Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Στρατή Μπουρνάζου, Σ.Ο. Ενθεμάτων, Μαρίνας Πρεντουλή, Δημήτρη Χριστόπουλου, Γιάννη Σταφίδα, Κώστα Αθανασίου, Μικαέλ Λεβί, Μαρίας Πετρίτση, Γιάννη Σκλαβούνου, Δημήτρη Θ. Ζάχου, Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 744
ΚΥΡΙΑΚΗ 14 IOYΛIOY 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
ή ΕΜΕΙΣ ή ΑΥΤΟΙ
Το αλυσοπρίονο… Και το συνέδριο ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ
Η εικόνα υπερβαίνει κάθε περιγραφή — θα προσπαθήσω όμως να την αποδώσω. Τρίτη 9 του Ιούλη, μεσημέρι. Άνδρες των ΜΑΤ, εξοπλισμένοι με αλυσοπρίονο, εφορμούν στην πόρτα του περιβόλου της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, που την έχουν κλείσει φοιτητές και υπάλληλοι. Το αλυσοπρίονο μπαίνει σε λειτουργία, αλλά καθώς το εμποδίζουν τα χέρια των ανθρώπων, δεκάδες χέρια, τελικά αναλαμβάνει δράση ο κλειδαράς: ανοίγει την πόρτα, τα ΜΑΤ εισβάλλουν, χώνουν κάμποσους φοιτητές στην κλούβα, ψεκάζουν τρεις παριστάμενους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και αναχωρούν όλοι μαζί για τη ΓΑΔΑ. Υποθέτω ότι ακόμα και οι λιγότερο ένθερμοι θιασώτες των φοιτητικών αιτημάτων θα συμφωνήσουν ότι τα προβλήματα δεν μπορούν να λύνονται, και δεν λύνονται, έτσι. Κι όμως, τα ΜΑΤ και η βία, άνευ και όρων άνευ ορίων, έχουν αναγορευθεί, από την κυβέρνηση, στον βασικό τρόπο επίλυσης κάθε διαφοράς, δίνουν το στίγμα άσκησης της εξουσίας. Το αλυσοπρίονο αποτελεί τον ανώτατο βαθμό αυτής της πολιτικής. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, που άρχισε την Τετάρτη; Φαινομενικά καμία, πλην της χρονικής εγγύτητας. Κατά βάθος, μεγάλη. Γιατί δεν είναι μόνο το αλυσοπρίονο. Είναι και η Ιερισσός. Και η «προστασία» του αρχαιολογικού περίπατου από ειρηνικές διαδηλώσεις με χημικά, ξύλο και συλλήψεις μέρα μεσημέρι. Και το «μαύρο» στην ΕΡΤ. Και η προληπτική επιστράτευση των καθηγητών. Και η —αντισυνταγματική— κράτηση Σακκά. Και οι «ωσμώσεις» Ν.Δ. και Χρυσής Αυγής. Και η —αντισυνταγματική, επίσης— απόλυση χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, με κυνισμό και ανευθυνότητα. Και οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Και η διάλυση του κοινωνικού κράτους, τη στιγμή που το χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ. Και το ξεπούλημα πόρων και δικαιωμάτων, και, και, και… Το αλυσοπρίονο, ποικιλοτρόπως και παντοιοτρόπως, είναι παντού. Δεν είναι εξαίρεση ή ατύχημα, είναι οργανικό κομμάτι αυτής της πολιτικής, όπου η (άγρια) λιτότητα στην οικονομία συνεπάγεται (εξίσου άγρια) λιτότητα στη δημοκρατία, όπου η διάλυση του κοινωνικού κράτους πάει χέρι χέρι με τη διάλυση του πολιτεύματος. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, που μας βυθίζει ολοένα και πιο βαθιά στην κρίση (το Μνημόνιο δεν είναι μόνο άδικο· είναι και καταστροφικό: καταστρέφει την προοπτική για την πλει-
ονότητα των ανθρώπων της χώρας, τους οδηγεί στην εξαθλίωση και την απελπισία), το ζήτημα της κυβέρνησης αποκτά βιοτική, υπαρξιακή σημασία. Γιατί, όσο και να μη θέλεις να ασχοληθείς με την κεντρική πολιτική, όσο και να λαχταράς να αφιερωθείς στα γραφτά σου, στα παιδιά σου ή τους φίλους σου, να καλλιεργήσεις τον κήπο ή τα ενδιαφέροντά σου, δεν μπορείς. Ούτε μπορείς να μένεις περίκλειστος στον πύργο σου ή να υφαίνεις μόνο κινηματικούς δεσμούς στο μικροεπίπεδο — όπως παλιότερα. Η αλλαγή κυβέρνησης και η αλλαγή πολιτικής γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι αποτελεί προϋπόθεση απολύτως αναγκαία —κι ας μην είναι ικανή από μόνη της—, για να μη διαλυθούν οι ζωές μας. Με αυτή την έννοια, το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να γίνει κυβέρνηση και αν θα μπορέσει να ανακόψει την καταστροφή αφορά πολύ περισσότερους από τα κομματικά μέλη και τους φίλους του. Ακόμα και τους πιο σκεπτικούς, αυτούς που δεν έχουν καμιά σπουδαία συμπάθεια για τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά, ανανεωτική και ριζοσπαστική συνάμα, καθώς καταλαβαίνουν πώς η ακολουθούμενη πολιτική μάς βουλιάζει όλο και περισσότερο, δεν τους αφήνει διόλου αδιάφορους το τι κάνει, και τι μπορεί να κάνει, ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν, κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς βασιλείας του ΠΑΣΟΚ, για την Αριστερά το να παραμένει εκτός κυβερνητικού νυμφώνος αποτελούσε όρο πολιτικής αξιοπρέπειας και επιβίωσης, σήμερα ζούμε την εντελώς αντίθετη κατάσταση: η διεκδίκηση της εξουσίας, η αριστερή κυβέρνηση αποτελούν μονόδρομο, όχι μόνο για την πολιτική επιβίωση της Αριστεράς, αλλά και της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Έτσι, όσα γίνονται στο Φάληρο από την Τετάρτη, και όσα θα γίνουν από τη Δευτέρα σε όλη τη χώρα, αποκτούν σπουδαία και επείγουσα σημασία: Το πώς θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει μια αριστερή, δημοκρατική και αποτελεσματική κυβέρνηση, κοινωνικής δικαιοσύνης και σωτηρίας, υπερβαίνει όχι μόνο τον κύκλο των μελών και των συνοδοιπόρων, αλλά και της Ελλάδας. Ή εμείς ή αυτοί, λέει το σύνθημα. Ίσως, σε κάποιους, μοιάζει απλοϊκό. Επίσης, χρειάζεται επεξηγήσεις: ας πούμε, ποιους περιλαμβάνει (κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά) το «εμείς; Ωστόσο, εκφράζει μια βαθιά αλήθεια, μια αλήθεια που καίει. Και ίσως γι’ αυτό, ρητά ή υπόρρητα, αγγίζει ολοένα και περισσότερους.
20 Ιουλίου: στην Καλαμάτα! O αγώνας ενάντια στους νεοναζιστές είναι συνεχής και (πρέπει να) δίνεται σε πολλά πεδία. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια σημεία που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, συμβολική και πραγματική, τον συμπυκνώνουν και αναδεικνύονται σε στοιχήματα: και για το κίνημα αλλά και για τους ναζιστές. Τέτοιο σημείο Χαρακτικό του Γ. Στεφανίδη, από παράνομο έντυπο της Κατοχής είναι και η προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να πραγματοποιήσει φεστιβάλ στις 3 και 4 Αυγούστου (η ημερομηνία δεν είναι τυχαία…), στην Καλαμάτα. Τους τελευταίους μήνες στην Καλαμάτα, αριστεροί, αντιφασίστες, δημοκράτες, άνθρωποι ευαίσθητοι, προσπαθούν με κάθε τρόπο, να ανακληθεί η απόφαση του Λιμενικού Ταμείου (σε αυτό ανήκει ο χώρος όπου θα γίνει το φεστιβάλ), και να πάψει ο δήμαρχος να επικαλείται την «ελευθερία της έκφρασης», να δηλώσει, επιτέλους, ότι οι νεοναζιστές είναι ανεπιθύμητοι στην πόλη. Γιατί ο Δήμος και το Λιμενικό Ταμείο δεν είναι «γραμματοκιβώτια», όπου εισέρχονται αιτήσεις για φεστιβάλ, πρωτοκολλούνται και τυπικά δίνεται η άδεια, εφόσον οι αιτήσεις υποβληθούν εμπροθέσμως. Κι όσο για την ελευθερία της έκφρασης, καμιά ελευθερία δεν στερήθηκαν οι Χρυσαυγίτες: εκδίδουν τα έντυπά τους, καλούνται στα κανάλια, βουλευτές και παράγοντες της Ν.Δ. βρίσκονται σε περίεργη ώσμωση μαζί τους (από τον Τ. Μπαλτάκο και τον Β. Πολύδωρα, μέχρι όσους ψηφίζουν εναντίον της άρσης της ασυλίας Χρυσαυγιτών). Αυτό που ζητάνε οι αντιφασίστες της Καλαμάτας, και έχουν απόλυτο δίκιο, είναι ο δήμαρχος να πάρει σαφή θέση, να δηλώσει πως οι κήρυκες του μίσους, του ναζισμού και των εγκλημάτων δεν έχουν θέση στην πόλη — όσο δεξιός κι αν είναι ο δήμαρχος, εφόσον δεν είναι φιλοναζιστής, αυτό οφείλει να κάνει. Η υπόθεση όμως δεν αφορά μόνο τους Καλαματιανούς· αφορά όλους τους Έλληνες —για να μην πούμε ευρωπαίους— αντιφασίστες. Ο αντιφασισμός δεν είναι, γενικά και αφηρημένα, ιδεολογικό ζήτημα ή ανοιχτό ερώτημα: είναι πρόταγμα, συλλογικό κεκτημένο που διαπνέει από την υπεράσπιση της δημοκρατίας μέχρι την εκπαίδευση όλων των βαθμίδων και την κοινωνική οργάνωση. Όπως τα αντιφασιστικά φεστιβάλ, με τα τραγούδια μας, τις συζητήσεις, τις πολυεθνικές κουζίνες αποτελούν μια γιορτή αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, κάθε χρόνο, ας σκεφτούμε τι θα σημάνει, αντίστοιχα, ένα φεστιβάλ της Χρυσής Αυγής στην Καλαμάτα: με την ανοχή και επιδοκιμασία του Δήμου και του Λιμενικού Ταμείου, ναζιστικά τραγούδια, χαιρετισμοί, κραυγές μίσους, πράξεις βίας, την επέτειο της 4ης Αυγούστου, θα δονήσουν το κέντρο της πόλης. Όχι, δεν το θέλουμε, δεν μας αξίζει αυτό, είτε είμαστε Καλαματιανοί είτε όχι, αν έχουμε λίγη συμπόνια, ανθρωπιά, πνεύμα αλληλεγγύης και δημοκρατίας. Κι επειδή έχουμε όχι λίγα, αλλά πολλά από τα παραπάνω, ας είμαστε όσοι και όσες περισσότεροι, το Σάββατο στις 20 του Ιούλη στην Καλαμάτα, στην πανελλαδική αντιφασιστική πορεία. Εκεί, στην Καλαμάτα, χτυπάει, αυτή τη στιγμή, η καρδιά του αντιφασιστικού αγώνα. Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»
