Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 596
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
4 ΜΑΪΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Η απελευθέρωση του Λόγου από τα δεσμά του μύθου και της θρησκείας ERNST CASSIRER, Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, μτφρ.: Αννέτε Φωνσβίνκελ, ΜΙΕΤ, σελ. 569 Το Νταβός, πολύ πριν γίνει γνωστό στην ελλαδική κοινή γνώμη από τη συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ και τις εκεί συνεδριάσεις του παγκόσμιου οικονομικού φόρουμ, είχε αποκτήσει τη φήμη του χάρη σε μια κορυφαία φιλοσοφική διαμάχη. Εκεί, στον τόπο όπου ο Τόμας Μαν είχε φανταστεί το σανατόριο του Μαγικού βουνού, το 1929 βρέθηκαν αντιμέτωποι δυο σπουδαίοι φιλόσοφοι, ο Ερνστ Κασσίρερ και ο Μάρτιν Χάιντεγγερ. Σε μια στιγμή κατά την οποία η Ευρώπη ζούσε με τις εμπειρίες του μεγάλου πολέμου και την αμφισβήτηση του διαφωτισμού, οι δυο φιλόσοφοι καλούνταν ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
να απαντήσουν στο ερώτημα: «Τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος;» Ευγενής και αμυντικός ο πρώτος, επιθετικός και ρηξικέλευθος ο δεύτερος, βρέθηκαν να προτάσσουν ο μεν Κασσίρερ το άνοιγμα στο άπειρο μέσω του Λόγου, ο δε Χάιντεγγερ τη θλιβερή περατότητα μιας πεταμένης μέσα στον χρόνο ύπαρξης. Κοινή αναφορά και των δύο ήταν ο φιλόσοφος του καθαρού Λόγου, ο Ιμμάνουελ Καντ. Ο Χάιντεγγερ ερμηνεύει τον Καντ βιάζοντας τα κείμενα για να αντλήσει το νέο. Η απάντησή του στο ερώτημα για τον άνθρωπο είναι η υπαρξιακή αγωνία μιας πεπερασμένης ύπαρξης που οδεύει στον θάνατο. Ο Κασσίρερ, από την πλευρά του, ακολουθεί μια τελολογική γραμμή σκέψης: θεωρεί ότι ο Καντ είναι η τελείωση του διαφωτισμού, πράγμα που καθορίζει τη νοησιαρχική υφή ολόκληρου του έργου του. Στις οικουμενικά έγκυρες αποφάνσεις της επιστήμης αναγνωρίζει το άνοιγμα στο άπειρο, που επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση του Λόγου από τα δεσμά του μύθου και της θρησκείας. Η δική του απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι ότι άνθρωπος σημαίνει δημιουργία μορφών. Αυτό είναι και το θέμα του μείζονος συγγράμματός του με τίτλο Φιλοσοφία των συμβολικών μορφών, που περατώθηκε την ίδια χρονιά. Ακολουθώντας τον Καντ, θα υποστηρίξει ότι ο άνθρωπος μέσω του σχηματισμού μορφών, που προβάλλονται αυθόρμητα από τον νου, διευθετεί και εξαντικειμενικεύει τον κόσμο. Οι συμβολικές μορφές είναι μια ενέργεια του πνεύματος, κατά την οποία ένα νόημα ή ένα περιεχόμενο αποδίδεται σ’ ένα σημείο της κατ’ αίσθηση αντίληψης και συνδέεται μ’ αυτό. Η συνείδηση, επομένως, δεν είναι ένας παθητικός δέκτης των εξωτερικών εντυπώσεων, αλλά διαπερνά κά-
Οι εικόνες του τεύχους από τη διπλή ατομική έκθεση του γλύπτη Κωστή Βελώνη και του φωτογράφου Νίκου Μάρκου με τίτλο Το Μέλλον Βρίσκεται Πίσω Μας, στη γκαλερί ΑΔ, Παλλάδος 3, Αθήνα. Μέχρι 17 Μαΐου.
Κωστής Βελώνης, Who Might Rebuild, 2014, 102 X 350 X 40cm-detail (i)
θε εντύπωση με μια ελεύθερη δραστηριότητα της έκφρασης. Μια συντομευμένη εκδοχή αυτού του συγγράμματος είναι . το Δοκίμιο για τον άνθρωπο (1944 στην ελληνική κυκλοφόρησε από τον «Κάλβο», το 1972). Ο αναγνώστης θα δει κι εδώ ν’ αναπτύσσεται το βασικό μοτίβο της σύλληψής του για τον μύθο ως συμπαθητική ή συγκινησιακή δημιουργία συμβολικών μορφών, σε αντίθεση με την ορθολογική δημιουργία συμβόλων. Ακολουθώντας τον Λεβί - Μπρυλ, ο Κασσίρερ θεωρεί τον μύθο προλογική - ανορθολογική μορφή σκέψης. Με βάση αυτή την επιχειρηματολογία υφαίνει και τον Μύθο του κράτους . (1946 ελ. έκδ. «Γνώση», 1991), όπου υποβάλλεται σε κριτική η δομή της μυθικής σκέψης και οι σύγχρονοι πολιτικοί μύθοι, με απόληξη τον φασισμό και τον ναζισμό. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία του μύθου είχε αντιπάλους ήδη από τότε κι έχει αναιρεθεί από τον Λεβί-Στρως και μετά. Η άγρια σκέψη ακολουθεί, όπως και κάθε ανθρώπινος συλλογισμός, τους κανόνες της λογικής. Οι πολιτικοί μύθοι όταν κρίνονται ανορθολογικοί, επειδή υποτίθεται ότι δεν στηρίζονται στον Λόγο, θεωρούνται τέτοιοι για λόγους πολεμικής από τον αντίπαλο, ο οποίος ενεργεί με ένα διαφορετικό κανονιστικό ιδεώδες για
τον Λόγο, κι έτσι αμφισβητεί την αξιωματική αρχή τους. Στον Κασσίρερ η νόηση συνυφαίνεται με ένα ηθικό-κανονιστικό ιδεώδες. Η Φιλοσοφία του Διαφωτισμού (1932) έχει ως αφετηρία αυτό το ιδεώδες, σύμφωνα με το οποίο «η σκέψη δεν πρέπει απλώς να ταξινομεί και να αναλύει, αλλά να επιφέρει την τάξη που αντιλαμβάνεται ως αναγκαία, αποδεικνύοντας μέσω ακριβώς αυτής της πραγμάτωσης τη δική της ιδιάζουσα πραγματικότητα και αλήθεια». Για να κατανοήσουμε αυτό το απόσπασμα στην προοπτική της ερμηνείας του διαφωτισμού θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι αντίπαλοί του είναι τόσο η θεολογία όσο και ο ηθικός σκεπτικισμός, ο οποίος προκύπτει με την ανατίμηση του εμπειρικού κόσμου. Ο 17ος και ο18ος αιώνας έχουν ως κοινό παρονομαστή την αποκατάσταση του αισθητού κόσμου. Αυτό σημαίνει αφενός μια ανατροπή της κλίμακας η οποία θεμελιώνει το ηθικό-κανονιστικό ιδεώδες στο αληθινό δέον, τον Θεό, και αφετέρου την ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
ανάγκη να δημιουργήσει ο ανθρώπινος Λόγος μια δική του κλίμακα. Αυτή η ανάγκη εκφράζεται σ’ όλα τα μέτωπα και καθορίζεται από την αυτοτελή γνωστική αξία της εμπειρίας. Οι άνθρωποι του διαφωτισμού πραγματοποιούν, ακολουθούν και εκφράζουν την επανάσταση στη σφαίρα της επιστημονικής γνώσης, που πραγματοποιήθηκε με την ανατίμηση του αισθητού κόσμου. Σύμφωνα με τον Κασσίρερ η νέα μεθοδολογική ιεραρχία έχει ως δεδομένο την παρατήρηση, ενώ το ζητούμενο είναι η αρχή και ο νόμος. Με τους θεωρητικούς της λογικής του 17ου αι. αναπτύσσεται η θεωρία για τον γενετικό ή αιτιώδη ορισμό. Τώρα οι γόνιμες εξηγήσεις δεν βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην αφαίρεση. αντίθετα, «παρακολουθούν τον εσωτερικό νόμο που διέπει ή έστω μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπει τη γένεση του όλου». Εδώ εντάσσεται και το θεμελιώδες συμπέρασμα των λογικών μελετών του Χομπς, ότι η ανθρώπινη γνώση κατανοεί μόνο όσα μπορεί να συνθέσει από τα πρωταρχικά τους στοιχεία. Η διαφορά μεταξύ 17ου και 18ου αιώνα δεν βρίσκεται σε κάποιες σημαντικές νέες ανακαλύψεις αλλά στη μετατόπιση του κέντρου βάρους για την εύρεση της αλήθειας. Για τον Καρτέσιο, τον Μαλμπράνς, τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς δεν υπάρχει λύση του προβλήματος της αλήθειας χωρίς τον Θεό. Μ’ άλλα λόγια, η επιστημονική γνώση έχει αξία μόνο όταν συνδέεται με το αληθινό δέον, τον Θεό, από τον οποίο απορρέουν οι αληθινοί νόμοι. Στον 18ο αιώνα η αλήθεια εκκοσμικεύεται με την ανατροπή της θεολογικής-χριστιανικής ιεραρχίας και η φύση κατανοείται ως αυτοδύναμη ολότητα. Με την πολεμική στα θεολογικά συστήματα το ζήτημα που τίθεται είναι ποιος νομοθετεί. Η απάντηση σε αυτό είναι ο άνθρωπος. Οι διαπλαστικές δυνάμεις του εγώ εκπτύσσονται στη σφαίρα της επιστήμης με τη ανακάλυψη των νόμων της φύσης, της αισθητικής με τη δημιουργία μορφών και της πολιτικής με την κατασκευή του δικαίου. Αυτή είναι η «κοπερνίκεια στροφή» που λύνει τα χέρια του ανθρώπου για να κυριαρχήσει πάνω στη φύση. Η ανθρώπινη ισχύς και κυριαρχία μπορεί να ασκηθεί πάνω στη φύση κι όχι πάνω στον Θεό. Κι όταν εδώ μιλάμε για φύση αναφερόμαστε τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική φύση του ανθρώπου. Έτσι, μαζί με την ανατροπή του κοσμοθεωρητικού πλαισίου μετατοπίζεται το βάρος από τη μεταφυσική στη γνωσιολογία: τη θέση της μεταφυσικής καταλαμβάνει το ζήτημα της ικανότητας του ανθρώπινου Λόγου να νομοθετεί. Ερμηνεύοντας τον Ρουσσώ, ο Κασσίρερ υποστηρίζει ότι η γνώση «δεν επιτρέπεται να αξιώνει το απόλυτο πρωτείο, διότι στο βασίλειο των πνευματικών αξιών αυτό το προνόμιο ανήκει στην ηθική βούληση». Στο σημείο αυτό έρχεται να καταπολεμήσει τον δεύτερο βασικό αντίπαλο, τον ηθικό σκεπτικισμό που γεννά ο διαχωρισμός μεταξύ λογικής και οντολογίας, ή μεταξύ της αυτοτελούς γνωστικής αξίας της εμπειρίας και των (ηθικών) ιδεών. Πράγματι, η ένσταση της καντιανής νοησιαρχίας στον σκεπτικισμό είναι ότι η κατάλυση των αξιολογικών διαφορών στην ηθική, εφόσον κάθε πράξη έχει ως μέτρο την απόλαυση που γεννά, δεν ρωτά για το είδος και την προέλευση της απόλαυσης. Ένα μείζον δίλημμα του διαφωτισμού ήταν κατά πόσον ο Λόγος οφείλει ν’ αναφέρεται σε μια κλίμακα αξιών, ή να ενεργεί αδιαφορώντας για τις αξίες με στόχο να πετύχει τους σκοπούς του. Ο Κασσίρερ με τη Φιλοσοφία του διαφωτισμού έδωσε τη δική του απάντηση σ’ αυτό προτάσσοντας το ιδεώδες της σύνδεσης του Λόγου με αξίες και αποσυνδέοντας τον άνθρωπο από τον υλιστικό μονισμό. Συνάμα δεν δίστασε να τονίσει ό,τι θεωρείται ως υπέρβαση του δυτικού ορθολογισμού, και να αποδώσει σε στοχαστές όπως ο Χέρντερ και ο Χάμμαν τη θέση τους μέσα στο διαφωτισμό. Μακριά από το Μαγικό Βουνό, στη γερμανική πραγματικότητα όπου διακλαδώνονταν οι φιλοσοφικές του ιδέες, ο Κασσίρερ είχε προασπιστεί τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης σαν μια ύψιστη πολιτειακή μορφή της φιλελεύθερης παρά. δοσης το 1933, μόλις έναν χρόνο μετά από την έκδοση της Φιλοσοφίας του Διαφωτισμού θα πάρει τον δρόμο της εξορίας. Κινούμενος σ’ όλη τη ζωή του μεταξύ των δύο βασιλείων, του ιδεατού της ελευθερίας και του πραγματικού της αναγκαιότητας, παρέμεινε μέχρι τέλους στρατευμένος στο ιδεώδες του για το βασίλειο της ελευθερίας.
