a11983

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 595

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Δημόσιος χώρος και τοπικότητα Δημόσιος χώρος στην πόλη των «άλλων» Όσο πλησιάζουν οι Δημοτικές εκλογές, ο δημόσιος χώρος γίνεται για άλλη μια φορά πεδίο αντιπαραθέσεων, καθώς υποψήφιοι δημοτικοί άρχοντες μας υπόσχονται να διορθώσουν, καθένας κατά την αντίληψή του, τα «προβλήματα της πόλης». Οι «μεγάλες παρεμβάσεις» και τα εμβληματικά έργα, που θα φέρουν ανατροπές στο δημόσιο χώρο, είναι στην ημερήσια διάταξη. Αντίθετα, μένουν στα αζήτητα της δημόσιας συζήτησης και της πολιτικής για την πόλη οι χώροι όπου οι κάτοικοι ζουν τις σύνθετες, διαφορετικές και κοινωνικά άνισες καθημερινότητές τους/μας. Τέτοιες ιεραρχήσεις ΤΗΣ ΝΤΙΝΑΣ ΒΑΪΟΥ

συνδέονται με συγκεκριμένες κάθε φορά αντιλήψεις για το ρόλο, τις εννοιολογήσεις και τις χρήσεις του δημόσιου χώρου και εξ ίσου συγκεκριμένες αντιλήψεις για τους κατοίκους της πόλης. Στην Αθήνα της κρίσης και των Μνημονίων, οι μεγάλες παρεμβάσεις και τα εμβληματικά έργα συνήθως συνδέονται με επιχειρηματικά συμφέροντα και συχνά ακυρώνουν δημόσιους χώρους και καθιερωμένες από τους κατοίκους χρήσεις (π.χ. Ακαδημία Πλάτωνος, Δημοτική Αγορά Κυψέλης, Πανεπιστημίου). Τέτοιες παρεμβάσεις υπονοούν και προϋποθέτουν κατοίκους καταναλωτές, άεργους περιπατητές, παρατηρητές και τουρίστες, αμέριμνους ποδηλάτες. Οι «άλλοι» -οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι άνεργες, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι εκδιδόμενες γυναίκες, οι μοναχικές μητέρες, οι μετανάστριες και οι πρόσφυγες, τα πεινασμένα παιδιά στα σχολεία, τα παιδιά υπό απέλαση, οι ανασφάλιστοι- όσοι και όσες έχουν εκπέσει από τις προστατευτικές δομές ενός διαλυμένου κράτους πρόνοιας, δεν είναι κάτοικοι, αλλά παρείσακτοι που βλάπτουν την εικόνα της πόλης και «βρωμίζουν» τους δημόσιους χώρους της. Μ’ αυτή τη λογική άλλωστε νομιμοποιούνται επιχειρήσεις «σκούπα» διαφόρων μορφών, αλλά και ένας δημόσιος λόγος με όρους κάθαρσης του δημόσιου χώρου, ο οποίος κατευθύνει προτεραιότητες και οριοθετεί πεδία άσκησης πολιτικής. Η καταστολή κάθε κινητοποίησης με όλο και πιο βίαιους τρόπους, η ανοχή έως ασυλία της ρατσιστικής βίας, οι συχνοί αποκλεισμοί ολόκληρων περιοχών «για λόγους ασφάλειας», το κλίμα φόβου και ανασφάλειας, εγκαθιστούν αποκλεισμούς και περιστέλλουν ή/και ακυρώνουν σημαντικά χαρακτηρι-

Τα έργα του τεύχους προέρχονται από την έκθεση της Χρύσας (Βαρδέα) και της Χρύσας Ρωμανού, στην Kalfayan Galleries στην Αθήνα, Χάρητος 11. Μέχρι 3 Μαΐου.

Χρύσα Ρωμανού, Labyrinth, κολλάζ σε καμβά, 197x97εκ., 1965

στικά του δημόσιου χώρου, όπως η προσβασιμότητα, η λειτουργική πολυπλοκότητα, η κοινωνική πολυσυλλεκτικότητα. Ταυτόχρονα καλύπτουν ή αποσιωπούν παραλείψεις και αστοχίες της εξουσίας, όπως επιχειρούν να υπενθυμίσουν τα μικρά παραδείγματα που ακολουθούν. Η Αθήνα της κρίσης έχει, περισσότερο από άλλοτε, ανάγκη από κοινωνικά προγράμματα και παρεμβάσεις μικρής κλίμακας σε κάθε γειτονιά - από τον λεγόμενο «αστικό βελονισμό». Το τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου στην πράξη έχει μηδενικό προϋπολογισμό για μικρά έργα, ενώ οι δημοτικές υποδομές χρειάζονται επειγόντως συντήρηση και εμπλουτισμό (βρεφονηπιακούς σταθμούς, επισκευές σχολείων, δημοτικά ιατρεία, καταφύγια αστέγων, ΚΑΠΗ, αναπλάσεις συνοικιακών

πλατειών, κέντρα στήριξης εξαρτημένων ατόμων και πολλά άλλα). Τα κοινωνικά προγράμματα από την άλλη μετατρέπονται σταδιακά σε project προς υλοποίηση από πολυάριθμες ΜΚΟ, με δραματικά διαφορετικούς βαθμούς αξιοπιστίας. Με τη λήξη κάθε project τελειώνει και η σχετική υπηρεσία (π.χ. βοήθεια στο σπίτι, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, υποστήριξη τοξικοεξαρτημένων ατόμων κ.λπ). Το προσωπικό και οι πόροι που θα στήριζαν δημοτικές υπηρεσίες με στοιχειώδη συνέχεια και ασφάλεια παροχής έπεσαν θύμα των προγραμμάτων λιτότητας και των συνακόλουθων περικοπών, οι οποίες όμως δεν ισχύουν για τις λαμπερές «μεΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ


24 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

γάλες παρεμβάσεις», που θα «αλλάξουν το ηθικό της πόλης», όπως μας υποσχέθηκε ο Μάρτιν Κνάουτ, επί κεφαλής του γραφείου μελέτης της Πανεπιστημίου. Η Αθήνα είναι μια πόλη με ελάχιστο πράσινο και με ανεπαρκείς και μη φιλικούς δημόσιους χώρους, τους οποίους η ανασφάλεια, η δράση διαφόρων ομάδων ασφαλείας και η εντεινόμενη φτώχεια κάνουν ακόμη λιγότερο φιλικούς. Αυτή η αυτονόητη διαπίστωση επιτρέπει να υιοθετείται άκριτα κάθε πρόταση ανάπλασης που προτείνει «πολύ πράσινο», τουλάχιστον στα φωτορεαλιστικά σχέδια και τις διακηρύξεις. Παραμένει όμως περιθωριακό το ενδιαφέρον για το υπαρκτό πράσινο των συνοικιακών πλατειών και δρόμων, εκεί όπου οι «άλλοι» αυτής της πόλης αγωνίζονται να επιβιώσουν σ’ ένα όλο και πιο εχθρικό περιβάλλον. Οι δε μη φιλικοί και κατά την κοινή έκφραση «υποβαθμισμένοι» δημόσιοι χώροι δεν έχουν προκύψει από κάποια άγνωστη αιτία, ούτε είναι (μόνο) αποτέλεσμα έλλειψης ή στενότητας χώρου ή ανεπαρκούς σχεδιασμού. Η εικόνα της «υποβάθμισης» επιτείνεται από την εντεινόμενη κοινωνική πόλωση, αλλά συγκροτείται και από την ανεπάρκεια ή την απόσυρση στοιχειωδών δημοτικών υπηρεσιών, όπως η συστηματική αποκομιδή των σκουπιδιών, το καθάρισμα δρόμων, πλατειών και πάρκων, η επιμέλεια του πράσινου και των πεζοδρομίων, ο φωτισμός, η συντήρηση του αστικού εξοπλισμού, ο έλεγχος των αυθαίρετων χρήσεων (ΙΧ παρκαρισμένα με άνεση σε πεζόδρομους και χώρους πρασίνου, μηχανάκια και βαν τροφοδοσίας στα πεζοδρόμια, καταλήψεις από τραπεζοκαθίσματα κ.λπ). Ένας περίπατος από την Πλατεία Φιλικής Εταιρείας ως την Πλατεία Αγάμων δείχνει και στους πιο δύσπιστους όχι μόνο την ανεπάρκεια αλλά και την επιλεκτικότητα άσκησης απλών καθημερινών καθηκόντων του δήμου - πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση περί αναγκαίων παρεμβάσεων και του αποτρεπτικού κόστους αυτών. Εγκαταλειμμένοι από τις δημοτικές αρχές και ανύπαρκτοι στο δημόσιο λόγο οι δημόσιοι χώροι στις γειτονιές της πόλης κινδυνεύουν να μετατραπούν σε χώρους αποκλεισμού, όπου η ανασφάλεια και οι κοινωνικές διαιρέσεις αποτρέπουν την πρόσβαση και περιορίζουν τη χρήση. Ταυτόχρονα αποτελούν προνομιακό και ίσως μοναδικό πεδίο συνάντησης ποικίλων ομάδων και ατόμων που, μέσα από τις καθημερινές τους πρακτικές και εμπειρίες κατοίκησης της πόλης, διαμορφώνουν τρόπους συνύπαρξης, αναπτύσσουν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και αντίστασης στην κρίση, δίνουν περιεχόμενο στην έννοια του «δημόσιου». Παραμένει στοίχημα για την πόλη και για τη λειτουργία του δημόσιου χώρου της η επιβίωση αυτών των πρακτικών και πρωτοβουλιών ή η ακύρωσή τους από εμβληματικά έργα, λιγότερο εμβληματικές παραλείψεις και πολιτικές καταστολής.