ΥΓ. Όσοι ενδιαφέρονται να κατέβουν με πούλμαν από την Αθήνα στην Καλαμάτα στις 20 Ιουλίου, ας τηλεφωνήσουν στο 6983-352564.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 IOYΛIOY 2013
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ο Τζάνγκο και η πολιτική της βίας ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΠΡΕΝΤΟΥΛΗ
Είναι ο Django ένα ακόμα κινηματογραφικό προϊόν της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας; Οι σκηνές βίας της ταινίας συνάδουν και προάγουν την κουλτούρα της βίας που επικρατεί στην Αμερική; Η τελευταία ταινία του Ταραντίνο Django, Unchained (Τζάνγκο, ο τιμωρός), προκάλεσε σειρά συζητήσεων γύρω από αυτά τα θέματα, όπως και σε σχέση με την ιστορική πιστότητα της ταινίας όσον αφορά το καθεστώς της δουλείας στην Αμερική του 19ου αιώνα. Ειδικά στις ΗΠΑ, η ταινία καταδικάστηκε από πολλούς σαν ένα ακόμα κινηματογραφικό προϊόν της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που εκθειάζει την ατομική αναζήτηση-απελευθέρωση, χωρίς ουσιαστικά να καταδικάζει την πρακτική του δουλεμπορίου και τη ρατσιστική ιδεολογία. Όσο για τις εξαιρετικά ενορχηστρωμένες και ωμές σκηνές βίας, από κοινωνιολογικής απόψεως, για πολλούς συνάδουν απόλυτα με την κουλτούρα της βίας που επικρατεί στην Αμερική και επιπλέον συμβάλλουν στην προώθησή της. Η σχέση μεταξύ αυτών των δυο κάνει την ταινία πιο ενδιαφέρουσα απ’ όσο η μονομερής ανάλυση του κάθε θέματος, και γι’ αυτό τον λόγο ο Django μπορεί να αποτελέσει καλή αφορμή μιας πιο συστηματικής (αν και όχι ενδελεχούς) χαρτογράφησης της βίας, τόσο της κινηματογραφικής όσο και της πολιτικής. Αρχίζοντας από την κινηματογραφική βία, μια κατηγοριοποίηση που μπορεί να φανεί χρήσιμη στην κατανόηση της αναπαραστατικής βίας είναι η διάκρισή της σε «τελετουργική», «συμβολική», και «υπερ-ρεαλιστική» (hyper-real) κινηματογραφική βία1. Η πρώτη αναφέρεται στην τυπική, αναμενόμενη βία που χαρακτηρίζει πολλές ταινίες του Αμερικανικού box office, με πρωταγωνιστές όπως ο Μπρους Γουίλις, ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ και ο Σιλβέστερ Σταλόνε. Συνήθως οι κεντρικοί ήρωες είναι απολύτως σύμφωνοι με τα πρότυπα του ανδρικού σωβινισμού, ενώ το σενάριο της ταινίας είναι υποτυπώδες. Υπάρχει μια καταιγιστική αλληλουχία πλάνων που αποσκοπεί στον στείρο εντυπωσιασμό του θεατή· η βία είναι αυτοσκοπός. Η «συμβολική» κινηματογραφική βία, αντιθέτως, πραγματεύεται υπαρξιακά θέματα και θέτει ερωτήματα σχετικά με τις ανθρώπινες —και συχνά αντιφατικές— επιλογές. Ο τρίτος τύπος, η «υπερ-ρεαλιστική» βία, η οποία χαρακτηρίζει αρκετές ταινίες από το 1990 και μετά, έχει ειρωνικά στοιχεία, έξυπνους διαλόγους και οι πρωταγωνιστές της προέρχονται από ένα χώρο όπου οι ενοχές και οι ηθικές επιταγές έχουν παραγραφεί. Απευθύνεται στα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, και αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που κάνει την «υπερ-ρεαλιστική» βία τόσο τρομακτική, γνώριμη αλλά και μπανάλ. Αρκετές ταινίες του Ταραντίνο έχουν σχέση με αυτή την τελευταία κατηγορία βίας, όπως παραδείγματος χάρη τα Reservoir Dogs και Pulp Fiction, και ως ένα βαθμό και ο Django, το οποίο περιέχει σκηνές βίας που άλλοτε σοκάρουν με τη σκληρότητά τους και άλλοτε αγγίζουν το κωμικό. Παρόλα αυτά, ο Django δεν μπορεί να ταξινομηθεί εύκολα με βάση τον παραπάνω διαχωρισμό, και αυτό διαφαίνεται και από τους δυο άξονες στους οποίους κινήθηκε η συζήτηση για την ταινία. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η βία, αλλά και η αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας του θεσμού της δουλεμπορίας ή, ακόμα καλύτερα, η σχέση μεταξύ των δυο αυτών παραμέτρων που κάνει την ταινία ενδιαφέρουσα. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η συζήτηση γύρω από την ταινία δεν έχει σχέση μόνο με την αναπαραστατική-κινηματογραφική βία, αλλά και με την ιστορικήπολιτική. Καταρχάς, το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο (το 1858, αμέσως πριν από την Αμερικανική Επανάσταση) το οποίο, επιτυχώς ή όχι, καθορίζει τόσο τη δράση, όσο και τους χαρακτήρες. Αντίθετα με το Kill Bill, που κατά βάθος είναι μια κλασική ταινία προσωπικής εκδίκησης, ο Django θέτει πολύ πιο άμεσα το
ζήτημα της εκδίκησης ως πολιτική πράξη. Η μαρξιστική Αριστερά καταδικάζει τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του Ταραντίνο λόγω της αποτυχίας του να επικρίνει το καθεστώς της δουλεμπορίας που επικρατούσε εκείνη τη χρονική περίοδο, ελλείψει κατανόησης των παραγωγικών σχέσεων που το διέπουν και, φυσικά, ελλείψει επαναστατικής συνείδησης. Η δυνατότητα εκδίκησης ανοίγεται μπροστά του ως συνέπεια του ίδιου του νομικού συστήματος της δουλεμπορίας που προβλέπει την αγορά και επιλεκτική απελευθέρωση σκλάβων από τον κάτοχό τους (στη συγκεκριμένη περίπτωση τον γερμανό κυνηγό κεφαλών, που είναι και ο μόνος χαρακτήρας που είναι συνειδητά αντίθετος με το δουλεμπόριο). Όλη η ύπαρξη και οι πράξεις του Τζάνγκο υποκινούνται από τον έρωτά του για τη γυναίκα του, Μπρουμίλντα. Δικαιολογημένος από τη σεναριακή πλοκή, αλλά όχι και ηθικό-πολιτικά, δε σώζει έναν άλλο σκλάβο από τη βάρβαρη τιμωρία του ιδιοκτήτη της φυτείας (Κάντυ), που στέλνει τα σκυλιά του να τον κατασπαράξουν, και αδιαφορεί για τους λιγοστούς σκλάβους που απελευθερώνονται, ως συνέπεια των πράξεών του, προς το τέλος του έργου. Όπως και ο πρωταγωνιστής του, έτσι και ο Ταραντίνο φαίνεται να μην μπορεί να επεξεργαστεί την «αντικειμενική» βία του συστήματος, το οποίο μέσα στη διήγηση παρουσιάζεται ως τίποτα περισσότερο από μια σειρά σαδιστικών βασανιστηρίων από κακόβουλους, υπερόπτες λευκούς. Η διαφωνία μου, παρ’ όλα αυτά, έχει να κάνει λιγότερο με τη μαρξιστική επιχειρηματολογία εν γένει και περισσότερο με την αδυναμία αυτής της ανάλυσης να κατανοήσει την ικανοποίηση που λαμβάνει ο θεατής από τη συγκεκριμένη ταινία. Η επιθυμία για μια «άλλη» ταινία συσκοτίζει την αιτία της ευφορίας που φέρνει η εκδίκηση του Τζάνγκο στο κοινό (ή σε μέρος αυτού). Ας μείνουμε λοιπόν στο διαχωρισμό «υποκειμενικής» (ατομικής ή μαζικής) και «αντικειμενικής» (συστημικής, ανώνυμης) βίας και στη σχέση μεταξύ των δύο. Καθώς η «αντικειμενική», συστημική βία γίνεται ολοένα και πιο ορατή στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες (η οικονομική κρίση έχει συμβάλει ιδαίτερα σ’ αυτό), τόσο οι «υποκειμενικές», κυρίως αντισυστημικές πράξεις βίας καταδικάζονται με περισσότερο μένος από ποτέ. Και μέσα σε αυτό το κομφούζιο, διαφορετικές πράξεις βίας συχνά καταδικάζονται ως ταυτόσημες (η γνωστή θέση του συμψηφισμού των άκρων). Μπορούμε να μιλήσουμε για μια άλλη βία, η οποία δικαιολογεί το αίσθημα ικανοποίησης και εφορίας που προκαλεί η θεαματική αιματοχυσία του επιλόγου και η ολοκλήρωση της εκδίκησης του Τζάνγκο; Μια πιθανή απάντηση είναι ότι μέσω της εκδίκησης ο Τζάνγκο επιτέλους κερδίζει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, τον έλεγχο της ύπαρξης του, έναν έλεγχο που ο θεατής μάταια προσπαθεί να ανακτήσει και στη δική του προσωπική ζωή (δυστυχώς, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί και για την Mπρουμίλντα, η οποία πολύ πιθανόν θα συνεχίσει να καταλαμβάνει θέση αντικειμένου στην καινούργια ζωή που της υπόσχεται ο Τζάνγκο). Ίσως όμως αυτή η ικανοποίηση να είναι συνδεδεμένη και με πιο συλλογικά φαινόμενα ιστορικο-πολιτικής βίας που δεν φαίνεται να προβάλλουν συγκεκριμένες προτάσεις και στόχους (από τις ταραχές στα προάστια του Παρισιού το 2005 ως το Λονδίνο το 2011). Ο πρωταγωνιστής (-ές), ο αποκλεισμένος (-οι) από το κοινωνικό σύνολο, τυφλά και με πρωτοφανές μένος καταστρέφει. Και καταστρέφοντας επιβάλλει μια άμεση δικαιοσύνη που, όπως επιχειρηματολογεί η μαρξιστική πλευρά, δεν φαίνεται, τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση, να έχει πρόταση σε σχέση με την εγκαθίδρυση ενός νέου πολιτικό-νομικού συστήματος. Το θέμα της πολιτικής βίας σίγουρα δεν μπορεί να εξαντληθεί με βάση το Django. Αρκεί, νομίζω, να αποδεχτούμε ότι η ταινία προκαλεί ένα είδος ικανοποίησης που δύσκολα εντάσσεται στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.
