A12034

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 604

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

Οι ρήξεις, οι συνέχειες, οι αμηχανίες της αριστεράς του 21ου αιώνα. Η θεωρία, η στρατηγική, η εξουσία, τα κινήματα, οι πολιτισμικές μορφοποιήσεις, τα προτάγματα του ιστορικού παρόντος. «Το μεταχθές και το προαύριο», όπως το είπε ο Νικόλαος Κάλας.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

(κάθε εβδομάδα θα δημοσιεύεται ένα κείμενο)

Η επιστροφή της αριστεράς Η συνεχής και κριτική αποτίμηση όσων συμβαίνουν αποτελεί συστατικό στοιχείο της δημιουργικής κουλτούρας της αριστεράς. Η κριτική ματιά δεν είναι η γκρινιάρικη ματιά, αλλά μια προσπάθεια κατανόησης νέων φαινομένων, νέων τάσεων και, πάντως, αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο να μην γίνονται αποδεκτές αξίες και απόψεις που δίνουν την εντύπωση ότι είναι «δικές μας» μόνο και μόνο επειδή έχουν ως στόχο τους «άλλους». Δεν είναι δεδομένο ότι ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου. Οι λογικές αλήθειες δεν συνεπάγονται πάντοτε και κοινωνικές αλήθειες. Τώρα, λοιπόν, ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ

πριν αρχίσουν να μας πιέζουν πάλι και να μας αυτοδεσμεύουν τα προεκλογικά διλήμματα, αποφασίσαμε στις «Αναγνώσεις» να ανοίξουμε μία συζήτηση για τις «ρήξεις, τις συνέχειες, τις αμηχανίες της αριστεράς του 21ου αιώνα» όπως λέει και το σύντομο κείμενο που προλογίζει την σειρά αυτήν των άρθρων. Ένα από τα διακυβεύματα στην σημερινή μεταβατική κατάσταση είναι η συγκρότηση μιας ατζέντας με συγκεκριμένα θεωρητικά ζητήματα, για τα οποία θα πρέπει να ανταλλαγούν απόψεις και να υπάρξουν συναινέσεις. Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος ατζέντα, και ο κίνδυνος είναι να θεωρηθεί ένα τέτοιο αίτημα πολυτέλεια, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει καμία ατζέντα. Σαν ένα παράδειγμα μιας τέτοιας ατζέντας θα ήθελα να επικεντρωθώ σε ένα μόνον θέμα: το πρόβλημα των μεταρρυθμίσεων, για το οποίο γίνεται και τόσο πολύς λόγος. Η συ-

Τα έργα του τεύχους, από την έκθεση του Νίκου Σεπετζόγλου, «I have a diver down», στην γκαλερί Elika, Ομήρου 27, Αθήνα. Διάρκεια: μέχρι 12/7

ζήτηση σήμερα για μεταρρύθμιση γίνεται σε ένα πλαίσιο που ορίζεται από την προσμονή ότι στο σχετικά σύντομο μέλλον υπάρχουν οι δυνατότητες για μια αριστερή κυβέρνηση. Επίσης, γνωρίζουμε, όλοι και όλες, ότι μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να κά-

νει πολλά περισσότερα από το να ξαναφέρει μέτρα που η σοσιαλδημοκρατία, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, είχε ως προτεραιότητές της. Πώς, λοιπόν, συζητάμε το πρόβλημα των μεταρρυθμίσεων από αριστερή σκοπιά, όταν, στην καλύτερη περίπτωση, μια

Μεταρρύθμιση από τα κάτω Hail Diver, 2014, Λαδομπογιά σε ξύλο, 69,5 x 56 εκ.

μελλοντική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ως βασικό της στόχο να επαναφέρει αυτά που ήταν αδιαπραγμάτευτα για την σοσιαλδημοκρατία; Σε μία συνέντευξή της, η Νόρα Αναγνωστάκη έλεγε: «Οι λέξεις έχουν φτάσει ... στο τελευταίο στάδιο της φθοράς. Έχουν γελοιοποιηθεί σε σημείο που πρέπει να ντρέπεσαι πια ή να φοβάσαι να τις χρησιμοποιήσεις.» Σήμερα, λοιπόν, που οι συντηρητικές δυνάμεις έχουν λεηλατήσει και οικειοποιηθεί όλες τις λέξεις της αριστεράς, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορεί να επικαιροποιηθεί μια τέτοια έννοια όπως η μεταρρύθμιση, διερευνώντας τις δυνατότητες σύνθεσης ενός πολύπλευρου και ετερόκλητου φάσματος νέων πρακτικών που ήδη διαμορφώνονται στην κοινωνία. Αν, δηλαδή, η μεταρρύθμιση μπορεί να επανανοηματοδοτηθεί ως μια διαδικασία που θα ενσωματώνει όσα εναλλακτικά πραγματοποιούνται σε μικρή κλίμακα και τοπικά, και να τα προβαλλει ως πρακτικές που αποκτούν μια γενικότερη παρουσία. Είμαι σίγουρος, χωρίς να μπορώ να το στοιχειοθετήσω με έναν συστηματικό τρόπο, ότι πολλά καινούργια πράγματα «συμβαίνουν» γύρω μας, τα οποία ξεφεύγουν της προσοχής μας. Συνήθως τα θεωρούμε ως δημιουργικές αντιστάσεις στην κρίση και τα αφήνουμε εκεί. Αυτές, όμως, οι αντιστάσεις διαμορφώνουν νέες πρακτικές, νέες νοοτροπίες, νέα γνώση, νέες συλλογικότητες, νέους τρόπους λήψης αποφάσεων. Διερευνούν νέες καθημερινότητες. Στοιχειοθετούν ριζοσπαστικές κριτικές σε όσα γίνονται. Αχνά, με αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, διαγράφουν τα στοιχεία νέων δυνατοτήτων - πολιτικών, κοινωνικών, ιδεολογικών. Σαν ένα ψηφιδωτό που πρέπει να ρίξει κανείς αρκετό νερό πάνω του, ώστε να καταλάβει τι απεικονίζει. Είναι δυνατόν να συγκροτήσουμε μια αντίληψη για το κυβερνητικό πρόγραμμα της αριστεράς, που ο πυρήνας της θα αποτελείται από τη σύνθεση αυτών των πρακτικών

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ


24 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

που τελικά εκφράζουν μια νέα καθημερινότητα, νέους εναλλακτικούς τρόπους ζωής; Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι να πάρουμε πίσω τις λέξεις «μας» αλλά να καταφέρουμε να τις επανανοηματήσουμε. Και η επανανοηματοδότηση δεν είναι ένα αποκλειστικά θεωρητικό εγχείρημα. Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στην αριστερά σήμερα είναι η τεράστια διαφορά αντιλήψεων και νοοτροπιών, για το πώς συγκροτείται η πολιτική, πώς διαμορφώνονται οι προτάσεις που θα απαρτίζουν τις μεταρρυθμιστικές στρατηγικές. Στην αριστερά, και το λέω σχηματικά, συνυπάρχουν δύο ακραίες τάσεις: εκείνοι που θέτουν την προτεραιότητα της θεωρίας και εκείνοι που επιμένουν στην προτεραιότητα της καθημερινής πρακτικής. Οι πρώτοι σνομπάρουν τους δε, οι δεύτεροι αγνοούν τους πρώτους. Τα άτομα με αυτές τις νοοτροπίες συνυπάρχουν σχεδόν από ανάγκη, και η συνύπαρξή τους εκφράζει μια ανοχή παρά μια προσπάθεια σύνθεσης των διαφορετικών προσεγγίσεων, για το πώς κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας και διαμορφώνουμε πολιτικές απόψεις. Γύρω μας, λοιπόν, γίνονται πολλά πράγματα. Πράγματα που αποτελούν νέες προτάσεις για πολλές όψεις της καθημερινότητας. Συνεργατικές πρωτοβουλίες, ιατρεία που προβάλλουν μια διαφορετική προσέγγιση για το ανθρώπινο σώμα, μουσικά και θεατρικά σχήματα που παράγουν μια διαφορετική παιδεία, συλλογικότητες που διατυπώνουν μια ριζοσπαστική κριτική στον ακαδημαϊσμό αναζητώντας, ταυτόχρονα, τρόπους παρέμβασης σε θέματα που μέχρι τώρα ήταν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των πανεπιστημίων, πολύπλευρες διεκδικήσεις δημόσιων χώρων και άλλα πολλά. Πράγματα που ακόμη δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν έναν σαφή χαρακτήρα, που δεν έγινε δυνατό να αναλυθούν σε βάθος. Πράγματα που είναι εν τω γίγνεσθαι, και που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν, χωρίς κάποιοι να δώσουν τις εξαιρετικά δύσκολες μάχες που απαιτούνται για να διαφυλαχτούν οι «χώροι» που ορίζουν και διεκδικούν αυτά τα πράγματα. Πράγματα με αντιφάσεις αλλά και με την υπόσχεση του καινούργιου και ριζοσπαστικού. Η πολιτική μας κουλτούρα δεν ενθαρρύνει μια ουσιαστική εμπλοκή με τέτοιες καταστάσεις. Περισσότερο μας ενθαρρύνει να είμαστε παρατηρητές, που παρατηρούν από κάποια απόσταση, και με μια κάποια συμπάθεια, τα τεκταινόμενα. Και αυτό γιατί η «εκτίναξη», στα συγκεκριμένα εκλογικά ποσοστά, ενώ ήταν αποτέλεσμα των «πλατειών», με την πιο πλατιά έννοια του όρου, ουσιαστικά οδήγησε στην απομάκρυνση από αυτές. Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι τα εκλογικά ποσοστά οδηγούν ολοένα και περισσότερο στην αυτονόμηση της πολιτικής αριστεράς. Και μπορεί η πολιτική αριστερά να ευημερεί, αλλά φαίνεται ότι αυτό έχει επιτευχθεί, εν μέρει τουλάχιστον, ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας όλων μας -στην πράξη και όχι στα λόγιαγια την κοινωνική αριστερά. Η ύπαρξη και η δραστηριότητα της κοινωνικής αριστεράς είναι αρκετά ανεξάρτητη από τις προθέσεις της υπόλοιπης αριστεράς. Και εδώ

