Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Στρατή Μπουρνάζου, Ρίτσαρντ Σέιμουρ, Λιν Σίγκαλ, Γκλέντα Τζάκσον, Κάρλο Γκίνσμπουργκ, Νίκου Σαραντάκου, Νίκου Κοταρίδη, Αδάμου Ζαχαριάδη, Άρι Καζάκου, Λόταρ Μπίσκι ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 731
KYΡΙΑΚΗ 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Νεοναζισμός 4 x 4 ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ
Έχουν ήδη γραφτεί πολλά για την εκπομπή Τράγκα με τους Χρυσαυγίτες βουλευτές. Κι αν γράφω, δεν είναι τόσο από τσαντίλα ή επειδή όσα κι αν γραφτούν, πάλι λίγα είναι για αυτό που συνέβη το βράδυ της Κυριακής. Ο λόγος που γράφω είναι διπλός: ενώ από τη μια είναι εντελώς αφελές να εκπλησσόμαστε, από την άλλη δεν μπορούσε να μην εκπλησσόμαστε. Δεν δικαιούμαστε να εκπλησσόμαστε, αφού η εκπομπή δεν πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία· και δεν μπορούμε να μην εκπλησσόμαστε, επειδή από αρκετές απόψεις αποτελεί τομή. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τη σκέψη μου. Πρώτον, για να ξεκινήσω από τα σίγουρα, δεν μπορεί κανείς να πέφτει από τα σύννεφα, καθώς τα κανάλια έχουν, δυστυχώς, αρκετή προϋπηρεσία στον τομέα αυτό. Η γκάμα βέβαια και οι αποχρώσεις, ως προς την ευθύνη τους για τη διάδοση των νεοναζιστικών ιδεών και πρακτικών, ποικίλλουν: αδιαφορία, ανοχή, εθελοτυφλία, χάιδεμα, προβολή και προμοτάρισμα της Χρυσής Αυγής. Δεύτερον, για να συνεχίσω στα λιγότερα σίγουρα, μου φαίνεται παράδοξο αλλά και προβληματικό να εκπλησσόμαστε που ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος δεξιώθηκε τους Χρυσαυγίτες. Ακόμα χειρότερα, αν η έκπληξή μας πηγάζει από το ότι αυτό το έκανε ο «αντιμνημονιακός» Τράγκας. Γιατί είναι στοιχειώδες, πολιτικά, να διακρίνουμε πώς, για τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο, η αντιπολίτευση, η «υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων», η «πάλη ενάντια στο Μνημόνιο» είναι μόνο το επίχρισμα. Άμα το ξύσουμε λιγάκι, θα βρούμε μπόλικο αντικοινοβουλευτισμό, συνωμοσιολογία, αγοραίο εθνικισμό, δημαγωγία χυδαίο λαϊκισμό και σκέτη χυδαιότητα – με λίγα λόγια, πολλά βασικά συστατικά του φασισμού και του φασιστικού ήθους. (Και είναι μια μεγάλη κουβέντα, από εκεί και πέρα, που χρειάζεται να την κάνουμε επειγόντως, πώς ακροδεξιές νοοτροπίες μπορούν να φωλιάζουν και στο πλαίσιο του αντιμνημονιακού λόγου. Και μπορούσαμε να την ξεκινήσουμε και από την προχθεσινή ρεβεράντζα του Τράγκα προς τους Χρυσαυγίτες: Η κυβέρνηση Μέρκελ σας λέει νεοναζιστές, αλλά η πραγματική ναζί είναι εκείνη!). Γιατί λοιπόν, παρά ταύτα, μπορούμε και οφείλουμε και να ενοχλούμαστε και να εκπλησσόμαστε; Επειδή η εκπομπή της Κυριακής αποτελεί σκάνδαλο. Δεν τηρήθηκαν καν τα προσχήματα: 4 στους 4 καλεσμένοι Χρυσαυγίτες, ο οικοδεσπότης τους καλοδέχτηκε, μίλησε για τον «φίλο του Νίκο Μιχαλολιάκο» (διευκρινίζοντας, βεβαίως βεβαίως, ότι έχει σοβαρές πολιτικές διαφορές μαζί του), μας είπε πώς ο «φίλος του» αυτός του ζήτησε να μη χαριστεί στους προσκεκλημένους, μας είπε πώς νεοναζιστές δεν είναι οι Χρυσαυγίτες, αλλά η γερμανική κυβέρνηση· και στη συνέχεια αυτοί οι υπέροχοι «μη νεοναζιστές» άρχισαν να λεν πώς δεν πρέπει να αναπαράγονται οι ψυχικά ασθενείς, για τον παρεξηγημένο Μένγκελε και άλλα αηδέστατα, που δεν θέλω, και δεν πρέπει, να τα επαναλάβω… Το μόνο που θέλω να επισημάνω είναι πως όλα αυτά μεταδόθηκαν πανελλαδικώς, και μάλιστα όχι από κανένα λαθρόβιο σταθμό, αλλά ένα κανάλι που όταν ξεκίνησε ήθε-
Τζωρτζ Γκρος, «Ο προπαγανδιστής» (αλληγορία για τον Χίτλερ), 1928
λε –τρομάρα του– να είναι το ελληνικό BBC… Τελειώνω με δυο σημεία που τα θεωρώ κρίσιμα. Η πρώτη είναι ότι πολλές φορές έχω ακούσει, και από καλοπροαίρετους ανθρώπους, ότι «πρέπει να ακούγεται και η αντίθετη άποψη, όσο κι αν διαφωνούμε». Η συζήτηση αυτή έχει μεγάλη σημασία, πιστεύω όμως ότι διαπράττουμε τεράστιο λάθος (λάθος πραγματολογικό, συλλογιστικό, μεθοδολογικό και πολιτικό) αν θεωρούμε ότι σε αυτή τη βάση πρέπει να τοποθετήσουμε και να κρίνουμε την εκπομπή Τράγκα. Η συγκεκριμένη εκπομπή δεν είναι απόρροια κάποιας εσφαλμένης ή διεσταλμένης αντίληψης για την ελευθερία του λόγου, ούτε μιας σούπερ ελευθεριακής προσέγγισης στη δημοκρατία. Είναι, απλούστατα, μια καλοσχεδιασμένη επιχείρηση ξεπλύματος του νεοναζισμού – μια ματιά στην πλούσια ξενόγλωσση βιβλιογραφία και στα όσα έχει γράψει στα ελληνικά ο Δημήτρης Ψαρράς, για ανάλογες περιπτώσεις, μας το αποδεικνύουν καθαρά. Από εκεί και πέρα, αν θέλουμε να συζητήσουμε γενικότερα, στο πνεύμα της γνωστής ρήσης «διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες», καλό είναι να θυμόμαστε ότι η ρήση είναι γέννημα του Διαφωτισμού, προϋποθέτει λοιπόν ότι ο αντίπαλος
αρθρώνει μια άποψη, κάτι με το οποίο μπορούμε έλλογα να διαφωνήσουμε. Μπορεί όμως να θεωρηθεί «άποψη», για να διαφωνήσουμε μ’ αυτήν, το ότι το Ολοκαύτωμα δεν υπήρξε ποτέ, τα αστεία για τα «γυμνά φούρνου» στο Άουσβιτς ή το ότι οι μετανάστες είναι «υπάνθρωποι» (και δεν μιλάω φυσικά για την καθαυτό δολοφονική δράση της Χρυσής Αυγής); Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα και με την πιο διευρυμένη, ελευθέρια και ελευθεριακή ερμηνεία, πρέπει μάλλον να τροποποιήσουμε τη ρήση ως εξής: «Διαφωνώ πλήρως με αυτό που λες, θα υπερασπιστώ το δικαίωμά σου να το λες (για λόγους που σχετίζονται όχι με σένα, αλλά με τη δική μου αντίληψή μου περί ελευθερίας), και θα αγωνιστώ μέχρι θανάτου ώστε η άποψή σου να γίνει καταγέλαστη και να μην την ασπάζεται κανένας». Το δεύτερο σημείο είναι η αντίδραση των εργαζόμενων στην Καθημερινή και το ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, που καταδίκασαν απερίφραστα την εκπομπή, δηλώνοντας ότι «από ανάλογες πρακτικές μας χωρίζει άβυσσος». Εδώ, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να πούμε ένα μεγάλο «Μπράβο». Ένα μεγάλο μπράβο, γιατί αυτή η αντίδραση συνιστά διάβημα με μεγάλη ηθική και πολιτική αξία, ειδικά επειδή αφορά έναν «συνάδελφο» που τον καταγγέλλουν εργαζόμενοι στον ίδιο όμιλο. Και, μετά το μπράβο, ας σκεφτούμε τι κάνουμε εμείς. Το θέμα δεν είναι τι κάνουν οι Χρυσαυγίτες· οι Χρυσαυγίτες κάνουν και θα κάνουν αυτό που ξέρουν καλά: να σπέρνουν το μίσος, να τρομοκρατούν, να οργανώνουν δολοφονικές επιθέσεις. Το θέμα είναι τι κάνουν όλοι οι άλλοι, όσοι νιώθουν ότι απειλείται η δημοκρατία, ο πολιτισμός, η ανθρωπιά, είτε είναι δημοσιογράφοι είτε παπάδες είτε ζευγάδες είτε δικαστές είτε μαθητές είτε κάτοικοι μιας γειτονιάς. Αν όλοι αυτοί αρχίσουν να κάνουν ό,τι και οι εργαζόμενοι στην Καθημερινή και το ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, ο καθένας στον τομέα του και τον χώρο του, τα πράγματα θα γίνουν πολύ καλύτερα: για τη δημοκρατία μας, για την κοινωνία μας, για την ανθρωπιά μας.
Ο «άλλος» δρόμος της Ισλανδίας Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς διοργανώνει διάλεξη με θέμα: «Ο “άλλος” δρόμος της Ισλανδίας. Εξετάζοντας μια περίπτωση “μη διάσωσης”». Ομιλήτρια είναι η Λίλια Μοζεσντοτίρ (καθηγήτρια Οικονομικών στη Σχολή Διοίκησης Μπιφρόστ, πρώην βουλευτής του Αριστερού-Πράσινου Κινήματος της Ισλανδίας). Θα προλογίσει η Μαρία Καραμεσίνη (Πάντειο Πανεπιστήμιο). Θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση. Η εκδήλωση γίνεται την Τετάρτη 17 Απριλίου, ώρα 18.30, στον Πολυχώρο της Πολιτισμού Ανοιχτή Πόλη (Μέγαρο Ερμής- Πανεπιστημίου 56, 1ος όροφος).
