Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Κωστή Χατζημιχάλη, Βασίλη Δρουκόπουλου, Σπύρου Ι. Ασδραχά, Χρήστου Χατζηιωσήφ, Έρικ Χομπσμπάουμ, Μαρκ Μαζάουερ, Τζόναθαν Ντερμπυσάιρ, Ρόυ Φόστερ, Κωστή Καρπόζηλου, Κώστα Αθανασίου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 733
KYΡΙΑΚΗ 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΣΤΩΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Οι βόμβες στη Βοστώνη, η αμερικανική αριστερά και ο... Τσίπρας ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ
Μια βορειοαμερικανική πόλη τριών περίπου εκατομμυρίων σε κατάσταση πολιορκίας, με απαγόρευση κυκλοφορίας, δυο μέρες πριν την 21η Απριλίου. Σκηνικό χολιγουντιανής ταινίας με μάχες, όλη η δύναμη της αυτοκρατορίας στο κυνήγι του ύποπτου δεκαεννιάχρονου, σασπένς στα δελτία ειδήσεων. Και ο θείος του νεαρού, πρόσφυγας και αυτός από την Τσετσενία, να τα δίνει όλα μπροστά στις κάμερες για τις ΗΠΑ «ως τη γη των ευκαιριών για όλους». Στο τέλος, χειροκροτήματα του κόσμου για την αστυνομία και τον στρατό για την αίσια έκβαση, αδιανόητα στα δικά μας τα μέρη. Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιότερα, στη Νέα Υόρκη παρακολουθώ τις εξελίξεις και αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω να ταξιδέψω το Σάββατο 20 του μηνός για Βοστώνη. Το τραίνο τελικά φεύγει κανονικά· σε όλη τη διαδρομή μεσίστιες σημαίες παντού, όπως και στο αποκλεισμένο για επισκευές και έρευνες ιστορικό κέντρο της πόλης. Μετά την 11/9, τα συστήματα ασφαλείας και η στρατιωτικοποίηση της πόλης έφτασαν στο απόγειό τους. Ενέργειες όπως εκείνη της Βοστώνης νομιμοποιούν στα μάτια των Αμερικανών αυτή την παράνοια, ακατανόητη για τις δικές μας εμπειρίες, και αυξάνει την εμπιστοσύνη τους στην αστυνομία, τον στρατό, το FBI, αλλά και τις κάμερες επιτήρησης στους δρόμους. Από τις ακραίες καταστάσεις εξαίρεσης, όπως αυτή της Βοστώνης, η μετάβαση σε μια μόνιμη στρατιωτικοποίηση της καθημερινής ζωής επιτεύχθηκε σιωπηρά και με επιτυχία όλα αυτά τα χρόνια. Οι πλούσιοι ζουν σε περιφραγμένες κοινότητες, ενώ οι φτωχές συνοικίες και τα κέντρα των πόλεων επιτηρούνται διαρκώς από στρατιωτικά οχήματα. Ο χειρισμός του συμβάντος της Βοστώνης ως θεάματος και οι χολιγουντιανές λήψεις με συχνές επαναλήψεις σε συνεχή μετάδοση, μαζί με τα σχόλια των παρουσιαστών, δημιουργούσαν μια ασφυκτική προσμονή για την τελική έκβαση, που λειτούργησε λυτρωτικά. Και μετά η χρήση του συμβάντος για προώθηση του αμερικανικού ιδεώδους μαζί με ακραίες προτάσεις, όπως αυτή ενός γερουσιαστή που εισηγήθηκε στο Κογκρέσο την προληπτική άρση της ιδιότητας του πολίτη για κάθε αμερικανό μουσουλμάνο με ταυτόχρονη απαγόρευση εισόδου στους ομόθρησκους. Και ο χειρότερο: η ευρύτερη αποδοχή της πρότασης.
Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι συνταξιούχος καθηγητής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
ΚΕΚΟ Café, 121 Madison Ave, Νέα Υόρκη. Φωτογραφία του Arancia Project, από το flickr
Στο ΚΕΚΟ Café στη Μάντισον Άβενιου στη Νέα Υόρκη, όπου βλέπω τις ειδήσεις δυο μέρες πριν, 19 του Απρίλη, η ατμόσφαιρα είναι ευρωπαϊκή — με τα κουτιά για τους καφέδες με τη μεταλική σέσουλα στις άκρες, τις βαλίτσες των μεταναστών του Μεσοπολέμου, τα παλιά χαρακτικά στους τοίχους. Ο γαλλο-ιταλός ιδιοκτήτης τρίτης γενιάς μου πιάνει
ΚΕΚΟ Café. Φωτογραφία της Molly Galler, από το μπλογκ popbopshop.blogspot.fr
κουβέντα. Μια εβδομάδα πάω τακτικά για τον πρωινό και τον απογευματινό καφέ. Λέμε δυο κουβέντες για τους βομβιστές, δεν έχει την ίδια στάση με τα δελτία ειδήσεων, με ρωτάει από πού είμαι και κουνάει με συμπάθεια το κεφάλι. Έχει φίλους Έλληνες στο Κουίνς που μένει και μου δείχνει το πρωτοσέλιδο των New York Times: «Τα παιδιά στα σχολεία της Ελλάδας πεινάνε». Την επόμενη ο καφές είναι κερασμένος, με αίτημα να του πω για τον… Τσίπρα και τη Χρυσή Αυγή! Οι φίλοι του στο Κουίνς απέτρεψαν την ίδρυση γραφείων των φασιστόπαιδων και αρκετοί μιλούν για τον Τσίπρα. «Είναι ο Έλληνας Ούγκο Τσάβες;» καταλήγει, θα τα καταφέρει αν εκλεγεί; Και το τελευταίο ερώτημα: Πώς μπορεί να βοηθήσει ο ίδιος και κάτι φίλοι που έχει για να κερδίσει;. Η άλλη Αμερική. Ίδια απόσταση από τα δελτία ειδήσεων και στο CUNY, στο κέντρο μεταπτυχιακών σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Οι φοιτητές και κυρίως οι φοιτήτριες το ίδιο ριζοσπαστικοποιημένοι όπως και τα δικά μας παιδιά. Όλοι και όλες έχουν συμμετάσχει στο Occupy Wall Street, ξέρουν πολύ καλά τα δικά μας προβλήματα και... ζηλεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ! Ένας άλλος κόσμος, δικτυωμένος, κρυφός, ακούει, νοιάζεται, συμπάσχει — καμιά σχέση με τις κυρίαρχες απόψεις. Λίγοι βέβαια και αποκλεισμένοι, υπάρχουν όμως και το Occupy τους έδωσε, πρώτη φορά μετά το κίνημα για τα δικαιώματα των πολιτών στις δεκαετίες του ‘70 και ‘80, την αίσθηση ενός ευρύτερου «εμείς» πέρα από μικρές ομάδες και ατομικές αριστερές συμπεριφορές. Και μου εξήγησαν ότι το Occupy τρόμαξε πολύ το κατεστημένο και έβαλε στη δημόσια συζήτηση το θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων, κάτι μου βοήθησε τον Ομπάμα να επανεκλεγεί. Φυσικά δεν θεωρούν αριστερό τον σημερινό πρόεδρο, ανατριχιάζουν όμως με την ιδέα στη θέση του να ήταν ο Ρόμνεϋ. Μερικές μέρες αργότερα, στη στρατιωτικοποιημένη Βοστώνη, στο ελιτίστικο Χάρβαρντ, στη περίφημη Harvard Yard, διαμαρτυρία για αυθαίρετες απολύσεις πανεπιστημιακών καθηγητών, είκοσι συνολικά. Όμως διαμαρτύρονται μόνο καμιά δεκαριά φοιτητές και φοιτήτριες, τρεις ηλικιωμένοι εκπρόσωποι των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, των περίφημων κάποτε «Γούμπλις» (IWW), ενώ τέσσερα αυτοκίνητα της αστυνομίας παρακολουθούν στα δέκα μέτρα. Δεν πρόσεξα καμιά φυσιογνωμία συναδέλφου πανεπιστημιακού, από αυτές που βλέπουμε συχνά. Καλώς ήλθατε σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, στο κέντρο της αναπαραγωγής της παγκόσμιας ελίτ.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 28 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
32
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ο άνθρωπος που έκανε τον εαυτό του επιχείρηση ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
«Η συζήτηση αδιάλειπτα θολώνει από την προσπάθεια της μεταμφίεσης των απαιτήσεων του κεφαλαίου ως αναγκών του λαού, της υποταγής της ανθρώπινης αγωνίας, έτσι ώστε να προσαρμόζεται στους σκοπούς των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων» (Nigel Harris, Of Bread and Guns, Penguin, Harmondsworth, 1983, σ. 239) Αναπαράγω την είδηση: «Ο Μάικ Μέριλ, ένας 35χρονος κάτοικος του Πόρτλαντ, πρέπει να πάρει άδεια από τους μετόχους της εταιρείας του για να βγει ραντεβού με μια κοπέλα ή για να κάνει δίαιτα. Πριν από πέντε χρόνια, ο Μέριλ αποφάσισε να μετατρέψει τον εαυτό του σε εταιρεία, την οποία ελέγχουν σήμερα οι 320 μέτοχοί της: “Πουλάω μετοχές του εαυτού μου και στη συνέχεια επιτρέπω στους μετόχους μου να με καθοδηγούν σε αποφάσεις για τη ζωή μου”, είπε ο άνθρωπος-επιχείρηση στην εκπομπή Today. Όπως αναφέρει, οι μέτοχοι τον ανάγκασαν να γίνει ψηφοφόρος των Ρεπουμπλικανών, του επέτρεψαν να φορά ρούχα Brooks Brothers και επέλεξαν το πρόγραμμα που ακολουθεί στο γυμναστήριο. Του επέτρεψαν επίσης να βγαίνει με την κοπέλα της προτίμησής τους, αφού όμως τους υπέβαλε πρώτα έκθεση για την εμπειρία του πρώτου ραντεβού τους» (goo.gl/OsKH2, 31.3.2013). Επιπρόσθετα, ο Μ.