A11968

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 592

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

Ο ποιητής ως γραφέας ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ, Ποιήματα 1988-2013, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 332 Σύμμεικτα. Μελετήματα, δοκίμια, κριτικές, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 256 Στο ερώτημα ποιο είναι το ιδιαίτερο στίγμα του Δάλλα ως ποιητή, θα προτάξω ένα «εξωποιητικό» στοιχείο. Δηλαδή, τη χειραφέτηση του Δάλλα από τις κοινωνικές αξιώσεις της ποιητικής ιδιότητας. Η πιο εμφανής απόδειξη είναι η συστηματική ενασχόλησή του με την ποίηση συνομηΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

λίκων του, όπως του Μίλτου Σαχτούρη, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Τάκη Σινόπουλου, και τόσων άλλων. Μάλιστα, τον Σαχτούρη θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο Δάλλας αυτός που τον επέβαλε ως σημαντικό ποιητή. Κι όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τη μεγαλοσύνη του ανδρός, που κι αυτή πρέπει να προσμετρηθεί στον Δάλλα. Δεν πρόκειται ακριβώς περί γενναιοδωρίας, αλλά για την οργάνωση του ποιητικού σύμπαντος των μεταπολεμικών ποιητών, σύμπαν μέσα στο οποίο και η ποίηση του Δάλλα αναπνέει. Μάλιστα, δεν είναι αυτό το κύριο πεδίο όπου ο Δάλλας δοκιμάστηκε ως κριτικός και ως φιλόλογος, αφού η σημαντικότερη σχετική εργασία του εντοπίζεται στον Σολωμό, στον Καβάφη, στον Βάρναλη, αλλά και στη μετάφραση των αρχαίων λυρικών. Δεν ήταν λοιπόν ούτε η διεκδίκηση της ιδιότητας του κριτικού, που οδήγησε τον Δάλλα στην ενασχόληση με το έργο των συνομηλίκων του, αλλά η επιλογή του να εντάξει τη δική του φωνή μέσα σε ευρύτερα συμφραζόμενα. Έτσι άλλωστε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί οι πεζόμορφοι Χρονοδείκτες ενσωματώνονται στο τέλος της συγκεντρωτικής ανά χείρας έκδοσης ποιημάτων του Δάλλα. Είναι η αποτύπωση των ιστορικών συμφραζόμενων, μέσα στα οποία διαμορφώθηκε η ποιητική φωνή του Δάλλα. Έστω και αν οι Χρονοδείκτες είναι πεζά κείμενα, αλλά με έντονα ποιητική εκφορά του λόγου. Θα πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι η πεζογραφία του Δάλλα είναι κι αυτή συστηματική, και μάλιστα ο Δάλλας εμφανίζεται πρώτα ως πεζογράφος και μετά ως ποιητής, αφού το πεζό του Η σφαγή του Κομμένου δημοσιεύεται το 1947, και ακολουθεί το 1948 η πρώτη του ποιητική συλλογή, Federico Garcia Lorca. Τα διαρκέστερα όμως συμφραζόμενα, με τα οποία συνομιλεί συστηματικά η ποίηση του Δάλλα, ταυτίζονται με εκείνα τα πεδία όπου δοκιμάστηκε ως κριτικός και ως φιλόλογος, δηλαδή με τα σολωμικά, τα καβαφικά, τα βαρναλικά μεταλλεία. Σε μια ευρύτερη, σπάνια προοπτική, ο Δάλλας διευρύνει αναπάντεχα το πεδίο της έρευνάς του, μη διαχωρίζοντας την

Τα έργα του τεύχους προέρχονται από την έκθεση, Ζωγραφική ΙΙ (1980-2000) από τις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Φρυσίρα

ιδιότητα του κριτικού από αυτή του ποιητή. Έτσι, οι ποιητικές συνομιλίες του, με το έργο του Σολωμού και των υπολοίπων, φωτίζουν και συμπληρώνουν το έργο του κριτικού, ενώ και το κριτικό του έργο φωτίζει και συμπληρώνει εκείνο του ποιητή. Αυτή η αμφίδρομη διαδικασία είναι περισσότερο εμφανής στις μεταφράσεις των αρχαίων λυρικών, οι οποίες βεβαίως γίνονται πάνω στην ποιητική του Δάλλα, η οποία όμως ποιητική έχει ήδη αρδευτεί πλουσιοπάροχα απ’ τον λόγο των αρχαίων λυρικών. Όπως το λέει ο ίδιος ο Δάλλας: λαξεύω ένα κομμάτι πέτρας και δεν βλέπω ποια μορφή μέσα της κρύβεται/ δουλεύω το νταμάρι και δεν ξέρω τι θα βγει// Ο Αντρέας Εμπειρίκος ή ο Ανδρέας Κάλβος; Τι μας λένε όλα αυτά; Ότι η ποίηση του Δάλλα συνομιλεί συστηματικά με την ποιητική μας παράδοση, με το έργο των συνομηλίκων του ποιητών, με το πεζογραφικό του έργο, με την ποίηση των αρχαίων λυρικών. Η ποίηση του Γιάννη Δάλλα είναι ένα απέραντο διακείμενο. Εδώ θα πρέπει να βάλουμε στο λογαριασμό και την τεχνική του Δάλλα, η οποία δεν φέρει το άγχος να «χωνέψει» τις επιρροές, τις επιδράσεις, τα δάνεια· δεν τα κρύβει, δεν τα οδηγεί στην τόσο γνωστή και συνήθως αδέξια διαδικασία ομογενοποίησης, αλλά τα δείχνει, σε πρώτο πλάνο, τα δηλώνει, τα αφήνει να λειτουργούν, μετατοπίζοντας το αισθητικό στοίχημα από την «επίδραση» στην οικειοποίηση και στην επαναγραφή. Νομίζω πως εδώ φτάνουμε στον χαρακτήρα της ποίησης του Δάλλα. Όλα αυτά που περιέγραψα, διαμορφώνουν μια ποίηση μπαχτινικά διαλογική, πολυστρωματική, πολυποίκιλη, δηλαδή ουσιωδώς ανομοιογενή, και άρα πολυφωνική. Μετά το 1968, που δημοσιεύεται το περιβόητο δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ, «Ο θάνατος στου συγγραφέα», η συζήτηση για τη λογοτεχνία περιστρέφεται γύρω από αυτά τα ζητήματα, έχοντάς μας δώσει καινούρια θεωρητικά και κριτικά εργαλεία, καινούριες κατηγοριοποιήσεις της λογοτεχνίας, καινούριες διακρίσεις του παλιού και του νέου, δηλαδή καινούρια νοηματοδότηση του σύγχρονου. Η ποίηση του Δάλλα είναι σύγχρονη ποίηση. Έχει αφήσει προ πολλού πίσω της τη μονολογική ποίηση, που ακόμα καλά κρατεί στον ποιητικό μας χάρτη, ακόμα και μεταξύ των νεαρότερων ποιητών και ποιητριών, που οι περισσότεροι αναλώνονται σε αδιάφορες δοκιμές, κυρίως μετασεφερικής διάθεσης. Μη βιαστεί κανείς να κολλήσει τη ρετσέτα του «μεταμοντέρνου», είτε σε αυτά που λέω για την ποίηση του Δάλλα είτε στην ίδια την ποίηση του Δάλλα. Αυτό που υποστηρίζω είναι πως η ποίηση του Δάλλα, ιδιαίτερα αυτή των τελευταίων δεκαετιών, δεν χωρά στις τυποποιημένες προδιαγραφές της ποίησης του κυρίαρχου μοντερνισμού μας. Είναι μια ποίηση τόσο συστηματικά και λειτουργικά ανοιχτή και πολυφωνική, που η μορφική/αισθητική συνάφειά της διαπιστώνεται στις αναλογίες της με την ποίηση του Ηλία Λάγιου ή με αυτή του Ευγένιου Αρανίτση, με εκείνη του Εγγονόπουλου ή πιο δίπλα με εκείνη του Ροζάνη, και φυσικά με την καταγωγική μήτρα της σολωμικής ποίησης. Εδώ, θα παραθέσω ένα ποίημα, όπου ο Δάλλας αφηγείται ποιητικά την ίδια τη θεωρητική πε-

Dino Valls, Pittura, λάδι σε ξύλο, 2011

ριπέτεια με την οποία συνδέεται η ποίησή του. Το ποίημα επιγράφεται «Γοργώ» και αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο: Τι πλατυπρόσωπη που είναι η Γοργώ τι προσωπίδα! με μάτια και με χείλια τραβηγμένα σαν τις αναγελάστρες των νησιών μας (Ή να ‘ναι αυτές δικά της εκμαγεία;) Εδώ, γίνεται λόγος για την επίδραση, με τόνο θα έλεγα καθησυχαστικό για τον αναγνώστη. Πάμε όμως στο δεύτερο μέρος, όπου τα πράγματα σοβαρεύουν απροσδόκητα: Ξένε, αν ρωτάς γιατί η Μορφή που θα αντικρύσεις αυτή η δική μας η Γοργώ βγάζει τη γλώσσα πριν μπεις στις αίθουσες με τ’ άλλα προσωπεία στάσου ενεός μπροστά στην πύλη του Μουσείου να δεις πως και οι νεκροί μάς ειρωνεύονται (Μας ειρωνεύονται ή μας αντιγράφουν;) ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ


Η ΑΥΓΗ • 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

24

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

Η ποίηση δεν είναι πλέον «δημιουργία» αλλά ταυτίζεται με τη διαδικασία που περιγράφει αυτό το ποίημα, μια διαδικασία στην οποία κυριαρχούν όχι τα πρόσωπα, όχι η «μοναδική» φωνή του ποιητή, αλλά τα προσωπεία και οι βουβοί ήχοι τους, οι φωνές της ιστορίας. Εδώ, ο συγγραφέας, ο ποιητής, έχει «πεθάνει», δεν υφίσταται ως κακέκτυπο του θεού, ως ένας μικρός δημιουργός κι αυτός. Εδώ, η χρονική ακολουθία έχει πάψει να είναι ευθύγραμμη ή έστω εξελικτική. Ο χρόνος συστρέφεται, εντός μιας αέναης παροντικότητας. Το ποίημα απλώς μετέχει σε έναν ωκεανό λέξεων, σημασιών και ποιημάτων, όπου η θέση του ούτε για μια στιγμή δεν είναι οριστική και δεδομένη. Όταν λοιπόν γράφει ποιήματα ο Δάλλας, γράφει ταυτοχρόνως ως ποιητής, ως κριτικός, ως φιλόλογος, ως μεταφραστής. Ό,τι κείμενο κι αν γράφει, όλες αυτές οι ιδιότητες συλλειτουργούν. Τελικά, ο Δάλλας δεν γράφει ως «συγγραφέας» αλλά ως γραφέας. Αυτή είναι η γνώμη μου για το ποιητικό έργο του Γιάννη Δάλλα. Πάσα αντίρρηση δεκτή, όμως θα παρακαλούσα να συνοδεύεται από ένα συγκεκριμένο κριτικό σχήμα. Τα λυρικά να λείπουνε, όπως έλεγε ένας ακόμη στενός φίλος και συνοδοιπόρος του Δάλλα, ο Τάκης Σινόπουλος.

222 Εδώ ας μου επιτραπεί μία μικρή παρέκβαση, νομίζω συμβατή με όσα υποστήριξα για το ποιητικό προφίλ του Δάλλα. Αναφέρομαι σε ένα μη ποιητικό βιβλίο του, δηλαδή στον μόλις εκδοθέντα από τις εκδόσεις Gutenberg τόμο δοκιμίων του Γιάννη Δάλλα, υπό τον τίτλο Σύμμεικτα, ο οποίος τόμος υλοποιεί την ίδια πρακτική του Δάλλα, τώρα στο πεδίο της κριτικής. Τελείως επιγραμματικά, θα πω ότι ο τόμος ανοίγει με την ενότητα «Εμείς και οι αρχαίοι» (τίτλος που παραπέμπει στον Λουτσιάνο Κάνφορα), όπου η Σαπφώ τοποθετείται μέσα στα συμφραζόμενα της αρχαίας λυρικής ποίησης, υπό την προοπτική όμως της διδασκαλίας της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αλλά σιγά μην έμενε εκεί ο Δάλλας, σιγά μην έρεπε στον διδακτισμό. Ακολουθεί ένα δεύτερο δοκίμιο, με την Σαπφώ ως μορφή ή ως θεματική, ή τα κείμενά της ως ποιητική αφετηρία, όπως εμφανίζονται σε όλη τη νεοελληνική ποίηση, απ’ τον Σολωμό και τον Κάλβο μέχρι τις μέρες μας. Στη δεύτερη ενότητα ο τίτλος μάς πηγαίνει μετωπικά στο μείζον και χρονίζον, μέσα στη φεουδαρχική φιλολογική μακαριότητά μας, θέμα της περιοδολόγησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και εν προκειμένω στο ερώτημα πότε συμβαίνει η περιλάλητη νεωτερική τομή. Το κεφάλαιο επιγράφεται «Οι νέοι καιροί: Ιδεολογία και ποίηση», και περιλαμβάνει δοκίμια για τον Βάρναλη και τον Καρυωτάκη. Υπάρχει κανείς που δεν αντιλαμβάνεται σε τι αντιπαρατίθεται εδώ ο Δάλλας; Σχεδόν, σε όλους και στα πάντα. Σημασία έχει βέβαια και ο τρόπος της αντιπαράθεσης. Θέλω να πω, ότι η επανάπαυση δεν ταιριάζει στον Δάλλα, αλλά τον χαρακτηρίζει η εγρήγορση, βεβαίως και η θεωρητική εγρήγορση. Έτσι, επιχειρεί μια ρηξικέλευθη, μπαχτινική ανάγνωση του Βάρναλη, με βάση το καρναβαλικό στοιχείο που κυριαρχεί στο έργο του. Αλλά ο τόμος περνά και στη μεταπολεμική πεζογραφία, όπου επικεντρώνεται στην «Ποιητική των αφηγηματικών δομών», φθάνοντας να συζητά τις πιο προωθημένες εκφάνσεις, όπως είναι αυτές του Γιάννη Πάνου, στη Remington και στις Μεταμορφώσεις, καταλήγοντας στον Χειμωνά και στον Βαλτινό, σχεδόν ψαύοντας τον πυρήνα της τεχνικής τους. Κι αν δεν προχωρά στις αναγκαίες συνεπαγωγές και ολοκληρώσεις, ακόμα κι αν διστάζει να κάνει λόγο περί μεταμυθοπλασίας, ο Δάλλας έχει ήδη δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα, για να πατήσουν οι επόμενοι.