30 ΜΑΡΚΑΡΕΤ ΘΑΤΣΕΡ (1925-2013)
Η αυστηρή «μητέρα» του βρετανικού έθνους ΤΟΥ ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΣΕΪΜΟΥΡ
Οι νεκρολογίες ασχολούνται με τα επιτεύγματα και τις αρετές του τεθνεώτος. Τα επιτεύγματα της Θάτσερ είναι αδιαμφισβήτητα. Υπήρξε ένας «Σύγχρονος Ηγεμόνας» της Δεξιάς: σε μια στιγμή μεγάλης κρίσης για τους Συντηρητικούς κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο, ανασυνθέτοντας τη ρευστότητα που επικρατούσε. Μετασχημάτισε ριζικά το κράτος, τα κόμματα και την πολιτική, καθώς και την οικονομία, θεσμοποιώντας μια μορφή νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης σχεδόν άτρωτη εκ των έσω. Μια τέτοια περιγραφή των επιτευγμάτων της Θάτσερ, ωστόσο, καθιστά ολοφάνερα τα προβλήματα των καθιερωμένων νεκρολογιών: τα σημαντικότερα επιτεύγματα της εκλιπούσας είναι, ταυτόχρονα, και εκείνα που την έκαναν τόσο διαβόητη και αποκρουστική. Η ενεργητικότητα, η ασπλαχνία και ο πολιτικός της δόλος ενσαρκώθηκαν σε τόσο φανατικές και ακραία ταξικές πολιτικές που δύσκολα μπορεί να τις θαυμάσει κανείς. Ανακαλώντας τα συντρίμμια εκείνης της εποχής, σε κυριεύει το αίσθημα του τρόμου. Εκτός των άλλων, εστιαζόμενοι στις ικανότητες και τις επιτυχίες της Θάτσερ, υπάρχει ο κίνδυνος να υπερτιμήσουμε τον ρόλο του ηγέτη. Η Θάτσερ πέτυχε όχι μόνο επειδή μπόρεσε να δημιουργήσει μια ευρεία συμμαχία, που εξέφραζε επιχειρηματικά συμφέροντα και λαϊκές προσδοκίες, με τα μικροαστικά στρώματα και τη «νέα μεσαία τάξη» στον ρόλο του στυλοβάτη, αλλά και χάρη σε μια σειρά θεσμικές δυνάμεις: από τον Τύπο μέχρι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η δύναμή της, επίσης, πήγαζε από τις αδυναμίες, τον κατακερματισμό και τη λιποψυχία των αντιπάλων της. Αν και δεν θα την έλεγες ακριβώς χαρισματική —με την επιτηδευμένη προφορά, τα αργόσυρτα, βαριά της φωνήεντα και το βλέμμα ζόμπι που κάπου κάπου το μαλάκωνε μια γκριμάτσα— η Θάτσερ θεωρούνταν ιδιοφυής και παθιασμένη πολιτικός. Πάνω απ’ όλα, είχε την ικανότητα να μεταφράζει τα αφηρημένα και ενίοτε φαιδρά δόγματα της αγοράς του Φρίντριχ Χάγιεκ και του Μίλτον Φρίντμαν, στη γλώσσα της κοινής λογικής. Ακόμα και με αυτή την ψεύτικη αριστοκρατική προφορά, είχε την ικανότητα να μιλάει στην καρδιά των απλών ανθρώπων. Εξηγώντας την ανάγκη να γίνουν περικοπές, επέμενε πως το κράτος —μακριά από πολυσύνθετους ορισμούς του— δεν ήταν παρά ένα νοικοκυριό ή ένα μικρομάγαζο: δεν μπορούμε να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε, και όταν τα πράγματα είναι δύσκολα πρέπει να σφίγγουμε το ζωνάρι. Η υπόσχεσή της, ότι θα περάσουμε σκληρές μέρες μέχρι να επιστρέψουν ξανά τα παλιά
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Η Θάτσερ πέθανε, αλλά ο «Η Θάτσερ πέθανε, ζήτω ο θατσερισμός!» θα μπορούσε να αναφωνήσει κάποιος θιασώτης των ιδεών της, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση. Τι συνέπειες είχε η διακυβέρνηση της σιδηράς κυρίας στη Βρετανία και όλο τον κόσμο, ποια ίχνη άφησε στην κοινωνία, ποια είναι η ιδεολογική της κληρονομιά; Προσπαθώντας να απαντήσουμε τέτοια ερωτήματα, δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από τρία πολεμικά αλλά και πλούσια σε ιδέες κείμενα To πρώτο, με τίτλο «An obituary from below», δημοσιεύθηκε ηλεκτρονικά στο περιοδικό «Jacobin» (jacobinmag.com) και είναι γραμμένο από τον βρετανό μαρξιστή Richard Seymour γνωστό από το μπλογκ Lenin’s Tomb (εδώ δημοσιεύουμε, λόγω χώρου, μικρά μόνο αποσπάσματα). Το δεύτερο με τίτλο «Thatcher ― neoliberalism’s willing tool», της Lynne Segal, δημοσιεύθηκε στο μπλογκ των εκδόσεων Verso (9.4.2013). Η Lynne Segal είναι φενινίστρια και διδάσκει ψυχολογία και σπουδές φύλου στο Birkbeck College στο Λονδίνο. Το τρίτο είναι η ομιλία στο Βρετανικό Κοινοβούλιο της Glenda Jackson (1936), ηθοποιού και βουλευτίνας του Εργατικού Κόμματος, από το 1992 και εξής στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου ― μια ομιλία που προκάλεσε αίσθηση· μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο youtube.
καλά χρόνια, ερχόταν να δέσει με κάποια από τα πιο παραδοσιακά στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας. Συνέδεσε, πολύ επιδέξια, τον εαυτό της με την αντίληψη πως οι Βρετανοί έχουν «κότσια», επανακτώντας σε συμβολικό επίπεδο τη χαμένη δόξα της αυτοκρατορίας μέσω της περιπέτειας στα Φόκλαντς. Φιλοτέχνησε, επίσης, με εξαιρετική ευφυΐα την πολιτική της εικόνα. Παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως την προστάτιδα αλλά και σκληρή «μητέρα» του έθνους, άγγιζε ένα μαζοχιστικό στοιχείο της αγγλικής μεσοαστικής κουλτούρας: Έλεγε, κατά βάθος, ότι η κρίση επήλθε επειδή είμαστε πολύ μαλακοί, πάρα πολύ επιεικείς με τους εαυτούς μας. Γη και σποδός, σαπρία και σκώληξ: πρέπει να εξιλεωθούμε απ’ τις αμαρτίες μας προκειμένου να ξανάρθουν οι παλιές καλές μέρες. Και βέβαια, υπήρχε μια λύση για όλα τα δεινά: Αφήστε την πειθαρχία της αγοράς να κάνει τη δουλειά της· αφήστε τις κακές εταιρείες να καταστραφούν και τις καλές να θριαμβεύσουν· αφήστε τον εργατικό και τον καινοτόμο άνθρωπο να προκόψει. Σύντομα η ανάπτυξη θα επέστρεφε, όπως και η απασχόληση, και το βιοτικό επίπεδο θα αυξανόταν. Με τον τρόπο αυτό, η Θάτσερ προσέφερε μια διάγνωση ξεκάθαρη, που άγγιζε τον κόσμο, και η οποία κατέληγε σε «αυτονόητες» λύσεις, με ένα σύνολο αξιών που τις στήριζαν. Και, ακόμα, αξιοποίησε τις διαιρέσεις και αδυναμίες του «αντιπάλου». Ήξερε πως οι ηγέτες των συνδικάτων δεν ήταν έτοιμοι για μια μετωπική σύγκρουση και ήξερε πως οι περίσσοτερες απεργίες διεξάγονταν σε μια στενή, «οικονομικο-συντεχνιακή» βάση. Γνώριζε πως οι πράξεις αλληλεγγύης έφθιναν, όπως έφθινε και η επιρροή της Αριστεράς μέσα στα συνδικάτα. Σε αυτό το πλαίσιο, ακριβώς, μπορούσε να λέει ότι οι απεργοί βλάπτουν τους συναδέλφους, αντί να προωθούν τα συμφέροντά τους. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ε. ΛΟΥΠΗΣ
Ο θρίαμβος της Θάτσερ ΤΗΣ ΛΙΝ ΣΙΓΚΑΛ
«Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέθανε: Αυτή η κυρία δεν πρόκειται να επιστρέψει!». Αυτή ήταν μια από τις ηπιότερες τοποθετήσεις για τον θάνατο της Θάτσερ που εμφανίστηκαν στη σελίδα μου στο Facebook. Δεν μπορώ να τραγουδήσω και εγώ «Ding-dong the witch is dead» (Ζήτω, ζήτω η μάγισσα πέθανε!), καθώς οι λέξεις αυτές κουβαλάν, ιστορικά, ένα βαρύ φορτίο σεξισμού. Εκτός αυτού, δυστυχώς, δεν βλέπω κάτι για το οποίο πρέπει να γιορτάσω. Αν και η πάλαι ποτέ πρωτοπόρος των Τόρις είναι νεκρή, οι ιδέες της είναι πιο επίκαιρες από ποτέ. Ούτε ο Κάμερον ούτε ο Όσμπορν θα χαρακτηριστούν ποτέ μάγοι ή νεκρομάντες —καθώς αυτό σπάνια συμβαίνει σε άντρες—, κι όμως χάρη σε αυτούς η Θάτσερ πέθανε θριαμβεύτρια. Η επιτυχία της Θάτσερ, όπως και του φίλου της Ρ. Ρήγκαν, έγκειται στο ότι, χάρη στην τύχη και την οξυδέρκειά της, αξιοποίησε την αποφασιστικότητα του επιχειρηματικού κεφαλαίου να αυξήσει τα κέρδη του εις βάρος των κοινωνικών κεκτημένων στο μεταπολεμικό οικοδόμημα. Ήταν πολύ περισσότερο εκφραστής της βούλησης του νεοφιλελευθερισμού, παρά κάτι μοναδικό, σατανικό ή οτιδήποτε άλλο. Είναι αλήθεια καταπληκτικό ότι ενώ η οικονομική κληρονομιά της Θάτσερ κατέρρευσε, οι ιδεολογικές της θέσεις —οι οποίες, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, αποτελούσαν την κεντρική της πολιτική επιδίωξη— έχουν επιβληθεί πιο βίαια από ποτέ. «Οι αγορές ξέρουν καλύτερα από τις κυβερνήσεις»: αυτή ήταν η αγαπημένη της φράση και όλα τα άλλα απέρρεαν από αυτήν. Μα, ασφαλώς και δεν ισχύει αυτό! Θα σκεφτεί κανείς ότι όλοι
