Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 601
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Ο Levinas
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ Ο Levinas και η ηθική της ετερότητας ΣΕΛ.1
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ Δοκιμασίες προσώπων ΣΕΛ. 2
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ Σύνδρομο Fregoli ΣΕΛ. 3
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΛΙΟΣ Η θεωρία των «μεγάλων κυμάτων» ΣΕΛ. 4
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΠΟΥΛΟΣ Η Οδύσσεια ενός αμετανόητου κομμουνιστή ΣΕΛ. 5
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ «Αξιολογητές» νέων «αναγνώσεων» ΣΕΛ. 6
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ Διασπορικές διαδρομές ΣΕΛ. 7
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ Φύλλα στον καιρό ΣΕΛ. 7
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΕΔΕΛΚΟΠΟΥΛΟΣ Ο νεοφονταμενταλισμός ΣΕΛ. 8 Τα έργα του τεύχους από την ομαδική έκθεση «PRE-TEXT, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα. Μέχρι τις 21 Ιουνίου 2014.
και η ηθική της ετερότητας ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, «Η ανταποδοτική ποινή ανάμεσα στην ηθική της ετερότητας και στην επιταγή της κυριαρχίας», στον συλλογικό τόμο Κυριαρχία, Ετερότητα, Δικαιώματα, εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2013 Ας μου επιτραπεί να στηρίξω τη συνηγορία μου στις θέσεις τις οποίες ο Χάρης Παπαχαραλάμπους διατυπώνει στο υπό συζήτηση κείμενό του, σχετικά με τις φιλοσοφικές ευαισθήσεις και τα ηθικά προτάγματα του Emmanouel Levinas σε δύο αποφάνσεις του ίδιου του φιλοσόφου. ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
Η πρώτη απόφανση ομολογείται από τον Jacques Derrida. Σύμφωνα με την ομολογία αυτή, ο Levinas επιχειρεί να προσδιορίσει τους όρους και τα όρια της ενασχόλησής του με την ηθική φιλοσοφία εν γένει. Λέγει προς τον Derrida: «Ξέρετε, μιλούν συχνά για ηθική, προκειμένου να περιγράψουν αυτό που κάνω· ωστόσο, αυτό που με ενδιαφέρει σε τελική ανάλυση δεν είναι η ηθική, δεν είναι μόνο η ηθική, αλλά το άγιο, η αγιότητα του αγίου». Ο Derrida ερμηνεύει τη λεβινασική απόφανση δίδοντας έμφαση στην ετερότητα ως θεμελίου της αγιότητας, την οποία υπαινίσσεται ο Levinas. Η ετερότητα επιβάλλει, κατά την αντίληψη του Levinas, την αγιότητα του Άλλου ως προσώπου, οπότε ο Άλλος τίθεται στο κέντρο της ηθικής βλέψης. Αλλά της ηθικής πέραν της ηθικής, όπως επισημαίνει ο Derrida. Το πέραν της ηθικής σημαίνει κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο για οποιαδήποτε ηθική κρίση. Σημαίνει πρωτίστως τη φανέρωση του άλλου ανθρώπου στη θέα μας, και η διατήρησή του εκεί. Αυτή η φανέρωση ως οφειλή προς τον Άλλον είναι που αποσπά την ηθική από τη θεολογία της και την κατευθύνει προς τον πλέον αυθεντικό προορισμό της που είναι η υπευθυνότητα και η δικαιοσύνη. Διότι δεν αρκεί ο Άλλος να είναι το αντικείμενο του στοχασμού μας, κοινωνικο-πολιτικά και/ ή πολιτισμικά. Δεν αρκεί ο Άλλος να απασχολεί τη σκέψη μας, κατά το κλασσικό ουμανιστικό υπόδειγμα. Ο Άλλος πρέπει να φανερωθεί και να κρατηθεί στη θέα ως απόλυτη προτεραιότητα του δικού μας είναι, κατά τρόπον ώστε το ερώτημα περί του Άλλου να προσδίδει νόημα και σημασία στη συνομιλία με τον εαυτό μας. Οφείλουμε, δηλαδή, να μεταστοχαζόμαστε, και βέβαια να αναστοχαζόμαστε ταυτοχρόνως, τη σχέση μας με τον Άλλον ως σχέση με τον εαυτό μας, και πάντοτε να βρισκόμαστε καθ’ οδόν προς τον Άλλο, προκειμένου να τον φανερώσουμε· και συγχρόνως να φανερωθούμε μέσα στο πεπρωμένο που μας επιβάλλει η αναγκαία οδοιπορία μας στον κόσμο, στην κοινωνία, στον πολιτιστικό μας περίγυρο. Κατά συνέπεια, η φανέρωση του Άλλου και η αυτοφανέρωση συγκροτούν τους αναγκαίους όρους τους οποίους ο Levinas θέτει εξ αρχής: «πρέπει να είμαστε» και «πρέπει να πράττουμε». «Η φανέρωση του Άλλου Ανθρώπου», αποφαίνεται ο Levinas, «είναι ipso facto η ευθύνη μου απέναντί του. Βλέπω τον άλλον άνθρωπο σημαίνει ότι είμαι ήδη υποχρεωμένος απέναντί του. Η άμεση θέαση -χωρίς τη μεσολάβηση καμιάς ιδέας- πραγματώνεται μόνον ως ηθική». Εδώ, μια δι-
ευκρίνιση είναι κατά την αντίληψή μου ουσιώδης. Όταν ο Levinas ομιλεί περί ευθύνης απέναντι στον άλλον άνθρωπο, κατ’ ουσίαν ομιλεί περί υπευθυνότητας και όχι περί ευθύνης με την τρέχουσα σημασία, την οποία συναντούμε στους χώρους και στα πεδία της κανονιστικής ηθικής. Η κανονιστική ηθική, στον βαθμό που διέπει τις εκάστοτε ανθρώπινες πράξεις και άρα περιλαμβάνεται στα δικαιικά συστήματα, στους θεσμισμένους νόμους και εν γένει στο θεσμισμένο δίκαιο, διόλου δεν μπορεί να φανερώσει και να κρατήσει στη θέα τον άλλον άνθρωπο ως υποχρέωση οντολογική και ως φανέρωση εαυτού. Όπως πολύ ορθά διατείνεται ο Χάρης Παπαχαραλάμπους: «το όλο ζήτημα με τον Levinas είναι η δομική για τη θεώρησή του αδυναμία ευχερούς προσφυγής στον λόγο της ‘εφαρμοσμένης ηθικής’, καθώς αυτό θα υπαινισσόταν μια συνέχεια θεωρίας και πράξης γνωστή μεν στη συστηματική θεωρησιακή σκέψη, ξένη όμως στη ασυνεχή-υπερβατική σκέψη του Levinas». Άρα, πρόκειται περί αδυναμίας της θεσμοθετημένης αρχής (ή αρχών) να συλλάβει τη λεβινασική υπερβατική σύλληψη της υπευθυνότητας αΑλέξανδρος Παπαθανασίου, Intention, 2012, Φύλλο καουτσούκ, ξύλινη βάση, σφυρί, 120 x 30 x 65 εκ.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24
Η ΑΥΓΗ • 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
πέναντι στον Άλλον Άνθρωπο και εξαιτίας αυτού, δεν μπορεί παρά να εισβάλλει κάθε φορά μέσα στην υπευθυνότητα με την αξίωση της κανονιστικής ηθικής, ήτοι της ευθύνης. Αντίθετα, κατά τον Levinas, η υπευθυνότητα κατευθύνεται προς «αυτό που δεν είναι πράξη μου ή γι’ αυτό που ούτε καν με αφορά». Κατά συνέπεια, το πρόταγμα του Levinas «πρέπει να είμαστε» και «πρέπει να πράττουμε» δεν μπορεί να νοείται μέσα στο πλαίσιο της «εφαρμοσμένης ηθικής» ή της αιτιακής σύναψης θεωρίας και πράξης, αλλά αντίθετα πρέπει να νοείται πέραν της ηθικής ευθύνης και πέραν της συνέχειας την οποία επιβάλλει η γραμμική σχέση αιτίου και αιτιατού. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η υπερβατικότητα της υπευθυνότητάς τού είναι μέσα στην αυθεντική δεξίωση του άλλου ως προσώπου, δεν αποσπάται από την εγκοσμιότητά της, αλλά αντίθετα, όπως θα έλεγε ο Levinas, «παραμένει αντίστοιχα με εκείνον που τη δεξιώνεται· παραμένει εγκόσμια». Γι’ αυτό ακριβώς, άλλωστε, οποιαδήποτε διϋποκειμενική σχέση μέσα στον χώρο της υπευθυνότητας του ατομικού εγώ, δεν διεκδικεί την αμοιβαιότητα: «είμαι υπεύθυνος για τον άλλον άνθρωπο χωρίς να περιμένω αμοιβαιότητα», θα πει ο Levinas. Η δεύτερη απόφανση του Levinas, την οποία επιθυμώ να τονίσω σχετικά με την προβληματική του υπό συζήτηση κειμένου, έχει ήδη υποδειχθεί. Η υπευθυνότητα προς τον άλλον άνθρωπο είναι η υπευθυνότητα εκείνη «γι’ αυτό που δεν είναι η πράξη μου ή γι’ αυτό που ούτε καν με αφορά». Ο Levinas διευκρινίζει πλήρως τη θέση του γράφοντος: «ο άλλος δεν είναι απλώς κοντά μου μέσα στον χώρο ή κοντά μου ως γονιός, αλλά με προσεγγίζει ουσιαστικά στον βαθμό που εγώ αισθάνομαι τον εαυτό μου, στον βαθμό που εγώ είμαι υπεύθυνος γι’ αυτόν». Η υπευθυνότητα, λοιπόν, γι’ αυτό που ούτε καν με αφορά, είναι εκείνο που με αυτοπροσδιορίζει και με συγκροτεί ως αυτόνομη ύπαρξη. Και το σημαντικότερο, η υπευθυνότητα απέναντι σ’ αυτό που ούτε καν με αφορά είναι η essentia της δικαιοσύνης ως δεξίωσης άνευ όρων του άλλου, διότι μέσα από την άνευ όρων δεξίωση δέχομαι κάτι από τον Άλλον Άνθρωπο, και αυτό το κάτι είναι πέρα από τις ικανότητες του ατομικού μου Εγώ. Ο Levinas είναι κατηγορηματικός: «η υπευθυνότητα», αποφαίνεται, «εξαιτείται τη δικαιοσύνη». Και σπεύδει να προσθέσει: «η δικαιοσύνη παραμένει δικαιοσύνη μόνο μέσα σε μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ εκείνων που βρίσκονται πλησίον και εκείνων που κείνται μακράν, αλλά μέσα στην οποία παραμένει επίσης η αδυνατότητα της αγνόησης του περισσότερο πλησίον». Η δικαιοσύνη θα ήταν αδιανόητη χωρίς την πρωταρχική της αντίφαση και ασυμμετρία. Και αυτή η πρωταρχική αντίφαση και ασυμμετρία είναι που καθιστά τη δικαιοσύνη αναγώγιμη μόνο στο άπειρο, ως υπόσχεση απείρου, ως οντολογικά μη αποδομήσιμη ουσία, σε πλήρη αντίθεση με το δίκαιο, το οποίο είναι ασφαλώς αποδομήσιμο, για να δανειστώ την ορολογία του Jacques Derrida. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι απολύτως ορθή η κρίση του Χάρη Παπαχαραλάμπους, σύμφωνα με την οποία «για τον Levinas το θετικό δίκαιο είναι θεμελιωδώς μη -δικαιοσύνη. Η σύγχρονη προϊούσα «εκνομίκευση» του πολιτικού και κοινωνικού στοιχείου παράγει απλώς την ιδεολογία του δικαιικού ολοκληρωτισμού, μια νέα δηλαδή ολοποίηση». Επιχείρησα, με ανάρμοστη ίσως συντομία, να εντοπίσω ορισμένους πυρήνες της λεβινασικής εναίσθησης για την ηθική φιλοσοφία, για τη δεξίωση της ετερότητας, για την υπευθυνότητα του ατομικού εγώ και για το μείζον ζήτημα της δικαιοσύνης ενάντια πιθανώς στο δίκαιο. Είμαι βέβαιος ότι η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του υπό συζήτηση κειμένου θα λειτουργήσει ως έναυσμα ενός διαλόγου, ο οποίος δυστυχώς βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.
Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας
Δοκιμασίες προσώπων και δόκιμη γραφή ΗΡΩ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Ελληνιστί: ο γρίφος (Σχέσεις αίματος), Εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 174 Πρόκειται για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της. Προηγήθηκε η Ομελέτα με μανιτάρια, από τις εκδόσεις Νεφέλη, το 2007, η οποία απέσπασε θετικές κρίσεις. Η συγγραφέας, εκτιμώντας ότι, όντως η έσχατη αξία είναι η πραγματικότητα, ενώ ο ρεαλισμός αποτελεί παραφθορά της, όπως προσφυώς όρισε ο Ουάλλας Στήβενς, χειρίζεται τη διηγητική ύλη με σύνεση και τακτ, χωρίς να ξεφεύγει από τα προκαθορισμένα υφολογικά μέτρα της. Αποτέλεσμα: τα πρόσωπα και τα πράγματα δεν ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, οι θεματικές ισορροπίες τηρούνται στο ακέραιο, το δε πρωταρχικό σχέδιο δεν εκφυλίζεται σε ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
πανηγύρι εξαντλητικών και ανούσιων εν τέλει περιγραφών, ούτε σε ακραίες αναπλάσεις ψευδοεμπειριών, όπως συμβαίνει, ως γνωστόν, κατά κόρον δυστυχώς σε άλλες περιπτώσεις. Οι αρχετυπικοί μάλιστα χαρακτήρες της καθημερινότητας διακρίνονται τόσο για την ακριβόλογη αμεσότητα των ηθών τους, όσο και για την ειδικότερη ψυχοπνευματική τους πειστικότητα. Τα συμπλέγματα, οι φοβίες, οι νευρώσεις, οι καταθλιπτικές εμμονές, τα αίτια και τα αιτιατά των κατά συνθήκη ψευδών τους αναδύονται με απλότητα και σαφήνεια στο κειμενικό φως. Οι εσωτερικές τριβές των φορέων της συγκινησιακής δράσης και όσων τους αντιστρατεύονται ή, αντιθέτως, συμπλέουν μαζί τους διερμηνεύονται κατά κανόνα με αναλυτική δεξιότητα, αλλά και υ-
ποδειγματική νηφαλιότητα. Η Ηρώ Νικοπούλου σέβεται τις λεπτομέρειες των εσωτερικών και εξωτερικών τοπίων, παραμένοντας πιστή στο συγγραφικό της όρκο. Δεν απορρίπτει δηλαδή εκ των προτέρων το δήθεν μηδαμινό στοιχείο του χώρου ή τη δήθεν αδιάφορη πτυχή της συγκεκριμένης αντίδρασης σε κάποιο ερέθισμα. Τα υποκείμενα των παθών, π.χ. η σαλεμένη μητέρα, η οποία περιμένει επί δεκαετίες τον άφαντο γιο της, δεν είναι απαραιτήτως φυτεμένα μόνο στο νεοελληνικό μας διάκοσμο. Θα μπορούσαν να ήταν μέλη και άλλων γειτονικών ή και απόμακρων λαών. (Βλ. ενδεικτικά για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής το εισαγωγικό κομμάτι, το οποίο έδωσε τον τίτλο του στο βιβλίο). Το ίδιο θα μπορούσα να ισχυριστώ για τη δραματική εγκατάλειψη εστιών και ό, τι λίγο πριν τις συνείχε εκ του ασφαλούς, όπως φέρ΄ ειπείν διεξάγεται στο κινηματογραφικό διήγημα με τίτλο «Ο καναπές», αλλά και για τα όσα εκθέτει ή υπαινίσσεται η εμφανώς διαταραγμένη εγκεφαλικά ηρωίδα της «Αλληλογραφίας». Διαπιστώνω, κοντολογίς, ότι η συνειδητά αφαιρετική γραφή και η ελλειπτική αναπαράσταση των καθεκάστων συμβάλλει αποφασιστικά στην τεκμηρίωση συμπεριφορών καθολικότερων ανθρωπίνων τύπων. Οι απόκληροι της ζωής, οι περιθωριακοί, οι ανίατοι ασθενείς της κοινωνικής κυψέλης, οι δύσμοιροι της διπλανής πόρτας, οι άστοργοι γονείς, οι παρανοϊκοί ληξίαρχοι, αυτά τα ρετάλια της συλλογικής προόδου, συνιστούν άλλωστε μια ολόκληρη φυλή: συγκαταλέγονται στα ινδάλματα της δημιουργικής γραφής, τα οποία προσεγγίζει με αυτοπεποίθηση και ομολογούμενη ετοιμότητα και η Ηρώ Νικοπούλου.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
Η ΑΥΓΗ • 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
Το τίμημα να είσαι ένας άλλος ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ, Σύνδρομο Fregoli, Eκδόσεις Καλέντης, σελ.304 «Εγκοπή, πλαίσιο, κορνίζα στην κορνίζα Στον υπόγειο σταθμό σ’ εκείνη την αλλόκοτη ταύτιση Του δισυπόστατου μεταμφιεσμένου στην άβυσσο Του να είμαι και να μην είμαι στο εχθρικό μου Ανοίκειο είδωλο που αποφυλακισμένο και αδυσώπητο Φθέγγεται κι αποκαλύπτει στον κόσμο τις κρυφές πράξεις μου της Άλλης». Στο κεφάλαιο για τις παραληρηματικές ψευδοαναγνωρίσεις, ο καθηγητής Ψυχιατρικής Νικηφόρος Αγγελόπουλος μιλάει για έναν βασικό ψυχοπαθολογικό μηχανισμό, ο οποίος συνίσταται στη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου λανθασμένων πίστεων, προσδοκιών και αντιλήψεων. Οι προσδοκίες που τρέφει ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να επιδράσουν στις αντιληπτικές διεργασίες του. Επιπλέον «οι παραληρηματικές ψευδοαναγνώσεις περιλαμβάνουν ποικίλες διαταραχές με κοινό χαρακτηριστικό ότι ο ασθενής δεν αναγνωρίζει την ταυτότητα και μοναδικότητα των αντικειμένων, του χώρου, των προσώπων ή του εαυτού του (...). Σ’ αυτά τα σύνδρομα περιλαμβάνονται το σύνδρομο Capgras, το σύνδρομο Fregoli δηλαδή η διαμεταμόρφωση ή καλύτερα ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΙΣΤΗΝΟΥ
αλληλομεταμόρφωση (intermetaporphosis) και μεικτές καταστάσεις. Και αν αυτός είναι ένας τυπικός, αλλά συνάμα συναρπαστικός ορισμός του συνδρόμου, γιατί συνάπτεται με το φιλοσοφικό ζήτημα της ταυτότητας που απειλείται από τη διαίρεση, τον κατακερματισμό ή τη διάλυση του εγώ, ο Μανόλης Πρατικάκης δεν στέργει να τον εκλογοτεχνίσει, να τον μεταποιήσει δηλαδή σε μια μηχανιστικά μυθοπλαστική εκδοχή του. Ο κίνδυνος εδώ θα ήταν να αναμείξει δύο διαφορετικά συστήματα που διαθέτουν το οικείο τους ιδίωμα, παράγοντας έτσι ένα υβριδικό σκεύασμα, όπως διατείνονταν οι παλιότερες θεωρίες της λογοτεχνίας, όσες τουλάχιστον ακολουθούσαν το δόγμα της ειδολογικής καθαρότητας και αυτοδυναμίας. Ο Πρατικάκης, αντίθετα, μένει στο πνεύμα της ανεξιθρησκίας και του ριζοσπαστισμού που καλλιέργησε η μοντερνιστική ελίτ του περασμένου αιώνα και δεν λογοδοτεί απέναντι στην παράδοση αυτή, όχι τόσο από μια διάθεση αίρεσης όσο γιατί το υπαγορεύει η ανάγκη της θεματολογίας του. Η πίεση να δώσει λογοτεχνική μορφή σ’ ένα πραγματολογικό και ψυχιατρικό υλικό, όπως αυτό που συμπυκνώνεται στην έννοια των «ομοιοτύπων», των μιμητικών δηλαδή εταίρων απαιτεί ένα είδος αντισυμβατικής μεθόδου, όταν μάλιστα δεν θέλει κανείς να μένει στην επανάληψη και τον μηρυκασμό. Άρα η διακριτική απόσταση από κανόνες και προϋποθέσεις του κλασικού roman, όπως οι ήρωες που συμβολίζουν