A11973

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΕΥΧΟΣ 593

13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

Τοπική αυτοδιοίκηση

ΑΦΙΕΡΩΜΑ επιμέλεια Άλκ ης Ρήγος

Πολιτικές και Θεσμικές Λειτουργίες

Περί αυτοδιοικητικών και τοπικότητας Σε λίγες μέρες καλούμαστε να εκλέξουμε νέα αυτοδιοικητικά σχήματα τόσο για την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση (325Δήμοι) όσο και για τις 13 Περιφέρειες όλης της Ελληνικής Επικράτειας για μια διάρκεια πέντε ετών. Η εκλογική ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΨΥΛΛΑ

αυτή διαδικασία όσο και η όλη κατάσταση έντονης κοινωνικό-οικονομικής όσο και πολιτισμικής κρίσης την οποίαν όλοι μας βιώνουμε, μας οδηγεί σε έναν προβληματισμό σχετικά με το ρόλο και τη σημασία της τοπικότητας, της δυναμικής των ομάδων που δρουν και λειτουργούν στην μικροκλίμακα του τοπικού αλλά και της οργάνωσης της θεσμοθετημένης μορφής της δηλαδή την αυτοδιοίκηση. Τίθενται ζητήματα που σχετίζονται με τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, τη συνοχή των κοινωνικών ομάδων, το αίσθημα της αλληλεγγύης, τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ζητήματα που αφορούν την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας όσον αφορά την ανάπτυξη συμμετοχικών διαδικασιών, όπως και του αισθήματος της συνυπευθυνότητας καθώς και της οικειότητας στην καθημερινότητα μας. Η έννοια του χώρου στην τοπική του διάσταση ενέχει πολλαπλά ζητήματα και παρουσιάζει ιδιαιτερότητες όσον αφορά τη διερεύνησή του. Διαπιστώνεται ότι ο δημόσιος χώρος γίνεται αντιληπτός ως βιωμένος χώρος που καταγράφεται διαμέσου των πρακτικών, των πολιτικών και της δυναμικής των σχέσεων. Η αναζήτηση του προβληματισμού σχετικά με την ιδιαιτερότητα της τοπικής διάστασης του χώρου προσφέρει τη δυνατότητα ν’ αναλογιστούμε πάνω στο τοπικό και στον επαναπροσδιορισμό των θεσμών και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του. Οι σημερινές συνθήκες απαιτούν πολύ περισσότερο να ασχοληθούμε με τα αυτοδιοικητικά και ότι αφορά την τοπικότητα, μιας που οι ίδιες οι οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, όπως και η νέα κατάσταση που ευελπιστούμε να διαμορφωθεί ενόψει της τριπλής εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου, θέτει ενώπιον μας το χρέος να γνωρίζουμε για να σταθούμε στο ύψος των συνθηκών και των απαιτήσεων μιας γνήσιας δημοκρατικής αντιμετώπισης, κατάσταση που η τοπικότητα ευνοεί λόγω των

Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση της Νέλλης Ανδρικοπούλου, «Η ζαλάδα των χρωμάτων, Η σαγήνη της γραμμής», που οργάνωσε το ΜΙΕΤ, στο Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγ. Κωνσταντίνου 20 & Μενάνδρου. Μέχρι 29 Απριλίου.

ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει, με έμφαση στο στοιχείο της εγγύτητας και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Το σημερινό πολιτικό, νομοθετικό και συνταγματικό πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης εγείρει ζητήματα σχετικά με την εκ νέου ρύθμιση του. Η αναμόρφωση της διοικητικής οργάνωσης της χώρας με έμφαση στην αυτοδιοίκηση αλλά και στο κράτος ευρύτερα, στη βάση του «Καλλικράτη», που τέθηκε σε ισχύ από την 1ην Ιανουαρίου 2011, απαιτεί στα δύο και πλέον χρόνια λειτουργίας του, μια επανεξέταση και επανατοποθέτηση στην κατεύθυνση πάντα της ουσιαστικοποίησης της δημοκρατίας προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Η οικονομική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στους Δήμους με μείωση περίπου 60% των πόρων τους, έχει οδηγήσει νευραλγικούς τομείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως αυτόν της κοινωνικής πολιτικής, των σχολείων, του πολιτισμού και του αθλητισμού, σε ένα πολύ ανησυχητικό επίπεδο. Δεν μπορούμε όμως παράλληλα να μην αναφερθούμε στις πολύ αξιόλογες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και εθελοντισμού που αναπτύχθηκαν σε τοπικό επίπεδο αυτόνομα, σε κάποιες λίγες περιπτώσεις και με τη συνδρομή των δήμων, που αποτελούν δείγμα του τρόπου δράσης των τοπικών κοινωνιών όταν δημιουργούνται συνθήκες κρίσης. Η αντίδραση στην κρίση έχει αναδείξει αξιόλογες κινήσεις αυτοοργάνωσης και κινηματικής δράσης εκεί όπου η οργανωμένη εξουσία αδυνατεί να ανταποκριθεί, είναι η δύναμη της αυτοοργάνωσης που εμφανίζεται να είναι σε θέση να απαντήσει και μάλιστα με δραστικά και πολλές φορές σωτήρια μέσα. Η Ευρώπη από την άλλη εμφανίζεται να παρέχει σε επίπεδο νομικό- διοικητικής ρύθμισης σημαντικές δυνατότητες κυρίως σε επίπεδο οργάνωσης των Περιφερειών (βλέπε Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών). Μένει στα ίδια τα κράτη-μέλη και πιο συγκεκριμένα στις τοπικές αυτοδιοικήσεις των χωρών με την απαραίτητη συνδρομή των ίδιων των τοπικών κοινωνιών, δηλαδή των πολιτών, να αναλάβουν πρωτοβουλίες ενεργοποιώντας τη δημοκρατία στην μικροκλίμακα και προσφέροντας νέους τρόπους δράσης και οργάνωσης του πολιτικού, συνδυαστικά με την τοπική εξουσία και τους πολίτες. Η παραπάνω προβληματική, διατυπώνει ερωτήματα που αναφέρονται στη μορφή διακυβέρνησης σχετικά με τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών σε τοπικό επίπεδο και κατά συνέπεια στο θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ από την άλλη διερευνώνται οι τρόποι δράσης εκ μέρους των πολιτών είτε αυτοί εκλαμβάνονται ως μεμονωμένα άτομα, είτε ως μέλη συλλογικών οντοτήτων. Η προσέγγιση αυτή μας δίνει την ευκαιρία αλληλοσύνδεσης των δύο παραπάνω συνιστωσών με στόχο την εκ νέου διατύπωση της λειτουργίας του δημόσιου χώρου στο τοπικό πλαίσιο, όπου η πολιτική παρέμβαση συνιστά τον κινητήριο μοχλό για την αλλαγή της ίδιας της θεώρησης της πολιτικής και κατά συνέπεια των μορφών πολιτικής δράσης. Το τοπικό γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργό όχι μόνον στη θεσμοθετημένη του μορφή αλλά και στην καθαρά κοινωνική του

Ζευγάρι, Μελάνι σε χαρτί, 35,3 × 18 εκ. Συλλογή ΜΙΕΤ

διάσταση, μέσω των ποικίλων μορφών παρέμβασης που ενεργοποιούν ζητήματα κοινωνικού ελέγχου και μηχανισμούς διαφάνειας και λογοδοσίας. Η διάσταση της μικροκλίμακας (πληθυσμιακή, χωρική), η έννοια της εγγύτητας στο χώρο καθώς και η οργάνωση της διακυβέρνησής του(θεσμοί τοπικής αυτοδιοίκησης) σημασιοδοτούν το τοπικό και αποκεντρωμένο, έναντι του εθνικού και ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ


26 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

συγκεντρωτικού στοιχείου. Ο M. Roncayolo τονίζει ότι το τοπικό «δεν εκφράζεται πρωτίστως από τη σύνδεση του σ’ έναν ιδιαίτερο τόπο αλλά δηλώνεται κυρίως ως σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους»1. M’ αυτόν τον τρόπο ο δημόσιος χώρος στην τοπική του διάσταση, επαναπροσδιορίζεται κάτω από τη δυναμική του διαλόγου και των διαβουλεύσεων, που είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης και ειδικότερα των δήμων θα πρέπει να είναι ουσιαστικός στην κατεύθυνση αυτή. Οι τοπικές αρχές έχουν χρέος να εξασφαλίσουν τη νομιμοποίηση όλων των κοινωνικών καινοτομιών και πρωτοβουλιών με όρους που σχετίζονται με την αναγνώρισή τους, την υποστήριξή τους και τη διαπραγμάτευσή τους. Είναι γεγονός ότι η τοπική διακυβέρνηση εμφανίζεται από αυτήν την άποψη, ως ο ρυθμιστικός παράγοντας της λειτουργίας του δημόσιου χώρου στο τοπικό επίπεδο2. Το σημείο επαφής ανάμεσα στο δήμο και τους πολίτες, θα πρέπει να λειτουργεί έτσι, ώστε η επικοινωνία ανάμεσα τους να παίρνει μια μορφή δημοκρατική, ν’ ανοίγει τους διαύλους, δηλαδή τις κατάλληλες διόδους που θα ενεργοποιήσουν με διαφάνεια και διάλογο, την επικοινωνία ανάμεσα στη δημοτική αρχή και το ποικιλόμορφο σώμα των δημοτών. Επισημαίνεται με αυτόν τον τρόπο, η ιδιαίτερη φύση του τοπικού, για τη θεώρηση της λειτουργίας του δημόσιου χώρου, εφόσον η μικροκλίμακα δίνει μια σχετική ευχέρεια για τη συγκεκριμενοποίηση πρακτικών και πολιτικών, ενώ παράλληλα ζητήματα που αναφέρονται στην διάρθρωση που εκδηλώνεται ανάμεσα στην επικοινωνία, τον κοινωνικό δεσμό και την εδαφικότητα βρίσκουν έκφραση κατεξοχήν στην τοπικότητα. Στα πλαίσια αυτά η επικοινωνιακή πολιτική του δήμου, οι σχέσεις που αναπτύσσει η τοπική πολιτική εξουσία με τις διάφορες ομάδες που δρουν στο χώρο και σε τελευταία ανάλυση, ο προσδιορισμός των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι δηλωτική της εικόνας που παρουσιάζει ο δημόσιος χώρος στο πλαίσιο της τοπικότητας. Γίνεται έτσι αντιληπτός ο καθοριστικός ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης ως ρυθμιστή και συντονιστή των δημόσιων πολιτικών αλλά και ως παράγοντα ενίσχυσης και προώθησης τοπικών πρωτοβουλιών. Ο κοινωνικός δεσμός ενδυναμώνεται και ενισχύεται σημαντικά με τη βοήθεια των κατευθύνσεων και των υποστηρίξεων που προωθεί η δημοτική αρχή. Παράλληλα το άτομο-πολίτης, πρέπει να έχει τη δυνατότητα έκφρασης αλλά συγχρόνως να έχει και την επιθυμία για την υλοποίηση αυτής της έκφρασης και η επιθυμία είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει τη γνώση και τη χρησιμότητα μιας δημόσιας παρέμβασης. Το σημαντικό είναι να λειτουργήσουν τέτοια μέσα και δομές, ώστε οι άνθρωποι να μη μένουν μόνοι με τα προβλήματα τους χωρίς να μιλούν γι’ αυτά. Αν τα προβλήματα παραμένουν απομονωμένα, αν δεν καθοδηγούνται από μια συλλογική θέληση, όλο και πιο συνειδητή, δεν πρόκειται ποτέ ν’ επιλυθούν. Δεν αρκεί μόνο η γνώση και η κατανόηση των προβλημάτων, είναι αναγκαίο να υπάρχει επίσης και η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, καθώς επίσης και η ανάπτυξη της δυνατότητας άσκησης ελέγχου. Ο πολίτης και οι δημόσιες αρχές είναι οι πρωταγωνιστές της ενδυνάμωσης του κοινωνικού δεσμού στον τοπικό χώρο, κυρίως με τη βοήθεια των εργαλείων που μπορεί να παρέχει η επικοινωνία στην δράση και την πρακτική μέσα στην καθημερινότητα3. Από αυτήν την άποψη η τοπική επικοινωνία θα πρέπει να λειτουργήσει ως ο ενεργοποιητικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην κοινωνική σύνδεση. Η δυναμική του φαινομένου θεωρεί την ίδια την επικοινωνία ως κοινωνική σχέση που εξελίσσεται διαρκώς στο μέτρο των σχετικών κινήσεων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Στην κατεύθυνση αυτή έρχεται να προστεθεί στην επικοινωνία-πληροφόρηση και ο θεμελιώδης ρόλος της επιμόρφωσης ο οποίος λειτουργεί και ως παράγοντας κοινωνικής ενσωμάτωσης συνδυάζοντας πολιτιστική πολιτική με μορφές κοινωνικής πολιτικής. Η ικανοποιητική επικοινωνία προϋποθέτει ότι ο πολίτης είναι ταυτόχρονα καλός δέκτης και καλός πομπός. Η μετάδοση επικοινωνίας-πληροφόρησης, εξαρτάται από ένα ορισμένο επίπεδο καλλιέργειας, καθώς και από μια ορισμένη συναίσθηση υπευθυνότητας. Η επικοινωνία είναι ανάγκη ν’ αποκτήσει μια παιδαγωγική διάσταση, με στόχο τη συλλογική ευαισθητοποίηση και την ανάπτυξη της συναίσθησης της ευθύνης του ατόμου. Μόνον μέσα από μια τέτοια διάσταση, όπου η παιδεία, ο πολιτισμός, η επικοινωνία, θα συνυπάρξουν για να καταστήσουν εφικτή τη διεύρυνση του πεδίου παρέμβασης, η τοπικότητα καθώς και οι φορείς της, φορείς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης καθώς και οι πολίτες, θα δράσουν από κοινού με στόχο την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας.

