e11717

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Κείμενα των: Στρατή Μπουρνάζου, Νίκου Παρασκευόπουλου, Νίκου A. Κωνσταντόπουλου, Στέφανου Δημητρίου, Χάρη Γολέμη, Αριστείδη Μπαλτά, Έφης Γιαννοπούλου, Νίκου Σαραντάκου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 738

ΚΥΡΙΑΚΗ 2 IOYNIOY 2013

ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ

Τα μαχαίρια και οι χαρακιές στο πρόσωπο ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ

«Από τις 270 οικογένειες αλλοδαπών που πήραν τρόφιμα από το “Χαμόγελο του Παιδιού”, οι 80 κατήγγειλαν ότι είναι θύματα βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων. Τις ημέρες του Πάσχα [“άγνωστοι”] επιτέθηκαν στις 11 το βράδυ και τραυμάτισαν μια ανυποψίαστη εννιαμελή οικογένεια Αφγανών. Στην ίδια γειτονιά, δέχθηκε επίθεση μια άλλη οικογένεια Αφγανών, από ομάδα Ελλήνων. Φωνάζοντας “Nα φύγετε, βρομιάρηδες!” χτύπησαν τον δεκαεφτάχρονο Αφγανό, μέχρι που έπεσε αναίσθητος. Του έσπασαν τα δόντια. Κλοτσούσαν τον πατέρα του με μανία. Μέχρι σήμερα υποφέρει από τη σπονδυλική του στήλη. Στο Σταθμό Λαρίσης τραυμάτισαν στο κεφάλι δύο ανήλικους Αφγανούς 14 και 16 ετών. Αιμορραγούσαν και συνέχιζαν να τους χτυπούν…». Tο παραπάνω (μικρό) απόσπασμα από συνέντευξη του προέδρου της αφγανικής κοινότητας Ελλάδας, Γ. Μοχαμμαντί (στη Γεωργία Δάμα, Ελευθεροτυπία, 16.5.2013), όπως και η ετήσια έκθεση 2012 του Δικτύου Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας (που δείχνει αύξηση και της αγριότητας και του αριθμού των περιστατικών) αποτελούν την καταλληλότερη εισαγωγή στη συζήτηση για τον αντιρατσιστικό νόμο. Γιατί μας δείχνουν το ουσιώδες: ότι η θέσπιση αντιρατσιστικής νομοθεσίας, στην Ελλάδα του 2013, δεν είναι κάποιο αφηρημένο ζήτημα δικαίου, γενικής συμμόρφωσης με ευρωπαϊκές οδηγίες, επίδικο της νομικής επιστήμης κ.ο.κ. Αποτελεί κατεπείγον αιτούμενο που θέτει η αποχαλίνωση της ρατσιστικής βίας, οι δολοφονίες, τα μαχαίρια των νεοναζιστών και τα χαραγμένα πρόσωπα των δεκατετράχρονων. Όσο και αν τα αίτια της ρατσιστικής βίας είναι πολλά και σύνθετα, καμία συνθετότητα, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει η απάντηση στο γιατί η βία αυτή συνεχίζεται ανενόχλητη: επειδή, από πλευράς της κυβέρνησης και του κράτους, δεν υπάρχει η βούληση για την αντιμετώπισή της.1 Τρανή απόδειξη, η απόσυρση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου. Διάβασα πολλά για τους σκοτεινούς λόγους της στάσης της Ν.Δ.: «άνοιγμα» στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και την ακροδεξιά, προσπάθεια διεμβολισμού των νεοναζιστών, κυριαρχία Μπαλτάκου και Κρανιδώτη στο κόμμα κ.ά. Δεν είμαι σίγουρος ποιο από τα παραπάνω είναι το χειρότερο, είμαι όμως απολύτως βέβαιος ότι η εξέλιξη είναι η χειρότερη δυνατή, αφού, σε συμβολικό αλ-

Χουάν Μιρώ, «Βοηθήστε την Ισπανία», 1933

λά και σε πραγματικό επίπεδο, κλείνει το μάτι στη Χρυσή Αυγή και ανάβει το πράσινο φως στη ρατσιστική βία. Προχωράω με τρία ερωτήματα. 1. Θα μπορούσε, με την υπάρχουσα νομοθεσία, να έχει αντιμετωπιστεί η ρατσιστική βία; Αναμφισβήτητα, ναι. Το μείζον, εδώ, δεν είναι οι όποιες ελλείψεις ή αδυναμίες της, αλλά το ότι έχει μείνει εντελώς ανενεργή. Επειδή, ακριβώς, υπάρχει πολιτική βούληση να μείνει ανενεργή. 2. Με αυτό το δεδομένο, χρειαζόμαστε νέα ειδική νομοθεσία; Ναι, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η υφιστάμενη νομοθεσία έχει κενά σε σημαντικά θέματα όπως η προστασία των θυμάτων. Επίσης, χρειάζεται να ρυθμιστούν ειδικότερα ζητήματα, με αιχμή την επιβάρυνση του πλαισίου ποινής και των προϋποθέσεων αναστολής και μετατροπής της ποινής για εγκλήματα ρατσιστικής βίας.2 Με άλλα λόγια, το μαχαίρωμα κάποιου μόνο και μόνο επειδή είναι σκουρόχρωμος πρέπει να έχει ιδιαίτερη απαξία σε σχέση με ένα οποιοδήποτε μαχαίρωμα — και αυτό πρέπει να το αποτυπώνει με σαφήνεια ο νόμος. Στη δεδομένη συγκυρία, πάντως, θα έπρεπε να υποστηρίξουμε ένθερμα τον αντιρατσιστικό νόμο, ακόμα κι αν αυτός δεν προσέθετε το παραμικρό στην υπάρχουσα νομοθεσία. Κι αυτό για έναν υπέρτερο λόγο: η ψήφιση του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη (παρά τα σοβαρά του προβλήματα, ιδίως στα ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης) θα αποτύπωνε τη βούληση του κράτους να αντιμετω-

πίσει τη ρατσιστική βία, συνιστώντας, όπως επισήμανε ο Βασίλης Παπαστεργίου, «έμπρακτη άρνηση της θεωρίας των δύο άκρων» (Η Εποχή, 12.5.2013). Αντιστρόφως, το μανιπουλάρισμα και η απόσυρσή του επισημοποιεί την ανοχή, εκ μέρους της πολιτείας, της ρατσιστικής βίας. 3. Ακόμα και αν ψηφιζόταν ένας θαυμάσιος αντιρατσιστικός νόμος δεν υπάρχει κίνδυνος να μείνει στα χαρτιά; Έτσι ώστε η κυβέρνηση να λέει στους ευρωπαίους εταίρους ότι έχει λάβει τις προσήκουσες θεσμικές μέριμνες, αλλά στην πράξη να μην κάνει τίποτα; Ασφαλώς ναι (κατά τη γνώμη μου, αυτός ήταν ο αρχικός σχεδιασμός Σαμαρά, όταν έδινε εντολή στον Ρουπακιώτη να προχωρήσει). Αυτό όμως ισχύει για όλους τους νόμους: και ο καλύτερος μπορεί να ακυρωθεί, αν λείπουν οι προϋποθέσεις, πολλώ δε μάλλον αν υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική βούληση για την ακύρωσή του. Αυτός όμως δεν είναι λόγος να αδιαφορούμε — αν ήταν έτσι, θα έπρεπε, ειδικά την περίοδο που διανύουμε, να καταγγέλλουμε ως φενάκη συλλήβδην κάθε θετική διάταξη οιουδήποτε νομοσχεδίου. Προχωράω σε δύο ειδικότερα σημεία: α) Το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου. Εδώ οφείλουμε να είμαστε ρητοί: ο λόγος, όσο απεχθής κι αν είναι, δεν πρέπει να διώκεται. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, ήταν και η αχίλλειος πτέρνα του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη, και σε αυτό το σημείο πρέπει να είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι. Αν κάποιος υποστηρίζει, λ.χ., ότι το Ολοκαύτωμα είναι μύθος ή ότι οι μετανάστες είναι κατώτεροι άνθρωποι πρέπει να κάνουμε το παν ώστε να φανεί πόσο αστήριχτες, καταγέλαστες, επικίνδυνες και άθλιες είναι τέτοιες «απόψεις», πρέπει να μην αφήσουμε σε χλωρό κλαρί τους υποστηρικτές τους, αλλά δεν πρέπει να ζητάμε την ποινική τους δίωξη. Όχι μόνο επειδή αυτό ανοίγει την πόρτα στη δίωξη γενικότερα μειοψηφικών απόψεων κλπ., αλλά, πρωτίστως, επειδή αντίκειται σε καταστατικές αρχές της δημοκρατίας.3 β) Το επιχείρημα ότι θέτοντας στο στόχαστρο τη Χρυσή Αυγή την ηρωοποιούμε, ενισχύουμε τον «αντισυστημικό» χαρακτήρα της. Υπάρχουν τρεις απαντήσεις επ’ αυτού. Πρώτον, ότι πρόκειται για μια εικασία, ευλογοφανή ίσως, αλλά αστήριχτη. Η σύγχρονη ευρωπαϊκή εμπειρία υποδεικνύει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Δεύτερον, το κριτήριο της «μη ηρωοποίησης» δεν μπορεί να συνιστά λυδία λίθος για ένα ευνομούμενο κράτος. Αν ήταν έτσι, τότε και οι άντρες που δέρνουν τις γυναίκες τους

γιατί τους «απάτησαν», οι φιλήσυχοι πολίτες που παίρνουν τις καραμπίνες και κυνηγάνε τους διαρρήκτες ή οι αστυνομικοί που βασανίζουν εγκληματίες δεν θα έπρεπε να διώκονται, αφού ελλοχεύει ο κίνδυνος να «ηρωοποιηθούν», καθώς οι πράξεις τους χαίρουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής. Τρίτον, όταν ο συνειρμός γίνεται με τους αριστερούς των μετεμφυλιακών χρόνων, έχουμε σωρεία πραγματολογικών σφαλμάτων. Εκτός όλων των άλλων (εντελώς ανόμοια φαινόμενα το ΚΚΕ του μετεμφυλίου και η Χρυσή Αυγή, οι διώξεις ηρωοποίησαν αλλά και τσάκισαν το αριστερό κίνημα κ.ά.) η άποψη αυτή παραγνωρίζει το μείζον: η Χρυσή Αυγή, ειδικά όσον αφορά την εγκληματική της δράση, αντλεί μεγάλο μέρος της δύναμής της, όχι από την αντιπαράθεση, αλλά από τη σύμπραξή της με το κράτος, και ειδικότερα την Αστυνομία.4 tst Η Χρυσή Αυγή, εκτός όλων των άλλων, έχει χαρακτηριστικά συμμορίας. Και αυτή ακριβώς η όψη της δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από το κίνημα ή την «κοινωνία των πολιτών», αλλά από τη δικαιοσύνη και την αστυνομία. Φυσικά, το κίνημα μπορεί να έχει καθοριστική συμβολή, καθώς θα πιέσει, θα αναδείξει ζητήματα, θα εξαναγκάσει το κράτος κλπ., ωστόσο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κράτος. Όταν οι Χρυσαυγίτες καίνε μαγαζιά, μαχαιρώνουν και δολοφονούν, είναι παράλογο να θεωρήσουμε ότι μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, μετατρεπόμενοι, σε ανακριτικούς υπαλλήλους, ντετέκτιβ και «φρουρούς». Με αυτή την αντίφαση (: έχουμε εδώ απολύτως ανάγκη το κράτος, τη στιγμή που οι μηχανισμοί του είναι όχι μόνο απρόθυμοι, αλλά διαβρωμένοι από την ακροδεξιά) χρειάζεται να ασχοληθούμε σοβαρά. Ας κρίνουμε το αντιρατσιστικό και υπ’ αυτό το πρίσμα: η ψήφισή του θα έδειχνε, συμβολικά τουλάχιστον, μια αποφασιστική διάθεση του κράτους να κόψει αυτό τον ομφάλιο λώρο.