Μ. μας επισημαίνει στην ιστοσελίδα του: «Ο σκοπός δεν είναι να δημιουργηθούν κέρδη, αλλά είναι πιθανόν να προκύψουν στο μέλλον. Αντίθετα, πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται για να επιτευχθεί ένας κοινός στόχος. Χρησιμοποιώντας μια προσαρμοσμένη δομή της αγοραίας οικονομίας, εσείς κι εγώ έχουμε στην κατοχή μας ένα διαθέσιμο μηχανισμό για ενέργειες, ανάληψη ευθυνών και μέτρηση της επιτυχίας που δεν είναι μόνον καλά τεκμηριωμένος αλλά και εύκολα κατανοητός». Με την αφορμή αυτή, επαναφέρω στη μνήμη μας τα εξής, για να τα συνδέσουμε τελικά με την αλλόκοτη περίπτωση που μόλις περιγράψαμε: α. Δουλεία. Η δουλεία, ως σχέση κυριαρχίας, δεν ήταν τίποτε άλλο από τον βίαιο εξαναγκασμό σε εργασία ανθρώπων που είχαν χάσει την ελευθερία τους και αποτελούσαν ιδιοκτησία εκείνων που κατείχαν τα μέσα παραγωγής. Ο δούλος δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί την εργασία του στον κύριό του, ειδαλλιώς θα θανατωνόταν. Οι δουλοκτήτες δεν παρείχαν στους δούλους το ελάχιστο όριο συντήρησης μόνο για να μεγιστοποιήσουν το πλεόνασμα που καρπώνονταν, αλλά και για να διατηρούν τον έλεγχό τους. Όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ, ένας Ρωμαίος συγγραφέας και επιστήμονας, ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρο, είχε αποκαλέσει τον δούλο instrumentum vocale (εργαλείο που μιλάει), το ζώο instrumentum semimutum και το άροτρο instrumentum mutum (βουβό εργαλείο). Είχε λοιπόν διαμορφωθεί ο πρώτος ταξικός διαχωρισμός της κοινωνίας. β. Δουλοπαροικία. Οι δουλοπάροικοι-αγρότες, που κατείχαν και καλλιεργούσαν τη γη, δεν ήταν οι ιδιοκτήτες της. Η γη είχε παραχωρηθεί στον φεουδάρχη άρχοντα από έναν ανώτερο ευγενή, στον οποίο ήταν προσωπικά υποτελής και όφειλε στρατιωτική υπηρεσία σ’ εποχή πολέμου. Η εκμετάλλευση ήταν καθαρή και φανερή. Μας θυμίζει ο Μωρίς Ντομπ (Μ. Dobb, Studies in the Development of Capitalism): «Η πηγή από την οποία η φεουδαρχική άρχουσα τάξη αντλούσε το εισόδημά της, και η μόνη πηγή από την οποία αυτό το εισόδημα
O Bασίλης Δροκόπουλος διδάσκει στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Έργο του Ρ. Χάουσμαν, 1919-1920
μπορούσε να αυξηθεί, ήταν η υπερεργασία της δουλοπάροικης τάξης πάνω από εκείνη που ήταν αναγκαία για την επιβίωσή της». Επίσης, ο δουλοπάροικος εξουσίαζε τα σύνεργα με τα οποία καλλιεργούσε τη γη και έτρεφε δικά του ζώα. Είχε όμως περιορισμένη ικανότητα μετακίνησης και δεν μπορούσε να διαθέσει την κινητή του περιουσία (π.χ. ζώα) χωρίς τη ρητή άδεια του φεουδάρχη. Τα σχέδια για τα παιδιά του υπόκεινταν σε έλεγχο, π.χ. δεν μπορούσε, χωρίς άδεια, να τα στείλει σε κάποιο θρησκευτικό τάγμα (Ο Μάικ Μέριλ, πάλι στην ιστοσελίδα του, αποτεινόμενος σε υποψήφιο επενδυτήμέτοχο, μας πληροφορεί: «Μπορεί να είσαι το μόνο πρόσωπο που ψηφίζει να πάω στο νυχτερινό σχολείο, αλλά αν έχεις αρκετές μετοχές στην κατοχή σου, θα πρέπει να εγγραφώ»). Δεν ήταν η δουλοπαροικία μια κλειστή φιλική κοινότητα που χαρακτηρίζεται επιφανειακά από το επίχρισμα της Gemeinschaftlichkeit (κοινοτικός τρόπος ζωής). Η απόσπαση του υπερπροϊόντος ήταν άμεσα αντιληπτή. «Είναι φανερό σε όλους ότι ο δουλοπάροικος ξοδεύει μέρος του χρόνου του εργαζόμενος προς όφελος του αφέντη του» (G. A. Cohen, Karl Marx’s Theory of History: a defence). γ. Φεουδαρχισμός και καπιταλισμός. Συνεχίζουμε με ένα άλλο απόσπασμα από το έργο του Κοέν: «[...] στον καπιταλισμό ο τρόπος με τον οποίο ένα μέρος του προϊόντος του κόπου του εργάτη παρακρατείται από τον καπιταλιστή αποκρύπτεται. Η εργατική μέρα και ο εργατικός χρόνος δεν χωρίζονται καθαρά σε περιόδους για τις οποίες ο εργάτης αποζημιώνεται και σε εκείνες για τις οποίες δεν αποζημιώνεται. Είναι λάθος ότι σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή ο εργάτης ή παράγει προϊόν ισότιμο με τα ημερομίσθιά του ή παράγει προϊόν ισότιμο με το κέρδος, όμως η θεωρία αποφαίνεται για τον διαχωρισμό του συνολικού του χρόνου σ’αυτά τα δύο κομμάτια. Ούτε το απτό φυσικό προϊόν μοιράζεται μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη. Μοιράζονται μόνο τα χρήματα που το προϊόν αποφέρει στην αγορά, και αυτό συσκοτίζει τη συναλλαγή μεταξύ τους. Έτσι, αυτό που η φεουδαρχική πρόσοδος αποκαλύπτει, το σύστημα των ημερομισθίων το κρύβει». δ. 19ος αιώνας. Μεταφερόμαστε τώρα σε μια μεταγενέ-
Από ένα «instrumentum vocale» στη δίποδη-ανθρωπόμορφη εκδοχή της επιχείρησης στερη περίοδο. Το 1886, στην απόφασή του για την υπόθεση Santa Clara County v. Southern Pacific Railroad, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απονέμει στην εταιρική επιχείρηση, με την κάλυψη της 14ης τροπολογίας του Συντάγματος, τη νομική μορφή του «προσώπου». Με επανειλημμένες κατοπινές δικαστικές αποφάσεις και νομικές μελέτες, η εταιρική επιχείρηση από την προηγούμενη μορφή της ως κρατικό δημιούργημα μέσω του εμπορικού δικαίου, μεταπήδησε σε μια φυσική οντότητα δηλαδή ως ένα πρόσωπο που κατέχει δικαιώματα. Παρ’ ολ’ αυτά, η μεγάλη εταιρική επιχείρηση στις αρχές του 20ού αιώνα συνέχιζε να στερείται, στα μάτια των πολιτών, μιας αντίστοιχης κοινωνικής και ηθικής νομιμοποίησης. Είχε αποκληθεί soulless corporation (εταιρική επιχείρηση χωρίς ψυχή). Κάποιος θα μπορούσε πιθανόν να προσφύγει στη συνείδηση του ατομικού businessman, στην «επιχείρηση χωρίς ψυχή» όμως όχι. Αυτή λειτουργούσε με την ψυχρή οικονομική λογική και που κάθε της απόφαση βασιζόταν σε μια εξίσωση σε χρηματικούς όρους (Roland Marchand, Creating the Corporate Soul). Όλα αυτά θυμίζουν τον πάπα Ιννοκέντιο IV (π. 1195-1254), ο οποίος είχε αποφανθεί ότι η Εκκλησία δεν είναι σε θέση να αφορίσει μια επιχείρηση, γιατί δεν έχει ψυχή, επομένως δεν μπορεί να χάσει κάτι που δεν έχει. Στο ίδιο μοτίβο είναι και η παρατήρηση του βαρώνου Thurlow, ο οποίος για πολλά χρόνια, προς το τέλος του 18ου αιώνα, είχε χρηματίσει, ως Τόρυ πολιτικός, λόρδος καγκελάριος της Βρετανίας: «Μήπως περίμενες μια εταιρική επιχείρηση να έχει συνείδηση, αφού ούτε ψυχή έχει για να δεχθεί κατάρες ούτε σώμα για να δεχθεί κλωτσιές;». Και γι’αυτό κάνουν ότι θέλουν. Μα το Θεό, χρειάζονται και τα δύο (και σώμα και ψυχή), φαίνεται να συμπλήρωσε. Οι πολλαπλές προσπάθειες για την εμφύσηση ανθρώπινων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων στην εταιρική επιχείρηση θα πολλαπλασιαστούν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αίώνα, και βέβαια συνεχίζονται αδιάκοπα ως τις μέρες μας. Πού μπορεί λοιπόν να καταταχθεί ο Μ.Μ.; Είναι δούλος, δουλοπάροικος, προλετάριος ή μέλος του «πρεκαριάτου»; Ανθρωπόμορφη επιχείρηση ή λάτρης ριψοκίνδυνων περιπετειών που χρηματοδοτούνται από ιδιοτελείς χορηγούς; Ή μήπως χαρακτηρίζεται εκλεκτιστικά με ιδιότητες από όλες αυτές τις κατηγορίες; Ο Μ.Μ. καταβάλλει μερίσματα; Οι μέτοχοι προεξοφλούν μελλοντικές αποδόσεις; Θα παραχθεί και θα αντληθεί υπεραξία; Ερωτήματα που αναμένουν τις αντίστοιχες απαντήσεις. Και που ασφαλώς θα πρέπει να είναι πιο αναλυτικές και εμπεριστατωμένες από εκείνη του πλουσιότερου ανθρώπου όλης της οικουμένης στο τέλος του 19ου αιώνα (ιδιοκτήτης σιδηρόδρομων) William H. Vanderbilt ο οποίος σε ερώτηση ενός δημοσιογράφου είχε απερίφραστα αποκριθεί (1883): «Στο διάολο το κοινό! Εργάζομαι μόνο για τους μετόχους μου». ΥΓ. Στη συνέντευξη που είχε πάρει ο Κλωντ Κόουμπερν, πιθανόν ο πιο σημαντικός αριστερός δημοσιογράφος του 20ού αιώνα, από τον Αλ Καπόνε (Σικάγο, 1930), ο δεύτερος είχε δηλώσει εμφατικά: «Άκου, μη σου μπει στο μυαλό η ιδέα ότι είμαι ένας από αυτούς τους αναθεματισμένους ριζοσπάστες. Μη σου μπει η ιδέα στο μυαλό ότι χτυπάω το αμερικανικό σύστημα». Προσθέτει ο Κόουμπερν ότι ο συνεντευξιαζόμενος εξύμνησε την ελευθερία, την επιχείρηση και τους πρωτοπόρους. Μίλησε για την «κληρονομιά μας». Αναφέρθηκε με περιφρονητική αηδία στον σοσιαλισμό και αναρχισμό. «Οι απάτες μου», επανέλαβε πολλές φορές, «ακολουθούν αυστηρά αμερικανικά πρότυπα και έτσι πρόκειται να μείνουν»... «Το δικό μας, το αμερικανικό σύστημα», κραύγασε, «πες το αμερικανισμό, πες το καπιταλισμό, πες το όπως θες, προσφέρει στον καθένα μας τη μεγάλη ευκαιρία, αρκεί να την αδράξουμε και με τα δυο μας χέρια και να την εκμεταλλευτούμε όσο μπορούμε» (Claud Cockburn, I, Claud). Ελπίζω ο Μ.Μ. να κρατάει σωστά λογιστικά βιβλία...