Η ΑΥΓΗ • 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ τα προβλήματα πυκνώνουν, μιας και ηγεμονεύει η αντίληψη ότι όλα πρέπει να υποτάσσονται στον μεγάλο στόχο, αγνοώντας πολλά από τα αυτονόητα, τα οποία και «θυσιάζονται» στην παραζάλη του μεγάλου στόχου. Θα έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να συζητηθούν οι πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται και οι πρακτικές που διαμορφώνονται από τους πολίτες για να αντιμετωπίσουν όσα θεωρούν δικά τους και τους τα στερεί το κράτος. Από όσους αισθάνονται να ισοπεδώνονται και αντιδρούν έστω χλιαρά, έστω αποσπασματικά, αλλά με πρωτόγνωρα ριζοσπαστικούς και δημιουργικούς τρόπους. Τέτοιες πρακτικές ορίζουν διαφορετικές καθημερινότητες, και για την αριστερά αυτό αποτελεί μείζον ερώτημα: Πώς θα καταφέρει να ενισχύσει τέτοιες πρακτικές; Πώς θα καταφέρει να προβάλει τέτοιες πρωτοβουλίες, όχι ως συμπαθείς και γραφικές αλλά ως συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις στις κυρίαρχες πολιτικές; Θα υπάρξει, άραγε, η πρόθεση από μια αριστερή διακυβέρνηση να αφήσει χώρο για να μπορέσουν να συντίθενται πολύμορφες πρακτικές και να μετατρέπονται σε κεντρική πολιτική πρόταση; Θα είναι δυνατόν τέτοιες συνθέσεις να υιοθετηθούν από μια κυβέρνηση και να μην αφεθούν στη διακριτική ευχέρεια πρωτοβουλιών, συλλογικοτήτων, ατόμων και ΜΚΟ; Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν στις απίστευτα δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση, η κυβέρνηση αυτή θα είναι σε θέση να προχωρήσει σε τέτοιου τύπου συνθέσεις, ή αυτές θα θεωρηθούν πολυτέλειες -ή και απειλές- που θα έπρεπε να παραπεμφθούν στο μέλλον. Η δύναμη της αδράνειας μας οδηγεί με σιγουριά στο δεύτερο, για αυτό και έχει σημασία από τώρα να συμβάλλουμε όλοι στη δημιουργία αυτών των ζωτικών χώρων στα έντυπα, στα θέατρα, στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στις πλατείες, στα εγκαταλελειμμένα σπίτια, στους δήμους, στα δίκτυα αλληλεγγύης- και στην υπεράσπιση τους. Όχι μέσα από την εκδικητική μανία όσων θεωρούν εχθρούς όλους τους άλλους εκτός από τους κολλητούς τους, αλλά μέσα από την αλλαγή δικών μας νοοτροπιών. Σίγουρα πολλά από όσα γίνονται δεν έχουμε λόγο να τα υιοθετήσουμε ή και να υπερασπιστούμε. Και επειδή πολλά από όσα παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον φαίνονται απειλητικά για τις τις δικές μας βεβαιότητες, το αίτημα για μεταρρυθμίσεις γίνεται και ένα αίτημα για να επαναπροσδιοριστούν νοοτροπίες και να βγούμε από το δίλημμα αν η θεωρία προηγείται της πράξης ή αν ισχύει το αντίστροφο - ένα δίλημμα που πολλά από όσα γίνονται γύρω μας δείχνουν ότι ανήκει σε μια άλλη εποχή.

Το αφιέρωμα συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή Κώστας Βούλγαρης: Να μοιράσουμε δίκαια τη φτώχεια μας. Αριστερά και λαϊκότητα, «μορφή» και «περιεχόμενο»

2

Seasons in Brent, 2014, Λαδομπογιά σε ξύλο, Λεπτομέρεια

Η απάντηση

στην ασχήμια της εξουσίας είναι η πολύχρωμη ομορφιά ΦΑΙΔΩΝ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Το μαύρο χιόνι, εκδόσεις των συναδέλφων, σελ. 112 Τα πάντα μπορούν να συμβούν όταν ένα τυχαίο γεγονός (στην περίπτωσή μας μια σφοδρή χιονόπτωση) έρχεται να ταράξει τους ρυθμούς μιας ακριτικής πόλης που λειτουργεί με όλους τους κανόνες και θεσμούς μιας ευνομούμενης πολιτείας. Το προανάκρουσμα ήλθε. Μια χιονόπτωση εννέα ημερών ήταν αρκετή για να κλείσει το δημοτικό σχολείο της πόλης και να προκαλέσει την άμεση κινητοποίηση των Αρχών (οι Μεγάλοι Μετεωρολόγοι, ο Μέγας Γεωργός, ο ΚανονιΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΥ

κός Ιατρός, ο Εθνικός Ξενόφοβος, ο Συντονιστικός Δίαυλος, κ.λπ.). Μόνο ο Ανώτατος Νομάρχης δεν επιστρέφει από το εξοχικό του... Το δημοτικό ξαναλειτουργεί εν μέσω πρωτοφανών αλκυονίδων ημερών. Η κόρη του Ανέστη καλείται να πει την πρωινή προσευχή, και τότε... η μικρή σήκωσε το δεξί, το ακούμπησε με ενωμένες τις τρεις άκρες των δαχτύλων στο μέτωπο και είπε: ΧΙΟΝΙ». Έτσι αρχίζει η δεύτερη χιονόπτωση τοπικά και μόνο στον χώρο του συγκεκριμένου δημοτικού σχολείου. Έπειτα από λίγες μέρες το χιόνι εξελίσσεται σε μαύρο παγετώνα, και οι Αρχές αποφασίζουν να παρέμβουν. Με αραμπάδες, με βαριά μηχανήματα, με ελικόπτερα, με αεροκομμάντος , ακόμη και με ένα παγοθραυστικό (που το βγάζουν στη στεριά) προσπαθούν να επιλύσουν το πρόβλημα. Προσπάθεια ανεπιτυχής στα όρια του γελοίου. Τόσο γελοία, ώστε αρχίζει μια παρατεταμένη αναταραχή εντός της χώρας ολόκληρης: Εργοστάσια κλείνουν από τους εργάτες, άεργοι και άνεργοι πανηγυρίζουν στους δρόμους, φθισικός παντρεύεται φθισικιά και οι καλεσμένοι τραγουδούν: «Να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός, να ζήσει το σχολείο, δόξα και τιμή στο μαύρο χιόνι, να πεθάνει ο θάνατος,

να χαίρεται ο αρχικελευστής ο Ανέστης την κόρη του...». Τόσο γελοία, που οι γείτονες της χώρας απαιτούν με την απειλή πολέμου τον ασβέστη που παράγει η συγκεκριμένη ακριτική πόλη. Την έκτη μέρα του μαύρου χιονιού εξαφανίζεται η κόρη του Ανέστη κάτω από τον πάγο σε συγκεκριμένο σημείο της αυλής του σχολείου. Την έβδομη το μαύρο χιόνι σταματά και ξεκινά να λιώνει. Στο σημείο που πρωτολιώνει ο πάγος ξεπετάγεται μια πολύχρωμη πεταλούδα που πετάει και χάνεται ψηλά στον ουρανό. Πετάει πάνω απ’ όλα τα δημοτικά, γυμνάσια, νηπιαγωγεία, λύκεια και πανεπιστήμια της χώρας. Σε όλα αρχίζουν να πέφτουν όχι μαύρες αλλά γαλάζιες, κόκκινες, πράσινες, μοβ, κίτρινες νιφάδες χιονιού. Οι Αρχές πανικοβάλλονται και κλείνουν όλα τα σχολεία της χώρας. Στο δημοτικό σχολείο της ακριτικής πόλης, όταν το μαύρο χιόνι έχει λιώσει ολοκληρωτικά, έχει φτάσει και η λήξη της σχολικής χρονιάς. Στη γιορτή της λήξης, ομάδα παιδιών με τον δάσκαλό τους και τον αρχικελευστή Ανέστη παραμερίζει τους διευθυντές, τους επισήμους και τους αστυνομικούς και φτάνει στο σημείο όπου χάθηκε η συμμαθήτριά τους. Αποθέτουν λίγα λουλούδια και απαγγέλλουν: «Ω κόρη του Ανέστη, πολύχρωμη μαύρη πεταλούδα, δε θα φύγεις από τα όνειρά μας». Το λιτό στην οικονομία του αλληγορικό μυθιστόρημα του Φαίδωνα Χατζηδημητρίου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων, συνδυάζει μεγάλες λογοτεχνικές αρετές: πυκνή αφήγηση, κλιμάκωση, αγωνία, παιγνιώδη ειρωνεία και σαρκασμό, αριστοτεχνική χρήση της γλώσσας και πρόζα στα όρια της ποίησης. Πάνω απ’ όλα όμως δεν ξεμακραίνει από τον πρωταρχικό του στόχο. Μας κάνει ξεκάθαρο ότι η κρίση που μας προκαλεί η όποια εξουσία τελικά δεν μπορεί να σκεπάσει με ένα μαύρο πέπλο τα όνειρα των παιδιών (και, φυσικά, όλων των από τα κάτω...), που θα συνεχίσουν να αναζητούν την πολύχρωμη ομορφιά παρ’ όλες τις απέλπιδες προσπάθειες των Αρχών...


Η ΑΥΓΗ • 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ Πολλές φορές, από τα πρώτα της ποιήματα, η Ρούλα Αλαβέρα πειραματίστηκε συνδυαστικά, συγκριτικά ή διακειμενικά με μορφές καλλιτεχνικής ή γνωσιακής έκφρασης που βρίσκονται πέραν της ποιήσεως, έτσι όπως την ξέρουμε. Την προσέλκυε και την προσελκύει συχνότατα ένα θεώρημα, ή ένα πλέγμα θεωρημάτων, από το πεδίο της φυσικής, της ιστορίας, της τεχνολογίας, και ξεκινώντας από εκεί προσπαθεί με έναν συνειρμικό τρόπο να βρει την πιο καίρια οδό για αναφερθεί σ’ αυτό το πλέγμα μέσω μιας γλώσσας που λίγο ως πολύ έχει τα όριά της, καθώς δεν μπορεί η συμβατικά γραμμένη ποίηση, εννοώ η ποιητική δράση που περιέχεται σε ένα βιβλίο, να ενσωματώσει κάθε αναπαράσταση του αισθητού. Τη διαδικασία αυτή την αντιλήφθηκα στη δεύτερη συλλογή της, τη Δεσποτεία των αντιαζομένων (1969), όπου αντιαζόμενοι και αντιαζόμενα εκφράζουν τη μοιραία συνάφεια ή

25

3

Σημειώσεις για την ποιητική τελετουργία

της Ρούλας Αλαβέρα

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

αντίθεση δυο πλευρών, φαινόμενο που μπορεί να υπόκειται σε πολλές ερμηνείες, αναλόγως με το τι συνιστούν και τι εκπροσωπούν οι πλευρές αυτές. Το δυσπρόσιτο της ποίησης της Αλαβέρα, αρχής γενομένης από την εποχή εκείνη, έγκειται στο ότι από όλη την αγωνιώδη προσπάθειά της να δημιουργήσει ένα είδος διαλόγου, ανάμεσα σε φαινομενικά ανόμοιες μορφές καλλιτεχνικής ή γνωσιακής έκφρασης, μόνο νύξεις διασώζονται στο κειμενικό σύνθεμα που μας δίνεται. Επομένως για να δημιουργηθεί μια επικοινωνία μας με τις φανερές και τις κρυφές όψεις της διαδικασίας, κατά την οποία τα θεωρήματα μεταμορφώνονται σε λόγο ποιητικό, ή πρέπει να είμαστε γνώστες του τρόπου σύνθεσης που επινοεί η φαντασία της Αλαβέρα (πράγμα δυσκολότατο), ή πρέπει να αφεθούμε στον ποιητικό λόγο της χωρίς τις ταξινομήσεις άλογου και έλλογου, δηλαδή χωρίς να μεταφέρουμε στην μη τάξη του ποιητικού νοήματος την τάξη της καθεστηκυίας λογικής.