πρέπει να έχουμε πάρει το μάθημά μας από την καταστροφή και την κατάρρευση της οικονομίας το 2008. Τόσες τράπεζες σώθηκαν από τις κυβερνήσεις μόνο και μόνο για να επιστρέψουν στο παλιό καθεστώς τους: τα μπόνους των τραπεζιτών παρέμειναν άθικτα, οι νέοι κανόνες δεν ίσχυσαν ποτέ. Αυτό που ξεχάστηκε πολύ γρήγορα ήταν η αποκάλυψη του απόλυτου παραλογισμού της οικονομικής κατάρρευσης, που πυροδοτήθηκε από τους πειρατές του οικονομικού τομέα, τους οποίους «απελευθέρωσε» η Θάτσερ τον Οκτώβριο του 1986. Η «απελευθέρωσή» τους σήμαινε ανεξέλεγκτο τζόγο και την πίστη ότι ακόμα και τα «τοξικά χρέη» είναι χρηματιστηριακά προϊόντα. Ή, τουλάχιστον, αυτή η γνώση θάβεται αφενός κάτω από τη ρητορική του κυβερνητικού συνασπισμού στην οποία «τσιμπάει» ο Γκόρντον Μπράουν και το Εργατικό Κόμμα, και αφετέρου από τα ΜΜΕ και τις αμείλικτες επιθέσεις τους στους «ανάξιους» φτωχούς ή σε όποιον άλλο αποδιοπομπαίο τράγο εμφανίσουν, ως διά μαγείας, για να αποπροσανατολίσουν και να στρέψουν εκεί το διάχυτο αίσθημα απογοήτευσης, φόβου και ανασφάλειας. Όταν οι ιρλανδικές τράπεζες έφτασαν στο χείλος της κατάρρευσης στις αρχές του 2010, οι Times κυκλοφόρησαν με το εντελώς παράλογο πρωτοσέλιδο «Κρίση: κατηγορήστε τη γενιά του baby boom», το οποίο συμπυκνώνει το επιχείρημα του βασικού οικονομικού αναλυτή της εφημερίδας, του Άνατολ Καλέτσκι. Φυσικά, υπάρχουν κάποια εντυπωσιακά δείγματα αντίστασης και, για ένα διάστημα, στο ξεκίνημα του κινήματος Occupy, η διαφωνία «από τα κάτω» επανήλθε στην πολιτική ατζέντα. Ενεργοποιήθηκαν δίκτυα αντίστασης σε όλη τη χώρα, ιδιαίτερα για την υπεράσπιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Κι όμως όλοι αυτοί που είναι πρόθυμοι να χορέψουν πάνω στον τάφο της Θάτσερ, θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά γιατί υπάρχει τέτοια απόσταση ανάμεσα στους διαμαρτυρόμενους και την κεντρική πολιτική σκηνή […]. Χρειάστηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, προκειμένου το Εργατικό Κόμμα να ασπαστεί πλήρως την ιδέα του κοινωνικού κράτους, αν και το έκανε με έναν συντηρητικό και αυταρχικό τρόπο. Οι μεταρρυθμίσεις και οι εθνικοποιήσεις που εγκαινίασαν το βρετανικό κράτος πρόνοιας, μετά το 1945, στηρίχθηκαν στη συστηματική καλλιέργεια της συναίνεσης πάνω στην ιδέα ότι η οικονομική ανασφάλεια και η οικογενειακή δυστυχία δημιουργούν δυστυχισμένες κοινωνίες. «Οι νευρώσεις της σύγχρονης κοινωνίας και η ανικανότητα πολλών ανθρώπων να προσαρμοστούν πηγάζουν, ευθέως, από τη φτώχεια και την ανασφάλεια», εξηγούσε ο Α. Μπήβαν, υπουργός Υγείας τότε. Πότε άραγε οι πολιτικοί μας θα προφέρουν ξανά αυτές τις λέξεις; Καθώς ξεκίνησα με ένα φεμινιστικό σχόλιο, ας τελειώσω με ένα ακόμα. Κάποιες γυναίκες υποστηρίζουν ότι η Θάτσερ ήταν ένα πρότυπο γυναίκας, γιατί τις βοήθησε να αναδείξουν τις πραγματικές τους ικανότητες. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η Θάτσερ βάθυνε το χάσμα μεταξύ των γυναικών: ενώ η προνομιούχα μειοψηφία κατάφερε να σκαρφαλώσει στην ιεραρχία της πολιτικής και επιχειρηματικής σκηνής, η
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
31
θατσερισμός ζει πλειοψηφία των γυναικών που επλήγη από την περιστολή του κράτους πρόνοιας και την πολιτική της προσωπικής επιτυχίας που προωθούσε η Θάτσερ, τελικά παρέμεινε κολλημένη στον πάτο του βαρελιού.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΙΩΑΝΝΑ ΒΟΓΛΗ
Έμαθε τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν την τιμή κάθε πράγματος, αλλά την αξία κανενός ΤΗΣ ΓΚΛΕΝΤΑ ΤΖΑΚΣΟΝ
Όταν μίλησα για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο —πάνε σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε— η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε πια αποχωρήσει από αυτή την αίθουσα. Ωστόσο, ο θατσερισμός συνέχιζε το διαλυτικό του έργο, έχοντας επιφέρει την πιο αποτρόπαιη κοινωνική, οικονομική και πνευματική καταστροφή που γνώρισε ποτέ αυτή η χώρα, η εκλογική μου περιφέρεια και όλοι όσοι με ψήφισαν. Τα νοσοκομεία της περιοχής ήταν εγκαταλελειμμένα. Οι ασθενείς σε φορεία και στους διαδρόμους. Τρέμω ακόμα και με τη σκέψη πόσοι συνταξιούχοι θα είχαν πεθάνει εκείνο τον χειμώνα, εάν αυτή η εκδοχή του θατσερισμού βρισκόταν ακόμα στην εξουσία. Τα σχολεία μας, οι γονείς, οι δάσκαλοι, η τοπική αυτοδιοίκηση, ακόμα και οι ίδιοι οι μαθητές ξόδευαν πάρα πολύ χρόνο προσπαθώντας να βρουν χρήματα για να αγοράσουν ακόμα και τα στοιχειώδη, όπως χαρτί και μολύβια. Οι σοβάδες δεν έπεφταν από τους τοίχους των σχολικών αιθουσών, μόνο και μόνο γιατί τους συγκρατούσαν οι ζωγραφιές των παιδιών και κάμποσα χιλιόμετρα κολλητικής ταινίας. Οι σχολικές βιβλιοθήκες δεν ήταν παρά σειρές άδεια ράφια, ενώ τα ελάχιστα βιβλία που υπήρχαν άντεχαν ακόμα γιατί οι καθηγητές τα έδεναν με κόλλα και κομμάτια από ταπετσαρία, ώστε να μη γίνουν φύλλο και φτερό.
Μνήμη Μάνου Χαριτάτου Το Μουσείο Μπενάκη και το Μορφωτικό Ίδρυμα εθνικής Τραπέζης μας καλούν σε μια βραδιά για τον Μάνο Χαριτάτο. Θα μιλήσουν ο Δημήτρης Πόρτολος, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, η Χριστίνα Βάρδα, η Πόπη Πολέμη και η Αλεξάνδρα Χαριτάτου. Θα προβληθεί, επίσης, το «Μονόργαμμα» της ΕΤ Ι για τον Μάνο Χαριτάτο (1991). Την Παρασκευή 19 Απριλίου, ώρα 18.30 στο Νέο Μουσείο Μπενάκη (οδός Πειραιώς)
Αλλά την πιο δραματική και στυγερή απεικόνιση του θατσερισμού δεν την συναντούσες στο Λονδίνο, αλλά σε ολόκληρη την χώρα, σε όλες τις συνοικίες των πόλεων, εκεί όπου κάθε βράδυ η είσοδος των μαγαζιών μετατρεπόταν σε υπνοδωμάτιο, καθιστικό και τουαλέτα για τους άστεγους που αυξάνονταν συνεχώς κατά χιλιάδες. Πολλοί από αυτούς είχαν πεταχτεί στον δρόμο όταν έκλεισαν βίαια οι ψυχιατρικές κλινικές μακροχρόνιας περίθαλψης. Μας είπαν, μάλιστα, ότι αυτή η πολιτική θα ονομαζόταν «Μέριμνα για την Κοινότητα», όπως και έγινε. Αλλά η ουσία της ήταν ακριβώς το αντίθετο: η έλλειψη οποιασδήποτε φροντίδας για κάθε κοινότητα. Όπως είπε ένας φίλος, την περίοδο της Θάτσερ το Λονδίνο μετατράπηκε σε μια πόλη που θα μπορούσε εύκολα να αναγνωρίσει και να νιώσει οικεία ο Χόγκαρθ [1697 – 1764]! Και, πραγματικά, αυτό ίσχυε… Η πνευματική βάση πάνω στην οποία χτίστηκε ο θατσερισμός και η οποία οδήγησε τη χώρα σε αυτή την εξαιρετικά επικίνδυνη και λάθος πορεία, ήταν πως όλα όσα είχα διδαχθεί να αντιμετωπίζω ως ανήθικα —και εξακολουθώ να τα αντιμετωπίζω ως τέτοια— μετατράπηκαν σε αρετές, την περίοδο του θατσερισμού. Η απληστία, ο εγωκεντρισμός, η έλλειψη φροντίδας για τον αδύναμο, ο ύπουλος ανταγωνισμός, με αυτά μας είπαν ότι θα πάμε μπροστά στη ζωή μας. Ακούσαμε τόσα αυτές τις μέρες, και θα συνεχίσουμε να ακούμε και άλλα, για τα εμπόδια που κατάφερε να ξεπεράσει ο θατσερισμός, για το κατεστημένο που κατάφερε να σπάσει. Μας λένε ξανά και ξανά, ζαλιστήκαμε να το ακούμε, πως ο θατσερισμός δημιούργησε μια κοινωνία με φιλοδοξίες, μια κοινωνία που έμαθε να διεκδικεί και να κοιτάει μπροστά. Ένας πρώην συντηρητικός πρωθυπουργός, όμως, ο Χάρολντ Μακμίλαν, έκανε λόγο για το ξεπούλημα εθνικής περιουσίας σε μια περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι έμαθαν να αναγνωρίζουν την τιμή κάθε πράγματος, αλλά να μην αντιλαμβάνονται την αξία κανενός. Αν κάτι με ανησυχεί είναι ότι αντιλαμβάνομαι πως αρχίζουμε ξανά να απογυμνωνόμαστε από όλα όσα θεωρώ ότι στηρίζουν πνευματικά αυτήν εδώ τη χώρα· μια χώρα όπου νοιαζόμαστε για την κοινωνία, πιστεύουμε στις κοινότητες των ανθρώπων, δεν εγκαταλείπουμε τους συνανθρώπους μας στην τύχη τους. Μπορεί αυτός ο διασυρμός να μη λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή· όμως, αν φέρουμε για λίγο στο νου μας το απόγειο του θατσερισμού θα δούμε να επαναλαμβάνεται ξανά η τραγική αυτή ανθρώπινη καταστροφή από την οποία υποφέραμε
Στην Άνοιξη: Τέχνη και κρίση Η Λαϊκή Επιτροπή Πολιτών Δήμου Διονύσου διοργανώνει ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Τέχνη και κρίση», αύριο Δευτέρα 15 Απριλίου και ώρα 19.00, στο Θέατρο του Λυκείου Άνοιξης (Προφήτη Ηλία 4, Άνοιξη Αττικής). Θα συζητήσουν με το κοινό ο Γιώργος Κιμούλης και ο Θάνος Μικρούτσικος.
ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
τόσο φριχτά ως έθνος, και εξαιτίας της οποίας τόσες αξίες και αρετές πήγαν στράφι, μόνο και μόνο γιατί τότε δεν ήμασταν ικανοί να αντιληφθούμε ότι κάθε άνθρωπος έχει την δική του μοναδική αξία. Η αξιότιμη φίλη μου, η βουλευτής Νταϊάν Άμποτ,* δήλωσε πως, αν και οι πολιτικές της απόψεις διαφέρουν από εκείνες που υιοθέτησε η κ. Θάτσερ, παρ’ όλα αυτά αισθάνεται καθήκον της να αποτίσει φόρο τιμής στην πρώτη γυναίκα που εκλέχτηκε πρωθυπουργός αυτής της χώρας. Όσο για μένα, ανήκω σε μια γενιά που ανατράφηκε αποκλειστικά από γυναίκες, καθώς οι άντρες έλειπαν στον πόλεμο υπερασπιζόμενοι τις ελευθερίες όλων μας. Οι γυναίκες εκείνες δεν κουμάνταραν απλώς μια κυβέρνηση, ήταν υπεύθυνες για ολόκληρη τη χώρα. Οι γυναίκες που γνώρισα, οι οποίες
ανέθρεψαν εμένα και εκατομμύρια πολίτες σαν και μένα, που ανέλαβαν την λειτουργία των εργοστασίων και των μαγαζιών μας, που έσβηναν τις φωτιές από τους βομβαρδισμούς, αυτές οι γυναίκες δεν θα αναγνώριζαν στην εικόνα της Μάργκαρετ Θάτσερ τη δικιά τους αντίληψη για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα. Θα συμφωνούσα να τιμήσω την πρώτη πρωθυπουργό που έτυχε να ανήκει στο γυναικείο φύλο, αλλά να την τιμήσω ως γυναίκα; Αυτό είναι κάτι που πραγματικά δεν ταιριάζει στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων. ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΑΡΑ ΚΟΥΚΗ
* βουλευτής των Εργατικών, η πρώτη μαύρη βουλευτίνα στη Βρετανία.
