Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Kείμενα των: Δήμητρας Σιατίτσα, Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου, Μπίνι Αντάμτσακ, Νέλλης Ασκούνη, Αριστείδη Καλάργαλη, Κωνσταντίνου Τσουκαλά και έν προσεκτικόν δελτάριον περί αιθαλομίχλης ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 764
ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ, «ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ», ΑΚΙΝΗΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Η λογική του παράλογου ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΣΙΑΤΙΤΣΑ
Το έχουμε ακούσει πάμπολλες φορές: τα μέτρα αποτελούν «μονόδρομο», «ορθολογική επιλογή», «μόνη λύση για την έξοδο από την κρίση» κ.ο.κ. Κι ας έχουν αποτύχει ακόμα και στους ίδιους τους ρητά διακυρηγμένους στόχους τους, τα μέτρα νομιμοποιούνται μέσα από τη ρητορική της ορθολογικής επιλογής, η οποία (μετά την απαραίτητη διαδικασία κάθαρσης και εξυγίανσης), θα σταθεροποιήσει, θα εξορθολογίσει και θα εκσυγχρονίσει την οικονομία και τον διοικητικό μηχανισμό. Η ρητορική, παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις, επιμένει, ενώ οι συνέπειες αντιμετωπίζονται με κυνισμό. Ας σταθούμε σε ένα βασικό, για τον μνημονιακό σχεδιασμό, και επίκαιρο τις μέρες αυτές σημείο: την απελευθέρωση των πλειστηριασμών και τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Αναζητώντας τη λογική τους, διακρίνουμε δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος ανάγεται στο κεντρικό νεοφιλελεύθερο αξίωμα ότι οι περιορισμοί δρουν στρεβλωτικά στην «ελεύθερη» λειτουργία της αγοράς, εμποδίζοντας την αυτορρύθμισή της. Υποστηρίζεται, έτσι, ότι ο έλεγχος/περιορισμός των διαδικασιών κατάσχεσης υποθηκευμένων (ή μη) ακινήτων παρεμβαίνει αρνητικά, τόσο στη σταθεροποίηση των τραπεζών όσο και στην αναθέρμανση της κτηματαγοράς. Ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με τη συζήτηση για τον ρόλο των ακινήτων στον πλούτο των νοικοκυριών. Σε πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι λαοί της Νότιας Ευρώπης εμφανίζονται «φτωχοί σε εισόδημα, αλλά πλούσιοι σε περιουσιακά στοιχεία». Τα υψηλά ποσοστά ακίνητης περιουσίας (κύριας κατοικίας ή άλλων ακινήτων) χωρίς δάνειο και η μεγάλη κοινωνική της διασπορά αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου. Έτσι, η φορολογία των ακινήτων αποτελεί βασική οδό αύξησης των δημόσιων εσόδων, ενώ η κτηματαγορά προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Κύρια επιχειρήματα για την άρση της προστασίας των δανειοληπτών (προστασία βασισμένη, κατά τον υπουργό Οικονομικών, σε έναν «παράλογο νόμο») είναι ότι, πρώτον, έτσι θα αποκαλυφθούν οι «μπαταχτσήδες» που επωφελούνται από το ισχύον καθεστώς, και, δεύτερον, η απελευθέρωση θα προσφέρει μια –έστω και πολύ χαμηλότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις– ρευστότητα στις τράπεζες, οι οποίες θα σταθεροποιηθούν, ενώ θα αποκλιμακωθεί και το φαινόμενο των «κόκκινων δανείων». Επιπλέον -και παρά το ότι οι τράπεζες διασώθηκαν με χρήματα του δημοσίου– διακηρύσσεται πως «δεν μπορεί να ασκείται κοινωνική πολιτική μέσω των τραπεζών». Πριν προχωρήσουμε, ας δούμε μερικά δεδομένα που σκιαγραφούν την κατάσταση στην αγορά ακινήτων: * Οι αντικειμενικές αξίες διατηρούνται αμείωτες, για να μην ανατραπεί ο προϋπολογισμός των αναμενόμενων εσόδων από τη φορολογία ακινήτων, αλλά και να μην οδηγηθούν οι τράπεζες σε χρεοκοπία ή νέα ανακεφαλαιοποίηση, λόγω του τεράστιου αρνητικού κεφαλαίου που θα προκύψει.
Η Δήμητρα Σιατίτσα είναι αρχιτέκτονας, υπ. διδάκτωρ ΕΜΠ.
* Ο δεσμευμένος στην ακίνητη περιουσία πλούτος δεν αντιστοιχεί στις ονομαστικές αξίες, αν λάβουμε υπόψη την πλήρη στασιμότητα της αγοράς και την πτώση των τιμών (πάνω από 40%). * Με τη μαζική διάθεση ακινήτων σε εξευτελιστικές τιμές, οι αξίες (αναγκαστικά και οι αντικειμενικές) θα καταρρεύσουν, ενώ θα ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου μεταπολεμικά διαδικασία ανακατανομής της ακίνητης περιουσίας. * Οι φόροι σχεδιάζονται με δεδομένο ότι δεν θα εισπραχθούν. Οι οφειλέτες προς την εφορία πολλαπλασιάζονται καθημερινά, ενώ τα χρέη προς το δημόσιο έχουν ποινικοποιηθεί, με απειλή κατάσχεσης κινητής και ακίνητης περιουσίας για πολύ χαμηλά ποσά, ακόμα και «προληπτικής»! * Οι ρυθμίσεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας και οι φοροαπαλλαγές είναι ανεπαρκέστατες και προσχηματικές: πολύ μικρό ποσοστό πληροί τους όρους ένταξης στο καθεστώς προστασίας, ενώ τα κριτήρια για απαλλαγή από τον Ενιαίο Φόρο Ακινήτων είναι πραγματικά οριακά. Και, βέβαια, ο εντοπισμός «μπαταχτσήδων» και φοροφυγάδων μπορεί να γίνει με μια απλή διασταύρωση περιουσιακών και εισοδηματικών στοιχείων, ανεξάρτητα από το καθεστώς προστασίας. Κοινωνικές διαστάσεις της ιδιοκτησίας.Είναι χαρακτηριστικό ότι στον κυρίαρχο λόγο η ιδιοκτησία αντιμετωπίζεται μονάχα ως ανενεργό κεφάλαιο και δυνητικό επενδυτικό προιόν. Εσκεμμένα δεν γίνεται κουβέντα για το κοινωνικό περιεχόμενο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα ή τις εξω-αγοραίες διαδικασίες απόκτησης περιουσίας μέσω κληρονομιάς, διαγενεακών μεταβιβάσεων και αυτο-κατασκευής. Επίσης, δεν συζητιέται καθόλου το θέμα της επαγγελματικής στέγης και των εμπορικών ακινήτων, που αποτελούν τη βάση της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Έτσι, παρακάμπτεται το γεγονός ότι η ιδιοκτησία υπήρξε, μέχρι σήμερα, το πιο ισχυρό δίκτυ προστασίας απέναντι στη φτώχεια και τον αποκλεισμό, ενώ μπορεί να αποτελέσει σημαντικό κεφάλαιο στα χέρια νοικοκυριών και μικροεπιχειρηματιών για τη συμμετοχή τους στην ανάκαμψη της οικονομίας. Στις συνθήκες της ύφεσης, η αποκλιμάκωση των «κόκκινων δανείων», στην οποία στοχεύει κατά την κυβέρνηση η απελευθέρωση των πλειστηριασμών, σημαίνει ένα και μόνο πράγμα: την απαλλαγή, με οποιοδήποτε κόστος, των τραπεζών από τα δάνεια αυτά. Αναφέρεται συχνά ότι στην Ισπανία το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών δανείων είναι μικρό, αλλά παραλείπονται δύο κρίσιμα στοιχεία: η Ισπανία έχει πολύ σκληρό νομικό πλαίσιο, το οποίο λειτουργεί εκφοβιστικά, ενώ δεν υπάρχει απαγόρευση πλειστηριασμών – επομένως οι κατασχέσεις και εξώσεις, δηλαδή οι άνθρωποι και οι οικογένειες που βρέθηκαν στον δρόμο δεν μετράνε στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η ενοχοποίηση της μικροϊδιοκτησίας. Αν δημοσιονομικά και κοινωνικά η επιβολή των μέτρων δεν έχει νόημα, ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται; Σίγουρα τα συμφέροντα των επενδυτικών εταιρειών που αγοράζουν πακέτα «κόκκινων δανείων», των κερδοσκόπων επενδυτών που θα αγοράσουν σε χαμηλές τιμές, ενώ συνολικά επιδιώκεται η υποτίμηση των αξιών γης και ακινήτων, με στόχο μεγάλα ακίνητα κυρίως του δημοσίου, ιδιαίτερα σε περιοχές με τουριστικό ή άλλο αναπτυξιακό ενδιαφέρον.