Το κείμενο, στην ολοκληρωμένη μορφή του, δημοσιεύεται στο ηλεκτρονικό περιοδικό http://www.poema.gr/

2

Το τερατώδες είδωλο της Ευρώπης Προδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Γουλιάμου, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες» Η πολιτική εντροπία της Ε.Ε. και η in extenso δομική της ανικανότητα, όσο και αν ηχεί βλάσφημη έννοια για τους ευρωκράτες, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την «τεχνολογική» τής καπιταλιστικής προέκτασης. Αν επομένως θέλουμε να εξιχνιάσουμε τις ρίζες της κεφαλαιοκρατίας, τότε οφείλουμε να θυμηθούμε πως ένα σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής αφήγησης είναι, πράγματι, η αφήγηση του καπιταλιστικού πνεύματος. Αυτή την αφήγηση συναντάμε για παράδειγμα ως αισχροκέρδεια των ιερωμένων στις συνόδους του 9ου αιώνα. Στη ληστρική ιπποσύνη της Βρετανίας και της Ιταλίας. Μάλιστα σε ό,τι αφορά στις «πόλεις-κράτη» της Ιταλίας, ο Dante Alighieri είχε από τον 13ο αιώνα καταγγείλει το φαινόμενο της κερδοσκοπίας των ευγενών και των αστών. Ωστόσο ο ενθουσιασμός για κερδοσκοπία αποκτά με την πάροδο των χρόνων μια μανιακή υπόσταση. Εξελίχθηκε σε μια προωθητήρια δύναμη, σε μια causa causans, μεταβάλλοντας την ψυχική συγκρότηση των αστών σε τέτοιο βαθμό που στις (μετα)νεωτερικές κοινωνίες «η κυρίαρχη τάξη συμπεριφέρεται σαν ένα κυνικό υποκείμενο» (Ρούσης, 2008), οξύνοντας έτσι την ανισότητα και αποκοινωνικοποιώντας τις βιοτικές συνήθειες και σχέσεις. Αναντίρρητα, ο συνδυασμός μηδενισμού και αμοραλισμού, η παθογένεια της αισχροκέρδειας και οι εκτροπές της κερδοθηρίας συγκροτούν τη συνδεσμολογία των καπιταλιστικών αφηγήσεων και παραστάσεων. Για τον Sombart (1998), ο σύγχρονος οικονομικός τρόπος σκέψης είναι συνδεδεμένος με το βαθμό έντασης του καπιταλιστικού πνεύματος, με το μέτρο της κερδοθηρίας. Ο Sombart, υιοθετώντας τη σκέψη του Max Weber, αναφέρεται στην καπιταλιστική οργάνωση ως ενός τεράστιου κόσμου, «ο οποίος για όσους γεννιούνται στους κόλπους του... αποτελεί ένα περιβάλλον δεδομένο και πρακτικά ανεπίδεκτο αλλαγής». Στο πλαίσιο αυτό μπορεί, μεταξύ άλλων, να ερμηνευθεί και η νεωτερική καπιταλιστική κοσμοαντίληψη, η οποία -με βάση τις συνθήκες στις κοινωνίας των μνημονίων και της Τρόικας- παραπέμπει, υπό μία ορισμένη οπτική, στο οικονομικό φρόνημα του Benjamin Franklin περί εξοικονόμησης υλικών και λιτότητας. Η βαθιά οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, που μαστίζει τη σημερινή Ευρώπη, δείχνει πως ο καπιταλισμός της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όχι μόνο είναι ανίκανος να ανταποκριθεί στις βασικές ανάγκες ή και στα ζωτικά προβλήματα των πολιτών αλλά εξελίσσεται και σε θεσμικό vampire, σε εφιάλτη της ίδιας της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Είναι προφανές πως η (μετα)νεωτερική Ευρώπη της κρίσης έχει εγκλωβιστεί στον ιστό αυτού του vampire. Για τον Zygmunt Bauman (2013) όμως «η παρούσα κρίση διαφέρει από τα ιστορικά προηγούμενά της, στο βαθμό που βιώνεται ως ένα διαζύγιο μεταξύ εξουσίας και πολιτικής. Συνέπεια του διαζυγίου είναι η απουσία ενός οργανισμού που να μπορεί να κάνει εκείνο το οποίο απαιτεί εξ ορισμού κάθε ‘κρίση’: να επιλέξει το δρόμο και τη θεραπεία που θα ακολουθήσει. Η απουσία αυτή, όπως φαίνεται, θα συνεχίσει να λειτουργεί παραλυτικά στην αναζήτηση μιας βιώσιμης λύσης...». Μολαταύτα, η σκέψη του Étienne Balibar (2013) προχωρά πιο πέρα από τη λειτουργία της παράλυσης που διατυπώνει ο Bauman. Ο γάλλος διανοούμενος πιστεύει ακράδαντα πως η παραλυσία, αν όχι η διάσπαση, είναι βέβαια στην Ε.Ε., με αποτέλεσμα οι λαοί να γυρίζουν την πλάτη στην Ευρωπαϊκή πολιτική, αποτελώντας έτσι και τα πρώτα θύματα. Πραγματικά, η Ε.Ε. είναι δέσμια ενός σκληρού πυρήνα νεοφιλελεύθερων στρατηγικών που ασκούνται από τις δυνάμεις της ιμπεριαλιστικής αποικιοκρατίας με στόχο μια κεντρικά ελεγχόμενη μεγέθυνση η οποία, ως τέτοια (καθ)ορίζει, μεταξύ άλλων, και τις εργασιακές σχέσεις ως καταναγκαστικό θεσμό εκμετάλλευσης. Ήδη ο Marx στην εισαγωγή των «Grundrisse» διευκρίνιζε πως οι κατηγορίες της εργασίας ισχύουν για όλες της εποχές. Σε κάθε περίπτωση, στην Ε.Ε. επιχειρείται -με πυρήνα τις ηγεμονικές μητροπόλεις- μια δομική ανασύνθεση του καπιταλισμού, η οποία επιβάλλεται στο εσωτερικό άνισα αναπτυγμένων όχι μόνο κρατών αλλά και περιφερειών. Πρόκειται για μια ιμπεριαλιστική αλυσίδα αποικιοκρατισμού απολυταρχικής μορφολογίας. Γι’ αυτό άλλωστε και η επίκληση των ευρωκρατών στη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη ηχούν πλέον ως ωμή προπαγάνδα με στόχο την

Schleime Cornelia, Fanny, ακρυλικό σε καμβά, 2002

παγίωση του φαντασιακού και φαντασμογορικού της καπιταλιστικής αφήγησης. Αναντίλεκτα, στην Ευρώπη έχουν παρεισφρήσει συνθήκες αποικιοκρατίας της οικονομίας και, ταυτόχρονα, βίαιου και αυταρχικού μετασχηματισμού των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών, ειδικά από εκείνες τις δυνάμεις που ο Habermas (2012) αποκαλεί «μεταδημοκρατική γραφειοκρατική εξουσία των ευρωπαϊκών ελίτ (όπου) τα κράτη διοικούνται από τις αγορές οι οποίες διαμορφώνουν ακόμα και κυβερνήσεις». Προεκτείνοντας τη σκέψη του Habermas, θα έλεγα πως διάφορα εξωθεσμικά κέντρα της αγοράς διαμορφώνουν συνθήκες αλλοτριωμένης δραστηριότητας. Συνθήκες απομείωσης και αποδόμησης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Διαμορφώνουν τομές ελαστικοποίησης και, συνάμα, όρους ολοσχερούς κατεδάφισης των εργασιακών σχέσεων, με επικίνδυνες διαστάσεις και εξελίξεις για τις σύγχρονες κοινωνίες. Άλλωστε στη μαρξική οντολογία η παγκόσμια αγορά «αποτελεί τη βάση και τη ζωτική ατμόσφαιρα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Marx, «Κεφάλαιο», 3: 143), δημιουργώντας ένα άμεσο αποτέλεσμα όχι μόνο κερδοσκοπικών κινήσεων αλλά και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Δεν είναι, ως εκ τούτου, τυχαίο το γεγονός πως στην Ευρώπη εκκολάπτεται η δομική ισχύς ενός «υπερκαπιταλιστικού κοσμοπολιτισμού», όπως τον αποκαλεί ο Costanzo Preve (2001), που εδράζεται στον «απο-εκδημοκρατισμό» της δημόσιας σφαίρας. Ο Hay-Jurgey Urban, μέλος του Προεδρείου του συνδικάτου IG Metall, συνοψίζει την όλη κατάσταση με έναν εύστοχο τρόπο: όσοι έχουν δημοκρατική νομιμότητα δεν έχουν καμιά εξουσία και όσοι έχουν εξουσία δεν έχουν δημοκρατική νομιμότητα. Σκέφτομαι πως σε πολλά επίπεδα η κρίση στην Ευρώπη παραπέμπει mutatis mutandis στη διάβρωση της δημόσιας κουλτούρας κατά την περίοδο της μεγάλης παρακμής της Ρώμης του Μάρκου Αυρήλιου και του Διοκλητιανού. Η σημερινή Ε.Ε. -στρατιωτική περιφέρεια του ΝΑΤΟ και υποκατάστατο του «υπερκαπιταλιστικού» κοσμοπολιτισμού αλλά και του ευρωπαϊκού εθνικισμού- έχει διαβρώσει και υπονομεύσει τη συμμετοχική πολιτική αφού επί της ουσίας καταργείται ο «πολίτης» και διαλύεται η «πόλη».

Ο Κώστας Γουλιάμος είναι αντιπρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου


Η ΑΥΓΗ • 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

3

25

Χρόνης Μίσσιος Η αυτοδίδακτη αφηγηματική σοφία του 1.Χρόνης Μίσσιος, ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς. Εκδόσεις Γράμματα, σ.221 2. Σενάριο: Συλβαίν Ρικάρ, Μυρτώ Ράϊς. Εικονογράφηση: Ντανιέλ Καζαβάν. Από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου,... Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς. Εκδόσεις Polaris, σ. 188 Ι. Όταν το 1985 πρωτοδημοσιεύτηκε το... Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς του Χρόνη Μίσσιου, δημιουργήθηκε ένας μικρός σάλος στην επαρχία των γραμμάτων μας. Συζητήσεις, σχόλια, αντικρουόμενες ιδεολογικές θέσεις, ακόμα και νέες ερμηνείες ιστορικών φαινομένων και γεγονότων, με αφορμή ένα αφηγηματικό βιβλίο που θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν διεκδικούσε τίποτε από όλα αυτά τα βαρύγδουπα και ιερουργικά. Βγήκε για να θέσει (όχι όμως εκ προοιμίου) την αποκλίνουσα, διαφορετική στάση ενός (χαρισματικού όπως αποδείχθηκε) αφηγητή απέναντι στη μνημειακή αντίληψη της αναψηλάφησης και μυθοπλαστικής αναβίωσης της κρίΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

