Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Kείμενα των: Δημήτρη Χριστόπουλου, Ευστάθιου Χ. Λιανού Λιάντη, Αντώνη Λιάκου, Ρογήρου, Μικέλας Χαρτουλάρη, Ιωάννας Μεϊτάνη, Λουκά Αξελού, Πόπης Πολέμη ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 737
ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΜΑΪΟΥ 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Για τον «αντι-αντιρατσισμό» της συγκυρίας ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η δύσοσμη συγκυρίa. Η εβδομάδα που πέρασε σημαδεύτηκε από την πρωτοφανή άρνηση της Νέας Δημοκρατίας να συναινέσει στην προώθηση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Συναφείς «αντιρατσιστικές» νομοθεσίες αποτελούν πλέον κοινό τόπο στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, και μάλιστα σε αρκετά ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλιών κομμάτων που ανήκουν στον ίδιο πολιτικό χώρο με το κόμμα του κ. Σαμαρά. Όπως και να έχει, η Ν.Δ. κατάφερε και έκανε τη διαφορά στον χώρο της κεντροδεξιάς ευρωπαϊκής οικογένειας: στο όνομα της «ελευθερίας της έκφρασης», που τόσο ειλικρινά και αμερόληπτα την πονάει (όπως έδειξε με τη στάση της στις πρόσφατες διώξεις «βλάσφημων» έργων), η ελληνική συντηρητική παράταξη μάς γεννά, με τη θέση της, εφιαλτικές απορίες. Από τη μια, έχουμε τα δεδομένα προβλήματα του νομοσχεδίου, που συνοψίζονται στην πλημμελή προστασία των θυμάτων ρατσιστικής βίας και την παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης από παραφθορές του εγκλήματος της άρνησης της γενοκτονίας.1 Ωστόσο, πλέον, πριν από την όποια κριτική στα προβλήματα αυτά, χρέος του δημοκρατικού κόσμου είναι να ερμηνεύσει την «αντιαντιρατσιστική» σπουδή της ελληνικής Δεξιάς και να θέσει τη Ν.Δ. ενώπιον των πολιτειακών της ευθυνών για τον εκφυλισμό της δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας στην Ελλάδα της κρίσης. Αλήθεια, τι να φοβάται η ελληνική Δεξιά από ένα τέτοιο νομοσχέδιο που δεν φοβήθηκαν το ομογάλακτά της κόμματα στην Ευρώπη; Μήπως βλέπει, κάπου στο βάθος, τον εαυτό της στη θέση του κατηγορούμενου; Τι φταίει για το ρατσισμό; Για τον ρατσισμό ευθύνεται η άνιση κατανομή εξουσίας στις κοινωνίες ανάμεσα σε συλλογικότητες, με όποια ιδιότητα και αν διακρίνονται: ταξική, φυλετική, θρησκευτική, κοινωνική, εθνική, σεξουαλική κλπ. Mε δεδομένη αυτήν τη θέση, βλέπουμε τρεις αντιρατσιστικές διεξόδους: Α. Η προοπτική του αυτοτελούς αντιρατσιστικού αγώνα, αποσυνδεδεμένου από ένα σχέδιο κοινωνικής χειραφέτησης. Σε αυτή την προοπτική, που μπορούμε να ονομάσουμε αντιρατσισμό της «κοινωνίας των πολιτών», εντάσσονται οι λεγόμενες «αντιρατσιστικές» νομοθεσίες που έχουν γίνει κανόνας στην Ε.Ε. Β. Η μετάθεση του αντιρατσιστικού προτάγματος επέκεινα της ανατροπής των συ-
Ρ. Λιχτενστάιν, «Εξπρεσιονιστικό κεφάλι, 3», 1980
σχετισμών της ανισότητας. Αυτή η αντίληψη κυριαρχεί σε μείζον τμήμα της ελληνικής Αριστεράς, αντανακλώντας την ηγεμονική θέση που κατέχουν εθνοφυλετικές αντιλήψεις σε νησίδες της. Η ηγεμονία αυτή, με τη σειρά της, τροφοδοτεί την πεποίθηση ότι το μεταναστευτικό είναι αντιδημοφιλές ζήτημα, από το οποίο η Αριστερά εκ θέσεως χάνει. Γ. Ο αντιρατσισμός στην υπηρεσία της υπόθεσης της κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτή είναι η θέση που υποστηρίζεται εδώ. Ο ρατσισμός ως ιδεολογία είναι ίδιον των εξουσιαστικών, άρα και των καπιταλιστικών κοινωνιών. Το ερώτημα λοιπόν είναι αναπόδραστο: στον βαθμό που ο δυνατός, εξαιτίας της ισχύος του, έχει την ικανότητα να στιγματίζει και να υποβάλει τον ανίσχυρο σε κάθε λογής στερεοτυπικές ταξινομήσεις και αθέμιτες διακρίσεις, μήπως ο αντιρατσιστικός αγώνας είναι μάταιος, όσο δεν αλλάζουν οι κοινωνικοί συσχετισμοί; Ή, πάρα ταύτα, μπορούμε και οφείλουμε να διεξάγουμε έναν αυτοτελή αντιρατσιστικό αγώνα, με την εύλογη ελπίδα ότι ακόμη και σε συνθήκες μιας ανισότητας που οξύνεται μπορούμε να αμβλύνουμε —έστω και σχετικά- την πληγή του ρατσισμού; Περαιτέρω, μήπως η ίδια η υπόθεση της αντιρατσιστικής πάλης είναι ένας κρίσιμος αγώνας που εγκλείει ένα καθαυτό απελευθερωτικό περιεχόμενο, στην κατεύθυνση ενός σχεδίου καθολικής κοινωνικής χειραφέτησης; Τα δύο τελευταία ερωτήματα είναι ρητορικά· η απάντησή μου είναι ανεπιφύλακτα καταφατική. Ο ρατσισμός είναι, λοιπόν, ιδεολογία των άνισων. Όσο υπάρχουν άνισοι, θα υπάρχει ρατσισμός. Αυτό είναι ένας λόγος παραπάνω να παλεύει κανείς τον ρατσισμό ο οποίος
επιτελεί διττή λειτουργία: την στιγμή που είναι η ένδειξη της κοινωνίας των άνισων, γίνεται και ιδεολογικός μοχλός αναπαραγωγής της. Ο ρατσισμός είναι, ταυτόχρονα, ιδεολογία υποταγής και κυριαρχίας. Χρειάζεται για να σφυρηλατείται η ενότητα των ισχυρών έναντι των αδυνάμων, να εδραιώνεται η ματαίωση στους αδύναμους και, τέλος, να αμβλύνεται η συναίσθηση των εξουσιαστικών δομών μέσα στους υποτιθέμενα ισχυρούς. Ο ρατσισμός έχει τα χαρακτηριστικά μιας συμπαγούς ψευδούς συνείδησης. Είναι ο ακατέργαστος, αδιαμεσολάβητος και απροβλημάτιστος τρόπος που το άτομο εσωτερικεύει την καθημερινή του εμπειρία μέσα στην κοινωνία, ο «κοινός νους» που δεν γνωρίζει στοχασμό και ενδοσκόπηση αλλά μόνο μια αυτοαναφορική δικαίωση. Η ρατσιστική ιδεολογία επιτρέπει σε κάποιον ανίσχυρο να νομίζει πως είναι ισχυρός, βρίσκοντας έναν πιο ανίσχυρο και εναποθέτοντας πάνω του τη ματαίωση, την απόγνωση και την αγανάκτηση. Αυτός λοιπόν γίνεται η εμπροσθοφυλακή της ρατσιστικής ιδεολογίας: οι ιρλανδοί καθολικοί μετανάστες, εμπροσθοφύλακες του αμερικάνικου ρατσισμού έναντι των ιταλών και ελλήνων μεταναστών στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Νοτιοευρωπαίοι έναντι των Ουκρανών και των Πολωνών, όλοι μαζί εναντίον των Μαύρων, Μαύροι εναντίον των Λατίνων, όλοι μαζί εναντίον των Ινδιάνων, και πάει λέγοντας. Το ίδιο και στην Ελλάδα... Ο ρατσισμός είναι ιδεολογία των θρασύδειλων, υπό την έννοια αυτή. Ο έλληνας ρατσιστής χτυπάει τον φτωχό Πακιστανό επειδή είναι μουσουλμάνος, και υποκλίνεται στον Σαουδάραβα επενδυτή παρά το ότι είναι μουσουλμάνος. Ο αλβανός ρατσιστής κάθεται σούζα στο αφεντικό του, αλλά εύκολα θα τα βάλει με τον αφγανό ένοικο του υπογείου (στο οποίο πριν λίγα χρόνια ζούσε αυτός), διότι τον ενοχλούν οι μυρωδιές του. Η θέση του αντιρατσισμού στην υπηρεσία της χειραφέτησης απαιτεί επεξεργασία τριών στρατηγικών θέσεων και στοχεύσεων. Θέση πρώτη: Ο ρατσισμός δεν είναι ηθική διαστρέβλωση, αλλά πολιτική συνέπεια των εξουσιαστικών σχέσεων του σύγχρονου βιοπολιτικού καπιταλισμού. Αυτή είναι η στρατηγική ενώπιον του «αντιρατσισμού της κοινωνίας των πολιτών». Ο ρατσισμός είναι ιδεολογία πολύ σύνθετη για να την κατατάξουμε ως μια απλή ένδειξη πολιτισμικής ή νοητικής καθυστέρησης κάποιων, όπως πολλοί κάνουν σήμερα: σιχαίνονται την «πολιτισμική υπανάπτυξη» των ρατσιστών, αλλά υπερασπίζονται πολιτικές που ευνοούν το ρατσισμό. Θέση δεύτερη: Ο ρατσισμός, ως ιδεολογία,