32
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Να δοκιμάζεις, να αποδεικνύεις, αλλά και Μιλάει για τη μικροϊστορία, την «ιστορία από τα κάτω», τη μνήμη, την επίδραση του Αντόρνο και του Μπένγιαμιν στη σκέψη του
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟ ΓΚΙΝΣΜΠΟΥΡΓΚ
w Ας ξεκινήσουμε πηγαίνοντας πίσω, στην εποχή της ακμής της κοινωνικής ιστορίας. Η αναγκαιότητα μιας «ιστορίας από τα κάτω» προωθήθηκε συστηματικά από ιστορικούς όπως ο Ε. Π. Τόμσον, αλλά κι εσείς και άλλα μέλη της ιταλικής σχολής της «μικροϊστορίας». Έχετε επίσης επισημάνει πως η ετερογένεια της ιστορικής πραγματικότητας εμποδίζει τον ιστορικό να κάνει γενικεύσεις. Δεν θα πω ποτέ, ελπίζω, πως είναι αδύνατο να κάνουμε γενικεύσεις! Το αντίθετο: πιστεύω πως η μικροϊστορία –την οποία βέβαια πρέπει να ορίσουμε– είναι μια μέθοδος που ανοίγει τον δρόμο για βαθύτερες και καλύτερες γενικεύσεις. Για τον λόγο αυτό, είμαι πεπεισμένος πως οι «μικρο-» και οι «μακρο» προσεγγίσεις πρέπει να βρίσκονται σε στενή σχέση. Ως προς τη μικροϊστορία, ωστόσο, υπάρχει μια παρεξήγηση: δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την «ιστορία από τα κάτω». Αν και θαυμάζω τον Ε. Π. Τόμσον, δεν άσκησε κάποια επίδραση στην προσέγγισή μου· τον διάβασα αργότερα. Αν το συνθετικό «μικρο-» δεν διαβαστεί ως προσδιορισμός του αντικειμένου, κυριολεκτικός ή συμβολικός, αλλά ως προσέγγιση, τότε η «ιστορία από τα κάτω» αποτελεί μία μόνο δυνατότητα αυτής της προσέγγισης. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της σειράς «Μικροϊστορίες» του εκδοτικού οίκου Einaudi, εκδώσαμε ένα βιβλίο για τον Γαλιλαίο, κι ένα για τον Πιέρο Ντέλλα Φραντζέσκα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ιστορία από τα κάτω». Η οπτική της «ιστορίας από τα κάτω» μας έχει οδηγήσει σε σπουδαία συμπεράσματα, αλλά η μικροϊστορία είναι ένα ευρύτερο πεδίο. Σε σχέση με τη δουλειά μου, τώρα, νομίζω πως ο χαρακτηρισμός «ιστορία από τα κάτω» είναι επιφανειακός, ίσως και παραπλανητικός. Ακόμα και στο Τυρί και τα σκουλήκια, η έμφαση δίνεται στους ανθρώπους που παράγουν τα αποδεικτικά στοιχεία, δηλαδή τους ιεροεξεταστές, στην αλληλεπίδραση μεταξύ των ιεροεξεταστών και του Μενόκκιο, καθώς και στη σχέση μεταξύ της κουλτούρας των ελίτ και της λαϊκής κουλτούρας. w Πιστεύετε πως η μικρϊστορία μπορεί να προτείνει ριζοσπαστικούς τρόπους για να συνδυαστούν διαφορετικά επίπεδα έρευνας όπως το κοινοτικό και το διεθνικό, το τοπικό και το παγκόσμιο; Ιδίως σήμερα όπου, στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τίθενται πιο έντονα ζητήματα διεύρυνσης αλλά και σύγκρισης στις ιστορικές σπουδές; Ριζοσπαστικούς τρόπους… εξαρτάται. Ας δούμε τη γεωγραφία της μικροϊστορίας. Ξεκίνησε ως ιταλικό ιστοριογραφικό κίνημα, στη συνέχεια αναπτύχθηκε —από διαφορετικές οπτικές γωνίες— στη Γερμανία, τη Γαλ-
Τη συνέντευξη πήραν ο Μάνος Αυγερίδης και ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης. Ευχαριστούμε θερμά τον Κώστα Γαγανάκη και τη Δήμητρα Λαμπροπούλου, για τη βοήθειά τους στην προετοιμασία της.
Ο Κάρλο Γκίνσμπουργκ με τον Μάνο Αυγερίδη και τον Πέτρο-Ιωσήφ Στανγκανέλλη, Αθήνα 5.4.2013
λία, τις ΗΠΑ, την Αγγλία, και υπήρξαν διαφορετικές προσεγγίσεις σε χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Ισλανδία. Η μικροϊστορία έχει χρησιμοποιηθεί στις λεγόμενες «περιφέρειες» ως μέσο διασάλευσης μιας πολιτικής ιεραρχίας, κι αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Προσωπικά, αυτό που με απασχολεί είναι κυρίως το αποτέλεσμα. Το σημαντικό είναι η ποιότητα των ερωτημάτων που τίθενται· και εδώ ανακαλώ συχνά εκείνα του Μαλινόφσκι ή του Μαρκ Μπλοχ, αλλά και την επίδραση της ανθρωπολογίας στην Ιστορία, κυρίως τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Τα ερωτήματα που τίθενται σε τοπικό πλαίσιο, λ.χ., υπογραμμίζουν, κατά τη γνώμη μου, την ανάγκη συγκρίσεων, ρητών ή σιωπηλών. Τα ερωτήματα που προκύπτουν από διαφορετικές εμπειρίες πιθανώς προέρχονται από ευρύτερες εμπειρίες, και μέσω αυτών αναδύονται ευρύτερα ζητήματα. Για να επιστρέψω στον όρο «ριζοσπαστικός»: είναι εύκολο να τον χρησιμοποιήσει κανείς εκ των προτέρων, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να σημαίνει κάτι και ως προς το αποτέλεσμα.
ανήκα κι εγώ. Αυτό ήταν το πλαίσιο, οι επιδράσεις για τις οποίες θα είχα να πω πολλά. Πρέπει πάντως να πω πως δεν διάβασα πολύ Αντόρνο αργότερα, και το Minima Moralia δεν είναι ένα βιβλίο στο οποίο επέστρεψα. Και θέλω εδώ να επισημάνω ένα πρόβλημα με τη χρήση του Μπένγιαμιν. Ο Μπένγιαμιν είναι πολύ συχνά κρυπτικός στις διατυπώσεις, και διαπιστώνω πως υπάρχει η τάση να χρησιμοποιούμε φράσεις του ως υποκατάστατα επιχειρήματος. Αυτό πρέπει να το αποφεύγουμε. Προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατόν πιο φειδωλός στη χρήση του Μπένγιαμιν· τον χρησιμοποιώ κυρίως σε στρατηγικά σημεία του έργου μου. Προτιμώ να ακολουθώ τα μονοπάτια του Μπένγιαμιν, να διαβάζω τα βιβλία που διάβαζε – με διαφορετικό σκοπό προφανώς. Έχω κάνει το ίδιο και με τον Έριχ Άουερμπαχ: έχω προσπαθήσει να καταλάβω την οπτική του μέσα από τα βιβλία που διάβαζε. Ένας ανταγωνισμός από απόσταση μπορεί να είναι ανταγωνισμός μεταξύ ενός νάνου και ενός γίγαντα, αλλά παραμένει ανταγωνισμός…
w Σε πολλά έργα σας αναφέρεστε συχνά στον Αντόρνο και στον Μπένγιαμιν. Πόσο σας ενέπνευσαν ή σας επηρέασαν; Διάβασα το Minima Moralia στα ιταλικά, μια εξαιρετική μετάφραση που εκδόθηκε, αν δεν κάνω λάθος, το 1957. Με συνεπήρε πραγματικά, υπήρξε σπουδαία πηγή έμπνευσης για μένα. Και διάβασα Μπένγιαμιν, ένα μέρος του έργου του, μερικά χρόνια αργότερα, από τον ίδιο μεταφραστή, τον Ρενάτο Σόλμι, ο οποίος ήταν και ο επιμελητής του τόμου, είχε γράψει την εισαγωγή κλπ. Τον αναφέρω, γιατί εκείνη την εποχή ήταν ένας πολλά υποσχόμενος νέος φιλόσοφος —αν και δεν έγραψε πολλά αργότερα—, ο οποίος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα και για το έργο του ιταλού ανθρωπολόγου Ερνέστο ντε Μαρτίνο — και ιδίως για το βιβλίο του Il Mondo Magico, το οποίο μελετούσα κι εγώ τότε. Δημιουργείται, πράγματι, ένας αστερισμός εδώ, ένας ιταλικός αστερισμός: Ο Σόλμι διαβάζει Ντε Μαρτίνο, διαβάζει Μπένγιαμιν και Αντόρνο, και μετά συστήνει τον Αντόρνο και τον Μπένγιαμιν στο ιταλικό κοινό, στο οποίο
w Το σημαντικότερο μεθοδολογικό σας δοκίμιο, «Σημάδια. Ρίζες ενός ενδεικτικού παραδείγματος», θα μπορούσε να διαβαστεί —και συχνά έχει διαβαστεί— ως προσπάθεια θεμελίωσης μιας διάκρισης μεταξύ των φυσικών «επιστημών», οι οποίες ανάγονται ιστορικά στο γαλιλαιικό διάβημα, και «πειθαρχιών» (όπως η φιλολογία ή η ιστορία), οι οποίες δεν ήταν δυνατόν ή λειτουργικό να «μιμηθούν» τις πρώτες ή να υπαχθούν σε αυτές. Ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτή την ανάγνωση; Δεν συμφωνώ με αυτή την ερμηνεία, ότι από τη μια μεριά υπάρχει μια μακρά παράδοση που βασίζεται στις ενδείξεις, κι από την άλλη έχουμε τη «στιγμή» του Γαλιλαίου. Το επιχείρημά μου δεν είναι ότι εμείς οι ιστορικοί είμαστε ανίκανοι να κάνουμε μια «γαλιλαιική» επιστήμη. Θα υποστήριζα το αντίθετο: ότι οι φυσικοί επιστήμονες δεν μπορούν, με την μέθοδο της γενίκευσης που χρησιμοποιούν, να συλλάβουν την πολυμορφία της κίνησης των κυνηγών ή των «πρακτικών» γιατρών. Η διχοτομία βρίσκεται όχι στο κα-