222 Δημιουργούνται λοιπόν, σ’ ένα προποιητικό στάδιο της Αλαβέρα, υβριδικές συνθέσεις όπου διασταυρώνονται αφανώς πολλές γλώσσες, πολλά θέματα και πολλές τεχνικές, αν και από όλο αυτό το απέραντο πλέγμα ελάχιστα διασώζονται στο σώμα των ποιημάτων, όπως αναφέραμε. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στο πεδίο της ελλαδικής ποίησης, θέλω να πω: η συναίρεση άλλων θεμάτων και γλωσσών, καθώς υπάρχουν τα προηγούμενα του Ιάσονα Δεπούντη, του Έκτορα Κακναβάτου, της Ελένης Βακαλό, του Νάνου Βαλαωρίτη, ίσως και άλλων, όμως σ’ ό,τι αφορά την ποίηση που άρχισε να δημοσιεύεται μετά το 1965 δεν υπάρχουν αρκετές τέτοιες ρηξικέλευθες, συνθετικές προτάσεις. Στην ποίηση της Αλαβέρα, θέατρο, ζωγραφική, μουσική, τέχνες με τις οποίες είχε και έχει ζώσα επαφή για πολλά χρόνια, εκείνη και οι οικείοι της, μαζί με την ιστορία και τα χρονικά, αποτελούν «υλικά» δόμησης του ποιητικού της πεδίου. Με τη συμπαράθεσή τους, φτιάχνουν ένα μεικτό πρωτότυπο είδος, αφού η όλη σύνθεση κατά τον χρόνο της ανάγνωσής μας συνεχώς δομείται και αποδομείται, έχει κίνηση και ρυθμό αφ’ εαυτής, αποτελούμενη από στοιχεία ασταθή, απεριόριστα (δεν τίθεται σ’ αυτά όριο), αλλά και οιονεί ζωντανά μέσα σ’ αυτή την άναρχη συνύπαρξή τους. Χαρακτηριστικά είναι τα βιβλία της: Ακηδία (1983) όπου η αφαίρεση της ποίησης της Αλαβέρα συνομιλεί με τον αντίλογο των σχεδίων του Γιάννη Τσεκλένη, Υποθέσεις ενός ξοάνου της παρακμής και της Καίτε Κόλλβιτς (1986), όπου εδώ δεν είναι μόνο τα χαρακτικά της πολιτικοποιημένης γερμανίδας Κόλλβιτς με τα οποία πλέκεται ένα διαλεκτικό παιχνίδι θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης, αλλά και η εποχή, ο ορίζοντας της ιστορίας, τα Έξη ελληνικά κεντήματα

για την Αμαλία Μεγαπάνου (1998), και το πρόσφατο, Mec(c)ano και η Εκάτη (2012).

222 Αν και ο ποιητικός λόγος της Αλαβέρα βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στη συνειρμική ανάπτυξη και μοιάζει να έχει μια σχέση αυτοματική με τη φαντασία, στην ουσία είναι ένας λόγος μελετημένος ως προς το ρυθμό και τη δομή του. Επειδή εμφανίζεται τεμαχισμένος σε εικόνες, φράσεις και σύντομες προτάσεις, δημιουργεί την αίσθηση ενός σπαραγμένου κειμένου, μιας έκκεντρης γλώσσας που μας αναπαριστά έναν ασυνεχή και κατακερματισμένο κόσμο. Με ένταση, με φρενήρη ορμή, αλλά και με σαρκαστική/δραματική διάθεση, η ποίηση της Αλαβέρα συχνά νεολογίζει, φτιάχνει λέξεις, δανείζεται όρους επιστημονικούς ή άλλους, χρησιμοποιεί επιφωνήματα, είναι σε μια διαρκή κίνηση που θέλει να αποδώσει το καίριο με ό,τι το πιο καινοτόμο και παιγνιώδες. Στην πρόσφατη συλλογή της Mec(c)ano και η Εκάτη η συνδυαστική της τόλμη γίνεται και πάλι έντονα ρηξικέλευθη και ανοιχτή, συναιρώντας σ’ ένα διϊστορικό παιχνίδι μύθους και έννοιες ποικίλες, όπως το παλιό αρθρωτό παιδικό παιχνίδι που έχει δανείσει την ονομασία του σ’ ένα ολλανδικό μουσικό συγκρότημα ή η θεά Εκάτη η οποία λατρευόταν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο ως μετενσάρκωση της σελήνης. Έτσι, αφ’ εαυτού τούτο το ποιητικό σύνθεμα της Αλαβέρα είναι ανοιχτό πολλαπλά, στον χρόνο της ιστορίας, στη διαδοχή των μύθων, στη μεταμόρφωση των σημασιών, και, λόγω ακριβώς του αενάως η-

μιτελούς της δομής του, καλεί τον αναγνώστη να προσθέσει κι εκείνος τα δικά του συμπληρώματα στα κενά. Λόγου χάριν, η μνεία του «Ανδαλουσιανού σκύλου» μας τρέπει να ανακαλέσουμε το γνωστό πειραματικό και πρωτοποριακό φιλμ του Λουίς Μπουνιουέλ, τα αποσπάσματα από διηγήσεις μεσαιωνικών και βυζαντινών χρονικών υποβάλλουν την ανθεκτικότητα των μύθων. Και όλα αυτά μέσα σ’ ένα είδος μαγικής τελετουργίας.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Ευμενής ανάμνηση, θα είσαι θρύλος ο καλός να ερμηνεύεις θρύλους, θελήματα ουράνιων εστιούχων. Λίκνο για τον μικρόψυχο καιρό στο μαξιλάρι της Καρπάθου, πουλί στο σπίτι· εφτά σταυροί στο ύψωμα. Σε κάθε στίγμα υπονόμευε, οι βελονιές σταυρού, παυσίπονες (Έξη ελληνικά κεντήματα για την Αμαλία Μεγαπάνου)


ς

26 Πρόκειται για το αφήγημα του Άγγελου Ελεφάντη Minima Memorialia. Η ιστορία του παππού μου, «Πόλις» 2001. Ένα αφήγημα, λογοτεχνικών προθέσεων, η ανάγνωση του οποίου αφήνει στον μοναχικό αναγνώστη την αίσθηση ότι κάπου δίπλα ακούγεται μια φωνή, κάπου δίπλα, κάποιος αφηγείται μια παλιά ιστορία. Στην ουσία Η ιστορία του παππού μου αποτελεί ένα πρόσχημα γραφής, ένα αδρό στημόνι στο οποίο, ο Ελεφάντης, δοκιμασμένος χρήστης του θεωρητικού και φιλοσοφημένου λόγου, ενυφαίνει τα σημαντικά -ασυνήθιστα συμβάντα κατά τον ορισμό του Αλεξάντερ Νικηφόροφ1γεγονότα της ζωής του παππού του, της γιαγιάς, μελών της οικογένειας, τις δικές του μνήμες σε πυκνή αντίστιξη με την αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ και γεγονότων του Εμφυλίου. Ο Ελεφάντης, δεν βιογραφεί μόνο τον φυγόδικο παππού αλλά και κομμάτια της δικής του ζωής. Βρισκόμαστε στο σημερινό Νεχώρι, παλαιό οικισμό που πήρε το όνομα Κοστριάς από κάποιον μανιάτη stradioto, που κατέφυγε και στέριωσε στα βουνά του Τυφρηστού τον 17ο αιώνα. Ακούμε τα τοπωνύμια που μας προσανατολίζουν στις πλαγιές του Βελουχιού, αισθανόμαστε τον αέρα του «δάσους που ‘φτανε ως τις αυλές των σπιτιών» και μαθαίνουμε ότι το Καρπενήσι με τις μεταποιητικές του δραστηριότητες ήταν η

Η ΑΥΓΗ • 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Ο Άγγελος Ελεφάντης

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΗΣ ΝΤΑΤΣΗ

κωμόπολη όπου έφταναν οι Νεχωρίτες με «τέσσερις ώρες καλό ποδαρόδρομο». Είναι το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα της αφήγησης. Καταρχήν, ο χώρος ως τοπογραφία που δεξιώθηκε παλαιότερα τον κλέφτη Μπουκουβάλα, τον Καραϊσκάκη και τους Κατσαντωναίους, στη συνέχεια για σχεδόν τρεις αιώνες τους Νεχωρίτες -ανάμεσά τους και τον παππού Μηλιάκη- για να κλείσει το γεωγραφικό του ρόλο, ως χώρος αντιστασιακής δράσης του ΕΛΑΣ. Και είναι ακόμη ο χρόνος ως γεγονός, ως βίωμα, ως ιστορία. Οι μνήμες για τη ζωή του παππού και της οικογένειας, προβάλλονται και διαπλέκονται κιόλας από τις πρώτες σελίδες με τα γεγονότα της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Τι κράτησε όμως η μνήμη της οικογένειας για τον μυθικό πρόγονο; Ό,τι έβγαινε έξω από τα κοινά και τετριμμένα της ζωής των περισσότερων, των κοινών ανθρώπων. Κράτησε αυτά που έκρινε ότι άξιζε ο κόπος να τα αφηγούνται τα παιδιά και τα εγγόνια του στα δικά τους παιδιά και εγγόνια. Αυτό όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια, μόλις δύο σειρές γενεών, αφού ο Δημ. Μηλιάκης είχε την τύχη να έχει ένα εγγόνι χαρισματικό. Είναι ο Άγγελος που με τη γραφή του σταμάτησε τη ροή της προφορικής παράδοσης και την πιο πέρα μυθοποιητική διεργασία για να την παγιώσει ως γραπτή ιστορία. Αλλά ποια είναι τα ασυνήθιστα συμβάντα της ζωής του ξυλοκόπου και δεινού πελεκητή Δημητρίου Μηλιάκη, που έζησε και έδρασε ανάμεσα στο 1870 και το 1937 (χρονιά του θανάτου του στο Άθενς της Τζώρτζια στην Αμερική), που τον ξεχώρισαν από τους άλλους προγόνους και τον κατέστησαν ήρωα της ζωής και της γραφής; Καταρχήν η φυσική του παρουσία: ήταν μεγαλόσωμος με σχεδόν υπερφυσική σωματική δύναμη. Η μνήμη της γιαγιάς επιβεβαιώνεται από τον εγγονό Άγγελο όταν με δέος αντίκρισε κάποτε, ξεχασμένο στο υπόγειο του σπιτιού του Νεχωριού, το υπερμεγέθες τσεκούρι του παππού του. Η σωματική διάπλαση του ορεσίβιου νεχωρίτη, που με δεξιότητα και δύναμη υλοτομεί και χτίζει στις πλαγιές του Βελουχιού, υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα. Και όσα του συνέβησαν κατόπι είναι σαν να δικαίωσαν στη μνήμη των απογόνων του, την υπέρβαση του βιολογικού κανόνα. Όπως και πολλοί συντοπίτες του, ήταν ανυπότακτος. άλλωστε οι νεχωρίτες «δεν είχαν ακόμη ενστερνιστεί την ανάγκη δημιουργίας εθνικού στρατού που στην υπηρεσία της μεγάλης ιδέας θα λευτέρωνε τους αλύτρωτους έλληνες». Όντας ανυπότακτος, συλλαμβάνεται και στρατεύεται το 1909 σε ηλικία 35 χρονών. Τον ίδιο χρόνο ένα κορυφαίο γεγονός ανατρέπει τη ζωή, τη δική του και της οικογένειας: σκοτώνει, στο Τατόι, όπου υπηρετούσε τη θητεία του στην ανακτορική φρουρά, το λοχαγό του. Πατέρας ήδη τριών παιδιών, φυγαδεύεται στην Αμερική όπου και πεθαίνει το 1937, πριν τερματιστεί η ερημοδικία που κρατούσε σαράντα χρόνια. Αυτά και το χρηματικό κεφάλαιο που κλή-

