Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Kείμενα των: Στρατή Μπουρνάζου, Σίας Αναγνωστοπούλου, Μιχάλη Σπουρδαλάκη, Νικολά Βιεγεκάζ, Ραζμίγκ Κεσεγιάν, Στάθη Κουβελάκη, Μαρίας Πετρίτση, Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Προκόπη Παπαστράτη ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 736
ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Καταστολή, αναστολή και ματαιώσεις ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ
Για τον κόσμο της Αριστεράς (και πολλούς άλλους, βέβαια) ένα ήταν το ζήτημα, τις τελευταίες μέρες: η απεργία των καθηγητών, η επιστράτευση και το άδοξο —αν μη τι άλλο— τέλος της απεργίας, προτού καν αρχίσει. Το συζητήσαμε, με πάθος και ένταση, όλοι μας, αριστεροί και αριστερές όλων των αποχρώσεων και τάσεων. Και αυτή η σχεδόν περιγραφική διατύπωση υποδεικνύει αμέσως ένα πρόβλημα: ενώ η απεργία και η επιστράτευση ήταν το ζήτημα για όλους μας, δεν καταφέραμε, ως Αριστερά και αριστεροί, να κάνουμε κάτι πολύ περισσότερο —αν εξαιρέσουμε την πορεία της Δευτέρας— από το να το συζητήσουμε. Γι’ αυτό δεν αρκεί να καταγγείλουμε την απερίγραπτη στάση ΑΔΕΔΥ-ΓΣΕΕ, ούτε να εκφράσουμε την οργή μας για το ότι η επιστράτευση αποφασίστηκε από μια κυβέρνηση στην οποία μετέχει ένα κόμμα που ονομάζεται —κατά διπλή πλέον αντίφραση— Δημοκρατική Αριστερά κ.ο.κ. Χρειάζεται να μπούμε στα πιο δύσκολα: στον βαθμό που είμαστε κομμάτι αυτής της υπόθεσης (όχι ως εκπαιδευτικοί, αλλά ως Συριζαίοι, αριστεροί, πολίτες που αγωνίζονται) να αναζητήσουμε τις δικές μας ευθύνες, όσα κάναμε και δεν όσα δεν κάναμε, όσα έκαναν και όσα δεν έκαναν οι χώροι όπου ανήκουμε. Σκέψεις λοιπόν, σ’ αυτή την κατεύθυνση: 1. Είχαμε μια σοβαρή ήττα: όχι μόνο για την ΟΛΜΕ και τους καθηγητές, αλλά και για το συνδικαλιστικό κίνημα, γενικότερα για το κίνημα και την Αριστερά, και ακόμα γενικότερα για τη δημοκρατία. Το γεγονός ότι όχι μόνο «δεν ξεσηκώθηκαν οι πέτρες, δεν άνοιξαν οι ουρανοί, δεν σχίστηκε το καταπέτασμα του ναού» ενάντια στο τερατώδες μέτρο της «προληπτικής επιστράτευσης», όπως έγραψε η Αυγή, αλλά ότι οδηγηθήκαμε στην αναστολή της απεργίας, συνιστά ξεκάθαρη ήττα για μας και επιτυχία της κυβέρνησης. Άκουσα, επ’ αυτού, δύο σοβαρές ενστάσεις. Πρώτον, ότι η εμμονή στην απεργία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ήττα, ακόμα και καταστροφή. Δεύτερον, ότι η κυβερνητική νίκη θα αποδειχθεί πύρρεια, αφού δεν μπορείς να κυβερνάς διαρκώς με το ρόπαλο, επιστρατεύοντας τους πάντες. Ακόμα και αν δεχτούμε πλήρως τα δύο παραπάνω — για λόγους οικονομίας της συζήτησης θα το
Σχέδιο του Γιόζεφ Νέμες Λάμπεθ, 1913
κάνω, παρότι η άποψη μου διαφέρει αρκετά— αυτό δεν συνεπάγεται ότι η αναστολή της απεργίας μπορεί να βαφτιστεί «σχετική επιτυχία», «καλύτερη δυνατή εκδοχή» κ.ο.κ. Τα μισόλογα, οι ωραιοποιήσεις και οι παρακάμψεις δεν ωφελούν, αντιθέτως βλάπτουν, και μάλιστα πολύ. 2. Η απόφαση της Τετάρτης, και με το περιεχόμενό της και με τον τρόπο που πάρθηκε, είναι πολύ προβληματική, καθώς, εκτός όλων των άλλων, δημιουργεί ζητήματα φερεγγυότητας και αξιοπιστίας — όχι μόνο για τους συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ αλλά συνολικότερα για τον συνδικαλισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό, ο κλονισμός της πολιτικής εμπιστοσύνης, είναι κατά τη γνώμη μου κάτι πολύ βαρύτερο από το αν μια απόφαση είναι δεξιότερη ή αριστερότερη. 3. Με τις δεδομένες συνθήκες (στάση ΑΔΕΔΥ-ΓΣΕΕ, φόβος απόλυσης, γενικότερη παγωμάρα στην κοινωνία κ.ά.), όλες οι αποφάσεις ήταν δύσκολες, όλες ήταν εξαιρετικό πιθανό να καταλήξουν σε ήττα (βέβαια, από εκεί και πέρα ανοίγει το κεφάλαιο ότι δεν είναι όλες οι ήττες ίδιες, με λυδία λίθο και πάλι το ζήτημα της πολιτικής εμπιστοσύνης). Δεν βρισκόμασταν στο παρά πέντε της εξέ-
γερσης — αλλιώς τα χαράματα της Πέμπτης τα γραφεία των ΕΛΜΕ και της ΟΛΜΕ θα πολιορκούνταν από πλήθη αγανακτισμένων, καθηγητών και λαού. 4. Το τελευταίο δεκαήμερο μας υποχρεώνει να συζητήσουμε ξανά συνολικά για το συνδικαλιστικό κίνημα. Εκτός και πέρα από τις ευθύνες προσώπων, μακριά από λογικές αγωνιστικής πλειοδοσίας ή οδηγιών του τύπου «Αριστερότερα, Κουροπάτκιν!»,1 είναι σίγουρο ότι οι διαδοχικές ήττες (Χαλυβουργία, μετρό, καθηγητές) κάνουν αναγκαία την κριτική και τη σκέψη. Με δυο λόγια, γιατί τη στιγμή που το συνδικαλιστικό κίνημα είναι αναγκαίο περισσότερο από ποτέ, δεν μπορεί να εκπληρώσει τον ρόλο του, πηγαίνει από ήττα σε ήττα. 5. Φτάνω στον ΣΥΡΙΖΑ. Και, όσο πλησιάζουμε στα δικά μας χωράφια, μπορούμε, και πρέπει, να είμαστε πιο αυστηροί. Ως ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ενώ όλα τα δεδομένα ήταν γνωστά εδώ και μέρες, δεν δείξαμε τα πολιτικά αντανακλαστικά που έπρεπε. Δεν αξιολογήσαμε το ζήτημα ως κεντρικό, πρώτης γραμμής, που υπερβαίνει πολύ τους εκπαιδευτικούς, θίγοντας συνολικά τη δημοκρατία και τα δικαιώματα. Δεν εκτιμήσαμε την απεργία ως έναν αγώνα που στην πιο προωθημένη (εξαιρετικά δύσκολη, ίσως και απίθανη) περίπτωση της επιτυχίας μπορούσε μέχρι και να ρίξει την κυβέρνηση, ενώ στη χειρότερη (και πιθανότερη) να επιφέρει καίρια πλήγματα στον συνδικαλισμό και την Αριστερά. Το σημαντικό, για μένα, δεν είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν βγήκε στα κεραμίδια», αλλά ότι δεν εκτίμησε την κεντρικότητα και την κρισιμότητα του αγώνα, ιδίως μετά την επιστράτευση. tst Η κυβέρνηση έχει δείξει επανειλημμένα ότι δεν μπλοφάρει. Όσο και αν, με τις παραστάσεις και τα εργαλεία του παρελθόντος, δυσκολευόμαστε να το συλλάβουμε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι απεργίες θα κηρύσσονται συλλήβδην παράνομες και καταχρηστικές (βλ. και ΕΡΤ, προχθές), οι επιστρατεύσεις θα δίνουν και θα παίρνουν. Η κυβέρνηση θα κινηθεί έτσι, επειδή η πυγμή αποτελεί το βασικό πολιτικό εργαλείο που της απομένει. Σε ένα κομμάτι της κοινωνίας, η λογική «νόμος και τάξη», «Ξένιος Δίας» κ.ο.κ. συναντά αποδοχή, και η κυβέρνηση χτίζει συναινέσεις σε ένα πεδίο προνομιακό γι’ αυτήν. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η Αριστερά δεν μπορεί να
αποτελεί απλώς ένα «παρατηρητήριο» ή «διαπιστωτή» της κοινωνικής αδράνειας. Πρέπει να οργανώνει τους τρόπους που θα σπάει η αδράνεια, που οι διάχυτες αντιδράσεις, η οργή, η απογοήτευση, η ματαίωση θα γίνονται πολιτική πράξη — αυτό που δεν κατάφερε στην απεργία των εκπαιδευτικών. Είναι κάτι που αφορά όχι μόνο την πολιτική της επιβίωση, αλλά την επιβίωση της δημοκρατίας και της κοινωνίας. tst «Αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι, θα απαγορεύονταν», έλεγε ένα παλιό αναρχικό σύνθημα. Φαίνεται πως αυτό ισχύει σήμερα, αντίστροφα, για τις απεργίες. Παρά την τρομοκρατία, παρά τα προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος, παρά την ιδιώτευση και τον φόβο, φαίνεται ότι οι απεργίες μπορούν κάτι να αλλάξουν, ότι απειλούν, πραγματικά και συμβολικά, την καθεστηκυία τάξη. Γι’ αυτό και απαγορεύονται, η μία μετά την άλλη. ΥΓ. Δυο διευκρινίσεις. Παρότι το άρθρο εστιάζεται στην Αριστερά, ασφαλώς το ζήτημα δεν αφορά μόνο την Αριστερά, αλλά και πολλούς άλλους: τους εκπαιδευτικούς (αριστερούς και μη), τους δημοκράτες κλπ. Επίσης, ξέρω ότι πολλοί σύντροφοι πιστεύουν πως τέτοιες κρίσιμες στιγμές δεν είναι ώρα για κριτική. Αν έγραψα, καθόλου εύκολα, τα παραπάνω, το έκανα έχοντας την εντελώς αντίθετη πεποίθηση: ότι σε τέτοιες ακριβώς στιγμές η πολιτική και προσωπική ειλικρίνεια, η κριτική είναι όρος πολιτικής αξιοπρέπειας και δύναμης. Το να βλέπουμε τα λάθη —με πρώτα τα δικά μας— μπορεί να είναι ακόμα και λυτρωτικό. Με το βλέμμα μπροστά, για να προχωρήσουμε, διατηρώντας και δημιουργώντας δεσμούς εμπιστοσύνης.
