διαμόρφωναν σε μεγάλο βαθμό και τον ορίζοντα των λογοτεχνικών προσδοκιών του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Ας αναφέρω εδώ και την ασυστολή πειρατεία του έργου τους, πριν καθιερωθεί το copyright (1707), το οποίο και σπάνια τους προστάτευε! Οι «επαναστάσεις» στην παραγωγή και την εμπορευματική προώθηση του λογοτεχνικού προϊόντος, συνδέονται, όπως ξέρουμε, με ευρύτερες οικονομικές και εργασιακές αλλαγές. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ τα όσα παραθέτει ο Μαρξ το 1866 για τις συνθήκες της υλικής παραγωγής του συγγραφικού προϊόντος, βασιζόμενος στις επίσημες αναφορές κρατικών επιτροπών : «Η υπερβολική εργασία των ενηλίκων και ανηλίκων σε διάφορα τυπογραφεία...του Λονδίνου εξασφάλισε σε αυτή την εργασία το όνομα «σφαγεία». Η ίδια υπερβολική εργασία γίνεται και στη βιβλιοδεσία όπου τα θύματα σφαγής είναι ιδίως γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. Δουλεύουν 14, 15 και 16 ώρες συνέχεια ... με δύο ώρες μονάχα ανάπαυσης για το φαγητό και τον ύπνο!»3. Αλλά και οι ίδιοι οι φτωχοί συγγραφείς τελούσαν σε καθεστώς «δουλείας»! Έτσι, όπως διαβάζουμε στο εξαίρετο μυθιστόρημα του


Η ΑΥΓΗ • 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

25

3

Ο συγγραφέας σε περιβάλλον κρίσης* George Gissing New Grub Street (1891) - δρόμος όπου οι εκδότες είχαν τις επιχειρήσεις τους, δεν ήταν μόνο οι εξευτελιστικές αμοιβές που λάβαιναν οι συγγραφείς. Ήταν και το γεγονός ότι οι νέες συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης δεν άφηναν ανεπηρέαστη ακόμα και τη μορφή και ποιότητα του έργου τους: τα μυθιστορήματα έπρεπε αναγκαστικά να αποτελούνται από τρεις ογκώδεις τόμους, και να ικανοποιούν το γούστο της μαζικής κουλτούρας. Στο μυθιστόρημα αυτό του Gissing, βλέπουμε επίσης τη λειτουργία αυτού που ο Pierre Bourdieu ονομάζει το «μικρόκοσμο του λογοτεχνικού πεδίου». Το πεδίο αυτό, επισημαίνει ο Bourdieu, είναι ένας σχετικά αυτόνομος χώρος που δημιουργείται από μια ομάδα δρώντων, έργων και φαινομένων που συνιστούν τη λογοτεχνική πράξη. Είναι ένας χώρος οι δομές του οποίου ορίζονται από το σύστημα δυνάμεων που ενεργούν εντός του στη βάση της αντιπαλότητας και του ανταγωνισμού. Στο σημείο αυτό, υπεισέρχεται και η σχέση του κοινωνικού μικρόκοσμου του λογοτεχνικού πεδίου με τις δυνάμεις παραγωγής.4 Κι ας έρθουμε στο σήμερα, και δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα όπου η εκδοτική βιομηχανία, ευτυχώς, δεν έχει ακόμα «εκσυγχρονιστεί»! Τεράστιοι, απρόσωποι εκδοτικοί οίκοι έχουν δημιουργηθεί όπου ο συγγραφέας δεν έχει πλέον καμιά προσωπική πρόσβαση σε αυτούς παρά μόνο μέσω μιας νέας κατηγορίας εργαζομένων των «μεσαζόντων» . (agents) λίστες των «ευπόλητων» βιβλίων (best sellers), οι οποίες δεν αντανακλούν αναγκαστικά την ποιότητα του έργου αλλά συνηθέστερα τη χειραγώγηση του «γούστου», δημοσιεύονται στον τύπο, ενώ η σειρά κατάταξης μεταβάλλεται καθημερινά, δημιουργώντας έτσι στη συνείδηση των αναγνωστών την αίσθηση του εφήμερου και της «θνησι. μότητας» των έργων η καθιέρωση του θεσμού των ετήσιων βραβείων και το γεγονός ότι στην Αγγλία, π.χ., πριν την τελική κρίση των επιτροπών, τα κείμενα μετατρέπονται σε κερδοσκοπικά αντικείμενα αφού τα «φαβορί» παίζονται σε εταιρείες στοιχημάτων! Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και την τρομακτική, οικονομική κρίση, θα διαπιστώσει ότι εντείνει τον ανταγωνισμό, εξοντώνει τους βιβλιοπώλες και τις μικρές εκδοτικές επιχειρήσεις και επηρεάζει όχι μόνο την έκδοση ή μη ενός λογοτεχνικού έργου, αλλά και τη μορφή και το περιεχόμενό του! Μέσα σε αυτές τις δύσκολες, αγοραίες συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης, βρίσκεται παγιδευμένος σήμερα ο μοναχικός συγγραφέας!

60x60 λάδι σε μουσαμά, άμμος

συγγραφέας Mario Vargas Liossa, υποστήριξε ότι τα «μεγάλα τραύματα» όπως η τρέχουσα οικονομική κρίση, είναι πολύ «διεγερτικά» γιατί «κεντρίζουν» και «γονιμοποιούν» τη λογοτεχνία. Προέβλεψε δε την αρχή μιας «καλής εποχής» για τη λογοτεχνική δημιουργία!5 Επιτρέψτε μου να έχω ορισμένες αμφιβολίες. Γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα «μεγάλα τραύματα», όπως οι πόλεμοι και οι οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές παίρνουν πολύ χρόνο πριν ωριμάσουν, πριν βρουν την αντίστοιχη έκφραση και μορφή σε αυτό που ονομάζουμε μεγάλη λογοτεχνία. Αποτυπώσεις του «συρμού», επιδερμικές, περιγραφικές αναπαραστάσεις της «κρίσης», στερεότυπα χαρακτήρων, πλοκής και προβλέψιμων, μελοδραματικών συμβάντων μπορεί να παράγονται και να μοσχοπουλούν! Αλλά ως έκφραση και ως δομή με κανένα τρόπο δεν αντιστοιχούν στο βάθος και το πολύμορφο κοινωνικό φαινόμενο της κρίσης.

2. Ας έρθουμε, όμως τώρα στο δεύτερο θέμα μας, που αφορά τη μοναχικότητα του συγγραφέα, πριν το έργο του εμπλακεί στις υλικές συνθήκες παραγωγής του. Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει σε αυτό η οικονομική κρίση; Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο περουβιανός

3. Κι εδώ, επιστρέφει το θεωρητικό ερώτημα που απασχόλησε τον μεγάλο Αμερικανό κριτικό της λογοτεχνίας Edmund Wilson, ο οποίος, το 1932, δημοσίευσε μια σειρά από βινιέτες με τίτλο: Οι Αμερικανικοί Σπασμοί: τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κατάρρευσης (The American Jitters: the years of the great slump). Οι βινιέτες αυτές αποτυπώνουν τις συνθήκες της ανεργίας, της πείνας, των αυτοκτονιών, των χαμένων καταθέσεων, την εξαθλίωση των αστέγων, τις εξεγέρσεις και την αστυνομική βία, και μαζί, το απρόσωπο σύ-

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ

ΑΝΑΜΝΕΖΑ

ΚΥΜΑ ΑΛΜΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η Σ ,

στημα των τραπεζών, των ανώνυμων εταιριών, του χρηματιστηρίου, δυνάμεις η ευθύνη των οποίων δεν εντοπίζεται πουθενά, παρά έμμεσα στην ιδεολογική «ηθικοποίηση» της κρίσης, την οποία το Σύστημα αποδίδει στην οκνηρία και την καταναλωτική έξη των πολιτών, καλλιεργώντας έτσι το αίσθημα της συλλογικής ενοχής και ευθύνης! Αν δεν ήταν η απόσταση του χρόνου, θα νόμιζε κανείς πως ο Wilson περιγράφει την πραγματικότητα που ζούμε σήμερα! Αναστοχαζόμενος την ανέμελη εποχή της επιβεβλημένης ξέφρενης κατανάλωσης των «Gay Twenties», που βρήκε την τέλεια έκφραση στο μυθιστόρημα του Scott Fitzgerald Ο Μεγάλος Gatsby (1925), ο Wilson αναρωτήθηκε αν μπορούν πλέον οι συγγραφείς να ασχολούνται με τους λογοτεχνικούς «πειραματισμούς» του όψιμου μοντερνισμού, όταν εκατομμύρια ανθρώπων αντιμετώπιζαν την εξαθλίωση και το έθνος ήταν στο χείλος της καταστροφής. Το θεωρητικό αυτό ερώτημα, μαζί με τη διαμάχη μεταξύ του Georg Lucacs και του Bertold Breht, σχετικά με το αν η ιδεολογία του Μοντερνισμού και της φορμαλιστικής πρωτοπορίας, σε αντίθεση με εκείνη του κριτικού ρεαλισμού, υπηρετεί, σε τελευταία ανάλυση, το σύστημα του Καπιταλισμού, καθώς και εκείνη ανάμεσα στον J.P. Sartre και τον Roland Barthes, σχετικά με το αν το «κείμενο της ανάγνωσης» (texte lisible) ή το «κείμενο της γραφής» (texte scriptible) είναι εκείνο που απελευθερώνει και επαναστατικοποιεί

ΝΙΚΟΣ ΕΡΗΝΑΚΗΣ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΟΣΑ ΠΕΦΤΕΙ Η ΣΚΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Α γ ί α ς

Ε ι ρ ή ν η ς

1 7 ,

τ η λ .