Minimum Communication, 2013, Λαδομπογιά σε ξύλο, 220 x 55 εκ.

θηκαν να κληρονομήσουν τα παιδιά του το 1938, μετά το θάνατό του, είναι τα κομβικά σημεία της ζωής του ξυλοκόπου και πελεκάνου Δημήτρη Μηλιάκη, παππού του Άγγελου Ελεφάντη. Υπάρχουν όμως και άλλα αξιομνημόνευτα ασυνήθιστα συμβάντα και συμπεριφορές της ευρύτερης οικογένειας που ο αφηγητής οφείλει να παγιώσει με τη γραφή: η φιγούρα της γιαγιάς Μηλιακούς. Είναι η καθαροπρόσωπη χωρική του εξωφύλλου του βιβλίου, η Ελισάβετ με τους εννιά αδερφούς (ο αριθμός των αρσενικών μαγικός και η ανάκληση της Ευδοκιάς Του νεκρού αδερφού αναμενόμενη), που κατάφεραν να αποτρέψουν την απαγωγή της αδερφής τους από ληστές της εποχής. Είναι η μάνα που ανέλαβε, μετά τη διαφυγή του νοικοκύρη της στην Αμερική, το βάρος της οικογένειας και των τριών παιδιών της: όργωνε η ίδια τα χωράφια, αλώνιζε τα γεννήματα, έκανε τον αγωγιάτη και τέλος τη μυλωνού. Και κάτι ακόμη: το 1947, μέσα στην εκκλησιά του χωριού, σήκωσε το μπαστούνι της και τόλμησε να επιπλήξει τον συγχωριανό της, καπετάν-Κωστούλα, γιατί ζήτησε επιστράτευση κοριτσιών του χωριού από τον ΕΛΑΣ. Ο εγγονός καταγράφει το επεισόδιο ως αυτόπτης μάρτυς. Σε αυτά τα σημαντικά γεγονότα των προγόνων που λειτουργούν ως αφηγηματικό βάθος, ο αφηγητής των minima memorialia διαπλέκει και εντάσσει τα γεγονότα της Αντίστασης, την ιστορική και κοινωνική τοπογραφία του χωριού, τη βιωματική πραγματικότητα των κατοίκων του, τις προσωπικές του μνήμες. Η αφήγηση προχωρεί παλινδρομώντας ακατάπαυστα από τα ασυνήθιστα συμβάντα της ζωής του παππού Μηλιάκη και της γιαγιάς στα συμφραζόμενα του χωροχρόνου της δράσης τους, στα πρόσωπα και στις πράξεις των πρωταγωνιστών του ΕΛΑΣ. Ο Άρης, ο Ερμής, ο Σαράφης, ο Μάρκος, ο Γιώτης, ονόματα θρυλικά του αντιστασιακού αγώνα δικαιώνουν τον ανυπόταχτο, ηρωικό χαρακτήρα της τοπογραφίας Νεχωρίου. Αυτή είναι η θετική μνήμη της ιστορίας του χωριού. Υπάρχει όμως και η αρνητική, όχι του μερικού, που αφορά σε εξατομικευμένες, ανοίκειες συμπεριφορές -που κι αυτές υπήρξαν και κρίνονται- αλλά του γενικού. Είναι η πραγματικότητα του Εμφυλίου που «έκανε τους άλλους, τους πατροπαράδοτους της εξουσίας ν’ αντιδράσουν με τέτοια αναλγησία ώστε στον Εμφύλιο, παίρνοντας χρήμα, πολύ χρήμα, όπλα και κουράγιο από τους Αγγλοαμερικανούς, να περάσουν διά στόματος μαχαίρας όλον αυτό τον ξεσηκωμένο κόσμο, να τον ταπεινώσουν, να τον ξεφτιλίσουν». Αυτή η αλήθεια βρίσκεται σε ετεροχρονισμένη αντίστιξη με μια άλλη αλήθεια, με την πραγματικότητα που αντιμετώπισε ο παππούς Μηλιάκης, όταν φυγόδικος, μαζί με άλλους μετανάστες, πάτησε το πόδι του στη Γη της Ελευθερίας: «Έπρεπε», γράφει, «Να τους τιθασεύσουν, να τους κάνουν πειθαρχικούς εργάτες με κανονικό ωράριο ώστε το πρωί να επιστρέφουν στο ίδιο εργοστάσιο, στο ίδιο έργο, στον ίδιο εργοδότη, στην ίδια μηχανή που είχαν αφήσει το προηγούμενο βράδυ... ο ταιηλορισμός ήθελε απελπισμένους αλλά πειθαρχικούς εργαζόμενους ώστε να λειτουργήσει η αλυσίδα της παραγωγής», για να διατυπώσει στη συνέχεια με πικρία τούς λόγους για τους οποίους δεν τελεσφόρησε το κίνημα των «Ελεύθερων Εργατών του Κόσμου». Οι δομικές σχέσεις παραμένουν οι ίδιες. Το πεδίο και οι τρόποι εφαρμογής αλλάζουν. Ασύμμετροι και ποικιλώνυμοι πόλεμοι παντού για τον θρίαμβο του καπιταλισμού. Εκείνο όμως που δεσπόζει στην αφήγηση είναι η νοητή γραμμή στην οποία συστοιχούνται πρόσωπα αναγκασμένα να δράσουν σε ένα ανυπόταχτο τοπίο, που ωστόσο λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο: οι ήρωες του ‘21, ο παππούς Μηλιάκης, παράδειγμα απελεύθερης συνείδησης και πρακτικής, η γιαγιά που επωμίστηκε επάξια το ρόλο του απόντα πατέρα, οι πρωταγωνιστές του αντιστασιακού αγώνα, ο ίδιος ο Ελεφάντης. Είναι κι αυτός ένα από τα δρώντα πρόσωπα. Βίωσε το ξερόγγιασμα των χωραφιών, κολύμπησε με τους συνομηλίκους στην ποταμίσια γούρνα, ένιωσε το άρωμα του σπιτικού φούρνου, έφαγε ψωμί καθάριο, άκουσε τον δροσερό θόρυβο των νερών της νεροτριβής. Είδε όμως και τις ριπές των πυροβόλων του εθνικού στρατού να χτυπούν τους συγχωρια-


Η ΑΥΓΗ • 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

39

5

ως λαϊκός αφηγητής Trough, 2014, Φλούδες από ξύλο ραμμένες με κλωστή και λαδομπογιά 90 x 220 x 40 εκ.

χές του αιώνα εκβάλλουν ή μάλλον εισβάλλουν άλλες κατηγορίες χρόνου: ο χρόνος του οργανωμένου Κράτους και της Διοίκησης, ο χρόνος των μηχανών και της βιομηχανικής παραγωγής, ο χρόνος των ιστορικών γεγονότων. Είναι οι χρόνοι που ήρθαν να κατακερματίσουν και να τραυματίσουν θανάσιμα την ενότητα του χρονοτόπου της ζωής των συγχωριανών του, ενότητα που «έφερνε κοντά και σχεδόν συγχώνευε το παιδικό λίκνο και τον τάφο, (το ίδιο καταφύγιο, η ίδια γη) την παιδική ηλικία και τα γηρατειά, (το ίδιο δάσος, το ίδιο ποτάμι, οι ίδιες φλαμουριές, το ίδιο σπίτι), τη ζωή των διάφορων γενεών που έζησαν στις ίδιες συνθήκες είδαν τα ίδια πράγματα»5. Αυτόν τον ενοποιημένο χρονοτόπο, στην δραματική του σύγκρουση με τους άλλους και με τον δικό του εξιστορεί ο Ελεφάντης στα minima memorialia. Τον εξιστορεί, ως απόηχο της συλλογικής μνήμης της οικείας ομάδας και ως προσωπική μαρτυρία, και τον αξιολογεί ως συνείδηση που δεν τον πρόδωσε ποτέ, όντας ο ίδιος ένας ολικός τεχνίτης της ζωής και της γραφής. 1