χαρακτήρες, οι κομπάρσοι που λιπαίνουν καταχρηστικά την πλοκή, η έννοια του γραμμικού χρόνου που κάνει ευανάγνωστο και λογικοφανή τον μύθο, ήταν για έναν νεωτερικό συγγραφέα, όπως ο Πρατικάκης μία αυτονόητη πρόκληση. Έτσι, χωρίς ούτε στιγμή να καταστρατηγεί τη μυθοπλαστική του βούληση και να την χρεώνει στην αναγκαιότητα μιας άτεγκτης ψυχιατρικής περιγραφής, παρακολουθεί τις ψυχικές κυμάνσεις της ηρωίδας του, μέσα από μια ανακόλουθη, αποσπασματική και παλινδρομική κίνηση: οι υποτροπές της νόσου απαιτούν μια υποτροπή της γραφής μια μετάπτωση από τη στιβαρότητα στη χαλαρότητα ή την παραλυσία. Από την άλλη, το παραλήρημα ή το άγχος κινητοποιούν μια ασθματική τροπή του λόγου, ενώ το βάθος και το εύρος της αφηγηματικής απεικόνισης εμπλουτίζονται από τις αντικανονικές παρεμβάσεις του συγγραφέα, τα σχόλια και τις αναφορές του. «Δεν ξέρω τελικά αν η υπόθεση της Κ. προσφέρεται για μια ψυχοκοινωνιολογική μελέτη ή για κάποια εκτεταμένη λογοτεχνική νουβέλα από τον τυχόντα επίδοξο συγγραφέα. Αν αποτελέσει το υλικό για μια πραγματεία επιστημονική ή δοκιμιακή πάνω στο σύνδρομο του σωσία ή μια εκ βα-
θέων ανάλυση πάνω στο πρόβλημα των «ομοιοτύπων» στο πλαίσιο της ρευστότητας των ταυτοτήτων του ανθρώπου της νεωτερικότητας. Ή μήπως τίποτα απ’ όλα αυτά και απλώς μπορεί να γίνει μια ειδολογική μείξη απ’ όλα τα παραπάνω, όχι προς χάριν του μοντερνισμού αλλά λόγω της ειδικής φύσης του υλικού; Οψόμεθα» (σελ. 200). Ο εξωκειμενικός σχολιασμός που διακόπτει αυθαίρετα και ανηδονικά την αφηγηματική ροή, δεν εκφράζει απλώς ένα μοντερνιστικό τέχνασμα, τόσο κοινότοπο εξάλλου στην εποχή της ανορθόδοξης χρήσης των εκφραστικών μέσων, όσο τη συνείδηση ή την αυτογνωσία του συγγράφειν στα πλαίσια της διακειμενικότητας και του pastiche, δηλαδή μιας μορφή ειρωνείας και υπόσκαψης της ψευδαισθητικής μυθοπλασίας. Συνάμα ο Πρατικάκης γνωρίζει καλά πως έχει να τιθασεύσει ένα ρευστό από τη φύση του υλικό, να δώσει μορφή σε μια περίπτωση ψυχικής διαταραχής, ανθρωπολογικής ή οντολογικής γενεαλογίας όμως, η οποία συνίσταται με άλλα λόγια στη μετατροπή του ταυτόν σε έτερον και τούμπαλιν. Στη λογοτεχνική παράδοση Ο σωσίας του Ντοστογέφσκι είναι ένα παράδειγμα απαράμιλλης ψυχολογικής εμβάθυνσης και μυθοπλαστικής επεξεργασίας, με τους τρόπους ή τα μέσα όμως του κλασικού ρομάντσου. Ο Πρατικάκης, ωστόσο, δεν πτοείται από τον προγονικό του αντίπαλο και από τον φόβο να πέσει θύμα ενός μιμητικού εταίρου. Η παγίδα της αναπαραγωγής ενός προτύπου διασκεδάζεται από τη χρήση της νεωτερικής γραφής που ξέρει να αναχωνεύει ετερόκλητα στοιχεία σε μια επιχειρούμενη οργανική ενότητα. Εξάλλου αυτό δεν είναι που υπαγορεύει ρητά η θεματολογία του; Να μιλήσει δηλαδή για κάτι που αδιάλειπτα μεταμορφώνεται, διαφοροποιείται και επιστρέφει στον εαυτό του; Με εφαλτήριο τη διάγνωση αυτή ο συγγραφέας του Fregoli συνδυάζει (χωρίς να συμφύρει) την ποίηση με την πεζογραφία, το δοκίμιο με την επιστημονική ορθολογικότητα, την πραγματογνωσία με την αλληγορία κ.λπ. Έτσι το «μυθιστόρημα» αρχίζει με εικόνες ποιητικής αίγλης και εκστατικής αποκάλυψης που απηχούν σκηνές από τη χειμαζόμενη γραφή του συγγραφέα του Γάμου ή του Γιατρού Ινεότη. «Φανερώθηκε και υπάρχει, μοχθηρή μίμηση και αντιγραφή, εκεί που νόμιζε πως είναι ανεπανάληπτη και συνεπώς μοναδική... Ανεπανάληπτη και αταυτοποίητη με μια ξεχωριστή μορφή» (17). Και συμπληρώνει: «Τα ακόμη αόρατα και ασύλληπτα και αμοντάριστα μέλη του μέλλοντος που μέλλει να ενωθούν, εκείνοι οι άπειροι μαγικοί σπόροι που θα βλαστήσουν γεννώντας το εσώτατο συναισθηματικό δάσος» (21). Στο προφητικό άγγελμα όχι ενός δαιμονικού κόσμου όπως του Χειμωνά, αλλά της γενικής νόσου (που έχει ψυχιατρικά
μεν αίτια αλλά συμβολικά συμπεράσματα) η γλώσσα του Πρατικάκη θα προσθέσει την ποιητικότητά της με συνηχήσεις του τύπου «μέλλοντος», «μέλη» «μέλλει» και την παρατακτική χρήση του συνδέσμου «και». Στο ίδιο κλίμα της στιλιστικής ευφορίας και ποικιλότητας, εγγράφονται επίσης και οι μεταπτώσεις από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τη μορφή μάλιστα ενός εσωτερικού μονολόγου που απηχεί και διηθεί μνήμες από τον Οδυσσέα του Τζόις. «Αναπόφευκτη ιδιότητα του ορατού. Τουλάχιστον αν όχι και κάτι περισσότερο. Όσα σκέφτηκα δια μέσου των ματιών μου. Υπογραφές όλων όσων κλήθηκα εδώ για να αναγνώσω, αυγά ψαριών και φύκια που φέρνει το κύμα, η παλίρροια που ανεβαίνει, αυτό το σάπιο παπούτσι. Μυξοπράσινο, ασημογάλανο, σκουριασμένο. Χρωματικές ενδείξεις. Ορια του διαφανούς» (Τζ. Τζόις, Οδυσσέας, Κέδρος, σελ. 61). Και ο Πρατικάκης: «Εγκοπή, πλαίσιο, κορνίζα στην κορνίζα Στον υπόγειο σταθμό σ’ εκείνη την αλλόκοτη ταύτιση Του δισυπόστατου μεταμφιεσμένου στην άβυσσο Του να είμαι και να μην είμαι στο εχθρικό μου Ανοίκειο είδωλο που αποφυλακισμένο και αδυσώπητο Φθέγγεται κι αποκαλύπτει στον κόσμο. Πέρα από τον απόηχο αυτό που μπορεί να εκληφθεί και ως μίμηση, υπαινιγμός, επιστράτευση επιχειρημάτων από το κειμενικό οπλοστάσιο, ή ακόμη και εσωτερικευμένη προγονική αρχή κατά την έννοια που καθιέρωσε ο Χ. Μπλουμ, το Σύνδρομο Fregoli του Πρατικάκη έχει την αρετή μιας μυθοπλαστικής αυταξίας. Ό,τι επικαλείται από το λογοτεχνικό ντεπό και τα τεχνάσματά του, είναι για να εκμαιεύσει τους μηχανισμούς (προβολή, ταύτιση με τον επιτιθέμενο) μιας ψυχικής διαταραχής που στο συμβολικό επίπεδο εξισώνεται με την ανθρώπινη αλλοτρίωση. Βαθιά διχασμένο το εγώ, από τη φυλλογενετική του κιόλας φύτρα, βάζει τον άνθρωπο στην τροχιά αλλεπάλληλων ταυτίσεων, ενοτήτων και αποσκιρτήσεων, σε μια σχέση φιλότητας και νείκους ad infinitum. Όπως μάλιστα σημειώνει ο Ρ. Ζιράρ, η αρχέγονη έννοια των μιμητικών εταίρων, απ’ όπου θα προκύψει ατόφιος ο σωσίας είναι εγγεγραμμένη στη γαλλική γλώσσα: οι ανταγωνιστές, con-currents είναι οι συντρέχοντες. Οι αντίπαλοι, riv-aux, είναι οι παρόχθιοι, riverains, εκείνοι που βρίσκονται σε συμμετρικές θέσεις πάνω στις δύο όχθες του ίδιου ποταμού. Στην ελληνική γλώσσα ο σωσίας αντίγραφο βρήκε στη γραφή του Μ. Πρατικάκη το ακριβές πρωτότυπό του.
