e11684

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Κείμενα των: Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, Μάρως Δούκα, Χριστόφορου Κάσδαγλη, Μαρίας Πετρίτση, Χριστόφορου Βερναρδάκη, Δημήτρη Πλουμπίδη, Ηλία Νικολακόπουλου, Μιχάλη Σπουρδαλάκη, Ελένης Βαρίκα, Δημήτρη Σαραφιανού, Κωστή Κορνέτη, Αθηνάς Αθανασίου, Γιάννη Χαμηλάκη, Δημήτρη Χριστόπουλου, Αντρέα Ζεμπίλα, Ματέο Αλμπανέζε, Παύλου Κλαυδιανού, Αγάπιου Λάνδου, Ντέιβιντ Ζιρίν ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 732

KYΡΙΑΚΗ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013

ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

Κύριε Μούιζνιεκς, «η χώρα μας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση»… ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Αν υπάρχει ένα «κλειδί» για να διαβάσει κανείς τις 37 σελίδες της Έκθεσης Μούιζνιεκς για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα,1 αυτό είναι η διαρκής αντιπαραβολή νόμου (ή νομοθετικών κενών) και πράξης, η οποία και διατρέχει ολόκληρο το κείμενο. Γράφτηκε ότι η Έκθεση αποτελεί «κόλαφο». Όντως. Αποδέκτης της, όμως, δεν είναι η Χρυσή Αυγή, όπως μπορεί να θεωρήσει κανείς με μια επιπόλαιη ανάγνωση. Κείμενα του είδους της Έκθεσης απευθύνονται πρωτίστως στο ανώτατο «συλλογικό» όργανο, το οποίο ασκεί δημόσια διοίκηση στο ελληνικό κράτος — σε αυτό, δηλαδή, που έχει και τον πρώτο λόγο για το νόμο και την πράξη. Ο κόλαφος, λοιπόν, αφορά εξολοκλήρου την ελληνική κυβέρνηση. Αναγκαία επισήμανση: ο Μιούζνιεκς δεν είναι κάποιο ακραίο στοιχείο, απόγονος των Κομμουνάρων ή ένας σύγχρονος Πασιονάριος, που παρεισέφρησε, γύρευε πώς, στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Υπήρξε συμπρόεδρος του λετονικού First Party, που περιγράφεται ως φιλελεύθερο-συντηρητικό, με βάση δε το βιογραφικό του ο ίδιος είναι μάλλον «κεντρώος». Έχει βαρύνουσα σημασία, λοιπόν, ότι η Έκθεση, από το χέρι κάποιου κατά τεκμήριο μετριοπαθή, αποδοκιμάζει διαδοχικά: τις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί «ανακατάληψης των πόλεων» και του υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ. περί «βόμβας στα θεμέλια του κράτους»· την αδιαφορία της Βουλής ενώ βουλευτές της Χρυσής Αυγής εκφράζουν λόγο μίσους· την ακύρωση του νόμου για την ιθαγένεια από το ΣτΕ και τη μη ανέγερση τεμένους και μουσουλμανικού νεκροταφείου, αν και σχετική σύσταση υπάρχει από το 2002· την «εξευτελιστική» πρακτική που ακολουθείται για τους αιτούντες άσυλο, τις «απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι μετανάστες». Έχει επιπλέον σημασία ότι η Έκθεση δεν προτείνει μόνο την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής, βάσει διεθνούς σύμβασης του 1966 (ΙCERD, αρ. 4β), η οποία κυρώθηκε το 1970 (επί Χούντας!), και η οποία έχει υπερ-νομοθετική ισχύ κατά το Σύνταγμα (αρ. 28, παρ. 1).2 Προτείνει, επίσης, την περίληψη αυτορρυθμιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του ρατσισμού στον Κανονισμό της Βουλής (αρ. 77)· τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού καταγγελιών αστυνομικής αυθαιρεσίας· «την εξαίρεση από τις θέσεις αρχών επιβολής του νόμου οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού τους διαπράττει αδικήματα με ρατσιστικά κίνητρα ή υποστηρίζει αντιδημοκρατικές εκδηλώσεις του ελληνικού νεοναζιστικού κόμματος». Και, τέλος, ζητάει «να δοθεί τέρμα στην πολιτική της συστηματικής κράτησης όλων των παράτυπων μεταναστών και να προβλεφθούν εναλλακτικές της κράτησης λύσεις στην ελληνική νομοθεσία και πράξη», αφού η κράτηση είναι «εξαιρετικά πολυδάπανη και μη αποτελεσματική». Πώς είδε, λοιπόν, την Έκθεση ο βασικός της αποδέκτης; Η πρώτη ανάγνωση του δεκαπεντασέλιδου με τις παρατηρή-

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι υπεύθυνος σύνταξης του RedNotebook

Αντιφασιστική αφίσα του Ισπανικού Εμφυλίου

σεις της κυβέρνησης θυμίζει μάλλον μαθητή που, ενώ αγωνίζεται για τη βάση, πιάνεται αδιάβαστος και προσπαθεί —άτεχνα, με μισές αλήθειες, υπερβολές και ψέματα— να τα μπαλώσει. Η παρομοίωση όμως δεν είναι απόλυτα ακριβής. Ποιος μαθητής, ενώ βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, αντί να παραδεχτεί κάποια στιγμή το πρόβλημα, χρησιμοποιεί διπλή γλώσσα και επιχειρεί ταυτόχρονα να περάσει στην αντεπίθεση; Η διγλωσσία της κυβέρνησης απέναντι στον νεοναζισμό έχει ήδη διαπιστωθεί, και μάλιστα σε επίπεδο ευρωπαϊκών οργανώσεων όπως το EGAM.3 Εν προκειμένω, όμως, ο συντάκτης της απάντησης αποφεύγει και να μιλήσει καν για νεοναζισμό. Κάνει λόγο για «ακραία οργάνωση», για «αυτόκλητους ‘προστάτες της νομιμότητας’» και τις «απεχθείς θεωρίες και πρακτικές τους», άνευ προσήμου. Tην ίδια στιγμή, προσφέρει στη Χρυσή Αυγή μια αναπάντεχη συνηγορία, αναγνωρίζοντας την αυξημένη κοινοβουλευτική της δύναμη ως «έκφραση λαϊκής απογοήτευσης και διαμαρτυρίας εναντίον σκληρών, αν και αναγκαίων, μέτρων λιτότητας». Ακόμα χειρότερα, επισημαίνει με περισπούδαστο ύφος ότι «οι λύσεις δεν μπορούν να είναι προϊόν

συναισθηματικών αντιδράσεων που θα μπορούσαν να έχουν αντιπαραγωγική επίδραση» (!). Πετάει μάλιστα ως υπονοούμενο ότι τον Ιανουάριο, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε να μην αποκλείσει από τις εργασίες της την Ελένη Ζαρούλια — παραλείποντας, βεβαίως, τη «λεπτομέρεια» ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατηγορήθηκε δημόσια ότι αθέτησε την υπόσχεσή του να επιληφθεί σχετικά, παρά τις πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των δύο εταίρων του κ. Σαμαρά στην τρικομματική. Κατά τα άλλα, όταν δεν διαψεύδει, ψευδόμενη, τον Επίτροπο, παρουσιάζοντας μια μαγική εικόνα όσον αφορά τα καταγγελλόμενα, η κυβέρνηση είτε τα προσπερνάει επιδεικτικά είτε καμώνεται ότι ήδη κινείται προς την επιθυμητή κατεύθυνση είτε, τέλος, αποδίδει στην οικονομική κρίση προβλήματα που δεν ανάγονται στην οικονομία. Αγνοώντας πεισματικά τη διεθνή ορολογία, προτιμάει να μιλά για «παράνομους» -και όχι «παράτυπους»- μετανάστες και αρνείται την επιδείνωση της υγείας τους στην Ελλάδα λόγω των συνθηκών κράτησής τους, συνδέοντάς τους ρητά με «χρόνια λοιμώδη νοσήματα». Απευθυνόμενη, δηλαδή, σε έναν ευρωπαίο εμπειρογνώμονα, παραγνωρίζει όσα έχουν κατ’ επανάληψη έχει καταγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, και αναπαράγει το αγοραίο, ρατσιστικό στερεότυπο του «λαθραίου-υγειονομική απειλή» — επιμένοντας, κατά τα άλλα, ότι ο ρατσισμός είναι φαινόμενο περιθωριακό κι ότι η κρίση δεν έχει αμβλύνει την ευθυκρισία μας. «Η χώρα μας παρά τις παρατηρούμενες ελλείψεις κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση», καταλήγει μακάρια η απάντηση... Στην Έκθεση Μούιζνιεκς συνοψίζεται μια εν εξελίξει διαδικασία εκφασισμού. Το μοντέλο που περιγράφει, άλλωστε, εφαρμόζεται και στον «γενικό πληθυσμό»: το μαρτυρούν η κατάσταση στις φυλακές, τα πογκρόμ κατά των αστέγων, η Χαλκιδική (όπως νωρίτερα το Σύνταγμα), η αιματηρή καταστολή διαδηλώσεων και απεργιών. Συνιστά λοιπόν, και για τον λόγο αυτό, ένα εξαιρετικά σημαντικό κείμενο, που, εκτός όλων των άλλων, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αξιοποιήσει, τόσο στο νομοπαρασκευαστικό έργο όσο και στον δημόσιο λόγο του. Είναι ένα κείμενο που, μεταξύ άλλων, δείχνει ότι με τον φασισμό επελαύνοντα, ο στενός αντιμνημονιακός αγώνας δεν αρκεί. Κι ότι, εν τέλει, η παραμικρή διεύρυνση του κενού μεταξύ μνημονιακών και φασιστών, είναι κέρδος: τόσο για τον αντιμνημονιακό αγώνα όσο και για τον αντιφασιστικό.

1 Η έκθεση και η απάντηση της κυβέρνησης εδώ: goo.gl/9zjvo 2 Ήθελα να σημειώσω πως σε ό,τι αφορά την απαγόρευση, είμαι από

αυτούς που διαφωνούν με το μέτρο. Βλ. σχετικά, Δ. Μπελαντής, «Για την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής», Red Notebook, 30.10.2012 (goo.gl/sfwIZ). 3 Βλ., λ.χ., ανακοίνωση του EGAM (Ευρωπαϊκό Αντιρατσιστικό Κίνημα», που καταδικάζει το «διπλό παιχνίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, με τον νεοναζισμό και την απαράδεκτη υποστήριξη στην Χρυσή Αυγή», 23.1.2013 (goo.gl/DQI0k).


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

30

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας Η Μακρόνησος του Ολιβιέ Ζισουά Η ταινία «Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας» του Ολιβιέ Ζισουά, προβάλλεται αυτή τη βδομάδα: στην Ταινιοθήκη στην Αθήνα και στην αίθουσα Παύλος Ζάννας στη Θεσσαλονίκη. Η πρεμιέρα έγινε την Πέμπτη, και αξίζει να σημειώσουμε τις θερμές αντιδράσεις του κοινού, με τα δάκρυα στα μάτια — και ιδίως των Μακρονησιωτών. Δημοσιεύουμε σήμερα, με μια μικρή περικοπή, τα όσα είπε η Μάρω Δούκα στη συζήτηση που ακολούθησε. Θυμίζουμε επίσης τη συνέντευξη του σκηνοθέτη Ολ. Ζισουά στον Κώστα Τερζή, στην προηγούμενη Αυγή της Κυριακής (14.4.2013).

Χαρακτικό του Χρήστου Δαγκλή

ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΔΟΥΚΑ

Τρεις σκέψεις, βλέποντας το Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας, ένα δοκίμιο τεκμηρίωσης, ευθύβολο, λιτό: ένα αριστούργημα. Σκέψη πρώτη: Η ομορφιά που δεν είναι μόνο ομορφιά. Πίσω από το εμβληματικά ωραίο τοπίο: ο πόνος, ο τρόμος, η φρίκη. Όπως και έπειτα από το βιβλικό θέαμα της πυρηνικής έκρηξης, ο θάνατος. Όπως και μέσα στο χορό της φωτιάς, τα αποκαΐδια. Να σιχαθείς για πάντα το γαλάζιο; Να καταραστείς τη θάλασσα; Ή να υποψιάζεσαι μόνο, όπου κι αν είσαι, με όποιους κι αν είσαι, την ομορφιά; Σκέψη δεύτερη: Αν οι χιλιάδες «υπό εθνικήν αναμόρφωσιν», στα ξερονήσια και στις φυλακές, ούτε προφήτες ούτε ήρωες ούτε εσταυρωμένοι, λογαριάζονταν μόνο ως άνθρωποι, με την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, το ασήκωτο φορτίο. Κι αν ύψωναν απ’ της ψυχής τους τα μεγάφωνα, ως πρώτιστο καθήκον, κόντρα

στον σαδισμό των βασανιστών, τη φωνή: —Αλλού τα κόλπα σας υπάνθρωποι! Με τον Προμηθέα Δεσμώτη εμείς, ή με τον Ναζωραίο, ή με τον Σπάρτακο, θα λογαριαστούμε αλλιώς. Σκέψη τρίτη: Η διαρκής, η μέσα, η αβάστακτη Μακρόνησος. Οι σύντροφοί σου σε λένε «δηλωσία». Να σε αποδιώχνουν. Να σε περιφρονούν. Οι «αναμορφωτές» σου να σε λένε «ανανήψαντα». Να σε εξευτελίζουν. Να σε δείχνουν. Και οι αρουραίοι, τη δουλειά τους αυτοί, στους τάφους-αντίσκηνα. Και θυμάμαι μια παράγραφο από τον Λοιμό του Α. Φραγκιά: «Το δόντι του ποντικού είναι γλυκό, δεν νιώθεις το δάγκωμα. Λένε ότι, καθώς μπήγει το δόντι του, χύνεται κι ένα ναρκωτικό, που σου μουδιάζει το κρέας. Είναι σαν ένεση. Κι έτσι, αυτός συνεχίζει ανενόχλητος να δαγκώνει. Είναι αλήθεια ότι πολλοί ξύπνησαν με μισό αυτί, και σε άλλους έλειπε κάποιο δάχτυλο του ποδιού τους. Ο κίνδυνος δηλαδή είναι μέγας! Γι’

αυτό πολλοί κοιμούνται με τα παπούτσια και τυλίγονται σφιχτά ώς την κορφή. Αλλά και πάλι μπορεί να σου φάει τη μύτη και να τρυπήσει την κουβέρτα, ώσπου να βρει ψαχνό. Το καλοκαίρι δεν μπορείς να κουκουλωθείς, και τότε το πεινασμένο θηρίο χορταίνει πιο εύκολα. Τραγανίζει περισσότερο τα αυτιά και το περίεργο είναι ότι δεν τρέχει αίμα. Το ναρκωτικό, το δηλητήριο, το σάλιο του, κάτι απ’ όλα κλείνει την πληγή “Απόψε θα με φάνε τα ποντίκια”, λέει κάποιος σαν να περιμένει. Και το πρωί ρωτάει: “Για δες, μου λείπει κανένα κομμάτι;”. Και ψάχνεται με τα δάχτυλα, μήπως βρει καμιά γούβα στο πετσί, να δει αν είναι όλα σωστά απάνω του». Βρίσκομαι όμως εδώ στη μνήμη του Γιάννη Ρίτσου. Για τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο στην εξορία μόνον ο ποιητής, συνεξόριστος και φίλος του Τίτος Πατρίκιος θα μπορούσε να μιλήσει [σ.σ.: μια ίωση τον εμπόδισε να πάρει μέρος στη συζήτηση, όπως ήταν προγραμματισμένο]. Τελειώνοντας, θα ήθελα να επαναλάβω, και με τη σιγουριά της μακρόπνοης συνομιλίας με την ποίησή του, ότι ο Γιάννης Ρίτσος και γέρος και παιδί, σε ένα τμήμα μεταγωγών, σε τούτη την πατρίδα, ήταν απ’ τους ανθρώπους που γεννιούνται για να ζήσουν μέσα στην αυτοκρατορική μοναξιά τους. Κυρίαρχοι του κόσμου, εις στο έλεος ενός πουλιού που κελαηδεί αθέατο. Και γι’ αυτό ο Γιάννης Ρίτσος, διανύοντας με τόλμη, απόφαση και στοχασμό τον αιματοβαμμένο, ελπιδοφόρο, αλλά και αδιανόητα σκοτεινό 20ό αιώνα, αξιώθηκε να αποστάξει το Άπαν, κατά μήκος όλο του χρόνου, υπηρετώντας με κατανυκτική ευλάβεια τα ταπεινά και τα αφανή που μας ορίζουν: Η λέξη με είχε με βρήκε με είπε. Κι εγώ μονάχα «ευχαριστώ». Στη λέξη Μια λέξη. Ο κόσμος

Δώστε βήμα στους άνεργους! Το «Ημερολόγιο ενός ανέργου» είναι μια διαδικτυακή συλλογική καμπάνια, με σκοπό να δώσει φωνή και λόγο στους άνεργους και τις άνεργες: να γράψουν, να μιλήσουν, να ανεβάσουν φωτογραφίες και βίντεο και άλλα πολλά. Θεωρώντας εξαιρετικά σημαντικό και το ζήτημα και την ιδέα του εγχειρήματος, ζητήσαμε από τον εμπνευστή του, Χριστόφορο Κάσδαγλη, να μας το περιγράψει. «Δεν βρίσκω δουλειά ούτε στην… επιφάνεια εργασίας μου»

Χιουμοριστική-αυτοσαρκαστική ατάκα από το Ημερολόγιο ενός ανέργου Το «Ημερολόγιο ενός ανέργου» (imerologioanergou.gr), που ήδη συμπλήρωσε δυο βδομάδες λειτουργίας με μεγάλη ανταπόκριση, έρχεται να μας βγάλει από την αμεριμνησία μας και να μας ξεβολέψει. Σε μια συνέντευξή μου στο περιοδικό δρόμου Σχεδία, διατυπώθηκε η επιφύλαξη ότι πάλι μιλάμε για την κακή όψη των πραγμάτων, γι’ αυτά που ξέρουμε και όχι για κάποια θετική πρόταση που θα δώσει ελπίδα. Απάντησα πως Όχι, καθόλου δεν τα ξέρουμε! Έχουμε μια αφηρημένη εικόνα της ανέχειας και του αδιεξόδου των ανέργων, αλλά δεν έχουμε ιδέα από τα πραγματικά περιστατικά, από τα ψυχολογικά και πρακτικά δράματα. Αποφεύγουμε να μιλήσουμε και ν’ ακού-

σουμε για ό,τι σοβεί γύρω μας με την ένταση μιας αποτρόπαιης ανθρωπιστικής κρίσης. Άλλη δημοσιογράφος, Ολλανδέζα αυτή, διατύπωσε την εξής συναφή απορία: «Οι ελληνικές εφημερίδες είναι προφανώς γεμάτες από ιστορίες ανέργων. Τι παραπάνω μπορεί να προσθέσει αυτή η καταγραφή;». Η απάντηση ήταν πως κάνει λάθος, τα ελληνικά ΜΜΕ αποφεύγουν να γράψουν για όλ’ αυτά, πρώτα πρώτα γιατί θεωρούν το θέμα αντιεμπορικό, έπειτα γιατί «οι άνεργοι δεν διαθέτουν αγοραστική δύναμη» και, τέλος, επειδή τέτοιες ιστορίες υπονομεύουν την εικόνα που θέλουν να δώσουν, ότι πάμε καλύτερα και οσονούπω βγαίνουμε από το τούνελ. Μιλάμε λοιπόν για την ανεργία και όχι για τον άνεργο. Μιλάμε για τα νούμερα αλλά όχι για τους ανθρώπους. Για τους δείκτες, αλλά όχι για τις οικογένειες και τα δράματα που κρύβονται πίσω απ’ αυτούς. Για να είμαι ειλικρινής, όταν ξεκινούσε το μεγάλο κοινωνικό και ιντερνετικό πείραμα της δημιουργίας ενός εκτεταμένου ελληνικού δικτύου ανέργων μας διέφευγε αυτή η πλευρά — τη θεωρούσαμε αυτονόητη. Περισσότερο μας ενδιέφερε η άλλη διάσταση εξίσου σημαντική: Να σπάσουμε την εσωστρέφεια και την αυτοενοχοποίηση των ανέργων, να τους δοθεί η ευκαιρία να διακόψουν την εθελούσια σιωπή και την αυτοπεριθωριοποίησή τους, να βγουν στο προσκήνιο, να αυτοοργανωθούν, να συγκροτήσουν πλαίσιο διεκδικήσεων και ν’ αλλάξουν δυναμικά την πολιτική ατζέντα.