έχει μια σχετική αυτάρκεια και εξάπλωση σε όλο το πολιτικό φάσμα, που εξηγεί την επιρροή του και εκτός Άκρας Δεξιάς. Σε ό,τι αφορά την Άκρα Δεξιά, κρίσιμη αφετηρία μιας συνεκτικής αντιρατσιστικής στρατηγικής είναι η ανάδειξη των συνεπειών της ρατσιστικής ιδεολογίας στο ίδιο το συλλογικό υποκείμενο που εκφέρει ρατσιστικό λόγο: Πώς μπορεί η Χρυσή Αυγή να αντιπαρέλθει το ότι γερμανοί ομόλογοί της σκότωσαν έλληνα μετανάστη επειδή ήταν Έλληνας; Εδώ ο ρατσισμός έχει ένα συγκριτικό μειονέκτημα, καθώς βλέπει σε κάθε άλλον άνθρωπο που δεν ανήκει στην κοινότητά «του» έναν εξ ορισμού εχθρό. Θέση τρίτη: η συλλήβδην αδιαβάθμητη καταγγελία του ρατσισμού είναι αδιέξοδη. Σε ό,τι αφορά τη διείσδυση του ρατσισμού στο mainstream πολιτικό ρεπερτόριο χρειάζεται προσοχή που δοκιμάζει τις δικές μας αντοχές. Χρειάζεται διάκριση, να το πω απλά, μεταξύ Γ. Παπανδρέου και Α. Λοβέρδου. Αυτή είναι η στρατηγική εμβολισμού του αστικού κόσμου, ο οποίος γνωρίζει και τις δικές του τομές και διαιρέσεις που είναι απολύτως αξιοποιήσιμες. Χρειάζεται όμως και διάκριση ανάμεσα στον αγανακτισμένο γονιό που βλέπει το παιδί του να καθυστερεί στο σχολείο διότι οι πολλοί συμμαθητές του δεν έχουν μητρική γλώσσα αυτή που διδάσκεται, και στον πολιτικό κόσμο που αξιοποιεί τον θυμό του διοχετεύοντάς τον σε ακροδεξιές ατραπούς. Η έκβαση του αντιρατσιστικού αγώνα είναι κρίσιμη παράμετρος της υπόθεσης της κοινωνικής χειραφέτησης στους πολύ δύσκολους καιρούς που ζούμε. Η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση εξ ορισμού γεννά ρατσισμό, ακόμη και αν το αντιμετωπίζει ως παράπλευρη απώλεια ή εκ πρώτης ανάγνωσης δεν το θέλει. Ο αντιρατσισμός που (κάνει πως) δεν βλέπει τα μεγάλα ζητούμενα μιας κοινωνίας σε οδύνη ολισθαίνει προς τη φιλανθρωπία. Ο αντιρατσιστικός αγώνας δεν μπορεί να είναι λυσιτελής και ολοκληρωμένος, αν δεν συνδέεται με τις μείζονες πολιτικές διακυβεύσεις της αλλαγής συσχετισμών στην κατεξοχήν κοινωνική αντίθεση που οξύνεται. Η ανάδειξη αυτής της σύνδεσης δεν είναι ικανή προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του αγώνα της χειραφέτησης. Είναι όμως αναγκαία. 1 Όπως στην Ουγγαρία μαζί με την ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος πέρασε και η ποινικοποίηση της άρνησης των εγκλημάτων του κομμουνισμού, έτσι και εδώ πολύ δύσκολα ένας εισαγγελέας θα αντισταθεί στον πειρασμό της ποινικής δίωξης του ιστορικού που αρνείται τη γενοκτονία των Ποντίων.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 26 ΜΑΪΟΥ 2013
32
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΚΩΔΩΝΟΚΡΟΥΣΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Υπάρχει ορθόδοξος εθνικισμός; Ανιχνεύοντας την ιδεολογική παραφθορά του χριστιανικού μηνύματος ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Χ. ΛΙΑΝΟΥ ΛΙΑΝΤΗ
και είπε Κύριος· τί πεποίηκας; φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς με εκ της γης Γεν. 4:10 Στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία υφίσταται ένα παραγνωρισμένο χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί να δώσει την απάντηση στην αποδοχή ή την απόρριψη του εθνικισμού από το σώμα της. Αυτό είναι η εκκλησιολογική τεκμηρίωση της αγιότητας των ονομαζόμενων «στρατιωτικών αγίων», μιας αγιολογικής κατηγορίας, η οποία, παρά τις προσπάθειες αλλοτρίωσης της ταυτότητάς της από τους κρατικούς θεσμούς, παραμένει η πλέον επαναστατική και αντιεξουσιαστική. Οι άγιοι Γεώργιος, Δημήτριος, Σεβαστιανός, για να αναφερθούμε μόνον στους επιφανέστερους, δεν ήταν στρατιωτικοί που έπεσαν υπερασπιζόμενοι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία· ήταν αξιωματικοί που διακήρυξαν τη χριστιανική τους πίστη, αρνούμενοι την αυτοκρατορική/εθνική λατρεία και την κρατική θρησκευτική πολιτική. Έτσι, ήλθαν αντιμέτωποι με την εξουσία, που τους επέβαλε μαρτυρικό θάνατο. Την καθοριστική τους μάχη την έδωσαν μη μαχόμενοι, ενώ τη στιγμή του θανάτου στάθηκαν άοπλοι, «άδοξοι» για την εγκόσμια «εν όπλοις» δόξα. Όταν η αυτοκρατορία έγινε χριστιανική, τέθηκε το ζήτημα της ιερότητας των πολέμων, που διεξήγαγε, και ζητήθηκε από την Εκκλησία η αναγνώριση ως αγίων των στρατιωτών οι οποίοι έχαναν τη ζωή τους πολεμώντας υπό τα λάβαρα του χριστιανού αυτοκράτορα. Όμως, η βυζαντινή θεολογία γνώριζε τα όρια των περιχωρήσεων των θεσμών. Η απάντηση της συνόδου του Πατριαρχείου στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, ήταν: «Πώς αυτοί που φονεύουν και φονεύονται στους πολέμους θα μπορούσαν να λογισθούν μάρτυρες ή εφάμιλλοι των μαρτύρων, όταν οι θείοι κανόνες τους επιβάλουν επιτίμιο, εμποδίζοντάς τους για τρία χρόνια από την ιερή μετάληψη;». Κανένας πόλεμος για τη βυζαντινή Εκκλησία δεν μπορούσε να είναι ιερός, διότι αυτό θα αλλοίωνε την καθαυτή υπόστασή της ως Εκκλησία του Χριστού. Ο πόλεμος, ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε έθνη και η αντιπαλότητά τους είναι χαρακτηριστικά του «κόσμου τούτου». Και οι ιεράρχες θεολόγοι της εποχής δεν λησμονούσαν ότι ακόμη κι αν βρίσκονταν εντός του κόσμου, και αναγκάζονταν σε συμβιβασμούς, δεν ανήκαν σ’ αυτόν· «εκ του κόσμου ουκ εισίν καθώς εγώ εκ του κόσμου ουκ ειμί» Ιω. 17:16. Σήμερα οι ορθόδοξοι αρχιερείς φέρουν αμφίεση παρόμοια μ’ εκείνη του βυζαντινού αυτοκράτορα· ένα τυπολογικό ιδίωμα που διατηρείται προκειμένου να επισημανθεί η νοητή συνέχεια της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής. Παρότι ο τύπος εμμένει, η ουσία επιλανθάνεται. Και τούτο δεν έχει
Ο Ευστάθιος Χ. Λιανός Λιάντης είναι θεολόγος και επιμελητής εκδόσεων
Τζέικομπ Λώρενς, από τη σειρά «Μετανάστευση», 1940-1941
να κάνει αποκλειστικά με τη θεολογία αλλά και με την «κοσμοθεωρία» της αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο ήταν πολυεθνικό και «υπερεθνικό» σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες. Αφομοίωνε και ενέτασσε λαούς όχι με εθνολογικούς αλλά με πολιτιστικούς όρους. Και οι «αλλοεθνείς» έφθαναν έως το ύπατο αξίωμα. Ο αρμενικής καταγωγής Ηράκλειος ήταν αυτός που θέσπισε ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας την ελληνική. Τη δυναστεία του Ηρακλείου διαδέχθηκε η συριακή δυναστεία των Ισαύρων, για ν’ ακολουθήσουν οι Φρύγες του Αμορίου. Έναντι, λοιπόν, ποιας πολιτιστικής κληρονομιάς ή παράδοσης μπορεί ένας ιεράρχης να ιδεολογικοποιεί τον ρατσισμό, να προπηλακίζει τους μετανάστες ως ανεπιθύμητους, να μιλάει για εθνική καθαρότητα; Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κίτρους Βαρνάβας, ανάστημα κεφαλαιώδες για την Εκκλησία της Ελλάδος, αναρωτήθηκε κάποτε: «Πώς μπορούμε εγώ και ο αδελφός μου από την άλλη μεριά των συνόρων, ως ορθόδοξοι επίσκοποι, να ευλογούμε στρατεύματα, που αν χρειαστεί, θα διεξάγουν μια φονική μάχη μεταξύ τους;». Οι λόγοι αυτοί εκφράζουν την αναγκαία θεολογική ευαισθησία, το συνειδησιακό ενέργημα, του χριστιανού ποιμένα, ο οποίος αντιλαμβάνεται το σύνορο ως εμπόδιο της αδελφοσύνης. Εδώ έγκειται και η διαφορά, εκκλησιολογική και κανονική, της περιφεριοποίησης της εκκλησιαστικής διοίκησης, που υφίστατο από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες για την εξυπηρέτηση ποιμαντικών αναγκών με τον ψευδο-νεωτερικό εθνικό διαχωρισμό των Εκκλησιών. Η πράξη του εθνικού διαχωρισμού συνιστά αίρεση για την Ορθόδοξη Εκκλησία σύμφωνα με τον Όρο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (Κωνσταντινούπολη, 1872). Το κείμενο του Όρου αποκόπτει από το εκκλησιαστικό σώμα όσους πρεσβεύουν ή εφαρμόζουν εθνοφυλετικές αντιλήψεις και πρακτικές: «Αποκηρύττουμε, επικρίνοντας και καταδικά-
ζοντας, τον φυλετισμό, δηλαδή τις φυλετικές διακρίσεις και τις εθνικές έριδες και φθόνους και διαιρέσεις στην Εκκλησία του Χριστού […]. Εκείνους που αποδέχονται αυτόν τον φυλετισμό και πάνω του τολμούν να θεμελιώνουν καινοφανείς φυλετικές παρασυναγωγές, τούς κηρύττουμε, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, αποκομμένους από τη μία Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και ως εκ τούτου σχισματικούς». Η απάντηση, λοιπόν, στους ιερωμένους που σηκώνουν τα εθνικιστικά λάβαρα δεν είναι ότι δεν έχουν δικαίωμα να μιλούν γιατί είναι «εκκλησιαστικοί». Έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται, όπως κάθε κοινωνική τάξη σε μια δημοκρατική χώρα. Η απάντηση, που οφείλει να δοθεί από τους προοδευτικούς φορείς, είναι ότι αυτές οι θέσεις τους είναι απροκάλυπτα αντιχριστιανικές και τους καθιστούν υπόλογους στην ίδια την Εκκλησία. Ο Μέγας Βασίλειος χαρακτήριζε αυτούς τους επισκόπους «λύκους βαρείς, που διασπούν το ποίμνιο του Χριστού»· και είναι όντως «λύκοι βαρείς» όσοι εγκολπώνονται τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τον ναζισμό, ειδικά όταν οι ίδιοι φέρουν εγκόλπιο με τη μορφή του Χριστού.
¡Hasta la traducción, siempre! Ο Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών (ΣΜΕΔ) διοργανώνει ανοιχτή εκδήλωση για τη μετάφραση της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Συζητούν οι μεταφράστριες και μεταφραστές, μέλη του ΣΜΕΔ: Κώστας Αθανασίου, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Κρίτων Ηλιόπουλος, Τατιάνα Ραπακούλια. Η εκδήλωση γίνεται την Παρασκευή 31 Μαΐου, στις 19:30 στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 136). Θα ακολουθήσει λάτιν πάρτι για ξέφρενη ενίσχυση του ΣΜΕΔ και οικονομικό χορό!