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 28 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
33
Είναι αδύνατος σήμερα ένας «ιστορικός συμβιβασμός» «Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το υπαρκτό, αλλά για να το αλλάξουμε, όχι για να υποταχθούμε σ’ αυτό» ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ Ι. ΑΣΔΡΑΧΑ
w Ας ξεκινήσουμε από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Πώς κρίνετε την τωρινή τους θέση; Για το ΠΑΣΟΚ δεν θα είχα να πω κάτι άλλο, πέραν του ότι ακολούθησε τη μοίρα των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, από τη στιγμή που εγκολπώθηκαν σαν αναλυτικό εργαλείο, αλλά και σαν εργαλείο άσκησης πολιτικής εξουσίας, τον νεοφιλελευθερισμό. Ως προς τη ΔΗΜΑΡ, θα έλεγα ότι είναι το λυπηρό απομεινάρι ενός σημαντικού εγχειρήματος — εννοώ τον ευρωκομμουνισμό. Οι εποχές βεβαίως είναι πολύ διαφορετικές· οι απολήξεις όμως σημαδεύουν την αναποτελεσματικότητα, εκ των υστέρων, του μεγάλου σχεδίου του Μπερλινγκουέρ και του Άλντο Μόρο για τον ιστορικό συμβιβασμό. Δεν νομίζω ότι σήμερα είναι εφικτός ένας «ιστορικός συμβιβασμός», ούτε στην Ιταλία ούτε φυσικά στην Ελλάδα. Η ΔΗΜΑΡ εικονογραφεί την αποτυχία ενός μεγάλου για την εποχή του σχεδίου, και αν αναφέρομαι σε αυτή την απόληξη είναι γιατί αποτελεί δείκτη μιας μεγάλης κρίσης. w Και ας προχωρήσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ... Ας δούμε καταρχάς την πρόσληψη του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ από το εκλογικό σώμα. Ο λόγος αυτός είναι διηθημένος από τα κρατούντα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, όταν δεν είναι απροκάλυπτα αρνητικά ή εχθρικά, είναι μεροληπτικά. Στους πολλούς αποδέκτες, ο λόγος της Αριστεράς, φτάνει παρηλλαγμένος. Κάποτε, η παραλλαγή γίνεται και από τα αριστερά. Θα αναφερθώ σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα: το περίφημο «Δεύτερο Σχέδιο», το γνωστό, αγγλιστί, Plan B — βλέπετε, η αγγλική, μια ορισμένη μορφή της συγκεκριμένα, έχει γίνει η κοινή γλώσσα. Δεν έχει η Αριστερά δεύτερο σχέδιο, μας λένε. Ρωτήθηκαν ποτέ η Δεξιά και τα κεντροαριστερά παραβλαστήματα αν έχουν δεύτερο σχέδιο στην περίπτωση κατά την οποία αποτύχει —και έχουμε ουκ ολίγες ενδείξεις γι’ αυτό— το σχέδιο το οποίο εφαρμόζουν; Κανείς δεν θέτει το ζήτημα αυτό· το πρόβλημα τίθεται μόνο για την Αριστερά, και μάλιστα και από καλόβολους αριστερούς. Ας διαβάσουν οι ελλόγιμοι κριτές, που μιλάνε για έλλειψη Δεύτερου Σχεδίου της δικής μας Αριστεράς, Μακιαβέλι, «Περί της τέχνης του πολέμου»: Ο καλός στρατηγός, λέει εκεί, προβλέπει το σχέδιο του αντιπάλου, μία, δύο, τρεις, πάμπολλες φορές. Και την τελευταία του σκέψη δεν την εμπιστεύεται ούτε στο
Η συνέντευξη, που πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος, ολοκληρώθηκε στις 25.4.2013
πουκάμισό του. Προφανώς, λοιπόν, υπάρχει Δεύτερο Σχέδιο. Και συναρτάται με τη διαπραγματευτική ικανότητα που έχει προς τους λεγόμενους εταίρους η Αριστερά. Και αυτή τη διαπραγματευτική ικανότητα την εξέφρασε η Αριστερά με τον πλέον ρητό τρόπο.
w Ο ΣΥΡΙΖΑ, στις δημοσκοπήσεις, παρά τα υψηλά ποσοστά του, δεν καταφέρνει να αποκτήσει σταθερό προβάδισμα ως προς τη ΝΔ. Πώς το εξηγείτε; Μου θέτετε ένα σκληρό ερώτημα: την ισοψηφία ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Βλέπουμε λοιπόν ότι το εκλογικό σώμα δεν μπορεί να γίνει από αντικείμενο, υποκείμενο της Ιστορίας. Τούτο έχει βέβαια ρίζες και αιτίες. Και αυτές δεν είναι άλλες, σε αδρές γραμμές, από την κυριαρχία της μικρής ιδιοκτησίας και το παράγωγο, ή μάλλον το σύνδρομό της, τον ατομικισμό. Η υπέρβαση δεν έχει γίνει. Οι ειδικοί επισημαίνουν την αντίφαση, στις δημοσκοπήσεις, ανάμεσα στην πρόθεση ψήφου και τα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία (λ.χ. πώς κρίνετε τα αποτελέσματα του Μνημονίου, την ακολουθούμενη πολιτική κ.ο.κ.). Τα ποιοτικά αυτά στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή της ισοψηφίας. Το ότι δεν οδηγούν δείχνει ότι δεν υπάρχει η λογικώς αναμενόμενη συνειδητοποίηση των προβλημάτων που κατατρύχουν την αποδομημένη, πλέον, πλειοψηφία της κοινωνικής και συνάμα οικονομικής μας στρωματογραφίας. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι πρέπει να αλλάξουμε λαό. Ούτε, επίσης, σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε τη Μεγάλη Στιγμή της επαναστατικής ανατροπής. Η επαναστατική ανατροπή, η προερχόμενη από την ενσωμάτωση στη σκέψη του υποδείγματος του 1917, οδηγεί σε ό,τι αποκαλούσαμε και αποκαλούμε ακόμη οπορτουνισμό, όσο και αν υπεισέρχεται ο λόγος για «λαϊκή κινητοποίηση», «συνειδητοποίηση της ταξικότητας» και τα συναφή. Εκείνο το οποίο επίσης υπεισέρχεται, και αναφέρομαι στο ΚΚΕ, είναι η δημιουργία μιας συλλογικότητας η οποία εξ αντικειμένου οδηγεί σε ταξικότητα, αλλά εξ υποκειμένου ακολουθεί, η συλλογικότητα αυτή, τη λογική της ιστορικής μοίρας. Κι εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα, που συνίσταται στην κατανόηση του επαναστατικού ρόλου που μπορεί να παίξει η μεταρρύθμιση. Η μεταρρύθμιση δεν είναι πρωτίστως διατήρηση του υπάρχοντος· ιστορικά, η μεταρρύθμιση είναι η ανατροπή του υπάρχοντος. Αυτό, συλλήβδην, εκτιμώ ότι το έχει καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ. Απομένει το μεγάλο ζήτημα, πώς ο λόγος του δεν θα φτάνει στην κοινωνική πλειονότητα διηθημένος από εχθρούς και, δυστυχώς, δήθεν φίλους.
w Ποιες συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις θα προκρίνατε; Δεν είμαι μάλλον ο κατάλληλος να απαντήσω πώς αντιμετωπίζονται τα επιμέρους προβλήματα, λ.χ. η ανακεφαλαιοποίηση και οι συνενώσεις των τραπεζών, ο διχασμός τους σε «καλό» και «κακό» μέρος — λες και είναι ψάρι, που το χωρίζουμε σε καλό και κακό μέρος... Θα πω όμως κάτι γενικότερο: όλη αυτή η συζήτηση καταλήγει σε ένα μεγάλο πρόβλημα, τι είναι αυτό που προέχει, το ιδιωτικό ή το δημόσιο. Η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να θέλει ισχυρό και αποτελεσματικό δημόσιο. Η Δεξιά και η μεταλλαγμένη σοσιαλιστικής προελεύσεως Αριστερά θεωρεί ότι το δημόσιο πρέπει να υπηρετεί το ιδιωτικό. Εδώ νομίζω πως δεν υπάρχουν γέφυρες. Είναι ένα σημείο ρήξης, η οποία όμως δεν θα πρέπει να είναι αποδιαρθρωτική: το ιδιωτικό θα πρέπει να βρει ένα είδος modus vivendi με το δημόσιο. Ας θυμηθούμε ότι μεταπολιτευτικά την ενίσχυση του δημόσιου τομέα την εξέφρασε ένας δεξιός, ένας αλλαγμένος δεξιός: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και ας μην ξεχνάμε την κριτική που γινόταν σε αυτόν και τον Παπαληγούρα για τη «σοσιαλμανία» τους. Βέβαια, δεν προέκυψαν συμπλεύσεις καραμανλισμού και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, ιδίως στο πεδίο της οικονομίας με επίκεντρο τον δημόσιο τομέα, ο οποίος αποτελούσε για την τότε συγκυρία κοινό τόπο, για να καταλήξει σε αντίθεση όταν οι επίγονοι του Καραμανλή ακολούθησαν αντίθετους δρόμους. Αυτής της ενδεχομενικότητας ως προς τη σύγκλιση έχουμε ποικίλους αποήχους. Τέτοιος απόηχος, με στρεβλό τρόπο ασφαλώς, είναι οι ΑΝΕΛ. Και, ταυτόχρονα, η ανεξαρτησία τους δεν τους οδήγησε στον αναστοχασμό κάποιων βασικών στερεοτύπων της Δεξιάς, λ.χ. της εθνικότητας με τη μορφή του σωβινισμού. w Το επόμενο, βέβαια, που θα σας ρωτήσω είναι η εκτίμησή σας για τη Χρυσή Αυγή. Το κλασικό ερώτημα, που πλανάται σαν φάντασμα, σε κάθε συζήτηση για την πολιτική στην Ελλάδα σήμερα. Πιστεύω ότι το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή» είναι φαινόμενο εθνικοσοσιαλιστικό. Σε αυτή τη συγκυρία βεβαίως δεν έχει λόγους να προτείνει εθνικοσοσιαλιστικό πρόγραμμα, έχει ευκολότερα επιχειρήματα και πεδία: τη ρατσιστική ρητορεία, το μίσος κατά των μεταναστών κλπ. Ωστόσο, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά τη Χρυσή Αυγή, δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στις βιαιότητες, τον μισοξενισμό και τον ρατσισμό της, αλλά και στο ενδεχόμενο να αναδυθεί ο εθνικοσοσιαλισμός. Ο εθνικοσοσιαλισμός προσφέρει εργασία και, επίσης, δίνει πεδία δράσης στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα — έτσι εξασφαλίζει αποδοχή. Ευτυχώς, είμαστε μια μικρή χώρα και έτσι είναι αδύνατον να ολοκληρω-
θεί η άλλη διάσταση του εθνικοσοσιαλισμού, που την ξέρουμε οδυνηρά από το παρελθόν: ο πόλεμος. Γιατί δίνω έμφαση στο πρώτο συνθετικό της λέξης εθνικοσοσιαλισμός; Γιατί η εκμετάλλευση από τη Χρυσή Αυγή του στερεοτύπου της ταυτότητας έθνους και Εκκλησίας παρέχει σε αυτό το μόρφωμα τη δυνατότητα να ξεφεύγει από τις συμπληγάδες του δεύτερου συνθετικού, δηλαδή του χιτλερικού «σοσιαλισμού». Εάν μια έκρυθμη κατάσταση καθιστούσε τη Χρυσή Αυγή πολιτική λύση, θα ήταν μια δικτατορία λιγότερο τύπου Μεταξά και περισσότερο τύπου Παπαδόπουλου, με περισσότερους βέβαια εχθρούς: όχι μόνο τους τότε κομμουνιστές και τους ανίκανους αστούς πολιτικούς, αλλά και τη φτωχολογιά της μεταναστευτικού κύματος. Δυστυχώς, υπάρχουν άνθρωποι διαφόρων κομματικών εντάξεων, που μέσα στην απελπισία τους δεν διστάζουν να αποδεχθούν μια δικτατορία, παρότι θα μετάνιωναν τη δεύτερη μέρα της επιβολής της. w Και ας κλείσουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ, δυνατότητες και προοπτικές. Όπως έχει λεχθεί κατά κόρον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολυφωνία, Το ζήτημα είναι αν η πολυφωνία οδηγεί σε διαφωνία ή αν ενορχηστρώνεται σε ένα ανελικτικό σχήμα. Ποιες είναι οι προτεραιότητες, και σε ποιο μέτρο πρέπει οι πολιτικές θέσεις να λαμβάνουν υπόψη το εφικτό, χωρίς να υποτάσσονται σε αυτό: πρέπει να λάβουμε υπόψη το υπαρκτό, αλλά για να το αλλάξουμε, όχι για να υποταχθούμε σε αυτό. Για παράδειγμα, η δυναμιτισμένη συζήτηση για τον δημόσιο τομέα. Η Αριστερά ζητά αναδιάρθρωση, αναμόρφωση, αποτελεσματικότητα. Η Δεξιά και τα κεντροαριστερά παραβλαστήματα, με ελάχιστες γνήσιες και πολλές παραπλανητικές αντιδρασεις, καταλήγουν στη διάλυση του δημόσιου προς όφελος του ιδιωτικού. Η επίκληση της ισχύος των νόμων είναι ένα καταφύγιο φτιαγμένο για να αντιμετωπίσει τις «οβίδες» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όχι τις «έξυπνες βόμβες» που δοκιμάστηκαν επιτυχώς στους λεγόμενους τοπικούς πολέμους των ημερών μας. Κατανοώ το προσωπικό δράμα των ανθρώπων που πίστεψαν ότι η ευθύνη θα οδηγούσε σε ιστορικό συμβιβασμό. Δυστυχώς, όμως, πρόκειται για ανιστορικό συμβιβασμό.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 28 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
34
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Οικονομική πολιτική: θεωρητική ένδεια ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΣΗΦ
«Πραγματικότητα εναντίον ουτοπίας» και «πραγματικότητα εναντίον δυστοπίας». Με αυτά τα δύο σχήματα μπορούν να αποδοθούν επιγραμματικά τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και της (αξιωματικής) αντιπολίτευσης, αντίστοιχα, στη συζήτηση για την οικονομική πολιτική. «Εγώ λέω στον κόσμο την πραγματικότητα και ποιες είναι οι λύσεις», καυχήθηκε πριν λίγες μέρες στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας (Η Καθημερινή, 20.4.2013). Μερικές εβδομάδες προηγουμένως ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Μ. Βορίδης, απευθυνόμενος και αυτός στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, τους είχε ζητήσει να αναγνωρίσουν «την πραγματικότητα», λέγοντας ότι «σε αυτόν τον κόσμο έτσι δουλεύει το μαγαζί». Απαντώντας στον υπουργό ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ τον κατηγόρησε: «Το περιβάλλον στο οποίο ζείτε δεν σας επιτρέπει να έχετε πλήρη εικόνα της πραγματικότητας που βιώνει ο ελληνικός λαός». Οι πραγματικότητες στις οποίες αναφέρονται οι πολιτικοί μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετες ή και αλληλοαποκλειόμενες, οι αναφορές όμως σε αυτές έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την απορία μπροστά σε αυτό που η κάθε πλευρά αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα, την αδυναμίας να προτείνει σαφή πολιτική.