σιμης δεκαετίας του ‘40, όπως συνέβαινε και εν πολλοίς συμβαίνει ακόμα στις μαρτυρίες «με θέση» της εποχής εκείνης. Για όποιον διάβασε τότε το βιβλίο του Μίσσιου δεν είναι περίεργο που η υποδοχή και πρόσληψή του υπερέβαινε το πεδίο της λογοτεχνίας και εισέδυε στα πεδία της «αριστερής» ιστοριογραφίας και της πολιτικής θεωρίας, ανεξάρτητα ή όχι με τις προθέσεις του συγγραφέα. Το ότι προκλήθηκε ιδιαίτερη αμηχανία για την ειδολογική κατάταξή του (μυθιστόρημα; χρονικό; αυτοβιογραφία; μαρτυρία;) δείχνει την πλάγια τάση υποβάθμισης της αξίας του: την ενόχληση ή την επιφύλαξη για το ότι είχε την δεξίωση που είχε1. Δεν χρειάζεται ίσως να πω ότι με τα μέτρα και τα σταθμά του 1985, η σύνδεση του βιβλίου του Μίσσιου με την παράδοση των λαϊκών χρονικογράφων, το έβαζε μ’ έναν τρόπο στην περιμετρική της καθαυτό λογοτεχνίας, αφού, όπως εξακολουθούν ως σήμερα να ισχυρίζονται οι της φιλολογίας, το χρονικό και το απομνημόνευμα, στερημένα από το στοιχείο της μυθοπλασίας, δεν μπορεί παρά να είναι εξορισμένα στη θέση του φτωχού συγγενή ή του παρία του μυθιστορήματος.2 ΙΙ. Από την άλλη μεριά, αυτή η έμμεση άρνηση ίσχυε απολύτως και για την εντός εισαγωγικών αριστερή ανάγνωση του ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς. Ποιά ήταν η συνήθης ταυτότητα των μαρτυριών και των προσωπικών χρονικών που γράφηκαν από αριστερές θέσεις στη μετεμφυλιακή και ιδίως στη μεταχουντική περίοδο; Με την εξαίρεση των βιβλίων του Γιάννη Μανούσακα και του Στρατή Αναστασέλλη, ήταν ένας κουμπωμένος ως το λαιμό, προσεκτικός, καθωσπρέπει, περιορισμένος στη στεγνή καταγραφή των καθέκαστων, αφηγηματικός λόγος, ένας λόγος βαθύτατα ηθικολογικός που φρόντιζε να μην αφήνει ελεύθερα τα προσωπικά συναισθήματα. Απέναντι λοιπόν σ’ αυτόν τον λοβοτομημένο λόγο, που προφανώς γραφόταν έτσι γιατί ήθελε να μιμηθεί την αυστηρότητα και την επισημότητα της κομματικής γλώσσας των συνεδρίων και των επιτροπών, ξαφνικά, με το βιβλίο του Μίσσιου, ξεπήδησε ένας αφηγηματικός λόγος που πήγαινε ακόμα πιο πέρα τον βαρναλικό διονυσιασμό και παντοειδώς έσπαγε τα στεγανά της νοικοκυρεμένης αριστερής γλώσσας. Χειμαρρώδης, πηγαίος, ακολουθώντας ενίοτε την αυτοδύναμη συνειρμική του κατεύθυνση, πολλές φορές ασεβής, έχοντας διατηρήσει μέσα του το χυμώδες, αριστοφανικό λαϊκό (και όχι λαϊκότροπο) ύφος, μιλούσε ανοιχτά για πράγματα και πρόσωπα που ως τότε η φροντίδα ήταν να σπρώχνονται κάτω από το χαλί. Όντως, αν οι περισσότερες προσωπικές αφηγήσεις που ήθελαν να συμβάλλουν στη γνώση και στην ανάγνωση της δεκαετίας αυτής, διεκδικούσαν και ζητούσαν να βεβαιώσουν για λογαριασμό του αριστερού αναγνώστη τους μια προειλημμένη ιστορική ή πολιτική «αλήθεια», το βιβλίο του Μίσσιου πήγαινε κόντρα σ’ αυτή την γραμμική αντίληψη,

γυρνώντας την μάλιστα αντίστροφα - κάτι που ήταν ίσως πρωτόγνωρο για την ίδια τη λογική της αριστεράς. Σε όλο το βιβλίο του, από τις πρώτες αναδρομές της μνήμης του στις γειτονιές της παιδικής του ζωής, στα Ποταμούδια της Καβάλας στα χρόνια του ‘30, στις φτωχικές συνοικίες των καπνεργατών επί Μεταξά, ως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, χρονική στιγμή κατά την οποία ο Μίσσιος πήρε την απόφαση της απόσυρσης από την πολιτική δράση, το βλέμμα του συγγραφέα ως ενδοκειμενικού αφηγητή ανατρέχει στη ζωή του, αποφεύγοντας να μεταφέρει την ηρωική αντίληψη του αγωνιστικού παρελθόντος στο παρόν. Το αντίθετο, πηγαίνει και έρχεται μέσα στον χρόνο της ζωής του, ακολουθώντας μια άλλοτε τεθλασμένη και άλλοτε παλινδρομική γραμμή που δεν έχει τίποτε από τις ενοχές και τις τύψεις του απόλογου, της συγκεφαλαίωσης η οποία, σε άλλους του μεταπολέμου, δεν μπορεί να μη θρηνεί για την άπιαστη κοινωνική ουτοπία και το ανεξόφλητο χρέος. ΙΙΙ. Ποιό είναι το βασικότερο που ο Μίσσιος συνεισέφερε, αλλάζοντας τον ορίζοντα του ηρωικού πένθους που επέβαλε η αντίληψη της διωκόμενης αριστεράς; Νομίζω ότι τα πεζά του δεν γράφτηκαν, όπως ορισμένοι νομίζουν, για να αμφισβη. τήσουν την παράδοση του αριστερού οράματος αν προσέξουμε, η παράδοση αυτή υπάρχει πάντοτε στην είσοδο και στην έξοδό τους. Γράφτηκαν όμως σε μεγάλο βαθμό για να θίξουν με αφηγηματικά μέσα τις στερεοτυπίες που συσσώρευσε με τα χρόνια αυτή η παράδοση. Με τις τεθλασμένες, χιουμοριστικές, σατιρικές ή και αυτοσατιρικές αναδρομές του σε παλαιότερα και νεώτερα γεγονότα, ο Μίσσιος όριζε μια διαφορετική, αισθησιακή στάση ζωής, τον δρόμο μιας διπλής σύγκρουσης και διεκδίκησης της ανθρώπινης ελευθερίας: απέναντι στον ταξικό αντίπαλο που όπλιζε και ενεργοποιούσε το κράτος-χωροφύλακα ή το σύγχρονο κράτος των μεγάλων οικονομικών ανισοτήτων, αλλά και απέναντι στη συμπάγεια, στον μονόχορδο δογματισμό της πολιτικής ορθότητας που αποτελεί το άβατο ενός μεγάλου μέρους της θεσμικής αριστεράς. Αν είμαστε αφανάτιστοι, δεν είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι τόσο ο Μίσσιος όσο και το ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, παρά την επιτυχία του (ή και λόγω αυτής) έμειναν δυο αποσυνάγωγοι στο πεδίο της λογοτεχνίας, όσο και στο πεδίο της πολιτικής ηθικής. Τον διεκδίκησαν, δηλαδή το όνομά του, τη φήμη του, αλλά περίσσευαν, έργο και συγγραφέας, από παντού, και ίσως γι’ αυτό υπήρξε για εκείνον, όσο ζούσε, μια έντονα αμφιθυμική στάση. ΙV. Με την ευκαιρία της πρόσφατης διασκευής σε «εικονογραφημένο αφηγήμα» του ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, με έναν συγκινημένο πρόλογο της Μυρτώς Ράις, επειδή ακριβώς διατηρήθηκε στο άλμπουμ η δομή του πρωτοτύπου είχα και πάλι την ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο μυθιστόρημα είναι το βιβλίο του Μίσσιου. Πόσο ανασυνθέτει ο συγγραφέας . τη ζωή του πώς αφαιρεί για να φθάσει στο γυμνό γεγονός που . τον ενδιαφέρει πώς δεν αρκείται να περιγράψει αλλά και εκφράζει την ψυχική κατάσταση ενός ανθρώπου που συχνά δοκίμασε οριακά βιώματα κάτω από ακραίες συνθήκες. Όπως έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, φίλος και δάσκαλος του Μίσσιου στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, το συμβάν στο βιβλίο αυτό δεν παραμένει απλό συμβάν, αλλά «αποτελεί τον πυρήνα για μια παραπέρα, εκ νέου βίωση από τον αναγνώστη, μέσα από τη γλώσσα της λογοτεχνίας που είναι άλλη γλώσσα, που δεν καταγράφει αλλά συνθέτει, που δεν περιγράφει αλλά υποβάλλει με τους δικούς της μαγικούς και ιδιότυπους κανόνες, λειτουργίας και υποβολής»3. Και πέρα όμως από τη γλώσσα, υπάρχει εδώ ένας αυτοδίδακτος ίσως αλλά ικανός τεχνίτης της αφήγησης. Δεν είναι μόνο ο εύφορος παραμυθάς, ο μπαχτινικός λαϊκός εξιστορητής που συνδέει την προφορική με την γραπτή παράδοση. Με την εικονογραφημένη εκδοχή του βιβλίου του βλέπουμε καθαρότερα πόσα ευρήματα επινόησε για να κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πέρα από τις έντεχνες ανατροπές, τα πίσω μπρος της μνήμης, τις παρεκβάσεις (πολλά από αυτά δεν πέρασαν

Εδουάρδος Σακαγιάν, Χωρίς τίτλο, ακρυλικό σε καμβά, 2010

στην συνοπτικότερη μορφή της εικονογράφησης, όπου το κείμενο περιορίζεται στις λεζάντες), επισημαίνω κάτι που η εικονογράφηση κάνει πιο έντονο: τη συνύπαρξη του δραματικού και του κωμικού. Όπως στο βιβλίο του 1985 έτσι και στο κόμικ υπάρχει μια διαδοχή σκοτεινής έντασης και φωτεινής ευθυμίας. Ο βασανισμός, οι σωματικές ταπεινώσεις, ο πόνος φτάνουν σ’ ένα κρεσέντο, και εκεί, ο Μίσσιος, ενεργώντας σοφά, παρεμβάλλει ένα περιστατικό ιλαρότητας, για να αποφορτίσει συναισθηματικά τον αναγνώστη. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία δείγματα που κατάφερε με τη μνήμη και τη φαντασία του να αναπαραστήσει πολλές από τις πτυχές της ατομικότητας: όχι ενός κομμουνιστή, φασκιωμένου στον ηρωισμό του, όσο μιας ύπαρξης που επέζησε γιατί ονειρευόταν το αδύνατο. Δηλαδή το ανατρεπτικό. 1 Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, δέκα χρόνια αργότερα, στους Έλληνες Μεταπολεμικούς Συγγραφείς. Ένας Κριτικός Οδηγός (1995), διαφοροποιεί τον Μίσσιο από όλους τους άλλους , χαρακτηρίζοντάς τον αυτοβιογράφο! Κι αυτό παρά το ότι το συγγραφικό εγώ τού ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς είναι σαφές πως περιλαμβάνει πολύ περισσότερα του ενός «εγώ», αντιμετωπίζοντάς τα όχι ως ένα και τον ίδιο μα ως άλλους εαυτούς. Όμως και ο Άγγελος Ελεφάντης, σε ένα κατά τα λοιπά ενδιαφέρον άρθρο του στον Δεκαπενθήμερο Πολίτη (τχ.61,21 Φεβρ.1986) υποστήριζε ότι τη συγκίνηση στον αναγνώστη τη δημιουργούν προπάντων τα βιώματα και τα πάθη του αφηγητή, από φυλακή σε φυλακή και από δοκιμασία σε δοκιμασία, και όχι τόσο ο τρόπος της αναπαράστασής τους. Επομένως, η ιστορία, ως συλλογική μνήμη, αναδεικνύεται σε ισχυρότερη της λογοτεχνίας. 2 Ενώ, στην ουσία, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αναπαράσταση βιώματος, εμπειρίας ή περιστατικού που ανασύρει η μνήμη χωρίς την ηθελημένη ή αθέλητη εκ μέρους του δημιουργού παρεμβολή της μυθοπλασίας. 3 Η Αυγή, 12 Ιαν.1986.