Ο Γιώργος Αριστηνός είναι συγγραφέας
26
Η ΑΥΓΗ • 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Η θεωρία των «μεγάλων κυμάτων» ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Μεγάλοι κύκλοι της καπιταλιστικής οικονομίας και κυρίαρχα ρεύματα του αστικού φιλελευθερισμού, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 311 Το νέο βιβλίο του Κυριάκου Κατσαρού αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή στη συζήτηση κυρίως ανάμεσα σε μαρξιστές, για το χαρακτήρα της κρίσης του συστήματος και στην αναζήτηση αριστερής εναλλακτικής στρατηγικής εξόδου από αυτήν. Το βιβλίο του Κυριάκου Κατσαρού έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Είναι κατ’ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ
αρχήν βιβλίο πολιτικής οικονομίας, βιβλίο ιστορίας οικονομικών θεωριών, βιβλίο κριτικής των φιλελεύθερων ρευμάτων σκέψης της αστικής πολιτικής οικονομίας και τέλος βιβλίο μαρξιστικής μεθοδολογίας στην ανάλυση σχέσεων οικονομίας και πολιτικής. Η πρωτοτυπία του συνίσταται στο ότι εξετάζει τη σύγχρονη καπιταλιστική κρίση στα πλαίσια της θεωρίας των «μακρών κυμάτων» ή των «μεγάλων κύκλων» που διατύπωσε ο ρώσος οικονομολόγος Νικολάι Κοντράτιεφ (N. Kondratieff, «Long Waves», 1926) και έκτοτε ακολούθησαν αρκετές μελέτες από ερευνητές μαρξιστικής κυρίως κατεύθυνσης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σε διάκριση με την κλασσική θεωρία των κυκλικών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής που ανέλυσε ο Μαρξ και των επί μέρους κλαδικών κρίσεων (χρηματιστηριακές, ενέργειας, κ.ά.), η θεωρία των «μεγάλων κυμάτων», εξετάζει εκείνες τις κρίσεις που έχουν καθολικότερο χαρακτήρα, μεγαλύτερο βάθος και διάρκεια και αγκαλιάζουν τη βάση όσο και το εποικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας «οι διαδικασίες αναπαραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου, αποτελούν το μηχανισμό κίνησης και λειτουργίας των «μακρών κυμάτων». Συγχρόνως υποκειμενικά στοιχεία, όπως ο βαθμός ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και η έκβαση της ταξικής πάλης, η ισχύς και η ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης, οι διεθνείς ανταγωνισμοί και η παρεμβατική ικανότητα των κρατικών οντοτήτων, επηρεάζουν σωρευτικά τον καθορισμό του χαρακτήρα των διαφόρων φάσεων του κύκλου και πολλαπλασιάζουν τη δυναμική της επίδρασής τους στις μεταβατικές περιόδους περάσματος από την άνθηση στην αποτελμάτωση και το αντίστροφο. Επομένως οι μακροχρόνιες οικονομικές διακυμάνσεις οφείλονται στη συγκρότηση ενός πλέγματος διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων του συστήματος». (σελ. 53) Κατά τον συγγραφέα στην εξέλιξη του καπιταλισμού έχουν υπάρξει ώς σήμερα πέντε τέτοια «μεγάλα κύματα» τα οποία περιέχουν περιόδους άνθισης και αντίστοιχες περιόδους κρίσης συνολικής διάρκειας 40-50 ετών. Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στην περίοδο 1790-1845 και η άνθισή του συνέπεσε με τη μεγάλη βιομηχανική επανάσταση, ενώ η κρίση κυρίως με την πείνα του 1840. Το δεύτερο κύμα 1845-1895 και η άνθισή
του με τη Βικτωριανή ανάκαμψη, ενώ η κρίση με τη μεγάλη ύφεση στο τέλος του 19ου αιώνα. Το τρίτο κύμα 1895-1940 όπου η άνθιση συνδέθηκε με τη λεγόμενη belle époque, ενώ η κρίση με το κραχ του 1929. Το τέταρτο κύμα το 1940-1990 η άνθισή του συνδέθηκε με το χρυσό αιώνα της συσσώρευσης και η κρίση με τη λεγόμενη σιωπηρή κρίση της δεκαετίας του ‘70-’90. Τέλος το πέμπτο κύμα, από το 1990 ώς τις μέρες μας, η άνθιση συνδέθηκε με την επανάσταση της πληροφορικής και η κρίση με αυτήν που βιώνουμε από το 2008 με διαφορετική ένταση σε κάθε χώρα. Η κάθε φάση του «κύματος» δέχεται επιδράσεις του εποικοδομήματος (κρατικές πολιτικές), ενώ υπάρχει στενή συσχέτιση στη διαμόρφωση της κοινωνικοπολιτικής ζωής. Μια σημαντική αρετή του βιβλίου είναι ότι εξετάζει τις κυριότερες φάσεις γέννησης, ανάπτυξης, εξέλιξης του καπιταλισμού σε σχέση με το ρόλο του κράτους (μερκαντιλισμός, ελεύθερος ανταγωνισμός, μονοπωλιακός καπιταλισμός, κρατικο-μονοπωλιακή παρέμβαση, νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αστικών οικονομικών θεωριών (κλασικοί αστοί οικονομολόγοι, νεοκλασικοί, φιλελεύθεροι, κεϋνσιανοί, νεοκεϋνσιανοί, νεοφιλελεύθεροι, κ.ά.). Μέσα από την κριτική θεώρηση των αντιλήψεων τους, αναδεικνύονται οι ανεπάρκειες και οι αντιφάσεις, καθώς και ο απολογητικός χαρακτήρας των θερωριών στην προσπάθεια να εμφανίσουν το καπιταλιστικό σύστημα ως αιώνιο και αναντικατάστατο. Ειδικότερα στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αναλύονται οι κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης του έθνους-κράτους, καθώς και η θεωρία των «μακρών κυμάτων» στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στο δεύτερο μέρος γίνεται κριτική εξέταση των φιλελεύθερων ιδεολογικών ρευμάτων (18ος ώς τα μέσα 19ου αιώνα) και η παγίωση του καπιταλισμού στο παγκόσμιο στερέωμα. Σε συνέχεια εξετάζονται οι νεοκλασικές αντιλήψεις (μέσα 19ου ώς τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και η υπέρβαση των νεοκλασικών μο-
ντέλων από τη λεγόμενη «Κεϋνσιανή επανάσταση». Τέλος αναλύεται η χρεοκοπία του Κεϋνσιανισμού και η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού ως μοντέλου διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας και των νέων αντιθέσεων που γεννά, κάνοντας αναγκαία την υπέρβασή του με όρους ιστορικής προοπτικής. Το βιβλίο κλείνει με την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο στην ανάλυση των βασικών δογμάτων του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και τις συνέπειες που έχει η εφαρμογή του (τεράστιες ανισότητες στην κατανομή και ανακατανομή πλούτου, αποδιάρθρωση κοινωνικού κράτους, κατάργηση θεμελιωδών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κ.ά.) με την εν γένει στροφή του συστήματος προς την αντίδραση σε όλα τα μέτωπα. Η εφαρμογή του ν/φ-μοντέλου γίνεται όχι μόνο από τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα αλλά και από τα σοσιαλδημοκρατικά, περιορίζοντας κατά πολύ τις διαφορές που είχαν στο παρελθόν όταν κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης ήταν οι κεϋνσιανές αντιλήψεις. Καθοριστικός παράγοντας μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας ήταν και οι εξελίξεις στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Με την πάροδο του χρόνο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετατρέπονται σε καθεστωτικές δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου τόξου. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ο νεοφιλελεύθερος θεωρητικός στοχασμός θα αναβαθμιστεί «με την ανάδειξη μιας Νέας Σύνθεσης, μιας νεοκεϋνσιανής προσπάθειας πλήρους εναρμόνισης με το νεοκλασικό πρότυπο, όπου εγκολπώνει όλες τις θεμελιακές αρχές του τελευταίου, όπως το χωρισμό της κοινωνίας σε παραγωγούς και καταναλωτές και όχι σε κοινωνικές τάξεις, τον υποκειμενισμό της κοινωνικής ανάλυσης (ψυχολογικές τάσεις, προτιμήσεις), τη βαρύνουσα σημασία στο δίπολο προσφοράς-ζήτησης και τον ενστερνισμό της υπόθεσης της γενικής ισορροπίας... Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση (neoliberal compromise) θα εκφραστεί ταυτόχρονα μέσα από τη διακήρυξη της άμβλυνσης (και του τέλους), της επί ε-
νάμιση περίπου αιώνα κυρίαρχης διπολικής ιδεολογικής διαπάλης και της δοκιμασμένης τακτικής μιας διακηρυγμένα εναλλακτικής ακολουθούμενης πορείας» (σελ. 258). Σημαντική συμβολή του βιβλίου του Κ. Κατσαρού είναι η εξέταση κρίσιμων ζητημάτων της σχέσης εθνικού κράτους και διαδικασιών ολοκλήρωσης και «παγκοσμιοποίησης» των οικονομιών. Το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι συγκεκριμένες διαδικασίες δημιουργεί ένα έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο συνυπάρχουν δύο τάσεις. Από τη μια η αναδιάταξη των εθνικών ανταγωνισμών (εθνικιστικών, θρησκευτικών, πολιτιστικών) και η επαναδιαμόρφωση των συσχετισμών δύναμης και από την άλλη η όξυνση του ανταγωνισμού κεφαλαίων, πολλαπλασιάζοντας τα μέτωπα τοπικών και διεθνικών συγκρούσεων. Αυτό ισχύει και στα πλαίσια της Ε.Ε. ιδιαίτερα της ευρωζώνης, αναπαράγοντας τις αντιθέσεις «κέντρου» και «περιφέρειας» εξ αιτίας της ανισόμετρης ανάπτυξης και της απόκλισης αντί σύγκλισης των οικονομιών. Αυτή η διαδικασία όπως σημειώνει το συγγραφέας «δεν αλλοιώνει την εν γένει σχέση ‘κράτους - καπιταλιστικής οικονομίας’, απλώς μεταβάλλει τη σχέση εθνικό κράτος-εθνικής οικονομία και εθνικό κράτος-ευρωπαϊκή οικονομία προς όφελος των σχέσεων ευρωπαϊκό ‘κράτος’ - ευρωπαϊκή οικονομία και ευρωπαϊκό ‘κράτος’ - παγκόσμια οικονομία» (σελ. 273). Συμπερασματικά οι εναλλαγές των διαφόρων τύπων μειγμάτων πολιτικής του καπιταλιστικού σχηματισμού και των ιδεολογικών, οικονομικο-θεωρητικών και πολιτικών ρευμάτων που τα στηρίζουν, αντιστοιχούν στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης έτσι όπως αποκρυσταλλώνονται μέσα από τις μακρο-κυματικές ανοδικές και καθοδικές και μεταβατικές περιόδους. Από αυτήν την άποψη το φαινόμενο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία δεν πηγάζει από τη σφαίρα της πολιτικής, αλλά εγείρεται σε τελευταία ανάλυση από τις ενδογενείς αδυναμίες, ανεπάρκειες και ασυνέχειες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Με το κλείσιμο της αυλαίας του σημερινού σταδίου εξέλιξης του συστήματος στα πλαίσια του πέμπτου μακρού κύματος, ολοκληρώνεται κατά τον συγγραφέα και «η πολυετής παγκόσμια κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, τουλάχιστον όπως τη γνωρίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες και ανοίγει ο δρόμος για ένα νέο κύμα κρατικών μορφών παρέμβασης, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι είναι εφικτή η επιστροφή σε ένα μεταπολεμικό κεϋνσιανό μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης». Ο συγγραφέας χωρίς να το ομολογεί ανοικτά επισημαίνει την αναγκαιότητα της ιστορικής αντιστοίχισης ανάμεσα στις απαιτήσεις της συλλογικής διεύθυνσης των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, με την αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ήδη ιστορικά ξεπερασμένο.
Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου
Η ΑΥΓΗ • 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
5
Μια αγωνιστική σάγκα
Θοδωρής Προδρομίδης, Element For The Support Of New Structures, 2014, Μπρούτζος και βιβλία
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ, Η Οδύσσεια ενός αμετανόητου κομμουνιστή, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 439 Τα απομνημονεύματα των αγωνιστών της Εθνικής μας Αντίστασης, που σίγουρα έχουν και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στην αντιστασιακή βιβλιογραφία. Το αντίθετο μάλιστα. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, που η πρόσβαση στα εκτυπωτικά μέσα ήταν πιο εύκολη. Έχουν κυκλοφορήσει αρκετά και πιστεύω πως υπάρχουν πολλά ακόμη που παραμένουν χειρόγραφα στα συρτάρια. Ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε κι αυτά δουν το φως της δημοσιότητας... Δεν θέλει ρώτημα πως σε πολλά απ’ αυτά τα γραφτά, στα περισσότερα θα έλεγα, υπάρχει έντονο το στοιχείο της υποκειμενικότητας και της αυτοπροβολής. Με άλλα λόγια, όταν ένα γεγονός απ’ αυτά που περιγράφουν έχει θετική εξέλιξη, συνδέουν την επιτυχία του και με τον εαυτό τους. Αν όμως έχει αρνητική εξέλιξη και δυσάρεστα αποτελέσματα, προσπαθούν να φορτώσουν την αποτυχία σε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό τους. ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΠΟΥΛΟΥ
Όλα τα παραπάνω βέβαια ισχύουν γενικώς για τα «κεφάλια», δηλαδή για τα στελέχη που είχαν καίριες και υπεύθυνες θέσεις στην εποχή του αγώνα. Δεν είναι το ίδιο, όμως, με τους απλούς αγωνιστές. Αυτοί δεν έχουν να φοβηθούν για την υστεροφημία τους, που δεν αλλοιώνεται έτσι κι αλλιώς. Γι’ αυτό και ανοίγουν τις καρδιές τους διάπλατα και περιγράφουν πρόσωπα και περιστατικά με απόλυτη αντικειμενικότητα, τουλάχιστον όπως οι ίδιοι την αντιλαμβάνονται. Γι’ αυτό και όποιος καταπιάνεται με την ιστορία της ανεπανάληπτης εκείνης εποχής, θα πρέπει να τους παίρνει σοβαρά υπόψη γιατί τις περισσότερες φορές βρίσκονται πολύ κοντά στην αλήθεια.
222 Αφορμή για όλα τα παραπάνω μου έδωσε το βιβλίο - αυτοβιογραφία του παλιού μου συναγωνιστή και συντρόφου Αντώνη Πέτρουλα. Γεννημένος στο Μοναστήρι της Μάνης, έναν οικισμό δίπλα στο ιστορικό Οίτυλο, στρατεύθηκε από πολύ νέος στον αγώνα κατά του Γερμανού και του Ιταλού κατακτητή, μαζί με όλη τη μεγάλη οικογένεια των Πετρουλαίων. Και, όπως όλοι οι αγωνιστές, πλήρωσαν κι αυτοί πανάκριβα τη συμμετοχή τους. Είκοσι πέντε (25) δολοφονημένους είχε η οικογένεια από την έναρξη της τρομοκρατίας των Χιτών το 1945, έως το τέλος του εμφυλίου το 1950. Και με τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα τον Ιούλιο του 1965, στην οδό Σταδίου, τότε με τις κυβερνήσεις των αποστατών, γίνανε είκοσι έξι (26). Περιγράφοντας ο Αντώνης την προσωπική του ιστορία, αλλά και την περιπέτεια της οικογένειάς του, ανατρέχει αναγκαστικά και σε σημαντικά περιστατικά τόσο της Εθνικής μας Αντίστασης όσο και της κατοπινής περιόδου, δηλαδή της τρομοκρατίας, του εμφυλίου, αλλά και των κατοπινών «πέτρινων χρόνων» που επακολούθησαν. Μαχητής του ΕΛΑΣ, περιγράφει σημαντικά περιστατικά, όπως μάχες κατά των Γερμανών και των Ταγματασφαλιτών στην περιοχή της Λακωνίας και της Μεσσηνίας, αναφέρεται σε ηρωισμούς, αλλά και σε απαράδεκτες πρακτικές που ζημίωναν ανεπανόρθωτα τον αγώνα. Παράνομος μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, στην αρχή γύρω από τον Ταΰγετο και
στη συνέχεια στην Αθήνα, έμαθε από τις εφημερίδες τη μαζική δολοφονία επτά μελών της οικογένειας του, γυναίκες οι περισσότερες κι ανάμεσά τους η μάνα του και οι αδερφές του. Και οι φόνοι δεν σταμάτησαν εκεί, βέβαια. Αλήθεια, πώς βάστηξε! Κι ύστερα «τρόφιμος» των φυλακών για 15 ολόκληρα χρόνια. Πιάστηκε τον Ιούνιο του 1946 καταδικάστηκε σε θάνατο και ώς το 1960 γνώρισε όλες σχεδόν τις φυλακές της χώρας. Από εκεί παρακολούθησε όλη την πορεία του εμφυλίου καταπίνοντας τις πίκρες για τις ήττες του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και για τον χαμό των συγγενών του που συνεχιζόταν, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Βασίλη Πέτρουλα που πιάστηκε τραυματίας στον Χελμό από τον κυβερνητικό στρατό ύστερα από τη μάχη των Καλαβρύτων. Βγαίνοντας από τη φυλακή το 1960, προσλήφθηκε ως υπάλληλος στην «Αυγή» και δούλεψε ώς το κλείσιμό της από τη χούντα στις 21 Απριλίου 1967. Παράλληλα, ενταγμένος στο κόμμα της ΕΔΑ, δούλεψε στον συνδικαλιστικό τομέα και συγκεκριμένα στον Τομέα Τύπου και Χάρτου. Εκεί γνωριστήκαμε, αφού δουλέψαμε μαζί όλα εκείνα τα χρόνια. «Ήταν οι καλύτερες μέρες της αγωνιστικής μου καριέρας», γράφει για εκείνη την ανεπανάληπτη εποχή (σελ. 251). Χαρακτηριστική είναι η αφήγησή του για τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα, ανιψιού του, αφού ήταν ένας από εκείνους που χειρίστηκε την υπόθεση της ταφής του, δηλαδή της απόσπασης του νεκρού από τα χέρια της ασφάλειας που ή-
θελαν να τον θάψουν στα μουλωχτά, την παράδοση στην οικογένειά του και την παλλαϊκή κηδεία του... Αλλά οι δύσκολοι καιροί δεν σταμάτησαν. Στα 1967 γίνεται η δικτατορία των συνταγματαρχών και αρχίζει πάλι ένας καινούργιος, άγριος διωγμός των αγωνιστών της Αριστεράς, αλλά και κάθε δημοκρατικού πολίτη. Η «Αυγή» λεηλατείται και σφραγίζεται. Και ο Αντώνης Πέτρουλας παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς, καταλήγοντας στην ανατολική Γερμανία. Δύσκολος δρόμος για όλους όσοι τον διαλέξαμε τότε. Μπορεί να γλιτώσαμε από τα νύχια της χούντας, δεν ήταν όμως και τόσο ρόδινα τα πράγματα στις χώρες του εξωτερικού. Ιδιαίτερα για εκείνους που διάλεξαν χώρες του «υπαρκτού», όπου κοντά στ’ άλλα έπρεπε ν’ ακολουθούν και την «κομματική γραμμή»! Και ο Αντώνης φαίνεται πως δεν συμφωνούσε τότε, γι’ αυτό και δεν του δίνανε παραμονή. Έτσι κατέληξε στην «καπιταλιστική» Σουηδία. Εκεί, παρ’ ότι παρέμενε «αμετανόητος κομμουνιστής», πήρε παραμονή, έπιασε δουλειά, δημιούργησε οικογένεια και παρέμεινε ώς το τέλος της ζωής του... Όλη αυτή η βασανιστική, αλλά και συναρπαστική περιπέτεια του αγωνιστή ξετυλίγεται με λόγια απλά και κατανοητά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, που όπως είπα και στην αρχή, είναι κι ένα κομμάτι της ιστορίας ολόκληρης της γενιάς μας...
Ο Δημήτρης Παλαιολογόπουλος είναι συγγραφέας
40
Η ΑΥΓΗ • 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Πώς θα αξιολογηθούν οι «αξιολογητές» νέων «αναγνώσεων»;
Δημήτρης Τσουμπλέκας, Night (from the TexasThe problem with our current situation series), 2012, Lambda print, 54,5 x 73,5 εκ.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση, εδώ και χρόνια, αποτέλεσε διεθνώς αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο με συμβολή σειράς επιστημών στη θεματοποίησή του. Γι’ αυτό απορεί κανείς πώς ξεφύτρωσαν δεκάδες «evaluators» που δεν είχαν και δεν έχουν να καταθέσουν ούτε μια δημοσιευμένη γραμμή για τον υπό «αξιολόγηση» θεσμό, με κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις. Συχνά αποδεικνύεται ότι είναι εύλογο να κρίνονται πρωτίστως οι «αξιολογητές». Και επειδή έχουμε υποστεί τηλεοπτικό και νομοθετικό κορεσμό ως προς την ανάγκη «αξιολόγησης» των φορέων του «Δημοσίου», θα δώσω εδώ δύο δείγματα μιας αντίστροφης πρακτικής. Λαμβάνω υπόψη ότι μόλις πρόσφατα αναθεωρήθηκε η «κλίμακα βαθμολόγησης κριτηρίων» καθώς και τα «ανώτατα ποσοστά αξιολόγησης» ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