«Έτσι δουλεύει το μαγαζί»: πολιτική είναι η έλλειψη πολιτικής Έτσι, η γνώση του τρόπου που «δουλεύει το μαγαζί» δεν οδηγεί όσους ισχυρίζονται πως τoν κατέχουν στη σύλληψη και εφαρμογή μιας «πραγματιστικής» πολιτικής, αλλά στην αποδοχή ότι πολιτική αποτελεί ακριβώς η έλλειψη πολιτικής: η χωρίς συζήτηση συμμόρφωση με τους κανόνες και τους όρους που θέτουν κάθε φορά εκείνοι που λειτουργούν το μαγαζί, είτε είναι διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων, τράπεζες, πάσης φύσης πιστωτές είτε επίδοξοι ξένοι και εγχώριοι επενδυτές είτε η Ε.Ε., το ΔΝΤ κ.ά. Η έλλειψη πολιτικής και σχεδίου γίνεται αντιληπτή από τους οπαδούς αυτής της μεθόδου, στην καλύτερη περίπτωση, σαν επικοινωνιακό πρόβλημα: «Η κυβέρνηση αυτοπαγιδεύεται σε ζητήματα όπως το φορολογικό και φροντίζει να βάζει επικοινωνιακά αυτογκόλ. Κατανοητή η κούραση και η δυσκολία του πολιτικού εγχειρήματος, αλλά χρειάζεται μια αφήγηση, κάτι που να μοιάζει με σχέδιο από εδώ και πέρα» (Α. Παπαχελάς, Η Καθημερινή, 5.12.2012). Καθώς όμως οι βουλές των δανειστών παρουσιάζονται άγνωστες και ευμετάβλητες, όπως έδειξαν η «διάσωση» της Κύπρου και το βέτο της τρόικας στη συγχώνευση Εθνικής και Eurobank, οι «πραγματιστές», για να τις παρακολουθήσουν, είναι υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε συνεχείς δημόσιες αυτοαναιρέσεις. Ανεξάρτητα από ενδεχόμενες προσωπικές επιλογές και στρατηγικές, η εμμονή σε αυτή τη στάση εκφράζει συλλογικά αδιέξοδα και μετατοπίσεις στις σχέσεις πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων. Με την εξασθένηση της εγχώριας παραγωγικής βάσης και την έδραση ή τη μεταφορά εκτός Ελλάδας των δραστηριοτήτων μεγάλου μέρους του ελληνικού κεφαλαίου, που συμβολίζεται άψογα με την κατοχή της προεδρίας του ΣΕΒ από έναν πρώην βιομήχανο και νυν συλλέκτη έργων τέχνης, οι αστοί πολιτικοί δεν έχουν πλέον να εκπροσωπήσουν και να υπερασπιστούν μεγάλες εγχώριες οικονομικές δραστηριότητες. Όχι μόνο οι παραδοσιακά ισχυροί εισαγωγείς και οι υπάρχοντες ξένοι επενδυτές, αλλά και οι ενεχόμενοι στις ναυτιλιακές δραστηριότητες, την εμπορική και τραπεζική επέκταση στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη έχουν συμφέροντα από την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και τη συμμετοχή σε μια ισχυρή νομισματική ένωση, και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την υπόλοιπη οικονομία προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διατήρηση αυτού του καθεστώτος. Επιπλέον, εδώ και τρεις δεκαετίες, η αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από τις εισροές των κοινοτικών πόρων, η διάθεση των οποίων στο εσωτερικό αποτελούσε το κυριότερο εργαλείο εξασφάλισης
Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Ο «πραγματισμός» (δηλαδή η έλλειψη πολιτικής) της κυβέρνησης και η συνομιλία του ΣΥΡΙΖΑ με απόντες συνομιλητές μαζικής πολιτικής υποστήριξης. Παράλληλα, διογκώθηκαν και απέκτησαν κοινωνικό και πολιτικό βάρος οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα που συμμετέχουν στη διαδικασία διάθεσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων και τον έλεγχό της χρήσης τους. Ειδικές διαχειριστικές αρχές και πάσης φύσης ιδιωτικοί σύμβουλοι απομύζησαν σημαντικό ποσοστό των εισρεόντων πόρων, διαβρώνοντας και απορρυθμίζοντας παράλληλα τη δημόσια διοίκηση. Αυτές οι οικονομικές και πολιτικές μεταβολές εξηγούν την ευπείθεια των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας και νέων πολιτικών σχηματισμών στις εκάστοτε απαιτήσεις των ξένων χρηματοδοτών. Η ευρωπαϊκή επιλογή, από μέσο διάσωσης του ελληνικού καπιταλισμού, έχει μεταβληθεί για τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις σε αποδοχή της αποδόμησής του, στο όνομα ενός αόριστου μελλοντικού υποδείγματος. Σε αυτές τις βασικές αντιφάσεις οφείλονται οι τραγελαφικές εκδηλώσεις απορίας, οι διαμαρτυρίες χωρίς αποδέκτη και οι εκρήξεις ακίνδυνης οργής από τους πολιτικούς και τους συνάδοντες δημοσιογράφους, κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά σε μια νέα απαίτηση των ευρωπαίων χρηματοδοτών τους, καθώς ακροβατούν από την παλαιά τους θέση στη νέα, πριν αποκατασταθεί η ισορροπία της άνευ όρων συμμόρφωσης.
Μια άλλη πολιτική και η αδράνεια του κοινωνικού της υποκειμένου Οι οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις επηρεάζουν όμως και όσους υποστηρίζουν μια εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική, καθώς και εδώ λείπει ή αδρανεί το κοινωνικό της υποκείμενο. Αυτή η έλλειψη κάνει τον λόγο του ΚΚΕ για ολική
Έμιλ Νόλντε, «Χορός», 1910
ανατροπή του συστήματος να φαίνεται χιλιαστικός, καθώς το γεγονός πρόκειται να συμβεί σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Το πρωθύστερο των —μερικές φορές άρτιων τεχνικά— προτάσεων για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, που θα αποτελέσει το έναυσμα για ριζικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, μαρτυρά κατά τη γνώμη μου την έλλειψη ετοιμότητας των κοινωνικών υποκειμένων της αλλαγής. Στο επίκεντρο της κριτικής των «πραγματιστών» βρίσκεται όμως η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η απήχηση αυτού του χώρου έχει διευρυνθεί ως συνέπεια της κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει την πραγματικότητα της ανεργίας, της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού δυναμικού, της υποβάθμισης της υγείας και της παιδείας, την εξάπλωση των στερήσεων και της φτώχειας και υπόσχεται να θεραπεύσει αυτά τα δεινά, ωστόσο οι λύσεις τις οποίες προτείνει παραμένουν αχνά περιγράμματα. Το «Εθνικό Σχέδιο για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση», το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της ανεργίας» και οι υπόλοιπες προτάσεις που παρουσίασε τελευταία ο Α. Τσίπρας ακούγονται ευχάριστα και γεννούν ελπίδες, αλλά το περιεχόμενό τους παραμένει άγνωστο, ενώ δεν διευκρινίζεται ποιος και πότε θα τα εκπονήσει (Η Αυγή, 19.4.2012). Σε συνέντευξή του στην Εποχή (10.3.2013), ο υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκης, απαντώντας στην παρατήρηση ότι «ο προγραμματικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ακόμα επεξεργασμένος και εξειδικευμένος», διαβεβαίωνε: «Η ρευστότητα και το βάθος της κρίσης είναι βεβαίως σημαντικές δυσκολίες, όμως δεν είναι ανυπέρβλητες. Αρκεί να ακολουθήσουμε τη δοκιμασμένη λενινιστική αρχή, βάσει της οποίας απαιτείται να κάνεις κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας και να δίνεις κάθε φορά συγκεκριμένη απάντηση στις συγκεκριμένες συνθήκες». Η επανάληψη του επιθέτου συγκεκριμένος -νη, εδώ, μάλλον συσκοτίζει παρά κάνει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πιο ευκρινές. Πολύ περισσότερο, που αμέσως μετά ο Γ. Δραγασάκης διαπιστώνει: «Δεν έχουμε επίσης βρει ακόμη πρακτικούς τρόπους για να αξιοποιήσουμε πλήρως το πλούσιο επιστημονικό δυναμικό που έχει προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Έτσι, ενώ όλος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έχει ως στόχο του μια κυβέρνηση της Αριστεράς, τα συγκεκριμένα καθήκοντα και το συγκεκριμένο πρόγραμμα μιας τέτοιας κυβέρνησης δεν έχουν γίνει ακόμη, στο βαθμό που θα έπρεπε, υπόθεση όλου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Αυτή η αντίφαση πρέπει να ξεπερασθεί».