Χανς Μέμινντορφ, «Σπίτι-κεφάλι»
Σε συνολικότερο επίπεδο, έχει σημασία να παρακολουθήσουμε τις τεχνικές διακυβέρνησης που επιστρατεύονται: την ηθικοποίηση του χρέους και την ενοχοποίηση της κατοχής πλούτου (από τους πολλούς που «δεν τον αξίζουν», προφανώς), στο πλαίσιο ενός καθεστώτος εκφοβισμού και πειθάρχησης. Έτσι, τα μεγάλα ποσοστά ιδιοκατοίκησης ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα της «αμετροέπειας του παρελθόντος» (τη στιγμή που μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι ο δανεισμός στην Ελλάδα υπήρξε πολύ συγκρατημένος —και εξασφαλισμένος για τις τράπεζες— και ενταγμένος, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε μια συνολική στρατηγική πρόσβασης στη στέγη ή προώθησης κάποιας επιχειρηματικής δραστηριότητας). Στο πλαίσιο αυτής της ενοχοποίησης, νοικοκυριά και επιχειρηματίες οφείλουν να θυσιάσουν, ξεπουλώντας, την περιουσία τους, για να πληρώσουν το χρέος τους στις τράπεζες ή τις αυξημένες φοροεισφορές. Μάλιστα, ο μηχανισμός της εξατομικευμένης ενοχοποίησης καλλιεργεί και αυτόματες κοινωνικές διαιρέσεις και πολώσεις: μεταξύ συνεργάσιμων και ανυπάκουων, μεταξύ συνεπών δανειοληπτών και «τζαμπατζήδων», μεταξύ όσων δανείστηκαν «αλόγιστα» και των συνετών βιοπαλαιστών, μεταξύ των βολεμένων ιδιοκατοίκων και των ενοικιαστών – και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πρακτικές, όπως έχει πει η Τζ. Μπάτλερ, θεμελιώνουν ένα νέο Παράδειγμα για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών μορφών, αλλά και εκδοχών ορθολογισμού, ηθικής και υποκειμενικότητας. Στην ουσία, μέσω αυτών των φαινομενικά «ανορθολογικών» και κυνικά άστοχων επιλογών κανονικοποιείται, μονιμοποιείται και νομιμοποιείται η λιτότητα, η φτώχεια και η επισφάλεια. Μια κανονικοποίηση που συνιστά, τελικά, τον συνεκτικό ιστό και τη σκληρή λογική των μέτρων — κι ας μοιάζουν παράλογα ή αποσπασματικά.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
28
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΛΙΠ ΝΤΙΚ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ
Μια νέα δυστοπία για τις κοινωνίες μας; ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Μ. ΧΑΤΖΗΣΤΕΡΓΙΟΥ
Σε ένα από τα βιβλία του Φίλιπ Ντικ, του μεγαλοφυούς αμερικανού διανοητή που με όχημα την επιστημονική φαντασία κατάφερε να διεισδύσει στη βαθιά ουσία της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας, οι άνθρωποι, χτυπημένοι από τη φτώχεια και την ανέχεια, στριμώχνονται να βρούνε θέση σε διαστημικά οχήματα προκειμένου να συνεχίσουν τη ζωή τους σε άλλους πλανήτες, έστω και αν οι συνθήκες ζωής εκεί είναι εντελώς απροσδιόριστες. Αυτό που δεν γνωρίζουν οι ατυχείς επιβάτες είναι ότι, άθελά τους, μετέχουν σε ένα πρόγραμμα συστηματικής εξόντωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού της Γης, καθώς υπολογισμοί με βάση οικονομικά κριτήρια κατέληξαν ότι είναι απαραίτητο. Τελικά, οι πύραυλοι στέλνονται στο σκοτεινό διάστημα για να εκραγούν, και όχι για να προσγειωθούν κάπου με ασφάλεια. Ευτυχώς για μας, τα έργα επιστημονικής φαντασίας δεν είναι προφητικά με τη στενή έννοια — οπότε μπορούμε να ησυχάσουμε. Παρ’ όλα αυτά, κάποια στοιχεία της σημερινής πραγματικότητας έχουν φρικιαστικές ομοιότητες με το έργο του Ντικ. Από τότε που η Ελλάδα μπήκε στο Μνημόνιο, μοιάζει με όχημα τρίτης κατηγορίας, στο οποίο οι κάτοικοί της έχουν φορτωθεί σαν μπουλούκι φοβικών και ενοχικών ανθρώπων. Το όχημα κινείται από στάση σε στάση με βάση το δρομολόγιο που καθορίζουν κέντρα έξω απ’ αυτό, με την κρίσιμη λεπτομέρεια ότι ο προορισμός είναι άγνωστος. Με τι θα μοιάζει το μέρος όπου τελικά θα μας αποβιβάσουν; Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζονται ειδικές ικανότητες για να προβλέψουμε το μέλλον που μας επιφυλάσσουν. Αρκεί να στρέψουμε την προσοχή μας σε ένα υπαρκτό οικοσύστημα το οποίο, εκεί που δεν θα το περίμενε κανείς, παρουσιάζει περίεργες ομοιότητες με τα δικά μας. Το οικοσύστημα των ανοιχτών φυλακών. Το σύστημα των «ανοιχτών φυλακών» είναι ένα σωφρονιστικό σύστημα αναγκαστικής διαβίωσης, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και σε άλλες χώρες όπως το Μεξικό. Διαφέρουν από τις «κανονικές» φυλακές κυρίως επειδή οι κρατούμενοι έχουν σχετική ελευθερία κινήσεων (μπορούν ενδεχομένως να φέρουν μαζί τους και τις όποιες οικογένειές τους), κινούμενοι σε έναν χώρο που προσομοιάζει με μικρή κωμόπολη. Το σύστημα αυτό έχει θέλξει επανειλημμένα το Χόλλυγουντ, και αρκετές ταινίες χρησιμοποιούν αυτό το βιο-υπόβαθρο για να αναπτύξουν το «στόρυ» του έργου. Βασικά χαρακτηριστικά του πλαισίου και του τρόπου με τον οποίο βιώνεται η παραμονή σ’ ένα τέτοιο σύστημα είναι: * Βασική παραδοχή αποτελεί ότι οι έγκλειστοι είναι ένοχοι. Η ενοχή αυτή — που καταρχάς αναφέρεται σε παρελθούσες πράξεις— ανανεώνεται κάθε τόσο με νέες πράξεις που τελούνται στο δυσκολοβίωτο περιβάλλον της φυλακής. * Η διοίκηση των φυλακών λογοδοτεί σε ένα μακρινό κέντρο, στο οποίο οι «έγκλειστοι» πρακτικά δεν έχουν πρόσβαση. * Η αυθαιρεσία στο σύστημα διεύθυνσης είναι εκ των πραγμάτων μεγάλη, και κάποτε γίνεται εξόφθαλμη σε σχέση με τον ισχύοντα νομικό πολιτισμό: υπερβάλλουσα τιμωρητικότητα, εισβολές στα καταλύματα, παρακολουθήσεις, καθεστώς διακρίσεων μεταξύ των εγκλείστων. * Τα παραπάνω συνδυάζονται με ανεκτικότητα σε διάφορες μορφές παραβατικότητας των «από κάτω»: από την πώληση λαθραίων τσιγάρων ή ναρκωτικών, μέχρι και τα στραβά μάτια στη δράση συμμοριών που πουλάνε προστασία στους εγκλείστους από «αντίπαλες» συμμορίες, με αντάλλαγμα την εκπόρνευση κλπ. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι συμμορίες λειτουργούν και ως μακρύ χέρι του συστήματος. * Δεν υπάρχει ιδιωτικότητα. Οι αρχές ή οι συμμορίες εισβάλλουν κατά βούληση στον έτσι κι αλλιώς διαφανή ιδιωτικό χώρο των εγκλείστων. * Επί της ουσίας, η δυνατότητα μετακίνησης (εντός των
Ο Γ. Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το βιβλία του «Έξοδος», «Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;», «Η Γη τρέμει!» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».
ορίων της χώρας) και πολύ περισσότερο περιπλάνησης είναι άκρως περιορισμένη. Ο κατ’ επίφασιν «δημόσιος χώρος» —δηλαδή ο εκτός των καταλυμάτων— είναι ένα εξαιρετικά κινδυνώδες πεδίο για κυκλοφορία. * Το επίπεδο της υγιεινής είναι χαμηλό, και πολύ περισσότερο η μέριμνα για περίθαλψη των πασχόντων. Η επιδημιολογία των ανοιχτών φυλακών, όπως και των παραγκουπόλεων, δεν έχει ακόμα γραφεί. * Το γνωστικό επίπεδο των εγκλείστων είναι καθηλωμένο και δεν υπάρχουν κανάλια ανέλιξής του — εκτός από την εκμάθηση κάποιων πρακτικών, συνήθως χειρονακτικών, δεξιοτήτων, για τη φτηνή κάλυψη αναγκών της διοίκησης της φυλακής. * Οι «φιλάνθρωπες κυρίες» (με οοιαδήποτε μορφή μπορεί να πάρει ένα τέτοιο σχήμα στον σύγχρονο κόσμο) συνιστούν μια από τις ελπίδες έκτακτης ανακούφισης των εγκλείστων, όταν επισκέπτονται τον χώρο με τροφές, γλυκίσματα ή δωράκια. * Στο ορίζοντα δεν διαγράφεται οποιαδήποτε εναλλακτική διέξοδο, επομένως, οι έγκλειστοι έχουν μηδενική δυνατότητα παρέμβασης στις εξελίξεις: η διάσταση του μέλλοντος απουσιάζει, σε μια ζωή αποτελματωμένη Ανάγκη για νέες θεωρήσεις και πρακτικές. Οι ομοιότητες μεταξύ του καθεστώτος των ανοιχτών φυλακών και αυτού που ήδη εγκαθίσταται στην κοινωνία μας, και σταδιακά γενικότερα στην Ευρώπη, είναι ανατριχιαστικές. Η αποδοχή από τη μεριά μας ότι έτσι θα κλείσουμε τον κύκλο της ζωής μας είναι σχεδόν αυτοκτονική. Πολύ απλά, πρόκειται για μια ζωή που δεν αξίζει να ζεις. Πρέπει λοιπόν να αντισταθούμε, και μάλιστα με τον αποδοτικότερο δυνατό τρόπο. Πώς; Πρώτα απ’ όλα, να σταματήσουμε να εθελοτυφλούμε, να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους και να χαράξουμε μια κόκκινη γραμμή πίσω από την οποία αποκλείεται να οπισθοχωρήσουμε. Ταυτόχρονα, είναι κατεπείγον να Από εξώφυλλο του τουρκικού σατιρικού περιοδικού «Uykusuz» συγκροτήσουμε μια στρατηγική για τον τρόπο που θα παρέμβουμε γενικότερα στις εξελίξεις. φοράς, η οποία αντί να προσθέτει άλλη μια ταλαιπωρία στον Πανεπιστήμια και επαγγελματικοί φορείς —από το Τεχνικό ήδη εξουθενωμένο πληθυσμό, να προσφέρει τη δωρεάν μεΕπιμελητήριο ως τη ΓΣΕΕ με το Ινστιτούτο Μελετών της-, παταφορά των πολιτών εκείνες τις μέρες; Γενικότερα, το διεκδιρά τον σοβαρό τραυματισμό τους στον καιρό των Μνημονίων, κητικό κίνημα οφείλει να βγει από τη λογική της περιχαράπρέπει να βγούνε μπροστά με ουσιαστικές μελέτες και προτάσεις, προκειμένου να κινηθεί ο μηχανισμός παραγωγής κωσης στα επιμέρους συμφέροντα κάθε κλάδου (μια τακτική στην Ελλάδα με νέες προοπτικές. Είναι έργο στο οποίο πρέπει που έτσι κι αλλιώς γνωρίζει αποτυχία σ’ αυτή τη φάση), δίνα συνδράμει αποφασιστικά το τεράστιο δυναμικό των υπονοντας έμφαση στον συντονισμό των κινήσεων της μεγάλης απασχολούμενων Ελλήνων επιστημόνων, καθώς, πέρα από πλειοψηφίας της κοινωνίας υπέρ των συμφερόντων του συτην ανάγκη ανάδειξης κοινωνικής συνείδησης, αφορά την νόλου. Έτσι μπορεί να προκύψει μια νικηφόρα προοπτική. ίδια τους την επιβίωση. Η παρτίδα δεν είναι χαμένη. Τελικά, είναι απαραίτητο να Έπειτα, είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε ότι οι ενέργειές μας αποκτήσουμε —μαζί με τους πάρα πολλούς που έχουμε κοιπρέπει να αποσκοπούν στο χτίσιμο και όχι στην κατεδάφινά συμφέροντα σε όλο τον κόσμο- μια πλανητική θεώρηση, δίση. Αναφερόμαστε σε ένα κλίμα που ανθεί στον βάλτο της νοντας άλλο νόημα στην «παγκοσμιοποίηση» που μέχρι τώαπελπισίας και εκφράζεται με οιμωγές του τύπου «Ας καταρα λειτουργεί ως όργανο επιβολής των λίγων επί των πάρα στραφούν όλα επιτέλους, ώστε να ξεκινήσουμε απ’ την αρπολλών. Ο στόχος αυτός είναι μεσοπρόθεσμος, δεν αφορά τις χή»! Μα αυτό, πρακτικά, εξυπηρετεί μόνο τους ζηλωτές της νέασφυκτικές προτεραιότητες του παρόντος, βοηθάει όμως να ας δυστοπικής τάξης, επιταχύνοντας το έργο τους, καθώς θα δώσουμε προσανατολισμό και στο βραχυπρόθεσμο. Μόνον δημιουργήσει μόνιμες συνθήκες που δεν θα επιτρέπουν στους έτσι μπορεί να συγκροτηθούν πλατιές, ακόμα και υπερεθνικές κατοίκους αυτής της χώρας να παράγουν προς το συμφέρον συμμαχίες, οι οποίες μάλιστα θα διαθέτουν συντριπτικό «ηθιτου ή να παράγουν καν. Δεν υπάρχει πάτος στην καταστροφή, κό πλεονέκτημα» έναντι της προοπτικής των ανοιχτών φυόπως μας δείχνει η γειτονική μας Βουλγαρία ή η Ρουμανία. λακών. Πρέπει, επίσης, να ξαναδούμε πρακτικές που μπορεί να Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να καταλήξω όπως ήταν αποδοτικές για τη βελτίωση των συνθηκών στον κόσμο ο Σερζ Χαλιμί, διευθυντής της Monde diplomatique: «Το μόνο του χθες, αλλά όχι σήμερα. Για παράδειγμα, αν θέλουμε να προασπίσουμε τη δημόσια εκπαίδευση, είναι αποδοτικότεπου παράγει πια το κυρίαρχο σύστημα είναι προνόμια, ψυχρές ρο να κλείνουμε τα σχολεία και τα πανεπιστήμια ή πρέπει να ή νεκρές υπάρξεις. Θα γυρίσουν, λοιπόν, τα πράγματα. Ο καβρίσκουμε τρόπους ώστε να τα κρατάμε ανοιχτά; Θα μποθένας από εμάς μπορεί να συνεισφέρει ώστε αυτό να γίνει λίρούσαμε να φανταστούμε μια κινητοποίηση στα μέσα μεταγο νωρίτερα».