την κριτική συνείδηση του αναγνώστη, επανέρχεται στην εποχή μας. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν οι συγγραφείς; Να αναστήσουν παλαιότερες μορφές της τέχνης τους; Το Ρεαλισμό, το Νατουραλισμό, την Ηθογραφία και τη «Στρατευμένη» λογοτεχνία; Να διαγράψουν την κληρονομιά του «Μοντερνισμού» και τους μεταμοντέρνους «πειραματισμούς» ως μορφές έκφρασης η δομή των οποίων κρίνεται εξ ορισμού ανίκανη να διαχειριστεί το τεράστιο, ανθρωπιστικό πρόβλημα της οικονομικής και όχι μόνο κρίσης; Επιτρέψτε μου να δηλώσω πως θεωρώ ότι ο προβληματισμός αυτός είναι έωλος και εκ των προτέρων καταδικασμένος. Γιατί, κανείς δεν κατέχει την θεωρητική ή τη θεσμική «εξουσία» ώστε να υποδείξει στους συγγραφείς (οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν συνιστούν ένα ομοιογενές σώμα) ποιο είναι το κοινωνικό καθήκον τους και πως πρέπει να γράφουν! Αυτή είναι μια θέση η οποία όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση, αλλά συμβάλει στην ακύρωση της μελλοντικής διάστασης του ιστορικού χρόνου. Ζούμε σε μια εποχή όπου οι Κυρίαρχες Δυνάμεις επιστρέφουν την κοινωνία πίσω στις βάναυσες εργασιακές, κοινωνικές και πολιτισμικές μορφές σχέσεων του 19ου αιώνα, με στόχο να διαγράψουν όλα όσα κατέκτησαν με τους αγώνες τους οι λαοί της Ευρώπης. Ας μην συμβάλουμε λοιπόν άθελά μας ώστε να επιστρέψει και η λογοτεχνία στο καθεστώς μιας ακόμα άθλιας μίμησης του παρελθόντος! Η μεγάλη Λογοτεχνία, ως μορφή συμβολικής αντίστασης στις κατεστημένες καταστάσεις, τα στερεότυπα και τις κοινότοπες μορφές, συναισθανόμενη τα σημεία των καιρών, χάραζε πάντοτε νέους δρόμους έκφρασης. Αυτό, και όχι το χρηματιστηριακό, ήταν και είναι το μεγάλο, ανεκτίμητο συμβολικό κεφάλαιο της Ευρώπης. Το οποίο, αν δεν καταστρέφεται, συστηματικά υποβιβάζεται σήμερα από τις οικονομικές και «πνευματικές» ελίτ. Ας το προστατέψουμε. «Συγγραφείς όλης της Ευρώπης, ενωθείτε!» 1 Εdward Kimber, The youthful adventures 0f David Leare, London, 1757. 2 Richard Griffith,Triumverate, London, 1764. 3 Τάκης Μαστρογιαννόπουλος, Η Ανοδος και Πτώση των Εργατικών Διεθνών, Αθήνα: Τόπος, 2013, σς.367-8. 4 Οι κανόνες της τέχνης: Γένεση και Δομή του Λογοτεχνικού Πεδίου. Μετ. Έφη Γιαννοπούλου, Αθήνα: Πατάκης, 2006. 5 Latin American Herald Tribune, Feb. 15, 2014. * Από τη συζήτηση που οργάνωσε η Εταιρεία Συγγραφέων και το Megaron Plus με θέμα «Ο συγγραφέας σε περιβάλλον κρίσης».

ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΟΚΟΣ

ΣΟΥΙΝΓΚ ΜΕ Τ᾽ ΑΣΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

2 1 0

3 2 2 8 8 3 9


Η ΑΥΓΗ • 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

26

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον... Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε. Των ποιητών το βλέμμα είν’ οξύτερον.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ, Η ανάγνωση του Καβάφη, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 216 Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Αποκηρυγμένα. Ποιήματα και μεταφράσεις (18861898), φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 144 Τελικά, το έτος Καβάφη αποδεικνύεται ιδιαίτερα γόνιμο, ίσως και γιατί μας προέκυψε νηφάλια παραγωγικό. Αν μάλιστα δεν είχε συμβεί η φασαρία που προκάλεσε η ιδεολογική χρήση των στίχων του επί των τρόλεϊ της Αθήνας, το έτος Καβάφη θα είχε ολοκληρωθεί «ανεπαισθήτως», χωρίς τα συνήθη ταρατατζούμ, με ενδιαφέρουσες εκδόσεις και αρκετές, επίσης ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, που έλαβαν χώρα σε άπειρα σημεία της επικράτειας. Εκδόσεις και εκδηλώ-

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

σεις που δεν διεκδίκησαν την από καιρό κούφια καβαφική φιλολογική «αυθεντία», ενώ συνήθως δεν προέταξαν την αυθαιρεσία της όποιας πολιτισμικής ή άλλης «διαφοράς», αλλά διεκδίκησαν την ποίηση και την πνευματική στάση του Καβάφη ως στοιχείο του παρόντος. (Ακόμα και η Επιτροπή Καβάφη του Υπουργείου Πολιτισμού, διά της αδρανείας της, βοήθησε σ’ αυτό...) Η ανά χείρας συλλογή δοκιμίων του Δ. Δημηρούλη έρχεται να ψαύσει μια σειρά από ερεθιστικά γόνιμα ζητήματα που εγείρει το καβαφικό έργο, στην προοπτική και στο πνεύμα που περιέγραψα μόλις πριν. Για παράδειγμα, ένα από τα δοκίμια που συνθέτουν τον τόμο αφορά το ζήτημα της γλώσσας. Ζήτημα κεντρικό στην καβαφική ποίηση, αφού στην εποχή που ο Καβάφης γράφει τα ποιήματά του «το γλωσσικό» βρίσκεται στο απόγειό του και οι ποιητές καλούνται, σχεδόν εκβιαστικά, να λάβουν σαφή θέση, υπέρ της καθαρεύουσας ή υπέρ της δημοτικής. Η απάντηση του Καβάφη είναι κι εδώ η αναμενόμενη. Δηλαδή, υπέρ της ποίησης. Όπως σημειώνει ο Δημηρούλης, «Ο Καβάφης, όπως όλοι οι σπουδαίοι ποιητές, είχε μεγάλη έγνοια για τη γλώσσα. Η έγνοια αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στην αγωνιώδη διαμόρφωση του ποιητικού μέσου πράγμα αυτονόητο για έναν τεχνίτη του λόγου που αναζητούσε την ξεχωριστή προσωπική έκφραση (...) καλλιεργούσε αδιάκοπα τη γλωσσική του παιδεία και, επιπλέον, εντρυφούσε σε ειδικά θέματα τα οποία συνήθως αφήνουν αδιάφορους τους ποιητές». Αυτή την τελευταία διαπίστωση μπορώ να τη βεβαιώσω, με την εικόνα που έχω από τις εκδιδόμενες στις μέρες μας ποιητικές συλλογές, όπου όντως η γλωσσική παιδεία και η θεωρία της γλώσσας δεν φαίνεται να απασχολούν παρά ελάχιστους, και δεν αναφέρομαι μόνο στη μεγάλη μάζα, αλλά και σε εκείνους που προτάσσουν είτε την (πολυτονική...) καλλιέπεια της γλώσσας τους είτε την επιλεκτική ατημελησία της. Τα σημερινά ερωτήματα είναι ακριβώς τα

ίδια με εκείνα της εποχής του Καβάφη. Εξέλιπε βέβαια η διαμάχη περί του γλωσσικού, η δε επικράτηση της δημοτικής είναι πλέον δεδομένη στον κοινό λόγο, προφορικό και γραπτό, όμως η γλώσσα, για την τέχνη του λόγου, ποτέ δεν είναι δεδομένη. Ο κάθε συγγραφέας επιλέγει τη γλώσσα του, κι αν είναι σημαντικός και άξιος λόγου, δημιουργεί τη δικιά του εκδοχή. Πώς γίνεται αυτό; Κατ’ αρχήν, όπως σημειώνει ο Δημηρούλης, με την καβαφική παραδοχή ότι γλώσσα και ύφος δεν ταυτίζονται. Ως βασικό στοιχείο όμως του ύφους, η γλώσσα δεν είναι ένα αδιάφορο «όχημα». Κι εδώ, στο πεδίο της ποίησης, ακόμα και η διάκριση δημοτικής και καθαρεύουσας κρίνεται με άλλες προκείμενες. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι ο ίδιος ο Καβάφης είχε επαινέσει τον Γ. Στρατήγη, που έγραφε σε καθαρεύουσα, η οποία όμως ήταν «εκφραστική και πλουσία», όταν μάλιστα «γίνεται χρήσις αυτής με τόσην χάριν και τελειότητα οι δυσκολότεροι κριταί επηρεάζονται». Αυτά τα ερωτήματα αντιμετώπισε δραστικά ο Καβάφης, και τα επισημαίνει ο Δημηρούλης: «Οι λογοτεχνικές δοκιμές του, πριν κατακτήσει την ποιητική του ταυτότητα στις αρχές του 20ού αιώνα, αποδεικνύουν ότι η καθαρεύουσα του 19ου αιώνα κυριαρχούσε, μερικές φορές ασφυκτικά, στη γραφή του. Όταν όμως βρήκε το δρόμο του στην τέχνη, λύθηκε αυτόματα και το πρόβλημα της γλώσσας. Αυτό που ονομάζεται ‘καβαφικό ιδίωμα’ δεν είναι τίποτε άλλο από την ‘κατασκευή’ καινούριου ποιητικού λόγου, που προϋποθέτει τη συνάντηση της λογιοσύνης με την εμπειρία της καθομιλουμένης». Οι φανατικοί της γλωσσικής ορθοδοξίας, ένθεν και ένθεν, επέκριναν το έργο του Καβάφη, με μόνο κριτήριο τη γλώσσα του. Αδιαφορώντας έτσι για την ποιητική υπόσταση του έργου του, αλλά, ακόμα και στο γλωσσικό επίπεδο, για την αγκύρωση της ποίησής του στην κοινή νεοελληνική, δηλαδή στη γλώσσα που μιλούσαν τα μεσαία αστικά στρώματα της πόλης, στην οποία γλώσσα είχαν βέβαια πρόσβαση και τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Γεγονός που με τη σειρά του αποτέλεσε μια ασφαλή προϋπόθεση για τη λειτουργικότητα της ποίησης του Καβάφη, όπως άλλωστε και του Καρυωτάκη, μέχρι τις μέρες μας. Αλλά αγκύρωση δεν σημαίνει ταύτιση. Η ανοικείωση της καβαφικής ποίησης διαπιστώνεται όχι μόνο στο γλωσσικό ιδίωμα που κατασκευάζει, με τον ενοφθαλμισμό στοιχείων της καθαρεύουσας στο τυπικό της δημοτικής, αλλά τελικά το ποιητικό καβαφικό ιδίωμα είναι ανοίκειο και για τα μεσαία αστικά στρώματα της πόλης. Η γλώσσα του Καβάφη δεν είναι «αυτή που μιλιέται», ούτε «αυτή που γράφεται», από τα συγκεκριμένα στρώματα, αλλά είναι η γλώσσα των ποιημάτων του, η οποία όμως λειτουργεί στο γλωσσικό αισθητήριο αυτών των κοινωνικών κατηγοριών. Σήμερα, που ο «γλωσσικός εφιάλτης» εκείνης της εποχής δεν υφίσταται, η γλώσσα της ποίησης αντιμετωπίζει τα ίδια ερωτή. ματα όμως, μέσα απ’ το δρόμο του Καβάφη, έχει ένα ολόκληρο φάσμα από επιλογές: μπορεί να συνθέσει άπειρους γλωσσικούς τύ-

κάποιο ελληνοκεντρικό ή κάποιο ομοφυλοφιλικό, ή και κάποιο απλουστευτικά πολιτικό φάντασμα του Καβάφη στη θέση του ποιητή. Αυτά είναι πολύ παλιά έργα, πολυπαιγμένα μέσα στην καβαφική φιλολογία. Η επικαιρότητα του Καβάφη, η δραστικότητά του, η γονιμότητά του, αναφύονται συνεχώς, από τόσους άλλους δρόμους, σε τόσες και τόσες γενιές, σε τόσες και τόσες γλώσσες.