1
Ο Π. Κανελλίδης, εκδότης των Καιρών, καλύπτοντας με πάθος τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1905, είχε φτάσει να δίνει, από τις στήλες του φύλλου, λεπτομερείς οδηγίες στον ρώσο αρχιστράτηγο Αλεξέι Κουροπάτκιν πώς να κινήσει τα στρατεύματά του για να νικήσει τους Ιάπωνες — με αποκορύφωμα τον περίφημο τίτλο: «Δεξιότερα, Κουροπάτκιν!».
28
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Θα μείνετε στην Ιστορία… για Σεπτέμβρη ΤΗΣ ΣΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η απόφαση της κυβέρνησης για την επίταξη των καθηγητών μέχρι νεωτέρας έχει μεγάλη πολιτική σημασία, καθώς αποκαλύπτει ξεκάθαρα τόσο το περιεχόμενο των υποτιθέμενων εκσυγχρονιστικών και εξευρωπαϊστικών μεταρρυθμίσεων όσο και το μέγεθος της εργαλειοποίησης μιας τυπικής πλέον δημοκρατίας σε βάρος της δημοκρατίας. Αντί οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια εκπαίδευση να αποβλέπουν στην ενίσχυση του δημόσιου σχολείου, κάτι που θα σήμαινε τη συνέγερση των καθηγητών και της κοινωνίας προς την κατεύθυνση ενός σχολείου που προκρίνει τη μόρφωση, την ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας των πολιτών του μέλλοντος (επομένως και κατάργηση του ανορθολογισμού των εξετάσεων και της παπαγαλίας, αλλά και διορισμό των σε μόνιμη ομηρεία αναπληρωτών και ωρομίσθιων καθηγητών), η τρικομματική κυβέρνηση επέλεξε τον γνωστό «μεταρρυθμιστικό» μονόδρομο: απολύσεις, εκφοβισμός, τιμωρία και «βούρδουλας». Η ταπείνωση και το καψόνι (όλοι οι καθηγητές, χρειάζονται δεν χρειάζονται, καλούνται ως επιτηρητές στις εξετάσεις, χωρίς να αμείβονται επιπλέον) ως μεταρρυθμιστικά μέσα αποσκοπούν στη μόνιμη συρρίκνωση του σχολείου σε κέντρο καταστολής, με φοβισμένους, υπό απόλυση ή μετάθεση, καθηγητές. Ο επιταγμένος «μέχρι νεωτέρας» καθηγητής πρέπει να μάθει ότι ο ρόλος του δεν είναι να λειτουργεί ως κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο, φορέας ιδεών και κριτικής σκέψης στους νεότερους. Ο ρόλος του είναι να υπακούει, να υποτάσσεται, να προάγει τον χαφιεδισμό, να μεταδίδει στον μαθητή, μέσα από τον ανορθολογισμό του τελικού σκοπού (των εξετάσεων), τον φόβο για τα πάντα — σε αυτόν τον μαθητή που στο σχολείο του αλωνίζει η Χρυσή Αυγή και στο σπίτι του κυριαρχεί η απόγνωση από την κρίση… Ο χρόνος της «μεταρρύθμισης» αλλά και το μέτρο της επίταξης δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συγκυριακά. Είναι απολύτως επιλεγμένα και υπακούουν στη λογική μιας ακροδεξιών μεθόδων δεξιάς κυβέρνησης η οποία χρησιμοποιεί την κοινωνική και πολιτική ανάγκη για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, για να εθίσει και να εξοικειώσει την κοινωνία σε ένα κράτος καταστολής και υποταγής. Η επίταξη των καθηγητών δεν έγινε επειδή η κυβέρνηση υποχρεώθηκε, μπροστά στον κίνδυνο της διασάλευσης της ηρεμίας των μαθητών, να πάρει ένα ακραίο μέτρο. Έγινε επειδή αυτό προκρίνει ιδεολογικά και πολιτικά ως μέσον για τη συγκρότηση μιας νέας ηγεμονίας, ενός νέου κράτους. Στη «δημοκρατία» της Δεξιάς, με ακροδεξιές εμφανέστατα τάσεις, το κράτος λειτουργεί ως τιμωρός, εναντίον των ατόμων, κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων, εναντίον των διεκδικήσεων τους, προς όφελος της τάξης και της ασφάλειας που μονοπωλιακά (και όχι διαλεκτικά και μαχητικά) ορίζει η ηγεμονική τάξη προς το «συμφέρον του έθνους». Το άτομο, ως πολίτης και συλλογικό υποκείμενο, ως φορέας μιας διαλεκτικά και συγκρουσιακά συγκροτημένης μνήμης, μετατρέπεται σε «στρατιώτη» προς φύλαξη του ιερού,
Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
«Η παλαιά φρουρά». Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, 1932 διαχρονικής και εθνικής εμβέλειας, σκοπού: των πανελλαδικών εξετάσεων, λ.χ. Οι εκπαιδευτικοί, από εδώ και στο εξής, και όχι μόνο στις πανελλαδικές, πρέπει να είναι φαντάροι, υποταγμένοι στον στόχο: να ετοιμάζουν τους νέους για πόλεμο, για εξετάσεις. Τι σημαίνει όμως η «στρατιωτικοποιημένη» αντίληψη περί συγκρότησης του δημόσιου συμφέροντος; Τι σημαίνει ότι μια κοινωνία εθίζεται στον φόβο και την απαξίωση των δημόσιων θεσμών, των εργαζομένων και των κοινωνικών τους διεκδικήσεων, με πρόσχημα μια υπέρτατη εθνική ανάγκη; Τι σημαίνει για μια κοινωνία, ότι, ενώ στα σχολεία όπου θεριεύει η επιρροή της Χρυσής Αυγής, η κυβέρνηση, αντί να συνάψει ισχυρή συμμαχία με τους καθηγητές, κλείνει το μάτι σε αυταρχικές, στρατιωτικής λογικής μεθόδους, προκειμένου να πολεμήσει τους εχθρούς της, τους καθηγητές; Σε μια χώρα όπου η «Χρυσή Αυγή» είναι δημοσκοπικά το τρίτο κόμμα, ο εθισμός της κοινωνίας στον φόβο είναι άκρως επικίνδυνος — για όλους μας, ακόμη και γι’ αυτούς που «δεν κλαίνε» αν απολυθούν κάποιοι καθηγητές (κυρία Ρεπούση, ξαναθυμηθείτε τι σημαίνει αποδιοπομπαίος τράγος στο όνομα της εθνικής απειλής). Ίσως κλάψουν αύριο, ίσως κλάψουμε όλοι μαζί, καθώς βλέπουμε το πολιτικό μας σύστημα να γέρνει επικίνδυνα προς τα ακροδεξιά, όταν ένα τμήμα της «Αριστεράς», αποποιούμενο τις αρχές του, επιλέγει τον ρόλο του ρυθμιστή και του εγγυητή της δεξιάς πλευράς του πολιτικού συστήματος απέναντι στον «ακραίο» ΣΥΡΙΖΑ, όταν το συνδικαλιστικό κίνημα ακυρώνεται, όταν το ΚΚΕ «περιμένει την επανάσταση», όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, κερματισμένος εσωτερικά και αναγκαστικά «απολογητικός» προς τα έξω, χάνει την ορμή του· όταν συμβαίνουν όλα αυτά και εθιζόμαστε σε μια λουφαγμένη από τον φόβο των —μεταρρυθμιστικών— «μέχρι νεωτέρας», μέτρων κοινωνία. Εσείς της κυβέρνησης, μείνατε στην Ιστορία «μετεξεταστέοι». Ο κίνδυνος είναι μήπως μείνει η κοινωνία «μετεξεταστέα» στη δημοκρατία.
Εσωκομματική δημο ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΣΠΟΥΡΔΑΛΑΚΗ
Ο εκδημοκρατισμός των πολιτικών κομμάτων αποκτά σήμερα ιδιαίτερη σημασία. Η σημασία αυτή δεν προκύπτει μόνο από τη συγκυρία, καθώς κομματικά συνέδρια και εκλογές σε κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς μας υποχρεώνουν να ξανασκεφτούμε το ζήτημα — το οποίο είναι γνωστό, άλλωστε, ότι αποτελεί «αγκάθι» στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων. Επιπλέον, επιβάλλεται από σημαντικούς καθεστωτικούς μετασχηματισμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι μετασχηματισμοί αυτοί, που εμφανίζονται ήδη στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και παγιώνονται στις συνθήκες της σημερινής κρίσης, υιοθετώντας πρακτικές που διαφεύγουν από τον άμεσο πολιτικό έλεγχο, ακυρώνουν ουσιαστικά τη συμμετοχή των πολιτών. Έτσι, με δεδομένο ότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν θεσμούς που, εξ ορισμού, βρίσκονται πιο κοντά στους πολίτες, ο εκδημοκρατισμός και γενικότερα η αναβάθμιση των εσωκομματικών τους διαδικασιών μπορεί να συμβάλει στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος και, με κάποιο τρόπο, να βάλει φρένο στη δημοκρατική απομείωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Ωστόσο, η συζήτηση συνήθως περιορίζει το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας στην αποτελεσματική επιρροή των κομματικών μελών στη λήψη των αποφάσεων και τον έλεγχο της ηγεσίας. Με άλλα λόγια, οι κυρίαρχες αντιλήψεις, εμμέσως, θεωρούν τα πολιτικά κόμματα εξωτερικούς θεσμούς στη συγκρότηση και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η εσωκομματική δημοκρατία δεν αποτελεί μόνο την ελεύθερη, πλουραλιστική και αποτελεσματική έκφραση τάσεων και απόψεων εντός του κόμματος, αλλά και τη συνθήκη για την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική.
Ο Μίχελς και ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας» Η σημασία των εσωκομματικών διαδικασιών και η δυνατότητα του εκδημοκρατισμού των κομμάτων έχει απασχολήσει τους πατέρες της θεωρίας των πολιτικών κομμάτων, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Ανάμεσά τους, ο M. Ostrogorski εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για τη χρησιμότητα της εκτός κοινοβουλίου κομματικής οργάνωσης, θεωρώντας τη «ριζικά ακατάλληλη» για την πολιτική αγωγή των πολιτών». Μερικά χρόνια αργότερα, ο Robert Michels, μελετώντας τη εσωκομματική ζωή του SPD, στο οποίο συμμετείχε πριν καταλήξει στην Ιταλία και ενταχθεί στο φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι, συμπεραίνει την αδυνατότητα του εκδημοκρατισμού της κομματικής οργάνωσης. Ο Michels θεωρεί ότι η επαγγελματοποίηση των κομματικών ηγεσιών τις παγιώνει, και το κόμμα, από οργάνωση με συγκεκριμένους στόχους, μετασχηματίζεται σε μηχανισμό για τη διατήρηση των «ολίγων». Με αυτό τον τρόπο, η κομματική «οργάνωση γεννά την κυριαρχία των εκλεγομένων πάνω στους εκλέγοντες και των εντολοδόχων πάνω στους εντολείς». Καταλήγει, έτσι, στον περίφημο «σι-
Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης διδάσκει πολιτική κοινωνιολογία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
δηρούν νόμο της ολιγαρχίας», αφού «όποιος μιλάει για οργάνωση μιλά για ολιγαρχία». Η αντίληψη αυτή έχει αναδειχθεί σε κοινό τόπο σχολιαστών του κυρίαρχου ρεύματος αλλά και της Αριστεράς. Ωστόσο —πέρα από το προφανές, ότι ταυτιζόμενη με φυσικούς νόμους, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί για την ερμηνεία κοινωνικών δομών— στηρίζεται σε ένα κανονιστικό πλαίσιο που οδηγεί σε ολοκληρωτικές απόψεις. Η κριτική του Michels στη δυνατότητα κομματικής δημοκρατίας είναι θύμα αφενός μιας χομπσιανής αντίληψης για την ανθρώπινη φύση, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από έναν ανομολόγητο ψυχολογικό ντετερμινισμό: οι μάζες θεωρούνται ανίκανες να αυτοκυβερνηθούν. Το τελευταίο, μάλιστα, οδηγεί σε ένα είδος «στωικής αποδοχής της ολιγαρχικής δημοκρατίας» (G. Therborn), αφού, αν δεν επιβάλλει, τουλάχιστον ανέχεται την παθητικότητα των κομματικών μελών, και γενικότερα αποτρέπει τους πολίτες από το να διεκδικούν τον εκδημοκρατισμό.