Η ΑΥΓΗ • 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

26

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Μαρτυρία εξορίας Με 19 επιστολικά δελτάρια από την Ικαρία Προδημοσίευση από την Εισαγωγή στο βιβλίο του Βάσου Κουτσογιαννόπουλου, εκδόσεις Βιβλιόραμα Εξήντα πέντε χρόνια μετά, ένας εξόριστος γράφει. Αποσπασματικά, θέλοντας να αφηγηθεί «διάφορες μικρές ιστοριούλες και στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή στην εξορία»: στην περίπτωση της ζωής στην Ικαρία, μια εικονική εκτέλεση, έναν ξυλοδαρμό, μια ομαδική συχνοουρία, χαρακτηριστικά ανθρώπων, πρωτάκουστες λέξεις και φράσεις που θυμάται ακόμα, μετά από δεκαετίες, «εκδρομές», κουσούρια, καζούρες, φάρσες, την αγωνία για το τότε μέλλον - του πολέμου και το ατομικό. Δεν επικεντρώνεται σε γεγονότα «αποφασιστικής» σημασίας, για την Ελλάδα, το κίνημα ή τον κόΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

σμο. Κι όμως, η ιστορική σημασία της μαρτυρίας του είναι έτσι πιο σημαντική: μιλά με την εμπειρία χιλιάδων ατόμων, μιλώντας για τον εαυτό του. Εκθέτει την προσωπική του εμπειρία, τις σχέσεις του με τους συνεξόριστους, αφηγείται την καθημερινότητα. Με το φίλτρο των εξήμισι δεκαετιών που μεσολάβησαν, και που, παρόλα αυτά, τον ανακαλούν ακόμα εκεί. Τα γεγονότα που παρήγαγαν την υποκειμενικότητά του επιστρέφουν ακόμα, όχι ίδια βέβαια, αλλά επεξεργασμένα από την απόσταση των χρόνων, από τη διαφορά μεταξύ της εφηβείας και του γήρατος. Αυτός που έζησε κι αυτός που γράφει δεν είναι ακριβώς ο ίδιος εαυτός. Και η ανάκληση, διά της γραφής, και άρα διά της επιλογής και της αναπλαισίωσης, παράγει άλλη μία διαφορά. Φυσικά, δεν πρόκειται για μια «πιστή απόδοση» συμβάντων, αλλά για το προϊόν της θέλησης του συγγραφέα να δώσει κάποιο συνεκτικό νόημα σε μια περίοδο της ζωής του (και ίσως, δι’ αυτής, στο σύνολό της). Η αφήγηση βασίζεται στη λειτουργία της μνήμης και της φαντασίας, και άρα είναι επιλεκτική και συνθετική. Δεν κατασκευάζεται μόνο από τις αναμνήσεις, αλλά και από την επιθυμία να παρουσιαστεί ο εαυτός με συγκεκριμένους τρόπους σε ένα κοινό, σε κάποιον πραγματικό ή διά της φαντασίας συγκροτημένο «άλλον». Πρόκειται, δηλαδή, για μια παραγωγή η οποία προϋποθέτει (όπως και κάθε κείμενο που προορίζεται για δημοσιοποίηση) μια διαλογική σχέση. Δίπλα στο σημερινό απομνημόνευμα, ο συγγραφέας τοποθετεί τα γραπτά τεκμήρια εκείνης της περιόδου: επιστολικά δελτάρια, σταλμένα από την εξορία. Ήδη, διά της παράθεσής τους, ο αναγνώστης βρίσκεται ενώπιον μιας άλλης διαφοράς, άλλου τύπου όμως. Τα δελτάρια απευθύνονται σε συγκεκριμένους αναγνώστες: όχι μόνο σε οικεία πρόσωπα (και άρα περιέχουν προσωπικούς κώδικες, οι οποίοι μπορούσαν να αποκρυπτογραφηθούν, τότε, από τους προνομιακούς «συνομιλητές» του) αλλά και στους λογοκριτές. Αυτό το διπλό φίλτρο οφείλει να γίνει κατανοητό από τον σημερινό αναγνώστη, η γραφή πρέπει να τεθεί υπό μια άλλου είδους βάσανο, για να ξετυλίξει όψεις της που ειδάλλως θα περάσουν απαρατήρητες. Αυτή η «δεύτερη» αφήγηση (πρώτη, χρονολογικά) έχει υποστεί την αυτολογοκρισία του εγκλεισμού. Ο βιαστικός αναγνώστης θα μπορούσε να συγκρίνει τα δύο κείμενα, τόσο μεταξύ τους όσο και με την, όποια, συσσωρευμένη πρότερη γνώση του περί του αντικειμένου, με τα πορίσματα της ιστορικής πειθαρχίας, ίσως, για να παράξει μια νέα γνώση. Όμως, η σύγκριση θα μπορούσε να αποβεί άγονη, να ξεστρατίσει εντέλει. Αν τοποθετήσουμε δίπλα δίπλα τις δύο (χρονολογικά, αλλά και ειδολογικά) διαφορετικές αφηγήσεις για την καθημερινότητα της εξορίας, θα διαπιστώσουμε, σχετικά εύκολα, ότι, ακόμα και στα σημεία που αφηγούνται τα ίδια περιστατικά, διαφέρουν. Προκύπτουν, λοιπόν, δύο ερωτήματα. Καταρχάς, πού οφείλεται αυτή η διαφορά; Είναι τα χρόνια που πέρασαν, και α-

πάλυναν τις κακουχίες του εκτοπισμού; Διότι, αν προσέξουμε, οι επιστολές περιγράφουν μια κατάσταση περισσότερο ζοφερή από το τωρινό μας απομνημόνευμα, παρά την (αυτο)λογοκρισία. Συγκεκριμένα, περιγράφουν τις ελλείψεις σε καθημερινά αγαθά και τις κακουχίες εκείνες οι οποίες είναι τόσο αυτονόητες και συνηθισμένες (για τον επιστολογράφο, αλλά και για τον λογοκριτή), ώστε να γράφονται δίχως δεύτερες σκέψεις. Είναι ευνόητο, βέβαια, ότι κάποια περιστατικά που βρίσκουμε στο απομνημόνευμα αποσιωπούνται: όχι μόνο επειδή οι επιστολές έχουν γραφτεί με τρόπο ώστε να περάσουν από τη λογοκρισία, αλλά και επειδή υφέρπει μια διάθεση εφησυχασμού των οικείων, ως προς τις συνθήκες διαβίωσης. Η σημαντικότερη διαφορά βρίσκεται, όμως, στη σκοπιά: το σύγχρονό μας απομνημόνευμα αποτελεί περισσότερο μια αποσπασματική αφήγηση ενηλικίωσης, έναν επιλεκτικό διάλογο με το παρελθόν. Η αφήγηση των επιστολών, αντίθετα, είναι ο έφηβος που προσπαθεί να καθησυχάσει, να πληροφορήσει, να συνεχίσει την επικοινωνία με το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Να χαλάσει, με λίγα λόγια, το σχέδιο του καθεστώτος, το οποίο ήταν η απομόνωση και η διακοπή του δεσμού με την προηγούμενη κοινωνική ένταξη του εκτοπισμένου. Αυτό βέβαια ισχύει για την Ικαρία, διότι στην περίπτωση της Μακρονήσου η ρήξη με το παρελθόν όφειλε να είναι κάθετη και μόνιμη. Όταν λέμε σκοπιά, εννοούμε μια διαφορετική διαλογική σχέση. Ο σημερινός Βάσος Κουτσογιαννόπουλος, αφηγούμενος σε διαφορετικούς αναγνώστες, ξαναγράφει εκείνα τα χρόνια, ο έφηβος Βάσος Κουτσογιαννόπουλος γράφοντας, τότε, στους οικείους του, κατά κάποιον τρόπο ενηλικιώνεται. Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει από τις δύο αφηγήσεις αφορά περισσότερο τον ιστορικό. Ποια από τις δύο είναι πιο «αληθής» ή πιο «έγκυρη»; Το ερώτημα αυτό, βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι άτοπο. Όχι μόνο γιατί προέρχεται από μια «παραδοσιακή», συμβαντολογική ιστοριογραφία, αλλά γιατί δεν αντιλαμβάνεται το ενιαίο του εγχειρήματος. Ο Κουτσογιαννόπουλος, διά της παράθεσης των δύο αφηγήσεων, εκ των πραγμάτων μας οδηγεί σε μια τρίτη, η οποία περιέχει και τις άλλες δύο. Και με αυτό τον τρόπο, έχει ήδη απαντήσει πριν τεθεί η ερώτηση. Ο ιστορικός, λοιπόν, που θα ενδιαφερόταν για τις συνθήκες της εξορίας, μελετώντας την πρώτη, θα έβρισκε μια αφήγηση συγχρονική των γεγονότων. Θα έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσει το όριο της αυτολογοκρισίας του έφηβου Κουτσογιαννόπουλου. Έπειτα, θα κατευθυνόταν στο απομνημόνευμα. Σε αυτό, παράλληλα με τις επιστολές, οι οποίες είχαν κάποτε μια πολύ συγκεκριμένη χρησιμότητα (κι έναν εκ των πραγμάτων περιορισμένο χώρο - μια κάρτα), περιέχονται «αδιόρατες» λεπτομέρειες, συμβάντα τα οποία προσπαθεί να διασώσει ο συγγραφέας, θεωρώντας ότι μιλά υποκειμενικά, πως αφηγείται μόνο τη δική του, προσωπική ιστορία. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι η μικροκοινωνία των εκτοπισμένων που μιλά. Κι εκεί ο ιστορικός θα έβρισκε κάτι πέραν του αληθούς των συμβάντων: ίχνη μιας πολιτισμικής κοινής, η οποία τείνει πια να εξαφανισθεί. Παρά τις περί του αντιθέτου μαρτυρίες, και η πολιτισμική κοινή της ικαριακής κοινωνίας τείνει να εξαφανισθεί πια κι αυτή. Τι θα μπορούσε να προστεθεί μετά από αυτές τις δύο αφηγήσεις; Εφόσον διαθέτουν μια αυτοτέλεια, θεωρήσαμε σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ λίγες πληροφορίες μόνο, για την Ικαρία της εποχής εκείνης. Γιατί στην Ικαρία «επιστρέφει», τελικά, κι ο ίδιος ο συγγραφέας, αφηγούμενος μάλιστα τις επιστροφές του, και το αντάμωμα με οικεία πρόσωπα και τόπους, αλλά κι επειδή για την Ικαρία λίγα έχουν γραφεί, σε αντίθεση με τη δεύτερη στάση της εξορίας του Κουτσογιαννόπουλου, την Μακρόνησο. Ας διαβαστούν, αυτές οι καταληκτήριες παράγραφοι, ως ένα συμπλήρωμα στην «οργάνωση της μνήμης», δηλαδή σ’ αυτό το ιδιότυπο ιντερλούδιο που θέτει ο πρώην εξόριστος μεταξύ των περιγραφών των δύο τόπων του εκτοπισμού του, παρατείνοντας έτσι, κατά κάποιον τρόπο, τη διαμονή της μνήμης του στην Ικαρία.

Το 1947-1948 υπολογίζεται ότι στην Ικαρία η αναλογία ντόπιων και εκτοπισμένων ήταν 3 προς 1. Οι εξόριστοι προσέγγιζαν με πολεμικά πλοία τα δύο λιμάνια του νησιού, τον Άγιο Κήρυκο και τον Εύδηλο, όπου διαμετακομίζονταν στην ξηρά με βάρκες και καΐκια, μιας που το νησί δεν διέθετε κατάλληλο λιμάνι για μεγάλα πλοία. Έπειτα, τους παραλάμβανε η χωροφυλακή, τους φακέλωνε και τους έστελνε σε διάφορα χωριά, όπου θα παρέμεναν. Όπως γίνεται ευνόητο, από την αναλογία εξορίστων και ικαριωτών, η διασπορά γινόταν στο σύνολο, σχεδόν, του νησιού, το οποίο ήταν πάντοτε αραιοκατοικημένο, αλλά μετά το μαζικό κύμα μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ, των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, πολλά οικήματα ήταν ακατοίκητα. Στο νησί δεν υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αλλού. Οι εξόριστοι καλούνταν να φροντίσουν μόνοι τους τα της κατοικίας τους, την οποία αποτελούσε συνήθως ένας στάβλος ή κάποιο εγκαταλελειμμένο οίκημα. Οι κάτοικοι τούς περιέθαλψαν και τους φιλοξένησαν στα σπίτια τους. Οι εξόριστοι, με τη σειρά τους, βοηθούσαν κι εκείνοι όπως μπορούσαν τους ανθρώπους του νησιού. Εργάζονταν κοντά τους, στα ζώα και τα κτήματα, αλλά οργάνωναν και θεατρικές παραστάσεις, μουσικές βραδιές, έψελναν στις εκκλησίες. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, «στον Ξυλοσύρτη βρίσκεται ο μοναδικός νερόμυλος της Ικαρίας με δύο καμάρες. Τον έχτισαν εξόριστοι. Στο Χρυσόστομο οι εξόριστοι έφτιαξαν το μόλο, στο δρόμο δίπλα στο γιαλό. Στο Μαυράτο επισκεύασαν τις πλύστρες. Στην Αράθουσα, ειδικοί μαστόροι κατάφεραν να φέρουν νερό στην κεντρική πλατεία. Στις Ράχες επισκεύασαν το δρόμο προς τον Αρμενιστή. Εξόριστος γεωπόνος, από τον Πόντο, ήταν εκείνος που έμαθε τους ντόπιους να καλλιεργούν πατάτες με νέα μέθοδο. Ήταν πολλοί οι εξόριστοι καθηγητές, οι δάσκαλοι που βοήθησαν τα παιδιά στο σχολείο. Που δίδαξαν μαθητές σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν είχαν πρόσβαση σε σχολεία. Που στήριξαν πολλούς μαθητές στην προετοιμασία τους για το πανεπιστήμιο». Η ανέφελη συμβίωση ικαριωτών και εξορίστων, η οποία προκαλεί ακόμα και σήμερα ευχάριστες αναμνήσεις και διαρκή προσκυνήματα, οφείλεται όχι βέβαια σε κάποια ιδιαίτερη


Η ΑΥΓΗ • 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

39

5

Αποδελτίωση ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ, Λεξικό αναμνήσεων, Εκδόσεις Μελάνι, σελ. 215