Tιμητικός τόμος για τον Γ. Γιανουλόπουλο Ο πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου και οι εκδόσεις Ασίνη μας προσκαλούν, την Πέμπτη 30 Μαΐου, ώρα 19:00, στην αίθουσα τελετών του Παντείου, στην παρουσίαση του τιμητικού τόμου «Αθέατες Όψεις της Ιστορίας» για τον ομότιμο καθηγητή Γιάνη Γιανουλόπουλο. Θα χαιρετίσει ο Πρύτανης του Παντείου Γρ. Τσάλτας θα συντονίσει η πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Καίτη Αρώνη-Τσίχλη. Ομιλητές: Δήμ. Γκέφου-Μαδιανού (καθηγήτρια κοινωνικής ανθρωπολογίας), Σία Αναγνωστοπούλου (αναπλ. καθηγήτρια Ιστορίας), Ηλ. Νικολακόπουλος, (καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης-Π. Αθηνών), Λουδ. Κωτσονόπουλος (δρ Παντείου Πανεπιστημίου).
Περί Κοινών: Μια διάλεξη του Michel Bauwens Η Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, η ΕΕΛ/ΛΑΚ και το Fab Lab Athens μας καλούν στη διάλεξη του Michel Bauwens με θέμα «On the Commnons», στη Σχολή Αρχιτεκτόνων (Πατησίων 42, κτίριο Αβέρωφ), την Τετάρτη 29 Μαΐου, στις 19.00. Θα ακολουθήσει στρογγυλή τράπεζα με συντονιστή τον Δημήτρη Παπαλεξόπουλο και συμμετέχοντες τους Πέτρο Λινάρδο, Γιώργο Παπανικολάου (P2P Foundation) και Πρόδρομο Τσιαβό (ΕΕΛ/ΛΑΚ).
KYKΛΟΦΟΡΕΙ
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 26 ΜΑΪΟΥ 2013
33
ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ ΠΑΓΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ
«Ευρωπαϊκός προσανατολισμός» και τήρηση του δικαίου της Ε.Ε. ΤΟΥ ΡΟΓΗΡΟΥ
Πόση αξιοπιστία μπορεί να έχει ένα πολιτικό κόμμα, το μεγαλύτερο του κυβερνητικού συνασπισμού, όταν, ενώ εμφανίζεται ως θεματοφύλακας του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, υποστηρίζει τη λογική της ήσσονος προσπαθείας όσον αφορά την ενσωμάτωση του δικαίου της ΕΕ; Όταν πιστεύει ότι η χώρα μας δεν υπέχει καμία υποχρέωση μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, ενώ το ίδιο το ενωσιακό νομοθέτημα ορίζει ρητά ότι «τα κράτη-μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης πλαισίου έως τις 28 Νοεμβρίου 2010» (κι εμείς βρισκόμαστε αισίως στο σωτήριο έτος 2013); Όταν πιστεύει ότι αρκεί ένα νομοθέτημα του 1979, μολονότι η χρονική απόσταση μεταξύ της θέσπισής του και της έκδοσης της οικείας απόφασης, καθώς και οι προφανείς διαφορές όσον αφορά την έκταση και το περιεχόμενο καταδεικνύουν το αντίθετο; tst Στην πραγματικότητα, η στάση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με την πάγια αντιμετώπιση την οποία επιφύλαξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία κυμαινόταν μεταξύ αδιαφορίας, στην καλύτερη περίπτωση, και περιφρόνησης, στη χειρότερη. Η διαπίστωση επιβεβαιώνεται όχι μόνο σε σχέση με την ενσωμάτωση και εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, αλλά και την (κατά κανόνα αναιμική) ελληνική συμμετοχή στις προπαρασκευαστικές εργα-
Ο Ρογήρος σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Ζει και εργάζεται στο Λουξεμβούργο. Γράφει στο ιστολόγιο του Ρογήρου (http://rogerios.wordpress.com/).
Μαξ Μπέκμαν, «Η αρπαγή της Ευρώπης», 1933
σίες για την έκδοση ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, χωρίς να παραβλέπεται η συνήθης πρακτική της θέσπισης εθνικών διατάξεων αντίθετων προς το δίκαιο της Ένωσης. Μερικά εντελώς ενδεικτικά παραδείγματα: η πλημμελέστατη εφαρμογή των οδηγιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (προμηθειών, παροχής υπηρεσιών και δημοσίων έργων). Η θέσπιση της περιβόητης διάταξης του άρθρου 7, παρ. 2, του νόμου 2955/2001, η οποία, χαρακτηρίζοντας ορισμένα ιατρικά υλικά (ορθοπαιδικά είδη, βηματοδότες κ.λπ.) ως «μη συγκρίσιμα», επέτρεπε την προμήθειά τους με απευθείας αναθέσεις, αντί των διαγωνισμών που επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία (η χώρα μας καταδικάστηκε για
τον λόγο αυτό από το Δικαστήριο της ΕΕ με την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, υπόθεση C-481/06, Επιτροπή κατά Ελλάδας). Τέλος, η πανηγυρική εξαγγελία από την τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή νόμου περί «βασικού μετόχου», του οποίου οι διατάξεις αντέβαιναν προδήλως σε όλες σχεδόν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες της ΕΕ. Εν προκειμένω, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι ο νόμος 927/1979, περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών που αποσκοπούν σε φυλετικές διακρίσεις, απαλλάσσει την Ελληνική Δημοκρατία από την υποχρέωσή της να ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη τα όσα προβλέπει η απόφαση πλαίσιο
2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι ελλείψεις του ισχύοντος νόμου (όσον αφορά τους ορισμούς εννοιών ή την αναλυτική περιγραφή της αντικειμενικής υπόστασης των αξιόποινων πράξεων) θα μπορούσαν να καλυφθούν ερμηνευτικά, απουσιάζει από αυτόν η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων (περιλαμβανομένου και του αποκλεισμού από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις) σε νομικά πρόσωπα (άρθρο 6, παρ. 1, της απόφασης πλαισίου), τα οποία μπορούν να κριθούν υπεύθυνα για αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας (άρθρο 5). Είναι μάλλον προφανές εναντίον ποιας πολιτικής οργάνωσης θα μπορούσε να στραφεί μια τέτοια διάταξη και ποιος προστατεύεται καταρχήν με την απόσυρση του «αντιρατσιστικού» σχεδίου νόμου. tst Είναι αλήθεια ότι έχουν εκφρασθεί πολλές αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα της καταπολέμησης του ρατσισμού με νομικά μέσα. Ομοίως έχουν επισημανθεί οι κίνδυνοι υπέρμετρου περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης ή της αυθαίρετης χρήσης των διατάξεων ενός τέτοιου νομοθετήματος. Ένα ζήτημα τόσο σοβαρό θα απαιτούσε την ευρύτερη δυνατή διαβούλευση μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών φορέων. Κάτι που, ως συνήθως, δεν συνέβη. Σε κάθε περίπτωση, η περιπέτεια του αντιρατσιστικού νόμου επιβεβαιώνει μια παλιά, αλλά όχι και τόσο προβεβλημένη διαπίστωση: αν κάποιος αναζητήσει συνειδητοποιημένους θιασώτες του ευρωπαϊκού ιδανικού δεν πρόκειται να τους βρει στα κόμματα που άσκησαν εξουσία στη χώρα μας.
Η ουτοπία, εκεί έξω, στους δρόμους Την Τετάρτη 22 Μαΐου απονεμήθηκαν τα κρατικά λογοτεχνικά βιβλία 2012 (για βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2011), στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια όσα είπε ο Αντώνης Λιάκος (στον οποίο δόθηκε το βραβείο δοκιμίου-κριτικής για το βιβλίο του Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία: Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, εκδ. Πόλις). «Ε» Θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιτροπή που επέλεξε να τιμήσει ένα ιστορικό βιβλίο. Νομίζω πως οι δίαυλοι ανάμεσα στην Ιστορία και τη λογοτεχνία, που ποτέ δεν έπαψαν να λειτουργούν υπόγεια και εκλεκτικά, θα πρέπει και θεσμικά να ανοίξουν. Άλλωστε, η ιστοριογραφία υπήρξε στην αρχαιότητα κλάδος της ρητορικής, στην Αναγέννηση μιλούσαν για Arte Historica, σήμερα λέμε για την ποιητική της Ιστορίας. Σε μια εποχή ανοιγμάτων, ας ανοίξουν όλα τα βραβεία σε έργα μεστά ιδε-
ών και σκέψεων. Η Ιστορία δεν είναι απλώς η αποτύπωση του παρελθόντος· είναι μια δημιουργική σχέση με το παρελθόν. Αυτή τη δημιουργική σχέση με το παρελθόν την έχουμε ανάγκη όταν το παρελθόν καταστρέφεται όπως η Νινευή, και εμείς, ως άλλοι Λωτ, καιγόμαστε από την επιθυμία να στραφούμε πίσω, να το κοιτάξουμε, αλλά ταυτόχρονα όρος της διάσωσής μας είναι να το ξεχάσουμε. Σ’ αυτή την αμφιθυμία απαντά δημιουργικά και η Ιστορία και η λογοτεχνία. Εκείνη τουλάχιστον που δεν φοβάται την ετερότητα στα παγκάκια των πλατειών και δεν υποκύπτει στην κοινοτοπία του καθημερινού κακού, του «ηθικού πανικού» που δημιουργεί η εξουσία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης Η βράβευση βιβλίων αποτελεί μια αντίσταση, γιατί επιβραβεύει τελικά αυτή τη δημιουργικότητα. Θα μπορούσε να είναι μια γιορτή, αν βασικοί θεσμοί που υπηρετούν τον πολιτισμό, όπως το ΕΚΕΒ, δεν είχαν θυσιασθεί. Θα μπορούσε να είναι γιορτή, αν δεν κατακαιόταν η Νινευή. Τα κρατικά βρα-