Η Ντίνα Βαΐου είναι καθηγήτρια ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, email: divaiou@central.ntua.gr

Η ΑΥΓΗ • 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

2

Ο δημόσιος χώρος και το «δικαίωμα στην πόλη» Στην πρόσφατη συγκυρία της κρίσης γινόμαστε μάρτυρες πολλών διαδηλώσεων ενάντια στις πολιτικές που, ακολουθώντας τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου δόγματος, εμπορευματοποιούν την πόλη, και οδηγούν στη φτώχεια και τον αποκλεισμό όλο και περισσότερα άτομα και κοινωνικές ομάδες. Οι διαδηλώσεις εκδηλώνονται στους δημόσιους χώρους των μεγάλων αστικών κέντρων, που επανακτούν τον πολιτικό τους χαρακτήρα, καθώς γίνονται, έστω και προσωρινά, τόποι συνάντησης, διαλόγου, αντιπαράθεσης και αντίστασης, τόποι διεκδίκησης δικαιωμάτων που παραβιάζονται από την επίθεση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πρακτικής. Οι πορείες, οι διαδηλώσεις ή οι καταλήψεις πλατειών και εγκαταλειμμένων κτηρίων, αποτελούν ένα παγκόσμιο φαινόμενο που υποΤΗΣ ΡΟΥΛΗΣ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ

δηλώνει ότι «έχουμε εισέλθει στην εποχή της αντίστασης», όπως λέει ο Κώστας Δουζίνας. Είναι η εποχή, όπου το «δικαίωμα στην πόλη», μια συνοπτική διατύπωση και λέξη - σύνθημα του Henri Lefebvre αποκτά την επικαιρότητά της, καθώς η κοινωνική οργή μετατρέπεται σε αμφισβήτηση των εξουσιαστικών δομών και των καθημερινών σχέσεων και, συνοδεύεται από αιτήματα που αφορούν στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και τη συμμετοχή στη διαδικασία συγκρότησης της πόλης και της αστικής ζωής, μιας αστικής ζωής μετασχηματισμένης και ανανεωμένης, χωρίς τους αποκλεισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, και τους χώρους αλλοτρίωσης που αυτή παράγει. Επειδή οι παγκόσμιες αντιστάσεις είναι πάντα τοποθετημένες σε τοπικό επίπεδο, καθώς συνδέονται με συγκεκριμένες συνθήκες, καταστάσεις ή γεγονότα και συγκεκριμένες «τοπικές» ιστορίες, κι επειδή η εστίαση στο τοπικό μπορεί να αποφύγει τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε κάθε γενίκευση και εξωπραγματική αφαίρεση, επέλεξα να σας μιλήσω για μία συγκεκριμένη μορφή αντίστασης που έλαβε χώρα σε έναν από τους λιγοστούς δημόσιους χώρους μιας κεντρικής γειτονιάς της Αθήνας. Πρόκειται για την κατάληψη της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης, μιας από τις πιο παλιές, πυκνοκατοικημένες και πιο πολυπολιτισμικές γειτονιές της Αθήνας, που «αναζωογονήθηκε», όχι μέσα από «επίσημες» πρακτικές, αλλά μέσα από τις καθημερινές πρακτικές συνύπαρξης των μεταναστριών/τών και των «ντόπιων» γυναικών και ανδρών. Το κτήριο της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης λειτουργούσε ως αγορά τροφίμων από τα χρόνια του μεσοπολέμου, αποτελώντας χώρο συνεύρεσης των κατοίκων και σημαντικό σημείο αναφοράς στην περιοχή, χαρακτηριστικό που διατηρήθηκε στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της γειτονιάς, παρόλο που από το 2002 σταμάτησε να λειτουργεί, ύστερα από κάποια χρόνια υπολειτουργίας. Η κατάληψη του κτηρίου ξεκίνησε το 2006, από μια ομάδα κατοίκων που πήραν την πρωτοβουλία να ανατρέψουν τα σχέδια της τότε Δημοτικής Αρχής που προέβλεπε την κατεδάφιση του και στη θέση του την κατασκευή ενός πολυώροφου κτηρίου κράματος εμπορικού κέντρου και γκαράζ. Όμως, το κτήριο σώθηκε με την δυναμική δράση των κατοίκων, ενώ με αγώνες της Ανοιχτής Πόλης, το 2007, κηρύχθηκε διατηρητέο. Η Αγορά, από την πρώτη στιγμή της κατά-

ληψής της συγκέντρωσε ανθρώπους με διαφορετικά ενδιαφέροντα και πεποιθήσεις, οι οποίοι οργανώθηκαν και συμμετείχαν σε διαφορετικές δραστηριότητες που έφερναν κοντά και άλλους κατοίκους, που ενώ έμεναν στην ίδια γειτονιά, δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους και δεν συμμετείχαν στα «κοινά». Παράλληλα, έγινε τόπος συνάντησης ντόπιων και μεταναστών, με αφορμή τις πολυάριθμες και ποικίλες πολιτισμικές εκδηλώσεις και, κυρίως, τα καθημερινά μαθήματα ελληνικών, τα οποία παρέδιδαν χωρίς αμοιβή εθελόντριες δασκάλες και δάσκαλοι. Την περίοδο της κατάληψης η Αγορά έγινε ένας πραγματικός δημόσιος χώρος, ένας χώρος όπου οι κάτοικοι της πόλης μπορούν να συνευρεθούν, να επικοινωνήσουν, να εμπλακούν στο πρακτικό διάλογο και να μπορέσουν να έχουν λόγο στη διαμόρφωση κοινωνικών κανόνων και, συχνά, να αμφισβητήσουν τη θεσμοθετημένη εξουσία. Ένας χώρος φιλόξενος ανάμεσα στο πλήθος των χώρων αποκλεισμού που κυριαρχούν στην εμπορευματοποιημένη πόλη. Ένας δημόσιος χώρος όπου οι μετανάστες, όπως και οι ντόπιοι, μπορούσαν να αναπτύξουν, και ανέπτυξαν, πρακτικές μέσα από τις οποίες πέτυχαν ορατότητα, αναγνώριση, επικοινωνία και εν τέλει συμμετοχή στις λειτουργίες του. Η Αγορά λειτούργησε, ταυτόχρονα, σαν «σχολείο», για τους κατοίκους της γειτονιάς και της πόλης, που μέσα από την εμπειρία που απέκτησαν σε ένα τέτοιο αυτοδιαχειριζόμενο χώρο, συνειδητοποίησαν ότι οι δημόσιοι χώροι της πόλης, και η ίδια η πόλη, τους ανήκουν. Αποτελώντας χώρο κοινωνικής δικτύωσης ατόμων και ομάδων, τόπο συνεύρεσης ντόπιων και μεταναστών, κατοίκων της γειτονιάς και της πόλης, η Αγορά αντιπρότεινε στον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο σχέσεις συνύπαρξης, αλληλεγγύης και ενεργούς συμμετοχής. Στο χώρο αυτό δημιουργήθηκαν πολιτικά υποκείμενα και οι άνθρωποι πολιτικοποιήθηκαν. Γιατί δημόσιος «δεν είναι απλά ο ανοιχτός χώρος που είναι στη διάθεση του καθενός, αλλά ο χώρος στον οποίο ο δήμος δημιουργείται, σχηματίζεται», όπως υπογραμμίζει η Ντορίν Μάσσεϊ. Η Αγορά έδειξε καθαρά πως οι κάτοικοι της πόλης δεν είναι θεατές του οικονομικού και χωρο-κοινωνικού τοπίου του άυλου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, και ότι μπορούν να διεκδικήσουν το δικαίωμα συμμετοχής και το δικαίωμα οικειοποίησης του δημόσιου χώρου της πόλης και της ίδιας της πόλης. Δικαιώματα που συνδέονται με ένα συνολικό σχέδιο αλλαγής των χωρικών και κοινωνικών σχέσεων και, εμπεριέχουν προβληματισμούς που αφορούν στην έννοια του πολίτη και το ίδιο το ζήτημα της δημοκρατίας. Παρόλο που ο αυτο-διαχειριζόμενος χώρος της Αγοράς σταμάτησε να λειτουργεί μετά από εντολή του Δημάρχου (ορισμένων) Αθηναίων, και παρά την έλλειψη αντίδρασης των δυνάμεων της Αριστεράς που αρχικά στήριξαν και λειτούργησαν αυτό το εγχείρημα αυτοδιαχείρισης, η σημασία του εξακολουθεί να είναι σημαντική για κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης του χώρου από τους νόμους της αγοράς και για κάθε προσπάθεια παραγωγής ενός δημόσιου χώρου που θα περιλαμβάνει, αντί να αποκλείει, διαφορετικά άτομα και ομάδες κατοίκων, και επί του οποίου επιχειρείται πραγματωθεί το εγχείρημα της ελευθερίας.

Η Ρούλη Λυκογιάννη είναι λέκτορας ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, e-mail: rouli.lykogianni@gmail.com

Χρύσα (Βαρδέα), Χωρίς τίτλο, νέον και plexiglass, 43.8x36.2x33εκ., περ. 1965


Η ΑΥΓΗ • 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

25

3

Προς μια νέα αφήγηση της πόλης Στη σύγχρονη Αθήνα χαράσσεται ένα άχρονο αστικό οικοσύστημα. Όπως παρατηρεί ο Roudaut για τις μεγαλουπόλεις της νεωτερικότητας, η πόλη χτίζεται σαν να μην υπήρχε τίποτα πριν από αυτήν, δεν προεκτείνει την παλιά αλλά την καταργεί1. Η μνήμη της πόλης σβήνει, καθώς οι γειτονιές και τα χαρακτηριστικά της ορόσημα χάνονται ανάμεσα στα επαναλαμβανόμενα οικοδομικά της τετράγωνα, και μαζί της ατροφεί η εμπειρική συναίσθηση του από κοινού βιωμένου κόσμου και η νοηματοδότηση που παΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΑΡΓΥΡΗ

ραδιδόταν άλλοτε μέσα από τη ζωντανή εμπειρία των κατοίκων της και την οικειοποιούσε ως τόπο συλλογικής δράσης και εγγεγραμμένων αναμνήσεων στις χωρικές σταθερές της. Στο κέντρο όπου διασώζονται οι υλικές μαρτυρίες του πολιτισμικού λόγου και της πολιτικής ιστορίας της, σκηνογραφούνται αποσπασματικά τα εμβλήματα της εξουσίας στα μνημειακά κτήρια των παλαιών ανακτόρων της Βουλής, της Ακαδημίας ή της Βιβλιοθήκης, η τουριστική περιήγηση σε εγκλωβισμένα θραύσματα του αρχαιολογικού παρελθόντος, η επιχειρηματική επένδυση στα αναστηλωμένα νεοκλασικά που στεγάζουν εμπορικά πολυκαταστήματα ή στους χώρους της πολιτισμικής βιομηχανίας που έσπευσαν να εκταμιεύσουν πρώτα την οικονομική υποβάθμιση και κατόπιν τη φυσιογνωμία συνοικιών όπως το Γκάζι και του Ψυρρή ή προσφάτως το Μεταξουργείο. Ένα νέο κύμα χρηστών του χώρου έρχεται να αντικαταστήσει τις σχέσεις που κάποτε έδεναν τον κάτοικο με τον τόπο του, συμπαρασύροντας τα αστικά νοήματα. Το βλέμμα του κατοίκου αδυνατεί να ενσωματώσει την κατακερματισμένη εμπειρία της πόλης του που πλέον δεν θυμάται ή ακόμα χειρότερα απορρίπτει, καθώς η οικονομική αλλά κυρίως κοινωνική και πολιτική κρίση αφήνει όλο και βαθύτερες πληγές στον κοινωνικό και αστικό ιστό, αναγνώσιμες σε κάθε βιαστικό βήμα του, στο απλωμένο χέρι των νεοαστέγων, στις κλειστές βιτρίνες και στα λουκέτα με τα κόκκινα ενοικιάζεται και πωλείται. Στην καρδιά της πόλης που αναπτύσσονται οι σχέσεις με το συμβολικό της φορτίο και την ετερότητα, συγκροτείται μια προσωρινή ταυτότητα που τη γεννά η μετατόπιση της σχέσης ιδιωτικού και δημόσιου, η πτώχευση της συλλογικής ζωής και η επικράτηση της λειτουργικότητας ως κυρίαρχη αφήγηση στα αστικά της σημαίνοντα. Το άτομο καταβυθίζεται στην ανωνυμία και περιχαρακώνεται στην αναγκαία διέλευση σε συγκεκριμένα σημεία του χώρου για την εξυπηρέτηση των σκοπών της ιδιωτικής ζωής. Η ατομικότητα οριοθετεί με αυστηρότητα τα πλαίσιά της αποδυναμώνοντας τη συλλογικότητα με τον ίδιο τρόπο που η επιβολή της επιχειρησιακής λογικής στο σχεδιασμό της κοινωνικής και αστικής πολιτικής υποβαθμίζει τη δημόσια σφαίρα της πόλης από πεδίο διυποκειμενικής προσέγγισης σε έναν κοινότοπo, κατατμήσιμο και ανταλλάξιμο χώρο, απεμπολώντας ή περιθωριοποιώντας τον κοινωνικό παράγοντα συχνά ως θεσμική πρακτική που εξωθεί στην γκετοποίηση υποβαθμισμένων περιοχών ή στην ιδιωτικοποίηση όσων α-