1 Δεν εννοώ, βέβαια, ότι αν υπήρχε πολιτική βούληση το ζήτημα θα είχε λυθεί αυτομάτως ή εύκολα, κάθε άλλο. 2 Βλ. Γιάννης Φ. Ιωαννίδης, «Γιατί πρέπει να μπει φραγμός στον ρατσισμό», Έθνος, 25.5.2013. 3 Σχηματοποιώ, φυσικά, ένα εξαιρετικά δύσκολο θέ-

μα. Το κάνω, όχι επειδή το θεωρώ απλό, αλλά για να καταδείξω με σαφήνεια την άποψή μου. 4 Βλ. αναλυτικά, Ο Ιός, «Ο ναζισμός, η βία και ο νό-

μος», Εφημερίδα των συντακτών, 19.5.2013.


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 2 IOYNIOY 2013

28

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

H «αυτοδίκαιη αργία» και η κατάργηση Πριν λίγες μέρες, το δικαστήριο έκρινε αθώο τον αντιπρύτανη του ΑΠΘ Γιάννη Παντή. Είχε κατηγορηθεί συκοφαντικά για «απιστία στην υπηρεσία», στο πλαίσιο μιας εκστρατείας σπίλωσης του προσώπου του, της πρυτανείας του ΑΠΘ και γενικότερα του δημόσιου πανεπιστημίου. Πρόκειται μια σημαντική ηθική νίκη. Ωστόσο, η δίωξη έφερε στην επιφάνεια και ένα άλλο σοβαρό ζήτημα: τη διάταξη του «νόμου Μανιτάκη», με την οποία τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον των οποίων ασκείται ποινική δίωξη μέχρι και για πλημμελήματα (ακόμα και για ιδιωτικές υποθέσεις άσχετες με τη δουλειά τους, πριν τελεσιδικήσουν μάλιστα. Η (κακή) αρχή έγινε με τον Γιάννη Παντή και η συνέχεια ήρθε με την αργία του δασκάλου Στέφανου Γκουλιώνη, στη Λάρισα, ο οποίος είχε καταδικαστεί για «αντίσταση κατά της αρχής» μετά τη σύλληψή του σε αντιμνημονιακή διαδήλωση (για υπογραφές διαμαρτυρίας στο http://goo.gl/BPIVq). Η διάταξη αυτή καταπατά κάθε αρχή δικαιοσύνης και λογικής, αφού μπορεί να τεθεί σε αργία (πρακτικά ισοδύναμη με απόλυση) ένας δημόσιος υπάλληλος όχι μόνο λόγω της πολιτικής ή συνδικαλιστικής του δράσης, αλλά και επειδή λ.χ. έχει κτηματικές διαφορές με έναν γείτονα. Θεωρώντας το θέμα από τα σοβαρότερα για τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, δημοσιεύουμε σήμερα, σε επεξεργασμένη μορφή, τις ομιλίες που έκαναν ο Στέφανος Δημητρίου (Φιλοσοφική Ιωαννίνων), ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και ο Νίκος Παρασκευόπουλος (Νομική ΑΠΘ), με συντονιστή τον Δημήτρη Χασάπη (Πανεπιστήμιο Αθηνών), στην εκδήλωση που οργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ (Αθήνα, 14.5.2013). ΣΤΡ. ΜΠ.

Τρόποι «αυτοδίκαιης παύσης» του Συντάγματος ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ

Η άμεση απειλή επιβολής αυτοδίκαιης αργίας στον αντιπρύτανη του ΑΠΘ Γ. Παντή αντιμετωπίστηκε από πολλούς σαν ακρότητα: αυτοδίκαιη αργία για μια υπερβολική δίωξη, ένα κινητό (που υποτίθεται ότι έδωσε), αντιπροσφορά σε μια συμφέρουσα τηλεοπτική προβολή του Πανεπιστημίου; Όχι δα! Καθώς όμως πολλές ανάλογες περιπτώσεις έχουν γίνει γνωστές, είναι πια σαφές ότι το «ακραίο» αποτελεί προϊόν μιας γενικευμένης πολιτικής, που θέτει στο στόχαστρο της απειλής κάθε εργαζόμενο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ασαφή πειθαρχικά παραπτώματα («ανάρμοστη συμπεριφορά»), καθώς και διώξεις εξαρτώμενες από ενδείξεις και την ανέλεγκτη εκτίμηση εισαγγελικών λειτουργών μπορούν να οδηγήσουν αυτόματα μεγάλο αριθμό εργαζόμενων στο δημόσιο σε αργία μεγάλης διάρκειας (μέχρι την αμετάκλητη δικαστική απόφαση, μετά από έτη), σε φτώχεια και ταπεινωτικό στιγματισμό. Η γενικευμένη αυτή πολιτική απειλής μπορεί να ενταχθεί στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική κατά του δημόσιου τομέα. Όμως, αυτή η αναγωγή δεν είναι η μόνη δυνατή, ούτε αρκετή για να συνειδητοποιήσουμε το εύρος της εξελισσόμενης πολιτικής. Πρόκειται για πολιτικοκοινωνική εξέλιξη ευδιάκριτη από τις απαρχές της νέας χιλιετίας: σταθεροποιείται ένα σύστημα που στοχεύει από πολλές γωνίες τους πολλούς. Το υποκείμενό του, λογικά, θα είναι ολιγαρχικό. Αντίστοιχα, το σύστημα-στόχος δεν μπορεί παρά να εκφράζεται με σχέ-

σεις και θεσμούς δημοκρατίας. Από το 2001 έως την έναρξη της διεθνούς οικονομικής κρίσης (2006) ξεδιπλώθηκε η επίθεση κατά του κράτους δικαίου. Στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας ανθρώπων, υπαρκτών δηλαδή απειλών, καταρρίπτονται διαδοχικά οι φραγμοί των ατομικών δικαιωμάτων. Η έννοια του υπόπτου διευρύνεται, η αστυνομία κερδίζει έδαφος έναντι του δικαστικού μηχανισμού, η μηδενική ανοχή έναντι της αναλογικότητας, ο κύκλος του εγκλεισμού ανοίγει και γίνεται ποικιλώνυμος (κέντρα φιλοξενίας, ασφαλιστική κράτηση), η ηλεκτρονική παρακολούθηση γενικεύεται κ.λπ. Η βία εντωμεταξύ δεν μειώνεται, ίσα-ίσα πολλαπλασιάζεται, επιβεβαιώνοντας ότι τα πλήγματα στους πολλούς δεν είναι μέσο καταπολέμησης του εγκλήματος αλλά αυτοσκοπός. Με την οικονομική κρίση και το κράτος δικαίου ήδη επαρκώς εξασθενημένο, ξεδιπλώνεται η δεύτερη φάση. Τώρα πλήττεται το κράτος πρόνοιας: παιδεία, περίθαλψη, πολιτισμός για τους πολλούς. Αν κρίνουμε από τον συντονισμό αυτής της φάσης, η ικανή να φοβίζει τον μέσο υπάλληλο αυτοδίκαιη αργία ίσως άργησε να εμφανιστεί. Φυσικά, απέναντι στην επίθεση αυτή κατά των πολλών, τα δημοκρατικά Συντάγματα αποτελούν ενοχλητικό ανάχωμα. Παράδειγμα, ακριβώς, η περίπτωση της αυτοδίκαιης αργίας: ολοφάνερα θίγεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, όταν με θολές αφορμές (ανάρμοστη συμπεριφορά, δίωξη για κάποιο πλημμέλημα) ο υπάλληλος χάνει τη δουλειά του, φτωχαίνει και στιγματίζεται. Μπορεί να πρόκειται για υπάλληλο που τη θέση του την έχει αποκτήσει με αλλεπάλληλες αξιοκρατικές κρίσεις. Αδιάφορο· τη χάνει μονομιάς. Εξίσου ολοφάνερα θίγεται το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα ακροάσεως του πολίτη. Τι απαντά η εξουσία; Τι αποφαίνεται ο αρμόδιος υπουργός; Πώς εξηγείται αυτός ο παραγκωνισμός του Συντάγματος και των διεθνών συνθηκών που κατοχυρώνουν τα ατο-

