Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 598
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
18 ΜΑΪΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Η λαϊκή αυτοδιοίκηση του ΕΑΜ
Στις εκλογές του Μαΐου του 2014 φαίνεται περισσότερο από εφικτή για πρώτη φορά η πραγματοποίηση ενός αιτήματος που αποτέλεσε μια ιστορική απαίτηση του ελληνικού λαού: μια πραγματική λαϊκή αυτοδιοίκηση. Και στο παρελθόν είχαμε στις αυτοδιοικητικές εκλογικές επιτυχίες της Αριστεράς, ιδίως στις πρώτες μεταπολιτευτικές δεκαετίες. Όμως αυτή τη φορά, δεδομένης της συνολικής ισχύος της Αριστεράς στην κεντρική πολιτική σκηνή, οι πιθανές εκλογικές επιτυχίες της δεν θα καθιστούν τους αντίστοιχους δήμους ως νησίδες δημοκρατίας στον διοικητικό μηχανισμό του κράτους, αλλά θα φαντάζουν ως η εν δυνάμει διεκδίκηση ενός συνολικότερου προτάγματος λαϊκής εξουσίας, στο πλαίσιο του οποίου η αυτοδιοίκηση θα συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του. Αυτό, δηλαδή, που έγινε επί ΕΑΜ την περίοδο της Κατοχής. ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΥ
Γιατί τότε η λαϊκή αυτοδιοίκηση αποδείχθηκε κομβικής σημασίας προϋπόθεση της εαμικής πολιτικής τομή· ήταν το στοιχείο εκείνο που ανήγαγε το αντιστασιακό ενέργημα σε μέρος μιας συνολικής πολιτικής ρήξης με το υπάρχον καθεστώς πολιτικών σχέσεων, εδραιώνοντας την συλλογική συνειδησιακή μεταβολή που η Αντίσταση επέφερε. Ο κάθε πολίτης, χωρίς τη μεσολάβηση των τυπικών μηχανισμών πολιτικής ένταξης που απέκλειαν τους μη επαγγελματίες πολιτευτές, εμπλεκόταν μέσω των θεσμών της εαμικής αυτοδιοίκησης στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, συγκροτώντας το δικό του πλαίσιο πολιτικών ρυθμίσεων. Ενέγραφε, δηλαδή, τον εαυτό του σε μια οργανωμένη διαδικασία συλλογικής αυτοδιεύθυνσης με προοπτική την ευρύτερη κοινωνική ανασυγκρότηση. Στην εισηγητική του έκθεση προς την ΠΕΕΑ, στις 5 Αυγούστου 1944, ο γραμματέας των Εσωτερικών Γ. Σιάντος, συμπληρώνοντας τις υπάρχουσες από τις 10 Απριλίου 1944 ρυθμίσεις του Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τόνιζε ότι η εαμική αυτοδιοίκηση, μέσα στη φωτιά του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου, αποτελούσε τον βατήρα που, για πρώτη φορά στην νεώτερη ελληνική ιστορία, ανύψωνε τον μέσο άνθρωπο σε νοικοκύρη στον τόπο του. Ξεπηδώντας μέσα από την αυθόρμητη συγκρότηση εκατοντάδων λαϊκών επιτροπών, ήταν εκείνη η συνθήκη που εξασφάλισε μια απίστευτη αποδοτικότητα στην άσκηση της τοπικής εξουσίας, επεκτείνοντας ταυτόχρονα παιδευτικά τον πολιτικό ορίζοντα των ανθρώπων που ενεπλάκησαν στις λειτουργίες της. Όλα οφείλονταν στην ενεργοποίηση της δυνατότητας να στηρίζεται ένα καθεστώς πολιτικών σχέσεων στη δημιουργική ικανότητα των ανθρώπων και στο αίσθημα ευθύνης που γεννούσε η απαίτηση για κοινωνική μεταβολή. Γιατί οσοδή-
Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση «Κράτος Δικαίου και το Δικαίωμα να είσαι Άνθρωπος», του JohnJay College of CriminalJustice of the City of New York University, «Νίκος Κεσσανλής» της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, Πειραιώς 256 (Ρέντης). Διάρκεια μέχρι 13 Ιουνίου.
Frank Gimpaya, Image from the South Bronx Series I, 1979, Φωτογραφία
ποτε καλή και λαϊκή αν είναι μια κεντρική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να καταστεί, ο «ήλιος και να φέξει σε όλη τη χώρα, κινώντας από την Αθήνα όλες τις ζωντανές δυνάμεις του έθνους». Αυτό μόνο με την αυτοδιοίκηση θα το πετύχουμε έλεγε ο Σιάντος. Μάλιστα, έδινε ως παράδειγμα τα αντιπλημμυρικά και αρδευτικά έργα της εποχής που δρομολογούσε η Αντίσταση ή την προστασία της υγείας των ανθρώπων στα χωριά. Μόνο οι δήμοι και οι κοινότητες ήταν ικανές να αλλάξουν πραγματικά την όψη της χώρας για τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ. Αυτή την ενεργοποίηση του κάθε πολίτη χρειάζεται ο τόπος και η Αριστερά σήμερα. Γιατί ακόμα και αν αποκτήσει πρόσβαση στην κυβερνητική εξουσία χωρίς την ενεργοποίηση του καθενός -κυριολεκτικά-, θα διαθέτει ελάχιστα περιθώρια να προωθήσει έστω και τους πιο στοιχειώδεις στόχους της. Γιατί δεν είναι μόνο η κατάκτηση του κυβερνητικού θώκου, αλλά οι πολιτικές που θα επιχειρήσει να εφαρμόσει και κυρίως η επίθεση που θα δεχθεί μετά. Όχι μόνο μέσω του κρατικού μηχανισμού, των ισχυρών οικονομικών κύκλων, των αστικών πολιτικών κομμάτων, του ξένου κεφαλαίου και των παλιών κατασταλτικών δυνάμεων, αλλά και μέσω μηχανισμών του τύπου του παρακράτους, των «αγανακτισμένων πολιτών» που θα έχουν εμφιλοχωρήσει στη βάση της κοινωνίας. Ας μην μας διαφεύγει της προσοχής η προνομιακή σχέση που προσπαθεί να συγκροτήσει η «Χρυσή Αυγή» σε θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης και τη δυναμική που μέσω αυτών διεκδικεί. Αν θέλει αυτά να αντιπαρέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μόνο μια λύση: την στήριξη στο μαζικό λαϊκό κίνημα, σε αυτό που θα α-