Χρύσα Ρωμανού, Reportage, κολλάζ σε καμβά, 65x50εκ., 1965

γκιστρώθηκαν γύρω από την οικονομική και όχι τη συμβολική τους ποιότητα για να κερδίσουν έστω την αποκομμένη τους συνέχεια. Τα σήματα θέτει χαρακτηριστικά ο Baudrillard καταβροχθίζουν τα πράγματα και ως κενωμένα οικιστικά κελύφη απομένουν πρόσφορα στις νοηματοδοτήσεις του συστήματος2. Η Αθήνα αρνείται τη βιωματική της ενσωμάτωση και την πολιτική συμμετοχή, αφήνοντας ένα κέντρο αποστερημένο νοήματος, συλλογικής εμπειρίας και διεκδίκησης για τους πολίτες της, ανοιχτό στους μετασχηματισμούς που θα προκύψουν. Τα μεγαλόπνοα έργα που θα αναλάβουν την ανάπλαση της πόλης αναμένουν την υλοποίησή τους και μαζί το διακύβευμα της ανάδειξης της αναγκαίας χωρικής περιεκτικότητας σε μια συνθετική αστική αφήγηση που θα αγκαλιάσει το ετερόκλητο μωσαϊκό της. Οι όροι διαχείρισης του δημόσιου χώρου που θα διαμορφώσουν σε απτό και μεταφορικό επίπεδο θα υπαγορεύσουν ένα νέο κείμενο για την Αθήνα, του οποίου η μεγάλη κλίμακα υποδεικνύει τη σημαντικότητά του - θα αποτελέσει μια ισοπεδωτική επένδυση ή ίσως την τελευταία ευκαιρία για έναν επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου που θα κινητρώσει την επαφή και θα δημιουργήσει έδαφος συμμετοχής;

Η πόλη είναι κομμάτι του κοινωνικού συ. νόλου αποκαλύπτει τα θέσμια, τις ιδεολογίες, επειδή τις εμπεριέχει, τις ενσαρκώνει στην αισθητή ύλη σύμφωνα με τον Lefebvre3. Τα αστικά σημαίνοντα ως αισθητά πράγματα της πόλης διυλίζονται στο χρόνο και πραγματώνουν την πλαστικότητά τους, τη διάπλαση και προσαρμογή στις συνθήκες ύπαρξης και έκφρασης του υποκειμενικού και του συλλογικού, κερδίζοντας έτσι τη συνέχειά της. Η διαλεκτική του δημόσιου χώρου με τη συγκρότηση της ταυτότητας της πόλης ως κοινωνική κατασκευή και πολλότητα των δρώντων υποκειμένων της, απο-

κτά περιεχόμενο μέσα από τη διάχυση της συμβολικής διάστασης στο πεδίο της κοινωνικής πράξης, όπου κατοικούν κοινωνικά υποκείμενα που επανερμηνεύουν και ανασυγκροτούν συνεχώς νοηματικά τον κόσμο που τα περιβάλλει με αντίστοιχες κοινωνικές και πολιτικές εκβάσεις. Η σημασία των εικόνων και των μορφών του βιωμένου κόσμου που επενδύουν την καθημερινότητα της αναπόδραστης κοινωνικής εμπειρίας, αναδύει μέσα από την αφήγηση ενός δημόσιου χώρου που οι χωρικές του ποιότητες επιτρέπουν στην πλειοψηφία την κατασκευή νοήματος και τη συλλογική ζωή, ένα κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα χειραφέτησης. Η συμβολική διαντίδραση καθιστά το δημόσιο χώρο ενεργό πεδίο. προσφέρει έναν ορίζοντα δημόσιας διαλεκτικής όπου έννοιες πολιτισμικές που κουβαλούν τη μνήμη και το μέλλον της πόλης, έννοιες κοινωνικές και πολιτικές όπως η ετερότητα, η πολυπολιτισμικότητα, η συλλογικότητα εγγράφονται στις αστειακές σχέσεις όχι ως σύγκρουση αλλά ως συνάντηση με τον Εαυτό, τα σύμβολα του από κοινού βιωμένου κόσμου και τον Άλλο. Στην αφήγηση του δημόσιου χώρου που καταφέρνει να εμπερικλείσει το συλλογικό υποκείμενο όχι ως θεατή ή αναγκαία λειτουργική συνθήκη αλλά ως κοινωνικό και πολιτικό πρωταγωνιστή της, η ιδιωτική σφαίρα εντάσσεται για άλλη μια φορά και δεν ανταγωνίζεται τη δημόσια, επιτρέποντας να εγγραφούν σε αυτήν φράσεις επικοινωνίας, κοινωνικής συνοχής, οικονομικής αναβάθμισης, πολιτικής ζωής, δημιουργικότητας και τέχνης στην καθημερινή βιωμένη εμπειρία. Η πόλη επιζητά την εκδίπλωση ενός κειμένου που θα κατακτήσει τη συγκίνηση και θα αφεθεί ελεύθερο, χωρίς οικονομικές, ταξικές ή άλλες συμβάσεις, στην οικειοποίηση και κυρίως στη συμμετοχή, που μέσα από την αναμέτρηση με τα συμβολικά του περιεχόμενα θα φέρει ξανά στο προσκήνιο τις λησμονημένες ή αδιάφορες αναφορές της ταυτότητάς της, αποκαθιστώντας τη φατική επικοινωνία με τους κατοίκους της και ανακτώντας το χαρακτηρισμό του χώρου ως τόπο. 1 Roudaut, J., (1967), Trois villes orientées, Paris 2 Baudrillard, J., (1987), Ρέκβιεμ για τα μέσα επικοινωνίας, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος 3 Lefebvre, H., (2007), Δικαίωμα στην Πόλη, Αθήνα: Κουκίδα

Η Άρτεμις Αργύρη είναι υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου

Τα αδιέξοδα της μειονοτικής πολιτικής στην Θράκη ένα αφιέρωμα των «Αναγνώσεων» το 2006 Γράφουν: Χρήστος Ηλιάδης, Σαμή Καραμπουγιούκογλου, Σπύρος Μαρκόπουλος, Μουσταφά Μουσταφά, Βάσω Νικολάου, Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Χάρης Παπαδόπουλος, Μάρθα Πύλια, Άλκης Ρήγος, Σταμάτης Σακελλίων, Κωνσταντίνος Τσιτελίκης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Γιώργος Μπλάνας, Ανδρέας Πανταζόπουλος Κείμενα: Ορχάν Βελή, Πιέρ-Αντρέ Ταγγυέφ, Αλαίν Τουραίν, Αλαίν Ρενώ http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2008/05/blog-post_8636.html


26

Η ΑΥΓΗ • 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Χώροι της μνήμης, χώροι των κοινών Ζούμε το τέλος του δημόσιου χώρου, ζούμε την καταστροφή κάθε μέσου που μπορεί να εκφράζει και να σχηματίζει την κοινωνική ζωή ως πεδίο που διαρκώς θα υπερβαίνει τα πλαίσια της πιστής αναπαραγωγής της; Ίσως όχι: φαίνεται ότι σε καιρούς ζοφερούς η κοινωνία πάντα βρίσκει δρόμους, ακόμα και υπόγειους για να αντισταθεί στη λεηλασία της συλλογικής ζωής. Δεν πρόκειται όμως μόνο για την πεισματική άρνηση των Αθηναίων να κλειστούν απελπισμένοι στο κουκούλι ενός καταφύγιου (ιδιωτικού ή ομαδικού). Δεν πρόκειται μόνο για τη διψασμένη ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ

απόλαυση της λιακάδας με έναν φραπέ ή μια μπύρα για ώρες σε ένα καφενείο. Πρόκειται και για την ανάδυση αγώνων και προσπαθειών να ζήσουν ξανά μνήμες συλλογικής ζωής καταχωνιασμένες στα αζήτητα την περίοδο μιας ψευδεπίγραφής και απατηλής ευημερίας. Εκείνο που γεννά την πιθανότητα αντίδρασης και ίσως αντίστασης δεν είναι η αθλιότητα του παρόντος (του όποιου παρόντος). Δεν είναι η εξαθλίωση ή η δυστυχία που απαραίτητα γεννά εξεγέρσεις. Είναι η δυνατότητα να θυμάσαι ή να ονειρεύεσαι τη ζωή αλλιώς. Και οι κάτοικοι των πόλεων της κρίσης μπορούν και πρέπει να θυμούνται για να θυμώσουν και να διεκδικούν. Μια βόλτα στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας λίγο μετά την ανακοίνωση της μεταβίβασής τους στο ΤΑΙΠΕΔ ως δημόσια περιουσία προς εκποίηση: Κτίρια που έζησαν χρόνια εγκατάλειψης και ηθελημένης απαξίωσης, κτίρια που κάποτε στέγασαν αλλά και τώρα στεγάζουν ανθρώπους ξεριζωμένους, ανθρώπους που η ζωή τους καταστράφηκε καθώς συνθλίφτηκε από πολέμους και πολιτικές αρπακτικής εκμετάλλευσης. Τι ήταν κάποτε τα Προσφυγικά, τι είναι τώρα; Τι μπορεί να μας μάθει η ιστορία και το παρόν τους; Πρόσφυγες το 1922, θύματα μιας βίαιης ανταλλαγής πληθυσμών αναγκάστηκαν να χωρέσουν την ακρωτηριασμένη καθημερινότητά τους σε μικρά διαμερίσματα στις παρυφές της επίσημης πόλης. Οι «ντόπιοι» κάτοικοι τους είδαν με καχυποψία αν όχι με ανοιχτή εχθρότητα. Και το κράτος, παρότι είχε την ευθύνη για την καταστροφή που βίωναν, φρόντισε πάνω απ’ όλα να κάνει ότι μπορούσε για να τους εντάξει στις ήδη υπάρχουσες ταξικές ασυμμετρίες μιας κοινωνίας που, όπως και σήμερα, ήταν και τότε στη δίνη μιας ακραίας διεθνούς οικονομικής κρίσης. Φορείς μιας συλλογικής μνήμης συχνά κοσμοπολίτικης αλλά σχεδόν πάντα μπολιασμένης από αναμνήσεις ζωής σε πόλεις με πλούσια αστική κουλτούρα οι πρόσφυγες πρόβαλαν την ανάγκη μιας κοινής ζωής πάνω στο ίδιο το περιβάλλον της στέρησης που βρέθηκαν. Στα καινούργια συγκροτήματα της «ελάχιστης κατοίκησης» κατοίκησαν τα μικρά αλλά φωτεινά κλιμακοστάσια με τις γλάστρες και τα στολίδια μιας συλλογικής οικειοποίησης, βρήκαν τον τρόπο να μετατρέψουν τα κοινά πλυσταριά της ταράτσας σε χώρους συνάντησης και ενδυνάμωσης των σχέσεων ανάμεσα στους κατοίκους και στις αδιαμόρφωτες αλάνες μπροστά στα κτίρια ξεδίπλωσαν τις γιορτές τους και την καθημερινότητα