1 Οι κατηγορίες κινηματογραφικής βίας από το άρθρο του Henry A.
Η Μαρίνα Πρεντουλή διδάσκει πολιτικές επιστήμες και πολιτική επικοινωνιολογία στο University of East Anglia.
Giroux, «Pulp Fiction and the Culture of Violence», Harvard Educational Review (καλοκαίρι 1995).
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 IOYΛIOY 2013
31
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Τραβέρσο στην κρίση
Η ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΣΑΚΚΑ
Το αυτονόητο που δεν ήταν πια αυτονόητο
Ήταν ωραία την Τρίτη στην παρουσίαση του βιβλίου του Δ. Χριστόπουλου «Στο ρίσκο της κρίσης. Στρατηγικές της Αριστεράς των δικαιωμάτων» που οργάνωσαν οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια και ο ραδιοσταθμός «Στο Κόκκινο» (ομιλητές: Στέλιος Κούλογλου, Αντώνης Λιάκος, Νίκος Μουζέλης, Αγγέλικα Ψαρρά· συντονιστής Κώστας Αρβανίτης). Όχι μόνο επειδή είναι ωραίος ο κήπος του Συλλόγου των Αρχαιολόγων, όπου έγινε η παρουσίαση, αλλά επειδή το βιβλίο, οι ομιλητές και ο κόσμος που συνέρρευσε, μας έδειξαν πώς, στο σκληρό έδαφος της κρίσης, της διάλυσης της κοινωνίας και της δημοκρατίας, μπορεί να ανθεί η σκέψη και η κριτική. Δημοσιεύουμε την αντιφώνηση του συγγραφέα.
TOY ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΦΙΔΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Προσπαθώ να βρω μία λέξη που να εκφράζει τα συναισθήματά μου. Μία λέξη. Και η λέξη αυτή είναι: προσβολή. Προσβολή όταν ακούω τον πρωθυπουργό να λέει ότι «τα μεγαλύτερα λάθη δεν έγιναν εκείνους που κυβέρνησαν, αλλά όσους δεν κυβέρνησαν». Προσβολή όταν ο φανατικότερος πολέμιος της ιδέας τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα να έχουν αξίωση στην ελληνική ιθαγένεια πανηγυρίζει για τον έλληνα NBAer και του χαρίζει την εικόνα της Παναγίας. Προσβολή όταν σε ένα βράδυ κατεβάζουν τον διακόπτη της δημόσιας τηλεόρασης και για τρεις βδομάδες δεν εκτελείται η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, στέλνοντας το μήνυμα σε μια κοινωνία που βράζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται μόνο όταν μας συμφέρουν. Προσβολή όταν η απόλυση των εργαζομένων της ΕΡΤ τους στέλνεται σε φωτοτυπία, χωρίς καν τη σφραγίδα του κράτους. Προσβολή όταν ένας άνθρωπος κρατείται χωρίς δίκη πάνω από 30 μήνες, ευτελίζοντας Σύνταγμα και νόμους. Πολλές προσβολές, που προκαλούν τη νοημοσύνη και το θυμικό του πολίτη. Μας θυμώνουν. Κι όταν θυμώνουμε δεν σκεφτόμαστε ψύχραιμα και, κυρίως, αυτοκριτικά. Και αυτό δεν βοηθάει τη δημιουργία. Διότι σήμερα χρειαζόμαστε το ένα χέρι για την ανάσχεση, και το άλλο για τον νέο κόσμο που θέλουμε να ζωγραφίσουμε μετά την καταστροφή. Και αυτό χρειάζεται καθαρό μυαλό, ενώ αυτοί που μας κυβερνάν κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να μας το θολώσουν. Πριν δύο χρόνια, όταν ακόμη η καταστροφή ήταν στην αρχή της, ο βασικός μηχανισμός ιδεολογικής πλαισίωσης του εγχειρήματος ήταν «η ελληνική ιδιαιτερότητα». Σήμερα, κανείς δεν τολμά να μιλήσει για ελληνική ιδιαιτερότητα σε μια Νότια Ευρώπη που κλυδωνίζεται και μια Εγγύς Ανατολή που φλέγεται. Υπάρχει όμως ιδιαιτερότητα: μια χώρα που ανήκει ταυτόχρονα στην κληρονομιά αυτού που κάποτε ονομάστηκε «Ανατολικό Ζήτημα» και στη Νότια Ευρώπη, και σήμερα αποτελεί εμπροσθοφυλακή του νεοφιλελεύθερου πειράματος. Αυτή είναι η ελληνική ιδιαιτερότητα. Όχι τόσο καθαυτή η λιτότητα και η ανατροφοδοτούμενη ύφεση. Αυτή είναι η κοινή, copy-paste, συνταγή για όλους. Η πρώτη όψη της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» είναι η ταχύτητα με την οποία υλοποιείται το εγχείρημα: μιλάμε πλέον για δίνη. Η δεύτερη είναι η μεγαλύτερη, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, ένταση των αρνητικών στερεοτύπων για την Ελλάδα στη Βόρεια Ευρώπη, που πλαισίωσε επικοινωνιακά και δικαιολόγησε ηθικά την καταστροφή. Τώρα κάποιοι κοιτάνε αμήχανα την τερατογένεση που προκάλεσαν· ας πρόσεχαν όμως, κάποιοι άλλοι προειδοποιούσαν εξαρχής. Η τρίτη ιδιαιτερότητα —και ίσως πιο σημαντική— είναι η διαίρεση του ελληνικού πολιτικού σώματος. Από τη μια η Αριστερά σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης —μόνη στην Ευρώπη—, από την άλλη η ανάδυση των πιο τοξικών ιδεολογιών της Ακροδεξιάς που ενδημούν σε ένα μείζον τμήμα του ελληνικού πολιτικού σώματος, και όχι μόνο μέσα στο νεοναζιστικό κόμμα. Η μετακύλιση του εκφυλισμού από το επίπεδο της οικονομίας σε αυτό του πολιτεύματος είναι, κατά την εκτίμησή μου, το βασικό χαρακτηριστικό της δεύτερης φάσης της νεοφιλελεύθερης μετάβασης που, όπως έγραφαν ανέκαθεν οι θεωρητικοί των μεταβάσεων, είναι αυτή της εδραίωσης. Οι θεωρητικοί αυτοί επεξεργάστηκαν τις μεταβάσεις προς τη δημοκρατία και τον καπιταλισμό· σήμερα όμως, στο όνομα αυτής της αναδιάρθρωσης, έχουμε μετάβαση από τη δημοκρατία. Πριν λίγες μέρες, στη Βαρκελώνη, είχα μια ωραία συζήτηση με τον
Ανρί Ματίς, «Κόκκινος χορευτής», 1938 Aryeh Neyer, πρώην διευθυντή των πιο σημαντικών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αμερική, του Human Rights Watch και του Association for Civil Liberties, ήδη από τη δεκαετία του ’70 και κατόπιν πρόεδρο του Open Society Institute. Μου είπε επί λέξει: «Κάναμε λάθος. Νομίσαμε, και το θεωρητικοποιήσαμε, ότι η καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη θα φέρνει πάντα ανθρώπινα δικαιώματα και κράτος δικαίου. Αντιμετωπίσαμε τις λατινοαμερικάνικες χούντες ως εξαίρεση. Η Κίνα μας δείχνει ότι κάναμε λάθος εξαρχής. Και ο τρόπος με τον οποίο πορεύεται σήμερα η Ευρώπη μας το δείχνει ακόμη πιο περίτρανα. Η δημοκρατία κινδυνεύει». Ένας Αμερικανός φιλελεύθερος βετεράνος, ορκισμένος εχθρός των σοσιαλιστικών ιδεών, κατάλαβε, έστω κατόπιν εορτής, κάτι που ακόμη παλεύουμε να δείξουμε εδώ: η λιτότητα στην κοινωνία φέρνει λιτότητα στη δημοκρατία. Μπορεί να φαίνεται σαν μια ακόμη ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά δεν είναι. Για τον λόγο αυτό, στις αρχές του 21ου αιώνα, το ιστορικό βάρος που έτυχε στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο από τα κυβικά της. Όπως το βάρος που της έτυχε, δυστυχώς, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Από την αρχή των Μνημονίων, η λογική των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν «πάμε με τον άνεμο, κερδίζοντας χρόνο». Η στρατηγική αποδείχθηκε καταστροφική. Κανένας καπετάνιος στον καιρό δεν πάει πρίμα. Πάει αργά, λοξά, κόντρα στον καιρό. Ούτε νταϊλίκια, απερισκεψίες και στραβοτιμονιές, διότι διαλύεσαι —αυτό το λέω κοιτώντας αριστερά-, ούτε όμως «με τον καιρό». Διότι ο καιρός σε πνίγει. Αυτό είναι το τραβέρσο: «η θέση του πλοίου κατά την οποία πλέει με μειωμένη ταχύτητα, καθώς δέχεται τον άνεμο ή το κύμα μπροστά λοξά». Το τραβέρσο μπορεί να σώσει. Όχι σίγουρα, αλλά πιθανώς. Χωρίς τραβέρσο όμως πνιγόμαστε με βεβαιότητα. Κάποιοι ήδη έχουν πνιγεί. Όπως εδώ. Για ένα τέτοιο τραβέρσο επιχειρηματολογεί το βιβλίο. Αυτό χρειάζεται ιδέες και δύναμη. Σας ευχαριστώ που με τιμήσατε, όλες και όλοι σας.