να ανέρχονται στο 25% των υπαλλήλων και αντίστοιχα τα «κατώτατα» στο 15%, με «ειδική αιτιολογία της βαθμολογίας αυτής». Το πρώτο παράδειγμα προς «αξιολόγηση» έρχεται τώρα που ο πρόεδρος της Βουλής έδωσε τέλος στην «παροχή δωρεάν καφέ και εμφιαλωμένου νερού» στους βουλευτές, χωρίς να εξαιρούνται τα «βουτήματα», κατά τη «διάρκεια των συνεδριάσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών». Και όμως το «Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία» και με κατονομαζόμενο «επιστημονικό υπεύθυνο» δημοσιεύει, την ίδια στιγμή, μιαν ακόμη μονογραφία στη σειρά «Βιογραφίες πολιτικών». Αυτή τη φορά διά χειρός συγγραφέα που εθήτευσε στην «Ιστορική Μουσικολογία» και ειδικεύθηκε, λαμβάνοντας διδακτορικό δίπλωμα, στο «ζήτημα των πυρηνικών όπλων». Και τι σοδειά μας φέρνει; Παρελαύνουν δεκάδες τυπογραφικών λαθών και πραγματολογικών ανακριβειών που περιβάλλονται από τον εύκολο «φιλοσοφισμό» με μοχλό την πανταχού παρούσα «οντολογία», η οποία λειτουργεί με αυτοαναφορικότητα. Επιπλέον, ποιο κυρίως είναι το ζητούμενο; Μάλιστα, πριν από ένα περίπου χρόνο δημοσιεύθηκε άλλο βιβλίο (το οποίο στην περίπτωσή μας αγνοείται) που ως προς το ίδιο ακριβώς θέμα προειδοποιούσε για την ανάγκη διαρκούς αυτοελέγχου της υπόθεσης εργασίας και συναφώς της εμβάθυνσης των θεωρητικών εφοδίων, μέσω των οικείων αναλυτικών κατηγοριών. Ότι δηλαδή να μην προκύπτουν ως ανεπεξέργαστοι «εννοιολογικοί αρμοί» («γενιά», «ελληνικότητα», «έθνος», «πολιτισμός», «μύθος» κ.λπ.). Ταυτόχρονα να μην παραμένει θολό το πεδίο παρατήρησης (με την ευκολία των «δεκαετιών» και την «πανοραμική» πρακτική που οδηγεί σε «αφαιρέσεις» χωρίς ιστορικό αντίκρισμα) και να τίθεται ο βιογραφούμενος δοκιμιογράφος ως ενεργός «διανοούμενος», εντός ή εκτός του πολιτικού «στίβου». Τέλος, να μην ολισθαίνουμε σε ελλιπή αξιοποίηση των πηγών και επιλεκτική αξιοποίηση της οικείας βιβλιογραφίας, ιδίως αν προϋποτίθεται θητεία στο «Ίδρυμα Κ. Καραμανλής». Σε κάθε περίπτωση η ιστορική γείωση να είναι προσεκτική και αυξημένη η συνδρομή της ιστορίας των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά «αξιολογητή» του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου, όταν πράγματι σ’ αυτό κανείς δεν μένει στο απυρόβλητο, τόσο οι «αξιολογητές» όσο και οι «αξιολογούμενοι». Ειδικότερα, πώς «αξιολογείται» η «Αριστερά» (ή, έστω, η «αριστερά» και με την υπόδειξη ότι «πρέπει να αποξενωθούμε από τον ίδιο τον όρο και τα παράγωγά του») του παρόντος και του προσεχούς μέλλοντος που ορίζεται ως «21ος αιώνας»; Ως προς τη διαφαινόμενη προοπτική της φαίνεται να αρκεί η επισώρευση δεκάδων δεοντολογικών προτάσεων (με εναλλασσόμενα τα ρήματα: «πρέπει», «απαιτείται», «οφείλει», «χρειάζεται»), ενώ ό,τι διαδραματίσθηκε αποδίδεται απλώς με δύο αναδημοσιευόμενα κείμενα των ετών 1989 και 1991. Δηλαδή, με μια εικοσαετία εντελώς λανθάνουσα στο συγγραφικό πεδίο του «δεοντολόγου», εφόσον δεν
ανασύρεται κανένα κείμενο αυτής της περιόδου, αν και η συγκομιδή άρθρων και βιβλίων δεν θα ήταν καθόλου ισχνή. Μάλιστα χαριεντιζόμενος (πριν εισβάλουν οι «ιστορίες για γουρουνάκια», κατά το νεόκοπο γλωσσικό ακαδημαϊσμό «εκ των κάτω») εισάγει ένα νέο τύπο «ιστορικής συνείδησης», όταν προσπαθεί να ανιχνεύσει το «πρόσωπο» της Αριστεράς του «21ου αιώνα», την οποία αποκαλεί «Κοκκινοσκουφίτσα». Παρακάμπτω τον συνειρμό με τον «κοκκινοσκούφη» του 1789 για να σταθώ σε ένα άλλο «μετωνυμικό» εγχείρημα μάλλον πιο εύστοχο, πριν από οποιαδήποτε «κόκκινη» μεταγραφή («rote Fahne») του τρίπτυχου της γαλλικής επανάστασης. Όταν ήδη το 1844 αποκαλείται η εργατική τάξη «Σταχτοπούτα» («Aschelbrödel»), με «γιγάντια παιδικά παπούτσια» που προεξοφλούσαν όμως την ανάδυση μιας «αθλητικής μορφής» κατά την πρόκληση να αποφεύγεται οποιαδήποτε «μεταφυσική-θεολογική Karikatur», όταν το περιστέρι της εκδοχής των αδελφών Grimm αντικαθίσταται από τον «γαλατικό αλέκτορα» των κοινωνικών αλλαγών ή από τον «κόκκινο κόκκορα στις στέγες των εργοστασίων»... Επιπλέον, η τωρινή «Κοκκινοσκουφίτσα», ως «υπάκουο κοριτσάκι πλέον» που ακούει τις «συμβουλές της μαμάς της» (όπως κι αν αυτή νοηθεί και απογραφεί η «δεοντολογία» της), βρίσκεται στο κέντρο ενός «αφηγήματος» χωρίς να ακολουθεί τις δύο εκδοχές των αδελφών Grimm και πολύ περισσότερο του Ch. Perrault (ο λύκος καταβροχθίζει την «Petit Chaperon rouge»). Το μείζον ζήτημα ανάγεται στην οριοθέτηση της «πολιτισμικής αριστεράς», με νουνό της τον P. Anderson, που συμπαρασύρει όμως σε μια σκιαγράφηση «καρικατούρας», κατά τη διαδοχή του «πασοκικού σοσιαλισμού» από το «νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό». Κι αν ο τελευταίος, έστω, αναδύεται τάχα κατά τη «δεκαετία του ‘90», γιατί «απαιτήθηκαν» οι δύο «δεκαετίες» που επακολούθησαν ώσπου να συναντήσουμε την «κρίση του 2010», έστω ως «αφήγημα»; Με προτελευταίο ερώτημα, πώς έτσι μπορούμε να «στοχαστούμε την πολιτική μέσα από την ιστορία»; Δηλαδή, τώρα πια, με την «κρίση» μπροστά μας, έχουμε τη «δική μας πύλη στον 21ο αιώνα»; «Σενάριο», λοιπόν, με το «γαλατικό χωριό του Αστερίξ εν μέσω της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» και με την πρόθεση «ανα-σημασιοδότησης του παρελθόντος από το παρόν»; Τουλάχιστον, ως «κριτική της σοσιαλδημοκρατίας» και όλων των μορφών «εισοδισμού» σ’ αυτήν; Μια νέα «επανεκκίνηση», λοιπόν, αυ-
τή τη φορά με αντικείμενο έρευνας πώς η «σοσιαλδημοκρατία» συνέβαλε στην εδραίωση του «νεο-φιλελευθερισμού»; Ακόμη κι αν γίνει κατά παραχώρηση δεκτό ότι η «μνήμη αλλάζει ουσιωδώς μέσω των μηχανών αναζήτησης» και στη «βάση δεδομένων» απλώς εμφανίζεται η «ανιστορική εικόνα της». Να μπορεί κανείς να προσέρχεται με τα δώρα στο χέρι: «Αν η εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας ιστορικοποιηθεί, τότε έχει μεγάλη σημασία για μια μελλοντική αριστερή διακυβέρνηση στην Ελλάδα»... Τούτο όμως συνιστά «απο-οικειοποίηση» του γραφείου μας ή του i-pad που κουβαλάμε στον σάκο μας; Ας υποθέσουμε ότι έχουμε συνομιλητή έναν «εξειδικευμένο χειριστή δεδομένων» και του θέτουμε δύο desiderata για να μας διευκρινίσει τι ακριβώς ισχύει. Το πρώτο ζητούμενο: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η τελειότερη κατασκευή στην ιστορία» (2011)˙ «Η Ευρώπη, από κέντρο του κόσμου, επαρχιοποιήθηκε» (2011)˙ «Η Ευρώπη είναι κι αυτή μια επαρχία του κόσμου» (2013)˙ «Άρα χρειάζεται μια προοπτική των διαδικασιών ανασυγκρότησης μιας ευρωπαϊκής κοινότητας αλληλεγγύης και συνευθύνης» (2012)˙ «Στον νέο κόσμο η Ευρώπη φαίνεται ως ακριβό αυτοκίνητο παλιάς τεχνολογίας» (2013/2014). Ως προς το δεύτερο ζητούμενο: «Για την Ελλάδα, πάντως, η κρίση του 2010 αποτελεί ένα τέλος και μια αρχή [...]. Η κρίση είναι η δική μας πύλη στον 21ο αιώνα» (2013/2014)˙ «Ήταν ένα εργαλείο βίαιης προσαρμογής της ελληνικής κοινωνίας στις νέες συνθήκες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» (2013/2014)˙ «να δούμε την κρίση που ξέσπασε το 2008 [...] ως μια διαδικασία ολοκλήρωσης της αποαποικιοποίησης, ως την αντίστροφη διαδρομή από εκείνη που έδωσε παγκόσμια υπεροχή στη Δύση πριν από μισή χιλιετία» (2011). Είναι κείμενα που κάνουν το παρόν «διαρκές», αν μείνουμε για την ώρα σ’ αυτά αθροίζοντας και νέες κατηγορίες από «ανανήψαντες» που νίπτουν τα χέρια τους για ό,τι «συνέβη»... Πώς όμως έτσι στα «καινούργια αυτοκίνητα των αναδυόμενων κοινωνιών» προσδοκούν «θέση κοινωνικού συνοδηγού», ακόμη και στο «νέο παράδειγμα» που φαίνεται να «δημιούργησαν οι αραβικές εξεγέρσεις»;
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Η ΑΥΓΗ • 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
41
7
«Ελληνοαμερικανική οικειο-ποίηση» ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ, Διασπορικές διαδρομές..., εκδόσεις Απόπειρα, σελ. 63 Μία ιδέα είναι στο στέκι: Η πολιτική μιας νέας μεθοδολογίας στη διδασκαλία της γλώσσας (έχει) άσπρο ψωμί. Είναι ιδέα λύκος. Σε μία εποχή που, βέβαιοι για κάθε αβεβαιότητα, αντιμετωπίζουμε τις, κατά Μπρεχτ, «δυσκολίες των πεδιάδων», η ποίηση αποκτά ενδιαφέρον όταν έρχεται να μας παρέχει εργαλεία διαβίωσης στο νέο περιβάλλον. Στο διετές ήδη ποιητικό βιβλίο του ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