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ελληνικό κεφάλαιο: η συνομιλία με ανύπαρκτους συνομιλητές Στη ρίζα των προβλημάτων που διαπιστώνει ο Γ.Δραγασάκης δεν βρίσκονται μόνο οι υπαρκτές οργανωτικές αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως η δυσκολία αντιστοίχισης προγραμματικών στόχων με τις ανάγκες και στοχεύσεις συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών. Έχοντας ως σημείο εκκίνησης την αποδοχή της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και τη «συμβολή» του ξένου κεφαλαίου, η αξιωματική αντιπολίτευση επιδιώκει να έρθει σε κάποια συνεννόηση ακριβώς με τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου η απουσία των οποίων προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ευπείθεια των κυβερνητικών εταίρων προς τα κελεύσματα των ξένων δανειστών. Παρουσιάσεις και παρουσίες των ηγετικών στελεχών σε συνέδρια του Economist, στην Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών, χθες στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών και ενδεχομένως αύριο στον ΣΕΒ, υπερατλαντικά ταξίδια κ.ά. αποτελούν ενδείξεις αυτής της αγωνιώδους αναζήτησης ευρύτερης συναίνεσης. Η απουσία ή απροθυμία των συνομιλητών είναι ένα πρόβλημα που θυμίζει αδιέξοδα τα οποία έζησε η ελληνική κοινωνία εξαιτίας της αδιαλλαξίας του αστικού κόσμου και στο παρελθόν. Αυτή η πλευρά επισείει και σήμερα το φόβητρο του εμφυλίου πολέμου, με τρόπο που αφήνει να εννοηθεί ότι δεν θα διστάσει να τον επιβάλει για μια ακόμα φορά. Είναι χαρακτηριστική η ερώτηση-απειλή του Α. Παπαχελά προς τον Γ. Δραγασάκη σε συνέντευξη στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, κατά την οποία ο δεύτερος είχε προσπαθήσει να αναπτύξει με ειλικρίνεια και μετριοπάθεια τις απόψεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Και η τελευταία ερώτηση που έχω να σας κάνω είναι κατά πόσον φοβάστε την κατάρρευση, αν φοβάστε έναν εμ-
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 28 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
39
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
και πρακτική αδυναμία φύλιο, είναι πράγματα τα οποία έχει ξαναπεράσει η χώρα μας...» («Νέοι Φάκελοι», 26.2.2013). Με την ερώτησή του ο Α. Παπαχελάς πρόσφερε την αυθεντική ερμηνεία της «θεωρίας των άκρων» και της μονόπλευρης πολιτικής νόμου και τάξης που προπαγανδίζει η εφημερίδα Καθημερινή που διευθύνει. Σε αυτές τις συνθήκες, το πρόβλημα δεν είναι η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική της «εθνικής» συνεννόησης. Για «Εθνικό Σχέδιο Δράσης» κατά της ανεργίας μίλησε ο Α. Τσίπρας στην Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών, χαρακτηρίζοντάς την «εθνικό πρόβλημα» (Η Αυγή, 19.4.2013) Το πρόβλημα είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση προσέρχεται σε αυτές τις δύσκολες συζητήσεις χωρίς σαφές πρόγραμμα, δίνοντας την εντύπωση ότι θα το διαμορφώσει με βάση τις αντιδράσεις, ακολουθώντας δηλαδή μια ατελέσφορη διαπραγματευτική τακτική με τον πρόσθετο κίνδυνο να χάσει στην πορεία και αυτούς που θέλει να εκπροσωπεί – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν σαφέστερες ιδέες για την έξοδο από την κρίση από ό,τι η ηγεσία και τα μέλη του. Η προσμονή που έχει επανειλημμένα διατυπωθεί («τώρα θα βγούμε από την κρίση με την κοινωνία. Η κοινωνία θα αναδείξει τις μορφές έκφρασής της») φαίνεται δύσκολο να εκπληρωθεί, παρόλο που σε όλη τη χώρα έχουν αναπτυχθεί ποικίλες μορφές αυτοοργάνωσης για να ανακουφισθούν σε τοπικό επίπεδο όσοι έχουν πληγεί βαρύτερα από την κρίση και τις πολιτικές λιτότητας. Παρά τις δυνατότητες δικτύωσης και επικοινωνίας τις οποίες χρησιμοποιούν, οι διάφοροι κοινωνικοί χώροι αναλώνονται στη διαχείριση της καθημερινότητας στο ιδιαίτερο πεδίο δράσης τους, αδυνατώντας προς το παρόν να συλλάβουν τη φύση της κρίσης και να προτείνουν συνολικές λύσεις. Από αυτή την άποψη, η σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα αποτελεί απόδειξη της χρεοκοπίας της επιστημονικής διανόησης και των συλλογικών σωμάτων εκπροσώπησης οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων (συνδικάτα, επιμελητήρια, πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα, σύλλογοι κ.ά.). Όσο ήταν φυσικό κατά την εκδήλωση της κρίσης το 2009 και το 2010 να εκφράζονται απόψεις με το βλέμμα στραμμένο προς το παρελθόν, άλλο τόσο είναι αποκαρδιωτική, μετά την πάροδο τριών ετών, η θεωρητική ένδεια και η πρακτική αδυναμία των διαθέσιμων αναλύσεων και προτάσεων. Αυτή η γενική αδυναμία συμπληρώνει και εξηγεί τη γενική αμηχανία των πολιτικών δυνάμεων μέσα από τις οποίες εκφράζεται η ελληνική κοινωνία. Η θεωρητική και πρακτική απορία διαπιστώνεται σε τρία επίπεδα: α) στον εγκλωβισμό των τρεχουσών αναλύσεων στα σχήματα της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης, ακόμα και όταν δηλώνεται ότι αμφισβητείται, β) τη σχηματική αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος, γ) την ασάφεια των προτάσεων για την έξοδο από την κρίση.
Ο εγκλωβισμός στα σχήματα της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης Στη νεοφιλελεύθερη κοινή που επικρατεί σήμερα, θεωρείται ότι οι πράξεις των ιδιωτών επιχειρηματιών και καταναλωτών, εφόσον είναι απαλλαγμένες από κρατικούς περιορισμούς και ισχύει ο πλήρης ανταγωνισμός, αποδίδουν μέσω των αγορών τα καλύτερα δυνατά για το κοινωνικό σύνολο αποτελέσματα. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις οι πράξεις των ιδιωτών είναι οι βέλτιστες και εκ προοιμίου ανεπίδεκτες κριτικής. Γι’ αυτό και ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος δίνει έμφαση στα δημοσιονομικά προβλήματα, στο δημόσιο χρέος, αν και είναι γνωστό ότι το πρόβλημα βρίσκεται στους παραγωγικούς τομείς. Υπάρχει ο φόβος ότι μια δημόσια κριτική των πεπραγμένων των ιδιωτών επιχειρηματιών θα οδηγούσε σε επικίνδυνη απονομιμοποίηση του συστήματος. Καθώς όμως οι ανεπάρκειες του, κατά κύριο λόγο ιδιωτικού, παραγωγικού τομέα είναι οφθαλμοφανείς καλλιεργείται η εντύπωση ότι θα θεραπευθούν με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις. Το κοινωνικό κόστος αυτών των μεταρρυθμίσεων που το φέρουν, όπως και το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής, οι μισθωτοί ως εργαζόμενοι πολίτες και καταναλωτές, στο πλαίσιο μιας ριζικής ανακατανομής του εισοδήματος σε βάρος τους, παρουσιάζεται ως το αναγκαίο τίμημα που πρέπει να καταβληθεί, ώστε να φθάσουν οι κοινωνίες στον παράδεισο της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η πολιτική αυτή, ως γενική κατεύθυνση συμπίεσης των
μισθωτών και των λεγόμενων μικρομεσαίων, που προηγούμενα αντιμετωπίζονταν ως κοινωνικός σταθεροποιητής, ακολουθείται στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990. Ουδέποτε όμως αυτή η πολιτική θεωρήθηκε μέσο παραγωγικής αναβάθμισης, αφού η ανάπτυξη θα ακολουθούσε αυτόματα. Εξάλλου, στη μεταβιομηχανική κοινωνία της πληροφορίας, στην οποία υποτίθεται ότι έμπαινε η ανθρωπότητα, η ενασχόληση με τις παραγωγικές δομές θεωρούνταν σύμπτωμα παρωχημένης σκέψης. Εκείνη την εποχή αρχίζει η αδρανοποίηση του ΚΕΠΕ, από τότε οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος παύουν να ασχολούνται με την πραγματική οικονομία και εστιάζονται στη νομισματική πολιτική – εξελίξεις που επιστεγάζονται με την απορρόφηση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας από το Υπουργείο Οικονομικών. Είναι η δημοκρατία ως καθεστώς και όχι απλώς το κράτος ως διοικητικός μηχανισμός που απεμπολεί τα εργαλεία που θα τη βοηθούσαν στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Είναι η εποχή της δόξας των χρηματοοικονομικών συμβούλων, του πολλαπλασιασμού των οικονομικών εφημερίδων, της συχνής αναμετάδοσης του δελτίου του Χρηματιστηρίου, εκπομπών στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση με τίτλους όπως «Ο ήχος του χρήματος» (!), των χρηματιστηριακών γραφείων και στις μικρότερες επαρχιακές πόλεις. Πολλές από αυτές τις εξελίξεις συμβαδίζουν με ανάλογες στην υπόλοιπη Ευρώπη, με τη διαφορά ότι ο λόγος εναντίον του «υδροκέφαλου κράτους» στην ελληνική περίπτωση δεν είναι μόνο περισσότερο οξύς, αλλά και αποσυνδεδεμένος από τις άμεσες ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Οι οξύτεροι εγχώριοι επικριτές του κράτους είτε είναι δημόσιοι υπάλληλοι της μιας ή της άλλης κατηγορίας (καθηγητές πανεπιστημίου, στελέχη κρατικοδίαιτων δεξαμενών σκέψης) είτε δημοσιογραφούντες σε ΜΜΕ, η επιβίωση των οποίων εξαρτιόταν από τη στήριξη ή την ανοχή του του κράτους στις παρανομίες τους. Το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γενικευμένο υποδόριο αίσθημα ότι το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας είχε φθάσει στα όριά του και η ανασφάλεια οδηγούσε από τότε σε έναν ακήρυκτο πόλεμο όλων εναντίον όλων: επιχειρηματιών, μισθωτών του ιδιωτικού και του δημοσίου, επαγγελματιών τεχνιτών, ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών κ.ο.κ.
Λ. Παπαδήμος και Γ. Στουρνάρας: «O τρώσας και ιάσεται» Ανάμεσα στην περίοδο πριν την κρίση και στη σημερινή υπάρχει συνέχεια όχι μόνο στις στοχεύσεις της οικονομικής πολιτικής, αλλά και στα πρόσωπα που την υλοποιούν, κατά το ρητό «ο τρώσας και ιάσεται». Οι Λ. Παπαδήμος και Γ. Στουρνάρας είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτής της συνέχειας, παρόλο που οι λόγοι παραίτησης του Τ. Αθανασόπουλου και των συνεργατών του από το ΤΑΙΠΕΔ μαρτυρούν ότι η συνέχεια στα πρόσωπα απαντάται και σε χαμηλότερες βαθμίδες. Συνέχεια προσώπων υπάρχει επίσης και στους λεγόμενους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Δεν εκπλήσσει λοιπόν η σημερινή πλήρης υιοθέτηση της πολιτικής και του λόγου της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, με πλήρη αφαίρεση από την πραγματική οικονομία. Λιγότερο φυσικό είναι οι αντίπαλοι αυτής της πολιτικής να υιοθετούν και εκείνοι στοιχεία αυτού του λόγου, δείχνοντας να έχουν υποκύψει στον φετιχισμό των δημοσιονομικών δεικτών. Με αφαίρεση από την πραγματική οικονομία και το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, ορισμένοι, το 2010, ασκώντας κριτική στη διαγραφόμενη πολιτική της υπαγωγής στην τρόικα, υποστήριζαν ότι δεν υφίστατο πρόβλημα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, καθώς τα ποσά που διατίθεντο γι’ αυτό τον σκοπό δεν απείχαν πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σήμερα, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συχνά συσχετίζουν τα ελληνικά μεγέθη ως ποσοστό του ΑΕΠ με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους στις δημόσιες δαπάνες, τα δημόσια έσοδα ή σε κάποια υποκατηγορία αυτών. Ενδεχομένως η τακτική αυτή να κάνει την κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης πιο πειστική σε ένα οικονομικά αναλφάβητο κοινό, περιβάλλοντας τον λόγο της με μια επίφαση επιστημονικότητας, με τίμημα όμως τον κίνδυνο νομιμοποίησης του τρόπου σκέψης που παράγει τις επίδικες πολιτικές.