μικά δικαιώματα; 1. Πρώτη, άνωθεν, απάντηση: Το Σύνταγμα δεν έχει την εμβέλεια και τη δεσμευτικότητα την οποία του αποδίδει μια λαϊκιστική εκδοχή και πρακτική. Σχηματοποιώ: «Το παρακάναμε με τις αντισυνταγματικότητες. Τα πάντα αλλάζουν, ας αναδιαρθρώσουμε, ας μεταρρυθμίσουμε. Συνταγματικά κατοχυρωμένη η μέριμνα για το γήρας, η περίθαλψη των φτωχών, η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ; Ας μην τα παίρνουμε τοις μετρητοίς». Με επιχειρήματα πλέον του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης: τόσο αυτοί που αναθεματίζουν το Μνημόνιο όσο και εκείνοι που το βλέπουν ως σανίδα σωτηρίας, στο ίδιο Σύνταγμα καταφεύγουν. Η αποκατάσταση του κύρους των θεσμών (σημ.: και του Συντάγματος) προϋποθέτει τη λειτουργικά αποτελεσματική συμπεριφορά των φορέων της πολιτικής εξουσίας, καθώς και θεαματικές αναδιαρθρώσεις.1 Πρώτα λοιπόν οι αναδιαρθρώσεις, μετά ασχολούμεθα με τον σεβασμό στο Σύνταγμα. Έχει γίνει επίκαιρο άθλημα να ανακαλύπτονται ανακολουθίες στα παλαιά γραφόμενα και τα νυν έργα του Α. Μανιτάκη. Εδώ όμως δεν υπάρχει καμιά αντίφαση προς ανακάλυψη. Τώρα και πριν, η υποτίμηση της δεσμευτικότητας του Συντάγματος, ουσιαστικά δηλαδή η απαξίωσή του, αν θυμηθούμε όσα έλεγε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, είναι παρούσα. Ήδη μάλιστα ένα περιβάλλον σκεπτικιστών συνταγματολόγων, αισθητό σε αμφιθέατρα, πολιτικούς χώρους και επιστημονικούς συλλόγους, έχει πειστεί ότι το συνταγματικό ανάχωμα είναι αμμώδες και ισχνό. 2. Δεύτερη απάντηση του συστήματος: ναι, Συντάγματα υπάρχουν, αλλά σε έκτακτες περιστάσεις αναγκαστικά παραμερίζονται. Κατάσταση κρίσης, emergency situation.2 Η σχετική θεωρία διαμορφώθηκε κυρίως για να διαχειριστεί τον κίνδυνο της τρομοκρατίας και ήδη χρησιμεύει για τη διευκόλυνση της θεσμικής προσαρμογής στην οικονομική κρίση και τα Μνημόνια. 3. Η τρίτη απάντηση φάνηκε να προβάλλεται ιδίως στην περίπτωση της αυτοδίκαιης αργίας. Το επιχείρημα: το δικαίωμα ακρόασης, το τεκμήριο αθωότητας, η αναλογικότητα, όλα αυτά έχουν σημασία ενόψει της επιβολής μιας κύρωσης. Η αυτοδίκαιη αργία όμως δεν είναι κύρωση, αλλά μέτρο που αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης. Αυτό έχει αναγνωριστεί και νομολογιακά. Δεν χρειάζεται λοιπόν προφυλάξεις ο θιγόμενος. Ωστόσο, νομολογιακά έχει αναγνωριστεί και το αντίθετο, ιδίως στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ήδη από το 19763 το δικαστήριο δέχθηκε ένα αυτονόητο της κοινωνικής ζωής και της επιστήμης: «κύρωση» ή «μέτρο» δεν είναι απλώς ό,τι η εξουσία ονοματίζει έτσι κατά το δοκούν ούτε μόνο ό,τι προκύπτει από τους άνωθεν οριζόμενους –συνήθως ωραίους– στόχους. Αναγκαίο είναι να εξετάζονται και τα εμπειρικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων επεμβάσεων, καθώς και το αν ενέχουν αποδοκιμασία. Με δυο λόγια, αν το μέτρο έχει επώδυνα χαρακτηριστικά, αν ενέχει μομφή («επίορκοι»), τότε διαθέτει κυρωτικά χαρακτηριστικά, όποιο όνομα κι αν του χαρίζει η οργουελική γλώσσα. Απέναντι στο βαρύ μέτρο χρει-

άζονται εγγυήσεις ελευθεριών και υπεράσπιση· ο αυτοματισμός (το αυτοδίκαιο), το πρόωρο και το άμετρο δεν έχουν θέση. Η ίδια αυτονόητη παρατήρηση άλλωστε έγινε από καιρό στους κόλπους της ποινικής επιστήμης: όταν κάποιες έννομες συνέπειες ονομάζονταν από τον νομοθέτη μέτρα (ασφαλείας) και ξέφευγαν έτσι από τις εγγυήσεις (έφεση, έλεγχος δυσαναλογίας ή διάρκειας κ.λπ.), γινόταν λόγος για «απάτη της ετικέτας»: το όνομα άλλαζε, αλλά η σκληρή πραγματικότητα έμενε ίδια. Σήμερα, επίσης, η εξουσία μανιωδώς βαφτίζει και μετονομάζει. Αποκαλεί «μέτρο» την κύρωση, το «κέντρο φιλοξενίας» κέντρο κράτησης κ.ο.κ. Άβυσσος οι επινοήσεις της εξουσίας για τον παραμερισμό του Συντάγματος. Επείγει επομένως η διαμόρφωση της θεσμικής και πολιτικής υπεράσπισής του.4

1

Α. Μανιτάκης, «Το άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης και οι όροι ανάδυσης μιας νέας μεταπολεμικής περιόδου», constitutionalism.gr (Μάρτιος 2011-Φεβρουάριος 2012).

2

Βλ. ενδεικτικά: D. Cole, J.X. Dempsey, Terrrorism and the Constitution, The New Press, 2006· Br. Ackerman, Before the Next Attack Yale University Press, 2006. 3

E.C.H.R. (Plenary) Engel and Others v. The Netherlands, 8.6.1976. 4 Από τα πολλά κείμενα που συμβουλεύθηκα,

θα ήθελα να μνημονεύσω δύο αδημοσίευτα έργα νέων νομικών: τη διατριβή της διδάκτορος ΑΠΘ Μ. Παπαϊωάννου και το αναρτημένο άρθρο της δικηγόρου-μέλους της Ελ.Ε.Δ.Α. Ε. Θάνου.

Πίσω απ’ τα λόγια ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Πρέπει διαρκώς και σοβαρά να λογαριάσουμε πώς καταπέσαμε στο σημερινό κατάντημα και τι σημαίνει αυτή η πολιτισμική αναδίπλωση της πατρίδας μας, για τη θέση της στον 21ο αιώνα. Σ’ αυτή την περίοδο, που μοιάζει να περπατάμε στα κουτουρού, φλυαρώντας ακατάσχετα, με τσόφλια λόγου, περιδεείς και σαστισμένοι για το παρόν και το μέλλον, εξακολουθητικά αυτάρεσκοι και ιδιοτελείς, μέσα στη νευρωτική και ανταλλακτική δημοσιότητα, καλό και χρήσιμο θα ήταν να λογαριάσουμε «τα μεγάλα λόγια που φωνάξαμε στους δρόμους, τις μικρές αλήθειες που αποσιωπήσαμε στον εαυτόν μας», όπως λέει ο Τάσος Λειβαδίτης. Μπροστά στη δραματική αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαχειρισθεί τις νοσηρότητες του και να απεγκλωβιστεί απ’ τις ψευδείς συνειδήσεις, το άθλιο πολιτικό ήθος και τα νόθα μοντέλα που διέπλασε στον δημόσιο βίο, επιβάλλεται η ριζοσπαστική αυτογνωσία και η ουσιαστική ανάληψη ευθυνών. «Το γνώθι σαυτόν» και το «λόγον διδόναι», η ιστορική αυτογνωσία με αυτοκριτική και λογοδοσία, αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής και πολιτικής συ-


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 2 IOYNIOY 2013

29

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

της δημοκρατικής νομιμότητας νειδητοποίησης, για να σταθεί η χώρα στα πόδια της και για να αναδιαρθρωθούν, δομικά, κοινωνικές συνθήκες, πολιτικοθεσμικές σχέσεις και ηθικοπνευματικές στάσεις ζωής. Ο καιρός περνάει και η ελληνική πολιτεία ολοένα και περισσότερο δίνει την εικόνα της «μεταλλαγμένης δημοκρατίας», με αποκορύφωμα της εκφυλιστικής της αλλοίωσης τον μνημονικό λόγο των κατεστημένων κύκλων, που σχετικοποιούν και αλλοτριώνουν ακόμα πιο προκλητικά τον εαυτό τους, διακηρύσσοντας την επιδίωξη μιας «δημοκρατίας με περιορισμένες ίσως εξουσίες και αρμοδιότητες, για τον εξορθολογισμό του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτισμού μας». Για την επιβολή της τεχνοκρατικής δεσποτείας έναντι της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της ηγεμονίας της αγοραίας οικονομίας έναντι της αυτονομίας της πολιτικής αρχών και αξιών, και της εξουσιαστικής διαχείρισης έναντι της δημοκρατικής διακυβέρνησης, συνεργούν συστηματικά οι σύγχρονες τεχνικές βιοπολιτικής κατεργασίας των κοινωνιών και των αναγκών τους, νοηματικής διαστροφής και εξαλλαγής της ονοματολογίας όρων και αξιών, αλλά και συστηματικής αχρήστευσης των συνταγματικών ρυθμίσεων. Η νεοφιλελεύθερη επιχείρηση συρρίκνωσης του δημοκρατικού συνταγματισμού, κατάργησης του κοινωνικού κράτους και επιτήρησης των εθνικών κυβερνήσεων και οικονομιών, διεκπεραιώνεται αποφασιστικά από τους μηχανισμούς των μέσων ενημέρωσης, που διαμορφώνουν την επιθυμητή ψευδή συνείδηση της πραγματικότητας, το επιδιωκόμενο αποπροσανατολιστικό δημόσιο κλίμα και τη διαβρωτική επιχειρηματολογία της κατάστασης ανάγκης, που απαιτεί εκβιαστική προσαρμογή. Το μοντέλο της μεταλλαγμένης δημοκρατίας με τις εκβιαζόμενες κοινωνίες και τις υποταγμένες κυβερνήσεις, τα αχρηστευμένα Συντάγματα και την εκφυλισμένη πολιτική είναι ένα ανιστόρητο και επικίνδυνο σύστημα, που θα αναδεικνύει διαρκώς νέες βαρβαρότητες και επιθετικότητες σε βάρος της ανθρωπότητας. Είναι ένα ψευδεπίγραφο μοντέλο σύγχρονου αυταρχισμού, που ψευδώνυμα αυτοπροβάλλεται ως εκσυγχρονισμός, ενώ στην πραγματικότητα επιδιώκει τον πειθαρχικό εξαναγκασμό των κοινωνικών πλειοψηφιών, την απονεύρωση της δημοκρατικής συλλογικότητας και της δημιουργικής δυναμικής της, την συστηματική προσπάθεια παρεμπόδισης του νέου και διαφορετικού. Είναι κωμικοτραγική η —άλλοτε απεγνωσμένη και άλλοτε κυνική— προσπάθεια κυβερνητικών παραγόντων και επικοινωνιακών διερμηνευτών τους να μεταγλωττίσουν τη δημοκρατική ορολογία και τα κοινωνικά δικαιώματα με νεολογισμούς τύπου «κινητικότητα», «διαθεσιμότητα», «υποχρεωτική αργία». Με ναπολεόντειο ύφος διατυπώνουν το ασυνάρτητο δόγμα «να τελειώνουμε με την δικαιωματοκρατία, για να σώσουμε τη δημοκρατία». Αλλά και με τη λεοντή του «εθνοσωτήρα» εθελοτυφλούν μπροστά στον εφιάλτη της ανεργίας και της εξαθλίωσης σε ποσοστά που αποδιοργανώνουν τις κοινωνίες, εξουθενώνουν τους αδύναμους και συνιστούν, με βάση τα διεθνή δημοκρατικά και ανθρωπιστικά δεδομένα, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Πωλ Σεζάν, «Πέντε λουόμενες», 1878