Η ΑΥΓΗ • 4 ΜΑΪΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Η «αόρατη πόλη» ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΙΑΜΗΣ, Μαγικό Μανχάταν, εκδόσεις Μελάνι σελ. 100 Ο Χρήστος Τσιάμης εδώ και τεσσεράμισι δεκαετίες κινείται συνεχώς στην περίμετρο ενός τριγώνου με παράταιρες πλευρές που οι κορυφές του ορίζονται από 3 σημεία τελείως διαφορετικά μεταξύ τους: την Πάτρα, το Μανχάτταν και τη Δωρίδα της γονεϊκής γης. Και επειδή «η φαντασία δεν έχει μόνιμη διεύθυνση» όπως μας δηλώνει στο βιβλίο του, τα 3 αυτά «σημεία» και οι διαδρομές που ορίζουν είναι συνεχής πηγή στοχασμού και έμπνευσης για την ποίησή του. Το «Μαγικό Μανχάτταν» έρχεται μετά το «Μακρινός περίπατος στην Πάτρα» που είχε εκδοθεί το Δεκέμβριο του 2007. Το Μανχάτταν και τη Νέα Υόρκη τα γνώρισα το 1983, προσκαλεσμένος από τον Τσιάμη. Είχα τότε εντυπωσιαστεί όχι τόσο από το μέγεθος της μεγαλούπολης και των ουρανοξυστών της (εντυπωσιακά, έτσι κι αλλιώς, από μόνα τους), όσο από τις έντονες αντιθέσεις που βίωνα μέσα της. Στον ίδιο δρόμο, στη ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΠΑΡΤΙΝΟΥ
μία πλευρά του, το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και στην άλλη το σκοτεινό Χάρλεμ, μαγικό κι αυτό μέσα από το μύθο και το φόβο που γεννούσε στο μυαλό ενός νεαρού Έλληνα. Θυμάμαι ακόμα την έκπληξη που είχα νοιώσει φτάνοντας με το τρένο από το Βίλλατζ στην Αστόρια, όπου βρέθηκα ξαφνικά σε μια ιδιόμορφη ελληνική επαρχία. Σήμερα θυμάμαι ότι είχα ανέβει στην κορυφή ενός από τους Δίδυμους Πύργους, όπου πολλά χρόνια αργότερα ο Τσιάμης συνάντησε «το επίβουλο βλέμμα ενός τεράστιου λάκκου/ σαν το αγριεμένο μάτι ενός κύκλωπα». Όλα αυτά τα ξαναβρήκα διαβάζοντας το βιβλίο, μαζί με άλλα πολλά. Θυμήθηκα τη γνωριμία μου με το Νικόλα Κάλας και το Νίκο Σπάνια, που αναφέρονται μέσα στο βιβλίο σε μια πολύ συγκινητική, αντιστικτική περιγραφή. Στο Μέρος αυτό, γραμμένο σε πρόζα, περιγράφονται ακόμα συναντήσεις του Τσιάμη με γνωστά, ίσως και μυθικά, πρόσωπα της αμερικάνικης και λατινοαμερικάνικης τέχνης (ο Νόρμαν Μέηλερ, ο Ρόμπερτ Ώλτμαν, ο Νικάνορ Πάρρα), όπως και συναναστροφές διανοουμένων που μου θύμισαν τις ταινίες του Γούντυ Άλεν, όπου με σκωπτικότητα, ειρωνεία και συμπάθεια περιγράφονται η πόζα, η υστερία και οι αγωνίες αυτής της συ-
Κωστής Βελώνης, Who Might Rebuild, 2014, 102 X 350 X 40cm
νομοταξίας κατοίκων του «μεγάλου μήλου». Το Μανχάτταν, όπως η μνήμη μου το επεξεργάστηκε και το βιβλίο του Τσιάμη το ανάδειξε, φαντάζει πράγματι μαγικό, καθώς χωνεύει τις αντιθέσεις χωρίς να τις κρύβει, συμπυκνώνει και αποστάζει μια παγκόσμια συνείδηση. Ένας ανακυκλούμενος «μεταξοσκώληκας» που μεταμορφώνεται συνεχώς και παραμένει ο ίδιος, αλλάζοντας όμως τις ζωές των ανθρώπων, κάτι που - κατά τον Τσιάμη - δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να δει ο Λόρκα όταν το επισκέφθηκε, ακολουθώντας τη μοίρα του, περπατώντας πάνω στην τροχιά του θανάτου του που τον περίμενε πίσω στην Ισπανία. «Ο Λόρκα ήρθε στο Μανχάτταν/ Πήρε κι έδωσε, αλλά δεν έμεινε./ .../ είδε καπνούς και σίδερα, περιστέρια σε νερά βρόμικα,/ δεν πρόσεξε όμως να δει της πόλης το μεταξοσκώληκα./ Κάθε τόσο κι άλλος ένας, κάπου, το κουκούλι του βγάζει,/ μεταμορφώνεται, χωρίς προειδοποίηση η ζωή μας αλλάζει». Το Μανχάτταν -η πόλη- για το Χρήστο Τσιάμη είναι πάνω απ’ όλα «...τα/ κορμιά της που τα στροβιλίζουν/ μυριάδες άνεμοι, προέλευσης/ του νου και της ψυχής τους», που βγαίνουν «απ’ τον υπόγειο στα πεζοδρόμια/ σαν από τα πλοκάμια της συνείδησης στ’ αυθόρμητα» και κατεβαίνουν «το βράδυ/ ...στης ψυχής τα υπόγεια». Η μουσική της πόλης υπάρχει παντού μέσα στα ποιήματα. Με τις αναφορές της μέσα στους στίχους, στις προμετωπίδες πολλών ποιημάτων με στίχους γνωστών τραγουδιών, που δένουν με τη μουσική των ποιημάτων, όπως αυτή αναδύεται μέσα από τη χαλαρή ομοιοκαταληξία τους και το ρυθμό της πρόζας που κρατάει, θα έλεγα, το ακομπανιαμέντο των στίχων του, συνδέοντας τον έμμετρο με τον πεζό λόγο του βιβλίου. Τελικά γιατί αυτός ο τόπος είναι του Χρήστου Τσιάμη; Ο ίδιος λέει: «Στην πόλη που το πρωί τρώει τα παιδιά της/ και τα ξερνάει αποβραδίς στα μπαρ της/ να πιουν το γάλα της σαν δυναμίτη/ και ύστερα στον κόρφο της να τα κοιμίσει,/ ... παραφυλάει στη γωνία/ η έκπληξη και παρακάτω η τόλμη γυμνή./ Η φαντασία εδώ δεν έχει μόνιμη διεύθυνση./ .../ αέναα υπονομεύει τους κανόνες του παιχνιδιού./ Αυτό και μόνο μού είναι αρκετό/ για να τον θεωρώ δικό μου τον τόπο αυτόν εδώ». Σκέφτομαι ότι το Μανχάτταν του Χρήστου Τσιάμη θα μπορούσε να είναι μια ακόμα από τις μαγικές «Αόρατες Πόλεις» του Ίταλο Καλβίνο.