βεία βέβαια δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την απουσία μιας δημόσιας πολιτικής πολιτισμού. Δεν θέλουμε ασφαλώς έναν κρατικό πολιτισμό. Ωστόσο, η ανάπτυξη ενός πολιτισμού πέραν των καταναλωτικών αναγκών, στην Ευρώπη, ήταν ιστορικά μέρος μιας δημόσιας φροντίδας, ήταν πλευρά του κοινωνικού κράτους. Αυτή η δημόσια φροντίδα κατεδαφίζεται τώρα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σήμερα μια έκρηξη πολιτισμικής δημιουργίας σε μικρούς πυρήνες διάσπαρτους στην πόλη, ένας πολιτισμός αμφισβήτησης, αντίστασης και διαμαρτυρίας, δεμένος με μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία εκδηλώνεται συνήθως μακριά από τους επίσημους χώρους. Μια ουτοπία που κυκλοφορεί στους δρόμους. Θα αντέξει στη λαίλαπα ή θα υποκύψει στη νέα πειθαρχημένη και ιεραρχική κοινωνία; Πάντως, αν υπάρχει κάποια ελπίδα, υπάρχει εκεί έξω. Εκεί όπου η επιδίωξη της ουτοπίας γράφει Ιστορία. ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 26 ΜΑΪΟΥ 2013
34
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Περιοδικό «Χρόνος»: ένα διαδικτυακό εργα «Να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς» ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΜΙΚΕΛΑΣ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ
w Ξεκινώντας, θα θέλαμε να μας πεις το σχήμα με το οποίο λειτουργεί το περιοδικό. Εσύ είσαι η αρχισυντάκτρια… Ως αρχισυντάκτρια, έχω τη γενική ευθύνη και τον συντονισμό, ο Χρόνος όμως είναι συλλογική προσπάθεια. Η πρώτη ιδέα ήταν του Περικλή Δουβίτσα, ενός νέου ανθρώπου με ανήσυχο μυαλό, που μπήκε στον εκδοτικό χώρο από έναν άλλο χώρο, τη μουσική. Εδώ και καιρό, σε αρκετούς κύκλους διανοούμενων, πολλοί, είτε ανεξάρτητα είτε σε επαφή μεταξύ τους, συζητούσαν την ανάγκη ενός αριστερού περιοδικού παρέμβασης στον χώρο των ιδεών. Ο Δουβίτσας το συνέλαβε και προχώρησε. Στη συνέχεια υπήρξαν μερικοί άνθρωποι που αποτέλεσαν την ψυχή του περιοδικού, το αγκάλιασαν με κέφι, ζωντάνια και γνώση. Ο Αντώνης Λιάκος, πρώτα απ’ όλα, που έπαιξε και παίζει κομβικό ρόλο, ο Γιάννης Σταυρακάκης, η Σία Αναγνωστοπούλου, η Αθηνά Αθανασίου. Το περιοδικό δεν έχει συντακτική επιτροπή. Αυτοί που μόλις ανέφερα συζητάμε μεταξύ μας, και ο κάθε εισηγητής είναι και ένας «μίνι αρχισυντάκτης», για το αντικείμενο που ελέγχει. Αναλαμβάνει να γράψει, προτείνει θέματα και ανθρώπους: κινητοποιεί κάποιους, οι οποίοι με τη σειρά τους κινητοποιούν άλλους, όχι απαραιτήτως γνωστά ονόματα. Κριτήριό μας είναι οι φρέσκιες ιδέες για τα πράγματα. Και θέλω, ακόμα, να μνημονεύσω, τη συνεισφορά του Στέφανου Θεοδωρίδη στη γραμματεία σύνταξης και της Αρετής Μπουκάλα, στην οποία οφείλουμε την τόσο καλή επιμέλεια των κειμένων. w Γιατί εκδίδεται τώρα, ποια σημασία έχει η χρονική στιγμή; Ο Χρόνος είναι προϊόν του καιρού του και του καιρού μας. Στο ευρύτερο τοπίο έχει διαμορφωθεί μια καινούργια κοινωνική φιλοσοφία και πολιτική γεωγραφία, που διασταυρώνονται με μια νέα κρίση συνείδησης. Έχουν αναδυθεί, έτσι, κάποια βασικά αιτήματα που οδήγησαν στην έκδοσή του. Το πρώτο είναι το έλλειμμα στη δημοκρατία, το οποίο το βλέπουμε όχι μόνο στην πολιτική, αλλά παντού. Η συνθήκη της μεταδημοκρατίας είναι κάτι που συζητάμε πολύ στο περιοδικό: η διαμόρφωση της πολιτικής σε έναν ιδιωτικό χώρο, μια συναινετική πρακτική η οποία, στο όνομα της δημοκρατίας, εξαλείφει τη δημοκρατική διαδικασία — μια μετατόπιση της εξουσίας από τον «δήμο», που εξοβελίζεται, στα οικονομικά κέντρα και τις ελίτ. Το δεύτερο είναι το αίτημα δημιουργίας ενός βήματος που θα διαμορφώσει προβληματισμό για την «επόμενη μέρα». Η Αριστερά έχει την ευκαιρία να αλλάξει την κατάσταση των πραγμάτων: είτε γίνει κυβέρνηση είτε όχι, είναι σίγουρο ότι μπορεί να παρέμβει με εντελώς άλλους όρους. Τι σημαίνει όμως διαφορετική οπτική και διαφορετικές προτεραιότητες για την κοινωνία, την πολιτική, τις προοπτικές του τόπου στο ευρω-
Ένα νέο περιοδικό, περιοδικό ιδεών και παρέμβασης, κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στο διαδίκτυο: ο Χρόνος. Ξεκινώντας με ένα «τεύχος μηδέν» για την Κύπρο («Η Κύπρος και ο Λεβιάθαν. Φωνές από την κοιλιά του κήτους») και ένα editorial του Αντώνη Λιάκου, συνέχισε με κείμενα τεκμηριωμένα και δουλεμένα, που παίρνουν θέση ανοίγοντας τη συζήτηση. Ανάμεσά τους, για τα κέντρα κράτησης (Ό. Λαφαζάνη), τον Σουλεϊμάν (Σ. Αναγνωστοπούλου), το φαινόμενο Γκρίλο (Κ. Κορνέτης), το αστικό πάρκο της Κοπεγχάγης (Ε. Αξιώτη), η ενότητα για τα ιδρύματα Νιάρχου και Ωνάση, τον ιστορικό αναθεωρητισμό (Χ. Φλάισερ), την ιθαγένεια (Δ. Χριστόπουλος), το χρέος (Γ. Σταυρακάκης), τον λαϊκισμό (Γ. Κατσαμπέκης), την κρίση της Ε.Ε. (Σ. Βαλντέν). Ακόμα, «πολιτικό κόμικ» (Δ. Βανέλλης, Θ. Πέτρου), φωτογραφία (Η. Παπαϊωάννου), βίντεο (συναυλία του Φλ. Φλωρίδη στο Bερολίνο, συνεντεύξεις του Γ. Κουζέλη και της Μ. Μαροπούλου για τη σειρά προβολών «Βλέμμα στο φασισμό») και άλλα. Θεωρούμε το εγχείρημα εξαιρετικά κρίσιμο και αξιοπρόσεκτο: περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε σήμερα ένα αριστερό περιοδικό ιδεών, έγκυρο και μαχητικό, που να ανοίγει τα ζητήματα, σπώντας τα στερεότυπα και συνομιλώντας με το διεθνές κοινό. Το δείγμα γραφής του Χρόνου μας πείθει ότι έχει τα εχέγγυα να ανταποκριθεί, κάτι που μας αφορά όλους, έντυπα και ανθρώπους που κινούμαστε στο αστερισμό της αριστερής σκέψης και κριτικής. Μιλήσαμε λοιπόν με τη Μικέλα Χαρτουλάρη, αρχισυντάκτρια του Χρόνου. ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
παϊκό και το παγκόσμιο περιβάλλον; Έχουμε πνιγεί στις τεχνικές απαντήσεις και τα στερεότυπα. Ας δούμε λοιπόν πού είμαστε πραγματικά και πού θέλουμε να πάμε. Πώς σκέφτεται η Αριστερά αλλά και ο ευρύτερος προοδευτικός χώρος. Αυτό δεν έχεις το περιθώριο να το διερευνήσεις και να το αναδείξεις όταν δίνεις τη μάχη της επικαιρότητας ούτε όταν είσαι επικεντρωμένος σε ιδεολογικά ζητήματα. Στον Χρόνο, αντίθετα, παρότι το στοίχημα είναι μεγάλο, η επιδίωξή μας είναι να διαμορφώσουμε ένα εργαστήρι σκέψης και τεκμηρίωσης —είναι καίριο αυτό—, αναδεικνύοντας θέματα που θεωρούμε κρίσιμα, κι ας μην είναι στην αιχμή. Για παράδειγμα, το θέμα του σεξισμού και της ομοφοβίας —ένα θέμα που πάντα υπήρχε στην αριστερή κριτική— με την κρίση εμφανίζεται ασυνείδητα σε πολλούς χώρους, ακόμα και στον πολιτισμό. Ο Χρόνος δεν απευθύνεται μόνο στο κοινό της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά σε ένα ευρύτερο κοινό ανθρώπων με ελεύθερο πνεύμα. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την ελληνική πραγματικότητα —κάτι που θα έχει επιπτώσεις και στην Ευρώπη— η διαμόρφωση ενός μεγάλου πεδίου, ελευθερίας και κριτικής, όπου θα ζυμώνονται οι ιδέες, είναι κρίσιμη. w Ο υπότιτλος του Χρόνου είναι «online περιοδικό με αφετηρία την Ελλάδα». Μας τον εξηγείς; Κι αυτό έχει να κάνει με ένα αίτημα του καιρού μας. Αίτημα είναι το άνοιγμα στο διεθνές κοινό, αίτημα και ο διάλογος με τη διασπορά. Βασική μας επιδίωξη είναι να βάλουμε την Ελλάδα στη διεθνή σκηνή, μέσα από τη διανόησή της, τις δημιουργικές της δυνάμεις, τις πρωτότυπες κοινωνικές δράσεις. Αυτή η χώρα, που την αντιμετωπίζουν σαν παράδειγμα «κακού μαθητή» και «απατεώνα», σαν «παράξενο πουλί» και «πειραματόζωο», είναι μια χώρα με ζωντανά μυαλά που μπορούν να σταθούν σε κάθε διεθνές φόρουμ. Βασικός μας στόχος είναι όλα τα κείμενα του περιοδικού να μεταφράζονται, έτσι ώστε ένα ευρωπαϊκό, και όχι μόνο, κοινό να μπορεί να μάθει ότι, εκτός από τον Παπαχελά, τον Βαρουφάκη ή τον Μάρκαρη λ.χ., υπάρχει ένα πλούσιο δυναμικό ανήσυχων ανθρώπων που έχουν ενδιαφέρουσες ιδέες και μπορούν να κάνουν εμπεριστατωμένες αναλύσεις για τη σημερινή πραγματικότητα, όπως αυτή
Σωτήρης Λιούκρας «Χωρίς τίτλο», 2012. Από το «εξώφυλλο» του τχ. 1 του «Χρόνου»
διαμορφώνεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Το ζητούμενο βέβαια είναι να αποκτήσουμε μόνιμες επαφές διεθνώς. Αυτό όμως απαιτεί συνεχή ροή μιας μεγάλης βεντάλιας μεταφρασμένων άρθρων. Προς το παρόν, επειδή δεν έχουμε τα απαραίτητα κονδύλια (σημειώνω ότι δεν παίρνουμε διαφημίσεις) έχουν μεταφραστεί ορισμένα μόνο από τα κείμενα του Χρόνου, στα αγγλικά και τα γερμανικά. Έχουμε επίσης αναρτήσει άρθρα συνεργατών μας στα αγγλικά, έχουμε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με την Tagesspiegel όπου ήδη δημοσιεύτηκε το άρθρο του Λιάκου, και κλείσαμε επίσημη συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Βερολίνου. Προχωράμε δηλαδή δυναμικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Βοηθάει και το ότι ο εκδότης του Χρόνου, ο Περικλής Δουβίτσας, αλλά και πολλοί συνεργάτες μας είναι εγκατεστημένοι στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, και πολλές χώρες, ακόμη και την Ινδία ή την Αυστραλία. w Και όσον αφορά τη διαδικτυακή διάσταση; Δεν χρειάζεται για μιλήσω για την τεράστια δύναμη του διαδικτύου — μού φαίνεται αυτονόητο, κι ας είμαι προσωπικά άνθρωπος του χαρτιού. Θα σταθώ σε δυο ειδικότερα σημεία. Το πρώτο είναι ότι υπάρχει μια γενιά ή,
μάλλον, γενιές πλέον νέων ανθρώπων που δεν αγοράζουν έντυπα. Και γιατί δεν έχουν χρήματα, αλλά και για λόγους κουλτούρας. Όμως είναι πολύ δικτυωμένοι ηλεκτρονικά. Σε αυτούς απευθύνεται ο Χρόνος, επιδιώκοντας να τους προσφέρει την εγκυρότητα, η οποία συχνά χάνεται μέσα στον ποταμό του διαδικτύου. Ο Χρόνος θέλει να είναι μια δεξαμενή τεκμηριωμένης, εις βάθος κριτικής αρθρογραφίας, που να λειτουργήσει σαν πυρήνας για τον προβληματισμό νέων ανθρώπων, «ψαγμένων», δραστήριων, συχνά έξω από κομματικά σχήματα. Αν θέλεις να απευθυνθείς σε αυτούς, όπως και στο διεθνές κοινό, η προτεραιότητά σου είναι, αναμφισβήτητα, το διαδίκτυο. Εκτός αυτού, η ηλεκτρονική μορφή προσφέρει πολλαπλάσιες δυνατότητες και εκδοτική ευελιξία. Στον Χρόνο, λ.χ. αναρτούμε όχι μονάχα κείμενα αλλά και βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις ή μουσικές προτάσεις, ντοκυμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους, πρωτότυπα κόμικ και καλλιτεχνικές φωτογραφίες. Κάθε θέμα «χτίζεται» διαδοχικά από εβδομάδα σε εβδομάδα. Ξεκινήσαμε λ.χ. με μια έρευνα της Όλγας Λαφαζάνη για τα Κέντρα Κράτησης Μεταναστών, συνεχίζουμε με ένα θεωρητικό κείμενο παρέμβασης του Δημήτρη Χριστόπουλου για την ιθαγένεια· στη συνέχεια θα δημοσιεύσουμε μια μαρτυρία του καθηγητή Ζήση Παπανικόλα, έλληνα μετανάστη δεύτερης γενιάς στις ΗΠΑ, έπειτα μια συνέντευξη του σκηνοθέτη Πέτρου Σεβαστίκογλου στον Κώστα Καραβίδα για τη νιγηριανή κοινότητα της Αθήνας με αφορμή την ταινία του Attractive Illusion, από την οποία θα παρουσιάσουμε κάποιες σκηνές σε βιντεάκι... Αυτή η πολυπρισματική προσέγγιση ανοίγει σαν φυσαρμόνικα και αναδεικνύεται ιδεωδώς στην ηλεκτρονική μορφή. w Προχωράμε σε ένα άλλο θέμα: την κατάσταση στα «κυρίαρχα μέσα». Είναι ένας χώρος που ξέρεις καλά, καθώς για χρόνια ήσουν αρχισυντάκτρια στο «Βιβλιοδρόμιο». Το «Βιβλιοδρόμιο», την περίοδο που διευθυντής των Νέων ήταν ο Παντελής Καψής, αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση: είχε μεγάλη ελευθερία να δημοσιεύει ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές απόψεις, άρθρα κριτικής και αριστερής παρέμβασης, που αναπτύσσονταν με αφετηρία ελληνικά και ξένα μυθιστορήματα (είναι απίστευτο τι μπορείς να πεις μέσω της λογοτεχνίας) ή μελέτες γύρω από τη σύγχρονη, κυρίως, Ιστορία. Αυτό ήταν και το κλειδί της επιτυχίας του, και το χρωστάω στον Καψή που είχε ιστορικοπολιτική παιδεία, κουλτούρα διαλόγου, δημοσιογραφική εξυπνάδα και γενναιοδωρία — διότι ήταν σαφές πως διαφωνούσαμε πολιτικά. Έτσι, το «Βιβλιοδρόμιο» θεωρώ ότι λειτούργησε όχι μόνο ως «αριστερό άλλοθι» των Νέων, αλλά ως ουσιαστικό βήμα συζήτησης, ιδεών και κριτικής. Αν μιλήσουμε για τα κυρίαρχα έντυπα σήμερα, βλέπουμε ότι στενεύει όλο και περισσότερο ο χώρος για τη διαφορετική άποψη. Επιπλέον, ακόμα και όταν επιτρέπουν να ακουστεί ο άλλος λόγος, την ίδια στιγμή του τραβάνε το χαλί από κάτω. Έχουν, λ.χ., τη φωτογραφία του Τσίπρα με τον Όλιβερ Στόουν πρωτοσέλιδα, αλλά το κείμενο που τη συνοδεύει είναι υπονομευτικό. Δημοσιεύουν τη συνέντευξη του τάδε αριστερού στοχαστή
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 26 ΜΑΪΟΥ 2013
39
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
αστήρι σκέψης Το «τεύχος» του Χρόνου κυκλοφορεί διαδικτυακά την πρώτη Πέμπτη κάθε μήνα. Επιπλέον, κάθε βδομάδα, προστίθεται νέο υλικό. Ξεχωρίζουμε, από τα άρθρα που θα αναρτηθούν το επόμενο διάστημα: Το άρθρο του Κώστα Αθανασίου για τον Τσάβες, τον «τσαβισμό» , την «μπολιβαριανή διαδικασία», τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» και τα διλήμματα των επιγόνων. Της Ελένης Γιαννακάκη, που ζει στην Ινδία, για τους βιασμούς και την ινδική κοινωνία. Του Θοδωρή Ρακόπουλου για τον Μαντέλα και την επόμενη ημέρα στη Ν. Αφρική. Την «περιπλάνηση» του Μάρκου Βογιατζόγλου, στα χρόνια της Θάτσερ και τις ευθύνες των Εργατικών για τη συντριβή του εργατικού κινήματος. Του Κώστα Κωτσάκη, με θέμα την αρχαιολογία και την πολιτισμική διαχείριση του μετρό της Θεσσαλονίκης.
Η M. Χαρτουλάρη (κέντρο) με την Ι. Μεϊτάνη και τον Στρ. Μπουρνάζο, στο εντευκτήριο των «Ενθεμάτων»
(κατά προτίμηση ξένου, του Σένετ, του Κρίτσλεϋ κ.ο.κ.) και στις γύρω σελίδες διάφορες επιφυλλίδες ακυρώνουν τα όσα λέει. Αποδομεί ο Μαζάουερ τη θεωρία των «δύο άκρων», όμως τα παράλληλα άρθρα, σχόλια ή ρεπορτάζ την καλλιεργούν. Επίσης, θριαμβεύει η αποσιώπηση. Δεν είναι δυνατόν την εποχή του «νόμου Διαμαντοπούλου» να αποκρύπτεις ότι εκατοντάδες ξένοι πανεπιστημιακοί υπέγραψαν εναντίον του. Θα μπορούσες να πεις ότι δεν είναι σπουδαίοι (παρότι ήταν πρώτης τάξης ονόματα), δεν ξέρουν την κατάσταση κ.ο.κ., αλλά όχι να το κρύβεις. Με αυτή την έννοια, ο αριστερός λόγος βρίσκεται υπό διωγμόν — μόνο στα έντυπά του μπορεί να εκφράζεται χωρίς να αλλοιώνεται από το περιβάλλον. Ποτέ δεν είχαμε μια ιδεώδη κατάσταση, αλλά τώρα μιλάμε για στρατηγική. w Αν μιλήσουμε ειδικότερα για το Athens Review of Books και το Books Journal; Είναι περιοδικά που θέλουν να φτιάξουν έναν κύκλο opinion makers που θα διαμορφώνουν τα πράγματα, έναν κλειστό κύκλο ισχυρών ανθρώπων, που μιλάνε μεταξύ τους μέσα από τις σελίδες τους. Το πρόβλημα δεν είναι, για μένα, αυτή καθαυτή η —προφανής— στράτευσή τους. Δεν πρέπει να είμαστε ουδέτεροι, στρογγυλοί. Μέσα στην υποκειμενικότητά μας όμως, μπορούμε να είμαστε έγκυροι. Εδώ ακριβώς θεωρώ ότι εντοπίζεται το πρόβλημα, καθώς η στράτευσή τους, που συχνά φτάνει στην εμπάθεια, έχει άμεση επίπτωση στην ποιότητα. Και επιπλέον καθιστά την αρθρογραφία τους απολύτως προβλέψιμη και την επιχειρηματολογία τους αδύνατη. Επίσης, και τα δύο στήνουν πολεμικές. Η επιδίωξη, συχνά, είναι πώς να προκαλέσω
για να προξενήσω την προσοχή, να απαντήσει ο άλλος, να γίνει τζέρτζελο. Αυτό φυσικά λειτουργεί στο κοινό, αλλά είναι εξαιρετικά προβληματικό, διότι παραμορφώνει τις υπαρκτές αντιθέσεις, ανεβάζει τεχνητά τη θερμοκρασία της αντιπαράθεσης, δημιουργεί μια πλασματική εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας. Απ’ την άλλη, και στο Athens Review και στο Books Journal θα βρεις κάποια πολύ καλά άρθρα. Και το σημαντικό είναι ότι αυτά πρώτα κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα κοινό που θέλει να διαβάζει μεγάλα κείμενα, αναλύσεις. Αυτό είναι επιτυχία τους. w Πες μας, τελειώνοντας δυο λόγια για μελλοντικά σας σχέδια. Το πρώτο είναι μια στήλη με links από άλλα έντυπα ή ιστότοπους που θα επισημαίνουν οι συνεργάτες μας, διευρύνοντας έτσι το περιβάλλον του διαλόγου, λ.χ. με την ομιλία της Γκλέντα Τζάκσον στο βρετανικό κοινοβούλιο για τη Θάτσερ, το άρθρο του Ούλριχ Μπεκ για την Ευρώπη κ.ο.κ. Επίσης, η ενίσχυση του τομέα της βιβλιοκριτικής, στήλες οι οποίες θα παρακολουθούν τον σφυγμό της επικαιρότητας και τις κοινωνικές δράσεις που ανατρέπουν τα δεδομένα της κρίσης. Το πρώτο στοίχημα όμως είναι ο Χρόνος να αποκτήσει την εγκυρότητα, την αιχμηρότητα, το βάθος και τη δυναμική που θα αναγκάσουν όχι μόνο τους φίλους, αλλά και τους αντιπάλους να τον παίρνουν στα σοβαρά. Να λειτουργεί σαν ένα εργαστήρι, όπως είπα, που θα μας βοηθάει να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς.