Η κατάρρευση της δικαιοκρατικής αρχής ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

«Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Υποθέτω ότι δέχεσθε ότι όσοι ασκούν δημόσια αξιώματα ή καθήκοντα οφείλουν με τη συμπεριφορά τους να τιμούν τον θεσμό που υπηρετούν. Οι φορείς των θεσμών υπάρχουν και λειτουργούν χάριν του θεσμού και φροντίζουν για το κύρος και το συμφέρον του». Με τα παραπάνω λόγια, ο αρμόδιος υπουργός δικαιολόγησε την αντίδρασή του στην τροποποίηση του N. 4093/12. Η παραδοχή είναι ορθή. Και, δεχόμενοι αυτή την παραδοχή, δεχόμαστε και ότι το μέτρο της «αυτοδίκαιης αργίας» υπάγεται στη διασφάλιση ενός αγαθού: του συμφέροντος της διοίκησης. Αυτός είναι ο σκοπός, ενώ η «αυτοδίκαιη αργία» είναι το μέσον. Συνεπώς, ό,τι και αν υποστηρίξει κανείς σχετικά, προϋποτίθεται ο καθορισμός της συνάφειας μέσου προς σκοπό. Αυτή η συνάφεια συνιστά το κριτήριο νομιμοποίησης των κρατικών αποφάσεων, άρα και κριτήριο για τον έλεγχο του μέτρου της «αυτοδίκαιης αργίας». Ας αναρωτηθούμε τώρα: Είναι το μέτρο δίκαιο και κατάλληλο; Θα πρέπει να το συνδυάσουμε με την απαξία της «ανάρμοστης συμπεριφοράς», η οποία συνιστά λόγο για αυτοδίκαιη αργία. Είναι αόριστη έννοια, όπως και το «προσήκον ήθος» (άρθρο 23 Υπ. Κωδ.). Διακριβώνουμε λοιπόν τη φύση του προβλήματος: τη σύγκρουση έννομων συμφερόντων. Η έλλειψη κριτηρίου προσδιορι-

στικού της συνάφειας ανάμεσα σε υπηρεσιακό αδίκημα και στο ότι μπορεί να υπαχθεί σε αυτή την κατηγορία —και να τεθεί σε αυτοδίκαιη αργία— υπάλληλος που μηνύθηκε για απλή οικονομική διαφορά ή επειδή δεν υπέκυψε σε εκβιασμό από ιδιώτη ή επειδή η συνδικαλιστική και πολιτική του δραστηριότητα δεν είναι αρεστή, ακόμη και για προσωπικές διαφορές, πλήττει αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού: την ελεύθερη εκδήλωση του φρονήματος, ενώ μπορεί να περιστείλει τη συνδικαλιστική ή πολιτική δραστηριότητα ως έκφραση της αρχής του ίσου πολιτικού αυτοκαθορισμού των πολιτών, μηδέ των δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών εξαιρουμένων. Μεταρρυθμιστικό εγχείρημα θα ήταν ο εκσυγχρονισμός του Υπαλληλικού Κώδικα που ισχύει από το 1951. Το πρόβλημα είναι η σύγκρουση των εννόμων συμφερόντων: ανάμεσα στο συμφέρον της διοίκησης και το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης του φρονήματος, ανάμεσα στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη συνδικαλιστική ή πολιτική δράση και τη συμμετοχή στην οικονομική ζωή, που μπορεί να οδηγήσει σε ενδίκως επιλυόμενες διαφορές. Περιορισμός όλων αυτών, και μάλιστα από μονοπρόσωπη αρχή όπως ο εισαγγελέας, πλήττει το δημόσιο συμφέρον, νοούμενο ως θεμέλιο της αυτοτελούς κανονιστικής αρμοδιότητας που έχει η διοίκηση. Προκύπτει λοιπόν ότι η αρχή της αναλογικότητας (που επιβάλλει τον αναλογικό καθορισμό της συνάφειας σκοπού και μέσου για την επίτευξή του) δεν ικανοποιείται. Αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία και από την κατάργηση του τεκμηρίου αθωότητας, στον βαθμό που μπορεί να υποβληθεί η ένσταση ότι το τελευταίο αντιπαρατάσσεται μόνο απέναντι σε δικαστικές και όχι διοικητικές πράξεις. Η έλλειψη αναλογικού προσδιορισμού

της συνάφειας σκοπού και μέσου αποσαθρώνει το κράτος δικαίου, πλήττοντας ευθέως τη δημοκρατική νομιμότητα. Πώς, όμως; Καταρχάς, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν πρόκειται απλώς για στάθμιση συμφερόντων, συσχετισμό ποσοτικώς μετρήσιμων μεγεθών. Είναι αναλογικής μορφής αξιολόγηση αγαθών ή συμφερόντων. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να προταχθεί ένα μέτρο προστασίας του ενός, σε σχέση με το άλλο, από τα συγκρουόμενα θεμελιώδη δικαιώματα, με σκοπό την προστασία ενός τουλάχιστον ισάξιου έννομου αγαθού. H ελεύθερη εκδήλωση του πολιτικού ή άλλου φρονήματος, όπως και η απρόσκοπτη πολιτική ή συνδικαλιστική δραστηριότητα ανήκουν σε αυτά τα αγαθά. Η διαφύλαξή τους προσκρούει στο ότι η κυβέρνηση, σε βάρος της δημοκρατικής αρχής, περιφρονεί και στρεβλώνει τον πολιτικό διάλογο, διασύρει τις διαφωνούσες πολιτικές δυνάμεις και απαξιώνει συνολικά το δυναμικό του δημόσιου τομέα. Η αυτοδίκαιη αργία είναι αντιμεταρρύθμιση, όπως και η απόφαση για άρση της έννομης προστασίας στους εργαζόμενους που υπέστησαν παράνομη διακοπή ή λήξη της σχέσης εργασίας τους, ακόμη και εκείνους για τους οποίους είχε εκδοθεί σχετική προσωρινή διαταγή. Είναι καταστρατήγηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος. Η κυβέρνηση απονομιμοποιεί την πολιτική εξουσία, εκτρέπεται προς τον ακροδεξιό αυταρχισμό και υπερβαίνει τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Παραβιάζονται και η φιλελεύθερη και η δημοκρατική αρχή. Το μέτρο της αυτοδίκαιης αργίας εμφορείται από το πνεύμα του Κώδικα του 1951, που έβρισκε την πλήρη αποτύπωσή του στη φράση: «Θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί!». Το μέτρο της αυτοδίκαιης αργίας, χωρίς το κριτήριο για τον αναλογικό καθορισμό της συνάφειας ανάμεσα στην απιστία προς την υπηρεσία και ένα απλό πλημμέλημα, αποτελεί «μια κόλλα χαρτί» προς εκφοβισμό υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου, παραβιάζοντας την αρχή της περιορισμένης εξουσίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Έχει σημασία η τελευταία διαπίστωση: σε αντίθεση προς το κοινώς λεγόμενο, ότι η «συνταγματοποίηση» δεν λύνει προβλήματα, η επίκληση του Συντάγματος, ως τεχνικής της πολιτικής ελευθερίας, κατά τον γνωστό –ισόρροπο ανάμεσα στη φιλελεύθερη και τη δημοκρατική αρχή– ορισμό του, επιτρέπει τη δικαιολόγηση και την αξιολόγηση των κρατικών αποφάσεων, σε συνδυασμό με αξίες όπως το γενικό συμφέρον και ο δημοκρατικός αυτοκαθορισμός, η πολιτική ελευθερία και η κοινωνική δικαιοσύνη. Η αυτοδίκαιη αργία είναι όντως το πρόσφορο μέσο, αλλά για σκοπό διαφορετικό από τον δηλωθέντα: για την περιστολή της εκδήλωσης του φρονήματος και της σύστοιχης με αυτό πολιτικής δράσης. Η ασκούμενη πολιτική –εντός Μνημονίου και υπέρ αυτού– δεν μπορεί να τελεσφορήσει σε συνθήκες δημοκρατίας. Αυτές τις συνθήκες, εντός των οποίων είναι αναγνωρίσιμη η πολιτική μας αυθυπαρξία και τα συναφή δικαιώματα, πρέπει να τις υπερασπιστούμε. Να γιατί είμαστε με τον δημοκρατικό πατριωτισμό και το δημόσιο συμφέρον, και όχι με την «αυτοδίκαιη αργία» και των δύο.


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 2 IOYNIOY 2013

30

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ: ΜΙΑ ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑ

Να ξανασκεφτούμε τον Άγγελο Ελεφάντη Πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν την Τετάρτη 29 Mαΐου από τον θάνατο του Άγγελου Ελεφάντη και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς μας καλεί, μεθαύριο Τρίτη, στην αυλή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, στο Θησείο, σε μια βραδιά με τίτλο «Ένα κρασί για τον Άγγελο», όπου θα συζητήσουμε για τον Άγγελο, τον Πολίτη και την πολιτική (προηγήθηκε, την Τρίτη 28.5, η εκδήλωση που οργάνωσε ο «Πουλαντζάς» μαζί με τους Φίλους του περιοδικού Ο Πολίτης στην Πάτρα, με πρωτοβουλία της Βαρβάρας Δεσποινιάδου, και ομιλητές τη Σία Αναγνωστοπούλου, τον Γιάννη Ζαρκάδη και τον Στρατή Μπουρνάζο). Την Τρίτη, «με τον τρόπο του Άγγελου Ελεφάντη», θα ανταμώσουμε, θα πιούμε, θα τραγουδήσουμε και θα μιλήσουμε. Επίσης, θα πάρουμε στα χέρια μας το βιβλίο Για τον Άγγελο. Στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη, 19362008 (έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς) μια συναγωγή κειμένων για τον Άγγελο και τον Πολίτη, γραμμένων λίγο μετά τον θάνατό του, το οποίο μόλις εκδόθηκε. Με την ευκαιρία της εκδήλωσης μιλήσαμε με τον Χάρη Γολέμη και τον Αριστείδη Μπαλτά, διευθυντή και πρόεδρο αντίστοιχα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Τη συζήτηση την είχαμε προγραμματίσει να γίνει στο εντευκτήριον των «Ενθεμάτων» ή στον «Πουλαντζά». Πλην όμως, τελικά, διεξήχθη στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, όπου βρέθηκε ο Αριστείδης για εξετάσεις. Μάχιμος, στο κρεβάτι και τις πολυθρόνες του πόνου, συζήτησε με τον Χάρη — σε συνθήκες ελαφρώς διαφορετικές, είναι αλήθεια, από την αυλή της Κέκροπος, αλλά με ισοδύναμο πάθος και διάρκεια, όπως τότε. ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΗ ΓΟΛΕΜΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΜΠΑΛΤΑ

Αριστείδης Μπαλτάς: Πέντε χρόνια απουσίας είναι πολλά – ιδίως όταν ο πολιτικός χρόνος είναι τόσο πυκνός, και γενικά, αλλά και ειδικότερα για την Αριστερά. Εγώ προσωπικά, αλλά και πολλοί άλλοι, είχαμε πολλές φορές το ερώτημα, στα χρόνια αυτά, τι θα έλεγε ο Άγγελος για το ένα ή το άλλο, πώς θα τοποθετούνταν στο δείνα, τι καινούργια ιδέα θα μας έφερνε. Σκεφτήκαμε να γίνει μια ανοιχτή κουβέντα επ’ αυτού. Όχι με τη μορφή της τυπικής επετειακής εκδήλωσης («τι σπουδαίος διανοούμενος ήταν» κλπ. κλπ.), αλλά με έναν τρόπο που του ταιριάζει – άρα με ένα κρασί. Το ξέρετε, οι πιο ενδιαφέρουσες και μακρές συζητήσεις με τον Άγγελο γίνονταν στο κρασί. Και ελπίζουμε ότι η εκδήλωση της Τρίτης θα πάρει και αυτό τον χαρακτήρα. Χάρης Γολέμης: Ακόμα κι αν θα διαφωνούσαμε σε κρίσιμα θέματα, η παρουσία του σήμερα θα ήταν καθοριστική. Η συζήτηση μαζί του, ακόμα και οι καυγάδες, άνοιγαν δρόμους, ιδιαίτερα σε θέματα της στρατηγικής της Αριστεράς. Α. Μπαλτάς: Άνοιγε τη συζήτηση σε έναν ορίζοντα έλλογης συμφωνίας. Χ. Γολέμης: Πολλές από τις σημαντικότερες συζητήσεις που έχουμε κάνει με τον Άγγελο ήταν τρώγοντας και πίνοντας. Είτε στον σπίτι του είτε στο εστιατόριο του «Τζάρου» στην Πλάκα είτε στο μέσα δωμάτιο των γραφείων του Πολίτη στη Ζωναρά είτε στα φεστιβάλ. Ο Άγγελος ήταν παρών σε όλα τα φεστιβάλ, από τα πρώτα της Αυγής-Θούριου μέχρι τα αντιρατσιστικά. Και δεν πήγαινε απλώς, αλλά έψηνε σουβλάκια, έκοβε αποδείξεις, έβγαζε τις μπύρες από τα βαρέλια. Η εκδήλωση της Τρίτης είναι ένα πρώτο βήμα σε μια γενικότερη αποτίμηση του έργου του. Θυμίζω, εδώ, ότι ο Άγγελος Ελεφάντης υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς από την ίδρυσή του μέχρι τη μέρα που πέθανε. Ήδη έχουμε κάνει κάποιες προκαταρκτικές συζη-

τήσεις με τον Σπύρο Ασδραχά και τα ΑΣΚΙ, που θα μπορούσαν να καταλήξουν στην οργάνωση ενός «συνεδρίου», όπου θα ερευνούσαμε και θα συζητούσαμε πιο επισταμένα την όλη πολιτική και πολιτισμική συνεισφορά του στην ελληνική Αριστερά αλλά και γενικότερα. Προς θεού, δεν έχουμε στο μυαλό μας ένα κλασικό πανεπιστημιακό συνέδριο! Όταν πέθανε ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Άγγελος στην Αυγή τόνιζε την πολιτική παρέμβαση που έκανε με τα γραπτά του ο φίλος και σύντροφός του ως μαχητής της Αριστεράς, σαρκάζοντας εκείνους που ήθελαν να ασχοληθούν απλώς ακαδημαϊκά με το έργο του, στο πλαίσιο κάποιας έδρας… «πουλαντζολογίας». Δεν θα τιμούσαμε τη μνήμη του, λοιπόν, αν κι εμείς κάναμε ένα συνέδριο… «ελεφαντολογίας». Σε ποια λογική, λοιπόν, σήμερα, θα πούμε ότι πρέπει να ξαναδιαβάσουμε, οι αριστεροί, τον Ελεφάντη (όπως έγραφε ο Άγγελος για τον Αλτουσέρ και τον Πουλαντζά), και ιδίως οι νεότεροι; Γιατί να ξαναδιαβάσουν τα κείμενα του Ελεφάντη, και γενικότερα τον Πολίτη; Α. Μπαλτάς: Προτείνω να κάνουμε ένα νοητικό πείραμα, όπως λένε οι φυσικοί. Παίρνουμε το τεύχος 5, λ.χ., του Πολίτη, αφαιρούμε κάποια κείμενα και αναφορές στενά συνδεδεμένες με την επικαιρότητα, πιθανόν και μερικά ονόματα πολύ αναγνωρίσιμα. Και το κυκλοφορούμε σαν τεύχος με κείμενα που γράφτηκαν σήμερα. Αν τα ξαναδιαβάσουμε χωρίς ημερομηνία και υπογραφές, θα δούμε πόσο δραστικά είναι σήμερα, θα ανακαλύψουμε στοιχεία διαχρονικότητας που τα έχει καλύψει η τύρβη. Σε αυτή τη λογική, λοιπόν, προφανώς να διαβάζουμε Ελεφάντη αλλά όχι για να κάνουμε διατριβές περί του έργου του. Στον Πολίτη, θα το θυμάστε, έλεγε, «δεν θέλουμε τα άρθρα που γράφονται για να γίνουν οι συγγραφείς τους επίκουροι». Χ. Γολέμης: Πριν αναφερθούμε στις ιδεολογικές και πολιτικές τομές που έκανε με τη σκέψη του στην εποχή που έζησε, τις οποίες πρέπει να γνωρίζουμε γιατί αποτελούν μέρος της ιστορίας της Αριστεράς του τόπου μας, υποστηρίζω ότι υπάρχει ένας βασικός

Mε αφορμή την εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς «Ένα κρασί για τον Άγγελο», μεθαύριο Τρίτη 4 Ιουνίου

Τα γραφεία του «Πολίτη» στην Κέκροπος

λόγος για να διαβάζουν οι νεότεροι τα κείμενα του Ελεφάντη: να μάθουν πώς ένας αριστερός μπορεί να γράφει καλά, να γράφει κείμενα που χαίρεσαι να τα διαβάζεις. Και, επίσης, πώς μπορείς να είσαι συγκρουσιακός με έναν επιθετικά κόσμιο τρόπο. Τα γραφτά του είναι υπόδειγμα ευγενούς αλλά αμείλικτης πολεμικής — διακριτά από τις προσωπικές του σχέσεις, όπου πολλές φορές μπορούσε να είναι τραχύς, σκληρός. Α. Μπαλτάς: Πώς γράφονται τα καλά κείμενα: πώς ένας καλός αριστερός συγγραφέας δομεί το επιχείρημα, πώς φτιάχνει τη φράση, τη ροή, πώς αναζητά τις λέξεις. Χ. Γολέμης: Και αυτό απαιτεί χρόνο και μόχθο, όχι λιγότερο από όσο χρειάζεται για να γίνει ένα πανώ. Ο Άγγελος ήταν ο κατεξοχήν άνθρωπος που πίστευε ότι στην πολιτική συμμετέχεις οπωσδήποτε διά του σώματος, γι’ αυτό κατέβαινε σε όλες τις διαδηλώσεις, θεωρούσε όμως ότι και το γράψιμο θέλει αφοσίωση και χρόνο — κι αυτό παρόλο που ο ίδιος έγραφε με εξαιρετική ευχέρεια. Α. Μπαλτάς: Τα κομματικά κείμενα, και πολλά κείμενα στελεχών, και τότε και τώρα, πολλές φορές μοιάζουν σχεδόν αυτιστικά: απευθύνονται στον εαυτό τους, χωρίς αποδέκτες. Η έννοια «κείμενο» για ένα στέλεχος σημαίνει συχνά κάτι πολύ απλό, κάτι που ξεπετάς. Ο Ελεφάντης το μισούσε αυτό. Όλη η διδαχή του είναι ότι το plot —παρότι θα με

έβριζε, αν άκουγε να χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις, «διδαχή» και «plot»…— είναι το λιγότερο σημαντικό. Στο σινεμά, η υπόθεση είναι κοινή παντού: νεαρός αγάπησε νεαράν και την κέρδισε ή δεν την κέρδισε. Tο όλο παιχνίδι, για να πείσεις, είναι το επιχείρημα, η λέξη, η άρθρωση του επιχειρήματος. Όταν τον ρώταγες τι να γράψω σου έλεγε: — Ό,τι θέλεις. Γιατί θεωρούσε ότι μπορείς να πιάσεις οποιοδήποτε θέμα, λ.χ. την καρέκλα που καθόμαστε ή έναν περαστικό που έβλεπες από το τζάμι και με αφετηρία αυτό να γράψεις κάτι καλό από τη σκοπιά της Αριστεράς, να το αναπτύξεις, να αναδείξεις το σημαντικό. Όπως έκανε στα γραφτά του ο ίδιος. Χ. Γολέμης: Προχωράω στο περιεχόμενο αυτών που έγραφε. Ο Ελεφάντης ήταν πολιτικά τολμηρός, δεν ήταν «σιγουράντζα». Πάντα έπαιρνε θέση, ακόμα και αν αυτή δεν ήταν αναμενόμενη ή δημοφιλής· είχε διορατικότητα και έκανε υπερβάσεις. Να θυμίσω, επιγραμματικά, μερικά μεγάλα «μέτωπα» που άνοιξε ή στα οποία παρενέβη στην εποχή του. Την αντιπαράθεσή του με τον λαϊκισμό, τον πασοκικό λαϊκισμό… Α. Μπαλτάς: Είναι αντιλαϊκιστής και ταυτόχρονα λαϊκός. Χ. Γολέμης: Απολύτως λαϊκός, όχι μόνο με την έννοια ότι τον απασχολεί ο λαός, ο λαϊκός πολιτισμός κλπ., αλλά σαν άνθρωπος:


Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 2 IOYNIOY 2013

35

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Kυριάκος Κατζουράκης, «Ο αριστερός Αρχάγγελος», από το «Τέμπλο», 1992-1994. Ο πίνακας κοσμεί το εξώφυλλο του τόμου «Για τον Άγγελο. Στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη, 19362008», που μόλις εξέδωσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς

στις παρέες, στο πώς μιλάει με τον «Τζάρο» και τα άλλα γκαρσόνια στις ταβέρνες, στη δεξιοσύνη του να βάφει τοίχους, να φτιάχνει έπιπλα, να μαγειρεύει… Αλλά ας συνεχίσω για τα άλλα μέτωπα της εποχής του, στα οποία η παρουσία του Άγγελου ήταν καθοριστική. Η απέχθειά του για την τρομοκρατία, η κριτική του από την πλευρά ενός «αριστερού ευρωπαϊσμού» στην ευ-