Εσωκομματική δημοκρατία: μια εξαρτημένη μεταβλητή Το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ανεξάρτητη μεταβλητή, καθώς συναρτάται στενά με πολλούς παράγοντες: σχέσεις, διαδικασίες και δομές της πολιτικής οικονομίας του κομματικού ανταγωνισμού, το «γενετικό πρότυπο» κάθε κόμματος, τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας, τη λειτουργία και τις έξεις άλλων θεσμών πολιτικής εκπροσώπησης (κινήματα, ΜΚΟ), αλλά και κοινωνικής εκπροσώπησης (συνδικάτα, τοπική αυτοδιοίκηση). Επιπρόσθετα, ιδίως η ριζοσπαστική Αριστερά, πρέπει να λάβει υπόψη και να προσεγγίσει κριτικά, με κατεύθυνση ριζικής αναθεώρησης: α) τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων στη δημοκρατία, β) τους μετασχηματισμούς κομμάτων και κομματικών συστημάτων, γ) τις τάσεις του πολιτικού συστήματος. Α. Η κυρίαρχη αντίληψη για τη σύγχρονη δημοκρατία περιορίζει τον ρόλο των κομμάτων στο στενό πλαίσιο της λήψης πολιτικών αποφάσεων. Τα πολιτικά κόμματα, ακόμη και όταν γίνονται αντιληπτά με τα λόγια του Lipset ως o «σπουδαιότερος παράγοντας των αντιπροσωπευτικών δομών των σύνθετων δημοκρατικών κοινωνιών», κατέχουν μόνον εργαλειακή θέση στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η λειτουργία τους περιορίζεται στη συμβολή τους στη «δυνατότητα ανάδειξης μιας σταθερής και αποτελεσματικής κυβέρνησης. Τα κόμματα δεν ενδιαφέρουν πέρα από την παραπάνω πολιτειακή τους χρησιμότητα, και έτσι η δημοκρατία «δεν πρέπει να αναζητηθεί μέσα στα κόμματα αλλά ανάμεσά τους» (Ε.Ε. Schattschneider, 1960). Β. Ο εκδημοκρατισμός των κομμάτων δεν μπορεί επίσης να αγνοεί τους μετασχηματισμούς των πολιτικών κομμάτων, στους οποίους –δυστυχώς– μετέχουν και τα κόμματα της Αριστεράς. Οι μετασχηματισμοί αυτοί, που ξεκινούν δύο περίπου δεκαετίες πριν και περιγράφηκαν με τους όρους «κόμματα καρτέλ» ή «κόμματα του κράτους», συγκροτούν κομματικά συστήματα με τα παρακάτω χαρακτηριστικά: Πρώτον, τα πολιτικά κόμματα αντλούν πλέον συστηματικά πολιτικούς, οικονομικούς και συμβολικούς πόρους από το κράτος. Αν δεν αδιαφορούν για την κοινωνία και τους πό-
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
29
κρατία: τα βασικά ενός αιτήματος διαρκείας
61= :=9 ';/#<5:8<7 7;, <6& * :=9 18=9 <8.
ρους που κατά παράδοση τους παρείχε (χρηματοδότηση, κοινωνική εκπροσώπηση, κοινωνική δέσμευση των πολιτικών προταγμάτων), πρακτικά θεωρούν την κοινωνική δέσμευση δευτερεύουσα. Δεύτερον, το κέντρο βάρους του κομματικού ανταγωνισμού μετατίθεται στο κράτος. Τα κόμματα διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο με βάση την ικανότητά τους να διαχειριστούν τα κρατικά προτάγματα, τα οποία θεωρούνται δεδομένα, όπως αυτά διαμορφώνονται από τους αρνητικούς συσχετισμούς για τα συμφέροντα των εργαζομένων, τις σχετικές κρατικές δεσμεύσεις, τη διεθνή συγκυρία και την επικράτηση ενός ιδεολογικού πλαισίου που υποτάσσει την πολιτική στην οικονομία. Τα κόμματα μετασχηματίζονται σε μηχανισμούς σύγκλισης, αφού η αντιπαλότητά τους περιορίζεται σε αντιπαράθεση αποχρώσεων, παρά τις οποιεσδήποτε απόπειρες ρητορικής συγκάλυψης. Τρίτον, στην εσωκομματική ζωή αναπτύσσονται πρακτικές που θολώνουν τη διάκριση ανάμεσα στα μέλη και μη μέλη του κόμματος, κάτι που συμβάλλει σε μια ιδιότυπη όσο και ατελέσφορη δημοκρατικά αποκέντρωση της κομματικής εξουσίας. Ιδιότυπη γιατί υλοποιείται κυρίως από τον περιφερειακό κομματικό μηχανισμό, ο οποίος απολαμβάνει μεγάλη αυτονομία, και ατελέσφορη γιατί οδηγεί σε οργανωτική χαλαρότητα («anything goes»), οδηγώντας στη συγκέντρωση της εξουσίας στην ηγεσία, η οποία μένει εκτός θεσμικής λογοδοσίας στην αδύναμη κομματική οργάνωση. Τέταρτον, τέλος, τα ρεπερτόρια πολιτικής κινητοποίησης μετασχηματίζονται από εντάσεως εργασίας σε εντάσεως έργου, εξέλιξη που υποβαθμίζει περαιτέρω τον ρόλο και τη συμμετοχή των μελών στις ουσιαστικές αποφάσεις. Γ. Οι ευρύτεροι μετασχηματισμοί του πολιτικού συστήματος δεν μπορούν να απουσιάζουν από την οπτική του εκδημοκρατισμού των κομμάτων. Ως γνωστόν, η πολιτική σε δημοκρατικές συνθήκες συγκροτείται μέσα από τις δομές, σχέσεις και θεσμούς που εκφράζουν, συμπυκνώνουν και διαμεσολαβούν συγκρούσεις και οικονομικούς ανταγωνισμούς της κοινωνίας, ώστε να οργανώνεται η νομιμοποιημένη εξουσία απέναντι στις διαρκείς κοινωνικές διαιρέσεις. Ωστόσο, η επικράτη-
ση της νεοφιλελεύθερης λογικής, την οποία ρητά και συνηθέστερα άρρητα φαίνεται να ασπάζεται σε μεγάλο βαθμό η πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων, μετατρέπει την πολιτική σε διαχείριση των οικονομικών. Η εξέλιξη αυτή περιορίζει δραστικά το εύρος της πολιτικής, δημοκρατικής αντιπαράθεσης, καθώς η φιλοσοφία του νεοφιλελευθερισμού ανάγει σχεδόν το σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών διευθετήσεων στην λεγόμενη ελεύθερη αγορά. Επιπρόσθετα, στην εξίσωση του εκδημοκρατισμού των κομμάτων πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η πολιτική ύλη περιορίζεται από τις περικοπές των δημοσίων δαπανών και κοινωνικών επενδύσεων, τη δρομολόγηση διαδικασιών απορρύθμισης σημαντικών τομέων της δημόσιας σφαίρας και τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και, τέλος, από την τυπική και κυρίως πρακτική κατάργηση της έννοιας του δημόσιου αγαθού. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η κυρίαρχη πολιτική θεωρεί τις απαντήσεις στα οικονομικά προβλήματα δεδομένες και εκτός κοινωνικής αντιπαράθεσης. Κατά συνέπεια, η πολιτική (και κομματική) αντιπαράθεση ασκείται πέρα από κανονιστικές διαφορές που παράγουν οι κοινωνικές ανισότητες ενώ η κανονιστική αντιπαράθεση γύρω από τις τελευταίες θεωρείται παρωχημένη ή/και αδιάφορη.