θεστώς επιστημονικότητας, αλλά στο ότι εργαζόμαστε θέτοντας διαφορετικούς στόχους. Κάποιοι, βέβαια, εξέφρασαν την αντίρρηση ότι καλό θα ήταν να μην επιμένουμε τόσο σε αυτή τη διάκριση, όσο στην προσπάθεια άρσης της. Σε ένα άρθρο μου, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στη Γερμανία, θέλησα να προσεγγίσω αυτά τα ζητήματα με έναν διαφορετικό τρόπο. Σκέφτηκα ότι οφείλουμε να ξαναμελετήσουμε τον Γαλιλαίο από μια διαφορετική οπτική γωνία. Έθεσα λοιπόν το ερώτημα: Τι θα μπορούσε να μας διδάξει, εμάς τους ιστορικούς, ο Γαλιλαίος; w Μου έρχεται στο μυαλό ένα άρθρο του Μπράιαν Βίκερς, «Epideictic Rhetoric in Galileo’s Dialogo». Ναι, έξοχο! Βέβαια, τίθεται συχνά το ζήτημα του ποσοτικού, της ποσοτικοποίησης. Δεν θεωρώ ότι η ποσοτικοποίηση είναι πάντα παραγωγική. Προτιμώ, τουλάχιστον για αυτά που κάνω, ένα ερωτηματολόγιο που επιτρέπει την ποιοτική ανάλυση, που μπορεί να συλλάβει τις ενδείξεις. w Λήθη, ενοχή, τραύμα, πάθος για μνήμη: Πώς, κατά τη γνώμη σας, διαμορφώθηκε και μεταβλήθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα η σχέση μας με το παρελθόν; Όλοι μιλάνε σήμερα για το ζήτημα της μνήμης. Η θέση μου θα έλεγα πως δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη επ’ αυτού. Προέρχεται, ή τουλάχιστον εμπνέεται, από το σπουδαίο έργο του Μωρίς Αλμπάκς [Μaurice Ηalbwachs]. Προσπαθώντας να μεταφράσω την προσέγγιση του Αλμπάκς στη δική μου δουλειά, θα έλεγα: Κάποιου είδους κοινωνική μνήμη υπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η Ιστορία είναι ένα ιδιαίτερο είδος σχέσης ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων με το κοινωνικό παρελθόν, με το ανθρώπινο παρελθόν. Υπάρχει κάτι πολύ συγκεκριμένο στην Ιστορία, ακόμα κι αν υπάρχουν πολλές διαφορετικές ιστοριογραφικές παραδόσεις. Δεν πρέπει να ταυτίζουμε την Ιστορία με τη μνήμη. Αναμφίβολα, η Ιστορία μπορεί να τροφοδοτείται από τη μνήμη, και η μνήμη να τροφοδοτείται από την Ιστορία. Αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η μνήμη σχετίζεται με το συναίσθημα, το συναίσθημα όμως δεν μπορεί να συγκροτήσει επιχείρημα. Σχετίζεται επίσης με την εμπειρία, αλλά κυρίως την εμπειρία του παρόντος, όχι του παρελθόντος. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Θα μπορούσε ο συνδυασμός τους να οδηγήσει σε πιο ολοκληρωμένα ιστορικά συμπεράσματα; Είμαι πολύ επιφυλακτικός ως προς αυτό. Το ζήτημα δεν είναι να μεταφέρουμε την εμπειρία ως τέτοια, αλλά να την αναλύσουμε.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
41
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
να διαψεύδεις
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ανεργία, εργασία και δουλειά ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ
Πιέρο Ντέλλα Φραντζέσκα, «Η γέννηση» (λεπτομέρεια), 1470-1475
w Ας κλείσουμε επιστρέφοντας στον Γαλιλαίο. Στον πρόλογο της ιταλικής έκδοσης του βιβλίου σας για την σχέση ιστορίας και ρητορικής, αναφέρεστε στην αγαπημένη φράση του, η οποία ήταν και το μότο της Accademia del Cimento: Provare e riprovare (να δοκιμάζεις και ξαναδοκιμάζεις). Αποτελεί και για εσάς μια μεθοδολογική αρχή; Provare e riprovare σημαίνει να δοκιμάζεις, να αποδεικνύεις και να διαψεύδεις, γιατί το riprovare σημαίνει να δοκιμάζεις ξανά, αλλά και να διαψεύδεις. Πώς δουλεύω; Ας ξεκινήσουμε από τη στιγμή που αποφάσισα να δουλέψω πάνω στο ζήτημα της μαγείας. Σ’ αυτή την περίπτωση υπήρξε το στοιχείο του τυχαίου, η ευκαιρία εμφανίστηκε από μόνη της. Αργότερα επιχείρησα να παίξω με αυτό το στοιχείο του τυχαίου, επιχείρησα να το εκμαιεύσω. Αλλά αυτό δεν συνέβη εξαρχής, παρά μόνο όταν συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό ήταν. Από την άλλη, ήταν ανασταλτική για μένα η αίσθηση ότι κινδυνεύω να γίνω «ειδικός». Προσπάθησα να μη γίνω «ειδικός», και πιστεύω πως το κατόρθωσα. Σίγουρα υπάρχουν σπουδαίοι «ειδικοί» σε διάφορα θέματα, ωστόσο εγώ συνειδητοποίησα ότι έτσι μειωνόταν η ικανότητά μου να αντιλαμβάνομαι καινούργια πράγματα. Αποφάσισα λοιπόν να αλλάζω τα αντικείμενα της
έρευνάς μου, ώστε να μπορώ να απολαμβάνω και τη στιγμή που αλλάζω σελίδα, που αρχίζει κάτι καινούργιο. Πώς γράφω; Συνήθως ξεκινάω να γράφω κάτι αρχικά και μετά το ξαναγράφω· λατρεύω τους υπολογιστές γιατί μου επιτρέπουν να δουλεύω για μια ολόκληρη μέρα χωρίς να αφήνω ίχνη: η διαγραφή, το σβήσιμο κάθε ίχνους είναι κάτι που απολαμβάνω ιδιαίτερα.
Κρίση-μα σεμινάρια: για την υγεία Το Κρίση-μο Σεμινάριο, που οργανώνει η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας, αυτή την Τρίτη 16 Απριλίου (ώρα 19.15, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων) έχει θέμα «Υγεία: κατάρρευση και ανασυγκρότηση του συστήματος». Εισηγήσεις: Θοδωρής Σδούκος (ΕΣΥ & Κοινωνικό ιατρείο Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης), Γιώργος Νικολαΐδης (Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού). Συντονισμός: Γιάννης Καλομενίδης (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Αριστερά και Αστικός Πολιτικός Κόσμος, 1940-1960
17-20 Απριλίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου οργανώνει συνέδριο με θέμα: «Αριστερά και Αστικός Πολιτικός Κόσμος, 1940-1960» από την Τετάρτη 17 Απριλίου μέχρι το Σάββατο 20 Απριλίου, στο Αμφιθέατρο Σάκη Καράγιωργα ΙΙ, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στις θεματικές ενότητες του Συνεδρίου περιλαμβάνονται: ο πλουτισμός και ο λοιμός στην Κατοχή, οι λαϊκές εξουσίες και οι θεσμοί, η Αντίσταση στιςπΠόλεις και η Απελευθέρωση, ο ξένος Παράγοντας, τα Δεκεμβριανά, το εθνικό ζήτημα στην Κατοχή και στη δεκαετία του 1950, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος στην ύπαιθρο, εθνικισμός και βία στην Κατοχή και έπειτα από αυτή, το φοιτητικό κίνημα, τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του ΔΣΕ, κράτος και οικονομία στη δεκαετία του 1950, το Κυπριακό μετά τον Εμφύλιο, πολιτικές διαδικασίες στη δεκαετία του 1950, η Αριστερά μετά τον Εμφύλιο. Αναλυτικά το πρόγραμμα, ένα εισαγωγικό κείμενο του Μιχάλη Λυμπεράτου και του Προκόπη Παπαστράτη, η αφίσα και άλλο ενημερωτικό υλικό στην ηλεκτρονική έκδοση της «Αυγής» (www.avgi.gr) και στο μπλογκ των Ενθεμάτων (wp.me/pT5Wh-2Y6)
Κάποιες ειδήσεις ξεσπούν με κρότο, κυριαρχούν στην επικαιρότητα και τραβάνε αμέσως την προσοχή, κάποιες άλλες πλησιάζουν αθόρυβα, και καμιά φορά είναι οι πιο επικίνδυνες. Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ που δημοσιεύτηκε τις προάλλες στην Αυγή, η ανεργία στο τέλος του 2013, κατά το αισιόδοξο σενάριο θα φτάσει το 27,6%. Η αύξηση της ανεργίας, στην Ελλάδα και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, ειδικά των νέων, με ποσοστά πλειοψηφικά πλέον, που ξεπερνούν αρκετά το 50% στη χώρα μας και σε άλλες χώρες του Νότου, είναι κάτι που δεν αποτελεί συνταρακτική είδηση αλλά θλιβερή πραγματικότητα. Η λέξη άνεργος εμφανίζεται μια φορά όλη κι όλη σε κείμενα της κλασικής αρχαιότητας και φυσικά όχι με τη σημερινή σημασία· στην Ελένη του Ευριπίδη, διεκτραγωδείται η τύχη της Τροίας, που οδηγείται στον όλεθρο «δι έργ’ άνεργα», για πράξη που δεν έγινε. Η λέξη ανεργία, εμφανίζεται και αυτή στην ελληνιστική εποχή με τη σημασία της απραξίας, αλλά με τη σημερινή της σημασία είναι ουσιαστικά παιδί της βιομηχανικής επανάστασης, αφού και στις ευρωπαϊκές γλώσσες τότε εμφανίστηκαν οι αντίστοιχες λέξεις με αυτή τη σημασία. Μπορεί στις μέρες μας, με την βαθύτατη κρίση που περνάμε, να θεσπίζεται η έννοια του επιδόματος ανεργίας και για αυτοαπασχολούμενους ή ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά η λέξη είναι κατεξοχήν συνδεδεμένη με τον μισθωτό εργαζόμενο. Για τους μαγαζάτορες και τους ελεύθερους επαγγελματίες υπάρχουν άλλες λέξεις, που μας τις θυμίζει ένα ανέκδοτο που δεν ξέρω αν είναι αληθινό αλλά έχει γούστο και γλωσσικό ενδιαφέρον - ο βασιλιάς Όθωνας, στα πρώτα χρόνια του, λέει, είχε βγει στην αγορά για να δει τους υπηκόους του, και ρώτησε κάποιους μαγαζάτορες πώς πάνε οι δουλειές. «Κεσάτια, μεγαλειότατε» απάντησε ένας. «Δηλαδή;» «Να, δεν γίνεται αλισβερίσι», προσφέρθηκε να βοηθήσει άλλος, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. «Δεν υπάρχει νταραβέρι, δηλαδή», εξήγησε ένας τρίτος, προς μεγάλη απελπισία του ανεπίδεκτου μονάρχη. Το αλισβερίσι και το νταραβέρι είναι, αντίστοιχα, η τουρκογενής και η ιταλότροπη παραλλαγή του «δούναι και λαβείν», ενώ και τα κεσάτια τούρκικο δάνειο είναι· αν ήθελαν μιαν εντελώς ελληνική λέξη, έπρεπε να πουν «αναδουλειά», που είναι η εμπορική απραξία και γενικότερα η έλλειψη οικονομικής δραστηριότητας, η άλλη μεγάλη πληγή της οικονομίας μας τα τελευταία μαύρα χρόνια. Η ανεργία, βέβαια, ανάγεται στην πανάρχαιη λέξη έργον, που τη βρίσκουμε στον Όμηρο αλλά θα είναι ακόμα παλαιότερη, μια και παράγωγα και σύνθετά της έχουν βρεθεί
Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στο sarantakos.wordpress.com
σε μυκηναϊκά κείμενα. Η ρίζα είναι ινδοευρωπαϊκή (ξαδερφάκια της το αγγλικό work και το γερμανικό Werk), με μερικά απρόσμενα ομόρριζα (όργανο, όργια, ρέκτης). Η λέξη έργον, που διατηρείται ίσαμε τις μέρες μας με πάμπολλες σημασίες, έδωσε επίσης πάμπολλα παράγωγα, ανάμεσα στα οποία το ρήμα εργάζομαι, αρχικά για τις αγροτικές εργασίες, και το ουσιαστικό εργασία, που είχε στην αρχαιότητα διάφορες επιπλέον σημασίες όπως την καλλιέργεια της γης, την κατασκευή, το εμπόριο. Στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία, κεφαλαιώδη ρόλο έπαιζε η εργασία των δούλων, κι η λέξη δούλος βρίσκεται κι αυτή στα μυκηναϊκά κιόλας κείμενα. Δουλεία ήταν η κατάσταση του δούλου, η υποδούλωση, και κατ’ επέκταση η καταναγκαστική εργασία, οπότε σταδιακά θα ονομάστηκε έτσι οποιαδήποτε κοπιαστική και επαχθής εργασία (σαν του δούλου), και τελικά η αμειβόμενη εργασία (ήδη η φράση «τον μισθόν δουλείας σου» απαντά στην Παλαιά Διαθήκη), ενώ στη μεσαιωνική πια εποχή η λέξη «δουλεία» έχει πια πάρει τη σημασία γενικά της εργασίας και της ασχολίας, και τότε συμβαίνει το κατέβασμα του τόνου και η προφορά με συνίζηση κι έτσι έχουμε τη σημερινή λέξη «δουλειά», ενώ παράλληλη εξέλιξη γνώρισε και το αντίστοιχο ρήμα, δουλεύω, το οποίο στην κλασική αρχαιότητα είχε τη σημασία «είμαι δούλος, εργάζομαι καταναγκαστικά», μετά «εργάζομαι με μισθό» και τελικά έφτασε να σημαίνει «εργάζομαι» γενικά. Επομένως, όσοι έγραψαν για μισθωτή σκλαβιά δικαιώνονται ετυμολογικά, αφού η δουλειά είναι ετυμολογικώς παιδί της δουλείας. Αλλά τι τα θέλετε, και το γαλλικό travailler (δουλεύω) έχει την ετυμολογική του αρχή σε ένα όργανο βασανιστηρίων και αρχικά σήμαινε «ταλαιπωρώ κάποιον», και μετά, αμετάβατο, «ταλαιπωρούμαι, μοχθώ», δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα η ταύτιση της εργασίας με τον καταναγκασμό. Κι έτσι έχουμε δυο ζευγάρια λέξεων, την πιο επίσημη εργασία και την λαϊκότερη δουλειά, και τα αντίστοιχα ρήματα, εργάζομαι και δουλεύω, να προσέξουμε όμως ότι η λέξη δουλειά έχει πάρει σημασίες που η εργασία δεν τις έχει, π.χ. την εμπορική συναλλαγή («έκλεισε μια μεγάλη δουλειά»), τον επιδιωκόμενο σκοπό («αυτό δεν κάνει για τη δουλειά μου»), την απλή σχέση («τι δουλειά έχω εγώ με αυτούς;») ή ακόμα και κάτι δυσάρεστο που μας απασχολεί συνεχώς («πού θα πάει αυτή η δουλειά;»). Από την άλλη, η εργασία έχει κρατήσει όλες τις επίσημες χρήσεις (εργασιακές σχέσεις, Υπουργείο Εργασίας κτλ.). Παλιότερα, πολλοί αριστεροί έγραφαν «δουλιά», για να διαφοροποιείται και οπτικά η εργασία από τη δουλεία. Φαντάζει ουτοπικό να το λες όταν χιλιάδες νέοι συνωστίζονται για κακοπληρωμένες και επισφαλείς θέσεις «εργασίας», αλλά θα έρθει μια εποχή που η διαφορά θα είναι τόσο μεγάλη που η ορθογραφία δεν θα μας ενδιαφέρει.
42
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
43
Παρόν και μέλλον του Εργατικού Δικαίου ΤΟΥ ΑΡΙ ΚΑΖΑΚΟΥ
Το Εργατικό Δίκαιο, και ιδίως το Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, όπως άλλωστε και άλλοι κλάδοι δικαίου, έχουν σήμερα το status «δικαίου κατεχόμενης χώρας». Στο Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο το Μνημόνιο ΙΙ (ΠΥΣ 6/28.2.2012) έπληξε με χειρουργικά χτυπήματα το δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της διαιτησίας, αφήνοντας άθικτο, μέχρι στιγμής, τον βασικό συνδικαλιστικό νόμο (1264/1982). Διανύσαμε διακόσια χρόνια Διαφωτισμού και Εργατικού Δικαίου μέχρις την επιστροφή μας σε ένα καθεστώς εργασιακών σχέσεων που μοιάζουν με αυτές των απαρχών της ιστορίας του Εργατικού Δικαίου: κυρίαρχος διαπλαστικός παράγοντας των όρων εργασίας γίνεται και πάλι η ατομική σύμβαση εργασίας, έστω και υπό τον μανδύα της επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας που συνάπτει ο εργοδότης με ένωση προσώπων, αυτή την καρικατούρα συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η ισορροπία του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και ρυθμίσεων (συλλο-
Ο Άρις Καζάκος διδάσκει εργατικό δίκαιο στη Νομική του ΑΠΘ
γικές συμβάσεις εργασίας και διαιτησία) καταστρέφεται, ο νομοθέτης επιβάλλει τη λήξη των συλλογικών συμβάσεων και των διαιτητικών αποφάσεων, με τον ίδιο τρόπο καταργείται η μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων, το κενό ρύθμισης που δημιουργείται πληρούται με ατομικές συμβάσεις εργασίας. Με την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία εξουδετερώνεται ο επικουρικός μηχανισμός της συλλογικής αυτονομίας που διασφάλιζε τη θέσπιση συλλογικών ρυθμίσεων και την απώθηση της βίας της ατομικής διαπραγμάτευσης. […] Η απονομή δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, η αποτελεσματική λειτουργία του κοινωνικού κράτους δικαίου και του πολιτικού συστήματος αποτελούν, εκτός των άλλων, και μηχανισμούς απορρόφησης της εγγενούς στην κοινωνία βίας. Όταν αυτό δεν συμβαίνει και ο νόμος έχει πλέον μοναδικό συστατικό του τον καταναγκασμό (βία), η εξέλιξη των πραγμάτων είναι προβλέψιμα ζοφερή. Η παράλληλη επιλογή των πολιτών να υπερασπιστούν τα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα αυτοδυνάμως παραμένει ανοιχτή και αναπόφευκτη, αν η κοινωνία αρνηθεί την ισοπέδωση που επιβάλλει η πολιτική των δανειστών της χώρας μας. Κατά τον χρόνο που γράφονται αυτές οι γραμμές αναμένεται η απόφαση της Ολομέ-
λειας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των αιτήσεων ακύρωσης της ΓΣΕΕ και άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων κατά της ΠΥΣ 6/28.2.2012. Αν επιβεβαιωθεί η πληροφορία ότι το δικαστήριο, με μεγάλη μάλιστα πλειοψηφία των μελών του, έκρινε αντισυνταγματική την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, θα καταγραφεί μια μεγάλη νίκη της κοινωνίας. Η έκβαση αυτής της δίκης θα έχει τεράστια σημασία για την υπόσταση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και για την ύπαρξη των πολιτών της χώρας, που είναι στενά συνυφασμένη με την τύχη των πληττόμενων συνταγματικών δικαιωμάτων τους. Οι θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος δεν έχουν αλλάξει (ούτε μπορούν άλλωστε να αλλάξουν), οι λοιπές υπερνομοθετικής ισχύος πηγές, π.χ. του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ομοίως. Στην ιεραρχία των πηγών δικαίου το Σύνταγμα εξακολουθεί να αποτελεί κριτήριο και μέτρο των υποκείμενων κανόνων. Και οι μνημονιακοί νόμοι υπόκεινται στις θεμελιώδεις επιταγές του Συντάγματος. Το ερώτημα βρίσκεται στα χείλη πολλών: Ποιο είναι το μέλλον του Εργατικού Δικαίου; Σε ποιο βαθμό εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα Εργατικό Δίκαιο; Η απάντηση είναι απλή: Όσο η εργασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τους κανόνες που ισχύουν για τη
μίσθωση π.χ. ενός αλόγου, το Εργατικό Δίκαιο, παρά τα πλήγματα που υφίσταται, θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Ο γενικός νόμος της αντιθετικότητας, η «έρις», και η ανάγκη των ανθρώπων θα το κρατήσουν και θα το ενισχύσουν. Οι αξίες που στηρίζουν το Εργατικό Δίκαιο αποτελούν όρους ύπαρξης των ανθρώπων, έχουν δοκιμαστεί στον χρόνο και εγγραφεί στέρεα στις συνειδήσεις τους και στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, γι’ αυτό άλλωστε και έχουν προικιστεί με συνταγματική και υπερνομοθετική ισχύ. Με ποιες ιστορικές σταθερές διεκδικείται, δημιουργείται και αναδημιουργείται το Εργατικό Δίκαιο; Για να θυμηθούμε τον «σκοτεινό» φιλόσοφο της αρχαίας Ελλάδας, τον Ηράκλειτο: «Ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ΄ έριν και χρεών». Στην απόδοση της Έλλης Παπά (Ο Πλάτωνας στην εποχή μας, 1980, ανατ.: 2012, σ. 150): Ο «πόλεμος» (η αντιθετικότητα) είναι γενικός νόμος, η «έρις» είναι συνώνυμη με τη δικαιοσύνη, όλα γίνονται από την αντίθεση και την ανάγκη. Η έρις και η ανάγκη είναι πάντοτε παρούσες.
Τις μέρες αυτές κυκλοφορεί, σε τρίτη έκδοση το βιβλίο του Άρι Καζάκου Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2013 (εκδόσεις Σάκκουλα, ΑθήναΘεσσαλονίκη. Δημοσιεύουμε ένα εκτενές απόσπασμα από τον Πρόλογο.
