Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 591
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Η συνείδηση της ανεργίας ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η βία της ανεργίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 607 Η εξέλιξη της ύφεσης και της ανεργίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010-2014, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, αποδεικνύει ότι η ύφεση και η ανεργία δεν αποτελούν παράπλευρες απώλειες της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Αντίθετα, συνιστούν τα αρνητικά χαρακτηριστικά των ασκούμενων πολιτικών, οι οποίες ουσιαστικά φυλακίζουν τους πόρους της ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΡΟΜΠΟΛΗ
οικονομίας στο έλλειμμα και το χρέος, στερώντας από πόρους τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την απασχόληση. Έτσι η ανεργία (Νοέμβριος 2013, 28% 1.382.062 άτομα) έχει αποκτήσει μόνιμα και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι μετά την ύφεση η ανεργία πολύ δύσκολα θα διαμορφωθεί κάτω από 17% μέχρι το 2026, ακόμη και με το αισιόδοξο σενάριο ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ 3,5%-4% (50.000 νέες θέσεις εργασίας τον χρόνο), καθώς αυτό το ποσοστό αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε επίπεδα ανεργίας του έτους 2009 (450.000 άτομα) και να δημιουργήσει το ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας που χάθηκαν την περίοδο 20102013, από τα δύο εκατομμύρια θέσεων εργασίας που χάθηκαν συνολικά στις χώρες εφαρμογής των Μνημονίων (Ελλάδα, Κύπρος, Ιρλανδία, Πορτογαλία), ακόμη και με αυτό το αισιόδοξο σενάριο αύξησης του ΑΕΠ, θα χρειαστούν τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Σ’ αυτό το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο της ανεργίας, το νέο, ενδιαφέρον, σύνθετο, επιμελημένο και με πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το οποίο αποπνέει ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνιολογικής και πολιτικής σκέψης, έχει ως στόχο να διερευνήσει: α) πώς αντιμετωπίζουν οι άνεργοι (και οι επιχειρήσεις) τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης; β) πώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανέργων επηρεάζουν τη σχέση τους με τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης; και γ) πώς διαμορφώνουν τις στάσεις, τις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις τους για την ανεργία και τις υπηρεσίες απασχόλησης; Με άλλα λόγια, η διενέργεια μιας ποιοτικής διάστασης μελέτης, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, του τρόπου με το οποίο οι ίδιοι οι άνεργοι αντιμετώπιζαν την ανεργία τους και τις δυνατότητες που τους παρείχε το πρόγραμμα της ολοκληρωμένης παρέμβασης, έδωσε την ευκαιρία στον Ν. Παναγιωτόπουλο, ως επιστημονικό υπεύθυνο, καθώς και στην ερευνη-
Τα έργα του τεύχους προέρχονται από την έκθεση, Ζωγραφική ΙΙ (1980-2000) από τις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Φρυσίρα
τική του ομάδα, να συμβάλουν διαμέσου της μελέτης «των μορφών εμπειρίας και συνείδησης της ανεργίας, στην ανάλυση της σχέσης που διατηρεί ένας άνεργος με τα προγράμματα διαχείρισης της κατάστασης του, αντιμετωπίζοντας την ως έκφανση ενός συστήματος στρατηγικών αναζήτησης εξόδου από την ανεργία, ως διάσταση ενός ατομικού και συλλογικού -οικογενειακού, ομαδικού- συστήματος στρατηγικών αναπαραγωγής που ενεργοποιεί και που χαρακτηρίζει τον τρόπο αναπαραγωγής της ομάδας στην οποία ανήκει». Η μεθοδολογική συγκρότηση του βιβλίου του Ν. Παναγιωτόπουλου διακρίνεται από επιστημονικά και ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι τίθενται ερωτήματα και διατυπώνονται υποθέσεις εργασίας, διά των οποίων ο συγγραφέας, με αναλυτικό και εύληπτο τρόπο, διερευνά την σχέση του ανέργου με τα προγράμματα διαχείρισης της ανεργίας. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια μεθοδολογία κοινωνιολογικής-πολιτικής διερεύνησης της πολιτικής των προγραμμάτων της ολοκληρωμένης παρέμβασης και αναζήτησης εξόδου από την ανεργία. Από την άποψη αυτή, το βιβλίο του Ν. Παναγιωτόπουλου αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά σε μία αυξανόμενη σχετικά με την ανεργία βιβλιογραφία και την έξοδο από αυτήν, η οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυριαρχείται όχι από τους όρους και τις προϋποθέσεις που υποστηρίζει ο συγγραφέας, αλλά από τους όρους και τις προϋποθέσεις υποταγής της οικονομικής πολιτικής στις απαιτήσεις των χρηματοοικονομικών αγορών και στις συνθήκες αποκατάστασης της τάξης του κέρδους, δηλαδή της οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας ως οικονομίας των δανειστών. Στην κατεύθυνση αυτή, η προοπτική μιας αναιμικής ανάκαμψης 2015-2025 (αύξηση ΑΕΠ 1,5% τον χρόνο) στην ελληνική οικονομία, εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στην μείωση της ανεργίας στο τέλος της ερχόμενης δεκαετίας κατά 220.000 άτομα. Έτσι, η ασθενής αυτή εξέλιξη στον τομέα μείωσης της ανεργίας δεν θα είναι ικανή ακόμη και υπό «το κράτος των προγραμμάτων» να αμβλύνει ουσιαστικά την ισορροπία τρόμου που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική αγορά εργασίας, όπου 1.400.000 άνεργοι αντιστοιχούν σε 1.400.000 απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι, όπως τονίζει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, στις συνθήκες αυτές της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας «αποκτούν μια ουσιαστική και πραγματική συνείδηση της ανεργίας». Σε
αυτή «την απόκτηση συνείδηση της ανεργίας» συνέβαλε, μεταξύ των άλλων, η κατάρρευση (μη ανακοπή της αύξησης της ανεργίας) των προσδοκιών των πολιτικών ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της ευελιξίας των μισθών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη μείωση του κατώτατου μισθού επί Ρήγκαν (ΗΠΑ), την εξασθένηση των συνδικάτων επί Θάτσερ (Βρετανία), την κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής επί Φαμπιούς (Γαλλία), τις mini-jobs επί Σρέντερ (Γερμανία). Παράλληλα συνέβαλε στην απόκτηση συνείδησης ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθυστερούν να εξέλθουν από την κρίση είναι αυτά στα οποία η αγορά εργασίας και οι μισθοί είναι περισσότερο απορρυθμισμένα και ευέλικτα. Κατά συνέπεια, οι ασκούμενες πολιτικές που επιθυμούν να χαρακτηρίζονται ουσιαστικές και αποτελεσματικές πολιτικές απασχόλησης δεν συνάδουν, σύμφωνα με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, με «την σημερινή κυρίαρχη λογική του πνεύματος της επιχείρησης» και των πολιτικών της προσφοράς. Ο συγγραφέας θυμίζει ότι οι πολιτικές αυτές αποτελούν «την ατμομηχανή της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας της κοινωνίας μας» όπου οι πολιτικές διαχείρισης της ανεργίας συνέβαλαν «στην δρομολογημένη, εδώ και καιρό, εργασία ενίσχυσης του κανονιστικού μεγέθους της επιχείρησης και της αντικατάστασης της παραδοσιακής ισότητας ευκαιριών από μία μορφή ισότητας των δικαιωμάτων, ... στην ανάπτυξη μίας κοινωνίας η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως επιχείρηση και της οποίας το κράτος-πρόνοιας επιχειρεί να μετασχηματιστεί σε κράτος-στρατήγημα». Έτσι, κατά τον Νίκο Παναγιωτόπουλο «μια πολιτική ενάντια στην ανεργία θα ήταν τόσο περισσότερο αποτελεσματική όσο περισσότερο διαφοροποιημένη και καλύτερα προσαρμοσμένη θα ήταν στις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες και όσο καλύτερα θα μπορούσε να αντιστοιχήσει τις διαφορετικές δυνατότητες που προσφέρουν τα διάφορα μέτρα των πολιτικών απασχόλησης στους διαφορετικούς όρους ύπαρξης των διάφορων κοινωνικών ομάδων».
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι επιστημονικός διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕ
Γιώργος Λάππας, Κεφάλι με καθρέφτη, σίδερο, κόκκινο ύφασμα, γύψος, καθρέφτης, 1991
Η ΑΥΓΗ • 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
24
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Ο Σπινόζα του 20ού αιώνα STUART HAMPSHIRE, Σπινόζα. Μια εισαγωγή στο φιλοσοφικό στοχασμό του, Εισαγωγή, επιμέλεια: Β. Γρηγοροπούλου, Μετάφραση: Στέλλα Τσιλεδάκη, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 335 Η φιλοσοφία του Σπινόζα είναι δημοφιλής στη χώρα μας, αν και δεν έχουν ευτυχήσει να αναπτυχθούν οι σπουδές για τη φιλοσοφία του 17ου αιώνα, της επιστημονικής επανάστασης, του ορθολογισμού, ή του αιώνα της μεγαλοφυΐας. Η νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια με το έργο του Βρετανού Στιούαρτ Χάμσαϊρ αποτελεί ένα σημαντικό βοήθημα στην ελληνική γλώσσα για εκείνους που επιθυμούν να εισαχθούν στη σκέψη του Μπαρούχ Σπινόζα (1632ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ
1677). Παρά τις έντονες αντιδράσεις από εκκλησιαστικούς και συντηρητικούς κύκλους, είναι κοινός τόπος ότι η φιλοσοφία του Σπινόζα έχει ασκήσει είτε ρητά είτε υπόρρητα πολλαπλές επιδράσεις που διαρκούν ακόμα και σήμερα. Ωστόσο, το πλέον διάσημο έργο του, η Ηθική, δεν προσελκύει με την πρώτη ματιά τον αναγνώστη, λόγω της αυστηρής γεωμετρικής δομής του. Για το λόγο αυτό, η γενική αλλά εμπεριστατωμένη έκθεση της φιλοσοφίας του, η οποία προσφέρεται από τον Χάμσαϊρ, θα φανεί χρήσιμη σε όσους επιθυμούν να σχηματίσουν μια σφαιρική εικόνα της φιλοσοφίας του και να εξοικειωθούν με το λεξιλόγιό του. Ο Σπινόζα ως πρωτοπόρος της εποχής του προσπάθησε όχι μόνο να κατανοήσει σε βάθος την ανθρώπινη κατάσταση, αλλά και να δώσει μια νέα γραμματική ανάγνωσης και μελέτης της. Το ριζοσπαστικό του πνεύμα έγινε νωρίς αντιληπτό, με αποτέλεσμα να αφοριστεί με ένα αυστηρότατο χερέμ από την εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ. Η μέθοδος που ακολούθησε για να ερμηνεύσει με όρους αιτιακής λογικής τα πάθη της ανθρώπινης ψυχής, να εξηγήσει ορθολογικά τις προκαταλήψεις και να απομυστικοποιήσει την ανάγκη για θρησκευτική πίστη, άνοιξαν κατά πολλούς τον δρόμο για την επιστήμη της Ψυχολογίας. Παράλληλα, συνέλαβε και περιέγραψε τον κόσμο ως συγκροτούμενο α-
πό επιμέρους όντα τα οποία διαφέρουν στη βάση της σωματικής και πνευματικής τους πολυπλοκότητας, προσφέροντας από νωρίς μια μεταφυσική βάση στην επιστήμη της Βιολογίας. Ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες, η ιδιαίτερη σύλληψη πνεύματος και σώματος έχει εμπνεύσει επιχειρήματα στο πεδίο της νευροβιολογίας, όπως τη θεωρία του Νταμάζιο. Μέσα από την ερμηνεία του Χάμσαϊρ ο Σπινόζα γίνεται οικείος. Θεωρώ ότι σε αυτό συμβάλλει με ουσιαστικό τρόπο η σύγχρονη και απλή γλώσσα του συγγραφέα ο οποίος, όπως δηλώνει, ήθελε να μεταφράσει τη σκέψη του Σπινόζα στο γλωσσικό ιδίωμα του 20ού αιώνα για να αποδώσει την κρυμμένη ερμηνεία των σπινοζικών νοημάτων σε μια γλώσσα προσιτή σε μας. Η μεταφράστρια Στέλλα Τσιλεδάκη διατηρεί το πνεύμα της πρωτότυπης γραφής και αποδίδει το κείμενο απλά και ευχάριστα για τον αναγνώστη. Το βιβλίο περιέχει τρία αυτόνομα πονήματα τα οποία παρατίθενται χρονολογικά. Το έργο «Σπινόζα: Μια εισαγωγή στον φιλοσοφικό στοχασμό του» (1951) μαζί με την αναθεωρημένη εισαγωγή του 1987, το δοκίμιο «Ο Σπινόζα και η ιδέα της ελευθερίας» (1960), και το κύκνειο «Σπινόζα και σπινοζισμός» που αποτελεί την πλέον ώριμη ματιά του συγγραφέα. Αν και είναι κατανοητή η ανάγκη για μια χρονολογική παράθεση των κειμένων στην έκδοση, εντούτοις, αν δεν γνωρίζει κανείς το ιστορικό πλαίσιο, θα ήταν προτιμότερο να ξεκινήσει από τη μικρή βιογραφία που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου. Κάθε ανάλογη προσέγγιση οφείλει να γίνεται με κάποια έστω γενική γνώση της ιστορικής συγκυρίας, τόσο της κοινωνικής όσο και της φιλοσοφικής, με στόχο να αποφεύγουμε παρερμηνείες του φιλοσοφικού στοχασμού αλλά και των ίδιων των θέσεων του εκάστοτε φιλοσόφου. Ο Χάμσαϊρ τοποθετεί τον Σπινόζα στην εποχή του και συνδέει το βίο του με κατευθύνσεις της σκέψης του, καθώς προσπαθεί διεισδύσει στα κίνητρα της φιλοσοφικής του στρατηγικής. Η εισαγωγή της επιμελήτριας Βασιλικής Γρηγοροπούλου διευκρινίζει ορισμένα ζητήματα ορολογίας και μετάφρασης πριν να εισέλθουμε στο ίδιο το κείμενο. Οι όροι τους οποίους εκθέτει και εμφανίζονται συχνά στο κείμενο αποτελούν κλειδιά για την κατανόη-
ση της φιλοσοφίας του Σπινόζα και επιχειρείται να γίνουν ευκρινείς ως προς την γλωσσική αναφορά τους καθώς και στο ερμηνευτικό πλαίσιο του Χάμσαϊρ. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς ο αναγνώστης να έχει εντρυφήσει πάνω στα φιλοσοφικά ζητήματα που απασχολούν τον συγγραφέα. Η προσπάθεια του τελευταίου είναι να φέρει σε πρώτη επαφή τον αναγνώστη με μια πληθώρα εννοιών από το σύνθετο εννοιακό πλέγμα που υφαίνεται στο έργο του Σπινόζα, όπως αυτές, βέβαια, ερμηνεύονται από την αναλυτική οπτική του Χάμσαϊρ. Καθώς η εισαγωγή αυτή αναπτύσσεται, οι εκλαϊκευμένες μεταφορές που χρησιμοποιεί συχνά βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει τις έννοιες με σαφήνεια, χωρίς όμως παράλληλα να εμποδίζει την σκέψη προς πιο εκλεπτυσμένες προσεγγίσεις όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο συναρμόζονται στο έργο του Σπινόζα. Η γενική εικόνα που προσφέρει στον αναγνώστη, αν και ο ίδιος παραμένει πιστός σε ένα εισαγωγικό επίπεδο παραλείποντας εσκεμμένα τα πιο εξεζητημένα σημεία του έργου, αρκεί για να θεωρήσουμε ότι μετά από μια προσεκτική ανάγνωση, ο αναγνώστης θα έχει εξοικειωθεί με αρκετές από τις βασικές ιδέες του Σπινόζα. Σε αυτό βοηθάει ιδιαίτερα η επανάληψη ορισμένων διατυπώσεων που φαίνεται να εξυπηρετούν κάποιον άρρητο εκπαιδευτικό σκοπό. Επίσης, οι φιλοσοφικές σχέσεις μεταξύ του Σπινόζα και άλλων φιλοσόφων, όπως ο Καρτέσιος, ο Χομπς, ο Λάιμπνιτς, ο Χιουμ, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Λουκρήτιος και ο Γαλιλαίος, ιχνογραφούν με αδρές γραμμές τις ομοιότητες και τις διαφορές που αναδύονται ανάμεσά τους. Στο κείμενο συναντάμε εκτεταμένες επεξηγήσεις, ερμηνείες και συνόψεις για ζητήματα, όπως τα δύο κατηγορήματα και η σχέση σώματος και πνεύματος, η μοναδική υπόσταση του «Θεού ή Φύσης» και τα λογικά αποτελέσματα αυτής της ριζοσπαστικής μεταφυσικής, η συνείδηση και η δύναμη του αναστοχασμού για τη διόρθωση των αντιλήψεων, το βήμα από την παθητική εμπειρία προς την ενεργητική σκέψη και πράξη, η διαφορά στη φύση ανθρώπων και ζώων, το conatus, οι δυνάμεις του ανθρώπινου σώματος και πολλές άλλες. Ο Χάμσαϊρ δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο τρίτο μέρος της Ηθικής όπου προτείνο-
In memoriam Ο Κωστής Παπαγιώργης άσκησε το επιτήδευμα της ζωής με τη γνησιότητα του αυθέντη. Διανοούμενος των παθών βυθίστηκε στα πάθη, λάτρεψε τη σωματικότητά τους και δεν δίστασε στιγμή να της δώσει την ψυχή του. Σαν αριστοκράτης της περιφανούς σπατάλης που καταστρέφει τα σπαρτά για να γλεντήσει με τους φίλους του, αντέστρεψε το σχήμα και διάβηκε μέσα από τη σοδιά του πνεύματος, ποδοπατώντας τα υψηλά επιτεύγματα που ετοιμάζουν νέους δυνάστες κι εξουσιαστές της λαϊκότητας. Αντιμέτωπος με τον φόβο του τραυλού θανάτου βρήκε το φάρμακο και το φαρμάκι στο βιωμένο κόσμο του λαϊκού, με την αρχέγονη έννοια του όρου, της παπαδιαμαντικής ρόδας που γυρίζει. Χρειάστηκε το έρμα της ελληνικής επαρχίας, του αθηναϊκού
προαστίου και της γαλλικής μητρόπολης για να σταθεί πάνω από τους πολιτικούς διαχωρισμούς. Σάρκασε την πολιτική ορθοφροσύνη μιας ψοφοδεούς ελίτ που επιτίθεται στις ζωτικές προκαταλήψεις μας, υπερθεματίζοντας για μια κοινότητα σάρκας και πνεύματος, για μια ταυτότητα υποκειμένου κι
νται οι τρόποι για την ορθολογική διαχείριση των ανθρώπινων παθών από την οποία αφορμάται για να πολιτικοποιήσει τον λόγο του, αναλύοντας έννοιες όπως η ελευθερία, η πολιτική και η δικαιοσύνη. Υποστηρίζει ρητά ότι στόχος της φιλοσοφικής στρατηγικής του Σπινόζα υπήρξε η θεμελίωση της ηθικής στη μεταφυσική του, επισημαίνοντας συχνά πώς η σπινοζική φιλοσοφία μπορεί να φιλοξενήσει τις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης. Το κείμενο «Σπινόζα και σπινοζισμός» που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου αποτελεί ένα από τα τελευταία κείμενα του Χάμσαϊρ το οποίο εκδόθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του. Είναι εμφανώς πιο ώριμο από την «Εισαγωγή», αφού γράφτηκε περισσότερο από μισό αιώνα μετά και, κατά την άποψή μου, θα μπορούσε να προηγείται. Η Αναλυτική Φιλοσοφία, όπως τη χρησιμοποιεί ο Χάμσαϊρ, διαφωτίζει σημεία της ορολογίας του Σπινόζα που θεωρούνταν σκοτεινά και βοηθά όχι μόνο να απαλλαγεί ο Σπινόζα από την εικόνα του πανθεϊστή ρομαντικού φιλόσοφου, αλλά και να ενταχθεί το έργο του στο θετικιστικό πλαίσιο των βρετανικών πανεπιστημίων του 20ού αιώνα. Ο Χάμσαϊρ ωστόσο δεν είναι ούτε ένας ορθόδοξος αναλυτικός φιλόσοφος ούτε κι ένας πιστός σχολιαστής των κειμένων του Σπινόζα. Όπως υποστηρίζει: «Η Φύση δεν μιλάει μόνο μαθηματικά», γνωρίζοντας ότι σχοινοβατεί επικίνδυνα για έναν αναλυτικό φιλόσοφο. Δεν διστάζει όμως να ασκήσει θετικιστική κριτική στη μεταφυσική του Σπινόζα χαρακτηρίζοντάς την ως εικασία και όχι ως γνώση, αφού ούτε επαληθεύεται ούτε απορρίπτεται εμπειρικά. Η παρούσα έκδοση συνιστά μια νηφάλια εισαγωγή στη φιλοσοφία του Σπινόζα, η οποία δίνει το κίνητρο στον αναγνώστη για περαιτέρω εμβάθυνση στον στοχασμό του. Είναι λοιπόν καλοδεχούμενη, αφού μας εισάγει στην παραγωγική δομή του συστήματος του Σπινόζα, στο διαφωτισμό των εννοιών του, αλλά και της προσπάθειας του ανθρώπου να φτάσει στην αλήθεια δυναμώνοντας μάλιστα την αγάπη για τον εαυτό του, για τη γνώση και τον κόσμο.