222

170x120, λάδι σε μουσαμά, κολλάζ

πους και ιδιώματα, όταν βέβαια το πρόταγμα είναι μια ποιητική ουσιωδώς πολυφωνική, που θα αφίσταται των κυρίαρχων, μονολογικών και μονότροπων. Ας τελειώσουμε έτσι, ανεπαισθήτως, αυτές τις σκέψεις, με αφορμή το βιβλίο του Δημηρούλη, μη έχοντας αγγίξει καν τα υπόλοιπα δοκίμια που το αποτελούν. Ο Καβάφης μας το έμαθε αυτό. Άλλωστε, το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα μιας τριακονταετίας, δείχνοντας, με ανάλογο τρόπο, ότι και οι απόψεις κάπως έτσι συγκροτούνται μέσα στο χρόνο, δηλαδή έξω από την επικαιρικότητα και τις προβλέψιμες κορώνες. Ας αφήσουμε στη μοναχική γραφικότητά τους όσους επιχειρούν εναγωνίως, και ανεπιτυχώς, να ανεγείρουν

Η επανεκτύπωση από τον Ίκαρο των Αποκηρυγμένων του Καβάφη έρχεται να θέσει ένα σημαντικό εκδοτικό πρόβλημα του καβαφικού έργου. Απ’ τη στιγμή που η καβαφική φιλολογία, αλλά και το αναγνωστικό κοινό, έχει εντάξει και αυτά τα ποιήματα στο σώμα του καβαφικού έργου, προς τι η (τόσο φορτισμένη) διάκρισή τους και η συνεχιζόμενη ξεχωριστή έκδοση; Δεν είναι πια καιρός, όλα τα ποιήματα του Καβάφη να αποτελέσουν ένα σώμα; Μαζί, φυσικά, με τις λιγοστές μεταφράσεις του. Εδώ όμως θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν φέρει την ευθύνη ο εκδοτικός οίκος Ίκαρος. δεν υποχρεούται να λύσει αυτός το πρόβλημα. Αντίθετα μάλιστα, η εκδοτική φροντίδα του Ίκαρου είναι παροιμιώδης και θα πρέπει να αναγνωριστεί η ουσιαστική συμβολή του στην τύχη του καβαφικού έργου, όπως βέβαια και στη διαμόρφωση του νεοελληνικού ποιητικού χάρτη. Το ζητούμενο βέβαια παραμένει η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη. Ναι, αλλά τι γίνεται με τη θέληση του ίδιου του ποιητή, αφού αυτός επέλεξε τον κανόνα των 154 ποιημάτων του; Πώς θα περιληφθούν μαζί τα πάντα; Πρακτικά, αυτό λύνεται με τη διάκριση και τον σχολιασμό της κάθε ομάδας ποιημάτων, από τον επιμελητή. Θεωρητικά όμως, το ζήτημα έχει λυθεί από τον ίδιο τον Καβάφη, με το ποίημα «Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον» (1891). Σε αυτό το ποίημα, που, όπως σημειώνει ο Γ. Π. Σαββίδης, όντως αποτελεί μια «πρωτότυπη ποιητική σύνθεση», το διάσημο σο-

Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον Τ’ αρώματα μ’ εμπνέουν ως η μουσική, ως ο ρυθμός, ως οι ωραίοι λόγοι, και τέρπομαι οπόταν εν αρμονικοίς στίχοις ο Βωδελαίρος ερμηνεύει όσα απορούσα η ψυχή και ασαφώς αισθάνετ’ εν αγόνοις συγκινήσεσιν. «Είναι ναός η Φύσις όπου ζωνταναί στήλαι συγκεχυμένας λέξεις κάποτε εκφέρουσιν. Ο άνθρωπος εκεί περνά μέσω πυκνών δασών συμβόλων, άτινα με βλέμματα οικεία τον παρατηρούν. »Ως παρατεταμμέναι σμίγουσιν ηχοί από μακράν εν μια ενώσει ζοφερά, εν μια ενώσει ως το σκότος αχανεί και ως το φως, ούτω ανταποκρίνονται τα χρώματα, οι φθόγγοι, και τ’ αρώματα. »Υπάρχουν ευωδίαι ως το δέρμα των . . παιδίων δροσεραί γλυκείαι ως αυλοί πράσιναι ως λειμώνες.

» Άλλαι πλούσιαι . είναι, διεφθαρμέναι, θριαμβευτικαί ορμάς του πνεύματος και των αισθήσεων . υμνούσαι την διάχυσιν κατέχουσαι πραγμάτων απεράντων - ως η άμβαρις, ο μόσχος, και ο στύραξ, και το λίβανον». Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε. Των ποιητών το βλέμμα είν’ οξύτερον. Οικείος κήπος είν’ η φύσις δι’ αυτούς. Εν παραδείσω σκοτεινώ οι άνθρωποι οι άλλοι ψηλαφώσι δρόμον χαλεπόν. Κ’ η μόνη λάμψις ήτις κάποτ’ ως σπινθήρ εφήμερος φωτίζει της πορείας των την νύκτα, είναι σύντομός τις αίσθησις μαγνητικής τυχαίας γειτνιάσεως βραχεία νοσταλγία, ρίγος μιας στιγμής, όνειρον ώρας της ανατολής, χαρά αναίτιός τις αιφνιδίως ρέουσα εν τη καρδία κ’ αιφνιδίως φεύγουσα.


Η ΑΥΓΗ • 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

39

5

Συνέβη στην Αθήνα - αφηγήσεις μιας πόλης νέτο του Μπωντλέρ «Correspondances» ενσωματώνεται σε ένα ποίημα του Καβάφη, όπου προτάσσονται καβαφικοί στίχοι, ακολουθούν οι μεταφρασμένοι, και έπονται πάλι καβαφικοί στίχοι. Μάλιστα, όσον αφορά τους μεταφρασμένους, ο Καβάφης δεν «σέβεται» και δεν ακολουθεί τη φόρμα του σονέτου, στην οποία είναι γραμμένο το μπωντλερικό ποίημα. Δηλαδή, ο Καβάφης οργανώνει επιμελώς την πλήρη οικειοποίηση του «πρωτοτύπου», εγείροντας («πρώιμα» κι αυτός, για τη φιλολογική μακαριότητά μας...) μείζονα θεωρητικά ζητήματα. Όμως, ο Γ. Π. Σαββίδης, που επιμελήθηκε τον ανά χείρας τόμο, δεν αντελήφθη τίποτα απ’ αυτά, κι έτσι «κουρεύει» τους καβαφικούς στίχους και περιλαμβάνει μόνο τους μεταφρασμένους μπωντλερικούς, εντάσσοντας μάλιστα το εναπομένον ποίημα στις καβαφικές μεταφράσεις... Βέβαια, λανθανόντως καταφάσκει στην πλήρη ενσωμάτωση των Αποκηρυγμένων στο σώμα του καβαφικού έργου, αφού κι αυτό το βιβλίο τελικά στον Καβάφη χρεώνεται: Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Αποκηρυγμένα. Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898). Αλλιώς, το βιβλίο θα έπρεπε να επιγράφεται: Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «Αποκηρυγμένα» ποιήματα και μεταφράσεις του Κ. Π. Καβάφη (1886-1898)...

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΟΧΑΛΑΣ, ΤΟΝΙΑ ΚΑΦΕΤΖΑΚΗ, Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 695 Το αφήγημα του Θανάση Γιοχάλα και της Τόνιας Καφετζάκη δεν εστιάζει στο περικλεές παρελθόν της πόλης των Αθηνών. Στην περιγραφή των λαμπρών γνώριμων μνημείων της κλασικής αρχαιότητας και των μεταγενέστερων μεσαιωνικών που προσδίδουν στην πόλη τον διακριτό και αναγνωρίσιμο χαρακτήρα της. Οι συγγραφείς με πυξίδα την ιστορία και τη λογοτεχνία και πλοηγό τη συστηματική επιτόπια παρατήρηση, τη μεθοδική καταγραφή και τη συλλογή στοιχείων, περιηγούνται την πόλη του παρόντος με διάθεση αΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

νακλητική και διερευνητική. Ιχνηλατούν στον αστικό ιστό τα ποικίλα αρχιτεκτονικά σπαράγματα των νεότερων χρόνων υποδεικνύοντας κυρίως τα διάκενα, τις απουσίες και τις σιωπές. Επισημαίνοντας τις παραφωνίες, τις ρήξεις, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες που μαρτυρούν τις συγκρουσιακές διαδικασίες κάτω από τις οποίες η νεαρή πρωτεύουσα του 19ου αιώνα

Όταν μιλάς για Κατοχή, μιλάς για Αντίσταση. Κι όταν μιλάς για Αντίσταση, το πρώτο που λες είναι “Παράνομος Αντιστασιακός Τύπος”. Ένα μοναδικό “πανόραμα” του κατοχικού παράνομου Τύπου, το οποίο περιέχει, εκπροσωπευτικά, όσο περισσότερες εφημερίδες είναι δυνατόν, από όλες τις οργανώσεις της εποχής εκείνης, όλων των πολιτικών φρονημάτων και των ιδεολογιών. Επιπλέον, δημιουργήσαμε έναν φάκελο με μικρό μεν αλλά ενδεικτικό δείγμα του “νόμιμου” λογοκριμένου Τύπου της Κατοχής και με διάφορα ντοκουμέντα, εφημερίδες, περιοδικά, προκηρύξεις, δελτία ενημέρωσης και... “διαφωτίσεως”, ώστε ο αναγνώστης να σχηματίσει μια ενδεικτική εικόνα της κατάστασης στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση, τουλάχιστον για τον πρώτο χρόνο, έως ότου να κάνουν την εμφάνισή τους και τα πιο βαριά σύννεφα του Εμφυλίου.