φορούσε σε μια ευρύτατη κίνηση μαζών. Στον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Γιατί πέρα από τις κομματικές γραμμές, κάνοντας πράξη την ενότητα της Αριστεράς στη βάση, πολλοί θα κληθούν να βάλουν πλάτη στο πλαίσιο της μάχης που θα διεξαχθεί όταν κινηθεί η απόπειρα να αντιστρατευτεί το αριστερό κίνημα τις υπάρχουσες πολιτικές. Και εκεί δεν αρκούν μόνο οι κομματικοί μηχανισμοί, κάποιοι εκ των οποίων, μάλιστα, προσωρινά είναι απρόθυμοι. Απαιτείται, κυρίως, η ενεργοποίηση των νέων θεσμών της λαϊκής αυτοδιοίκησης που οφείλει τάχιστα να δημιουργήσει η Αριστερά, επενδύοντας στους νέους συσχετισμούς που οι δημοτικές εκλογές θα διαμορφώσουν. Θεσμούς και διαδικασίες που τους ξεπερνά οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα και άπτονται της δημιουργικότητας που είναι υποχρεωμένες να επιδείξουν οι λαϊκές μάζες, αντιστεκόμενες στην επίθεση που θα δεχθούν. Αυτό σημαίνει, παράλληλα, ότι θα γεννηθούν σειρές δομών αιρετότητας των εξουσιών που θα διανοίγουν τα μέτωπα αντίστασης στην εμπιστοσύνη του κάθε πολίτη, αυτό που κάποτε ο Σιάντος ονόμαζε «διπλό έλεγχο από τα κάτω», ώστε χιλιάδες τοπικές γενικές συνελεύσεις να ενεργοποιηθούν, συνοικιακά συμβούλια να προκύψουν, ομάδες πολιτών να αναπτυχθούν. Όλα αυτά πρέπει να συντελεστούν σε συνθήκες όπου οι ρυθμοί θα γίνουν καταιγιστικοί, όπως επί ΕΑΜ της Κατοχής. Πιθανόν να μη φανεί καν αρκετό οι λαϊκοί θεσμοί να συνέρχονται κάθε 15 μέρες όπως τότε, αλλά να απαιτηθεί μια κα-
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
26 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
θημερινή συλλογική δράση ώστε το κίνημα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των στιγμών. Διότι στα νέα δημοτικά συμβούλια, στις νέες λαϊκές συνελεύσεις, θα πέσει όλο το βάρος της υλοποίησης των πολιτικών αναδιανομής που θα απαιτηθούν με όχημα τη διαχείριση κοινοτικής ή δημοτικής περιουσίας, τη συγκρότηση δημοτικών προϋπολογισμών, τη διανομή βοηθημάτων, την επιβολή φόρων και άρση άλλων, τη διαχείριση κρατικών πιστώσεων προνοιακής μορφής, τις δημοτικές επενδύσεις, τις πολιτικές τοπικής απασχόλησης κλπ. Ειδικά σε συνθήκες μιας παρατεταμένης αποδιάρθρωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, απίσχνασης των δικτύων κοινωνικής πρόνοιας, εκτεταμένης φτωχοποίησης, υψηλού κόστους διαβίωσης και υπηρεσιών, η οποιαδήποτε πολιτική αντιστροφής της κατάστασης δεν θα διαθέτει καν τους παραδοσιακούς κρατικούς μηχανισμούς και μάλιστα όταν η πολιτική αυτή θα πρέπει να υλοποιηθεί άμεσα. Το κενό καλύπτεται μόνο επενδύοντας στους λαϊκούς θεσμούς με άξονα την τοπική αυτοδιοίκηση. Δεν είναι τυχαίο ότι και τον Ιούνιο του 1944 όταν το ΕΑΜ επιχείρησε να σώσει για ακόμη μια φορά των πληθυσμό στην αυτοδιοίκηση απευθύνθηκε ώστε να εντατικοποιηθεί η μάχη της σοδειάς αλλά και να αποκατασταθούν άμεσα οι ζημιές που προξενούσαν οι κατακτητές. Άρα το ζήτημα τοπική αυτοδιοίκηση είναι κομβικής σημασίας. Και μάλιστα ως διαρκές αίτημα ανάδειξης του ρόλου των οργάνων συλλογικής διοίκησης των δήμων, μια διαδικασία σε συνεχή εξέλιξη που απαιτεί τη διαρκή αναβάθμιση των κατακτήσεων που συντελέστηκαν. Αυτό προϋποθέτει ένα διαρκές αυτοδιοικητικό κίνημα που, όπως και με την λαϊκή αυτοδιοίκηση στην Αντίσταση, θα εγγυάται την υποβάθμιση του ρόλου του δημάρχου προς όφελος των συλλογικών οργάνων, τη διεξοδική ανάλυση των αποφάσεων με αποδέκτη τον κάθε πολίτη, την αμεσότητα στην εκτέλεση τους, τον έλεγχο των εκάστοτε πεπραγμένων σε δημόσιες συνελεύσεις, τη θεσμοθέτηση της ανακλητότητας των δημοτικών συμβούλων κ.