Ο Ηλίας Παρασκευόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
αντικειμένου όπως αυτή αναφαίνεται στη μέθεξη της ιδέας του ωραίου σε κάθε τι αισθητό. Στη στάση της Καλλιδρομίου, εκεί όπου το ιδιοφυές ταλέντο σπαταλιόταν με κραυγαλέα περιφρόνηση για τα αργύρια των θεσμών, συναντήθηκαν σπουδαίοι εραστές και εξαίρετοι μύστες στο θαύμα της ύπαρξης. Ο Κωστής Παπαγιώργης έκαμε κι αυτός τη στάση του εκεί για μια δεκαετία, κανοναρχώντας στην παρέα αριστοκρατών ποιητών, συγγραφέων και φλογερών διανοουμένων δίχως έργο, χλευάζοντας τη λογιοσύνη κάποιων περαστικών, για να μετακομίσει τέλος σ’ έναν έρωτα ζωής που καθώς φαίνεται συμπύκνωνε το ιδανικό του. Στις 24 Μαρτίου, στο νεκροταφείο Χαλανδρίου, ο Κωστής προσετέθη στον λαό του. Καλό κατευόδιο κι ένα χαίρε στους κοινούς μας φίλους. Χαλάνδρι, 26/3/14 ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ
Η ΑΥΓΗ • 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Καρλ Μαρξ, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840 εκδόσεις ΚΨΜ Για έναν στοιχειωδώς ενημερωμένο παρατηρητή, είναι αναμενόμενο ότι ο «αχός που ακούγεται» στην Ελλάδα, ήδη από το 2009, αναφορικά με τα αίτια, τους λόγους και το ποιόν της βαθύτατης κρίσης που ταλανίζει αδυσώπητα τη χώρα, περιλαμβάνει πλείστα ονόματα ριζοσπαστών στοχαστών, ως ευκαιρία και ταυτόχρονα προσπάθεια αναδρομής σε βαθυστόχαστες και μάχιμες απαντήσεις για ένα κρίσιμο παρόν - ένα παρόν κρίσης. Αυτό που δεν είναι αναμενόμενο είναι ότι ο μακράν σημαντικότερος -ακόμη και για τις αρχές του 21ου αιώνα- στοχαστής της νεωτερικότητας, ο Karl Marx, που πρώτος διατύπωσε μια ριζική θεωρία για τις κρίσεις, μελετάται μέσα από μεταφράσεις ως επί το
ΤΩΝ ΘΑΝΑΣΗ ΓΚΙΟΥΡΑ ΚΑΙ ΘΩΜΑ ΝΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
πλείστον προερχόμενες από μια περίοδο που όχι μόνο φαίνεται αίφνης μακρινή αλλά υπολείπεται πλέον ρητά της σύγχρονης έρευνας. Την κατάσταση αυτή έρχεται να θεραπεύσει σε σημαντικό βαθμό η επικείμενη κυκλοφορία από τις εκδόσεις ΚΨΜ μιας συλλογής κειμένων του Marx από τη δεκαετία του 1840. Πρόκειται για μια επίτομη ανθολογία άρθρων, χειρόγραφων σημειώσεων και επιστολών, σε νέα μετάφραση. Ο ογκώδης τόμος των επτακοσίων περίπου έχει συγκροτηθεί σε συνεργασία με τη διεύθυνση της σειράς Marx - Engels - Gesamtausgabe (MEGA), που εδρεύει στην Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου - Βρανδεμβούργου. Η MEGA είναι ένα από τα μεγαλύτερα εκδοτικά εγχειρήματα: βασίζεται στη διεθνή συνεργασία ερευνητικών φορέων, αποσκοπώντας στην κριτική-ιστορική έκδοση των δημοσιευμένων έργων, της συνολικής αλληλογραφίας και όλων των χειρογράφων του Karl Marx και του Friedrich Engels. Η Ανθολογία εστιάζει αποκλειστικά σε κείμενα του Marx (ο Engels εμπλέκεται εδώ ως συνεργάτης σε ορισμένα μόνο κείμενα, η δε μελέτη και διερεύνηση του έργου του παρουσιάζει αυτοτελές ενδιαφέρον), φιλοδοξεί να εξυπηρετήσει ποικίλες αναγνωστικές και ερευνητικές κατευθύνσεις και περιλαμβάνει: α) Ένα χρηστικό και διεξοδικό Χρονολόγιο της ζωής του Marx, από τη γέννησή του μέχρι τον Δεκέμβριο του 1849, β) δεκαοκτώ κείμενα από το διάστημα 1842-1849, γ) επτά επιστολές του Marx, από την ίδια περίοδο, δ) ένα Παράρτημα με το κείμενο του F. Engels Περίγραμμα μιας κριτικής της οικονομικής επιστήμης και του M. Heß Περί του χρήματος. Εκτός από κείμενα που τουλάχιστον από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα θεωρούνται «κλασικά» για την λεγόμενη περίοδο του νεαρού Marx, όπως το Εβραϊκό ζήτημα, ο Βασιλιάς της Πρωσίας και η περίφημη Εισαγωγή από την Κριτική στην εγελια-
Μ. ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ Γ. ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ - Δ. ΝΑΚΟΣ
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΕΡΩΣ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
νή φιλοσοφία του δικαίου, η Ανθολογία περιλαμβάνει και λιγότερο γνωστές δημοσιεύσεις, όπως το πρώτο εν γένει άρθρο του Marx για την πολιτική λογοκρισία καθώς και τη θεμελιώδη σειρά άρθρων για την υλοκλοπή με την οποία ο νεαρός συντάκτης στρέφεται «προσγειωμένα» (δηλαδή όχι θεωρησιακά) στην πραγμάτευση ρητά κοινωνικών προβλημάτων - μια πορεία που θα ακολουθήσει σε όλη τη ζωή του. Μια μεγάλη αναγνωστική πρόκληση αποτελούν τα Παρισινά χειρόγραφα του 1844 που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην πραγματική μορφή τους, με τη διάρθρωση σε δύο και τρεις στήλες χειρογράφου, τις διαγραμμένες λέξεις και φράσεις και την πρωτογενή καταγραφή ιδεών και επιχειρημάτων. Την ίδια λογική της πιστής αναπαραγωγής του χειρογράφου ακολουθεί και η δημοσίευση των καταγραφών γι’ αυτό που επρόκειτο να αποτελέσει το πρώτο κεφάλαιο στον πρώτο τόμο της λεγόμενης Γερμανικής ιδεολογίας: Με τον τίτλο Feuerbach και ιστορία παρουσιάζονται εδώ στην αρχική (δίστηλη) μορφή τους οι δέσμες χειρογράφων που επρόκειτο να περιλάβουν την κριτική στον Feuerbach - κάτι που ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Στον παρόντα τόμο δημοσιεύονται τα εν λόγω κείμενα στην αρχική μορφή τους για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Πρόκειται για «πειραματικές» καταγραφές προγραμματικής φύσης οι οποίες αναδεικνύουν και τον ανοιχτό χαρακτήρα της έρευνας. Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κείμενο της ανθολογίας, ο αναγνώστης μπορεί εδώ να δει τη σκέψη του Marx σε «εργαστηριακές» συνθήκες και να ανιχνεύσει την καθαρά δυναμική διάστασή της. Η δημοσίευση αυτή συνοδεύεται από τις (κατ’ εξαίρεση σε δίγλωσση μορφή) περιβόητες έντεκα θέσεις Για τον Feuerbach (από το 1845), από το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην πρώτη εκδοχή του, καθώς και από τις συνοπτικές και άκρως αξιόλογες Απαιτήσεις του κομμουνιστικού κόμματος, μαζί με τις οποίες άλλωστε το Μανιφέστο διανεμήθηκε στη Γερμανία. Τέλος, το πλαίσιο της επαναστατικής περιόδου του 1848 αποτυπώνεται υποδειγματικά στο άρθρο Αστική τάξη και αντεπανάσταση, που μπορεί να θεωρηθεί μικρογραφία των πολιτικών αναλύσεων του Marx τις επόμενες δεκαετίες. Στο Σημείωμα των εκδόσεων ΚΨΜ με το οποίο ξεκινά ο τόμος, λέγεται ότι με την έκδοση αυτήν «δηλώνουμε ότι θέλουμε να εμπλακούμε σε μια περιπέτεια» - από την πλευρά μας δηλώνουμε πρόθυμοι και συμπορευόμαστε. Εφόσον πρέπει να είμαστε «απόλυτα νεωτερικοί» πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τον Marx - από την αρχή.
Smith Clive, Secured, λάδι σε καμβά, 1999
Όσιπ Μαντελστάμ Το πηχτό χρυσό μέλι Το πηχτό χρυσό μέλι χυνόταν τόσο αργά από την μποτίλια, ώστε οι οικοδέσποινα βρήκε το χρόνο να μουρμουρίσει: «Εδώ, στη θλιβερή Ταυρίδα, όπου η τύχη μας έφερε, δεν πλήττουμε ποτέ»- ρίχνοντας μια ματιά πίσω της. Παντού εδώ ο Βάκχος γιορτάζεται, σαν να υπήρχε στον κόσμο μόνο ένας βοσκός και σκυλιά και τίποτα άλλο. Οι μέρες σαν βαριά βαρέλια κρασιού κυλάνε ήσυχα: μακριά από εδώ, φωνές από μια καλύβα -καμία απάντηση ή νόημα. Μετά το τσάι βγήκαμε στο τεράστιο καφετί κήπο, σκούρες κουρτίνες έπεφταν σαν βλέφαρα πάνω σε παράθυρα, περάσαμε μπροστά από άσπρες κολώνες, για να επιθεωρήσουμε τα σταφύλια ενώ παγωμένος αέρας έπλενε τα κοιμισμένα βουνά. Είπα: «Τα κλήματα, ζουν εδώ αρχαίες μάχες, και σγουρομάλληδες ιππείς πολεμούν σε φάλαγγες, η σοφία της Ελλάδας στην πετρώδη Ταυρίδα- αυτά είναι τα ευγενή χρυσά στρέμματα, τα σκουριασμένα αυλάκια.» Καλώς, στο λευκό δωμάτιο σιωπή σαν ανέμη, μυρωδιά από ξύδι, χρώμα και νέο κρασί στο κελάρι. Θυμάσαι την αγαπημένη από όλους σύζυγο στο ελληνικό σπίτι, πόσο καιρό ύφαινε;-Όχι η Ελένη- αυτή η άλλη.
Χρυσόμαλλο Δέρας, πού είσαι Χρυσόμαλλο Δέρας; Το ταξίδι: βουή από άγρια κύματα του ωκεανού. Αφήνοντας το καράβι του ,τα καραβόπανα του τριμμένα από τις θάλασσες, ο Οδυσσέας επέστρεψε, γεμάτος από χρόνο και χώρο.
Ο Θανάσης Γκιούρας και Θωμάς Νουτσόπουλος διδάσκουν Πολιτική Θεωρία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και είναι επιστημονικοί επιμελητές του τόμου
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΨΥΧΙΚΕΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ
Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η Σ ,
Α γ ί α ς
1917 Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης
ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΨΥΧΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ , ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ
Ε ι ρ ή ν η ς
1 7 ,
ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
τ η λ .