Αυτή η διαδικασία αφορά πρωτίστως την Αριστερά. Τα μνημονιακά κόμματα δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα στην ολοένα διευρυνόμενη κοινότητα των ανέργων. Οι πολιτικές τους παράγουν συνεχώς νέους. Η Αριστερά, όμως; Παρότι φύσει και θέσει στο πλευρό των ανέργων, η Αριστερά δυσκολεύεται να πιάσει στα ραντάρ της το πρόβλημα. Μιλάει περισσότερο για μισθούς και συντάξεις παρά για θέσεις εργασίας, και καθόλου για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για όλους. Μιλάει περισσότερο για τα χαράτσια παρά για τον ΦΠΑ, που ροκανίζει καθημερινά τα λίγα ευρώ που μπορεί να εξοικονομήσει ο άνεργος, ο άστεγος, ο επισφαλώς εργαζόμενος ή ο απλήρωτος. Συγκροτημένη παραδοσιακά γύρω από συνδικαλιστικά αιτήματα και διεκδικήσεις, σκέφτεται με όρους «του κόσμου της εργασίας» και ελάχιστα με όρους «του κόσμου της ανεργίας». Ένα πρώτο βήμα θα ήταν να αγκαλιάσει περισσότερο το Ημερολόγιο ενός ανέργου (όπως έκανε εξαρχής το left.gr), να το διαβάσει και να αφουγκραστεί τα καταιγιστικά μηνύματα που φέρνει στην επιφάνεια. Και μια αριστερή εφημερίδα, αντί για τις πλατφόρμες που μπορεί να διατυπώνει ένας καλαμαράς όπως ο υπογράφων, καλύτερα να διαλέγει και να δημοσιεύει τις ιστορίες που γράφουν οι ίδιοι οι άνεργοι και οι άνεργες, δραπετεύοντας από το κέλυφος της παραίτησης. Επιφυλακτικά σήμερα, εκκωφαντικά στο άμεσο μέλλον. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ

Kasdaglis.wordpress.com


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

31

Να κλαις γοερά και σταματημό να μην έχεις ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΤΡΙΤΣΗ

Ο λόφος του Φιλοπάππου, ή λόφος Μουσών, βρίσκεται απέναντι από την Ακρόπολη. Δίπλα του υψώνονται ο λόφος του Αστεροσκοπείου, ή λόφος Νυμφών, και ο λόφος της Πνύκας. Στην κορυφή του υπάρχει το μνημείο Φιλοπάππου, το οποίο έστησε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο ύπατος Φιλόπαππος και βάφτισε το λόφο. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για υπεροψία όταν άφησε εντολή να ταφεί εκεί, έτσι ώστε μετά θάνατον η τελευταία κατοικία του να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τα μνημεία των Θεών που ορθώνονται στους απέναντι λόφους. Χάρη στις ευεργεσίες του στο κράτος των Αθηνών, και στην ευρύτερη προσφορά του στα κοινά, οι Αθηναίοι σεβάστηκαν το θέλημά του. Το 2002, στο πλαίσιο της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Xώρων Αθηνών, ξεκίνησε μια προσπάθεια ο λόφος να περιφραχθεί, να είναι επισκέψιμος με ωράριο, και στα σχέδια ήταν και η ένταξή του στο ενιαίο εισιτήριο των χώρων της ενοποίησης. Το ελληνικό κράτος αποφάσισε πως έπρεπε να εκμεταλλευτεί οικονομικά την ευρύτερη περιοχή, όπου άλλοτε αγόρευαν ρήτορες και συναθροίζονταν πολίτες για να συζητήσουν περί Δημοκρατίας και κοινών, δίνοντας έτσι ένα σύγχρονο νόημα στην τραγική ειρωνεία, που ουδεμία σχέση είχε πλέον με αυτήν του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Το κίνημα των κατοίκων που αναπτύχθηκε αμέσως έβαλε φρένο σε αυτά τα σχέδια και η πρόσβαση στο λόφο παραμένει ελεύθερη. Οι λόφοι δεν έγιναν μουσεία. Από απέναντι, οι Θεοί χαμογελούν. Ο αττικός ουρανός λάμπει. Στους πρόποδες του λόφου υπάρχουν χαράδρες, βράχια και δύσβατα μονοπάτια. Ο τόπος στολίζεται από πεύκα, πουρνάρια και ελιές. Ο αέρας μυρίζει φρέσκο χώμα. Αλλιώτικο εδώ το μεγαλείο. Εκεί που ξεκινά η αναρρίχηση για τα ιερά μνημεία ο διαβάτης συναντά κάποιες χαμηλοτάβανες, φυσικές σπηλιές. Βράχια και πέτρες με ασύμμετρη είσοδο και τραχύ θόλο. Σπηλιές όπου άλλοτε φώλιαζαν ζώα, προστατευμένα κι ευλογημένα από τους Θεούς. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Εν έτει 2013, αυτές οι σπηλιές φιλοξενούν ανθρώπους. Δίπλα στη φυλακή του Σωκράτη φωλιάζει σήμερα η απαντοχή εκείνων που δεν στάθηκαν τυχεροί. Των αιφνιδιασμένων. Που δεν προστατεύονται από την πολιτεία ή κάποιον μεγαλόψυχο Θεό. Των κατ’ όνομα απογόνων του Περικλή και του Δημοσθένη. Μέχρι χθες οι άνθρωποι αυτοί είχαν μια κανονική ζωή. Στο κουδούνι τους ήταν γραμμένο το όνομά τους. Στον τηλεφωνικό κατάλογο είχαν αριθμό. Στο συρτάρι τους βιβλιάριο υγείας και φωτογραφίες από τα παιδικά τους χρόνια. Μέσα σε ελάχιστο καιρό έχασαν τα υπάρχοντά τους και κατέφυγαν στις σπηλιές του Φιλοπάππου για να αποφύγουν τις εισόδους πολυκατοικιών, τα πεζοδρόμια,

Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Μιράντα» (Κέδρος, 2012). Διατηρεί το ιστολόγιο www.thethreewishes.wordpress.com

τα πάρκα. Δεν είναι ρήτορες, πολιτικοί ή στρατιωτικοί. Είναι απλοί άνθρωποι, συνηθισμένοι. Η σύγχρονη πολιτεία δεν προστατεύει τους πολίτες της. Ο «πατήρ ανδρών τε θεών» δεν ασχολείται πια με τα παιδιά του. Υπάρχει κάτι που οι κάτοικοι των σπηλαίων του 21ου αιώνα –περίπου δεκαπέντε στον αριθμό– διατηρούν ακέραιο. Κάτι που θεωρούν ως το υπέρτατο αγαθό και κάνουν το παν για να το προστατέψουν: την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους. Αυτή είναι η μόνη ηθική αρχή που κρατούν σημαία στην καθημερινότητά τους. Έστησαν νοικοκυριά με όσα πρόλαβαν να περισώσουν από τα κατασχεμένα σπίτια τους ή με ό,τι βρήκαν στα σκουπίδια. Οι βασικές ανάγκες τους αφορούν μόνο την επιβίωσή τους. Δεν καταδέχτηκαν να ζητιανέψουν τον οίκτο της κοινής γνώμης στο γυαλί ή στα πρωτοσέλιδα. Μαθαίνει γι’ αυτούς μόνο όποιος περνά μπροστά τους. Δεν είναι δειλοί, είναι γενναίοι. Ελπίζουν στο μέλλον. Προτίμησαν αυτή τη ζωή από μια καθημερινότητα πνιγμένη στα χρέη, την αγωνία και τον εξευτελισμό του τοκογλύφου ή του τραπεζίτη που διασύρει, εκβιάζει και τρομοκρατεί μέχρι να αφαιμάξει. Οι άνθρωποι των σπηλαίων του Φιλοπάππου δεν πάσχουν από σοφιστική υπεροψία. Δεν θεωρούν εαυτόν απόγονο ή κληρονόμο του Πλάτωνα, είναι απλώς παιδιά κάποιων άλλων ανθρώπων. Έφτιαξαν τα σπίτια τους κοντά στα θεμέλια του Ηλιοσκόπιου του Μέτωνα και κοιτάζουν τον ήλιο και το φεγγάρι με γυμνό μάτι. Καλημερίζουν τους διαβάτες που περνούν απ’ το κατώφλι τους κι αν τύχει και το φέρει η στιγμή φιλεύουν τον περαστικό ένα σπιτικό τσίπουρο και διηγούνται μια παλιά ιστορία. Αυτό το ταπεινό τσίπουρο μυρίζει τόσο πολύ «σπίτι», τόσο που βρέχοντας μ’ αυτό τα χείλη σου νιώθεις πως θέλεις να αρχίσεις να κλαις. Να κλαις, να κλαις γοερά, και σταματημό να μην έχεις.

Η Χρυσή Αυγή ως «μαζικό κόμμα» αποτελεί νέο φαινόμενο ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ

w Η εκλογική, αλλά και η γενικότερη επιρροή της Χρυσής Αυγής πρέπει να αναχθεί στη Χούντα, στην παράδοση της ελληνικής ακροδεξιάς ή πρόκειται για νέο φαινόμενο; Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει προφανώς τις εκλεκτικές συγγένειες της σημερινής Χρυσής Αυγής με την παράδοση του παρακράτους και της Άκρας Δεξιάς στην Ελλάδα, καθώς επίσης και με το κράτος της απριλιανής δικτατορίας. Ωστόσο, η Χρυσή Αυγή ως «μαζικό κόμμα» είναι ένα νέο φαινόμενο. Απαντά σε καινούργια «αιτήματα», είναι φαινομενικώς τουλάχιστον «αντισυστημική» (και όχι το ίδιο το «σύστημα», όπως ήταν η παράδοση του μετεμφυλιακού παρακράτους και το κράτος της δικτατορίας), έχει καινούργια ακροατήρια. «Ακουμπά» στην εκλογικο-πολιτική γεωγραφία της παλιάς μετεμφυλιακής Δεξιάς, η κοινωνική της επιρροή ωστόσο συντίθεται από «νέα» ιδεολογικά υλικά. w Εκτιμάς ότι, στις συνθήκες της κρίσης, πρώτον συντηρητικά και δεύτερον λαϊκά στρώματα μπορούν να στρέφονται στην ακροδεξιά ή σε λύσεις αυταρχικές, μέσα από την απαξίωση της δημοκρατίας; Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σενάριο έχει πολλές πιθανότητες πραγματοποίησης. Κάθε κρίση τέτοιας έκτασης, όπως η σημερινή, παρέχει γενικά δύο εναλλακτικές διεξόδους. Η πρώτη είναι η δημοκρατική διέξοδος της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η δεύτερη είναι η διέξοδος ενός αυταρχικού κοινωνικού αυτοματισμού, που θα μεταφέρει τα βάρη στην πλάτη του «άλλου». Η δεύτερη περίπτωση συμβαβίζει με τη διαμόρφωση αυταρχικών πολιτικών δομών και την κυριάρχηση αντιδραστικών τάσεων. Σε μια πρώτη φάση δεν είναι η πιθανότερη, αλλά είναι απολύτως πιθανή αν η πρώτη εναλλακτική αποτύχει (για διάφορους λόγους). w Μπορεί σήμερα κυρίαρχοι κύκλοι να προσβλέπουν στη Χρυσή Αυγή; Θυμίζω και τα πρόσφατα δημοσιεύματα για χρηματοδότησή της από εφοπλιστές. Δεν γνωρίζω αν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά εάν συνέβαινε δεν θα με εξέπληττε. Στην Ελλάδα σήμερα συμβαίνει μια ενδιαφέρουσα (όσο και αποκρουστική) διεργασία. Ο νεοφιλελευθερισμός συμφύεται όλο και περισσότερο με την ακραία καταστολή και την ακροδεξιά ρητορεία και πολιτική. Για να επιτύχει την ριζική αναδιάρθρωση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων υπέρ των κυρίαρχων τάξεων και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, όπως ορίζεται από τον «οδικό χάρτη» των Μνημονίων, είναι υποχρεωμένος να καταστείλει ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, να συντρίψει διαφωνίες, να παραβεί κάθε δημοκρατική αρχή. Στη γραμμή αυτή, είναι εύκολο να βρει πρακτικούς και ιδεολογικούς συμμάχους σε πολιτικές ομάδες όπως η Χρυσή Αυγή. Δεδομένου δε του βαθύτατου (πολιτικού, θεσμικού και πολιτισμικού) αναλφαβητισμού που χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής άρχουσας τάξης, η «νομιμοποίηση» της Χρυσής Αυγής στους κύκλους αυτούς είναι ένα μάλλον φυσιολογικό φαινόμενο. w Το 1974 η χούντα ήταν, σε μεγάλο βαθμό, καταγέλαστη. Σήμερα, το 2013, ποια είναι η εικόνα της χούντας, ειδικά σε νεότερους που δεν την έζησαν; Η εικόνα της χούντας εξακολουθεί να είναι καταγέλαστη. Η «χούντα» ως συγκεκριμένο πολιτικό φαινόμενο σε μία συγκεκριμένη εποχή κατέρρευσε μέσα σε μια συνολική απονομιμοποίηση, και έχοντας στην πλάτη της την κυπριακή προδοσία. Η ιστορία της Ακροδεξιάς ή της φασιστικής Δεξιάς στην Ελλάδα δεν θα επαναληφθεί ως καρικατούρα. Θα προκύψει, εάν προκύψει, ως διαφορετική «συγχώνευση ιδεολογίας και πράξης». Υπό την έννοια αυτή, η ιστορία της χούντας και της περιόδου εκείνης είναι μεν απολύτως ενδιαφέρουσα και διδακτική, η σημερινή περίοδος όμως είναι εντελώς πρωτότυπη.