Η υποκατάσταση της πολιτικής: οικονομολόγοι, γραφειοκράτες και ΜΜΕ Η πολιτική υποκαθίσταται από ορθόδοξους οικονομολόγους που μιλούν την «αλήθεια των αριθμών», γραφειοκράτες εκτός διαδικασιών λογοδοσίας και το πλέγμα των ΜΜΕ, που ορίζουν το κοινό συμφέρον. Η πολιτική συρρικνώνεται σε «διαβούλευση» ανάμεσα σε ορθοφρονούντες ειδικούς, το κράτος μετασχηματίζεται σε θεματοφύλακα της αγοράς και τα κόμματα σε προστάτες/διαχειριστές αυτής της διαδικασίας. Τα παραπάνω συγκροτούν, σχηματικά, το πλαίσιο μέσα από το οποίο πρέπει να συζητήσουμε ένα σχέδιο αναβάθμισης της εσωκομματικής δημοκρατίας. Στη συζήτηση δεν πρέπει να λείψει η ευρωπαϊκή παρουσία του κόμματος και κατ’ επέκταση η σχετική προ-
βληματική για τους θεσμούς της Ε.Ε., της οποίας το δημοκρατικό έλλειμμα στις συνθήκες της κρίσης διευρύνεται. Η κρίση των κομμάτων και ο παραγκωνισμός τους στη λειτουργία της δημοκρατίας έχουν ήδη παραγάγει προτάσεις για τον εκδημοκρατισμό τους. Ωστόσο, η πλειονότητά τους κινείται, ρητά ή έμμεσα, στην κατεύθυνση της κυρίαρχης αντίληψης που θέλει την κοινωνία στο περιθώριο, ουσιαστικά αποκλεισμένη από την εμπλοκή της στο πολιτικό γίγνεσθαι. Τέτοιες προτάσεις συναντάμε και στους κόλπους της Αριστεράς. Έτσι, ιδέες που θεωρούν ότι τα κόμματα και η δημοκρατική τους λειτουργία μπορούν να υποκατασταθούν από άλλους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, κινήματα και ΜΚΟ ή απλουστευτικές λύσεις που θεωρούν πανάκεια την αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας και την ηλεκτρονική διαβούλευση δεν απαντούν στο πρόβλημα. Τα κόμματα αποτελούν μοναδικό θεσμό που μετατρέπουν κοινωνικά αιτήματα σε πολιτικό πρόγραμμα με το οποίο ζητούν τη λαϊκή ψήφο για να διαχειριστούν την πολιτική εξουσία, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν τα κινήματα ή άλλες συλλογικότητες. Από την άλλη, με τα λόγια του Peter Mair, «το να προσφέρεις στους πολίτες την επιλογή να λένε “ναι ή όχι” δεν είναι το ίδιο με το προσφέρεις εναλλακτικές προτάσεις και να τους εμπλέκεις σε ένα δημόσιο διάλογο ιδεών». Ακόμη μεγαλύτερη επιφύλαξη επιβάλλεται απέναντι στις όποιες νομικές παρεμβάσεις για τη δημοκρατική ρύθμιση της εσωτερικής ζωής των κομμάτων, οι οποίες φαίνεται να επανέρχονται στο πλαίσιο του λεγόμενου «νέου συνταγματισμού», όπως η πρόσφατη πρό-
ταση κανονισμού του Ευρωκοινοβουλίου που επιδιώκει ένα είδος ISO για τα κόμματα. Ωστόσο, η νομική ρύθμιση της εσωκομματικής ζωής, πέρα από τη συμβολή της στην περαιτέρω κρατικοποίηση των κομμάτων, ουσιαστικά σημαίνει την κανονιστική ρύθμιση της δημοκρατίας, περιορίζοντας και «προστατεύοντάς» την από την κοινωνική δυναμική. Ο κίνδυνος είναι προφανής, αφού εμμέσως τέτοιες παρεμβάσεις υπονομεύουν τις αξιακές βάσεις του ίδιου του Διαφωτισμού. Τα κόμματα αποτελούν τους πνεύμονες της δημοκρατίας, και η δημοκρατική οργάνωση την εγγύηση ότι επιτελούν αυτή τη λειτουργία αποτελεσματικά. Σήμερα, η πρόκληση της προστασίας της δημοκρατίας, και ακόμα περισσότερο η σφυρηλάτησή της, είναι πιο επίκαιρη παρά ποτέ. Καθώς η καπιταλιστική κρίση βαθαίνει, ο κίνδυνος πλήρους πολιτικής/δημοκρατικής αποσταθεροποίησης προβάλλει ως υπαρκτό ενδεχόμενο: προέχει η κυβερνητική αποτελεσματικότητα και όχι η δημοκρατία και οι κανόνες του κράτους δικαίου, υποστηρίζουν ποικίλοι απολογητές της τρέχουσας ηγεμονικής αντίληψης. Ο πολύς Francis Fukuyama, σε ένα υπό δημοσίευση άρθρο του στο Governance, υποστηρίζει ότι πρέπει να «εξαιρεθεί η διακυβέρνηση από τη δημοκρατική λογοδοσία», αφού δεν διαπιστώνεται «συνάφεια ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη δημοκρατία». Η εμπέδωση της εσωκομματικής δημοκρατίας αποτελεί, εκτός των άλλων, και πεδίο αντίστασης απέναντι στην επικράτηση τέτοιων απόψεων. Είναι κάτι που πρέπει να το λάβουν υπόψη τους ιδιαίτερα τα κόμματα της Αριστεράς.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2013
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΕΠΑΝΑΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΕΞΟΥΣΙΑ, ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
Γαλλία, η επιστροφή του Πουλαντζά ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΒΙΕΓΕΚΑΖ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΑΖΜΙΓΚ ΚΕΣΕΓΙΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ
Έπειτα από τριάντα χρόνια εξαφάνισης του Νίκου Πουλαντζά από το εκδοτικό τοπίο και γενικότερα τη θεωρητική συζήτηση της Γαλλίας, επανεκδόθηκε πριν λίγες βδομάδες το ύστατο έργο του, Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός (εκδ. Les prairies ordinaires), που θεωρείται και η πνευματική του διαθήκη. Πρόκειται για μείζον γεγονός, που υπερβαίνει τον εκδοτικό χώρο και συνδέεται με τις γενικότερες διεργασίες που συντελούνται σήμερα στη Γαλλία όπου, μετά την παγκόσμιας εμβέλειας άνθηση των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, η ριζοσπαστική θεωρία και η αριστερή πολιτική είχαν υποστεί εντυπωσιακή καθίζηση. Συζητήσαμε τα επίδικα αυτής της ενδιαφέρουσας συγκυρίας με τους συντελεστές της επανέκδοσης: τον υπεύθυνο των εκδόσεων Les prairies ordinaires και δοκιμιογράφο Νικολά Βιεγεκάζ και τον Ραζμίγκ Κεσεγιάν, καθηγητή κοινωνιολογίας στη Σορβόνη που επιμελήθηκε και προλόγισε τον τόμο (ο οποίος κλείνει με έναν επίλογο του γνωστού θεωρητικού του κράτους και συνεχιστή της παράδοσης του έλληνα μαρξιστή, Μπομπ Τζέσοπ). Στ.Κ.
Μια τόσο μακρόχρονη απουσία Στάθης Κουβελάκης: Η σημασία της επανέκδοσης του Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός γίνεται αντιληπτή αν αναλογιστούμε ότι, εδώ και τριάντα χρόνια, τα βιβλία του Πουλαντζά είχαν εξαφανιστεί από τα βιβλιοπωλεία. Η απουσία αυτή, όπως τονίζεις Ραζμίγκ στον πρόλογο, αποτελεί, παραδόξως, γαλλική πρωτοτυπία. Τόσο στον αγγλόφωνο και ισπανόφωνο χώρο όσο και στη Γερμανία, ο Πουλαντζάς διατήρησε μια εκδοτική παρουσία και δεν σταμάτησε να αποτελεί σημείο αναφοράς στη θεωρητική συζήτηση, αν και λιγότερο από ό,τι παλιότερα. Σ’ αυτό συνέβαλαν οι παρεμβάσεις διανοητών όπως ο Τζέσοπ, ο Πάνιτς, ο Λακλάου, ο Μάρτιν, ο Χιρς και ο Ντεμίροβιτς. Η πρώτη ερώτηση λοιπόν αφορά τους λόγους της μακρόχρονης απουσίας του Πουλαντζά στη χώρα όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και πρωτοδημοσιεύτηκε το σύνολο του έργου του. Ραζμίγκ Κεσεγιάν: Μπορούμε να επισημάνουμε τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι στη Γαλλία ο αντικομμουνισμός έφτασε σε εντυπωσιακά επίπεδα. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 ξεσπάει ένα εξαιρετικά επιθετικό αντικομμουνιστικό κύμα, που οφείλεται κυρίως στην ισχύ του κομμουνιστικού κινήματος την προηγούμενη περίοδο. Ας επισημάνω ότι στη Γαλλία ο
Μια εκτενέστερη εκδοχή της συνέντευξης δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της «Αυγής» και στο μπλογκ των «Ενθεμάτων»
O <%/41, ;5;1807 (<685:;60) ,<8 = 8,=30 8;1;,0% (); 80)
αντικομμουνισμός δεν ήταν ίδιον της –ανύπαρκτης εξάλλου τότε στους χώρους της διανόησης– Δεξιάς, αλλά των σοσιαλιστών, και ειδικότερα ανθρώπων της «γενιάς του 68», κατά κανόνα «μεταμεληθέντων» αριστεριστών και μαρξιστών που ανήλθαν στον δημόσιο χώρο (σε θεσμούς, πανεπιστήμια, ΜΜΕ, εκδόσεις), επιβάλλοντας αυτό τον ιδεολογικό ρεβανσισμό. Ο Πουλαντζάς υπέστη την απόρριψη οτιδήποτε συνδεδεμένου με το κομμουνιστικό κίνημα. Η «λήθη» και η εξαφάνισή του από τη δημόσια συζήτηση υπήρξε οργανωμένη, όπως και του Λεφέβρ, του Γκολντμάν, του Μπετελέμ, του Αλτουσέρ και πολλών άλλων. Ο δεύτερος λόγος παραπέμπει στην άνοδο, τη δεκαετία του 1980, της τάσης που μπορούμε να ονομάσουμε «μη μαρξιστική κριτική θεωρία», και ειδικότερα δύο ρευμάτων που συνδέονται, αντίστοιχα, με τον Φουκώ και τον Μπουρντιέ. Αυτές οι τάσεις απέκτησαν μεγάλη επιρροή στη Γαλλία, τόσο στις κοινωνικές επιστήμες όσο και στη φιλοσοφία, οδηγώντας σε έναν επαναπροσανατολισμό της κριτικής σκέψης πέραν του μαρξισμού, κάτι που οδήγησε και στην περιθωριοποίηση της συμβολής του Πουλαντζά. Ο τρίτος λόγος είναι ότι οι θέσεις του Πουλαντζά απαιτούν χρόνο για να γίνουν αντιληπτές σε όλο τους το βάθος. Η έννοια του «αυταρχικού κρατισμού», για παράδειγμα, είναι στις μέρες μας εξαιρετικά επίκαιρη, όπως και η έννοια της «εσωτερικής αστικής τάξης» σε σχέση με τη τρέχουσα συζήτηση περί ευρωπαϊκής κρίσης. Η ανάγνωση αυτών των κειμένων σήμερα αποπνέει κάτι σαγηνευτικό·η δύναμή τους αναδεικνύεται στο μακρό χρόνο. Νικολά Βιεγεκάζ: Θα ήθελα να σταθώ στο δεύτερο σημείο. Από τη δεκαετία του 1960, το θεωρητικό πεδίο της «μη κομμουνιστικής Αριστεράς» περιστρέφεται γύρω από την κριτική του μαρξισμού. Η «σκέψη της διαφοράς», η γνωστή τριανδρία ΦουκώΝτελέζ-Ντεριντά, δομείται γύρω από μια συστηματική κριτική θέσεων που παρουσιάζονται, πολύ σχηματικά, ως τα θεμέλια του μαρξισμού: η ιστορική τελεολογία, το προλεταριάτο ως υποκείμενο, η διαλεκτική βάσηςεποικοδομήματος κλπ. Αυτή η κριτική παραβλέπει τόσο την πολυπλοκότητα όσο και
τις εσωτερικές εντάσεις της μαρξιστικής σκέψης. Η τάση απόρριψης του μαρξισμού εμφανίζεται λοιπόν πολύ πριν τη δεκαετία του 1980, αλλά τότε –οπότε οι βασικοί εκπρόσωποι του μαρξισμού στη Γαλλία (Σαρτρ, Αλτουσέρ, Πουλαντζάς) αποσύρονται– εντείνεται. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι την αρχή αυτής του 2000, ο μαρξισμός παίζει κατεξοχήν τον ρόλο του σκιάχτρου στη θεωρητική συζήτηση, ακόμη κι αν –ή μάλλον ακριβώς επειδή– έχει σταματήσει να επιδρά σ’ αυτήν. Σ.Κ.: Να προσθέσω και έναν τέταρτο λόγο: την αμνησία, ή μάλλον την απώθηση, της προηγούμενης ιστορικής περιόδου από τους ίδιους τους μαρξιστές, όσους απέμειναν τέλος πάντων. Ως θεωρητικός, ο Πουλαντζάς ανήκει στην πιο απωθημένη στιγμή της μεταπολεμικής Γαλλίας, την ταραγμένη δεκαετία του 1970. Αυτό δείχνει και η εκδοτική τύχη, μετά θάνατον, του έργου του. Το Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός, π.χ., εκδίδεται το 1978 από τις Presses Universitaires de France (PUF), όπου ο ίδιος διηύθυνε μια σειρά. Το φαινομενικά παράδοξο είναι ότι αυτός ο εκδοτικός οίκος ήταν από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος μεγάλος, που διατήρησε μετά τη δεκαετία του 1980 κάποιες σειρές που διηύθυναν μαρξιστές ή τουλάχιστον διανοητές που δεν είχαν έρθει σε ρήξη με τον μαρξισμό. Αναφέρομαι στις σειρές «Θεωρητικές πρακτικές» των Μπαλιμπάρ και Λεκούρ και «Σύγχρονος Μαρξ» των Μπιντέ και Τεξιέ. Εντούτοις, καμιά από αυτές δεν επιχείρησε την παραμικρή επανέκδοση του Πουλαντζά. Η πρωτοβουλία που πήρατε έχει, για μένα, και τη σημασία μιας αλλαγής γενιάς. Χρειάστηκε να έρθουν άνθρωποι σαν εσάς, που ήσασταν ακόμη παιδιά στη δεκαετία του 1980, για να ανασυρθεί και πάλι στην επιφάνεια αυτό το έργο.