νούς του την ώρα που γύριζαν απ’ τη βοσκή και τα χωράφια, έγινε και «ανταρτόπληκτος». ΄Ηχοι και εικόνες, οσμές και αισθήματα αλλά και ο καταιγισμός των πυροβολισμών του Εμφυλίου συνθέτουν το μυθολογικό σύμπαν του μικρού Άγγελου. Ένα σύμπαν που το βρίσκομε καταχωνιασμένο στη μνήμη και άλλων συνομήλικων ή σχεδόν συνομηλίκων, που βίωσαν ως παιδιά το ακατανόητο των τεκταινόμενων. Τι είναι τελικά το κείμενο του Ελεφάντη; Κείμενο λογοτεχνίας ή μια αφήγηση χωρίς πρόθεση ποιητικής διαχείρισης του βιωματικού υλικού; Σίγουρα δεν συμβαίνει το δεύτερο. Ο Ελεφάντης δεν ιστορεί τοποθετώντας αδιάφορα σε χρονική αλληλουχία γεγονότα που άκουσε ή έζησε. Πρόθεσή του είναι να οργανώσει το υλικό με τρόπο που να μην προδώσει καταρχήν την πρόθεση της οικογένειας, δηλαδή τη διαμόρφωση και την αναπαραγωγή μιας ιστορίας ενδιαφέρουσας που ακούγεται ευχάριστα κατά τον πιο ανώδυνο ορισμό των λαϊκών αφηγήσεων. Όφειλε λοιπόν να αναδείξει την ιστορική ποιητική των γεγονότων, και να την καταξιώσει ως τέτοια με τη γραφή. Και αυτό αποπειράθηκε. Τα εξωτερικά γνωρίσματα του λόγου του, όπως: πυκνές διακοπές και μικρές, ανακουφιστικές για την αναπνοή, προτάσεις. στερεότυπα λεκτικά σχήματα, λογότυποι: «τέλος πάντων γυρνάμε [εδώ αφηγηματική τεχνική και όχι στοιχείο ρεαλισμού] στο χωριό του παππού», που θυμίζουν τα «κοντολογίς, ή για να μη πολυλογούμε». ολιγόλεξες προτάσεις στο τέλος της κάθε αφηγηματικής ενότητας ως επιμύθιο: «και σφυρίγματα όλων των ειδών» ή «ήτανε κυνηγός» ή «δεν γνωρίζουμε το πρόσωπό του» ή «Είχε ψυχολογικά προβλήματα είπαν» ή «ποιος ξέρει ποιους ονόμαζαν τότε βούλγαρους». και όταν η ρύμη του λόγου το απαιτεί ο παρελθοντικός χρόνος ζωντανεύει ως παρόν με ενεργό άκρο τον σύνδεσμο λοιπόν «είχαμε λοιπόν εκείνο το απόγευμα κολυμπήσει» ή «αυτόν λοιπόν τον σκληρό μαχητή τον στείλανε...» ή «τη γιαγιά λοιπόν, όταν ήταν να...». Όλα τα παραπάνω, και πολλά άλλα, προσιδιάζουν στην προφορική ιστόρηση των πραγματικών ή φαντασιακών ασυνήθιστων συμβάντων. Υπάρχει όμως και μια βαθύτερη σχέση που συνδέει τα Minima Memorιalia με την ποιητική του χωροχρόνου του λαϊκού πολιτισμού. Η μπαχτινική έννοια-κλειδί cronotopos αποτελεί μια από τις βασικές σταθερές βάθους αυτής της ποιητικής. Ο cronotopos στα Minima Memorialia έχει τον ενιαίο και πλήρη ρυθμικών σχημάτων2, χαρακτήρα του λαϊκού χωροχρόνου. Εδώ υπάρχει «η οργανική συνάφεια και συναρμογή της ζωής και των συμβάντων της με το χώρο: με τη γενέθλια γη και με όλες τις κρυφές γωνιές της, με τα βουνά, με τις κοιλάδες, με τα χωράφια, με τα ποτάμια, με το δάσος, με το πα-

τρικό σπίτι.... αυτός ο μικρός χωρικός κόσμος είναι περιορισμένος και αυτάρκης, και ουσιαστικά δεν είναι δεμένος με άλλους τόπους και με τον υπόλοιπο κόσμο».3 Όμως σε αυτόν τον περιορισμένο τόπο, οι γενιές διαδέχονται για αιώνες η μια την άλλη και η διάρκεια της αλληλουχίας των γενεών, που μπορεί να είναι απεριόριστη, συνιστά τη διάσταση της ενιαίας αντίληψης του χρόνου. Και ακριβώς: «η ενότητα της ζωής των γενεών (γενικά της ζωής ανθρώπων)... προσδιορίζεται από την ενότητα του χώρου, από την αιωνόβια συναρμογή της ζωής των γενεών σε ένα μόνο τόπο, από τον οποίο αυτή ζωή είναι αδιαχώριστη»4. Σε αυτόν τον οργανικά ενιαίο χώρο της ελληνικής παράδοσης μας μεταφέρει ο Ελεφάντης, όταν μας ξεναγεί στην τοπογραφία του δικού του Νεχωριού, αυτή η έννοια του χώρου δεσπόζει μέσα του όταν γράφει τα Minima Memmorialia. Και σε αυτή τη χωρική ενότητα όπως ήταν διαμορφωμένη στις αρ-

Ο ρώσος Alexander I. Nikiforov, προδρομική φυσιογνωμία των θεωρητικών της λαϊκής λογοτεχνίας των αρχών του περασμένου αιώνα, διατύπωσε για τα λαϊκά αφηγήματα και ειδικά για τα παραμύθια τον εξής πλήρη ορισμό: «τα παραμύθια είναι προφορικές αφηγήσεις που τις αφηγείται ο λαός για ψυχαγωγία, στις οποίες περιγράφονται ασυνήθιστα συμβάντα ( φανταστικά, θαυματουργά, ή της καθημερινής ζωής) και διακρίνονται για την ιδιαίτερη συνθετική και αισθητική δομή τους». Παρατίθεται στο Vlad. Ja. Propp, la fiaba russa, Einaudi, Torino 1990, σ. 22 2 Ο Ελεφάντης είχε βαθιά βιωματική και θεωρητική γνώση των ρυθμών που όριζαν τον χωροχρόνο της γενέθλιας γης. Άλλωστε η ανθρωπολογική του παιδεία τον ώθησε και στην εξαιρετική μετάφραση του βιβλίου του Andrè Leroi-Gourhan Το έργο και η ομιλία του ανθρώπου, Αθήνα ΜΙΕΤ [τομ. 1ος Τεχνική και γλώσσα ,2000. Τόμ. 2ος Η μνήμη και οι ρυθμοί 2007]. Διατυπώσεις όπως «Οι ρυθμοί είναι δημιουργοί του χώρου και του χρόνου. Χώρος και χρόνος δεν βιώνονται παρά μόνο στο μέτρο που αποκρυσταλλώνονται σε ένα ρυθμικό περίβλημα. Οι ρυθμοί επίσης είναι δημιουργοί μορφών» [ό.π. τομ. 2ος σ. 156] δεν θα πρέπει να τον άφησαν αδιάφορο κατά την ιστόρηση του δικού του χωροχρόνου. 3 Michail Bachtin Estetica e Romanzo Einaudi, Torino (1977η) 1997, σ.373 4 M. Bachtin, ό.π., σ. 373 5 M. Bachtin, ό.π. 373

Η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση είναι πρώην πανεπιστημιακός

Θανάσης Αθανασίου: «Θραύσματα σκέψεων» Εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 166 Με πρόλογο του καθηγητή Γιώργου Τσάκαλου κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Θανάση Αθανασίου, γνωστού αγωνιστή της πρώτης αντιδικτατορικής νεολαιίστικης γενιάς και στελέχους της Ανανεωτικής Αριστεράς. Στο βιβλίο, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας «συστήνεται», εκφέρει τη δική του «υποκειμενική αλήθεια». Δεν διεκδικεί (αυτο)δικαιώσεις, δεν υπηρετεί δογματικές βεβαιότητες, αλλά ασκεί έμπρακτα το δικαίωμα που έχει κατακτήσει με την πολύχρονη αγωνιστική δράση του να στοχάζεται, κριτικά και αυτοκριτικά, με το «ένθεο πάθος» του αριστερού, που περικλείει όνειρα, φόβους, διαψεύσεις και προσδοκίες. Ο συγγραφέας και σύντροφος έχει το χάρισμα να προκαλεί τον διάλογο και τον αντίλογο. Στα κείμενά του, αναγνωρίζει κανείς τη «βιωμένη σοφία», με τις άμεσες αναφορές όχι μόνο στα χρόνια της φυλακής, αλλά γενικότερα στην ικανότητά του να αποτυπώνει σκέψεις, «θραύσματα σκέψεων», που ενεργοποιούν συναισθηματικά αλλά και έλλογα τον α-

ναγνώστη. Ενδεικτικές είναι οι ενότητες που συναπαρτίζουν το βιβλίο. «Θεωρήσεις αφεύγατες», «Όψεις της σύγχρονης Ελλάδας», «Στην Αριστερά της θεωρίας και της πολιτικής», «Ατομοκεντρικά», «Αταξινόμητα». Το προηγούμενο βιβλίο του Θανάση Αθανασίου ήταν «Πολιτικά Σύμμεικτα για την Αριστερά του 21ου αιώνα», μια καθολικότερη θέαση του πολιτικού και του κοινωνικού προβλήματος. Τώρα, ο συγγραφέας μιλάει πιο «ατομοκεντρικά», αλλά και πάλι με την επιδίωξη της συλλογικής θέασης. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Ν.Φ.


40

Η ΑΥΓΗ • 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

Πεθαίνοντας για την πατρίδα... 100 χρόνια από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, και με το βλέμμα στα γεγονότα στην Ουκρανία «Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα», λέγεται ότι ήταν τα τελευταία λόγια του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη πριν πεθάνει στις 28 Νοεμβρίου του 1912 στο χωριό Δρίσκος στην Ήπειρο... Μόλις δυο χρόνια αργότερα, οι άνθρωποι του πνεύματος, που συμμετείχαν στις πρώτες μάχες του δυτικού και του ανατολικού μετώπου, θα μπορούσαν δικαίως να του απαντήσουν: «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...». Διαβάζοντας σήμερα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς, πώς ήταν δυνατόν να συμβεί ο Δεύτερος, πώς είναι δυνατόν έστω ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