Ανακούφιση είναι η λέξη που περιγράφει καλύτερα το συναίσθημα για την απόφαση της αποφυλάκισης Σακκά. Επειδή ένας νέος άνθρωπος που διεκδικούσε το δίκιο του δεν οδηγήθηκε στην εξόντωση, επειδή —έστω με μεγάλη καθυστέρηση— έγινε ό,τι επιτάσσει το Σύνταγμα, επειδή, τέλος, δεν επικράτησαν οι πιο ζοφερές σκέψεις που υπήρχαν σε κομμάτι της κυβέρνησης. Τέλος καλό, όλα καλά; Όχι ακριβώς. Η απόφαση της Πέμπτης δεν «σβήνει» το ότι ο Σακκάς κρατήθηκε, παράνομα και αντισυνταγματικά, πολύ πέρα από το ανώτατο συνταγματικό όριο κράτησης. Επίσης, ότι ο Γ. Τσάκαλος κρατείται για 32 μήνες. Τέλος, τα 30.000 ευρώ εγγύηση που επιβλήθηκε είναι δυσανάλογη και εκδικητική — παρεμπιπτόντως, δεν είναι, βέβαια, προσωπικό, θέμα του Σακκά να μαζευτούν αυτά τα χρήματα. Ας δώσουν 30.000 άνθρωποι από ένα ευρώ ο καθένας — ήδη στην Κατάληψη του Βοξ υπάρχει ένα κουτί. Γιατί ο Σακκάς, μέσα από όλα όσα προηγήθηκαν, αποτελεί σήμερα σύμβολο του αγώνα για το δίκιο και την αξιοπρέπεια, ενάντια στην αυθαιρεσία. Η αποφυλάκιση αποτελεί νίκη. Ποιανού όμως; Του ίδιου του Σακκά, πρώτα πρώτα, και του κινήματος αλληλεγγύης. Πολύ θα θέλαμε να πούμε και της δημοκρατίας, αλλά δεν μπορούμε, όταν χρειάστηκε τόσος χρόνος και μόχθος για το αυτονόητο. Μια νίκη του αυτονόητου λοιπόν; Ναι, μόνο που πια δεν ήταν αυτονόητο. Χρειάστηκαν να αγωνιστούν πολλοί γι’ αυτή τη νίκη. Ο ίδιος ο απεργός πείνας, μα και πολλοί άλλοι: όσοι οργάνωσαν και μετείχαν στις πορείες διαμαρτυρίας, σωματεία και δημοσιογράφοι που συμπαραστάθηκαν, η ΕλΕΔΑ και η ΚΕΔΔΕ, οι διαδηλωτές στην Ακρόπολη και ο κόσμος έξω από το νοσοκομείο, γιατροί, όσοι θα άρχιζαν απεργία πείνας συμπαράστασης, δυνάμεις του αντιεξουσιαστικού χώρου και της Αριστεράς (πρωτίστως, απ’ την Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Άνθρωποι που ένιωσαν αλληλεγγύη σ’ έναν άνθρωπο που έθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο, ασπίδα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του, άνθρωποι προσβεβλημένοι ή και θορυβημένοι απ’ την αδικία της κατάφωρα παράνομης μεταχείρισης. Αναρχικοί, αριστεροί, αλλά και φιλελεύθεροι (όπως η Φιλελεύθερη Συμμαχία ή ο Σταύρος Τσακυράκης με το άρθρο του στα Νέα). Ας μην κάνουμε δίκη προθέσεων, ας μη μετρήσουμε το γιατί, πώς, πότε και πόσο. Ο καθένας, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, με τον τρόπο τους, πάλεψαν για το αυτονόητο. Και το δίκιο.
Ο Γιάννης Σταφίδας είναι μεσαιωνολόγος
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 IOYΛIOY 2013
32
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΗΣ «ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡ
Η Θεολογία της Απελευθέρωσης στη Λατιν ΤΟΥ ΜΙΚΑΕΛ ΛΕΒΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Το τελευταίο διάστημα έχει επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στην Αριστερά και τη θεολογία ή την Εκκλησία. Ωστόσο, από τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα που δημοσιεύονται, απουσιάζει συνήθως η αναφορά στην εμπειρία της πιο σημαντικής και γόνιμης συνάντησης μεταξύ Αριστεράς και χριστιανισμού, όπως εκφράστηκε στο ρεύμα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, ειδικά στη Λατινική Αμερική, και η οποία προήλθε από μια πραγματική ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων και ανθρώπων πιστών στον χριστιανισμό και από τη μετακίνησή τους προς το χώρο της Αριστεράς. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης είναι ένα σώμα κειμένων που αποτελεί τη θεωρητική έκφραση ενός ευρύτατου κινήματος το οποίο εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, πολύ πριν γραφτούν τα βασικά κείμενα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, και το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί Χριστιανισμός της Απελευθέρωσης — ένα κίνημα που περιλαμβάνει κοινότητες βάσης, λαϊκές (αγροτικές, εργατικές, ιθαγενικές) θρησκευτικές ομάδες, κινήματα γειτονιάς και ακτημόνων κ.λπ. Αν θέλαμε να επιλέξουμε ένα χαρακτηριστικό της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, αυτό θα ήταν η ταξική επιλογή, η ταξική μεροληψία υπέρ των φτωχών. Η κρίσιμη διαφορά με τη φιλεύσπλαχνη φιλανθρωπία της επίσημης Εκκλησίας είναι ότι για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης οι φτωχοί δεν νοούνται ως αντικείμενα (βοήθειας, συμπόνιας, ελεημοσύνης) αλλά ως δρώντα υποκείμενα της ιστορίας τους, ως δρώντα υποκείμενα της απελευθέρωσής τους. Το κίνημα του Χριστιανισμού της Απελευθέρωσης εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Βραζιλία, όταν αρχίζει να διατυπώνεται μια ριζοσπαστική πρόταση στο όνομα του χριστιανισμού για τον μετασχηματισμό της Λατινικής Αμερικής. Εκείνα τα χρόνια, στη Λατινική Αμερική υπήρχαν κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες που συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του ρεύματος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Η όξυνση της φτώχιας, του αποκλεισμού και της εξαθλίωσης σε ολόκληρη την ήπειρο, από τη μια πλευρά, και η σκληρή καταστολή από τα καθεστώτα της εποχής, από την άλλη, οδηγούσαν σε αύξηση της ριζοσπαστικοποίησης, η οποία όμως δεν είχε διαύλους και δυνατότητες να εκφραστεί, καθώς η πλειονότητα των πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων ήταν στην παρανομία ή σε καθεστώς διώξεων. Επιπλέον, σημαντικός ήταν ο αντίκτυπος της Κουβανέζικης Επανάστασης και των αντάρτικων κινημάτων. Όλα αυτά συνέκλιναν σε μια μεγάλη ριζοσπαστικοποίηση κοινωνικών στρωμάτων και στη διοχέτευση των διαμαρτυριών μέσω των εκκλησιαστικών κοινοτήτων βάσης. Στη Βραζιλία, η «Εκκλησία των φτωχών» φαίνεται στα μάτια της δικτατορίας ως ο βασικός της αντίπαλος. Στο κλίμα ανανέωσης που κυριαρχούσε μετά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965), συνήλθε στο Μεντεγίν της Κολομβίας η Σύ-
Ένα παράδειγμα γόνιμης συνάντησης Αριστεράς και χριστιανισμού νοδος των Επισκόπων της Λατινικής Αμερικής, τον Αύγουστο του 1968, τα τελικά κείμενα της οποίας αποτελούν πραγματική τομή, καθώς στην ουσία θεμελιώνουν όλη την αντίληψη της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Για πρώτη φορά δεν καταγγέλλονται απλώς οι δομικές αιτίες της αδικίας και της παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς και η «θεσμοποιημένη βία», αλλά επιπλέον αναγνωρίζεται η νομιμότητα της εξέγερσης για την απελευθέρωση από κάθε είδους δουλεία και τονίζεται ο ρόλος των λαϊκών στην Εκκλησία. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, το βιβλίο του Περουβιανού ιησουίτη Γκουστάβο Γκουτιέρες με τίτλο Θεολογία της Απελευθέρωσης [ελλ. έκδοση: μτφ. Κ. Παλαιολόγος, επιμ. Θ. Δρίτσας, εκδ. Άρτος Ζωής 2012], το 1972, ήρθε να θέσει τον θεωρητικό θεμέλιο λίθο που έλειπε. Νωρίτερα, το 1964, είχε πραγματοποιηθεί στο Ρίο ντε Τζανέιρο μια συνάντηση λατινοαμερικάνων θεολόγων, με επικεφαλής τον Γκουστάβο Γκουτιέρες, στην οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά η σύγκλιση χριστιανισμού και μαρξισμού. Ο προβληματισμός θα μπορούσε να συνοψιστεί στη διαπίστωση του βραζιλιάνου καρδινάλιου Ελντέρ Καμάρα: «όσο έλεγα πως έπρεπε να βοηθάμε τους φτωχούς, με θεωρούσαν άγιο· όταν ρώτησα γιατί υπήρχαν τόσοι φτωχοί, με αντιμετώπισαν ως κομμουνιστή». Στην ανάπτυξη αυτού του κινήματος, εμβληματική υπήρξε η φιγούρα του ιερέα-αντάρτη Καμίλο Τόρες, στην Κολομβία, που σκοτώθηκε σε μάχη στις 15 Φεβρουαρίου 1966. Ο Καμίλο Τόρες, αφού αγωνίστηκε για χρόνια στην οργάνωση του μαχητικού λαϊκού κινήματος της εποχής, εντάχθηκε στις γραμμές του «γκεβαρικού» αντάρτικου του ELN (Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης), για να σκοτωθεί μετά από λίγο σε σύγκρουση με τις δυνάμεις του στρατού. Η σορός του θάφτηκε σε σημείο που παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα. Για την πολιτική σκέψη του Καμίλο, η δη-
μιουργία μιας δίκαιης κοινωνίας σήμαινε μια εκ βάθρων επανάσταση που δεν θα ήταν απλώς υπέρ των φτωχών αλλά και κατά των πλουσίων και των εκμεταλλευτών, από τους οποίους θα αφαιρούσε τον πλούτο και την εξουσία τους. Σε αυτόν τον αγώνα κατά της ολιγαρχίας (και του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ), οι χριστιανοί, σύμφωνα με την αντίληψη του Καμίλο, δεν δικαιούνται αλλά υποχρεούνται να συμμετέχουν: «το καθήκον κάθε χριστιανού είναι να είναι επαναστάτης, και το καθήκον κάθε επαναστάτη είναι να κάνει την επανάσταση». Ή, όπως λέει σε μια συνέντευξή του το 1965, «ο καθολικός που δεν είναι επαναστάτης και δεν είναι με τους επαναστάτες διαπράττει θανάσιμο αμάρτημα». Με αυτή την έννοια, «οι μαρξιστές αγωνίζονται για μια νέα κοινωνία κι εμείς, οι χριστιανοί, οφείλουμε να αγωνιζόμαστε στο πλευρό τους». Το παράδειγμα του Καμίλο ακολούθησαν και άλλοι ιερείς, όπως ο Δομίνγκο Λαΐν και ο Μανουέλ Πέρες, που επίσης πολέμησαν στις γραμμές του ELN — ο δεύτερος μάλιστα έφτασε και στην ηγεσία του. Στη Χιλή, για παράδειγμα, οι «Ιερείς για τον Σοσιαλισμό» στήριξαν την άνοδο του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Ήδη, όμως, έχει αρχίσει η αντεπίθεση. Η έκθεση του Ν. Ροκφέλερ προς τον πρόεδρο Νίξον, το 1969, που αναφέρει ότι «αν υλοποιηθούν οι αποφάσεις του Μεντεγίν κινδυνεύουν τα συμφέροντά μας», κινείται παράλληλα με την απόφαση των ΗΠΑ και της CIA για συστηματική επέμβαση κατά του κινήματος του Χριστιανισμού της Απελευθέρωσης. Ένα από τα ντοκουμέντα της Σάντα Φε, που συντάσσονται τη δεκαετία του 1980 από συμβούλους της κυβέρνησης των ΗΠΑ και σκιαγραφούν την πολιτική προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, λέει με σαφήνεια ότι «η Θεολογία της Απελευθέρωσης πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πολιτικό δόγμα μεταμφιεσμένο σε θρησκευτική πίστη, με περιεχόμενο ενάντια στον πάπα και ενάντια στην ελευθε-