O Χριστόφορος Βερναρδάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Άουγκουστ Μάκε, «Κορίτσια στα δέντρα», 1914


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

32

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΠΟ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ Βασανιστήρια, ΕΑΤ-ΕΣΑ, Σπύρος Μουστακλής: λέξεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τη χούντα. Δεν είναι όμως λόγοι ιστορικής μνήμης που μας κάνουν να ασχολούμαστε με τα βασανιστήρια, καθώς κάθε άλλο παρά περασμένη ιστορία μπορούν να θεωρηθούν στις αρχές του 21ου αιώνα. Μιλήσαμε λοιπόν για τον βασανισμό, τις επιπτώσεις του, τους βασανιστές, την εξουσία με τον ψυχίατρο Δημήτρη Πλουμπίδη, αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Βασανιστήρια, ψυχικός τραυματισμός και αντιστάσεις ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ

τα για ένα μόνο κομμάτι, αυτό που μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα ή αυτό που τους πονάει λιγότερο. Οι περισσότεροι από όσους έγραψαν για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης το έκαναν πολλά χρόνια μετά. Έπρεπε πρώτα να σταθούν στα πόδια τους, για να μπορέσουν να διαχειριστούν τον ψυχικό τραυματισμό. Ο Πρίμο Λέβι είναι από τους λίγους που έγραψε αμέσως, το 1947, το Αν αυτό είναι ο άνθρωπος. Η υποδοχή όμως ήταν παγερή, όλη η Ευρώπη ήθελε να ξεχάσει. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα έγινε αντικείμενο μελέτης και παγκόσμιας αναγνώρισης, όταν οι άνθρωποι μπορούσαν πια να ακούσουν.

w Τα βασανιστήρια είναι ένα από τα πράγματα που μας έρχονται στο μυαλό, μιλώντας για τη χούντα… Η φράση «γίνονται βασανιστήρια» δεν ειπώθηκε ποτέ από τους ιθύνοντες. Δεν μπορούσαν να το πουν ανοιχτά, γιατί τα βασανιστήρια απαγορεύονταν ρητά από τις διεθνείς συμβάσεις. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, διαβάζουμε στην εισηγητική έκθεση του Γ.Α. Μαγκάκη στη Βουλή, για το σχέδιο νόμου «Περί ποινικού κολασμού των βασανιστηρίων» το 1984, ότι όλα τα ελληνικά Συντάγματα τα απαγόρευαν, αρχίζοντας από το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1821, ενώ το Σύνταγμα του 1975 προβλέπει και την τιμωρία των βασανιστών. Ούτε καν ένα δικτατορικό καθεστώς δεν μπορεί με υπερηφάνεια να δηλώσει ότι βασανίζει. Μην ξεχνάτε, και ο Λεπέν, που ήταν βασανιστής στην Αλγερία, είχε πει: «Μα τι λέτε! Μόλις άρχιζαν να μιλάνε, σταματάγαμε αμέσως» (να τους βασανίζουμε)... Τα βασανιστήρια όμως αφήνονταν να εννοηθούν, υπήρχαν ως απειλή, για όποιον δεν ήταν υπάκουος. Τα βασανιστήρια της χούντας, αλλά και η χούντα συνολικότερα, είναι μια συνέχεια, μια «αναπαραγωγή» της εμφυλιακής Ελλάδας. Έτσι, είχαμε κυρίως σωματικό βασανισμό: ξύλο, απομόνωση σε κακές συνθήκες, πρόκληση σωματικού πόνου, εκφοβισμό και ταπείνωση. Δεν είχαμε, όσο ξέρω, «λευκά κελιά», αισθητηριακή αποστέρηση, βασανιστήρια τύπου Γκουαντάναμο. Είχαμε τα «παραδοσιακά» βασανιστήρια. w Πώς ορίζουμε το βασανιστήριο; Θα έλεγα ότι βασανιστήριο έχουμε όταν, με τον φυσικό πόνο και με την εκμηδένιση των ψυχολογικών αντιστάσεων, επιδιώκεται το χάσιμο των ορίων που στηρίζουν την προσωπικότητά και η «συνεργασία» του βασανιζόμενου στο έργο της ανάκρισης. w Αν πάμε τώρα στην άλλη πλευρά, ποιοι είναι αυτοί που γίνονται βασανιστές; Υπάρχει το ωραίο φιλμ που βασίστηκε στην έρευνα της Μίκας Φατούρου για τους ΕΣΑτζήδες («Ο γιος του γείτονά σου: Πώς κατασκευάζεται ένας βασανιστής», 1982). Βέβαια, το φιλμ έγινε αφού έπεσε η Χούντα, όταν οι τέως βασανιστές ήταν μετέωροι στο νέο κοινωνικό περιβάλλον. Δέχομαι το γενικό συμπέρασμα της Φατούρου: ο βασανιστής μπορεί να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Υπό κάποιες συνθήκες, πολλοί άνθρωποι μπορούν να γίνουν βασανιστές. Όλοι; Θα έλεγα όχι. Χρειάζονται κάποια ειδικά στοιχεία, λ.χ. κάποιες δόσεις σαδισμού, που δεν τα έχουν όλοι. Δεν πρόκειται όμως για ξεχωριστό είδος ανθρώπων — αν τους δεις χωρίς εξουσία, πολύ συχνά είναι ανθρωπάκια. Επίσης, όπως λέει και η Φατούρου, συχνά οι βασανιστές είχαν φάει δέκα καντάρια ξύλο και δίναν πέντε. Συχνά οι άνθρωποι που γίνονται βασανιστές έχουν υποστεί παλιότερα τον βασανισμό και τον σαδισμό. Δεν είναι αναγκαστικό, αλλά υπάρχει σχέση. w Ο βασανιστής όμως είναι φορέας εξουσίας…

w Πώς μπορεί να αντισταθεί κανείς στα βασανιστήρια; Θυμίζω το περίφημο, για όλους τους αριστερούς πολιτικούς κρατούμενους: «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ». Δηλαδή, αγάπα τον χώρο που ζεις για να μη πνίξουν οι τέσσερις τοίχοι, τρώγε για να μην πάθεις φυματίωση και πεθάνεις, διάβαζε για να μπορεί να ξεφεύγει το μυαλό σου. Γενικά, ο ρόλος της ιδεολογίας, της πίστης είναι τεράστιος. Πιο συγκεκριμένα, την ώρα του βασανισμού, συνήθως το μυαλό αλλά και οι αισθήσεις του κρατούμενου πιάνονται από κάτι θετικό ή κάτι έξω από τη διαδικασία: μια φωνή, ένα τρένο που περνάει, ενώ η φαντασία τους ανακαλεί ανθρώπους αγαπημένους, τόπους, στιγμές, πράγματα που τους κρατάνε.

Αντιδικτατορική αφίσα της Διεθνούς Ένωσης Σπουδαστών, την εποχή της χούντας (Συλλογή Γιάνη Γιανουλόπουλου-Αρχείο ΕΜΙΑΝ).

Ο βασανιστής είναι φορέας εξουσίας. Μεγάλης, πολύ μεγάλης, ίσως και απόλυτης την ώρα του βασανιστηρίου, αλλά εξουσίας μάλλον χαμηλής στην ιεραρχία, καθώς τους χρησιμοποιούν άλλοι που βρίσκονται πιο ψηλά από αυτούς. Αν ο βασανιστής δεν έχει όχι απλώς κάλυψη, αλλά ενθάρρυνση από το κράτος, τα όριά του είναι πάρα πολύ περιορισμένα. Αυτό ισχύει και εκτός των κρατικών μηχανισμών: αν μια ακροδεξιά ή νεοναζιστική ομάδα βιαιοπραγεί, ταπεινώνει και βασανίζει λ.χ. κάποιους μετανάστες, μπορεί να το κάνει εύκολα και συστηματικά μόνο αν η κρατική εξουσία το αποδέχεται, λίγο ή πολύ. w Ποιες είναι οι επιπτώσεις των βασανιστηρίων; Σαν ψυχίατρος, αλλά και γενικότερα, μπορώ να πω ότι οι επιπτώσεις είναι τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες. Το βασανιστήριο ακολουθεί τη διαδρομή που ακολουθούν γενικά οι ψυχικοί τραυματισμοί. Οι άνθρωποι τους διαχειρίζονται δύσκολα, συνήθως τους θάβουν. Μιλάνε μόνο σε κατάλληλες συνθήκες, σε όσους αισθάνονται ότι μπορούν να τους καταλάβουν —και σε δοκιμάζουν, αν μπορείς— ή όταν οι εμπειρίες τους αυτές γίνονται εφιάλτες, τους πνίγουν και πρέπει να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Μιλάνε πάν-

w Και υπάρχουν βέβαια και αυτοί που δεν αντέχουν… Οι άνθρωποι που δεν άντεξαν στα βασανιστήρια αισθάνονται έναν πολύ μεγάλο πόνο, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τον προσεγγίσουμε. Θυμάμαι έναν διάλογο από ένα βιβλίο του Γιάννη Μανούσακα, την Ακροναυπλία νομίζω. Του έριξε δέκα καντάρια ξύλο ο βασανιστής, και του είπε: —Εμένα, αν με βρεις μετά, κάηκα. Του απαντάει ο κρατούμενος: —Από μένα να μη φοβάσαι: εσύ με έδειρες, εγώ δεν έσπασα, είμαστε πάτσι. Αυτούς όμως που λύγισαν, να τους φοβάσαι… Ένα πολύ ενδιαφέρον πράγμα —και δεν μιλάω τόσο για τη χούντα, αλλά για όλα τα προηγούμενα χρόνια— με το οποίο δεν έχουμε ασχοληθεί είναι οι «δηλώσεις μετανοίας»: σε αναγκάζουν να αρνηθείς ό,τι πιο πολύτιμο έχεις. Αυτός ο άνθρωπος είναι πεσμένος, και στα μάτια των άλλων και στα δικά του· και τον αφήναν ελεύθερο αφού τον είχαν ταπεινώσει. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν γραφτεί ελάχιστα πράγματα· η πληγή και η εσωτερική σύγκρουση είναι μεγάλη. w Σήμερα, πώς μπορεί μια δημοκρατία να συνυπάρχει με τα βασανιστήρια; Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας του Μπους είναι τομή. Για τους τρομοκράτες τα βασανιστήρια επιτρέπονται· και εκείνο που μας γυρίζει αιώνες πίσω είναι ότι αυτό γίνεται σχεδόν δημόσια: η απαγόρευση των βασανιστηρίων, που θεωρούσαμε κατακτημένη, αναστέλλεται για όσους θεωρούνται τρομοκράτες. Αν μιλήσω για την Ελλάδα, σήμερα, η πρακτική των ξυλοδαρμών ή της κακοποίησης κρατούμενων φαίνεται ότι είναι πολύ ευρύτερη από ό,τι παλιότερα. Ειδικά για κάποιους μετανάστες χωρίς χαρτιά, τα δικαιώματα είναι ελάχιστα. ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΗΡΕ Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

33

«Δεν έχει τι, δεν έχει πού στις οθόνες του λαού»

Η κληρονομία της χούντας, επιβιώσεις, αναβιώσεις και νέες μορφές αυταρχισμού σήμερα Η φετινή επέτειος της 21ης Απριλίου είναι η πρώτη που βρίσκει τους νεοναζιστές στο Κοινοβούλιο, ενώ παράλληλα η συρρίκνωση πολιτικών, κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων είναι προωτοφανής για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Θελήσαμε λοιπόν να συζητήσουμε μια σειρά ερωτήματα που είναι στην καθημερινή ατζέντα: τι σημαίνει η απαξίωση της μεταπολίτευσης, αν ζούμε μια «νέα χούντα», τι σημαίνει η συρρίκνωση της δημοκρατίας και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσει η Αριστερά, αν ο αυταρχισμός της μνημονιακής εποχής, αλλά και η άνοδος της Ακροδεξιάς αποτελούν «αναβιώσεις» ή νέα φαινόμενα; Απευθυνθήκαμε έτσι στην Αθηνά Αθανασίου (κοινωνική ανρθρωπολόγο) την Ελένη Βαρίκα (ιστορικό, Paris VIII), τον Κωστή Κορνέτη (ιστορικό, Brown University), τον Ηλία Νικολακόπουλο (πολιτικό επιστήμονα, Πανεπιστήμιο Αθηνών), τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη (πολιτικό επιστήμονα, Πανεπιστήμιο Αθηνών), τον Δημήτρη Σαραφιανό (δικηγόρο), τον Γιάννη Χαμηλάκη (αρχαιολόγο, University of Southampton), Δημήτρη Χριστόπουλο (νομικό, Πάντειο Πανεπιστήμιο). Τους θέσαμε, σε όλους και όλες, τα τέσσερα ερωτήματα που ακολουθούν. Τις απαντήσεις τους, τις διαβάζετε στη συνέχεια. Tους ευχαριστούμε θερμά, όλους και όλες για την ανταπόκρισή τους. ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

1. Το 1974 σηματοδοτεί μια καθοριστική τομή σε πολλά επίπεδα, ταυτόχρονα όμως στοιχεία της χούντας επιβιώνουν. Ποια είναι η κληρονομιά της χούντας που επιβιώνει και ποια η σημασία της;

Ακροδεξιά πολιτική παράδοση: ισχυρή και διαχρονικά παρούσα

1. Η μετάβαση στη δημοκρατία, τον Ιούλιο του 1974, χαρακτηρίζεται από ένα προσεκτικά διαμορφωμένο ισοζύγιο μεταξύ ρήξης και συνέχειας, σε σχέση με το αυταρχικό προδικτατορικό καθεστώς. Ρήξη σε θεσμικό αλλά και πραγματικό επίπεδο, αφού για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία διαμορφώθηκε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς το οποίο λειτουργεί χωρίς εξωγενείς περιοριστικούς παράγοντες. Ταυτόχρονα όμως τα στοιχεία συνέχειας με το προδικτατορικό παρελθόν ήταν εμφανή, και όχι μόνο στο ηγετικό πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης. Γι’ αυτό άλλωστε και στον επίσημο πολιτικό λόγο, αυτό που γιορτάζεται στις 24 Ιουλίου δεν είναι η αρχή ενός νέου δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά η «αποκατάσταση» της δημοκρατίας. Το κρισιμότερο ίσως στοιχείο στο πεδίο της συνέχειας είναι ότι δεν υπήρξε κανένας επίσημος στιγματισμός ούτε καν σαφής οριοθέτηση ως προς τους συνεργασθέντες με το δικτατορικό καθεστώς. Και αυτό γιατί σε αρκετούς τομείς η δικτατορία δεν ήταν παρά η ακραία και παραμορφωμένη —μέχρι βαρβαρότητας— εκδοχή του προδικτατορικού αυταρχισμού. Αυτό επομένως που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως «κληρονομιά της χούντας» δεν είναι παρά η διαχρονικά παρούσα ακροδεξιά πολιτική παράδοση, το εύρος και η εμβέλεια της οποίας συχνά υποτιμάται. 2. Καταρχάς απαιτείται μια εννοιολογική διευκρίνιση: η «μεταπολίτευση» ως διαδικασία μετάβασης και εδραίωσης ενός δημοκρατικού-κοινοβουλευτικού καθεστώτος πρέπει να θεωρείται πλήρως ολοκληρωμένη τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με την οριστική αποχώρηση όλων των

2. Τα τελευταία χρόνια, από πολλές πλευρές, η μεταπολίτευση αμφισβητείται, ως περίοδος κυριαρχίας του λαϊκισμού, της χαλάρωσης, της διαφθοράς, του κομματισμού κ.ο.κ., που οδήγησε στη σημερινή κρίση. Στην προσέγγιση αυτή συμπίπτουν απόψεις από πολύ διαφορετικές αφετηρίες — από την ακροδεξιά μέχρι νεοφιλελεύθερους και υποστηρικτές του Μνημονίου. Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να αποτιμήσουμε τη μεταπολίτευση; 3. Μαζί με την ιδεολογική αυτή αμφισβήτηση, παρακολουθούμε σήμερα την ανατροπή βασικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης, μαζί με την έξαρση του αυταρχισμού. Το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» φωνάζεται όλο και περισσότερο στις διαδηλώσεις, ενώ συναντάμε διάχυτη την αντίληψη ότι ζούμε μια «χούντα». Πρώτον, πιστεύετε ότι ζούμε μια «νέα χούντα»; Δεύτερον, γιατί υπάρχει και ενισχύεται αυτή η αντίληψη; Τρίτον, ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς, αφενός απέναντι στη συρρίκνωση της δημοκρατίας και τον αυταρχισμό, αφετέρου στην αντίληψη περί «νέας χούντας»; 4. Βλέπουμε επίσης να αναβιώνουν ιδεολογήματα και όροι όπως ο «εχθρός λαός», ένας νέος αντικομμουνισμός, ένας τιμωρητικός-ιατρικός λόγος κλπ. Για όλα αυτά αλλά και για τη δυναμική εμφάνιση της Χρυσής Αυγής έχει σημασία να αναζητήσουμε τις ιστορικές συνέχειες, τις κληρονομιές λ.χ. της χούντας; Ή πρέπει να τα δούμε ως νέα φαινόμενα που εδράζονται στο σήμερα και στην κρίση;

πρωταγωνιστών της από την ενεργό πολιτική. Επομένως, οι κριτικές που αφορούν, στην πραγματικότητα, την ποιότητα και τις στρεβλώσεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, κακώς αναφέρονται στην «μεταπολίτευση», δημιουργώντας μια σύγχυση μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας. Και για μεν την Ακροδεξιά η σύγχυση αυτή είναι απολύτως ηθελημένη, αφού κατατείνει στον εξαγνισμό της δικτατορίας. Λιγότερο κατανοητή είναι η στόχευση που έχει η νεοφιλελεύθερη κριτική, η οποία αποδίδει στη «μεταπολίτευση» την κατηγορία του «λαϊκισμού», δηλαδή αυτό που εκλαμβάνει ως αριστερή ιδεολογική ηγεμονία κατά τη μακρά μεταδικτατορική περίοδο. Αναφερόμενη όμως και αυτή γενικά στη «μεταπολίτευση», οδηγείται εκ των πραγμάτων στην έμμεση αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας. 3. Το δημοφιλές σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» είναι ίσως από τα ατυχέστερα που έχουν ακουστεί. Γι’ αυτό και προβληματίζει πώς ένα ορθό, πολιτικά και ιστορικά, σύνθημα της προηγούμενης περιόδου («Το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το ’73, εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία») μετασχηματίστηκε σε ένα σύνθημα που χαρακτηρίζεται από απόλυτη ιστορική αστοχία: αφενός ταυτίζει την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 με τη μεταγενέστερη κατάρρευση της Χούντας το 1974, και αφετέρου εξομοιώνει καθεστώτα που κατά κανέναν τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν συγκρίσιμα. Θα αποτελούσε ανεπίτρεπτο πολιτικό ολίσθημα για την Αριστερά να υιοθετήσει την άποψη ότι ο συνεχώς αυξανόμενος σήμερα αυταρχισμός αποτελεί μια «νέα χούντα». Το αντικειμενικό γεγονός ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ η στρατιωτική δικτατορία του 1967-74 δεν αποτελεί βιωμένη εμπειρία δεν δικαιολογεί την, έστω και σιωπηρή, αποδοχή ανιστόρητων συγκρίσεων, και κυρίως ατελέσφορων πολιτικών παρομοιώσεων. 4. Το ισοζύγιο μεταξύ ιστορικής συνέχειας και διακυβευμάτων της συγκυρίας αποτελεί για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή

Ακροδεξιά το δυσκολότερο ίσως ερώτημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στα καθ’ ημάς, η Χρυσή Αυγή. Για όσο διάστημα παρέμενε ένα περιθωριακό μόρφωμα που ανταγωνιζόταν τις υπόλοιπες ακροδεξιές ομάδες, η ιδεολογική (εθνικοσοσιαλιστική) ταυτότητά της αποτελούσε την κυριότερη αναφορά της. Η εκλογική της καταξίωση το 2012 προέκυψε όμως από τη στιγμή που υποβάθμισε, έστω και προσχηματικά, την ιδεολογική της ταυτότητα και επέλεξε να επενδύσει στη συγκυρία, δηλαδή να εκμεταλλευτεί πολιτικά τα λανθάνοντα αντιμεταναστευτικά και ρατσιστικά συναισθήματα ενός ευρύτατου φάσματος του ελληνικού πληθυσμού. Σήμερα φαίνεται να ταλαντεύεται και πάλι ανάμεσα στην εκμετάλλευση της συγκυρίας (αντιμεταναστευτικά πογκρόμ) και την ανάδειξη της ιστορικής προέλευσης (Μελιγαλάς, Μακρυγιάννη, εμφυλιοπολεμικός αντικομουνισμός αλλά και χούντα), προσδοκώντας να αποτελέσει τον κύριο υποδοχέα των απογοητευμένων παραδοσιακών οπαδών της Δεξιάς. ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Oι επικαιροποιημένες παρακαταθήκες της Χούντας

1. Η ελεγχόμενη και από τα πάνω μετάβαση στη δημοκρατία το 1974, παρά τις σημαντικές ανατροπές και νεωτερισμούς που επέφερε στο μετεμφυλιακό και μεταδιδακτορικό κράτος, δεν ανέτρεψε ριζικά νοοτροπίες και συμπεριφορές, κατεστημένες για δεκαετίες. Στερεοτυπικές, αν όχι φολκλορικές, αντιλήψεις και ερμηνείες (λ.χ. τα προβλήματα γίνονται αντιληπτά


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

34

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΠΟ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ως αποτέλεσμα των ελληνικών ιδιοτυπιών, που αποδίδονται στην εγωιστική αντικοινωνικότητα και οκνηρία των «Νεοελλήνων» κ.ά.) παγιώθηκαν, υποκαθιστώντας κριτικές αναλύσεις των χαρακτηριστικών του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, ενώ ταυτόχρονα το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν ξεπέρασε τις λογικές μηδενικού αθροίσματος. Κατά συνέπεια, η υπερπολιτικοποίηση που χαρακτήρισε τη μεταπολίτευση και τον κομματικό ανταγωνισμό ήταν ουσιαστικά απολίτικη, αφού δεν γειώνονταν στις κοινωνικές/ταξικές διαιρετικές τομές και τη δυναμική τους. 2. Η μεταπολίτευση, παρά τις αντιφάσεις, τις αντινομίες της και τους κομματικούς/πολιτικούς περιορισμούς που επέβαλε στην κοινωνική συμμετοχή σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των θεσμών, γεγονός που επέβαλε το κρατικοβαρές πρότυπο μετάβασης στη δημοκρατία, πρέπει να αποτιμηθεί θετικά. Και τούτο ισχύει γιατί, πέρα από τη γρήγορη, σχετικά ομαλή και εν τέλει αποτελεσματική μετάβαση και παγίωση στη δημοκρατική νομιμότητα (κάτω από τις διαδικασίες που καθόριζε το κράτος δικαίου), οδήγησε σε θεσμοθέτηση ενός σημαντικού πλέγματος φιλελεύθερων, δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι αυτά τα δικαιώματα που σήμερα τόσο οι νεοφιλελεύθεροι και οι συνοδοιπόροι τους, διαφόρων προελεύσεων και ιδιοτελειών, όσο και εκείνοι που κατά παράδοση αντιστέκονται στον Διαφωτισμό, αν και φυσικά από διαφορετικές αφετηρίες ορμώμενοι, συγκλίνοντας, επιδιώκουν τη μέχρι εξαφανίσεως απομείωσή τους. Δυστυχώς, τα συμφέροντα που στη συγκυρία ωφελούνται από αυτή τη σύγκλιση αποκαλύπτουν ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, οι οποίες απειλούν την δημοκρατία. 3. Φυσικά και δεν ζούμε σε συνθήκες χούντας. Κάτω από τον κοινωνικό και πολιτικό αυταρχισμό που αντιμετωπίζουμε, οι πολίτες καταφεύγουν σε απλουστευτικές ερμηνείες της κατάστασής τους, που τους προσφέρει η ευκολία της ιστορικής παρομοίωσης. Το σύνθημα «H χούντα δεν τελείωσε το ’73» λοιδορήθηκε από μερίδα της απολογητικής διανόησης των καθεστωτικών δυνάμεων, με το επιχείρημα ότι όχι μόνο δεν έχουμε χούντα αλλά και ότι είναι λάθος πραγματολογικά (αφού θα έπρεπε να λέει «δεν τελείωσε το ’74»). Πρόκειται για έναν κακώς εννοούμενο ελιτισμό, που αδυνατεί να κατανοήσει ότι η αυθόρμητη λαϊκή διαμαρτυρία και αγανάκτηση, σε συνδυασμό με τις ανάγκες της επικοινωνίας (το σύνθημα κάνει ρίμα), έχει ατέλειες και δεν είναι ακαδημαϊκό τεστ γνώσεων. Η Aριστερά πρέπει να κατανοήσει ότι ο συνεχώς διευρυνόμενος αυταρχισμός και η συρρίκνωση της δημοκρατίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με γενικόλογες εκκλήσεις, με τις οποίες εύκολα συμφωνεί ακόμη και η «Αριστερά» των καθεστωτικών δυνάμεων, ούτε να περιοριστεί στο να «ταράζει» τους παράγοντες των δημοκρατικών παραβιάσεων και εκτροπών στη «νομιμότητα». Αντίθετα, σήμερα η κρίση, περισσότερο από ποτέ, επιβάλλει τη διεκδίκηση της δημοκρατίας —πέρα από το προφανές κανονιστικό της πρόταγμ— ως προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της στη βάση ενός διαφορετικού προτύπου κοινωνικής οργάνωσης. 4. Με δεδομένο ότι τίποτα δεν είναι αποτέλεσμα της «αποκαλυπτικής δύναμης» της Ιστορίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν συνέχειες με τις πολιτικές πρακτικές και τα ιδεολογήματα της χούντας. Μέρος του πολιτικού προσωπικού της Χρυσής Αυγής, αλλά και εκείνου που μεταπήδησε στην Ν.Δ. από το ΛΑΟΣ της προηγούμενης συγκυβέρνησης είχαν υπηρετήσει με ζήλο την ιδεολογική και πολιτική κληρονομιά της χούντας όπου το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» και ο επιθετικός αντικομμουνισμός του «νόμου και της τάξης» ήταν συστατικά του στοιχεία. Συνέχειες, όπως αυτές με τη χούντα, έχουν επικαιροποιηθεί και συγκροτούν τη βάση για αναστροφή των κατακτήσεων της μεταπολίτευσης. Αν, για παράδειγμα, μια από τις κατακτήσεις αυτές ήταν ο εκδημοκρατισμός των σωμάτων Ασφαλείας, σήμερα οι επικαιροποιημένες παρακαταθήκες της χούντας χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση του ακριβώς αντιθέτου προτάγματος. ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΠΟΥΡΔΑΛΑΚΗΣ

Μεταπολίτευση ή το «κράτος του δήμου»; 1. Η σημαντική τομή που σηματοδότησε η μεταπολίτευση δεν περιορίζεται στο τέλος της δικτατορίας. Για πολλούς, αποτέλεσε υπόσχεση και ελπίδα κατάργησης του βάναυσα αντικομμουνιστικού και ανελεύθερου καθεστώτος που είχε εγκαθιδρυθεί μετά την ήττα του Εμφυλίου: της ποινικοποίηση των ιδεών, των τιμωρητικών στρατοπέδων, της επαγγελματικής απαγόρευσης και των πιστοποιητικών εθνικοφροσύνης, της αστυνόμευσης των πολιτών, της εκλογικής βίας και νοθείας, της καταστολής του εργατικού κινήματος — ενός καθεστώτος που εγκατέστησε μακρόχρονα στην καρδιά του κρατικού και ιδιαίτερα του κατασταλτικού μηχανισμού την αυθαίρετη εξουσία των συνεργατών και δοσιλόγων της ναζιστικής Κατοχής. Αυτή η πολιτική κληρονομιά, την οποία η χούντα ήρθε να υπερασπίσει ενάντια στους αγώνες της δεκαετίας του ’60, και ενάντια στην οποία ορθώθηκαν τα κινήματα της μεταχουντικής περιόδου, είναι αυτή που επιβιώνει και αναβιώνει στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, καθώς και στον σημερινό κυβερνητικό λόγο, την τιμωρητική κυβερνητική πολιτική και, κυρίως, στην άνοδο του νεοναζισμού. 2. Η πρώτη περίοδος της μεταπολίτευσης σήμανε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, εργατικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων, κινημάτων όπως το φεμινιστικό, κάποιων δειλών αλλά επίμονων αντιαυταρχικών απαιτήσεων της νεολαίας που συνέθεταν την απαίτηση μιας ριζικής αλλαγής. Η μεταπολίτευση, όπως δηλώνει ο όρος, υπήρξε αλλαγή πολιτεύματος, όχι όμως όπως υποστηρίζεται ενίοτε, «βελούδινη» μετάβαση στη δημοκρατία. Οι επίσημοι και μη διεκδικημένοι νεκροί της κρατικής βίας της μεταπολίτευσης αμφισβητούν μια τέτοια αμνησία, από τον μαθητή Σιδέρη Ισιδωρόπουλο και τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά μέχρι τα ξεχασμένα θύματα των διαδηλώσεων του Πολυτεχνείου και τις εκδικητικές σκευωρίες κατά ανένταχτων και ασυμβίβαστων αγωνιστών, όπως ο Γιάννης Σερίφης. Η μεταπολίτευση ήταν ίσως «περίοδος χαλάρωσης» για τους νοσταλγούς του Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, αλλά όχι για όσους και όσες έζησαν την εμπόλεμη ατμόσφαιρα με τις αύρες να σαρώνουν το κέντρο της Αθήνας. Είναι μάλλον περίοδος ομαλοποίησης και ένταξης ενός τμήματος της Αριστεράς στους κανόνες της αστικής δημοκρατίας, που θα καταλήξει σε έναν εκ των άνω εκδημοκρατισμό-εξευρωπαϊσμό των θεσμών, που περνάει από την περιθωριοποίηση, αποσιώπηση ή ενσωμάτωση της συσσωρευμένης δίψας για ριζική αλλαγή: το κράτος του δήμου, αυτό ήταν και είναι, νομίζω, το ζητούμενο, και όχι η αναζήτηση «έντιμων» πολιτικών ή αρχηγών της Αστυνομίας, που να αποφασίζουν αδέκαστοι πότε και πόσες αύρες θα στείλουν. 3. Όχι, δεν ζούμε μια χούντα. Tέτοιες απλουστεύσεις εκ-

Δημοσθένης Κοκκινίδης, «Ιούνιος», 1967

φράζουν την πολιτική αδυναμία της Αριστεράς να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή αποτελεσματική επίθεση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, απαντώντας σε αυτό που τον διακρίνει από τις προηγούμενες ιστορικές εμπειρίες, αλλά και εντοπίζοντας τις αδυναμίες στις δικές της παραδόσεις που διευκολύνουν μια τέτοια επιτυχία. Δεν βρισκόμαστε στη χούντα, γιατί σχεδόν παντού οι νεοφιλελεύθερες αυταρχικές και τιμωρητικές πολιτικές που διαλύουν τον κοινωνικό ιστό, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη δυνατότητα του πολιτικού, επιβάλλονται από εκλεγμένες κυβερνήσεις, και μάλιστα συχνά έχουν εισαχθεί από «προοδευτικούς» σοσιαλδημοκρατικούς σχηματισμούς ή με την υποστήριξη τους. Το ότι ειναι εκλεγμένες, δεν τις εμποδίζει —το αντίθετο!— να είναι άκρως αυταρχικές και απολυταρχικές, με μεθόδους που εξηγούν τη μεταφορική και ισοπεδωτική χρήση του όρου «χούντα». Ωστόσο, η μεταφορά υποδηλώνει άγνοια για το τι ήταν η χούντα, όχι μόνο ως ξένη επέμβαση, αλλά και ως γηγενής παράδοση και ιδεολογία. 4. Το ένα δεν μπορεί να γίνει χωρίς το άλλο. Χρειάζεται να κατανοήσουμε πως η «κρίση» δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και βαθιά πολιτική· δεν είναι, όπως περίμενε η Αριστερά, επαναστατική, αλλά για την ώρα τουλάχιστον ευνοεί τα πιο αναπάντεχα και εφιαλτικά σενάρια. Οι σημερινές μορφές καταστολής δεν ξεκίνησαν με την κρίση, αλλά με τη βαθμιαία εισαγωγή στην Ευρώπη μιας νομοθεσίας εξαίρεσης που με το πρόσχημα της τρομοκρατίας κατάργησε ελευθερίες κερδισμένες με αιματηρούς αγώνες. Στην Ελλάδα αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο με την ευκαιρία της δίκης της 17 Νοέμβρη. Με τον ίδιο τρόπο, πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο αντιστάθηκε η Αριστερά στην υστερική κρίση για το όνομα της Μακεδονίας και πόσο αυτό προετοίμασε ένα κομμάτι να αμβλύνει τα αντιρατσιστικά του αντανακλαστικά, σε μια χώρα υπερήφανη για την αντίσταση της στη «γερμανική», όπως λέγεται συνήθως, Κατοχή. Η Ισπανία είχε δεκαετίες φασισμό και βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση, δεν έχει όμως ένα νεοναζιστικό κόμμα στην τρίτη θέση. Το ίδιο συμβαίνει με την αδυναμία κατανόησης της σημασίας που έχει το ιδίωμα της ομοφοβίας και του σεξισμού στην επιτυχία αυτών των μορφωμάτων ακριβώς επειδή, παραδοσιακά, η Αριστερά τα θεώρησε δευτερεύοντα πολιτισμικά στοιχεία. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν μιλάμε για τη χούντα ή για το παρόν, αλλά τι κάνουμε ώστε να αναπτύξουμε μια πρακτική και κουλτούρα ρήξης και αντιστασης, τόσο πολύμορφης όσες και οι μορφές της βαρβαρότητας που μας έρχονται απροειδοποίητα, όπως συμβαίνει πάντα με τα πολιτικά πράγματα. ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΙΚΑ

Ποια ιστορική περίοδο αναπολούν όσοι αμφισβητούν τη μεταπολίτευση;

1. Η περίοδος της χούντας είναι θεσμικά παρούσα σε διάφορα επίπεδα, από νομοθετήματα που δεν έχουν ρητώς καταργηθεί και χρησιμοποιούνται κατά καιρούς από την εκτελεστική εξουσία, παρότι προσβάλλουν ευθέως συνταγματικές διατάξεις, όπως το Βασιλικό Διάταγμα 794/71 και το Προεδρικό Διάταγμα 269/72 Περί διαδηλώσεων (π.χ. στη Χαλκιδική, τον Νοέμβριο του 1997) μέχρι αποικιοκρατικές νομοθεσίες, όπως ο μεταλλευτικός κώδικας ή ο αναγκαστικός νόμος 89/67 περί κινήτρων αλλοδαπών επιχειρήσεων. Άλλωστε, και ο Ποινικός Κώδικας, αλλά και το ελληνικό Σύνταγμα περιέχουν διατάξεις που αντανακλούν το μετεμφυλιακό κλίμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Το γεγονός ότι ουδέποτε καταργήθηκαν οι ρυθμίσεις αυτές, αλλά αντίθετα εφαρ-


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

39

«Δεν έχει τι, δεν έχει πού στις οθόνες του λαού» μα, και συνήθως έρχεται ως αποτέλεσμα της ανόδου της ταξικής πάλης και της ήττας των δυνάμεων της εργασίας. 4. Με βάση όσα προαναφέραμε, δεν είναι περίεργο που το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό υιοθετεί στοιχεία της νεοναζιστικής ατζέντας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης — το σύμβολο δηλαδή του δικαίου της εξαίρεσης. Όμως, παρότι από τη χούντα μέχρι σήμερα παρουσιάζονται στοιχεία συνέχειας ιδεολογικών καταβολών, αλλά και όψεων του πολιτικού λόγου (που σίγουρα είναι σκόπιμο να αναδεικνύονται), το γεγονός ότι σήμερα αναπτύσσεται μια αυτοτελής πολιτική εκπροσώπηση του ναζισμού αποτελεί ένα στοιχείο τομής που σχετίζεται με την οικονομική και πολιτική κρίση. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΡΑΦΙΑΝΟΣ

Πόσο «επιβιώνει» η χούντα;

μόζονται συστηματικά είτε για την ποινικοποίηση διαδηλώσεων και απεργιών (όπως τα αδικήματα της διατάραξη κοινής και οικιακής ειρήνης, της παράνομης βίας κλπ.), είτε για τη ρύθμιση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, είτε ακόμα και ερμηνευτικά για τον προσδιορισμό της «εθνικής ταυτότητας», αναδεικνύει ότι η κληρονομιά αυτή είναι ζωντανή και πρόσφορη προς χρήση. 2. Η μεταπολίτευση σφραγίστηκε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ένταση των ταξικών εργατικών αγώνων από το 1975 έως και το 1979. Μέσω αυτών ο λαός βγήκε στο προσκήνιο (πολλές φορές σε αντίθεση με τις επίσημες συμβιβαστικές κατευθύνσεις των κομμάτων της Αριστεράς) και επέβαλε στην αστική τάξη της χώρας και στο πολιτικό προσωπικό της να παράσχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, αλλά και περισσότερα δικαιώματα για την πλατιά πλειοψηφία. Περαιτέρω, με τη μεταπολίτευση καθιερώθηκε ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο δεν είχαν ρόλο το παλάτι και ο στρατός — ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι χάρη στους αγώνες που προαναφέραμε δεν ακολουθήθηκε στην Ελλάδα το μοντέλο που ακολούθησε η Τουρκίας μετά το πραξικόπημα του 1980. Συνεπώς, όσοι αμφισβητούν την σημασία της μεταπολίτευσης φέρουν το βάρος να αποδείξουν ποια είναι η ιστορική περίοδος της Ελλάδας που αναπολούν: Το μετεμφυλιακό κράτος; Ή η περίοδος του Μεσοπολέμου με τα συνεχή πραξικοπήματα; Η ενσωμάτωση αυτών των αγωνιστικών διαθέσεων μέσω στοιχείων κορπορατισμού και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ή, πολύ περισσότερο, μέσω της πρόσδεσης της πλατιάς πλειοψηφίας στα δάνεια, τα χρηματιστήρια, την παρασιτική κατανάλωση δεν είναι φαινόμενο ελληνικό ούτε οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεταπολίτευση. Εκτός αν η σχετική κριτική εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν κρατήθηκαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κάτω από τα όρια της φτώχειας, όπως έγινε με την επιβολή δικτατορικών —ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα— καθεστώτων σε χώρες της Εγγύς Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. 3. Στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και της κρίσης του, η αναίρεση δικαιωμάτων και κατακτήσεων μιας προηγούμενης περιόδου συνδυάζεται με την ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής (από τη διαμόρφωση ενός πλαισίου εξαίρεσης στο ποινικό δίκαιο με τις διατάξεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας που σήμερα τυγχάνουν εφαρμογής σε ευρεία στρώματα «υπόπτων», μέχρι τη σύγχρονη μνημονιακή νομοθεσία που καθιστά την εξαίρεση κανόνα), τον περιορισμό της δημοκρατικής αρχής (με τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, αλλά και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων σε όργανα που δεν έχουν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση) και κυρίως με την προφανή παραβίαση πληθώρας διατάξεων του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η κατάσταση αυτή, που αποκτά δομικά χαρακτηριστικά— νομιμοποιεί το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε…». Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η επιβολή χούντας, ως θεσμική αναστολή συνταγματικών διατάξεων, συνιστά μια περαιτέρω τομή στο πολιτικό και νομικό σύστη-