203 εφημερίδες σε φυσικό μέγεθος με ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, σε πολυτελή χειροποίητη, κασετίνα.

Χ Ρ . ΤΑ Κ Ι Δ Ε Λ Λ Η Σ & Σ Ι Α Ο . Ε .

I¶¶OKPATOY™ 44, A£HNA - TH§.: 210 36.11.000

www.menandros.gr e-mail: info@menandros.gr

απέκτησε τη φυσιογνωμία της. Στόχος της μελέτης δεν είναι η ανάδειξη του «αξιόμνηστου» και η αρχειοθέτηση των διακεκριμένων αρχιτεκτονικών ή καλλιτεχνικών τεκμηρίων μιας εποχής, αλλά η οικειότητα με τον παλίμψηστο χαρακτήρα της πόλης και τη συνθήκη διαρκούς μετασχηματισμού της στο χρόνο. Οι συγγραφείς επιλέγοντας, αξιολογώντας και παραθέτοντας στοιχεία από ένα ευρύ φάσμα κειμένων διαμορφώνουν ένα πολυφωνικό σώμα αναφορών. Συνθέτοντας ποικίλες ψηφίδες γραπτού λόγου (αποσπάσματα ιστορικών, αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών μελετών, αστικών βιογραφιών, στιχουργημάτων, λογοτεχνικών αφηγήσεων, μαρτυριών, χρονογραφημάτων, δημοσιευμάτων του ημερήσιου και περιοδικού τύπου) επιχειρούν μια πολυσυλλεκτική αφήγηση της πόλης και όχι ένα συνεπές στις προθέσεις και στους σκοπούς ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό δοκίμιο. Ανασκάπτουν την υλική επιφάνεια του αθηναϊκού άστεως για να φέρουν στο φως τις συσσωρευμένες στιβάδες του ιστορικού χρόνου. Ανασύρουν συμβάντα, σκηνές και πρακτικές της καθημερινότητας. Ανακαλούν πρόσωπα, τοπωνύμια και μύθους, τελέσεις, επεισόδια και παραλειπόμενα από την παρελθούσα ζωή μιας «άλλης» πόλης, ξεχασμένης και εν πολλοίς άγνωστης στους σημερινούς κατοίκους της. Το ενδιαφέρον, ευανάγνωστο και εύχρηστο αυτό συγγραφικό πόνημα δεν είναι ένα επιστημονικό εγχειρίδιο που απευθύνεται αποκλειστικά σε ένα ειδικό κοινό. Χωρίς να είναι οδηγός πόλης, αφού έχει ένα μεγαλύτερο εύρος «χρήσης» από την υπόδειξη τουριστικών διαδρομών, την ξενάγηση και την εγκυκλοπαιδική πληροφόρηση, απευθύνεται στον κάτοικο, τον περιηγητή, τον επισκέπτη που αναζητά να συνδέσει το παρελθόν και το παρόν της πολύτροπης πολιτείας των αντινομιών, των πολλών προσωπείων και των αδιόρατων αντιφατικών όψεων. Διαβάζεται με πολλούς τρόπους: Συνεχώς σαν εξιστόρηση της περίπλοκης διαδρομής μέσα στο χρόνο μιας πόλης/μυθιστορηματικής περσόνας, αλλά και ασυνεχώς με επιλεκτικές και αποσπασματικές αναγνώσεις, αφού η αφήγηση της πόλης γίνεται μέσα από τη συγκρότηση αστικών υποσυνόλων που παρουσιάζουν οργανικές συγγένειες και κοινά χαρακτηριστικά. Το βιβλίο οργανώνεται σε έντεκα κεφάλαια/οδοιπορικά που μας ξεναγούν στους διαφορετικούς τομείς της πόλης οδηγώντας μας ακτινωτά από το γεωμετρικό κέντρο του λόφου της Ακροπόλεως στην Παλιά Πόλη, την Πλάκα το Μοναστηράκι και τη συνοικία του Ψυρρή, στο εμπορικό κέντρο που οργανώνεται γύρω από τις οδούς Ερμού, Αιόλου, Αθηνάς και την Πλατεία Κοτζιά, στις εμβληματικές πλατείες της πρωτεύουσας, Συντάγματος και Ομονοίας, στις πέραν της οδού Ακαδημίας συνοικίες του Κολωνακίου, των Εξαρχείων, της Νεάπολης, των Αμπελοκήπων και του Γουδή. Και ακολούθως προς τις εκάστοτε αστικές παρυφές: το δυτικό τμήμα της πόλης, την οδό Πειραιώς, τον Ελαιώνα και την «παριλίσσια» Αθήνα. Με κατεύθυνση προς τη θάλασσα ή προς τα περιβόλια και τις εξοχές στα Πατήσια. Του κυρίως κειμένου προηγούνται ο πρόλογος και μια σύντομη και περιεκτική αναδρομή που αποκαθιστά την ιστορική συνέχεια καθώς διατρέχει τις σημαντικές περιόδους της Αθήνας, άλλες γνωστές και άλλες άγνωστες στο ευρύ κοινό και έπονται ένα παράρτημα με ξεχωριστές θεματικές ενότητες, οι βιβλιογραφικές αναφορές

και ένα χρήσιμο ευρετήριο τοπωνυμίων, προσώπων, κτιρίων, οδών κ.λπ. Στο βιβλίο η προσέγγιση της πόλης είναι περιπατητική. Ο αναγνώστης/διαβάτης ακολουθεί τα ίχνη που αφήνουν στον αστικό χάρτη οι αναφορές των συγγραφέων και οι οδοιπορικές αφηγήσεις των ανθολογημένων κειμένων. Δια μέσου αυτών ιδιοποιείται την πόλη, καθώς ένα σύνολο από κοινωνικά μοντέλα, πολιτιστικές χρήσεις, προσωπικούς συντελεστές και σκόρπιους σημασιολογικούς τόπους διαμορφώνουν τις πολλαπλές ταυτότητες της και εμψυχώνουν τον αστικό χώρο παράγοντας μια παράλληλη γεωγραφία και μια άλλη χωρικότητα. Τη δυναμική χωρικότητα της κατοικημένης πόλης που διαφοροποιείται κάθετα από αυτήν της πολεοδομικής οργάνωσης. Ενός μορφώματος σε διαρκή μεταβολή και όχι ενός μουσειακού συνόλου. Ο αναγνώστης λοιπόν περιπλανάται στους αθηναϊκούς μικρόκοσμους με οδηγό τη λογοτεχνική αφήγηση συσχετίζοντας χώρους γεγονότα και ανθρώπους. Βαδίζει στους δρόμους που για πρώτη φορά ασφαλτοστρώνονται παρακολουθώντας πλανόδιους θαυματοποιούς, θεραπευτές και αθλητές. Συνωστίζεται στις αγορές και στα παζάρια. Μπαίνει στα δυτικότροπα ή ανατολίτικα καφενεία πόλους έλξης για τον ανδρικό πληθυσμό και στα φαρμακεία τόπους διάδοσης και εκκόλαψης ιδεών, αναζητώντας τους αστικούς χώρους στους οποίους λαμβάνουν χώρα οι κοινωνικές ζυμώσεις, οι πολιτικές συγκρούσεις και οι πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Επισκέπτεται τα πρώτα ζαχαροπλαστεία, βιβλιοπωλεία, εστιατόρια, θέατρα συναντώντας ένα πλήθος ζωντανό και ετερόκλητο που εκτός από τους γκάγκαρους Αθηναίους, αυτούς που διεκδικούν τα εύσημα της εντοπιότητας, περιλαμβάνει εσωτερικούς μετανάστες, εκλεπτυσμένους φραγκοφορεμένους δανδήδες και αψίκορους φουστανελοφόρους πολέμαρχους. Ανατολίτες εμπόρους, Ιταλούς θεατρώνες, Βαυαρούς αρχιτέκτονες και βιβλιοπώλες, Γάλλους ξενοδόχους, Άγγλους φιλέλληνες και Μαλτέζους αχθοφόρους. Φθηνά εργατικά χέρια που συρρέουν στην υπό ανοικοδόμηση πρωτεύουσα αναλαμβάνοντας τη μεταφορά αγαθών και ανθρώπων στην πλάτη τους. Των κομψών λόγου χάρη κυριών που δεν ήθελαν να λερώνουν τα μποτίνια τους στους λασπωμένους δρόμους. Τα λογοτεχνικά παραθέματα ανθολογημένα με γνώση και μεθοδικότητα, συνθέτουν ένα γλαφυρό και πολύχρωμο αστικό πανόραμα. Ένα σύνολο γραπτών μαρτυριών, καταθέσεων και υποτυπώσεων από συγγραφείς με διαφορετικά ιδεολογικοπολιτικά φίλτρα και θεματικές στοχεύσεις, δεν επιβεβαιώνουν απλώς το «πραγματικό», αλλά ερμηνεύουν και ανακατασκευάζουν τη ζωή της πόλης με μια αποκαλυπτική διαύγεια, δίνοντας δείγματα διαχείρισης του κοινωνικού χώρου. Ένα σύνολο από λογοτεχνικές αναπαραστάσεις, που δεν αποσκοπούν στην επαλήθευση αλλά στον ευρύ εμπλουτισμό της αντίληψης μας για την πόλη, διανοίγουν μονοπάτια στους αστικούς λαβυρίνθους, προσφέροντας στον αναγνώστη μια απολαυστική «ανθρωπολογική», ποιητική και μυθική εμπειρία της Αθήνας.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας


Η ΑΥΓΗ • 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

40

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Τόποι Σκηνής Ένα ερώτημα, μια απόφανση, ένα σκηνικό συμβάν «Οι σκέψεις μου είναι στον εγκέφαλό μου πληγές. Ο εγκέφαλός μου είναι μια ουλή. Θέλω να είμαι μηχανή.» Το υποκείμενο των παραπάνω αποφάνσεων δεν είναι άλλο από τον Άμλετ. Δεν πρόκειται όμως για τον γνωστό Σαιξπηρικό Άμλετ αλλά για τον ομόλογό του, το κύριο δραματικό πρόσωπο του θεατρικού έργου Hamletmachine (1977) του σημαντικότερου θεατρικού συγγραφέα του τέλους του 20ού αιώνα Χάινερ Μύλλερ. Πρόκειται για τη μετεξέλιξη της περίφημης διερώτησης του Άμλετ «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» η οποία διήλθε μέσα από τις συμπληγάδες πεντακοσίων ετών πολιτισμού για να καταλήξει -όχι ως μία άρνηση ΤΗΣ ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ

ή κατάφαση στην προηγούμενη ερώτηση, πράγμα παρακινδυνευμένο άλλωστε αλλά- ως ένας μετασχηματισμός του αρχικώς τεθέντος ερωτήματος. Το κοινό στοιχείο των δύο ρήσεων είναι αυτό της αναίρεσης και της υποβόσκουσας επίκρισης της ύπαρξης, το οποίο αναγνωρίζεται στο «να μη ζει» και το οποίο διατηρείται και μετασχηματίζεται στο εξίσου καταστροφικό «θέλω να είμαι μηχανή» το οποίο ουσιαστικά απανθρωποποιεί ή καλύτερα εργαλειοποιεί τον άνθρωπο. Έτσι, οι δύο προβληματισμοί συγγενεύουν μέσω του αρνητικού πρόσημου με το οποίο σημαίνουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Το ζήτημα που θέτει ο σύγχρονος Άμλετ στο τέλος του 20ού αιώνα παρακάμπτει το ερώτημα για την αξία ή μη της ανθρώπινης ζωής -καθώς αυτό απευθύνεται στο υποκειμενικό αξιακό σύστημα του καθενός κι ως εκ τούτου δεν επιδέχεται καθολικής απάντησης- και επικεντρώνεται στον τρόπο του ζην. Ανάμεσα, λοιπόν, στον Άμλετ του 15ου αιώνα της Αναγέννησης και στον Άμλετ του 20ού αιώνα του μεταμοντερνισμού η δυτική σκέψη περνά από ένα ερώτημα σε μιαν απόφανση: από το «να ζει κανείς ή να μην ζει;» στο «θέλω να είμαι μηχανή». Και η απόφανση αυτή προκύπτει ως το αιτιατό συγκεκριμένου αιτίου: «Οι σκέψεις μου είναι στον εγκέφαλό μου πληγές. Ο εγκέφαλός μου είναι μια ουλή.». Άραγε οι παραπάνω φράσεις συνιστούν άρνηση του σκέπτεσθαι; Άρνηση, δηλαδή, της διασκεπτικής ενέργειας του νου που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της ανθρώπινης ύπαρξης από τα άλλα όντα της φύσης; Κι αν είναι έτσι, τότε πρόκειται για άρνηση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης εξαιτίας της διασκεπτικής της ικανότητας; Και ποια είναι η αιτία που ωθεί την ανθρώπινη ύπαρξη στο να απαρνηθεί την ιδιότητα του σκέπτεσθαι, την οποία κατέκτησε μέσω εκατοντάδων χιλιάδων ετών προσαρμογής και εξέλιξης; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στα ίδια τα λόγια του Μυλλερικού Άμλετ: «Something is rotten in this age of hope.»1. Οι αιώνες που μεσολάβησαν από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, αιώνες ελπίδας κι αισιοδοξίας για την πορεία της ανθρωπότητας κρύβουν, κατά τον Άμλετ, κάτι «σάπιο.». Η «σήψη» που αναδυόταν από τα πρόσωπα και την εξουσία της αλλοτινής Δανίας αντί να καθαρθεί επεκτάθηκε στην Ευρώπη και τελικώς κατέκλυσε όλον τον κόσμο. Ο Ουμανισμός, ο Διαφωτισμός, τα επιτεύγματα των επιστημών και της τεχνολογίας κάθε άλλο παρά διευκόλυναν την υλοποίηση των οραμάτων για μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης, ελευθερίας. Στους δύο τελευταίους αιώνες οι άνδρες -Μαρξ, Λένιν, Μάο- προσπάθησαν να «ανατρέψουν όλες τις σχέσεις όπου ο άνθρωπος ...», δεν κατόρθωσαν όμως «να ολοκληρώσουν την ελπίδα». Ακολούθησε «μανιασμένη αναμονή». Ανδριάντες ανδρών γκρεμίζονται, εξεγέρσεις ξεσπούν, οι πόλεις γεμίζουν χαλάσματα και πτώματα, «ελπίδα των γενεών, πνιγμένα σε αίμα, δειλία, βλακεία.». Οι δρόμοι γεμίζουν με «(...) πρόσωπα με ουλές από τη μάχη της κατανάλωσης». Οι υπολογιστές τροφοδοτούνται με «δεδομένα για το άτομό μου, (...) η τηλεόραση κα-

6

(V)

θημερινή αηδία. Χάιλ COCA COLA». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Άμλετ του Μύλλερ, αναφωνεί: «Δεν θέλω άλλο να τρώω και να πίνω να ανασαίνω να αγαπάω μια γυναίκα έναν άνδρα ένα παιδί ένα ζώο. Δεν θέλω άλλο να πεθαίνω. Δεν θέλω άλλο να σκοτώνω.». Ο Άμλετ είναι πλέον ένα ενσυνείδητο υπο-κείμενο «αιμάσσων μέσα στο πλήθος», που οδυνά υπό το βάρος της αυτοσυνείδησής του: ότι η μοναδική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που τη διαφοροποιεί μέσα στον φυσικό κόσμο, η σκέψη, όχι μόνο δεν κατορθώνει να διαμορφώσει καλύτερες συνθήκες ζωής για τον φορέα της, την ανθρωπότητα, αλλά αντιθέτως την καταστρέφει, ταλανίζοντας ταυτοχρόνως κάθε ενσυνείδητο ον με την επίγνωση της αποτυχίας του. Έτσι, ο Άμλετ αποφασίζει να αντιστρέψει τους όρους του παιχνιδιού. Αντί να καταξιώσει την ύπαρξη -μέσω της σκέψης- επιλέγει να την απαξιώσει: «ΔΕΝ ΠΑΙΖΩ ΑΛΛΟ. (...) Το δράμα μου δεν θα συντελεστεί.». Δεν πρόκειται, όμως, για άρνηση αυτής καθεαυτήν της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, ήτοι της σκέψης, αλλά μάλλον για αποδόμηση του είδους εκείνου της ανθρώπινης σκέψης που κυριαρχεί ως σήμερα στην Ιστορία. Άρνηση, δηλαδή, του σκεπτόμενου και πράττοντος υπο-κειμένου, που είναι πανταχού παρόν, διχασμένο, κομματιασμένο σε πληθώρα σκέψεων και πράξεων, που στο άθροισμά τους συνιστούν τα πεπραγμένα της ανθρωπότητας: «Η θέση μου, αν το δράμα μου συντελούνταν ακόμη, θα βρισκόταν και από τις δύο πλευρές του μετώπου, ανάμεσα στα μέτωπα και πάνω απ’ αυτά. (...) Είμαι ο φαντάρος στον πυργίσκο του τανκ, το κεφάλι μου είναι άδειο κάτω από το κράνος, (είμαι) η πνιγμένη κραυγή κάτω από τις ερπύστριες. Είμαι η γραφομηχανή». Κατά τον Άμλετ, λοιπόν, ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ως μια παγκόσμια λειτουργική ολότητα, είναι όμοιος με γραφομηχανή που απλώς διατυπώνει σκέψεις οι οποίες οδηγούν σε πράξεις που γράφουν Ιστορία - την ιστορία όλων των μετώπων, των νικητών και των ηττημένων. Όμως, ο εγκέφαλος/γραφομηχανή δεν συνειδητοποιεί τι διατυπώνει, ενώ ο άνθρωπος αν επιθυμεί να διατηρήσει την ανθρωπινότητά του- οφείλει να συνειδητοποιεί το περιεχόμενο της σκέψης του και τις συνέπειές της και να πράττει αναλόγως. Διαφορετικά, σύμφωνα με τον Άμλετ του Μύλλερ, πρέπει να την απολέσει. «Θέλω να είμαι μηχανή». Πρόκειται για μια απολύτως συνειδητή επιλογή, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της μέχρι τώρα Ιστορίας του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη Γη. Το δίλλημα, λοιπόν, της αξίας ή μη της ανθρώπινης ζωής αντιμετωπίζεται από τον σύγχρονο Άμλετ υπό το πρίσμα της διιστορικής ανάλυσης των πεπραγμένων της ανθρωπότητας και όχι ως ένα φιλοσοφικό δίλημμα. Το υπαρξιακό δίνει τη θέση του στο υπαρκτικό. Ακόμα κι αυτός καθαυτόν ο στοχασμός, μέσω του οποίου ο Άμλετ καταλήγει στην απόφανσή του, επικρίνεται: «Κάπου ανοίγονται κορμιά, για να μπορώ να μείνω μόνος με το αίμα μου». Η εμμονή στη στοχαστική εσωστρέφεια της σκέψης δικάζεται και καταδικάζεται. Συνεπώς, ακόμα και ο στοχασμός είναι ένοχος! Πράγμα που σημαίνει ότι η ανθρωπότητα οφείλει, επιτέλους, να παραμερίσει τα ρητορικά ερωτήματα και να προτάξει τις αποφάσεις και τα αποτελέσματά τους. Έτσι, ο Μύλλερ, στο πλαίσιο αυτό, απομονώνει τον Άμλετ του στην «πανοπλία» του στοχασμού του και δίνει τη σκυτάλη στα χέρια μιας διττής γυναικείας υπόστασης που εκπροσωπείται από την Οφηλία/Ηλέκτρα. Σαν κατακλείδα στο θεατρικό του έργο, η γυναίκα αναλαμβάνει δράση, απευθυνόμενη στις «μητροπόλεις του κόσμου», λέγοντας: «Ανακαλώ τον κόσμο που γέννησα. Τον θάβω μέσα στην ντροπή μου. (...) Κάτω η ευτυχία της υποταγής. Ζήτω το μίσος, η περιφρόνηση, η εξέγερση, ο θάνατος». Το θεατρικό αυτό έργο, Hamletmachine ή Μηχανή Άμλετ, είναι ένα μετα-κείμενο, ήτοι ένα κείμενο του μετα-δραματικού θεάτρου, το οποίο διατηρεί από το Σαιξπήριο έργο στοιχεία του μύθου και των δραματικών προσώπων. Το κείμενο αυτό, όμως, χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια, αμφισημία, πολυσημία, αυτουπονόμευση, διακειμενικότητα κ.ο.κ., στοιχεία που το εντάσσουν αδιαμφισβήτητα στον μεταμοντερνισμό. Πρόκειται για ένα θεατρικό επίτευγμα, ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις.