Η στρατηγική σκέψη της πολιτικής Ν.Β.: Είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν ο Πουλαντζάς θα ξανασυζητηθεί στη Γαλλία. Είναι όμως σαφές ότι την τελευταία δεκαετία είχαμε την αισθητή επανεμφάνιση του μαρξισμού, κυρίως μέσω μεταφράσεων του Ζίζεκ, του Τζαίημσον και του Χάρβεϋ, παντελώς άγνωστων τις δεκαετίες του 1980 και 1990,
όταν η απήχησή τους στον αγγλόφωνο χώρο είχε φθάσει στο απόγειό της. Το έργο τους όμως δεν άπτεται των ζητημάτων της πολιτικής στρατηγικής και του κράτους, ενώ στο επίκεντρο του Πουλαντζά είναι ακριβώς η θεωρία του κράτους και της σχέσης του με τις κοινωνικές τάξεις, καθώς και μια στρατηγική σκέψη της πολιτικής που στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Το νόημα της επανέκδοσης του Πουλαντζά είναι, εκτός των άλλων, ότι επανέρχεται το ενδιαφέρον γι’ αυτά τα θέματα και γίνεται πλέον αισθητή η κόπωση από μια εξαιρετικά αφηρημένη, οντολογικού και μεταφυσικού εν τέλει χαρακτήρα, σκέψη της πολιτικής που άνθησε τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα που τίθεται με την παρούσα οικονομική και κοινωνική κρίση είναι κατά πόσο βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου μπορούμε εκ νέου να σκεφτούμε με όρους ουσιαστικά πολιτικούς, δηλαδή στρατηγικούς; Την τελευταία δεκαετία, ιδίως οι φουκωικοί, έχουν τονίσει ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς απορύθμιση, απόσυρση του κράτους· η απορύθμιση είναι και αυτή μια κρατική μορφή, διαφορετικού τύπου από την προηγούμενη βέβαια. Ως μαρξιστές λοιπόν, και ευρύτερα εντός της ριζοσπαστικής Αριστεράς, επιβάλλεται να ξανασκεφτούμε τον ρόλο του κράτους στην πολιτική πάλη. Ρ.Κ.: Το είδος της ριζοσπαστικής σκέψης, μαρξιστικής και μη, που μεταφράστηκε ως τώρα είναι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά αφήνει απέξω το ζήτημα της στρατηγικής. Με την επανέκδοση του Πουλαντζά προσδοκούμε να περάσουμε σε ένα δεύτερο στάδιο της επαναφοράς της κριτικής σκέψης στη Γαλλία. Ένα στάδιο όπου, όπως έλεγε ο φίλος και σύντροφός μας Ντανιέλ Μπενσαΐντ, το ζήτημα της στρατηγικής θα κατέχει μια κεντρική θέση. Υπάρχει όμως ένας όρος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο: να γίνει αντιληπτό ότι οι αγγλοσαξονικές κριτικές θεωρίες, που μεταφράστηκαν πρόσφατα στη Γαλλία, αποτελούν προϊόν της εξαγωγής της γαλλικής σκέψης, ιδίως της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον Χάρβεϋ, αν δεν δούμε τι οφείλει στον Λεφέβρ, ή τον Στιούαρτ Χωλ αν δεν εξετάσουμε αυτό που τον συνδέει με τον Πουλαντζά. Είναι προφανές, λ.χ., ότι η ανάλυση από τον Χωλ του θατσερικού φαινομένου ως «αυταρχικού λαϊκισμού» συνδέεται στενά με τις πουλαντζιανές έννοιες του «αυταρχικού κρατισμού» και της «κρίσης του κράτους». Μίλησες πριν για τη διαδοχή των γενεών. Η δική μου γενιά ανακάλυψε τα ήσσονα πριν από τα μείζονα: διάβασα Σπίβακ και Νέγκρι πριν τον Γκράμσι και τον Πουλαντζά. Ακούγεται περίεργο, αλλά δεν επιλέγουμε την συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε. Καταπιάστηκα με τον Γκράμσι όταν κατάλαβα ότι ήταν πανταχού παρών, με έναν ιδιόμορφο τρόπο, σε διανοητές της Λατινικής Αμερικής, των ΗΠΑ, της Ινδίας κλπ. Ο Πουλαντζάς μου επέτρεψε να ξαναπιάσω το νήμα της γκραμσιανής παράδοσης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ν.Β.: Είδαμε πρόσφατα ότι στο γαλλικό πανεπιστήμιο αποκτούν πάλι μια σχετική νομιμοποίηση θεωρητικές παραδόσεις που
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2013
35
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Iris, la fleur de Bruxelles ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΤΡΙΤΣΗ
Ο Νίκος Πουλαντζάς 20.1.1978. Φωτογραφία της Sophie Bassouls.
είχαν εξοβελιστεί. Όχι ο μαρξισμός καθαυτός, αλλά θετικές αναφορές στον Μαρξ από τους γάλλους εκπρόσωπους της «κοινωνικής φιλοσοφίας» του Άξελ Χόνετ (Αμπέρ, Φισμπάκ) ή όσους έχουν επηρεαστεί από το έργο της Γουέντυ Μπράουν και της Νάνσυ Φρέηζερ. Από την πλευρά της αριστερής πολιτικής τώρα, χρειάζεται μια αντίστοιχη επανανομιμοποίηση της θεωρίας, και ειδικότερα της πολιτικής θεωρίας ως τρόπου μορφοποίησης μιας δράσης. Μια δουλειά που ξεκινά από τον Πουλαντζά και τον Γκράμσι μπορεί να ξαναδημιουργήσει μια σχέση ανάμεσα στην πολιτική πρακτική και σε διανοούμενους που αναφέρονται σε έναν πολιτικοποιημένο μαρξισμό, προσανατολισμένο στη δράση. Είναι ασφαλώς πολύ σημαντικό να έχουμε μαρξιστικές επεξεργασίες σε ζητήματα φιλοσοφίας ή πολιτισμού, αλλά χρειαζόμαστε και μαρξιστές με ενεργό πολιτικό ρόλο.
Η ριζοσπαστική Αριστερά αντιμέτωπη με την καπιταλιστική κρίση Σ.Κ.: Πώς μπορούμε να ορίσουμε αυτή τη σχέση μεταξύ στρατηγικής σκέψης και πολιτικής συγκυρίας, και πιο συγκεκριμένα της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη Γαλλία; Ο Μπενσαΐντ είχε μιλήσει με προγραμματικούς όρους για τη συνειδητοποίηση των ορίων του καθαρού «κινηματισμού», έτσι όπως είχε επικρατήσει στο κίνημα των παγκόσμιων κοινωνικών φόρουμ, και το πέρασμα σε μια νέα, πιο απαιτητική, περίοδο όπου τα επίδικα ορίζονται με όρους στρατηγικής και εναλλακτικής πολιτικής πρότασης. Ν.Β.: Η αποτυχία του εγχειρήματος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος σίγουρα προβλημάτισε πολλούς. Παρά τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί τη στιγμή της ίδρυσής του το 2008-2009, ακολούθησε η ταχύτατη αποσύνθεση και ο εγκλωβισμός του σε έναν άγονο αριστερισμό και μια σεχταριστική καταγγελιολογία του Μετώπου της Αριστεράς. Σήμερα, η επιλογή που έχουμε τίθεται ως εξής: είτε παραμένουμε σε μικροοργανώσεις που αρκούνται να χειρονομούν επιδεικτικά είτε συμμετέχουμε στη συγκρότηση του Μετώπου της Αριστεράς, ως εναλλακτική πολιτική πρόταση, δηλαδή ως πρόταση εξουσίας. Ρ.Κ.: Η επικαιρότητα αυτού που ο Πουλαντζάς ονομάζει «δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό», ο «κριτικός ευρωκομμουνισμός», είναι προφανής αν λάβουμε υπόψη μας τις εμπειρίες του ΣΥΡΙΖΑ, του Die Linke, του πορτογαλικού Μπλόκο, του γαλ-
λικού Μετώπου της Αριστεράς, αλλά και, αντίστροφα, την περιθωριοποίηση του ΝΑΚ. Δεν υπάρχει φυσικά έτοιμη συνταγή και προκαθορισμένο φύλλο πορείας. Αλλά τα ζητήματα και οι προβληματικές έχουν τεθεί. Ν.Β.: Και ο Φουκώ και ο Πουλαντζάς διατυπώνουν μια θεωρία της εξουσίας, αλλά ο Πουλαντζάς την σκέφτεται πρωτίστως ως πολιτική εξουσία. Γι’ αυτό μπορεί να κινηθεί πέρα από μια «μειοψηφική πολιτική», την οποία ακολουθούσε η «άλλη Αριστερά» μέχρι πρόσφατα. Ασφαλώς, η υπεράσπιση των μειονοτήτων, των μεταναστών, των LGBT είναι αναγκαία και ανοίγει πλήθος κρίσιμων ζητημάτων. Αυτό που χρειαζόμαστε όμως τώρα είναι μια σκέψη που λέει «ναι, επεξεργαζόμαστε μια μεγάλη, ηγεμονική πολιτική». Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τη στρατηγική. Ο Φουκώ μιλάει διαρκώς για τη στρατηγική, ή μάλλον για στρατηγικές. Όσοι έχουμε διαβάσει Πουλαντζά όμως ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για τη στρατηγική σαν κάτι απολύτως διαχεόμενο, απολύτως εμμενές και αποκεντρωμένο.Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουμε με τον Μπουρντιέ. Και σ’ αυτόν η στρατηγική είναι παντού: στην αισθητική κρίση, στους «αγώνες κατάταξης» μεταξύ κοινωνικών ομάδων και ατόμων, εντός συγκεκριμένων πεδίων κλπ. Πολύ ωραία, αλλά αφού δείξουμε ότι η εξουσία είναι πανταχού παρούσα δεν πρέπει να εστιαστούμε στους χώρους όπου συμπυκνώνεται με ειδικό τρόπο και όπου καθίσταται καθοριστική για τα μεγάλα τμήματα της κοινωνίας; Δεν πρέπει να μιλήσουμε για στρατηγική με συγκεκριμένους στόχους και αντιπάλους; Με άλλα λόγια, πρέπει να επανατοποθετήσουμε τη στρατηγική εντός αυτού που ονομάζουμε παραδοσιακά πολιτική, όχι αναγκαστικά κομματική πολιτική με τη στενή έννοια, αλλά πολιτική που συνδέεται με κοινωνικές δυνάμεις και εντάσσεται σε μια προοπτική κατάληψης της εξουσίας. Με την κρίση διαπιστώνουμε ότι ο αντίπαλος αποκτά και πάλι ανγνωρίσιμο πρόσωπο. Μπορούμε να τον εντοπίσουμε σε συγκεκριμένους θεσμούς και μηχανισμούς: τις κυβερνήσεις, τις τράπεζες, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αναδρομικά, μπορούμε να πούμε ότι το ιστορικό υπόβαθρο των θεωριών της αποκεντρωμένης εξουσίας ήταν μια περίοδος σχετικής κοινωνικοοικονομικής σταθερότητας. Όταν αυτό το οικοδόμημα καταρρέει, πρέπει να θέσουμε εκ νέου τα θεμελιώδη ερωτήματα: Τι είναι το κράτος, πώς συγκροτείται, πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Να γιατί χρειαζόμαστε και πάλι τον Πουλαντζά.