2 1 0
3 2 2 8 8 3 9
26
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, Τα ποιήματα Φιλολογική επιμέλεια, επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά, Εκδόσεις Εστία, σελ. 398
Η ΑΥΓΗ • 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Μαρία Πολυδούρη Επανεκτιμώντας την ποίηση του μεσοπολέμου
«Ο σημερινός αναγνώστης, αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που παρουσιάζεται θρυμματισμένη, αποσπασματική και χωρίς νόημα, δεν ανατρέχει τόσο στη ‘μεγάλη’ ποίηση του κανόνα αναζητώντας μια οριστικά χαμένη ολιστική προοπτική, αλλά ανακαλύπτει τις πιο οικείες φωνές της προσωπικής και εξομολογητικής ποίησης». Η παρατήρηση αυτή της Χριστίνας Ντουνιά είναι ποΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ
λύ ενδιαφέρουσα, και η άποψή της ότι «η Πολυδούρη είναι μια από τις ισχυρότερες φωνές που αποκρίνονται σε αυτή την αναζήτηση» δικαιώνεται από τον συγκεντρωτικό τόμο των Ποιημάτων της Πολυδούρη, που εκδόθηκε πρόσφατα από την Εστία με φιλολογική επιμέλεια και εκτενές Επίμετρο της μελετήτριας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σημερινοί αναγνώστες ανατρέχουν όλο και περισσότερο στους ποιητές του Μεσοπολέμου - στον Καρυωτάκη, τον Λαπαθιώτη, τον Φιλύρα, την Πολυδούρη: το έργο τους είναι κατεξοχήν προσωπικό και εξομολογητικό, και επομένως συνομιλητικό και παρηγορητικό, γραμμένο σε μια εποχή κρίσης που παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την εποχή μας. Ένα από τα πιο καίρια ζητήματα που θέτει στο Επιμετρό της η Ντουνιά είναι η ανάγκη να δούμε την πριν από τον μοντερνισμό ποίησή μας απαλλαγμένοι από τις επί πολλές δεκαετίες παγιωμένες αντιλήψεις ότι οι παραδοσιακές φόρμες είναι περιοριστικές και, κυρίως, ότι «ο βιωματικός, εξομολογητικός χαρακτήρας της ποίησης, το ευανάγνωστο νόημα των στίχων, η αμεσότητα της έκφρασης, είναι στοιχεία μιας εύκολης τέχνης». Το γεγονός, εξάλλου, ότι το μέτρο έχει θριαμβευτικά επανακάμψει στη νεοελληνική ποίηση της τελευταίας εικοσαετίας δημιουργεί προϋποθέσεις κατάλληλες για μια επανεπίσκεψη της ποίησης των συνοδοιπόρων του Καρυωτάκη ποιητών. Η συμβολή της Ντουνιά στη μελέτη της λογοτεχνίας και της πνευματικής ατμόσφαιρας του Μεσοπολέμου είναι σημαντική: οι δύο μονογραφίες της, που αφορούν τα αριστερά λογοτεχνικά περιοδικά του Μεσοπολέμου (1996) και την πρόσληψη του έργου του Καρυωτάκη (2000), είναι έργα υποδομής. Παράλληλα, μας έχει προσφέρει μια σειρά από φροντισμένες και πλούσια σχολιασμένες εκδόσεις των πεζογραφικών έργων του Πέτρου Πικρού, καθώς και του άγνωστου μυθιστορήματος Η ερωμένη της τής Ντόρας Ρωζέττη. Πολλά από τα μικρότερα μελετήματά της, εξάλλου, αφορούν ζητήματα της ίδιας περιόδου, με πιο πρόσφατο το τιτλοφορούμενο «Η δεκαετία του 1920. Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση» (Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας (συλλογικό), επιμέλεια Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Παν/μιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012), που απολαμβάνει μιας ασυνήθιστης, για φιλολογικό κείμενο, επισκεψιμότητας στο διαδίκτυο. Το υποψιασμένο αναγνωστικό κοινό των ημερών μας δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη λεγόμενη «γενιά του Καρυωτάκη» - και σε αυτό έχει συμβάλει, πέρα από τις συνθήκες που προ-
Mathias Schauwecker, Χωρίς τίτλο, μελάνι σε χαρτί, 1992
αναφέραμε, και η ίδια η Ντουνιά, με τη θερμή ερευνητική και κριτική αφοσίωσή της στα τεκταινόμενα της δεκαετίας του ‘20, οι λογοτέχνες της οποίας σαρώθηκαν από τη θριαμβευτική επέλαση του μοντερνισμού. Βασικό χαρακτηριστικό των ισχυρότερων ποιητών της δεκαετίας αυτής είναι, όπως υπογραμμίζεται στο Επίμετρο της έκδοσης της Πολυδούρη, η άρρηκτη σύνδεση της ζωής και της τέχνης. Όντας, οι περισσότεροι, εκτός κοινωνικής νόρμας -«καταραμένοι», όπως αρκετοί προσφιλείς τους ξένοι συμβολιστές-, επισκιάστηκαν, ως ποιητές, από τον μύθο τους: ο ομοφυλόφιλος, αυτόχειρας Λαπαθιώτης, ο τρελός Φιλύρας, ο ναρκομανής Παπανικολάου, η φυματική και θανάσιμα ερωτευμένη Πολυδούρη, και, φυσικά, ο πεισιθάνατος κλπ. Καρυωτάκης (ο οποίος, λίγες μόλις μέρες πριν, χαρακτηρίστηκε «συφιλιδικός» σε βιβλιοπαρουσίαση της έκδοσης της Πολυδούρη στο Βήμα). Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρουσα - και χαρακτηριστική της ανανεωμένης ματιάς με την οποία η Ντουνιά προτείνει να ξαναδούμε τους μεσοπολεμικούς ποιητέςη εξής τοποθέτησή της: «Το γεγονός ότι ο ‘μύθος’ της Πολυδούρη έχει αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα στους τρόπους με τους οποίους προσλαμβάνουμε το έργο της, δεν συνιστά εμπόδιο. αντίθετα, μας δίνει τους πόρους που μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε με ακρίβεια τα νήματα της ζωής και της λογοτεχνικής δημιουργίας που συνυφαίνονται στην ποίησή της». Δεν είναι τυχαίο ότι ο τόμος των Απάντων κλείνει με τα «Στοιχεία βιογραφίας», όπου ανακοινώνονται νέα ευρήματα για τη ζωή και την καλλιτεχνική διαδρομή της ποιήτριας. Μολονότι η πολύκροτη ερωτική σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη συντέλεσε στην παραμέληση του έργου της από την κριτική (όχι μόνο για λόγους αρνητικού βιογραφισμού αλλά και εξαιτίας της ακτινοβολίας του έργου του Καρυωτάκη, γράφει η Ντουνιά), ο έρωτας αυτός άρδευσε την ποίησή της ισχυροποιώντας τη δυναμική της. Το «πρό-
δηλο βιογραφικό αποτύπωμα» του έργου και των δύο δημιουργών προβάλλει ως «η ισχυρή συνιστώσα που χαρίζει επικοινωνιακή δύναμη στην ποίησή τους». Από κει και πέρα, στόχος πρέπει να είναι, όπως υπογραμμίζει η μελετήτρια, η αυτονόμηση της ποίησης της Πολυδούρη από εκείνη του Καρυωτάκη, η απαλλαγμένη από τα στερεότυπα περί γυναικείας γραφής εξέτασή της, η νηφάλια επανεκτίμησή της και, εντέλει, η απάντηση στο ερώτημα αν συνεχίζει σήμερα να μας μιλά. Η άποψη της ίδιας της Ντουνιά στο τελευταίο αυτό ζήτημα είναι απερίφραστα θετική, στους αντίποδες της θεώρησης της ποίησης αυτής ως γλυκερής και απλοϊκής από μεγάλο μέρος των κριτικών και των ιστορικών της λογοτεχνίας μας. Συνοψίζω τα κυριότερα επιχειρή-
ματα βάσει των οποίων η μελετήτρια, μέσα από την πολύχρονη ζύμωσή της με το έργο της Πολυδούρη, οδηγείται στην τολμηρή, για τα δεδομένα της κριτικής μας, εκτίμηση ότι πρόκειται για την «πιο συναρπαστική ποιήτρια του μεσοπολέμου και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα»: η βαθιά συναισθηματική ποίηση της Πολυδούρη αντιστέκεται στον μελοδραματισμό και στη μονοσήμαντη ανάγνωσή της χάρη στο στοχαστικό και αναστοχαστικό στοιχείο, την υπόγεια ειρωνική διάθεση αλλά και την τόλμη της ερωτικής έκφρασης, που δίνουν στους στίχους της βάθος και πολυσημία. η μετρική και μορφική ατημελησία πολλών ποιημάτων της δεν είναι δείγμα ατεχνίας αλλά έκφραση αντι-
Γλέντι
[άτιτλο]
Σ’ ένα γλέντι με κάλεσαν οι σύντροφοι. Δε θ’ αρνηθώ. Θα πάω να λησμονήσω! Θα φορέσω το κόκκινό μου φόρεμα και την ίδια ομορφιά μου θα φθονήσω.
Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα. Σας χαιρετίζω, πια δεν ορίζω τη φωνή μου. Ξεφεύγει παραλήρημα. Σας σμίγω μα η πνοή μου δε φτάνει, σπα. [...] Να τραγουδώ το θάνατο τη δυστυχία, να λησμονώ της χαράς την αγάπη, δε θέλω. Ας σβήσω σφιχταγκαλιάζοντας τη χορδή που μου μένει να μη σημαίνει γλυκά στο Θάνατο κι αυτός αργεί με ιδιοτροπία ερωμένου!
Το νεκρό πόχω μέσα μου περήφανα και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω. Θα ‘μαι σα χαρωπή, σα μυστικόπαθη θα ‘μαι μια αποσταλμένη από το Χάρο. Οι μελλοθάνατοι σύντροφοι στο γλέντι τους κι αν πίνουνε κρασί δε θα μεθούνε. Μια κατάρα θα στέκεται στο πλάι τους μα θα ‘μαι ωραία και δε θα υποψιασθούνε. Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε μήπως σε μια χλωμή χαράν ελπίζουν, μα τόσο αληθινό θα ‘ν’ το τραγούδι μου που σαστισμένοι θα σιωπήσουν. (Οι τρίλλιες που σβήνουν, 1928)
Σας χαιρετίζω, Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε. (Ηχώ στο χάος, 1929)
Η ΑΥΓΗ • 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