Γιώργου Αναγνώστου, οι πεδιάδες αυτές είναι «πεδία» πολιτιστικών και γλωσσικών διαστρωματώσεων εντός του ευρύτατου εδάφους της ελληνικής διασποράς. Η γλώσσα αναλαμβάνει τις δικές της διαδρομές που είναι γραμμές διαμόρφωσης εδάφους, και προσωπικές γραμμές επέμβασης επί του ήδη γραμμένου εδάφους. Έτσι δημιουργείται ένα κείμενο πολλαπλών στρωμάτων, με τις πνευματικές, εθνικές και αγοραίες του αναφορές να συγκλίνουν υβριδικά ενώ απέχουν γεωγραφικά: αμερικάνικη ποπ κουλτούρα και τοπικές συγκινησιακά φορτισμένες καταφυγές στο ελληνικό παιδικό όψιμο ‘70:
«Στα δίχτυα της αράχνης Μπάρροουζ Ο Ταξιτζής Γκάλης Το Βαρύ πεπόνι Ν Β Α Άγνωστος πόλεμος Ο Άνθρωπος δίχως πρόσωπο Κουμανταρέας Λάσυ....». Σε έναν επανεδαφοποιημένο κειμενικό τόπο αναπλάθεται παράδοξα εξού και ποιητικά η εμπειρία του πάντα αχνού διασπορικού υποκειμένου εκείνου του «πλακιώτη μανχατανά» του Νικολάου Κάλας. Οι δύο άκρες της διασπορικής κινούμενης γραμμής αναφέρονται σε όρια ανοιχτά του εθνικού: το γεωγραφικό και το θρησκευτικό -τουλάχιστοπου μπορούν να συγκλίνουν μόνο στην ποιητική του μεταφορά, ρυθμό και ρίμα όπως σε ένα μεθύσι από μετάληψη: «δεν μνημονεύσαμε τη θελκτική μαντόνα / με liqueur ποτέ / όπως της έπρεπε». Όμως η συνύπαρξη των αντιθέτων, ή, με άλλα λόγια, η συντήρηση της αντιθετικότητας του διασπορικού υποκειμένου δημιουργεί έναν νέο λόγο «πέρα δυϊσμών» που παραλαμβάνει η γλώσσα. Στην ποιητική γλώσσα δημιουργείται η συμμαχία παλιού και νέου, κλασικού και σύγχρονου, νεωτερικού και μεταμοντέρνου, που δεν πραγματοποιείται σε έναν μεταφυσικό χώρο αλλά σε έναν χώρο κειμενικό, διευρυνόμενης σημασίας και μετα-φραστικής ελευθερίας: ο Old World γίνεται ΓέροςκαιΓερός, o New World ΝέοςΚενεός. Με «άχαρη νέα γνώση» θεωρητικής κάλυ-
ψής της, η διασπορική εμπειρία εξαπλώνεται στην εξέλιξή της από την πρώιμη ήδη προληφθείσα αποικιακή επέμβαση του αμερικάνικου στο ελληνικό, έως τον εθνοτικό συγχρωτισμό των διεθνικών media. Ακριβώς στην παρουσία της μίας γλώσσας μέσα στην άλληη ποίηση ενδυναμώνει τον λόγο του υποκειμένου, του «δίνει λόγο», του φανερώνει τη δυνατότητα «να βγάλει γλώσσα». Έτσι συγκλίνουν αλληλοεπικαλυπτώμενοι οι λόγοι των φιλοξενούμενων εργατών με τις θεωρητικοποιήσεις της μεταφραστικής τού νόστου. Το υπέδαφος διαφαίνεται στο προθέματα: Κάλας, Gourgouris, δημοτικά της ξενιτιάς, Αναγνωστάκης, Σπάνιας, Χριστιανόπουλος. Στην συμπυκνωμένη ποίηση των Διασπορικών διαδρομών συνυπάρχουν επίμονα μονολογικά (ή μετα-λογικά) φιλοξενούντες και φιλοξενούμενοι, ξένοι και ξενιστές, εργάτες και διανοούμενοι, έρωτας και οικονομία, σε πείσμα του δήθεν πολυφωνικού επίσημου αστικού λόγου περί του μεταναστευτικού και της ιστορίας του: «Η προφορά κουρδίζει υβριδικότητα / η διασπορά δεν είναι βλέπεις / sameness-in-dispersal». Ο Αναγνώστου γνωρίζει καλά, ως έμπειρος ερευνητής και συγγραφέας περί του εθνοτικού εντός του αμερικανικού (πιο πρόσφατο βιβλίο του: Contours of White Ethnicity, Popular Ethnography and the Making of
Usable Pasts in Greek America, Ohio University Press, 2009) τη μεταφορική πύκνωση που λαμβάνει χώρα βιωματικά στη ζωή της μόνιμης μετάφρασης, αλλά και τη δυναμική της εργατικής υπεραξίας που ενσωματώνει την περίσσεια του λόγου. Δημιουργείται έτσι η «Αμέeriκα» ως τελευταία λέξη της μητέρας πατρίδας που αφήνει ως ευχή την μόνιμη αλλοίωση του διασπορικού εδάφους και μελλοντική πατρική ανταμοιβή το κάπνισμα των «τίτλων ιδιοκτησίας». Το ποιητικό βιβλίο του Αναγνώστου προβάλλει ποικίλες εκδοχές δημιουργίας της εθνοτικής διασπορικής αφήγησης (ρεαλιστικές, ρομαντικές, ρητορικές ή υπερβατικές), αποκαλύπτοντας πάντοτε το «μετέωρο κενό / το μεταξύ της ανεπάρκειας», το ανοιχτό δι- και δια-. Εκεί βρίσκονται όσα γράφουμε και ακούμε πέραν των γραμματικών κανόνων και θεωρητικών συμπερασμάτων, όσα συσσωρεύουμε άτολμα σε προσωπικά σημειώματα και συχνά, με μία τολμηρή συγγραφική πράξη απαιτούν «οικειοποίηση». Το βιβλίο του Αναγνώστου μας προφέρει κείμενα για σκέψη και γραφή. Το συναίσθημα δεν αρκεί. Στη διασπορική σκέψη το συναίσθημα είναι εκεί.
Η Ελισάβετ Αρσενίου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Καλά νέα Τούτο το καλοκαίρι έφερε νέα καλά. Αυτή η μεγάλη νίκη θα ‘ναι η σιωπηλή συντρόφισσα τις μέρες της θάλασσας. Οι σιωπές της νίκης, θα ‘ναι οι παραστάτες της μοναχικότητάς μου την ώρα που θα μαγειρεύω και θα βλέπω απέναντι σκιές από βυζαντινές εικόνες και χαρακιές στα κείμενα της χαρμολύπης. Να ταιριάξω προσπαθώ τις μνήμες και τα τραγούδια όλων όσων αγάπησα όλα τα χρόνια, μαζί με τις γεύσεις και τα αρώματα που αναδεύονται από το τηγάνι μου πάνω στις πέτρες. Κοιτώ τις πέτρες, τις αταίριαστες, τις χαραγμένες απ’ τον ήλιο και τον αέρα. Ο δραγουμάνος έρχεται με νέα απ’ την πόλη, νέα όπως πάντα βρώμικα, νέα του εαυτού τους, τις αθλιότητες των κυβερνώντων. Αλλά οι μυρουδιές του τηγανιού τραβούν την προσοχή μου. Ένα περίεργο παιχνίδι κάνουν αυτές οι γεύσεις. Βλέπω μια γειτόνισσα να ασβεστώνει την αυλή της. Να καθαρίσει, μου λέει. Αυτή η αρχαία λέξη έρχεται πάλι έντονα να υπενθυμίσει το συναμφότερον καθήκον απέναντι στον λαό και στην πατρίδα. Βαρύγδουπες λέξεις, όταν δεν σημαίνουν, απλές όταν η αλήθεια τους βιώνεται στην κάθε μέρα μας. Τραβώ το φαγητό από τη φωτιά, το αφήνω να ξεκουραστεί και κοιτώ τις πέτρες που έχουν πάρει την καπνιά απ’ τη φωτιά, σαν ένα σεντόνι μυστικό, σαν ένας ήχος, μια μουσική εσώτερη, μίλια μακριά κείμενη από τη βία του καιρού. Απλώνω ένα λινό τραπεζομάντηλο στο τραπέζι και περιμένω τον δραγουμάνο να πλύνει τα χέρια του. Αυτός ξέρει, κάθε φορά που μου φέρνει νέα από τον κόσμο τον περιμένει ένα τραπέζι. Είναι ήσυχα εδώ, η θερινή ραστώνη δρα ευεργετικά στους ρυθμούς των ανθρώπων. Ο έσω χρόνος δεν είναι ακριβή πολυτέλεια, αλλά εργαστήρι ιδεών, ζωής και έρωτος. Ασχολούμαι επίμονα με τα καθάρισμα του τηγανιού. Όχι το πλύσιμο, αλλά το καθάρισμα. Πρέπει να μείνουν εντός τους οι
μνήμες των αρωμάτων για το επόμενο φαγητό. Να μη διαταραχτεί η συνέχειά του από βίαιες παρεμβάσεις. Έτσι έχω μάθει εδώ στη Μεσόγειο. Έτσι μαγείρευαν για χρόνια οι άνθρωποι. Μερικές φορές πλένω το τηγάνι μου με θαλασσινό νερό. Να μείνει το αλάτι, να δέσει όπως λένε οι αγαπημένες γυναίκες και οι παλιοί ψαράδες. Ο δραγουμάνος συνεχίζει να μου λέει τα νέα, αλλά το μυαλό μου έχει αρχίσει να ταξιδεύει μακριά από όλα αυτά που στοιχειώνουν το σήμερα. Αυτό το παλιό τηγάνι μου θυμίζει την Αριστερά. Αυτό λέω στον δραγουμάνο και βάζει τα γέλια. Η Αριστερά, μου λέει, σήμερα είναι σύγχρονη, ακούει ραπ και σερφάρει. Δεν ψηφίζει ο κόσμος παλιά τηγάνια. Είναι νέος ο δραγουμάνος, γρήγορος στα πόδια και στα λόγια. Είναι δείγμα της νέας εποχής. Μα εγώ πιστεύω ότι αυτό το παλιό τηγάνι είναι κάτι σαν τα άγια των αγίων. Αυτό προσπαθώ να του πω. Πως αν τούτο το παλιό τηγάνι χαθεί, ή αλλάξει, τότε η Αριστερά θα είναι λειψή, μπορεί να μην είναι αριστερά, να είναι κάτι άλλο. Γιατί τούτο το παλιό τηγάνι δεν είναι είδος μουσειακό αλλά λειτουργικό. Αυτό προσπαθώ να του πω, δείχνει να κάνει προσπάθεια να με καταλάβει. Βλέπει την αγάπη που έχω σε τούτο το παλιό τηγάνι. Βλέπει και τι ωραίες μαγειρικές πετυχαίνει. Βλέπει πως κανοναρχεί την φαντασία μου και τον ενθουσιασμό μου όταν πάω να μαγειρέψω και τα ταιριάζει όλα. Και τούτο ποιεί κακείνο μη αφιέναι, μου λέει το παλιό τηγάνι. Βλέπω τη θάλασσα να λαμπυρίζει εμπρός μου και σηκώνω το τηγάνι μου σαν λάβαρο για την νέα ζωή, για την ελπίδα που έρχεται κι ύστερα το τυλίγω προσεκτικά και το βάζω στη θέση του να ξεκουραστεί. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα, διαφορετική από τις γκρίζες μέρες που ζήσαμε μέχρι τώρα. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Ζαλόγγου 9 Αθήνα Τηλ:210 3800520 E-mail:eikostouprotou@otenet.gr
42