Παντελής Χανδρής, Χωρίς τίτλο, μικτή τεχνική

«ψυχοσύνθεση» των ικαριωτών, αλλά σε δύο στοιχεία, εκ των οποίων το δεύτερο συνήθως παραγνωρίζεται. Η απομόνωση και η απόσταση, σε συνδυασμό με το άγονο έδαφος του νησιού, διαμόρφωσε μια κοινωνική συνθήκη η οποία ανέκαθεν βασιζόταν στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της κοινότητας, την αλληλοβοήθεια, τον αντιπραγματισμό. Από την άλλη μεριά, όμως, το «περίκλειστο» της κοινότητας οδηγεί σε μια αποσιώπηση, όταν τα μέλη της έρχονται σε επαφή με τους «εκτός», των εσωτερικών διχασμών. Το ότι οι «κάτοικοι», γενικά, συνυπήρξαν με τους εξόριστους, είναι αληθές. Αποκρύβει, όμως, μια κρίσιμη, εσωτερική διαφοροποίηση. Διότι, μεταξύ των ικαριωτών υπήρχαν και αρκετοί αριστεροί. Οι οποίοι δεν συμβίωσαν, απλώς. Η Ικαρία δεν περίμενε την έλευση των εξορίστων, το 1946, για να γνωρίσει τις αριστερές ιδέες. Διέθετε, ήδη από τη δεκαετία του 1920, αριστερό κίνημα. Οι ιδέες, μάλιστα, δεν προήλθαν από την Αθήνα ή από κάποιο κοντινό νησί, αλλά από την Αμερική, μέσω επαναπατρισθέντων μεταναστών. Για την περίοδο που μας απασχολεί εδώ, οφείλουμε να πούμε λίγα πράγματα παραπάνω. Το καλοκαίρι του 1947, σε μυστική σύσκεψη στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Αγροτικού Κόμματος και της ΕΠΟΝ, συγκροτήθηκε διακομματική επιτροπή ως ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο του ικαριώτικου κινήματος και πάρθηκαν αποφάσεις, που αφορούσαν τις σχέσεις με τους εξόριστους, τη φύλαξη του παράνομου μηχανισμού και την έκδοση της παράνομης, πια, εφημερίδας του τοπικού ΕΑΜ, της «Νέας Ικαρίας». Λίγο αργότερα πάρθηκε η απόφαση για παθητική ένοπλη αυτοάμυνα, μια που η γεωγραφία αλλά και οι δυνάμεις του νησιού έκαναν τη δημιουργία αντάρτικου μια υπόθεση εξαρχής αποκλεισμένη. Οι αντάρτες της Ικαρίας βοήθησαν με τις παράνομες ορ-

γανώσεις του ΚΚΕ στην απόδραση εκατό περίπου εξορίστων, που έμειναν μαζί τους ή φυγαδεύτηκαν στην Αθήνα, στην Σάμο και αλλού. Κατόρθωναν, εξάλλου, με μικρά πλωτά μέσα να σπάζουν τον κλοιό των καταδρομικών και των αντιτορπιλικών και να διατηρούν τακτική επικοινωνία με την Σάμο και την Αθήνα. Κατάφεραν, μάλιστα, να μεταφέρουν ικαριώτες και εξόριστους στην Σάμο, για ένταξή τους στον εκεί Δημοκρατικό Στρατό, και πολλούς τραυματίες από την Σάμο για θεραπεία στην Ικαρία. Μετά την καταστροφή του Δημοκρατικού Στρατού στην Σάμο, ο κυβερνητικός στρατός ετοιμάστηκε να στραφεί κατά των ανταρτών της Ικαρίας, αφού προηγούμενα συνέλαβε όλους τους συγγενείς τους και συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους της ορεινής περιοχής σε παραθαλάσσια κέντρα. Ο γραμματέας της τοπικής κομματικής οργάνωσης Χρήστος Μαυρογιώργης, ενεργώντας αυτόβουλα, παράγγειλε τότε στους αντάρτες να παραδώσουν μεμονωμένα τον οπλισμό τους ως αυθορμήτως παρουσιασθέντες. Εννιά μαχητές του ΔΣ Ικαρίας αρνήθηκαν να παραδοθούν και παρέμειναν καταδιωκόμενοι στο νησί μέχρι το 1955. Ο Βάσος Κουτσογιαννόπουλος παραθέτει τα ονόματα των φυματικών εξόριστων που πέθαναν στο μοναστήρι του Μουντέ. Εμείς, ας κλείσουμε παραθέτοντας τα ονόματα αυτών των εννιά μαχητών που δεν παραδόθηκαν: οι Γιάννης Τσερμέγκας, Φίλιππος Μαυρίκης, Ευστράτιος Τσαμπής, Στέφανος Παπαγεωργάκης, Αντώνης Καλαμπόγιας, Κώστας Λίτσας, Δημήτρης Μπάφας, Χαράλαμπος Γκότζιος κατόρθωσαν να επιζήσουν και να καταφύγουν, τελικά, στις σοσιαλιστικές χώρες, ενώ ο Βασίλειος Φρουζές πήγε στον Βόλο απ’ όπου καταγόταν και δούλεψε στην παρανομία.

Η περιώνυμη δήλωση των Βουδιστών «itthattāyāti pajā nāti», δηλαδή «αυτός εδώ ο κόσμος δεν υφίσταται», με την οποία συμφωνεί, μεταξύ άλλων, και ο Ουάλας Στήβενς, διακηρύσσοντας, ότι «η πραγματικότητα είναι ένα κενό», φαίνεται ότι βρίσκεται στη βάση του διαβήματος του Γιώργου Χουλιάρα να γεμίσει κατεπειγόντως τη ζωή του, αλλά και τη δική μας με κάτι. Ο περιώνυμος φόβος του χαοτικού κενού των Ελεατών διαπερνά το κείμενο. Κι επειδή είμαστε αυτό ακριβώς, το οποίο τόσο πολύ επιθυμούμε, όπως διατείνεται ο Ζακ Λακάν, το κάτι μεγεθύνεται προοδευτικά - με εμφανώς καλώς συγκερασμένο τρόπο - σε λατρευτικό Άπαν. Ό, τι ακριβώς ο συγγραφέας τολμά να διανοηθεί να καταχωρίσει, οίκοθεν νοείται κατ’ οικονομίαν, στις διακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες του Λεξικού αναμνήσεων, υποδειγματικά φροντισμένου από τον μαιτρ του είδους, ποιητή Δημήτρη Καλοκύρη. Αν και μπορεί να διαβαστεί σαν λεξικό, το πρωτότυπο και εξόχως συναρπαστικό αυτό έργο συνιστά πρωτίστως ένα πολλαπλώς διευρυμένο, συνειδητά εξομολογητικό, ημιεπινοημένο Bildungsroman. Πλήρες σοφίας βίου, αναστοχαστικών εμπειριών και βεβαίως υποδόριου, ανατρεπτικού ενίοτε χιούμορ, όπως θα περίμενε εξ ορισμού ο έμπειρος αΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ ναγνώστης από τον πολυμήχανο, πολύπλαγκτο συγγραφέα, το παρόν βιβλίο συνιστά επιτομή της συγγραφικής πρότασης του Γιώργου Χουλιάρα, ο οποίος συγκαταλέγεται, ως γνωστόν, στους αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της πολυφωνικής γενιάς του ΄70. Στο βαθμό μάλιστα που «η ποίηση είναι η Μνήμη που γίνεται εικόνα και η εικόνα που μετατρέπεται σε φωνή», όπως μας υπενθυμίζει ο Οκτάβιο Πας, το Λεξικό αναμνήσεων απηχεί, και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό, την ποιητική διάρθρωση της ίδιας της ζωής του συγγραφέα. Αυτός ο έντονος αυτοβιογραφικός τόνος είναι άλλωστε που δίνει στο βιβλίο την ισχυρότερη δόση της αίγλης του. Και σε περίπτωση που η ανίατη ασθένεια του κόσμου, ήτοι η αδολεσχής αυτοαναφορικότητά του, ενδέχεται να τον οδηγήσει μαθηματικά στο λογικό πέρας του, το μέτρο του άλλου - αλλού Λόγου θα αντιστέκεται ως το τέλος. Και σ΄ αυτόν ακριβώς τον Λόγο συμμετέχει εμμέσως πλην σαφώς και το Λεξικό αναμνήσεων με όλη του τη ρηματική ρώμη. Ο ρηξικέλευθος συγγραφέας του, φρονώντας κι αυτός μαζί με τον Αρθούρο Σοπενχάουερ, ότι «αν η ανθρώπινη φύση δεν ήταν ποταπή, αλλά απόλυτα έντιμη, θα έπρεπε σε κάθε αντιπαράθεση να αποβλέπουμε μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας [...] η έμφυτη ματαιοδοξία μας, που είναι ιδιαίτερα εύθικτη όταν πρόκειται για τη νοητική μας ικανότητα, δεν επιτρέπει να δεχτούμε πως η αρχική μας τοποθέτηση ήταν εσφαλμένη και ότι η θέση του αντιπάλου μας ήταν σωστή», αφήνει συνεχώς περιθώρια υπονόμευσης κάθε πορίσματος, το οποίο ο αναγνώστης θα μπορούσε ενδεχομένως να εκλάβει ως δογματικό, ρατσιστικό, σεξιστικό, ανθρωποφοβικό κ.ο.κ. Ο Γ. Χουλιάρας δεν ξεχνά ποτέ δηλαδή ότι, όπως μουρμούριζε συχνά ένας χρονικογράφος, λίγους μόλις αιώνες πριν, «καθένας από μας οδηγεί τη σκέψη του μπροστά του, όπως βγάζει περίπατο τον δεμένο σε σχοινί πίθηκο. Όταν διαβάζεις, έχεις πάντα δύο τέτοιους πιθήκους: έναν δικό σου και έναν ξένο. Ή, ακόμα χειρότερα, έναν πίθηκο και μια ύαινα. Κανόνισε τι θα δώσεις να φάει ο ένας και ο άλλος. Γιατί η ύαινα δεν τρώει ό,τι ο πίθηκος...» (βλ. Μίλοραντ Πάβιτς, Το λεξικό των Χαζάρων, εκδόσεις Καστανιώτη). Εννοώ εδώ, περαίνοντας, ότι κατάλληλες προτάσεις τελούν σε εγρήγορση: η «υποκειμενική» θέση είναι πάντα έτοιμη να καταρρεύσει από έναν αμείλικτο σεισμό «αντικειμενικότητας». Από την άποψη αυτή, ο Γιώργος Χουλιάρας ανήκει στους αυθεντικότερους απογόνους των σοφιστών μας.


Η ΑΥΓΗ • 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

40

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

Για το «Ελληνικό» Κεφάλαιο Κριτική για ένα βιβλίο που δεν έχει γραφτεί ακόμη Ποιος από εμάς ξέρει την λίστα των μεγαλύτερων ελληνικών εταιριών; Ποιος γνωρίζει ποιος είναι ο τομέας με τον μεγαλύτερο τζίρο στην χώρα; κι ο όγκος της κίνησης κεφαλαίου προς τα Βαλκάνια την τελευταία εικοσαετία - και σε ποιους τομείς; Τι επενδυτικές «ανάγκες» καλύπτει η διάλυση θέσεων εργασίας στον χαλυβουργικό ή ναυπηγικό κλάδο; Πώς αναπτύχθηκε ο θεσμός του ΣΕΒ, και ποιοι υπήρξαν οι ιθύνοντες νόες του; ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Χρειαζόμαστε ένα ευσύνοπτο βιβλίο βασισμένο σε επιστημονική εργασία αλλά ανοιχτό σε ευρύτερο κοινό, που να απαντά σύντομα και κατατοπιστικά στα παραπάνω -και σε πολλά παρεμφερή- ερωτήματα. Ανάλογες μονογραφίες βέβαια υφίστανται - γραμμένες όμως στον αυστηρά τεχνικό λόγο της οικονομικής επιστήμης, και συχνά αναφερόμενες σε πολύ ειδικές όψεις της ελλαδικής κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης κι οργάνωσης. Όσα θα σημειωθούν παρακάτω αφορούν προφανώς μια μονογραφία που αρύεται από επιστημονική εργασία αλλά ανοίγεται στην ευρύτερη αναγνωστική κλίμακα ενός ειδοποιημένου κοινού. Το ερώτημα «Τι σημασία έχει η γνώση αυτή;» απαντάται εύκολα, και αυτό θα προσπαθήσω να υποδείξω στο παρόν άρθρο. Μία πρώτη υπόνοια για την επείγουσα σημασία ενός τέτοιου βιβλίου, αφορά βέβαια την σχεδόν ολοκληρωτική απουσία πολιτικών προς την κριτική του μεγάλου κεφαλαίου για την βασική του ευθύνη στην δημιουργία της κρίσης, και (άρα) την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου για την απάλυνση κάποιων εκ των συνεπειών της κρίσης. Οι επενδυτικές δραστηριότητες ήδη από τα προπολεμικά χρόνια, αλλά ειδικά από την δεκαετία του ‘60 και την ανάδειξη της παγκόσμιας πρωτοτυπίας για την χώρα (του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου με την γερακίσια, διεθνή του δραστηριοποίηση και την ωσεί μηδενική του φορολόγηση) έδειχναν προς την κατεύθυνση της γενικευμένης κρίσης - στην διαπλοκή τους με το κράτος και στην χρέωση του ελληνικού δημόσιου με την ιστορική λυπητερή: τον λογαριασμό μέρους του ρίσκου τους. Τούτο αφορά από ενδιαφέρουσες ‘λεπτομέρειες’, όπως το μονομερές σπάσιμο του εμπάργκο πετρελαίου από τα ‘ελληνικά’ τάνκερ του Εμπειρίκου, που άραζαν στο αποκλεισμένο διεθνώς λιμάνι του Durban στην Νότια Αφρική του ‘80, μέχρι στρατηγικά ολισθήματα όπως η στήριξη Χριστοδουλάκη στα εριοκλωστήρια Λαναρά, πριν ο τελευταίος πάρει τα λεφτά και τρέξει, αφήνοντας την Νάουσα έρημη, στη δεκαετία του ‘00. Και βέβαια άλλες, ων ουκ έστιν αριθμός.