Τον Χρόνο τον διαβάζετε στο http://www.chronosmag.eu/
ANTIKΛΙΜΑΚΑ
Ένα περιθωριακό μπεστ σελερ Το βιβλίο Το θανατάδικο — Ένα οικογενειακό τραγικόμικ της Άλισον Μπέχντελ, σε μετάφραση Κατερίνας Κατέλλη, εκδόσεις γράμματα 2009, είναι από πολλές απόψεις ένα βιβλίο περιθωριακό: η κατάταξή του ως βιβλίου ξενίζει, γιατί πρόκειται για graphic novel, είδος που από τους περισσότερους δεν θεωρείται ούτε βιβλίο ούτε λογοτεχνία. Μέσα στον κόσμο των graphic novels, το Θανατάδικο είναι επίσης στο περιθώριο, γιατί είναι περισσότερο απομνημονεύματα ή αυτοβιογραφία παρά μυθιστόρημα (η ίδια η συγγραφέας προτιμά να το αποκαλεί graphic memoir). Τέλος, και κυρίως, το Θανατάδικο είναι γραμμένο από μια λεσβία συγγραφέα και εξιστορεί τα παιδικά της χρόνια κοντά στον κρυφογκέι (ή αμφισεξουαλικό) πατέρα της. Είναι ταυτόχρονα η καταγραφή μιας συνειδητοποίησης και η κατάθεση μιας συνειδητότητας, με μια αλήθεια που σπάνια τη συναντάμε, ακόμη και στις αυτοβιογραφίες. Η Άλισον Μπέχντελ άρχισε να κάνει κόμιξ τη δεκαετία του ’80, ως νεαρή και συνειδητοποιημένη λεσβία. Έγινε γνωστή στις ΗΠΑ κυρίως με τα στριπ Dykes To Watch Out For, που τα έδινε σε εφημερίδες και περιοδικά. Το σκίτσο της είναι ρεαλιστικό και εξαντλητικά λεπτομερές, και η γλώσσα της κινείται σε ένα ευρύ πεδίο, από την κουήρ ζαργκόν έως τη λόγια και τη λογοτεχνική. Άρα η επιλογή του graphic novel για την αφήγηση των παιδικών της χρόνων τής προσφέρει ένα πολύπλευρο μέσο, όπου ο λόγος και η εικόνα δεν αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά συμβιώνουν, όπως λέει η ίδια. Στο βιβλίο καταγράφεται η οικογενειακή ζωή που κυλάει επιφανειακά ομαλά, στοιχειωμένη όμως από ένα τεράστιο μυστικό, και η σταδιακή συνειδητοποίηση των σχέσεων και των κινήτρων πίσω από τα γεγονότα. Η καταγραφή της συνειδητότητας είναι εγγεγραμμένη και στο λόγο και στο σκίτσο — κι αυτό είναι το μαγευτικό, ότι σε κάθε σελίδα καταλαβαίνεις το λόγο που η Μπέχντελ έγραψε graphic novel κι όχι μυθιστόρημα. Η Μπέχντελ έγραψε το βιβλίο όντας πια συνειδητοποιημένη και ψύχραιμη ως προς το παρελθόν της, έχοντας κάνει πολλή ψυχοθεραπευτική δουλειά και έχοντας ενδοσκοπήσει τον εαυτό της τόσο, ώστε να μην φοβάται να παραδώσει στο αναγνωστικό κοινό τα ευαίσθητα δεδομένα της οικογένειάς της. Έχοντας κάνει το outing ως λεσβία, είναι σαν να κάνει ένα δεύτερο outing ως μέλος της οικογένειας — αλλά και ως ο ίδιος ο πατέρας της. Καταγράφει τη μεταξύ τους σχέση, στενή και ταυτόχρονα απόμακρη, σχέση ταυτότητας και αποδοχής, περιορισμένη ίσως από τις οικογενειακές και τις κοινωνικές συμβάσεις. Με δεδομένο ότι αποκαλύπτει στοιχεία που αφορούν όλη την οικογένεια, είναι εύλογη η απορία αν η Μπέχντελ ρώτησε τους υπόλοιπους πριν δημοσιεύσει το βιβλίο. Η απάντησή της προκαλεί το ίδιο ξάφνιασμα όπως και πολλές από τις ατάκες στο βιβλίο της: δεν τους το είπε απ’ την αρχή, γιατί χρειαζόταν έναν ελεύθερο χώρο να σκεφτεί, να οργανώσει το υλικό της, να καταστρώσει την προσέγγισή
της. Δεν ήθελε να επηρεαστεί από σχόλια και απόψεις, κυρίως της μητέρας της, αλλά επιδίωξε να σταθεί, ως αυτόνομο και ενήλικο άτομο, απέναντι στο οικογενειακό της σύστημα και να παράξει κάτι ως άτομο έξω από αυτό, όχι ως μέρος του συστήματος. Γι’ αυτό και το Θανατάδικο είναι ένα βιβλίο με βαθειά και γενναία ειλικρίνεια: καταφέρνει να αποτυπώσει τις ανθρώπινες αντιφάσεις, τις πολύπλευρες σχέσεις, τις αποχρώσεις της επίδρασής τους (αν και ασπρόμαυρο!), τα πολλαπλά στάδια της ψυχολογικής ερμηνείας και το μη γραμμικό του χρόνου της ενόρασης και της συνειδητοποίησης — χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι η αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας της στους γονείς της γίνεται μέσα σε δύο καρέ. Η αλήθεια που τόσο γεναιόδωρα μάς χαρίζει η Μπέχντελ πηγάζει από τη γενναία της στάση απέναντι στη ζωή και το παρελθόν της και γι’ αυτό και συχνά χτυπάει σαν ηλεκρικό ρεύμα, τσούζει — μάλλον σε διαφορετικό καρέ τον καθένα— και ανακουφίζει μαζί: τι πιο ξαλαφρωτικό απ’ το να έχεις δεχτεί την αλήθεια σου, και μάλιστα να την έχεις μοιραστεί. Η Άλισον Μπέχντελ δημιουργεί με το έργο της πολλαπλούς ελεύθερους χώρους: υποστηρίζοντας το είδος του graphic novel, επεκτείνοντας το χώρο υποδοχής του βιβλίου και εκτός του εκτός του γκέι αναγνωστικού κοινού, διευρύνοντας τη σφαίρα του αποδεκτού. Τέλος, η ελληνική μετάφραση είναι εντυπωσιακή: μεταφέρει, ως οφείλει, όλες τις αποχρώσεις του ύφους, ακολουθεί την κάθε λεπτομέρεια στο σκίτσο, αποδίδοντας στα ελληνικά ό,τι είναι σημαντικό για το κείμενο (τίτλους βιβλίων, μάρκες προϊόντων), δεν έχει κανένα πραγματολογικό ολίσθημα, και, το σημαντικότερο, δεν με έκανε ούτε στιγμή να δυσκολευτώ μέσα σε μια αμερικάνικη πραγματικότητα πολύ ξένη, τόσο από την ελληνική, όσο και από την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Η μεγάλη μου εκτίμηση στην ελληνική μετάφραση αυξήθηκε ακόμη περισσότερο όταν έπεσα τυχαία πάνω σε σελίδες από το πρωτότυπο στο διαδίκτυο. ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 26 ΜΑΪΟΥ 2013
40
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Γεωπολιτική πραγματικότητα και ιδεολογικά προτάγματα Σκέψεις και διλήμματα για τη χάραξη πολιτικής στα εθνικά1 και διεθνή ζητήματα ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΞΕΛΟΥ
Ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι «εθνικό» και από αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε. Αντόνιο Γκράμσι Η ανάγκη ύπαρξης αφετηριακού πλαισίου αναφοράς. Η έναρξη προσυνεδριακού διαλόγου και δη για το Ιδρυτικό Συνέδριο ενός πληθωρικά πολυτασικού σχήματος όπως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, γεννά εξ αντικειμένου πλήθος ζητημάτων που υπό μία έννοια «μηδενίζουν το κοντέρ» των δεδομένων, οδηγώντας τον διάλογο σε μιαν «αναγκαστική αφετηριακότητα», στον βαθμό που η κάθε πλευρά προσπαθεί να στοιχειοθετήσει συνεκτικά την όποια οπτική της. Ως εδώ, θα έλεγε κανείς ότι αυτό είναι μια «λογική διαδικασία», στον βαθμό όμως που η όποια οπτική ακολουθεί ορισμένους σταθερούς α priori κανόνες που ισχύουν όχι επιλεκτικά αλλά contra omnes (έτσι, λ.χ., μια εισβολή και κατοχή είναι παντού εισβολή και κατοχή, ένας παράνομος εποικισμός ως αποτέλεσμά της είναι σε κάθε περίπτωση διαχρονικό έγκλημα κ.ο.κ.). Έχοντας πολλαπλά προβληματιστεί επί του προκειμένου με καλούς φίλους και συντρόφους και συμμετέχοντας στις συζητήσεις που άνοιξαν στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για τη διαμόρφωση κοινών θέσεων, αρκετά στοιχεία των οποίων υιοθετώ και ενσωματώνω και στο παρόν κείμενο, θα περιορίσω το σκεπτικό μου σε ένα πεδίο ιδιαίτερης βαρύτητας: τη θέση και τη σχέση της Ελλάδας με τον ιστορικό της περίγυρο, την Κύπρο, την Τουρκία και τα Βαλκάνια, συγκεκριμένα. Χρήσιμο όμως κρίνω, προηγουμένως, να θέσω τα τέσσερα, κατά την γνώμη μου, αφετηριακά στοιχεία που «οφείλουν» να είναι οι «κολόνες» στην χάραξη της όποιας στρατηγικής μας. To πρώτο στοιχείο είναι η ιστορική πραγματικότητα ότι η Ελλάδα/οι Έλληνες, αποτελεί/λούν αφετηριακό συστατικό του ευρωπαϊκού πολιτισμού και κατ’ επέκτασιν της Δύσης. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή θα ήταν μονοσήμαντη χωρίς την επισήμανση ότι η όλη αυτή σχέση είναι αδύνατο να ερμηνευθεί σωστά χωρίς την κατανόηση ότι υφίσταται σε οργανικό συσχετισμό και συνύπαρξη προς την Ανατολή, ότι Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται στην καρδιά του αξονικού χώρου Ευρώπης-Ασίας και Αφρικής. Αυτό αποτελεί το βαθύτερο στοιχείο που τροφοδοτεί αλλά και στηρίζει μια λογική πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Το δεύτερο που θα πρέπει, επίσης, να κατανοηθεί, απομακρύνοντάς μας από τις ποικίλες (εκ δεξιών και εξ ευωνύμων) μεταπρα-
Ο Λουκάς Αξελός είναι εκδότης, μέλος της συντονιστικής γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ.