Η ΑΥΓΗ 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Οι προσλαμβάνουσες του νεοφονταμενταλισμού ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ, Ανορθολογισμός, Φονταμενταλισμός και θρησκευτική αναβίωση. Τα χρώματα της σκακιέρας, Εκδόσεις των Συναδέλφων, σελ. 120 Η δεύτερη έκδοση αυτού του κειμένου έρχεται την κατάλληλη στιγμή. Σε μια κρίση που βαθαίνει, σε μια οικονομία που είναι στα όρια της κατάρρευσης -αν δεν έχει καταρρεύσει ήδη- και τέλος σε μια καθημερινότητα φορτική που ο όρος «κοινωνικός κανιβαλισμός» τείνει να γίνει τρόπος ζωής. Κι όταν η προπαγάνδα με την παραδοσιακή έννοια αφοπλίζεται, το έθνος και η θρησκεία λαμβάνουν θέση μάχης. Ο μυημένος ξέρει, αλλά ο αμύητος θα πει -όπως είπε άλλωστε«Για την Ελλάδα ρε γαμώτο»... και από εδώ ξεκινάει το παραμύθι που ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου μετουσίωσε σε δραματική αλήθεια. Τίποτα λοιπόν δεν είναι μακριά, όπως τίποτα δεν είναι παρελθόν... ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΝΕΔΕΛΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Φώτης Τερζάκης επανέρχεται 15 χρόνια μετά -και υπό την πίεση ισχυρών γεωπολιτικών συσχετισμών- να επανεξετάσει έναν άλλο «ορθό λόγο»: αυτόν που διέπει την αντιμεταφυσική ιδιοσυγκρασία του σύγχρονου φονταμενταλισμού. Σε τι, όμως, μπορεί να ενδιαφέρει εδώ το παράξενο αυτό παιχνίδι της «σκακιέρας» που παίζεται με τους ανατολίτες; Εδώ είναι Δύση: ορθός λόγος (χωρίς εισαγωγικά) και καπιταλισμός, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Από το σημείο αυτό φαίνεται πως ξεκινάει και ο συγγραφέας γνωρίζοντας καλά αυτήν την προβληματική και προλαβαίνοντας τους βιαστικούς ήδη από τον πρόλογο: «ο φονταμενταλισμός είναι μια μορφή καθυστερημένου ή ανεσταλμένου εθνικισμού». Το δικό μας άραγε «χριστιανο-δυτικό» εδάφιο βρίσκεται απ’ έξω; Ο Χριστόδουλος, το Σκοπιανό, ο αγώνας των «Αθηνών και πάσης Ελλάδος» για τις ταυτότητες και η «ξαφνική» χριστιανοποίηση του εγχώριου εθνικιστικού κόμματος φαίνονται μερικά μόνο από τα παραδείγματα διαπλοκής θρησκευτικού και πολιτικού εθνικισμού. Με τρία ακόμα κείμενα της τελευταίας δεκαετίας, ο Τερζάκης σκοπεύει να συγκροτήσει εκ νέου -σε αυτήν τη δεύτερη έκδοση- τον πυρήνα του νέου φονταμενταλισμού στη «φαινομενική» γενέτειρά του. Ο νέος φονταμενταλισμός μπορεί στην τρέχουσα ρητορική να συνδέεται -όπως άλλωστε το θέλει η δυτική παράδοση- με την Ανατολή, ωστόσο ο συγγραφέας θέλοντας να διερευνήσει αν η θρησκεία αποτελεί «πρωτογενή παράγοντα σύγκρουσης» ή το εργαλείο μιας ενδοεθνικής αλλά και διακρατικής «αιτίας πολέμου», μας υπενθυμίζει μερικές αναλογίες συμπεριλαμβάνοντας και την casus belli των Βαλκανίων. Έτσι λοιπόν, όπως αναφέρει, αν «[...] ο πόλεμος μεταξύ Ιράν και Ιράκ του 1980-1988 έμοιαζε με ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε Σιίτες και Σουνίτες Μουσουλμάνους· αντίστοιχες ενδοχριστιανικές διενέξεις τους είδους Καθολικοί εναντίον Ορθόδοξων επιστρατεύτηκαν για να δικαιώσουν, για παράδειγμα, τον αποσχιστικό αγώνα της Κροατίας και της Σλοβενίας από τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία [...]». Εντέλει, το ευρωπαϊκό πλαίσιο καθώς φαίνεται απαλλαγμένο από τον ανατολικό θεό-μονάρχη (πλην όμως από αυτόν τον ίδιο με άλλη μάσκα βασανίστηκε εν μέσω συνεχών δικτατοριών κατά τον 20ό αιώνα), έχει ωστόσο τη δική του ιδιαιτερότητα. Εδώ μάλλον αξίζει να μνημονεύσουμε τον Foucault που συγκρίνει την ατομική λύτρωση στο χριστιανισμό και τον καπιταλισμό. Ιδού μία ακόμα αναλογία: άλλα τα προσωπεία, ίδιος ο σκοπός. Πού καταλήγουμε λοιπόν; «Στη διαλεκτική μεταξύ μονοθεϊσμού και κράτους» (ένας λαός, μία γλώσσα, μία θρησκεία). Ο ανορθολογισμός καλά κρατεί, μόνο που ο εθνικισμός (και κάθε του μορφή τυπική ή άτυπη) με το ένα πόδι πατάει στον ορθολογισμό. Η εποχή άλλωστε που μπορούσε να πατάει και με τα δύο έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα, ο νέος ανορθολογισμός οφείλει να συνδιαλαγεί με τη Δύση καθώς η εμπειρία της αποικιοκρατίας έχει διαμορφώσει εκ νέου τα ρητορικά μέσα. Εδώ είναι που ο Τερζάκης αναζητά τη φύση του ανορθολογι-
Ο ζωγράφος του Ιουνίου είναι ο Βασίλης Σούλης
σμού στα στενά πλαίσια της δυτικής ορθολογικότητας, καθώς -όπως αναφέρει στο 1ο συμπληρωματικό παράρτημα- αυτό το ζώο της ιστορίας «παγιδεύτηκε σε αυτό που αποκαλούμε συνείδηση». Κι αν η παράδοση του ανορθολογισμού είναι πανταχού παρούσα στην ιστορία, τότε πρέπει να αναζητηθούν οι νέες μορφές που τη συγκροτούν, δηλαδή η πολιτική της ουσία. Αυτό λοιπόν το «σύγχρονο» καλυμμένο εθνικιστικό παραλήρημα υπαγορεύεται υπό το όνομα «Φονταμενταλισμός». Με αυτόν τον όρο ο συγγραφέας αναφέρεται σε όλη αυτή τη θεοκρατική παράδοση που άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο φαίνεται να αντιπαρατίθεται στην εκκοσμίκευση της Δύσης, που ο «θεοσεβούμενος» πυρήνας της εισάγει νέες μορφές εθνικισμού, που κάθε πτυχή της δυτικής επιστήμης θεωρείται επικίνδυνη και ως εκ τούτου αποτελεί μια διαπολιτική, ψευδο-θρησκευτική απειλή σκοταδισμού. Ορθώς, βέβαια, τονίζεται ότι ο φονταμενταλισμός λογίζεται ως ισλαμικό φαινόμενο ενώ απαράλλαχτη η πολιτική σημασία του θα ανιχνευτεί και στη δυτική, ελληνική κοινωνία. Αν μέχρι εδώ γίνεται φανερό ότι ο φονταμενταλισμός είναι ένα πολιτικό φαινόμενο που άλλοτε καλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα -υπό το μανδύα της θρησκευτικότητας- απειλεί με νέες σταυροφορίες, τότε ο όρος «αραβικός σοσιαλισμός» μόνο απροκάλυπτα υποδεικνύει την πολιτική του σημασία. Το αιγυπτιακό παράδειγμα εκκοινωνισμού Ανατολής και Δύσης δεν είναι παρά μια απόπειρα ορθολογικοποίησης του ανορθολογισμού. Τελικά, ποιον ρόλο παίζει το θρησκευτικό στοιχείο; Όπως, λοιπόν, τονίζει ο Τερζάκης ήδη από τον πρόλογο «ο φονταμενταλισμός είναι ένας καθυστερημένος εθνικισμός», έτσι και τώρα σημειώνει «[...] η μονοθεϊστική πίστη, της οποίας η ιστορική στιγμή θα είχε διαλεκτικά παρέλθει με την εθνική ολοκλήρωση, επανεπιστρατεύεται ως ρητορικό όπλο
όπου και όταν δυσμενείς συνθήκες καθιστούν αδύνατη ή δύσκολα πραγματώσιμη την τελευταία. Ως τέτοια, όμως, είναι ελάχιστα θρησκεία με την παραδοσιακή έννοια του όρου και πρέπει να κριθεί με ιδιαίτερα, εν πολλοίς πολιτικά κριτήρια, ως μια μορφή δηλαδή σύγχρονης πολιτικής αλληγορίας». Εντέλει, ο Τερζάκης στο ευρύ πλαίσιο του σύγχρονου φονταμενταλισμού, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο ελληνικό νεορθόδοξο φαινόμενο. Η συνύφανση της πολιτικής ρητορείας μέσω των συμμάχων εκκλησίας και κράτους είναι άλλωστε γνωστή πέραν των φαινομενικών διαφορών τους. Έτσι, λοιπόν, δείχνει χαρακτηριστικά ότι όταν ατόνησε η αντικομμουνιστική προπαγάνδα που καλλιεργήθηκε μετά τον εμφύλιο, ο εσωτερικός εχθρός έγινε εξωτερικός, παίρνοντας τώρα τη σκυτάλη ο μουσουλμανικός - τουρκικός κίνδυνος. Για την εξόντωση του νέου εχθρού, χρειάστηκε η επιστράτευση και του πνευματικού προσωπικού. Ο Τερζάκης ασκεί κριτική εν προκειμένω στην ιδεολογική θεολογία και το ορθόδοξο πνευματικό ήθος των Γιανναρά και Ράμφου. Είναι εμφανές, όπως το δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, ότι «ο ανορθολογισμός, ο φονταμενταλισμός και η θρησκευτική αναβίωση» έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης σε έναν ανταγωνιστικό συσχετισμό δυνάμεων που χάριν τούτου ακόμα κι ο ανορθολογισμός ορθολογικοποιείται προκειμένου να «αφυπνίσει» τις φιλελεύθερες μάζες. Με την ίδια ακριβώς λογική ο φονταμενταλισμός της Μέσης Ανατολής είναι ταυτόχρονα και εδώ. Για να καταδείξει αυτήν την πραγματικότητα ο Τερζάκης, ανατρέχει στις πολιτισμικές -και όχι μόνο- συνδέσεις που τη συγκροτούν, δηλαδή στην ιστορία, τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Και αυτό είναι που διέπει μια ολοκληρωμένη, αναλυτική και ερμηνευτική ταυτόχρονα θεώρηση.
Ο Χρήστος Νεδελκόπουλος είναι φιλόλογος