λπ. Ειδικά για το θέμα της ανακλητότητας, το άρθρο 28 του Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Αντίστασης σημείωνε ότι ήταν το δομικό στοιχείο της δημοκρατικότητας της λαϊκής αυτοδιοίκησης. Γιατί το δικαίωμα της ανάκλησης φιλοδωρεί τον πολίτη με την πεποίθηση ότι είναι ο άμεσος συντελεστής της πολιτικής διαδικασίας, τον εμφορεί με αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, τον προτρέπει να ασκεί δημόσιο έλεγχο και να επιδεικνύει κοινωνική αλληλεγγύη. Αυτό σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση των λαϊκών συνελεύσεων, συναρτημένων με τη δυνατότητα του κάθε πολίτη να διαμορφώνει και να τροποποιεί την ημερήσια διάταξη της συζήτησης, να επιδίδεται σε τοπικά δημοψηφίσματα, να συμπληρώνει και να συντάσσει ερωτηματολόγια, να υποβάλει αιτήσεις για δημόσια διαβούλευση, να απαιτεί ελάχιστο όριο ομιλητών στις συνελεύσεις τα 10 άτομα, όπως προέβλεπε και ο Κώδικας της Αντίστασης. Το βάρος που αναλαμβάνουν οι δημοτικοί συνδυασμοί της Αριστεράς είναι τεράστιο, όπως άλλωστε, και οι ευθύνες να αξιοποιήσουν τις διαθέσεις και τη δημιουργικότητα των μαζών. Από την άποψη αυτή, και δεδομένου ότι πιθανά δεν αποδόθηκε σε αυτό το βάρος που θα έπρεπε, χρειάζεται έστω και τώρα μια πανστρατιά ώστε να κερδηθούν όσες περισσότερες τοπικές εκλογές γίνεται. Γιατί οι πολιτικές εξελίξεις θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις να διαρρηχθούν οι υπάρχουσες σχέσεις κεντρικής εξουσίας και τοπικής αυτοδιοίκησης και θα δώσουν τις δυνατότητες δομικών μεταβολών στο περιεχόμενο και τη λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης, μη δικαιολογώντας το επιχείρημα του υποδεέστερου των αυτοδιοικητικών αρχαιρεσιών. Αν δεν αδράξει κανείς την ευκαιρία, τα εμπόδια στη διαχείριση και την ανατροπή των αποτελεσμάτων της κρίσης θα είναι μεγάλα.
Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι ιστορικός
Η ΑΥΓΗ • 18 ΜΑΪΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Το μέτρο της αφήγησης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Το χάδι, διηγήματα, εκδόσεις Άγρα, σελ. 64 Όλα τα διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο του πρωτοπαρουσιαζόμενου πεζογράφου, Αλέξανδρου Στεφανίδη, αποτελούν επιμέρους εκφάνσεις, πτυχές, θα ήταν ίσως καλύτερα να πει κανείς, ενός αρραγούς και περίκλειστου βιωματικούθεματικού πυρήνα. Ενός πυρήνα διαμορφωμένου από και κάτω από συνθήκες τραυματικές που, όπως εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται, δεν μπόρεσαν να κάμψουν ή να αμβλύνουν τη θέληση του αφηγητή για ζωή και δημιουργία. Κυρίως, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να αλλοιώσουν και να στρεβλώσουν την κρίση του και το συναίσθημά του, αλλά, απεναντίας, τον δίδαξαν το «μέτρο», εμπλουτίζοντας την πρώτη με το στοιχείο μιας μόνιμα άγρυπνης αίσθησης δικαιοσύνης και περιφρουρώντας το δεύτερο -το συναίσθημα- από τις ευκολίες της υπερβολής. ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Κάθε διήγημα αποτελεί τον καρπό της καταβύθισης του αφηγητή σε μια περίπου δεκαετή και κάθε άλλο παρά ευφρόσυνη περίοδο-έκταση της ζωής του, έκταση που διάνυσε ως παιδί και ως έφηβος, έγκλειστος σε κάποιο ορφανοτροφείο της Αθήνας. Τα βαθύτερα αίτια της ανάγκης που τον ώθησε σ’ αυτές τις, ενδεχομένως οδυνηρές πλην όμως λυτρωτικές, καταβυθίσεις, εικάζονται με σχετική βεβαιότητα. Και το λέω αυτό επειδή αισθάνομαι ότι είναι φυσικό, διασχίζοντας κάποιος το «σκοτεινό δάσος» της μέσης της ζωής του -και εφόσον διατηρεί απρόσβλητο και αναλλοίωτο, από τις σκληρές και αλλοτριωτικές συνθήκες του βίου, το αληθινό του πρόσωπο-, να αισθανθεί την ανάγκη του επαναπροσδιορισμού του στο παρόν. Γεγονός που προϋποθέτει, αν δεν επιβάλλει κιόλας, το οριστικό ή έστω το προσωρινό -πραγματικό ή νομιζόμενο- κλείσιμο των λογαριασμών του με τα περασμένα· τη διευκρίνιση του ρόλου που διαδραμάτισαν πρωτεύοντα και δευτερεύοντα πρόσωπα (μητέρα, πατέρας, πρωταγωνιστές του περίκλειστου περιβάλλοντος του ορφανοτροφείου κ.ά.) στη διαμόρφωση της ηθικής και της ψυχικής στάσης και συμπεριφοράς του στα μικρά και στα μεγάλα συμβάντα της ατομικής και της ομαδικής-κοινωνικής ζωής. Αυτό έχω την αίσθηση ότι επιχειρεί στην προκειμένη περίπτωση ο αφηγητής: να υποστασιοποιηθεί ως παρόν, συναρμολογώντας εικόνες, λόγια, πράξεις και χειρονομίες, αναβιώνοντας τραυματικά συμβάντα και καταστάσεις και, εν γένει, ανασύροντας από τα περασμένα κομμάτια ζωής που αισθάνεται ή διαισθάνεται ότι θα τον βοηθήσουν στην ψαύση του αληθινού του προσώπου. Επιχειρεί καταβυθίσεις στα έγκατα της μνήμης του, με μοναδικό σκοπό να ανασύρει πολύτιμα τιμαλφή· να τα συναρμολογήσει και να συνθέσει «Εκείνον» -τον ήρωα των ιστοριών του και, μέσω εκείνου, τον ίδιο τον εαυτό του· κάπως έτσι, φαντάζομαι, ο «Κανένας», που ήταν ώς τώρα, μετατρέπεται σε «Εκείνον», στον ήρωα των ιστοριών του. Ώριμος πια και νηφάλιος «παρακολουθεί» τη