ρωπαϊκή ολοκλήρωση με αποκορύφωμα την έντονη διαφωνία του για τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η αντιπαράθεσή του στον εθνικισμό. Μια απόλυτη αντιπαράθεση στον εθνικισμό, την περίοδο του Μακεδονικού, από έναν άνθρωπο ο οποίος παράλληλα, θεωρητικά, πιστεύει στην έννοια του έθνους. Και, φυσικά, η αντίθεσή του στον δογματισμό, και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» — μια αντίθεση από τη σκοπιά της κομμουνιστικής ανανέωσης. Ας θυμηθούμε, όμως, και τη δυσπιστία του απέναντι στον Γκορμπατσόφ, σε μια περίοδο που κυριαρχούσε μια γενική ευφορία για το «πείραμά» του. Α. Μπαλτάς: Ναι, εκτιμά η πολιτική Γκορμπατσόφ δεν οδηγεί κατά κανένα τρόπο σε ανανέωση του σοσιαλισμού και της κομμουνιστικής επαγγελίας.. Μεγάλη τομή και σοκ για πάρα πολλούς, και για μένα τότε, ήταν η στάση του έναντι της Ιρανικής Επανάστασης. Σε μια στιγμή όπου μεσουρανεί η δόξα της Ιρανικής Επανάστασης, που τα πλήθη είναι στους δρόμους, υπάρχει ενθουσιασμός σε όλη την Αριστερά, ο Άγγελος, με μεγάλη διορατικότητα, γράφει το κείμενο «Ποιος δεν φοβάται τους αγιοταλλάδες;» ενάντια στον Χομεϊνί. Διαβλέπει την ιδεολογία του νέου καθεστώτος από τις πρώτες μέρες, τη σφαγή που θα ακολουθήσει. Χ. Γολέμης: Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας είναι κατά των νατοϊκών βομβαρδισμών, παρότι στην ίδια γραμμή είναι και οι εθνικιστές, δεν τον δεσμεύει αυτό. Και πολλά άλλα. Θεωρώ ότι η σκέψη του Ελεφάντη, το ρεύμα σκέψης που καλλιέργησε είναι εξαιρετικά χρήσιμο και απολύτως απαραίτητο στη νέα συγκυρία. Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί, κατά την γνώμη μου, να μακροημερεύσει αποσιωπώντας ή κουκουλώνοντας τις σφοδρές ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος. Το στοίχημα για κάποιους από εμάς είναι πώς μπορούμε να μπολιάσουμε όσα πήραμε από τον Άγγελο στο νέο πολιτικό υποκείμενο, όχι βέβαια με έπαρση ή περιφρόνηση σε σχέση με άλλες παραδόσεις, αλλά ούτε με αποσιωπήσεις ή σχετικισμούς. Πρέπει να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για τις εντάσεις που είχαμε τότε, να τις αποτιμήσουμε, αλλά να δούμε και τις σημερινές μας διαφορές. Έτσι μόνο μπορεί να υπάρξει μια νέα σύνθεση. Α. Μπαλτάς: Ο τρόπος σκέψης του Ελεφάντη, πέρα από τις συγκεκριμένες συνεισφορές που αναφέραμε παραπάνω, μας είναι εξαιρετικά χρήσιμος σήμερα, επειδή, εκτός όλων των άλλων, ήταν κατεξοχήν πολιτικός. Το μυαλό ήταν συνέχεια στο ποια πρωτοβουλία μπορεί να βάλει μπρος την κατάσταση στο κίνημα. Χ. Γολέμης: Δυο παραδείγματα σε αυτό που λες. Ο Ελεφάντης, και όλος Ο Πολίτης, κάνουν έντονη κριτική στο ΚΚΕ εσωτερικού από τα αριστερά. Αλλά στις εκλογές ψηφίζουν —και το δηλώνουν δημόσια— ΚΚΕ εσωτερικού για να μη χαθεί ο χώρος αυτός και επικρατήσει ο δογματισμός. Δεύτερο παράδειγμα. Την κρίσιμη στιγμή που παίζεται ο κομμουνιστικός χαρακτήρας του κόμματος πρωτοστατεί στο εγχείρημα του ΚΚΕ εσωτερικού-Α.Α. Κάποια στιγμή κρίνει, όμως, ότι η ιστορία αυτή δεν έχει μέλλον. Και το 1993 θα γράψει τρία άρθρα στην Εποχή: στα δύο πρώτα κατακεραυνώνει τον Συνασπισμό, ενώ στο τρίτο λέει ότι πρέπει να ψηφίσουμε Συνασπισμό, επειδή αυτός είναι ο δημόσιος χώρος της Αριστεράς. Τα χαλάσαμε τότε, αλλά λίγα χρόνια μετά υιοθέτησα το σκεπτικό του και εντάχθηκα στο συγκεκριμένο κόμμα, ενώ ο ίδιος παρέμεινε ανένταχτος.

Ένα κρασί για τον Άγγελο Πέντε χρόνια από το θάνατο του Άγγελου Ελεφάντη, τον θυμόμαστε και συζητάμε γι’ αυτόν, το περιοδικό «Ο Πολίτης» και την πολιτική. Την Τρίτη 4 Ιουνίου 2013, από τις 9 το βράδυ και μετά στην αυλή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134136, Θησείο). Οργάνωση: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς Α. Μπαλτάς: Με την ίδια ακριβώς τη λογική, του δημόσιου χώρου της Αριστεράς, πήγαινε σταθερά στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ. Παρότι διαφωνούσε με τον αριστερισμό, τον κινηματισμό, αν και δεν του άρεσαν διάφορα, ήθελε να είναι εκεί, στο Αντιρατσιστικό, γιατί και αυτός ήταν ένας κατεξοχήν χώρος της Αριστεράς. Χ. Γολέμης: Δεν στήριζε, ως ανένταχτος, τους διάφορους σχηματισμούς της Αριστεράς με ευχαρίστηση· το αντίθετο θα έλεγα. Το έκανε γιατί τον ενδιέφερε να μη χαθεί η φύτρα, για να συνεχίσουμε. Και δεν ξέρω αν θα είχαν αλλάξει οι συσχετισμοί στην ελληνική Αριστερά, στην περίπτωση που χανόταν ο χώρος της ανανεωτικής κομμουνιστικής και ευρύτερης Αριστεράς, ο οποίος διατηρήθηκε με την «ξεροκεφαλιά» της ΑΚΟΑ και του Γιάννη Μπανιά, αλλά και την ουσιαστική, ιδεολογική κυρίως, συμβολή του Ελεφάντη και του Πολίτη. Αυτό είναι πολιτικό μάθημα και για σήμερα. Θα μιλήσω προσωπικά. Μπορεί να υπάρχουν ένα σωρό πράγματα στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ που δεν μου αρέσουν, αλλά αυτός είναι ο χώρος μου, «το κόμμα που μου έλαχε». Αυτό είναι το μείζον, και όχι κάποιες περιπτώσεις εκφοράς λόγου, απόψεων ή συμπεριφορών με τις οποίες διαφωνώ. Το μείζον είναι ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια μεγάλη νέα Αριστερά με μια ταξικότητα που δεν την είχε ποτέ μέχρι σήμερα. Και από τον Ελεφάντη έμαθα, μετά από πολλές συγκρούσεις μαζί του, να με ενδιαφέρει το μείζον. Α. Μπαλτάς: Αν μιλάμε για το τις οφειλές μας στον Ελεφάντη, δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για τη στάση ζωής του: το σώμα και το πνεύμα σε διαδικασίας ενοποίησης. Το τι γράφω, πώς μορφώνω τα παιδιά μου, πώς ζω, τι πιστεύω, πώς μιλάω με φίλους … όλα αυτά είναι ένα. Και αν θέλεις να βρεις το κέντρο αυτού του πολυσύνθετου πράγματος είναι το να αλλάξει η πολιτική και η κοινωνία, ώστε αυτό τον πλούτο να τον μοιραζόμαστε όλοι, να γίνει κοινός. Ο Πολίτης είναι περιοδικό πολιτικής παιδείας. Και αυτό σημαίνει καλλιέργεια, γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Και είναι συναρτημένος, ταυτόχρονα με ένα ήθος καθημερινότη-

Το πρώτο τεύχος, Μάης 1976

τας. Ένα ήθος, με την έννοια την κοινωνιολογική, που φτιάχνει μια επίδραση, η οποία δεν αποτιμάται μόνο με τις τοποθετήσεις στα μεγάλα ερωτήματα. Τα μεγάλα ερωτήματα έρχονται και δένουν με το ήθος. Το ήθος είναι αυτό που υπόκειται. Όλα όσα λέμε για τη ζωή του, τις σχέσεις του κλπ. είναι η πρακτική όψη αυτού του ήθους ως μορφωτικού και πολιτικού ιδεώδους. Χ. Γολέμης: Είναι ένας τρόπος ζωής σκληρός και γοητευτικός μαζί. Και η επίδρασή του σε πολλούς από εμάς ασφαλώς οφείλεται και σε αυτό, στη στάση ζωής του. Περιφρονούσε τα αξιώματα, το χρήμα. Α. Μπαλτάς: Και τους αντιμετώπιζε όλους στη βάση μιας προσωπικής σχέσης, μιας ισχυρής προσωπικής σχέσης, και όχι με βάση το στάτους ή τη θέση που είχαν. Είτε ήταν ο Μιτεράν είτε ο Χρήστος, ο Αλβανός, που δούλευε στον Πολίτη: «Έλα να πιούμε καφέ, κάτσε να τα πούμε». Ο Ελεφάντης —του το είχα πει κάποτε και του άρεσε— ήταν αριστοκράτης. Δεν θα ασχολούνταν με το διάφορο, τη μιζέρια της θέσης, της καρεκλίτσας, τα ευτελή μικροπράγματα κλπ. Τυπικά, κοινωνιολογικά, όπως όλοι μας, ήταν βέβαια μικροαστός. Ωστόσο, για λόγους ιστορικούς, καταγωγικούς, διαπαιδαγώγησης, είναι αριστοκράτης με την έννοια ότι δεν έχει ανάγκη να διεκδικήσει: γνωρίζει την υπεροχή του, πνευματική και πολιτική. Αυτό δύσκολα το βρίσκεις – και είναι κάτι διαφορετικό από τη γενναιοδωρία. Χ. Γολέμης: Ας μην ξεχνάμε ότι γράφει αποκλειστικά, και με άποψη, στα έντυπα της Αριστεράς: Πολίτη, Εποχή, Κάπα, Αυγή. Και ενώ έχει απόλυτη ανάγκη οικονομική, αρνείται προτάσεις να αναλάβει να γράφει, για θέματα παιδείας, αν θυμάμαι καλά, στα Νέα. Αυτή του η στάση σχετίζεται με πολλά — πρώτα απ’ όλα με το ότι φτιάχνουμε και στηρίζουμε τα δικά μας έντυπα—, αλλά και με αυτή την αριστοκρατικότητα που λέει ο Αριστείδης: δεν θα κάνω κάτι κατώτερο, κάτι που δεν υπηρετεί. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ


36

Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 2 IOYNIOY 2013

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Ηθογραφία, ηθικολογία και δογματισμός Οι όροι της κριτικής ή ένας διάλογος που δεν έγινε ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

Δικαιολογεί άραγε η αγάπη και ο σεβασμός μας για τη λογοτεχνία τις προσδοκίες μας από τους συγγραφείς; Το αίτημά μας να εκφέρουν λόγο για μας και τα προβλήματά μας, να συντονίζονται με τα πάθη της κοινωνίας; Τα τελευταία τρία χρόνια η παρουσία στον δημόσιο διάλογο των συγγραφέων και γενικότερα των ανθρώπων του πολιτισμού συχνά γεννά έντονες αντιδράσεις και πολώσεις. Ίσως όμως θα είχε ενδιαφέρον να προσεγγίσει κανείς το θέμα όχι με βάση μια κάπως μεταφυσική ιδέα για τη μοναδικότητα και την ευαισθησία του δημιουργού αλλά περιγράφοντας έξεις και διαθέσεις που συνδέονται με τη θέση του τόσο στο λογοτεχνικό πεδίο όσο και στο ευρύτερο πεδίο της εξουσίας. Αυτό επιχειρήσαμε να κάνουμε με τον Θεόφιλο Τραμπούλη, σε μια σειρά τεσσάρων κειμένων που δημοσιεύτηκαν από το Δεκέμβριο του 2012 μέχρι τον Απρίλιο του 2013 στο περιοδικό Unfollow, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, κυρίως τη γενιά πεζογράφων που αναδείχθηκε γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στόχος μας ήταν να καταδείξουμε τη σχέση μεταξύ του δημόσιου λόγου που εκφέρουν αυτοί οι συγγραφείς σήμερα (και όχι μόνο) αφενός με τη λειτουργία τους μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο και αφετέρου με την καθαρά λογοτεχνική τους παραγωγή. Δεν ήταν στόχος μας ωστόσο ούτε να ασκήσουμε λογοτεχνική κριτική με τον τρόπο που συνηθίζεται στα καθ’ ημάς, δηλαδή να αποφανθούμε ποιος είναι καλός ή κακός συγγραφέας, ούτε να συνδέσουμε το λογοτεχνικό έργο με τις πολιτικές απόψεις των δημιουργών του. Εξ ου και μεταξύ των συγγραφέων στους οποίους αναφερθήκαμε βρέθηκαν συγγραφείς και της μιας και της άλλης πλευράς. Τι προσπαθήσαμε να κάνουμε όμως; Ξεκινώντας από τη θεωρία του πεδίου του Πιερ Μπουρντιέ και τη διάκριση αυτόνομου και ετερόνομου πόλου μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο, υποστηρίξαμε πως την περίοδο εκείνη (τη λεγόμενη σήμερα «της πλαστής ευημερίας») αναδείχθηκε και καταξιώθηκε με τρόπο ετερονομικό μια γενιά λογοτεχνών και κατασκευάστηκε μια ταμπέλα «συγγραφέας», που προσέφερε στον εκάστοτε κάτοχό της το διαβατήριο συμμετοχής στον δημόσιο διάλογο. Καλεσμένοι σε τηλεοπτικά πάνελ, τακτικοί ή αυθόρμητοι πολιτικοί σχολιαστές, διαμορφωτές γνώμης αλλά και βιοτικού ύφους, οι εν λόγω συγγραφείς απέκτησαν μια «εγκυρότητα» ευρύτερη του λογοτεχνικού πεδίου και του έργου τους. Συνδέσαμε αυτό το γεγονός με τις γενικότερες συνθήκες που επικράτησαν το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα, αίτημα εξευρωπαϊσμού και εκμοντερνισμού της ελληνικής κοινωνίας, κυριαρχία της

Η Έφη Γιαννοπούλου είναι μεταφράστρια και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Unfollow»

Πάμπλο Πικάσο, «Νεκρή φύση με μαντολίνο και κιθάρα», 1924

ιδιωτικής τηλεόρασης, των free press, της δημοσιογραφίας του life style, αλλά και της γενικότερης εμπορικής άνθησης της εκδοτικής δραστηριότητας (με την εμφάνιση όρων όπως το best seller ή το ελληνοπρεπέστερο «ευπώλητο»). Με λογοτεχνικούς όρους μιλήσαμε για μια αστική ηθογραφία μεταρεαλιστικής πνοής, κάτι που είναι εμφανές τόσο στους προγόνους και τους δασκάλους που διεκδικούν οι συγγραφείς αυτοί, όσο και στην καχυποψία τους απέναντι σε κάθε «αναστοχασμό», αλλά και στην άγνοια των κατακτήσεων των θεωρητικών επιστημών (κοινωνικές επιστήμες, ψυχανάλυση, μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές) και του τρόπου με τον οποίο αυτές έχουν ενσωματωθεί στη σύγχρονη λογοτεχνία παγκοσμίως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε στα κείμενα, ήταν ο τρόπος που διαβάστηκε (και μάλλον φαιδρά παραναγνώστηκε) ένα μείζον μετανεωτερικό μυθιστόρημα όπως η Ελίζαμπεθ Κοστέλλο του Τζ. Μ. Κούτσι από ομάδα νέων ελλήνων συγγραφέων. Παράλληλα, εξετάσαμε το ρόλο και το λόγο των λογοτεχνικών περιοδικών που φιλοξένησαν και ανέδειξαν αυτήν τη γενιά σε βάθος χρόνου, αλλά και ασυνέχειες εντός του ευρύτερου πεδίου της πολιτιστικής παραγωγής με βασική αναφορά στη σχέση του λογοτεχνικού και του εικαστικού πεδίου, που στο παρελθόν ποικιλοτρόπως συμπορεύτηκαν και σήμερα μοιάζουν να αγνοούν παντελώς το ένα το άλλο. Δεν μιλήσαμε ωστόσο για κακή λογοτεχνία, αλλά κυρίως για μια ταύτιση της λογοτεχνίας με το story telling, όπου η αξία της μετριέται κατά κύριο λόγο από το κατά πόσον «ρουφιέται από τον αναγνώστη», κατά πόσον διαθέτει συναρπαστική πλοκή και καταγράφει με σχετική αληθοφάνεια το πραγματικό. Και επισημάναμε ότι ο θυμικός και συχνά ηθικολογικός τρόπος με τον οποίο οι εκπρόσωποί της συμμετέχουν

σήμερα στον δημόσιο διάλογο, ανεξάρτητα από το πολιτικό του πρόσημο, δεν είναι άσχετος ούτε με το λογοτεχνικό τους έργο ούτε με τις συνθήκες καταξίωσής τους στο παρελθόν. Με δυο λόγια, ότι δεν διαφέρει σημειολογικά ο αμφιθυμικός αυτοπροσδιορισμός του Πέτρου Τατσόπουλου ως «μπαρμπα-Θωμά» με τη νοσταλγία της παλιάς Αθήνας, της ανοιχτής μπαλκονόπορτας και του Βουτσά που χορεύει σουίνγκ της Σώτης Τριανταφύλλου, όπως δεν διαφέρει ειδολογικά και το λογοτεχνικό τους έργο. Ή ότι δεν είναι διαφορετικοί οι όροι που ανάγουν σε μείζον θέμα συζήτησης τις δηλώσεις του Γιάννη Πλούταρχου για τη Χρυσή Αυγή και τα «προκλητικά» στάτους του Χρήστου Χωμενίδη στα social media, όσο κι αν διακρίνουμε προφανώς τη διαφορά μεταξύ των δύο. Τέλος, επιχειρήσαμε σε πολύ αδρές γραμμές να σκιαγραφήσουμε κάποια χαρακτηριστικά της νέας γενιάς λογοτεχνών που με εντελώς διαφορετικούς όρους αναδεικνύεται σήμερα, ενώ αναφερθήκαμε και σε συγγραφείς που εμφανίστηκαν παράλληλα με τους προαναφερθέντες αλλά αφενός διεκδίκησαν με άλλους όρους τη λογοτεχνικότητα, αφετέρου παρέμειναν αφανείς για το χώρο των μίντια και το πλατύ κοινό. Ωστόσο η ακραία πόλωση ως συνθήκη μέσα στην οποία εμφανίστηκαν τα κείμενά μας, ευνόησε πολλαπλώς τις παραναγνώσεις. Κι αν κάποιοι από αυτούς που τα εγκωμίασαν τα είδαν ως όπλο στις τρέχουσες αντιπαραθέσεις, άλλοι θεώρησαν πως επαγγελλόμαστε έναν νέο δογματισμό, μια εξ αριστερών λογοκρισία του λογοτεχνικού έργου. Διαβάσαμε έτσι με έκπληξη το κείμενο του Νικόλα Σεβαστάκη «Το ήθος της κριτικής» στην Αυγή (5.5.2013) και με λιγότερη του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου σε ιστότοπο, διαδικτυακή συνέχεια του περιοδικού Διαβάζω (www.oanagnostis.gr, «Ένας καινούργιος δογματισμός»). Δεν εί-

ναι μόνο ότι ξαφνικά κατηγορούμαστε ως ζντανοφικοί λογοκριτές ή Αυγέρηδες, ούτε ότι μας καταλογίζεται έλλειψη γενναιοδωρίας απέναντι στον «αντίπαλο» (κι ας μην τον υποδείξαμε ποτέ ως τέτοιο). Είναι ότι μπερδεύονται στην παρανάγνωση αυτή ο δογματισμός με την περιγραφή και την ανάλυση των όρων και των συνθηκών ενός φαινομένου. Κι ότι, αντί να ανοίξει ένας διάλογος, προτιμήθηκε η ηθικολογική ρητορική της γενναιοδωρίας ή η καταγγελία μιας δήθεν λογοκρισίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιες παραναγνώσεις γίνονται συχνά στις μέρες μας. Πρόσφατο παράδειγμα, η (δήθεν) «λογοκρισία» που άσκησε η Ανοιχτή Συνέλευση του Θεάτρου Εμπρός στον Γιάννη Σολδάτο. Όμως η λογοκρισία προϋποθέτει εξουσία και δυνατότητα επιβολής. Ακόμη και η αναφορά στον Αυγέρη, αγνοεί πως η κριτική «παντοδυναμία» του εκπορευόταν ακριβώς από τη θέση του μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο υποπεδίο, αυτό της αριστερής διανόησης, και ότι ως λογοκρισία την υφίσταντο όσοι ανήκαν στο πεδίο αυτό, οι ομοϊδεάτες του δηλαδή. Γι’ αυτό και η ιστορική αναλογία θα μπορούσε εύκολα να αντιστραφεί. Τυπικά, επειδή μας λείπει μια τέτοια εξουσία· επί της ουσίας, επειδή, επιχειρώντας να συνδέσουμε λογοτεχνικές μορφές με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που τις διαμόρφωσαν και με το δημόσιο λόγο των δημιουργών τους, αυτό που υπερασπιστήκαμε ήταν η αναζήτηση νέων μορφών και η αυτονομία του λογοτεχνικού πεδίου, και επ’ ουδενί οποιαδήποτε ιδεολογικοπολιτική στράτευση. Ξεπερασμένος λογοτεχνικά είναι τόσο ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός όσο και η αστική ηθογραφία, όπως συντηρητική στο επίπεδο της κριτικής δεν είναι μόνο η ζντανοφική λογοκρισία αλλά και η κομφορμιστική ηθικολογία. Και τα δύο υπονομεύουν κάθε διάλογο που επιδιώκει να υπερβεί στείρες αξιολογικές κρίσεις και αφορισμούς, αλλά και την υπερβατική θεώρηση της λογοτεχνίας ως «ιερής αγελάδας».