Χρύσα Ρωμανού, Reportage, κολλάζ σε καμβά, 65x55εκ., 1965

μια κοινότητας που επινοούσε με το τίποτα τις δικές της πλατείες. Φτιάχνοντας τους δικούς τους δημόσιους χώρους οι ξεριζωμένοι ουσιαστικά έπλασαν την κοινή τους ζωή κατοικώντας χώρους κοινούς. Αν έχει νόημα να μιλάμε για τους χώρους των κοινών, είναι γιατί διαφέρουν από τον επίσημους δημόσιους χώρους. Είναι πάντα κάποιες αρχές που διαμορφώνουν αυτούς τους δημόσιους χώρους, είναι πάντα κάποιες οδηγίες χρήσης και δομές ελέγχου της συμμόρφωσης που τους ορίζουν. Οι χώροι των κοινών όμως πλάθονται από εκείνους που τους κατοικούν. Ακόμη και αν είναι σχεδιασμένοι από άλλους, όπως τα κοινόχρηστα κλιμακοστάσια ή οι ταράτσες, οι χώροι των κοινών διαμορφώνονται μέσα από τη συλλογική χρήση και τους κανόνες καλής συνύπαρξης που οι ίδιοι οι κάτοικοι συνυφαίνουν μέσα στην κοινή τους καθημερινότητα. Η είσοδος ενός κτιρίου μπορεί να γίνει κοινός χώρος μόνο αν κάποιοι υφάνουν στο χώρο της ένα δίχτυ προσεγγίσεων, συναντήσεων, καθυστερήσεων στην επιτάχυνση της καθημερινής ρουτίνας, μικρών και μεγάλων τελετών επιστροφής και αναχώρησης, αυτοσχέδιων προσωρινών οικειοποιήσεων. Χρειάζεται η μικρο-κοινότητα της προσφυγικής πολυκατοικίας, όπως και κάθε αντίστοιχη μικρο-

κοινότητα, να αναγνωρίζεται σε τούτο το δίχτυ, να το συντηρεί και να το επεκτείνει. Αλλιώς ο δημόσιος χώρος μπροστά στα κτίρια ή το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο μπροστά στα διαμερίσματα παραμένει μόνο μια νομικά προσδιορισμένη επικράτεια δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αν κάτι μας έμαθαν τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας, αλλά και πολλά αντίστοιχα παραδείγματα σε όλη την Ελλάδα, είναι ότι η επικράτεια του κοινού, ως μια επικράτεια που μια κοινότητα κατοίκων θεωρεί «δικιά της» και «εικόνα» της, προσδιορίζεται με τρόπους που υπερβαίνουν τους προσδιορισμούς της ιδιοκτησίας και του νομικού καθεστώτος. Οι κάτοικοι έπλασαν με την κοινή ζωή τους την αλάνα ανάμεσα στα κτίρια, όπως και οι κάτοικοι των πέτρινων της Καισαριανής μετέτρεψαν με τη δική τους ζωή τις εσωτερικές αυλές των οικοπέδων σε χώρους του κοινού. Χρειάστηκε να εξαρθρωθεί αυτό το δίχτυ του κοινού από την καταναλωτική επιθετικότητα των μεταπολεμικών χρόνων για να κυριαρχήσουν στη θέση των συλλογικών οικειοποιήσεων και χρήσεων οι ιδιωτικές καταπατήσεις (νόμιμες ή μη). Όχι ότι τούτη η πορεία ήταν γραμμική. Ήδη από τα πρώτα χρόνια το ιδιωτικό συμφέρον, ακόμα και σε συνθήκες εξαθλίωσης, διατυπωνόταν στο χώρο

με μικρές ή μεγάλες αυθαιρεσίες. Το θέμα είναι αν η ίδια η κοινότητα μπορεί να αναπτύσσει τα εργαλεία της συλλογικής αντιμετώπισης τέτοιων αυθαιρεσιών, αν η κοινότητα γεννά ρυθμιστικούς μηχανισμούς που αντισταθμίζουν τις εντάσεις και βρίσκουν λύσεις που εντάσσουν το ιδιωτικό στο συλλογικό συμφέρον. Κάποιοι σήμερα αναζητούν νέες δομές συλλογικής συνεννόησης στις γειτονιές της Αθήνας δημιουργώντας δίχτυα αλληλεγγύης, πρωτοβουλίες υπεράσπισης του δικαιώματος στη στέγη, πρακτικές που δεν διεκδικούν μόνο αλλά και δημιουργούν προπλάσματα μιας άλλης δικαιότερης κοινωνίας. Ίσως αυτές οι αναδυόμενες δομές του κοινού να αφήνουν το αποτύπωμά τους στο δημόσιο χώρο, το χώρο που το κράτος και οι φορείς του όλο και περισσότερο συρρικνώνουν, εκποιούν (δηλαδή μετατρέπουν σε ιδιωτικό) και στρατιωτικοποιούν (με την παρουσία παντού δυνάμεων που καταδιώκουν κάθε διαμαρτυρία ή απόκλιση). Ίσως να γεννιέται στο σώμα της πόλης, όπως και τότε, μια υπόγεια κουλτούρα συλλογικής αυτενέργειας και αλληλεγγύης που αναζητά και πλάθει τους χώρους της. Μήπως χρειάζεται να πιστέψουμε ότι σε τούτη τη διεσπαρμένη στην πόλη υπόγεια κινητικότητα των κατοίκων ανιχνεύονται μορφές αυτοοργάνωσης των αδικημένων και όσων η κρίση καθημερινά επιδεινώνει τη ζωή τους; Και μήπως ξανά, όπως και οι κάτοικοι των προσφυγικών, να πρέπει να σκεφτούμε την αυτοοργάνωση όχι ως ιδεολογικό πρόταγμα αλλά ως συλλογική εμπειρία που καθημερινά δοκιμάζεται σε μικρά και μεγάλα προβλήματα συνεννόησης και αλληλοστήριξης; Αν η ανάδυση χώρων του κοινού περιοριζόταν μόνο στη διαχείριση των πόρων και των χώρων μιας κοινότητας, τότε ίσως οι πρόσφυγες θα αρκούσε να φτιάξουν τη ζωή τους όπως μπορούσαν στον κλειστό περίγυρο που οι κρατούντες τους απόθεσαν. Όμως ο χώρος του κοινού ασφυκτιά στην περίφραξη, είτε μετατρέπεται σε χώρο συλλογικής γκετοποίησης είτε οχυρώνεται ως χώρος συλλογικών προνομίων. Οι κάτοικοι των προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας διέρρηξαν την υγειονομική ζώνη που περιέβαλλε τον οικισμό τους και μπόλιασαν την κοινή τους ζωή με τη ζωή των γύρω γειτονιών. Η δική τους επινοητική κουλτούρα γέννησε, όπως το αφηγούνται, συναντήσεις με τους «ντόπιους» μετατρέποντας το δικό τους χώρο σε χώρο κοινό και για τους γύρω κατοίκους. Ας μάθουμε ένα μάθημα ακόμα από τα προσφυγικά: Ο χώρος του κοινού, ο χώρος ως κοινό αγαθό αλλά και ως συνθήκη διάπλασης των σχέσεων που ορίζουν το κοινό μπορεί να γεννά εμπειρίες συλλογικής χειραφέτησης μόνο αν διαρκώς διευρύνεται. Αν διαρκώς καλωσορίζει νεοφερμένους. Στην πόλη της κρίσης καθημερινά εκδηλώνονται τα σημάδια μιας κρίσης της πόλης. Για να μετατρέψουμε τούτη την κρίση σε ευκαιρία βαθιάς αλλαγής χρειάζεται ίσως να πιστέψουμε στη δύναμη που έχουν οι μικρές και μεγάλες πρωτοβουλίες συλλογικής αυτοοργάνωσης να εφευρίσκουν ξανά το δημόσιο ως κοινό.

Ο Σταύρος Σταυρίδης διδάσκει στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ


Η ΑΥΓΗ • 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

39

5

Ο δημόσιος χώρος της πόλης και η πολιτική ως ανταγωνιστική πολλαπλότητα Όπως το θέτει η Hanna Arendt, «μολονότι όλες οι πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με την πολιτική, το πλήθος είναι η κατ’ εξοχήν προϋπόθεση - όχι απλώς η conditio sine qua non, αλλά η conditio per quam - κάθε πολιτικής ζωής». Αν και μια εμβρυακή χωρική δομή της πόλης προϋπήρξε στους αγροτικούς οικισμούς, αυτό που χαρακτηρίζει τη μετάβαση στις πόλεις είναι μια βαθιά τομή ανάμεσα στην ανυπαρξία και τη θέσμιση μιας πολιτικής οντότητας. Οι πόλεις αναπτύσσονται από την αρχαϊκή στην κλασική αρχαιότητα και τη ρωμαϊκή εποχή με διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά αλλά, σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση πολιτικών θεσμών στοιχειοθετεί την ύπαρξη μιας δεύτερης ζωΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ

ής, του πολιτικού βίου δίπλα στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων. Η χωρική συνθήκη των πόλεων καθιστά την αγορά κέντρο της δημόσιας ζωής, η οποία -για ν’ αναφερθούμε στις ελληνικές πόλεις- αποκτά την πιο ολοκληρωμένη μορφή της στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Εδώ ο δημόσιος χώρος αναπτύσσεται στις πληρέστερες και πιο εκτεταμένες διαστάσεις του με το Βουλευτήριο, την Πνύκα, το Πρυτανείο, το Μητρώο, τον Άρειο Πάγο, κέντρα της πολιτικής ζωής, που συμπληρώνονται με την εμπορική αγορά, στοές, ναούς, βωμούς και θέατρα. Πάλι κατά τη Hanna Arendt, «η πόλις για τους Έλληνες, όπως η res publica για τους Ρωμαίους, ήταν πριν απ’ όλα εγγύηση κατά της ασημαντότητας της ατομικής ζωής, χώρος προφυλαγμένος απέναντι σ’ αυτή την ασημαντότητα και προορισμένος για τη σχετική διάρκεια αν όχι για την αθανασία των θνητών». Αντίθετα, ο θρυμματισμός της επίγειας πολεοδομίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η παρακμή των πόλεων συμβάδισαν με την υποκατάσταση της πόλεως, ως υποδοχέα της δημόσιας πολιτικής ζωής, από την «ουράνια πόλη» και την υπερκοσμική κοινωνία των αγίων. Τη μακριά διάρκεια της παρακμής ακολουθεί η ανάδυση των πρώιμων μεσαιωνικών πόλεων-κέντρων διοίκησης και φρουρίων, με σκοπό να καλύψουν τις πρωταρχικές ανάγκες της συνάθροισης και της ασφάλειας. Αυτοί οι «λίθοι του βηματισμού» οδήγησαν, από την εποχή του πολιτικού λήθαργου και της απώλειας της έννοιας του πολίτη και των πολιτικών δικαιωμάτων, στην επαναφορά των πόλεων στον ύστερο μεσαίωνα, όταν συντελούνται η κατάργηση της δουλοπαροικίας και της χωροδεσποτείας, η ανάπτυξη νέων κοινωνικών τάξεων και ομάδων και η εμφάνιση του εμπορικού καπιταλισμού. Η εξουσία, δηλαδή η πριγκιπική ή κοινοτική αρχή, παρίσταται με τα ανάλογα οικοδομήματα -παλάτι, δημαρχείο- όπως και με τη φυσική της παρουσία στο δημόσιο χώρο της πόλης, τον οποίο συμπληρώνουν οι νέες κοινωνικές δυνάμεις/συντεχνίες με τα δικά τους λαμπρά κτίρια. Η δύναμη της θρησκευτικής εξουσίας και της εκκλησίας, ως ανώτερης αρχής που εποπτεύει τον κόσμο των ανθρώπινων υποθέσεων, υποβάλλεται χωρικά με τους καθεδρικούς ναούς, οι οποίοι αποτελούν ταυτόχρονα ένα τεράστιο βιβλίο έργων για τη διδαχή της εκκλησιαστικής ιστορίας, ένα μουσείο χριστιανικής πίστης. Συγκρούσεις υπήρξαν ανάμεσα στα αστικά στρώματα της εποχής και τη θρησκευτική εξουσία, ανάμεσα στις κοινότητες και το κεντρικό κράτος, αλλά και ανάμεσα στο popolo minuto και το popolo grasso. Η πόλη έγινε το θέατρό τους, όπως και η σκηνή πολλαπλών εκδηλώσεων: ανταλλαγή προϊόντων, θρησκευτικές τελετές, εορτές, κ.λπ. Το 18ο αιώνα του Διαφωτι-

Μ. ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ Γ. ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ - Δ. ΝΑΚΟΣ

ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΕΡΩΣ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ

Χρύσα Ρωμανού, Casino International, κολλάζ σε καμβά, 200x100εκ., 1965

σμού πραγματοποιείται μια βαθιά τομή στις έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού. Μέχρι τότε η αριστοκρατική εξουσία -ο αυτοκράτορας, οι άρχοντες, οι ευγενείς- ήταν φορείς της αντιπροσωπευτικής δημοσιότητας, καθιστώντας ένα μέρος της κοινωνικής τους ζωής ορατό στους υπηκόους τους. Η μετάβαση από το ancien regime στη Γαλλική Επανάσταση είναι μια διαδικασία ανατρεπτική. Για πρώτη φορά η ιδιωτική και δημόσια σφαίρα ξεχωρίζουν με μια μοντέρνα έννοια. Η πορεία από τον απολυταρχισμό στη δημοκρατία μπορεί να διαβαστεί και ως πορεία από τις Βερσαλλίες στην Πλατεία της Ε-

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΥ

Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η Σ ,

Α γ ί α ς

πανάστασης (αργότερα Ομονοίας). Ταυτόχρονα, όμως, ξεκινά η εμπορευματοποίηση του χώρου της πόλης και η διαμόρφωση των δημόσιων χώρων που αποσκοπεί στην παραγωγή υπεραξίας από τη γη. Τα μεγάλα βουλεβάρτα του Παρισιού επιτρέπουν ευκολότερα την καταστολή των εξεγέρσεων αλλά παντού στους δρόμους και τις πλατείες, στις τοπικές πολιτικές λέσχες και τα λαϊκά καφέ, διαμορφώνονται οι άκρως δημοκρατικοί, οι «ξεβράκωτοι», ένα κίνημα φτωχών εργατών των πόλεων, μικροτεχνιτών, καταστηματαρχών. Το εξεγερμένο πλήθος είναι η άλλη όψη των κινούμενων ανθρώπινων υπάρξεων που εμφανίζεται στην πόλη του 19ου αιώνα και περιγράφει ο Γκαίτε στο Ιταλικό Ταξίδι. Το φάντασμα της επανάστασης στα 1830 και 1848 και η Κομμούνα του Παρισιού το 1871 πιστοποιούν την άνοδο, στο δημόσιο χώρο της πόλης και τη δημόσια σφαίρα της πολιτικής, των λαϊκών τάξεων που έκτοτε διεκδικούν σταθερά την πολιτική και την πόλη. Και μια και μιλάμε για τη Γαλλία, η διαδρομή των σύγχρονων διαδηλώσεων με αναφορά στις πλατείες του Έθνους, της Δημοκρατίας και της Βαστίλλης, δείχνει τη διαρκή ανάδυση της ιστορικής και κοινωνικής μνήμης που αποτελούν μια σημαντική διάσταση του δημόσιου χώρου. Καθώς η ίδια η μορφή του είναι μακροβιότερη των ιστορικών περιόδων, τις οποίες ορίζουν οι μεγάλες οικονομικοκοινωνικές και πολιτικές τομές, διατηρεί, ενθηκεύοντας μέσα του, την ιστορία και διαφυλάσσοντας χωρικά μνημονικά ίχνη. Ανάμεσα στην «Ελευθερία που οδηγεί το λαό στα οδοφράγματα» του Ντελακρουά και τις εικόνες των οδοφραγμάτων στο Καρτιέ Λατέν από τον Μάη του 1968 μεσολαβούν 138 χρόνια. Σε κάθε περίπτωση αναδύεται η δημόσια πολιτική του δρόμου. Έχω τον δρόμο με το μέρος μου, λέει ο Δαντών στο Ροβεσπιέρο· μολαταύτα θ’ ανέβει στη γκιλοτίνα. Μια χαρακτηριστική στιγμή από την πρόσφατη ιστορία των ευρωπαϊκών πόλεων είναι αυτή της κατακλυσμικής παρουσίας στο δημόσιο χώρο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ ως αντίπαλου δέους στο νεοφιλελευθερισμό, τον πόλεμο και τον ρατσισμό. Από τη μια πλευρά οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποι τής Ευρωπαϊκής Ένωσης του κεφαλαίου, απόμακρες από το λαό εξουσίες περιφρουρούμενες από αστυνομικά τείχη, από την άλλη οι anti-globals. Στην Αθήνα, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, τον δημόσιο χώρο της συνέχουν 3 πλατείες: Σύνταγμα, Κλαυθμώνος (μαζί με Προπύλαια), Ομόνοια, που λειτουργούν διαχρονικά ως η χωρική κιβωτός της δημόσιας σφαίρας (λαϊκά και αστικά καφέ, άτυπες συναθροίσεις, κ.λπ.) και της πολιτικής εμφάνισης του λαϊκού πλήθους. Το κίνημα των «αγανακτισμένων» πήρε στο Σύνταγμα τη σκυτάλη από τη νεώτερη ελληνική ιστορία που επανεγγράφεται διαρκώς στο σώμα της πόλης, μάλιστα στην καρδιά της. Η Βουλή, πρώην Ανάκτορα, είναι η στέγη της δημοκρατίας, η οποία γνώρισε ελάχιστες στιγμές δόξας. Γι’ αυτό το νόημα της λέξης υπενθυμίζει πάντα η πλατεία, ιδιαίτερα όταν οι αποκάτω επαναφέρουν την πολιτική στα κοινωνικά επίδικα και την ανοίγουν στον ορίζοντα της ισότητας και της ελευθερίας. Οι κατειλημμένες πλατείες είναι και σήμερα τα παγκόσμια κέντρα του πλήθους. Συγκροτούν μια ανθρώπινη και χωρική διεθνή των λαϊκών τάξεων και της πολιτικής αντίστασης που επιχειρεί ν’ αλλάξει τον κόσμο.

Η Ελένη Πορτάλιου είναι καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ, δημοτική σύμβουλος δήμου Αθηναίων

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ Γ ´

ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΑΝ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΔΟΚΙΜΙΟ

Ε ι ρ ή ν η ς

1 7 ,

τ η λ .

2 1 0

3 2 2 8 8 3 9


Η ΑΥΓΗ • 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

40

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

Κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις και αθέατοι (ενδιάμεσοι) χώροι Στις θεωρητικές διατυπώσεις που θεμελιώνουν τη συζήτηση για τον δημόσιο χώρο, για να ορισθεί το δημόσιο, με τις ποικίλες υλικές και κοινωνικοπολιτικές του νοηματοδοτήσεις, αντιτίθεται σε κάτι άλλο: συνήθως στο ιδιωτικό, το αθέατο, ή το ασήμαντο, το ασφαλές, το φυσικό. Οι αντιπαραθέσεις αυτές το φέρνουν αντιμέτωπο και στο ιδεατό του πρότυπο, που ενσαρκώνει την απόλυτη λειτουργία του «κοινού τόπου», του πεδίου που καθιστά δυνατό τον ελεύθερο και ισότιμο λόγο, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση και την ενεργό συμμετοχή όλων. Έτσι η σύγχρονη εποχή (καλύπτοντας μια ευρύτατη ιστορική περίοδο) χαρακτηρίζεται από ποικίλες δυνάμεις που υπονομεύουν, αποδυναμώνουν ή συρρικνώνουν το ιδεώδες του δημοσίου. Τα διπολικά σχήματα δηΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΙΧΑ

μιουργούν και αναπαράγουν σειρά από επιμέρους χωρο-κοινωνικές πολώσεις με έντονα έμφυλο, ταξικό και εθνοτικό χαρακτήρα ενώ, χαράσσοντας όρια απροσπέλαστα και αμετάκλητα ανάμεσα σε γεωγραφικά και κοινωνικά διακριτούς χώρους, απαξιώνουν ό,τι επιβιώνει σε πιο αμφίρροπες ενδιάμεσες καταστάσεις. Οι αδυναμίες του θεωρητικού αυτού πλαισίου γίνονται ακόμα πιο φανερές όταν καλείται να επεξεργαστεί το κυρίαρχο σήμερα ιδεολογικό πρόταγμα υποταγής στο αναπόφευκτο, αντίληψη που επιχειρεί, κατασκευάζοντας ακόμα πιο σκληρά όρια, να επαναφέρει μια εδραιωμένη (νοούμενη ως ιδανική) κανονικότητα - κανονικότητα ηθικά αυτονόητη, ανδροκρατούμενη, ξενοφοβική και κοινωνικά ιεραρχημένη. Οι πολιτικές κατάργησης δικαιωμάτων άμεσα συνυφασμένων με τη δημόσια σφαίρα, οι πρακτικές καταστολής και ποινικής δίωξης όσων παρεκκλίνουν, αλλά και οι προτάσεις (επανα)σχεδιασμού του δημόσιου χώρου της Αθήνας, υποστηρίζονται από κυρίαρχες αφηγήσεις που αντιτάσσουν έναν ιδεατό δημόσιο χώρο με «κατάλληλους» κατοίκους και «επιθυμητούς» επισκέπτες, στις υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης και τις «επικίνδυνες» κοινωνικές ομάδες που τις κατοικούν. Είναι ενδεικτικό ότι στην πρόσφατα δημοσιοποιημένη από το Δήμο της Αθήνας πρόταση Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) για το εμπορικό και ιστορικό κέντρο της Αθήνας, οι 18 στόχοι και άξονες παρέμβασης αποκρυσταλλώνονται σε ένα πρόγραμμα δράσης που θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την αντιμετώπιση της παραβατικότητας, τα προβλήματα που συνδέονται με τους οίκους ανοχής και τους κιν-