Ο Κώστας Σπαρτινός είναι Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και υποψήφιος Δήμαρχος Πάτρας
Η ΑΥΓΗ • 4 ΜΑΪΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
Εγχειρίδιο θεωρίας της λογοτεχνίας ΠΗΤΕΡ ΜΠΑΡΡΥ (PETER BARRY), Γνωριμία με τη θεωρία. Μια εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία. Μετάφραση Αναστασία Νάτσινα, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 395 Οι εκδόσεις Βιβλιόραμα και η μεταφράστρια Αναστασία Νάτσινα έχουν εμπλουτίσει την ελληνική βιβλιογραφία για τη θεωρία της λογοτεχνίας με ένα ακόμα χρήσιμο έργο, το Γνωριμία με τη θεωρία: Μια εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία του Πήτερ Μπάρρυ. Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει προκύψει μέσα από την πολύχρονη διδακτική εμπειρία του ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΣΗΦΑΚΗ
Μπάρρυ στα πανεπιστήμια του Σαουθάμπτον και της Ουαλίας (Αμπερίστουιθ) και έχει γραφτεί με τη ρητή πρόθεση να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως διδακτικό εγχειρίδιο και μάλιστα ως «βιβλίο εργασίας» (σ.24). Έτσι απευθύνεται άμεσα στο αναγνωστικό του κοινό, το φοιτητικό κοινό, για να το καθησυχάσει να το καθοδηγήσει και, πάνω απ’ όλα, να το προκαλέσει να συμμετάσχει ενεργά, ακόμα και «βιωματικά», στη διαδικασία της μελέτης αλλά και της εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη της ανάγνωσης. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο σε μία τάση της θεωρίας και είναι οργανωμένο με παρόμοιο τρόπο, σε υποενότητες: αρχίζει με την εισαγωγή στη συγκεκριμένη τάση, την οποία τοποθετεί ιστορικά, συνεχίζει με μία πρόσκληση σε κριτικό αναστοχασμό, κατόπιν απαριθμεί τις συνήθεις στρατηγικές που ακολουθούν οι κριτικοί της εκάστοτε τάσης και καταλήγει με εφαρμογή σε ένα λογοτεχνικό παράδειγμα. Όπως γράφει η μεταφράστρια, «η αδρή δομή της παρουσίασης και, κυρίως, τα παραδείγματα εφαρμογής έχουν φανερά παιδαγωγικά πλεονεκτήματα» (σ.13). Ορισμένα από τα ερωτήματα που θέτουν τα επιμέρους κεφάλαια αποτελούν ανοικτές προσκλήσεις για εμπλοκή του αναγνώστη με τα θεωρητικά κείμενα που αναφέρονται στην αρκετά πλούσια βιβλιογραφία που συμπεριλαμβάνει το βιβλίο. Ο Μπάρρυ σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζει το πόνημά του ως το σύγγραμμα που περιέχει όλα όσα θα πρέπει να γνωρίζει ο φοιτητής για το θέμα. αντίθετα, το προσδιορίζει ως τη βάση ενός μαθήματος που οφείλει να οδηγεί σε περαιτέρω μελέτη θεωρητικών, κριτικών και λογοτεχνικών κειμένων και στη χρήση βιβλίων αφοράς. Η τρίτη έκδοση του βιβλίου (2009), που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας και στα ελληνικά, έχει ενσωματώσει με τη μορφή «επεκτάσεων», όπως μας λέει ο συγγραφέας, κεφάλαια για ορισμένες από τις θεωρητικές επεξεργασίες που εμφανίστηκαν μετά το 2000, ενώ το εισαγωγικό του κεφάλαιο «λέει την ‘ιστορία’ της θεωρίας με έναν καινούριο τρόπο, εκμεταλλευόμενο την ευρύτερη προοπτική που επιτρέπει το πέρασμα του χρόνου» (σ. 21). Μακριά από τη δεκαετία του 1980, κατά την οποία η έλευση της θεωρίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα συμβάν που ταρακούνησε, και σε μεγάλο βαθμό ανέτρεψε, τα δεδομένα στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες στον αγγλοσαξονικό πανεπιστημιακό χώρο και όχι μόνο, σήμερα «το θέμα έχει μπει στη γενική κυκλοφορία της διανοητικής ζωής, ως αυτονόητο μέρος του προγράμματος σπουδών» (σ. 23) στα φιλολογικά και άλλα πανεπιστημιακά τμήματα. Η θεωρία δεν πέθανε, όπως πολλοί ευχήθηκαν, αλλά, αντίθετα, ωρίμασε και κατά την «μετά την θεωρία» εποχή που διανύουμε σήμερα «πολλές από τις ιδέες της έχουν γίνει κοινό νόμισμα στην πνευματική ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε» (σ. 23). Τέτοιες ιδέες είναι, ενδεικτικά και πολύ συνοπτικά, η αίσθησή μας ότι οι ταυτότητες είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες, ότι οι αντιλήψεις μας για τα λογοτεχνικά κείμενα είναι, ομοίως, ασταθείς, ότι η γλώσσα η ίδια είναι ασταθής, ότι «δεν είναι δυνατόν να
ΝΙΚΟΣ Α. ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΣ
επιλέξει κανείς να μην πάρει θέση, γιατί κάθε θέση είναι μια οπτική γωνία, με αποτέλεσμα όλες οι διαβεβαιώσεις μας να είναι αυτοσχεδιαστικές, συγκυριακές και προσωρινές, σαν στοχαστικές επιταγές μιας πνευματικής και πολιτισμικής τράπεζας, στην οποία δεν γνωρίζουμε ποτέ με βεβαιότητα τί καταθέσεις έχουμε για να καλύψουν αυτές τις επιταγές» (σ. 339). Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Η θεωρία μετά τη ‘θεωρία’» ο Μπάρρυ ισχυρίζεται, ανάμεσα σε άλλα, ότι η θεωρία σήμερα είναι δύσπιστη απέναντι σε γενικούς και αναπόδεικτους διανοητικούς ισχυρισμούς και κατά συνέπεια τα ευρήματά της υποστηρίζονται περισσότερο σχολαστικά από ό,τι παλαιότερα, αλλά και εμπειρικά, μέσα από τη δοκιμασία της εφαρμογής τους στην κριτική ανάλυση του λογοτεχνικού κειμένου. επίσης, ότι η θεωρία έχει αναπτύξει ακόμη πιο δραστικά την πολιτική της διάσταση, ανταποκρινόμενη σε ακραία γεγονότα όπως η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη, αλλά και στην «εντονότερη επίγνωση μιας επαπειλούμενης παγκόσμιας κρίσης» (σ. 342) γενικότερα. Οι υποενότητες αυτού του κεφαλαίου, «Παροντισμός», «Διατέμνουσα ποιητική», «Νέος αισθητισμός», «Ένα σημείωμα για τον ιστορικό φορμαλισμό» και «Γνωστική ποιητική» παρουσιάζουν, για πρώτη φορά στα ελληνικά, με συνοπτικό αλλά εμπεριστατωμένο τρόπο τις νέες τάσεις κατά την «μετά τη θεωρία» εποχή. Εκτός από την τελευταία, αυτές ερμηνεύονται ως συνέχεια ή κριτική στα μεταμαρξιστικά ρεύματα του πολιτισμικού υλισμού και του νέου ιστορικισμού, μέσα στα πλαίσια της χαρακτηριστικής στρατηγικής του Μπάρρυ να εξηγεί κάθε νέα τάση στην ιστορία της θεωρίας ως αντίδραση ή απόκριση σε μια προηγούμενη κατάσταση. Μάλιστα ο Μπάρρυ επιχειρεί να ιστορικοποιήσει την ίδια την εμφάνιση και την πορεία της θεωρίας σε άλλο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Λογοτεχνική θεωρία: μια ιστορία σε δέκα συμβάντα», το οποίο παρακολουθεί «μία σειρά σημαντικών γεγονότων που συνιστούν τη δημόσια ιστορία της» από τα μέσα του 20ού αιώνα και εξής. Αυτά, είτε αναφέρονται σε συνέδρια και μελέτες - σταθμούς και τον αντίκτυπό τους μέσα και έξω από τον ακαδημαϊκό χώρο, είτε σε διαμάχες και πολεμικές στο εσωτερικό φιλολογικών τμημάτων με διακύβευμα την κατεύθυνση και τον χαρακτήρα τους σε μεγάλα πανεπιστήμια όπως το Καίμπριτζ, κ. ά. Ο Μπάρρυ δεν φιλοδοξεί, βεβαίως, να καλύψει ολόκληρη την ιστορία της θεωρίας σε ένα εισαγωγικό βιβλίο περιορισμένης έκτασης. τα επιμέρους κεφάλαιά της που τον απασχολούν είναι τα εξής: «Δομισμός», «Μεταδομισμός και αποδόμηση», «Μεταμοντερνισμός», «Ψυχαναλυτική κριτική», «Φεμινιστική κριτική», «Λεσβιακή/γκέι κριτική», «Μαρξιστική κριτική», «Νέος ιστορικισμός και πολιτισμικός υλισμός», «Μετααποικιακή κριτική», «Υφολογία», «Αφηγηματολογία» και «Οικοκριτική». Όπως παρατηρεί και η μεταφράστρια στον δικό της Πρόλογο, ο βρετανοκεντρισμός του βιβλίου έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες παραλείψεις, σε ότι αφορά, για παράδειγμα, τις γερμανικές θεωρίες πρόσληψης και αναγνωστικής ανταπόκρισης. Επίσης, το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η θεωρία πριν τη θεωρία» είναι επικεντρωμένο στις γραμματολογικές σπουδές στη Βρετανία ειδικά, οπότε έχει περιορισμένο ενδιαφέρον για το ελληνικό φοιτητικό κοινό, τουλάχιστον στο προπτυχιακό επίπεδο. (Παρεμπιπτόντως, η ανάγνωση του κεφαλαίου αυτού αποκαλύπτει, ακριβώς, την ανάγκη της συγγραφής μιας αντίστοιχης ιστορίας των γραμματολογικών σπουδών στην Ελλάδα, υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας.) Γενικά η παρουσίαση των διαφορετικών προσεγγίσεων και τάσεων είναι αξιόπιστη, αλλά κάποιες ενότητες επιτυγχάνουν τον στόχο τους πιο αποτελεσματικά από άλλες. Τα περισσότερο εμπνευσμένα μέρη αφορούν θεωρητικές και κριτικές προσεγγίσεις που προτιμά ο ίδιος ο Μπάρρυ, και είναι ο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ
Κωστης Βελωνης, Model for the Prospect of Shipwreck, 2014
δομισμός, η αφηγηματολογία και ο νέος αισθητισμός. Μία ακατανόητη μάλλον άρνηση να ασχοληθεί συστηματικά με την έννοια του υποκειμένου έχει ως αποτέλεσμα την σαφώς αδέξια πραγμάτευση συναφών με το υποκείμενο εννοιών, όπως η ιδεολογία του Αλτουσέρ και η επιτελεστικότητα της Μπάτλερ. Από την άλλη μεριά, είναι χαρακτηριστική και αξιέπαινη η προσπάθειά του να «ρίξει γέφυρες» ανάμεσα στους διαφορετικούς συγγραφείς, παραβάλλοντας, επί παραδείγματι, έννοιες όπως τον «λόγο» του Φουκώ με τις «δομές του αισθήματος» του Ρέυμοντ Γουίλιαμς. αυτού του είδους οι συγκρίσεις μπορεί να λειτουργήσουν ως αφορμή για πολύ χρήσιμες ακαδημαϊκές ασκήσεις, αλλά πάντα με μεγάλη προσοχή, καθώς ενέχουν και τον κίνδυνο καταχρηστικών γενικεύσεων. Η πολύ καλή μετάφραση της Αναστασίας Νάτσινα συνάδει με το πνεύμα του πρωτότυπου, να χρησιμοποιεί γλώσσα «φιλική» προς το φοιτητικό κοινό, και έτσι αποφεύγει το επιτηδευμένο ύφος ή στριφνές διατυπώσεις, πράγμα που συμβάλει στην καταλληλότητα του βιβλίου ως διδακτικού εργαλείου. Ως προς την ορολογία, οι μεταφραστικές επιλογές είναι ως επί το πλείστον ικανοποιητικές, αλλά εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πάντα υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ελληνική απόδοση επιμέρους όρων της θεωρίας λογοτεχνίας. Ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτού το προβλήματος θα ήταν η ελληνική έκδοση να συμπεριλαμβάνει ένα γλωσσάρι με τους θεωρητικούς όρους που χρησιμοποιούνται, τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά (όπως τους συναντάμε στο αγγλικό κείμενο του Μπάρρυ), αλλά ενδεχομένως να αναφέρεται και το γαλλικό ή γερμανικό πρωτότυπο της αγγλικής μετάφρασης. Μία τέτοια πρακτική θα ήταν απολύτως σύμφωνη με τον στόχο του βιβλίου αυτού, που προορίζεται να λειτουργήσει ως εκπαιδευτικό εργαλείο σε περιβάλλον που προάγει την ακαδημαϊκή γνώση και τον κριτικό στοχασμό.