Η Μαριάννα Ψύλλα διδάσκει Πολιτική Επικοινωνία και Ανάλυση του Πολιτικού Λόγου, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο 1

Μ. Roncayolo, La ville et ses territoires, Folio-Essais, Gallimard, Paris, 1990 I.Pailliart (επιμ.) Les territoires de la communication, PUG, 1993 3 Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του δημόσιου χώρου ως πρακτική, ενός δημόσιου χώρου που βιώνεται από τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή βλ. M.de Certeau, Επινοώντας την Καθημερινή Πρακτική (η Πολύτροπη Τέχνη του Πράττειν), Σμίλη, Αθήνα, 2010 2

Η ΑΥΓΗ • 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

2

Θεμελιώδεις αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης Οι ανθρώπινες κοινότητες αποτελούν κοινωνικά κύτταρα με πρωτογενή εξουσία, η οποία εκφράζεται μέσα από συμμετοχικές δομές αυτοδιεύθυνσης των τοπικών υποθέσεων. Η κατοχή πρωτογενούς εξουσίας διαφοροποιεί ποιοτικά την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση από τις αντιπροσωπευτικές δομές δημοκρατίας και συνεπώς αυτή η ιδιότητά της θα πρέπει να είναι αναπαλλοτρίωτη. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται και τον ρητό νομικό ή και συνταγματικό ακόμη προσδιορισμό της χωρικής κλίμακας στην οποία αναπτύσσεται η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση ώστε να εκφράζονται με πολιτικά αυθεντικό τρόπο αυτές οι πρωτογενείς εξουσίες. Η αυτοδιοίκηση σε όλες τις βαθμίδες δομείται θεσμικά με τρόπο τέτοιο που να αναδεικνύεται η αξία της συλλογικής ευθύνης αντί της προσωποκεντρικής εξουσίας. Η πρωτογενής εξουσία της κοινότητας επί των αιρετών επισφραγίζεται με το δικαίωμά της να τους ανακαλεί μέσω δημοψηφισματικών διαδικασιών (recall referenda). Οι συμμετοχικοί θεσμοί αποτελούν θεμελιώδες γνώρισμα της αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού και κατά συνέπεια αποτελούν αναπόσπαστο και δομικό συστατικό μέρος της θεσμικής και πολιτικής τους λειτουργίας. Οι θεσμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν τις λαϊκές συνελεύσεις και τα τοπικά δημοψηφίσματα, αλλά και ενδιάμεσους θεσμούς πολιτικής καινοτομίας, όπως η τοπική λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, η πλατιά τοπική διαβούλευση και ο θεσμός των διερευνητικών επιτροπών. Ενεργοποίηση και αξιοποίηση της δυνατότητας που χορηγεί το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος για την, κατόπιν εξουσιοδότησης προς την αυτοδιοίκηση, έκδοση κανονιστικών πράξεων που αφορούν θέματα τοπικού ενδιαφέροντος. Η δυνατότητα αυτή μπορεί κάλλιστα να συνδυασθεί με το θεσμό της τοπικής λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Η δομή της αυτοδιοίκησης θα πρέπει να σέβεται και να αντανακλά με πολιτικά ορθολογικό τρόπο τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ πόλης και υπαίθρου (η οποία από τον «Καποδίστρια» και μετά έχει χαθεί εντελώς). Απόρροια αυτού είναι ότι ο πρώτος βαθμός αυτοδιοίκησης θα πρέπει να διαφοροποιείται ανάλογα με τα φυσικά χαρακτηριστικά τού χώρου στον οποίο αφορά. Ο δεύτερος (ή και τρίτος - αν υπάρξει συνταγματική αναθεώρηση) βαθμός αυτοδιοίκησης δεν συνιστά πολιτική βαθμίδα με πρωτογενή εξουσία και παρεμβάλλεται ανάμεσα στην τοπική αυτοδιοίκηση και την κεντρική εξουσία προκειμένου να επιτυγχάνονται οι απαραίτητοι εξορθολογισμοί στο γενικότερο επίπεδο της χωρικής διάρθρωσης του κράτους. Οι βαθμίδες αυτοδιοίκησης συναρθρώνονται δομικά με τις κεντρικές πολιτικές κατά το σχεδιασμό της

κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Ο επιμερισμός των ρόλων και των ευθυνών γίνεται στη βάση της αρχής της επικουρικότητας. Οι βαθμίδες αυτοδιοίκησης αποτελούν οργανικά υποκείμενα του χωρικού προγραμματισμού. Η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικού κράτους και αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι σαφής, εύληπτη και σταθερή, και να μην μπορεί να μεταβληθεί με την έκδοση απλών υπουργικών αποφάσεων. Επίσης, οι αποκλειστικές αρμοδιότητες της αυτοδιοίκησης θα πρέπει να ορισθούν, να διακριθούν και να κατοχυρωθούν πλήρως με τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο. Το φορολογικό σύστημα και η δημοσιονομική πολιτική περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος κι ένα πολιτικό συμβόλαιο μεταξύ κεντρικού κράτους και αυτοδιοίκησης σχετικά με τον επιμερισμό εσόδων και δαπανών ανάμεσα στις διάφορες χωρικές κλίμακες. Η αυτοδιοίκηση επωμίζεται την αποστολή του απρόσκοπτου και κοινωνικά δίκαιου εφοδιασμού της κοινότητας με τοπικά δημόσια αγαθά. Τα θεμελιώδη, στρατηγικού χαρακτήρα, δημόσια αγαθά (παιδεία, υγεία κ.λπ.) παρέχονται από το κεντρικό κράτος ή τις αποκεντρωμένες δομές του. Νόμος κατοχυρώνει ότι για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην αυτοδιοίκηση πρέπει να προηγείται η μεταφορά των απαιτούμενων χρηματοδοτικών πόρων.1 Οι ανώτατες ελεγκτικές αρχές (π.χ. Ελεγκτικό Συνέδριο) ασκούν δικαίωμα αρνησικυρίας για κάθε αρμοδιότητα που το κεντρικό κράτος μεταβιβάζει στην αυτοδιοίκηση σε περίπτωση που δεν μεταβιβάζει ταυτόχρονα και τους πόρους που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση της επίδικης αρμοδιότητας. Ένα τμήμα του τοπικού προϋπολογισμού στους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ (μικρό στην αρχή, μεγαλύτερο αργότερα) αποδίδεται στην κοινότητα και καταρτίζεται με αμιγώς συμμετοχικές διαδικασίες. Η αναλυτική εκτέλεση του ετήσιου τοπικού προϋπολογισμού δημοσιεύεται στο διαδίκτυο και υποβάλλεται σε απολογιστικό κοινωνικό έλεγχο. Το κεντρικό κράτος είναι υποχρεωμένο να στηρίζει και να ενισχύει τους οργανισμούς που σκοπό έχουν την παροχή τεχνογνωσίας και τη γενικότερη ερευνητική στήριξη της αυτοδιοίκησης. Από τις επεξεργασίες της επιτροπής για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, της Ομάδας Εργασίας για το «Πολιτικό Σύστημα και την αναθεώρηση του Συντάγματος», που με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε την Άνοιξη του 2013

Μητέρα και παιδί, 1943, Επιχρωματισμένος γύψος, 42 × 14,5 × 15,5 εκ. Συλλογή ΜΙΕΤ


Η ΑΥΓΗ • 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

3

27

Η Αυτοδιοίκηση μπροστά στον καθρέφτη Σε λίγες μόλις εβδομάδες, οι Ευρωπαίοι πολίτες θα κληθούν για μια ακόμη φορά να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα, εκλέγοντας τους αντιπροσώπους που θα απαρτίσουν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, η προσεχής εκλογική διαδικασία θα λάβει χώρα μέσα σε ένα κλίμα έντονης αβεβαιότητας και ανησυχίας αναφορικά με το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών. Απόρροια της υφιστάμενης ευρωπαϊκής πραγματικότητας συνιστά η γενικευμένη αμφισβήτηση τόσο απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και φορείς όσο και απέναντι στις εθνικές κυβερνήσεις και τις τοπικές διοικήσεις που αποτελούν την πλησιέστερη εξουσία προς τον πολίτη. Η τρέχουσα οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία όπως αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο συνιστά κρίΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ

ση δομών, αξιών και αρχών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ενέχει τέτοιες συνέπειες για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα των λαών της Ευρώπης, ώστε να εγείρονται ερωτηματικά για το κατά πόσον οι υφιστάμενες πολιτικές που υιοθετούνται είναι ικανές να αντιστρέψουν το κλίμα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης και της ευημερίας, όχι μόνο των αριθμών αλλά και των λαών της Γηραιάς Ηπείρου. Η διεξαγωγή των εκλογών για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο ωστόσο, συμπίπτει στη χώρα μας με τις εκλογές για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών αρχών. Το γεγονός αυτό συνειρμικά, ανασύρει στην επιφάνεια ζητήματα που σχετίζονται με την πορεία της ευρωπαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης και του ρόλου της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, καθώς και τις νέες προκλήσεις και μετασχηματισμούς που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση τις επόμενες δεκαετίες. Η υφιστάμενη ευρωπαϊκή πραγματικότητα λοιπόν, διαμορφώνει νέα πεδία δράσης και νέες προτεραιότητες για την ευρωπαϊκή τοπική αυτοδιοίκηση, οι βασικοί φορείς της οποίας, όπως είναι η Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών, βρίσκονται στη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης πολιτικών στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (Στις 3 Μαρτίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την τελική πρόταση για τη στρατηγική Ευρώπη 2020, οι προτεραιότητες και οι στόχοι της οποίας συμφωνήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του ίδιου έτους). Η στρατηγική αυτή η οποία πριμοδοτεί νέα μοντέλα ανάπτυξης, επενδύοντας ταυτόχρονα στην πολιτική και κοινωνική συνοχή, καλείται να αντιμετωπίσει τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, τις έντονες δημογραφικές αλλαγές που τείνουν στη συρρίκνωση του νεότερου πληθυσμού, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ψηφιακό αναλφαβητισμό, την αναγκαιότητα για παροχή ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών, τις περιβαλλοντικές αλλαγές, την επιτακτική ανάγκη για αύξηση της πραγματικής οικονομίας και την ενίσχυση της καινοτομίας. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών, θεωρούν ως απαραίτητη προϋπόθεση την ενίσχυση του ρόλου τους ως εκπροσώπων των περιφερειακών και τοπικών αρχών, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της εμπλοκής τους στη διαδικασία όχι μόνο γνωμοδότησης αλλά ελέγχου και υλοποίησης των πολιτικών που έχουν δρομολογηθεί. Η παραπάνω αξίωση των ευρωπαϊκών φορέων εδράζεται στο γεγονός πως, οι αυτοδιοικητικές αρχές κάθε κράτους-μέλους είναι σε θέση να γνωρίζουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες, με αποτέλεσμα να τις αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, γεγονός που τους επιτρέπει να συμβάλλουν στην άμβλυνση των αναπτυξιακών κενών κάθε περιφέρειας. Με γνώμονα συνεπώς την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών, εθνικών, περιφερειακών και τοπικών διοικήσεων, πρότειναν και πέτυχαν τη διαμόρφωση ενός Συμφώνου Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών (Ιούνιος 2010), το οποίο κινείται σε δύο άξονες: Αφενός στον

Το ξύλινο αλογάκι, 1954, Τέμπερα σε χαρτόνι, 50,5 × 34,6 εκ. Ανήκει στην καλλιτέχνιδα © για τη φωτογραφία: Ιωάννα Μωραΐτη

έλεγχο και στην εφαρμογή των σχεδιαζόμενων πολιτικών και αφετέρου στη διασφάλιση της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των φορέων υλοποίησής τους. Από τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η υφιστάμενη κοινωνική ευρωπαϊκή πραγματικότητα έχει επηρεάσει καταλυτικά τις δομές και τις λειτουργίες ενός συστήματος το οποίο προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του και να ανακτήσει τα ερείσματά του στη συνείδηση των λαών της Ευρώπης. Η προσπάθεια των φορέων της ευρωπαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Το ερώτημα συνεπώς που προκύπτει, εν όψει και των επερχόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών στη χώρα μας, είναι κατά πόσον η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα, να προσδιορίσει εκ νέου τη θέση της στον ευρωπαϊκό αυτοδιοικητικό χάρτη και να εκμεταλλευτεί τα σύγχρονα εργαλεία προκειμένου να μετέχει ισάξια με τις αυτοδιοικήσεις των υπολοίπων κρατών-μελών στο σχεδιασμό και την υλοποίηση στρατηγικών πολιτικών. Το παραπάνω ερώτημα δε θα μπορούσε φυσικά να εξαντληθεί στην περιορισμένη έκταση του συγκεκριμένου άρθρου. Αυτό το οποίο μπορεί ωστόσο να επιχειρηθεί, είναι κάποιες βασικές επισημάνσεις αναφορικά με την υφιστάμενη πραγματικότητα της ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης η οποία αποτελεί απόρροια του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η εφαρμογή του προγράμματος «Καλλικράτης» το οποίο βρίσκεται σε ισχύ εδώ και τρία περίπου χρόνια, συνέπεσε με μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Την περίοδο αυτή, το ελληνικό δημόσιο εξοικονόμησε περίπου 3.5 δισεκατομμύρια ευρώ από τους πόρους της αυτοδιοίκησης, μειώνοντας ταυτόχρονα περίπου 30% τις αντίστοιχες επιχορηγήσεις. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει όπως είναι φυσικό το όλο εγχείρημα, χωρίς ωστόσο να σημαίνει πως η μείωση των οικονομικών μεγεθών των φο-

ρέων της αυτοδιοίκησης συνιστούν το μείζον πρόβλημα της λειτουργίας τους. Και αυτό γιατί, πέραν της έλλειψης πόρων για την υλοποίηση της πρόσφατης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας στο χώρο της αυτοδιοίκησης, τα κριτήρια με τα οποία σχεδιάστηκε, επικοινωνήθηκε και εφαρμόζεται το πρόγραμμα «Καλλικράτης» το καθιστούν στα βασικά του σημεία ελλιπές και ανεπαρκές. Αρκεί να σημειώσουμε πως, τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του προγράμματος, το κεντρικό κράτος, οι περιφέρειες και οι τοπικές διοικήσεις δεν έχουν βρει το βηματισμό τους αναφορικά με τις συνέργειες και συνεργασίες που επιβάλλονται μεταξύ όλων των βαθμίδων της διοίκησης σχετικα με τη χάραξη και την υλοποίηση πολιτικών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του 1ου Τακτικού Συνεδρίου Περιφερειών (Αθήνα 14-15 Φεβρουαρίου 2013), δεν έχει ακόμη προβλεφθεί ο ρόλος των περιφερειών αναφορικά με το σχεδιασμό και την εφαρμογή συγχρηματοδοτούμενων επιχειρησιακών προγραμμάτων για την περίοδο 2014-2020 καθώς και η δυνατότητά τους να μετέχουν στο χωροταξικό σχεδιασμό και στον αναπτυξιακό προγραμματισμό μέσω της έκδοσης κανονιστικών πράξεων για την περιφερειακή ανάπτυξη. Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν ωστόσο κάτι πολύ βαθύτερο από απλές αστοχίες κατά το σχεδιασμό. Καταδεικνύουν την κουλτούρα ενός συγκεντρωτικού κράτους με μειωμένα αντανακλαστικά διακυβέρνησης και συνεπώς ισχνή διαβούλευση μεταξύ των φορέων της διοίκησης. Καταδεικνύουν ακόμη την κουλτούρα ενός διοικητικού μηχανισμού που θεωρεί το κράτος «λάφυρο» στα χέρια μιας διοικητικής ελίτ, η οποία ανίκανη να παρακολουθήσει τις αλλαγές που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, στέκεται αδρανής και φοβική απέναντι στις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες, με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της διατήρησης ενός πελατειακού μηχανισμού ο οποίος αποτελεί και το μοναδικό σημείο αναφοράς της. Σε αντίθεση με την ελληνική πραγματικότητα και υπό το βάρος των ραγδαίων αλλαγών που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και έχουν επηρεάσει καταλυτικά τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι φορείς της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης φαίνεται πως συνιστούν για τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη το στοίχημα της επόμενης ημέρας. Το αναπτυξιακό εργαλείο που θα αποτελέσει το βασικό συντελεστή σχεδιασμού και υλοποίησης των στρατηγικών πολιτικών. Και αυτό γιατί οι αυτοδιοικητικές αρχές της Ευρώπης, είναι σε θέση να γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε περιφέρειας, γεγονός που τους επιτρέπει να συμβάλλουν με άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην αναπτυξιακή τους προοπτική. Το ευρωπαϊκό αυτό στοίχημα ωστόσο, θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα και για την ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το όχημα της χώρας μας για έξοδο από την υφιστάμενη πραγματική οικονομική, πολιτική και κοινωνική ύφεση των τελευταίων δεκαετιών.

Ο Βασίλης Βαρβιτσιώτης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου

Φασισμός ή Δημοκρατία; H Πινακοθήκη Γρηγοριάδη και οι «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής σας προσκαλούν στη διάλεξη του αναπληρωτή καθηγητή της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων Στέφανου Δημητρίου Τετάρτη 16 Απριλίου στις 8.00 μμ. Μαρίνου Αντύπα 18, Νέο Ηράκλειο, στάση ΗΣΑΠ, 210 - 2719744


28

Η ΑΥΓΗ • 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Για μια νέα τοπολογία της εξουσίας Όταν ένα κράτος συρθεί στη διακεκαυμένη ζώνη του διεθνούς πτωχευτικού «δικαίου», οι πιστωτές του, υπεραμυνόμενοι των προσόδων που τους εξασφαλίζει το κράτος που τόσο μισούν αλλά ταυτόχρονα λατρεύουν, θα ενεργήσουν με τρόπο που θα κλονίσει συθέμελα το γενικότερο σύστημα εξουσίας του δοκιμαζόμενου κράτους. Όσο όμως τυφλή είναι η ιδιοτέλεια του αστικού ανθρώπου άλλο τόσο απρόβλεπτες είναι οι πολιτικά ανεμπρόθετες συνέπειες των πράξεών του άπαξ και αυτές εισέλθουν στην, ακόμη πιο διακεκαυμένη, ζώνη της κοινωνικής ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ

διαλεκτικής. Η κρίση, κατεξοχήν διαλεκτικό μέγεθος, έφερε στο προσκήνιο χρόνια αιτήματα της κοινωνίας που παρέμεναν (και παραμένουν) ανικανοποίητα. Υπό την έννοια αυτή τους δομικούς μετασχηματισμούς που σήμερα κυοφορούνται στο εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν τους προκάλεσε η κρίση αλλά το αντίστροφο: η χρόνια κώφευση του ancient regime απέναντι στα κοινωνικά αιτήματα για μετασχηματισμό ήταν μια βασική αιτία που ξέσπασε η κρίση. Στη συνέχεια βέβαια η κρίση αυτονομήθηκε ως παράγοντας των εξελίξεων και λειτούργησε όπως κάθε «μαμή της ιστορίας». Τα πολιτικά συστήματα δεν περιδιαβαίνουν ανέμελα τον αφηρημένο χώρο μιας δήθεν ομοιογενούς εθνικής επικράτειας η οποία υφίσταται και λειτουργεί ανεξάρτητα από τις χωρικές της προκείμενες. Την πολυτέλεια αυτή την έχουν μόνο τα τάγματα αγγέλων της μεσαιωνικής θεολογίας που αν χρειαστεί μπορούν να χορεύουν ακόμη και στο κεφάλι μιας καρφίτσας. Κατά συνέπεια, το χρονίζον αίτημα του μετασχηματισμού του πολιτικού συστήματος αναπόδραστα παραπέμπει, αλλά φυσικά δεν εξαντλείται, σ’ ένα μείζον ζήτημα που δεν είναι άλλο από τη συγκρότηση ενός κοινωνικά και πολιτικά ριζοσπαστικού προγράμματος που θα μετασχηματίσει όχι απλά τη γεωγραφία της πολιτικής εξουσίας αλλά και την ίδια την τοπολογία που τη διέπει. Ο στόχος αυτός θα πρέπει να εγγραφεί ρητά στον στρατηγικό ορίζοντα του κυβερνητικού εγχειρήματος του οποίου η ριζοσπαστική φυσιογνωμία θα κριθεί και από το κατά πόσον θα καταφέρει να ανατρέψει την υφιστάμενη γεωμετρία της πολιτικής δύναμης στο εγχώριο σύστημα εξουσίας. Όμως, το εγχείρημα αυτό συνεπάγεται ένα ριζικό αναπροσδιορισμό της θέσης που θα έχει η αυτοδιοίκηση στη συνολική δομή και αρχιτεκτονική του πολιτικού συστήματος αλλά και της πολιτικής κουλτούρας. Στο σύντομο αυτό σημείωμα δεν υπάρχει χώρος για μια κριτική επισκόπηση του ατελούς αυτοδιοικητικού μας συστήματος, ειδικά μετά τον «Καλλικράτη», αν και οι αναγνώστες μπορούν να ανατρέξουν σε προηγούμενο άρθρο μας.1 Ας δούμε λοιπόν κάποιους βασικούς άξονες προβληματισμού που θέτει η συγκυρία. Εκτός της μνημειώδους αβελτηρίας του δικομματισμού να συνομιλήσει με τα κοινωνικά αιτήματα της ύστερης μεταπολίτευσης υπάρχει ένας επιπλέον λόγος που εξηγεί την ταχύτατη, σχεδόν ανεξέλεγκτη, κατάρρευση

Μύκονος, 1948-1949Μελάνι σε χαρτί, 15 19 εκ. Ανήκει στην καλλιτέχνιδα© για τη φωτογραφία: Λεωνίδας Κουργιαντάκης

του κομματικού σκηνικού. Ο ισχνότατος βαθμός χωρικής διαστρωμάτωσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η εξαιρετικά κεντρομόλος αρχιτεκτονική του δεν επέτρεψε την ανάπτυξη τοπικών και περιφερειακών υποσυστημάτων που θα μπορούσαν: α) να συγκρατήσουν τις τάσεις αποσύνθεσης, β) να λειτουργήσουν σαν εφεδρικές δομές στήριξης και γ) να εξασφαλίσουν μία κατά το δυνατόν απρόσκοπτη επιτέλεση των βασικών του λειτουργιών. Εκ των υστέρων αυτό ίσως να μην ήταν και ουδέποτε επιθυμητό κρίνοντας από τη σαρωτική επέλαση των μνημονιακών πολιτικών που έφερε η ξένη εποπτεία της τρόικας. Άλλωστε, και δεν είναι απλώς θέμα μεγέθους, σε μαστιζόμενες από την κρίση χώρες που διέθεταν πολιτικά συστήματα με χωρική διαστρωμάτωση (Ιταλία, Ισπανία) ενεργοποιήθηκαν φραγμοί και προσκόμματα που ανέκοψαν τη βίαιη ορμή της νεοφιλελεύθερης «εργαλειοθήκης». Η νέα τοπολογία της πολιτικής και της εξουσίας θα είναι πολλαπλώς χρήσιμη. Η εμπειρία της κρίσης ενεργοποίησε δυνάμεις της κοινωνικής βάσης δημιουργώντας μια πανσπερμία από αλληλέγγυες δομές που πλέον έχουν μια αρκετά αισθητή και σχετικά δομημένη παρουσία στους τοπικούς χώρους. Αυτό συνιστά ένα ενδογενές δυναμικό που δεν προϋπήρχε ή που υπήρχε σε λανθάνουσα μορφή και δεν εκφραζόταν κοινωνικά και πολιτικά. Η παρουσία αυτού του παράγοντα αλλάζει τη σύσταση των ενεργών συλλογικών υποκειμένων και θέτει de facto το αίτημα μιας προοδευτικής αναδιανομής της πολιτικής επιρροής μέσα στη νέα τοπολογία της εξουσίας.

Η απελευθέρωση του ενδογενούς τοπικού κοινωνικού δυναμικού συνδέεται, και πρέπει να συνδεθεί ακόμη περισσότερο, με την ευρύτερη αξία που έχει ο κοινωνικός πειραματισμός. Η σύνδεση της κοινωνικής πράξης με το παιχνίδι της ενδογενούς καινοτομίας αναγνωρίζει στις τοπικές κοινωνίες το δικαίωμα της ελεύθερης αυτενέργειας και τους εξασφαλίζει όρους αυθεντικής δημιουργικότητας. Η νέα τοπολογία της εξουσίας εκτός από χωρικά διαστρωματωμένη θα πρέπει να διαθέτει κι εκείνο το βαθμό βιοποικιλότητας που θα δημιουργεί μια πολιτική οικολογία στην οποία η διαφοροποίηση θα είναι μηχανισμός άμυνας και εφεδρείας για το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά η εγχώρια ολιγαρχία κατάλαβε ότι ο μόνος τρόπος πιθανής διάσωσής της είναι να κερδίσει χρόνο και να μεταθέσει για όσο γίνεται αργότερα μια πολύ πιο πιθανή άνοδο της αριστεράς στην εξουσία. Έτσι, η στρατηγική της βασίστηκε εν πολλοίς στη διαχείριση του πολιτικού χρόνου, με στόχο την επιμήκυνσή της ημερομηνίας λήξης της κοινωνικής ανοχής. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του πολιτικού χώρου και ειδικά του χώρου της περιφέρειας μεγάλα τμήματα του οποίου σήμερα είναι πολιτικώς ακατοίκητα. Η αριστερά θα έπρεπε να είχε εντάξει νωρίτερα στη στρατηγική της τον ενεργό, ακόμη και προληπτικό, εποικισμό αυτών των χώρων τους οποίους θα έπρεπε να είχε ήδη καταλάβει πολιτικά στερώντας από τον αντίπαλο τη δυνατότητα να προβεί σε περαιτέρω ελιγμούς όταν θα εξέπνεε ο πολιτικός χρόνος. Κάτι τέτοιο δεν έγινε στο βαθμό που θα έπρεπε

και συνεπώς είναι μια πολιτική εκκρεμότητα για την οποία πρέπει να γίνουν αποφασιστικές κινήσεις στο αμέσως προσεχές διάστημα. Είναι αφελής όποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να υπάρξει έξοδος από την τρέχουσα κρίση χωρίς τον μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος. Ούτως ή άλλως το κομματικό του υποσύστημα έχει μεταβληθεί με τρόπο ριζικό και μη αναστρέψιμο. Όμως, το στοίχημα του μετασχηματισμού παραμένει ανοιχτό και αμφίρροπο. Η τελική έκβαση της διακύβευσης θα κριθεί από δύο παράγοντες. Εν πρώτοις, θα πρέπει να προκύψει μια κυβέρνηση που να εκφράσει αυθεντικά τις κοινωνικές προσδοκίες και να πάψει να θεωρεί τον λαϊκό παράγοντα άχθος αρούρης. Πρακτικά, σήμερα, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια κυβέρνηση της αριστεράς. Όταν αυτό επιτευχθεί θα πρέπει να δοθεί μια δεύτερη αποφασιστική μάχη που θα κρίνει το κατά πόσον η αριστερά θα είναι απλός διαχειριστής ή δραστικός καταλύτης των εξελίξεων. Και για να γίνει το δεύτερο είναι, μεταξύ άλλων, απαραίτητη η πολιτική κινητοποίηση της τοπικότητας ώστε να ξεκινήσει και η πολιτική αλληλοδιαπαιδαγώγηση «κέντρου» και «περιφέρειας». Εκκρεμότητα που επίσης χρονίζει.

Ο Ηλίας Γεωργαντάς διδάσκει Τοπική Πολιτική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης 1

«Κρίση και αυτοδιοίκηση: Τα δεδομένα», Η Αυγή, 07/12/2012, http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.actio n?articleID=734889


Η ΑΥΓΗ • 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

45

5

Αυτοδιοίκηση σε Ελλάδα και Ε.Ε. Είναι διαπίστωση αδιαμφισβήτητη ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα ήταν θεσμικά και οικονομικά παραδοσιακά αδύναμη και εξαρτημένη από την κρατική μηχανή. Αυτό παρά τις θετικές απόπειρες μεταρρυθμίσεων των δεκαετιών ‘80 και ‘90 που καθιέρωσαν τον β’ βαθμό Αυτοδιοίκησης (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και από το 2010 Περιφερειακή) και την κατοχύρωση μιας μόνιμης, σταθερής οικονομικής επιχορήγησης από το κράτος προς τους ΟΤΑ. Ο παραδοσιακός συγκεντρωτισμός του ελληνικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος που ενισχύθηκε αποφασιστικά για τους γνωστούς πολιτικούς λόγους μετά το 1950, τελικά κατίσχυσε των όποιων μεταρρυθμιστικών ανοιγμάτων, των τελευταίων χρόνων. Όλα αυτά σε προφανή αντίθεση με την ισχυρή θέση της Αυτοδιοίκησης στις χώρες της Δ. Ευρώπης, αλλά και γενικότερα της Ε.Ε. μετά το 2000. Όμως προσοχή! Αυτή η διαφορά Ελλάδας-Ευρώπης δεν οφείλεται απλά και μόνο στις «ιδιομορφίες» του συστήματος στη

ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

χώρα μας, άρα μια εκσυγχρονιστική προσπάθεια θα μας «συντόνιζε» με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αυτή ήταν άλλωστε η αντίληψη ΠΑΣΟΚ, το οποίο επεχείρησε και τις ατυχείς, εν τέλει, αλλαγές των τελευταίων χρόνων. Η θέση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εδώ ήταν απόλυτα συμβατή με τον τρόπο που τo κοινωνικό και το πολιτικό μας σύστημα αρθρωνόταν και λειτουργούσε την μεταπολεμική περίοδο. Είχε δηλαδή μια δευτερεύουσα - υποβαθμισμένη σχέση τόσο στην οικονομική δραστηριότητα, όσο και στον τρόπο που οι πολίτες παρενέβαιναν στην πολιτική διαδικασία και στις σχέσεις τους με τη δημόσια σφαίρα. Επομένως η ανύπαρκτη αναπτυξιακή παρέμβαση της Τ.Α. συμβάδιζε απόλυτα με τον αντιδημοκρατικό τρόπο της οργάνωσής της. Εξέφραζε τον απόλυτο συγκεντρωτισμό της δημόσιας διοίκησης παίζοντας ένα βοηθητικό νομιμοποιητικό ρόλο στην αποδοτική λειτουργία του συστήματος. Μην ξεχνάμε ότι μετά το 1974, κυρίως δε μετά το 1981, τα τοπικά ισχυρά πελατειακά δίκτυα συνέβαλλαν συστηματικά στην εγκαθίδρυση και απρόσκοπτη δράση του πολιτικού - διοικητικού συστήματος. Μην παραβλέπουμε την αντίληψη περί «τριών πυλώνων» του Α. Παπανδρέου, όπου ένας εξ αυτών ήταν και η Τ.Α. Νομιμοποιητικός αλλά δευτερεύων ο ρόλος των Δήμων. Ενδεικτικό στοιχείο αυτής της διαπίστωσης είναι ότι σύμφωνα με τα δεδομένα του 2010 ενώ στην Ε.Ε. οι ΟΤΑ διαχειρίζονταν το 13,7% του ΑΕΠ και το 27% των δημοσίων δαπανών, στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 2,8% και 5,6%. Ακόμα και στην όποια ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους που μεταπολιτευτικά είχαμε, το μερίδιο της Τ.Α. ήταν μικρό. Στην Ευρώπη των 27 οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία που έκαναν οι Δήμοι ήταν 19% του προϋπολογισμού και για την υγεία 16%, στη χώρα μας 11% και 0%. Η παράθεση των στοιχείων είναι συντριπτική, η δε υποχρεωτική, με βάση τις κοινοτικές οδηγίες, άνοδος των ποσοστών της Αυτοδιοίκησης στη διαχείριση των ΕΣΠΑ δεν αλλάζει καθόλου τα δεδομένα. Και εδώ η αδυναμία, θεσμική και τεχνική, των ΟΤΑ καθιστά την παρουσία του Κράτους καθοριστική. Το ερώτημα που προβάλλει μετά από όλα αυτά που με συνοπτικό τρόπο αναφέραμε, είναι αν εκείνο που πρέπει να κάνουμε στην Ελλάδα αναφέρεται απλά στην ευθυγράμμισή μας με τα Αυτοδιοικητικά δεδομένα στην Ευρώπη. Πριν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε όμως, να περιγράψουμε ακροθιγώς τη θέση της Αυτοδιοίκησης στις 28 χώρες της Ε.Ε. Ναι, είναι ισχυρή θεσμικά και οικονομικά η λειτουργία των

Η Νέλλη Ανδρικοπούλου στην ταράτσα του πατρικού της σπιτιού (Σκουφά 21), φιλοτεχνεί την προτομή του Πέτρου Κουλμάση, 1943

Δήμων και των Περιφερειών εκεί. Για λόγους ιστορικούς, αλλά και στο πλαίσιο του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, σημαντικό τμήμα της δημόσιας παρέμβασης περνάει μέσα από τους ΟΤΑ Ήδη αναφερθήκαμε με στοιχεία σε αυτά. Βεβαίως, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση οδήγησε σε πιο αποκεντρωμένη - δημοκρατική λειτουργία το πολιτικό-διοικητικό σύστημα στις χώρες της Ένωσης. Άλλωστε η θεσμοθέτηση της Επιτροπής των περιφερειών (ΕτΠ) ως οργάνου έστω γνωμοδοτικού, στο θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε., αποτελεί συνέχεια αυτής της αντίληψης. Όμως να συνεννοηθούμε. Η Αυτοδιοίκηση στην Ευρώπη ποτέ δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά τις οικονομικό-πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων κρατών. Με λίγα λόγια λειτούργησε ως ο αποκεντρωμένος βραχίονας του ενιαίου πολιτικού συστήματος και όχι ως ο θεσμός που θα μπορούσε να αρνηθεί κάποιες από αυτές τις επιλογές. Δεν ήταν και δεν είναι αυτόδιοίκηση με την έννοια της δυνατότητας ενεργούς και ουσιαστικής παρέμβασης των πολιτών στην κεντρική-περιφερειακή - τοπική πολιτική διαδικασία. Μπορεί να συνεισέφερε στην πιο εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος, να βοήθησε τους κατοίκους μιας χωρικής επικράτειας στην κα-

λυτέρευση κάποιων παραμέτρων της ζωής τους, στην διεκδίκηση τοπικών ζητημάτων και στην «ευαισθητοποίηση» της κεντρικής διοίκησης σε συγκεκριμένα προβλήματα, όμως δεν αυτο-θέσμισε την πολιτική συμμετοχή των πολιτών, ούτε κατάφερε να ανατρέψει μεγάλες κεντρικές πολιτικές. Είναι, λοιπόν, πιο δημοκρατική, πιο αποτελεσματική η Αυτοδιοίκηση στην Ευρώπη, δεν αποτελεί όμως πρότυπο και υπόδειγμα για μια ριζοσπαστική αριστερή προσέγγιση του πολιτικού-διοικητικού συστήματος. Όμως όλα αυτά, φαίνεται ότι αλλάζουν στη νεοφιλελεύθερη εποχή που ζούμε και ίσως η Ελλάδα να αποτελέσει αυτή τη φορά παράδειγμα για εφαρμογή. Στο βαθμό που συρρικνώνεται δραματικά ο δημόσιος χώρος, οι δημόσιες δαπάνες για κοινωφελή αγαθά μειώνονται, οι Δήμοι και οι Περιφέρειες θα λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταβίβασης αυτών των αγαθών, των δημόσιων χώρων, του περιβάλλοντος στους ιδιώτες που θα είναι οι κύριοι διαχειριστές τους. Δεν θα έχουμε κατ’ ανάγκην μείωση του ρόλου της Τ.Α, του όγκου των χρημάτων που θα διαχειρίζεται αλλά ριζική αλλαγή του τρόπου που θα το κάνει, δηλαδή τη γενική ιδιωτικοποίηση αυτών των δράσεων. Μάλιστα μπορεί να δούμε και αύξηση των αρμοδιοτήτων (βλ. Καλλικράτης) και αύξηση των χρημάτων που θα περνούν στους ιδιώτες για επενδύσεις. Παράλληλα στο πολιτικό πεδίο με τον συγκεντρωτισμό των πολιτικών δράσεων, τη γραφειοκρατικοποίηση των διαδικασιών και την αυστηρή τεχνοκρατική προσέγγιση των προς αντιμετώπιση θεμάτων, παρατηρείται μια σταδιακή αποστασιοποίηση των πολιτών από τα τοπικά δρώμενα. Άρα ο «Καλλικράτης» πέτυχε το στόχο που ήταν να δημιουργήσει Δήμους και Περιφέρειες που θα εκτελούν υπάκουα τις κεντρικές επιλογές και θα «ελέγχουν» τις αντιδράσεις των κατοίκων τους. Αλλιώς δεν μπορεί διαφορετικά να εξηγηθεί η πλήρης σχεδόν απουσία αντιδράσεων από τους αυτοδιοικητικούς παράγοντες στην καταστροφή που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών και των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα της. Περικοπή κοινωνικών δαπανών, ανάθεσή τους σε ιδιώτες, γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας αλλά αύξηση πολλές φορές των χρημάτων που διαχειρίζονται από κρατικά κονδύλια ή κοινοτικές πηγές που πηγαίνουν σε προεπιλεγμένους και αυστηρά καθορισμένους τομείς όπως π.χ. η αύξηση της ανταγωνιστικότητας όχι όμως και της κοινωνικής συνοχής. Αποτέλεσμα, η απομάκρυνση των πολιτών και από αυτές ακόμα τις εκλογικές διαδικασίες. Οι τοπικές αναμετρήσεις που είχαν τη μεγαλύτερη συμμετοχή από όλες τις εκλογές βλέπουν την αποχή να μεγαλώνει θεαματικά. Ας θυμηθούμε τη μεγάλη αποχή που παρατηρήθηκε στις εκλογές του 2000 στην Ελλάδα και μόλις την περασμένη Κυριακή στη Γαλλία (από 30 στο 40%). Είναι ανησυχητικές, απογοητευτικές ενδείξεις. Είναι σαφές ότι αν επικρατήσουν και παγιωθούν οι νεοφιλελεύθερες θέσεις, τότε η Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα χάσει την οποιαδήποτε δυνατότητα ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης. Αντί θεσμός λαϊκής εξουσίας, κύτταρο δημοκρατικής συμμετοχής και προγραμματισμού, θα έχουμε την μετατροπή της σε τεχνοκρατικό όργανο διαχείρισης προειλημμένων αποφάσεων. Προφανές είναι ότι πρόκειται για δύο ριζικά αντίπαλες πολιτικές αντιλήψεις που βρίσκονται σε απόλυτη αντιπαράθεση. Αλλά για τη δική μας θεώρηση, την ριζοσπαστική δημοκρατική πρόταση της σύγχρονης αριστεράς, πολλά μένει να πούμε, να γράψουμε, να συζητήσουμε.

Ο Θεόδωρος Γκοτσόπουλος είναι πρώην δήμαρχος και δημοτικός σύμβουλος Παλλήνης, μέλος της ΕτΠ της Ε.Ε.


Η ΑΥΓΗ • 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

46

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

Κοινωνική πολιτική και Τοπική Αυτοδιοίκηση σε καιρούς κρίσης Θεωρείται πια κοινότοπο να αναφέρεται κανείς στην οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων και στις επιπτώσεις της στην ελληνική οικονομία και κοινωνία και φυσικά στα επιμέρους συστατικά της στοιχεία όπως είναι και η Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.). Σε μια πρώτη ανάγνωση των επιπτώσεων αυτών, οι άμεσα ορατές εικόνες τόσο στην αγορά όσο και στην κοινωνία της ανεργίας και της φτώχειας λειτουργούν ως αδιάψευστοι μάρτυρες. Αυτές όμως που δε φαίνονται και δε συλλαμβάνονται στην πρώτη αυτή προσέγγιση είναι οι μεσομακροπρόθεσμες αποδιαρθρωτικές της συνέπειες στις δομές και τη λειτουργία της κοινωνίας. Συνέπειες που μελλοντικά θα αποδειχθούν, πιθανότατα, ως οι πλέον οδυνηρές, Η αλλοίωση π.χ. του κοινωνικού ιστού, η ακύρωση, στην ουσία τους, ΤΩΝ ΑΝΤΩΝΗ ΜΩΥΣΙΔΗ ΚΑΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΝΤΑΦΛΟΥ

των εννοιών της «κοινωνικής συνοχής», της συλλογικής σύλληψης και διευθέτησης των κοινωνικών προβλημάτων, η συρρίκνωση της θεσμικά οργανωμένης κοινωνικής πολιτικής και η εδραίωση της μετατόπισης από τη «συλλογική ηθική ευθύνη» στην, φιλελεύθερης λογικής, «εξατομικευμένη» ή «οικογενειακή» «σωτηρία» των πολιτών προοιωνίζουν, με τα σωρευτικά τους αποτελέσματα, μια ριζική αλλαγή στην αξιακή σύσταση της κοινωνίας και άρα μια τελείως διαφορετική κοινωνία από τη μέχρι σήμερα γνωστή μας. Στο πλαίσιο αυτό η σημερινή κρίση αναδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία της Τ.Α. ως πηγής πρωτογενούς εκπροσώπησης των πολιτών και ως θεσμικού φορέα οργάνωσης του «τόπου», ενώ από την άλλη προβάλλει τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς της. Από τη μια πλευρά ως πρωτοβάθμια εξουσιαστική έκφραση στο μικροτοπικό επίπεδο και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της την μετατρέπουν σε προνομιακό πεδίο άμεσης προσφυγής των ανήμπορων πολιτών ενώ από την άλλη «αναβαθμίζουν» την υποχρέωσή της για στήριξη της κοινωνίας που αποδιαρθρώνεται. Μια υποχρέωση που προκύπτει από την ανάγκη υποκατάστασης του μεταπολεμικού Κράτους Πρόνοιας που συρρικνώνεται. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια βασική ιδιοτυπία της σημερινής Τ.Α. στην Ελλάδα η οποία συνίσταται σε μια μεταβατική διαδικασία διττού χαρακτήρα στην οποία βρίσκεται. Ο διττός αυτός χαρακτήρας έγκειται στην ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία της σύμπτωσης της ριζικής διοικητικής μεταρρύθμισης (Νόμος «Καλλικράτης») κατά την οποία καλείται να επωμισθεί πολύ σημαντικές αρμοδιότητες του Κεντρικού Κράτους και στο πεδίο της Κοινωνικής Πολιτικής, με τους βαρείς, όμως, όρους που επιβάλλουν οι οικονομικές και εργασιακές επιπτώσεις της κρίσης και των μνημονίων (πολύ μεγάλη περικοπή των κρατικών πόρων (ΚΑΠ) και των λοιπών ή δυνητικών εσόδων από μια πτωχευμένη κοινωνία, συρρίκνωση του προσωπικού κλπ.). Αποκτά, δηλαδή, η Τ.Α. μια συνεχώς μεγαλύτερη διαχειριστική ευθύνη χωρίς να είναι έτοιμη και χωρίς την υλική - λειτουργική της θεμελίωση, το επαρκές, δηλαδή, οικονομικό υπόβαθρο. Στο πλαίσιο αυτό και όπως προκύπτει από πρώτες έρευνες, η κρίση αυτή αλλάζει με ριζικά τους όρους και τις προϋποθέσεις οργάνωσης και άσκησης της Κοινωνικής Πολιτικής. Έτσι, με πρόσχημα ή και λόγω των πολιτικών και των οικονομιών της εγγύτητας, υποχρεούνται οι φορείς της πρωτοβάθμιας, κατά πρώτο λόγο, Τ.Α. να επωμιστούν τον τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών χασμάτων καθώς υποχρεούνται σε σκληρές επιλογές και συμβιβασμούς, ατομικούς και συλλογικούς, σε μια απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης της στοιχειώδους κοινωνικής συνοχής με όλο και λιγότερα μέσα και εργαλεία. Κατ’ ουσίαν, καλούνται, ως τοπικές διοικήσεις και καθημερινοί και «κατά πρόσωπο» άμεσοι αποδέκτες της κοινωνικής ανημπόριας και δυσαρέσκειας, να λειτουργήσουν ως δυνητικοί σταθεροποιητές στη διαδικασία άμβλυνσης των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης. Κι όλο αυτό υπό τη σκιά της αυξανόμενης απόσυρσης της Κεντρικής Διοίκησης από την οργάνωση και άσκηση της Κοι-

Το ζεύγος Ρόζενμπεργκ στην ηλεκτρική καρέκλα, 1953, Τέμπερα σε χαρτόνι, 24 × 35,5 εκ. Ανήκει στην καλλιτέχνιδα © για τη φωτογραφία: Ιωάννα Μωραΐτη

νωνικής Πολιτικής. Οι πιέσεις των πολιτών, σε συνάρτηση με τη διαρκή αύξηση του αριθμού των ευπαθών ομάδων της κοινωνίας, δεν αναμένεται να είναι προσωρινές. Η διαδικασία αυτή θα βαραίνει προοδευτικά εξαιτίας των οικονομικών, δημογραφικών και εργασιακών πιέσεων που προκύπτουν ως συνέπειες της κρίσης. Στο δυσμενές αυτό περιβάλλον και παρόλη αλλά και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης επισημαίνονται δύο σημαντικές αχτίδες φωτός ως απάντηση στις σαρωτικές αλλαγές των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων». Η μία αφορά στην αξιοπρόσεκτη προσπάθεια των Δήμων με πρωτοβουλίες και υιοθέτηση καινοτόμων δράσεων να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες των πολιτών τους και η άλλη στην αφύπνιση και πρωτόγνωρη για την Ελλάδα στράτευση της Κοινωνίας των Πολιτών που μέσα από μια πληθώρα κινηματικών πρωτοβουλιών, φορέων και άτυπων θεσμών προβάλλουν τις έννοιες του εθελοντισμού και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο εθελοντισμός αποτελεί ασφαλώς ενισχυτικό παράγοντα στην αντιστάθμιση των απωλειών/απουσιών του επίσημου τομέα, δεν υποκαθιστά όμως την αναγκαιότητα και πρωτοκαθεδρία των σταθερών πλαισίων στη επίσημη και θεσμική ρύθμιση των ζητημάτων της κοινωνικής πολιτικής. Σε ό,τι αφορά στο μέλλον είναι ασφαλώς δύσκολο να προβλέψει ή να προδικάσει κανείς οποιαδήποτε εξέλιξη. Ο αντίκτυπος της κρίσης δοκιμάζει τις οικονομικές αλλά και τις ηθικές αντοχές των φορέων της Τ. Α., καθώς εξαναγκάζονται, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, να επιχειρούν μονάχα προσπάθειες με οφέλη μεγάλης ακρίβειας και εστιασμένων ωφελούμενων, επιλέγοντας κάποιες κοινωνικές ομάδες και αποκλείοντας άλλες. Η, κατ’ ανάγκην, αυτή επιλογή αλλοιώνει την

εικόνα και την έννοια της «ενιαίας πολιτείας». Σε συνάρτηση δε με την αλματώδη αύξηση των υποχρεώσεων της απέναντι στη φτώχεια και την εκπεφρασμένη ανάγκη των πολιτών για βασικά είδη και ανάγκες, η κοινωνική αυτή κατάτμηση μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη κάθε είδους αντιδημοκρατικών πολιτικών και κοινωνικών θεσμών. Το κεντρικό ζητούμενο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως προς τη δυνατότητα που οφείλει να έχει και να επιτελεί ή και να υπερβαίνει το ρόλο της ως πόλης - «αρωγός», προσκρούει συχνά στην θεσμική αδυναμία της που συνίσταται στο ότι οι ελληνικοί δήμοι δεν είναι ακόμα πολιτικές οντότητες απελευθερωμένες από τον πολύμορφο και σφιχτό εναγκαλισμό της Κεντρικής Πολιτείας. Παρ’ όλα αυτά, ως δημόσιες τοπικές οντότητες οφείλουν να υπηρετήσουν την κοινωνική συνοχή των κοινοτήτων τους. Η διακυβέρνηση των τοπικών τους υποθέσεων οφείλει να έχει ως άμεσο, απώτερο κι ουσιαστικότερο στόχο τη διατήρηση των βασικών θεμελιακών δικαιωμάτων των πολιτών για ευημερία, αξιοπρέπεια και ασφάλεια. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η κρίση προσφέρει στην Τ.Α. την ευκαιρία όχι μόνο για μια απλή, έστω και δύσκολη, προσαρμογή στη θλιβερή οικονομική συγκυρία, αλλά και για μια ανάπτυξη ενός ευρέως φάσματος εναλλακτικών πολιτικών και νέων σχεδιασμών άσκησης Κοινωνικής Πολιτικής σε πολύμορφη συμπόρευση και με τα κινήματα των πολιτών.

Ο Αντώνης Μωυσίδης Αντώνης διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου και η Αικατερίνη Ντάφλου είναι υποψ. δρ στο ίδιο Τμήμα


Η ΑΥΓΗ • 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε και η αυτοδιοίκηση! Κάπως έτσι θα λένε οι επόμενες γενιές. Θα αντιμετωπίζουν την αυτοδιοίκηση σαν μακρινό παρελθόν... κάτι που υπήρξε στην Ιστορία. Και για να είναι πιο παραδειγματικοί θα δείχνουν κάτι που προσομοιάζει με αυτοδιοίκηση. Κάτι λίγο πολύ που μοιάζει και με το σημερινό: προσομοίωση αυτοδιοίκησης. Η Ιστορία θα αρχίζει με τους πολλούς δήμους και τις πολλές κοινότητες. Αυτό που κληρονομήσαμε από τις μεγάλες στιγμές της πατρίδας μας... την ελληνική επανάσταση, τα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους, την κυβέρνηση του βουνού στην εθνική μας Αντίσταση. Την Ιστορία των δήμων και των κοινοτήτων που τίμησαν και ανέδειξαν α-

7

Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΤΖΟΚΑ γωνιστές δήμαρχοι... δίπλα - δίπλα με τον λαό, με τον πολίτη. Εξάλλου οι έννοιες του δήμου και της κοινότητας έχουν βαθιά ιστορική καταγωγή και μακριά διαδρομή στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Ο δήμος στην πλήρη δημοκρατική του άνθιση, στην Αθήνα της κλασικής εποχής, αφορά στη δημιουργία των δημόσιων θεσμών της πόλεως (όχι πόλης κράτους όπως εύστοχα παρατηρεί ο Καστοριάδης) και τη συγκρότηση του σώματος των Αθηναίων πολιτών - που δεν περιλαμβάνει, όμως, τις γυναίκες και τους δούλους - το οποίο αποφασίζει στη συνέλευση του δήμου με άμεση συμμετοχή. Οι κοινότητες αποτέλεσαν τους θεσμούς των αναδυόμενων πόλεων στον ύστερο Μεσαίωνα, στη σύγκρουσή τους με τη φεουδαρχία, τους ευγενείς και τη μεγάλη γαιοκτησία. Η Παρισινή Κομμούνα το 1871, αποτέλεσε υπόδειγμα συγκρότησης λαϊκής εξουσίας που πραγματοποιεί μια βαθιά ρήξη με το κράτος. Σ’ ένα πρόχειρο σχέδιο, που η Παρισινή Κομμούνα δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί περισσότερο, καθορίζεται ρητά ότι η κομμούνα θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού!!! Αρκετά με την Ιστορία... Στη σύγχρονη πραγματικότητα αυτά είναι ψιλά γράμματα. Ο Καποδίστριας κατάφερε το πρώτο χτύπημα στην Αυτοδιοίκηση. Όχι ο κυβερνήτης, αλλά κάτι ανόητοι στα υπουργεία που έδωσαν έτσι χωρίς αιδώ αυτό το όνομα στην υποτιθέμενη μεταρρύθμισή τους. Τα συνηθίζουν αυτά. Έτσι έκαναν και με το δεύτερο χτύπημα. Το θύμα αυτή τη φορά, εκτός από την αυτοδιοίκηση, ήταν και ο Καλλικράτης, ο οποίος μέχρι τότε έχαιρε εκτίμησης. Λέγεται ότι δεν εννοούσαν αυτόν τον Καλλικράτη, τον αρχιτέκτονα, αλλά έναν άλλο, ένα λαμόγιο που περιφέρονταν άσκοπα στην αρχαία Αθήνα (αναφέρεται και αυτός στη βιβλιογραφία). Οι δήμοι και οι κοινότητες εξανεμίσθηκαν. Ο αριθμός 6.128 των δήμων και των κοινοτήτων του 1997 μειώθηκε το 2011, στους 325! Η πεμπτουσία της αυτοδιοίκησης, όπως τη ζήσαμε, χάνεται. Το άμεσο πρόσωπό της σκοτείνιασε. Άμεση δημοκρατία, λαϊκή συμμετοχή και, συνεπώς, λαϊκή εξουσία αποτελούν λέξεις πλέον κενές περιεχομένου. Ταυτόχρονα ο «Καλλικράτης» επιχειρεί ρήγματα σε όλες τις κατευθύνσεις, πέρα από το χωροταξικό. Επιχειρεί να χρησιμοποιή-