ρία των επιχειρήσεων». Ήδη η βία κατά των χριστιανικών κοινοτήτων είναι πλέον συστηματική σε πολλές χώρες όπως η Αργεντινή (είναι η εποχή της δικτατορίας), στη Βραζιλία (όπου οι Εκκλησιαστικές Κοινότητες Βάσης συγκέντρωναν πάνω από 3 εκατομμύρια άτομα), στη Βολιβία κ.α. Στο Ελ Σαλβαδόρ, τον Μάρτιο του 1980, δολοφονείται ο επίσκοπος Όσκαρ Ρομέρο, την ώρα της λειτουργίας, ενώ τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς βιάζονται και δολοφονούνται από μέλη της Εθνικής Φρουράς τέσσερις καλόγριες. Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή Ρίγκαν, στην εποχή της Νέας Θρησκευτικής Δεξιάς. Ταυτόχρονα, από το 1978 έχει αρχίσει η μαύρη εποχή για κάθε ριζοσπαστική λογική εντός της καθολικής Εκκλησίας, η εποχή ΒοϊτίλαΡάτσινγκερ. Τη στιγμή που η εκκλησιαστική ιεραρχία τιμωρούσε όσους υποστήριζαν τις θέσεις της Θεολογίας της Απελευθέρωσης (τον Λεονάρντο Μποφ ή τον Φερνάντο Καρδενάλ, που εκδιώχθηκε από το τάγμα των Ιησουιτών επειδή ήταν υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση των Σαντινίστας), επιδοκίμαζε επισκόπους που ευλογούσαν ως «ανθρώπινο δικαίωμα» την εξέγερση των ακροδεξιών Κόντρας στη Νικαράγουα. Όταν ιδρύεται το Ινστιτούτο για τη Θρησκεία και τη Δημοκρατία, ο Μιγκέλ Ντ’ Εσκότο, υπουργός Εξωτερικών της σαντινιστικής κυβέρνησης, υποστηρίζει καθαρά πως «το ΙΘΔ είναι προφανώς οργάνωση-βιτρίνα της CIA». Τον Απρίλιο του 1982 πραγματοποιήθηκε στο Σαντιάγο (παρά την αντίθεση των χιλιανών επισκόπων) διεθνής συνδιάσκεψη των Χριστιανών για το Σοσιαλισμό, με συμμετοχή περίπου 400 ατόμων, ενώ το παρών έδωσε και ο Γκουστάβο Γκουτιέρες. Το τελικό ντοκουμέντο, με ορολογία καθαρά μαρξιστική, κατάγγελλε τη χρήση του χριστιανισμού για τη δικαιολόγηση του καπιταλισμού, ενώ έκλεινε με λόγια του Τσε Γκεβάρα. Όταν, μετά την πτώση του Τείχους και την εκλογική ήττα των Σαντινίστας, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ (Βοϊτίλα) διακήρυξε περιχαρής το θάνατο της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, η απάντηση ήρθε από τον Γκουστάβο Γκουτιέρες, το 1993, που δήλωσε ότι η κατάρρευση του υπαρκτού «είναι σημαντικό γεγονός αλλά δεν αλλάζει ριζικά τις απόψεις της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, επειδή αυτή αφορμάται από την κατάσταση φτώχιας
Τοιχογραφία του Cerrero Barredo (του κατεξοχήν ζωγράφου της θεολογίας της απελευθέρωσης), στον καθεδρικό ναό της πόλης Sao Felix do Araguaia (Βραζιλία)
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 IOYΛIOY 2013
41
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΡΩΣΗΣ» ΤΟΥ ΓΚ. ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΣ
νική Αμερική
Alfredo Rostgaard, « Ο Χριστός αντάρτης», 1969
της τεράστιας πλειονότητας του λατινοαμερικάνικου πληθυσμού». Στο μεταξύ, το 1985, το Βατικανό (διά του —μετέπειτα πάπα— Ράτσινγκερ) είχε καταδικάσει τη Θεολογία της Απελευθέρωσης ως αίρεση. Παρ’ όλα αυτά, το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης εξακολουθεί να έχει βαθιές ρίζες στα κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Στη Βραζιλία, αγωνιστές αυτού του κινήματος έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση του Κόμματος των Εργαζομένων αλλά και του Κινήματος των Χωρίς Γη (MST). Το ίδιο συμβαίνει και στους Σαντινίστας, στη Νικαράγουα, και στο Μέτωπο Φαραμπούντο Μαρτί, στο Ελ Σαλβαδόρ· σύμφωνα με τα Wikileaks, τηλεγράφημα από την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Σαν Σαλβαδόρ υποστηρίζει ότι «το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης βοήθησε σε σημαντικό βαθμό τις προσπάθειες [τον αγώνα του Μετώπου Φαραμπούντο Μαρτί κατά τον εμφύλιο]». Το 1989 δολοφονήθηκαν στο Ελ Σαλβαδόρ έξι ιησουίτες από το στρατό. Στη Γουατεμάλα δολοφονείται το 1998 ο υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων επίσκοπος Χεράρδι. Στην Τσιάπας του Μεξικού, η πολύχρονη δουλειά του («κόκκινου») επισκόπου Σαμουέλ Ρουίς οδήγησε στην οργάνωση 2.600 κοινοτήτων βάσης, με 7.800 ιθαγενείς κατηχητές, που δημιούργησαν ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον όταν συγκροτήθηκαν οι Ζαπατίστας και ο ζαπατιστικός στρατός, ο EZLN, παρά την αντίθεση του Ρουίς στην επιλογή των όπλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους Ζαπατίστας υπάρχουν πολλοί μαχητές που προέρχονται από τις χριστιανικές κοινότητες βάσης. Στο Εκουαδόρ, ο «επίσκοπος των Ινδιάνων» Λεόνιντας Προάνο μιλούσε σαφώς για απόρριψη του καπιταλιστικού μοντέλου. Η οργάνωση των κοινοτήτων βάσης στις ιθαγενικές κοινότητες συνέβαλε στη συγκρότηση της CΟΝΑΙΕ, της κινηματικής ιθαγενικής ομοσπονδίας του Εκουαδόρ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εξέγερση των αγροτών και των ιθαγενών, το 1994, ενάντια στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης για τη γη (εξέγερση που είχε τη στήριξη και του Βίκτορ
Κοράλ, διαδόχου του Προάνο), ο στρατός έκλεινε τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Εκκλησίας, στην προσπάθειά του να καταστείλει την εξέγερση. Με τη Θεολογία της Απελευθέρωσης συνδεόταν και ο Φερνάντο Λούγο, πρόσφατος πρόεδρος της Παραγουάης μέχρι να ανατραπεί από το «συνταγματικό πραξικόπημα» της Δεξιάς. Τέλος, αγωνιστές του κινήματος αυτού είχαν σημαντική συμμετοχή και στην οργάνωση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ. Από την άλλη πλευρά, όπως αποκαλύπτουν και τα Wikileaks, η Θεολογία της Απελευθέρωσης εξακολουθεί να βρίσκεται στο στόχαστρο των ΗΠΑ και του Βατικανού. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης με τα χρόνια επέκτεινε το πεδίο ενασχόλησής της και πέρα από το ταξικό, διευρύνοντας την έννοια του «φτωχού» για να συμπεριλάβει ιθαγενείς, μαύρους, γυναίκες. Στο έδαφός της αναπτύχθηκε η «μαύρη θεολογία», η «φεμινιστική θεολογία», η «ιθαγενική θεολογία». Επιπλέον, ασχολήθηκε με ζητήματα όπως η οικολογία, ενώ αναπτύχθηκε επίσης και μια «οικονομική θεολογία», εμπνευσμένη από τον Μαρξ και την Παλαιά Διαθήκη. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης είναι ταυτόχρονα μια θρησκευτική, ηθική και κοινωνική διαμαρτυρία ενάντια στην αδικία και ένα κάλεσμα για ριζική κοινωνική αλλαγή. Υπήρξε μια αδυσώπητη πολιτικοκοινωνική και ηθική αμφισβήτηση του καπιταλισμού, χρησιμοποιώντας αφενός τα μαρξιστικά εργαλεία και αφετέρου μια νέα, ριζοσπαστική ανάγνωση της Βίβλου ως παραδείγματος του αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση. Ως εκ τούτου, για τους εκπροσώπους της καθεστηκυίας τάξης (κοινωνικοπολιτικής και εκκλησιαστικής) αποτέλεσε μια έμπρακτη αμφισβήτηση της εξουσίας τους. Σύμφωνα με τον ουρουγουανό δημοσιογράφο Ραούλ Σιμπέτσι, τέσσερα μεγάλα ρεύματα είναι αυτά που αποτελούν τους πυλώνες του λαϊκού κινήματος στη Λατινική Αμερική: οι κοινότητες της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, η ιθαγενική αντίσταση, ο γκεβαρισμός και η λαϊκή εκπαίδευση. Στη Λατινική Αμερική η Θεολογία της Απελευθέρωσης υπήρξε έκφανση ενός ευρύτερου ρεύματος: της ανάδυσης των αποκλεισμένων στο προσκήνιο. Αποτελεί, έτσι, ένα παράδειγμα γόνιμης συνάντησης Αριστεράς-χριστιανισμού σε κινηματικό αλλά και σε θεωρητικό επίπεδο, που προέκυψε από τη θεωρητική και πολιτική ριζοσπαστικοποίηση ενός κομματιού χριστιανών που κινήθηκε προς τα αριστερά, συναντώντας τις δυνάμεις της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς και μετατρεπόμενο σε αναπόσπαστο κομμάτι της. Οπωσδήποτε είναι τεράστια η συζήτηση για το ρόλο της θρησκείας στη Λατινική Αμερική, για τις μορφές εκκοσμίκευσης και νεωτερικότητας που αναπτύχθηκαν στην ήπειρο κ.λπ. Ωστόσο, αν θέλει κανείς να κατανοήσει σε όλη της την έκταση την πολιτική πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής, είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει υπόψη του αυτό το τεράστιο, ριζοσπαστικό —και ηρωικό, πολλές φορές— κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης.