Έργο του Γιάννη Τσαρούχη
Πολιτική Μέρκελ: Φταίει άραγε ο προτεσταντισμός; Οι αδυναμίες στην οικονομική ανάλυση συνυπάρχουν με μια στενή και συχνά ρομαντική θεώρηση των διεθνών εξελίξεων. Για μεγάλο διάστημα, το πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε σαν αποκλειστικά ελληνικό που οφειλόταν είτε στη γενικευμένη διαφθορά είτε στις λανθασμένες επιλογές όσων τους έλαχε να κυβερνούν έναν «διεφθαρμένο λαό». Μετά την επέκταση της κρίσης χρέους και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης το πρόβλημα αναγνωρίσθηκε ως ευρωπαϊκό και ανακαλύφθηκε στη γερμανική πολιτική μια πρόσθετη ρίζα του κακού, πέρα από τη διαφθορά, το υπερβολικό κράτος και την ανεπάρκεια των κυβερνώντων στην Ελλάδα. Η απόδοση όμως της κύριας ευθύνης στη Γερμανία δεν συνοδεύθηκε από μια σοβαρή ανάλυση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης στη Γερμανία και τη διατύπωση υποθέσεων για τα κίνητρα της πολιτικής των γερμανών ιθυνόντων. Αντίθετα, το ζήτημα προσωποποιήθηκε και ιδεολογικοποιήθηκε. Σαν αιτία παρουσιάζεται η προτεσταντική νοοτροπία της Μέρκελ και του Σόιμπλε και πολλοί, και όχι μόνο στην κυβέρνηση, ελπίζουν ότι η πολιτική αυτή θα μπορούσε να αλλάξει με μια ήττα του σημερινού κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Παρά το καθημερινό τερερέμ περί παγκοσμιοποίησης και το γεγονός ότι η Γερμανία ήταν μέχρι πέρσι η πρώτη εξαγωγική οικονομία παγκοσμίως, δεν γίνεται σοβαρή προσπάθεια να κατανοηθεί η γερμανική πολιτική στο παγκόσμιο πλαίσιο. Αυτό δεν εμποδίζει να μεγεθύνονται διαφορές ανάμεσα στη γερμανική και την αμερικανική προσέγγιση της κρίσης, κατά το «κάντο όπως ο Ομπάμα». Η στάση των κυβερνητικών εταίρων, καμιά φορά και της αντιπολίτευσης, θυμίζει την αγωνιώδη αναζήτηση φιλελλήνων, ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, από την «μικρά και έντιμη Ελλάδα» του 19ου αιώνα. Μια τελευταία έκδοση αυτής της αταβιστικής συμπεριφοράς είδαμε κατά την κρίση στην Κύπρο. Εντούτοις, αξίζει μια πιο προσεκτική ανάγνωση των γερμανικών δεδομένων, τόσο για την κατανόηση της γερμανικής πολιτικής όσο και για την ανίχνευση των περιθωρίων μιας διαφορετικής πολιτικής από αυτήν της πλήρους συμμόρφωσης που ακολουθείται σήμερα. Θα προσπαθήσω να συνεχίσω, στην τελευταία κατεύθυνση, σε επόμενο φύλλο των «Ενθεμάτων».
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 28 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
40
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Θρυμματισμένοι καιροί: κουλτούρα και κοιν Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Θεμέλιο, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου, το βιβλίο του Έρικ Χομπσμπάουμ Θρυμματισμένοι καιροί. Η μεταθανάτια αυτή συλλογή δοκιμίων, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά μόλις πριν ένα μήνα, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, σχετικά με την κουλτούρα και την κοινωνία του 20ού αιώνα: ο Καρλ Κράους, η αρ νουβώ, ο μύθος του καουμπόι, η ποπ, τα φεστιβάλ του 21ου αιώνα, οι σχέσεις τέχνης και επανάστασης μετά το 1917, οι δεσμοί τέχνης και εξουσίας είναι ορισμένα από τα θέματα που θίγονται με τον γνωστό συναρπαστικό τρόπο του Χομπσμπάουμ. Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα εκτενές απόσπασμα από τον Πρόλογο και μικρά αποσπάσματα από τρεις κριτικές: του Mark Mazower (Financial Times, 29.3.2013), του Jonathan Derbyshire (The New Statesman,9.4.2013) και του Roy Foster (The Irish Time, 13.4.2013). ΤΟΥ ΕΡΙΚ ΧΟΜΠΣΜΠΑΟΥΜ
Λίγες σελίδες είναι πιο οικείες σήμερα από την προφητική περιγραφή του Καρλ Μαρξ για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της δυτικής καπιταλιστικής βιομηχανοποίησης. Όμως, καθώς ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός του 19ου αιώνα εγκαθίδρυε την κυριαρχία του πάνω σ’ έναν πλανήτη τον οποίο έμελλε να μεταμορφώσει μέσω της κατάκτησης, της τεχνολογικής υπεροχής και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας του, κουβαλούσε μαζί του κι ένα ισχυρού γοήτρου φορτίο από δοξασίες και αξίες, που θεωρούνταν φυσιολογικά ανώτερες από άλλες. Ας τις ονομάσουμε «ευρωπαϊκό αστικό πολιτισμό», έναν πολιτισμό που δε συνήλθε ποτέ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι τέχνες και οι επιστήμες ήταν εξίσου κεντρικές όσο και η πίστη στην πρόοδο και την εκπαίδευση γι’ αυτήν τη σίγουρη για τον εαυτό της κοσμοθεωρία, και αποτέλεσαν πράγματι τον πνευματικό πυρήνα που αντικατέστησε την παραδοσιακή θρησκεία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σ’ αυτόν τον «αστικό πολιτισμό», ο οποίος συμβολίζεται παραστατικά στο μεγάλο δακτύλιο από δημόσια κτίρια των μέσων του 19ου αιώνα που περιβάλλουν το παλιό μεσαιωνικό και αυτοκρατορικό κέντρο της Βιέννης: το Χρηματιστήριο, το Πανεπιστήμιο, το Burgtheater, το μνημειακό Δημαρχείο, το κλασικό Κοινοβούλιο, τα τιτάνια μουσεία της ιστορίας της τέχνης και της φυσικής ιστορίας, το ένα αντίκρυ στο άλλο, και φυσικά την καρδιά κάθε αστικής
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ
«Παγκοσμιοποιημένος» πριν την παγκοσμιοποίηση
πόλης εκείνου του αιώνα που σεβόταν τον εαυτό της, τη Μεγάλη Όπερα. Αυτοί ήταν οι τόποι όπου οι «καλλιεργημένοι άνθρωποι» ασκούσαν τη λατρεία τους στους βωμούς της κουλτούρας και των τεχνών. Μια εκκλησία του 19ου αιώνα προστέθηκε στο φόντο μόνο σαν όψιμη παραχώρηση προς το δεσμό μεταξύ Εκκλησίας και αυτοκράτορα. Όσο πρωτόφαντο κι αν ήταν, αυτό το πολιτιστικό σκηνικό είχε βαθιές ρίζες στην παλιά ηγεμονική, βασιλική και εκκλησιαστική κουλτούρα πριν τη Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή στον κόσμο της εξουσίας και του μεγάλου πλούτου, τους κλασικούς πάτρωνες των υψηλών τεχνών και θεαμάτων. Επιβιώνει ακόμα σε σημαντικό βαθμό μέσα από τη διασύνδεση παραδοσιακού κύρους και οικονομικής δύναμης, που επιδεικνύεται σε δημόσιο θέαμα, αλλά δεν περιφράσσεται πια από την κοινωνικά αποδεχτή αύρα της γέννησης ή της πνευματικής αυθεντίας. Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που εξηγούν γιατί επέζησε από τη σχετική παρακμή της Ευρώπης για να παραμείνει αντιπροσωπευτική έκφραση, παντού στον κόσμο, μιας κουλτούρας που συνδυάζει την εξουσία και το σπάταλο ξόδεμα με το υψηλό κοινωνικό κύρος. Κατ’ αυτή την έννοια, οι υψηλές τέχνες, όπως και η σαμπάνια, παραμένουν ευρωκεντρικές, ακόμα και σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη. [...] O συνδυασμός καινοτόμας τεχνολογίας και μαζικής κατανάλωσης δεν δημιούργησε μόνο το γενικό πολιτιστικό τοπίο μέσα στο οποίο ζούμε, αλλά γέννησε και το μεγαλύτερο και πιο πρωτότυπο καλλιτεχνικό του επίτευγμα: την κινούμενη εικόνα. Εξ ου και η ηγεμονία των εκδημοκρατισμένων ΗΠΑ στο πλανητικό μιντιακό χωριό του 20ού αιώνα, η πρωτοτυπία τους σε νέες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας —σε στιλ της γραφής, της μουσικής, του θεάτρου, αναμειγνύοντας την καλλιεργημένη κουλτούρα με ζωντανές υποδεέστερες παραδόσεις— αλλά και η δύναμή τους να διαφθείρουν. Η ανάδυση κοινωνιών όπου μια τεχνοβιομηχανοποιημένη οικονομία έχει εμποτίσει τη ζωή μας με οικουμενικές, διαρκείς και πανταχού παρούσες εμπειρίες πληροφορίας και πολιτιστικής παραγωγής —ήχου, εικόνας, λόγου, μνήμης και συμβόλων— δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Μεταμόρφωσε εντελώς τους τρόπους μας να κατανοούμε την πραγ-
ματικότητα και την καλλιτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα βάζοντας τέρμα στο παραδοσιακό προνομιακό στάτους «των τεχνών» στην παλιά αστική κοινωνία, δηλαδή στη λειτουργία τους ως μέτρα του καλού και του κακού, ως φορείς αξιών: της αλήθειας, της ομορφιάς και της καθάρσεως. Αυτές ενδέχεται να συνεχίζουν να ισχύουν για το κοινό του Wigmore Hall, είναι όμως ασύμβατες με τη βασική παραδοχή μιας εξαρθρωμένης κοινωνίας αγοράς, ότι δηλαδή «η ικανοποίησή μου» είναι ο μόνος στόχος της εμπειρίας, όπως κι αν επιτυγχάνεται. Σύμφωνα με τη φράση του Τζέρεμι Μπένθαμ (ή μάλλον του Τζον Στιούαρτ Μιλ), «η τρίλιζα είναι το ίδιο καλή με την ποίηση».1 Σίγουρα δεν είναι, αν όχι για τίποτε άλλο επειδή η ρήση αυτή υποτιμά το κατά πόσο ο σολιψισμός της καταναλωτικής κοινωνίας συγχωνεύτηκε με τις τελετουργίες συμμετοχής και αυτοεπίδειξης, επίσημες και ανεπίσημες, που κατέληξαν να χαρακτηρίζουν τα θεαματικά μας κράτη και κοινωνίες πολιτών. Μόνο που, ενώ η αστική κοινωνία πίστευε πως ήξερε σε τι αναφερόταν η κουλτούρα (όπως το είπε ο Τ. Σ. Έλιοτ, «στο δωμάτιο οι γυναίκες πηγαινοέρχονται, / Μιλώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο»), εμείς δεν διαθέτουμε πια τις λέξεις ή τις έννοιες για τον πολύ διαφορετικό χαρακτήρα αυτής της διάστασης της εμπειρίας μας. Ακόμα και το ερώτημα «αυτό άραγε είναι τέχνη;» είναι πιθανό να τίθεται μόνο από κείνους που δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι η κλασική αστική έννοια «των τεχνών», έστω κι αν διατηρείται με περισσή φροντίδα στα μαυσωλεία της, δεν είναι πια ζωντανή. Έφτασε στο τέρμα της διαδρομής της ήδη στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με το Νταντά, το ουρητήριο του Μαρσέλ Ντυσάν και το μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς. Φυσικά, η τέχνη δεν τελείωσε τότε, όπως είχε θεωρηθεί. Ούτε, δυστυχώς, η κοινωνία της οποίας «οι τέχνες» αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα. Όμως, δεν καταλαβαίνουμε πια ή δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε απέναντι στη σημερινή δημιουργική πλημμύρα που κατακλύζει τον πλανήτη με εικόνα, ήχο και λέξεις, και που είναι σχεδόν σίγουρο ότι γίνεται ανεξέλεγκτη, τόσο στο χώρο όσο και στον κυβερνοχώρο. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ
Μετά τον θάνατο του Έρικ Χομπσμπάουμ, πέρσι, ακούστηκαν πολλά εγκώμια για τον ευρυμαθέστατο ιστορικό, αλλά και αρκετές κριτικές, που σε ορισμένες περιπτώσεις άγγιζαν την περιφρόνηση, για τον απολογητή του κομμουνισμού. Ούτε τα εγκώμια ούτε οι κριτικές όμως κατάφεραν να μας δείξουν την σημασία του Χομπσμπάουμ ως διανοητή. Και τώρα έρχεται αυτή η μεταθανάτια συλλογή διαλέξεων, δοκιμίων και κριτικών — που μοιάζει μάλλον ένα πολύχρωμο πανέρι με κείμενα, με κύριο θέμα τις αλλαγές στην κουλτούρα και τις ιδέες τα τελευταία 200 χρόνια. Οι περισσότεροι αναγνώστες θα βρουν και εδώ τη διεισδυτική οπτική του Χομπσμπάουμ, όπως την ξέρουν και από τα έργα του για τη Βιομηχανική Επανάσταση και την εξάπλωση του ιμπεριαλισμού. Όμως, το πραγματικό ενδιαφέρον του τόμου έγκειται, κατά τη γνώμη μου, σε όσα μας δείχνει για τον ίδιο τον άνθρωπο, στο ότι μας θυμίζει πόσο ιδιαίτερος και σπουδαίος ιστορικός ήταν. «Παγκοσμιοποιημένος» ο ίδιος, πολύ προτού η λέξη γίνει κλισέ, καθώς η σκέψη και η γραφή του κινούνταν με άνεση στις ηπείρους και τους ωκεανούς του πλανήτη. Ας σταθούμε σε μία μόνο παράγραφο από τους Θρυμματισμένους καιρούς, που αναφέρεται στη μελέτη των θρησκειών σε όλο τον κόσμο: σε λίγες φράσεις, ανασκοπεί τον χαρισματικό προτεσταντισμό στην Αμερική, την αναβίωση του ισλαμισμού στην Ινδονησία, τις ωδίνες του τοκετού της Ορθοδοξίας και του καθολικισμού στο πρώην σοβιετικό μπλοκ, τη συνεχιζόμενη εκκοσμίκευση στην εκβιομηχανισμένη Δύση. Ευτυχώς για όλους μας, παραδέχεται ταπεινά ότι η γνώση του για τον βουδισμό στην Ταϋλάνδη είναι περιορισμένη. Το χρονολογικό εύρος είναι ίσως λιγότερο εντυπωσιακό — αν και κάθε μελετητής που θα μπορεί να γράψει, ταυτόχρονα, για την αγροτική οικονομία της Ευρώπης και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα θα αισθανόταν τουλάχιστον ίλιγγο. Η γνώριμη αφήγηση του Χομπσμπάουμ, με τον ιδιαίτερο παιχνιδιάρικο τρόπο του, είναι πανταχού παρούσα στους Θρυμματισμένους καιρούς, και μερικές φορές πρέπει να τσιμπηθούμε για να θυμηθούμε ότι κάποια από τα κείμενα του τόμου γράφτηκαν από έναν άνθρωπο που είχε περάσει τα ενενήντα. Γιατί οι δισεκατομμυριούχοι αγοράζουν ποδοσφαιρικές ομάδες και δεν φτιάχνουν όπερες; Τι έχουν να μας πουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λονδίνου το 2012 για τις εθνικές εορτές; Γιατί δεν υπάρχει στην Κίνα κάτι αντίστοιχο με τα αμερικάνικα ράντσα; Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, συνεχίζονταν, μέχρι το τέλος. ΜΑΡΚ ΜΑΖΑΟΥΕΡ
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 28 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013
41
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ωνία στον 20ό αιώνα
ΟΥΣ «ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ»
Μελαγχολία και ενσυναίθηση Σε μια κριτική για το βιβλίο του συνοδοιπόρου του ιστορικού Ράφαελ Σάμιουελ με θέμα τον χαμένο κόσμο του βρετανικού κομμουνισμού (Raphael Samuel, The Lost World of Communism, 1986), o Έρικ Xομπσμπάουμ εξήρε τη «μελαγχολική ενσυναίσθηση» (melancholy empathy) του συγγραφέα «για ένα αμετάκλητα χαμένο παρελθόν». Οι Θρυμματισμένοι καιροί, το τελευταίο έργο του Χομπσμπάουμ, διαθέτει ένα ανάλογο χαρακτηριστικό — αν και αυτή η μελαγχολική ικανότητα ενσυναίσθησης δεν αφορά, εδώ, το βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου έγινε μέλος όταν έφτασε στην Αγγλία από το Βερολίνο, σε ηλικία δεκαπέντε ετών το 1933, αλλά την τέχνη και τον πολιτισμό της «αστικής κοινωνίας», που κατέρρευσε μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Για όλους εμάς», έγραψε, «υπάρχει μια ζώνη του λυκόφωτος μεταξύ της ιστορίας και της μνήμης· ανάμεσα στο παρελθόν ως ένα γενικό αρχείο ανοιχτό σε ψύχραιμες προσεγγίσεις και το παρελθόν ως κομμάτι της ζωής, ή υπόβαθρο της ζωής, του καθενός μας». Η Εποχή των άκρων κινείται σε αυτή την ζώνη του λυκόφωτος. Οι Θρυμματισμένοι καιροί —ή, τουλάχιστον, το κεντρικό τους τμήμα— επίσης. Και αυτό είναι που προσδίδει στο έργο, σε μεγάλο βαθμό, εκείνη την ατμόσφαιρα μελαγχολίας, που ο Χομπσμπάουμ έβρισκε τόσο ελκυστική στο βιβλίο του Σάμιουελ. ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΝΤΕΡΜΠΥΣΑΪΡ
Καρλ Κράους και Καρλ Μαρξ Το πιο γλαφυρό και φλογερό δοκίμιο του τόμου, που δεν είχε μέχρι σήμερα μεταφραστεί από τα γερμανικά, είναι αυτό που αφορά τον σατιρικό συγγραφέα Καρλ Κράους και τους απαράμιλλους καυστικούς
EΝΑ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ
Ο Μακαρέζος, ο Λαδάς και οι ιταλοί νεοφασίστες ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΥ
αφορισμούς του για όλες τις πτυχές της ανοησίας και της υποκρισίας στη Βιέννη των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Κράους «προέλεγε, κατά κάποιον τρόπο, την πραγματικότητα της δικής μας εποχής των μίντια, που χτίστηκε πάνω στην κενότητα του λόγου και της εικόνας». Το σκοτεινό αριστούργημα του Κράους Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας, που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανεβαίνει σπάνια και μένει απρόσιτο για το ευρύ κοινό: κατά την άποψη του Χομπσμπάουμ, συνιστά «ένα κολοσσιαίο και εξαιρετικά απαιτητικό έργο, τεκμηριωτικό και οραματικό». Γράφει με πάθος για την κυο-
Κολάζ του Κουρτ Σβίτερς, 1947
φορία του στα τέλη του κόσμου των Αψβούργων, για τον Κράους και την πολιτική, για την αντίδρασή του στην άνοδο του Χίτλερ: «Ο λόγος έγειρε να βασιλέψει, όταν άρχισε να αναδύεται αυτός ο κόσμος». Οι Θρυμματισμένοι καιροί ακτινοβολούν τη σαρδόνια λάμψη ενός σπουδαίου πνεύματος, δείχνοντάς μας πόσο καθοριστική στάθηκε, για τη διαμόρφωση αυτού του πνεύματος, ο κόσμος της υψηλής κουλτούρας, που διαλυόταν γύρω του, τα χρόνια που μεγάλωνε. Και μας δείχνουν, επίσης, ότι, εν τέλει, η επιρροή του Καρλ Κράους απεδείχθη, πάνω του, ισχυρότερη από την επιρροή του Καρλ Μαρξ. ΡΟΫ ΦΟΣΤΕΡ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Π. ΑΝΑΖΑΡΒΕΑΣ
Τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου του 1971 ο Νικόλαος Μακαρέζος και ο Ιωάννης Λαδάς συνάντησαν έναν ενθουσιώδη ιταλό φίλο του ελληνικού δρόμου προς την αντιδημοκρατική εκτροπή. Δεν επρόκειτο για εθιμοτυπική ή διπλωματική επίσκεψη: ο ιταλός επισκέπτης έφτασε στην Αθήνα εκπροσωπώντας τη φασιστική οργάνωση Movimento Sociale Italiano (MSI), προκειμένου να ζητήσει τη συνδρομή του δικτατορικού καθεστώτος σε ένα σχέδιο γενικευμένης αποσταθεροποίησης στην Ιταλία. Η παρασκηνιακή συνάντηση εγγράφεται στις πυκνές επαφές μεταξύ τμημάτων της στρατιωτικής δικτατορίας και του δυναμικού ιταλικού νεοφασιστικού κινήματος, που βασιζόταν σε ιδεολογικές ταυτίσεις και, κυρίως, στη διάθεση συντονισμού του αντικομμουνιστικού αγώνα. Το τελευταίο διάστημα το ζήτημα των διεθνών διασυνδέσεων του δικτατορικού καθεστώτος και ο ρόλος των ελληνικών φασιστικών κύκλων στην Ιταλία έχει αναδειχθεί μέσα από δημοσιεύματα που αναζητούν εκεί, μεταξύ άλλων, τις καταβολές των μεταπολιτευτικών μεταπλάσεων της ελληνικής άκρας Δεξιάς.1 Το ενδιαφέρον αυτό, που συνδέεται προφανώς με τις πολιτικές προκλήσεις του σήμερα, συμβάλλει ταυτόχρονα στη χαρτογράφηση ενός πεδίου που αντιμετωπιζόταν από την ελληνική ιστοριογραφία μάλλον με περισσή περιφρόνηση και αφελή καχυποψία: τη σημασία των μυστικών υπηρεσιών, τις γεωγραφικές εξακτινώσεις του αντικομμουνιστικού αγώνα, τα πολλαπλά νήματα που συνέδεαν τους εσωτερικούς μηχανισμούς της δικτατορίας με τις οργανώσεις του «ελεύθερου κόσμου». Το περιεχόμενο της συνάντησης του Φεβρουαρίου του 1971 το αποκαλύπτει ένα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένο έγγραφο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με ημερομηνία 19.2.1971 (Intelligence Information Cable-TDCS DB–315/00868–71). Αν και σημαντικές πληροφορίες παραμένουν διαβαθμισμένες —με κυριότερη ίσως το όνομα του ιταλού απεσταλμένου— το έγγραφο επιβεβαιώνει τον κομβικό ρόλο του Ιωάννη Λαδά στις δικτυώσεις μεταξύ δικτατορίας και ιταλών φασιστών, μαρτυρεί επαφές πέραν των μεταμφιεσμένων «πολιτιστικών ανταλλαγών» και καταδεικνύει την οικειότητα του ιταλικού νεοφασιστικού κινήματος με την ελληνική δικτατορία. Στη συνάντηση ο εκπρόσωπος του MSI ζήτησε την «έμμεση οικονομική» στήριξη για την εκδίπλωση ενός φιλόδοξου σχεδίου αποσταθεροποίησης: τους επόμενους μήνες το MSI σχεδίαζε να προχωρήσει σε βομβιστικές επιθέσεις στα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (στο Τορίνο, το Μιλάνο, την Μπολόνια, τη Ρώμη και αλλού)· η κίνηση αυτή θα οδηγούσε τους ιταλούς κομμουνιστές στους δρό-
Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Πανεπιστημίου Columbia
Nικόλαος Μακαρέζος
μους, όπου θα τους ανέμεναν ετοιμοπόλεμες δυνάμεις του MSI, με στόχο την πρόκληση όσο το δυνατόν ευρύτερης αναταραχής· η κλιμάκωση των συγκρούσεων θα επέτρεπε σε φιλοφασιστικές δυνάμεις εντός του στρατεύματος να επέμβουν για την «αποκατάσταση της τάξης» αλά ελληνικά — πιο συνοπτικά, ελλείψει Ντε Γκωλ «που ξαναεπέβαλε [στη μετα-1968 Γαλλία] την πειθαρχία», οι Ιταλοί «θα πρέπει να στραφούν στο ελληνικό παράδειγμα». Η απροθυμία των εκπροσώπων της ελληνικής δικτατορίας να δεσμευτούν «απογοήτευσε», κατά τις αμερικανικές πηγές, τον ιταλό απεσταλμένο. Άλλωστε, το σχέδιο δεν ευοδώθηκε, αν και μια διαδήλωση των Φίλων των Ενόπλων Δυνάμεων στη Ρώμη τον Μάρτιο του 1971 πιθανότατα αντανακλά την ύπαρξη σχετικών διεργασιών. Ίσως ακόμα περισσότερο τον απογοήτευε η διαφαινόμενη διαρροή της συνομιλίας του από την πλευρά του απρόθυμου Μακαρέζου — αν και με τα έγγραφα των μυστικών υπηρεσιών δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος για τον πληροφοριοδότη. Η συνάντηση αναδεικνύει, πέραν των ήδη γνωστών, μια ενδιαφέρουσα πτυχή: ο ιταλός εκπρόσωπος δήλωσε ότι ανήκει σε μια εσωτερική, συνωμοτική, ομαδοποίηση του MSI — στο σημείο αυτό, ένα κρίσιμο κομμάτι του εγγράφου παραμένει «μη αποχαρακτηρισμένο». Είναι πιθανότατο, δεδομένης και της επιμονής στις βομβιστικές επιθέσεις, η μη κατονομαζόμενη ομάδα να ανήκε στο σύμπαν της Ordine Nuovo, καθοριστικού κρίκου στις τρομοκρατικές ενέργειες του ελληνικού νεοφασισμού μετά το 1974. «Νεκρανάστασις του Φασισμού εις την Ιταλίαν» ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος της Μακεδονίας στις 7 Φεβρουαρίου 1971, τις μέρες που στην Αθήνα ο Ιωάννης Λαδάς, κουμπάρος του Κωνσταντίνου Πλεύρη, κανόνιζε τα της παρασκηνιακής συναντήσεως με τον Μακαρέζο. Γνωρίζουμε ότι τα ζόμπι, «οι νεκραναστημένοι» της Μακεδονίας, κινούνται με άνεση στο σκοτάδι. Θα είχε λοιπόν ιδιαίτερη χρησιμότητα να συντονιστούν ερευνητικά οι έως τώρα κατακερματισμένες απόπειρες καταγραφής των διαδρομών τους. Ένα τέτοιο βήμα θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην ανάδειξη των οργανωτικών δικτύων της ελληνικής ακροδεξιάς τρομοκρατίας και των παρακρατικών μηχανισμών που την υπέθαλψαν.
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
ANTIKΛΙΜΑΚΑ
Μια σκαλωσιά που φτάνει στ’ άστρα… «Το τραγούδι μου είναι μια σκαλωσιά που φτάνει στ’ άστρα», τραγουδούσε ο Βίκτορ Χάρα, ο συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής που δολοφονήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1973, στο Στάδιο της Χιλής, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοτσέτ. Μετά τον βομβαρδισμό της Λα Μονέδα, του προεδρικού μεγάρου της Χιλής, και τον θάνατο του Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο στρατός εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, όπου βρισκόταν και ο Βίκτορ Χάρα, μαζί με φοιτητές και καθηγητές. Όσοι επέζησαν μεταφέρθηκαν στο Στάδιο της Χιλής — ανάμεσά τους και ο Χάρα. Εκεί βασανίστηκε επί τέσσερις μέρες. Το πτώμα του βρέθηκε πεταμένο σε ένα χαντάκι. Είχε δεχτεί δύο σφαίρες στον δεξί κρόταφο, είχε 16 πύλες εισόδου σφαίρας και 12 πύλες εξόδου στον θώρακα, 6 πύλες εισόδου και 4 πύλες εξόδου στην κοιλιά, είχε δύο τραύματα από σφαίρες στο δεξί χέρι και 18 πύλες εισόδου και 14 πύλες εξόδου στα πόδια. Συνολικά, είχε δεχτεί 44 σφαίρες. Ο Έκτορ Ερέρα, ο υπάλληλος που τον εντόπισε, δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. «Ήταν γεμάτος χώματα και είχε πολλές πληγές. Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα από αίμα και λάσπη και το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από τα χτυπήματα. Δεν ήμουν σίγουρος». Ο Ερέρα ειδοποίησε τη σύζυγο του Χάρα, Τζόαν. Με δυσκολία και με κίνδυνο της ζωής τους κατάφεραν να πάρουν τη σορό από το νεκροτομείο και να τη θάψουν, τρεις μέρες μετά. Η Τζόαν Χάρα, στο βιβλίο της Βίκτορ Χάρα: ένα μισοτελειωμένο τραγούδι, θυμάται εκείνες τις μέρες (αποσπάσματα πρωτοδημοσιεύτηκαν στα ελληνικά στο περιοδικό Σήματα καπνού, τχ. 9, Οκτώβριος 2001): 11 Σεπτεμβρίου Εκείνο το πρωί, ο Βίκτορ έπρεπε να τραγουδήσει στο Πολυτεχνείο, στα εγκαίνια μιας έκθεσης με θέμα τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου, όπου θα μιλούσε ο Αλιέντε. «Δεν θα γίνει», του είπα. «Όχι, αλλά νομίζω πως πρέπει να πάω έτσι κι αλλιώς». Είχε αποφασίσει να πάει, υπακούοντας στις οδηγίες του συνδικάτου. Ήταν αδύνατο να αποχαιρετιστούμε όπως έπρεπε. «Θα γυρίσω μόλις μπορέσω, μαμίτα… ξέρεις ότι πρέπει να πάω… να μείνεις ήρεμη». «Τσάο…». Όταν γύρισα το κεφάλι, ο Βίκτορ δεν ήταν πια εκεί. Ξανατηλεφώνησε κατά τις τέσσερις και μισή. «Πρέπει να μείνω εδώ… Πρωί-πρωί, μόλις λήξει, θα έρθω σπίτι… Μαμίτα, σ’ αγαπάω». Το βράδυ [της μεθεπόμενης μέρας] χτυπάει το τηλέφωνο. Μια άγνωστη φωνή, πολύ νευρική, ζητάει τη συντρόφισσα Τζόαν. «Εγώ είμαι». «Δεν με ξέρεις, συντρόφισσα, αλλά έχω ένα μήνυμα για σένα από τον άντρα σου. Μόλις βγήκα από το Στάδιο της Χιλής. Ο Βίκτορ είναι εκεί. Μου ζήτησε να σου πω να προσπαθήσεις να είσαι ήρεμη και να μείνεις σπίτι με τις μικρές. Δεν πιστεύει ότι θα τον
αφήσουν να βγει από το στάδιο…». 18 Σεπτεμβρίου Ακούω θόρυβο στην πόρτα, σαν κάποιος να προσπαθεί να μπει. Βγαίνω στο παράθυρο και βλέπω έναν νεαρό. «Με συγχωρείτε, αλλά έπρεπε να σας συναντήσω… Λυπάμαι, πρέπει να σας πω ότι ο Βίκτορ είναι νεκρός… Βρήκαν το πτώμα του στο νεκροτομείο. Πρέπει να έρθετε, γιατί η σορός είναι εκεί ήδη 48 ώρες και αν δεν τη ζητήσει κανείς θα θαφτεί σε κοινό τάφο». […] Κοιτάζω τις σειρές των γυμνών σωμάτων που καλύπτουν το πάτωμα, στοιβαγμένα σε σωρούς, τα περισσότερα με ανοιχτές πληγές, μερικά με τα χέρια ακόμα δεμένα στην πλάτη… εκατοντάδες πτώματα. […] Ήταν ο Βίκτορ… Είχε τα μάτια ανοιχτά και έμοιαζε να κοιτά μπροστά, έντονα και προκλητικά, παρά την πληγή στο κεφάλι και τους τρομερούς μώλωπες στο μάγουλο. Τα ρούχα του είχαν γίνει κουρέλια… το στήθος διάτρητο από σφαίρες και μια ανοιχτή πληγή στην κοιλιά… τα χέρια του έμοιαζαν να κρέμονται από τα μπράτσα σε μια παράξενη γωνία, σαν να του είχαν σπάσει τους καρπούς»… Μετά από τέσσερις μέρες βασανιστηρίων, ένας αξιωματικός με το παρατσούκλι «ο Πρίγκιπας» είχε φωνάξει στον Βίκτορ Χάρα: «Τραγούδα τώρα, αν μπορείς, καργιόλη». Και ο Χάρα τραγούδησε, το Βενσερέμος, τον ύμνο της Λαϊκής Ενότητας. Έξαλλοι οι στρατιωτικοί, άρχισαν να τον χτυπούν πάλι και τον έσυραν σε μια άκρη για να τον εκτελέσουν. Η φρίκη της δολοφονίας του Βίκτορ Χάρα ζωντάνεψε ξανά πριν από λίγο καιρό. Μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, δικαστήριο του Σαντιάγο παρέπεμψε σε δίκη οκτώ αξιωματικούς του στρατού ως υπεύθυνους για τη δολοφονία. Οι τέσσερις συνελήφθησαν τον Δεκέμβριο, για να αφεθούν τον Μάρτιο ελεύθεροι με εγγύηση όσο περιμένουν τη δίκη, ενώ οι συγγενείς του Χάρα και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζητούν να εκδοθεί από τις ΗΠΑ, όπου ζει από το 1990, ο Πέδρο Μπαριέντος, που θεωρείται ο ένας από τους δύο φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας. Για τη δολοφονία του Χάρα έχει ήδη καταδικαστεί σε φυλάκιση ένας στρατιώτης, αλλά είναι η πρώτη φορά που διώκονται αξιωματικοί του στρατού. Από την πρώτη στιγμή, ο Βίκτορ Χάρα μετατράπηκε σε σύμβολο της αντίστασης στη χούντα του Πινοτσέτ· ήταν ένας άνθρωπος τρυφερός που βρέθηκε αντιμέτωπος με την πιο αδιανόητη βαρβαρότητα. Ένας άνθρωπος που τραγουδούσε ότι η ζωή μας δεν έχει φτιαχτεί για να ’ναι γεμάτη από σκιές και θλίψη. Η απόδοση δικαιοσύνης ίσως διώξει, τελικά, μερικές από τις σκιές. ΚΩΣΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Βίκτορ Χάρα. Γκράφιτι σε τοίχο του Σαντιάγο. Φωτογραφία του «Eterno Resplandor de una mente se cuerpo», από το flickr