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Για να ξαναονειρευτούμε τον κομμουνισμό Μια ιστορία για παιδιά, εικονογραφημένη από τη συγγραφέα, που μιλάει για τον κομμουνισμό. Μια ιστορία όπου η συγγραφέας χρησιμοποιεί για τα πάντα θηλυκό γένος. Το Κομμουνισμός. Μια μικρή ιστορία για το πώς επιτέλους θα αλλάξουν όλα της Μπίνι Αντάμτσακ κυκλοφόρησε στα ελληνικά το καλοκαίρι (εκδόσεις νήσος). Η Αντάμτσακ γεννήθηκε το 1979, σπούδασε φιλοσοφία, είναι περφόρμερ και εικαστικός και ζει στο Βερολίνο. Ζητήσαμε από τη φίλη και μεταφράστρια του βιβλίου, Σοφία Κουσιάντζα, μια συνέντευξη με την Μπ. Αντάμτσακ. Την ευχαριστούμε θερμά, όπως και τη συγγραφέα, για την προθυμία και την ανταπόκριση.
μοντέλα. Σε κάθε εποχή υπάρχουν διάφορες ομάδες που θέλουν διαφορετικά πράγματα ή απλώς φέρνουν στο προσκήνιο διαφορετικές πλευρές του ίδιου πράγματος: Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, η κατάργηση της φτώχειας ή η αυτοδιαχείριση της παραγωγής; Να αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος ή να μειωθούν οι ώρες εργασίας; Ως ένα βαθμό, τα διάφορα μοντέλα του κομμουνισμού εντάσσονται σε μια ιστορική κατάταξη: στο Πέτρογκραντ το 1917 το κατάλαβαν αυτό πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στο Παρίσι το 1968. Είναι όμως λάθος να διαβάσουμε εδώ μια γραμμική εξέλιξη προς την πρόοδο — προς την κατεύθυνση μιας πιο ολοκληρωμένης εκδοχής του κομμουνισμού. Και είναι σίγουρο ότι και οι σημερινές και οι μελλοντικές απόπειρες να υπερβούμε την καπιταλιστική κοινωνία έχουν χρέος να αποτιμήσουν όλες τις προηγούμενες, για να μην επαναλάβουν τα λάθη τους, γιατί είναι βαριά αυτή η κληρονομιά.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΜΠΙΝΙ ΑΝΤΑΜΤΣΑΚ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ ΚΟΥΣΙΑΝΤΖΑ
w Εδώ δεν έχουμε μια θετική, αλλά μια αρνητική θεώρηση: τι δεν είναι ο κομμουνισμός, πώς δεν πρέπει να τον βλέπουμε. Πιστεύεις ότι δεν μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά, να ονοματίσουμε μερικά θεμελιώδη στοιχεία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας; Έχεις δίκιο, είναι πολύ ισχυρή η παράδοση της άρνησης, κυρίως δε στον μαρξισμό, ο οποίος ως ένα βαθμό την ανήγαγε σε κανονικό δόγμα, διατυπωμένο σαν «εικονομαχία». Στο βιβλίο δουλεύω πολύ μ’ αυτή την παράδοση, με τη μορφή της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης, προσπαθώ όμως παράλληλα να πάω πέρα από αυτήν, με τη μορφή μιας εμμενούς κριτικής και με αναπάντεχη στήριξη από τον Αντόρνο (έναν από τους πιο επιφανείς υποστηρικτές της «εικονομαχίας»). Ελευθεριακοί όπως ο Γκούσταβ Λαντάουερ, αλλά και κριτικοί μαρξιστές όπως ο Καρλ Κορς έχουν πει πριν από εκατό χρόνια ότι αποτελεί μεγάλο πρόβλημα να ορίζουν οι κομμουνίστριες τον κομμουνισμό μόνο αρνητικά: κατάργηση της ιδιοκτησίας, μαρασμός του κράτους και της οικογένειας, κατάργηση του νόμου της αξίας, τερματισμός της εκμετάλλευσης κ.λπ. Ακούγοντάς τα αυτά, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι χειροπιαστό. Έπειτα, δεν υπάρχει κριτήριο για να μετρήσουμε αν μια πολιτική είναι πραγματικά επαναστατική, δεν έχουμε κοινή εικόνα για το τι εννοούμε με τον κομμουνισμό. Κάθε ορισμός είναι αμφιλεγόμενος. Είναι δύσκολος, είναι όμως και αναγκαίος.
w Πότε έγραψες το βιβλίο και με ποιο κίνητρο; Το 2003 οργανώθηκε στη Φραγκφούρτη ένα διεθνές συνέδριο με τίτλο «indeterminate! kommunismus». Λίγο πριν είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο για τα νεανικά χειρόγραφα του Μαρξ και σκόπευα να γράψω μια εργασία για το πώς αντιλαμβάνεται και πώς περιγράφει ο Μαρξ τον κομμουνισμό. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Μαρξ είχε επίτηδες σιωπήσει επ’ αυτού. Ωστόσο, από τη μελέτη του έργου του προκύπτει ότι υπάρχουν διάσπαρτες σε κείμενά του συμβουλές για το πώς θα μπορούσε ή πώς θα έπρεπε να είναι μια κομμουνιστική κοινωνία — από τα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα έως την Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Όταν όμως έκατσα να γράψω την εργασία, μπλόκαρα. Κι ένα πρωί, έπειτα από μια μακριά νύχτα που δεν είχα καταφέρει να γράψω ούτε μια αράδα, it struck me: για τον κομμουνισμό δεν μπορείς να γράψεις σε γλώσσα επιστημονική. Για τον κομμουνισμό, το όνειρο μιας διαφορετικής, καλύτερης ζωής, δεν μπορείς να γράψεις χωρίς λαχτάρα. Μετά έγιναν όλα πολύ γρήγορα, αφού το γράψιμο ανοίγει την όρεξη. Καθώς έγραφα γελούσα συχνά, όπως και οι φίλες μου που τους διάβαζα το κείμενο. Η παιδική γλώσσα επιτέλεσε το σκοπό της: σε μια εποχή όπου είχε πεθάνει η ελπίδα για την κοινωνική προοπτική που είχε συνδεθεί με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, μια εποχή που η τάξη πραγμάτων είχε επιβεβαιωθεί άλλη μια φορά μετά τις 11/9, το τέχνασμα με την παιδική γλώσσα έδωσε ξανά τόπο στο όνειρο. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έλεγε ότι ο κομμουνισμός είναι το εύκολο που είναι δύσκολο να το κάνεις. Το 2003 απείχαμε πάρα πολύ απ’ το να είναι εφικτός ο κομμουνισμός, εμένα όμως με ενδιέφερε να τον ξανακάνω προσιτό στη φαντασία. Ο κομμουνισμός ήταν λοιπόν τώρα το εύκολο που ήταν εύκολο να το επιθυμείς. w Φοβήθηκες ότι η παιδική γλώσσα απλοποιεί το περιεχόμενο ή αφήνει απέξω σημαντικές λεπτομέρειες;
Σχέδια της Μπίνι Άνταμτσακ, από το βιβλίο «Κομμουνισμός. Μια μικρή ιστορία για το πώς επιτέλους θα αλλάξουν όλα»
Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει, και τον είχα συνειδητοποιήσει απολύτως. Έχω μεγαλώσει κι η ίδια με παιδικά βιβλία κοινωνικής κριτικής, που εξηγούσαν στα παιδιά τις κοινωνικές ανισότητες στις σχέσεις των τάξεων και των φύλων. Η δεκαετία του ’70 υπήρξε στον τομέα αυτό πολύ γόνιμη —αντιαυταρχική εκπαίδευση, Σάμερχιλ κ.λπ.—, και στα χέρια μου έφταναν παιδικά βιβλία και από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Μερικά από αυτά προσωποποιούν τις κοινωνικές σχέσεις. Λόγου χάρη, ένα εικονογραφημένο βιβλίο με την ιστορία των γιγάντων και των νάνων: οι νάνοι αντιπροσώπευαν τις εργάτριες, οι γίγαντες ήταν οι τεμπέλες καπιταλίστριες. Οι σχέσεις στον καπιταλισμό παρουσιάζονταν έτσι ως έκφραση δόλιων προθέσεων των κακών, τεμπέληδων ανθρώπων, τσιγκούνηδων και εξουσιομανών, που στα παραμύθια είχαν την εικόνα που τους ταίριαζε: ήταν άσχημοι. Η μακρά παράδοση της προσωποποιημένης κριτικής ενάντια στον καπιταλισμό συχνά παίρνει αντισημιτικά χαρακτηριστικά: πίσω από το αόριστο κεφάλαιο κρύβεται μια συνωμοσία Εβραίων, κυρίως τραπεζιτριών, που απομυζούν τις τίμιες εργάτριες και επιχειρηματίες. Είναι μια παράδοση πολύ ισχυρή στη Γερμανία, αλλά όχι μόνο: τη συνάντησα πρόσφατα στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό θεωρούσα σημαντικό να εξηγήσω το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, γι’ αυτό έβαλα στο κέντρο της αφήγησης την πραγμοποίηση. Στο παιδικό μου βιβλίο δεν υπάρχουν κακά υποκείμενα. Ακόμη και οι υπεύθυνες κατσαρόλας (η γραφειοκρατική ελίτ του «υπαρκτού σοσιαλισμού»), ακόμη και τα εργοστάσια έχουν διάφορες πλευρές, έχουν αισθήματα, καμιά φορά κλαίνε κιόλας. Φυσικά, το βιβλίο συντομεύει πολλά πράγματα, πολλά δεν τα θίγει πραγματικά (το χρήμα, τις ταξικές σχέσεις, το κράτος), άλλα δεν αναφέρονται καν (τα σύνορα, ο πόλεμος κ.λπ.), όμως το ίδιο δεν θα συνέβαινε και μ’ έναν βαρύ θεωρητικό τόμο;! w Το βιβλίο είναι γραμμένο σε παιδική