και ως μια αμυδρή σκέψη να αναφέρεται ο Τρίτος. Και πώς είναι δυνατόν, οι ποιητές, παντοτινοί προφήτες και πρόδρομοι, να μην είχαν οραματιστεί τη λαίλαπα που κοντοζύγωνε. Ο πόλεμος του 1914 ονομάστηκε Πρώτος Παγκόσμιος 25 χρόνια αργότερα, το 1939, αφότου ξεκίνησε ο Δεύτερος. Μέχρι τότε τον ανέφεραν ως Μεγάλο. Αλλά Μεγάλος ως τί; Ως ιδέα; Μεγάλος σε διαστάσεις; Σε θύματα; Σε καταστροφές; Δύσκολα αποκαλείς «Μεγάλο» έναν πόλεμο που εξαρχής στόχευε σε μαζικούς θανάτους: ο Γούντροου Ουίλσον, 28ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, είπε: «Όλοι ψάχνουν και δεν βρίσκουν την αιτία του πολέμου. Οι αναζητήσεις αυτές είναι μάταιες, διότι δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη αιτία, αλλά ήταν όλες οι αιτίες μαζί». Η δήλωση αυτή ωστόσο δεν διαφωτίζει καθόλου το τοπίο, δεν μας διευκολύνει για να δικαιολογήσουμε πάνω από 10 εκατομμύρια θανάτους νεαρών, παραγωγικών ανδρών, την καταστροφή οικολογική, πολιτιστική, κοινωνική- που υπέστη η Ευρώπη, την κατάθλιψη που κυρίεψε τον κόσμο και μοιραία τον οδήγησε στον Δεύτερο, ακόμα καταστροφικότερο πόλεμο. Για τη δική τους πατρίδα πέθαιναν οι Γερμανοί, οι Ρώσοι, για τη δική τους, οι Γάλλοι και οι Εγγλέζοι, ο καθένας για τη δική του. Και μόνο οι Βέλγοι, «τα σοκολατένια στρατιωτάκια», όπως αποκαλούσαν το βελγικό στρατό, αφού βρέθηκαν στη δίνη των πρώτων μαχών του πολέμου για ξένα ιδανικά και ξένα συμφέροντα, ήταν οι πρώτοι που γνώρισαν το πραγματικό πρόσωπο του νέου τύπου πολεμικής μηχανής, μιας ανελέητης κρεατομηχανής. Πέθαιναν, ενώ δεν ήταν έτοιμοι να πεθάνουν. Η Ευρώπη, αλλά και η Αμερική, φάνηκαν αφελείς. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στάθηκε για την ανθρωπότητα των αρχών του 20ού αιώνα, όπως θα φάνταζε για μας ο Πόλεμος των άστρων, ο διαγαλαξιακός πόλεμος. Ο θάνατος για την πατρίδα δεν ήταν πια γλυκός, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν καν ηρωικός, γιατί αυτός ο ασύλληπτος πόλεμος αφαιρούσε από τους γεμάτους ρομαντισμό και γενναιότητα νεαρούς άνδρες την τιμή να πεθάνουν σαν ήρωες. Τους εξευτέλιζε, τους ακρωτηρίαζε, τους τρέλαινε. Ο στρατιώτης που πάθαινε «το σοκ των οβίδων» έχανε την ισορροπία του, τον προσανατολισμό, δεν μπορούσε να τρέξει, να ανταποκριθεί στις διαταγές, και συχνά τον εκτελούσαν ως λιποτάκτη... Πέθαινε σαν δειλός, σαν σκουλήκι, εκείνος που πιθανόν πήγε στον πόλεμο εθελοντής, που, σαν τον Λορέντζο Μαβίλη, λαχταρούσε έναν γλυκό θάνατο για την πατρίδα. Η πιο πικρή ειρωνεία: η γενεά του Μεγάλου Πολέμου ονομάστηκε «χαμένη γενεά». Και είναι η μεγαλύτερη αλήθεια, η αποκωδικοποίηση της σιβυλλικής φράσης του Ουίλσον. Μόνο στους πρώτους πέντε μήνες του πολέμου, μέχρι την αυγή του Σωτήριου Έτους 1915, σκοτώθηκαν ένα εκατομμύριο άνδρες. Από το περίφημο Πεθαίνοντας για την πατρίδα έμεινε μόνο το πρώτο σκέλος... Τα νέα όπλα ανέτρεψαν την πολεμική παρτίδα που συνήθως παιζόταν στον κόσμο. Ο τελευταίος πόλεμος ανάμεσα στους γίγαντες της Ευρώπης ήταν η γαλλοπρωσική σύρραξη του 1870-1871, και η Δύση πίστεψε ότι ο νέος πόλεμος θα αναζωογονήσει, θα ξυπνήσει τους λαούς της,

θα φρεσκάρει το πνεύμα. Θα είναι καθαρτικός πόλεμος. Στον πόλεμο ετοιμάζονταν όπως ετοιμάζονται για μια παρέλαση: ο αγγλικός στρατός είχε να πατήσει την ευρωπαϊκή ήπειρο εδώ κι έναν αιώνα, από τους Ναπολεόντειους πολέμους, και οι φλεγματικοί πλην γενναίοι κάτοικοι της Αλβιόνας ετοιμάζονται για ένα νέο Βατερλό, για έναν νέο θρίαμβο. Σέλωναν τα άτια τους και ακονίζανε τα ξίφη. Μόνο που ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα εκτελέστηκε εν ψυχρώ, εξ επαφής, τις πρώτες κιόλας μέρες, με τα πλέον σύγχρονα αυτόματα όπλα και πυροβολικά. Έγινε κομμάτια, με μύδρους που έφτυναν χιλιάδες κάννες. Ο κόσμος ανέκαθεν επινοούσε αποτελεσματικότερα τους τρόπους να σκοτώνει παρά να θεραπεύει. Σε ένα τέτοιο πόλεμο έφευγε εθελοντής και ο Νικολάι Γκουμιλιόφ: Υπάρχουν τόσες πολλές άξιες ζωές, Αλλά ο μόνος άξιος είναι ο Θάνατος. Και μόνο κάτω από τις σφαίρες, στα ήρεμα χαρακώματα Πιστεύεις στο λάβαρο του Κυρίου, στον ουρανό. Και γι’ αυτό καταλαβαίνεις τόσο ξεκάθαρα, Ότι την μοναδική, την ύστατη στιγμή, Την στιγμή, που σαν κόκκινο σύννεφο Η γλυκιά μέρα σβήνει από τα μάτια μας Ο ουράνιος θόλος θ’ ανοίξει Καλώντας την ψυχή, κι αυτή την ψυχή Θα οδηγήσουν στα αστραφτερά ύψη Τα λευκά άτια. Ο Αρχηγός εκεί φορά αστραφτερή πανοπλία, Και περικεφαλαία με αστρικές ακτίνες. Και σε αρχαία, ασίκικη μάχη Καλούν οι φτερωτοί σαλπιγκτές. Αλλά κι εδώ, στη γη δεν είναι διαφορετικά Ο θάνατος είναι επίσης ξεκάθαρος και απλός. Εδώ ο σύντροφος θρηνεί τον σύντροφο Και τον νεκροφιλάει. Εδώ ο ιερέας με τρύπια ράσα Ψέλνει εμπνευσμένα Και παίζεται το εμβατήριο Πάνω από το χαμηλό λοφάκι θα γράψει το 1915 στο ποίημά του «Ο θάνατος». Σαν μια νικηφόρα βυζαντινή εκστρατεία φάνταζε ο πόλεμος

On the shoulders of giants I have a diver down, 2014, Φλούδες από ξύλο ραμμένες με κλωστή και λαδομπογιά, Λεπτομέρεια

στα μάτια του 50χρονου το 1914 συμβολιστή ποιητή Φιόντορ Σολλογκούμπ: η αναγγελία του πολέμου ήταν γι’ αυτόν ένα μοιραίο σημάδι, μια ουράνια σάλπιγγα, που καλούσε στην αναγέννηση της Ρωσίας, σήμαινε αφύπνιση της εθνικής συνείδησης του ρωσικού λαού. Αυτή η σάλπιγγα ξύπνησε και τη Μεγάλη Ιδέα, την ιδέα ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επιστροφής της Ορθοδοξίας στα παράλια του Βοσπόρου. Στις αρχές του ίδιου Σωτήριου Έτους 1915 ο Σολλογκούπ θα γράψει: Πάλι είμαστε γεμάτοι ελπίδες. Πάλι είμαστε δυνατοί στην πίστη μας. Παφλάστε, άσωτα κύματα! Βγείτε αληθινά, εύθυμα όνειρα! Βροντούν τα κανόνια στο Βόσπορο Και σε λίγο θα λευτερωθούν Οι δρόμοι για τα καράβια μας... Μακριά από το βόρειο χειμώνα, Εκεί που πριν τα πάντα ήταν ξένα Και όπου κι εμείς ήμασταν ξένοι, Θα γίνουν δικά μας αυτά τα χώματα, Και ο μεσογειακός παφλασμός των κυμάτων, Όσα ποθούσαμε Όσα χαιρόμασταν μονάχα στα όνειρά μας. Όχι, πέντε αιώνες δεν θα περάσουν Από τότε, που ο οικουμενικός ναός της Βασιλεύουσας Έγινε μουσουλμάνικο τζαμί, Πιο λαμπερή κι από τα άστρα Στα όνειρά σου, Ρωσία, Η Σοφία του Ιουστινιανού Πάλι θα υψώσει τον άγιο σταυρό. Θα αναγεννηθούν οι αρχαίες τοιχογραφίες, Αποτινάζοντας τ’ ασβέστινα δεσμά τους Και θα διαλυθούν τα αραβουργήματα Στα φωτισμένα τείχη της Αγίας Σοφιάς... Πάλι είμαστε γεμάτοι ελπίδες. Πάλι είμαστε δυνατοί στην πίστη μας. Παφλάστε, άσωτα κύματα! Βγείτε αληθινά, εύθυμα όνειρα! Ο ποιητής Σολλογκούμπ εθελοτυφλούσε, όπως στην αυγή του πολέμου εθελοτυφλούσαν οι περισσότεροι καλλιτέχνες και στα δύο στρατόπεδα, οι σταυροφόροι, που ο καθένας τους αναζητούσε το δικό του Δισκοπότηρο. Ο θάνατος δεν είχε πια την μορφή ούτε εκείνου του μελαγχολικού εφήβου της ελληνικής μυθολογίας, του Μορφέα, ούτε του αρρενωπού Μαρμαρωμένου βασιλιά, αλλά του Αββαδώνα, ανελέητου σκοτεινού καβαλάρη της Αποκάλυψης. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε καμιά σχέση με τους πολέμους -ακόμα και με τις μεγαλύτερες πανευρωπαϊκές συρράξεις- του παρελθόντος. Η πιο ξεκάθαρη και αποκαλυπτική είναι η στατιστική. Τη δεκαετία των Ναπολεόντειων πολέμων σκοτώθηκαν συνολικά 560.000 άτομα - Γάλλοι, Ρώσοι, Άγγλοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Πορτογάλοι, Πολωνοί, Σουηδοί, Δανοί, Ολλανδοί, Ελβετοί. Τον χειμώνα του 1916 στο Δυτικό μέτωπο σκοτώθηκαν, πέθαναν από ασθένειες ή στα χαρακώματα 600.000 άτομα από το στρατόπεδο των συμμάχων: μέσα σε 4,5 μήνες το μέτωπο προχώρησε 11 χιλιόμετρα, Δηλαδή, κάθε μήνα έχαναν τη ζωή τους 140.000 άνθρωποι, κάθε ένα χιλιόμετρο και χάνονταν 50.000 άτομα. Στον γάλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870-71 οι νεκροί ήταν 190.000 (139.000 Γάλλοι και 52.313 Πρώσοι) και 235.000 τραυματίες. Μόλις τέσσερις δεκαετίες αργότερα, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι νεκροί ήταν 10 εκατομμύρια στρατιώτες και 11,5 εκατομμύρια άμαχος πληθυσμός. 8,5 εκατομμύρια άνθρωποι αιχμαλωτίστηκαν. 20 εκατομμύρια ήταν τραυματισμένοι. Η Γαλλία άφησε σ’ αυτόν τον πόλεμο 1.293.000 νεκρούς, 1.670.000 νεκρούς είχε η Ρωσία και 2.036.897 νεκροί ο απολογισμός της Γερμανίας... Συνολικά, στον πόλεμο επιστρατεύτηκαν 70 εκατομμύρια άνθρωποι και ο πληθυσμός της γης ήταν λίγο μεγαλύτερος από 2 δις. Το 1914 ο Θάνατος έβγαλε φτερά και βράγχια: οι άνθρωποι σκοτώνονταν στον ουρανό και από τον ουρανό, πά-


Η ΑΥΓΗ • 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

41

7

Η Εκκένωση Αρχίζω από το τέλος του έργου που μας επιστρέφει πίσω στην ιδρυτική αρχή: στο δίκαιο των φοβερών Ερινύων, στην αιματηρή Μητέρα - Νύχτα που κυριεύει τη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών για να βασιλεύσει, μέχρι νεοτέρας, εις τους αιώνας των αιώνων. Προσπερνώ το γεγονός ότι αυτά τα νοσηρά μυθολογήματα γεννήθηκαν από ανδρικές κεφαλές και αναπαράγονται ως σήμερα ξανά και ξανά, και ξανά... Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι μόλις ανοίξει η μήτρα του σκότους, θα ξεπεταχτεί ξανά από εκεί έ-

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Thunder, 2014, Λαδομπογιά σε ξύλο, 36 x 41,5 εκ.