κομφορμισμού, ακόμη και τραγικότητας, όπως έχει υποστηρίξει ο Τέλλος Άγρας -και όπως μας υπενθυμίζει η Ντουνιά- μιλώντας για την «αγωνιώδη ασυμμετρία» ανάμεσα στην έκφραση και τη μορφή της ποίησής της. στο έργο της αφομοιώνονται σολωμικές και καρυωτακικές απηχήσεις, διδάγματα των Γάλλων decadents -ιδίως του Paul Verlaineκαι ήχοι της ρομαντικής ιέρειας Marceline Desbordes-Valmore, την οποία ωστόσο η Πολυδούρη υπερβαίνει προχωρώντας, μας λέει η Ντουνιά, «σε υπαρξιακές αναζητήσεις πιο βαθιές, σε πτυχές ανεξερεύνητες». η ποίηση της Πολυδούρη δεν περιορίζεται στο ερωτικό στοιχείο και διέπεται από ένα συνεκτικό όραμα για τον κόσμο. χάρη στη δυνατή της ατομικότητα, τέλος, η ποιήτρια «απογειώνει τους κοινούς τόπους της εποχής της και δίνει μια διαχρονικότητα εντυπωσιακή στον στίχο της». Ακόμη και αν κανείς δεν συμφωνεί με το σύνολο των εκτιμήσεων αυτών, δεν μπορεί παρά να κλείσει το βιβλίο με την πεποίθηση ότι η ποίηση της Πολυδούρη είναι σημαντική, αρδεύεται από μια ισχυρή λυρική φλέβα και διακρίνεται από λεπτή πνευματικότητα (η οποία είναι τόσο βαθιά συγχωνευμένη με το συγκινησιακό στοιχείο που μπορεί να διαφύγει της προσοχής του βιαστικού ή προκατειλημμένου αναγνώστη). «Ωχρή» για τον Κ. Θ. Δημαρά, ευαίσθητη αλλά «πρόχειρη και κοινότοπη» για τον Λίνο Πολίτη, συμπαθητική αλλά ανώριμη για τον Αλέξανδρο Αργυρίου, η ποίηση της Πολυδούρη επαινέθηκε, πάντως, από σημαντικούς κριτικούς όπως ο Ανδρέας Καραντώνης -για τον οποίο η Πολυδούρη είναι «η πιο σημαντική ελληνίδα ποιήτρια» (1961)- και ο Βύρων Λεοντάρης, που θεωρεί ότι «από την ποιητική αίσθησή της η επίσημη ‘νέα’ και σεφερική ποίηση δεν απέχει και πολύ» (1991). Το αναγνωστικό κοινό έχει για πρώτη φορά στη διάθεσή του σχεδόν το σύνολο της ποίησης της Πολυδούρη. εκδομένα, ανέκδοτα, ημιτελή και αθησαύριστα ποιήματα, καθώς και οι λίγες μεταφραστικές απόπειρες της ποιήτριας, συνοδεύονται από ενδελεχή φιλολογικό σχολιασμό. Το βιβλίο ορθώς δεν φέρει τον τίτλο «Ποιητικά άπαντα», καθώς το έργο της πρόωρα χαμένης Πολυδούρη είναι διασκορπισμένο σε πολλά αρχεία και δεν αποκλείεται, παρά την ερευνητική εμπειρία της Ντουνιά και τις κοπιώδεις αναζητήσεις της, κάποια ποιήματα να λανθάνουν. Οι ογδόντα πυκνογραμμένες σελίδες που επιτάσσονται των ποιημάτων φωτίζουν ενδιαφέρουσες πλευρές του βίου και της εποχής της Πολυδούρη, ανατρέχουν στην πρόσληψή της από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας και τους κριτικούς, σκιαγραφούν τα κυριότερα γνωρίσματα και τις επιδράσεις της ποίησής της από Έλληνες και ξένους ομοτέχνους της. Με την ευθυβολία της γραφής, την καθαρότητα της σκέψης και την επικέντρωσή της στο ουσιώδες, η Ντουνιά καθιστά για μία ακόμη φορά τη φιλολογία ευχάριστο ανάγνωσμα, ικανό να μας οδηγήσει κατευθείαν στην ποίηση. Από την άποψη αυτή, θα συνιστούσα στον αναγνώστη να διαβάσει τον τόμο των Ποιημάτων από το τέλος προς την αρχή.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
5
39
Μήδεια Να λοιπόν που το τραγικό υλικό με όλο το μεταφυσικό του βάρος γίνεται ένα μεταφυσικό θεατρικό κόμικ στα χέρια του συγγραφέα Ανδρέα Φλουράκη. Επειδή «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο» η Μήδεια θα φύγει με τον Ιάσονα στο θεατρικό έργο Μήδειας Πατούσες, ακόμα κι αν ξέρει ότι θα προδοθεί και θα πεθάνει και θα δολοφονήσει τα παιδιά της. Γιατί αυτή η οπτική γωνία για τον εντελώς παμπάλαιο μύθο, όταν όλοι ξέρουμε -θεατές και ηθοποιοί- την αποτρόπαια κατάληξη; Ο Φλουράκης έχει δημιουργήσει τον ξεκαρδιΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΠΑΝΟΥ
στικό χαρακτήρα της απελπισμένης νοικοκυράς αλλά εξαιρετικής μέντιουμ. To μέντιουμ έχει προειδοποιήσει τους πάντες για το μέλλον τους, τη Μήδεια πρώτη απ’ όλους. Αλλά και τον Ιάσονα και τον αδελφό τής Μήδειας. Κι όλοι θα κάνουν το επικίνδυνο διάβημα. Κάθε βήμα, κάθε ίχνος της πατούσας τους στη γη θα τους φέρει πιο κοντά στο πεπρωμένο. Αυτό είναι το θέμα του έργου; Όχι, δεν είναι το πεπρωμένο, αλλά η περιπέτεια της ζωής, το προδιαγεγραμμένο τέλος που ο καθένας το διεκδικεί με τον δικό του βηματισμό, με την κατάδική του ηδονή στις πατούσες. Αυτό το μεταφορικό και κυριολεκτικό «γαργάλημα» στις πατούσες για το επόμενο βήμα, μέσα στο αναπόφευκτο σκηνικό του θανάτου, αποτελεί πιστεύω μια ερεθιστική δημιουργική εμμονή για τον Ανδρέα Φλουράκη. Όπως και στην Κάσσυ (τη σημαδεμένη προφήτισσα) και εδώ διερευνά τη διαδρομή για την επανακατάφαση της ζωής. Έτσι άλλη μια «καταραμένη» γυναίκα, η Μήδεια θα επωμιστεί την ευθύνη του δικού της δρόμου, ακόμα κι αν όλα στοιχηματίζουν εναντίον της. Καμιά γνώση του τέλους δεν μπορεί να αποτρέψει την ηδονή να το ανακαλύψει κα-
Θανάσης Μακρής, Λήδα, λάδι σε καμβά, 2012
νείς μόνος τους το δρόμο του. Γιατί όλα είναι θέμα ατομικού βήματος. Βέβαια στο έργο Μήδεια Πατούσες, έχουμε τη δυσλειτουργική οικογένεια του βασιλιά της Κολχίδας, την αγάπη μιας δούλας για την πριγκίπισσά της, την αγάπη του αδελφού της Μήδειας για το κατοικίδιό του δράκο, και την πιθανή αγάπη της Μήδειας και του Ιάσονα, αφού η Μήδεια θέλει να φύγει απ’ το σπίτι της. Μια σύγχρονη δυστοπική Κολχίδα... αλλά κανείς δεν μπορεί να μείνει ακίνητος. Τον τρώνε τα πόδια του να προχωρήσει. Εντυπωσιακό το γεγονός ότι μια νέα σκηνοθέτις, η Βαρβάρα Νταλιάνη (και η ομάδα Liſt inc.) καταπιάνεται με ένα απαιτητικό έργο στην πρώτη της σκηνοθεσία. Κατάλαβε σε τι είδος ανήκει το έργο και το αντιμετώπισε σαν ένα σοβαρό κόμικ. Η διανομή με την Κύνθια Βουκουβαλίδου στο ρόλο της Μή-
δειας ενέτεινε το διάβημα της ειρωνείας και του χιούμορ στην ανάγνωση του έργου. H υστερική νοικοκυρά της καλής Μαρίας Θρασυβουλίδου αποτυπώνει την αγωνία της γυναίκας, ταλαντούχας στα δύσκολα κι αχρείαστα, αλλά ατάλαντης στο απαραίτητο μαγείρεμα. Ο κατοικίδιος δράκος είναι το αξεσουάρ όλων των προσώπων και βέβαια η ατμόσφαιρα είναι σεξουαλική πέρα για πέρα σε όλες τις σκηνές, σε αυτή την ανατρεπτική και ξεκαρδιστική από-ανάγνωση του οικείου μύθου. Θέατρο «Βαφείο» - Λάκης Καραλής (Αγ. Όρους 16 & Κων/πόλεως 115, Βοτανικός - στάση μετρό Κεραμεικός), Τετάρτη 21.15 & Πέμπτη 19.00
Η Κυριακή Σπανού είναι δρ σκηνοθεσίας και σκηνοθέτις
Τα μυαλά κότσο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΔΑΡΗΣ, Μίμηση Γυναίκας, Εκδόσεις Ηριδανός, 2013 Το πρώτο βιβλίο ποίησης του Βασίλη Κάρδαρη μοιάζει με μελέτη της επιθυμίας, της σαγήνης, της θηλυκότητας και του σεξ. Αν υπήρχαν δύο προμετωπίδες που συνοδεύουν το ποιητικό του εγχείρημα θα ήταν οι εξής: «Το σεξ βρίσκεται παντού εκτός από τη σεξουαλικότητα» (R. Barthes), «Το εάν η θηλυκότητα είναι αυθεντική ή επιφανειακή είναι κατά βάση ένα και το αυτό» (Joan Riviere). Τέτοιες παραδοξότητες διατρέχουν τα 121 ποιήματα της συλλογής με τον τίτλο κάθε ενός εξ’ αυτών να φέρει ένα γυναικείο όνομα. Mε γλώσσα χειμαρρώδη, άμεση, γεμάτη ρήματα έμπλεα συνδηλώσεων και συμπαραδηλώσεων του σεξουαλικού παιχνιδιού, οι προσωπογραφίες της Μίμησης Γυναίκας στοιχίζονται πίσω από την διαπίστωση του
Μπωτριγιάρ πως «όλοι οι λόγοι μοιάζουν με αιώνιο σχολιασμό του σεξ και της επιθυμίας», απότοκοι καθώς είναι της σύγχρονης διάρρηξης του δεσμού της σαγήνης με την λεπτεπίλεπτη θηλυκότητα. Οι στίχοι του Κάρδαρη πιάνουν το νήμα από αυτό το σημείο, έμπλεοι χυμών τέτοιων λόγων, παροχετεύοντας την ενέργειά τους στην πρόστυχη και άμεση, δίχως συναίσθημα επίκληση και στόχευση της λίμπιντο κάθε υποψήφιου συντρόφου. Το σύνθημα που αντηχεί στην Μίμηση Γυναίκας είναι το «απόλαυσε περισσότερο», σύμφωνα με την πολιτισμικής υφής παρατήρηση του Ζίζεκ, εγκιβωτισμένο στις ιδιότητες «γυναικείων» προϊόντων και στο φετιχοποιημένο καθρέφτισμά τους μέσα στην ανδρική φαντασίωση. Οι αδιάκοπες παραλλαγές του ενός και του αυτού ποιήματος, οι αδιάκοπες προσωποποιήσεις της θηλυκότητας δεν είναι παρά οι αναπόδραστοι ρόλοι
που υποδύεται η γυναίκα· μια μίμηση, female mimesis, όπως την αποκαλούν οι Κρίστεβα και Σιξού, του ειδώλου της γυναίκας της κάθε εποχής, με το οποίο αυτόϊκανοποιείται ο άντρας, καθώς του απευθύνονται και απευθύνει λόγια εγκλωβισμένα στη φαλλοκρατική, κυρίαρχη εκφορά που συντηρεί η αγορά. Εξ’ ού και ο λόγος των ποιημάτων κινείται στην επιφάνεια των εικόνων και των χειρονομιών προκειμένου να ενδυθεί με την σειρά του τα γραμματοσυντακτικά υλικά της γλώσσας που κατασκευάζει, την γυναίκα-σεξιστικό παιχνίδι την γυναίκα των glossy περιοδικών, την femme fatale της μετα-φεμινιστικής εποχής: Φορώ το πάνω μόνο / απ’ το ταγιέρ, ανοικτό / πασχαλί και οι γροθιές μου άσπρα / δυο ψωμάκια, ελαφρά πιάνοντας τα μπράτσα, / τα μυαλά μου κότσο, κόκκινα τα νύχια // και τα χείλη απαλάμιστα, στρέφω το πρόσωπο ελαφρώς αριστερά / και σε κοιτάζω, αγλαϊσμένη. ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ
Η ΑΥΓΗ • 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
40
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Οι πρωτογενείς λειτουργίες της μνήμης Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν γονείς να αρνούνται να εξηγήσουν στα παιδιά τους διάφορες δύσκολες περιόδους της ιστορίας μας, και το αποδίδω στην επιθυμία τους να διαγράψουν ένα άχαρο παρελθόν ή να προστατέψουν τα παιδιά τους από πιθανούς κινδύνους. Συνειδητοποιώ όμως ότι σ’ εκείνη την άρνηση θα πρέπει να προσθέσουμε και τη δική μας εφηβική ενοχή, σαν να μη θέλουμε να γνωρίσουμε την πραγματικότητα σε όρους ενηλίκων, άρα και μια άρνηση να μεγαλώσουμε. Το βάρος των ερωτήσεων που η μνήμη (ιστορική ή προσωπική) φέρνει στο φως, συχνά πυκνά μας αφήνει άναυδους. Σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο να μεταφέρουμε σε όποιον είναι δεκαοκτώ χρονών μια κάποια
ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
μη συμβατική αλήθεια για ό,τι έγινε πριν από μερικά χρόνια ή μερικές δεκαετίες, και απ’ αυτή μας την ανικανότητα, που επαναλαμβάνουμε και που γι’ αυτήν εκφράζουμε δυσαρέσκεια, είμαστε κι εμείς πληγωμένοι. Όπως άπειρες φορές το κωμικό θέατρο μας δίδαξε, θα καταλήξουμε με το να πιστέψουμε ότι τα γεγονότα διαδραματίστηκαν διαφορετικά από την πραγματικότητα. Και ότι τα πιστεύω μας ήταν διαφορετικά από εκείνα, σωστά ή λαθεμένα, που υπήρξαν στ’ αλήθεια. Είναι γνωστό ότι μετά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, ο Προυστ με το έργο του πρότεινε στους αναγνώστες του μια πρακτική λύση ανάνηψης, γνώσης και απελευθέρωσης, βασισμένη στην επανάκτηση συγκεκριμένων εμπειριών. «Οι αλήθειες που ανακαλύπτει κάθε μέρα στον κόσμο η ευφυϊα μας, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από εκείνο που μας έχει προσφέρει η ζωή, που είναι υλικό γιατί εμποτιστήκαμε μ’ αυτό μέσα από τις αισθήσεις μας, αλλά δεν μπορούμε να το απελευθερώσουμε και να το αναπτύξουμε». Τίποτε το καινούριο σ’ αυτή την πρόταση. Ο μόνος νεοτερισμός του Προυστ βρί-
σκεται στη διαπίστωση ότι η λυτρωτική επανάκτηση ήταν δυνατή μόνο μετατρέποντας την εμπειρία που ανακαλεί η μνήμη σε κάτι πνευματικά αντίστοιχο που όριζε ως «έργο τέχνης». Και βέβαια αυτή η, εκ πρώτης όψεως, περίεργη απαίτηση να μετατρέψει όλους τους ανθρώπους σε καλλιτέχνες, μπορεί να βοηθήσει στο να ξεκαθαρίσουμε ορισμένες πλευρές της σύγχρονής μας πραγματικότητας. Ο Προυστ κάνει μια διάκριση ανάμεσα σε μία μνήμη εκούσια, που βλέπει διατυπωμένη ως λόγο (και που, απλοποιώντας, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ανάμνηση») και μία ακούσια που, αντίθετα, μας μεταδίδει ένα σύνολο εμπειριών, που συγκεντρώνονται σε ένα σημείο του χρόνου που αποτελεί παρελθόν και μας επιστρέφει ως παρόν. Το πρόβλημα είναι να αποσυνθέσουμε το σύνολο των εμπειριών που μας παρουσιάζει η ακούσια μνήμη μας, στην προσπάθειά της να αναδημιουργήσει ένα μεταφορικό αντίστοιχο, γεγονός που θα μας επιτρέψει να το επανακτήσουμε κι αυτή η επανάκτηση είναι η μόνη μας δυνατή ανθρώπινη ολοκλήρωση. Μία από τις πιο λεπτές στιγμές της ιστορίας μας, όπως και της μεμονωμένης μας ζωής, είναι εκείνη της μεταβίβασης, δηλ. η μετακίνηση, η παράδοση, η μεταμόσχευση. Η μεταβίβαση είναι η πράξη -ηθική, θεσμική, πρακτική- με την οποία τα άτομα με τα έργα τους, σωστά ή λαθεμένα, ορατά ή αόρατα, περνούν από τη μνήμη στην ιστορική κρίση και ταυτόχρονα μεταβιβάζονται στην αντικειμενικότητα των άλλων, στη λήθη που συντηρεί κάθε κριτική, πέρα από κάθε όνομα, πέρα από κάθε απελπισία ή ψευδαίσθηση. Δεν είναι μικρό πράγμα να ξέρουμε ότι όσο έχουμε την υπομονή, πρέπει να έχουμε μαζί μας τις φωτογραφίες τους ή τις αναμνήσεις τους, τα φαντάσματά τους στα όνειρά μας, μέχρις ότου η κούραση και η απροσεξία, η βιασύνη και η αμέλεια μας προειδοποιήσουν ότι δεν μπορούμε να μεταφέρουμε μόνοι μας, ούτε και ομαδικά, ένα όνομα ή μια ανάμνηση. Είναι μια σημαντική στιγμή. Οι άνθρωποι που υπήρξαν, επιστρέφουν και γίνονται είδος,
και τα έργα τους και η ζωή τους, κοινωνία. Ξέρουμε καλά με ποιο τρόπο να ξεχάσουμε και να κάνουμε τους άλλους να ξεχάσουν. Ο έλεγχος της λήθης, όπως λέει και ο ιστορικός Ζακ Λε Γκοφ, είναι ένα από τα πιο αδίστακτα εργαλεία της εξουσίας. Η μνήμη λοιπόν -αυτός ο γοητευτικός θεσμός που διαφέρει από ηλικία σε ηλικία και από καθεστώς σε καθεστώς- δεν λειτουργεί ποτέ από μόνη της, έχει ανάγκη από έναν άλλο αδελφό θεσμό, τη λογοτεχνία. Είναι -εκείνη της λογοτεχνίας- μια δύναμη ιδιαίτερη, διακριτική, επιφανειακά άοπλη, γιατί δεν έχει άμεσες συνέπειες στο επίπεδο της πραγματικότητας και των ηχηρών αποτελεσμάτων. Είναι η δύναμη που απορρέει από χίλιους τρόπους με τους οποίους στιγματίζει τον χρόνο: κοντραπούντο που, πότε πλευρίζει τις πτυχές της ύπαρξης, ακουμπά τις πληγές της ανθρώπινης ιστορίας, μεγαλοποιώντας και μετριάζοντάς τες ταυτόχρονα, πότε απομακρύνεται απ’ αυτές, εκτοξεύει το απελπισμένο της ουρλιαχτό, και στοχεύει σε κάτι το τελείως διαφορετικό, πότε -αντίθετα- ξεκινά την περιπέτεια ενός τολμηρού ταξιδιού που οδηγεί τον λόγο πέρα από τα κύματα της αβεβαιότητας και του πόνου, στην αναζήτηση ασυνήθιστων λιμανιών που παρ’ όλα αυτά- βρίσκονται μέσα βαθιά στην πλοκή της ζωής, δεν είναι ένας απλός σχολιασμός της, αλλά η ίδια η δυναμική της ύπαρξής της: στην αποσύνθεση αντιτάσσει έναν ισχυρό πυρήνα αντίστασης, εκείνον που σε κάθε στιγμή διασώζει κάτι από τον άνθρωπο και τον κόσμο, ακόμη κι όταν βρίσκονται βυθισμένοι στην ιστορική τους υποβάθμιση. Εδώ βρίσκεται, πιστεύω, η ανάσα της λογοτεχνίας, αυτή η ικανότητά της να μιλά για και προς τον καιρό της -ερευνώντας, καταμαρτυρώντας- αλλά και να πηγαίνει παραπέρα, κάνοντας ανοίγματα στη διάρκεια, προκαλώντας το μέλλον, ευέλικτη σε κάθε είδος ερωτήσεων, ταυτόχρονα όμως σταθερή στην ταυτότητά της.
Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
Θανάσης Μακρής, Μαρία, λάδι σε καμβά, 1982
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ...γλυκύ και πασχάλιο; Αυτός σκέφτεται τις ημέρες του παρόντος. Διαβάζει τον Απόστολο στην εκκλησία αλλά το μυαλό του φεύγει μακριά, σε μια άλλη άνοιξη μια άνοιξη του πολέμου. Βλέπει με φρίκη τα εκλογικά αποτελέσματα στην Γαλλία. Βλέπει τους φαιούς να γίνονται εικόνες από βίαιο παρελθόν, να γίνονται κάποιες στάλες αίμα και εφιάλτες. Σκύβει πάλι στα ιερά κείμενα και θυμάται τα λόγια του Συμεών του νέου θεολόγου: «ελθέ ο μόνος προς μόνον ότι μόνος ειμί καθάπερ οράς». Αυτή η φράση συνοδεύει κάθε μέρα του εδώ και καιρό. Το μυαλό του γυρνά στη μάχη του ποταμού Σομ, στην μάχη του Βερντέν, θυμάται τα χιλιάδες κενοτάφια, με ονόματα και ζωές χαμένες στην λήθη. Θυμάται τις μάχες του άλλου μεγάλου πολέμου. Μια φωνή κάπου πέρα στην εξοχή σιγοψιθυρίζει ένα παλιό αντάρτικο τραγούδι. Νιώθει τόσο μόνος όσο και ο Συμεών, όσο και ο Θεός, γιατί τον Θεό καλεί ο Συμεών και ο Θεός καλεί τον Συμεών. Αυτό είχε μάθει, αυτό κάποτε ήθελε να πιστεύει. Αλλά τώρα οι εργάτες, οι άνεργοι, οι μισθωτοί, γίνονται σκόνη και θρύψαλα, γίνονται σκισμένες υπάρξεις. Θα προλάβει το αντάρτικο να νοηματοδοτήσει αυ-
Το έαρ...
τές τις σκισμένες υπάρξεις, θα προλάβει ο Θεός να βρει τον Συμεών και αντίστροφα; Αυτό το έαρ είναι παράξενο. Ένας αγώνας δρόμου για να επαναθεμελιωθούν οι μοναχικές υπάρξεις σε κοινωνία. Αυτή η εποχή θα ‘ναι κρίσιμη σκέφτεται, κρίσιμη για τις ερωτήσεις που θέτει και τις απαντήσεις που ζητά. Τι έχουμε; Ένα παλιό αντάρτικο τραγούδι, αυτό είναι το όπλο μας τούτη την εποχή. Τι έχουμε; Μια νότα από τον δρόμο και το δάκρυ του μοναχικού ανθρώπου, που ψάχνει είτε τον Θεό, είτε την δική του ύπαρξη, τον νόστο, αναζητά τον γενέθλιο τόπο, ψάχνει μια σταθερά γιατί κουράστηκε από τα δελτία θυέλλης. Μέσα στο φαιό της ιστορίας και της πραγματικότητας, αυτός που γενναία θα ψάξει, θα βρει αυτά που θα τον αναπαύσουν. Κοιτά το πρόσωπο του σταυρωμένου Χριστού, βλέπει τις ρωγμές του πό-
νου. Δεν ξέρει αν είναι Θεός ή άνθρωπος, Αλλά αυτό που βλέπει είναι η μοναξιά και όχι η μοναχικότητα. Είναι η εξορία και όχι το βασίλειο. Είναι ο αμνός που πορεύεται τούτη την Αγία και Μεγάλη Σαρακοστή, όπως την λένε οι χριστιανοί, ερήμην πια της βίας του καιρού. Είναι αυτός ο άκρος πόνος που συναντά το παλιό αντάρτικο τραγούδι. Μια χαραμάδα ελπίδας νοιώθει ότι ανοίγει εντός του. Μια χαραμάδα τέτοια, που ίσως φωτίσει λίγο περισσότερο τους φαιούς δρόμους και τους τρομάξει. Δεν έχει πια άλλο τι να διαβάσει. Διαβάζει τα ίδια και τα ίδια τούτη την άνοιξη. Γι’ αυτό αφήνεται να ακούσει το αντάρτικο τραγούδι. Παίρνει ανεπαίσθητα κουράγιο, παίρνει εντός του τον Συμεών, τον σταυρωμένο Χριστό, τους νεκρούς φαντάρους των μεγάλων μαχών, παίρνει μαζί του την Διεθνή, παίρνει μαζί του τούτο το παράξενο έαρ, και αίφνης νιώθει ότι θα προλάβει, θα προλάβουν, θα προλάβουμε, γιατί το έρμα μας είναι πολύ δυνατό, είναι οι συντετριμμένες ζωές, είναι οι ζωηφόρες μνήμες μας. Ελθέ, και δεν θα είμαστε μόνοι ξανά ετούτο το έαρ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Η ΑΥΓΗ • 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
41
7
Ποίηση στη δίνη της κοινωνίας και του χρόνου Κρίνεται δύσπιστα μια θεώρηση της ποιητικής τέχνης μέσω της τρέχουσας χρονικής ακολουθίας. Ο «Μολώχ της ιστορικής νομοτέλειας» απαιτεί να εκλαμβάνεται η Ποίηση βάσει μιας κανονικότητας που παραλληλίζει την κοινωνική εξέλιξη, την πολιτική και την οικονομική αντίληψη, με τις ιδέες περί ανθρωπισμού, πνευματικής δημιουργίας, ηθικής τάξης. Με βάση αυτό το μοντέλο όμως, δεν θα ήταν δυνατόν η Ποίηση να επιβιώσει ως καλλιτεχνική πρόταση, αντίδοτο ή δράση άμυνας της ύπαρξης απέναντι
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