γλώσσα, πρόκειται όμως στ’ αλήθεια για παιδικό βιβλίο; Το διαβάζουν και παιδιά και έφηβες. Έχω λάβει γράμματα από εννιάχρονες και έχω φίλες που το διαβάζουν ή το δίνουν στα παιδιά τους (ένα κεφάλαιο κάθε βράδυ), μόλις αρχίζουν να τους κάνουν τις δύσκολες ερωτήσεις: Μαμά, τι θα πει καπιταλισμός; Γιατί πρέπει να δουλεύεις; Τι είναι η κρίση; Στις δημόσιες παρουσιάσεις του βιβλίου συναντάς όμως κυρίως νεαρές ενήλικες, που δεν είναι εντελώς αποστασιοποιημένες από την παιδική γλώσσα: τη θυμούνται, την απολαμβάνουν, χαμογελάνε, γελάνε. w Γιατί τα πάντα στο βιβλίο είναι σε θηλυκό γένος; Όταν οι συγγραφείς χρησιμοποιούν μόνο το αρσενικό γένος, σπάνια τους ρωτάνε γιατί. Κι αν τους ρωτήσουν, απαντάνε: «Μα σε όλους αναφερόμαστε». Ας πούμε λοιπόν κι εμείς το ίδιο: Αναφερόμαστε σε όλες τις αναγνώστριες, ακόμη και σ’ αυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως άντρες. Το θηλυκό γένος, μια απολύτως ηθελημένη και στρατηγική φεμινιστική γενίκευση, δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε για τις σχέσεις των φύλων χωρίς να τις θεματοποιούμε και να πρέπει να αναφερθούμε ευθέως σε αυτές. w Για σένα ο κομμουνισμός είναι προορισμός ή δρόμος; Κι αν είναι δρόμος, κατεύθυνση, τότε προς τα πού; Είναι παραπλανητικό να μιλάμε για «έναν» κομμουνισμό. Στην ιστορία έχουν υπάρξει ένα σωρό ορισμοί, εικόνες, αντιλήψεις, ιδεώδη, πλάνα για κομμουνιστικά
w Δεν απάντησες όμως στην ερώτησή μου: Πώς θα όριζες τον κομμουνισμό; Ή μήπως μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά μόνο αν έχουμε πραγματώσει πρώτα την άρνηση; Θα ήταν μοιραίο να περιμένουμε την πραγμάτωση της άρνησης. Αφενός η αντίθετη θέση δεν προκύπτει αυτόματα, αφετέ-
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
35
ρου τότε είναι πια πολύ αργά. Η αντίληψη ότι ένα κομμουνιστικό κίνημα πρέπει πρώτα να καταλάβει την εξουσία κι έπειτα να σκεφτεί τι θα την κάνει έχει απαξιωθεί ιστορικά με τον χειρότερο τρόπο. Κατέληξε στην κρατική τρομοκρατία. Έτσι, διάλεξα μία από τις τρεις δυνατότητες που θεωρώ ότι υπάρχουν ώστε να προσεγγίσουμε μια θετική εικόνα του κομμουνισμού: την κριτική αντιπαράθεση με τα ως τώρα μοντέλα και απόπειρες. Μια άλλη δυνατότητα είναι να εξετάσουμε τα κινήματα που στον παρόντα χρόνο δείχνουν έναν δρόμο πέρα από τις απόπειρες του παρελθόντος — σπέρματα ενός χειραφετητικού μέλλοντος. Παραδέχομαι όμως απολύτως και τη δυνατότητα να λέμε απλώς αυθόρμητα τι μας ενοχλεί σήμερα και τι θέλουμε: μια ριζοσπαστική πολιτική της επιθυμίας σε πρώτο πρόσωπο. w Με δεδομένη τη βαριά ιστορία του κομμουνισμού, ποια θα ήταν, κατά τη γνώμη σου, η ειδοποιός διαφορά ενός πραγματικά χειραφετητικού κομμουνιστικού κινήματος σήμερα; Ας δοκιμάσουμε ένα μείγμα: δεν μπορούμε πλέον να ονομάζουμε κομμουνιστικό κίνημα την κατάσταση κατά την οποία ένα κόμμα, και μάλιστα ιεραρχικό, αυταρχικό, κατακτά την κρατική εξουσία και, με την πεποίθηση ότι επιδιώκει το καλύτερο για τους ανθρώπους, προωθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην εικόνα αυτή οι άνθρωποι εμφανίζονται μόνο ως καταναλώτριες με εκπροσώπηση, όχι ως δρώντα υποκείμενα που παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Η λενινιστική και σταλινική θέση ότι ο καλός σκοπός νομιμοποιεί τα κακά μέσα έχει αντικρουστεί από την ίδια την Ιστορία: στην πραγματικότητα, τα κακά μέσα έχουν απονομιμοποιήσει τον καλό σκοπό, και γι’ αυτό θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε τις αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα του κομμουνιστικού κινήματος: συντονισμός των πρωτοβουλιών από τα κάτω, όπου οι άνθρωποι έχουν οι ίδιοι λόγο στη ζωή τους. Όχι όμως ως μεμονωμένα άτομα, που ασκούν αρνητικά την ελευθερία τους εναντίον αλλήλων, αλλά ως άτομα που συνεργάζονται και συνδέονται
μεταξύ τους. Το τελευταίο είναι και το δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1968. Ενώ το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1917 επικεντρώθηκε στην κρατική εξουσία και την ισότητα και επέφερε το αρνητικό παρεπόμενο της ομογενοποίησης και της ολοποίησης το κίνημα του 1968 επικεντρώθηκε στο υποκείμενο και την ελευθερία. Και στις δύο περιπτώσεις ξεχάστηκε πολύ γρήγορα αυτό που θέλω να επαναφέρω σήμερα στο επίκεντρο: η αλληλεγγύη. Δεν πρόκειται για τη μεταβολή του μεγάλου Όλου ούτε για τη δημιουργία του καινούργιου ανθρώπου, αλλά για την αλλαγή της συνθήκης, τη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης. Ενωμένοι σε μια τέτοια συνύπαρξη, οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν, σε μεγάλο βαθμό, μόνοι τους την ιστορία τους: να τι θα πει κομμουνισμός, λόγου χάρη. w Στη Γερμανία ακούμε συχνά ότι η χώρα στέκεται «καλά» μέσα στην κρίση. Το ακούμε τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά. Για την Αριστερά αυτός είναι ο λόγος που πολύ δύσκολα κινητοποιείται ο κόσμος. Για τους συντηρητικούς αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Μέρκελ τα έκανε όλα σωστά· το αποδεικνύει, εξάλλου και το 41,5% στις πρόσφατες εκλογές. Ο εθνικισμός ήταν πάντα ένα από τα πιο επικίνδυνα δηλητήρια για την Αριστερά. Κόντεψε να την ξετινάξει το 1914 (με την ψήφιση των πολεμικών δαπανών) και το 1939 (με το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν). Μια από τις ωραίες φράσεις για τις κομμουνίστρες λέει ότι δεν έχουν πατρίδα. Η συμπόνια και η αλληλεγγύη τους δεν γνωρίζει κρατικά σύνορα. Ωστόσο, η κατασκευή του έθνους έχει πολύ ισχυρή επίδραση, κι αυτό το βλέπουμε όταν ακούμε την Αριστερά στη Γερμανία να λέει: «Εμείς μια χαρά είμαστε». Εμείς; Εμείς οι Ευρωπαίες; Εμείς οι εργαζόμενες; Εμείς που δεν κατέχουμε τα μέσα παραγωγής; Ήμουν πρόσφατα στη Μασσαλία και είδα από κοντά τις καταστροφικές συνέπειες που έχει και εκεί το γερμανικό μοντέλο. Οι συνδικαλίστριες μας είπαν: τα ΜΜΕ προβάλλουν συνέχεια τα γερμανικά συνδικάτα ως πρότυπο, λένε ότι είναι σοβαρά, εχέφρονα, ανοιχτά σε συμβιβασμούς. Οι εργάτριες του κατειλημμένου εργοστασίου τσαγιού fralib μας είπαν ότι τούς κοπανάνε συνέχεια πόσο χαμηλοί είναι οι μισθοί (και πόσο υψηλή η παραγωγικότητα) στη Γερμανία. Πήγαμε σε μια διαδήλωση ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων που αποφάσισε η κυβέρνηση Ολάντ, η οποία έχει για πρότυπο το γερμανικό μοντέλο και την πολιτική της Τρόικας στην Ελλάδα. Ο εθνικιστικός ανταγωνισμός για την προσέλκυση εταιριών, τον οποίο διαρκώς υποστηρίζουν και αναπαράγουν τα γερμανικά συνδικάτα και οι εργαζόμενοι στη Γερμανία, έχει καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στην αλληλεγγύη όσο και στην ευημερία των ανθρώπων.