1. H χούντα εξέθρεψε νοοτροπίες και καταστάσεις που επιβιώνουν εν μέρει μέχρι σήμερα. Από τo αστικό τοπίο που καταστράφηκε με την απελευθέρωση των συντελεστών δόμησης και τα μεγάλα κιτς ξενοδοχεία, μέχρι τους αγρότες που συνήθισαν να τους χαρίζονται τα χρέη. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα κατάλοιπα των λαϊκιστικού τύπου παροχών του χουντικού καθεστώτος προς συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες, που αποσκοπούσαν στην εξαγορά κάποιου είδους ανοχής, αν όχι στήριξης. Η χούντα όμως επιβιώνει και στο γεγονός πως η Ελλάδα από το 1974 και μέχρι και σήμερα έπρεπε να καλύψει το τεράστιο χαμένο έδαφος της επταετίας σε επίπεδο πολιτικού πολιτισμού, ατομικών ελευθεριών, κουλτούρας και αισθητικής. Οι όποιες στρεβλώσεις δημιουργήθηκαν στη περίφημη μεταπολίτευση ήταν η άμεση συνέπεια των στρεβλώσεων της ίδιας της χούντας. Όπως εύστοχα έλεγε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, «από την 21η Απριλίου και μετά η ελληνική κοινωνία εγκατέλειψε τον εαυτό της και δεν γύρισε πίσω ποτέ». 2. Καταρχάς, ο όρος «μεταπολίτευση» είναι άκρως προβληματικός. Θα έπρεπε να περιοριστεί στην περίοδο της μετάβασης στη δημοκρατία, δηλαδή το 1974-75 ή έστω το 19741981, αν θεωρήσουμε πως η εμπέδωση του εκδημοκρατισμού έγινε με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Η μετέπειτα περίοδος θα μπορούσε να ονομαστεί Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, όπως εξάλλου έχουν προτείνει διάφοροι μελετητές, έτσι ώστε να αποφύγουμε τις γενικότητες, τη σχηματικότητα και όλο το νοηματικό αλαλούμ που δημιουργεί ο όρος-ομπρέλα «μεταπολίτευση», που υπονοεί ένα είδος αέναης μετάβασης. Η συνολική αποτίμηση αυτής της σαραντάχρονης πλέον περιόδου είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακριβώς επειδή θα έπρεπε να την αναλύσουμε τμηματικά. Σίγουρα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, πέρα από τα λάθη, τις κατακτήσεις της που ήταν πολλές: από την κατάργηση της βασιλείας, τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας και τη δημιουργία κράτους πρόνοιας, μέχρι την αναδιανομή του εισοδήματος, τη διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων και τη γενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου. 3. Ασφαλώς δεν ζούμε μια «νέα χούντα», παρά το γεγονός πως η σημερινή πολιτική κατάσταση έχει αρκετά από τα μετα-δημοκρατικά χαρακτηριστικά ενός καθεστώτος «εκτάκτου ανάγκης». Είναι όμως σαφές πως η Ελλάδα δεν βρίσκεται υπό στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς, ολοκληρωτικού ή άλλου τύπου. Θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με τη χρήση των όρων, γιατί διαφορετικά οι λέξεις σχετικοποιούνται και χάνουν τη σημασία και το ειδικό τους βάρος. Ο λόγος που το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» έχει τόσο μεγάλη πέραση σχετίζεται με το γεγονός πως ανήκει στην κατηγορία της λεγόμενης «αξιακής πλαισίωσης» (framing), κοινώς μιας στρατηγικής νοηματοδότησης της πραγματικότητας, που έχει στόχο να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τα συλλογικά υποκείμενα. Καταδεικνύει πως υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ιστορικά σημεία αναφοράς και δημιουργία γενεαλογιών,

άσχετα με το κατά πόσο αυτές αντέχουν στη βάσανο της ανάλυσης. Και στην περίοδο της δικτατορίας γίνονταν παραλληλισμοί με προηγούμενες εποχές με βάση προβληματικές θεωρίες «συνέχειας» — θυμίζω «Το μεγάλο μας τσίρκο» και τις αναφορές του στη βαυαροκρατία ως γενεσιουργό αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας. Πιστεύω πως η Αριστερά οφείλει να καταγγέλλει δυναμικά τα όλο και πιο συχνά φαινόμενα αυταρχισμού, παραβίασης της ελευθερίας της έκφρασης και αστυνομικής βίας, χωρίς όμως να πέφτει στην παγίδα της υπερβολής και της εξομοίωσης ανόμοιων πραγμάτων, παρά την οργή που δημιουργεί η οριακότητα της κατάστασης. 4. Παρότι η λεγόμενη θεώρηση «μακράς διάρκειας» μπορεί να μας βοηθήσει να εντάξουμε τα κοινωνικά φαινόμενα σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, η επίμονη αναζήτηση ιστορικών συνεχειών με το παρελθόν για την κατανόηση του παρόντος μπορεί να αποβεί εξόχως παραπλανητική. Όσο λανθασμένη είναι η θέαση της ιστορίας αποκλειστικά με βάση τις «τομές» (λ.χ., το 1974 ως απόλυτη ρήξη με το πριν), άλλο τόσο αυθαίρετο είναι το να ανακαλύπτουμε παντού συνέχειες. Πιστεύω πως η πρόσφατη αυταρχικοποίηση του κράτους και η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής είναι άμεσες παρενέργειες της κρίσης. Το να τις βαφτίσουμε κληρονομιές της 21ης Απριλίου θα μας οδηγούσε στη μηχανιστική απόδοση όλων των παθογενειών της σημερινής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στα κατάλοιπα του αυταρχισμού, κάτι που θα ενείχε στοιχεία υπεραπλούστευσης και στατικής (άρα ανιστορικής) θέασης των ιστορικών εξελίξεων. Δομές όπως η αστυνομία ή η δικαιοσύνη δεν παρέμειναν άθικτες για δεκαετίες μετά τη χούντα· μετασχηματίστηκαν και εξελίχτηκαν, παρά την όντως προβληματική θεσμική τους μνήμη, παρά τα πολλά λάθη και τις παραλείψεις στις διαδικασίες εκδημοκρατισμού και αποχουντοποίησης. ΚΩΣΤΗΣ ΚΟΡΝΕΤΗΣ

Η «κοινοτοπία» του φασισμού και η βαριά κληρονομιά του «μετα-»

1. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μορφές του άταφου πτώματος, των επανειλημμένων ταφών και της αμφιλεγόμενης κληρονομιάς επιστρατεύονται στην ιστορικοποίηση της μεταπολίτευσης. Όταν επανεξετάζουμε τη μετάβαση στη δημοκρατία σήμερα —στον καιρό της κρίσης, της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του νεοναζισμού και της πιο συντηρητικής κυβέρνησης της μεταπολίτευσης— το ζήτημα του τέλους της δικτατορίας τίθεται και ως ερώτημα για τους αδιόρατους, άτυπους, επίμονους τρόπους με τους οποίους πλευρές της επιβιώνουν. Το ότι η χούντα με κάποιους τρόπους επιβιώνει μέσα στα διάχυτα ανθεκτικά της υπολείμματα δεν σημαίνει και ότι δεν έχει τελειώσει, με μια έννοια. Είναι όμως τελεσίδικα νεκρή; Πώς στοιχειώνει το ζωντανό παρόν; Έχει διακόπτη off ο φασισμός; Αυτή είναι άλλωστε η προβληματική για την ενοχλητικά παράδοξη μορφή του «φαντάσματος» που μας έχει προσφέρει ο Ζακ Ντεριντά, όταν θέτει το ερώτημα: «Πώς μπορεί να είναι εδώ, εκ νέου, όταν ο χρόνος του έχει παρέλθει;». Η χούντα, λοιπόν, έχει τελειώσει αλλά η κληρονομιά της επιβιώνει, με διάφορες μορφές, στο πολιτικό μας παρόν: στον αυταρχισμό, στην καταστολή, στην αποψίλωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, στη νέα εθνικοφροσύνη, στην επέλαση του νεοναζισμού. 2. Η εναντίωση στη μεταπολίτευση επιστρατεύεται από το ηγεμονικό μπλοκ διαχείρισης της κρίσης ως υπέρτατο τεκμήριο πολιτικής και εθνικής ορθότητας. Επιστρατεύεται μάλιστα ως τεχνολογία αντι-κριτικής, με τη μορφή του αυταρχικού ιδεολογικού δόγματος: όσοι/ες διαφωνούν με την τρέχουσα πολιτική διευθέτηση είναι υποστηρικτές του «λαϊκισμού», της «οπισθοδρόμησης», των «διεφθαρμένων συντεχνιών», και, μετωνυμικά, της μεταπολίτευσης.


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

40

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΠΟ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ Το «ρεύμα» της αντι-μεταπολίτευσης είναι ετερογενές: το φάσμα του εκτείνεται από τους νεοφιλελεύθερους θιασώτες του εθνοσωτήριου μονόδρομου έως τους ακροδεξιούς νοσταλγούς της επταετίας που μιλούν για τον «μύθο του Πολυτεχνείου» και αναβιώνουν το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Άλλωστε, ο κυνικός στιγματισμός της μεταπολίτευσης έφερε την ακροδεξιά στην κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», πλήρως νομιμοποιημένη ως εθνικά «υπεύθυνη» δύναμη. Άνοιξε έτσι ο δρόμος στη νεοναζιστική ακροδεξιά, το φασισμό και το μίσος για τη διαφορά, που σήμερα δηλητηριάζουν τον δημόσιο βίο. Η «υπαρξιακή» πρόκληση με την οποία αναμετριόμαστε σήμερα ως Αριστερά είναι να μη βάλουμε στη θέση της αντιμεταπολίτευσης μια αμυντική υπεράσπιση της «Μεταπολίτευσης», με την έννοια της επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση ή της άνευ όρων υπεράσπισης «κεκτημένων». Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τους αγώνες της Αριστεράς και των κινημάτων (εργατικού, φοιτητικού, φεμινιστικού κτλ) για κοινωνική αλλαγή. Ενώ η Αριστερά αγωνίστηκε με πάθος ενάντια στη χούντα και για την πραγματική δημοκρατία, το «κράτος της Μεταπολίτευσης» ήταν δημιούργημα των πολιτικών που υπηρέτησαν αυτοί που σήμερα κανοναρχούν στη νεοσυντηρητική δοξασία. 3. Στα συμφραζόμενα της σημερινής αυταρχικής δημοκρατίας, τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα νοούνται ως αποτρόπαιες ιδεοληψίες της μεταπολίτευσης που υπονομεύουν την «εθνική προσπάθεια». Η ανατροπή μάλιστα των κατακτήσεων φυσικοποιείται στο όνομα μιας επιτακτικής έκτακτης ανάγκης και μιας πολιτικής θεολογίας της (ανθρώπινης) «θυσίας». Οι αδιαμφισβήτητες ασυνέχειες της σημερινής αστικής δημοκρατίας προς τη δικτατορία δεν πρέπει να επισκιάζουν και τις συνέχειες: τις επιβιώσεις και αναβιώσεις, τις μεταλλάξεις και τις κληρονομιές της δικτατορίας. Η Αριστερά πρέπει να εμπλέκεται ενεργά σε έναν συνεχή αγώνα ενάντια στις συνθήκες που καθιστούν αυτή την κληρονομιά ενεργή. Η Αριστερά καλείται να κρατά ενεργοποιημένη, ανανεωτική και ριζοσπαστική τη σχέση της με τη δημοκρατία, και δεν έχει φυσικά ανάγκη από υπεραπλουστεύσεις του τύπου «ζούμε μια χούντα». Ασφαλώς και δεν μπορεί να έχει αυταπάτες για τη σύγχρονη αστική φιλελεύθερη δημοκρατία της κοινωνικής αδικίας, των απολυταρχικών μεθόδων και των ταξικών, εθνοκεντρικών και έμφυλων περιχαρακώσεων. Η Αριστερά υπερασπίζεται αυτό που δεν υπάρχει ακόμη. Και στο όνομα αυτού αγωνίζεται ενάντια στις συνθήκες που μετατρέπουν το φασισμό σε «κοινοτοπία». 4. Ο ιατρικός λόγος του φόβου και της ασφάλειας —η λογική του «γύψου»- επιστρατεύεται για να ρυθμίσει την ομοθυμία του πληθυσμού περιχαρακώνοντάς την, με οριοθετήσεις βιολογικού τύπου, από τα κάθε λογής «ξένα σώματα». Έτσι, η κρατική εξουσία μετέρχεται τον ρατσισμό, εγγράφοντάς τον στους μηχανισμούς της. Το ιδεολόγημα της κοινωνικής θεραπευτικής συνιστά τεχνική εμπέδωσης μιας ασφαλούς και αρραγούς ισορροπίας του «συνόλου», με γνώμονα τις προδιαγραφές του φύλου, της φυλής, της εθνότητας, της σεξουαλικότητας, της κοινωνικής τάξης και του παραγωγικού πληθυσμού. Οι βιοπολιτικές διαχωριστικές γραμμές που περιγράφουν τα όρια του πολιτικού σώματος βαθαίνουν και φυσικοποιούνται, καθώς η κρίση γίνεται πρόσφορο έδαφος για τη νομιμοποίηση καθεστώτων «νόμου και τάξης» και εγκατάλειψης στον θάνατο των όποιων παρείσακτων και μη ανταγωνιστικών. Η νόρμα της εθνοφυλετικής καθαρότητας που περιφρουρείται μέσω της πολεμικής αρρενωπότητας είναι η θεμελιώδης δέσμευση της νεοναζιστικής οργάνωσης. Εδώ ανιχνεύει κανείς τρεις (τουλάχιστον) διαστάσεις που συνθέτουν ένα ταυτόχρονα «παλιό» και «νέο» φαινόμενο: τη λανθάνουσα αλλά επίμονη κληρονομιά της Χούντας στο νεοελληνικό φαντασιακό, τον νεοσυντηρητισμό που εδράζεται στην κρίση και στη νεοφιλελεύθερη αυταρχικοποίηση, αλλά και τις ανθεκτικές κοινωνικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές νόρμες (πατριαρχικές, εθνικιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές) που διέπουν τη μεταπολιτευτική νεοελληνική κοινωνία. ΑΘΗΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ιατρικός λόγος, βιοπολιτική και εθνική ρητορεία, τότε και τώρα Παρότι δεν παραγνωρίζω την τεράστια σημασία που είχε σε πολλά επίπεδα η πτώση της Χούντας, έχω την αίσθηση πως, όσον αφορά το επίπεδο της ιδεολογίας, μάλλον για συνέχειες πρέπει να μιλάμε, και όχι τόσο για τομές. Δεν νομίζω πως ο κεντρικός πυρήνας της εθνικής αφήγησης, έτσι όπως διαμορφώθηκε τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα, έχει αλλάξει δραστικά, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις. Το ιδεολόγημα της συνέχειας της εθνικής υπόστασης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η ανωτερότητα του ελληνικού έθνους, η ιεροποίηση του κλασικού παρελθόντος, η απαξιωτική ή και συχνά ρατσιστική αντιμετώπιση άλλων λαών, η σύνθεση ελληνισμού και Ορθοδοξίας, προϋπήρξαν της επταετίας, και συνέχισαν να υφίστανται, με κάποιες τροποποιήσεις, και μετά την πτώση της, έως και τις μέρες μας. Υπάρχει όμως μια ιδιαίτερη διάσταση αυτού που ονομάσατε «κληρονομιά της χούντας», η οποία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Μιλώ για την καθαρά φυλετική και ρατσιστική νοηματοδότηση του έθνους, την έμφαση στη βιολογία και στον «ιατρικό» λόγο· ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τη ρητορική του έθνους ως ασθενούς που έχει άμεση ανάγκη χειρουργικής επέμβασης. Είναι γνωστό πως η κυρίαρχη εθνική αφήγηση, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο σχήμα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, έδινε έμφαση στην πολιτισμική υπόσταση και συνέχεια του ελληνισμού και όχι στη γενετική-βιολογική. Όμως η βιολογική διάσταση ήταν παρούσα, και σε ορισμένες χρονικές στιγμές έβρισκε τρόπους έκφρασης, είτε μέσα από τη ρητορική πολιτικών ηγετών και διανοουμένων είτε μέσα από επιστημονικές μελέτες γενετικού και φυσικοανθρωπολογικού χαρακτήρα. Η επταετία ήταν μια τέτοια χρονική στιγμή. Νομίζω πως σήμερα βιώνουμε άλλη μια τέτοια χρονική στιγμή, όπου η εθνικιστική ρητορεία και πρακτική, τουλάχιστον σε ορισμένες εκφάνσεις της, αποκτά φυλετικά, βιολογικά-γενετικά χαρακτηριστικά. Πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ συνιστούν οι δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων και πολιτικών όπως αυτή που χαρακτήριζε τους μετανάστες και τις οροθετικές γυναίκες ως «υγειονομική βόμβα», αλλά και τα μανιφέστα «ευγονικής» από τους νεοναζί, οι καμπάνιες τους με καθαρά ιατρικό χαρακτήρα όπως οι τράπεζες αίματος και τα ιατρεία μόνο για Έλληνες. Επίσης, οι δηλώσεις επιστημόνων του χώρου της ιατρικής, που μέσα από κρανιομετρικές αναλύσεις αρχαιολογικού και σύγχρονου οστεολογικού υλικού επιδιώκουν να αποδείξουν τη βιολογική συνέχεια της «φυλής», στα πρότυπα της ρατσιστικής φυσικής ανθρωπολογίας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του Ιταλού φιλοσόφου Ρομπέρτο Εσπόζιτο που στο βιβλίο του Βίος (2004) τονίζει πως ο ναζισμός μπορεί να οριστεί ως «πραγματωμένη βιολογία», αφού όπως λέει, ώθησε τις βιοπολιτικές διαδικασίες της νεωτερικότητας στα άκρα τους, μεταγράφοντάς τες με θανατο-πολιτικούς όρους. Αν λοιπόν η κυρίαρχη αφήγηση της εθνικής ρητορείας μιλούσε κατά βάση με όρους θρησκευτικούς (όπως η ιεροποίηση του έθνους και του εθνικού παρελθόντος, αλλά και η αποκάθαρση και ο εξαγνισμός του εθνικού σώματος από οτιδήποτε μιαρό), η φυλετική και βιολογική διάσταση της εθνικής ρητορείας μιλούσε, και μιλά, με όρους ιατρικούς, αλλά και με όρους σωματικού και αισθητηριακού ρατσισμού: «Να ξεβρωμίσει ο τόπος» είναι το γνωστό σύνθημα των ναζί σήμερα, και οι μετανάστες αλλά και όσοι και όσες θεωρούνται εκτός εθνικού σώματος, συνιστούν εστίες μόλυνσης, που απειλούν την υγεία του έθνους. Το εθνικό ιδεολογικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο εδραιώθηκε η χούντα λοιπόν, ούτε δημιουργήθηκε το 1967, ούτε φυσικά εξαφανίστηκε ως δια μαγείας το 1973-74. Μ’ αυτή την έννοια, όντως, «η χούντα δεν τελείωσε το 1974». Γι’ αυτό και οι