δραματικότερη και τραυματικότερη περίοδο της ζωής του, προσμετρά καίρια συμβάντα και συνακόλουθες καταστάσεις, διατηρώντας στο βλέμμα του κατάλοιπα από τον φόβο, την απορία και, πάνω απ’ όλα, την απόφαση για αξιοπρεπή επιβίωση του παιδιού και του εφήβου που υπήρξε. Θα έλεγε κανείς ότι σε κάθε διήγημα του βιβλίου ο αφηγητής εναποθέτει ένα ξεχωριστό κομμάτι, μία διαφορετική πτυχή -επιλεγμένη ή από μόνη της επίμονη και διεκδικητική- της ίδιας περιόδου της ζωής του· με συνέπεια το καθένα απ’ αυτά να μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθεί και ξεχωριστό κεφάλαιο ενός εν εξελίξει, ενός σχεδιαζόμενου μυθιστορήματος. Που όμως δεν ολοκληρώνεται, για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν μέσα στις προθέσεις του Αλέξανδρου, που άλλο δεν φιλοδόξησε παράνα «ακούσει τη ζωή του», ιστορώντας πρώτα στον εαυτό του και ύστερα στον υποθετικό αποδέκτη των λόγων του σκηνές, συμβάντα και καταστάσεις που τον στιγμάτισαν και τον προσδιόρισαν ως άνθρωπο· που δεν θέλησε παρά, έχοντας συμφιλιωθεί με το παρελθόν, να επιχειρήσει να ψαύσει το αληθινό του πρόσωπο. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι η συναισθηματική φόρτιση που διακατέχει τον αφη-
Κώστας Μπασάνος, Watchtower, 2013, ξύλο, μελάνι, λεκάνες αλουμινίου
γητή, όσο ανασύρει τα οδυνηρά πλην πολύτιμα τιμαλφή της μνήμης του και της ζωής του, αμβλύνεται κατά τη διάρκεια της εναπόθεσής τους στη λευκή σελίδα. Ίσως επειδή η ίδια η γραφή δημιουργεί ή, εν πάση περιπτώσει, συμβάλλει στη δημιουργία μιας απόστασης ασφαλείας από το «επικίνδυνο» βιωματικό υλικό που περιβάλλει και αναδεικνύει λεκτικά· ίσως γιατί η μέριμνα γι’ αυτήν -τη γραφή- λειτουργεί ως κατευναστικός περισπασμός για τον γράφοντα. Ακόμη, θα τολμούσα να πω ότι η γραφή είναι για τον Αλέξανδρο το πεδίο όπου παρόν και παρελθόν συνυπάρχουν αρμονικά, παρεισφρέοντας το ένα στο υπέδαφος αλλά και στην επιφάνεια του άλλου όσο επιβάλλεται, προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη αφηγηματική ροή. Το παρόν της γραφής και το παρελθόν των όσων, μέσω της γραφής, ανακαλούνται, χωρίς να χάνουν την αυτάρκεια και την αυτοτέλειά τους, συνέχουν το παρόν της ανάγνωσης των ιστοριών, ενώ, παράλληλα, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ιδιότυπης οπτικής γωνίας, στραμμένης σταθερά σε όλα όσα διαδραμάτισαν τον μέγιστο ρόλο στη διαμόρφωση του ψυχισμού του αφηγητή και τον κινητοποιούν στο πεδίο της αφήγησης κατά έναν τρόπο απολύτως προσωπικό και, κυρίως, λογοτεχνικά δραστικό. Στραμμένης σε πρόσωπα, πράγματα, συμβάντα και καταστάσεις που δεν προσφέρονται απλώς για αυτογνωσία και για δημιουργικό αναστοχασμό και ανάπλαση μιας ζωής που επιμένει να αξιώνει το παρόν της, αλλά απαιτούν κιόλας, επιτακτικά, την παρέμβασή τους στο εδώ και τώρα του αφηγητή.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Η ΑΥΓΗ • 18 ΜΑΪΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
3
Η λογοτεχνία ως τέχνη (και όχι ως «εξιστορείν» ή κοινωνική αξίωση) Ο θάνατος του είδους. Άρθρα και δοκίμια για τον Γιώργο Αριστηνό. Με 22 σχέδια του Γιώργου Λαζόγκα, εκδόσεις Μικρή άρκτος, σελ. 192 Οι απόψεις του Γιώργου Αριστηνού για τη λογοτεχνία προηγούνται της γραφής του... Τι σημαίνει όμως, για τον Αριστηνό, και για κάθε συγγραφέα, μια τέτοια παρατήρηση; Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, για οποιονδήποτε φιλοδοξεί να θεραπεύσει την τέχνη του λόγου: να γνωρίζει την ιστορική διαδρομή του λογοτεχνικού είδους το οποίο θα επιλέξει, να έχει συγκροτήσει μια δικιά του, διακριτή άποψη, ώστε να αρθρώσει το εγχείρημα της γραφής του με συνείδηση των αισθητικών αιτούμενων και ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
των θεωρητικών συνεπειών τους. Αυτά όμως έχουν καταντήσει να θεωρούνται σχολαστικισμός, ή και δογματισμός, αφού η αντίληψη για τη λογοτεχνία που κυριαρχεί ασφυκτικά στις μέρες μας ομνύει σε μια νεορομαντική φαντασίωση της «έμπνευσης» και της «έκφρασης», οι οποίες θρυλούνται πως θεραπεύουν κάθε έλλειψη και ικανοποιούν κάθε φιλοδοξία... Το αποτέλεσμα είναι τελικά αυτό που απολαυστικά το περιγράφει ο Μάνος Στεφανίδης: «θηριώδεις τόμοι που υπηρετούν απλώς το αυτονόητο, που αναπαράγουν τις ίδιες, τυποποιημένες ιστορίες, που μπερδεύουν τη γραφή με το εξιστορείν, που φιλοδοξούν να (ξανα)πουν την (ίδια) ιστορία χωρίς καν να έχουν διόλου καρυκεύσει τη διαδικασία αφήγησης» (σελ. 80). Αντίθετα, ο Αριστηνός ομνύει στη συνείδηση της γραφής, πριν, μετά, αλλά