Η Ίριδα είναι η γηραιότερη άστεγη του μετρό των Βρυξελλών. Κάθε Μάη βγάζει τα χειμωνιάτικα και φορά ένα πουκάμισο με λουλούδια. Αυτό είναι το δικό της καλωσόρισμα στην άνοιξη, ανήμερα στη γιορτή της, όταν η πόλη γεμίζει με ίριδες, το επίσημο σύμβολό της: «Ίρις, το άνθος των Βρυξελλών». Τα πρωινά διαβάζει τα free press του μετρό και πίνει καφέ στο κυπελάκι. Την καθημερινή της τουαλέτα την κάνει στις εγκαταστάσεις του μετρό, που φτιάχτηκαν για τους υπαλλήλους που πουλάνε εισιτήρια και ανανεώνουν τις συνδρομές των τρένων. Τα Σάββατα βάζει μπουγάδα στους νιπτήρες. Παλιά δούλευε στην καντίνα ενός νυχτερινού σχολείου. Οι μαθητές ήταν «εργάτες, κομμώτριες και παραγνωρισμένοι φιλόσοφοι». Παρόλο που ήταν ασφαλισμένη, όταν χρειάστηκε να εγχειριστεί στο στομάχι, το νοσοκομείο αναγκάστηκε να το πληρώσει εξ ολοκλήρου η ίδια. Λίγους μήνες αφότου αρρώστησε για δεύτερη φορά, το αφεντικό της την απέλυσε χωρίς αποζημίωση. Η έξωση από το διαμέρισμά της δεν άργησε να έρθει και η Ίριδα βρέθηκε άξαφνα στο δρόμο. Συγγενείς δεν έχει πια. Οι φίλοι έκαναν πως δεν βλέπουν. «Όχι πως είχαν και δεν μου έδιναν. Πλούσιος κανείς δεν ήταν. Όμως ο καθένας έχει να αναμετρηθεί με τα δικά του Τάρταρα. Δεν χρειάζεται και τα δικά μου». Είναι καλότροπη και γαλήνια. Κανένας πανικός στο πρόσωπό της. Καμία εμπάθεια. Παρόλο που έχει ένα και μοναδικό δόντι σκεπασμένο από μαλακά κίτρινα ούλα, δεν ντρέπεται να χαμογελάσει. Το πρόσωπό της φωτίζεται από τη λάμψη του ελεύθερου ανθρώπου, εκείνου που νιώθει πιο δυνατός από τις περιστάσεις και αγαπά τη ζωή. Του αποφασισμένου. Στην αρχή έμενε σε πάρκα και πλατείες. Χειμώνα-καλοκαίρι στα παγκάκια και στα κατώφλια των μαγαζιών, που όταν έκλειναν εκείνη φώλιαζε κάτω από τις τέντες. «Τις νύχτες μεθούσαν και μαχαιρώνονταν με σπασμένα μπουκάλια και σουγιάδες. Άκουγαν δυνατά μουσική, έκλεβαν, γέμιζε ο τόπος αστυνόμους. Ούρλιαζαν και βλαστημούσαν, με κατουράγανε, μου έριχναν κλωτσιές και γέλαγαν. Όλο το βόρειο κομμάτι της πόλης γύρισα. Εκεί έχει πολλούς στο δρόμο. Γυναίκες και άντρες ψωνιζόντουσαν πάνω απ’ το κεφάλι μου, κοιμόμουν πάνω στις σύριγγες και στις καπότες. Οι νταβατζήδες έμοιαζαν με τέρατα. Φοβόμουν μέχρι και να τους κοιτάξω. Οι γυναίκες ήταν άσχημες, ταλαιπωρημένες. Έβλεπα τα αυτοκίνητα που σταματούσαν και τις έφτυναν κι έκλαιγα για λογαριασμό τους». Θυμάται τα παιδικά της χρόνια στην Αρλόν. Την οικογένειά της. Ο πατέρας της ήταν φούρναρης. Κάθε μέρα έτρωγαν μπισκότα,
Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Μιράντα» (Κέδρος, 2012). Διατηρεί το ιστολόγιο www.thethreewishes.wordpress.com
Έργο του Έγκον Σίλε, 1911
κουλούρια και ζυμωτό ψωμί. Η μητέρα της την έμαθε να ράβει και να πλέκει. «Η πιο αστεία ήταν η πρώτη μου δουλειά, στο καφενείο του σταθμού υπεραστικών λεωφορείων. Περνούσαν οι κυρίες μπροστά από το τραπεζάκι μου για να πάνε τουαλέτα, μου άφηναν τα ψιλά και τους έδινα δύο κομμάτια χαρτί. Μετρημένα. Αν κάποια χρειαζόταν περισσότερο έπρεπε να πληρώσει έξτρα. Οι κύριοι ήταν πιο βολικοί, όμως μόλις έβγαιναν κοιτούσα τα χέρια τους και σιχαινόμουν λίγο. Όλα τα ανέχομαι, τη βρωμιά όμως δεν την αντέχω». Όταν αναπολεί, το πρόσωπό της γίνεται παιδικό. Γεμίζει από μια υπέροχη, αγνή νοσταλγία. Είναι όμορφη με τον ιδιαίτερο εκείνο τρόπο που ομορφαίνει τους ανθρώπους που παρότι ταλαιπωρούνται δεν νιώθουν μίσος ή κακία. Τους εκτεθειμένους καλοπροαίρετους. «Είμαι καλά εδώ, δεν παραπονιέμαι. Τώρα με την κρίση ο κόσμος δεν είναι σπάταλος, όμως κάτι γίνεται. Την περνάω. Όταν έρχονται οι φύλακες κάνω πως φεύγω και μετά ξανάρχομαι. Με γνωρίζουν πια, δεν με κυνηγάνε στ’ αλήθεια». Στην ερώτηση τι χρειάζεται, εκείνη απαντά: «Τσιγάρα». Πιο πολύ και από το φαγητό, η Ίριδα αγαπά το κάπνισμα. Μιλά σεμνά και προσεκτικά. Δεν έχει σχεδόν τίποτα, κι όμως δείχνει να τα έχει όλα. Κάθε πρωί οι γνωστοί της σκύβουν μπροστά της και την χαιρετούν. Λέει μια καλημέρα και χαμογελά με το μοναδικό της δόντι και τα κίτρινα ούλα της. Με την αγέρωχη ομορφιά της. Η Ίριδα δεν λέει ευχαριστώ σε όσους την κερνούν τσιγάρα ή κάνα ψιλό. «Que Dieu me protège!» λέει μόνο, και η φράση της έχει διττή σημασία. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ζητά να την προστατέψει κάποιος Θεός ή αν τον ευχαριστεί για την άφθονη φροντίδα που της προσφέρει ήδη. Κανείς δεν θέλει να ρωτήσει — ούτε τολμά. Εξάλλου δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2013
37
ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΜΙΑ ΜΝΗΜΗ ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ
Γενοκτονία των Εβραίων: η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης H Oντέτ Βαρών-Βασάρ είναι γνωστή για το έργο της τόσο ως μεταφράστρια όσο και ιστορικός (θυμίζουμε τη μελέτη της H ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και νέες στην Κατοχή και την Αντίσταση, Αθήνα 2009). Πρόσφατα, στον τόμο Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων (εκδ. Εστία) συγκεντρώνει κείμενά της, που αποτυπώνουν την έρευνά της για τα ζητήματα της γενοκτονίας των Εβραίων, της λήθης, της μνήμης και του στοχασμού πάνω σε αυτά. Ο τόμος που μόλις κυκλοφόρησε σε δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση (σε δύο κείμενα επιπλέον) σήμερα Κυριακή 19.5, ώρα 18.00, στο φιλολογικό Καφενείο (περίπτερο 13), της Διεθνούς ΄Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Ομιλητές: Γρηγόρης Αμπατζόγλου, Γιώργος Αντωνίου, Κώστας Γαγανάκης, Βασίλης Κωνσταντίνου, με συντονίστρια τη συγγραφέα. Με την ευκαιρία της έκδοσης μιλήσαμε με τη Ο. Βαρών-Βασάρ για τα ζητήματα που θέτει η έκδοση. Σ.ΜΠ. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΟΝΤΕΤ ΒΑΡΩΝ ΒΑΣΑΡ
w Ο τόμος ξεκινάει με ένα παράθεμα του Ίμρε Κέρτες (το οποίο αναφέρεται και στο επιλογικό κεφάλαιο), που χαρακτηρίζει το Ολοκαύτωμα «ζωτικό ζήτημα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό» και μιλάει για το «απροσμέτρητο ηθικό» περιεχόμενό του. Γιατί το διάλεξες ως μότο; Πράγματι, ήθελα να ανοίγει και να κλείνει το βιβλίο με το ίδιο αυτό απόσπασμα από ένα δοκιμιακό κείμενο του Ούγγρου νομπελίστα. Στο παράθεμα βρίσκω συμπυκνωμένα πολλά ουσιαστικά ζητήματα που συνάδουν με τις βασικές κατευθύνσεις του βιβλίου: το ότι η γενοκτονία των Εβραίων (αυτός είναι ο όρος που επιλέγω) δεν είναι στενά εβραϊκό ζήτημα, δεν περιορίζεται στη μνήμη ενός μόνο λαού, του λαού των θυμάτων, ούτε το πένθος για τα σχεδόν 6.000.000 θύματα είναι πένθος μόνο των βιολογικών απογόνων τους. Είναι πένθος για όλη την Ευρώπη, αφού σ’ αυτήν τη γεωγραφική και πολιτισμική περιοχή, που επαίρεται για τον υψηλό της πολιτισμό, έλαβε χώρα η εξόντωσή τους με πρωτοφανείς μεθόδους. Άνθρωποι από όλες σχεδόν τις χώρες που συγκροτούν την Ευρώπη σήμερα ήσαν αυτοί
Μια εκτενέστερη εκδοχή της συνέντευξης δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της «Αυγής» και στο μπλογκ των «Ενθεμάτων»
θνώς, σε διάφορα οπτικοακουστικά και γραπτά αρχεία, έχει γίνει τεράστιος, τόσο που η διαχείρισή του θέτει νέα ζητήματα. Ένα στοίχημα για τους ιστορικούς σήμερα είναι να γράψουν μιαν άλλη ιστορία, που να αξιοποιεί αυτή την ιδιαίτερη πηγή της μαρτυρίας των επιζώντων, μπροστά στην οποία στάθηκαν αμήχανοι ή αρνητικοί πολλά χρόνια. Να περάσουμε σε μια ιστορικοποίηση του γεγονότος, που να μη λησμονεί όμως τον ανθρώπινο παράγοντα, τη σκοπιά των θυμάτων. Ίσως αυτό είναι το χρέος των ιστορικών, τώρα πια που το χρέος της μνήμης έχει εκπληρωθεί από τους μάρτυρες.