Η Ευγενία Σηφάκη διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
ΓΙΑΝΝΑ ΤΟΜΠΡΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΙΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Η ΑΛΛΗ ΛΕΞΗ
ΒΑΛΙΤΣΑ ΠΑΡΑ ΠΟΔΑ
Σ Α Ω
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η Σ ,
Α γ ί α ς
Ε ι ρ ή ν η ς
1 7 ,
τ η λ .
2 1 0
3 2 2 8 8 3 9
26
Η ΑΥΓΗ • 4 ΜΑΪΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Περιοδικά σύγχρονης τέχνης Μία από τις σταθερότερες διαπιστώσεις στις ενδοκαλλιτεχνικές αντιλογίες αφορά την έλλειψη του απαραίτητου εκείνου χώρου δημόσιας έκφρασής τους. Αν κάτι, ανάμεσα σε άλλα, επισημαίνεται είναι η ανυπαρξία έντυπων ή ηλεκτρονικών περιοδικών με την ποιότητα, την εγκυρότητα και την όποια θεσμική κατοχύρωση, που διασφαλίζει η παρουσία ανθρώπων με επιστημονική και όχι μόνο αναγνώριση στη σύνταξή τους· περιοδικά, δηλαδή, τα οποία θα φιλοξενούν πρωτότυπες δημοσιεύσεις του εγχώριου δυναμικού ιστορικών, θεωρητικών, επιμελητών και κριτικών της τέχνης ή ακόμα και των ίδιων των δημιουργών. Όντως, διάφορες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια (gap, Αθηναϊκή Επιθεώρηση Σύγχρονης Τέχνης α., kaput κ.α.) αποδείχτηκαν βρα-
ξενόγλωσσων άρθρων πάνω στο θέμα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, συνδέεται με τους ιδρυτικούς «σκοπούς» της AICA: «να αντανακλά τα σύγχρονα αιτήματα του πνευματικού κόσμου σχετικά με την ενίσχυση κάθε δραστηριότητας και πρότασης εργασίας, που αποσκοπεί να συμβάλει στην αμοιβαία προσέγγιση των διαφορετικών πολιτισμών». Οι έκφραση «διαφορετικοί πολιτισμοί» αποτελεί πιθανότατα σύμπτωμα κάποιου αναχρονισμού, οφειλόμενου στα συμφραζόμενα της ίδρυσής της. Όχι, όμως, και η «θεσμική προστασία» και η «προώθηση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο»ii. Ως προς το τελευταίο προστρέχουμε.
Ιστορία της Τέχνης, τχ. 1, εκδ. Futura
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
χύβιες. Στηριζόμενες στην πρωτοβουλία και την επίμονη δραστηριότητα συγκεκριμένων δρώντων στο εν λόγω πεδίο, άφησαν ένα σαφές στίγμα, πρόκριναν συγκεκριμένες αισθητικές στάσεις ενώ απέδωσαν σε μεγάλο βαθμό την καλλιτεχνική συγκυρία. Στάθηκε, όμως, για διάφορους λόγους αδύνατη η διεύρυνση στου κύκλου τους, πιστοποιώντας έτσι τα εν γένει προβλήματα και τις συχνά ατελέσφορες ενέργειες στον ευρύτερο χώρο των εικαστικών τεχνών. Δύο περιοδικά, ένα παλαιότερο και ένα νέο, επιδιώκουν να αμφισβητήσουν αυτήν την εντύπωση.
Κριτική + Τέχνη, τχ. 5, «Κριτική των θεσμώνΚριτικοί θεσμοί», AICA HELLAS Γίνεται πλέον σαφές πως η αναβαθμισμένη περιοδική έκδοση της AICA Hellas, του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών της Τέχνης, κατορθώνει να εντοπίσει και να ονομάσει τα επίκαιρα ζητήματα που σοβούν στις θεωρητικές συζητήσεις, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στο ευρύτερο εικαστικό πεδίο. Και τούτο συμβαίνει καθώς αποτελεί προϊόν της κινητοποίησης ανθρώπων που μετέχουν ενεργά στις διεργασίες της σύγχρονης σχετικής παραγωγής. Πρόκειται για διεργασίες σε μια πολιτισμική στιγμή που βρίθει από αντιφάσεις και αντινομίες, από ασυνέπειες και ασυνέχειες, από την επίγνωση της δυσκολίας υπέρβασής τους, στο πλαίσιο της δυναμικής ενσωμάτωσης κάθε αποκλίνουσας καλλιτεχνικής διάθεσης και στάσης στις όλο και περισσότερο ηγεμονικές καπιταλιστικές σχέσεις. Προνομιακό αντικείμενο μιας σχετικής διαπραγμάτευσης αποτελεί το ίδιο το θέμα, με το οποίο επέλεξαν να αναμετρηθούν οι επιμελήτριες του ανά χείρας τεύχους, Ελπίδα Καραμπά και Πολύνα Κοσμαδάκη. Η επονομαζόμενη «θεσμική κριτική», τα έργα και οι λόγοι δηλαδή που τις τελευταίες δεκαετίες εστίασαν αναστοχαστικά στην προβληματική της σύμπλεξης φορέων του καλλιτεχνικού μικρόκοσμου με τους ιδιωτικούς ή δημόσιους μηχανισμούς προβολής της εικαστικής παραγωγής και αναδιανομής των αντίστοιχων αξιών, ανέδειξε τις μεθόδους και το πλαίσιο των ανακατατάξεων στην ιεραρχία του εν λόγω πεδίου, αντανακλώντας γενικότερες κατευθύνσεις στα πολιτιστικά πράγματα. Το θεσμικό ζήτημα και η σχετική με αυτό κριτική αποτελούν, λοιπόν, το αντικείμενο του ανά χείρας τεύχους. Δεν θα σταθούμε στο ούτως ή άλλως πλούσιο περιεχόμενό του, που του προσδίδει περισσότερο το χαρακτήρα ενός συλλογικού επιμελημένου τόμου, παρά ενός περιοδικού. Θα σημειώσουμε μοναχά πως εδώ υιοθετείται μια κριτική προσέγγιση των θεσμών που εδράζεται στην οπτική των ίδιων των καλλιτεχνικών δρώντων (καλλιτεχνών, επιμελητών και θεωρητικών), μια σε πολλές περιπτώσεις «από τα κάτω» θεώρηση, οι οποίοι θέτοντας το όλο ζήτημα, δράττονται της ευκαιρίας να διατυπώσουν μια σειρά από νέα αιτήματα. Σε τούτα τα αιτήματα διακρίνεται όχι μόνο η εκ μέρους των θεσμών ευκολία ενσωμάτωσης των πλέον σύγχρονων και πολύπλευρων καλλιτεχνικών διεργασιών, αλλά αναδεικνύεται και η δυνατότητα ύπαρξης «εναλλακτικών μουσειακών μοντέλων» ή ακόμα και εκείνη της υπέρβασής τους. Σε τι συνίσταται η παραπάνω «δυνατότητα» μένει μάλλον μετέωρο ανάμεσα σε αρκετές καταγεγραμμένες στο τεύχος
Νίκος Μάρκου, Life Narratives, 2013, video still, iii
διερευνητικές υποθέσεις. Εντούτοις, κεντρικό ζήτημα παραμένει η ίδια η διατύπωση του ερωτήματος εν μέσω μιας πάντοτε καινοφανούς συνθήκης. Σε ένα από τα πιο διαυγή κείμενα του περιοδικού, ο Mikkel Bolt Rasmussen επικαλείται τον όρο νεοθεσμισμός, για να ονομάσει τη γενικότερη τάση των μουσείων: «Οι καλλιτεχνικοί θεσμοί έπρεπε πλέον να υποστηρίξουν ενεργά την κριτικότητα και να αρθρώσουν τη θεσμική κριτική στο επίπεδο της θεσμικής διοίκησης και του θεσμικού προγραμματισμού [...]. Ο ίδιος ο επιμελητής είχε πλέον «ανατρεπτική» ατζέντα και συνεργαζόταν με καλλιτέχνες που επέτρεπαν τη δομική αλλαγή του θεσμού» (σ.59). «Η ρητορική του πρόσκαιρου ή του ανοιχτού χαρακτήριζε το λόγο του νεοθεσμισμού, όπου η ευθεία αντιπαράθεση είχε αντικατασταθεί από την υπόρρητη κριτική», γράφει παρακάτω ο δανός ιστορικός τέχνης, για να υπονοήσει, όπως άλλοτε κι εμείς με αφορμή τη «δημοκρατία» στις ίδιες σελίδεςi, πως ενδεχομένως πολλές από τις φαινομενικά τουλάχιστον «ανατρεπτικές» καλλιτεχνικές πρακτικές αναπαράγουν τις πλέον προωθημένες κυρίαρχες και ηγεμονικές λογικές του ύστερου καπιταλισμού. Καταλαβαίνει κανείς πως κάποιες απαντήσεις σε μια τέτοια συζήτηση καθίστανται στην Ελλάδα σήμερα, εύλογα, επιτακτικές. Η οικονομική κρίση συνοδεύεται από την επιθετική πολιτική νέων, ιδιωτικών ως επί το πλείστον, πολιτιστικών φορέων, επιφέροντας συνεπακόλουθα ραγδαίες μεταβολές στον τρόπο διαχείρισης των πολιτιστικών αγαθών. Στην πραγματικότητα, προτείνουν νέες συμπεριφορές, νέες μορφές και νέα εν τέλει σχήματα καλλιτεχνικής διαγωγής και επιτηδειότητας. Η διαφορά εδώ δεν έγκειται τόσο στο γεγονός της εγκόλπωσης απόλυτα συγκαιρινών πρακτικών και λόγων, όπως μάλλον ήδη συμβαίνει στο δυτικό κόσμο, όσο στο ότι οι φορείς αυτοί δεν υποκαθιστούν τελικά κάτι, αλλά διαμορφώνουν την πολιτιστική πολιτική εκ του μηδενός, ελλείψει ενός εδραίου δημόσιου θεσμικού προηγούμενου. Το ελληνικό παράδειγμα μοιάζει, τουτέστιν, ενδεικτικό για την ανάλυση ανάλογων μεταβολών παγκόσμια. Η όλη, λοιπόν, θεματική αντανακλά κάποια από τα πλέον σύγχρονα διακυβεύματα στον κόσμο της τέχνης διεθνώς. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνει η επιλογή και η μετάφραση πρόσφατων