νω από τη θάλασσα και κάτω από τη θάλασσα. Είχε αποκτήσει καινούρια όπλα - τοξικά αέρια, χημικά, οι άνθρωποι παραμορφώνονταν, πνίγονταν, πέθαιναν με φρικτούς πόνους. Εμφανίστηκαν καινούργιες έννοιες - όπως η «νεκρή ζώνη», γη ανάμεσα στα δυο εχθρικά χαρακώματα, όπου οι νεαροί, γεμάτοι ζωή άνδρες περνούσαν μέρες, μήνες, χάνοντας τα λογικά τους, μονομαχώντας με τις ψείρες. Εκατοντάδες χιλιάδες νεαροί έμεναν ανάπηροι: μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο όρος κατάθλιψη έγινε ευρέως γνωστός. Δεν ήταν μόνο η χαμένη γενεά, ήταν η καταθλιπτική γενεά. Και αν οι αιτίες του πολέμου ήταν θολές, ο στόχος του ήταν απολύτως σαφής - να εξοντώσει όσο γινόταν περισσότερες ψυχές. Ο μαζικός θάνατος ακύρωνε προσωπικότητες, οι μαζικοί τάφοι την προσδοκία της Ανάστασης. Λίγοι από τους 10 εκατομμύρια νεκρούς κατάφεραν να πεθάνουν ηρωικά, ακόμα λιγότεροι πρόφτασαν να αποχαιρετήσουν με γράμμα τους δικούς τους. Και το χειρότερο: τον εχθρό δεν τον θεωρούσαν πλέον ίσο και όμοιο, και αυτή η διαπίστωση έκλεισε οριστικά την πόρτα πίσω από τον 19ο αιώνα, πίσω από την Μπελ Επόκ και άνοιξε την κερκόπορτα του 20ού αιώνα, από σίδηρο και ατσάλι, με όλες τις γνωστές και ασύλληπτες συνέπειες. Αυτόν τον «καινούργιο» πόλεμο περιγράφει ο 60χρονος το 1914 Βλαντίμιρ Γκιλιαρόφσκι, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, στο ποίημά του «Στην Πολωνία», το οποίο έγραψε το 1916. Αυτοί οι στίχοι θα μπορούσαν να γραφτούν και ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, στον Δεύτερο Παγκόσμιο, όταν οι ποιητές θα ξεπεζέψουν, θα ξεκαβαλήσουν το καλάμι και θα ξεσκεπάσουν τον Θάνατο, θα τον απογυμνώσουν από το αρχαίο του πέπλο, θα τον δείξουν να «βρωμοκοπάει» ιδρώτα, αίμα, να πνίγεται στους λυγμούς και στις μαύρες λιπαρές στάχτες του Άουσβιτς, όταν δεν θα προσπαθούν πλέον να καλύπτουν τον δικό τους φόβο και τον φόβο των συντρόφων τους, όταν θα πάψουν να προσποιούνται, ότι δεν τρέχει τίποτα, ότι η μάχη δεν είναι τρομερότερη από μια μονομαχία μετά την λογομαχία, και ότι οι ατέλειωτες ώρες στα χαρακώματα είναι μια καλή ευκαιρία να ξυριστούν και να ανοίξουν μια ποιητική ανθολογία. Όταν αντί για περήφανα άλογα στους στίχους τους θα καλπάζουν οι ψείρες. Στην Πολωνία Το όργανο σπαράζει στον εξώστη Στην άδεια εκκλησία κλαίν’ οι ήχοι.

Ω, πόσα έχει δει! Τα πάντα ήταν εδώ - η ντροπή κι ο πόνος. Βασάνιζαν γυναίκες. Ποτάμι κυλούσε το αίμα Ακούγονταν παρέα Τα βογγητά και τα σαχλά τραγούδια. Η κιβωτός με ξιφολόγχη τρυπημένη, Κομματιασμένες οι εικόνες. Παντού τα ίχνη των σκληρών οργίων. Η Αγία Τράπεζα τους ήτανε κρεβάτι, Τίποτε όρθιο δεν έμεινε στην εκκλησία, Σε στάβλο μετατρέψαν τα κελιά. Κάψανε το χωριό. Και έφυγε ο κόσμος Αιχμάλωτοι οι μοναχοί κι ο πάτερ, Κι έχασε τα λογικά του ο οργανοπαίκτης, Γλιτώνοντας θηλιά ή λαιμητόμο. Και στον εξώστη, ζωντανή σκιά, Ο αλλόφρων γέρος. Παίζει Στην άδεια εκκλησία μέρα-νύχτα Και σε λυγμούς ξεσπάνε τα σπασμένα πλήκτρα. Τι σόι πόλεμος ήταν τελικά ο Μεγάλος Πόλεμος; Ο Πρώτος Παγκόσμιος; Γιατί ξαφνικά ένα τοπικό, μάλλον τοπικίστικο γεγονός στη μικρή Σερβία στάθηκε αιτία για μια καθολική σύρραξη - από τη Σκανδιναβία έως την Αφρική και από την Άπω Ανατολή έως τη Λατινική Αμερική; Και το κυριότερο: όλοι, που πέθαναν για τις πατρίδες τους, ήταν ήρωες; Και τι σόι πατρίδες είναι αυτές, που ζητούν από τα παιδιά τους να πεθάνουν, όταν αυτές δεν απειλούνται, όταν είναι ελεύθερες και ευημερούν; Πώς μια Μπελ Εποκ μπορούσε να κυοφορεί μια Κόλαση; Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Στον πόλεμο αυτό, όπως και σε κάθε πόλεμο, ο καθένας έτσι κι αλλιώς κρίθηκε προσωπικά. Μια ηρωίδα του Γκόρκι είπε: «Στη ζωή πάντα υπάρχει χώρος για άθλο». Στον πόλεμο δεν χωράει τίποτε άλλο, παρά μόνο ο άθλος. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε ανάσα. Και αυτός ο άθλος, αυτός ο ηρωισμός -αναγνωρισμένος, με παράσημα και μετάλλια ή μη, στο αποκορύφωμα της μάχης ή στο σκοτάδι του χαρακώματος- δεν πρέπει να ξεχνιέται. Απλά πρέπει επιτέλους να έρθει η στιγμή, όταν δεν θα πεθαίνει πια κανείς για καμιά πατρίδα. Γιατί αλλιώς δεν θα υπάρχει χώρος για άθλους στη ζωή...

Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασικός φιλόλογος

νας θεός, τρελαμένος από το «φθόνο του αιδοίου», ο διαβόητος Ζευς, ο οποίος, αφού γεννήσει από την κεφαλή του μια κόρη, θα διατάξει να ξαναρχίσουν πάλι όλα από την αρχή σε ένα ατελεύτητο, βίαιο «περί δικαίου» «γύρω-γύρω ρόντο». Τα προσπερνώ αυτά και στρέφομαι στο Νίτσε - μια από τις εξέχουσες πατρικές μορφές στο έργο του φίλου μου Δημήτρη Δημητριάδη, που και στο έργο αυτό, την Εκκένωση, του πρόσφερε, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τη θεμελιακή δομή του έργου. Συγκεκριμένα, την τραυματική έξοδο του Όντος από το Είναι με την ταυτόχρονη γέννηση της Τραγωδίας, που μαρτυρά τις περιπέτειες, τα παθήματα, τα τρομακτικά του ανομήματα, τον ατέρμονο «μηρυκασμό της μνήμης που τρέφει τη μνησικακία και την εκδίκηση», όπως γράφει ο Νίτσε στους Ανεπίκαιρους Στοχασμούς, και μαζί την αγιάτρευτη νοσταλγία του για επιστροφή στη σκοτεινή μήτρα της λήθης: στο αδιαφοροποίητο Είναι. Το νιτσεϊκό δίπολο μεταφρασμένο στη σύγχρονη, φροϊδική εκδοχή του: το ένστικτο του θανάτου κόντρα στο ένστικτο της ζωής . «Αποθανείν θέλω», λέει και ξαναλέει η δυστυχής Σίβυλλα. Τώρα, αν νομίζει κανείς ότι είναι εύκολο να αποδοθεί δραματικά αυτός ο νόστος του όντος πίσω στο αδιαφοροποίητο Είναι, και μάλιστα στο παρά πέντε του βιώσιμου χρόνου του, πλανάτε. Ιδιαίτερα, αν λάβει υπόψη του ότι καθώς το ον και η τραγωδία εμφανίστηκαν μαζί στη σκηνή

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

I have a monkey diver, 2013, Λαδομπογιά σε ξύλο, 20 x 17 εκ.