Στις πόλεις του σήμερα, απεικονίζεται η ιστορία του ίδιου του ανθρώπου: μια ιστορία φανταστική, γεμάτη φόρμες, μύθους, τοπία, πρόσωπα σε διαφορετικούς ρόλους, μέσα από γενιές και χώρες που βρίσκονται πάνω στην τροχιά ενός τόξου, που οι συντεταγμένες του αποτελούν την «εικόνα». Έτσι, μέσα από την πόλη - κοινωνία (άνθρωπος / περιβάλλον, άνθρωπος/ιστορία) που με τον άνθρωπο άλλαξε -και τον άλλαξεκαι πάνω στα ίχνη των πρώτων αστικών κέντρων, η μνήμη προβάλλει το φιλμ με τις γεωμετρικές αναλογίες που χαρακτήρισαν διαφορετικούς χώρους, διαφορετικούς σχεδιασμούς του κόσμου, σύνθετους, σε όλο και μεγαλύτερη διαλεκτική σχέση μεταξύ τους: η ύλη που μετασχηματίζεται, η επικοινωνία που αλλοιώνεται, η πόλη που εξαφανίζεται και ο πλανήτης που μετατρέπεται σε ενιαίο οικολογικό σύστημα. Ανάμεσα στο κακό και το καλό η απόσταση είναι ο άνθρωπος, ο άνθρωπος-πόλη, εσωστρεφής και δομικά αντιφατικός, πηγή

δύνους από την υψηλή συγκέντρωση παράνομων μεταναστών στο κέντρο της πόλης. Η συνεχώς εντεινόμενη από τη δεκαετία του 1990 αστυνόμευση του δημόσιου χώρου της Αθήνας και ο πολιτικός και δημοσιογραφικός λόγος που την υπηρετεί, χαρτογραφώντας στις γειτονιές της «σημαδιακά άβατα», «γκέτο αλλοδαπών» και «ζώνες υψηλής εγκληματικότητας», καθιστούν επιτακτική την ανάγκη να ξανασκεφτούμε τις πολυσήμαντες σημασίες του δημοσίου, απεγκλωβισμένες από παγιωμένα σχήματα και χωρο-κοινωνικές περιχαρακώσεις. Ο δημόσιος χώρος της πεζοδρομημένης Πανεπιστημίου στις οριστικές μελέτες του Rethink Athens είναι γυαλιστερός, εντυπωσιακός και μέχρι να τον δούμε υλοποιημένο, εικονικός. Ωστόσο στις πολυπληθείς συνοικίες της πόλης, ένα μωσαϊκό από καθημερινές πρακτικές χαρακτηρίζει έναν άλλο δημόσιο χώρο. Εκεί αναπτύσσονται κινήματα, συλλογικές μορφές διεκδίκησης και αλληλεγγύης, αλλά και πιο σιωπηλές στρατηγικές επιβίωσης, οικειοποίησης χώρου και αναπροσδιορισμού κανόνων. Στους χώρους αυτούς βιώνεται η ετερότητα μέσα σε εργασιακές σχέσεις φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, μοιράζονται εμπειρίες και αγωνίες σε αυθόρμητες συζητήσεις στις στάσεις λεωφορείων, στο σχόλασμα του σχολείου, σε παιδικές χαρές ή στις «ουρές» των δημόσιων υπηρεσιών. Εκεί στήνονται δίκτυα αλληλοβοήθειας ανάμεσα σε γειτονικά σπίτια και καταστήματα, ελεύθεροι επαγγελματίες γιατροί εξετάζουν ασθενείς χωρίς χαρτιά, δασκάλες αναπτύσσουν δράσεις εκτός του επίσημου προγράμματος για να βοηθήσουν όσους και όσες δυσκολεύονται με τη γλώσσα ή για να αναδείξουν στα παιδιά τις διαφορετικές σημασίες του χώρου και κυρίως τη δική τους εμπλοκή και ευθύνη στη συγκρότησή του. Εκεί μικροεπιχειρηματίες του κέντρου κρατούν ισορροπίες και διαμορφώνουν προστατευτικά δίκτυα σε ευπαθείς ομάδες. Εκεί εξελίσσονται και διασταυρώνονται μυριάδες ακόμα συνηθισμένες ιστορίες ανθρώπων που ορατά δεν μοιάζει να αντιστέκονται στο σύστημα. Είναι εκείνοι οι «άλλοι» που δεν εντάσσονται στα άκρα των διπολικών σχημάτων, αλλά, με την παρουσία τους, τη στάση τους και τις πρακτικές που αναπτύσσουν, καταφέρνουν, όχι απαραίτητα συνειδητά, να διασχίζουν, να μετατοπίζουν ή να υποσκάπτουν όρια για να διαμορφώσουν τον δικό τους ενδιάμεσο χώρο, ένα χώρο περιεκτικό, καθημερινής διαπραγμάτευσης. Οι «αθέατοι» αυτοί χώροι είναι κοινωνικά άνισοι, συγκρουσιακοί, εξαρτημένοι από σχέσεις εξουσίας και εμποτισμένοι από αποκλεισμούς. Είναι ωστόσο χώροι

Χρύσα (Βαρδέα), Newspaper Portofolio (λεπτομέρεια), 22 μεταξοτυπίες, 87x63,5εκ., 1962

γνήσια δημόσιοι όσο οι αντιθέσεις παραμένουν ανοικτές υπό αμφισβήτηση. Αυτοί οι «άλλοι» καλούνται σήμερα, στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης «δημόσιας» συνεισφοράς ιδεών, να «ενεργοποιήσουν την Αθήνα», ενώ παράλληλα εκτίθεται στα μάτια τους το όραμα μιας άλλης καθημερινότητας που θα τους επιτρέπει να επισκέπτονται τους πολυάριθμους πολιτιστικούς χώρους του κέντρου, να πετούν μπαλόνια και να ξαπλώνουν στις «καρέκλες χαλάρωσης» που περιλαμβάνει η νέα αστική επίπλωση στο γραμμικό πάρκο της Πανεπιστημίου. Και όμως, η κυρίαρχη αφήγηση δε φαίνεται να αγνοεί τους ενδιάμεσους χώρους της πόλης, αλλά να τους διαγράφει, να τους εξαλείφει για να εδραιώσει τη δική της κανονικότητα. Η απόλυτη κοινωνική συναίνεση ως αυτοσκοπός και η τακτοποίηση του χώρου ως αυταπόδεικτη απάντηση δεν είναι η μόνη μας επιλογή. Ένας δημόσιος χώρος συζήτησης και διαπραγμάτευσης δεν απορρίπτει καμία λύση, αναιρεί ωστόσο τη μοναδικότητά της.Παραμονές εκλογών και πίσω από την ευφάνταστη εικόνα της Αθήνας του 2016, επιβιώνει μια πόλη σε κρίση. Εκεί καθημερινά αναπτύσσονται και διαπλέκονται ανθρώπινες σχέσεις, σίγουρα σύνθετες, πολύπλοκες, γεμάτες ρήξεις και ανατροπές, σχέσεις ωστόσο που μπορεί να χτίζουν ένα καλύτερο μέλλον. Στο χέρι μας είναι να αποκαλύψουμε τη δυναμική τους, και είναι πολιτική ευθύνη της Αριστεράς να τους δώσει χώρο και δημοσιότητα.

Η Ειρήνη Μίχα είναι λέκτορας ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, e-mail: imicha@arch.ntua.gr

Άνθρωπος και πόλη (Μερικές εβδομάδες πριν από τις δημοτικές εκλογές) φωτός αιρετικής φαντασίας μέσα στη σκιά του χλωμού καθωσπρεπισμού, σε ένα μονοκεντρικό, στατικό σύστημα. Παρ’ όλ’ αυτά, τα συστήματα είναι σε κρίση και η ιστορία δείχνει πως τίποτε δεν υποχρεώνει αληθινά τον άνθρωπο στην καταπίεση: η λύση βρίσκεται στην ιδέα που εμείς θέλουμε να έχουμε για τη ζωή. Χθες, ο «αλχημικός» άνθρωπος έψαχνε την ενέργεια με σκοπό να μετατρέψει την ύλη -και μ’ αυτή τον εαυτό του- στην προοπτική της τελειότητας. Σήμερα, ο «επιστημονικός» άνθρωπος ελευθερώνει ενέργεια, κατακερματίζοντας τη δομή της ύλης: μια διαφορετική επιτάχυνση, μια ελικοειδής κίνηση. Δεν πρόκειται πλέον για έναν καινούριο κρίκο στην αλυσίδα των γεγονότων και των αντιδράσεων. Πρόκειται για καινούριες απελευθερώ-

σεις, που ενεργοποιούν μια νέα και άγνωστη αλυσιδωτή αντίδραση. Κάτι το αποφασιστικό και δύσκολο λοιπόν συνέβη: από τον άνθρωπο-πόλη αφαιρέθηκε, σχεδόν, το παρόν και δόθηκε, αντίθετα, το άγνωστο. Όμως, η καινούρια και διαφορετική μέρα που αρχίζει -ή τελειώνει- και παρουσιάζεται άγνωστη στον άνθρωπο, στην πραγματικότητα δεν είναι άλλη από μια νέα, διαφορετική ανάγνωση. Ο άνθρωπος επί χιλιετίες υπήρξε αντικείμενο ανάγνωσης, μια παθητική σελίδα. Σήμερα, πρέπει να επιλέξει ο ίδιος την ύπαρξή του. Το βιβλίο του ανθρώπου κινείται, είναι ζωντανό και διαβάζεται στον καθρέφτη. Σχεδιασμός του πολυσύνθετου, σχεδιασμός του εναλλασσόμενου: σ’ αυτή τη γοητευτική αντινομία απογυμνώνεται η ταυτό-