Άλλες προτεραιότητες θέτει και άλλες αναγκαιότητες επιχειρεί να ικανοποιήσει το περιοδικό Ιστορία της Τέχνης. Παρομοίως, δεν θα σταθούμε διεξοδικά και στο -εξίσου πλούσιο- περιεχόμενο του πρώτου τεύχους του. Επιφυλασσόμενοι και αναμένοντας με ενδιαφέρον τη συνέχειά του, θα επισημάνουμε προς το παρόν μόνο μια περισσότερο ιστορική και επιστημονική διάσταση σε όλα τα παραπάνω, που επιχειρεί να δώσει η σύνταξή του. Όπως, μάλιστα, σημειώνει ο φέρον την ευθύνη της έκδοσής Νίκος Δασκαλοθανάσης, καθηγητής ιστορίας της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της ΑΣΚΤ «[Σ]τόχος του περιοδικού είναι να καλλιεργήσει τη δυνατότητα παραγωγής ενός κριτικού περί τέχνης λόγου που να διαφοροποιείται από την χωρίς άλλο σημαντικότατη- τρέχουσα τεχνοκριτική, χάρη ακριβώς στην ιστορική οπτική για το παρόν την οποία οφείλει να υιοθετεί» (σ. 6). Η «δυνατότητα να διαμορφωθεί μια ιστορική εικόνα για το σύγχρονο», λοιπόν, «διαφοροποιεί», τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, την παρούσα έκδοση από την προηγούμενη. Η παραδοχή κατίσχυσης της επικράτειας του παρόντος μετριάζεται από τη δυνατότητα ιστορικής εξέτασής του, άρα και μιας σχετικής αποστασιοποίησης από αυτό, ώστε να τεθεί ως αντικείμενο προς επιστημονική και ερευνητική ανάλυση, μέσα από συγκεκριμένες μεθόδους. Πρόκειται για μία διαδικασία που προϋποθέτει τη διάκρισή της από άλλες, όπως εκείνη της «τεχνοκριτικής» και γενικότερα της θεωρίας, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει πως δεν δανείζεται εργαλεία από αυτές. «Ας ειπωθεί μόνο ότι ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τόσο η ιστορία του περί τέχνης στοχασμού όσο και η θεωρία που παράγεται από τον ιστορικό περί τέχνης λόγο», γράφει παρακάτω ο Δασκαλοθανάσης. «Με αυτήν την έννοια ιστορία και θεωρία της τέχνης εκλαμβάνονται εδώ ως συγκοινωνούντα δοχεία». Παραδειγματικά αυτής της αντίληψης είναι τα δύο πρώτα άρθρα: Η Ελεονώρα Βρατσκίδου αναζητεί τις απαρχές της διδασκαλίας, αλλά γενικότερα και της εμφάνισης, της ιστορίας της τέχνης στην Ελλάδα, ενώ η Εύα Φωτιάδη αναζητεί στο παρελθόν τις απαρχές σημερινών (συλλογικών) επιμελητικών πρακτικών. Μια αναστοχαστική και πάλι διάθεση ομολογίας της ιστορικότητας της ίδιας της ιστορίας της τέχνης λανθάνει επίσης εδώ. Ο Νίκος Δασκαλοθανάσης κάτι εξέδωσε πρόσφατα σχετικά, για το οποίο θα μας δοθεί στο μέλλον η ευκαιρία να μιλήσουμε εκτενέστερα. Αναγνωρίζεται στα παραπάνω ένα σημείο της πορείας αυτονόμησης ενός ορισμένου πεδίου, εν προκειμένω αυτού της ιστορίας της τέχνης. Η ύπαρξη ενός επιστημονικού περιοδικού, άλλωστε, αποτελεί για την κοινωνιολογία του Pierre Bourdieu ένδειξη κατάφασης σε μια ξεχωριστή πειθαρχία: επιβεβαιώνει τροπικότητες, συστηματοποιεί -ενδεχομένως και «κανονικοποιεί»- τη γνώση, ονομάζει και ιεραρχεί θέσεις ή απόψεις, γεωγραφεί το χώρο στον οποίο συμβαίνει το «παίγνιο» μεταξύ διαφορετικών τοποθετήσεων εντός της. Πράγματι, το περιοδικό κατέδειξε πως ως προς αυτό υπήρχε στην Ελλάδα ένα μεγάλο κενό. Η υπογραφή του διευθυντή της σύνταξής του αυξάνει τις προσδοκίες. Η ευθύνη είναι μεγάλη. Καλαίσθητο και καλογραμμένο, Καλοτάξιδο! i «Μια αποτίμηση της τέχνης στην υπηρεσία της δημοκρατίας», «Αναγνώσεις», Κυριακάτικη Αυγή, 21 Αυγούστου 2012 ii www.aica-hellas.org/el/history
Η ΑΥΓΗ • 4 ΜΑΪΟΥ 2014
48
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ποίηση και ριζοσπαστισμός στο πηχτό αύριο της νέας ενοχής. Το κριτικό ερώτημα είναι το εξής: η συλλογή του Κρεμμύδα δείχνει το όριο της ποίησης του Πρεβεδουράκη, και άλλων νεωτέρων; Ή μήπως η συλλογή του Πρεβεδουράκη δείχνει πως η ποίηση του Κρεμμύδα δεν αποτελεί απλώς τον επίλογο μιας εποχής αλλά δηλώνει τη διάρκειά της; Με τι έχουμε να κάνουμε εδώ; Η ποίηση του Κώστα Κρεμμύδα νομίζω πως αποτελεί το πιο έγκυρο δείγμα για εκείνη τη διαδρομή που ξεκινά απ’ την «αριστερά» του παρισινού μοντερνισμού, δηλαδή τον σουρρεαλισμό, περνά μέσα απ’ όλα τα αμφισβητησιακά επεισόδια που ακολούθησαν, περιλαμβάνοντας συστηματικά και τις αντίστοιχες πολιτικές εκφάνσεις, και καταλήγει στο σήμερα ως μια επίμονη επικαιροποίηση της εν γένει αριστεράς του μοντερνισμού: Χιλιάδες αστέρια πασχίζουν να διαλύσουν το μαύρο περίγραμμα του ήλιου Έτσι, η ποίηση του Κρεμμύδα συνοψίζει στο παρόν μια ολόκληρη ριζοσπαστική ποιητική πραγματικότητα, με (ποιητική) γνώση της ιστορικότητάς της. Κατά τη γνώμη μου, είναι μια διακριτή, και εντίμως δηλούμενη όψη της μακράς διάρκειας που συνιστά η κρίση του μοντερνισμού. Ως τέτοια τη σέβομαι, αλλά δεν με εκφράζει. Όχι μόνο αισθητικά αλλά και πολιτικά. Ακόμα κι όταν συνιστά έναν γοητευτικό επιθανάτιο ρόγχο: Το τέλος της ιστορίας άλλοτε ανορθόγραφο κι άλλοτε μισοσβησμένο θα συνεχίσει να βαραίνει τα βλέφαρά μας γεμάτο σιωπές θανατερές υποχωρήσεις κι ανομολόγητους συμβιβασμούς
Στον Μουσταφά Μουσταφά και τους φίλους στη Θράκη, γιατί, εκτός από χριστιανούς, μουσουλμάνους, έλληνες, τούρκους, μειονότητες, πλειονότητες, υπηρεσίες, προγράμματα, εθνικισμούς, κοινοτισμούς κλπ, υπάρχουν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, οι αριστεροί και οι ιδέες τους, δηλαδή η αριστερά...
Το άγχος ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΑΚΗΣ, Κλέφτικο, εκδόσεις Πανοπτικόν, σελ. 64 Μια ποιητική συλλογή που επιχειρεί να μιλήσει για το παρόν, μια ποίηση με την απολύτως θεμιτή αξίωση να εκφραστεί με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο, όμως ένα εγχείρημα που φοβάμαι ότι απομένει μετέωρο. Πρώτον, γιατί το σύγχρονο κοσμοείδωλο δεν έχει καμιά σχέση με το αντίστοιχο μεταπολεμικό. Έτσι, ο καμβάς του Άλεν Γκίνσμπεργκ, που δίνει το έναυσμα στη συλλογή αλλά και ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
την «πηγαίνει» επί μακρόν, παρ’ ότι στα καθ’ ημάς ενεργοποιεί μνήμες Μεταπολίτευσης, αν δεν μπορέσει να νοηματοδοτήσει επαρκώς το παρόν, μοιραία θα καταλήξει απλώς μια ρητορική. Γιατί ο αυστηρά δομημένος, νεωτερικός και ακμαίος μεταπολεμικός κόσμος, στον οποίο επιτίθεται η αμφισβητησιακή μανία του Γκίνσμπεργκ, απλώς δεν υπάρχει σήμερα. Έτσι, η ισχυρή, στεντόρεια μπητ φωνή δεν μπορεί να επαναληφθεί, παρά ως νοσταλγία, ή και παρωδία. Την ίδια αμηχανία, δηλαδή το «μετά απ’ αυτό τι;», δήλωνε άλλωστε η μακρά σιωπή του Μιχάλη Κατσαρού, του εισηγητή ενός ημεδαπού μπητ, συγχρονικού ή και πιο πρώιμου από εκείνο της άλλης όχθης του Ατλαντικού. Το ίδιο δηλώνει, εδώ και δεκαετίες, η εκφραστική αμηχανία του Λευτέρη Πούλιου: το τέλος των μεγάλων μονοφωνικών ποιητικών αφηγήσεων. Δεύτερον, γιατί η ποιητική του Γκίνσμπεργκ αισθητικά «έτρωγε απ’ τα έτοιμα». Και αντλούσε συγχρονικότητα από μια παραπαίουσα και εν τέλει ανώδυνη αμφισβήτηση της φόρμας και του λόγου, μέσα στην πανσπερμία των «αντί-». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο νοήθηκε και λειτούργησε το μπητ. Αυτό το αντιλαμβάνεται πλήρως ο Πρεβεδουράκης, και στο δεύτερο μέρος της συλλογής, το οποίο συντίθεται και σκηνοθετείται ως μια αντι-ανθολογία, αναπαριστά αυτή τη διαδικασία, δηλαδή την ασέβεια απέναντι στην ποιητική γλώσσα, στα υλικά της, στην ιερότητά της κ.λπ. Μόνο που αυτού του είδους η ασέβεια δεν συνιστά παρά αμφισβήτηση, έστω έντονη, ή και αγχωτική, αλλά πάντως αμφισβήτηση συντελεσμένη ήδη στη δεκαετία του 1970. Η μία συνέχειά της, η εμφανώς ατελέσφορη, είναι το εγχείρημα της Κατερίνας Γώγου. Η άλλη, η γόνιμη, που ξεκινά ήδη απ’ το μεσοπόλεμο, και καταδεικνύει, ποιητικά και θεωρητικά, τα όρια μιας τέτοιας ασέβειας, είναι η ποίηση του Νικολάου Κάλας. Στον μεταξύ τους χώρο, επιβίωσαν αρκετές ποιητικές φωνές, με το δικό τους χρώμα και κυρίως με έντονα ιστορικά ερείσματα, όμως ήταν σαφές ότι «έπαιζαν στην παράταση». Σήμερα βρισκόμαστε στην εποχή όπου, κατά τη γνώμη μου, ως ιστορικό αίτημα κυριαρχεί η ανάγκη καινούριων μορφικών αποτυπώσεων, συμβατών βέβαια με την προϊούσα αποδόμηση, συμβατών με τις θεωρητικές και αισθητικές τομές που έχουν συμβεί. Ποιες θα είναι αυτές οι καινούριες μορφές; Ποια τα υλικά τους; Ποια η υφή τους; Ποιο το ύφος τους; Το μεγάλο πλεονέκτημα του Πρεβεδουράκη είναι πως έχει, και θέτει, το ερώτημα, το αιτούμενο, μιας σύγχρονης ποίησης, κοινωνικά και αισθητικά ριζοσπαστικής. Γεγονός εξαιρετικά σπάνιο στις μέρες μας. Το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως συνήθως ο εχθρός είναι μέσα μας, δηλαδή στις βεβαιότητες που ορίζουν τις ποιητικές μας σταθερές, καθώς και σε εκείνες που ορίζουν την αμφισβήτησή τους. Να ένα δείγμα γραφής, νομίζω αντιπροσωπευτικό του εκφραστικού αδιεξόδου:
Νίκος Μάρκου, Life Narratives, 2013, video still, ii
αν θέλετε να μάθετε ποιος είστε πατήστε το 1 αν θέλετε να μάθετε πού πάτε πατήστε το 3 Ο Πρεβεδουράκης δεν έχει την απάντηση, αλλά έχει, τον κατατρώει το ερώτημα. Το καταθέτει. Και ταυτόχρονα το μεταθέτει, με έναν μηχανισμό τυπικά ψυχαναλυτικό. Δεν ξέρω πού θα φθάσει και τι θα μας δώσει στη συνέχεια, αλλά ήδη μας δίνει μια ποίηση που αποτελεί έγκυρη αποτύπωση των διλημμάτων κάποιων νεωτέρων, που επιχειρούν να ξαναπαίξουν το παιχνίδι απ’ την αρχή. Δυστυχώς, όμως, θα πρέπει να το επανιδρύσουν, να ορίσουν εξαρχής τους κανόνες και τον χαρακτήρα του, να διακρίνουν το γόνιμο απ’ το άγονο.