Ορνός, Μύκονος, 1960-1969 Τέμπερα σε χαρτί, 29,5 × 39 εκ. Συλλογή ΜΙΕΤ

σει την Αυτοδιοίκηση ως ιμάντα μεταφοράς των αντιλαϊκών εκείνων πολιτικών που παράγονται στο εργαστήρι των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών. Και μέχρι τώρα το πετυχαίνει με την ανοχή ή τη συνενοχή της πλειονότητας των αιρετών. Η πρωτόγνωρη χρηματοδοτική ασφυξία του συνόλου της Αυτοδιοίκησης συνδυάζεται με μια λαίλαπα άμεσων και έμμεσων, υλοποιούμενων και επαπειλούμενων, ιδιωτικοποιήσεων που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην μετατροπή των ΟΤΑ σε τοπικά παραρτήματα του ΤΑΙΠΕΔ και των συμφερόντων που αυτό φιλοξενεί και δεξιώνεται... ή διαφορετικά μετατροπή των ΟΤΑ σε ευρύτερα ΚΕΠ. Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα; Τραγουδούν, αλλά πολύ φάλτσα. Δεν αρέσει στον κόσμο να ακούει αυτά τα χιλιοπαιγμένα και κακοποιημένα τραγούδια. Και μάλιστα όταν αυτός υποφέρει, δοκιμάζεται. Και αυτό το εκμεταλλεύονται οι άλλοι... οι επιτήδειοι. Όπως και ο προηγούμενος υπουργός, μιας χρήσεως, που εφάρμοσε τις μνημονιακές πολιτικές μέσω του Καλλικράτη... και ήταν και αυτοδιοικητικός! Τα τραγούδια αυτά που δεν ακούγονται λένε ότι ακόμα και τώρα, μετά τις αλλεπάλληλες ήττες, ότι η αυτοδιοίκηση είναι το ανάχωμα στη διάλυση του κοινωνικού κράτους. Είναι ο βασικός μοχλός κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, με κοινωνικές δράσεις διαχρονικές και απότοκες της οικονομικής κρίσης. Είναι αυτή που σηκώνει αποκλειστικά το βάρος της κοινωνικής πολιτικής του κράτους, έχοντας οργανώσει ένα εκτεταμένο δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, που απευθύνεται στο σύνολο των πολιτών και ιδιαίτερα στους φτωχούς, στους ανέργους και

τους οικονομικά ασθενέστερους. Οι παιδικοί σταθμοί, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί, τα ΚΑΠΗ, το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», τα ΚΔΑΠ, τα κοινωνικά παντοπωλεία, τα Κέντρα Αλληλεγγύης για την ενίσχυση φτωχών, αστέγων, η παροχή συσσιτίων, ρούχων, φαρμάκων και άλλα είναι κάποιες από τις δομές που αναγκαστικά θα κλείσουν και κατ’ επέκταση θα λείψουν από τους συμπολίτες μας που τόσο έχουν ανάγκη με την εφαρμογή των νέων μέτρων. Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα και θα συνεχίσουν να τραγουδάνε... έστω και φάλτσα. Αν δεν μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε, τουλάχιστον μην την ξεφτιλίσουμε έλεγε ο ποιητής. Κι εμείς αυτό θα κάνουμε... δεν θα γίνουμε συνένοχοι ενός φόνου. Δεν θα γίνουμε συνένοχοι στον πλήρη ευτελισμό της αυτοδιοίκησης. Το προφανές, συνεπώς, για την Αριστερά είναι ο αγώνας για την επιβίωση της Αυτοδιοίκησης. Και εδώ δεν υπάρχουν αυταπάτες, ούτε μεσοβέζικες πολιτικές... δεν παλεύουμε για τον εξωραϊσμό της βάρβαρης αυτής πολιτικής, αλλά για την πλήρη ανατροπή της. Αντίθετα, η οποιαδήποτε απόπειρα παρέμβασης και επιδιόρθωσης στις μικροδομές του πολιτικού συστήματος που θα στερείται ρητής και πολιτικά συγκεκριμένης απεύθυνσης για ουσιαστική συμμετοχή στην κοινωνική βάση, στις υπαρκτές τοπικές κοινωνικές δυνάμεις, θα είναι ατελέσφορη και πιθανότατα θνησιγενής. Η υπέρβαση των όρων υπό τους οποίους διεξάγεται αυτή τη στιγμή ο πολιτικός αγώνας προϋποθέτει την εμπλοκή της κοινωνικής βάσης και την κινητοποίηση της. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να υπάρξει μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση της αυτοδιοίκησης - πράγμα που βέ-

47 βαια σημαίνει την πλήρη ανατροπή του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε τα Μνημόνια και τον «Καλλικράτη». Η απάντηση πρέπει να είναι άμεση και δυναμική. Το διακύβευμα, επομένως, των αυτοδιοικητικών εκλογών είναι κρίσιμο και εξαιρετικά επίκαιρο: η Αυτοδιοίκηση θα λειτουργήσει ως ένας πυλώνας λαϊκής εξουσίας και συμμετοχής των πολιτών ή θα παραμείνει ένας γραφειοκρατικός, αποστεωμένος θεσμός παραγωγής παραγόντων και παραγοντίσκων προθύμων να υπηρετήσουν τις κεντρικές πολιτικές που θα τους υπαγορευτούν; Η υποτίμηση του θεσμού της Αυτοδιοίκησης που υπάρχει όχι αδικαιολόγητα, εξαιτίας των φαινομένων αναπαράστασης των πολιτικών και της πολιτικής με την κεντρική σκηνή, θα έχει ως φυσικό αποτέλεσμα το τέλος ενός δυνάμει λαϊκού θεσμού. Και αυτό ακριβώς επιδιώκεται. Ας ανασκουμπωθούμε λοιπόν και ας δώσουμε στο θεσμό το νόημα και την αξία που του αφαίρεσαν. Ο αγώνας είναι διμέτωπος, στα κινήματα, στη συγκρότηση μετώπων αντίστασης, αλλά και στην επεξεργασία εναλλακτικών προτάσεων για το μέλλον της χώρας και της Αυτοδιοίκησης. Στις εκλογές αυτές, τέλος, δοκιμάζεται και η αξιοπιστία και το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτό ενυπάρχουν η έννοια της ριζικής ανατροπής του πολιτικού συστήματος και η εγκαθίδρυση μιας λαϊκής εξουσίας και όχι η αυτάρεσκη, πλην εικονική, εκλογή «δικών μας Δημάρχων και αιρετών», που δεν παρακολουθούν αυτό το στόχο, ούτε έχουν τα εχέγγυα μιας συνακόλουθης ριζοσπαστικής πορείας, αλλά είναι παράγοντες ή παραγοντίσκοι και μπορούν να εκλεγούν.

Ο Σπύρος Τζόκας είναι μέλος του Δ.Σ. της ΚΕΔΕ και πρώην Δήμαρχος Καισαριανής

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ

ΣΤΙΣ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Δημόσιος χώρος και τοπικότητα Άρτεμις Αργύρη Προς μια νέα αφήγηση της πόλης Ντίνα Βαΐου Δημόσιος Χώρος στην πόλη των άλλων Ρούλα Λυκογιάννη Δημόσιος Χώρος και το Δικαίωμα στην πόλη Ειρήνη Μίχα Κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις και αθέατοι στόχοι Μαρία Μοίρα Η Πόλη αλλιώς. Το μετέωρο βήμα απ’ το παλιό στο νέο Νίκος Μπελαβίλας Η εμβληματική μάχη για την διάσωση του Ελληνικού Ελένη Πορτάλιου Τα κοινωνικά κινήματα της πόλης Σταύρος Σταυρίδης Χώροι μνήμης, χώροι των κοινών


Η ΑΥΓΗ 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

48

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

Από τις φυσικομαθηματικές επιστήμες Η Μαθηματική Σχολή της Μόσχας, το άπειρο και ο Θεός LOREN GRAHAM, JEAN - MISHEL KANTOR, Ονοματίζοντας το άπειρο, Μετάφραση: Τεύκρος Μιχαηλίδης, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 232 Υπήρχε ένα μονοπάτι που οδηγούσε μέσα από χωράφια στο Νιού Σάουθγκεϊτ, και συχνά πήγαινα εκεί μόνος για να δω τη δύση του ήλιου σκεφτόμενος την αυτοκτονία. Ωστόσο δεν αυτοκτόνησα, επειδή ήθελα να μάθω περισσότερα πράγματα για τα μαθηματικά. ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΡΑΣΕΛ Ο χειρισμός της έννοιας του απείρου υπήρξε, εξ αρχής, από τα σημαντικότερα προβλήματα τόσο στην οντολογία, όσο και στα μαθηματικά. Στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας η διαμάχη σχετικά με το δυνάμει και το ενεργεία άπειρο κρίθηκε γρήγορα υπέρ του πρώτου. Έτσι, ενώ ήταν δεδομένο πως «οι αριθμοί δεν τελειώνουν ποτέ» -όσο και να τους μετράς πάντοτε υπάρχει επόμενος- η ιδέα ενός «συντελεσμένου» απείρου, ενός π.χ. σύμπαντος με ενεργώς άΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