Κλωντ Μονέ, «Βρεττανικό Κοινοβούλιο (το εφέ της αιθαλομίχλης)», 1903-1904
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Προς καταπολέμησιν της αιθαλομίχλης Μία επίκαιρος υπόδειξις Κύριε, Ανέγνωσα ικανόν αριθμόν επιστολών εις τας εφημερίδας, διαμαρτυρομένας περί της αιθαλομίχλης, αίτινες ουχί μόνον ηρώτων περί του πώς δύναταί τις προστατευθή έναντι των επιβλαβών επιδράσεων αυτής αλλά ανεζήτουν πληροφορίας περί των τρόπων διασφαλίσεως έναντι οδικού ατυχήματος, εις περίπτωσιν καθ’ ην αναγκασθή όπως εγκαταλείψη την οικίαν του εν ώρα επικρατήσεως της αιθαλομίχλης. Το πρώτον αίτημα είναι επαρκώς απλούν. Λαμβάνετε μίαν πλήρη επένδυσιν δύτου, ενδύεσθε αυτήν και επιτρέπετε εις έναν βοηθόν όπως σας ακολουθή φέρων μίαν συσκευήν αντλίας, εις μορφήν εκκρεμούς (στατώ), εις τρόπον ώστε να σας προμηθεύη μετά αερίων υδρογονανθράκων (Διάλυμα Βλακεντίου Ντάφφυ). Ούτω πως θα υποστηριχθή επαρκώς η αναπνοή. Ίνα αποφύγητε οδικόν τι ατύχημα, τοποθετήσατε έναν ηλεκτρικόν λαμπτήρα (Swann) ισχύος πεντακοσίων κηρίων εις την κορυφήν του πίλου σας, περί τον γύρον του οποίου, διά κάθε περίστασιν, θα έχετε αναλόγως προσαρμόση μίαν δωδεκάδα νυκτερινών λαμπτήρων. Προσαρμόσατε επίσης έναν ανακλαστήρα διπλής
Το «Fighting the Fog: A Seasonable Hint» δημοσιεύθηκε στον τόμο 90 (27.12.1890), του λονδρέζικου σατιρικού περιοδικού «Punch, or the London Charivari» (βλ. www. gutenberg.org/files/12944/12944h/12944-h.htm). Το κείμενο αλίευσε και μετάφρασε η ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
όψεως εις την πλάτην και περιδέσατε έναν λαμπτήρα ιππηλάτου αμαξιδίου Χάνσομ, εν είδει περικνημίδoς, εις εκάστην των κνημών. Επιτρέψατε εις έναν έως δύο παίδας, όπως φέρουν ανημμένας δάδας και όπως κρούουν γκονγκ δείπνου [Σ.τ.Μ.: κώδων οικιακής χρήσεως], εις τρόπον ώστε να διανοίγωσι την οδό διελεύσεώς σας, ενώ εσείς ο ίδιος θα ανακράζετε «Έρχεται ο Μπαμπούλας!» ή οιονδήποτε άλλον κατάλληλον σύνθημα, μέσω μεγαφώνου χοάνης ομίχλης, την οποία θα φέρετε εις την μίαν χείρα, ανεμίζων εν ταυτώ ζωηρώς παλαιόν αστυνομικόν κρόταλον [Σ.τ.Μ.: ροκάνα] διά της ετέρας χειρός. Εξοπλισμένος ούτω πως, θα καταστήτε ικανός όπως συνεχίσητε την πορείαν σας, επικυριαρχώντας του φαινομένου της αιθαλομίχλης. Δέον όπως προσέχετε εις τας διασταυρώσεις, διότι η αναπάντεχος εμφάνισίς σας δύναται όπως τρομοκρατήση ένα –ή δύο– ιππήλατα οχήματα δημοσίας χρήσεως, προξενώντας εν ταυτώ αναστάτωσιν. Προσωπικώς δεν έχω εισέτι δοκιμάσει τα ως άνω, πλην όμως φίλος εμού εις Κόλνεϋ Χατς διαβεβαίωσεν εμέ περί της προσωπικής του δοκιμής, η οποία εστέφθη υπό απολύτου επιτυχίας. Σκεπτόμενος ουν την πιθανότητα όπως αποβή ευεργετική διά τους πολυαρίθμους αναγνώστας του υμετέρου φύλλου, θέτω την πληροφορίαν ταύτην υπ’ όψιν σας μετά μεγίστης ευχαριστήσεως και λαμβάνω την τιμή να δηλώσω, Κύριε, ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΣΑΣ EΝ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΝ ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
36
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Εκδημοκρατισμός και κρίση στην ελληνικ ΤΗΣ ΝΕΛΛΗΣ ΑΣΚΟΥΝΗ
Το ερώτημα τι πολίτες διαμορφώνει το σχολείο δεν περιορίζεται σε ζητήματα πολιτικής διαπαιδαγώγησης ή ιδεολογικών επιλογών. Η εκπαίδευση διαμορφώνει πολιτικά υποκείμενα, όχι μόνο ως θεσμός κοινωνικοποίησης, αλλά ταυτόχρονα ως μηχανισμός κατανομής των ατόμων στο πλαίσιο του καταμερισμού εργασίας. Έτσι, η συζήτηση για το τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο αναγκαστικά εμπεριέχει το ερώτημα τι δυνατότητες κοινωνικής ένταξης και κινητικότητας προσφέρει και σε ποιους – με άλλα λόγια, πώς συνδέεται με την κοινωνική και οικονομική δομή. Θα περιοριστώ σε μερικά ερωτήματα, ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι το ελληνικό σχολείο βρίσκεται σε κρίση αρκετό διάστημα πριν ξεκινήσει η σημερινή κρίση. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ευχαριστημένη με το σχολείο της, οι μαθητές δεν φαίνεται να βρίσκουν νόημα στην εκπαίδευση, οι γονείς διαμαρτύρονται γιατί τα παιδιά τους δεν μαθαίνουν γράμματα και οι εκπαιδευτικοί για τις κακές συνθήκες και το επίπεδο που πέφτει. Πώς φτάσαμε σε αυτή την ευρύτερη απαξίωση και αποδυνάμωση του κύρους του δημόσιου σχολείου; Η απάντηση συνδέεται με τις αλλαγές που γνωρίζει η εκπαίδευση τα τελευταία 40 χρόνια.
Το σχολείο της μεταπολίτευσης: εκδημοκρατισμός Η μεταπολιτευτική περίοδος χαρακτηρίζεται από το στόχο του εκδημοκρατισμού όλων των θεσμών. Στο χώρο της εκπαίδευσης ο στόχος αυτός έχει διπλό περιεχόμενο: αφενός η μόρφωση να μην είναι προνόμιο μιας μειοψηφίας, αλλά το σχολείο να γίνει προσβάσιμο σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αφετέρου να αλλάξει ο αυταρχικός προσανατολισμός τόσο των παιδαγωγικών δομών όσο και του περιεχομένου της εκπαίδευσης. Σχετικά με το πρώτο, οι ποσοτικές αλλαγές των εκπαιδευτικών δεδομένων τις δεκαετίες ’70 και ’80 δείχνουν ότι το ελληνικό σχολείο ανοίγει τους κόλπους του απαντώντας έτσι στο αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης («Να σπουδάσουν οι φτωχοί» ήταν το εμβληματικό σύνθημα) και στο όνειρο της αγροτικής Ελλάδας του 60 για κοινωνική κινητικότητα. Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο καταγράφεται ως ελληνική ιδιαιτερότητα το φαινόμενο πολύ υψηλών προσδοκιών για εκπαίδευση, ακόμα και σε χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Για πολλούς φτωχούς και αγράμματους γονείς το όνειρο ήταν να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα για να ξεφύγουν από τη δική τους δύσκολη και στερημένη ζωή.
Η Νέλλη Ασκούνη διδάσκει στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών. To άρθρο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή εισήγησης στο Κρίση-μο Σεμινάριο «Τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο μας;», που οργάνωσε η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας (Αθήνα, 15.10.2013).
Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν ανάγεται σε κάποια μεταφυσική έφεση των Ελλήνων προς τη μόρφωση. Προσδιορίζεται από το γεγονός ότι τέτοιες προσδοκίες ήταν εφικτό να υλοποιηθούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό — κάτι που, με τη σειρά του, συνδέεται με τη ρευστότητα των δομών της νεοελληνικής κοινωνίας, τον ρόλο του κράτους ως μεγάλου εργοδότη, τις ιδιοτυπίες στη δομή της απασχόλησης. Η εκπαίδευση, σε μεγάλο βαθμό, λειτούργησε ως μοχλός κοινωνικής κινητικότητας «γενικής και ταχύτατης», κατά τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά. Γενικές και ταχύτατες ήταν και οι αλλαγές του εκπαιδευτικού τοπίου τις δεκαετίες του ’70 και του ’80: το 1970 στους νέους ηλικίας 25-30, μόνο 15% είχαν προχωρήσει πέρα από το δημοτικό (οι αναλφάβητοι έφταναν το 40%), είκοσι χρόνια μετά το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 75% (οι αναλφάβητοι είναι 2%), ενώ στις αρχές του 2000 μόνο 11% δεν ολοκληρώνουν την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Από τον αναλφαβητισμό και το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, περνάμε λοιπόν στο μαζικό σχολείο, στη γενίκευση της φοίτησης στη δευτεροβάθμια (με την εξαίρεση ορισμένων κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων) και σταδιακά στο μαζικό πανεπιστήμιο. Στο επίπεδο της τριτοβάθμιας από 30.000 που ήταν οι φοιτητές στις αρχές του ’60, αυξάνονται σε 300.000 στις αρχές του 2000, αύξηση θεαματική, αν μάλιστα πάρουμε υπόψη ότι ο μαθητικός πληθυσμός μειώνεται από τη δεκαετία του ’90.