Η έσχατη επιβίωση ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, Σαντιγκάρ, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 48 Ήδη απ’ τα μότο της συλλογής, έχουμε συμπυκνωμένη όλη την προηγούμενη συζήτηση για τον ριζοσπαστισμό, όπως την αποτυπώνουν τα αποσπάσματα απ’ την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου και απ’ το Περιθώριο ‘68-’69 του Μανόλη Αναγνωστάκη. Οι διακειμενικές συμπτώσεις με τη συλλογή του Πρεβεδουράκη είναι αρκετές, υπάρχει μάλιστα και μία ευθεία αναφορά σε αυτήν. Δόκιμος ποιητής ο Κώστας Κρεμμύδας, εκδότης του περιοδικού Μανδραγόρας, υπεύθυνος των ομώνυμων εκδόσεων, βασικός συντελεστής του Ποιητικού συμποσίου της Πάτρας, εν ολίγοις με σημαντική δημόσια παρουσία επί 20 συναπτά έτη, έχει ταυτίσει τη διαδρομή του με όλα τα αιτούμενα του σημερινού ποιητικού ριζοσπαστισμού των νεωτέρων. Σταθερά έκκεντρη, ως στάση ποιητική, η ποίησή του νοηματοδοτεί τη διεύρυνση του χρόνου, την «παράταση» που έλεγα πιο πάνω, επιστρατεύοντας, δηλαδή επικαιροποιώντας, στιγμές και ποιητικά συμβάντα που αντέχουν στη δοκιμασία και στη χρήση τους ως υλικών μιας σημερινής ριζοσπαστικής στάσης και ποίησης, με δεδομένη την έκκεντρη θέση της: Κόκκινες λαμπερές φωτοβολίδες
Το μέλλον μάς ακολουθεί αφόρητα τετελεσμένο ανενεργό κι ανήμπορο Ας γίνω απολύτως σαφής, όσον αφορά τουλάχιστον τα πολιτικά συμφραζόμενα: Η σημερινή κρίση θρέφει προνομιακά τον ριζοσπαστισμό. Θρέφει και τις απλουστεύσεις, δίνοντάς τους ριζοσπαστική χροιά. Ας ξαναδούμε τον Μιχάλη Κατσαρό. Η ποίησή του νοηματοδότησε τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική αριστερά. Μέσα της όλοι μεγαλώσαμε. Αλλά νοηματοδότησε και τους όρους της ήττας εκείνης της αριστεράς. Γι’ αυτό και μπόρεσε να την χρησιμοποιήσει ως σημαία του και σλόγκαν ο ακραιφνής εθνικολαϊκισμός, δηλαδή η τσοβολική του απόληξη. Οι ίδιοι όροι βλέπω σήμερα να σωρεύονται σιγά σιγά, ανεπαισθήτως. Και είναι όροι ήττας, πρώτα απ’ όλα της ποίησης, ιδιαίτερα εκείνης που έχει τουλάχιστον ριζοσπαστική αγωνία και αιτούμενα (εκείνη που δεν έχει κανενός είδους αιτούμενο, ξέρουμε ήδη ότι θα καταλήξει στην επαιτεία ενός βραβείου της Ακαδημίας Αθηνών...). Ας ξανασκεφτούμε λοιπόν τον Κατσαρό, ας σκεφτούμε τους μπητ. Δηλαδή το αισθητικό τους αδιέξοδο. Ή μήπως ήταν υστέρηση; Μήπως γιαυτό κατέληξαν απλώς «πολιτισμός», δηλαδή πολιτιστικά και πολιτικά συμφραζόμενα; Η ποίηση είναι κάτι περισσότερο.
Η ευθύνη της κριτικής Σήμερα, είναι αρκετοί οι νεώτεροι που αναζητούν ερείσματα, ιδεολογικά ή ποιητικά, στη χορεία των ποιητών και διανοουμένων που αποτελούν τον κύκλο του περιοδικού Σημειώσεις, κάποιοι μάλιστα, όπως ο Πρεβεδουράκης, επιχειρούν να συνδέσουν τον μπητ ριζοσπαστισμό με τον λόγο των Σημειώσεων. Με αυτή την έννοια, θεωρώ χρήσιμο να ανασύρω ένα συμβάν πολυσήμαντο. Στο τεύχος 9 του περιοδικού Μαρτυρίες (Μάιος 1964), περιοδικό που εξέδιδε η ίδια παρέα των Σημειώσεων στη δεκαετία του 1960, δημοσιεύεται, σε μετάφραση του Κλείτου Κύρου, το εμβληματικό ποίημα «Αμερική», του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Η ίδια η ύλη του τεύχους μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση του ποιήματος οφείλεται στους νεαρότερους απ’ τους συντελεστές του περιοδικού, αφού, ευθέως αντιρρητικά, προτάσσεται ένα μεγάλο κείμενο του Μανόλη Λαμπρίδη, με τίτλο «Οργισμένα νιάτα», το οποίο ανατέμνει, αλλά και προδιαγράφει, την αρχόμενη αμφισβήτηση της δεκα-
Η ΑΥΓΗ • 4 ΜΑΪΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
49
7
Ιστορία και αυτοκίνηση ετίας του ‘60, δείχνοντας τα όριά της, αμφισβητώντας απολύτως τον όποιο «επαναστατικό» χαρακτήρα της. Μάλιστα, το κείμενο του Λαμπρίδη καταλήγει στο ποίημα του Γκίνσμπεργκ: «είναι αντιπροσωπευτικό του συναισθηματικού, ιδεολογικού και ηθικού κόσμου μιας εκλεκτής μερίδας της αμερικανικής νεολαίας, και των αντιδράσεών της έναντι του κόσμου της βιομηχανικής κοινωνίας της ‘ευημερίας’». Εκτός όμως από την έξοχη ιστορική τοποθέτηση του ποιήματος, ο Λαμπρίδης προχωρά, επίσης εύστοχα, στην αξιολόγησή του: «ενώ ως ψυχολογικό και κοινωνιολογικό ντοκουμέντο αποτελεί αυθεντική μαρτυρία, ως ποίημα, ως πραγμάτωση αισθητής αξίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί επίτευγμα». Ποιος «είχε δίκιο;». Οι νεώτεροι, που επέμειναν στη δημοσίευση του ποιήματος, ή ο Λαμπρίδης, που το χαρακτήρισε με αυτούς τους όρους; Μάλλον και οι δύο πλευρές. Η ποίηση πρέπει να διακινείται, ώστε να λειτουργήσει και να κριθεί. Η κριτική δεν μπορεί να σιωπά ούτε να τη χαϊδεύει· οφείλει να μιλήσει, με θεωρία και γνώση, οφείλει να κρίνει, παίρνοντας όλες τις ευθύνες που της αναλογούν, και τα συνακόλουθα ρίσκα. Σήμερα, μπορούμε να δούμε ότι το ποίημα Γκίνσμπεργκ είναι όντως μέτριο και δεν ανοίγει, όπως και όλη η μπητ λογοτεχνία, κανέναν δρόμο για την τέχνη - κι ας υποδύεται την πιο καταλυτική ορμή... Αλλά και η δημοσίευσή του ήταν επιβεβλημένη και χρήσιμη, αφού επρόκειτο για ένα πρώτο δείγμα ενός ολόκληρου πολιτισμικού κύματος που σε λίγο θα έφθανε σαν τσουνάμι στις ακτές του Αιγαίου. Άλλωστε, οι νεώτεροι του περιοδικού, δηλαδή ο Βύρων Λεοντάρης, ο Μάριος Μαρκίδης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Στέφανος Ροζάνης, δεν «κινδύνευαν» καθ’ οιονδήποτε τρόπο απ’ την επαφή με την μπητ και ποπ κουλτούρα της εποχής, αφού δεν ένιωθαν «οργισμένα νιάτα» αλλά είχαν ήδη επιλέξει το δρόμο των ουσιαστικών θεωρητικών και αισθητικών αναζητήσεων, τον δικό τους διακριτό δρόμο στην ποίηση, τη δικιά τους, επίσης διακριτή και πολυσήμαντη στάση σε σχέση με το ποιητικό γεγονός και την τέχνη του λόγου, με έμφαση στους κοινωνικούς όρους ύπαρξής της. Κι αυτό το ίχνος τους παραμένει ακέραιο σήμερα, αποτελώντας μια εξαιρετικά γόνιμη παρακαταθήκη, ενδεχομένως και εφαλτήριο...
Ριζοσπαστισμός ή νατουραλισμός; Ξεφυλλίζοντας όμως το περιοδικό Μαρτυρίες, έπεσα πάνω σε ένα κείμενο το οποίο νομίζω πως έχει επίκαιρο ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή μια ορισμένη ποίηση του μεταπολέμου επαναλαμβάνεται σήμερα. Το κείμενο, «Ο νατουραλισμός στη σύγχρονη τέχνη», είναι γραμμένο από τον Στέφανο Ροζάνη και χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τους παρακάτω στίχους: Η Ελένη πέθανε προχθές από καρκίνο της μήτρας με πολλές μεταστάσεις. Ο άντρας της ηλεκτρολόγος, ο Μενέλαος, τόχε ρίξει από μήνες στο κρασί τη μέρα τη κηδείας οι συγγενείς πλακώσαν και κατάκλεψαν το σπίτι. Μάταια έψαχνε ο ηλεκτρολόγος να βρει τ’ άσπρο της φουστάνι να τη θάψει νοικοκυρεμένα. Έβριζε, φώναζε, τίποτα - κι ήταν και μεθυσμένος άλλωστε. Τη θάψανε με δανεικό βρακί κάποιας γειτόνισσας - τι δανεικό; - πήγαινε τώρα να τη βρεις να της το πάρεις πίσω. Και το κριτικό σχόλιο του Ροζάνη: «το κυριότερο γνώρισμα του ποιητικού νατουραλισμού: το τεμάχισμα της πραγματικότητας σε επιμέρους καταστάσεις, χωρίς καμιά προσπάθεια σύνθεσης. Αφήνοντας κατά μέρος το κατά πόσο το παραπάνω κείμενο είναι ποίημα ή όχι...».