και κατά τη διάρκεια του λογοτεχνικού συμβάντος, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί σε ένα επιστολικό κείμενό του που περιλαμβάνεται στον τόμο: «Οι αυτοαναφορικές εμμονές της λογοτεχνίας που γυρίζει προς τα μέσα, αναδιπλώνει και σχολιάζει τις λειτουργίες και τους μηχανισμούς που τη διέπουν, καθώς και η διακειμενική δομή της, συνδέεται με τη στροφή της θεωρίας προς μια έννοια ‘ολότητας’ της γραφής, της γραφής ως σημαίνουσας και κυρίαρχης δομής στη νεωτερική έκφραση» (σελ. 12). Θα μπορούσα να συμφωνήσω με αυτή την περιγραφή του λογοτεχνικού κειμένου, ενώ διαφωνώ απολύτως με την έννοια της «ολότητας» όπως εγγράφεται στο νεωτερικό κάδρο. Όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο έχουν καμιά σημασία. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, η άποψη του κάθε πεζογράφου για την τέχνη του λόγου, δηλαδή όσα υποστήριξα μόλις πριν, δεν έχει καμιά αυταξία. Δεν μας ενδιαφέρει ως θεωρία, ή κυρίως ως θεωρία. Μήπως όμως έτσι νομιμοποιούνται οι παθολογίες και οι πόζες της «έμπνευσης» και της «έκφρασης»; Κάτι άλλο θέλω να πω. Ότι δηλαδή η θεωρία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να γραφεί λογοτεχνία. Και η συνείδηση του συγγραφέα για τη θέση του μέσα στο λογοτεχνικό στερέωμα, από πού περνά το κατώφλι και πού πηγαίνει, ακόμα κι αν είναι «ψευδής συνείδηση», είναι όμως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να υπάρξει ως συγγραφέας: «Η κύρια όμως σημασία αυτής της τάσης έχει έναν πιο προσωπικό, ή μάλλον ιδιοσυγκρασιακό, χαρακτήρα. Έχει σχέση με την αγωνία μου να μη δεχτώ τίποτα ως οριστικό σχήμα· ούτε την πιο κοινόχρηστη λέξη ούτε την πιο αυτονόητη αλήθεια ούτε την πιο παγιωμένη φράση. Πρόκειται για μια απόλυτη δυσανεξία απέναντι σε μια λογοτεχνία που δεχτήκαμε καταχρη-
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η Σ Αγίας Ειρήνης 17 Tηλ. 210 32 28 839
Joan Giordano, Whitewashed Wiki Leaks, 2012, Διεθνείς εφημερίδες, κυματοειδή χαρτιά, χαρτόνι, χρώμα, γραφίτης, κερί
στικά να την εντάξουμε μάλιστα στον ‘κανόνα’», συνεχίζει ο Αριστηνός (σελ. 12). Οι όροι που χρησιμοποιεί σε αυτό το παράθεμα είναι δηλωτικοί: προσωπικό, ιδιοσυγκρασιακό, αγωνία, αλήθεια, δυσανεξία... Ναι, αυτή είναι η σχέση του συγγραφέα, και εν γένει του καλλιτέχνη, με τη θεωρία του. Η δε «θεωρία του» είναι τελικά η παραδοχή και η συνείδηση, πως μόνο με μια τέτοια σχέση, με ό,τι συνιστά, σχεδόν ή και απολύτως εμμονικά, τη θεωρία του κάθε συγγραφέα, γράφεται η λογοτεχνία. Πώς αλλιώς; Αυτή είναι λοιπόν η λογοτεχνία που μας παραδίδει ο Αριστηνός; Ας δούμε την απολαυστική περιγραφή της διαδικασίας της από τον Μάριο Μαρκίδη: «Από τι πράγμα κινδυνεύει η ανάγνωση [της λογοτεχνίας] του Αριστηνού; Απ’ τη ‘μετάβασή’ της. Εξηγούμαι: να εισπραχθεί λόγω μιας πρόωρης απόφασης του αναγνωστικού βλέμματος σαν εφαρμοσμένη θεωρία της λογοτεχνίας - σαν να κάθεται λ.χ. ο R. Wellek ή ο Barthes και να γράφουν μυθιστόρημα. Αυτό θα πρέπει να λογίζεται κατά τη γνώμη μου σαν εφιάλτης για τη λογοτεχνία [...] Ενώ η μέριμνα της τέχνης είναι να είναι κυρίως σώμα, πρόκειται να βγει στην πιάτσα σαν μια συμμορφωμένη ψυχή, με νοητούς και όχι πραγματικούς σπονδύλους, με μελάνι στις φλέβες, δίχως σχεδόν σώμα» (σελ. 96). Τι λογοτεχνία κάνει όμως ο Αριστηνός; «Μοναχικός, ιδιότυπος και άκρως συνεπής στην ιδιοτυπία του, αταξινόμητος, εκτός σχολών και γενεών, συγγραφέας», σημειώνει στο κείμενό του ο Συμεών Σταμπουλού, ενδίδοντας στους επαίνους. Επειδή όμως γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει τον Αριστηνό, συνεχίζει απνευστί: «Ο μεσημβρινός της γραφής του ακουμπά από τη μία πλευρά στην εσχατολογία της γραφής, την κατάργηση των ορίων της (με τον κίνδυνο της αχρήστευσής της), και από την άλλη στην ελευθεριότητα, στη ρυπαρότητα και ‘σκατολογία’, απέναντι στην κυρίαρχη γλώσσα-εργαλείο