Δημοσθένης Κοκκινίδης, «Σάκης Καράγιωργας», 1970

ερμηνείες που εξηγούν τη σημερινή έξαρση του ναζισμού επικαλούμενες μόνο την οικονομική κρίση, παραγνωρίζοντας αυτές τις ιδεολογικές συνέχειες, είναι τραγικά ελλιπείς. Τέλος, έχω την αίσθηση πώς ενώ το κινηματικό μέτωπο απέναντι στον αυταρχισμό είναι ιδιαίτερα ισχυρό σήμερα, το μέτωπο απέναντι στον εθνικιστικό λόγο, και στην πολιτισμική και στην βιολογική-γενετική του εκδοχή, δεν είναι τόσο ισχυρό όσο απαιτούν οι καιροί. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις αριστερές κινηματικές εκφράσεις πέφτουν και αυτές στην παγίδα του βιολογικού και ιατρικού λόγου, υπονομεύοντας έτσι την ιδεολογική μάχη ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό. ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΜΗΛΑΚΗΣ

Το μάθημα της «αδιαιρετότητας των δικαιωμάτων» 1. Η ταραγμένη πολιτειακή ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, με αποκορύφωση τη δικτατορία, αφήνει δύο κατηγοριών ανοιχτούς λογαριασμούς αυταρχισμού στην πολιτική κουλτούρα των δικαιωμάτων. Στην πρώτη, τοποθετούνται επιβιώσεις που σχετίζονται με το ότι η πολιτική κουλτούρα ενός συστήματος έχει δικούς της μηχανισμούς αναπαραγωγής, σε ένα βαθμό –ενίοτε πολύ υπολογίσιμο– αυτονομημένους από το πολίτευμα. Ο αυταρχισμός δεν είναι υγρό, του οποίου η ροή σταματά όταν το πολίτευμα αλλάζει· είναι αέριο που μολύνει την ατμόσφαιρα, ακόμη και όταν σταματήσει να εκπέμπεται επισήμως. Στη δεύτερη κατηγορία, εντοπίζονται επιβιώσεις που σχετίζονται με το νωπό παρελθόν των εκτροπών. Η αρχή της πλειοψηφίας στην Ελλάδα υλοποιήθηκε ουσιαστικά μεταπολεμικά για πρώτη φορά το 1974, κληροδοτώντας ένα πλειοψηφικό υπόβαθρο πρόσληψης των δικαιωμάτων: σχηματικά, «δι-


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

41

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

«Δεν έχει τι, δεν έχει πού στις οθόνες του λαού» καίωμα ενάντια στην πλειοψηφική βούληση δεν νοείται». Αυτό το συμπαγές ιδεολογικό εποικοδόμημα σπάνια κλονίστηκε και, όποτε συνέβη, υπήρξαν λυσσαλέες αντιδράσεις – όπως στην υπόθεση των ταυτοτήτων. Εν μέρει, βέβαια, η αντίληψη αυτή εδράζεται σε ένα υποκριτικό υπόστρωμα: υστερούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, εθνοτικών και θρησκευτικών, όχι εν γένει τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Υπάρχουν μειοψηφίες που περνάνε μια χαρά στην Ελλάδα. 2. Το ότι η μεταπολίτευση, στη συγκυρία της χρεοκοπίας, έχει ενδυθεί με έναν πολιτικό λόγο αυτομαστίγωσης και αυτοενοχοποίησης δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι μετρά πρωτοφανή θεσμικά εγγυητικά κεκτημένα στην ελληνική πολιτική ιστορία. Η «μεταπολίτευση» είναι μια πολιτική διαδικασία, υπό την έννοια της διαρκούς επιτέλεσης. Είναι διαρκώς ανοιχτή, καθώς εξ ορισμού ο αγώνας για πολιτική δημοκρατία δεν νοείται τετελεσμένος. Η μεταπολίτευση, εγγενώς και πάντα, θα είναι ατελής — πολλώ δε μάλλον σήμερα, που πολλά από τα αυτονόητα κεκτημένα της καταργούνται. Χρειαζόμαστε μια νέα κριτική κατανόηση. Το ότι ο όρος «συντεχνίες» χρησιμοποιείται, λ.χ., από τους κυβερνώντες, για να καταργηθεί το εργατικό δίκαιο, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ή δεν επιβιώνει συντεχνιακή λογική σε μείζονα τμήματα του ελληνικού συνδικαλισμού (και όχι μόνο). Τη διάκριση πρέπει να την κάνουμε με σαφήνεια, αλλιώς παρέχουμε κακές υπηρεσίες στην Αριστερά σε μια πολύ κρίσιμη ώρα. Επίσης, όσο πρέπει να φωνάζουμε στους μανδαρίνους του Υπουργείου Εξωτερικών ότι η Ελλάδα έχει τραγικά κενά στο ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων, άλλο τόσο πρέπει να λέμε σε κάποιους εκπροσώπους της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών ότι η χώρα δεν είναι το βαλκανικό προπύργιο του αυταρχισμού της Νότιας Ευρώπης. Και, εσχάτως, πρέπει να φωνάζουμε επίσης ότι αν η τρόικα συνεχίσει έτσι τελικά η Ελλάδα θα γίνει όχι απλώς προπύργιο κρατικού αυταρχισμού, αλλά κάτι χειρότερο. 3. Η συγκυρία της κρίσης έχει οδηγήσει σε ολική ανατροπή του κοινωνικού κεκτημένου της μεταπολίτευσης. Σήμερα, η παραβίαση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν συνιστά απλώς παραβίαση «κεκτημένων», αλλά απαξίωση του σκληρού πυρήνα της πολιτικής αυτονομίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εξάλου, κάτι το οποίο στην Ελλάδα ως Αριστερά δεν έχουμε επεξεργαστεί αρκετά είναι η διάκριση μεταξύ «κεκτημένων» και «δικαιωμάτων». Η κρίση επαναφέρει το ξεχασμένο, ή μάλλον απωθημένο, μάθημα της αδιαιρετότητας των δικαιωμάτων. Όταν παραβιάζονται, και μάλιστα τόσο απροκάλυπτα, τα κοινωνικά δικαιώματα, αμέσως έρχεται η σειρά όλων των άλλων δικαιωμάτων: από τα ατομικά μέχρι την ίδια την ιδέα της πολιτικής συμμετοχής. Αυτός ο κίνδυνος διαγράφεται, με τον πιο αποφασιστικό τρόπο, από τη νεοναζιστική εφόρμηση στο κεντρικό πολιτικό στερέωμα. Δι’ αυτής, απροσχημάτιστα πλέον, απειλείται το πολίτευμα. Αν η απειλή νικήσει, θα έχουμε πράγματι μια «νέα χούντα» — οπότε οφείλουμε να προσέχουμε τα λόγια μας. Στην κρίση πληθαίνουν οι ρητορικές καταχρήσεις, υποταγμένες στο θυμικό της αγανάκτησης, αλλά και υπαγορευμένες από την πολιτική σπέκουλα. Οι όροι όμως, και η έντασή τους, έχουν σημασία. Το θέμα δεν είναι ότι δεν έχουμε δημοκρατία, αλλά τι δημοκρατία έχουμε καταλήξει να έχουμε. 4. Πρέπει να ανιχνεύουμε τομές και συνέχειες, χωρίς να θαμπωνόμαστε από τον εκκωφαντικό θόρυβο των ρήξεων ούτε να υποκλινόμαστε στη δύναμη της ιστορικής αδράνειας. Την ελληνική πολιτική κουλτούρα διαπερνά ένα ιδεολογικοπολιτικό συνεχές μιας συμπαγούς εθνοφυλετικής αντίληψης για την πολιτική κοινότητα, που είναι η πρώτη ύλη για την ακροδεξιά ιδεολογία. Αυτό όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει την ένταση και την έκταση της νεοναζιστικής εφόρμησης. Το σχήμα κατανόησης αυτού που συμβαίνει σήμερα πρέπει να είναι διττό: σε ένα υπαρκτό υπόστρωμα εθνοφυλετισμού και αυταρχισμού, επικάθεται η συγκυρία της κρίσης, που έρχεται να διαλύσει το ήδη ασθενές θεσμικό υπόβαθρο των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η άλλη αντίσταση στη χούντα ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΖΕΜΠΙΛΑ

Σήμερα μπορεί να είναι εύκολο να φτιάξεις αμμωνίτες. Κάτι το ίντερνετ, κάτι τα φυλλάδια που κυκλοφορούν, αυτά τα εκρηκτικά μπορείς να τα φτιάξεις στην κουζίνα σου. Τότε, όμως, την άνοιξη του 1967, δεν ξέραμε ούτε την ονομασία τους. Αλλά καθώς η μπότα των συνταγματαρχών βάραινε στον σβέρκο, έπρεπε να γίνει κάτι παραπάνω από τα κειμενάκια διαμαρτυρίας. Σύντομα αποδείχθηκε ότι η παραδοσιακή Αριστερά, τραυματισμένη από τα απανωτά λάθη της περιόδου 1944-1949, εγκλωβισμένη στην αυταπάτη της «πάση θυσία» νομιμότητας, δεν ήθελε να περάσει σε πιο μαχητικές μορφές αντίστασης. Παχιά λόγια και δεσμεύσεις, που ξεφούσκωναν σε λίγες μέρες. Έτσι, μερικές εκατοντάδες, άντε λίγες χιλιάδες, θελήσαμε να αντισταθούμε στη χούντα με κάτι παραπάνω από φραστικές καταγγελίες. Νέοι, άπειροι, χωρίς βοήθεια από πουθενά, ξεκινήσαμε από το τίποτα για να στήσουμε ένοπλες οργανώσεις απέναντι στα τανκς των συνταγματαρχών. Άλλοι το έλεγαν ένοπλη αντίσταση, άλλοι μαχητική αντίσταση ή αντάρτικο πόλης. Έπειτα από βάσανα και περιπέτειες στήθηκαν κάποιες στοιχειώδεις υποδομές. Αναφέρω εδώ την 20ή Οκτώβρη, την ομάδα Άρης του Ρήγα Φεραίου και τη Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση (ΛΕΑ), στην οποία είχα ενταχθεί. Συγνώμη που δεν έχω χώρο να μνημονεύσω εδώ και πολλές άλλες, από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα Μετά τις μαζικές συλλήψεις της κεντροαριστερής Δημοκρατικής Άμυνας --με στελέχη όπως ο αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας αλλά και ο Κώστας Σημίτης-- και του αριστερού Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου, ακολούθησαν οι δίκες αυτών των οργανώσεων. Οι δίκες ήταν μια ευκαιρία να γίνουν γνωστές στην Ελλάδα και το εξωτερικό οι θηριωδίες της χούντας. Όταν όλα αυτά είχαν τελειώσει έως το τέλος του 1971, η Αντίσταση είχε πέσει σε λήθαργο. Οι φασιστοειδείς συνταγματάρχες πανηγύριζαν: «Ο λαός είναι μαζί μας», «ηρεμία, τάξη και ασφάλεια επικρατεί στη χώρα» υποστήριζε η προπαγάνδα τους.

Για τον «Μακρυγιάννη» του Νίκου Θεοτοκά Η Ανοιχτή Πόλη και οι εκδόσεις Βιβλιόραμα μας καλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Θεοτοκά «Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη. Απομνημόνευμα και Ιστορία» (εκδ. Βιβλιόραμα). Ομιλητές: Σία Αναγνωστοπούλου (ιστορικός, Πάντειο Πανεπιστήμιο), Γιώργος Γιαννουλόπουλος (συγγραφέας), Παναγιώτης Στάθης (ιστορικός). Η παρουσίαση γίνεται την Τρίτη 23 Απριλίου 2013, ώρα 19.30, στον Πολυχώρο της Ανοιχτής Πόλης (Μέγαρο Ερμής, Πανεπιστημίου 56, 1ος όροφος).

Και τότε βγήκε η μαχητική αντίσταση να τους διαψεύσει. Βόμβες στο άγαλμα του Τρούμαν, σε αμερικανικούς στόχους, στη χωροφυλακή, στη χουντοκρατούμενη ΓΣΕΕ, στην αμερικανική πρεσβεία (βέβαια είχαν προηγηθεί και άλλες βόμβες, ενώ το 1968 η απόπειρα εναντίον του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη υπήρξε κορυφαία πράξη της ένοπλης αντίστασης). Οι εκρήξεις ανέτρεπαν ηχηρά τον ισχυρισμό της χούντας για «ηρεμία και τάξη», επιδίωκαν να δώσουν θάρρος στον λαό και επιχειρήματα στους αντιφασίστες της Ευρώπης, συμβάλλοντας έτσι στην απομόνωση των συνταγματαρχών. Οι φοιτητικές εξεγέρσεις το '73, κυρίως στη Νομική και το Πολυτεχνείο, άλλαξαν φυσικά τελείως το σκηνικό. Αλλά η φονική καταστολή τους έφερε και πάλι στο προσκήνιο την ένοπλη αντίσταση. Έγιναν διάφορες συμφωνίες για συνεργασία και συντονισμό των μαχητικών οργανώσεων, ακόμη και με το ΠΑΚ του Α. Παπανδρέου. Η παραδοσιακή Αριστερά έμενε στον λήθαργο. Το χειμώνα του 1973-1974 η Σιμόν Σινιορέ, που βοηθούσε την αντίσταση, οργάνωσε στο Παρίσι συνάντηση της ΛΕΑ με τον Μ. Θεοδωράκη. Εμείς του ζητήσαμε συνεργασία και οικονομική ενίσχυση. Μας απάντησε πως αυτός είχε 2.000 ένοπλους στην Ελλάδα, έτοιμους να αναλάβουν δράση και ότι εμείς έπρεπε να τον χρηματοδοτήσουμε! Η Σιμόν έχει αποβιώσει, αλλά στην κουβέντα συμμετείχε και ο Β. Αναγνωστόπουλος. Ωστόσο, η προδοσία στην Κύπρο οδήγησε στην ανάκληση του Κ. Καραμανλή από τους στρατηγούς και τη νόθα μεταπολίτευση. Το πολιτικό όραμα για ριζική ανατροπή χάθηκε. Οι οργανώσεις αυτοδιαλύθηκαν και όσο για τους λίγους οπαδούς του αντάρτικου πόλης που επιζούν ακόμη και σήμερα θα έπρεπε, εκτός από τις φωτογραφίες του Τσε Γκεβάρα που μοστράρουν, να διαβάσουν και τα κείμενά του. «Σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το λουλούδι του αντάρτικου δεν μπορεί να ανθίσει», είχε γράψει ο αργεντίνος επαναστάτης...

Ο Ανδρέας Ζεμπίλας είναι δημοσιογράφος

Για τα διαβατήρια του Γιώργου Μπουγελέκα Η Ανοιχτή Πόλη και οι εκδόσεις Ηλιαία μας καλούν στην παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Μπουγελέκα «Διαβατήρια», που ήδη κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση. Ομιλητές: Άγγελος Τσέκερης (δημοσιογράφος), Παύλος Χαραμής (στέλεχος ΚΕ.ΜΕΤΕ-ΟΛΜΕ. Διηγήματα από το βιβλίο θα διαβάσει η Μαρία Κανελλοπούλου (ηθοποιός, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ). Η παρουσίαση γίνεται τη Δευτέρα 22 Απριλίου, ώρα 20.00, στον Πολυχώρο της Ανοιχτής Πόλης (Μέγαρο Ερμής, Πανεπιστημίου 56, 1ος όροφος).