Πολιτικό επιμύθιο Επαναλαμβάνω το παράθεμα του Ροζάνη, «εφαρμόζοντάς» το στη Θράκη, με αφορμή τα προσφάτως διαδραματισθέντα: «το κυριότερο γνώρισμα του πολιτικού νατουραλισμού: το τεμάχισμα της πραγματικότητας σε επιμέρους καταστάσεις, χωρίς καμιά προσπάθεια σύνθεσης. Αφήνοντας κατά μέρος το κατά πόσο αυτό είναι αριστερό ή όχι...».
ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ, Ελληνική αυτοκίνηση, 19001940. Άνθρωποι, δρόμοι, οχήματα, αγώνες, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 612 «Η μόνη λατρεία μετά το χριστιανισμό που καλλιεργούσαμε ήταν το ιδιωτικό αυτοκίνητο», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης. Αν κάτι τέτοιο σήμερα μας φαντάζει αυτονόητο -και εξίσου καταπιεστικό με τη χριστιανική ηθική- για τους κατοίκους των Αθηνών της μπελ επόκ και των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, έμοιαζε με ένα απειλητικό θαύμα... Για μια «νέα πληγή η οποία ονομάζεται αυτοκίνητον» έγραφαν οι εφημερίδες το 1907, όταν σημειώθηκε και το πρώτο θανατηφόρο ατύχημα, επί της λεωφόρου Συγγρού, με αΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
ποτέλεσμα «τον φρικτόν διαμελισμόν μίας πτωχής γυναίκας». Λίγο αργότερα η αστυνομία θα ορίσει την ανώτατη ταχύτητα εντός της πόλεως σε... 10 χλμ. και το διπλάσιο εκτός των ορίων της. Η πρόσληψη του αυτοκινήτου από τις συλλογικές νοοτροπίες θα παραμείνει αρνητική ακόμη και κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αν κρίνουμε από την εκστρατεία της εφημερίδας Απογευματινή ενάντια στα «αυτοκίνητα-λαιμητόμους» και υπέρ της αυστηρής αστυνόμευσής τους, στη δεκαετία του 1920. Όμως, μέσα σε αυτό το τέταρτο του αιώνα, παρά την αρνητική πρόσληψη του μέσου από τα λαϊκά στρώματα (και ενώ το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε στα ανώτερα στρώματα) θα έχει συντελεστεί μια πραγματική κοσμογονία σε ό,τι αφορά την αυτοκίνηση και την εισαγωγή και υιοθέτηση των σχετικών τεχνολογιών στην Ελλάδα. Μια κοσμογονία που περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια ο Ηλίας Καφάογλου στη μελέτη του Ελληνική αυτοκίνηση, 1900-1940. Γνωστός στους αναγνώστες του ειδικού περιοδικού τύπου, από τους ιστορικούς 4 Τροχούς έως το σημερινό Car & Driver, ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην πληθωρική παράθεση στοιχείων, αλλά επιχειρεί να τα εντάξει σε ένα ερμηνευτικό σχήμα, προκειμένου να εντοπίσει τους παράγοντες εκείνους που διευκόλυναν και επιτάχυναν την εισαγωγή της τεχνολογίας της αυτοκίνησης στο μικρό βασίλειο. Αποτέλεσμα της συμμετοχής του ως ερευνητή στο μεταπτυχιακό σεμινάριο Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών και της Τεχνολογίας του ΕΜΠ, όπου και παρουσιάστηκαν σε μια πρώτη μορφή τα συμπεράσματα της μελέτης του, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα ευρύτατο φάσμα πηγών, προκειμένου να συγκροτήσει, αρχικά μια πανοραμική εικόνα του κύκλου τεχνικών που σχετίζονται με την αυτοκίνηση, δημόσια και ιδιωτική, τις χρήσεις (πολεμική, εμπορική, περιηγητική κ.λπ.) και τις επιπτώσεις της. Μέσα από αυτά αναδεικνύεται ανάγλυφα ο «εκσυγχρονιστικός» ρόλος που έπαιξε ο στρατός και οι πόλεμοι της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα στη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στην Ελλάδα και την επέκτασή τους στις περιοχές που ενσωματώθηκαν τότε στο ελληνικό κράτος.
Νίκος Μάρκου, Life Narratives, 2013, video still, i
Παράλληλα, παρακολουθεί τις αλλαγές που υφίστανται οι πόλεις, ιδιαίτερα η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, υπό την πίεση της προσφυγικής εγκατάστασης, τη δημιουργία των αστικών συγκοινωνιών, των εμπορευματικών μεταφορών, αλλά και τις διαφοροποιημένες χρήσεις του αυτοκινήτου, με την ανάδυση του τουρισμού, της αυτοκίνητης περιήγησης, της χαρτογράφησης, καθώς και των πρώτων αγώνων. Δίνοντας βάρος στις χρήσεις του αυτοκινήτου από τα ανώτερα στρώματα, επικεντρώνεται στη δημιουργία της ΕΛΠΑ, παρακολουθώντας την πορεία μερικών από τα επιφανέστερα μέλη της μέχρι την Κατοχή και την εμπλοκή τους στις αστικές αντικομμουνιστικές οργανώσεις. Ιδιαίτερα απασχολούν τον συγγραφέα οι απόπειρες παραγωγικής χρήσης της εισαγόμενης τεχνολογίας, είτε με τη μορφή κατασκευής ανταλλακτικών, αμαξωμάτων κ.λπ. είτε με τη μορφή εισαγωγής και εμπορίας, καθώς στο παράρτημα της μελέτης του δημοσιεύει μια σειρά εκτεταμένων συνεντεύξεων με πρωταγωνιστές αυτού του εμπορικού και παραγωγικού κύκλου (Κοντέλλης, Σαρακάκης κ.ά.) Έχοντας στη διάθεσή του πλούτο πηγών και ένα υλικό που είναι δύσκολο να τιθασευτεί, ο Ηλίας Καφάογλου συνθέτει μια εμπεριστατωμένη μελέτη, από τις λίγες που διαθέτουμε, τουλάχιστον εκτός των πανεπιστημιακών τειχών, σχετικά με το ρόλο της τεχνολογικής μεταβολής στις κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Περιοδικά Κορέκτ, τχ. 1. Καινούριο περιοδικό, από τις εκδόσεις Νεφέλη. Το διευθύνουν οι Γ.-Ι. Μπαμπασάκης και Θ. Σταθόπουλος, που αποθησαυρίζουν και μία συνέντευξή τους με τον Νίκο Καρούζο, απ’ το μακρινό 1984: «Μου είναι συμπαθείς αυτοί που μιλάνε για ελληνική ιθαγένεια, δημοτικά τραγούδια και άλλα τέτοια, αλλά δεν πρέπει να μένουμε μόνον εκεί. Σε έσχατη ανάλυση δεν υπάρχει εθνικότητα. Η τελική εθνικότητα είναι ο θάνατος, όπως έχω γράψει σ’ ένα ποίημά μου». Εμβόλλιμον, τχ. 69-70. Έκλεισε ήδη 25 χρόνια το περιοδικό που εκδίδεται από τον Γιώργο Θεοχάρη στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, και συνεχίζει επιμένοντας στη χαμηλή φωνή, ως άξιο «εγχείρημα λόγου, τέχνης και λοιπής φαντασίας».
Νέα Εστία, τχ. 1861. Αφιέρωμα «Από τις κρίσεις στην κρίση». Κείμενα: Π. Καζάκος, Αντ. Μακρυδημήτρης, Π. Λιαργκόβας, Β. Πεσμαζόγλου, Θ. Τσέκος, Αθ. Τριανταφυλλοπούλου, Ευ. Μπιτσάνη, Δ. Σωτηρόπουλος. Επίσης, σελίδες για τον Αλέξη Πολίτη και το δημοτικό τραγούδι. Οδός Πανός, τχ. 162. Σελίδες για τον Λουκίνο Βισκόντι αλλά και το σημαντικό κείμενο της Λου Αντρέας-Σαλομέ, «Βασικές μορφές της τέχνης». Παρέμβαση (Κοζάνης), τχ. 17, ποικίλη λογοτεχνική ύλη, ευρηματικό editorial / χρονικό απ’ τον Β. Π. Καραγιάννη, κείμενο του Μιχ. Μπαρτσίδη για τον Τάσο Χατζητάτση. Κ.Β.