Η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο: παιδεία και παραπαιδεία Η διόγκωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποκρυσταλλώνει ένα κοινωνικό φαινόμενο. Το κρίσιμο ζήτημα για την ελληνική κοινωνία και για την ακολουθούμενη εκπαιδευτική πολιτική είναι η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μοιάζει σαν όλος ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός να καθορίζεται από τις εισαγωγικές εξετάσεις. Με την αυξημένη ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη διαχείρισή της, τόσο στο επίπεδο της κρατικής πολιτικής όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών πρακτικών, συνδέονται- πιστεύω- πολλές από τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες που σήμερα βιώνουμε στο σχολείο της κρίσης. Στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής, είναι κοινότοπη διαπίστωση ότι όλες οι μεγαλεπίβολες αλλαγές που επιχειρήθηκαν και προβλήθηκαν ως μεταρρυθμίσεις είναι κατ’ ουσίαν αλλαγές του συστήματος ρύθμισης της εισαγωγής στην τριτοβάθμια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν ουσιαστικές αλλαγές όπως τα νέα βιβλία και αναλυτικά προγράμματα στις αρχές του ’80, ωστόσο το κρίσιμο ζήτημα ήταν πάντα (και εξακολουθεί) το σύστημα πρόσβασης στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα, στο επίπεδο των κοινωνικών πρακτικών διαπιστώνουμε τεράστια επένδυση στην εκπαίδευση, με ιδιαίτερη ένταση στα μικροαστικά και μεσαία στρώματα, τα οποία διογκώθηκαν σημαντικά την περίοδο αυτή. Οι στρατηγικές αυτών των στρωμάτων να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους περισσότερα πλεονεκτήματα μεταφράζονται σε εκ-
Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Κορίτσι με γάτα», 1910
παιδευτικές πρακτικές αφενός υποστήριξης της σχολικής επίδοσης (φροντιστήρια), αφετέρου απόκτησης γνώσεων και ικανοτήτων (όπως και πιστοποίησής τους) που δεν παρέχει το σχολείο, αλλά αποδεδειγμένα έχουν σημαντικό κοινωνικό και εκπαιδευτικό αντίκρισμα. Αναφέρομαι στις ξένες γλώσσες ή σε οργανωμένες δραστηριότητες σχετικές με την τέχνη και τον αθλητισμό, αυτά που ο Μπουρντιέ ονομάζει συσσώρευση πολιτισμικού κεφαλαίου. Δημιουργήθηκε έτσι ένα παράλληλο σύστημα, ένα σχολείο δίπλα στο σχολείο, το οποίο έχει κρίσιμες συνέπειες στη λειτουργία του σχολείου. Τα φροντιστήρια, έχοντας ως κύριο ρόλο την προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις, απευθύνονταν αρχικά στους τελειόφοιτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σταδιακά αυτή η πρακτική διευρύνεται σε όλο και μικρότερες ηλικίες, με αποτέλεσμα το φροντιστήριο, από μέσο υποστηρικτικό να μετατρέπεται σε θεσμό ανταγωνιστικό του σχολείου, που κάποτε το υποκαθιστά (οι μαθητές στη Γ΄ Λυκείου δεν πάνε στο σχολείο για να πάνε φροντιστήριο), ενώ παράλληλα ενισχύει (αν δεν επιβάλλει) ένα συγκεκριμένο πρότυπο διδασκαλίας και μάθησης βασισμένο στην απομνημόνευση και τη μηχανιστική σχέση με τη γνώση. Αυτή η ισχυρή αλληλεξάρτηση παιδείας και παραπαιδείας γίνεται ακόμα πιο προβληματική, αν σκεφτούμε ότι σε μεγάλο βαθμό είναι οι ίδιοι εκπαιδευτικοί που τροφοδοτούν και τα δύο συστήματα.
Η απαξίωση του δημόσιου σχολείου Μέσα σε αυτό το φαύλο κύκλο εδραιώνεται η απαξίωση του δημόσιου σχολείου. Παρά τη βελτίωση των εκπαιδευτικών μεγεθών (γενίκευση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης,
αύξηση φοιτητικού πληθυσμού), υπάρχει μια διάχυτη συλλογική βεβαιότητα ότι το σχολείο δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Από την άλλη, μαζί με την εντυπωσιακή πληθώρα των αριστούχων, εμφανίζονται φαινόμενα λειτουργικού αναλφαβητισμού (π.χ. παιδιά γυμνασίου που με δυσκολία γράφουν και διαβάζουν). Ένα πρόβλημα είναι ότι αυτή η συζήτηση, ή πολεμική καλύτερα, για την ανεπάρκεια του σχολείου γίνεται στη βάση εντυπώσεων, συχνά στερεοτυπικά, χωρίς έγκυρη τεκμηρίωση ή συστηματική διερεύνηση. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, λείπουν όμως έγκυρα δεδομένα για να δούμε καθαρά τις διαστάσεις του. Με αυτή την επιφύλαξη, θα προχωρήσω σε κάποιες διαπιστώσεις. Το γεγονός ότι η εκπαίδευση συνιστά κοινωνικό διακύβευμα κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, ως μηχανισμός ρύθμισης της ροής προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ως συνέπεια να υποβαθμίζεται η σημασία του περιεχομένου της εκπαίδευσης, των γνώσεων που πρέπει να δίνει η κάθε βαθμίδα, αλλά και της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων του σχολείου: σε ποιο βαθμό πετυχαίνει να μάθει στα παιδιά γράμματα και τι είδους γράμματα τους μαθαίνει. Ως προς το πρώτο σκέλος, το τι πρέπει να διδάσκει το σχολείο, αλλαγές των αναλυτικών προγραμμάτων και του περιεχομένου της εκπαίδευσης έγιναν στην αρχή της μεταπολίτευσης, συναντώντας ευρεία συναίνεση. Τότε ήταν επιβεβλημένη πολιτικά η άρση του αυταρχικού και συντηρητικού προσανατολισμού του σχολείου. Μια δεύτερη αλλαγή των προγραμμάτων και των σχολικών βιβλίων, στο τέλος της δεκαετίας του 90, παρότι προβλήθηκε ως μεταρρύθμιση, δεν κατόρθωσε να απαντήσει ουσιαστικά στο ερώτημα τι σχολείο χρειαζόμαστε, με ποιους
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
37
κή εκπαίδευση στόχους και πώς πρέπει να λειτουργεί. Τα προβλήματα είναι πολλά: * Η απουσία συνεκτικής λογικής από κοινού για όλες τις βαθμίδες * Πολλές αντιφάσεις (νεωτεριστική ρητορεία στους στόχους, επιβίωση παραδοσιακού πνεύματος και εργαλειακής αντίληψης στο περιεχόμενο) * Καμιά πρόνοια για τη διαδικασία υλοποίησης των παιδαγωγικών αλλαγών * Αποτυχία δημιουργίας μηχανισμών ελέγχου των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων με ευρύτερη κοινωνική αποδοχή. Είναι εύκολο να περιγράψει και να καταγγείλει κανείς τα κακώς κείμενα, αλλά λιγότερο εύκολο να αναλύσει τις αιτίες και τον σύνθετο χαρακτήρα των προβλημάτων. Η εκπαιδευτική αλλαγή δεν σκοντάφτει μόνο στα συμφέροντα που υπηρετούν οι εκάστοτε πολιτικές ούτε στον αυταρχικό και συνήθως αποσπασματικό, αντιφατικό και χωρίς σχέδιο τρόπο άσκησης αυτών των πολιτικών. Βρίσκει ισχυρές αντιστάσεις και στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού θεσμού: στις παγιωμένες παιδαγωγικές πρακτικές και αντιλήψεις των φορέων του (και εδώ ο τρόπος εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών είναι κρίσιμο ζήτημα), καθώς και στο ότι ο συνδικαλισμός λειτουργεί περισσότερο ως άμυνα παρά ως διεκδίκηση. Στο ζήτημα της αξιολόγησης, λ.χ., η δυσπιστία (εύλογη ή όχι) απέναντι στους στόχους της οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε άρνηση της ίδιας της αξιολόγησης, στερώντας τους ένα ισχυρό εργαλείο που θα μπορούσε να αναδείξει τη δουλειά τους, αλλά και τις ανεπάρκειες των δομών στις οποίες δουλεύουν και, κυρίως, την τεράστια ευθύνη της εκπαιδευτικής πολιτικής για τα προβλήματα. Μια άλλη μορφή αντιστάσεων έρχεται από σημαντική μερίδα γονέων —κυρίως των μεσαίων στρωμάτων— οι οποίοι αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη ή άρνηση καινοτομίες που δεν συνάδουν με το παιδαγωγικό πρότυπο της δασκαλοκεντρικής μάθησης και της αποστήθισης, με τον φόβο ότι τέτοιες αλλαγές θέτουν σε κίνδυνο το ρυθμισμένο σύστημα πρόσβασης στο πανεπιστήμιο. Τέλος, είναι γνωστές οι ισχυρές ιδεολογικές αντιστάσεις σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής «ευαίσθητων» τμημάτων της σχολικής γνώσης, όπως η ιστορία ή τα αρχαία.