τητα προβλημάτων και εμπνεύσεων ανάμεσα στον πολιτισμό και την επιστήμη. Άρα για να «σχεδιάσουμε σε βάθος» πρέπει να ανακαλύψουμε, στην όλο και μεγαλύτερη αλλαγή, τι άλλαξε και τι δεν άλλαξε στον άνθρωποπόλη. Και το πρόβλημα γίνεται πάλι ένα πρόβλημα επικοινωνίας. Βέβαια, το σύστημα εξουσίας ευνοεί αυτή τη μη-επικοινωνία, αυτή την επικάλυψη του χάους της πολυσημίας με το επικοινωνιακό πνεύμα: έτσι, η επιστήμη καταλήγει σε καταναλωτική τεχνολογία και ο πολιτισμός σε εμπόρευμα. Η ιστορία του ανθρώπου είναι γεμάτη από άλυτα και ημιτελή προβλήματα, που δεν μπορούν να αποξενωθούν από εκείνα του πολιτισμού και της επιστήμης. Αν όμως στο παγκόσμιο feedback, οι συνθήκες του κόσμου που αλλάζει τον «αλλάζουν», «αν», τότε υπάρχει ελπίδα στο κατώφλι μιας μελλοντικής πραγματικότητας. ΦΟΙΒΟΣ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ


Η ΑΥΓΗ • 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

7

41

Η ΠΟΛΗ ΑΛΛΙΩΣ

Το μετέωρο βήμα από το παλιό στο νέο Κοινωνικές και χωρικές μεταπλάσεις στην Αθήνα της κρίσης Η εικόνα της πόλης αλλάζει μέρα με τη μέρα. Ο αστικός δημόσιος χώρος διαποτίζεται από την ένταση και την οδύνη των κοινωνικών και οικονομικών κατακρημνίσεων και την καταστροφή των βασικών κοινωνικών υποδομών. Η επέκταση της φτώχειας σε ευρύτερα στρώματα, η απώλεια της μικρής ιδιοκτησίας, καταφύγιο και δικλείδα ασφαλείας για τους πολλούς, και οι διαφοροποιήσεις στην καθημερινότητα των πολιτών έχουν μεταβάλλει δραματικά τη συνθήκη της δημόσιας κατοίκησης και το α-

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ στικό περιβάλλον. Η υποβάθμιση και η ιδιότυπη δήμευση των ιδιωτικών αστικών ακινήτων, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί συμπορεύονται με την εγκατάλειψη και την κατάρρευση του δημόσιου χώρου και την κατάργηση ουσιωδών δημοτικών υπηρεσιών και παροχών (συγκοινωνία, καθαριότητα, φωτισμός, αστυνόμευση). Και καθώς ευρύτερα κοινωνικά στρώματα οδηγούνται στην πλήρη αποστέρηση των αναγκαίων οικονομικών πόρων και την επισφάλεια, αλλοιώνεται άμεσα η σχέση του ανθρώπου με το χώρο που τον περιβάλλει, το ζωτικό χώρο της κατοικίας και της πόλης. Η ανέμελη οδοιπορία του περιπατητή - καταναλωτή στους εμπορικούς τομείς του ιστορικού κέντρου δίνει τη θέση της σε μια σκυθρωπή και αμήχανη διόδευση στους σκοτεινούς μελαγχολικούς δρόμους της κρίσης. Η γνώριμη εικόνα του παρελθόντος, μιας φιγούρας μέσα στο πλήθος στην ακμή του καπιταλισμού όπου κυριαρχούσε ο φετιχισμός του εμπορεύματος, η εκπραγμάτωση και οι στρεβλώσεις της αστικής συνείδησης και η οποία παρέπεμπε ευθέως στη ράθυμη, αλλά αναστοχαστική και αμφίθυμη περιδιάβαση του πλάνητα του Μπένγιαμιν στους δρόμους των ανεξάντλητων υποσχέσεων της πόλης, δεν υπάρχει πλέον. Τώρα η φαντασμαγορία με την αίγλη της αυταπάτης, η εκζήτηση της χλιδής, η αποθέωση του περιττού, η ματαιοδοξία του καινοφανούς, η εκστατική φωτοχυσία, ο διαφημιστικός πυρετός, η διαρκής κίνηση του χρήματος που κούρδιζε με ξέφρενους ρυθμούς το ρολόι της πόλης έχει κοπάσει. Άδεια μαγαζιά, έρημοι δρόμοι, ξενοίκιαστα σπίτια, παραμελημένες πλατείες, εγκαταλειμμένα πάρκα, ταξί που συνωστίζονται στις πιάτσες ή κινούνται νωθρά και άσκοπα και κυρίως πολίτες χωρίς σταθερή εργασία και προοπτική, άνεργοι και ανασφάλιστοι, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στην περίθαλψη, άστεγοι και ανέστιοι. Άνθρωποι χρεωμένοι, στα όρια των αντοχών τους που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν το οξύ καθημερινό πρόβλημα της επιβίωσης. Μια διάχυτη αίσθηση παρακμής, βίαιης ανατροπής και ματαίωσης άλλοτε παραλύει και άλλοτε βγάζει τους πολίτες στους δρόμους και στις πλατείες για να διαδηλώσουν

Χρύσα (Βαρδέα), Newspaper Portofolio (λεπτομέρεια), 22 μεταξοτυπίες, 87x63,5εκ., 1962

ενάντια στην εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου και την καταστροφή των βασικών δομών της δημόσιας ζωής. Σήμερα που ο αστικός «εξευγενισμός» με αναπλάσεις βιτρίνας έχει ανασταλεί και η εντατική αξιοποίηση της χρήσης γης η οποία άλλαζε το χαρακτήρα ολόκληρων περιοχών έχει ατονήσει, η καθησυχαστική εικόνα της απρόσκοπτης διάχυτης και συνεχούς ευημερίας και προόδου έχει ανεπίστρεπτα διαρραγεί. Η πόλη παρουσιάζει ανακολουθίες, κενά και χάσματα. Μοιάζει σαν κάποιος να την αποσυναρμολόγησε και τώρα πρέπει να μονταριστεί με καινούριους αρμούς. Να βρει νέες ισορροπίες και λύσεις στα πρωτόγνωρα προβλήματα που ανακύπτουν καθημερινά. Στον αστικό χάρτη της ερήμωσης αναδύονται εντοπισμένοι επιχειρηματικοί θύλακες, σαν ξέφωτα μέσα στο δάσος, σαν ιδιόμορφα θεματικά πάρκα και εκεί ομαδοποιούνται χρήσεις ψυχαγωγίας και εστίασης. Σουβλατζίδικα και ενεχυροδανειστήρια, φούρνοι και καταστήματα με πρόχειρο φαγητό, καφέ και μπαρ αποτελούν σπασμωδικές ευκαιριακές λύσεις που προσπαθούν να απαντήσουν στην έλλειψη αναπτυξιακών

προγραμμάτων και την ανεργία των νέων που καλπάζει. Σαν αντιστάθμισμα στην κρατική αδιαφορία διαφαίνεται μια επιστροφή στο μερικό, στη μικρή κλίμακα σχεδιασμών όπου τα ερείσματα είναι αυθεντικά και βιωματικά, τα αιτήματα απτά και οι δυνατότητες παρεμβάσεων εφικτές. Οι γειτονιές παραλαμβάνουν τη σκυτάλη και υπό το κράτος των μνημονιακών επιπτώσεων αναδιοργανώνονται. Παράλληλα οι καθημερινές πρακτικές των κατοίκων προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και οι χωροχρόνοι τους μετασχηματίζονται ριζικά. Η αναζήτηση φθηνότερων λύσεων και οι δραστικές περικοπές των εξόδων αλλάζουν τον χαρακτήρα των επαφών. Έχει παύσει πλέον να ταυτίζεται η έξοδος με την κατανάλωση. Οι ισχυρές αναπαραστάσεις της ιδιώτευσης, του ατομικισμού και των προσωπικών στρατηγικών υποχωρούν υπό το βάρος της ματαίωσης και της αβεβαιότητας. Οι άνθρωποι συγκεντρώνονται, επικοινωνούν, ανασυντάσσονται πάλι σε συλλογικότητες. Προκύπτουν νέα σημεία συνάντησης στο δημόσιο χώρο της πόλης που μπορούν να διευκολύνουν την επικοινωνία των

κατοίκων και να τους φέρουν κοντά. Συμβούλια γειτονιάς, συλλογικές κουζίνες και δομές αλληλεγγύης, αναλαμβάνουν τη διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης μέσα από αυτόνομες κινήσεις και πειραματικές δράσεις. Το βίωμα της πόλης αλλάζει. Η βούληση και η προσδοκία μιας ανοικτής κοινωνίας των πολιτών, η οποία θα προσβλέπει στην αυτοδιαχείριση του αστικού περιβάλλοντος είναι πλέον μια ανοικτή πρόκληση και μια διάχυτη προσδοκία. Ακριβώς λόγω της κρίσης και της αμφισβήτησης, έστω και συγκυριακής, του κυρίαρχου καταναλωτικού μοντέλου, η πόλη γίνεται σήμερα αντικείμενο διαλόγου. Ο δημόσιος χώρος μέσα από νέα συλλογικά οράματα, παρεμβάσεις και θεσμοποιήσεις μπορεί να αποκτήσει μια διαφορετική κοινοτική δυναμική. Να φιλοξενήσει δράσεις σε νέους οικείους χώρους, με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά χωρίς επιμερισμούς, όρια και διακρίσεις, οι οποίες θα διευκολύνουν την επικοινωνία και την επιβίωση των πολιτών: συμμετοχικές αγορές χωρίς μεσάζοντες και μεταπρατική διαμεσολάβηση, συνεργατικά επιχειρηματικά σχήματα, κοινωνικά ιατρεία, υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις και καλλιτεχνικά δρώμενα, αστικοί λαχανόκηποι σε άδεια οικόπεδα κ.λπ. Η έλλειψη εμπορικών κινήτρων δίνει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής αξιοποίησης των εγκαταλειμμένων κτιρίων. Απελευθερώνει αστικά ακίνητα για κοινωνικές δράσεις και αυτοσχεδιασμούς. Νέα στέκια δημιουργούν ρευστές κοινότητες χωρίς σταθερά χαρακτηριστικά που με γνώμονα τη συμμετοχή και την αυτοδιάθεση αναζητούν μια εναλλακτική οικειότητα και ένταξη στο δημόσιο χώρο. Η αμοιβαία κατανόηση των πολιτών, ο ποθούμενος συγκερασμός των διαφορετικών οριζόντων, είναι το αποτέλεσμα της κοινής εμπειρίας της κρίσης και η κοινή εμπειρία είναι αδιανόητη χωρίς τον κοινό οικείο χώρο μέσα στην πόλη καθώς εκεί ασκείται εμπράκτως η τέχνη της διαπραγμάτευσης κοινών νοημάτων και ενός τρόπου συνύπαρξης. Μπροστά μας ανοίγεται η ευκαιρία να φανταστούμε την πόλη αλλιώς. Με διαφορετικούς όρους συμβίωσης και διαβίωσης. Να συμβάλλουμε ώστε μια νέα αφήγηση να αναδυθεί που να αποκλίνει από τη μονοσήμαντη ανάδειξη του μνημειακού και εμπορικού χαρακτήρα της πόλης. Η αντίσταση στη φτώχεια, στην απογοήτευση, την κατάθλιψη, την αμαχητί παράδοση να δημιουργήσει μια νέα αστική συνθήκη που να εστιάζει στον άνθρωπο, τον πολίτη - κάτοικο και τις ανάγκες του. Συλλογικές πρακτικές και τελέσεις είναι δυνατόν να ιδρύσουν νέες μορφές χωρικότητας, επικράτειες οσμώσεων και μετεωρισμών, χώρους δυναμικούς και συσχετιστικούς, όπου θα σφυρηλατείται ένας πλουραλιστικός κόσμος χωρίς τείχη. Αστικά πεδία όπου θα διασταυρώνονται οι διαφορετικές τροχιές των ενεργών συμμέτοχων πολιτών σε μια απειρία παραλλαγών συνύπαρξης με την ετερότητα.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας


42

Η ΑΥΓΗ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

Από το Ελληνικό έως το Πάρκο Γκεζί Σε δύο συναντήσεις της τελευταίας χρονιάς, την πιο πρόσφατη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Ελληνικό με τίτλο «Ξανακερδίζοντας την πόλη μας», αλλά και την λίγο παλιότερη του Encounter Athens, στο Πολυτεχνείο, για τα κοινωνικά κινήματα εντός των καθεστώτων της κρίσης της Νότιας Ευρώπης, ακούσαμε μία κοινή ιστορία. Η ιστορία μιλούσε για μεγάλα νέα έργα: αστικά συγκροτήματα, αυτοκινητόδρομους, αεροδρόμια, καζίνο πόλεις, κατασκευασμένα από το νέο μόρφωμα ιδιωτικού - δημόσιου τομέα, έργα σπάταλα, υπερκοστολογημένα, συ-

μενα επιχειρήματα όπως τα πιο πάνω, για να πείσουν την αυτοδιοίκηση και τον αθηναϊκό πληθυσμό ότι μοχθούν για το καλό τους. Όμως σήμερα, πίσω από τα τρισδιάστατα προοπτικά πλάνα του λαμπρού αναπτυξιακού σχεδίου το οποίο παρουσίασε ο επενδυτής, επιχειρείται να κρυφτεί, με νέα, εικονικά αυτή τη φορά επιχειρήματα, η φαιδρότητα των προηγουμένων επιχειρημάτων. Προφανώς και δεν θα γίνουν πάρκα στην υποβαθμισμένη Αθήνα αντί του Ελληνικού. Προφανώς και δεν θα μετακινηθούν οικοδομικά τετράγωνα και πολυκατοικίες εκεί, προκειμένου να ανασάνουν οι πυκνοδομημένες συνοικίες, όπως διακήρυσσαν. Όμως η επιβάρυνση του ελληνικού δημοσίου θα είναι με βάση τη συμφωνία του ΤΑΙΠΕΔ 25πλάσια, από το κόστος της δημιουργίας του μητροπολιτικού πάρκου. Με το τίμημα που θα καταβάλει ο επενδυτής θα αποπληρωθούν τόκοι 12 ημερών από το δάνειο της χώρας. Ο προσδιορισμός της αξίας του καλύτερου αστικού ακινήτου της Ευρώπης, τοποθετήθηκε λίγο χαμηλότερα από την αξία βιομηχανικού οικοπέδου στον Ασπρόπυργο. Ένα από τα στερεότυπα που ταλαιπωρούν όσους και όσες σκέπτονται και αγωνίζονται για μίαν άλλου τύπου πόλη, για μίαν άλλου τύπου πολιτική για το περιβάλλον, είναι η ανυπαρξία προτάσεων που θα τεκμηριώσουν, θα εξοπλίσουν αυτό τον αγώνα και θα πείσουν την κοινωνία. Στην περίπτωση του Ελληνικού, από το 2010, μία μεγάλη επιστημονική ομάδα από κοινού με τους δήμους Ελληνικού - Αργυρούπολης, Αλίμου και Γλυφάδας, διαμόρφωσε μία ολοκληρωμένη, οικονομικά βιώσιμη, επιστημονικά, πολεοδομικά και περιβαλλοντικά ορθή, φθηνή και ρεαλιστική πρόταση. Η ιδέα υιοθετήθηκε από τον κύριο τεχνικό φορέα της χώρας, το ΤΕΕ, από τη Διεθνή Ένωση Αρχιτεκτόνων και από εκατοντάδες συλλογικότητες της Αθήνας. Η πρόταση αυτή «δούλεψε», έπεισε τον κόσμο των κινημάτων αλλά και τους καλοπροαίρετους, προκάλεσε ενδιαφέρουσες συζητήσεις για το μέλλον της Αθήνας, παρουσιάστηκε σε δεκάδες εκδηλώσεις, σε αρκετές διεθνείς επιστημονικές συναντήσεις, αλλά και στο ελληνικό κοινοβούλιο, δημοσιεύεται σε εκατοντάδες σημεία του διαδικτύου. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, στο Ελληνικό «υπήρξε πρόταση» που απλώθηκε και έγινε γνωστή όσο καμιά άλλη για ένα τοπικό περιβαλλοντικό κίνημα. Υπό άλλες συνθήκες, η πολιτική εξουσία θα ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει, να λάβει υπ’ όψη όλα τα επιχειρήματα, και να ζυγίσει. Να προχωρήσει ανάλογα με τις αντιδράσεις και τηρώντας τους κανόνες του θεσμικού παιχνιδιού. Ζητώντας εγκρίσεις από την αυτοδιοίκηση, τηρώντας το άρθρο 24 του Συντάγματος και τους επίσης καταστατικούς όρους της χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για διαφάνεια και δημόσια δημοκρατική διαβούλευση. Αυτά δεν συμβαίνουν σήμερα. Σήμερα οι εναλλακτικές προτάσεις είναι χρήσιμες μόνο για όσους έχουν σκοπό να αλλάξουν τον κόσμο μας. Είναι χρήσιμες για τους ανθρώπους που κάθονται αμήχανοι και αναρωτιούνται αν υπάρχει διέξοδος από την καταστροφή. Είναι με κάποιο τρόπο οδηγός για την επόμενη μέρα. Όχι για τους άλλους. Εκείνοι έχουν άλλη στρατηγική. Κατ’ αυτούς ο δημόσιος πλούτος πρέπει να παραχωρηθεί. Τα κοινά πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν. Και οι ίδιοι επιζούν ως τμήματα του μηχανισμού της λεηλασίας ή ακόμη χειρότερα, κερδοσκοπούν έμμεσα ή άμεσα από αυτήν. Το Ελληνικό είναι ένας καθρέφτης που δείχνει την πόλωση στις σημερινές ευρωπαϊκές πόλεις και στη δική μας Αθήνα, ανάμεσα στον ολιγαρχικό πλούτο και το δικαίωμα του 99% του πληθυσμού στη δημοκρατία, στην πόλη, στο περιβάλλον. Αυτό περιγράφει και το στοίχημα της επόμενης φάσης για τη διεκδίκηση του Μητροπολιτικού Πάρκου Ελληνικού.

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΑΒΙΛΑ

νοδευόμενα από βαριές περιπτώσεις διαφθοράς κρατικών αρχών, με δραματικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Έργα που υπόσχονταν θέσεις εργασίας, οι οποίες δεν υπήρξαν και ανάπτυξη η οποία δεν ήλθε ποτέ. Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις η μη αναγκαιότητα τους! Ανήκουν σε αυτή τη γενιά των μεγάλων τεχνικών έργων, η οποία ξεκίνησε από τις βορειοευρωπαϊκές πρωτεύουσες στις αρχές του ‘90, συνέχισε στη Μεσόγειο και απλώθηκε σαν καρκίνος σε όλο τον πλανήτη κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, από το Πεκίνο και την Κουάλα-Λουμπούρ έως το Ντουμπάι και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Αυτή η παραγωγή τεχνικών έργων στον αστικό ή περιαστικό χώρο, από ένα ιδιότυπο δημόσιο-ιδιωτικό κατασκευαστικό και τραπεζικό σύμπλεγμα, φαίνεται ότι υπήρξε μία από τις βασικότερες αν όχι η βασικότερη αιτία της οικονομικής κρίσης. Είναι αυτές οι «αστεακές (urban) καταβολές» της κρίσης που περιγράφηκαν από τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, μαζί όμως -και τούτο ενδιαφέρει- με τα νέα κοινωνικά κινήματα τα οποία αντιστάθηκαν σε αυτές, διαμορφώνοντας νέους όρους στις πολιτικές συγκρούσεις και τα διακυβεύματα του 21ου αιώνα. Η εξέγερση του Πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη είναι η πιο πρόσφατη και χαρακτηριστική, ακριβώς λόγω των πολλών διαφορετικών στοιχείων που συμπύκνωσε. Όπου η τοπική αντίσταση σε ένα τέτοιο έργο μετασχηματίστηκε σε καθολική εξέγερση για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Πολώθηκαν εκεί και βρέθηκαν: Από τη μια πλευρά οι οικονομικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της άγριας οικοδόμησης των δημόσιων χώρων της πόλης, του ολιγαρχκού πλουτισμού μέσω της λεηλασίας του δημοσίου ή της διαφθοράς, της εφαρμογής του στρατιωτικοποιημένου αυταρχισμού. Από την άλλη βρέθηκε ένα πολύμορφο, πολύ μεγάλο για τα μέτρα της σύγχρονης Τουρκίας κίνημα το οποίο έθεσε στο τραπέζι πολλά περισσότερα από την υπεράσπιση ενός πάρκου και λίγων δένδρων: σχεδόν όλα τα αιτήματα των «από κάτω», από τη φτώχεια και τη δικαιοσύνη ως τα δικαιώματα των γυναικών. Στην Ευρώπη τουλάχιστον, μετά την έκρηξη της φούσκας, την κατάρρευση των αγορών και την διάσωση των εκτεθειμένων μεταξύ άλλων και σε αυτά τα έργα τραπεζών, αντί να υπάρξει χαλιναγώγηση του ένοχου κατασκευαστικού-τραπεζικού συμπλέγματος, συνέβη το αντίθετο. Βρέθηκε να διεκδικεί με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την απόσπαση δημόσιου χώρου με την υλική ή την άυλη έννοιά του, και την παραγωγή ιδιωτικών οικιστικών έργων ή έργων υποδομής επί αυτού, στο όνομα της μεταρρύθμισης των οικονομιών, αλλά και των κοινωνιών τις οποίες το ίδιο κατέστρεψε με αυτήν ακριβώς την στρατηγική. Το έργο του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού αποτελεί μία τυπική περίπτωση ενός τέτοιου έργου. Δεν πρόκειται ούτε για το υπερβολικό πράσινο που δεν το έχει ανάγκη η Αθήνα, ούτε για τα πάρκα που θα δημιουργηθούν στις υποβαθμισμένες γειτονιές αντί για το προνομιούχο Ελληνικό και τον Άγιο Κοσμά, ούτε για το υπερβολικό κόστος ενός τέτοιου πάρκου, ούτε για την εκποίηση προκειμένου να αποπληρωθεί τμήμα του χρέους. Χρησιμοποίησαν, στελέχη της εξουσίας, ένα σωρό εναλλασσόμενα και κυλιό-

Χρύσα Ρωμανού, Labyrinth, κολλάζ σε καμβά, 197x97εκ., 1965

Ο Νίκος Μπελαβίλας διδάσκει στην Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.