42 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

του κόσμου, τότε, αυτός που θα αναλάβει το θεατρικό αυτό άθλο, θα πρέπει να συμπυκνώσει σε θεατρικό χρόνο μηδέν όχι μόνο την μακραίωνη πορεία του όντος από την ακμή στην παρακμή, ως το σημείο της πλήρους εξάντλησης και της ψυχικής κατάρρευσής του από τη νεύρωση της καταναγκαστικής επανάληψης, αλλά ταυτόχρονα και την πτωτική πορεία του κατεξοχήν λογοτεχνικού είδους που το εξέφρασε, της τραγωδίας: την κατακρήμνιση της από την δομική Ποιητική του Αριστοτέλη και το καντιανό Υψηλό, στην κοινότοπη πεζότητα του μικροαστικού νατουραλισμού και του φλύαρου ψυχολογισμού. Ακόμα και την αγοραία πλέον σύμβαση της αυτοαναφορικότητας, το περίφημο «θέατρο εν θεάτρω» θα πρέπει να αποδομήσει - προκειμένου να μην κατηγορηθεί ότι πέφτει σε αντίφαση - και να προστρέξει στο ευφυές εύρημα της ενσωμάτωσης των όρων της μίμησης, δηλαδή, το κατά Ντεριντά μη-υπαρκτό εκτός κειμένου να υπάρξει εντός κειμένου ως το άλλο του κειμένου, όπως βλέπουμε να επιτελείται στην Εκκένωση. Γιατί, αν οι έξη χαρακτήρες που αναζητούσαν Συγγραφέα βρήκαν τον Πιραντέλλο και χώθηκαν στο θέατρο, εδώ, οι μάσκες των Ατρειδών, ως μεταμοντέρνα ανθρωπάρια προς άγραν της «αυθεντικής» τους ταυτότητας -επιθυμώντας διακαώς να αποφυλακιστούν από τα κρατητήρια του αισχυλικού κειμένου και των αναρίθμητων παραστάσεών του, προστρέχουν στο Δημητριάδη. Ο οποίος και δεν δίστασε να αναλάβει τον ηράκλειο αυτό άθλο, ώστε να τους οδηγήσει στην κρίσιμη εκείνη στιγμή του επιθανάτιου ρόγχου της εξευτελισμένης πλέον τραγωδίας, και του εξουθενωμένου όντος. Στιγμή κατά την οποία αναπόφευκτα επικρατεί στη σκηνή μια φρενιτιώδης σύγχυση: όλα τα σύνορα καταπατώνται, όλα τα αντίθετα αντιστρέφονται, οι διακριτοί ρόλοι καταλύονται, τα θεατρικά είδη συνεφαπτόμενα διαλύονται, και τα πάντα ανακατεύονται μέσα στο σπειροειδή στροβιλισμό ενός κοσμικού μίξερ! Για να επιστρέψουν επιτέλους ως πολτός στο ποθητό, αδιαφοροποίητο Είναι, στα τάρταρα της Λήθης! «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε την πίκρα της ζωής...» επιβεβαιώνει ο Μαβίλης. Τεράστια πράγματι η πρόκληση αυτού του κατορθώματος το οποίο, σε πείσμα του Προμηθέα, ανέλαβε ο Δημητριάδης. Εκπροσωπώντας εδώ, στον ξεχαρβαλωμένο τούτο κόσμο, τις ξαδέλφες μου τις Ερινύες, του μεταφέρω τον έπαινο και τα θερμότερα των συγχαρητηρίων τους: γιατί δεν είναι το δέος και το έλεος, αλλά η εκκένωση που εξασφαλίζει την κάθαρση! * Εκφωνήθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 10 Οκτωβρίου 2013 στη συζήτηση που ακολούθησε το αναλόγιο του έργου Η Εκκένωση του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου. Έκρινα πως το κείμενο αυτό, που αποδομεί την Τραγωδία και την μακραίωνη κληρονομιά του αρχαιοελληνικού φαντασιακού για τα όρια της ανθρώπινης νόησης και της αντίστασης που ορθώνει απέναντι στη μοίρα, λειτουργεί ως μετωνυμία της ηθελημένης καταστροφής από μέρους των εξουσιών όλων των αξιών του λεγόμενου ευρωπαϊκού «Πολιτισμού» που μας επιβάλλεται σήμερα, και για το λόγο αυτό ίσως έπρεπε να τεθεί προς συζήτηση, έστω και καθυστερημένα.

Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμος καθηγήτρια του ΑΠΘ

Η ΑΥΓΗ 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ποίηση υπάρχει,

όσο υπάρχουν ισχυρές ποιητικές συνθέσεις ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, Δύσκολο, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 72 Όταν ένα ποιητικό βιβλίο ευρίσκεται κατάφορτο παραπομπών σε κείμενα φιλοσοφικά, πατερικά, δοκιμιακά, ο ποιητικός του λόγος κινδυνεύει να βουλιάξει κάτω από το βάρος των ιδεών, διακινδυνεύει να καταστεί μια δοκιμιακή απόπειρα σε ύφος ποιητικό. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα της ποίησής μας που μαρτυρούν τα αδιέξοδα αυτής της επιλογής, με προεξάρχουσα περίπτωση το έργο του Σικελιανού, αλλά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

όπου η ποίηση αντέχει να «διαφορίζει» τις έννοιες, αποδίδοντάς μας λόγο μεστό και λυρικά ουσιώδη, αρχής γενομένης από τον Διονύσιο Σολωμό. Ως φόρος τιμής στον μεγάλο πρόγονο θα μπορούσε λοιπόν να ειδωθεί το ποιητικό βιβλίο του Ζαφειρίου, έστω και αν στις εκτενείς αναφορές/επισημειώσεις ο Σολωμός δεν περιέχεται πουθενά, αφού ο οιονεί διάλογός τους συμβαίνει σε απόσταση, κάποτε και σε αντίστιξη. Μάνα με τους λεβέντες γιους, ε και να γήτευες μια φούντα μαύρου θυμαριού σε μια σταγόνα ιβίσκου και στη γιορτή της όχεντρας μια κακορίζα μύρτου, να ‘ρθουν τ’ αγρίμια, ωχ να ‘ρθούν, και οι κωλομπαράδες, να ‘ρθει και ο σταυραετός με την ξανθιά περούκα, να σύρει πρώτος τον χορό της λυγερής σου δόξας. Όμως σε μια ποίηση ιδεών οι συνάφειες δεν θα μπορούσαν να εξαντλούνται σε υφολογικές συγγένειες και αντικατοπτρισμούς, αλλά εμφιλοχωρούν και στο ίδιο το «περιεχόμενο». Όμως τα έθνη· τι νόημα έχει να ξυπνούν νεκρά τα έθνη, σάβανο ξετυλίγοντας ξοπίσω τους τα επιμνημόσυνα των νεο-ανθρωπιστών; Βέβαια, η κόλαση είναι η κόλαση των άλλων: η παλιά εγκατάσταση αγνοημένης τέχνης, αγκιστρωμένης στα πλευρά του εξπρεσιονισμού. Εδώ, η διαδικασία της εθνογένεσης και ο διάλογος με τον γερμανικό ρομαντισμό δίνουν τη θέση τους, ή αντιπαραβάλλονται, στη διαδικασία γένεσης του φασισμού (και κατ’ επέκταση στη σημερινή επιστροφή του), στην ευρύτητα της κοινωνικής αποδοχής/συνενοχής, με σημείο εκκίνησης της ερμηνείας/τεκμηρίωσης του φαινομένου την περιγραφή του Πρίμο Λέβι, απ’ την οποία προκύπτουν και οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων της συλλογής: «Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν», «Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν», «Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε», «Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση της αθωότητάς τους». Τώρα που ο ξένιος ξενίζει στην πλεκτάνη του τον ξένο, εμπλέκοντας την κάθαρση του αίματος στη φαντασίωση ενός θεόπνευστου ιστού· τώρα που η πράξη συναντάει την πράξη πίσω απ’ τα κενοτάφια των οδών, δύσκολο πια να περιγράψεις με τούτη τη γλώσσα τον καιρό της κρυπτείας και τον καιρό της νέας ενοχής. Παρ’ όλα αυτά, η ποιητική συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου δεν ενδίδει στη θεματογραφία, δεν βουλιάζει στις ευκολίες των νεόκοπων περιοχών «ριζοσπαστικής παρέμβασης», τις οποίες περιοχές νομιμοποιεί απλόχερα, και καλλιτεχνικά ανώδυνα, η επιστροφή του φασισμού. Εδώ είναι οι φράχτες των ακτών και τα σχισμένα ιστία, τα χνάρια όσων ξέφυγαν δίχως να στρέψουν πίσω το κεφάλι· εδώ είναι η άκρη, άσπαρτη, πιο άσπαρτη ακόμη κι απ’ το σύμπαν. Γιατί ο στόχος του Ζαφειρίου είναι ο αναστοχασμός όλης της νεωτερικότητας, της ιστορίας της, των ιδεών της, της τέχνης της, της κρίσης της, και το πετυχαίνει με μια ποιητική σύνθεση που αντέχει αυτόν τον βαρύ ειδολογικό χαρακτηρισμό, αντλώντας ερείσματα, ιδεολογικά και ρυθμικά, απ’ όλη την παράδοση του ποιητικού λόγου. τι άλλο θέλετε να ξέρετε για τούτη την πατρίδα; Τι άλλο για ό,τι βλέπετε, για τον καιρό εκείνου που σας βλέπει;

Κατά τη γνώμη μου, η ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειρίου ανασυντάσσει το ποιητικό τοπίο, γιατί προϋποθέτει όσα σημαντικά έχουν συμβεί στις μέρες μας, π.χ. τις ποιητικές συνθέσεις Επεισόδιο του Γιώργου Μπλάνα, Ο κύριος Φογκ, του Γιάννη Βαρβέρη, Ανιστόρητο του Σπύρου Βρεττού, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία, του Ηλία Λάγιου, Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας, της Μαρίας Κούρση, Mec(c)ano της Ρούλας Αλαβέρα, Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου, και μερικές ακόμη ποιητικές επιτεύξεις των τελευταίων δεκαετιών, δημιουργώντας μια εξαιρετική, και απολύτως ιδιότυπη συνέχεια και κορύφωση, ένα σημείο αναφοράς τής σύγχρονης ποίησής μας. (Μπαίνει από τις κουΐντες ο Saint-Just, κρατώντας το κομμένο του κεφάλι): - Όσοι αφήνουνε μισή την επανάσταση, σκάβουν απλώς τον ίδιο τους τον τάφο. Και άλλη φορά, σε άλλο καιρό, πάνω στους τοίχους: - Φοβού τους θέλοντες να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά. Είναι αδίστακτοι. Παρ’ ότι η παράθεση σύντομων αποσπασμάτων αδικεί το βιβλίο, επειδή ο λόγος του δεν οργανώνεται με βάση τον στίχο ή τη φράση αλλά στην έκταση της σελίδας ή της περιόδου, μπαίνω στον πειρασμό να κλείσω με ένα ποιητικό στιγμιότυπο, ενδεικτικό της ποικιλίας, του πλούτου και της συνθετότητας της ποιητικής σύνθεσης του Σταύρου Ζαφειρίου, ενδεικτικό της αποδομιστικής του διάθεσης, όχι μόνο απέναντι στον Μάη του ‘68, όπου αναφέρεται το συγκεκριμένο παράθεμα, αλλά απέναντι σε κάθε εξουσία (όπως της γλώσσας, των ιδεών, των θεσμών, της ίδιας της λογοτεχνίας...) Ο κύριος Sartre, επί παραδείγματι: ξέχειλος από υπαρξισμό και ex officio ελεητής αιδοίων.

Ο ζωγράφος του Ιουνίου είναι ο Βασίλης Σούλης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.