οι «Εβραίοι», τους οποίους ο ναζισμός υπέδειξε ως χωριστή και περίκλειστη κατηγορία, περιορίζοντάς τους σε ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους, με τον γνωστό του μηχανισμό κατηγοριοποίησης, απομόνωσης και τελικά εξόντωσής τους (η αρχή είχε γίνει με την ευάλωτη κατηγορία των διανοητικά ανάπηρων και κορυφώθηκε με τη φυλετική εξόντωση των Ρομ και των Εβραίων). Η μνήμη του γεγονότος κατέχει σήμερα πια (ύστερα από δεκαετίες σιωπής, αμφισβητήσεις και αρνήσεις, και μετά από μεγάλο αγώνα) κεντρική θέση στη συλλογική ευρωπαϊκή μνήμη, αποτελώντας διακύβευμα για την υπό συγκρότησιν ευρωπαϊκή ταυτότητα. Αν οι Εβραίοι είναι, όπως λέει η Ανέτ Βιβιορκά, το «μέλος-φάντασμα της Ευρώπης, το μέλος που της έχει αφαιρεθεί», τα θέματα του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της «ανοχής» του άλλου –ήδη η λέξη είναι προβληματική!–, της συνύπαρξης είναι καίρια για τη σημερινή Ευρώπη. Η γνώση που αποδεσμεύει η προσέγγιση του «Ολοκαυτώματος» μπορεί να αποδειχτεί απροσμέτρητη και τα μαθήματά του, ηθικά και πολιτικά, απαραίτητα. w Η μνήμη και η ιστορικοποίηση είναι έννοιες που διατρέχουν τον τόμο. Λες, μάλιστα, ότι από το «χρέος της μνήμης» πρέπει να μεταβούμε στο «χρέος της ιστορίας». Την παραίνεση αυτή του ιστορικού Πιερ Νορά την αναφέρω για να δείξω το πεδίο όπου ελπίζω να εγγράφεται και το δικό μου εγχείρημα. Ζούμε, τα τελευταία χρόνια, μια μετάβαση από την εποχή των μαρτύρων στην εποχή της καταγραμμένης μαρτυρίας. Η «εποχή του μάρτυρα», που άνοιξε επισήμως με τη δίκη του ΄Αιχμαν στο Ισραήλ το 1961 και τους μάρτυρες που κατέθεσαν σ’ αυτήν, κλείνει οριστικά στη δεκαετία που διανύουμε. Αντίθετα, ο όγκος των μαρτυριών διε-
w Πρίμο Λέβι, Χόρχε Σεμπρούν, Ζαν Αμερύ, Πιερ Βιντάλ-Νακέ: μερικά κεντρικά ονόματα στο βιβλίο. Πώς επηρέασαν τη μελέτη σου; Οι τρεις πρώτοι έχουν γράψει κορυφαία έργα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, ο Λέβι και ο Αμερύ για την εμπειρία τους ως Εβραίων επιζώντων του ΄Αουσβιτς, ο Σεμπρούν ως κομμουνιστή πολιτικού κρατούμενου του Μπούχενβαλντ. Επιχειρώντας μια άτυπη προσέγγιση, στο σταυροδρόμι ιστοριογραφίας και συγκριτικής λογοτεχνίας, προσπαθώ να εμβαθύνω στο έργο τους. Χωρίς τη νοητική είσοδό μας στο σύμπαν των στρατοπέδων, για τα οποία αυτά τα έργα προσφέρουν τη «βασιλική οδό», δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να συναισθανθούμε τη φρίκη της εξόντωσης αλλά και της «απανθρωποποίησης» θυτών και θυμάτων. Έτσι, αποτελούν και μεγάλες πηγές γνώσης σε ό,τι αφορά έναν γενικότερο στοχασμό για το «ανθρώπινο είδος» (Ρομπέρ Αντέλμ). Όσο για τον Βιντάλ-Νακέ, οι αναλύσεις για τον ανερχόμενο τότε (δεκαετία του ’80) αναθεωρητισμό σε σχέση με την εξόντωση των Εβραίων υπήρξαν από τα πρώτα αναγνώσματα που με σημάδεψαν. Οι απαντήσεις του είναι πάντοτε λειτουργικές και καίριες, και για τον σημερινό ανερχόμενο νεοναζισμό και αντισημιτισμό, για όσους τουλάχιστον δεν είναι συνειδητοί οπαδοί του. w Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η εξόντωση των Ελληνοεβραίων υπερβαίνει το 80%, ποιοι είναι οι λόγοι της μεταπολεμικής σιωπής; Η εξόντωση των Ελληνοεβραίων φτάνει κατά μέσον όρο στο 83%, υπάρχουν όμως αρκετές πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη των 50.000 Εβραίων, αλλά και η Καβάλα, η Ρόδος, η Κέρκυρα, τα Γιάννενα, που ο εβραϊκός πληθυσμός τους εξοντώθηκε σχεδόν ολοσχερώς. Όσον αφορά το πέπλο σιωπής, προσπαθώ να το ερμηνεύσω σε δύο κατευθύνσεις. Το πρώτο που θέλω να επισημάνω είναι ότι πρόκειται για διεθνές φαινόμενο. Κανείς την επαύριο του πολέμου δεν θέλει να ακούσει για το ακραίο γεγονός φρίκης στα στρατόπεδα του θανάτου. Η μνήμη αυτή ήταν δύσκολη για όλους: και για όσους επέζησαν του διωγμού, γιατί χρειάζονταν να επουλώσουν
τα τραύματα και να υπερβούν τις ενοχές τους απέναντι στους πολλούς που χάθηκαν. Η καταβύθιση σ’ αυτό το παλιό τραύμα και η μετατροπή τους σε «μάρτυρες» ήταν μια αργή και επίπονη και για τους ίδιους διαδικασία. Δύσκολη και για τους άλλους, που δεν ήθελαν να ακούσουν. Το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι, το μείζον κείμενο της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, δεν βρίσκει μεγάλο εκδότη στην Ιταλία παρά μόνο δέκα χρόνια μετά τη συγγραφή του, το 1957, οπότε και θα μεταφραστεί. Στην κάθε εμπλεκόμενη χώρα υπήρχαν διαφορετικές μνήμες που προηγήθηκαν της εβραϊκής: Στη Γαλλία, πρώτα προβλήθηκε η μνήμη των πολιτικών κρατουμένων των στρατοπέδων, στην Πολωνία η μνήμη των καθολικών Πολωνών αντιστασιακών. Εξάλλου, η αντιστασιακή μνήμη, όντας μια μνήμη ηρωική, είναι τιμητική. Στην ελληνική περίπτωση, η σιωπή που επέβαλε η παράταξη των νικητών του Εμφυλίου έθαψε, μαζί με την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, όλη τη δεκαετία του ’40. Η επίσημη αναγνώριση έλαβε χώρα το 1982, ενώ ο Εμφύλιος άρχισε να μελετάται και να συζητιέται μετά το 1995. Αρχές δεκαετίας του ’90 άρχισε και η δραστηριότητα για τη μνήμη της γενοκτονίας. Αν η έκρηξη της μνήμης της γενοκτονίας διεθνώς τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην Ελλάδα η ανάδυση ξεκίνησε με 15 περίπου χρόνια καθυστέρηση: μαρτυρίες, ταινίες, συνέδρια, δημόσια συζήτηση και λίγο αργότερα τα μνημεία, που τώρα πια υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις πόλεις. w Και η δεύτερη κατεύθυνση; Δεν ήταν αυτονόητο πως ο χαμός τόσων Ελληνοεβραίων αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των συμφορών της νεοελληνικής ιστορίας. Η νεοελληνική ταυτότητα, τόσο ισχυρά δεμένη με την Oρθοδοξία, και η πολιτεία που υπέθαλπε αυτή τη στάση, δημιούργησε μια αποστασιοποίηση από το γεγονός: αφορούσε κάποιους «άλλους», και όχι έλληνες πολίτες... Η στάση αυτή ήταν άκρως βολική για όσους ήθελαν την ιστορική λήθη, για όσους –και ήταν πολλοί– δεν ήθελαν να θυμούνται πως για 4 περίπου αιώνες η εβραϊκή κοινότητα υπήρξε η πολυπληθέστερη από τις πολλές κοινότητες της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης και αυτή που έδινε τον χαρακτήρα της στην πόλη. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει. Οι εκδηλώσεις του περασμένου Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη, υπό την αιγίδα του Δήμου, με πρωτοβουλία του Γιάννη Μπουτάρη, για την επέτειο των 70 χρόνων από την αναχώρηση του πρώτου συρμού με 2.000 Ελληνοεβραίους για το Άουσβιτς, δείχνουν πως πνέει άλλος άνεμος. Η συλλογική μας μνήμη θα γίνει έτσι πλουσιότερη και πιο ανοιχτή, και η κοινωνία μας θα κερδίσει σε αυτογνωσία και ευαισθητοποίηση απέναντι σε κάθε ρατσισμό. Γιατί η μνήμη της γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης είναι, και πρέπει να είναι, εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού.