Nίκος Εγγονόπουλος «Αισθηματικό βαλς», 1939
τικές επιρροές είναι ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα παραδοσιακά συμπλέγματα εξάρτησης από τη μια ή την άλλη δύναμη. Ότι πρέπει να μάθουμε να συμβιούμε με τα πολλά άλυτα κάθε φορά προβλήματα, από τα οποία το σταθερό είναι ο προβληματικός γείτονάς μας η Τουρκία και τα μεταβλητά (πλην «σταθερά» στην μεσοπρόθεσμη ιστορική περίοδο) οι πραγματικές «άλυτες» καταστάσεις, όπως η αναμφισβήτητη αμερικανική υπεροχή, η διαχρονικά παρούσα βρετανική, η ανερχόμενη γερμανική και η καραδοκούσα ρωσική. Το τρίτο σχετίζεται με την οπτική μας για τον ρόλο μας ως ανεξάρτητου κράτους. Η ακεραιότητα του εθνικού μας χώρου και η ανεξαρτησία της πατρίδας μας οφείλουν να είναι τα αφετηριακά, σταθερά και μη διαπραγματεύσιμα σημεία της εξωτερικής μας πολιτικής κι ο ενωτικός δεσμός όλου του ελληνικού λαού και των ενόπλων του δυνάμεων. Αναπτύσσουμε μιαν ανεξάρτητη, πολυδιάστατη και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, που εδράζεται στην εθνική ανεξαρτησία και προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Η οργάνωση της εθνικής άμυνας έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην υπεράσπιση των λαϊκών κατακτήσεων και της ελεύθερα εκφρασμένης λαϊκής βούλησης. Η εκπλήρωσή τους προϋποθέτει ολοκληρωμένη στρατηγική αντίληψη, λαϊκή συμμετοχή, συγκατάθεση και έλεγχο από τους πολίτες, δημοκρατική διακυβέρνηση, ομαλή λειτουργία των θεσμών, οικονομία στραμμένη στην εξυπηρέτηση της πλειοψηφίας και αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, εντεταλμένες στον αποτρεπτικό-αμυντικό τους ρόλο και την υπεράσπιση του Συντάγματος. Τέλος, ένα τέταρτο, σημαντικό στοιχείο, γιατί μας αφορά άμεσα ως Αριστερά, είναι ότι δεδομένης της πολυπλοκότητας και του «άλυτου» πολλών ζητημάτων, δεδομένης της εθελοδουλίας του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας, οι δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς, έχουν σε πολλαπλάσιο βαθμό, ως αν-
τιτιθέμενες στα κρατούντα, να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά και ως εκ τούτου πρέπει να καταβάλουν τεράστιες προσπάθειες για να τα διαχειριστούν με επάρκεια. Κι αυτό γιατί από την μια μεριά, πρέπει να παλέψουν να κρατήσουν ακέραιο το ταυτοτικό τους στοιχείο ως ριζοσπαστικής, ηθικής και αναμορφωτικής δύναμης που δεν υποχωρεί στο κεντρικό αίτημα «του να γίνουν οι άμεσοι παραγωγοί κύριοι των όρων της ζωή τους» και από την άλλη, με βάση τη συντριπτική σε βάρος τους πραγματικότητα, θα πρέπει να περάσουν τις Συμπληγάδες χωρίς να μετασχηματισθούν στο αντίθετό τους. Και εδώ ακριβώς βρίσκονται τα βαθιά νερά, τα πραγματικά διλήμματα και οι μεγάλες αποφάσεις. Γιατί το ότι δεν απεμπολούμε και δεν εκχωρούμε την ιστορία μας σε κανέναν (και έτσι οφείλουμε να κάνουμε), δεν σημαίνει ότι περνάμε λάθρα και ασυζητητί μια σειρά από αβλεψίες, ολοφάνερα λάθη, εθνικές και ταξικές ολιγωρίες, που καθιστούν προβληματική τη σχέση μας με τις υποτελείς τάξεις, γεγονός που αποτυπώνεται στην εμφανή αδυναμία ανάδειξής μας σε ηγεμονική δύναμη που δομικά αμφισβητεί την εξουσία του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας. Ο ιστορικός χώρος της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και η σημερινή θέση μας σ’ αυτόν. Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, θα σταθώ στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, προσπαθώντας να στοιχειοθετήσω ένα καταρχήν περίγραμμα των ζητημάτων που ανακύπτουν σε καθεμία ξεχωριστά. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι Έλληνες, εντασσόμενοι οργανικά και στον ιστορικό χώρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, συνδέονται με ιστορία αιώνων με τους λαούς της. Η διιστορική παρουσία των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή, αποτυπούμενη έως σήμερα με την ύπαρξη δεκάδων ελληνικών κοινοτήτων σε όλες τις χώρες, αποτελεί γέφυρα φιλίας και συνεννόησης με τους λαούς των Βαλκανίων, της Μ. Ασίας, της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα, όπως άλλωστε και η Κύπρος επηρεάζεται άμεσα από τα δρώμενα στην περιοχή, τα οποία δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί, καθώς είναι γεωπολιτικά εμπλεκόμενη χώρα. Ο ρόλος λοιπόν της Ελλάδας ως εμπλεκόμενης χώρας οφείλει να είναι συνετά ενεργός. Η Ελλάδα, ευρισκόμενη σε ιδιότυπη οικονομικοπολιτική ομηρία, είναι αρκετά αποδυναμωμένη. Επειδή δεν έχει την δυνατότητα να αποτρέψει τις εξελίξεις αλλά και επειδή, από την άλλη, οφείλει να έχει λόγο σ’ αυτές, πρέπει να αντιμετωπίσει το όλον ζήτημα στη βάση μιας αυστηρής πολιτικής αρχών, χωρίς να παρασύρεται σε ενέργειες που θα τη φέρουν σε σύγκρουση με ό,τι θετικό κατέκτησε στη διάρκεια εκατονταετιών με όλους τους λαούς της περιοχής. Σε αυτό το πλαίσιο, κεντρική θέση έχει η Κύπρος. Η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου είναι στενά συναρτημένη με την ελληνική συνολικά, αφού η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού είναι Έλληνες. Ο αγώνας του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση, για τον τερματισμό
της βρετανικής αποικιοκρατίας είναι ζυμωμένος με την ιστορία και συνείδηση του ελληνικού προοδευτικού κινήματος. Στον σωβινισμό, την πατριδοκαπηλία και τις διαχρονικές λιποταξίες του ελληνικού κατεστημένου, το ελληνικό αριστερό κίνημα, με όλες του τις αντιφάσεις, τα λάθη και τις ολιγωρίες, αντέταξε αγώνες για την υπεράσπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών 1930-1960, έδωσε νεκρούς διαδηλωτές αλλά και τον καλύτερο εαυτό του, όπως γενναία τον αποτύπωσε στον Αποχαιρετισμό του προς τον Γρηγόρη Αυξεντίου ο Γιάννης Ρίτσος. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που έγκαιρα και ορθώς η Αριστερά κριτίκαρε, οδήγησαν στον γνωστό συμβιβασμό που όχι μόνο διατήρησε ισχυρά στοιχεία από το προηγούμενο αποικιακό καθεστώς (εγγυήτριες Δυνάμεις, αγγλικές βάσεις κλπ.), αλλά αναγόρευσε, με βάση το βρετανικό δόγμα του «διαίρει και βασίλευε», την τουρκικοκυπριακή μειονότητα σε καθοριστικό παράγοντα της πολιτικής ζωής του τόπου. Αυτό είναι το αφετηριακό σημείο δυναμιτισμού της εύρυθμης λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αποτέλεσε τη θρυαλλίδα ανάμεσα στα δυο σύνοικα στοιχεία και οδήγησε στις πρώτες τριβές για να ακολουθήσουν έντεχνα πυροδοτούμενες, διαρκείς επιμέρους συγκρούσεις και προφανείς βαρβαρότητες, στις οποίες πλειοδότησαν οι σωβινιστές και των δύο πλευρών. 1
Αν κάποιοι αμφισβητούν ότι Ελλάδα, Τουρκία, ΗΠΑ, Γερμανία κλπ. είναι εθνικά κράτη, κράτη με εθνικά σύνορα, τότε –προφανώς– ο άξονας συζήτησης αλλάζει: εάν δεν υφίστανται εθνικά κράτη, έθνη κλπ., όντως δεν υπάρχουν εθνικά ζητήματα-προβλήματα, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ανάγκη άσκησης εθνικής πολιτικής.
Το δεύτερο μέρος του άρθρου θα δημοσιευθεί στο φύλλο της Τρίτης
Γυναίκες και φυλακή: η εμπειρία του εγκλεισμού Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και η Astra Galerie μας προσκαλούν την Τετάρτη 29 Μαΐου, στις 20.00, στο χώρο της γκαλερί (Καρυατίδων 8, Ακρόπολη) για μια συζήτηση, στο πλαίσιο της έκθεσης «Ζιζή Μακρή… από τις φυλακές Αβέρωφ (1960-1961)», με θέμα: «Γυναίκες και φυλακή: η εμπειρία του εγκλεισμού». Θα μιλήσουν ο Πολυμέρης Βόγλης (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) και η Ιωάννα Παπαθανασίου (ΕΚΚΕ-ΑΣΚΙ).