Ένας Ερευνητικός Πολιτισμός Πολλές μελέτες λείπουν για την αυτοκατανόησή μας. Ας σημειωθεί και πάλι πως εδώ αναφερόμαστε σε «δημόσιο» επιστημονικογενή λόγο, κι άρα σε μονογραφίες με απεύθυνση εντός αλλά κι εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η σχετική με ένα θέμα σαν το κεφάλαιο γραμματεία δεν μπορεί να εξαντλείται σε ακραιφνώς οικονομικές μελέτες, κατανοητές στους ειδικούς του τομέα μόνο. Νομίζω, για αυτό τον λόγο, πως λίγα βιβλία λείπουν τόσο εμφατικά για τις ερευνητικές προθέσεις μας και τόσο ενδεικτικά για την κουλτούρα μας, όσο μια επίτομη Ιστορία του «Ελληνικού» Κεφαλαίου. Εμφατικά για τις προθέσεις μας, διότι η απουσία προσβάσιμου ερευνητικού έργου (επιστημονικά, αλλά και δημοσιογραφικά) δείχνει την αμηχανία μέρους του κοινού, ως προς την θεματική αυτή: μια αμηχανία που έχει κάποτε στοιχεία διπολισμού («θέλω να μάθω»/ «απεχθάνομαι να μάθω»). Κι ενδεικτικά για την κουλτούρα μας διότι, αν υποθέσουμε ότι προνομιακό πεδίο έρευνας με αριστερή/προοδευτική φορά είναι η κατάδειξη των κοινωνικών αντιθέσεων, με κορυφαία βέβαια την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία, τότε μάλλον είμαστε, οι περισσότεροι τέτοιοι ερευνητές, υπεύθυνοι για μεροληψία υπέρ του άλλου πόλου: της εργασίας, και a fortiori, της «κοινωνίας». Η μεροληψία

αυτή είναι αναμενόμενη - πολιτικά· αλλά είναι και προβληματική - ερευνητικά, όσον αφορά την παραγωγή και διάχυση γνώσης. Ας μου επιτραπεί εδώ ο ανθρωπολογικός νεολογισμός: «ο ερευνητικός πολιτισμός μας», που περιγράφει αυτή την κουλτούρα. Ο λόγος είναι πως η έλλειψη ακριβώς αυτή, αφήνει περιθώριο στην ανάπτυξη και την περαιτέρω αναπαραγωγή κυρίαρχων λόγων «του κεφαλαίου» για το κεφάλαιο. Η ιστορική, ιστοριογραφική κι εθνογραφική γραμματεία όψεων της οργανωμένης εργασίας, του συνδικαλισμού, αλλά κι άλλων κοινωνικών κινήσεων στην Ελλάδα, κατέδειξαν κι ανέλυσαν πολλαπλές πτυχές το (ας πούμε κάπως χονδροειδώς), ενός πόλου της μείζονος κοινωνικής αντίθεσης. Ειδικά στον τομέα της («δημόσιας») πολιτικής ιστορίας, υπήρξε πρόσφατα και μια σχετική υπογράμμιση της διάστασης ανταγωνισμών που (δεν) λύθηκαν με βίαια μέσα: μια επανεξέταση όψεων της Κατοχής, του Εμφυλίου, κοκ με έντονη δημόσια φορά κι αναφορά. Το ενδιαφέρον των ερευνητών εξαπλώθηκε στην τύχη του κόσμου της (οργανωμένης) εργασίας και της ριζοσπαστικής πολιτικής εντός κι εκτός συνόρων. Κι όλα τούτα υπήρξαν απαραίτητα κι ενδιαφέροντα. Εκ του αποτελέσματος, πάντως, αναρωτιέται κανείς, όταν υφίστανται όλες αυτές οι φωνές για τους «από [τα] κάτω», γιατί να βασιλεύει μια σχετική αναλυτική σιωπή (επαναλαμβάνω: στον σχετικά «δημόσιο» επιστημονικογενή λόγο) για το ελληνικό κεφάλαιο στην ευρεία του κλίμακα. Την στιγμή που υπάρχουν όλες τούτες οι διαστάσεις, ίσως να εμφιλοχωρεί αντιθετικά, μια διαπραγμάτευση του κεφαλαίου με όρους κατά μείζονα λόγο κάπως άδικα απλοποιητικούς. Τέτοιοι όροι, για την ερευνητική αδιαφορία, θα μπορούσαν να είναι πως, η κεφαλαιοκρατική τάξη (φαίνεται να) παρουσιάζεται: ως ένα ελάχιστο τμήμα της κοινωνίας που δεν ενδιαφέρει τους πολλούς· ως η (κύρια) πτέρυγα της οικονομίας, που έχει κοινά χαρακτηριστικά και διεκδικήσεις, κι άρα ως κάτι «μασίφ», ως μια μη-διαστρωματωμένη τάξη· ως η εκ των πραγμάτων μη τοπικοποιημένη κοινωνική ομάδα. Πολλές ενστάσεις τέτοιου τύπου εγείρονται, ενδεχομένως συγχέοντας το αναλυτικό με το αξιολογικό πεδίο.

Ένα Απαραίτητο Βιβλίο Αντί για μια γενναία προσέγγιση στην ανάπτυξη, εξέλιξη και διαστρωμάτωση του ελληνικού κεφαλαίου, έχουμε, στη δημόσια σφαίρα, την παραγωγή κυρίαρχου και μη-αναλυτικού λόγου γι αυτό. Βιογραφίες πλουσίων από socialites, συνδαιτυμόνες, συμβούλους και επίσημους φίλους, αλλά και κάποιες μελέτες με βιογραφική κλίμακα είναι τα περισσότερα απότοκα της σχετικής «δουλειάς» που διαθέτουμε, για την κατανόηση των ελλήνων κεφαλαιοκρατών. Τέτοιες εργασίες έχουν συχνά ηρωποιητική ή/και κουτσομπολίστικη διάσταση κι αναφορά, κι ορίζουν τμήμα της σχετικής «γραμματείας». Βρίσκονται βέβαια σε αχανή αντίστιξη με τον σχετικό υφιστάμενο επιστημονικό λόγο, που αποτελείται κυρίως από ακραιφνώς οικονομικές μελέτες: οι σχετικές μονογραφίες, οσοδήποτε ενδιαφέρουσες, συχνά αφορούν ένα ειδικότερο κοινό, ίσως εξοικειωμένο με την ορολογία των οικονομικών, κι αναφέρονται σε ειδικότερες εκφάνσεις κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης του τόπου. Ανάμεσα στον «δημόσιο» παραπάνω «λόγο» και στον εξειδικευμένο οικονομικό λόγο λοιπόν, φαίνεται πως υπάρχει μεγάλος χώρος για ενδιαφέρουσες τομές. Ο χρόνος για τις τομές αυτές είναι επίσης καίριος, στην -εμπεδωμένη πλέον- κρίση. Η κεντρική και κυρίαρχη έννοια της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και ήδη από την δεκαετία του ‘90 ήταν, βέβαια, η «Ανάπτυξη». Ο εκσυγχρονισμός την διήγειρε και ενθάρρυνε, αλλά και ανδρώθηκε πολιτικά γύρω της και πολιτιστικά πάνω της. Ο εκσυγχρονισμός έγινε, θα λέγαμε, η θεσμική έκφραση της έννοιας «Ανάπτυξη», και το εκπολιτιστικό (με την έννοια του acculturation) πρόταγμα για την οργάνωση κι εμπέδωσή της. Η Ανάπτυξη των σομόν σελίδων του Βήματος και της Καθημερινής, στο πλαίσιό του, έγινε με ροπή καινούρια και διαφορετική από την παλαιά κεφαλαιοκρατία που συνδέθηκε με το όραμα και την δράση της Δεξιάς, κι ιδίως της καραμανλικής της έκφρασης. Στον εκσυγχρονισμό είδαμε την, σχεδόν μετασοσιαλιστι-

Γιώργος Λάππας, Κεφάλι, κόκκινο ύφασμα και μέταλλο, 1991

κού τύπου (αναπτυσσόμενη παράλληλα κι αντίστοιχα με διαδικασίες εκπλουτισμού στην Ανατολική Ευρώπη), γένεση μιας νέας τάξης nouveaux riches, που είδαν την κορύφωσή τους στην Ολυμπιάδα: ανδρώθηκαν γύρω από το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, τις επικοινωνίες, τα μέσα ενημέρωσης, και -βέβαια- την εργολαβία. Το λεξιλόγιό μας εμπλουτίστηκε με λέξεις όπως: Μπόμπολας, Μυτιληναίος και Βωβός - και, λίγο πριν, Κόκκαλης. Παρόμοια, ο πολιτικός μας πολιτισμός θα εμπλουτίζεται συνέχεια με ανάλογες μορφές και δραστηριότητες: κι έχει σημασία εδώ κι η απόσταση μεταξύ ερευνητικών και «καθημερινών» ενδιαφερόντων στην Ελλάδα σήμερα. Μάρτυρας αυτής της απόστασης είναι η διάχυτη ημιδημόσια κουβέντα για την τύχη και τις επιλογές των Ελλήνων καπιταλιστών: από ταβέρνες και ταξί μέχρι τις παρυφές των δελτίων ειδήσεων, το τι κάνουν «οι πλούσιοι» ή «οι δυνατοί» αποτελεί, στους ιθαγενείς λόγους περί κρίσης, μόνιμη επωδό. Κάπως παιγνιωδώς, θα παρατηρούσαμε πως διακρίνει κανείς εδώ, στον ερευνητικό πολιτισμό μας, μια κατά Herzfeld πολιτισμική μυχιότητα: είναι καίρια η απόσταση μεταξύ αυτών που γράφουμε κι εκείνων που βλέπουμε και συζητάμε - μεταξύ όσων υποστηρίζουμε ως επιστήμονες (ή, λιγότερο, ερευνητές δημοσιογράφοι) κι όσων μας απασχολούν καθημερινά. Οι τύχες του ελληνικού κεφαλαίου δεν είναι βέβαια ακριβώς leit motif σε λαϊκούς συνεστιασμούς· είναι όμως μια συχνή παρουσία στην ιδιωτική ζωή των Ελλήνων - και δη την περίοδο του ιστορικά συμπυκνωμένου χρόνου που ζούμε: την περίοδο της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, λείπει μια μονογραφία γενικής αναφοράς, που να εξηγεί σε ένα ευρύτερο κοινό ζητήματα όπως την σύγχρονη οργάνωση του κεφαλαιοκρατικού φαινομένου στον ελλαδικό χώρο από έλληνες επενδυτές, την κίνηση κεφαλαίου από επενδύσεις Ελλήνων στο εξωτερικό, κοκ. Ειδικά το δεύτερο είναι απαραίτητο για την κατανόηση ευρύτερων διαδικασιών σε διεθνή κλίμακα, αν σκεφτούμε την βασική ιδιότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Γι αυτούς κι άλλους τέτοιους λόγους, δίπλα στις επιμέρους μονογραφίες που συζητούν ειδικότερες σε χρόνο ή τόπο όψεις του φαινομένου, το άγραφο ακόμη βιβλίο Σύντομη Ιστορία του «Ελληνικού» Κεφαλαίου, θα ήταν απαραίτητο για την βιβλιοθήκη κάθε κοινωνικού επιστήμονα σήμερα. Ο τίτλος είναι βέβαια αμήχανος, όσο το κεφάλαιο «δεν έχει πατρίδα» - αλλά με την ίδια λογική, θα προβλέπαμε πως το βιβλίο δεν θα ενδιέφερε μόνο το ελληνικό κοινό.