πειρες διαστάσεις, δεν γινόταν αποδεκτή από τους περισσότερους αρχαίους φιλοσόφους, με προεξάρχοντα τον Αριστοτέλη. Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό, πέρα από τις τεράστιες δυσκολίες εποπτείας, από το γεγονός, δηλαδή, ότι «δεν το χωράει το μυαλό μας», ήταν πως η ιδέα του ενεργεία απείρου οδηγούσε σε μια σειρά από παράδοξα και αντινομίες, μεταξύ των οποίων αυτά του Ζήνωνα είναι τα γνωστότερα. Η αδυναμία να αναιρεθεί η «απόδειξη» πως ο Αχιλλέας -ή ο λαγός, στην πιο γνωστή, από το παραμύθι, εκδοχή- δεν θα προσπερνούσε ποτέ τη χελώνα, αν την άφηνε να προηγηθεί στον αγώνα δρόμου, στοίχειωνε τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία έκτοτε και για δυό χιλιάδες χρόνια. Το άπειρον, λοιπόν, στην πραγματικότητα σήμαινε για πολύ καιρό αυτό που υπήρξε η πρώτη του έννοια, όπως ορίστηκε από τον Αναξίμανδρο, στο πρώτο ιστορικά κείμενο της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Σήμαινε την πρώτη ουσία, αυτήν από την οποία όλες οι άλλες προέκυψαν. Σήμαινε «μια ουσία χωρίς όρια, μορφή ή ιδιότητες», απροσδιόριστη κι αδύνατο να εκφραστεί με λόγια. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς (σελ. 30), «[η] ελληνική λέξη «άπειρον» περικλείει τρεις βασικές ιδέες που διατηρήθηκαν και στους επόμενους αιώνες: - Τον απέραντο χαρακτήρα του χώρου και του χρόνου - Τον μη ορθολογικό, θρησκευτικό ή μυστικιστικό χαρακτήρα του ατέρμονος - Την αδυναμία ορισμού και περιγραφής (το άφατο) του απείρου». Και από αυτήν την άποψη, δεν είναι τυχαίο πως ένας από τους ελάχιστους κορυφαίους φιλοσόφους, που, πηγαίνοντας κόντρα στην παράδοση, αποδέχτηκε την ενεργό πραγματικότητα του απείρου υπήρξε ο Πλωτίνος. Ένας φιλόσοφος, δηλαδή, ο οποίος, στο πλαίσιο του μυστικιστικού περιβάλλοντος της «εποχής της αγωνίας», που αντιπροσώπευε η ύστερη αρχαιότητα, συνέδεσε τη «σκέψη για το άπειρο» με τη «σκέψη για το Θεό» διατυπώνοντας μια αντιστοιχία ανάμεσα στον Θεό, το Εν, και στο άφατο άπειρο. Και «[ι]ισχυρίστηκε ότι αν το Εν δεν είναι άπειρο, τότε θα έπρεπε να υπάρχει κάτι πέρα από αυτό, ιδέα που τη θεωρούσε απαράδεκτη» (σελ. 31).

η οποία ιδρύθηκε από τους Ντμίτρι Εγκόροφ, Νικολάι Λούζιν και Πάβελ Φλορένσκι. Η Σχολή της Μόσχας, πατώντας πάνω στη σπουδαία εργασία σχετικά με την Θεωρία Συνόλων και την Θεωρία των Υπερπεπερασμένων Αριθμών, που πραγματοποίησε ο Γκέοργκ Κάντορ1, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, παρουσίασε την πιο ολοκληρωμένη επεξεργασία της μαθηματικής Θεωρίας του Απείρου. Οι Εγκόροφ, Λούζιν και Φλορένσκι ξεκίνησαν τη μαθηματική δραστηριότητά τους προεπαναστατικά, η μεγάλη, όμως, ακμή της Σχολής αφορά τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά την Ρωσική Επανάσταση. Από την άλλη, ενώ στην αρχή του αιώνα τους εκδήλωσαν ριζοσπαστικές πολιτικές στάσεις, στη συνέχεια και οι τρεις συνδέθηκαν με μια θρησκευτική αίρεση, που τάραξε τα νερά στις αρχές του 20ου αιώνα, δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα στη Ρωσική Εκκλησία. Η Λατρεία του Ονόματος προκάλεσε τότε μεγάλα πάθη, ακόμη και την επέμβαση του τσαρικού στρατού, το 1913, στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Η κεντρική ιδέα ήταν πως υπήρχε η δυνατότητα για τον πιστό να έρθει σε άμεση επαφή με τον Θεό επικαλούμενος, μέσω της ειδικής προσευχής του Ιησού Χριστού, το όνομά του. Ονομάζοντας τον Θεό, με την κατάλληλη μέθοδο, μπορούμε και τον «ακουμπάμε». Μέσω της προσευχής φτάνει ο πιστός στην ταύτιση με τον Θεό, στο μέτρο που «ο νους αρχίζει να συντονίζεται με τις λέξεις και ανιχνεύει μέσα σε αυτές την παρουσία του Θεού». Είναι προφανής, μέσα σε αυτά, ο απόηχος τόσο των μυστικιστικών ασκητικών ρευμάτων του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα όσο και του υστεροβυζαντινού ησυχασμού. Η ιδιαιτερότητα της ρωσικής αίρεσης συνίσταται στον κεντρικό ρόλο που αποδίδει, προκειμένου για την ταύτιση με τον Θεό, στον ονοματισμό, στη χρήση του ονόματός Του. Με άλλα λόγια, η ιδαιτερότητα της ονοματολατρικής αίρεσης βρίσκεται στο σύνθημα «Το όνομα του θεού είναι ο Θεός».

222 Η βασική θέση των συγγραφέων του Ονοματίζοντας το άπειρο είναι πως η ένθερμη ένταξη των Εγκόροφ, Λούζιν και Φλορένσκι στη συγκεκριμένη θρησκευτική τάση υπήρξε καθοριστική τόσο για την επιλογή της περιοχής των μαθηματικών, στην οποία θα αφιέρωναν την έρευνά τους, όσο και στη γονιμότητα αυτής τους της επιλογής. Ο λόγος γι’ αυτό βρίσκεται στο γεγονός πως και το, εννοιολογικά τόσο κοντά στο Εν, άφατο άπειρο το χειρίστηκαν μέσω των κατάλληλων ονοματισμών. Με εξαιρετικά, μάλιστα, επιστημονικά αποτελέσμα-

222 Ας δούμε, όμως, έστω προς το τέλος, τι είδους είναι τα πραγματικά προβλήματα που εμφανίζονται στο πλαίσιο της μαθηματικής διερεύνησης του απείρου2. Ξεκινώ με ένα διάσημο «ανέκδοτο» από την απειροθεωρία. Έστω, λοιπόν, πως υπάρχει ένα διαγαλαξιακό ξενοδοχείο κάπου στο Σύμπαν με άπειρα δωμάτια, αριθμημένα με τη σειρά των φυσικών αριθμών 1,2,... Έστω, ακόμη, πως τα δωμάτια είναι κατειλημμένα από άπειρους πελάτες. Υπάρχει η δυνατότητα να χωρέσει κάποιος άρτι αφιχθείς δεδομένου ό,τι όλα τα δωμάτια είναι γεμάτα; Η απάντηση, παραδόξως, είναι καταφατική. Αρκεί όλοι οι τακτοποιημένοι πελάτες να μετατοπιστούν κατά έναν αριθμό, ώστε να αφήσουν το δωμάτιο υπ’ αριθμόν 1 στο νέο. Όπως καταφατική είναι η απάντηση ακόμη και στην περίπτωση που έρχονταν άπειροι νέοι πελάτες. Για την τακτοποίησή τους θα αρκούσε οι παλιοί πελάτες να μετατοπιστούν ο καθένας στο δωμάτιο με αριθμό διπλάσιο από αυτόν του αρχικού του δωματίου. Αυτό που προκύπτει από τα προηγούμενα είναι πως ο πληθάριθμος, ο αριθμός δηλαδή των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε ένα σύνολο, είναι ο ίδιος για το απειροσύνολο των φυσικών αριθμών, για το σύνολο των μονών (περιττών) φυσικών, το σύνολο των ζυγών (άρτιων). Και, φεύγοντας από το ανέκδοτο, αυτά είναι αποδεδειγμένα από την εποχή του Κάντορ. Είναι αποδεδειγμένο, δηλαδή, πως οι ζυγοί και οι μονοί, οι οποίοι κατ’ αρχήν φαίνεται να είναι οι μισοί των φυσικών, είναι ακριβώς όσοι και οι φυσικοί. Όπως ίδιος είναι ο αριθμός των ακεραίων. Ακόμη και ο αριθμός των ρητών, παρόλο που ανάμεσα σε δύο ακέραιους, όπως είναι «προφανές», υπάρχουν άπειροι ρητοί, δηλαδή κλασματικοί, αριθμοί. Σημαίνει αυτό πως όλα τα «άπειρα» είναι ισοδύναμα; Η απάντηση της απειροθεωρίας είναι όχι. Γιατί έχει αποδειχθεί -και πάλι από τον Κάντορ- πως το απειροσύνολο των πραγματικών αριθμών έχει μεγαλύτερο πληθάριθμο από τα σύνολα στα οποία αναφερθήκαμε προηγούμενα -φυσικοί, περιττοί, άρτιοι, ακέραιοι, ρητοί. Άρα, το άπειρο των πραγματικών αριθμών είναι μεγαλύτερο από αυτό των ακεραίων. Και, ακόμη, υπάρχουν κι άλλα άπειρα ακόμη μεγαλύτερα. Υπάρχει, για την ακρίβεια, μια ιεραρχία απείρων, μ’ όλο που, στην διαίσθησή μας το άπειρο είναι το «απολύτως μέγιστο».Δεν είναι όλα αυτά στο όριο του μυστικισμού; 1

222 Το Ονοματίζοντας το άπειρο αφηγείται την ιστορία της επίλυσης των πολλών προβλημάτων, γρίφων, παραδόξων και «ασυναρτησιών», που συνδέονται με την έννοια του απείρου επικεντρώνοντας την προσοχή του και αφιερώνοντας τις περισσότερες σελίδες του στη Μαθηματική Σχολή της Μόσχας,

τα. Πρώτος ο πατέρας Φλορένσκι διαπίστωσε «μια σχέση ανάμεσα στην ονομασία του «Θεού» και την ονομασία των συνόλων στη συνολοθεωρία: τόσο ο Θεός όσο και τα σύνολα αποκτούν υπόσταση μέσω της ονομασίας τους. Πράγματι, το «σύνολο όλων των συνόλων» θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Θεός» (σελ. 26). Ανάλογα, ο Λούζιν, ήδη από το 1908, θα εντυπωσιάζονταν από την ανάγνωση των Εννεάδων του Πλωτίνου, όπου θα ανακάλυπτε πως «ο νους διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των αντικειμένων που αντιλαμβάνεται και δεν παραμένει απλός αποδέκτης μιας αισθητηριακής εμπειρίας». Βέβαια, «[σ]τη θέαση του Θεού, δεν είναι η λογική μας αυτό που βλέπει, αλλά κάτι πρότερο και ανώτερο της λογικής μας» (σελ. 101). Αυτό το πρότερο κι ανώτερο είναι που κινητοποιείται μέσω του ονοματισμού και επιτρέπει την ταύτιση με τον Θεό. Ακριβώς ανάλογα, σύμφωνα με τους συγγραφείς, σε όλες τις περιπτώσεις, το να ονοματίζουμε κάτι ισοδυναμεί με το να δημιουργούμε μια νέα οντότητα. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου στη συνολοθεωρία από τους ονοματολάτρες ρώσους μαθηματικούς υπήρξε καθοριστική στην επίλυση πολλών προβλημάτων.

H ζωγράφος Απριλίου είναι η Ηρώ Νικοπούλου

Εξαιρετική, τόσο ως προς την εμβρίθεια όσο και ως προς την περιεκτικότητα, παρουσίαση της εργασίας του Κάντορ έχουμε στο βιβλίο: William Dunham, Τα μεγάλα θεωρήματα των μαθηματικών, Αλεξάνδρεια, 2013, σελ. 312-360. 2 Μια από τις καλύτερες εργασίες στα σχετικά ζητήματα, με αναλυτική παρουσίαση των μαθηματικών της Σχολής της Μόσχας, είναι το βιβλίο: Ν. Ya. Vilenkin, Αναζητώντας το άπειρο, Κάτοπτρο, 1997.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.