Εμιγκρέδες της Ρουμανίας ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΤΡΙΤΣΗ
Τον τελευταίο καιρό είχε κόλλημα με τα ρουμάνικα. Άκουγε διαρκώς εκείνο το τραγούδι με τους Ρουμάνους που ανεβαίνουν με το ασανσέρ, και χαιρόταν. Στη δουλειά υπήρχαν αρκετοί νεοφερμένοι από τη Ρουμανία. Τη γλώσσα τους δεν την καταλάβαινε. Όταν όμως τους άκουγε να μιλάνε με εκείνους τους τραχείς και ακατέργαστους ήχους, είχε την εντύπωση πως άρχιζε να ζει μέσα στο τραγούδι. Πως ήταν μία από αυτούς. Ένα μεσημέρι ο καινούριος ρουμάνος συνάδελφος μπήκε στο γραφείο της. «Γιατί δεν βγαίνεις ποτέ έξω εσύ; Όλο γράφεις, γράφεις. Και τι γράφεις;», μίλησε αγγλικά. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Καλοσυνάτο πρόσωπο, καθαρό. Τριαντακάτι, γκρι κοστούμι και γαλάζιο πουκάμισο με ένα ανοιχτό κουμπί. Χωρίς γραβάτα. «Καλώστον. Μεσημέριασε. Πάμε να φάμε;», πρότεινε. Χωρίς να απαντήσει στις ερωτήσεις του. «Πάμε», είπε εκείνος και περίμενε. Μπήκαν στο ασανσέρ και μέχρι να φτάσουν δεν μιλούσαν, μόνο κοιτούσαν τα νούμερα που άλλαζαν. Γύρω τους, κάποιοι συνάδελφοι συζητούσαν σε άλλες γλώσσες. «Το ασανσέρ με τους εμιγκρέδες», σκέφτηκε και χαμογέλασε μόνη της. Έφτασαν στην καντίνα και στάθηκαν στην ουρά. Πλήρωσαν και έψαξαν για θέση. Η αίθουσα βούιζε από κουβέντες και μαχαιροπίρουνα που χτύπαγαν στα πιάτα. Κάθισαν αντικριστά, στο βάθος, εκεί που είχε λιγότερο κόσμο. Της είπε για την κόρη του, για το αγγλικό τμήμα που απορροφούσε τα παιδιά των ξένων στο σχολείο, για τα πεθερικά του που «ποτέ δεν μιλάνε στα ίσα» και για τη γυναίκα του, που μεγάλωσε χωρίς σοβαρή κληρονομιά επικοινωνίας όμως την αγαπούσε από μικρός. Φίλους δεν είχαν πολλούς. Ο καιρός που ζούσαν στην Ελλάδα ήταν ελάχιστος. Κοίταξε τα γαλάζια μάτια του πίσω από τα μικρά γυαλιά, το στρογγυλό κοντοκουρεμένο κεφάλι. Στους ώμους του είχε λίγη πιτυρίδα. «Ρουμάνικη πιτυρίδα», σκέφτηκε παρατηρώντας ένα ένα τα λευκά σκονάκια. Τον έβλεπε να σκουπίζεται κάθε τόσο με τη χαρτοπετσέτα και χαιρόταν. Ποτέ της δεν χώνεψε τα λερωμένα στόματα.
Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Μιράντα» (Κέδρος, 2012). Διατηρεί το ιστολόγιο www.thethreewishes.wordpress.com
«Θες καφέ;», τη ρώτησε μετά. Ήθελε. Άφησαν τους δίσκους πάνω στη ρόδα με τα άπλυτα και προχώρησαν. Ανέβηκαν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου με τα πόδια μετρώντας ο καθένας από μέσα του σκαλοπάτια. Στο ταμείο πέρασε μπροστά της και πλήρωσε τους καφέδες. Καμία ρουμάνικη μυρωδιά δεν έφτασε στα ρουθούνια της. Πήραν τα κυπελάκια και κάθισαν. «Πες μου μια λέξη στα ρουμάνικα», του ζήτησε. «Τι θες να μάθεις;».
«Δεν ξέρω… Ο, τι να’ ναι. Πες μου ό, τι σκέφτεσαι πρώτο». «Degete», της είπε τελικά και κοίταξε τα νύχια της. «Τι σημαίνει αυτό;», μάζεψε αυτόματα τα χέρια της από το τραπέζι. «Δάχτυλα», της εξήγησε και στράγγιξε τον καφέ του. Η καρωτίδα του πετάχτηκε μερικά εκατοστά μπροστά στα μάτια της. Εμιγκρέδες της Ρουμανίας, πιθανότητες ευτυχίας. «Πώς σου ήρθε να μου πεις ειδικά αυτή τη λέξη;», τον ρώτησε. Έξω, μακριά, περνούσε ένα αεροπλάνο. Κανένας ήχος δεν έφτανε ως τα αυτιά τους. Μόνο μια λευκή γραμμή χάραζε στα δύο τον ουρανό πάνω από την αμερικάνικη πρεσβεία, και έτσι έκλεινε η εικόνα. «Είδα τα νύχια σου που είναι κόκκινα, και σκέφτηκα αυτό…», είπε ο Ρουμάνος. Γέλασε με μια απλότητα τραχιά και συναρπαστική, κι έπειτα σταμάτησε. Κατέβηκαν τα σκαλιά φλυαρώντας. Στο κατώφλι του γραφείου της κοντοστάθηκε. «Θα ξαναπεράσω να σε πάρω για φαγητό. Αν καταφέρω και σε πείσω να σηκώσεις κεφάλι, δηλαδή…», αστειεύτηκε και έκανε μεταβολή. Τον παρατήρησε να απομακρύνεται στο διάδρομο και προσπάθησε να διακρίνει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ράτσας του στο περπάτημά του. Νόμισε πως βρήκε. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτα. Μετά, μπήκε στο γραφείο της και έβαλε να ακούσει ξανά το τραγούδι της Λένας Πλάτωνος που μιλούσε για κείνους τους ανθρώπους, τους ανώνυμους, που ανεβαίνουν με το ασανσέρ και μιλάνε ρουμάνικα.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 IOYΛIOY 2013
42
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 14 IOYΛIOY 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
43
Ο ΣΚΑΪ, ο Τράγκας και οι κριτικοί Για τη νέα επίθεση, η μεταφυσική θα πρέπει να αισθάνεται περήφανη· τη συγχέουν με τη σκέψη Μαξ Χορκχάιμερ, «Η νεότερη επίθεση κατά της μεταφυσικής»
Σε πολλούς προξένησε ίσως εντύπωση η απόφαση του ΣΚΑΪ να δώσει εβδομαδιαίο τηλεοπτικό βήμα στον Γιώργο Τράγκα. Καθώς το ζήτημα παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον, αξίζει να σταθούμε σ’ αυτό. Ανάμεσα στις πολλές διαφοροποιήσεις εντός του λεγόμενου «αντιμνημονιακού χώρου», μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο διακριτούς πόλους: εκείνον των «ακροδεξιών συνωμοσιολόγων» και εκείνον των «κριτικών». Ο πρώτος πόλος είναι αυτός που εκπροσωπεί εν πολλοίς ο Γ. Τράγκας και οι εκπομπές του. Σκληρά και στείρα αντιμνημονιακός, με έντονο εθνικιστικό περιεχόμενο, λαϊκιστικός, συνθηματολογικός, αστήριχτος και με βασικό χαρακτηριστικό του την ακατάσχετη συνωμοσιολογία. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου (discourse), οι Έλληνες παρουσιάζονται ως ένας περιούσιος λαός, ο οποίος δέχεται επίθεση από ξένες δυνάμεις που ορέγονται την Ιστορία του και τα δήθεν κρυμμένα κοιτάσματα πετρελαίου του, από τοκογλύφους κερδοσκόπους του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (όπως ο Σόρος), από το εγχώριο «δοσίλογο» πολιτικό προσωπικό, τους Εβραίους και φυσικά τους μετανάστες — ενώ συχνά ως βασική αιτία της κατάστασης αναφέρονται οι περίφημοι «αεροψεκασμοί» (μάλιστα, το έναυσμα για να γραφεί αυτό το σχόλιο έδωσε η αφιερωμένη στους υποτιθέμενους αυτούς αεροψεκασμούς εκπομπή του Γ. Τράγκα, στις 9 Ιουνί-
Ο Γιάννης Σκλαβούνος είναι φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ου). Σε πολιτικό επίπεδο, αυτός ο χώρος εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό από τον Πάνο Καμμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, αλλά και τη Χρυσή Αυγή. Στον αντίποδα, υπάρχει ο πόλος των κριτικών. Σε πλήρη αντίθεση με τον προηγούμενο, εδώ εντάσσονται όσοι προσπαθούν να αρθρώσουν έναν κριτικό αριστερό λόγο που θα αντιπαρατεθεί στις ασκούμενες πολιτικές με τελείως διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό τον λόγο (discourse), το κύριο διακύβευμα είναι η δημοκρατία: Λαμβάνοντας θέση και έχοντας ένα συγκεκριμένο χειραφετητικό ενδιαφέρον/συμφέρον, στέκεται απέναντι στην υποχώρηση της πολιτικής και την αντικατάστασή της από την τεχνοκρατική επιτελεστική διαχείριση, απορρίπτει τις ερμηνείες που θέλουν για όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα να φταίνε συλλήβδην οι Έλληνες και η «αμαρτωλή μεταπολίτευση», προσπαθεί να προασπίσει το δημοκρατικό και κοινωνικό κεκτημένο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, αντιπαρατίθεται σε έναν ολοκληρωτικό λόγο που φετιχοποιεί τα δεδομένα και κηρύττει πως «τα πράγματα έχουν έτσι και δεν μπορούν να έχουν αλλιώς», αποδομεί τα επιβαλλόμενα διλήμματα καταδεικνύοντας τη γενεαλογία τους και πολεμά τον φασισμό συνειδητοποιώντας τι πραγματικά τον γέννησε. Το υποκείμενο που φέρει αυτόν το λόγο είναι —και θέλει να παραμείνει— διαλεκτικά κριτικό και διατηρεί το δικαίωμα στη φαντασία του εναλλακτικού απέναντι στους κοινωνικά και πολιτικά κατασκευασμένους μονόδρομους και αδιέξοδα. Παρ’ όλα αυτά, οι κρίσιμες αυτές διαφοροποιήσεις δεν αναγνωρίζονται από τον κυρίαρχο λόγο περί «εξευρωπαϊσμού» και «εξορθολογισμού». Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Στις μεταψυχροπολεμικές δυτικές κοινωνίες, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», την υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η ιδεολογία θεωρείται πως έχει τελειώσει και
όλοι πια καλούνται να συναινέσουν σε πράγματα που παρουσιάζονται ως τελεσίδικα αποφασισμένα από την Ιστορία. Όποιος δεν συμμορφώνεται καταδικάζεται ως ανεύθυνος, λαϊκιστής και ιδεολογικά αγκυλωμένος χωρίς να εξετάζεται η σκοπιά από την οποία μιλάει και η τοποθέτησή του στον άξονα Δεξιά-Αριστερά. Εξού και η «θεωρία των δύο άκρων», που πρόσφατα έχει γίνει εξαιρετικά δημοφιλής. Σε αυτό το πλαίσιο, πιστεύω, πρέπει να δούμε και τη φιλοξενία του Γ. Τράγκα από τον ΣΚΑΪ, δηλαδή το ιδιωτικό κανάλι που εκφράζει πιο πιστά από κάθε άλλο αυτόν τον «φιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό» λόγο. Η προβολή του Γ. Τράγκα και η ταυτόχρονη αποσιώπηση κάθε κριτικής φωνής μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα της «λογικής της ισοδυναμίας» (όπως την περιέγραψαν οι Μουφ και Λακλάου), όπου δομείται ένα αντικείμενο το οποίο αποτελείται από διαφορετικά αλλά με αυθαίρετο τρόπο εξομοιωμένα μεταξύ τους στοιχεία, τα οποία ορίζονται αρνητικά προς εκείνο στο οποίο αντιπαρατίθενται: στην προκειμένη περίπτωση, στον φιλελεύθερο, υπολογιστικό λόγο περί «εξορθολογισμού» και «μεταρρυθμίσεων». Επιπλέον, αυτή η ταυτόχρονη προώθηση του ενός πόλου και η αποσιώπηση του άλλου παρουσιάζει τον ακροδεξιό συνωμοσιολογικό λόγο ως τον μόνο που αντιπαρατίθεται στις ασκούμενες πολιτικές. Επιδιώκεται να θεωρηθεί, δηλαδή, ότι όποιοι βρίσκονται «απέναντι» είναι «τύποι σαν τον Τράγκα». Έτσι έχουν τα πράγματα με τον νεοφιλελεύθερο λόγο, ο οποίος, συγχέοντας αθεράπευτα τα μέτωπα, εξομοιώνει αδιακρίτως όσους στέκονται απέναντι στα Μνημόνια και ταυτόχρονα, επιλέγοντας να δώσει βήμα στις πιο φαιδρές αντιμνημονιακές φωνές, θέλει να παρουσιάσει ως συνωμοσιολογική την κάθε αντίρρηση σε όσα ο ίδιος επιτάσσει. Ο διαλεκτικά κριτικός λόγος του απαντά με τον τρόπο που περιγράφηκε ακροθιγώς παραπάνω.