Ο Θοδωρής Ρακόπουλος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος. Εργάζεται ως ερευνητής στο πρόγραμμα Human Economy (Πανεπιστήμιο της Πρετόρια)


Η ΑΥΓΗ • 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

(Με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, των Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου, εκδόσεις ΚΨΜ)

7

22 διακυβεύματα

Καθώς συμπληρώνονται πλέον τέσσερα χρόνια εφαρμογής αυστηρής μνημονιακής πολιτικής από τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις, η αίσθηση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού είναι ότι η πολιτική αυτή είναι μια κοινωνικά άδικη και αδιέξοδη, αφού οι αιματηρές θυσίες του κόσμου της μισθωτής εργασίας δεν εγγράφουν καμιά υποθήκη για έξοδο από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης . Η αντίθεση στη μνημονιακή πολιτική μέσω της

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΑΛΛΙΑΝΟΥ εκλογικής προτίμησης στα κόμματα της αριστεράς συνιστά πλέον ένα πλειοψηφικό και εν δυνάμει ηγεμονικό ρεύμα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας του 2014. Από την άλλη μεριά, η πολιτική αντίθεση της πλειοψηφίας της κοινωνίας στα μνημόνια με τη συνακόλουθη δημοσκοπική άνθηση της αριστεράς δεν συνοδεύεται από μια αντίστοιχη προσχώρηση του κόσμου της εργασίας στις απόψεις και θεωρίες που προβάλλουν τα κόμματα της αριστεράς σχετικά με την κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα, στα πρόθυρα μιας πρωτόγνωρης πολιτικής ανατροπής, η πλειοψηφία της κοινωνίας αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα της κρίσης μέσα από ένα κράμα δοξασιών που εν πολλοίς είναι συμβατές, με την αφήγηση των δημοσιολόγων των ιδιωτικών καναλιών. Σύμφωνα με αυτές τις δοξασίες, η ελληνική κρίση δεν είναι προϊόν των ακραία νεοφιλελεύθερων λογικών διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας, αλλά μάλλον το αποτέλεσμα μιας στρέβλωσης που συνίστατο κυρίως στο ότι ένα διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό επί δεκαετίες πλούτιζε με αθέμιτα μέσα εις βάρος των ταμείων του δημοσίου, προέβαινε σε αθρόες ρουσφετολογικές προσλήψεις στο δημόσιο, δημιουργώντας ένα υπερδιογκωμένο και δυσλειτουργικό δημόσιο τομέα, καλλιεργούσε σχέσεις διαπλοκής με τους ιδιώτες μεγαλοεργολάβους - προμηθευτές του δημοσίου, κ.λπ. Τα απανωτά σκάνδαλα που σκάνε τα τελευταία χρόνια, από το Βατοπέδι μέχρι τις μίζες των εξοπλιστικών και τις προμήθειες της Siemens, είναι εδώ για να πιστοποιήσουν το μέγεθος της αναξιοπιστίας του πολιτικού προσωπικού και την έκταση της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος. Αντίστοιχα, οι εφαρμοζόμενες μνημονιακές πολιτικές γίνονται αντιληπτές όχι από την άποψη της δημιουργίας των προϋποθέσεων ανάκαμψης του συνολικού κύκλου της καπιταλιστικής κερδοφορίας, αλλά μάλλον ως αδιέξοδες πολιτικές που επιβάλλονται στην προοπτική της συνειδητής φτωχοποίησης της χώρας με σκοπό την υφαρπαγή του δημόσιου πλούτους της από τους δανειστές της. Και πάλι τα καθημερινά σήριαλ των «υποχωρήσεων των κυβερνητικών υπουργών απέναντι στις απαιτήσεις των τροϊκανών» είναι εδώ για να πιστοποιήσουν το αληθοφανές και αυτού του ερμηνευτικού σχήματος. Βέβαια, αυτός ο τρόπος κατανόησης της

Ζάφος Ξαγοράρης, Χωρίς τίτλο, ακρυλικό σε καμβά, 2003

κρίσης και της ασκούμενης σήμερα πολιτικής δεν είναι εντελώς ξένος με τις ιδέες που αναπτύσσονται στους κόλπους της αριστεράς, και μάλιστα από τη διαπίστωση αυτή δεν εξαιρείται καμιά συνιστώσα της. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ιδίως σε μια συγκυρία όπου προσεγγίζουν την αριστερά κοινωνικές ομάδες που έζησαν επί χρόνια υπό την ιδεολογική κυριαρχία του εθνικισμού και των άλλων ιδεολογικών υποσυνόλων του αστισμού, που αισθάνονται επιφυλάξεις ή ακόμα και εχθρότητα απέναντι στο αξιακό φορτίο της αριστερής ιδεολογίας. Σε κάθε περίπτωση, τα κόμματα της αριστεράς δεν χωρίζονται από την κοινωνία με σινικά τείχη: ακόμα και τα πιο συντηρητικά και αντιδραστικά ιδεολογικά ρεύματα, κατάλληλα καμουφλαρισμένα, βρίσκουν τον τρόπο να διεισδύσουν στις γραμμές. Πρέπει πάντως να πούμε ότι από αυτή την άποψη τα πράγματα δεν είναι όπως ήταν στα πρώτα βήματα της μνημονιακής εποχής. Θα ήταν μεγάλο λάθος να μηδενίσουμε το έργο που έχει γίνει. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν η αριστερά και κυρίως ο Σύριζα, συναντήθηκε με τον κόσμο της εργασίας σε χιλιάδες εκδηλώσεις -συζητήσεις ακόμα και στο πιο απομονωμένο σημείο της χώρας, προβάλλοντας τις δικές της θέσεις απέναντι στον κυρίαρχο μνημονιακό λόγο: α) η κρίση που μαστίζει την κοινωνία είναι κατά βάση ευρωπαϊκή, αφορά τον τρόπο που χτίστηκε ο υπερεθνικός σχηματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) η εφαρμοζόμενη πολιτική των μνημονίων χρησιμοποιεί το δημόσιο χρέος ως εργαλείο για την προώθηση μεταρρυθμίσεων που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας καθώς μετατοπίζουν τις ισορροπίες των ταξικών συσχετισμών όχι υπέρ κάποιων ξένων κέντρων, αλλά υπέρ του κεφαλαίου συνολικά. Αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, μέσα από τις εμπειρίες και τους αγώνες τους , συνειδητοποιούν πλέον ότι έχουν απέναντί τους

ένα σύστημα ταξικής εξουσίας απέναντι στο οποίο μπορούν να αντιπαραθέσουν μόνο τη δική τους ταξική αλληλεγγύη. Σ’ αυτόν τον κοπιώδη αλλά και κρίσιμο αγώνα για την αμφισβήτηση από τη μεριά της αριστεράς και της κοινωνίας όλων εκείνων των «αυταπόδεικτων» επιχειρημάτων που προβάλλονται από τα ΜΜΕ και τους καθεστωτικούς διανοούμενους ως αίτια της ελληνικής κρίσης, για την κατάκτηση επομένως μιας ηγεμονίας της αριστεράς και στο επίπεδο των ιδεών, πέρα από αυτό της εκλογικής επιρροής, ήταν ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή του βιβλίου «22 πράγματα που μας λένε για την κρίση και δεν είναι έτσι» (εκδόσεις ΚΨΜ) των Χ. Λάσκου και Ε. Τσακαλώτου, που κυκλοφόρησε λίγο μετά τις εκλογές του 2012 και που πρόσφατα γνώρισε μια δεύτερη έκδοση. Οι Λάσκος και Τσακαλώτος χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, ανασκευάζουν ένα προς ένα, μια σειρά από κοινότοπα και «αυταπόδεικτα» mainstream επιχειρήματα σχετικά με την ελληνική κοινωνία και τη σημερινή κρίση. Όπως εξηγούν, πρόκειται στην ουσία για επιλεκτικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας που εστιάζουν σε κάποιες δευτερεύουσες όψεις της προκειμένου να προβάλουν ως αυταπόδεικτη την ανάγκη υποστήριξης του «εκσυγχρονιστικού» πολιτικού σχεδίου που επιχειρήθηκε την περίοδο πρωθυπουργίας Σημίτη με τη γνωστή άδοξη κατάληξη. Σταχυολογούμε μερικά από αυτά, προχωρώντας σε κάποιες θεμιτές ομαδοποιήσεις: Η ελληνική κοινωνία είναι μια υπανάπτυκτη οικονομικά και τεχνολογικά κοινωνία, με μηδενική σχεδόν βιομηχανική παραγωγή, και ανύπαρκτη εργατική τάξη, που καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει. Η περίοδος της μεταπολίτευσης ήταν καταστροφική για τη χώρα λόγω του ότι στα χρόνια αυτά κυριάρχησε η αριστερή ιδεολογία, υπό τη σκέπη της οποίας αναπτύχθηκαν οι συντεχνίες, και καλλιεργήθηκε μια κουλ-

41 τούρα διάχυτης βίας και ανομίας. Παράλληλα, στο διάστημα αυτό αποκαλύφθηκε όλο το μέγεθος της διαφθοράς και της κακοδαιμονίας του δημόσιου τομέα που συνθλίβει την όποια καινοτόμο επενδυτική πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα. Όλες αυτές οι προφανείς διαπιστώσεις δικαιολογούν και συμπυκνώνονται στο γνωστό εμβληματικό χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως της τελευταίας σοβιετικής δημοκρατίας, που αποτελεί και το σημείο συνάντησης των νεοφιλελεύθερων κάθε απόχρωσης, από τους πρωτοπόρους του πασοκικού εκσυγχρονισμού μέχρι τους «ασυμβίβαστους» οικονομικούς αναλυτές της Καθημερινής και του Σκάι. Έχει όμως κάποια αξία το να ασχολείται κανείς με τη συστηματική αποδόμηση μιας επιχειρηματολογίας που εμφανώς δεν έχει καμιά γείωση στην πραγματικότητα, μνημονιακή ή προμνημονιακή, όπως πχ αυτή που αντιλαμβάνεται την Ελλάδα ως την τελευταία σοβιετική δημοκρατία; Οι Λάσκος και Τσακαλώτος θεωρούν ότι το εγχείρημα αυτό έχει αξία, όχι μόνο γιατί συμβάλει στην αποκάλυψη της θεωρητικής ένδειας και της ιδεολογικής τύφλωσης όλων εκείνων που βλέπουν τα μνημόνια σαν «μια θαυμάσια ευκαιρία», αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: Η ανάλυση και του πλέον έωλου «εκσυγχρονιστικού» επιχειρήματος είναι η «πύλη» για την αποκάλυψη του πραγματικού διακυβεύματος. Πίσω από το επιχείρημα ότι η μέγιστη κακοδαιμονία της ελληνικής κοινωνίας είναι οι συντεχνίες διακρίνουμε το πολιτικό στοίχημα της ακύρωσης του συνδικαλισμού ως θεσμού συλλογικής διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης, αλλά και ως θεσμού που δυνητικά περιορίζει την εργοδοτική αυθαιρεσία. Διακρίνουμε ακόμα την απόπειρα εμπέδωσης της λογικής της ατομικής διαπραγμάτευσης ως της μόνης συμβατής με το νεοφιλελευθερισμό του «προσωπικού κεφαλαίου» και της «ατομικής ευθύνης» που καταλήγει στην ουσιαστική ακύρωση του εργατικού δικαίου. Πίσω από την ηθικολογική καταγγελία «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε», διακρίνουμε τους ευσεβείς πόθους εμπέδωσης ενός προτύπου λιτοδίαιτου και πειθαρχημένου εργαζόμενου, απαλλαγμένου από τα ανορθολογικά και «διονυσιακά» στοιχεία που χαρακτήριζαν πάντα το νοτιοευρωπαίο εργάτη, κατ’ αναλογία προς το προτεσταντικό ιδεώδες του παραγωγικού εργαζόμενου των σημερινών διαμορφωτών της γερμανικής οικονομικής πολιτικής. Η ειρωνεία είναι ότι πίσω από τους οικτιρμούς για την «τελευταία σοβιετική δημοκρατία» μπορούμε να διακρίνουμε την προσκόλληση σ’ ένα κοινωνικό πρότυπο οργάνωσης του κράτους και της κοινωνίας που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα μετασοβιετικά καθεστώτα του 21ου αιώνα. Με δεδομένες τις διαφαινόμενες τάσεις σε σχέση με την πειστικότητα των προτεινόμενων πολιτικών λύσεων από τους εκσυγχρονιστές μας, μπορούμε επίσης να προβλέψουμε ότι αργά ή γρήγορα στον κατάλογο των χαμένων ευκαιριών για την ευόδωση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, θα προσθέσουν και αυτή της διετίας 2012-2014.