Η ΑΥΓΗ 4 ΜΑΪΟΥ 2014
50
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Χρέος και ορθολογικότητα MAURIZIO LAZZARATO, Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 192
Πολλές φορές έχει φανεί ότι η διαχείριση της κρίσης από τις κυρίαρχες δυνάμεις έρχεται να επερωτήσει τα θεμέλια του φιλελευθερισμού. Νεοφιλελεύθερος αυταρχισμός και καταστολή δε συνιστούν απλά μέσα για την κάμψη των κοινωνικών αντιστάσεων αλλά εργαλεία εμπέδωσης της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης. Για τον ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΧΟΒΑΡΔΑ
Maurizio Lazzarato, η σύμπτωση του νεοφιλελευθερισμού με την ακροδεξιά στο σημείο αυτό είναι παραπάνω από προφανής. Ένα ακόμη στοιχείο που κινητοποιεί ο νεοφιλελευθερισμός και το οποίο τον φέρνει πολύ κοντά στην ακροδεξιά είναι η επίκληση εθνικιστικών λόγων για τη συγκάλυψη της ταξικότητας των κυρίαρχων πολιτικών. Η αναίρεση των φιλελεύθερων αρχών φαίνεται να συμπίπτει με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Αυταρχισμός και καταστολή επιστρατεύονται υπό την ιδεολογική πλαισίωση των εθνικιστικών λόγων προκειμένου να ελεγχθεί η κοινωνική οργή και να αποκατασταθεί η συνοχή μιας κοινωνίας που καταρρέει. Το χρέος εδώ, όπως πολύ γρήγορα επιχειρηματολόγησε η Αριστερά, χρησιμοποιήθηκε ως το βασικό όχημα για την σφοδρότερη επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η επισφάλεια και η περιστολή του κοινωνικού κράτους φαίνεται να ακυρώνουν κάθε αίσθηση γραμμικότητας που θα οδηγούσε, υποτίθεται, στη σοσιαλδημοκρατία σκανδιναβικού τύπου μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Για τον Maurizio Lazzarato, ζούμε το τέλος των υποσχέσεων που απευθύνονταν από τις κυρίαρχες δυνάμεις καθολικά σε ολόκληρη την κοινωνία για να οργανώ-
σουν την κοινωνική συναίνεση. Η μοναδική υπόσχεση που απομένει είναι μια υπόσχεση που πρέπει να δώσουμε ο καθένας και η καθεμιά στον εαυτό μας για να κρατήσουμε στα χέρια μας το μπλοκάκι ως πραγματικοί «επιχειρηματίες». Μόνο αν καταφέρουμε να συμφιλιωθούμε με την επισφάλεια και την επέκταση της απόλυτης υπεραξίας που αυτή συνεπάγεται μπορούμε να ελπίζουμε στην κοινωνική μας ένταξη. Ο επισφαλώς εργαζόμενος πρέπει να είναι σε θέση να υπογράφει χωρίς να γνωρίζει ποιο ακριβώς θα είναι το αντικείμενο εργασίας, πόσες θα είναι οι ώρες εργασίας και ποια θα είναι η αμοιβή της εργασίας. Πρέπει να είναι διαθέσιμος για υποαπασχόληση και υπομισθοδοσία. Η διαθεσιμότητα δεν είναι μια μερική στόχευση. Συνιστά κρίσιμη συνθήκη που συνοδεύεται από μπλοκάκι χωρίς αφορολόγητο, από ΤΕΒΕ χωρίς ελπίδα συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, από κυλιόμενες συμβάσεις που καταργούν τον χρόνο όπως τον ξέραμε. Ο επισφαλώς εργαζόμενος πρέπει να έχει ηλικία συνταξιοδότησης μεγαλύτερη από το προσδόκιμο ζωής. Λίγα λεφτά που μαζεύουμε από εδώ και λίγα από εκεί. Λίγα λεφτά που είναι να ξοδευτούν σε λίγο φαγητό, λίγο σπίτι, λίγη διασκέδαση. Πολύ υπομονή. Και πολύ αγωνία, καθώς το χρέος αυξάνεται όπως το πληθωριστικό χρήμα. Αυτός είναι ο Homo debitor, ο χρεωμένος άνθρωπος του Maurizio Lazzarato, που έχει κατατμηθεί και «τιτλοποιηθεί» σε ΤΕΒΕ, στεγαστικό, ενοίκιο, φροντιστήριο. Το μπλοκάκι στα χέρια του Homo debitor ανάγει την επισφάλεια σε «επιχειρηματικότητα» για να εγκαλέσει το χρεωμένο υποκείμενο ως αναποτελεσματικό και αποκλειστικά υπεύθυνο για την κατάστασή του. Ο Homo debitor είναι ένας «επιχειρηματίας» που εργάζεται επισφαλώς, δια βίου καταρτιζόμενος, απολυόμενος και επανακαταρτιζόμενος, αλλά πλήρως εξοικειωμένος με αυτή τη διακινδύνευση. Το χρεωμένο υποκείμενο είναι «ελεύθερο» να επιλέξει μονάχα τη μοίρα που του έχει επιβληθεί, δηλαδή, να χρεώνεται, και μονάχα
Ο ζωγράφος του Μαΐου είναι ο Νίκος Ιαβάτσο. Γεννήθηκε στην Ιταλία. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (2005-2011) ζωγραφική με δάσκαλο το Δημήτρη Σακελλίων, και γλυπτική και γραφικές τέχνες με δασκάλους το Νίκο Τρανό και τη Λεώνη Βιδάλη αντίστοιχα. Έχει συμμετάσχει σε ποικίλες ομαδικές εκθέσεις, όπως η «Democracy in move», αφιερωμένη στον Γιόζεφ Μπόις, στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, η «Οι Ομάδες Πόλεις» και η «Why Cinema Now», στο 50ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στη Θεσσαλονίκη, η «Surprise» από την Artaz, στην Τεχνόπολι, στο Γκάζι (2009), η «Κοινή Αφετηρία», στο Art Center της Αθήνας και το «Αντιδάνειο»,στο Κέντρο Αιγαίου Εκαστικών Τεχνών της Πάρου (2010). Ο Νίκος Ιαβάτσο τοποθετεί μέσα σε αυστηρά περιγράμματα τα τοπία και τις μορφές του, χρησιμοποιώντας μελάνια, λάδια, μολύβι πάνω στον καμβά και στο χαρτί, βίντεο, πηλό, πλαστικό και κερί. Οδηγεί το θεατή του από τις απαρχές της αφαιρετικής αιγυπτιακής τέχνης, μέσα από τις πουριστικές συνθέσεις του «De Stijl» του Μοντριάν, στο γραμμικό και κινούμενο σύστημα της Οπ Αρτ του Μπρίντζετ Ρίλευ, συνδέει τα στοιχεία που τις ενώνουν, απορρίπτει ο,τιδήποτε θα μπορού-
με τον τρόπο αυτό μπορεί να αντιληφθεί την «ελευθερία» του, μπορεί να έχει, δηλαδή, δυνατότητα επιλογής. Εδώ ερχόμαστε να συναντήσουμε από έναν άλλον δρόμο τη βασική προδιαγραφή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής για τον κόσμο της εργασίας: Μόνο μέσα από την πώληση της εργατικής του δύναμης μπορεί ο προλετάριος να αποκτήσει αίσθηση «ελευθερίας» και να ενταχθεί στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μέσα από την επισφάλεια και την κατάργηση κοινωνικών δικαιωμάτων, η αμοιβή της εργασίας υποχωρεί κάτω από το όριο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Και αφού οι υποχρεώσεις συσσωρεύονται με βάση τον χρόνο που περνάει και όχι με βάση το διαθέσιμο εισόδημα, γινόμαστε όλοι και όλες τοξικά παράγωγα μιας ζωής που δεν περιμένει. Η κυρίαρχη πολιτική παράγει και διαχειρίζεται αυτή την αμφισημία με πρωτοφανή κυνικότητα. Τι μας λένε: Η κοινωνία -για να σταθεί στα πόδια της- πρέπει πρώτα να πεθάνει. Η αποδοχή αυτής της κυνικότητας είναι η κολυμβήθρα από την οποία προβάλουμε ως Homo debitor. Βαφτιζόμαστε αναλαμβάνοντας την τήρηση μιας υπόσχεσης προς τον πιστωτή. Η συγκρότηση του χρεωμένου υποκειμένου είναι η αυτοεικόνα που προκύπτει από τη σχέση αυτή για τον οφειλέτη. Ζούμε συνεχώς υπό την αίρεση μιας οφειλής που εσωτερικεύεται μαζί με την ενοχή - ο έμπορος της Βενετίας συγκατοικεί μέσα μας με τον τοκογλύφο του Σαίξπηρ - εμείς αναλαμβάνουμε για λογαριασμό του πιστωτή να τιμωρήσουμε τον εαυτό μας με την ενοχή που νιώθουμε. Η οφειλή υπενθυμίζεται αέναα, η οφειλή συνιστά μιαν αξίωση σχέσης που δεν αίρεται ποτέ επειδή αναπαράγεται διαρκώς. Επειδή η οφειλή προκαταβάλει το μέλλον, υπάγει κάθε δυνατότητα επιλογής στην αναπαραγωγή των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής. Η α-χρονικότητα αυτή είναι πρόδηλη κάθε φορά που υποτίθεται ότι η κοινωνία ξελασπώνει (ας θυμηθούμε τον λόγο των κυρίαρχων μέσων λίγο πριν το πρώτο μνημόνιο, λίγο πριν το πρώτο κούρεμα, τώ-
Ο ζωγράφος του μήνα
Aνάμεσα 2 ph1 video installation
ρα στην πρώτη «έξοδο» στις αγορές) και αμέσως μετά συνειδητοποιούμε ότι είμαστε στην ίδια και χειρότερη μοίρα. Και εκεί όπου ο χρόνος παύει να έχει οποιοδήποτε νόημα του αποδίδουμε ως επιλογή, ως δυνατότητα, η δημοκρατία καταργείται σε κάθε κλίμακα αναφοράς: χρεωμένοι άνθρωποι, χρεωμένα νοικοκυριά, χρεωμένοι δήμοι, χρεωμένες κοινωνίες. Ο Homo debitor είναι ένα άχρονο υποκείμενο χωρίς δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης. Είναι αυτή άραγε η μοναδική μοίρα που μας απομένει; Ο Maurizio Lazzarato παραπέμπει στο ελληνικό παράδειγμα, για να θέσει ως κεντρικό διακύβευμα την ίδια την ορθολογικότητα. Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται ελπιδοφόρες αντιστάσεις για την υπεράσπιση δικαιωμάτων και δημόσιων αγαθών. Με τις αντιστάσεις αυτές ο κόσμος της εργασίας επιχειρεί να επιστρέψει στη δημοκρατία, στην πολιτική σημασία του χρόνου, επιχειρεί να απαλλαγεί από την ενοχή και να ανακτήσει τον έλεγχο πάνω στο μέλλον του. Στον βορρά έχουμε πολλές τέτοιες αντιστάσεις και συλλογικότητες, μεταξύ άλλων: ΒΙΟΜΕ - Νερό Ευκαρπία - Σκουριές. Συλλογικότητες που δρουν τοπικά και συνδέονται με αντίστοιχα κινήματα στην Ευρώπη και τον κόσμο, συλλογικότητες μέσα από τις οποίες διατυπώνονται προτάγματα με σαφείς ταξικές αναφορές. Με κινηματικές διαδικασίες που διεκδικούν την επιστημονική γνώση για το σχέδιο του κόσμου της εργασίας. Με αναδιατύπωση των οικολογικών αιτημάτων ώστε αυτά να έχουν σαφή χωρική και κοινωνική αναφορά. Η οικονομία των αναγκών που προτάσσει η Αριστερά είναι το πασχαλινό τραπέζι με τις συλλογικότητες και τις κινηματικές διαδικασίες που μας περιμένει όλους και όλες. Προϋπόθεση για την προσέλευσή μας, η απαλλαγή από την ενοχή που μας έχει επιβληθεί, η απαλλαγή από το χρίσμα του Homo debitor.
Ο Τάσος Χοβαρδάς διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και είναι υπ. δημοτικός σύμβουλος με τη «Θεσσαλονίκη - Ανοιχτή Πόλη»
σε να είναι απλά διακοσμητικό. Δημιουργεί ένα σύμπαν με γεωμετρικές φόρμες, με μη χρώματα, όπως το άσπρο και το μαύρο, και με καθαρά χρώματα, ανάμεσα στις παραισθησιακές κυματώσεις των οριζόντιων και στην ακινησία των κάθετων γραμμών τους. Συνθέτει τοπία μέσα σε ξύλινα πλαίσια παλαιών θυρών που ανοίγονται σε κλειστές περσίδες και απ’ όπου όμως διαφαίνεται ένας αχνός τριγωνικός ιστός. Φτιάχνει λευκά ομοιώματα αρχαϊκών αναθημάτων με επίπεδα σχηματοποιημένες, αντικριστές μορφές. Πλάθει ακέφαλες, γυναικείες φιγούρες που διαπνέονται από σουρεαλιστικά, ασπρογάλαζα νεφελώματα, κινούνται στους τρυφερούς ρυθμούς των πλεγμάτων που τις συνθέτουν, μέσα στην πλαστικότητα των συνεχόμενων, καμπύλων τους. Τολμά μια ριζοσπαστική ζύμωση διαφόρων μορφών έκφρασης, της ζωγραφικής, της γλυπτικής, των γραφικών τεχνών και του βίντεο. Μιλά μια γλώσσα βαθιά αισθαντική που αναδίνεται από την αραχνοΰφαντη λεπτότητα, τη σωματικότητα των μορφών και των μοτίβων του. Αποτυπώνει έτσι μέσα από μια οικουμενική «αρμονία των αντιθέτων» μια υποκειμενική, ελλειπτική και γι’ αυτό βαθιά ειλικρινή έποψη του κόσμου. ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