της υποκριτικής σεμνοτυφίας» (σελ. 37). Νομίζω πως αυτή η φράση αποτελεί μια έξοχη συμπύκνωση όλου του συγγραφικού εγχειρήματος του Αριστηνού. Όσον αφορά την ειδολογική του τοποθέτηση, χαρακτηριστική είναι η θέση του Αριστοτέλη Σαΐνη: «ο ειδολογικά αποχρωματισμένος όρος ‘αφήγημα’ ή ‘πεζό’, εναλλακτικά συνοδευόμενος από τους όρους ‘νουβέλα’ και ‘διήγημα’, σπανιότερα και δε σε μία περίπτωση μέχρι σήμερα από τον όρο ‘μυθιστόρημα’, χρησιμοποιήθηκε στις πιο καθαρές μυθοπλαστικές του αναζητήσεις, για να χαρακτηρίσει στην πραγματικότητα μια σειρά από υβριδικά κείμενα που μαρτυρούν την ταξινομική αμηχανία της σύγχρονης θεωρίας» (σελ. 41). Και πιο συγκεκριμένα, με το σχήμα του Δ. Αγγελάτου: «Δεν είναι μόνο η διατύπωση του ρήματος αυτό στο οποίο αποσκοπεί ο συγγραφέας, αλλά και η έκθεση του τρόπου με τον οποίο αυτή η διατύπωση σαρκούται: να παρασταθεί δηλαδή η δυσκολία άρθρωσης του λόγου, αυτού του ανατρεπτικού για τον Αριστηνό συμβεβηκότος...» (σελ. 151). Και ακόμα πιο συγκεκριμένα, με βάση το κείμενο της Ε. Βογιατζάκη, η λογοτεχνία του Αριστηνού «συγκεντρώνει δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά της μπαχτίνιας μενιππέας που ‘χαρακτηρίζεται από αποκλειστική ελευθερία στη μυθοποιητική και φιλοσοφική επινόηση’. Η μενίππεια σάτιρα επιδιώκει να εκφράσει τις ‘ύστατες’ και έσχατες πράξεις του ανθρώπου που ανακεφαλαιώνουν όλο τον βίο του με ένα είδος πειραματικής φανταστικής λογοτεχνικής έκφρασης» (σελ. 171). Όλα τα κείμενα του τόμου (περιέχονται επίσης κείμενα των Η. Γιούρη, Ν. Σιδέρη, Α. Αρτινού), ενταγμένα σε ένα απαιτητικό, άμα και φιλόξενο περιβάλλον που δημιουργούν τα 22 εξαιρετικά σχέδια του Γιώργου Λαζόγκα, συνθέτουν ένα σώμα λόγου παρήγορο μέσα στον ορυμαγδό της «έμπνευσης» και της «έκφρασης», συνθέτουν ένα βιβλίο, ένα κείμενο σίγουρα πιο ενδιαφέρον, από τη σκοπιά της λογοτεχνίας, απ’ τα «τρέχοντα» μυθιστορήματα ή και ποιήματα που εκδίδονται αφειδώς. Σήμερα μάλιστα που το γενικό μορφωτικό επίπεδο θεωρείται πως έχει «ανέβει», οι δε επιστήμες ασκούνται συνεχώς σε «διαδραστικά» πεδία, όπου η λογοτεχνία έχει την τιμητική της, είναι απορίας άξιο πώς τέτοιες σοβαρές εκδόσεις δεν τυγχάνουν του ίδιου αναγνωστικού ενδιαφέροντος με τα μυθιστορήματα, τουλάχιστον μεταξύ των κοινωνικών κατηγοριών των πανεπιστημιακών και των διαδακτορούχων, οι οποίες είναι πλέον πολυπληθείς. Εκτός κι αν η λογοτεχνία, μαζί με τη θεωρία της, δηλαδή ως τέχνη, δεν αφορά παρά εκείνους τους ελάχιστους που αφορούσε πάντα... Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Μάνος Στεφανίδης, «τέχνη είναι το σκοτεινό και άγριο πράγμα που έχει ελάχιστη ή μηδαμινή σχέση με την ‘καλαισθησία’. Η καλαισθησία διευθετεί, η τέχνη ανατρέπει».
(δε)κατα, τχ. 37. Αφιερωμένο στα λιμάνια κυκλοφορεί το νέο τεύχος του περιοδικού, με διηγήματα, δοκίμια και ποιήματα. Αντιγράφουμε λίγους στίχους του Γιώργου Μαρκόπουλου: Γεια σου, Περαία, με το Πέραμα, τη φτώχεια, τις πουτάνες και τις σταφιδαποθήκες... Να οι σωφεραίοι, αξούριστοι, να πίνουν το σαλέπι «λερωμένο» με καντήλια, σταυρούς και παναγίες Να οι άνεργοι ναυτικοί στα οινομαγειρεία Να οι Πακιστανοί εργάτες τη μοναξιά τους τυλιγμένοι στα παγκάκια
ΓΙΑΝΝΑ ΤΟΜΠΡΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
ΒΑΛΙΤΣΑ ΠΑΡΑ ΠΟΔΑ
Σ Α Ω
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Η ΑΥΓΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014
40
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Pad Polls ή επικοινωνιακό ποτάμι Η προεκλογική περίοδος μας εφοδίασε στο διαδίκτυο με περάσματα μεταξύ αβρότητας, κοινοτοπίας, μιντιακής λεβεντιάς, σπανίως κριτικής και παρεμβατικής τομής. Η φραστική επινόηση του τίτλου συμπυκνώνει μια τέτοια κατάσταση, κατά την οποία αναπαράγεται μια λανθάνουσα μορφή πολιτειότητας, μια συμμετοχική πολυφωνία δίχως έρεισμα. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε pad poll citizenship και το σύστημα στο οποίο εντάσσεται pad poll politics. Το pad εκ του προσφιλούς touch pad, έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της οντότητάς μας, πρόθεμα και προέκταση του άκρου, κάποτε μόΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗ
σχευμα της νοητικότητας, μηχανική και πρότυπο της σκέψης. Το poll χρησιμοποιείται εδώ σε αναλογία της διαδομένης τακτικής των σύγχρονων μορφών δημοκρατίας, της λογιστικής των exit polls (το poll μαρτυρείται ήδη από τον 17ο αι. για να περιγράψει βασικές μορφές ψηφοφορίας που γίνονταν με την καταμέτρηση κεφαλιών). Όσο αυθαίρετη κι αν ηχεί η φράση pad polls, στην πραγματικότητα περιγράφει μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία, οριστική συνθήκη της τρέχουσας πρακτικής του μετέχεσθαι στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο. Είτε το θέλουμε είτε όχι, εν πολλοίς έτσι λογοδοτεί σήμερα η πολιτική των κοινών και εκεί αντηχεί η φωνή της από-τα-κάτω συμμετοχικότητας και του πολιτικού ενεργήματος: σε μια προσθετική τακτική. Η πολιτική στάση σημειώνεται και σφυγμομετρείται στα pad polls πριν ανακοινωθεί στην τετραετή χειρονομία της εξόδου από τις κάλπες.