Ο Χρήστος Βαλλιάνος είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού Θέσεις


Η ΑΥΓΗ 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

42

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

Πόσο δημόσια είναι η δημόσια τέχνη; Οι συζητήσεις για την δημόσια τέχνη που διοργανώθηκαν από τους Οργανισμούς Rethinking Athens και NEON, οι οποίες έχουν αναλάβει τις αναπλάσεις της οδού Πανεπιστημίου και του Εθνικού κήπου αντίστοιχα, φέρνουν στο προσκήνιο ένα σημαντικό ζήτημα: Πόσο δημόσια είναι η δημόσια τέχνη από την στιγμή που δεν γίνεται καμία αναφορά στα χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου, ούτε εντοπίζονται τα στοιχεία που διαχωρίζουν την δηΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΜΠΟΛΩΝΑΚΗ

μόσια από την ημι-δημόσια τέχνη των γκαλερί και των μουσείων; Εσκεμμένα ή όχι, σε κάθε σχετική συζήτηση ή δημοσίευμα εξυμνείται ο κοινωνικός της ρόλος χωρίς, ωστόσο, να τίθενται τα ζητήματα για τα οποία επικρίνεται, ιδιαίτερα, για την εμπλοκή της με τον αστικό εξωραϊσμό που απασχολεί σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την σχετική βιβλιογραφία της. Στην Ελλάδα επικρατεί η γενικευμένη πεποίθηση ότι δημόσια είναι κάθε μορφή τέχνης που οικειοποιείται τον υπαίθριο χώρο των πόλεων με σκοπό να δημιουργήσει ελκυστικές τοποθεσίες και να οργανώσει δρώμενα με έμφαση την αναψυχή (πχ. Αθήνα by Art, Cow Parade, Yarn Bombing κτλ). Αυτό προϊδεάζει για την αντίληψη της πόλης σαν βιτρίνα και του πολίτη σαν επισκέπτη που απολαμβάνει την τέχνη στο χρόνο της ανάπαυλάς του. Με άλλα λόγια, η δημόσια τέχνη λειτούργει μέσα στις συνθήκες διαβίωσης, εργασίας, κατανάλωσης, και ανάπαυλας (Don Mitchell, 2000). Ωστόσο, όσο υπάρχει φτώχεια και όσο διευρύνεται το χάσμα σε όσους έχουν δουλειά και όσους δεν έχουν, δημιουργούνται καθημερινά νέοι τύποι πολιτών. Οι άστεγοι, οι διαμαρτυρόμενοι, οι «αλήτες» (αλκοολικοί η ναρκομανείς) και οι μετανάστες. Αυτές οι κατηγορίες πολιτών ταυτίζονται με μια πόλη που είναι συνώνυμη της ασχήμιας, του χάους, της ανέχειας και της αναρχίας. Είναι προφανές, ότι το μοντέλο αναγέννησης με βάση την δημόσια τέχνη επιχειρεί την ίδια διάκριση ανάμεσα στην «υψηλή» και την «χαμηλή» κουλτούρα του 19ου αιώνα που γυρίζει την πόλη σε παλαιότερες εποχές γεμάτες ελιτίστικη πνευματική αυτοπεποίθηση και γενναιόδωρη ηθική ανωτερότητα (F. Mort, 1996). Από το 1967 που η δημόσια τέχνη αναβαθμίστηκε στον αγγλοσαξονικό κόσμο σε Public Art με κεφαλαία γράμματα (John Willet, 1967) και κατοχυρώθηκε στις ΗΠΑ μέσα από την νόμο του ποσοστού για την τέχνη (Percent of Arts -το 1% της κατασκευαστικής δαπάνης των δημοσίων έργων χορηγείται σε έργα ή παρεμβάσεις της τέχνης), η τέχνη δέθηκε στο άρμα της αστικής αναγέννησης. Αυτή η επινόηση εφαρμόζεται πιστά από το 1980 στις χώρες που ακολουθούν την νεοφιλελεύθερη στρατηγική, η οποία θέλει την μετατροπή των κέντρων στις πόλεις σε πεδίο οικονομικής δραστηριότητας. Στο πλαίσιο αυτό, τα έργα και τα δρώμενα της τέχνης στον δημόσιο χώρο ακολουθούν τις αρχές της προσφοράς και της ζήτησης. Με άλλα λόγια αξιοποιούνται με οικονομικούς και όχι πολιτιστικούς όρους. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα Πρώτο Θέμα αναφέρει: «μεγάλη μερίδα των πολιτών δείχνουν πόσο θέλει η Αθήνα να μεταμορφωθεί σε μια πόλη που θα προσελκύσει εικαστικό τουρισμό» (Ηλιάνα Φωκιανάκη 20/2/2014). Η τέχνη μετατρέπεται, δηλαδή, σε ένα αντικείμενο εμπορικών πιέσεων

που περιορίζει αν όχι αναστέλλει το συστατικό ρόλο της δημόσιας τέχνης ως πολιτικού λόγου στη ζωή της δημοκρατίας. Από την στιγμή μάλιστα, που ο αστικός εξευγενισμός (που έχει επικρατήσει να αποκαλείται gentrification), προωθεί την απαλλοτρίωση και την αλλαγή χρήσης γης με σκοπό την οικονομική οξοποίηση, και από την στιγμή που πίσω από τις διαδικασίες αυτές βρίσκεται συνήθως το κτηματο- μεσιτικό και εργολαβικό κεφάλαιο (Μουκούλης Π. 2007), η δημόσια τέχνη δημιουργεί χωροταξικές ζώνες μεταξύ αποδεκτών από μη αποδεκτών, κατάλληλων και ακατάλληλών, λειτουργικών και χαοτικών περιοχών μέσα στην πόλη (Zukin S., 1995). Με αυτόν τον τρόπο, νομιμοποιούνται ή περιθωριοποιούνται οι τοποθεσίες της πόλης και αποσυνδέονται, απομονώνονται ή εκτοπίζονται διάφορες κοινωνικές ομάδες. Για παράδειγμα, στο βιβλίο Evictions: Art and Spatial Politics (1996), η ιστορικός και κριτικός τέχνης Rosalyn Deutsche αναφέρεται εκτενέστατα στον εκτοπισμό των αστέγων και περιθωριακών από το Battery Park City, το οποίο σχεδιάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με κύριο στόχο την μετατροπή της περιοχής του Lower Manhattan στην Νέα Υόρκη σε μια ιδανική τοποθεσία για τα υψηλόβαθμα στελέχη του χρηματιστικού κεφαλαίου. Για το ίδιο θέμα το περιοδικό Art in America αναφέρει: «η αστική ανάπλαση του East Village θα μπορούσε να αναγνωστεί ως ένα επεισόδιο της ακίνητης περιουσίας της Νέας Υόρκης που με την συμμετοχή των καλλιτεχνών στην πολιτική της αστικής αναζωογόνησης ώθησε στην εξάλειψη και της τελευταίας παραγκούπολης του Lower Manhattan» (C.McCormick & W. Robinson, Art in America, 1982). Με άλλα λόγια, η συμμετοχή της τέχνης στην αισθητοποίηση και την φεστιβαλοποίηση των πόλεων δεν μπορεί να θεωρηθεί μια επιλογή χωρίς πολιτικό περιεχόμενο. Κάθε συζήτηση για την δημόσια τέχνη αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας. Κάθε παρέμβαση των εικαστικών τεχνών στην πόλη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «δημόσια» εάν το έργο δεν προκαλεί μια διαπραγμάτευση μεταξύ όλων των διαφορετικών κοινωνικών ταυτοτήτων. Ούτε μπορούμε να εξαγγέλλουμε τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης αν δεν υπάρχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πρόσβασης των καλλιτεχνών στις γειτονιές, στα σχολεία και τα γκέτο. Δημόσια τέχνη σημαίνει πολιτική τέχνη από την στιγμή που ο δημόσιος χώρος συνιστά ένα φυσικό έδαφος πάνω στο οποίο οικοδομείται η κοινωνία. Ο δημόσιος χώρος είναι το αποτέλεσμα των πολιτισμικών, οικονομικών και πολιτικών διεργασιών της κοινωνίας. Είναι η ελληνική αγορά και το ρωμαϊκό φόρουμ όπου η κοινωνική ζύμωση, διαμάχη ή σύγκρουση μπορούν να αναδυθούν. Η τέχνη στην πόλη θα πρέπει να συμβολίζει την ένταξη και την κοινωνική αλληλεγγύη και όχι τον αποκλεισμό, τον εξαναγκασμό ή τα ιδιωτικά συμφέροντα. Μια πραγματική δημόσια τέχνη προϋποθέτει την ενεργό διάδραση των καλλιτεχνών με την κοινωνία, αλλά και την ελεύθερη πρόσβαση της κοινωνίας στις δεξιότητες και την γνώση που προσφέρει η τέχνη, έτσι ώστε αυτή να είναι σε θέση να λειτουργεί σαν ένα δημοκρατικό μέσον για τους πολίτες και την έκφραση των ιδανικών τους.

Η Στέλλα Μπολωνάκη είναι εικαστικός

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

Τοπική Αυτοδιοίκηση Μαριάννα Ψύλλα: Θεσμικές και κοινωνικές λειτουργίες της αυτοδιοίκησης Σπύρος Τζόκας: Ένας πυλώνας λαϊκής εξουσίας Ηλίας Νικολόπουλος: Σύνταγμα και Αυτοδιοίκηση Ηλίας Γεωργαντάς: Για μια νέα τοπολογία της τοπικής Αυτοδιοίκησης

ΑΦΙΕΡ

ΩΜΑ

Θόδωρος Γκοτσόπουλος: Αυτοδιοίκηση σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση Βασίλης Βαρβιτσιώτης: Αυτοδιοίκηση και ευρωπαϊκή πραγματικότητα Αντώνης Μωϋσίδης, Αικατερίνη Ντάφλου: Κοινωνική πολιτική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην εποχή της Κρίσης

Κορίτσι που το θυμάται

Η ζωγράφος του μήνα Η ζωγράφος του Απριλίου είναι η Ηρώ Νικοπούλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1990-1995)ζωγραφική με δασκάλους το Νίκο Κεσανλή και το Δημήτρη Μυταρά και σκηνογραφία με δάσκαλο το Γιώργο Ζιάκα. Συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, όπως «Τα εγκαίνια Έκθεσης Τέχνης ΟΣΕ» (1994), η «Έκθεση βιβλίου», στο Ζάππειο (1995), η «Bringing the Children back home»,ΟΗΕ, «Τhe Netherlands Red Cross», στο Άμστερνταμ, και «ο Μήνας Εικαστικών Τεχνών», στην Τεχνόπολη, και η «Cheap Art»(2001), η «1η Διαβαλκανική Έκθεση Σύγχρονης Μικρογραφικής Τέχνης Μινιατούρας», στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη (2002), η «Η Ανθρώπινη Φιγούρα στην Τέχνη» και η «Art Az», στην Τεχνόπολη, στο Γκάζι (2010). Έχε παρουσιάσει το έργο της σε οκτώ ατομικές εκθέσεις, στον Ελληνογαλλικό Σύνδεσμο (1994), στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού (1995), στην Αίθουσα Τέχνης Αστρολάβος (1996), στην «Ορυκτών Πνεύμα», στο ΕΜΠ και στις «Εικόνες του ρευστού κόσμου, στον «Φούρνο», στην Αθήνα (1997), στην Αίθουσα Τέχνης Τσίλερ, στην Αίγινα (1999), στην Αίθουσα Τέχνης της Ερμούπολης, στη Σύρο (2010) και στην «Δωμάτια-Ένοικοι-Ανοίγματα», στην Γκαλερί «ΠεριΤεχνών ΙΙ», στην Αθήνα(2014). Η Νικοπούλου διαπνέεται από μια ποιητική ματιά του κόσμου όπου το εσωτερικό περιεχόμενο της εικόνας συναντά το νόημα της λεζάντας και ο χρωστήρας τη γραφίδα. Χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά όπως μελάνια και μεικτές τεχνικές πάνω σε χαρτί ή σε ξύλο, λάδια και ακρυλικά πάνω σε καμβά, κολάζ σε τελάρα. Πλάθει τις αχνές και όμως πάντα αναγνωρίσιμες καθώς και τις ρεαλιστικές φιγούρες της σε έναν χώρο καλά δομημένο με χρώματα και με σχήματα. Ενσωματώνει στη γραφή της μορφές αρχαϊκές και διαφορετικά ιδιώματα του φωβισμού και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, του σουπρεματισμού, του κυβισμού, του φωτορεαλισμού και του υπερρεαλισμού. Δημιουργεί έργα διττά, όπως η «διασταύρωση» που προβάλλει ως ένα κοκκινόμαυρο σταυρό και είναι ταυτόχρονα ένα κοινό σταυροδρόμι ή η «κόκκινη κλωστή» που κρατά και από την οποία κρατιέται ένα μικρό κορίτσι, ο «Τροχός» που συγκροτείται από ανθρώπινα σώματα και θυμίζει μέσα στη ρυθμικότητά του αναπαραστάσεις τελετουργικών χορών. Μεταδίδει στο θεατή με τη ματιέρα της και συχνά με τον τρόπο των παλαιών δασκάλων τις διάφανες αξίες των υφασμάτων. Το βλέπουμε καθαρά στην «Έκρηξη του νυφικού» και στο ποτισμένο με φως, λευκό ένδυμα που η γυμνή, γυναικεία φιγούρα με κόπο βαστά ψηλά, ως προσωποποιημένο και αφόρητο άχθος του θεσμού του γάμου. Το βλέπουμε στο «Μικρό κορίτσι μπροστά σε μεγάλο» που ποζάρει σε μια στάση καθιερωμένη και στυλιζαρισμένη όπως τα παιδιά του Βελάσκεθ και του Γκόγια και ανατρέπει με το τρομερά ευθύ, ρεαλιστικά αποτυπωμένο βλέμμα των μικρών παιδιών. Μας μεταφέρει με την πυκνή, αφαιρετική και δεικτική συνάμα γλώσσα της τη δύναμη αλλά και την τρωτότητα της γυναικείας ύπαρξης- από τα μικρά της χρόνια- κι αναζητά μέσα από συγκεκριμένες αναφορές στην ιστορία της τέχνης νέους δρόμους έκφρασης. ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.