. στο γίγνεσθαι του κόσμου διότι σε μια τέτοια περίπτωση, η Ποίηση θα εξελισσόταν σε ένα διαρκές λεκτικό μόρφωμα, έρμαιο της αιτούμενης φρασεολογίας ανά περιόδους κάτι ανάλογο με τη σύγχρονη «διακίνηση» στίχων-σκέψεων-απόψεων σε διαφημιστικά μηνύματα ή ανάμεσα στις σελίδες των κοινωνικών δικτύων στο Διαδίκτυο. Αποτελεί αυθαιρεσία η απόδοση μεριδίου ευθύνης στην Ποίηση για ό,τι αφορά τη δίνη των γεγονότων μέσα στην οποία μετακυλίεται η ανθρωπότητα. Ο Ομηρος έγραψε στο μεταίχμιο εξελίξεων, όπως και ο Δάντης, ο Ρεμπό, η Τσβετάγεβα, ο Τσέλαν… Κανένας ποιητής δεν επέδρασε ωφέλιμα ως προς την ανθρώπινη καταρράκωση (και δεν την ανακούφισε), ούτ’ αποκόμισε οφέλη πρόσκαιρα από την ικανότητά του ν’ αφηγείται απέριττα την αλήθεια. Η τραγωδία της ύπαρξης κυλάει στον ποταμό της αυτοσυνείδησης, εκεί όπου ακριβώς εδράζεται ο ρόλος της Ποίησης, όπως ίσως θα μπορούσε να ειπωθεί παραφραστικά από τον Τ. Σ. Ελιοτ1. Το καταφέρνουν μόνον οι μύστες της Ποίησης - εκείνοι που ενίοτε δοξάζονται ή άλλοτε πληρώνουν το τίμημα της επερχόμενης κατάστασης με την ίδια τους τη φυσική εξόντωση. Αντιθέτως, αποτυχαίνουν όταν το ιστορικό γεγονός δεν τους γίνεται κατανοητό ή δεν τους επιτρέπεται η πρόσβαση σ’ αυτό, όπως ανά περίπτωση στον Πάουντ και την Αχμάτοβα. Απαιτείται λοιπόν ελευθερία για το άτομο και το σύνολο, για τον πομπό και τον δέκτη του ποιητικού λόγου, ώστε να μην λανθάνει η βούληση για τη συνέχιση ύπαρξης της Ποίησης. Το μεταπολεμικό δόγμα της παγκοσμιοποίησης που επιβλήθηκε άμεσα στον δυτικό κόσμο, αποδεικνύεται τώρα, εκ του αποτελέσματος, όχι αφελής ή εύσχημος κοσμοπολιτισμός είτε μια ιδεατή «εμπλουτισμένη διαφυγή προς τα εμπρός», αλλά ένα σχήμα διαχείρισης και συνδιαμόρφωσης συνιστωσών σε κάθε πεδίο, όπως και σε αυτό των τεχνών. Εντός αυτού του πλαισίου, διευρυμένου, πολυδαίδαλου και ταυτόχρονα οριακού και οριοθετημένου, η Ποίηση όφειλε να αναδιαμορφώσει τα εργαλεία, τους τρόπους για όλα όσα υπερασπίζεται αενάως. Εξ ου και προσανατολίστηκε προς τις εξής δύο κατευθύνσεις: α. την παρακολούθηση της «μεταμοντέρνας» επιδίωξης για κυριαρχία με συνακόλουθη την εφαρμογή ταξινομήσεων και συσχετισμών, γεγονός που επέφερε στην κατατεθειμένη ποιητική παραγωγή αλλαγές και
Florian Merkel, Rat Holen bei den Moiren, ακρυλικό σε καμβά, 2009
καινοτομίες, όσο ανάλογα οδήγησε σε αδιέξοδα εκφραστικά σχήματα, β. τη δολιχοδρόμηση ανάμεσα στο δίπολο που συναπαρτίζουν η συγχρονία και η διαχρονία, δηλαδή το προαιώνιο δίλημμα πρακτικής απέναντι στον αναγνώστη, ώστε να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο αλώβητη. Πάντως, και στις δύο αυτές κατευθύνσεις, το άγνωστο διαπερνά το γνώριμο και το γνώριμο επιφυλάσσει το άγνωστο. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι με αυτούς τους τρόπους σπινθηρίζεται η πρόοδος της ποιητικής τέχνης, προσπερνώντας τα ειωθότα της κάθε εποχής, αναζητώντας νέες παρεμβάσεις, δηλώνοντας «παρών» σε όλα τα διακυβεύματα. Από μιαν άλλη άποψη, η πρόοδος ανακόπτεται εξαιτίας των αυτοπεριορισμών της και ο ποιητής αμύνεται απέναντι στην επέλαση της παγκοσμιοποίησης (δηλαδή μίας ακόμη έκφανσης της νεωτερικότητας με αμφισβητήσιμες εξελίξεις). Με μιαν τέτοια παραδοχή, αδυνατεί ν’ αντιπαρατεθεί με το ολοένα αυξανόμενο γόητρο του μεταμοντέρνου και δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει στα αιτήματα της τρέχουσας κουλτούρας. Αμεση συνέπεια είναι η αποκοπή του ποιητή από τη «φυσική ροή» του πολιτισμικώς πράττειν, όπου είναι οργανικά δεμένη η παράδοση με την επίτευξη του «νέου», της καινοτομίας, που ακολούθως μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές ως επόμενη παράδοση, και ούτω καθ’ εξής. Η αφομοίωση των βασικών όρων γύρω από την έννοια της ελευθερίας αποτελεί πρόταγμα κάθε συζήτησης για τη λειτουργία και την επίδραση της Ποίησης στις κοινωνίες2. Η ελευθερία περιέχει, επιπλέον, σταθερές κλίμακες αξιών. Η ελευθερία προαπαιτεί την ιστορική γνώση (με άλλα λόγια την ωφέλιμη ανάγνωση του παρελθόντος για συνολική ερμηνεία του παρόντος) και δίνει ώθηση στα κίνητρα και τους σκοπούς της ανθρωπότητας
για το μέλλον. Η ελευθερία επιτρέπει τη διάκριση σε γενικό σύνολο, αρχηγέτη, συλλογικότητες και μικροκλίμακα του ατόμου, ώστε να υφίσταται η ισορροπία προς όλες τις αντικρουόμενες πλευρές - τότε μετέρχεται της ουτοπικής διάστασης στην ανθρώπινη φύση.3 Καταληκτικά, η Ποίηση διακρίνει την πραγματική εξέλιξη του κόσμου διαμέσου αυτού του πρίσματος. Και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι πράγματι ο ποιητής καταφέρνει να επινοήσει κανονικότητες που θα απαλύνουν τη ζωή. Ούτε διεκδικεί τον ρόλο της πολιτικής, κατά τον οποίο η κοινωνία παρηγορείται, καθοδηγείται ή ανανεώνεται αναλόγως της κοσμοαντίληψης που έχουν διαμορφώσει τα μέλη της. Η Ποίηση δεν έχει όρια, δεν τη συγκρατούν τα όποια σύνορα, δεν την χαλιναγωγεί η ματαιοδοξία των προσώπων και οι μηχανισμοί γρήγορης προβολής ή και αβαθούς επιβολής. Πέραν του χρονικού περιορισμού, πέραν της κοινωνικής πρακτικής, αποτελεί ένα αυθεντικό βίωμα και δεν καταλήγει σε απλή σύμβαση της λογοτεχνικής πρακτικής. Η τέχνη του ποιητικού λόγου διαθέτει ακόμη «το άρωμα» της αισθητικής θεωρίας του υ-
. παρξισμού επομένως η δημιουργία είναι ικανότητα και σύλληψη και ερμηνεία και νεύμα και αποκάλυψη και παρμενίδειο λέγειν τε και νοείν. Στο εξής, στην πορεία του συλλογισμού αυτού, η Ποίηση χρειάζεται την ηθική ως ερμηνευτικό πρίσμα της: εάν κι εφόσον ο πρωταρχικός κόσμος μοιράζεται μεταξύ ουρανού και γης, ο Λόγος υφίσταται για ν’ απελευθερώνει, να δίνει υπόσταση στο Είναι, να ανατροφοδοτείται εξ αυτού. Εδώ εννοείται βεβαίως η ποιητική δημιουργία ως έναρξη ή και «προζύμι» για την ελευθερία του πνεύματος.4 Με την ηθική του ποιητή-δημιουργού είναι δυνατόν να διατυπωθεί το σημαίνον και το καίριο της ανθρωπότητας. Διότι το έργο του, το ποίημα, είναι ένας πειρασμός: δημιουργείται εκ του μηδενός, διαπερνά την ύλη, ενώ ταυτόχρονα πλάθει την ιδέα και προτείνει τον σκοπό της πράξης. Ετσι εκπληρώνεται η στιγμή5 και η λειτουργία της Ποίησης. Η ποιητική πράξη λαμβάνει χώρα μέσα στη φαντασία και μετουσιώνεται σε νόημα διά του ήχου και της εικόνας. Είναι εφήμερο συμβάν ως ψυχική εμπειρία, επανέρχεται σταθερά σε κάθε επαφή με το ποίημα. Ο «χώρος» που καταλαμβάνει το ποίημα έχει δομηθεί από «υλικά» του πραγματικού και του μη πραγματικού. Αυτός ο «χώρος» περιέχει την ανάμνηση και την εμπειρία του όντος, τη συνείδηση και την αρμονία αυτού, όσο επίσης την ηδύτητα της ύλης. Είναι ζωτικός για τον δημιουργό, επιθυμητός, βιωμένος και αρχέγονος. Δεν έχει γεωμετρική λογική??? διαστελλόμενος και συστελλόμενος, απέραντος κι ελάχιστος. «Ο κόσμος είναι η φαντασία μου» σημειώνει ο Σοπενχάουερ, επιβεβαιώνοντας τη φιλοσοφική θέση που προτείνει την κατανόηση του σύμπαντος μέσα από την ικανότητα του δημιουργού να το μικρογραφεί.6 Τότε, σ’ αυτή την περίπτωση, η ποιητική δημιουργία εκδιπλώνεται πιο ελεύθερα, εμπλουτίζει τον ωφέλιμο ρόλο της δίνοντας προοπτικές στο μικρό και το μεγάλο, που συνίσταται κυρίως «στην ιδιότητα του συσχετισμού αντικρουόμενων ή ανόμοιων πραγματικοτήτων».7 Σ’ ετούτο το διανοητικό στροβίλισμα η φωνή της τέχνης αυτής γίνεται πιο ευδιάκριτη και εξακτινίζεται στον ορίζοντα του πνεύματος. Η Ποίηση δεν χωράει πουθενά. [Οι βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο blog των «Αναγνώσεων»]
Ο Βασίλης Ρούβαλης είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού Poema
Εκδήλωση για τον Γιάννη Δάλλα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Ποιήματα 1998 - 2013 (εκδόσεις Νεφέλη) Ομιλητές: Βασίλης Αλεξίου, επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ Κώστας Βούλγαρης, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Μπλάνας, ποιητής Παρασκευή, 4 Απριλίου, στις 19.00 στο Polis Art Café Πεσμαζόγλου 5, Αίθριο Στοάς Βιβλίου
42
Η ΑΥΓΗ 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Το σώμα σε ταραχή και το κινηματογραφικό σύμπτωμα Το Nymphomaniac διαμέσου του Shame Κάθε εποχή κινηματογραφικής πρωτοπορίας, από την εποχή των φοιτητικών κινημάτων και της λεγόμενης σεξουαλικής επανάστασης, διατύπωσε τη δική της επιθυμία για τον ερωτισμό και το σώμα, μαζί και τον δικό της μύθο ερωτικού παροξυσμού και υπέρβασης των ορίων. Η συζήτηση άνοιξε σε αβρούς τόνους λίγο πριν τον Μάη του ‘68, με ταινίες όπως Η ωραία της ημέρας (1967) του Luis Buñuel. Είχαν ωστόσο προηγηθεί οι κινηματογραφικές χειρονομίες του JeanLuc Godard, οι οποίες απηχούσαν την καταστασιακή ελευ-
ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗ
θεριότητα του Παρισιού εκείνης της περιόδου, όπως και το αντίστοιχο ιταλικό παράδειγμα το οποίο -προσδιορισμένο σε μια λιγότερο επισφαλή, σχεδόν κομφορμιστική, περιοχή της έκλυτης ζωής- είχε εκθέσει με μηδενιστική φινέτσα ο Federico Fellini. Μέσα στα επόμενα χρόνια ακολούθησε το Μεγάλο Φαγαπότι (1973) του Marco Ferreri, θέτοντας παρεμφερή ζητήματα με πιο οξύ ύφος, δίχως παρόλα αυτά να κατορθώσει να ξεπεράσει τους περιορισμούς ενός αυτάρεσκου αντι-ηρωισμού. Μετά από αρκετές βολιδοσκοπήσεις και δοκιμές, ο κινηματογράφος συντονίστηκε εν τέλει, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, με το κοινωνικό αίτημα για μια εκ βαθέων ανατομή της ερωτικής επιθυμίας και υιοθέτησε έναν αιχμηρό, απότολμο και αισθησιαρχικό λόγο, έναν λόγο που στόχευε να αναταράξει την ροπή συντηρητικοποίησης που εδραιώθηκε με τη δύση των κινηματικών αφηγήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο συντάχτηκε μια νέα πολιτειότητα της παραφοράς, της εξουσίας και της διαταραχής, συνυφαίνοντας τις ερευνητικές συμβολές του Jean-Jacques Rousseau και του Charles Darwin με τις ανησυχίες των Marquis de Sade και Leopold von SacherMasoch, και τα συμπεράσματα του Sigmund Freud. Είναι σαφές ότι πρωταρχική θέση κατέχει η τελευταία ταινία του Pier Paolo Pasolini, Salò ή 120 μέρες στα Σόδομα (1975), μια μυθοπλαστική ιστορία η οποία τοποθετείται στην ιστορική Δημοκρατία του Σαλό (Repubblica Sociale Italiana) λίγο πριν το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Η ταινία αφηγηματικά ορθώθηκε ως ρητή καταστηλίτευση του φασισμού, επί της ουσίας όμως φώτισε ευρύτερα ζητήματα βιοπολιτικής, διατυπώνοντας ένα ριζοσπαστικό επιχείρημα για τις εξω-λογικές ιδιότητες του ανθρώπινου και τις διαστροφικές τροπές της σεξουαλικότητας. Με το Salò ο Παζολίνι πραγματεύτηκε το έργο του Ντε Σαντ ως μεταφορά για μια κοινωνική πρακτική που υπερβαίνει τις τακτικές του ολοκληρωτισμού και διαπόμπευσε τα ήθη και την υποκριτική αισθητική της ευρωπαϊκής αριστεράς, η οποία άλλωστε συνιστούσε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα το κοινό του. Ταυτόχρονα, η ταινία σύστησε ένα πρωτότυπο κινηματογραφικό δείγμα θεωρητικής διαναφορικότητας και ερευνητικής θεμελίωσης, που έφτασε στις αίθουσες με στοιχεία μιας απαραίτητης βιβλιογραφίας από στοχαστές όπως ο Roland Barthes, ο Maurice Blanchot, ο Pierre Klossowski, o Philippe Sollers και η Simone de Beauvoir. Εφάμιλλο πνεύμα διατρέχει και τις ταινίες Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων (1976) και Η Αυτοκρατορία του Πάθους (1978) του Ναγκίσα Οσίμα οι οποίες εντάσσονται εξίσου σε μία ρητορική πολιτικής κριτικής. Δίχως να φθάνουν την προκλητικότητα της κινηματογραφικής σκοπιάς του Παζολίνι, πλησιάζουν ωστόσο απειλητικά τη συμπεριφορική λογική του κοινού και προξενούν μιαν αποστροφή μάλλον ενοχική μέσα από την ανάδειξη της παραφοράς και του σκοτεινού περιε-
χομένου του ερωτισμού. Ο Οσίμα εναντιώθηκε με σθένος σε όσα συμβατικά και αυτονόητα συνεπάγεται η ερωτική αγάπη στην κυρίαρχη φρόνηση. Δύο δεκαετίες μετά, ο Peter Greenaway με το Κρυφό Ημερολόγιο (1996) έφερε στο προσκήνιο μια αισθητιστική προσέγγιση του ασιατικού ερωτικού ζόφου, δημιουργώντας μια εκδοχή προσανατολισμένη στον ορίζοντα της δυτικής εξωτικοποίησης. Είναι μάλιστα πιθανό ότι ο Τρίερ στο Nymphomaniac κάνει μνεία στο Κρυφό Ημερολόγιο, όταν παρεμβάλει γραφήματα στην κινηματογραφική ροή της ταινίας. Από τη σύντομη αυτή αποτίμηση δεν θα μπορούσε φυσικά να παραληφθεί ο Rainer Werner Fassbinder, του οποίου το έργο αντηχεί ακόμα με χαρακτηριστική ένταση (εσχάτως μάλιστα αναφαίνεται αμυδρά η επιρροή του και στο νέο ελληνικό σινεμά). Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως Η Δασκάλα του πιάνου του Michael Haneke αναμφίβολα εντάσσεται στην καταγωγική γραμμή του Fassbinder. Ο Χάνεκε, που πάντα μετέρχεται ένα πρίσμα θαρραλέο και διεισδυτικό, καταφέρνει να αποδώσει μια συγκλονιστική χαρτογράφηση της αδιέξοδης και νοσηρής δυναμικής, μεταξύ της εξουσιαστικής μητέρας, της εξαρτημένης κόρης και του απελπισμένα σαδιστικού εραστή της. Προσφάτως, σε διάστημα μόλις δύο ετών, μας απασχόλησαν το Shame (2011) του Steve McQueen και το Nymphomaniac (2013) του Lars Von Trier. Ο ΜακΚουίν δημιούργησε το 2008 το πρώτο μεγάλου μήκους φιλμ του, Hunger, το οποίο πραγματευόταν τη βιοπολιτική συνθήκη ενός ακτιβιστή του IRA, βρισκόμενου σε εγκλεισμό, καταστολή και αποστέρηση τροφής. Το θέμα της σωματικής καταπόνησης δεν ήταν πρωτόγνωρο, ωστόσο, για τον ίδιο. Από την αρχή της καλλιτεχνικής του πορείας, ήδη από την εποχή που δραστηριοποιόταν ως video artist, υπήρξε ένας εννοιολογικά και εικονοπλαστικά δεινός σχολιαστής της ανθρώπινης ευαλωτότητας. Η κατάσταση του ανθρώπου, τα όρια της ανθρωπινότητας, η βιωσιμότητα και η επισφάλεια, είναι θέματα τα οποία επανέρχονται εξακολουθητικά στο έργο του. Χαρακτηριστικά, στο βίντεο Western Deep (2002) είχε παρακολουθήσει τους εργάτες του TauTona, του βαθύτερου ορυχείου στον κόσμο που βρίσκεται στο Witwatersrand Reef της μητροπολιτικής περιοχής του Johannesburg στη Νότια Αφρική. Το TauTona φθάνει σε βάθος τεσσάρων χιλιομέτρων κάτω από τη γη, όπου η θερμοκρασία σε ορισμένα σημεία αγγίζει τους 70 βαθμούς Κελσίου. Για να προσεγγίσουν οι εργάτες τα βαθύτερα σημεία περνούν μία ολόκληρη ώρα μέσα σε ανελκυστήρες. Το φιλμ επενδύθηκε ηχητικά με τον θόρυβο των ορυχείων στην πραγματική του ένταση, ώστε να αποδοθεί όσο το δυνατόν πιστότερα η κλειστοφοβία της οριακής επιβίωσης του κοινωνικά ευάλωτου εργαζόμενου πληθυσμού. Πως καταλήγει όμως ο ΜακΚουίν το 2011 στο Shame, μια ταινία για τα πάθη του σώματος και την ανεξέλεγκτη σεξουαλική επένδυση; Κι ύστερα ο Τρίερ μέσα σε σύντομο διάστημα κάνει το Nymphomaniac, όπου πρωτοφανώς απενεχοποιεί τη γυναίκα ηρωίδα, μετά από χρόνιες επιθέσεις, διασυρμούς και ταπεινώσεις στις οποίες είχε υποβάλει τους γυναικείους χαρακτήρες του, αρχής γενομένης με το Δαμάζοντας τα κύματα (1996). Ακόμα κι αν δεχτούμε πως ήδη στον Αντίχριστο (2009) είχε προσφέρει κάποια ελάχιστη διέξοδο στο γυναικείο αρχέτυπο που επεξεργάζεται -έστω κι αν αυτή ήταν η τρέλα- το Nymphomaniac είναι η πρώτη ταινία του που στέκεται στο πλευρό των γυναικών αντί απέναντί τους. Κι όχι, βεβαίως, εξαιτίας της ενασχόλησης με τη γυναικεία απόλαυση (μαζί τη μεταβίβαση και τον εγκλωβισμό), αλλά γιατί, όπως θα σημείωνε η Helene Cixous, δίνει βήμα σε μία άγρια γυναικεία λιβιδινική γλώσσα. ξεδιπλώνει μια ανασύνθεση αβυσσαλέα, μια πτυσσόμενη εξιστόρηση που παύει να απολογείται καθώς συνοψίζεται, και τελικώς δρα παυσίπονα. Τι σηματοδοτούν όμως τα απογυμνωμένα σώματα των ηρώων στις δύο ταινίες; Σύμφωνα με την πρώιμη φουκωική
Florian Merkel, Mona zu Hause, ακρυλικό σε καμβά, 2009
προσέγγιση, θα κρίναμε πως οι σκηνοθέτες ηθικολογούν, μιλούν για τη σεξουαλικότητα με σκοπό να την ελέγξουν. Στον αντίποδα αυτής της λογικής, στέκει η διαπραγμάτευση της ερωτικής ζωής ως διαδικασία σημαίνουσα για την αναγνώριση του εαυτού και τη συγκρότηση του υποκειμένου. Στο σημείο αυτό τίθεται το εξής επείγον ερώτημα: Ποια είναι η πρωταρχική πηγή της δυσφορίας, το αρχικό τραύμα και η απωθημένη επιθυμία που συντάσσονται σε σύμπτωμα σεξουαλικής μανίας; Το σώμα σε ταραχή μεταβιβάζει ένα μήνυμα, ζητά να λάβει απαντήσεις, απαιτεί το κλειδί της ερμηνείας. Για ποια επιθυμία μιλούν εκ παραδρομής τα καταπονημένα -ηδονιστικά και μαζί ανηδονικά- σώματα των ηρώων; Πέρα ή ανεξάρτητα από αυτήν την προβληματοποίηση, ατενώς εμφιλοχωρεί το διογκούμενο κενό, το ακατοίκητο σώμα, εν τέλει ένας ερωτισμός ψυχωτικός: ανηδονικός και δίχως αντικείμενο, ένας ερωτισμός διαμεσολαβημένος από μεταβιβαστικές προϋποθέσεις και δεξιοτεχνική, σχεδόν φετιχιστική, αποσπασματικότητα. Ο αποκειμενικός ερωτισμός του Nymphomaniac και του Shame φωτίζει περίλαμπρα την απόβλητη υποκειμενικότητα: ένας ερωτισμός που δεν υπολείπεται απλώς του αντικειμένου αλλά εν τέλει και του ίδιου υποκειμένου. Κι ύστερα από όλα αυτά, σαν κρυμμένο διαφαίνεται ένα αίτημα ενδογενές του ίδιου του κινηματογραφικού υλικού. Το σώμα σε ταραχή ίσως δεν είναι άλλο από το ίδιο το σελιλόιντ, και ο πόνος των ηρώων μεταφορά, αίτημα εγγενές του κινηματογράφου να επανεγγραφεί με διαφορετικούς όρους, να ανανεωθεί ως γλώσσα, να επανερμηνευθεί και να αντιμετωπιστεί με νέους τρόπους. Και οι λεπτοφυείς και οξύνοες κινηματογραφιστές, ο Τρίερ και ο ΜακΚουίν, αφουγκράζονται και μεταφέρουν την εσωτερική αυτή κρίση: το πάσχον σώμα δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον κινηματογράφο, και οι δυο τους, αφοσιωμένοι ταγοί, κομίζουν την οργανική πρόθεση για μετατόπιση. Διαβιβάζουν ως φορείς και ενορατική σκευή, υποδέχονται το άλγος της τέχνης. Προσφέρονται οι ίδιοι ως μέσο, διαμεσολαβητές, ανθρώπινη τεχνολογία και μηχανή αποτύπωσης του μηνύματος, προφήτες μιας δυσοίωνης είδησης. οι κινηματογραφιστές αφήνονται να διαπεραστούν από τη λογική της συνεκδοχής: ο κινηματογράφος πονά, ο πολιτισμός υποφέρει, οι αυτουργοί παραδίδουν τη δεξιότητά τους στην τέχνη και οι ταινίες αναβλύζουν ως ομοιοπαθητικό αναλγητικό.