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
26 ΜΑΪΟΥ 2013
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΗ
Το μαγικό χαλί Μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη και του «Πολίτη» Τέλη Απριλίου του 2006 συνεργάτες και φίλοι του περιοδικού Ο Πολίτης έλαβαν επιστολή-πρόσκληση του Άγγελου Ελεφάντη να συμμετάσχουν στο επετειακό τεύχος του Μαΐου, καθώς Ο Πολίτης θα γιόρταζε τότε τα τριάντα του χρόνια. Ζητούσε να συμπράξουν στην αποτίμηση του έργου του περιοδικού: «Σαν μια πράξη κριτικής αυτοσυνείδησης κατ’ αρχήν, ας πούμε να φτιάξουμε τώρα έναν καθρέφτη, αν και μάλλον θα είναι πολυπρισματικός». Το κείμενο που ακολουθεί δόθηκε τότε στον Άγγελο και καθώς το επετειακό εκείνο τεύχος ουδέποτε στήθηκε, έμεινε στο συρτάρι. Ο ίδιος και το περιοδικό που εμψύχωσε μας άφησαν έναν άλλο Μάιο, δυο χρόνια αργότερα. Πέντε χρόνια μετά, σκέφτηκα πως δεν είναι άκαιρο, έτσι, αντί για μνημόσυνο, να δημοσιευτεί στα «Ενθέματα». tst Η ανάμνηση της πρώτης συνάντησης με τον Πολίτη θα έχει μείνει ζωντανή σε κάμποσους από τους αναγνώστες του, που συνεχίζουν να τον υποδέχονται κάθε μήνα με χαρά. Η ιδιοτυπία, στη δική μου περίπτωση, είναι πως συνδέεται με μια μυρωδιά. Αυτό καθεαυτό δεν είναι δα και παράδοξο. Συχνά οι μνήμες, εικόνες και ακούσματα, ταυτίζονται με συγκεκριμένες μυρωδιές, και η ανάκληση της μιας συμπαρασύρει και την άλλη. Το ιδιότυπο, όμως, είναι ότι συνδέεται με τη μυρωδιά βρεγμένου χαλιού που έχει αφεθεί στον ήλιο να στεγνώσει. Αφού ήταν Μάης, θα μου πείτε, λογικό μοιάζει που η μητέρα μου είχε πλύνει το χαλί στην ταράτσα του σπιτιού. Έτσι, γυρνώντας από το σχολείο, μετά τη γρήγορη βουτιά (το μαγιό κάτω από την ποδιά μονίμως), με περίμενε η ετήσια πανήγυρις. Ξάπλα στο βρεγμένο χαλί, κάτω απ’ τον πυρακτωμένο ήλιο, μια φορά τον χρόνο μπορούσες να απολαύσεις. Ανάμεσα στο σχολείο και στη βουτιά είχε, όπως κάθε μέρα, μεσολαβήσει το ξάφρισμα του πατρικού πρακτορείου εφημερίδων από όποιο κεντρο/ακροαριστερό έντυπο είχε καταφτάσει. Μάης του ’76 ήταν, στην Άνδρο, και η συγκομιδή κάθε μέρα ουκ ολίγη. Βέβαια όλα έπρεπε να γίνουν με ταχύτητα αστραπής, καθώς πλησίαζαν εξετάσεις και εισαγωγικές. Έπρεπε το απαξάπαν να φυλλομετρηθεί λες και η επανάσταση που εξαρτιόταν μόνο και μόνο απ’ αυτό με είχε ορίσει λογοκριτή με πατέντα. Επάνω στο βρεγμένο χαλί, λοιπόν, ντάλα στον ήλιο, ξεφύλλισα το πρώτο τεύχος του Πολίτη. Και θες ο ήλιος, θες η μυρωδιά, θες άλλο τι, το βέβαιο είναι ότι τσιμπήθηκα.
Ο Άγγελος Ελεφάντης στην Αθήνα, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Γαλλία, 1976
Απορίας άξιο τι κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Ούτως ή άλλως, είχα εθιστεί, όπως και πολλοί συνομήλικοί μου τότε, να καταβροχθίζω και πράγματα που ουδόλως καταλάβαινα. Σήμερα που ξανακοιτώ εκείνο το πρώτο εκείνο τεύχος, σκέφτομαι, ωστόσο, πως ίσως και να με γαργάλησε το πρόγραμμα σπουδών —διά χειρός Γρηγόρη Σηφάκη— της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης για την οποία είχα βάλει πλώρη. Το βέβαιο είναι ότι, λίγο αργότερα, ξεφούρνιζα περήφανη τη νέα μου ανακάλυψη σε φίλο οικογενειακό, πρεσβύτερο κατά μία δεκαετία τουλάχιστον και ξεσχολισμένο στα αριστερομαρξιστικά, που πάντα με πείραζε για τα περι-διαβάσματά μου. Άκουσα για μια ακόμα φορά τα εξ αμάξης, γιατί ο ένας εκ της συντακτικής έτσι, ο άλλος αλλιώς και τα παρεμφερή. Στη συνέχεια θα συνειδητοποιούσα ότι η γρίνια αυτή επιχωρίαζε στην ανανεωτική Αριστερά όπου γυρόφερνα. Ο φίλος εκείνος δεν με επτόησε, αλλά παρά λίγο να αποθαρρυνθώ λίγους μήνες αργότερα (Ιανουάριος του ’77, τώρα που το ξαναβρήκα στο τεύχος 8) όταν διάβασα, στη Θεσσαλονίκη, από το ίδιο χέρι του καθηγητή της Σχολής στην οποία πλέον βρισκόμουν, το επιθυμητό προφίλ των αναγνωστών του Πολίτη: «Διανύει την τρίτη ίσως και την τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Η εκπαίδευσή του είναι κάπως ανώτερη από εκείνη του γυμνασίου — ίσως και να μην την έχει ολοκληρώ-
σει ακόμα. Έχει επίγνωση των περιορισμών του, αλλά δεν πιστεύει σε αυθεντίες. Επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να κρίνει ό,τι ακούει και να σκέφτεται για λογαριασμό του. Βλέπει τον εαυτό του σαν ένα μέλος του κοινωνικού συνόλου και πιστεύει στην αξία της εργασίας, της συνεργασίας και της αυτοπειθαρχίας. Αγαπά τη ζωή και έχει αίσθηση του χιούμορ». Ομολογουμένως θα ήθελα πολύ να ήμουν έτσι, αλλά πλην της ηλικίας όπου υστερούσα κατά τι, είχα επίγνωση και άλλων υστερήσεων. Αφού, όμως, με την επίγνωση αυτή μπορούσαν να κολαστούν οι υπόλοιπες ελλείψεις, συνέχισα να πηγαίνω στου Κοτζιά, το βιβλιοπωλείο που έφερνε πρώτο τα αθηναϊκά έντυπα, προτού να μοιραστούν σε περίπτερα και βιβλιοπωλεία. Βλέπετε, το χούι του πρακτορείου όπου μεγάλωσα με απέτρεψε μέχρι πρόσφατα από τη συνδρομή, γιατί πάντα το γλεντούσα να χαζεύω στις στίβες και να μυρίζω το τυπωμένο χαρτί (άλλη μυρωδιά αυτή). Είχε σιγά σιγά φτιαχτεί και μια παρέα που ένα από τα συστατικά της στοιχεία ήταν ακριβώς Ο Πολίτης. Όποιος πρώτος μυριζόταν την άφιξη, έριχνε το σήμα και όλοι τρέχαμε στην Τσιμισκή, ζηλεύοντας τους τυχερούς της Αθήνας που είμαστε σίγουροι ότι θα είχαν και άλλα πάρε-δώσε με τους ανθρώπους του περιοδικού. Η σειρά των τευχών ήταν πλήρης στη βιβλιοθήκη μου, και απ’ ό,τι τώρα βλέπω θα είχε ξεπεράσει το 20ό τεύχος, όταν προέκυψε δεσμός μετά συγκατοικήσεως. Και ω της καταστροφής! Ο έτερος των συμβαλλομένων, αναγνώστης του Πολίτη και αυτός, με τη δική του πλήρη σειρά παραμάσχαλα, θεώρησε πως δύο σειρές σε ένα σπίτι περισσεύουν και τεμάχισε τη μία για να ταξινομήσει κατά θέμα σε φακέλους όσα άρθρα τον ενδιέφεραν. Δεν είναι αυτός ο λόγος που αντιπαθώ την τάξη, αν και θα αρκούσε να με κάνει να την εχθρευτώ. Επακολούθησε θύελλα τρικούβερτη, και όταν αργότερα δεσμός και συγκατοίκηση
Την επόμενη Κυριακή στα «Ενθέματα»: ο Στρατής Μπουρνάζος συζητάει με τον Χάρη Γολέμη και τον Αριστείδη Μπαλτά για την προσωπικότητα και το έργο του Άγγελου Ελεφάντη διακόπηκαν, η σειρά του Πολίτη (τεύχη ανάμεικτα δικά μου και δικά του) έφυγαν με τις δικές μου αποσκευές. Έκτοτε πέρασαν καιροί και χρόνοι. Κατά τι πλέον υπερτερώ της επιθυμητής, κατά Σηφάκη, ηλικίας του αναγνώστη του Πολίτη. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Τώρα που, χάρη και στην μετ’ επιμονής ανάγνωση του περιοδικού που γιορτάζει τα τριαντάχρονά του, ενδεχομένως μπορώ καλύτερα να ανταποκριθώ στα υπόλοιπα ζητούμενα, δεν ξέρω κατά πόσον τα ζητούμενα αυτά, ύστερα από τόσες αναμπουμπούλες, εξακολουθούν να ισχύουν. Εκείνο που ξέρω μετά βεβαιότητος είναι ότι σήμερα το πρωί βγήκα από το σπίτι αποφασισμένη να μου κάνω δώρο ένα χαλί (καρπέτα επί το ακριβέστερον) και ότι γυρνώντας βρήκα το γράμμα-πρόσκληση του Άγγελου. Ασφαλώς, και ανεξαρτήτως κλυδωνισμών, Αριστερά και μαγεία ήταν και είναι έννοιες ασύμβατες. Αυτό δεν είναι λόγος, ωστόσο, για να μην γλεντούν οι αριστεροί με τις συμπτώσεις, που άλλοτε τρόμαζαν τους δεισιδαίμονες. Ούτε είναι λόγος για να συγκρατήσω την δική μου παρόρμηση, μια και θες η σύμπτωση, θες ο ανοιξιάτικος ήλιος και οι μυρωδιές, θες άλλο τι, μου καρφώθηκε να γράψω για εκείνο το μαγικό χαλί. ΠΟΠΗ ΠΟΛΕΜΗ
Tην Τρίτη στην Πάτρα για τον Άγγελο Ελεφάντη Oι Φίλοι του περιοδικού «Ο Πολίτης» και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς οργανώνουν στην Πάτρα εκδήλωση μνήμης με τίτλο «Άγγελος Ελεφάντης, πέντε χρόνια απουσίας. Ένας αριστερός διανοούμενος του 20ού αιώνα», την Τρίτη 28 Μαΐου, ώρα 20.00 στην Αγορά Αργύρη (Αγίου Ανδρέου 14, Πάτρα). Θα μιλήσουν και θα συζητήσουν οι: Σία Αναγνωστοπούλου (Πάντειο), Γιάννης Ζαρκάδης (Ιατρική Πάτρας), Αριστείδης Μπαλτάς (ΕΜΠ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς), Στρατής Μπουρνάζος (ΑΣΚΙ-«Ενθέματα» Αυγής). Τη συζήτηση συντονίζει η αρχιτέκτων Βαρβάρα Δεσποινιάδου. Στον χώρο της εκδήλωσης θα υπάρχει έκθεση με τα βιβλία του Άγγελου Ελεφάντη, τεύχη του περιοδικού «Ο Πολίτης» και των εκδόσεών του (επιμ.Βαρβάρα Δεσποινιάδου και το βιβλιοπωλείο «Πολύεδρο»).