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ Α’, λάδι σε μουσαμά, πλεξιγκλάς, σχοινί, 55x65

Η σκηνική διαχείριση, όμως, αυτού του είδους του θεατρικού λόγου είναι επικίνδυνη - καθώς ο κειμενικός λόγος ουσιαστικά αποτελεί τροχοπέδη και υπονόμευση του ίδιου του εαυτού του, αφού εκφράζει σκέψεις, το περιεχόμενό των οποίων καταδικάζει τη σκέψη ως μία από τις μορφές αδράνειας. Πράγμα που σημαίνει ότι για να μην υποκύψει το κείμενο στην ίδια του την αυτο-αναίρεση, μόνο ως πράξη μπορεί να εννοηθεί. Μια τέτοια πράξη -απρόβλεπτη και αναπάντεχη, που διακόπτει τον ρου του οικείου μας προσληπτικού μηχανισμού και «αναστατώνει την νηνεμία των αισθήσεων, απελευθερώνει το συνθλιβόμενο ασυνείδητο, δίνει έναυσμα για μια ουσιαστική επανάσταση, (...) μια αποκάλυψη ενός βάθους λανθάνουσας σκληρότητας.» (Αρτώ)- αναδεικνύεται μέσα από στην παράσταση Hamletmachine που σκηνοθετεί ο Γιώργος Ζαμπουλάκης στο θέατρο Θησείον με Άμλετ την Μαριάννα Δημητρίου. Ο σκηνοθέτης χειρίζεται τον κειμενικό λόγο «σαν συμπαγές αντικείμενο» (Αρτώ), το οποίο σωματοποιείται στην ύλη της ηθοποιού, ντύνεται, καλύπτεται, αποκαλύπτεται, καθώς αρθρώνεται σε διαφορετικές χρονικότητες -καταιγιστικός ρυθμός, αφήγηση, εκμάθηση, υπερβολή- όπου κάθε μία σηματοδοτεί και διαφορετική σημασιολογική οπτική, αλλά κυρίως διαφορετικό πραξιακό σύστημα. Έτσι, στην παράσταση αυτή επιτυγχάνεται η μετουσίωση της σκέψης σε πράξη - μέσω της άρτιας ερμηνευτικής υπόστασης της ηθοποιού. Αναπαρίσταται αυτό που στη Γλωσσική Θεωρία (Speech Act Theory) αποκαλείται «γλωσσική πράξη» («to say is to do»), όπου ο λόγος ως επιτελεστικός καθαυτόν αναδεικνύει συστήματα πράξεων ή συμβάντα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, πραγματώνεται η μετάβαση από το ερώτημα, στην απόφανση και στο σκηνικό συμβάν, η έλευση του οποίου δεν είναι αναμενόμενη ή προβλέψιμη αλλά ακαριοφανής (Μπαντιού). Όμως, ο στόχος του έργου είναι η περαιτέρω μετάβαση από το σκηνικό συμβάν στο κοινωνικό συμβάν. Κι αυτό σίγουρα δεν βρίσκεται στα χέρια κανενός συγγραφέα ούτε σκηνοθέτη. 1 Heiner Muller, Η Μηχανή Άμλετ, μτφρ. Ελένη Βαροπούλου, Άγρα, Αθήνα, 2013, σ. 3. Όλες οι φράσεις που ακολουθούν με εισαγωγικά, στο παρόν κείμενο, προέρχονται από το θεατρικό του Μύλλερ.

Η Εύη Προύσαλη είναι δρ. Θεατρολογίας - κριτικός Θεάτρου


Η ΑΥΓΗ • 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

7

41

αφιέρωμα

Η «τελική λύση» του φασισμού Πώς δημιουργούνται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Υποκρινόμενοι ότι δεν συμβαίνει τίποτα Τον Δεκέμβριο του 1943 ήμουν ήδη στο βουνό, αντάρτης στην Βαλ Ντ’ Αόστα. Με συνέλαβαν τον Μάρτιο του 1943, και μετά με μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Με συνέλαβαν επειδή ήμουν αντάρτης. Το ότι ήμουνα και εβραίος, ανοήτως, τους το είπα εγώ. Βέβαια, οι φασίστες που με συνέλαβαν το υποψιάζονταν, γιατί κάποιος τους το είχε πει, σ’ εκείνα τα μέρη ήμουν αρκετά γνωστός. Μου είπαν: «Αν είσαι εβραίος θα σε στείλουμε στο Κάπρι, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Φόσσολι, αν είσαι αντάρτης θα σε εκτελέσουμε». Αποφάσισα να

ΤΟΥ ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ

τους πω ότι ήμουν εβραίος, έτσι κι αλλιώς θα το μάθαιναν, είχα εμφανώς πλαστογραφημένα χαρτιά. Αυτό που με βοήθησε να αντέξω στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν, αρχικά, η τύχη. Δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος, ορατός κανόνας, που όριζε ότι θα επιζούσε ο πιο μορφωμένος ή ο πιο αφελής, ο πιο θρησκευόμενος ή ο πιο άπιστος. Στην αρχή η τύχη, μετά η υγεία, και, πολύ κατόπιν, η περιέργειά μου για ολόκληρο τον κόσμο, η οποία μου επέτρεψε να μην πέσω στην αδράνεια, στην αδιαφορία. Το να χάσει κανείς το ενδιαφέρον για τον κόσμο ήταν θανατηφόρο, σήμαινε την πτώση, την παράδοση στο θάνατο. Επιβίωναν πιο εύκολα όσοι πίστευαν κάπου. Σε οποιαδήποτε θρησκεία ή δόγμα, ή πολιτική πίστη. Είναι το να αντιλαμβάνεται κάποιος τον εαυτό του όχι πια ως άτομο, αλλά ως μέρος μιας ομάδας. «Ακόμα κι αν εγώ πεθάνω, κάτι θα επιζήσει, και τα βάσανά μου δεν θα πάνε χαμένα». Εγώ, αυτό τον παράγοντα δεν τον διέθετα. Αυτό που έλειπε περισσότερο ήταν το φαγητό. Αυτή ήταν η αγωνία όλων. Αφού κάποιος έτρωγε ένα κομμάτι ψωμί, μόνο τότε έβγαιναν στην επιφάνεια τα υπόλοιπα: το κρύο, η έλλειψη ανθρώπινων δεσμών, η απόσταση από το σπίτι...

Η νοσταλγία εμφανιζόταν μόνο όταν οι βασικές ανάγκες είχαν ικανοποιηθεί. Η νοσταλγία είναι ένας ανθρώπινος πόνος, ένας πόνος πάνω από κάποιο επίπεδο, που αφορά τα σκεπτόμενα όντα, κάτι που τα ζώα δεν γνωρίζουν. Η ζωή στα στρατόπεδα ήταν ζωώδης, και οι ελλείψεις που κυριαρχούσαν ήταν ακριβώς αυτές των ζώων. Άλλωστε, μας έδερναν, σχεδόν κάθε μέρα, οποιαδήποτε ώρα. Ακόμα κι ένας γάιδαρος υποφέρει από το ξύλο, από την πείνα, από το ψύχος, αλλά, τις σπάνιες στιγμές που είχαν ικανοποιηθεί οι βασικές ανάγκες μας, κάτι πολύ σπάνιο, τότε αναδυόταν η νοσταλγία για τις οικογένειες που είχαμε χάσει. Ο φόβος του θανάτου έμπαινε σε δεύτερη μοίρα. Έχω αφηγηθεί στα βιβλία μου την ιστορία ενός συγκρατούμενού

Εργοστάσιο θανάτου - οι ράγες που νυχθημερόν έστρωσες πάνω στη σπασμένη πέτρα, φέρουν το προϊόν προς καύση, πάραυτα. Και μπροστά στο φούρνο. Οι σάρκες σου τροφή στην πυρά των Νιμπελούγκεν. Η μυρωδιά ακόμη να φύγει. Άρνηση της ίδιας της φύσης; Τον άκουσες; «υπάλληλος ήμουν, πειθαρχικός υπηρέτης του λαού μου, ακάματος, τυπικός εργαζόμενος, όλες οι σφραγίδες στη θέση τους, έγγραφα άψογα συνταχθέντα, με τα ίδια χέρια...» εκείνα των χαδιών σε στήθη γυναικεία και παιδικά κεφάλια, εκείνα τα ίδια καθώς άναβε τη φωτιά στο κρεματόριο. Τόσο κοινότοπο. Τι σε παραξενεύει; Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπεγράφη στα δώματα και τα κρεβάτια των έκφυλων Λουδοβίκων, μοιράστηκαν τα ιμάτια της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας, κανείς παραπονεμένος, ό,τι πρέπει για έναν ακόμη πόλεμο. Όσο για

μου, που θα τον έστελναν στους θαλάμους αερίων. Ήξερε ότι, εθιμικά, στους μελλοθάνατους έδιναν και δεύτερο πιάτο σούπα και, επειδή το ξέχασαν, διαμαρτυρήθηκε: «Μα, κύριε θαλαμάρχη, εγώ πάω στον θάλαμο αερίων, πρέπει να μου δώσετε διπλή μερίδα σούπας». Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ελάχιστοι αυτοκτόνησαν. Η απελπισία σπανίως έφτανε στην αυτοκαταστροφή. Αυτό έγινε αργότερα αντικείμενο μελέτης, από κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και φιλοσόφους. Οι αυτοκτονίες ήταν ελάχιστες, οι αιτίες γι’ αυτό ήταν πολλές, αλλά εγώ μία θεωρώ πιο πειστική: τα ζώα δεν αυτοκτονούν, κι εμείς ήμασταν ζώα που, τον περισσότερο καιρό τον περνούσαμε προσπαθώντας να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Ο υπολογισμός ότι αυτή η ζωή ήταν χειρότερη

Σπαράγματα σε δεύτερο πρόσωπο τους εβραίους, θα τελειώσουμε γρήγορα μ’ αυτούς, εκεί στο Άουσβιτς, στην έξοδό τους προς τη Δύση. Δεν ξέρεις να διαβάζεις χάρτες; Μάρτα, Σοφία και Ζοζεφίνα, Αννιέσκα, Μαρία και Στανισλάβα, Εύα και Όλγα και Ροζαλία, το χέρι σας φιλώ. Λέων Σίνγκερ, γεννημένος 1/3/1884, τα ξυριστικά σου στη βαλίτσα, βιτρίνα στο Άουσβιτς, μάλλον δεν το είχες σκεφτεί. Ρεβέκκα, αλήθεια το λες; Άνοιξες την ντουλάπα, και πέταξες βιαστικά τα άσπρα γοβάκια του γάμου σου στη βαλίτσα; Ίνες Μέγιερ από την Κολωνία και κυρία Φρανκ από το Άμστερνταμ στις βαλίτσες σας έχασα τις λέξεις.