Pad polls: no exit Δεν υπάρχει διέξοδος σε αυτό το μονοπάτι (ετυμολογική προέλευση του pad: path, μονοπάτι ή προσωρινό κρησφύγετο), είναι μια πρακτική η οποία δεν είναι ούτε σωματική, ούτε επαρκώς δημόσια, ουσιαστικά ούτε διανοητική καθώς εξαντλείται σε πρόχειρες εναντιολογήσεις και παραμένει μετέωρη και αθεμελίωτη. Είναι εν τελεί μια μη βιώσιμη πρακτική, μία συνήθεια που δεν οικοδομεί κανένα πρότυπο συνδιαμόρφωσης ή ενδεχομενικότητας κι αν μη τι άλλο δεν κατορθώνει να συστήσει μια οργανική διαδικασία. Η διατύπωση γνώμης στο διαδίκτυο και τα social media συνιστά μια συμμετοχικότητα προσομοιωτική, μια κατ’ επίφαση πολιτική άρθρωση. Το γεγονός ότι η επαναληπτική κίνηση του δακτύλου παράγει νόημα σε μια σφαίρα του φανερού (ας αποφύγουμε να το ονομάσουμε δημόσιο), η οποία διατρέχεται από πολλαπλασιαστικές μεταβλητές ορατότητας, αποτελεί ένα ανεκδοτολογικά ενδιαφέρον και ελλειπτικό επικοινωνιακό φαινόμενο. Στο facebook το θέμα της επιδοκιμασίας στις περισσότερες περιπτώσεις δε διακυβεύεται μεταξύ του «like» και του «όχι like». Το σχήμα στο οποίο εντάσσονται και μέσα από το οποίο λαμβάνουν σημασία οι δύο αυτές επικοινωνιακές συμβάσεις είναι το «like σε όλα που αφορούν μια κατηγορία» ή «όχι like σε όλα». Πρόκειται για έναν συμβολισμό γενικής επιδοκιμασίας και τον παρεπόμενό της αποδοκιμαστικό λόγο της απουσίας επιδοκιμασίας. Αν είναι γενικευμένο το μη «like» μπορεί να εκληφθεί ως άρνηση του ίδιου του μέσου συμμετοχής, ένα παράδοξο αντίστοιχο της αποχής από την εκλογική διαδικασία. Το «like» υποδηλώνει τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε γούστο. Είναι θέμα γούστου λοιπόν η πολιτική των κοινωνικών μέσων δικτύωσης. Και το γούστο εδώ επιτρέπει τη θυμική επιτέλεση, γίνεται πεδίο μιας επιμελούς, οριακά αυθόρμητης, επιλεκτικά δημόσιας, θυμικής εκφόρτισης. Έχοντας διαλέξει το κοινό της απεύθυνσής μας (π.χ. τους φίλους στο facebook) και έχοντας συνθέσει -λιγότερο ή περισσότερο περίτεχνα- τη θυμική συγκρότηση σε γνώμη, πατάμε το πλήκτρο enter και οι φράσεις αναρτώνται στο διαδικτυακό τοίχο. Τότε κάποιοι χειρονομούν ακουμπώντας ελαφρά το δάκτυλο στο pad: η ανεπαίσθητη κίνηση -ένας αόρατος νευρώνας κινεί τη μηχανική αυτής της επιδοκιμασίας- μεταφράζεται αυτόματα στην οθόνη σε «like» και εισφέρει μιαν α-
νακούφιση που ανταποκρίνεται στην αίσθηση του ανήκειν. Το «like» αντανακλά μία σκέψη, ίσως μια στρατηγική συμμαχία που εξωτερικεύεται, διαφεύγει στον έξω κόσμο και αποτιμάται αναλόγως. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με την επένδυση μιας ελάχιστης κίνησης, μέσα από μία συνθήκη μεγιστοποίησης της επικοινωνιακής οικονομίας. Πρόκειται για μια μορφή λακωνίζειν που στερείται βεβαίως την εννοιολογική συμπύκνωση, διατηρεί όμως τη συντομία. Στα social media καθημερινά θετόμαστε σε αποσπάσματα λόγου και ρητορικής, αναγωγές της λογικής, παραδειγματικές περιπτώσεις τετριμμένου οι οποίες λαμβάνουν διαστάσεις και γίνονται αντικείμενο κοινότοπων debate. Είναι ψευδής η εντύπωση ότι μέσα από την παρουσία μας στα social media αρθρώνουμε πολιτικό λόγο και συντάσσουμε κάποια μορφή πολιτειότητας. Αυτό που κυρίως κάνουμε είναι ότι δίνουμε το παρόν, επισημαίνουμε την παρουσία μας και διεκδικούμε μερίδιο προσοχής. Το ευφυολόγημα και το γύρισμα -αυτό που η Donna Haraway ονομάζει «τρέπειν της επικοινωνίας» - είναι κυρίαρχες τακτικές επισήμανσης στο διαδίκτυο. Κάποτε χάριν της ασυγκράτητης ορμής για αναγνωρισιμότητα εκτρέπουμε το επιχείρημα έξω από την αρχική πεποίθηση σε μια συγκρότηση εύσχημη και ευφυολογική. Είναι αυτό το πλαίσιο που προάγουν τα social media: μία οικονομία των εντυπώσεων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι σαφές πως το επικοινωνιακό διακύβευμα εδώ είναι επιφανειακά μόνο εννοιολογικό, δεν παραθέτει ιδέες, δεν εξηγεί, είναι προπαντός μεταφορικό: προπαγανδίζει την ίδια την παρουσία. Έχοντας παρεκβάλλει από τη συνάρτηση της σωματικότητας και του χώρου ολισθαίνουμε στην πεποίθηση ότι βρισκόμαστε