Η πείνα στην κατοχική Αθήνα Συνάντηση με θέμα την πείνα στην κατοχική Αθήνα οργανώνει η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού (περ. «Μνήμων). Στο πρώτο μέρος, με τίτλο «Η επιβίωση, μέρα τη μέρα», μιλάνε η Ευγενία Μπουρνόβα, ο Γιάννης Σκαλιδάκης και ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, με συντονιστή τον Χρήστο Λούκο. Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο «Αισθήματα και αποτυπώσεις», μιλάνε η Άννα Ματθαίου, ο Δημήτρης Πλουμπίδης και ο Πλάτων Ριβέλλης, με συντονίστρια την Τασούλα Βερβενιώτη. Η συνάντηση θα γίνει την Τετάρτη 3 Ιουνίου, στα γραφεία της Eταιρείας, Zωσίμου 11 (κάθετος Λασκάρεως), και αρχίζει στις 6.00 μ.μ.


Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

2 IOYNIOY 2013

ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com

KYKΛΟΦΟΡΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η καρδιά χτυπάει αριστερά ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ

Στο προηγούμενο, πασχαλινό μας άρθρο είχαμε λεξιλογήσει γύρω από το κόκκινο χρώμα, οπότε ταιριάζει τώρα να εξετάσουμε τα λεξιλογικά της αριστεράς, της πολιτικής παράταξης εννοώ. Αμέσως βλέπουμε την πρώτη ιδιαιτερότητα του όρου: η Αριστερά, σαν λέξη, διατηρεί την καθαρευουσιάνικη κατάληξή της· κι ενώ το θηλυκό του επιθέτου «αριστερός» είναι «αριστερή», και λέμε, π.χ., για αριστερή πολιτική, αριστερή συμμαχία ή αριστερή συσπείρωση, όταν έχουμε το ουσιαστικοποιημένο επίθετο και θέλουμε να αναφερθούμε στην παράταξη, τότε υιοθετούμε τον καθαρεύοντα τύπο, η Αριστερά, και κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε να πει «η Αριστερή», με εξαίρεση μερικούς αντίθετους που ειρωνεύονται, όχι και πολύ πρωτότυπα, τη χρήση δημοτικών τύπων (αλλά η σχέση Αριστεράς και γλώσσας είναι ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα που αξίζει χωριστό άρθρο). Μπορεί σαν έννοια η Αριστερά να είναι συνυφασμένη με το αίτημα της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, της προόδου και της αλληλεγγύης, ωστόσο λεξιλογικά κι ετυμολογικά είναι φορτωμένη με πανάρχαιες προκαταλήψεις, αφού το αριστερό χέρι είναι για τους περισσότερους λιγότερο ικανό από το δεξί, κι έτσι απ’ την αρχή του χρόνου η δεξιά πλευρά συνδέθηκε με την εύνοια της τύχης και την ικανότητα και η αριστερή πλευρά με την ανικανότητα και την κακοτυχία· στην αρχαιοελληνική οιωνοσκοπία, θεωριόταν κακό σημάδι όταν τα πουλιά πετούσαν προς τ’ αριστερά του μάντη, κάτι που εδραίωσε τον δυσοίωνο χαρακτήρα της αριστερής πλευράς. Ακόμα και οι λέξεις που δήλωναν την αριστερή πλευρά ήταν γρουσούζικες, και για να μετριαστεί το κακό επινοήθηκαν ευφημισμοί. Θα θυμόμαστε από τα σχολικά μας χρόνια ότι στα αρχαία υπήρχε η λέξη «ευώνυμος» για την αριστερή πλευρά, κατά λέξη «με καλό όνομα», χαρακτηριστικό παράδειγμα ευφημισμού, αλλά και η ίδια η λέξη «αριστερός» ευφημιστική είναι, αφού παράγεται από το άριστος. Ενδεικτική είναι η σημασιακή μετατόπιση της λέξης «σκαιός». Σκαιός αρχικά ήταν ο αριστερός και ο αριστερόχειρας, και μετά ο αδέξιος, ο απαίδευτος και ο δυσοίωνος, ενώ σήμερα είναι ο τραχύς, ο απότομος, ο βάναυσος (π.χ. μου φέρθηκε σκαιά). Και στους επόμενους αιώνες, άλλωστε, η λέξη ζερβός (αριστερός) ετυμολογείται από τη λέ-

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και στo http://www.wordpress.com

TEYXOΣ 120

Μαρκ Σαγκάλ, «Επανάσταση», 1937 (λεπτομέρεια)

ξη ζαβός (στραβός, ανόητος, λοξός), ενώ αντίθετα η δεξιά πλευρά είναι ευνοημένη λεξιλογικά, αφού κάποιον ικανό τον λέμε επιδέξιο, και ευχόμαστε να τα φέρει η τύχη όλα δεξιά (όλα καλά). Και σε άλλες γλώσσες, η λέξη για τη δεξιά πλευρά έχει επίσης σημασίες σχετικές με τη δικαιοσύνη, την καταλληλότητα ή την ευθύτητα, για παράδειγμα στα αγγλικά right είναι ο δεξιός αλλά και ο σωστός, ο κατάλληλος, ο ευθύς, το δικαίωμα· στα γαλλικά droit, εκτός από τη δεξιά πλευρά, είναι το δίκαιο και ο ευθύς, και παρόμοιες συμπτώσεις σημασιών έχουμε και στις άλλες ρωμανικές και γερμανογενείς γλώσσες. Και αντίστροφα, όπως και στα ελληνικά, έτσι και στις άλλες γλώσσες η λέξη για την αριστερή πλευρά (και την Αριστερά) έχει σημασίες μειωτικές ή δυσοίωνες, ας πούμε το λατινικό sinister (αριστερός, απ’ όπου το σημερινό ιταλικό sinistro) έδωσε το αγγλικό sinister ή το γαλλικό sinistre (απαίσιος, δυσοίωνος), ενώ το αγγλικό left ανάγεται σε παλιότερη αγγλική λέξη που σημαίνει «αδύναμος, ανόητος». Και το γαλλικό gauche αρχικά σήμαινε «αδέξιος, άστοχος», σημασία που δεν διατηρείται στα σημερινά γαλλικά, αλλά επιβιώνει στο αγγλικό gauche (άγαρμπος). Η χρήση της λέξης Αριστερά με την πολιτική σημασία είναι κι αυτή γέννημα της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, από την οποία επίσης, όπως είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα, γεννήθηκε και η ταύτιση του κόκκινου χρώματος με τα αριστερά κινήματα. Στις Γενικές Τάξεις, οι πιο ριζοσπαστικοί βουλευτές, εκείνοι που τάσσονταν υπέρ της κατάργησης της βασιλείας κάθονταν στα αριστερά

έδρανα (όπως κοιτάζει ο πρόεδρος της συνέλευσης), ενώ οι συντηρητικότεροι στα δεξιά. Αυτός ο διαχωρισμός σιγά-σιγά αποκρυσταλλώθηκε και παγιώθηκε στις επόμενες γαλλικές εθνοσυνελεύσεις, ιδίως μετά το 1815, αλλά μόνο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται κόμματα με τη λέξη «αριστερά» στην επωνυμία τους. Στην ελληνική πολιτική ορολογία, ο όρος «αριστερός» εμφανίζεται στη δεκαετία του 1920 (έχω πρόχειρο ένα άρθρο του Ριζοσπάστη τον Απρίλιο του 1925 στο οποίο τονίζεται ότι η Δημοκρατική Ένωσις του Παπαναστασίου «είναι ένα κόμμα της αστικής τάξης… όσο και αν φαίνεται αριστερό στην πολιτική του», αλλά η γενικευμένη χρήση του όρου Αριστερά έρχεται με τη μεταπελευθερωτική περίοδο (στις εαμικές εφημερίδες του 1945-47). Το 1951 συμμετέχει πρώτη φορά στις εκλογές αυτοτελές κόμμα με τη λέξη στην επωνυμία του, η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (είχαν προηγηθεί, στις εκλογές του 1950, οι Αριστεροί Φιλελεύθεροι, αλλά ενταγμένοι στη Δημοκρατική Παράταξη). Άλλωστε, παρά το ετυμολογικό άχθος και τις προκαταλήψεις χιλιετιών, τα κόμματα και οι παρατάξεις της Αριστεράς πολύ συχνά δηλώνουν την αριστερή τους τοποθέτηση και στον τίτλο τους, ενώ τα δεξιά κόμματα σχεδόν πάντοτε το αποφεύγουν — εκτός λάθους, σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει υπολογίσιμο συντηρητικό κόμμα που να έχει τη λέξη «δεξιός» στον τίτλο του. Φαίνεται πως άρκεσαν δυο αιώνες κοινωνικών και πολιτικών αγώνων για να αρχίσει να θεωρείται κακόσημη η λέξη «δεξιά»!

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΑΘΗΝΩΝ Βαλαωρίτου 12 (ισόγειο), τηλ. & fax 2103628501

Ρατσισμός και αντιρατσισμός: Ποια πρέπει να είναι η θέση της Aριστεράς; Η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας μας προσκαλεί την Τρίτη 4 Ιουνίου σε σεμινάριο με θέμα «Ρατσισμός και αντιρατσισμός: Ποια πρέπει να είναι η θέση της Aριστεράς;». Εισηγήσεις: Βασιλική Κατριβάνου (βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ), Μαρία Ρεπούση (βουλευτής ΔΗΜΑΡ), Δημήτρης Χριστόπουλος (Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). Συντονισμός-εισαγωγή: Αντώνης Λιάκος (Πανεπιστήμιο Αθηνών). Στις 19.00 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50).


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.