Γ΄ΜΕΡΟΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΕΤΡΟΣ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗΣ

από τον θάνατο, ήταν πολύ μακριά από τον ορίζοντά μας. Την ύπαρξη των φούρνων την έμαθα σταδιακά, όμως τη λέξη κρεματόριο ήταν από τις πρώτες που έμαθα, αμέσως μόλις έφτασα στο στρατόπεδο. Δεν της έδωσα σημασία, γιατί δεν ήμουν διαυγής, ήμασταν όλοι βυθισμένοι στην κατάθλιψη. Κρεματόριο, αέρια, είναι λέξεις που χαράχτηκαν αμέσως στο μυαλό μας, μας τις ανέφεραν αυτοί που είχαν περισσότερες εμπειρίες. Γνωρίζαμε την ύπαρξη των εγκαταστάσεων με τους φούρνους, βρίσκονταν τρία ή τέσσερα χιλιόμετρα μακριά μας. Εγώ αντέδρασα όπως ακριβώς είχα αντιδράσει όταν είχα μάθει για τους νόμους «περί προστασίας της φυλής»: πιστεύοντας, κι αμέσως μετά ξεχνώντας. Αυτό συνέβη εξ ανάγκης, ήταν αδύνατον να αντιδράσει κανείς με οργή, ήταν καλύτερο να κάνεις ότι δεν βλέπεις και να μην ασχολείσαι. Ύστερα, ήρθαν οι ρώσοι και η ελευθερία. Η μέρα της απελευθέρωσης δεν ήταν μια χαρούμενη μέρα, για μας συνέβη εν μέσω πτωμάτων. Για καλή μας τύχη, οι γερμανοί το έσκασαν χωρίς να μας εκτελέσουν, όπως έκαναν σε άλλα στρατόπεδα. Οι υγιείς μεταφέρθηκαν αλλού. Άφησαν πίσω μόνο τους ασθενείς, κι εγώ ήμουν ασθενής. Μας εγκατέλειψαν, για δέκα μέρες ήμασταν μόνοι, στο ψύχος, τρώγοντας τις ελάχιστες πατάτες που βρίσκαμε από δω κι από κει. Ήμασταν οχτακόσιοι, κατά τη διάρκεια των δέκα ημερών πέθαναν εξακόσιοι, από την πείνα και το κρύο, οπότε οι ρώσοι με βρήκαν ζωντανό εν μέσω εκατοντάδων πτωμάτων. Η εμπειρία του στρατοπέδου συγκέντρωσης άλλαξε την άποψή μου για τον κόσμο, παρόλο που δεν μπορώ να πω ποια θα ήταν η άποψή μου αν δεν ήμουν έγκλειστος, εβραίος, ιταλός κτλ. Αυτή η εμπειρία με δίδαξε πολλά, ήταν ένα δεύτερο πανεπιστήμιο, το πραγματικό. Το στρατόπεδο με ωρίμασε, όχι τότε αλλά μετά, αναλογιζόμενος όλα όσα είχα ζήσει. Κατάλαβα ότι δεν υπάρχει ούτε η απόλυτη ευτυχία ούτε η απόλυτη δυστυχία. Έμαθα ότι δεν πρέπει ποτέ να κρυβόμαστε, για να μην βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα, κι ότι οφείλουμε πάντοτε να βρίσκουμε την δύναμη να σκεφτόμαστε. [Από συνέντευξη στον Έντζο Μπιάτζι, στο τηλεοπτικό κανάλι Rai 1, 8 Ιουνίου 1982] Μετάφραση: Π.-Ι. Στ.

Ενέσεις φαινόλης - λέξεις. Λέξεις; Καζιμίερτς Νικήτα, το ριγέ σου ρούχο κρεμασμένο στην κρεμάστρα - α, όχι, αποκλείεται να είχε κρεμάστρα ρούχων εδώ, αγόρι μου. Η ορχήστρα τι παιάνιζε τα πρωϊνά, Ισαάκ; Το τσίγκινο τάσι του φαγητού σου. Μα ναι, τους εκτελούσαν γυμνούς, καλό μου. ΥΓ.: Ο Στάνισλαβ, φύλακας στο Άουσβιτς - Μπιρκενάου, στο μεσημεριάτικο διάλλειμα, διηγήθηκε: ήταν μια γυναίκα σήμερα που με ρώτησε, «το πάτωμα ήταν το ίδιο τότε;» Ύστερα περπατούσε άκρη την άκρη, σύρριζα στους τοίχους. Άουσβιτς - Μπιρκενάου, Νοέμβρης 2013 ΝΙΚΗ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ


42

Η ΑΥΓΗ 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

«Άρειοι» κι Εβραίοι στα Γερμανικά Στρατόπεδα Το Δίλημμα. Η πρόταση των «Αναγνώσεων» για το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ με προβλημάτισε. Πώς να μιλήσω για την ανατριχιαστικότερη περιπέτεια της ανθρώπινης Ιστορίας όταν, παρά τις επαφές και τις φιλίες με Εβραίες στα δυό στρατόπεδα που γνωρίσαμε, τα περισσότερα για την Ιστορία τους, για το τέλος τους, τα έμαθα ελεύθερη πια από τα ίδια ντοκουμέντα όπου παρέπεμπα όσους με πίεζαν να αφηγηθώ; Για τις δίκες της Νυρεμβέργης, την ρωσική «Χαράδρα της Γιαγιάς» (ποίημα του Γιεφτουτσένκο) όπου τους έριχναν δεμένους ανά δύο με πολυβολισμούς, για τις ομαδικές πυρές, το «εύρημα» του κυκλωνίου, τα διάσπαρτα στο γερμανικό και στο πολωνικό έδαφος κρεματόρια. Κι από ταινίες σαν τον «Εβδομο Σταυρό» του Τσίνεμαν, την «Ταξει-

ΜΠΕΤΤΥ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

διώτισσα» του Αντρέϊ Μουνκ, το σοβιετικό «Να θυμάσαι τ’ όνομά σου». Θεατρικά έργα εξίσου συγκλονιστικά. Και το δικό μας «Ματχάουζεν» των Καμπανέλλη-Θεοδωράκη. Χαϊδάρι-Ταξείδι «Αρείων» - Ταξίδια Εβραίων προς το ολοκαύτωμα. Μάιος του ‘44: Tο πένθος για την εκτέλεση των Διακοσίων της Ακροναυπλίας βαρύ. Tο πρωί της 25της, όλο το ύπαιθρο γύρω από το στρατόπεδο κατακλύζεται από ίδια καμιόνια, ένα άδειο - ένα με πάνοπλους στρατιώτες. Ίδια αρχικά κι η διαδρομή, ίδια και τα τραγούδια των «μελλοθανάτων». Οι περαστικοί κοντοστέκονται και δακρύζουν. Όμως σε μια διχάλα, στροφή-σταθμός Ρουφ-επιβίβαση 61 γυναικών ανά 30 κι 800 αντρών ανά 40 σε φορτηγό τραίνο. Τα νούμερα ανά βαγόνι ήταν ανεκτά για τους άντρες, πιο άνετα για μας. & στις 14 μέρες του ταξειδιού, μας άνοιγαν σε ενδιάμεσους σταθμούς για να ξεμουδιάσομε. Όσο για τα ταξίδια των Εβραίων έχομε την πρώτη θανατηφόρα διάκριση: Στα ίδια βαγόνια οι Εβραϊκές οικογένειες στοιβάζονταν ανά 80 ή και περισσότερα άτομα όρθια. Τα μωρά κοιμισμένων μανάδων που γλιστρούσαν στο δάπεδο, δεν επιζούσαν. Τα βαγόνια σφραγίζονταν στον σταθμό αναχώρησης κι άνοιγαν στον τερματικό, για την πρώτη διαλογή ζωντανών-νεκρών. Έτσι έγινε η μεταφορά από την Θεσσαλονίκη στο Αουσβιτς. Ράβενσμπουκ και Λάγκερ 3. Μεγάλο γυναικείο στρατόπεδο στο Εδιμβούργο, έργο του Χίμλερ. Η πύλη του άνοιξε νύχτα, οι 61 γυναίκες μπήκαμε και κοιμηθήκαμε σε πλακόστρωτο. Το άλλο πρωί προχωρήσαμε γδυτές ανάμεσα σε Ες Ες, και μοιραστήκαμε άλλον ρουχισμό γυναικών. Ζωντανών; καμένων; Οι Σοβιετικοί όταν το κατέλαβαν το μετέτρεψαν σε Αρχείο & Ιδρυμα της Ιστορίας των στρατοπέδων, των ΝΑΖΙ, της τότε Γερμανίας-οικουμενικού εγκληματία ...ΤΩΡΑ; Ευτυχώς οι απόπειρες μετατροπής του σε Μωλ επί καγκελαρίας Κολ, ματαιώθηκαν. Οι τυπωμένοι στα μανίκια των «Αρείων» κι εγχάρακτοι στα μπράτσα των Εβραίων αριθμοί ξεπέρασαν τις 50.000. Ο δικός μου ήταν 41.321. Στις σαράντα μέρες που μείναμε & στη μικρή ακτίνα όπου μας επιτρεπόταν η κίνηση, προλάβαμε ελάχιστες επαφές με Ε-