42
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
43
Ρήξη με την «κινεζοποίηση» της Ευρώπης ΤΟΥ ΝIΚΟΥ ΚΟΤΑΡIΔΗ
Στους νεότερους χρόνους, η Ευρώπη και η «ευρωπαϊκότητα» συνοδεύονται από μια ορισμένη αίσθηση υπεροχής, πολιτικοστρατιωτικής αλλά κυρίως ιδεολογικής, έναντι του άλλου κόσμου. Στο πνεύμα αυτό αναπτύχθηκε η ισχύς της και η ακτινοβολία των επιτευγμάτων της. Για την κυβερνώσα Δεξιά, το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» συνιστούσε πάντα μια καθεστωτική ιδεολογία. Αντίθετα, για την Αριστερά, η διερώτηση επί της «ευρωπαϊκότητας» είναι άνευ νοήματος, καθώς συνιστά καταγωγικό τόπο, θεμέλιο της ιδεολογίας και, ιδίως, ουσιώδη παράμετρο της πολιτικής δράσης της. Αν λοιπόν η Δεξιά αντιπροσωπεύει ιστορικά την πολιτική Ευρώπη των ξετσίπωτων καθεστωτικών συμμαχιών αλλά και των μέχρις εξοντώσεως ιδεολογικοπολιτικών πολέμων, η ευρωπαϊκότητα, δηλαδή η υπό διαρκή διαπραγμάτευση ιδεολογία της υπεροχής, είναι ο τόπος και της Αριστεράς. Η ιδεολογία και η διάχυση της ιστορικής υπεροχής καλλιεργήθηκαν στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης τελεολογικής αντίληψης για την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, που ήθελε την Ευρώπη ως πρότυπο. Η εξέλιξη και η πρόοδος αποτελούν κεντρικές αναφορές ιδεολογιών που καλλιέργησαν την πεποίθηση ότι σχεδόν αποκαλύψαμε τους ιστορικούς νόμους, οπότε ιδού η εποχή που θα αλλάξουμε τα φώτα στην καθυστερημένη Ιστορία. Η Ευρώπη βάλθηκε να φτιάξει έναν κόσμο στα μέτρα της, με ιδεολογήματα περί προόδου, εκσυγ-
χρονισμού, «σταδίων», που φαντασιώθηκε και επέβαλε ως ιστορική μήτρα οικουμενικών προτύπων. Είναι κι αυτό καταγωγικό στοιχείο της Αριστεράς. Η «αναγκαία» ιστορική πρόοδος, όπως και η αλαζονεία της αλλαγής, συνδέθηκαν κατεξοχήν με την αναγωγή σε μέγιστη αξία της μεγέθυνσης του πλούτου, καθώς και με τις επάλληλες κοινωνικές και γεωγραφικές κινητικότητες, που ξερίζωσαν την παλιά Ευρώπη και τον «παλιό κόσμο». Η Ευρώπη «εξελίσσεται» και αλλάζει με φρενήρη ρυθμό, καθώς λεηλατεί τον πλούτο του άλλου κόσμου και, μέχρι τον Πρώτο Πόλεμο τουλάχιστον, εκμεταλλεύεται κτηνωδώς την εργασία. Έχουμε πλέον συνείδηση αυτής της συνθήκης – άλλωστε, αόκνως εργάστηκε επ’ αυτού και το αναρχοκομμουνιστικό μας κίνημα. Η σημερινή Ευρώπη δυσφορεί που δυσκολεύεται ν’ αρπάζει τόσο τεμπέλικα όσο στο παρελθόν τον περιφερειακό πλούτο· εκτός αυτού, οι «αναδυόμενοι» έμαθαν και ξέρουν καλύτερα τον καπιταλισμό, επιστρέφοντάς μας τώρα τεχνολογίες συσσώρευσης κεφαλαίου, όπως η κινεζοποίηση. Υπάρχει λοιπόν αυτή η σκοτεινή πλευρά, που αφορά τον ξένο πλούτο, ο οποίος αποτελεί στοιχείο της ευρωπαϊκής ισχύος και καλοπέρασης. Μίλησε γι’ αυτό η Αριστερά και μάτωσε εν ονόματι των οικουμενικών δικαιωμάτων, αλλά κατά καιρούς σιώπησε ένοχα ή μας έγινε «πολιτική Ευρώπη», κατά τις γνήσιες ευρωπαϊκές παραδόσεις. Η Ευρώπη συνεχίζει να εγκληματεί καταφανώς έναντι του «άλλου κόσμου». Και η συνείδηση αυτής της συνθήκης είναι ζωντα-
νό στοιχείο της «ευρωπαϊκότητας», φορέας της οποίας είναι βεβαίως η ιστορική Αριστερά και οι σύγχρονες παραφυάδες της, που δεν βλέπουν τα «πράγματα ξεκομμένα» και καλλιεργούν την εναλλακτικότητα, μια κατεξοχήν ευρωπαϊκής κοπής προμηθεϊκή σχέση με την Ιστορία. Η σημερινή πολιτική Ευρώπη είναι ευρωπαϊκή, καθότι διεκδικεί να κάνει κουμάντο στον κόσμο, αλλά και εξόχως αντιευρωπαϊκή, καθότι υιοθετεί λογικές και πρακτικές «μονόδρομων» και εξορίζει την αριστερή πλευρά της, την εναλλακτικότητα. Εξαντλεί την ευρωπαϊκότητα στην ισχύ και την οικονομία, καταβυθίζει το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της, δηλαδή την καλλιέργεια και οικουμενικοποίηση της εναλλακτικότητας, ευνουχίζει τον αντινομικό και άκρως ενδιαφέροντα χαρακτήρα της. Η Αριστερά λοιπόν είναι «αυθεντική ευρωπαϊκή» δύναμη: συγκροτείται ως πολιτικό πεδίο όχι μόνο ως προς τη θεραπεία των δεινών ή την εξυπηρέτηση των αναγκών, αλλά κυρίως ως προς την αξίωση οικουμενικοποίησης των (υπό διαρκή αίρεση και διαπραγμάτευση) αξιών της, ως πεδίο επεξεργασίας και παραγωγής «σταδίων» και «πενταετών πλάνων», ουτοπιών και «βλέποντας και κάνοντας» Η σημερινή Ευρώπη θα είναι ένα πεδίο απώλειας ή, όπως θα λέγαμε με τα μυαλά που κουβαλάμε, φτώχειας μαζικής. Δεν θα μπορούμε, τουλάχιστον από την άποψη του συσχετισμού ισχύος, να παίρνουμε «την μπουκιά από το στόμα» των άλλων. Για την Αριστερά, το μέλλον της Ευρώπης δεν χωράει στα προ-
γράμματα νεκρανάστασης της αποικιοκρατίας και των αρχαίων «ιμπεριαλισμών». Κάθε ευρωπαϊκός δρόμος περνά από την ασυμφιλίωτη ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση με την κινεζοποίηση, δηλαδή την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργασίας, την αποικιοποίηση εργαζόμενων, περιφερειών ή κακομούτσουνων εθνών στους κόλπους της Ευρώπης. Κάθε ευρωπαϊκός δρόμος, λοιπόν, περνά από τη ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη «υπαρκτή Ευρώπη» και δεν μπορεί παρά να προκύψει παρά μονάχα με τη βάσανο επί του εναλλακτικού. Και επειδή η Αριστερά ήταν πάντα, συμβατικά ή από συνήθειο, τμήμα μιας κάποιας Διεθνούς, θα ήθελα να πω, ως ακροτελεύτιο, ότι η «συμμαχία των κρατών του Νότου», η διαπραγμάτευση ή η σύγκρουση στο εσωτερικό της πολιτικής Ευρώπης, είναι μια παλιά και κακή ευρωπαϊκή συνήθεια που πρέπει να απορρίψουμε. Για την Αριστερά, οι μόνες άξιες λόγου συμμαχίες είναι αυτές της «Ευρώπης των λαών», των χειμαζόμενων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά κυρίως όσων θεραπεύουν την ουτοπία, ενάντια στην πολιτική Ευρώπη των «προτύπων» και των κατά καιρούς «μονόδρομων», αυτή τη «διεθνή» των ευρωπαϊκών εθνών και του αποικιοκρατικού, προς τα έξω και προς τα μέσα, καπιταλισμού τους. Αν η Αριστερά χάσει την «ευρωπαϊκότητά» της και την προσήλωσή της στο εναλλακτικό, θα επιστρέψει στη θαλπωρή των ευρωπαϊκού τύπου εθνικών κρατών, όπου όλα τα κακά θα πηγάζουν από την «κακότητα» των έξω. Και ο καπιταλισμός καλά κρατεί…
Kρίση, Κυπριακό και κυπριακή Αριστερά ΤΟΥ ΑΔΑΜΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ
Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που η Κύπρος απασχολεί, σχεδόν καθημερινά, τους αναλυτές, αλλά όχι για ζητήματα που σχετίζονται με το Κυπριακό: η κυπριακή κρίση, η διαχείρισή της και οι πιθανές επιπτώσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο. Αντίθετα, το Κυπριακό δείχνει να έχει υποβαθμιστεί τόσο, που κινδυνεύει να παγιωθεί η αντίληψη ότι η λύση του αποτελεί πλέον δευτερεύον ζήτημα. Εκτός αυτού, πολλές αναλύσεις αναφέρονται στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς η οικονομική της κατάσταση την καθιστά ευάλωτη σε πιθανά σχέδια επίλυσης που να μην εξυπηρετούν τα συμφέροντά της. Πιστεύω, ωστόσο, ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνουν γενναία βήματα προς την επίλυση του Κυπριακού. Η οικονομική κρίση δίνει τη δυνατότητα ανάλυσης ορισμένων ζητημάτων από διαφορετικό πρίσμα. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, λ.χ., κυριαρχούσε ανέκαθεν η άποψη ότι πιθανή επίλυση του Κυπριακού θα έριχνε το οικονομικό βάρος στις δικές της πλάτες, καθώς θα έπρεπε να δαπανηθούν σημαντικά ποσά για να συρρικνωθεί το οικονομικό χάσμα των δύο κοινοτήτων. Αυτό, μάλιστα, αποτέλεσε ένα από τα βασικά επιχειρήματα όσων υποστήριξαν το «Όχι» στο Σχέδιο Ανάν, το 2004. Τα νέα δεδομένα, όπως διαμορφώνονται, είναι πιθανό να αλλάξουν αυτή την πεποίθηση.
Μια πιθανή επίλυση του Κυπριακού ανοίγει νέες, αποκλεισμένες μέχρι σήμερα δυνατότητες, οι οποίες πιθανόν να δώσουν λύσεις στην οικονομική δυσπραγία που παρουσιάζεται. Πρώτον, σε περίπτωση επίλυσης δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη διατήρησης της Εθνικής Φρουράς· πρόκειται για έναν θεσμό που κανείς δεν πιστεύει ότι προσφέρει οποιαδήποτε αμυντική θωράκιση. Επιπλέον, δεν θα υπήρχε ανάγκη να συνεχιστούν οι υπέρογκοι στρατιωτικοί εξοπλισμοί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο μέσος όρος των στρατιωτικών δαπανών της Κύπρου, την τετραετία 2008-2012, αντιστοιχούσε στο 2,2% του συνολικού της ΑΕΠ. Επιπλέον, μια διευθέτηση του Κυπριακού θα μείωνε αισθητά τον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό ρόλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις, αντιλαμβάνονται τη σημασία που θα είχε σε πολλά επίπεδα μια τέτοια εξέλιξη. Από οικονομικής άποψης, θα είναι πιο εύκολο να φορολογηθεί η εκκλησιαστική περιουσία. Στο πολιτικοκοινωνικό επίπεδο, ο περιορισμός ενός ακραίου συντηρητικού και εθνικιστικού λόγου, όπως αυτός εκφράζεται από την Εκκλησία της Κύπρου, μόνο θετική επίδραση μπορεί να έχει στην κυπριακή κοινωνία. Τέλος, οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις ενισχύουν την ανάγκη άμεσης επίλυσης του Κυπριακού. Η συνεννόηση Τουρκίας-Ισραήλ, η διαφαινόμενη επίλυση του Κουρδικού και οι εξελίξεις στον αραβικό κόσμο δείχνουν ότι επικρατεί κινητικότητα στην περιοχή, φανε-
ρώνοντας ότι η πολιτική συνεργασίας της χώρας με το Ισραήλ ήταν τουλάχιστον κοντόφθαλμη. Επιπλέον, η στάση της Ρωσίας, κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, δείχνει ότι η Μόσχα αξιολογεί ως σημαντικότερες τις σχέσεις της με την ΕΕ από ό,τι με την Κύπρο. Ως εκ τούτου, η ανάγκη συνεννόησης, εξομάλυνσης των σχέσεων και επίλυσης των προβλημάτων στο τρίγωνο Λευκωσία-Άγκυρα-Αθήνα αποκτά κεντρική σημασία, καθώς Ελλάδα και Κύπρος κινδυνεύουν να μείνουν εντελώς απομονωμένες στην περιοχή. Άλλωστε, η προοπτική της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου καθιστά μια τέτοια συνεννόηση απαραίτητη. Ο φυσικός πλούτος της Κύπρου ανήκει σε ολόκληρο τον κυπριακό λαό και η εκμετάλλευσή του –προς όφελος του λαού του νησιού– μπορεί να γίνει μόνο με λυμένο το Κυπριακό πρόβλημα. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί να συνειδητοποιήσουν οι Ελληνοκύπριοι ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα αποτελεί εν δυνάμει σύμμαχο, και όχι εχθρό. Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν οι περισσότεροι, μια τέτοια εξέλιξη θα αποδυνάμωνε τον ρόλο της Τουρκίας στην Κύπρο.1 Προκειμένου να γίνει αυτό, η Αριστερά πρέπει να εντάξει στον πολιτικό της λόγο, και κυρίως στην πολιτική της πρακτική, την αναγκαιότητα ισότιμης συμβίωσης των δύο κοινοτήτων στο νησί – όχι μόνο ως αξιακά σωστή, αλλά και επειδή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση εξόδου από την οικονομική κρίση, προς όφελος όλου του κυπριακού λαού.