Aπό τον κοινωνικό αυτοματισμό στο αλληλοφάγωμα ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ Θ. ΖΑΧΟΥ
Από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική ομάδα επιχειρεί -διαμέσου των κυρίαρχων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης- να εφαρμόσει μια συγκεκριμένη και γνωστή από άλλες χώρες τακτική αντιμετώπισης των αντιδράσεων: οι οργανικοί διανοούμενοι του «συστήματος» και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης καλλιεργούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού, το φόβο και την κοινωνική παράλυση. Θα πρέπει να τονίσουμε όμως ότι η πολιτική αυτή δεν εφαρμόζεται στο κενό. Για χρόνια οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές ευνοούσαν την καλλιέργεια του ατομικισμού, του καταναλωτισμού, του ευδαιμονισμού και του λαϊφστάιλ. Η επαγγελματική επιτυχία και η υλική άνεση έγιναν οι κυρίαρχες αξίες, ενώ η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα φαίνεται ότι κρατούσαν τη θέση τους στο αξιακό σύστημα περιορισμένου αριθμού ανθρώπων. Στο ίδιο αυτό διάστημα και με δεδομένη την κατάρρευση του «αντίπαλου ιδεολογικού δέους», διάφορα συστημικά think tank και ομάδες οργανικών διανοούμενων επιδίδονταν στην αποδόμηση των «μεγάλων αφηγήσεων», στην κατασυκοφάντηση των κοινωνικών αγώνων και στη διάβρωση των συλλογικοτήτων και των οραμάτων τους. Σαν αποτέλεσμα, με την εμφάνιση της κρίσης το πεδίο ήταν πρόσφορο για την καλλιέργεια του «διαίρει και βασίλευε». Σημαντικές μερίδες του πληθυσμού της ελληνικής κοινωνίας δεν διέθεταν τα εφόδια για να μπορέσουν να αντισταθούν στον κοινωνικό αυτοματισμό: ολόκληρες κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες στράφηκαν η μια εναντίον της άλλης.1 Με τη διαρκή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, τον συνακόλουθο περιορισμό των οικονομικών πόρων, τη συρρί-
Ο Δημήτρης Θ. Ζάχος διδάσκει στο ΑΠΘ
κνωση του κοινωνικού κράτους και την εντεινόμενη «αγoραιoπoίηση» (εφαρμογή των αλλαγών/μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην επικράτηση της οικονομίας της αγοράς) η ανεργία διογκώθηκε και η υποαπασχόληση τείνει να θεωρηθεί ως ευνοϊκή εργασιακή κατάσταση. Παρόλα αυτά, η ακολουθούμενη πολιτική επικυρώθηκε πριν από ένα μόλις χρόνο, γεγονός που φαίνεται πως έδωσε στις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές ομάδες το δικαίωμα να πιστέψουν ότι είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιγνιδιού. Προχώρησαν λοιπόν στην εξαγγελία και στην εφαρμογή μιας πιο επιθετικής πολιτικής, το τρίπτυχο της οποίας είναι: «νόμος και τάξη», ιδιωτικοποιήσεις και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Σ’ αυτό το πλαίσιο έχουμε σκλήρυνση των δράσεων των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, ιδιωτικοποίηση ενός μεγάλου μέρους των επιχειρήσεων που παρέμειναν στον δημόσιο τομέα και κατάλυση των έσχατων προστατευτικών για τους εργαζομένους ρυθμίσεων. Για να επιτύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή αυτής της πολιτικής, οι κρατούντες προχώρησαν, και συνεχίζουν, σε μια -απαραίτητη για το σκοπό τους και σφοδρότατη στο περιεχόμενό της- επίθεση σε καθετί δημόσιο. Υπερπροβάλλοντας την «έλλειψη αποτελεσματικότητας» και τα οικονομικά ελλείμματα των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων (τα οποία οι ίδιοι/ες δημιούργησαν) στοχεύουν στην υποστήριξη ή έστω στην ανοχή κρίσιμων μερίδων του πληθυσμού στις επιχειρούμενες ιδιωτικοποιήσεις ακόμη και σε τομείς βασικών κοινωνικών αγαθών, όπως το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά και η δημόσια εκπαίδευση και υγεία. Βάλλοντας εναντίον των εργασιακών σχέσεων των υπαλλήλων του δημοσίου επιχειρούν να αντιστρέψουν την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης: μέχρι πριν από την κρίση, το δικαίωμα στην εργασία θεωρούνταν ως μια από τις οικουμενικές αξίες, ενώ η εργασιακή ασφάλεια των υπαλλήλων του δημοσίου ήταν πρότυπο, αίτημα και —μακρινός έστω- στόχος για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες του ιδιωτικού τομέα.