βραίες. Την διοίκηση συγκροτούσαν οι υστερικές στρατιωτίνες των Ες-Ες με τη νεκροκεφαλή & τα σταυρωτά κόκαλα & από την «ιεραρχία» των κρατουμένων οι Πολωνίδες. Πολλές φορές νοστάλγησα την σάτιρα του Ντοστογιέφσκι για τους δυο λαούς. Κι ήρθε η ώρα της αποστολής στο Λάγκερ 3 εργασίας, γυναικείο «υποκατάστημα» του Μπούχενβαλντ κοντά στην Λειψία. Εδώ οι επαφές, οι φιλίες με Εβραίες ήταν πολύ πιο εύκολες και συχνές. Όλες όμως τελείωναν με τον ίδιο τρόπο. Κάποιο πρωινό Κυριακής που σπεύδαμε στους θαλάμους τους, τους βρίσκαμε άδειους. Απορούσαμε... ούτε τότε ξέραμε! Αρχές Μαρτίου, μια χαρούμενη είδηση: δώδεκα Ελληνίδες Εβραίες. Τρέξαμε στον χωριστό περίβολο για να τις βρούμε. Η αμοιβαία χαρά απερίγραπτη, η τραγωδία τους επίσης. Από πολυάριθμες οικογένειες της Θεσσαλονίκης, αφήνοντας στο Αουσβιτς ένα-δυο ή κανέναν από τους δικούς τους, είχανε μεταφερθεί σε υπόγεια εργοστάσια παραγωγής δηλητηρίων. Επέζησαν επειδή οι Ναζί τα κλείσανε όταν πλησίαζε ο ρωσικός στρατός. Όμορφες, με γαλαζοπράσινα μαλλιά σαν της νεράιδας του Πινόκιο. Επιστρέφοντας, φάγαμε από δυο γροθιές, Στρατιωτίνας και Πολωνέζας, η καθεμιά. Δεν πτοηθήκαμε, ξαναπήγαμε τα επόμενα βράδια. Ώσπου... Η αρχή του τέλους, πορείες παλίνδρομες και κυκλικές μέσα στη Σαξονία. Αρχές Απριλίου του ‘45. Όμως αντί για το ξεκίνημα προς τα καταναγκαστικά, οι στρατιωτίνες μάς δίνουν τρόφιμα κι από δυο κουβέρτες και μας στέλνουν στο άγνωστο. Τι είχε συμβεί; Όταν η τανάλια του Στάλινκραντ έκλεισε τη στρατιά του Πάουλους, που κόντρα στα ουρλιαχτά του Χίτλερ παραδόθηκε, ο ρωσικός στρατός προχώρησε τρέχοντας. Τότε έγινε κι η απόβαση της Βρετάνης που ο Τσώρτσιλ καθυστερούσε, επιδιώκοντας μεν τη νίκη αλλά με εξουθενωμένη ΕΣΣΔ. Αναρίθμητα καραβάνια ομήρων, αιχμαλώτων πολέμου, ξένων εργατών, τριγυρίζαμε, μέσα στην Σαξονία, ενώ έκλειναν οι τελευταίες δίοδοι, από την 69η αμερικάνικη μεραρχία δυτικά, τους Σοβιετικούς ανατολικά, τους Γκωλικούς - Αντιστασιακούς βόρεια. Η εντολή του Χίτλερ για μάς: Έξοδος προς Τσε-

χοσλοβακία για διαπραγμάτευση ή ομαδική εκτέλεση. Όμως η δίοδος του Έλβα είχε κλείσει κι ο στρατοπεδάρχης που μας συνόδευε ματαίωσε την «ομαδική εκτέλεση». Επιστρέφοντας, αρχίσαμε να βλέπομε λευκές σημαίες. Οι Γερμανοί δεν αμύνονται πια δυτικά, συνέχιζαν οπισθοχωρώντας προ των Σοβιετικών. Μπαίνοντας στο Βούρτσεν, που είχαμε ήδη περάσει στην προς ανατολάς πορεία, πέσαμε επάνω στην πρώτη αμερικάνικη φρουρά. Και πρωτοακούσαμε την δασκαλεμένη επαναλαμβανόμενη φράση: «Σας μεταχειρίστηκαν άσχημα οι Γερμανοί;». Είναι ανάγκη να διευκρινίσω ποιάν ιστορική συνέχεια προδίκαζε; Πάντως ξενύχτησαν για να μας βοηθήσουν. Κι όμως ο λαός των σιδερόφρακτων νικηφόρων ανθρωποειδών ήταν θρασύδειλος. Το άλλο πρωί ξεκίνησε η μεταφορά μας στα καλλίτερα ξενοδοχεία της Λειψίας. Μία από τις ευθύνες της «Στρατιωτικής Κυβέρνησης», ήταν η φροντίδα μας. Είδα επιτέλους τις πρώτες εικόνες των στρατοπέδων για Εβραίους. Κι η αγωνία μιας κάποιας εξήγησης σκέπασε προσωρινά κάθε διάθεση μίσους και αντεκδίκησης. Συζήτησα με Γερμανούς, ξέροντας ότι πιθανά ήταν εγκληματίες, απλοί πολίτες ή & θύματα. Ματαιοπονούσα. Τόσο χαμηλοί τόνοι, τόση ευγενική αοριστολογία, τόση αβρότητα & περιποίηση! Κανείς, καμιά, δεν ήταν μέλος του Ναζιστικού Κόμματος. Τα ουρλιαχτά της Χρυσής Αυγής στην Βουλή και στις επιθέσεις κι οι χαμηλοί τόνοι στις ανακρίσεις, απίστευτο πόσο μου θύμισαν τα γερμανικά ντεσιμπέλ. Όμως τα μεγαλύτερα δείγματα θρασυδειλίας τα αντιμετώπισα όταν, αναζητώντας τις διάσπαρτες της αποστολής μας, ξαναπέρασα δυο-τρεις φορές με ποδήλατο την γέφυρα του Βούρτσεν, πρώτο όριο των δύο στρατιών. Την χρήση της γέφυρας ανάμεσα στα πυκνά χωριά της Σαξονίας, εύλογα την επέτρεπαν ο Αμερικανός κι ο Ρώσος φρουρός. Αλλά, ώσπου να έρθει η σειρά μου, άκουσα τόσες φορές το «Ιχ Νιχτ Νάτσι, Ιχ φρόυντ Αμερικάνεν» δυτικά και το «Ιχ Κομουνίστ» ανατολικά, ώστε δεν μπορούσα να συγκρατήσω το γέλιο που είχα ξεχάσει ενάμισι χρόνο. Το

ίδιο κι οι φρουροί. Επέτειοι στο Βερολίνο και το Ραβενσμπρουκ. Επιτέλους ολοκληρώνεται η βήμα προς βήμα προσέγγιση του μεγαλύτερου, πιο παρατεταμένου, πολυαριθμότερου, μαρτυρικότερου εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας. Μία από τις εκδηλώσεις στο Ράβενσμπρουκ, που με προσέγγισε στο ολοκαύτωμα, ήταν το προσκλητήριο των νεκρών. Σε κάθε εκφώνηση ονόματος και ημερομηνίας θανάτου, ένα κόκκινο γαρύφαλλο απιθωνόταν στο έδαφος. Η στοίβα μεγάλωνε, κι όσο οι ηλικίες μίκραιναν, έφτανε η πιο τραγική για μένα, ίσως για όλους τους παρόντες, φάση. Στα ονόματα των νεκρών αντιστοιχούσαν όλο και λιγότερα χρόνια, λιγότεροι μήνες, ημέρες, ώρες, ημίωρα, λεφτά. Στο προσκλητήριο των μικρών εβραιόπουλων. Τα πιο βραχύβια πέθαναν ελάχιστα λεπτά μετά την έξοδο από τη μήτρα της νεκρής μητέρας. 27 & 28 Οκτωβρίου 2001: Η ελληνική κοινότητα του Βερολίνου γιορτάζει την εθνική επέτειο και καλούμαι να μιλήσω για την εμπειρία του Ράβενσμπρουκ. Έπεται εκδρομή στο στρατόπεδο. 13 Απριλίου 2003: Επέτειος της απελευθέρωσης του στρατοπέδου από τον Σοβιετικό Στρατό. Καλούνε πάλι η Κοινότητα κι ο σύλλογος «Γυναίκες Δημιουργούν». Αξίζει να θυμίσω ότι ο ιστορικός ρόλος του στρατοπέδου τροφοδοτήθηκε ουσιαστικά από το γυναικείο κίνημα. Η ομιλία μου στην Επέτειο: (Απευθυνόταν στους Εβραίους του Ισραήλ κι έγινε δεκτή πολιτισμένα από τους Εβραίους της Ευρώπης - Ενημερωτικό Δελτίο ΤΕΕ 29.04.2002): Ξέρω πόσα προσφέρατε στην Ευρώπη & στον Κόσμο, σε δεξιότητα, τέχνες, επιστήμες & πόσους διωγμούς εισπράξατε από αιώνα σε αιώνα, με αποκορύφωμα το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ. Στα δύο στρατόπεδα που γνώρισα, αναπτύχθηκαν στενές φιλίες ανάμεσα σε Ελληνίδες κι Εβραίες. [...] Μέσα στα στρατόπεδα και πίσω στην Ελλάδα είχα ένα αγιάτρευτο αίσθημα ενοχής, επειδή η δικιά σας μοίρα ήταν τόσο χειρότερη από την δική μας. Ενοχής που δεν είχα γεννηθεί Εβραία. Σε κάθε μου περιγραφή, στην τηλεόραση, στα γραφτά μου, για τα στρατόπεδα, δεν παρέλειπα να τονίσω τις τρισχειρότερες δικές σας συνθήκες ζωής και θανάτου [...] Το αίσθημα ενοχής μειώθηκε όταν είδα τα βίντεο των απανθρακωμένων αμάχων της Σάμπρα & της Σατίλα. Ήρθα στις επετειακές εκδηλώσεις του Ράβενσμπρουκ χωρίς ενθουσιασμό, αφού το Ισραήλ, εξοντώνοντας με την σειρά του με πρωτοφανή αγριότητα έναν αδύνατο λαό, ακυρώνει καθημερινά το χρέος των Γερμανών, το χρέος όλων μας απέναντί σας. Σπάστε τον νέο Άξονα ΜπουςΣαρόν, όπου ο κυνικός πλανητάρχης χρησιμοποιεί τον πολεμοχαρή στρατηγό [...] Διώξτε τον Σαρόν [...] για να μην ξεχάσομε τον Χίτλερ και το ολοκαύτωμα. Στη γη της Επαγγελίας υπάρχει χώρος για όλους. Και για σας που ξαναβρήκατε μια πατρίδα και γι’ αυτούς που σκοτώνει ο Σαρόν για να τους την πάρει. Ζήστε πλάι πλάι, κάντε την Έρημη Χώρα πραγματική Γη της Επαγγελίας, κέντρο φώτων και πολιτισμού για μιαν Ασία που από την Δύση μόνο υποανάπτυξη, ανέχεια και ακριβοπληρωμένα όπλα έχει πάρει».


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.