Απονομή βραβείου του περιοδικού Κριτικά για την καλύτερη φιλοσοφική διατριβή 2011-2012 Το βραβείο που θεσμοθέτησε το περιοδικό Κριτικά για την καλύτερη φιλοσοφική διατριβή των ετών 2011-2012 θα απονεμηθεί την Πέμπτη 25 Aπριλίου, ώρα 19.30, στη Μαρία Παναγιωτάτου, για τη διατριβή της «Διερευνώντας τη δυνατότητα μιας ρεαλιστικής θεώρησης της κβαντικής φυσικής. Παλαιοί και νέοι μύθοι». Η απονομή θα γίνει στην Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ, με χορηγό του χρηματικού βραβείου (ύψους 1.000 ευρώ) την Επιτροπή Ερευνών του ΑΠΘ.


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

42

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΝΕΟΦΑΣΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΟΥΝΤΑ

Φασισμός, δημοκρατία και νεοφιλελευθερισμός ΤΟΥ ΜΑΤΤΕΟ ΑΛΜΠΑΝΕΖΕ

Εξαιτίας της διεθνούς κρίσης που απλώνεται στον κόσμο τα τελευταία έξι χρόνια, ζούμε μια νέα «άνθηση» φασιστικών κινημάτων και ομάδων. Στην Ελλάδα ειδικά, η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε μια απίστευτη εκλογική επιτυχία στις εκλογές του 2012. Η Χρυσή Αυγή όμως είναι μια παλιά οργάνωση και μπορούμε εύκολα να ιχνηλατήσουμε τις ρίζες της στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εκείνη την εποχή, το 1979, ένας μικρός αριθμός «ακτιβιστών», που στο μέλλον θα γίνονταν Χρυσαυγίτες, ήταν παρόντες σε συνάντηση που οργάνωσε η Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη (Nouvelle Ordre Européenne, New European Order, NOE). Η ΝΟΕ ήταν μια διεθνής οργάνωση που ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1960 με στόχο να συνενώσει όλες τις φασιστικές ομάδες της Ευρώπης ώστε να αναπτύξουν κοινή στρατηγική. 1 Για ποια στρατηγική όμως επρόκειτο; Η στρατηγική αυτή αρθρωνόταν κυρίως σε δύο σημεία: Πρώτα απ’ όλα, να συμβάλουν στον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και, δεύτερον, να προετοιμάσουν μια νέα φασιστική περίοδο για το σύνολο της Ευρώπης. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ομάδων που απάρτιζαν τη ΝΟΕ αποτελούσε το ότι, στην πραγματικότητα, ήταν φιλοευρωπαϊστές — με τον δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο, φυσικά! Ήταν γιοι και κόρες (και κυρίως γιοι, θα έλεγα) της ήττας του 1945. Οι φασιστικές νέες γενιές μεγάλωσαν σ’ έναν πολωμένο κόσμο, διαιρεμένο ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Κι έτσι, ανέπτυξαν ένα όνειρο και μια πρακτική. Όπως συμβαίνει πάντα, αυτά τα δύο αποδείχθηκε πως ήταν πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο. Το όνειρο ήταν να χτίσουν μια φασιστική Ευρώπη, ανεξάρτητη κι απ’ τα δύο στρατόπεδα. Να χτίσουν ένα έθνος, ριζωμένο στις παραδοσιακές ιδέες της τάξης και της πειθαρχίας, ένα έθνος εξουσιαζόμενο, όπως συνήθιζε να λέει ο Πόπερ, από «ανθρώπους φτιαγμένους από χρυσό» — σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο των μετάλλων. Οι πρακτικές αυτών των κινημάτων ήταν αρκετά διαφορετικές: βία ενάντια σε αριστερούς αγωνιστές, βομβιστικές ενέργειες σε δημόσιους χώρους που οδηγούν σε μακελειό, έτσι ώστε να δημιουργήσουν πανικό και να δικαιολογήσουν ένα πραξικόπημα — πάντα σε συνεργασία με τους μηχανισμούς του κράτους. Οι αντίστοιχες ομάδες της χώρας μου, οι ιταλικές ομάδες, ήταν εξαιρετικά δραστήριες. Γιατί; Πέρασε πολύς καιρός μέχρις ότου δικαστικοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί επιστήμονες και, εντέλει, ιστορικοί να ξεκινήσουν να

Ο Matteo Albanese είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ICS, στο Πανεπιστήμιο της Λισαβώνας

Αντιδικτατορική αφίσα του Γιώργου Αργυράκη

αντιμετωπίζουν αυτό το ερώτημα. Οι λόγοι είναι πολλοί, και δεν είναι εύκολο να τους συνοψίσει κανείς σε λίγες γραμμές. Πρέπει όμως να σταθούμε σε δύο από αυτούς. Πρώτα απ’ όλα, η Ιταλία, μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, είχε το πιο ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα στην Ευρώπη. Αυτό προξενούσε βέβαια ιδιαίτερη ανησυχία στους συμμάχους και τις συντηρητικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας. Δεύτερον, γιατί το διεθνές πλαίσιο ευνοούσε ένα τέτοιο τραγικό σενάριο. Ας μην ξεχνούμε ότι στον ευρωπαϊκό Νότο, μετά και το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 στην Ελλάδα, κυριαρχούσαν τυραννικά καθεστώτα. Η Ιταλία ήταν περικυκλωμένη. Και ένα στρατιωτικό, συντηρητικό, αυταρχικό, ακόμα και φασιστικό, πραξικόπημα φάνταζε σε ορισμένους ως η καλύτερη δυνατή λύση. Προκειμένου να εγκαθιδρύσουν σε μια δημοκρατική χώρα σε αυταρχικό καθεστώς, χρειάζονταν μια στρατηγική. Η Στρατηγική της Έντασης ήταν ακριβώς ένα σχέδιο που τέ-

θηκε σε εφαρμογή ώστε να διασπείρει ευρέως τον φόβο και τον τρόμο στον πληθυσμό, έτσι ώστε να σπρώξει την κοινή γνώμη να ζητήσει ένα «ισχυρό» καθεστώς. Η χώρα μου, η Ιταλία, υπέστη τρεις απόπειρες κατάληψης της εξουσίας με στρατιωτικά πραξικοπήματα σε μια περίοδο έντεκα ετών, από το 1963 έως το 1974. Δεν μπορούμε βέβαια να περιγράψουμε εδώ αναλυτικά το καθένα. Η πρώτη από τις πολλές νεοφασιστικές βομβιστικές επιθέσεις που προκάλεσαν μακελειό, συνέβη σε μια τράπεζα στο Μιλάνο. Ήταν στις 12 Δεκεμβρίου του 1969. Κάποιοι στρατιωτικοί, μέλη της Νέας Τάξης (Ordine Nuovo), μιας νεοφασιστικής ομάδας, έβαλαν τέσσερις βόμβες στο Μιλάνο και στη Ρώμη. Τρεις απ’ αυτές δεν προκάλεσαν κανέναν τραυματισμό, αντίθετα μ’ εκείνη στο Μιλάνο. Δεκαεπτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από ογδόντα τραυματίστηκαν. Κατά τη διάρκεια των επόμενων 40 ετών, τέσσερις διαφορετικές δίκες έλαβαν χώρα και αποκάλυψαν ότι κάποια κομμάτια των ιτα-

λικών μυστικών υπηρεσιών ήταν αναμεμιγμένα σ’ εκείνη τη σφαγή. Γνωρίζουμε επίσης πως η στρατηγική ήταν πολύ επεξεργασμένη: η βασική ιδέα ήταν να χρεώσουν τις βομβιστικές επιθέσεις στο αναρχικό κίνημα. Ποιος κατέστρωσε το σχέδιο; Ποιος βοήθησε αυτούς τους νεαρούς εξτρεμιστές της Δεξιάς να το υλοποιήσουν; Και πώς; Αυτό το κομμάτι δεν το γνωρίζουμε ακόμα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι, για παράδειγμα, μια ομάδα νεαρών ιταλών νεοφασιστών συμμετείχε σε ένα «εκπαιδευτικό» ταξίδι στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1968. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ένας πρώην αξιωματούχος της OAS, της παραστρατιωτικής Οργάνωσης Μυστικός Στρατός, που έδρασε στην Αλγερία στην περίοδο 19541962, ήταν παρών ως εκπαιδευτής σ’ αυτό το στρατόπεδο. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, ένας απ’ αυτούς τους νεαρούς νεοφασίστες, ονόματι Μάριο Μερλίνο, έγινε ξαφνικά ακτιβιστής του αναρχικού κινήματος! Είναι πλέον αρκετά ξεκάθαρο ότι μια διεθνής οργάνωση με έδρα στη Λισαβόνα και χρηματοδότηση από την CIA, η Aginter Press, βοηθούσε την Ordine Nuovo, με στόχο να αποσταθεροποιηθεί η Ιταλία. Το ελληνικό καθεστώς βοήθησε όσο μπορούσε, καθώς επίσης και το ισπανικό – το οποίο φιλοξένησε τους στρατιωτικούς όσο αυτοί διώκονταν από την ιταλική δικαιοσύνη. Αυτό για το οποίο συζητάμε είναι ένα διεθνές δίκτυο που υπήρξε ενεργό σε περισσότερες από 20 χώρες. Αλλά το σχέδιο δεν πέτυχε, για μια σειρά από λόγους. Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό το άρθρο με μια σύντομη σκέψη. Ο φασισμός δεν έγινε καθεστώς στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, από μόνος του. Ούτε ένα αυταρχικό καθεστώς δεν υπήρξε εξαιτίας απλώς ενός κόμματος ή μιας μεμονωμένης οργάνωσης. Ο Μουσολίνι υποστηρίχθηκε από την ιταλική βιομηχανική μεσαία τάξη, το καθεστώς του Φράνκο μπόρεσε να νικήσει στον πόλεμο όχι μόνο χάρη στον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, αλλά και χάρη στους ισπανούς αγρότες· και το ίδιο ισχύει και για την Πορτογαλία του Σαλαζάρ. Μιλάμε για έναν ιστορικό συνασπισμό (blocco storico) όπως θα έλεγε ο Γκράμσι. Σήμερα, διεθνή νεοφασιστικά κινήματα βρίσκονται ξανά σε άνθηση. Μπορούν να γίνουν, ξανά, χρήσιμα στα αστικά συμφέροντα; Ή μήπως το «καθήκον»/η «υποχρέωση» καταστροφής των δημοκρατικών δικαιωμάτων θα ανατεθεί, αντίθετα, στα χέρια των τεχνοκρατών, όπως συμβαίνει μέχρι στιγμής σε όλη την Ευρώπη; ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

1 [σ.τ.Ε.: Βλ. και το σχετκό άρθρο του Κλέωνα Ιωαννίδη, στα «Ενθέματα», 7.4.2012]


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 21 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

43

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΒΑΖΑΜΕ ΒΟΜΒΕΣ ΣΕ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ...

Οι «δυναμικές ενέργειες» και ο αγώνας κατά της χούντας Οι κεντρώοι και δεξιοί αντιδικτατορικοί υπέρ των «δυναμικών ενεργειών», οι θυελλώδεις συζητήσεις, η Αλγερίνικη Επανάσταση, ο Τσε, η διάσπαση ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΥ

Οι μορφές πάλης που θα χρησιμοποιούσε η αντίσταση για να πέσει η χούντα υπήρξαν από τα πιο κρίσιμα ζητήματα και προκάλεσαν μεγάλες διαφωνίες. Το κεντρικό ερώτημα ήταν: Ποιες δυνάμεις θα συμμαχούσαν να ανατρέψουν τη χούντα; Το αντιστασιακό μαζικό κίνημα; Πόσο και ποιες δυναμικές μορφές πάλης θα χρησιμοποιούσε; Θα προσέβλεπε στη συνεργασία και με δυνάμεις του στρατού, για να ανατραπεί η χούντα; Από την αρχή ή στην πορεία του αγώνα; Ή στο τελικό στάδιο; Ερωτήματα που ανάλογα το πώς θα τα απαντούσε κανείς, αντιστασιακή οργάνωση ή κόμμα, έπρεπε να επιλέγει και τις αντίστοιχες συμμαχίες ή χώρους που θα επεδίωκε να αναπτυχθούν αντιστασιακές ομάδες, π.χ. στον στρατό. Αν κάποιος συμπεριλάμβανε στο σχέδιό του τον στρατό, δεν μπορούσε να παρακάμψει και την ανάγκη συνεννόησης ή κάποιας μορφής συνεργασίας και με δυνάμεις όχι μόνο του Κέντρου αλλά κυρίως της αντιδικτατορικής Δεξιάς και, μετά το κίνημα του bασιλιά, ακόμη και με βασιλόφρονες αξιωματικούς. Εν τω μεταξύ, αυτή η συζήτηση γινόταν παράλληλα με μια άλλη εξίσου κρίσιμη, επηρεαζόμενες μεταξύ τους, ποιος θα είναι ο χαρακτήρας του αντιστασιακού αγώνα. Θα ήταν απλά αντιδικτατορικός, για την αποκατάσταση της δημοκρατίας; Μήπως, μάλιστα, της δημοκρατίας της προδικτατορικής και του πολιτικού προσωπικού της, το οποίο είχε και μεγάλες ευθύνες; Ο αγώνας, ύστερα, δεν θα ήταν και αντιιμπεριαλιστικός; Δεν θα έθετε, επιπλέον, και ζητήματα, στόχους, που ιδίως οι κομμουνιστές δεν πρέπει να ξεχνάμε όταν συμμετέχουμε και οργανώνουμε ευρύτερους αγώνες, Π.χ. ανατροπές και κοινωνικούς στόχους, ακόμη και αντικαπιταλιστικούς μέσα στους οποίους οι δυνάμεις της εργασίας θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους; Αυτά ήταν μια άλλη πηγή που τροφοδοτούσε τις διαφωνίες και συζητήσεις της περιόδου για τις συμμαχίες. Οι δυναμικές μορφές. Μέσα σ’ αυτό το κουβάρι ζητημάτων οι μορφές πάλης, ιδίως οι δυναμικές μορφές πάλης, είχαν ξεχωριστή θέση γενικά στο κόμμα, δηλαδή το ενιαίο και ιστορικό ΚΚΕ. Πολύ περισσότερο τις συζητούσε η νεολαία, στα νεότερα σε ηλικία μέλη του κόμματος ή των αντιστασιακών οργανώσεων ευρύτερα. Ποιες απ’ αυτές θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε; Με τι στόχο; Πού θα τις εντάσσαμε; Με τι προφυλάξεις; Αν τις επιλέγαμε θα τις οργάνωνε κάθε ξεχωριστή οργάνωση; Ή μήπως θα έπρεπε να έχουμε και ειδικές προφυλαγμένες ομάδες για δυναμικές ενέργειες που δεν θα είχαν σχέσεις με τις κανονικές οργανώσεις; Για το πού εντάσσονται, αν επιλεγούν τελικά, οι δυναμικές μορφές για το ΚΚΕ, για την κομμουνιστική παράδοση, ήταν λυμένο: εντάσσονται πλήρως στους στόχους, στις ανάγκες ανάπτυξης της αντιδικτατορικής πάλης και συνεισφέρουν στο γενικότερο αντιστασιακό κίνημα. Δεν είχαν χαρακτήρα σύγκρουσης με τις δυνάμεις της δικτατορίας —αν και ανέκυπτε, δειλά έστω, η ανάγκη περιφρούρησης όταν εκτελούνταν αυτές οι ενέργειες—, με τους διωκτικούς μηχανισμούς της. Ούτε συνιστούσαν σαμποτάζ καταστροφής εγκαταστάσεων. Ήταν υποταγμένες, όπως λέγαμε τότε και για να παρακάμπτουμε τις αντιρρήσεις ιδίως των μεγαλύτερων συντρόφων και της ηγεσίας, στις ανάγκες και τη λογική του μαζικού κινήματος. Κάτι βέβαια που δεν ήταν καθόλου τυπικό, διότι το μαζικό αντιστασιακό κίνημα, όπως σημειώσαμε πριν, ήταν το θεμέλιο, η κινούσα δύναμη για να ανατραπεί η δικτατορία. Οι δυνάμεις που προέρχονταν από τον μη κομμουνιστικό χώρο, δηλαδή το Κέντρο και τη Δεξιά ή τον στρατό έδιναν πο-

Αντιδικτατορική αφίσα του Ρήγα Φεραίου Σχεδιασμένη από τον Θανάση Σκρουμπέλο

λύ μεγαλύτερο βάρος στις δυναμικές ενέργειες ως στοιχείο του αγώνα τους. Υπήρχε η αντίληψη ότι η χούντα μπορούσε να αποσταθεροποιηθεί με τέτοιες ενέργειες και, καθώς δεν είχε στήριξη στον λαό ούτε καν έλεγχε στ’ αλήθεια τους μηχανισμούς, όπως τον στρατό, ότι θα μπορούσαν τέτοιες ενέργειες να συμβάλουν αποφασιστικά ή και να προκαλέσουν την ανατροπή της. Υπήρχαν, βέβαια, σ’ αυτό τον χώρο αποχρώσεις. Η Δημοκρατική Άμυνα, π.χ., είχε πιο κοντινές απόψεις με την Αριστερά, πιο μακριά ήταν το ΠΑΚ ή άλλες κεντρογενείς αντιστασιακές ομάδες, και ακόμη πιο μακριά ομάδες αξιωματικών. Δύο εισηγήσεις στη φυλακή. Ας επανέλθουμε στον δικό μας χώρο, στην Αριστερά. Η συζήτηση εδώ ήταν πολύ ζωηρή διότι συνδεόταν με το ιδεολογικό μας υπόβαθρο. Οι αναφορές στους κλασικούς έπεφταν βροχή κατά τις μαραθώνιες συζητήσεις, είτε στις συντροφιές της παράνομης δράσης είτε στη φυλακή. Τι είχε αναφέρει σχετικά ο Μαρξ, ο Ένγκελς; Πώς το ’πε ο Λένιν; Πώς απάντησαν στον τάδε ή τον δείνα αναρχικό ηγέτη; Πώς αξιοποίησαν τις δυναμικές μορφές οι ιταλοί σύντροφοι στην περίοδο του Μουσολίνι; Πώς οι μπολσεβίκοι; Πώς οι μενσεβίκοι; Τι κρατάμε από τη δική μας αντίσταση κατά των Γερμανών; Ποιο το δίδαγμα από την αλγερίνικη επανάσταση; Και οι Μαύροι Πάνθηρες δεν έλειπαν από τη συζήτηση. Και ο Μάης του ’68. Και φυσικά, πάνω απ’ όλα, οι Βιετκόνγκ και ο Τσε. Στη φυλακή, αργότερα, είμαστε στον Κορυδαλλό, άρα αν θυμάμαι καλά γύρω στο 1970, οργανώσαμε επίσημη συζήτηση στην Ομάδα Συμβίωσης του ΚΚΕ εσωτερικού —που ήταν και η μεγάλη πλειοψηφία στη φυλακή— με το θέμα αυτό. Το κείμενο «υπέρ» των δυναμικών μορφών το έγραψε ο Θανάσης Αθανασίου, ηγετικό στέλεχος του Ρήγα και του κόμματος και το «κατά» ο Θανάσης Πανουτσόπουλος, ένας πολύ αγαπητός σύντροφος από την Κορινθία, της εαμι-