Σήμερα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το Κυπριακό να θεωρηθεί ως επιπλέον εμπόδιο μέσα στην οικονομική κρίση, και να γίνει η απόπειρα να περιθωριοποιηθεί η σημασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ήδη, η κυπριακή κυβέρνηση προανήγγειλε την κατάργηση της ελεύθερης πρόσβασης των Τουρκοκυπρίων στα δημόσια νοσοκομεία, ως μέτρο εξοικονόμησης χρημάτων. Σε τέτοιου είδους πολιτικές, η Αριστερά οφείλει να αντιπαρατίθεται. Ο μέχρι τώρα εκφραζόμενος αντιμνημονιακός λόγος στην Κύπρο δεν έχει αυτά τα αναγκαία χαρακτηριστικά. Αντίθετα, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε μια «κυπροκεντρική» ανάλυση της οικονομικής κρίσης και στην προσπάθεια των ξένων, και ειδικά της Τουρκίας, να αποκομίσουν οφέλη από τον φυσικό πλούτο του νησιού. Το γεγονός αυτό οξύνει το ήδη υπάρχον «πατριωτικό» αίσθημα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και καθιστά τη δικοινοτική συνεννόηση ακόμα δυσχερέστερη. Μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό για το μέλλον του τόπου, εάν η Αριστερά, στην προσπάθεια συγκρότησης ενός αντιμνημονιακού μετώπου, συνεργαστεί και ενισχύσει δυνάμεις και αντιλήψεις που αντιτίθενται στην προοπτική πραγματικής συνεννόησης με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. 1 Βλ. τις συνεντεύξεις του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ στα «Ενθέματα», Αυγή, 31.3.2013 και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χρόνος (www.chronosmag.eu).
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
Αντισταθείτε στον φασισμό από την πρώτη μέρα! ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΛΟΤΑΡ ΜΠΙΣΚΙ
w Η απόφαση της τελευταίας συνόδου του Eurogroup για την Κύπρο αποτελεί στροφή ή σκλήρυνση της προηγούμενης πολιτικής της λιτότητας, που πλήττει συνολικά την Ευρώπη; Και ποια θα ήταν μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς; Θεωρώ ότι δεν πρόκειται για σημείο καμπής, αλλά για τη λογική συνέχεια της πολιτικής που έχει ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι τώρα. Πρέπει να αναζητήσουμε την αριστερή εναλλακτική λύση σε μια καλύτερη σχέση μεταξύ της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Οι καθαρά δημοσιονομικές λύσεις είναι άνευ αξίας, επειδή δεν είναι μόνιμες και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει αειφόρος ανάπτυξη. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να είναι υγιής
Ένα βλέμμα στο φασισμό Το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ (σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, το Εργαστήριο Μελέτης των Ελληνογερμανικών Σχέσεων και το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία» του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών) οργανώνει μια σειρά κινηματογραφικών προβολών και εισηγήσεων με θέμα «Βλέμμα στο φασισμό». Σκοπός, η κατανόηση του φασιστικού φαινομένου, και ιδιαίτερα της πιο ακραίας και φρικτής εκδοχής του, του ναζισμού. Εκτός από την παρουσίαση διαφορετικών πτυχών του φασισμού, όπως αποτυπώνονται σε ταινίες πολλών ειδών και εποχών, σημαίνουσα θέση έχει η ανάδειξη της προνομιακής δυνατότητας του κινηματογράφου να θεματοποιήσει τον φασισμό και τον ναζισμό. Ο κύκλος προβολών και συζητήσεων άνοιξε την προηγούμενη Τετάρτη με την προβολή της ταινίας του Μιχαήλ Ρομ «Ο αληθινός φασισμός» και εισηγητή τον Λόταρ Μπίσκι, ευρωβουλευτή του Die Linke και ιστορικό στέλεχος της γερμανικής Αριστεράς. Με την ευκαιρία αυτή συζητήσαμε μαζί του για τον φασισμό και την Ευρώπη σήμερα. Οι προβολές συνεχίζονται την Τετάρτη 17 Απριλίου, με την ταινία του Λαρς φον Τρίερ «Europa» (Δανία 1991) και εισηγήτρια την Κατερίνα Καρακάση, καθηγήτρια λογοτεχνίας και συγκριτικής γραμματολογίας στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όλες οι προβολές γίνονται Τετάρτη, στις 18:00, στην Ταινιοθήκη (Ιερά Οδός 48, Αθήνα). Μετά την προβολή ακολουθεί εισήγηση και συζήτηση με το κοινό. Είσοδος ελεύθερη.
από οικονομική άποψη. Πολλά δημοσιονομικά προβλήματα της παρούσας συγκυρίας προκύπτουν από το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική έχει απομακρυνθεί σημαντικά από την πραγματική οικονομία και δεν βασίζεται σε αυτήν. w Είναι δυνατή μια επαναδιαπραγμάτευση των όρων των λεγόμενων «πακέτων διάσωσης», στο πλαίσιο της χαραγμένης πορείας της πολιτικής και της οικονομίας στην Ευρώπη; Και ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς έναντι του αναδυόμενου ευρωσκεπτικισμού; Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι μια βελτίωση της τρέχουσας πολιτικής είναι εφικτή. Και, πάνω απ’ όλα, απαραίτητη. Η Αριστερά έχει διατυπώσει μια σειρά από προτάσεις που δείχνουν ότι δεν επιδιδόμαστε σε ονειροπολήσεις. Ωστόσο, θεωρούμε ρεαλιστική την πιθανότητα μιας θεμελιώδους αλλαγής στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είμαι ευρωσκεπτικιστής, και ο ευρωσκεπτικισμός είναι κάτι που δεν θα συνιστούσα στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επιπλέον, προσπαθώ να αποτρέψω το κόμμα μου, τo Die Linke να στραφεί σε έναν στείρο ευρωσκεπτικισμό. Στην προοπτική αυτή, ακριβώς, έχουμε αναπτύξει, όλα αυτά τα χρόνια, εναλλακτικές προτάσεις πολιτικής. w Οι προσπάθειες για να τεθεί εκτός νόμου το νεοναζιστικό NPD φαίνεται να έχουν προς το παρόν σταματήσει. Ποια είναι η άποψή σας επ’ αυτού; Τα διδάγματα της γερμανικής Ιστορίας αξιώνουν μια ξεκάθαρη άμυνα απέναντι σε κάθε νεοφασιστική αντίληψη ή νεοφασιστική πολιτική. Η Γερμανία, επιπροσθέτως, έχει ένα ιδιαίτερο ιστορικό καθήκον, ως προς το ζήτημα αυτό. Παρά το γεγονός ότι τα ερείσματα του νεοφασισμού είναι προς το παρόν σχετικά αδύναμα, η Ιστορία μας δίνει ένα ξεκάθαρο μάθημα: Αντισταθείτε από την αρχή, από την πρώτη μέρα — μετά θα είναι αργά! w Πώς ερμηνεύετε τις προσπάθειες των αρμόδιων αρχών να αρνηθούν την σύνδεση των μυστικών υπηρεσιών με την ακροδεξιά τρομοκρατική οργάνωση NSU; Οι μυστικές υπηρεσίες έχουν αποστολή να συσκοτίζουν, αλλιώς δεν θα ήταν μυστικές… Θα έπρεπε να καταργηθούν όλες οι μυστικές υπηρεσίες. Και, σίγουρα, οι νεοναζιστικές ιδέες στη Γερμανία δεν μπορούν να εξαλειφθούν μέσω της δράσης των μυστικών υπηρεσιών, αλλά μέσα από ανοιχτό δημοκρατικό διάλογο.
w Την Τετάρτη μιλήσατε στην Αθήνα, εγκαινιάζοντας τον κύκλο προβολών «Βλέμμα στο φασισμό». Πείτε μας δυο λόγια για τον κύκλο αυτό και την ταινία «Αληθινός φασισμός» που προβλήθηκε. Θεωρούμε ότι η αντιφασιστική κινηματογραφική κληρονομιά δεν πρέπει να μένει στα μουσεία κινηματογράφου. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι με προβολές και συζητήσεις στους κινηματογράφους μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση του αντιφασισμού, στο σήμερα. Επέλεξα, για την έναρξη του κύκλου αυτού, την ταινία «Αληθινός φασισμός» του Μιχαήλ Ρομ, ένα σοβιετικό ντοκιμαντέρ. Στην πρεμιέρα της, το 1965, οι κινηματογράφοι γέμισαν και προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις. Είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα ντοκουμέντα για τη δραστηριότητα των νεοφασιστών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τα όσα περιγράφει ισχύουν απολύτως για την κατάσταση που επικρατούσε μέχρι τη δεκαετία του 1970. Παρ’ όλα αυτά, είναι και σήμερα επίκαιρη, ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι αναζητά τα ίχνη της φασιστικής ιδεολογίας στην καθημερινή ζωή των γερμανικών οικογενειών. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ: ΚΡΙΝΙΩ ΠΑΠΠΑ
Ευχαριστούμε θερμά τον Δημήτρη Καρύδα για τη βοήθειά του.
Πολιτική και νομική φιλοσοφία της αντίστασης ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΔΥΟ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Κ. ΔΟΥΖΙΝΑ
Το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία σε συνεργασία με τις εκδόσεις Νήσος και Αλεξάνδρεια διοργανώνουν εκδήλωση με θέμα «Η πολιτική και νομική φιλοσοφία της αντίστασης», με αφορμή τα βιβλία του καθηγητή Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Birkbeck College Κώστα Δουζίνα Αντίσταση και φιλοσοφία στην κρίση (2011, εκδ. Αλεξάνδρεια) Ριζοσπαστική πολιτική και νομική φιλοσοφία, (2012, εκδ. Νήσος). Θα μιλήσουν οι: Αθηνά Αθανασίου, Κώστας Δουζίνας, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αναστασία Χριστοδουλοπούλου, Κώστας Χρυσόγονος. Τη συζήτηση συντονίζει ο Γεράσιμος Κουζέλης. Στη Νομική, Σίνα 3 (αμφιθέατρο 1, 1ος όροφος), αύριο Δευτέρα 15 Απριλίου, ώρα 19.00.