Το σχολείο της κρίσης Κάποια από τα προβλήματα συνδέονται με τον μαζικό χαρακτήρα του σχολείου και τα συναντάμε και αλλού. Τέτοια είναι η ανασφάλεια των μεσαίων στρωμάτων και η αγωνία για τη διατήρηση των προνομίων ή την αναπαραγωγή τους (που συνοδεύονται από έντονη παρέμβαση στο σχολείο ή κριτική για πτώση του επιπέδου), το κενό νοήματος σχολείο για πολλούς μαθητές, η βία. Ελληνική ιδιαιτερότητα όμως φαίνεται να είναι η μεγάλη απαξίωση του δημόσιου σχολείου, η αίσθηση ότι λειτουργεί αποκομμένο από τον κοινωνικό περίγυρο. Βάσιμη ή όχι, το γεγονός ότι αυτή αποτελεί συλλογική πεποίθηση έχει πραγματικές συνέπειες, γιατί επηρεάζει τη συμπεριφορά απέναντι στο σχολείο. Σε κάθε περίπτωση, η απαξίωση του σχο-
λείου, η αμφισβήτηση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητάς του εμφανίζεται έντονη σε μια περίοδο που η εκπαίδευση λειτουργεί όλο και πιο δύσκολα ως μηχανισμός κοινωνικής ενσωμάτωσης και κινητικότητας. Στις συνθήκες της κρίσης, με τα τρομακτικά ποσοστά ανεργίας των νέων, η εκπαίδευση γίνεται όλο και πιο αναγκαία αλλά όλο και λιγότερο επαρκής προϋπόθεση για την επαγγελματική ένταξη. Ταυτόχρονα, η επένδυση στην εκπαίδευση γίνεται όλο και πιο δύσκολη και επισφαλής για μεγάλες ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. Το σχολείο δεν έπαψε ποτέ να είναι ταξικό, σήμερα όμως που οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν, ο ταξικός του χαρακτήρας του αναδεικνύεται καθαρότερα. Σε αυτές τις συνθήκες χρειάζεται να ξαναδούμε συνολικά τις εκπαιδευτικές προτεραιότητες και τους στόχους του σχολείου, τους πραγματικούς, όχι τους ρητορικούς. Δεν είναι εύκολο, γιατί και η ίδια μας η σκέψη είναι εγκλωβισμένη στα αυτονόητα του εκπαιδευτικού συστήματος, προϊόντα του οποίου είμαστε. Βέβαια η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι η εκπαίδευση, παρά τη σχετική αυτονομία της, δεν συνιστά απομονωμένο σύστημα. Αντανακλά, αλλά και ενισχύει, αγκυλώσεις και παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της. Τα πιο πρόσφατα δείγματα εκπαιδευτικής πολιτικής δείχνουν ότι βαδίζουμε ολοταχώς προς τα πίσω. Φοβάμαι ότι δεν είναι απλώς –καταστροφικά– δείγματα μιας σπασμωδικής αντίδρασης, χωρίς σχέδιο, κάτω από την πίεση των επιταγών του Μνημονίου. Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη οπισθοδρόμησης, συντηρητισμού και ενίσχυσης των ανισοτήτων. Αντί, λ.χ., η τεχνική εκπαίδευση να αποτελέσει δυναμικό πεδίο που θα αναβαθμιστεί για να δώσει προοπτικές ιδίως στις πιο αδύναμες κοινωνικά ομάδες, καταργούνται αυθαίρετα ολόκληροι κλάδοι (και μάλιστα με επαγγελματικές προοπτικές, που συγκέντρωναν κυρίως —έχει σημασία— κορίτσια). Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Παιδείας εγκαινιάζει μεγάλο ιδιωτικό ΙΕΚ που προσφέρει παρόμοιες ειδικότητες. Αντί το Λύκειο να πάψει να είναι εξεταστικό κέντρο και καταργημένη εκπαιδευτική βαθμίδα, το «Νέο Λύκειο» είναι ακόμα πιο ασφυκτικά καθορισμένο από τις εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο. Παράλληλα, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών μπαίνει από το παράθυρο η επιστροφή στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, τα Παιδαγωγικά Τμήματα απομονώνονται από τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Όσο για την ποιότητα της εκπαίδευσης, φαίνεται να εξαντλείται στην αριστεία των πρότυπων σχολείων, αφήνοντας στη μοίρα τους τα υπόλοιπα, αυτά που είναι για τους λιγότερο «ικανούς», ενισχύοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Η βίαιη συνθήκη που ζούμε, η βεβαιότητα ότι δεν πάει άλλο, θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία βαθύτερων αλλαγών. Το κρίσιμο, στα μάτια μου, είναι να γίνει το σχολείο ένα πραγματικό δημόσιο αγαθό, να πάψει να θεωρείται (ή και να είναι) ένα «αδειανό πουκάμισο», που αν αξίζει κάτι, αυτό είναι η πιστοποίηση που παρέχει.
Μετανάστες ενός αιώνα ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗ
Διαισθάνομαι ότι σύντομα θα αρχίσουν να γράφονται τραγούδια για τη μετανάστευση και την ξενιτιά. Το σκεφτόμουν, καθώς έβλεπα πριν λίγες μέρες σε εφημερίδες της Μυτιλήνης καταχωρήσεις για μετανάστευση στην Αυστραλία. Και, καθώς η μετακίνηση πληθυσμών έχει ιστορία χιλιάδων ετών, και σε όλο τον πλανήτη, αλλά και στα μέρη μας, παρέμεινα στον τοπικό Τύπο, πηγαίνοντας όμως έναν αιώνα πίσω. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, λοιπόν, στις εφημερίδες της Μυτιλήνης δημοσιεύονταν καταχωρήσεις με πληροφορίες για μετανάστευση. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1909 στην εφημερίδα Σάλπιγξ δημοσιεύονται τέσσερις ταυτοχρόνως διαφημίσεις (η μία κάτω από την άλλη), ναυτιλιακών πρακτορείων με τις οποίες ενημερώνουν τους αναγνώστες, και τους κατοίκους του νησιού, αλλά και των απέναντι μικρασιατικών παραλίων, για τις προσφορές και τα πλεονεκτήματα των εταιρειών των. Η Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος υποστηρίζει ότι έχει την «ταχυτέρα γραμμή δι’ Αμερικήν· διάρκεια ταξειδίου μόνον 13 ημερών. Τα ταξείδια εκτελεί το υπερωκεάνειον ΠΑΤΡΙΣ υπό τον πλοίαρχον κ. Μ. Εμπειρίκον, καθελκισθέν προ 2 μηνών […] απαράμιλλον, απαστράπτον, κολοσσιαίον, τόνων 12.000, ταχύτητος 17 μιλίων. Είναι το μεγαλύτερον των Ελληνικών ατμοπλοίων, ηλεκτροφώτιστον και το μόνον το οποίον έχει ασύρματον τηλέγραφον έχει πολυτελέστατα διαμερίσματα, λουτήρας, καπνιστήρια, ιατρείον τέλειον, μουσικήν, Εκκλησίαν, οι μετανάσται έχουν ευμάρειαν και αναπαύσεις τας οποίας εις κανέν άλλο ατμόπλοιον δεν ημπορούν να εύρουν, τροφή άφθονος και υγιεινή, ναύλοι συγκαταβατικοί». Η Υπερωκεάνειος Ελληνική Ατμοπλοΐα είναι «η μόνη κατ’ ευθείαν γραμμή εξ Ανατολής και Ελλάδος δι’ Αμερικήν και τανάπαλιν». Διαθέτει τα υπερωκεάνια «“Η Λουζιτανία” της Ελλάδος “Αθήναι” άρτι καθελκυσθέν […] χωρητικότητος 17.000 πραγματικών τόννων, με διπλούς έλικας, διπλάς μηχανάς, ασύρματον τηλέγραφον κτλ». Ενώ «Η Ουάιτ-Σταρ-Λάιν είναι η ισχυροτέρα και μεγαλυτέρα Αγγλική εταιρεία έχουσα στόλον πολυάριθμον και νεότατον εις ον ανήκουσι τα κολοσσιαία υπερωκεάνια ατμόπλοια “Αδριατικός” 27.000 τόννων “Βαλτικός” 24.000 τόννων, “Κελτικός” και “Κεδρικός” 22.000 τόνων». Κατά τη δημοσίευση «ουδεμία άλλη εταιρία δύναται ν’ ανταγωνισθεί διά την ακρίβειαν, ταχύτητα, ασφάλειαν και άνεσιν ταξειδίου» την Ουάιτ-Σταρ.
Η άλλη εταιρεία, η γνωστή Αυστρο-Αμερικάνα, διαφημίζει ότι πραγματοποιεί «τακτική εβδομαδιαία γραμμή μεταξύ ΜυτιλήνηςΠατρών και Νέας Υόρκης» κάθε Παρασκευή με «ατμόπλοια νεότευκτα, ταχύτατα, με διπλούς έλικας, χωρητικότητος 10 έως 15 χιλιάδων τόνων έκαστον». Το ταξίδι με αυτά τα πλοία διαρκεί δώδεκα μέρες. Αλλά και μετά την απελευθέρωση της Λέσβου, το 1912, συνεχίζονται οι διαφημιστικές καταχωρήσεις. Με διαφήμιση στην εφημερίδα Λαϊκός Αγών τον Απρίλιο του 1913 ο «Γενικός Πράκτωρ καθ’ όλην την Μυτιλήνην και την έναντι Ανατολήν κ. Ανσέλμος Δε Πόοτου» γνωρίζει στους υποψήφιους μετανάστες ότι μπορούν να ταξιδεύσουν «από Μυτιλήνης κατ’ ευθείαν δι’ Αμερικήν διά των ταχυτάτων και αναπαυτικωτάτων ατμοπλοίων των Εταιρειών White Star και Gunar Line». Κάποιοι ναυτιλιακοί πράκτορες αντιπροσωπεύουν τις εταιρείες στη Λέσβο αλλά και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Στις αρχές του 21ου αιώνα, ενώ θα περιμέναμε κάποιο ρεύμα παλιννόστησης, έχουμε αύξηση της μετανάστευσης. Στις εφημερίδες της Μυτιλήνης, όπως έλεγα και στην αρχή, εμφανίστηκαν καταχωρήσεις με πληροφορίες για μετανάστευση στην Αυστραλία. Τώρα δεν διαφημίζονται η ταχύτητα των μεταφορικών μέσων, οι ανέσεις, η τροφή και άλλα, αλλά η έκδοση βίζας, η βίζα εργασίας ή φοιτητική και η απόκτηση αυστραλιανής υπηκοότητας. Άλλη μια επανάληψη της ιστορίας, δυστυχώς σε θέμα με αρνητικές επιπτώσεις.