κής αντίστασης. Συζητούσαμε επί μέρες... Το ζήτημα των μορφών πάλης, από ένα σημείο και πέρα ενεπλάκη, και στη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Χωρίς, μάλλον, ρητές αναφορές, πάντως οι δυνάμεις του ΚΚΕ που ακολούθησαν τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας, το κομμάτι υπό τον Κώστα Κολιγιάννη, δεν ευνοούσε τις δυναμικές μορφές. Κάποτε μας κατηγορούσαν και για «μικροαστική ανυπομονησία» και απομάκρυνση από τα θεμέλια του «μαρξισμούλενινισμού». Αντίθετα, οι δυναμικές μορφές υιοθετήθηκαν από την αρχή του αγώνα από το ενιαίο Κόμμα, και αυτή η θέση, πιο ενισχυμένη, συνεχίστηκε από τις δυνάμεις του ΚΚΕ εσωτερικού. Αυτό το δυναμικό στοιχείο υπήρξε και ένα από τα σημεία, όχι προφανώς από τα πιο σημαντικά, που προσανατόλισαν προς το ΚΚΕ εσωτερικού ιδίως νέους συντρόφους. Η στάση της Άκρας Αριστεράς, δηλαδή της αντιπολίτευσης από τ’ αριστερά του ΚΚΕ κινήθηκε, θεωρητικά, στο ίδιο μήκος κύματος αλλά υπήρξε πιο θαρραλέα στην αξιοποίησή τους. Πιο κοντά με εμάς ήταν οι σύντροφοι της τροτσκιστικής παράδοσης, πιο μακριά όσοι σύντροφοι προσέγγιζαν γκεβαρικές θέσεις. Ο συμβολισμός του στόχου. Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι οι μορφές αυτές υιοθετήθηκαν από την αρχή από το επίσημο κίνημα το ΚΚΕ, το Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ). Κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν ο συμβολισμός τους, ο ιδεολογικός ή πολιτικός στόχος τους, η πλήρως διασφαλισμένη θέση και ώρα που ελάμβανε χώρα, ούτως ώστε να μην υπάρχουν θύματα, και φυσικά το είδος και η ένταση της ενέργειας, το εύρος. Δεν εντάσσονταν εδώ μόνο, π.χ., βόμβες. Στη Θεσσαλονίκη, π.χ., το ΠΑΜ έβαλε βόμβα σε κολώνα της ΔΕΗ κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ με προφανή στόχο να κάνει, σβήνοντας τα φώτα, την παρουσία της η αντίσταση —αρχή μάλιστα της δικτατορίας— με δυναμικό τρόπο, σε Έλληνες και ξένους. Η διαδήλωση στην Ερμού, τον Σεπτέμβρη του 1967, ήταν επίσης μια δυναμική ενέργεια που απέβλεπε να αποδείξει έμπρακτα ότι δεν φοβόμαστε τη χούντα, να δώσουμε θάρρος στον απλό κόσμο (είχε προβλεφθεί η μαγνητοφώνηση των συνθημάτων που φωνάξαμε για να μεταδοθούν από ξένους σταθμούς). Η βόμβα στο αντικομουνιστικό περίπτερο στο Σύνταγμα είχε προφανή ιδεολογικό στόχο. Όπως και η βόμβα στο άγαλμα του Τρούμαν (όχι από δυνάμεις του ΠΑΜ). Ιδεολογικό-πολιτικό στόχο είχαν και οι βόμβες στον περίβολο του Σταδίου Καραϊσκάκη (;) όταν γίνονταν οι Μεσογειακοί Αγώνες που ενώ επιδιώκαμε το μποϋκοτάρισμά τους παρά ταύτα συμμετείχαν οι Σοβιετικοί και οι άλλες χώρες του «υπαρκτού», με τις πρώτες ομάδες τους (π.χ. τη σφαιροβόλο Τσίτσοβα)! Και φυσικά να αναφέρουμε την τραγική έκβαση της δυναμικής ενέργειας στην Αμερικανική Πρεσβεία, όπου σκοτώθηκαν οι δύο αξέχαστοι σύντροφοι Αντζελόνι και Τσιτουρής της ομάδας που την οργάνωσε. Δύο συμβάντα ακόμη, η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα από την οργάνωση του Αλέκου Παναγούλη και η αυτοπυρπόληση του φοιτητή Κώστα Γεωργάκη άνοιξαν επίσης σοβαρές συζητήσεις και άναψαν διαφωνίες. Ήταν πράξη τρομοκρατίας το πρώτο ή εντασσόταν στο ενιαίο αντιστασιακό κίνημα; Ήταν μια πράξη αυτοθυσίας το δεύτερο ή απογοήτευση, παραίτηση; Υπερίσχυσε το σωστό, της ηρωικής πράξης ως προς το πρώτο, της βαθύτατης οργής, συγκίνησης και απόφασης για συνέχιση του αγώνα —με κείμενο— για το δεύτερο. Η συζήτηση αυτή έχασε βαθμιαία τη σημασία της, όσο αναπτυσσόταν το φοιτητικό κίνημα και γινόταν αυτό, ως ο προπομπός του ευρύτερου λαϊκού μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος, ο πρωταγωνιστής. Η περίοδος αυτή έθετε σειρά άλλων διαφωνιών και ζητημάτων. Αλλά αυτό είναι μια άλλη παραπλήσια ιστορία.


Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013

ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com

Ο Μαραθώνιος της Βοστώνης και η συλογικότητα ΤΟΥ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΖΙΡΙΝ Αν έχετε χάσει την πίστη στη δύναμη του ανθρώπου, πηγαίνετε να παρακολουθήσετε έναν μαραθώνιο Κάθριν Σουίτζερ

Πρώτα απ’ όλα, ας προσευχηθούμε για τους κατοίκους της Βοστώνης, για τους κατοίκους της Βαγδάτης, για τους κατοίκους του Μογκαντίσου, που τόσο μεγάλο πόνο ένιωσαν σήμερα. Και αμέσως μετά, νομίζω ότι πρέπει να καταλάβουμε, όλοι μας, πως η επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστώνης δεν είναι, στην πραγματικότητα, μια επίθεση εναντίον της Βοστώνης ή των Ηνωμένων Πολιτειών· είναι μια επίθεση ενάντια σε όλη την ανθρωπότητα. Έχουμε την τάση, σ’ αυτή τη χώρα, να αποκαλούμε τους εθνικούς πρωταθλητές μας “ παγκόσμιους πρωταθλητές”. Και ιδού, ο Μαραθώνιος της Βοστώνης, που το όνομά του ακούγεται μάλλον επαρχιώτικο, κι όμως συμμετέχουν σ’ αυτόν άνθρωποι από 96 χώρες. Οι κάτοχοι του παγκόσμιου ρεκόρ, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, κατάγονται από την υποσαχάρια Αφρική. Παίρνουν μέρος σ’ αυτόν 20.000 άνθρωποι. Μιλήστε με ανθρώπους από όλο τον κόσμο, μέλη αυτής της μεγάλης διεθνούς κοινότητας των μαραθωνοδρόμων, και θα σας πουν, με κάθε λεπτομέρεια, για τον Μαραθώνιο της Βοστώνης. Ξέρουν για το Χερτμπρέικ Χιλ και το πόσο δύσκολο είναι να φτάσεις ως εκεί. Ξέρουν ότι όταν περνάς από το Γουέλσλεϊ Κόλετζ, για παράδειγμα, τα ζήτω είναι συχνά τόσο δυνατά, που δεν μπορείς ν’ ακούσεις τίποτα άλλο. Ξέρουν ότι ο Μαραθώνιος αυτός είναι ταυτισμένος με τη συλλογικότητα, είναι μια κατεξοχήν υπόθεση της κοινότητας. Όταν λοιπόν έχουμε ένα αγώνισμα τόσο συλλογικό, μια υπόθεση που την αγκαλιάζει η κοινότητα, και κάποιοι επιδιώκουν να κυριαρχήσει η ανασφάλεια, να φοβόμαστε πια να πάμε σ’ αυτό με την οικογένειά μας, τότε πρόκειται για μια επίθεση στον δημόσιο χώρο, στον χώρο της συλλογικότητας, με παγκόσμια σημασία. Έχω έναν Βιετναμέζο φίλο που μου θυμίζει πάντα ότι το Βιετνάμ είναι μια χώρα, όχι ένας πόλεμος. Αντίστοιχα, ελπίζω να θυμόμαστε τον Μαραθώνιο της Βοστώνης σαν μια διαδρομή με ιστορία που ξεκινάει στα 1897, και όχι μονάχα σαν τον τόπο μιας εθνικής και παγκόσμιας τραγωδίας. Όπως ένα σημάδι που χαρακώνει το πρόσωπο κάποιου, η βομβιστική επίθεση θα αποτελεί πια ανεξίτηλο μέρος της ιστορίας του Μαραθώνιου της Βοστώνης. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να θυμόμαστε ότι η επίθεση αυτή, όπως ακριβώς και μια χαρακιά στο πρόσωπο, είναι ένα σημείο μόνο, κι όχι το σύνολο. Εάν η έκρηξη της βόμβας θα αποτελεί εφεξής αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας του Μαραθώνιου της Βοστώνης, εξίσου αναπόσπαστο μέρος αποτελεί και η Κάθριν Σουίτζερ. Θέλω να σας πω την ιστορία της, επειδή

Μια χαρακιά στο πρόσωπο Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί σύνθεση αποσπασμάτων από μια συνέντευξη του David Zirin (στο τηλεοπτικό κανάλι Democracy Now) και ένα άρθρο του ίδιου (στο περιοδικό Nation). Ο Ζιρίν, μόνιμος συνεργάτης του Νation για ζητήματα αθλητισμού και μαθητής του Χάουαρντ Ζιν, μας μιλάει για το τραύμα που αφήνει η βομβιστική επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστόνης, αλλά και για το όραμα της συλλογικότητας που ενσάρκωνε ο αγώνας αυτός. Ένα τραύμα που δεν θα το ξεπεράσουμε εύκολα, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί να συνοψίζει, στο μέλλον, όλη τη λαμπρή ιστορία του Μαραθώνιου της Βοστόνης, που υπήρξε, εδώ και 126 χρόνια, ένα έπος της συλλογικότητας. Αν διαλέξαμε αυτά τα παλλόμενα από πάθος κείμενα του Ζιρίν δεν το κάναμε μόνο επειδή ο συγγραφέας είναι μια από τις σημαντικές φωνές της προοδευτικής Αμερικής — που έχει αξία, ειδικά σε τέτοιες στιγμές, να τις θυμόμαστε και να τις ακούμε. Ούτε, μόνο, επειδή οι αναλύσεις μοιάζουν αμήχανες ή και να αεροβατούν, προτού διευκρινιστούν μερικά πραγματολογικά δεδομένα για την επίθεση. Αλλά, κυρίως, επειδή σε ένα τέτοιο γεγονός η πρώτη αντίδραση των αριστερών (πρέπει να) είναι η θλίψη, η ταραχή, η μέριμνα για όσους υποφέρουν, και η μέριμνα για τις αξίες μας. Και όχι, βέβαια, οι αντιπαραθετικοί συμψηφισμοί που χάνουν τον άνθρωπο μέσα στο μέτρημα (λ.χ., δύο μόνο νεκροί στη Βοστώνη, αλλά πολλαπλάσιοι στη Βαγδάτη, στην Καμπούλ κ.ο.κ.) — και ας μην παραβλέψουμε, γιατί έχει ηθική και πολιτική σημασία, ότι ο Ζιρίν αρχίζει τη συνέντευξή του στο Democracy Now, μιλώντας στους συμπατριώτες του, λίγες ώρες μετά την τραγωδία, για την οδύνη των κατοίκων όχι μόνο της Βοστώνης, αλλά και της Βαγδάτης και του Μογκαντίσου. Ούτε όμως οι αναλύσεις, σε χρόνο dt μετά τη βομβιστική επίθεση, μπορεί να είναι το αντανακλαστικό μας. Για λόγους σοβαρότητας, για να είναι αναλύσεις και όχι εικοτολογίες ή συνωμοσιολογίες. Αλλά και για άλλους λόγους. Γιατί, μόλις μαθαίνουμε τέτοια τρομερά και φοβερά, είναι πηγαίο και γνήσιο η πρώτη αντίδραση να εντοπίζετια στη σφαίρα του συνασθήματος. Όπως ακριβώς, για να δώσω ένα οικείο παράδειγμα, το βράδυ της 6ης του Δεκέμβρη του 2008, η πρώτη αντίδραση ήταν η οργή, η σαστισμάρα, ο πόνος· οι αναλύσεις για την κρατική καταστολή ήταν αναγκαίες, αλλά μπορούσαν να περιμένουν λίγο. Δίνουμε τον λόγο στον Ζιρίν. ΑΓΑΠΙΟΣ ΛΑΝΔΟΣ

H θρυλική σκηνή του Μαραθώνιου της Βοστώνης, το 1967. Οι άντρες συναθλητές υπερασπίζονται την Κάθριν Σούιτζερ και το δικαίωμα συμμετοχής των γυναικών, εκδιώκοντας τον οργανωτή που επιχείρησε να την αποβάλλει βίαια (Getty Images)

ο Μαραθώνιος της Βοστώνης δεν μπορεί και δεν πρέπει να ταυτιστεί με την τραγωδία της Δευτέρας — είναι κάτι πολύ περισσότερο. Μέχρι το 1966, δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να πάρουν μέρος σε αυτό τον εξαντλητικό αγώνα των 26 μιλίων. Το 1967, μια γυναίκα που λεγόταν Kathrine Switzer έκανε εγγραφή ως K.V. Switzer και, ντυμένη με κάπως φαρδιά ρούχα, έλαβε μέρος στον αγώνα. Ενώ είχε τρέξει πέντε μίλια, ένας από τους οργανωτές του Μαραθώνιου την κατάλαβε. Πήδηξε με φόρα από το φορτηγάκι του και άρχισε να τη σπρώχνει βίαια, φωνάζοντας: “Τσακίσου, φύγε αμέσως από τον αγώνα μου!”. Αλλά οι άντρες που έτρεχαν δίπλα της, τον απώθησαν. Γι’ αυτούς, η Κάθριν Σουίτζερ είχε κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Γι’ αυτούς, το νόημα του Μαραθώνιου δεν ήταν ούτε ο αποκλεισμός των γυναικών ούτε η απόδειξη της υπεροχής του ανδρικού φύλου. Ήταν ένα αγώνισμα όπου άνθρωποι, αδιακρίτως φύλου και άλλων γνωρισμάτων, έτρεχαν μαζί. Όταν οι φωτογραφίες από τον Μαραθώνιο της Βοστώνης του 1967 έκαναν τον γύρο του κόσμου, ο κόσμος είδε δύο αντιτιθέμενα και διαφορετικά ανδρικά πρότυπα: από τη μια, η βία και την παράνοια του άντρα που θέλησε να πετάξει τη Σουίτζερ έξω από τον Μαραθώνιο, από την άλλη η δύναμη και η αλληλεγγύη των δρομέων που την υποστήριξαν. Και, στο επίκεντρο όλων, η αποφασιστική πράξη της Σουίτζερ. Εκείνη τη στιγμή, ο αθλητισμός υπερέβη τον διαχωρισμό των φύλων, σε μια λαμπερή στιγμή, που έδειξε στον κόσμο τα σύνορα του εφικτού και του οράματος, αυτό που μπορεί να επιτευχθεί. Σήμερα, η Κάθριν Σουίτζερ λέει: “Όταν πηγαίνω στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, φεύγω με μουσκεμένους ώμους: οι γυναίκες πέφτουν στην αγκαλιά μου και να κλαίνε. Ένα κλάμα λυτρωτικό, ένα κλάμα χαράς, για την πράξη εκείνη, που άλλαξε τη ζωή τους. Νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα”. Το 1967, ο Μαραθώνιος της Βοστώνης έδωσε σε όλους μας μια γεύση του τι μπορούμε να κάνουμε. Αυτό που είδαμε πριν λίγες μέρες δεν έχει καμιά σχέση με τον κόσμο που ονειρευόμαστε, αλλά με αυτόν που ζούμε. Αντί για τον θρίαμβο του ατόμου μέσα από την ισχυρή έμπνευση της συλλογικότητας, αντικρίσαμε την τραγωδία, τη σύγχυση, τον πανικό και τον φόβο. Σαν μια ουλή, η Δευτέρα 15 Απριλίου μας σημαδεύει τούτη τη στιγμή: ο κόσμος έχασε τη συλογική αίσθηση της ασφάλειας. Όμως, μια ουλή μπορεί και να τη δείχνουμε κάποια στιγμή με υπερηφάνεια. Του χρόνου, θα είμαστε όλοι εκεί, στον Μαραθώνιο της Βοστώνης· και θα το κάνουμε, επειδή η εναλλακτική εκδοχή, να μη γίνει, είναι πολύ βαριά και δεν μπορούμε να την αντέξουμε. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΓΑΠΙΟΣ ΛΑΝΔΟΣ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.