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
19 ΜΑΪΟΥ 2013
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
ENA ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ (17-20 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013)
Αριστερά και αστικός πολιτικός κόσμος Το συνέδριο «Αριστερά και πολιτικός κόσμος, στις δεκαετίες του 1940 και 1950», που οργανώθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, υπήρξε ένα συνέδριο αξιοπρόσεκτο από πολλές απόψεις: της επιλογής της θεματολογίας, της συμμετοχής πολλών νέων ερευνητών, για τα ιστοριογραφικά και πολιτικά ζητήματα που έθεσε. Ζητήσαμε από τον Προκόπη Παπαστράτη, εκ των οργανωτών, να μας συνοψίσει το κλίμα και τα συμπεράσματα του συνεδρίου. ΤΟΥ ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ
Η οργάνωση συνεδρίων για αυτή την περίοδο (τις δεκαετίες του 1940 και 1950), ένα ενδιαφέρον θέμα που έχει τη δική του ιστορία, έχει ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπως αρκετοί γνωρίζουν, ενώ άλλοι επιλέγουν να ξεχνούν. Αυτή η διαδικασία συνέβαλε, σε συνδυασμό με τις διδακτορικές διατριβές που είχαν ήδη υποστηριχθεί ή ήταν σε εξέλιξη (όχι φυσικά στην Ελλάδα), να ανοίξει η συζήτηση και η μελέτη σε νέα πλαίσια. Ως γνωστόν, η συζήτηση αυτή δεν είχε σταματήσει ποτέ, σε πείσμα των απαγορεύσεων και των διοικητικών μέτρων που εκπορεύονταν από τους θεωρητικούς ταγούς της εθνικοφροσύνης. Παρά τη διάχυτη αισιοδοξία την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, ήταν τουλάχιστον σαφής η δυσπιστία και η βολική αδράνεια απέναντι στη σύγχρονη ιστορία, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 1940. Στην αναζήτηση των αιτίων, που αναπόφευκτα απασχολούσε την κοινωνία, αυτό το νέο έναυσμα επέβαλε ουσιαστικά το τεκμήριο της επιστημονικότητας, σε ευθεία αντιπαράθεση με την ψυχροπολεμική επιχειρηματολογία που είχε επιβληθεί άνωθεν. Από τον τίτλο και τη θεματική του Συνεδρίου επισημαίνεται ο καθοριστικός ρόλος που διαδραματίζει η Αριστερά σ’ αυτές τις δύο δεκαετίες. Αυτό είναι εμφανέστερο στη δεκαετία του 1940, όπου η δυναμική εδραί-
Ο Προκόπης Παπαστράτης διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ήταν μέλος της οργανωτικής επιτροπής του Συνεδρίου.
Η αφίσα του συνεδρίου: Ο ζωγράφος Β. Σεμερτζίδης ολοκληρώνει μια τοιχογραφία στο σχολείο των Κορυσχάδων, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Εθνικού Συμβουλίου της ΠΕΕ (άνοιξη 1944). Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή.
ωση και απήχηση του ΕΑΜ, ως εν δυνάμει εναλλακτικής πολιτικής λύσης, αναγκάζει τον ξένο παράγοντα να προσαρμόσει ριζικά τα αρχικά του σχέδια ώστε, να αποτρέψει την πολιτική και κυρίως την υποτιθέμενη στρατιωτική απειλή του ΕΑΜ. Αλλά και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου η δια πυρός και σιδήρου απόρριψη κάθε διαπραγματευτικής πρότασης στοχεύει στην εξάλειψη αυτής της επιρροής της Αριστεράς. Αυτή η απήχηση και κατά συνέπεια αντοχή των ιδεών της Αριστεράς, παρά τη φυσική εξόντωση των οπαδών της, λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος αυτών των δύο δεκαετιών, η οποία και αρχίζει να αποκαλύπτεται ξανά με τα αποτελέσματα των πρώτων εκλογών της δεκαετίας του 1950. Η θεματική του Συνεδρίου, λοιπόν, δεν περιορίστηκε στην εξέταση αυτής της μοιραίας για τη σύγχρονη Ελλάδα δεκαετίας αλλά επεκτάθηκε και στην επόμενη. Αυτό θεωρήθηκε απαραίτητο για να συνδεθούν μεθοδολογικά οι δύο δεκαετίες, με την επιλεγμένη τομή του τέλους του εμφυλίου να σηματοδοτεί τη νέα περίοδο αλλά και επειδή ανταποκρίνεται σε μία πραγματικότητα. Η μελέτη και η έρευνα της δεκαετίας του 1950 έχει ξεκινήσει μεθοδικά στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (από όπου προέρχεται και η πλειοψηφία των συνέδρων) εδώ και πέντε χρόνια τουλάχιστον, και ένα μέρος της αποτυπώνεται στις ανακοινώσεις. Ένα πρόσθετο, αν όχι το κύριο, στοιχείο που ενεργοποίησε το ενδιαφέρον για το Συ-
νέδριο είναι ότι η θεματική του συγκροτήθηκε με βάση τη δουλειά νέων ερευνητών που την παρουσίασαν και τη συζήτησαν σε μία ανοιχτή επιστημονική συνάντηση, πέρα από τον οικείο γι’ αυτούς χώρο μιας αίθουσας σεμιναρίων όπου αυτή ευδοκιμεί αλλά και ως επί το πλείστον περιορίζεται. Ένας επιπλέον και εξίσου σημαντικός λόγος είναι ότι αυτή η έρευνα έχει βάλει αυτές τις δύο δεκαετίες να συνομιλήσουν με βάση τις εξελίξεις της ιστορίας της Αριστεράς και τις αντιδράσεις του αστικού πολιτικού κόσμου. Πρέπει να επισημανθεί, επίσης, ότι ιδιαίτερα στο πλαίσιο μιας κρίσης όπως η σημερινή, η δεκαετία του 1940 εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον, για τον πρόσθετο λόγο ότι σ’ αυτήν την περίοδο αναζητούνται τόσο οι πηγές έμπνευσης, για μια πορεία που δεν ολοκληρώθηκε, όσο και της κακοδαιμονίας που ακολούθησε. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες έρευνες για την περίοδο της Αντίστασης και της Κατοχής ξεκίνησαν μεσούσης της απριλιανής δικτατορίας στο πλαίσιο του γενικότερου κλίματος έκδηλου προβληματισμού που επικρατούσε τότε. tst Το Συνέδριο ήταν ένα επιστημονικό στοίχημα που στηρίχθηκε στην εμπιστοσύνη. Στη τετραήμερη διάρκεια του διαπιστώθηκε υψηλή ποιότητα ανακοινώσεων, κατάθεση νέων στοιχείων που προέκυψαν από την έρευνα, σεβασμός στις απόψεις του άλλου, αλλά και φορτισμένη ενίοτε ανταλλαγή απόψεων. Στηρίχθηκε όμως και στην ανιδιοτελή προσφορά μεταπτυχιακών φοιτητών και άλλων, για να στηθεί και να ολοκληρωθεί. Πρόκειται ουσιαστικά για τα συστατικά στοιχεία μιας επιστημονικής συνάντησης που αποβλέπει στην προώθηση της νέας έρευνας. Συνιστά επιπλέον άλλη μία απάντηση στο θλιβερό φαινόμενο της εκμετάλλευσης της ερευνητικής δουλειάς συναδέλφων για να προσδοθεί επιστημονικό κύρος σε προαποφασισμένες πολιτικές σκοπιμότητες που επιδιώκουν να οπισθογυρίσουν την έρευνα στις απαρχές τους Ψυχρού Πολέμου, με τη συντονισμένη προβολή από συγκεκριμένα μέσα επικοινωνίας και τη νομιμοποίηση που τους προσφέρουν φορείς και πρόσωπα, ως μη όφειλαν. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι αν εξαιρέσουμε έξι ομιλητές, οι υπόλοιποι από τους 62 συνέδρους είναι απόφοιτοι των μεταπτυχιακών προγραμμάτων του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστημίου, το οποίο συνεχίζει να παράγει γνώση παρά το ολοένα δυσμενέστερο ερευνητικό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό από μόνο του, μάλλον θα έπρεπε να προϊδεάσει θετικά τους συναδέλφους που ηγούνται του Υπουργείου Παιδείας, αν δεν θεωρηθεί
κόλαφος για όσα απεργάζονται. Οι ανακοινώσεις παρακολούθησαν την πορεία της Αριστεράς από την παρανομία επί Μεταξά στη de facto νομιμότητα την περίοδο της Αντίστασης και της Απελευθέρωσης και από την παρανομία του Εμφυλίου στην υπό επιτήρηση νομιμότητα της ΕΔΑ και την επιρροή που αυτή έχει στις πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1950. Οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1940 προσεγγίστηκαν μέσα από την ανάδειξη συγκεκριμένων θεμάτων που απασχολούν την έρευνα: αυτός είναι ο λόγος που δεν περιέλαβε τα βασικά πολιτικά γεγονότα της περιόδου. Εξετάστηκαν λοιπόν κατά βάση ειδικότερα θέματα που προσδιορίζουν το χαρακτήρα και τις μορφές που πήρε η Αντίσταση και ο Εμφύλιος: το φοιτητικό κίνημα, το εθνικό ζήτημα στην Κατοχή και στη μεταπολεμική περίοδο, ο ξένος παράγοντας στην Αντίσταση και στα Δεκεμβριανά, η εκδήλωση του εθνικισμού και της βίας στην κατοχή και μετά από αυτήν, η παράλληλη πορεία της πείνας και του πλουτισμού στην κατοχή και οι λαϊκές εξουσίες σ’ αυτήν, τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του ΔΣΕ, αλλά και η παραγωγή ιδεολογίας και τέχνης. Στη δεκαετία του 1950 η προσοχή των ανακοινώσεων στρέφεται σε δομικά προβλήματα συγκρότησης του κράτους που εξετάζονται μέσα από την προσπάθεια ανασυγκρότησης της Αριστεράς και του αστικού πολιτικού κόσμου που μπαίνει πλέον στο μικροσκόπιο της επιστημονικής έρευνας. Αυτή η παράλληλη, από ένα σημείο και ύστερα, ανασυγκρότηση έχει στη δεκαετία του 1940 σαφώς διακριτές χρονικές και ιδεολογικές αφετηρίες που υπογραμμίζουν τη διαφορετική συλλογιστική, στόχευση αλλά και απήχηση τους. Μια γενικότερη εικόνα που πρόβαλε αβίαστα μέσα από τις ανακοινώσεις, γινόταν αισθητή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του Συνεδρίου και συνόψισε σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματά του ήταν η αντοχή των ιδεών και η αντοχή των ανθρώπων. Είναι ένα ζήτημα το οποίο προσδιορίζει την Αριστερά από την αρχή της ιστορίας της, το οποίο παίρνει όμως ιδιαίτερη διάσταση στις δύο αυτές δεκαετίες. Σε μια παλιά ραδιοφωνική συνέντευξη του ο Έρικ Χομπσμπάουμ, στην ερώτηση αν αντέχει τη μοναξιά απάντησε ότι πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του γράφοντας συντροφιά με τα χαρτιά του. Ένα διάλειμμα σ’ αυτή τη δημιουργική μοναξιά του νέου ερευνητή, με δέλεαρ την επιστημονική αντιπαράθεση, προσπάθησε, και πιστεύω ότι πέτυχε, να προσφέρει αυτό το Συνέδριο.