Εφημερίδα «Εμπρός» Μυτιλήνης, Νοέμβ. 2013
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
Μια προσωπική κατάθεση
Ο Πουλαντζάς, ο Μακρής, ο Σβορώνος και τα χρόνια του Παρισιού Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Θεμέλιο ο τόμος Μορφές συνέχειας και ασυνέχειας. Από την ιστορική εθνεγερσία στην οικουμενική διαφορά, με κείμενα του Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Ο τόμος ανοίγει με ένα ωραίο αυτοβιογραφικό κείμενο του συγγραφέα —αυτοβιογραφικό και ταυτόχρονα βιογραφικό ανθρώπων, ιδεών και καταστάσεων— από το οποίο προδημοσιεύουμε αποσπάσματα. ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ
Στην πρώτη εφηβεία μου εμφανίστηκε στη ζωή μου ο άνθρωπος που με σφράγισε, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, με τη ζωή του, το έργο του και το θάνατό του. Ο Νίκος Πουλαντζάς. Μαζί του ανοίχτηκα όχι μόνο στην περιπέτεια της ζωής, των απολαύσεων, των αμφιβολιών, των άσκοπων περιπλανήσεων και των ατελείωτων ενδοσκοπήσεων αλλά και στις ιδέες, την πολιτική συνείδηση και στράτευση και τη θεωρητική θεμελίωση των υπό διαμόρφωση εφηβικών μου πεποιθήσεων. Η σχέση μας ήταν περισσότερο από φιλική και αδελφική. Ήταν κατά κυριολεξίαν συν-τροφική. Μαζί με τον Πουλαντζά μαθήτευα στη ζωή, στην πολιτική και στις αντιφάσεις της πραγματικότητας. Και παρέα μαζί του ακολούθησα τις τελετουργίες χειραφέτησης που άρμοζαν στη σκοτεινή και καταπιεστική μετεμφυλιακή Ελλάδα. Από κοινού μαζί του γράφτηκε το αφήγημα της μύησής μου, το Bildungsroman μου. Έτσι, τα χρόνια της εφηβείας μου κύλησαν με αναζητήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις. Τις αναμενόμενες και ορθόδοξες, αλλά και τις παρεκκλίνουσες και ανορθόδοξες. Από την άποψη αυτή, σημαντική υπήρξε και η επιρροή του Γιώργου Μακρή, που τον γνώρισα λίγο αργότερα, ο οποίος και με έφερε σε επαφή με τους κόσμους ενός περιθώριου που μέχρι τότε αγνοούσα παντελώς. Αυτός με πρωτοεισήγαγε στα καταγώγια των ρεμπέτικων, αυτός με έπεισε να δοκιμάσω ινδική κάνναβη, αυτός με εισήγαγε στη λογική της αντίστασης προς τις οποιεσδήποτε «απαγορεύσεις» ή άνωθεν υποδείξεις. Ιδιοφυής, παντογνώστης, εγκυκλοπαιδικός και απολύτως αδιάφορος για υλικά ή ηθικά οφέλη, προσωπικός φίλος του Ζαν Πωλ Σαρτρ, του Ζαν Ζενέ και του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο Μακρής πειραματιζόταν συνε-
χώς με τα όριά του και τα όρια των άλλων. Αυτός, ο περιπατητικός φιλόσοφος που κυκλοφορούσε πάντα με πέντ’-έξι μουντζουρωμένα βιβλία στις ξεχειλωμένες τσέπες του κοστουμιού που δεν έβγαζε από πάνω του μέχρι να λιώσει, με έφερε σε επαφή με αποκλίνουσες ή άγνωστες ακόμα τότε μορφές όπως ο Μπατάιγ, ο Μάλκολμ Λόουρυ, ο Μαρκούζε, ο Ερνστ Μπλοχ, ο Μιρσέα Ελιάντε, ο Οκτάβιο Πας και ο Σιοράν. Και αυτός ο ίδιος, ο αναρχικός που λίγο έλειψε να πεθάνει από το ξύλο που είχε φάει από τη γαλλική αστυνομία κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Αλγερίας, ήταν και ο πρώτος που μου επισήμανε τις καταστροφικές και εκφυλιστικές προεκτάσεις του σταλινισμού. Όπως και ο Πουλαντζάς, έμελλε και αυτός να αυτοκτονήσει. Τα τελευταία του λόγια συνοψίζουν την αντιφατική του προσωπικότητα και το ακατάτακτο, γοητευτικό και σαρδόνιο χιούμορ του. Ένα πρωί, βγαίνοντας από το ανήλιαγο υπόγειο όπου έμενε κοντά στο Χίλτον, μπήκε στο ασανσέρ της πολυκατοικίας. «Πού πάτε κύριε Μακρή», τον ρώτησε ο θυρωρός. Και αυτός απάντησε «κατεβαίνω αμέσως». Και πράγματι, ανέβηκε στην ταράτσα και αμέσως πήδηξε στο κενό. […] Την ίδια εποχή [το 1961] ερχόμουν βαθμιαία σε επαφή με τον κόσμο της ΕΔΑ που εξέφραζε το νέο κόσμο που ανέτελλε. Έτσι προσφέρθηκα να βοηθήσω στην οργάνωση των «Εβδομάδων Σύγχρονης Σκέψης» που επέτρεψαν τη δημόσια εμφάνιση μιας νέας προβληματικής — εκεί ακριβώς πρωτοεμφανίστηκε δημόσια ο Νίκος Πουλαντζάς. Έτσι γνώρισα τον Μίμη Δεσποτίδη που με σφράγισε από την πρώτη μέρα με τη γοητευτική του προσωπικότητα, την άτεγκτη και ανυποχώρητη ειρωνεία του και την ακαταμάχητη προσήλωση στις ιδέες του. Από το 1963 το «Θε-
μέλιο» λειτούργησε ως πόλος έλξης για όλους όσοι οραματίζονταν την οριστική ρήξη με το ασφυκτικό μετεμφυλιακό καθεστώς. Πολύ περισσότερο από εκδοτικός οίκος ή βιβλιοπωλείο, υπήρξε μια όαση διακίνησης ιδεών και προτάσεων για εκείνο-που-δεν-υπήρχε-ακόμα. […] Τα ίδια τα πράγματα, [η Χούντα] ήταν πια εκείνα που με ανάγκαζαν να θέσω σε παρένθεση τα πολυτελή μετεφηβικά διλήμματα που «επιτρέπονταν» από την αστική καταγωγή μου. Έπρεπε να παίρνω αποφάσεις, να δρω και να διακινδυνεύω. Έτσι, μετά από μια σύντομη παραμονή στην Αθήνα, όπου είχα κάποια συμμετοχή σε αντιστασιακές οργανώσεις, έφυγα για την Αμερική. Αλλά δεν έμεινα πολύ. Τα πρωτοσέλιδα για το Μάη του ’68 με ώθησαν να εγκαταλείψω, κυριολεκτικά «αλά γαλλικά», το Γέηλ και την υποτροφία που μου είχαν προσφέρει, για να συμμετάσχω στο φάντασμα της «ολικής ανατροπής». Και από τη στιγμή αυτή άλλαξε η ζωή μου, για πάντα. Από τη μια μεριά έπρεπε να βρω αμέσως κάποια δουλειά για να επιζήσω. Από την άλλη, μέσα στον φαντασιακό ορυμαγδό της ανεπανάλειπτης αυτής συγκυρίας, ήμουν υποχρεωμένος να συνεχίσω να μαθαίνω και να διαβάζω. Και ταυτόχρονα, είχε φαίνεται έλθει η στιγμή να αρχίσω να γράφω. Ακόμα κι αν αισθανόμουν ανασφαλής, έωλος και ετερόφωτος, όφειλα να αποτυπώσω τα πρωτόλειά μου στο χαρτί και να δοκιμαστώ σε μια κονίστρα της οποίας αγνοούσα ακόμα τους κανόνες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένιωθα τόσο ταυτισμένος με τον Πουλαντζά, ώστε άρχισα να τον αντι-γράφω δίχως να το καταλαβαίνω. Θυμάμαι πως το πρώτο μου δημοσιευμένο κείμενο, στο περιοδικό Les Temps Modernes, έμοιαζε τόσο «πουλαντζικό», στο περιεχόμενο αλλά και στο ύφος, ώστε πολλοί νόμισαν πως
είχε γραφτεί από αυτόν με ψευδώνυμο. Ίσως από μιαν άποψη να ήταν και αλήθεια. Για πολλά χρόνια έβλεπα τον εαυτό μου σαν το alter ego του. Αλλά το alter αυτό ego μού παρέσχε τη δύναμη να υπερβώ τους δισταγμούς μου. […] Μαζί με μένα και τη Γαλλία άλλαζε όμως και ο κόσμος. Η συγκυρία ήταν μοναδική και γι’ αυτό ακριβώς και προκλητική. Η μοιραία και μαγική εκείνη χρόνια του 1968 οδήγησε στην έκρηξη του αριστερού κινήματος στα εξ ων συνετέθη και ταυτόχρονα στην κατάρρευση όλων των κατεστημένων βεβαιοτήτων. Όλα φαίνονταν ανοιχτά και δυνατά. Το έπος του Τσε Γκεβάρα, ο μαοϊσμός, ο αναγεννημένος τροτσκισμός, το Βιετνάμ και κυρίως η σοβιετική εισβολή στην Πράγα είχαν αλυσιδωτές προεκτάσεις. Ακόμα και για μας τους Έλληνες που ζούσαμε κάτω από το φάντασμα της δικής μας δικτατορίας, ο μονολιθικός σταλινισμός του ενιαίου παράνομου ΚΚΕ είχε πάψει να μπορεί να αποτελεί πρότυπο. Από την άποψη αυτή, τα τανκς της Πράγας επηρέασαν την πολιτική μας συνείδηση εξίσου ή ίσως και περισσότερο ακόμα και από τα τανκς της Πλατείας Συντάγματος.. […] Ταυτόχρονα ετοίμαζα και τη διατριβή μου. Εδώ ακριβώς εμφανίστηκε ο Νίκος Σβορώνος, που επηρέασε την πορεία μου ίσως όσο και ο Νίκος Πουλαντζάς. Αν ο δεύτερος υπήρξε αδελφός μου, ο πρώτος ήταν ο πνευματικός πατέρας μου, ο μέντοράς μου. Μπροστά στον ανυποχώρητο σε θέματα τεκμηρίωσης Σβορώνο, ο οποίος και ανέλαβε τη διεύθυνση της διατριβής, αναγκάστηκα να γίνω και πάλι υπάκουος φοιτητής. Αυτός με δίδαξε να ερευνώ στα αρχεία, να επιβεβαιώνω σχολαστικά τις υποθέσεις μου, να στοιχειοθετώ τους συλλογισμούς μου και να μην αφήνω κενά και ουρές στις επεξεργασίες μου. Αλλά ταυτόχρονα μου επέτρεπε να αμφιβάλλω, να προχωρώ σε αφηρημένες γενικεύσεις, να εξαντλώ την περιέργειά μου και να αποτολμώ τη διατύπωση εκκεντρικών υποθέσεων. Μέσα από τον Σβορώνο, και χάρις σ’ αυτόν, εθίστηκα στην αέναη στάθμιση ανάμεσα στη σιγουριά του θεμελιωμένου και στη γοητεία του μη τεκμηριώσιμου. Δεν συμφωνούσαμε πάντα βέβαια, αλλά ακόμα και όταν γκρίνιαζε, τις δικές μου «αποκλίσεις» φαίνονταν να τις ανέχεται. Σαν επιεικής πατέρας, καταλάβαινε, ίσως στο βάθος και να ενέκρινε, τις «αυθαιρεσίες» του «παιδιού» του. Και αυτό επειδή τον αγαπούσα και με αγαπούσε. Η Εξάρτηση και αναπαραγωγή, που ήταν τελικά η διατριβή μου, ήταν το προϊόν αυτής της αέναης συναλλαγής με τον Σβορώνο. Είχα προσπαθήσει να απαντήσω στο ερώτημα «πώς γίνεται η Ελλάδα να εμφανίζεται τόσο ιδιαίτερη» ήδη τον 19ο αιώνα.