παρόντες, ενώ αντί αυτού έχουμε υποχωρήσει σε μια θέση φασματική. Σε μια στιγμή διάτρησης της συμβατικής πειθούς, όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε εγκιβωτισμένοι όπως ο ήρωας του βιβλίου και ταινίας του Dalton Trumbo, Ο Τζόνι πήρε το όπλο του. Ισχύει ότι ως ατομικότητες που συντάσσονται μέσα σε ένα συστηματοποιημένο και απονευρωμένο κόσμο έχουμε την ευκολία να αποσυνδεόμαστε από τη σωματικότητά μας· σε αυτήν τη χειρονομία (η οποία είναι κυριολεκτικά διανεμόμενη από το χέρι) γινόμαστε πρωτίστως παλαμικότητες, οργανικότητες της παλάμης και των δακτύλων. Σωματικότητες καθιστικές και πνευματικότητες καθεστηκυίες, αναπαράγουσες δίχως συνειδητότητα ένα σύστημα που προσφέρει
πολλαπλές δυνατότητες εκφοράς απόψεων, οι οποίες προσομοιάζουν την πολιτική συνδιαμόρφωση δίχως να εξυπηρετούν τίποτα παραπάνω από την σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Η κατ’ επίφαση συμμετοχή του διαδικτύου είναι μία κατακερματισμένη και ασώματη διατύπωση, ένα ακόμα poll το οποίο μάλιστα δεν πραγματοποιείται κατά την έξοδο από την κάλπη, ούτε προϋποθέτει την εκλογική πράξη· συμβαίνει μέσα στο περιχαρακωμένο, ιδιωτικό πεδίο του οικιακού και μας αναπαράγει ως οντότητες έωλες. Το πολιτικό υποκείμενο του δημόσιου χώρου και το υποκείμενο της παλάμης-νοητικότητας διαφέρουν. Το μεν πρώτο εκτίθεται στο τρισδιάστατο πεδίο, ως σωματικότητα και ως πνευματικότητα ολόκληρη, ως συνεχής δημόσια οντότητα, το μεν δεύτερο εκτίθεται μερικώς και συγκαλυμμένα. Το υποκείμενο της παλάμης-νοητικότητας αναπαράγεται ως πλάνη. Ιδιότητα θραυσματική, η κατ’ επίφαση πολιτειότητα των pad polls επιπλέον διαφεύγει την πιθανότητα να απολογηθεί, καθώς στερείται τη δυνατότητα να το κάνει. Η δυνατότητα της συνέπειας και της απολογίας παρέχεται αποκλειστικά μέσα από την ενσώματη παρουσία στις συνθήκες ευαλωτότητας που επικρατούν στο δημόσιο χώρο. Ανθεί λοιπόν μια στρεβλή, αλά Ντάλτον Τράμπο, συσχέτιση όπου το υποκείμενο, ένας ετερώνυμος Τζόνι, ελπίζει να μετέχει πολιτικά μέσα από τη δικτύωσή του στον παγκόσμιο ιστό. Μία πολιτική του ασώματου; Πράγματι, πολιτική στο διαδίκτυο σημαίνει νόηση· νόηση, παλάμη και δάκτυλα σε αρραγή συνεργασία. Μια τακτική του κατακερματισμού. Συνοψίζοντας, η συμμετοχικότητα του διαδικτύου δεν μπορεί να εμπίπτει στους απαρέγκλιτα φυσικοποιημένους όρους της πολιτειακής ιδιότητας. Διαμορφώνει, ωστόσο, τις συνθήκες εμπέδωσης μιας πρακτικής που θα μπορούσε να ονομαστεί δημοκρατία της συγκίνησης. Αυτή η τροπικότητα εγκαθιστά ως αυτονόητη την έκθεση σε ένα εποπτικό σύστημα το οποίο έχει εισάγει την περιληπτικότητα διά της θυμικής εκφοράς και ενθαρρύνει την ανεξαρτήτως δέκτη γνωμοδότηση. Ας διασκεδάσουμε λοιπόν τη δημοκρατία της συγκίνησης, μένοντας όμως σε διαρκή εγρήγορση και δίχως να παραδινόμαστε σε παρηγορητικές αυταπάτες.
Η Ευαγγελία Λεδάκη είναι ανθρωπολόγος και επιμελήτρια εκθέσεων
ART-ATHINA 2014 www.art-athina.gr
4 Θεσμοθετημένη το 1993 από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αιθουσών Τέχνης, η Art-Athina είναι σήμερα μία από τις μακροβιότερες εκθέσεις Σύγχρονης Τέχνης στην Ευρώπη και το μεγαλύτερο ετήσιο εικαστικό γεγονός στην Ελλάδα. Η 19η Art-Athina - Διεθνής Συνάντηση Σύγχρονης Τέχνης δίνει δυναμικά το παρών από τις 15 ώς τις 18 Μαΐου στο Κλειστό Π. Φαλήρου (Γήπεδο TaeKwonDo). Στο περίπτερο Ρ7 παρουσιάζεται το έργο της Χριστίνας Σγουρομύτη, Sequences/Σεκάνς. Μια τυπική γκονταρική σκηνή, ένα ντοκουμέντο από διαδήλωση στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘60: ο ζωγραφιΧριστίνα Σγουρομύτη, Sacrifice-Θυσία, 2014 κός καμβάς παίρνει τη θέση της οθόνης, σαν ένα άνοιγμα που συγκρατεί φευγαλέες ματιές μιας άλλης πραγματικότητας. Η μετάβαση των μέσων συγχρονίζει τις ιστορικότητες, ενώ διατηρεί την αρχική σημασιοδότηση των γεγονότων. Τα έργα εντάσσονται σε μια ευρύτερη σειρά που διερευνά τις διαμεσολαβημένες χρήσεις αρχειακού υλικού, όπου η ιστορικότητα των παραστάσεων προκύπτει από την έμφαση στο μέσο. Κ.Β.