Στην οικονομία της αγοράς όμως, η απόλυση των εργαζομένων στο δημόσιο είναι αυτή που εισάγεται ως πράξη απόδοσης δικαιοσύνης ως προς τους απολυμένους του ιδιωτικού τομέα! Η απόδοση κατηγοριών και ύβρεων εναντίον του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων εμπλουτίστηκε το τελευταίο διάστημα με μια λέξη με ιδιαίτερο βάρος: «άχρηστοι». Με το επίθετο αυτό επιχειρείται μια ακόμη διαίρεση (ικανοί vs ανίκανων) μεταξύ του σώματος των εργαζομένων, ενώ με την εξαγγελία της πρόσληψης άλλων, «ικανών» και με «αυξημένα προσόντα», επιτυγχάνεται η συναίνεση των «απέξω», όσων δεν έχουν εργασία. Εάν στο πλάνο εισαχθούν και οι ρυθμίσεις για την πριμοδότηση των καταγγελιών υπαλλήλων από συναδέλφους τους, τότε γίνεται ξεκάθαρη η προσπάθεια επιβολής του «νόμου της ζούγκλας». Η κατάσταση φαίνεται οριακή, αφού δεν έχει μέχρι σήμερα καταγραφεί αποφασιστική κοινωνική αντίδραση. Η προοπτική μιας κοινωνίας, στην οποία όλοι και όλες θα αλληλοεπιβουλεύονται, θα αλληλοϋπονομεύονται και θα αλληλοκαρφώνονται μπορεί να είναι συμβατή με τα ιδεολογικά προτάγματα της οικονομίας της αγοράς, δεν μπορεί όμως να γίνει ανεκτή απ’ όσους και όσες επιθυμούν μια κοινωνία δικαιοσύνης και ισότητας. Μπορεί ορισμένοι συλλογικοί αγώνες να εκτράπηκαν από τους στόχους τους. Μπορεί να μην είναι λίγοι κα λίγες όσοι και όσες εκμεταλλεύτηκαν για προσωπικό τους όφελος τη αγωνιστική τους δράση. Όμως μόνον με αλληλεγγύη είναι δυνατό να αποτρέψουμε την περεταίρω επιδείνωση των όρων της διαβίωσής μας και μόνον με κοινή αγωνιστική δράση θα μπορέσουμε να αντισταθούμε στην επέλαση της αγοραιοποίησης και στην ισοπέδωση του κράτους πρόνοιας και να διεκδικήσουμε μια καλύτερη κοινωνία. 1 Δημήτρης Θ. Ζάχος, «Ο κοινωνικός αυτοματισμός», στο ppol.gr-Προοδευτική Πολιτική (goo.gl/XUx
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
14 IOYΛIOY 2013
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
Η ουτοπία στους δρόμους της Βραζιλίας ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
Πολλές φορές βλέπω στα όνειρά μου τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, πως τον συναντώ στην πλατεία Μαδρίτης (στην αρχή της Μιχαλακοπούλου), να έρχεται ντυμένος στα μαύρα σαν κοτσύφι, ενώ εγώ κάθομαι και τον περιμένω σ’ ένα παγκάκι, και μετά βλέπω τα βιβλία του, τα βιβλία του που έχουν εκδοθεί και τα βιβλία του που δεν έχουν εκδοθεί και πρόκειται να εκδοθούν σύντομα, αλλά κι αυτά που είναι ακόμα βαθιά χωμένα μέσα στα συρτάρια του και θ’ αργήσουν να εκδοθούν, αν και στην πραγματικότητα το μόνο που βλέπω είναι τα εξώφυλλά τους, που είναι σαν σκοτεινές προσόψεις μέσα στη νύχτα, οι οποίες διακόπτονται από μια φωτεινή κάθετη ρίγα, μια στενή λουρίδα σαν τη Χιλή, και δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μισάνοιχτη πόρτα που αφήνει ένα υποκίτρινο φως να βγει προς τα έξω, μέχρι που η πόρτα ανοίγει απότομα και η στενή λουρίδα γίνεται πλατιά, για μια στιγμή το φως γίνεται εκτυφλωτικό και μετά η φωτεινότητα καταλαγιάζει και βλέπω επιτέλους πίσω από την πόρτα, υπάρχει ένα άδειο δωμάτιο, γυμνό από έπιπλα, με άσπρους τοίχους και μια λάμπα να κρέμεται μ’ ένα καλώδιο από το ταβάνι. Κατά κάποιο τρόπο ο Μπολάνιο έγραψε τα βιβλία του μαζί με το θάνατό του, το δικό του επικείμενο θάνατο, που ήταν η μόνιμη απειλή της ζωής του -από τη μέρα που διαγνώστηκε το πρόβλημα στο συκώτι του, το ’92- και συγχρόνως ο μεγάλος του υποστηρικτής, γιατί ο θάνατος ήταν ο μόνιμος βοηθός του, που τον απελευθέρωνε και συγχρόνως τον τσίγκλαγε —όπως οι βοηθοί στις ιστορίες του Κάφκα- να εργαστεί περισσότερο, με ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς, καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του, αν και η αλήθεια είναι πως ο Μπολάνιο έγραφε πάντα πολύ, τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία πίσω, σίγουρα από τότε που έφτασε στη Βαρκελώνη και ύστερα, έγραφε συνέχεια, όταν δεν έκανε δουλειές του ποδαριού για να ζήσει, όταν δεν κοιμόταν (δεν κοιμόταν), όταν δεν διάβαζε σαν μανιακός (που είναι ακριβώς το ίδιο με το να γράφει κανείς), έγραφε όσο ζούσε στο στούντιο της οδού Ταγιέρς, στο κέντρο της πόλης, έγραφε όταν μετακόμισε στη Χιρόνα, την περίοδο της μεγάλης φτώχειας, την οποία περιγράφει σ’ ένα από τα πιο ωραία του κείμενα, στον Σενσίνι, από τη συλλογή διηγημάτων Τηλεφωνήματα (1997), και έπειτα, στο Μπλάνες, όπου εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του, την Καρολίνα Λόπες, κι εκεί έγραφε, κι έπρεπε να γίνει 40
Ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου είναι κινηματογραφιστής. Η Αναστασία Δούκα είναι γλύπτρια.
Αναστασία Δούκα, «Roberto Bolaño», 2013
χρονών για να δει τα βιβλία του να εκδίδονται τακτικά. Έτσι λοιπόν έγραψε δεκάδες ποιήματα, πάνω από πενήντα διηγήματα, και δύο ογκωδέστατα μυθιστορήματα, ένα ημιτελές, το 2666 (2004), κι ένα που μοιάζει ακόμη πιο ημιτελές, επειδή αποτελείται από θραύσματα, Οι άγριοι ντετέκτιβ (1998), ένας φόρος τιμής στις περιπλανήσεις που έκανε με τον φίλο του και ποιητή Μάριο Σαντιάγο (1953-1998), την περίοδο που ζούσε στο Μεξικό, ένα βιβλίο που είναι κοντά στον Κορτάσαρ, στην αποσπασματικότητα του Κουτσού, που είναι κοντά στην πολυφωνία του Φώκνερ, αλλά περισσότερο είναι κοντά σ’ ένα τζάμι που το έχει σπάσει μια πέτρα και γύρω απ’ την τρύπα έχει σχηματιστεί ένα γυάλινο δίχτυ που απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις και είναι σαν μια ατέλειωτη έρημος φτιαγμένη από χιλιάδες γυαλάκια, και αυτή η έρημος, που στο βιβλίο είναι η έρημος Σονόρα, καμιά φορά νομίζεις πως είναι η έρημος Ατακάμα, δεν μπορεί, πρέπει να είναι η έρημος Ατακάμα, σπαρμένη με τα χιλιάδες κοκαλάκια του Πινοτσέτ —απ’ τον οποίο κατάφερε να ξεφύγει ο Μπολάνιο τον Σεπτέμβρη του ’73— , που, με τη σειρά της, είναι η πόλη της Σάντα Τερέζα στα Εγκλήματα, τέταρτο μέρος του
2666, μια πόλη-ομαδικός τάφος, γεμάτη δολοφονημένες γυναίκες. Και βέβαια υπάρχουν τα μικρότερα βιβλία του, μικρότερα σε έκταση, όπως το Παγοδρόμιο (1993), το Μακρινό αστέρι (1996), η Τελευταία νύχτα στη Χιλή (2000) —το πρώτο μυθιστόρημα του Μπολάνιο που τυπώθηκε στα ελληνικά και πλέον είναι εξαφανισμένο, εξαντλημένο εδώ και χρόνια ή πολτοποιημένο, και είναι αδύνατον να το βρει κανείς—, αλλά και το ποιητικό του αφήγημα Αμβέρσα (1980/2002), χωρισμένο σε 56 μικρά κεφάλαια, καθώς και η Ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική (1996), που είναι το βιβλίο που τον έβγαλε απ’ την αφάνεια, και είναι ίσως, με τον πιο άμεσο και ευθύ τρόπο, το πιο μπορχεσικό του βιβλίο, μια μικρή εγκυκλοπαίδεια που αποτελείται από φανταστικές βιογραφίες ναζιστών συγγραφέων. Άλλωστε ο Μπολάνιο οφείλει πολλά στον Μπόρχες κι ακόμη περισσότερα στον Κορτάσαρ (που οφείλει πολλά στον Μπόρχες), όμως στο τέλος ίσως ο Μπόρχες και ο Κορτάσαρ να είναι αυτοί που θα χρωστάνε πραγματικά στον Μπολάνιο. Γιατί είναι αλήθεια πως διηγήματα όπως το Ακολουθώντας τα ίχνη του Κορτάσαρ (από το Οκτάεδρο), ή ο Πιερ Μενάρ, συγγραφεύς του «Δον Κιχώτη» και
το Εξετάζοντας το έργο του Χέρμπερτ Κουέιν, από τις Μυθοπλασίες του Μπόρχες, βρίσκονται στο κέντρο των βιβλίων του Μπολάνιο όπως για παράδειγμα στους Κριτικούς, εναρκτήριο μέρος του 2666-, μόνο που ο Μπολάνιο δουλεύει τελείως ανυπεράσπιστος, ακόμη κι αν δεν είναι γέρος και τυφλός όπως ο Μπόρχες (που ήταν πάντα γέρος), ενώ ταυτόχρονα είναι πιο νέος από τον Κορτάσαρ (που ήταν πάντα νέος) και μοιάζει να τραβά το χέρι του για να γράψει μέσα από ακόμη μεγαλύτερα βάθη, ξεπερνώντας σε σπλαχνικότητα ακόμη κι αυτή τη γραφή του Κορτάσαρ που ούτως ή άλλως είναι ένα ζεστό ρεύμα λέξεων και προτάσεων που δεν ψύχεται ποτέ. Αν ο Πεσσόα σπάει τον συγγραφικό του εαυτό σ’ ετερώνυμα -που διαρκώς ξεθάβονται απ’ το μυθικό μπαούλο του-, ο Μπολάνιο συνθέτει τον εαυτό του με κομμάτια από άλλους συγγραφείς, μείζονες κι ελάσσονες, κλασικούς και πορνογράφους, ποιητές και συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, γιατί ο Μπολάνιο δεν είναι ποτέ μόνο ο Μπολάνιο, είναι ο Κασάρες και ο Αντόνιο ντι Μπενεντέττο (Σενσίνι), είναι ο Ενρίκε Λιν και ο Νικανόρ Πάρρα, είναι ο φίλος του Ροδρίγο Λίρα -«ο καλύτερος, είχε ήδη αυτοκτονήσει και σάπιζε εδώ και κάμποσα χρόνια σε κάποιο νεκροταφείο ή οι στάχτες του αιωρούνταν ανακατωμένες με τα υπόλοιπα σκουπίδια του Σαντιάγο», (Συνάντηση με τον Ενρίκε Λιν, στις Πουτάνες φόνισσες, 2001)— και η άγνωστη Σοφί Ποντόλσκι —«αυτοκτόνησε πριν χρόνια… Θα ήταν είκοσι επτά τώρα, όπως εγώ…», (Αμβέρσα)-, είναι ένα ανεξάντλητο καραβάνι συγγραφέων που βγαίνει σαν κουρνιαχτό από τη γη. Ο Μπολάνιο δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα βιβλία που είχε γράψει ο ίδιος, ενδιαφερόταν περισσότερο για τα βιβλία που είχαν γράψει οι άλλοι, αυτό είχε πει, και μπορεί να ήταν ανειλικρινής, ωστόσο το γράψιμό του τον επιβεβαιώνει, γιατί κάθε βιβλίο του κινείται ενάντια σε κάθε είδος εξουσίας και αριβισμού, ενάντια στο φόβο που προκαλούν οι ακαδημαϊκοί, και έρχεται να μας υπενθυμίσει πως οι συγγραφείς εξακολουθούν να είναι εκείνοι οι ονειροπόλοι περιπατητές που προχωράνε κάτω από τον πιο δυνατό ήλιο, και πως η ιστορία της λογοτεχνίας γράφεται ακόμη από τους ηττημένους. Προς το τέλος, έμενε σ’ ένα μικρό άδειο διαμέρισμα, όχι μακριά απ’ το σπίτι που ζούσε η οικογένειά του. Περνούσε τον περισσότερο καιρό εκεί, διάβαζε ελάχιστα και δεν έγραφε καθόλου. Ένα βράδυ που δεν ήθελε να κοιμηθεί μόνος του, ντύθηκε και πήγε να τους βρει. Είδε για λίγο τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και ύστερα πήγε για ύπνο. Πέθανε την επόμενη μέρα, στις 14 Ιουλίου του 2003. Έτσι μού είπε —